Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Νοεμβρίου 29, 2014

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ Ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ πολιοῦχος ἅγιος τῶν Πατρῶν

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ
Ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως
καὶ πολιοῦχος ἅγιος τῶν Πατρῶν

γράφει ὁ Ἀριστείδης Θεοδωρόπουλος
Ἐκπαιδευτικός

.                 Μέσα στὴ σεπτὴ χορεία τῶν δώδεκα μαθητῶν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξέχουσα θέση κατέχει ὁ τιμώμενος ὑπὸ τῆς Ἀνατολικῆς [καὶ Δυτικῆς] Ἐκκλησίας στὶς 30 Νοεμβρίου Ἅγιος Ἀπόστολος Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος, ὁ ὁποῖος ἀπὸ ἄσημος καὶ ἁπλοϊκὸς ψαρὰς κατέστη «ἁλιεὺς τῶν ἀνθρώπων» καὶ ἀναδείχθηκε μέγας διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ καὶ φλογερὸς Ἀπόστολος τοῦ Γένους μας. Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὑπῆρξε κατ’ ἐξοχὴν Ἀπόστολος τῶν Ἑλλήνων, ἀφοῦ ἦρθε στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο γιὰ νὰ κηρύξει τὸν σωτηριώδη λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἱδρύσει Ἐκκλησίες. Ἔτσι μετὰ ἀπὸ μία καρποφόρα ἱεραποστολικὴ περιοδεία, κατέληξε στὴν Πάτρα, τὴν ὁποία ἐπορφύρωσε μὲ τὸ τίμιο αἷμα του καὶ καθαγίασε μὲ τὸν ἔνδοξο σταυρικό του θάνατο γιὰ νὰ πρεσβεύει ἀδιάλειπτα στὸν Πανάγαθο Θεὸ γιὰ τὴ σωτηρία καὶ προστασία τοῦ πατραϊκοῦ λαοῦ, ἀλλὰ καὶ σύμπαντος τοῦ Ἑλληνικοῦ Γένους.
.           Ὁ Πρωτόκλητος μαθητὴς τοῦ Κυρίου μας γεννήθηκε στὴν κωμόπολη Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, ἡ ὁποία βρίσκεται στὴ δυτικὴ ὄχθη τῆς λίμνης Τιβεριάδος (Γεννησαρέτ). Τόσο ὁ πατέρας του, ὁ Ἰωνᾶς, ὅσο καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀνδρέας, ἀλλὰ καὶ ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του, ὁ Σίμων Πέτρος, ἐξασκοῦσαν τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ψαρᾶ. Παρόλο ὅμως ποὺ δὲν ἀπέκτησαν τὰ δύο ἀδέλφια ἰδιαίτερη μόρφωση, χαρακτηρίζονταν ἀπὸ τὴν εὐσέβειά τους, ἀφοῦ ὑπῆρξαν μαθητὲς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ πύρινο κήρυγμα σαγήνευσε τὶς ψυχές τους. Μάλιστα ὁ Ἀνδρέας, ὁ ὁποῖος εἶχε φύγει ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδὰ καὶ συγκατοικοῦσε μαζὶ μὲ τὸν ἔγγαμο ἀδελφό του, τὸν Πέτρο, στὴν Καπερναούμ, εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ ἀκολουθεῖ συχνότερα τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο καὶ Βαπτιστὴ καὶ νὰ παρακολουθεῖ τὰ κηρύγματά του. Ἔτσι ὅταν ὁ Πρόδρομος εἶδε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ «περιπατοῦντα» στὴν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας, ἀπευθυνόμενος στὸν Ἀνδρέα καὶ τὸν Ἰωάννη, τὸν υἱὸ τοῦ Ζεβεδαίου, τὸν καὶ μετέπειτα Εὐαγγελιστὴ καὶ ἠγαπημένο μαθητὴ τοῦ Κυρίου, τοὺς εἶπε: «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. α´ 36). Ἡ φράση αὐτὴ σαγήνευσε σὲ τέτοιο βαθμὸ τοὺς δύο ἁπλοϊκούς, ἀλλὰ εὐσεβεῖς ψαράδες, ὥστε θέλησαν νὰ γνωρίσουν ἀπὸ κοντὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Μόλις ἀντιλήφθηκε ὁ Κύριος τὴν ἐπιθυμία τους γιὰ ἐπικοινωνία, ἀπευθύνθηκε σ’αὐτοὺς καὶ τοὺς ρώτησε τί θέλουν. Ἐκεῖνοι τότε τὸν ρώτησαν: «Ραββί -ποὺ σημαίνει Διδάσκαλε- ποῦ μένεις;» Τότε ὁ Κύριος τοὺς ἀπάντησε: «Ἔρχεσθε καὶ ἴδετε», δηλαδὴ ἐλᾶτε καὶ θὰ δεῖτε. Κατόπιν οἱ δύο ψαράδες πῆγαν καὶ εἶδαν ἀπὸ κοντὰ τὸν χῶρο, ὅπου ἔμενε ὁ Κύριος. Μόλις ὁ Ἀνδρέας γνώρισε ἀπὸ κοντὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἐνθουσιάσθηκε τόσο πολύ, ὥστε ἔτρεξε ἀμέσως νὰ ἐνημερώσει τὸν ἀδελφό του, τὸν Σίμωνα Πέτρο. Ὅταν τὸν βρῆκε, τοῦ εἶπε: «Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσία», δηλαδὴ τὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀνδρέας ἔλαβε τὸ τιμητικὸ καὶ ἔνδοξο προσωνύμιο «Πρωτόκλητος», ἀφοῦ ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ δέχθηκε τὴν κλήση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Στὴ συνέχεια ὁδήγησε τὸν ἀδελφό του στὸν Κύριο, ὁ Ὁποῖος τοῦ εἶπε: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Σίμων, ὁ γιὸς τοῦ Ἰωνᾶ, ἐσὺ θὰ ὀνομασθεῖς Κηφᾶς, ποὺ σημαίνει Πέτρος». Ἀλλὰ ὁ Ἀνδρέας δὲν περιορίσθηκε στὸ νὰ φέρει κοντὰ στὸν Χριστὸ μόνο τὸν ἀδελφό του, τὸν Πέτρο, ἀλλὰ παρακίνησε καὶ τὸν φίλο του, τὸν Φίλιππο, τὸν συμπατριώτη του ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδά, ὥστε καὶ αὐτὸς νὰ γευθεῖ τὴν πνευματικὴ χαρὰ τῆς γνωριμίας καὶ συναναστροφῆς μαζί Του.
.           Ὅμως ἡ ἐπίσημη καὶ ὁριστικὴ κλήση στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα τόσο τῶν δύο ἀδελφῶν, Ἀνδρέου καὶ Πέτρου, ὅσο καὶ τῶν υἱῶν τοῦ Ζεβεδαίου, Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου, θὰ γίνει ἀργότερα, ὅταν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς «περιπατῶν παρὰ τὴν θάλασσα τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸ αὐτοῦ… καὶ λέγει αὐτοῖς· δεῦτε ὀπίσω μου, καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων, οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ (Ματθ. δ´ 18-20). Ἀκούγοντας λοιπὸν αὐτὰ τὰ λόγια, ἄφησαν ἀμέσως τὰ δίχτυά τους καὶ ἀκολούθησαν τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἔκτοτε ὁ Ἀνδρέας κατετάγη στὸν κύκλο τῶν δώδεκα μαθητῶν τοῦ Κυρίου, ἡ δὲ παρουσία του ἦταν ἐξέχουσα, ἀλλὰ καὶ ἡ σχέση του μὲ τὸν Χριστὸ ἦταν ξεχωριστή. Ἄλλωστε οἱ Εὐαγγελιστὲς Ματθαῖος, Μάρκος καὶ Λουκᾶς τὸν ἀναφέρουν δεύτερο στὴ χορεία τῶν Ἀποστόλων μετὰ τὸν ἀδελφό του, τὸν Σίμωνα Πέτρο. Ἀλλὰ τὸ ὄνομα τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου Ἀνδρέου ἀναφέρεται καὶ στὸ θαῦμα τοῦ χορτασμοῦ τῶν πεντακισχιλίων ἀνδρῶν (Ἰω. ϛ´ 5-8), ἀλλὰ καὶ στὸ περιστατικὸ τῆς ἐπιθυμίας τῶν Ἑλλήνων «τῶν ἀναβαινόντων ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ» γιὰ νὰ δοῦν τὸν Ἰησοῦ (Ἰω. ιβ´ 20-23), καθὼς καὶ στὴ συνομιλία τοῦ Κυρίου μὲ τὸν Ἀνδρέα, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη περὶ τῶν ἐσχάτων, ὅταν εἶχε προαναγγείλει ὁ Κύριος τὴν καταστροφὴ τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομώντα (Μάρκ. ιγ´ 3-4). Ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας ἦταν παρὼν μαζὶ καὶ μὲ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους στὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου (Πράξ. α´ 9-14), ἐνῶ κατὰ τὴν εὐφρόσυνο ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς δέχθηκε τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Πράξ. β´ 1-13). Σύμφωνα μάλιστα μὲ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὁ Πρωτόκλητος Ἀνδρέας βρισκόταν στὸ ὑπερῶο κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καὶ ἦταν μεταξὺ αὐτῶν ποὺ κατέβηκε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις, καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι».
.             Μετά τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἄρχισε ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας τὴν ἱεραποστολική του περιοδεία σύμφωνα μὲ τὴν παραγγελία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη…». Σύμφωνα μὲ τὴ γραπτὴ παράδοση

Σάββατο, Μαρτίου 09, 2013

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΜΑΡΤΥΡΕΣ Οἱ μαρτυρήσαντες στὴν λίμνη τῆς Σεβαστείας σαράντα ἐπίλεκτοι χριστιανοὶ στρατιῶτες Γράφει ὁ Ἀριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος


ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΜΑΡΤΥΡΕΣ
Ο
 μαρτυρήσαντες στὴν λίμνη τς Σεβαστείας σαράντα πίλεκτοι χριστιανοστρατιτες

 Γράφει ὁ Ἀριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος 
Ἐκπαιδευτικός

AgioiTessarakonta_4.            Στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου μ.Χ. αἰώνα ἔζησαν καὶ μαρτύρησαν στὴν Σεβάστεια τῆς ἱστορικῆς καὶ ἁγιοτόκου μικρασιατικῆς γῆς σαράντα ἐπίλεκτοι στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι κατάγονταν ἀπὸ διαφορετικοὺς τόπους, ἀλλὰ τοὺς ἕνωνε ἡ βαθιὰ καὶ ἀκλόνητη πίστη τους στὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν μόνο ἀληθινὸ καὶ παντοδύναμο Θεό. Σύμφωνα μὲ τοὺς Παρισινοὺς Κώδικες 1575 καὶ 1476 τὰ ὀνόματά τους ἦταν: Κυρίων, Κάνδιδος (ἢ Κλαύδιος), Δόμνος, Εὐτύχιος (ἢ Εὐτυχής), Σεβηριανός, Κύριλλος, Θεόδουλος, Βιβιανός, Ἀγγίας, Ἡσύχιος, Εὐνοϊκός, Μελίτων, Ἠλιάδης (ἢ Ἠλίας), Ἀλέξανδρος, Σακεδών (ἢ Σακερδών), Οὐάλης, Πρίσκος, Χουδίων, Ἡράκλειος, Ἐκδίκιος (ἢ Εὐδίκιος), Ἰωάννης, Φιλοκτήμων, Φλάβιος, Ξάνθιος (ἢ Ξανθιάς), Οὐαλέριος, Νικόλαος, Ἀθανάσιος, Θεόφιλος, Λυσίμαχος, Γάϊος, Κλαύδιος, Σμάραγδος, Σισίνιος, Λεόντιος, Ἀέτιος, Ἀκάκιος, Δομετιανὸς (ἢ Δομέτιος), δύο Γοργόνιοι, Ἰουλιανὸς (ἢ Ἐλιανὸς ἢ Ἡλιανὸς) καὶ Ἀγλάϊος ὁ καπικλάριος.
.            Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ (308-323) αὐτοκράτορας τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἦταν ὁ Λικίνιος, ὁ ὁποῖος τὸ 313 εἶχε συνυπογράψει μὲ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο τὸ περίφημο «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων», τὸ ὁποῖο διακήρυττε τὴν ἀνεξιθρησκεία, γεγονὸς ποὺ παρεῖχε στοὺς πολίτες τοῦ Ἀνατολικοῦ καὶ Δυτικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους τὴν θρησκευτικὴ ἐλευθερία. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια ὁ Λικίνιος στὴν μανιώδη προσπάθειά του νὰ ἐπικρατήσει καὶ νὰ ἐξαπλωθεῖ ἡ εἰδωλολατρία ἔναντι τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἐξαπέλυσε φοβερὸ διωγμὸ ἐναντίον τῶν χριστιανῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔδωσε τὴν ἐντολὴ στοὺς διοικητὲς τῶν ἀνατολικῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας νὰ συλλαμβάνουν καὶ νὰ θανατώνουν μὲ φρικτὰ βασανιστήρια τοὺς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα.
.            Ὁ διοικητὴς τῆς ἐπαρχίας τοῦ Πόντου, ὅπου βρισκόταν καὶ ἡ πόλη τῆς Σεβαστείας, ἦταν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὁ θηριώδης καὶ αἱμοβόρος Ἀγρικόλας, ὁ ὁποῖος εἶχε καταβάλει κάθε δυνατὴ προσπάθεια γιὰ τὴν δημιουργία καὶ ὀργάνωση ἰσχυροῦ καὶ ἑτοιμοπόλεμου στρατοῦ, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀντιμετωπίσει μὲ ἐπιτυχία τὶς εἰσβολὲς τῶν ἐχθρῶν καὶ κυρίως τῶν Γότθων. Στὸν στρατὸ τῆς ἐπαρχίας τοῦ Πόντου ὑπηρετοῦσαν σαράντα ἐπίλεκτοι στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι χάρη στὶς ἱκανότητες καὶ στὴν ἀπαράμιλλη ἀνδρεία τους εἶχαν νικήσει τοὺς Γότθους σὲ ὅλες τὶς φονικὲς μάχες καὶ εἶχαν ἀναδειχθεῖ σὲ ἀκοίμητους φρουροὺς καὶ ἰσχυροὺς προστάτες τῆς Σεβαστείας καὶ ὁλόκληρης τῆς ἐπαρχίας τοῦ Πόντου. Οἱ συνεχεῖς ὅμως ἐπιτυχίες τῶν σαράντα ἐπίλεκτων αὐτῶν στρατιωτῶν ὀφείλονταν στὴν δύναμη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν Ὁποῖο λάτρευαν ὡς τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, ἀφοῦ ἦταν πιστὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὁ Ἀγρικόλας πληροφορήθηκε ὅτι οἱ σαράντα αὐτοὶ γενναῖοι καὶ χαρισματικοὶ στρατιῶτες εἶναι χριστιανοί, ἔδωσε ἀμέσως τὴν ἐντολὴ νὰ πειθαρχήσουν στὸ διάταγμα τοῦ αὐτοκράτορα καὶ νὰ προσφέρουν θυσία στοὺς εἰδωλολατρικοὺς θεούς. Οἱ σαράντα ὅμως χριστιανοὶ στρατιῶτες ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ καὶ ἀπάντησαν ὅλοι μαζὶ μὲ μία φωνὴ ὅτι εἶναι χριστιανοὶ καὶ ὅτι ἀποστρέφονται τὰ εἴδωλα, τὰ ὁποῖα θεωροῦν βδελύγματα. Ὁ Ἀγρικόλας ξαφνιάστηκε ἀπὸ τὴν γενναία ὁμολογία τῆς χριστιανικῆς ἰδιότητος τῶν σαράντα χαρισματικῶν στρατιωτῶν του καὶ ἀρχικὰ προσπάθησε, ἐπαινώντας τὴν ἀνδρεία καὶ τὴν σωφροσύνη τους, ἀλλὰ καὶ τὴν προθυμία τους νὰ πολεμοῦν ὑπὲρ τοῦ βασιλέως, νὰ τοὺς πείσει νὰ θυσιάσουν στοὺς εἰδωλολατρικοὺς θεούς. Μάλιστα τοὺς ὑποσχέθηκε μεγάλες τιμὲς καὶ ἀξιώματα, ἐὰν πειθαρχήσουν στὴν διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα. Ὅμως οἱ σαράντα γενναῖοι χριστιανοὶ στρατιῶτες ἀπάντησαν μὲ παρρησία ὅτι μπορεῖ μὲ πολλὴ προθυμία νὰ πολέμησαν γιὰ τὴν δόξα τοῦ βασιλέως, ἀλλὰ ἦρθε ἡ ὥρα νὰ ἀγωνισθοῦν μὲ ἀκόμη μεγαλύτερη προθυμία γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν δόξα τοῦ Οὐρανίου Βασιλέως, ὁ Ὁποῖος θὰ τοὺς προσφέρει πλουσιοπάροχα τὰ αἰώνια ἀγαθὰ καὶ ὄχι τὰ πρόσκαιρα καὶ τὰ γήινα, καὶ θὰ τοὺς ἐξασφαλίσει τὸν ἀμάραντο στέφανο τῆς δικαιοσύνης καὶ τὴν δόξα τῆς μακαριότητος τῶν δικαίων. Ἐπιπλέον τοῦ δήλωσαν ὅτι τὸ μόνο ποὺ τοὺς τρομάζει, εἶναι ἡ τιμωρία τῆς κολάσεως.
.            Μόλις ὁ Ἀγρικόλας ἄκουσε αὐτοὺς τοὺς λόγους, ἐξοργίστηκε, καὶ ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ τοὺς κλείσουν στὴ, φυλακή, ἐλπίζοντας ὅτι θὰ κάμψει τὸ ἀγωνιστικό τους φρόνημα. Οἱ Ἅγιοι δὲν δείλιασαν καθόλου, ἀλλὰ μὲ προθυμία ὁδηγήθηκαν στὴν φυλακή, ὅπου προσευχόμενοι ζήτησαν τὴν βοήθεια τοῦ Κυρίου, λέγοντας «Φύλαξον ἡμᾶς, Κύριε, εἰς τὴν ἀληθινὴν πίστιν Σου καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν σκανδάλων τῆς ἀνομίας». Κατὰ τὰ μεσάνυχτα καὶ ἐνῶ οἱ Ἅγιοι προσεύχονταν ἀδιάλειπτα καὶ μὲ ἀκλόνητη πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος μέσα σ’ ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς καὶ τοὺς ἐνίσχυσε στὸν ἀγώνα τους, ἐπαινώντας τὴν προθυμία τους νὰ μαρτυρήσουν γιὰ τὴν ἀγάπη Του. Ὅμως μεταξὺ ἄλλων τόνισε ὅτι ὅποιος ὑπομείνει μέχρι τέλους, αὐτὸς καὶ θὰ σωθεῖ. Καὶ πράγματι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται» ὑπῆρξε προφητικός, ἀφοῦ γνώριζε ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς σαράντα μάρτυρες θὰ δείλιαζε κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ μαρτυρίου, θὰ ἐγκατέλειπε τὸν ἀγώνα καὶ θὰ ἔχανε τὸν ἀμάραντο στέφανο τῆς δόξης τοῦ Οὐρανίου Βασιλέως. Μετὰ τὴν θαυμαστὴ ἐμφάνιση καὶ τὰ προφητικὰ λόγια τοῦ Κυρίου μέσα στὴν φυλακή, συνέχισαν οἱ Ἅγιοι νὰ προσεύχονται μέχρι ποὺ ξημέρωσε. Ὁ ἡγεμόνας Ἀγρικόλας διέταξε νὰ φέρουν τοὺς σαράντα στρατιῶτες ἐνώπιόν του καὶ προσπάθησε μὲ κολακευτικὰ λόγια νὰ τοὺς πείσει νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Ἰησοῦ Χριστό, λέγοντάς τους ὅτι εἶναι οἱ ὡραιότεροι, γενναιότεροι καὶ συνετότεροι στρατιῶτες ποὺ ἔχει συναντήσει στὴν ζωή του. Τοὺς προειδοποίησε ὅμως ὅτι ἐὰν δὲν ὑπακούσουν στὸ πρόσταγμά του, θὰ τοὺς τιμωρήσει. Τότε ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, ὀνόματι Κάνδιδος, τοῦ δήλωσε μὲ παρρησία ὅτι δὲν πρόκειται νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πίστη τους στὸν Κύριο, ἐνῶ τὸν ἀποκάλεσε ἄγριο ἄνθρωπο καὶ μάλιστα ἀγριότερο ἀπὸ ὅλα τὰ θηρία ποὺ προσπαθεῖ μὲ κολακεῖες καὶ ὑποκρισίες νὰ καλύψει τὴν ἀγριότητά του. Μόλις ὁ Ἀγρικόλας ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια, ἐξοργίστηκε τόσο πολύ, ὥστε εὑρισκόμενος σὲ κατάσταση παραφροσύνης, διέταξε νὰ δέσουν τὰ χέρια τῶν σαράντα μαρτύρων καὶ σέρνοντας καὶ χτυπώντας τους, νὰ τοὺς ὁδηγήσουν στὴν φυλακὴ μέχρι νὰ ἔρθει ὁ δούκας Λυσίας ἀπὸ τὴν Καισάρεια. Μέσα στὴν φυλακὴ οἱ Ἅγιοι συνέχισαν νὰ προσεύχονται καὶ νὰ δοξολογοῦν τὸ πάντιμο ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Μεταξὺ τῶν στρατιωτῶν ἦταν καὶ ὁ Κυρίων, ὁ ὁποῖος ἐνίσχυσε τὸ ἀγωνιστικὸ φρόνημα καὶ τὴν πίστη τῶν συστρατιωτῶν του, λέγοντάς τους νὰ μείνουν ὅλοι μαζὶ σταθεροὶ καὶ ἀκλόνητοι στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦν τῆς αἰωνίου ζωῆς καὶ δόξης.
AgioiTessarakonta_2.            Στὴν φυλακὴ ἔμειναν ἑπτὰ ἡμέρες, μέχρι ποὺ ἦρθε ὁ δούκας Λυσίας. Τότε δόθηκε ἡ διαταγὴ νὰ ὁδηγηθοῦν οἱ Ἅγιοι ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ τοῦ αἱμοσταγοῦς ἡγεμόνος Ἀγρικόλα. Στὸν χῶρο, ὅπου θὰ ἐλάμβανε χώρα ἡ δίκη, εἶχε συγκεντρωθεῖ πλῆθος λαοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει ὅτι οἱ σαράντα ἐπίλεκτοι στρατιῶτες ἦταν χριστιανοί. Ὁ στρατιώτης Κυρίων προσπάθησε νὰ ἐνισχύσει τὸ ἀγωνιστικὸ φρόνημα καὶ τὴν πίστη τῶν συστρατιωτῶν του, λέγοντάς τους νὰ μὴν φοβηθοῦν μπροστὰ στὶς ἀπειλὲς τῶν ἀρχόντων, ἀφοῦ ὅπως Ἐκεῖνος ποὺ τοὺς ἔδινε τὴν δύναμη νὰ νικοῦν τοὺς ἐχθροὺς ἦταν πάντοτε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ἔτσι καὶ τώρα Ἐκεῖνος ποὺ θὰ τοὺς στηρίξει στὴν πίστη εἶναι ὁ Σωτήρας καὶ Λυτρωτὴς Χριστός, ὁ Ὁποῖος θὰ τοὺς βοηθήσει, ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομά Του, νὰ νικήσουν τοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως, τὸν ἀόρατο καὶ ἀσώματο ἐχθρὸ ποὺ εἶναι ὁ διάβολος καὶ τοὺς δύο νοητοὺς ἀντιπάλους, τὸν δούκα Λυσία καὶ τὸν ἡγεμόνα Ἀγρικόλα. Ὅταν οἱ Ἅγιοι ἔφτασαν στὸν τόπο, ὅπου θὰ γινόταν ἡ δίκη, ὁ δούκας Λυσίας ἄρχισε μὲ ἀπορία καὶ ἀμηχανία νὰ περιεργάζεται τοὺς σαράντα χαρισματικοὺς στρατιῶτες. Ὕστερα ἀπευθύνθηκε σ’ αὐτοὺς καὶ τοὺς κάλεσε νὰ θυσιάσουν στοὺς προγονικοὺς θεούς, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ἀποκτήσουν δόξα καὶ τιμή, διαφορετικὰ ἡ ἀνυπακοὴ στὸ πρόσταγμα τοῦ βασιλέως θὰ ὁδηγοῦσε στὴν ἀφαίρεση τῆς στρατιωτικῆς τους ζώνης καὶ στὸν ἀνελέητο βασανισμό τους. Τότε ὁ Κάνδιδος ἀποκάλεσε τὸν Λυσία ὁδηγὸ τοῦ σκότους καὶ διδάσκαλο τῆς ἀνομίας, δήλωσε δὲ ὅτι εἶναι ἀποφασισμένοι νὰ ὑπομείνουν κάθε βασανιστήριο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ τοῦ εἶπαν ὅτι δὲν θὰ χρειασθεῖ νὰ τοὺς ἀφαιρέσει τὴν στρατιωτικὴ ζώνη, διότι θὰ τοῦ τὴν πετάξουν μπροστά του, ὅπως καὶ ἔγινε. Μόλις ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Λυσίας, ἔμεινε ἐμβρόντητος καὶ ἐξοργίστηκε τόσο πολύ, ὥστε διέταξε τοὺς στρατιῶτες νὰ λιθοβολήσουν τοὺς Ἁγίους στὸ στόμα μέχρι νὰ συντριβοῦν τὰ δόντια τους. Ὅμως οἱ στρατιῶτες καθυστεροῦσαν νὰ ἐκτελέσουν τὴν διαταγή, διότι ἐκτιμοῦσαν ἰδιαίτερα τοὺς σαράντα ἐπιλέκτους συστρατιῶτες τους. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐξαγρίωσε ἀκόμη περισσότερο τὸν Λυσία, ὁ ὁποῖος ἐπανέλαβε τὴν διαταγή του. Τότε οἱ στρατιῶτες ἄρχισαν νὰ λιθοβολοῦν τοὺς Ἁγίους, ἀλλὰ ξαφνικὰ χτυπήθηκαν ἀπὸ θεία δύναμη, ἡ ὁποία τοὺς ἐμπόδιζε νὰ βλέπουν τοὺς Ἁγίους μὲ ἀποτέλεσμα ὁ ἕνας στρατιώτης νὰ χτυπᾶ τὸν ἄλλο. Βλέποντας ὁ Λυσίας τὸ παράδοξο αὐτὸ γεγονός, ἄφρισε ἀπὸ τὸ κακό του καὶ παίρνοντας μία πέτρα, τὴν ἐκσφενδόνισε μὲ δύναμη ἐναντίον τῶν Ἁγίων. Ἀλλὰ ἡ πέτρα δὲν χτύπησε τοὺς Ἁγίους, ἀλλὰ τὸν Ἀγρικόλα, ὁ ὁποῖος ἔπεσε κάτω αἱμόφυρτος σφαδάζοντας ἀπὸ τοὺς πόνους. Τότε ὁ Κυρίων εἶπε ὅτι κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ἡ δύναμη τῶν ἐχθρῶν κατετροπώθηκε, ἐνῶ ὁ αἱμόφυρτος Ἀγρικόλας δήλωσε ὅτι τὸ θλιβερὸ αὐτὸ γεγονὸς εἶναι ἀποτέλεσμα μαγείας. Τὴν ἴδια ὅμως στιγμὴ ἕνας ἀπὸ τοὺς σαράντα μάρτυρες, ὀνόματι Δόμνος, ὁμολόγησε μὲ παρρησία ὅτι τὰ παράδοξα συμβάντα ὄχι μόνο δὲν εἶναι μαγεία, ἀλλὰ ἀποτελοῦν ἐνέργειες τοῦ δικαιοκρίτου καὶ παντοδυνάμου Θεοῦ. Οἱ δηλώσεις αὐτὲς ἐνίσχυσαν τὸν θυμὸ τοῦ Λυσία, ὁ ὁποῖος διέταξε νὰ ὁδηγηθοῦν καὶ πάλι στὴν φυλακή. Ὅμως ὁ Κύριος δὲν ἄφησε ἀβοήθητους τοὺς ἐγκλεισμένους στὴν φυλακὴ σαράντα χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι Τὸν εὐχαρίστησαν ποὺ τοὺς ἀξίωσε νὰ μείνουν σταθεροὶ καὶ ἀκλόνητοι στὴν ὁμολογία τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἔτσι κάποια στιγμὴ μέσα στὰ μεσάνυχτα ἡ φυλακὴ ἔλαμψε ἀπὸ ὑπερκόσμιο φῶς καὶ ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος τοὺς ἐνθάρρυνε καὶ τοὺς παρηγόρησε λέγοντάς τους ὅτι ὅποιος πιστεύει στὸ ὄνομα καὶ τὴν δόξα Του, θὰ ζήσει αἰώνια μετὰ τὸν θάνατο, ἐνῶ τοὺς παρότρυνε νὰ μὴν φοβοῦνται τὰ βασανιστήρια, διότι εἶναι προσωρινά.
.            Τὸ πρωὶ οἱ Ἅγιοι παρουσιάσθηκαν ἐνώπιον τοῦ Ἀγρικόλα ἕτοιμοι καὶ ἀποφασισμένοι νὰ θυσιάσουν τὴν ζωή τους γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἀγρικόλας τοὺς ρώτησε, ἐὰν θὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα ἢ ἐπιθυμοῦν νὰ θανατωθοῦν. Τότε ὁ Κάνδιδος τοῦ ἀπάντησε μὲ παρρησία ὅτι ὅπως πρόθυμα πέταξαν τὶς στρατιωτικές τους ζῶνες, ἔτσι μὲ τὴν ἴδια θέληση καὶ προθυμία περιφρονοῦν τὸν θάνατο, γιὰ νὰ στεφανωθοῦν δικαίως ἀπὸ τὸν Κύριο. Στὸ ἄκουσμα αὐτῶν τῶν λόγων ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ δέσουν τοὺς Ἁγίους ἀπὸ τὸν λαιμὸ καὶ νὰ τοὺς ρίξουν στὴν βαθιὰ καὶ παγωμένη λίμνη τῆς Σεβαστείας, ἡ ὁποία εἶχε ἐπιλεγεῖ ὡς ὁ τόπος τοῦ φρικτοῦ μαρτυρίου τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα. Ἀμέσως οἱ Ἅγιοι αἰσθάνθηκαν ἀπερίγραπτη χαρὰ καὶ ἄρχισαν νὰ συναγωνίζονται μεταξύ τους, ποιὸς θὰ βγάλει πιὸ γρήγορα τὰ ροῦχα του καὶ θὰ μπεῖ πρῶτος μέσα στὴν παγωμένη καὶ ἀνθρωποκτόνο λίμνη. Τὸ μαρτύριο τῶν σαράντα χριστιανῶν στρατιωτῶν ἦταν φρικτὸ καὶ ἀνατριχιαστικό. Τὰ σώματα ἄρχισαν νὰ μελανιάζουν καὶ οἱ πόνοι ἦταν ἀφόρητοι, ἀφοῦ τὸ σῶμα ἄρχισε νὰ ἀκρωτηριάζεται καὶ τὰ ἄκρα νὰ σαπίζουν καὶ νὰ διαλύονται. Σ’ αὐτὴ τὴ φρικιαστικὴ σωματικὴ τιμωρία ὁ ἕνας ἐνθάρρυνε καὶ παρηγοροῦσε τὸν ἄλλο λέγοντας ὅτι  χειμώνας εναι δριμύς, λλ  Παράδεισος γλυκός. Γι’ αὐτὸ καὶ παρακινοῦσε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο νὰ ὑπομείνουν τὴν παγωνιὰ γιὰ μιὰ νύχτα, γιὰ νὰ ἀπολαύσουν στὸ μέλλον τὸν Παράδεισο καὶ νὰ κερδίσουν τὴν αἰωνιότητα. Θυσιάζοντας τὸ σῶμα τους γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, θὰ μποροῦσαν νὰ ζήσουν αἰώνια μέσα στὴν χαρὰ τοῦ Παραδείσου.

 .           Ἐν τῷ μεταξὺ γύρω ἀπὸ τὴν λίμνη εἶχε συγκεντρωθεῖ πλῆθος λαοῦ ποὺ παρακολουθοῦσε τὰ συμβάντα, ἐνῶ πολλοὶ χριστιανοὶ προσεύχονταν στὸν Θεὸ νὰ τοὺς δώσει δύναμη νὰ ὑπομείνουν τὴν ἀνυπόφορη δοκιμασία καὶ νὰ κερδίσουν τὸν στέφανο τῆς δόξης. Ὁ δόλιος καὶ αἱμοβόρος Ἀγρικόλας ἐπινόησε ὅμως ἕνα τέχνασμα γιὰ νὰ κάμψει τὴν ἀκλόνητη πίστη τῶν Ἁγίων. Ἀπέναντι ἀπὸ τὴ λίμνη εἶχε δώσει τὴν ἐντολὴ νὰ ἀνάψουν φωτιὰ σ’ ἕνα λουτρό. Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο θὰ παρακινοῦσε τοὺς σαράντα μάρτυρες νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν παγωμένη λίμνη καὶ νὰ κατευθυνθοῦν στὸ λουτρὸ γιὰ νὰ ζεσταθοῦν. Οἱ σαράντα στρατιῶτεςἀποτελοῦσαν ὅμως μέσα στὴν παγωμένη λίμνη τῆς Σεβαστείας ἕνα καινούργιοἐπίλεκτο σῶμα στρατιωτῶν μὲ ἀδιάσπαστη δύναμη καὶ συνοχὴ χάρη στὴνἀλύγιστη καὶ σταθερή τους πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Παρὰ τὴν φρικιαστικὴ τιμωρία, στὴν ὁποία εἶχαν ὑποβληθεῖ, δὲν αἰσθάνονταν τὸ ἀνυπόφορο ψύχος τῶν παγωμένων νερῶν, ἀφοῦ θερμαίνονταν ἀπὸ τὴν ἄσβεστη φλόγα τῆς πίστεως στὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό. Ὅσο ὅμως περνοῦσαν οἱ ὧρες μέσα στὴ νύχτα, τὸ ψύχος ἦταν τόσο διαπεραστικὸ καὶ ἀνυπόφορο, ὥστε οἱ πόνοι στὸ σῶμα τους ἦταν ἀφόρητοι. Τὰ μέλη τοῦ σώματός τους εἶχαν ἀρχίσει ἤδη νὰ παραλύουν καὶ τὸ αἷμα νὰ παγώνει. Ἔτσι πλησίαζε καὶ ἡ ὥρα τοῦ σωματικοῦ θανάτου. Σ’ αὐτὴ τὴν ὕστατη στιγμὴ παρηγοροῦσε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ νουθεσίες καὶ συμβουλές. Ξαφνικὰ ὅμως ἕνας ἀπὸ τοὺς σαράντα στρατιῶτες καὶ ὁμολογητὲς τοῦ Χριστοῦ δὲν ἄντεξε ἄλλο τὸ ψύχος καί, ἀφοῦ βγῆκε ἀπὸ τὴν παγωμένη λίμνη, κατευθύνθηκε πρὸς τὸ λουτρὸ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ζεσταθεῖ. Ὅταν ὅμως πλησίασε τὴν ζεστασιὰ ποὺ παρεῖχε ἡ φωτιὰ στὸ λουτρό, διαλύθηκε σὰν τὸ κερὶ καὶ ἔπεσε κάτω νεκρός. Ἡ θλίψη τῶν ὑπολοίπων τριάντα ἐννέα στρατιωτῶν ἦταν βαθύτατη, ἀφοῦ ἕνας ἀδελφὸς καὶ ὁμόψυχός τους εἶχε λιποτακτήσει, ἐνῶ ἐπιβεβαιώθηκε πλήρως ὁ προφητικὸς λόγος τοῦ Κυρίου «Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται». Οἱ στρατιῶτες ἄρχισαν νὰ παρακαλοῦν τότε τὸν Θεὸ νὰ τοὺς ἐνισχύσει στὸν ἀγώνα τους μέχρι τέλους καὶ ἀμέσως ὁ παντοδύναμος Θεὸς ἔκανε τὸ θαῦμα Του: μετέβαλε τὸ δριμὺ καὶ ἀνυπόφορο ψύχος σὲ θερμότητα, γεγονὸς ποὺ ὁδήγησε στὴν διάλυση τοῦ πάγου καὶ στὴν θέρμανση τοῦ νεροῦ.
.            Τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ γεγονότα παρακολουθοῦσε μὲ ἔκπληξη καὶ θαυμασμὸ ὁ εἰδωλολάτρης δεσμοφύλακας Ἀγλάϊος, ὁ ὁποῖος προσπαθοῦσε νὰ δώσει κάποια ἐξήγηση. Ὅταν ὅμως εἶδε τὸ ὑπέρλαμπρο οὐράνιο φῶς νὰ ἀστράφτει πάνω ἀπὸ τὴν λίμνη προτοῦ ξημερώσει καὶ σαράντα στεφάνια νὰ κατεβαίνουν ἀπὸ τὸν Οὐρανό, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὰ τριάντα ἐννέα κάθισαν πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τῶν Ἁγίων, ἐνῶ τὸ τεσσαρακοστὸ ἔμενε μετέωρο στὸν ἀέρα, κατάλαβε τὴν σημασία αὐτῆς τῆς ἐξαίσιας ἐπουράνιας ὀπτασίας. Τὸ στεφάνι ποὺ βρισκόταν μετέωρο στὸν ἀέρα, ἀνῆκε στὸν στρατιώτη, ὁ ὁποῖος λιποψύχησε καὶ τὴν τελευταία στιγμὴ λιποτάκτησε καὶ ἔτσι ἔχασε τὸν στέφανο τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Τότε ὁ Ἀγλάιος ἔβγαλε ἀμέσως τὰ ροῦχα του καὶ πήδηξε μέσα στὴν λίμνη, ὁμολογώντας μὲ παρρησία ὅτι εἶναι καὶ αὐτὸς χριστιανός. Βλέποντας οἱ Ἅγιοι τὸν εἰδωλολάτρη Ἀγλάιο νὰ προσχωρεῖ στὸ σῶμα τῶν ὁμολογητῶν τοῦ Χριστοῦ, εὐχαρίστησαν τὸν Θεὸ ποὺ φρόντισε νὰ ἀναπληρώσει ἀμέσως τὸν λιποψυχήσαντα ἀδελφό τους.
.            Μόλις ξημέρωσε, ὁ αἱμοσταγὴς Ἀγρικόλας πῆγε στὴν παγωμένη λίμνη τῆς Σεβαστείας, γιὰ νὰ ἀντικρίσει ἀπὸ κοντὰ τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ φρικιαστικοῦ μαρτυρίου. Μεταξὺ τῶν ἑτοιμοθανάτων μαρτύρων διέκρινε τὸν Ἀγλάϊο καὶ τότε μὲ ἔκπληξη ρώτησε τοὺς στρατιῶτες του, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ βρίσκεται αὐτὸς ἀνάμεσα στοὺς χριστιανοὺς μάρτυρες. Ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι ὁ δεσμοφύλακας εἶχε γίνει χριστιανός, ἐξοργίστηκε σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε διέταξε νὰ βγάλουν ἀπὸ τὴν λίμνη τοὺς σαράντα ἀήττητους ἀθλητὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τοὺς μεταφέρουν στὸ ποτάμι, ὅπου καὶ νὰ τοὺς συντρίψουν τὰ μέλη τους. Μεταξὺ τῶν χριστιανῶν ποὺ παρακολουθοῦσαν τὸ φρικιαστικὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα, ἦταν καὶ ἡ μητέρα ἑνὸς ἀπὸ τοὺς σαράντα πολυάθλους μάρτυρες, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν Μελίτων καὶ ἦταν ἀκόμη ζωντανός. Ἡ χριστιανὴ αὐτὴ μητέρα προσπάθησε μὲ κάθε τρόπο νὰ ἐνισχύσει τὸ ἀγωνιστικὸ φρόνημα καὶ τὴν πίστη τοῦ νεαροῦ γιοῦ της, φοβούμενη μήπως καὶ τὸ μονάκριβο παιδί της δειλιάσει τὴν τελευταία στιγμὴ καὶ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, καὶ ἔτσι χάσει τὴν ἀνείπωτη ἀπόλαυση τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ἡ θεοσεβὴς αὐτὴ μάνα προτίμησε νὰ πνίξει τὴν μητρική της ἀγάπη καὶ νὰ θυσιάσει τὸν μονάκριβο γιό της γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Βλέποντας οἱ εἰδωλολάτρες στρατιῶτες ὅτι ὁ Μελίτων εἶναι ἀκόμη ζωντανός, δόθηκε ἡ ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Ἀγρικόλα νὰ ἐπιστραφεῖ στὴν μητέρα του, ἐνῶ γιὰ τοὺς ὑπόλοιπους τριάντα ἐννέα διατάχθηκε νὰ διαμελισθοῦν τὰ μέλη τους καὶ ἀφοῦ φορτωθοῦν σὲ ἅμαξες, νὰ κατευθυνθοῦν στὸ ποτάμι, ὅπου καὶ θὰ ἔκαιγαν τὰ ἱερά τους λείψανα. Τότε ἡ μητέρα τοῦ μάρτυρος Μελίτωνος πῆρε τὸ παιδί της καὶ ἄρχισε νὰ τρέχει ἀγκομαχώντας πίσω ἀπὸ τὶς ἅμαξες γιὰ νὰ συναθληθεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους ἐνδόξους μάρτυρες τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου. Στὴν ἀγωνιώδη προσπάθειά της νὰ προφθάσει τὶς ἅμαξες, παρέδωσε ὁ Μελίτων τὴν ψυχή του στὰ χέρια τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ καὶ κατόπιν τοποθέτησε τὸ πολύαθλο σῶμα του μαζὶ μὲ τοὺς ὑπολοίπους συναγωνιστές του γιὰ νὰ λάβουν ὅλοι μαζὶ τὸν ἀμάραντο στέφανο τῆς ἁγιότητος καὶ τῆς δικαιοσύνης. Ὅταν ἔφθασαν οἱ ἅμαξες στὸ ποτάμι, ἄναψαν φωτιὰ καὶ κατέκαυσαν τὰ διαμελισμένα σώματα τῶν Ἁγίων, ἐνῶ στὴν συνέχεια ἔριξαν στὸ ποτάμι ὅ,τι ἡ φωτιὰ δὲν κατόρθωσε νὰ ἐξαφανίσει.
.            Ὅμως λίγες ἡμέρες μετὰ τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων, παρουσιάσθηκαν οἱ Ἅγιοι στὸν Ἐπίσκοπο Σεβαστείας Πέτρο καὶ τοῦ ὑπέδειξαν τὸ ποτάμι, ὅπου θὰ μποροῦσε νὰ βρεῖ τὰ ἱερά τους λείψανα. Ἀμέσως πῆγε τὴ νύχτα μὲ μερικοὺς χριστιανοὺς καὶ ἀφοῦ τὰ περισυνέλεξε, τὰ τοποθέτησε μέσα σὲ θῆκες. Ἡ εὕρεση τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων δημιούργησε αἰσθήματα ἀπερίγραπτης χαρᾶς καὶ πνευματικῆς ἀγαλλιάσεως στὸν κλῆρο καὶ τὸν λαὸ τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Σεβαστείας. Ἰδιαίτερα σημαντικὴ ἱστορικὴ σημασία ἔχει ἡ διασωθεῖσα Διαθήκη τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ ἐπιθυμία τῶν Ἁγίων ἦταν νὰ μεταφερθοῦν τὰ ἱερά τους λείψανα καὶ νὰ κατατεθοῦν στὸ χωριὸ Σαρείμ, γιὰ νὰ μείνουν ἑνωμένοι σωματικὰ καὶ μετὰ τὸν θάνατό τους καὶ ὄχι νὰ διασκορπισθοῦν μεταξὺ τῶν χριστιανῶν, ὅπως συνηθιζόταν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Τὸ 438 εὑρέθηκαν στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὴν αὐτοκράτειρα Πουλχερία κρυμμένα ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Θύρσου. Ἀξιοθαύμαστο εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Θύρσος τὰ ἀποκάλυψε σὲ θεία ὀπτασία στὸν ὕπνο τῆς αὐτοκράτειρας. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ἔρευνες τὰ ἱερὰ λείψανα ἀνακαλύφθηκαν στὸν τάφο τῆς διακόνισσας Εὐσεβείας μέσα σὲ δύο ἀργυρὲς θῆκες, οἱ ὁποῖες εἶχαν τοποθετηθεῖ στὸν τάφο της καὶ πρὸς τὸ μέρος τῆς κεφαλῆς της σύμφωνα μὲ τὴν διαθήκη της. Στὴν Κωνσταντινούπολη ἀνεγέρθηκαν μάλιστα καὶ τρεῖς ναοὶ ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ἁγίων, ἐνῶ μονὲς ἀφιερωμένες στοὺς Ἁγίους Τεσσαράκοντα ἱδρύθηκαν στὴν Σεβάστεια ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Πέτρο καὶ στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας ἀπὸ τὴν ἀδελφη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τὴν Ἁγία Μακρίνα, ἡ ὁποία κατεῖχε τεμάχια ἱερῶν λειψάνων τους. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι τόσο οἱ γονεῖς ὅσο καὶ δύο ἀνιψιοὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου κατεῖχαν τμήματα ἱερῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων.

 .            Πρὸς τιμὴν τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, τῶν ὁποίων ἡ μνήμη τιμᾶται καὶ γεραίρεται στὶς 9 Μαρτίου, ἀφιέρωσαν ἐγκωμιαστικὲς ὁμιλίες ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος καὶ ὁ Θεόδωρος Στουδίτης, ἐνῶ τὸ ἔνδοξο μαρτύριό τους, τὸ ὁποῖο κατέστη δημοφιλὲς σὲ ὁλόκληρη τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ὑμνεῖται μέσα ἀπὸ τὴν Ἀσματικὴ Ἀκολουθία, τὸν Παρακλητικὸ Κανόνα καὶ τοὺς Χαιρετιστηρίους Οἴκους ποὺ ἔχουν συνταχθεῖ γιὰ τοὺς σαράντα ἀθλοφόρους μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔχουν ἐκδοθεῖ ἀπὸ τὴν περιώνυμη ἱερὰ μονὴ τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων Σπάρτης. Ἡ ἱστορικὴ αὐτὴ μονὴ ἱδρύθηκε τὸν 17ο αἰώνα, ἐνῶ βορειοανατολικά της σημερινῆς μονῆς σώζονται τὰ ἐρείπια τῆς ἱδρυθείσης τὸν 13ο – 14ο αἰώνα παλαιᾶς μονῆς τῶν Ἁγίων. Ἡ σεβασμία καὶ ἱστορικὴ ἱερὰ μονὴ τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων Σπάρτης, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἕνα κόσμημα τῆς μεταβυζαντινῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχιτεκτονικῆς, συνεχίζει ἐπάξια τὴν ἀπὸ αἰώνων πολύτιμη καὶ ἀνεκτίμητη πνευματική της προσφορὰ πρὸς δόξαν Θεοῦ καὶ πρὸς πνευματικὴ ὠφέλεια τοῦ Ἑλληνορθόδοξου Ἔθνους μας. Ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων τιμοῦνται ἐπίσης τὸ καθολικό της ἱδρυθείσης περὶ τὰ τέλη τοῦ 10ου αἰώνα ἱερᾶς μονῆς Ξηροποτάμου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου σὲ ἀργυρᾶ λειψανοθήκη φυλάσσονται τεμάχια ἱερῶν τους λειψάνων, καὶ τὸ χρονολογούμενο ἀπὸ τὸν 18ο αἰώνα καθολικό της ὁμώνυμης μονῆς στὸ νησάκι Ἀλατᾶς τοῦ Παγασητικοῦ ποὺ βρίσκεται στὴν περιοχὴ τῆς Μαγνησίας.
.                 Οἱ τιμώμενοι ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας στὶς 9 Μαρτίου Ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες ἑορτάζονται μὲ ἰδιαίτερη λαμπρότητα στὴν πόλη τῆς Λάρισας, ὅπου ὁ ὁμώνυμος ἐνοριακὸς ναὸς στὴν ὁμώνυμη συνοικία τῆς πόλης θεμελιώθηκε τὸ 1977 στὴ θέση τοῦ κατεδαφισθέντος παλαιοῦ ναοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε οἰκοδομηθεῖ τὸ 1862, ἐνῶ ὁ πρῶτος ναὸς ποὺ ἦταν μετόχιο τῆς μονῆς Ξηροποτάμου, χρονολογοῦνταν ἀπὸ τὸ 1717. Οἱ Ἅγιοι τιμοῦνται ἐπίσης στὴν πόλη τῶν Σερρῶν, ὅπου ὁ ὁμώνυμος ἐνοριακὸς ναὸς ἀνεγέρθηκε τὸ 1952 καὶ ἐγκαινιάσθηκε στὶς 17 Σεπτεμβρίου 1967 καὶ στὸ χωριὸ Γομάτι Χαλκιδικῆς, ὅπου σύμφωνα μὲ τὴ διασωθεῖσα προφορικὴ παράδοση τῶν κατοίκων οἱ Ἅγιοι Τεσσαράκοντα συνδέονται μὲ μία θαυμαστὴ διάσωση τοῦ χωριοῦ ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Σύμφωνα μ’ αὐτὴ τὸ 1905 ὁ Σουλτάνος διέταξε νὰ καεῖ τὸ χωριὸ καὶ νὰ τιμωρηθοῦν παραδειγματικὰ οἱ κάτοικοι, διότι εἶχαν ἀντιδράσει βίαια στὴ στρατολόγηση ἐργατῶν καὶ εἶχαν σκοτώσει Τούρκους στρατιῶτες. Ὅταν ὅμως ἔφτασε ὁ Τοῦρκος ἀξιωματικὸς στὸ χωριό, ρώτησε σὲ ποιὸν ἅγιο εἶναι ἀφιερωμένος ὁ ναὸς ποὺ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ αὐτό. Ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι πρόκειται γιὰ ναὸ τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα, δήλωσε στοὺς κατοίκους ὅτι τὸ ὄνομά του εἶναι Σαράντος καὶ ὅτι κατάγεται ἀπὸ τὴ Σεβάστεια, ὅπου κατοικοῦσαν χριστιανοί, ἡ δὲ μητέρα τοῦ τὸν ἔταξε στοὺς Ἁγίους καὶ ἔλαβε ἀπὸ αὐτοὺς τὸ ὄνομά του. Ἐπιπλέον τοὺς ἀνακοίνωσε ὅτι φτάνοντας μπροστὰ στὸν ναό, ἄλλαξε διάθεση καὶ γνώμη καὶ δὲν ἐπιθυμεῖ πλέον νὰ προκαλέσει κακὸ στὸ χωριὸ καὶ στοὺς κατοίκους του. Μάλιστα ἀπὸ εὐγνωμοσύνη κατευθύνθηκε στὸν ναὸ τῶν Ἁγίων καὶ γονάτισε μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοὺς γεμάτος συγκίνηση καὶ ἀγαλλίαση. Ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ἁγίων τιμᾶται τόσο τὸ ἐξωκκλήσιο ποὺ συνδέεται μὲ τὸ θαῦμα ὅσο καὶ ὁ ἐνοριακὸς ναὸς τοῦ χωριοῦ Γομάτι. Ἀφιερωμένοι στοὺς Ἁγίους Τεσσαράκοντα εἶναι καὶ οἱ ἐνοριακοὶ ναοὶ στὰ ὀρεινὰ χωριὰ τῆς Ἀχαΐας Ἄνω Καστρίτσι καὶ Δρυμός, στὸ χωριὸ Διμυλιὰ τῆς Ρόδου, στὰ Ἄλινδα τῆς Λέρου, στὰ χωριὰ τῆς Κρήτης Νεροκούρου Χανίων καὶ Κουτσουνάρι Λασιθίου, ἐνῶ ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ἁγίων τιμοῦνται ὁ δισυπόστατος ἐνοριακὸς ναὸς τῆς Ὑπαπαντῆς Κυρίου καὶ τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα στὴ Χώρα τῆς Πάτμου, ἀλλὰ καὶ ὁ ἐνοριακὸς ναὸς τῆς Θείας Ἀναλήψεως στὴν πόλη τῆς Ζακύνθου. Ἀλλὰ καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια διάσπαρτοι εἶναι οἱ ναοί, οἱ ἀφιερωμένοι στοὺς Ἁγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, μεταξὺ δὲ αὐτῶν γραφικὰ καὶ ἱστορικὰ παρεκκλήσια καὶ ἐξωκκλήσια. Ἀξιομνημόνευτος εἶναι ὁ ἱστορικὸς βυζαντινὸς ναὸς τῶν Ἁγίων στὴν Κηφισιὰ Ἀττικῆς, ὁ ὁποῖος ἀνεγέρθηκε τὸ 1562 καὶ μέχρι τὸ 1991 βρισκόταν ἐπὶ τῆς Λεωφόρου Κηφισίας. Στὶς 7 Μαρτίου 1991 ἀποφασίστηκε ἀπὸ τὸ Κεντρικὸ Ἀρχαιολογικὸ Συμβούλιο ἡ μεταφορὰ τοῦ ναοῦ λόγῳ τῆς διαπλάτυνσης τῆς λεωφόρου σὲ χῶρο μπροστὰ ἀπὸ τὸν ἱερὸ μητροπολιτικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Κηφισιᾶς, ὅπου βρίσκεται μέχρι σήμερα. Ναοὶ ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ἁγίων ὑπάρχουν ἐπίσης στὸν Μαραθώνα Ἀττικῆς ποὺ χρονολογεῖται ἀπὸ τὸν 12ο αἰώνα, στὴν πόλη τῆς Ὕδρας ποὺ ἀνεγέρθηκε τὸ 1820, στὴ Χώρα τῆς Μυκόνου ποὺ ἀποτελοῦσε παλαιὸ ἐνοριακὸ ναὸ καὶ ἀπὸ τὸ 2011 φυλάσσεται ἀπότμημα ἱεροῦ λειψάνου ἑνὸς ἐκ τῶν Ἁγίων, στὸ χωριὸ Ἅγιος Νικόλαος τῆς Κεφαλληνίας, στὸν ὁμώνυμο οἰκισμὸ τῆς Ἰθάκης, στὸ χωριὸ Περιβόλι τῆς Κέρκυρας ποὺ ἀποτελεῖ μνημεῖο τοῦ 16ου αἰώνα, στὸ Κάστρο καὶ τὴν Καταβατή τῆς Σίφνου, στὸ Γιαλισκάρι τῆς Ἰκαρίας, στὸν Κάμπο τῆς Πάτμου, στὰ χωριὰ Συνέτι, Ἀμμόλοχος, Ἀρνάς, Ἀηδόνια καὶ Ἀπροβάτου τῆς Ἀνδρου καὶ στὴν Χίο, ὅπου οἱ Ἅγιοι Τεσσαράκοντα τιμοῦνται μὲ ὁμώνυμους ναοὺς στὴν πόλη τῆς Χίου, στὰ χωριὰ Δαφνώνας, Νεοχώρι, Νένητα, Πυργί, Ἔξω Δίδυμα, Πατρικά, Ἀφροδίσια, Θυμιανά, ὅπου ὁ ἐρειπωμένος πλέον ναὸς χρονολογεῖται ἀπὸ τὸ 1740, καθὼς καὶ στὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ. Τὴν προσωνυμία «Ἅγιοι Σαράντα» φέρουν παραθαλάσσιες περιοχὲς στὴν Ἀμοργὸ

Τὸ γραφικὸ καὶ ἱστορικὸ ἐκκλησάκι τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα στὴν ὁμώνυμη περιοχὴ τῆς Ἀμοργοῦ.
Τὸ γραφικὸ καὶ ἱστορικὸ ἐκκλησάκι τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα στὴν ὁμώνυμη περιοχὴ τῆς Ἀμοργοῦ.

καὶ στὸ ἀνατολικὸ Πήλιο, τὴν ὁποία ἔλαβαν ἀπὸ τὰ ὁμώνυμα ἐκκλησάκια, καθὼς καὶ ἡ παραθαλάσσια πόλη τῆς Βορείου Ἠπείρου ποὺ τὸ ὄνομά της τὸ χρωστᾶ στὸ ὁμώνυμο μοναστήρι, τὸ ὁποῖο βρισκόταν στὴν κορυφὴ τοῦ λόφου πάνω ἀπὸ τὴν πόλη. Ἀξιοπρόσεκτος εἶναι καὶ ὁ ἀνεγερθεὶς τὸ 2007 περικαλλὴς ἱερὸς ναὸς τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων στὸ χωριὸ Ἀλύκου τῆς Βορείου Ἠπείρου.

 .            Οἱ Ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, οἱ μαρτυρήσαντες γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τὸ 320 στὴ λίμνη τῆς Σεβαστείας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, προβάλλουν στοὺς σημερινοὺς χαλεποὺς καιροὺς ὡς φωτεινοὶ φάροι καὶ πνευματικοὶ ὁδοδεῖκτες, διδάσκοντας καὶ παραδειγματίζοντας μὲ τὴν δύναμη τοῦ ψυχικοῦ τους μεγαλείου, μὲ τὸ ἀκμαῖο ἀγωνιστικό τους φρόνημα καὶ μὲ τὴν σθεναρή τους ὁμολογία ὑπὲρ τῆς χριστιανικῆς πίστεως.

Ἀριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος 
Ἐκπαιδευτικός 
Βιβλιογραφία 
* Ἱερὰ Ἀκολουθία τῶν Ἁγίων Μεγάλων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων τῶν ἐν Σεβαστεία μαρτυρησάντων, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίων Τεσσαράκοντα Σπάρτης 2000 
* Τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων καὶ τὸ ἱστορικό της Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίων Τεσσαράκοντα Σπάρτης, Σπάρτη 2004 

Κυριακή, Φεβρουαρίου 10, 2013

Ο ΑΓΙΟΣ ΒΛΑΣΙΟΣ (Ὁ θαυματουργὸς ἱεράρχης τῆς Σεβαστείας) Ο ΑΓΙΟΣ ΒΛΑΣΙΟΣ (Ὁ θαυματουργὸς ἱεράρχης τῆς Σεβαστείας) Ο ΑΓΙΟΣ ΒΛΑΣΙΟΣ (Ὁ θαυματουργὸς ἱεράρχης τῆς Σεβαστείας)


ΑΓΙΟΣ ΒΛΑΣΙΟΣ θαυματουργς εράρχης τς Σεβάστειας

Ἀριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Ἐκπαιδευτικὸς

.         Μέσα στὴν μακρόχρονη πορεία τῆς ἐνδόξου ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τῆς ἁγιοτόκου καὶ μαρτυρικῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἔλαμψαν ἀπὸ τοὺς πρώτους κιόλας χριστιανικοὺς αἰῶνες φωταυγεῖς ἀστέρες, ποὺ ἀγωνίστηκαν καὶ θυσιάστηκαν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ κοσμοῦν τὸ πνευματικὸ στερέωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἀνάμεσα στὶς ἀγωνιστικὲς μορφὲς τῆς εὐλογημένης καὶ μαρτυρικῆς μικρασιατικῆς γῆς, ποὺ ἔλαβαν τὸν ἀμάραντο φωτοστέφανο τοῦ μαρτυρίου ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἀγωνοθέτη Κύριο, εἶναι καὶ ὁ τιμώμενος στὶς 11 Φεβρουαρίου Ἅγιος ἔνδοξος ἱερομάρτυς Βλάσιος Ἀρχιεπίσκοπος Σεβαστείας ὁ θαυματουργός.
.         Ὁ λαοφιλὴς σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση θαυματουργὸς ἱεράρχης τῆς Σεβαστείας γεννήθηκε καὶ ἔζησε στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου μ.Χ. αἰώνα στὴν περιοχὴ τοῦ Πόντου τῆς Μικρᾶς Ἀσίας κατὰ τὴν περίοδο τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορος Λικινίου (308 – 323μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Βλάσιος εἶχε σπουδάσει τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη, τὴν ὁποία προσέφερε στοὺς ἀσθενεῖς ἀφιλοκερδῶς, διαθέτοντας πνεῦμα φιλανθρωπίας, σύνεσης καὶ ταπείνωσης. Οἱ ἰατρικές του γνώσεις τὸν βοήθησαν μάλιστα στὸ νὰ ἐνισχύσει τὴν πίστη καὶ τὴν εὐσέβειά του, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν μελέτη τοῦ ἀνθρώπινου σώματος κατανόησε τὴν σοφία καὶ τὴν μεγαλωσύνη τοῦ Θεοῦ. Παράλληλα μὲ τὴν ἄσκηση τοῦ ἰατρικοῦ ἐπαγγέλματος μελετοῦσε μὲ ζῆλο τὴν Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ καὶ τὰ ψυχωφελῆ συγγράμματα τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων καὶ τῶν Χριστιανῶν Ἀπολογητῶν, γεγονὸς ποὺ τὸν ἀνέδειξε σὲ πύρινο διδάσκαλο τῆς χριστιανικῆς πίστεως.
.         Ὁ ἔνθεος αὐτὸς ζῆλος καὶ ἡ βαθειὰ θεοσέβειά του σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸν ἀνεπίληπτο βίο του καὶ τὴν πραότητα τοῦ χαρακτήρα τοῦ συντέλεσε στὸ νὰ ἐκλεγεῖ ἐπίσκοπός της πόλεως Σεβάστειας τῆς Καππαδοκίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ὕστερα μάλιστα καὶ ἀπὸ τὴν ἐπίμονη ἀπαίτηση τοῦ λαοῦ τῆς περιοχῆς. Ὁ χαρισματικὸς αὐτὸς ἱεράρχης ἀνέπτυξε μία πλούσια πνευματικὴ δράση στὴν ἐπισκοπή του, ἀλλὰ φοβούμενος τὴν ἀσέβεια καὶ τὴν παρανομία τῶν ἀρχόντων τῆς ἐποχῆς του καὶ ἐπιζητώντας περισσότερη ἡσυχία καὶ ἄσκηση, κατέφυγε στὸ Ἄργαιον Ὄρος καὶ ἐγκαταστάθηκε μέσα σὲ ἕνα σπήλαιο. Στὸν χῶρο αὐτὸν προσευχόταν ἀδιάλειπτα στὸν Πανοικτίρμονα Θεὸ καὶ ἔφτασε σὲ τέτοιο ὕψος ἁγιότητος καὶ ἀρετῆς, ὥστε πλῆθος κόσμου τὸν ἐπισκεπτόταν καὶ ζητοῦσε τὴν εὐλογία του. Ἀκόμη καὶ τὰ ἄγρια ζῶα τῆς περιοχῆς προσέρχονταν κοντὰ στὸν ἅγιο καὶ δὲν ἀποχωροῦσαν, ἂν δὲν τὰ εὐλογοῦσε.
.         Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ὁ σκληρόκαρδος εἰδωλολάτρης ἡγεμόνας Ἀγρικόλας ἔδωσε διαταγὴ στοὺς κυνηγοὺς νὰ κυνηγήσουν σαρκοφάγα ζῶα, γιὰ νὰ χρησιμοποιηθοῦν γιὰ θηριομαχίες καὶ γιὰ τὴν καταβρόχθιση τῶν χριστιανῶν. Ὅταν ἔφτασαν στὸ Ἄργαιον Ὅρος καὶ πέρασαν ἀπὸ τὸ σπήλαιο, στὸ ὁποῖο εἶχε ἐγκατασταθεῖ ὁ ἅγιος, ἔκπληκτοι ἀντίκρισαν πλήθη ἀγρίων ζώων νὰ εἶναι συγκεντρωμένα καὶ νὰ λαμβάνουν τὶς εὐλογίες τοῦ ταπεινοῦ ἐπισκόπου της Σεβάστειας, ὁ ὁποῖος προσευχόταν στὸν Θεό. Βλέποντας οἱ κυνηγοὶ τὸ παράδοξο αὐτὸ θέαμα, ἐπέστρεψαν στὴν πόλη καὶ ἐνημέρωσαν τὸν ἡγεμόνα γιὰ ὅσα εἶδαν καὶ ἔζησαν. Τότε ἐκεῖνος ἔδωσε τὴν διαταγὴ νὰ συλληφθοῦν ἀμέσως ὅσοι χριστιανοὶ βρίσκονταν ἐκεῖ. Ὅταν ἔφτασαν οἱ ἀπεσταλμένοι στρατιῶτες στὸ σπήλαιο, βρῆκαν τὸν ἅγιο νὰ προσεύχεται καὶ τὸν διέταξαν νὰ τοὺς ἀκολουθήσει. Τότε ὁ ἅγιος μὲ καρτερία, θάρρος καὶ χαρὰ τοὺς ἀκολούθησε, λέγοντάς τους ὅτι ὁ Θεὸς ἐμφανίστηκε σ’ αὐτὸν τρεῖς φορὲς μέσα στὴ νύχτα καὶ τοῦ παρήγγειλε, ὅτι πρέπει νὰ θυσιαστεῖ γι’ Αὐτόν. Καθὼς οἱ στρατιῶτες καὶ ὁ ἅγιος κατευθύνονταν ἀπὸ τὸ Ἄργαιον Ὄρος πρὸς τὴν Σεβάστεια, πολλοὶ εἰδωλολάτρες ἀσπάσθηκαν τὴν χριστιανικὴ πίστη βλέποντας τὴν πραότητα τοῦ ἁγίου καὶ ἀκούγοντας τὸ φλογερὸ κήρυγμά του, ἐνῶ πολλοὶ ἀσθενεῖς θεραπεύτηκαν χάρη στὴν ἀδιάλειπτη προσευχή του. Ἐντύπωση προκαλοῦσε ὄχι μόνο ἡ ἴαση τῶν ἀσθενῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ ἡ θεραπεία ἀσθενειῶν σὲ ἥμερα καὶ ἄγρια ζῶα. Μεταξὺ τῶν ἀναρίθμητων θαυμάτων, ποὺ τέλεσε ὁ Ἅγιος Βλάσιος μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἦταν ἡ διάσωση ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ, τὸ ὁποῖο εἶχε μείνει ἄφωνο καὶ κινδύνευε νὰ πεθάνει ἀπὸ ἀσφυξία ἀπὸ ἕνα ψαροκόκαλο, τὸ ὁποῖο εἶχε καρφωθεῖ στὸ λαιμό του. Τότε ὁ ἅγιος θέτοντας τὸ χέρι του στὸ λαιμὸ τοῦ παιδιοῦ καὶ ἀφοῦ προσευχήθηκε ὁλόθερμα στὸν Θεό, θεράπευσε τὸ παιδί. Παράλληλα εὐχήθηκε, ὅτι ὅποιος ἄνθρωπος ἢ ζῶο ἀντιμετωπίσει στὸ μέλλον παρόμοιο πρόβλημα καὶ μνημονεύει τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου, ὁ Θεὸς νὰ τὸν θεραπεύει ἀμέσως πρὸς δόξα τοῦ ὀνόματός Του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἅγιος Βλάσιος καθιερώθηκε στὴ συνείδηση ὅλων τῶν χριστιανῶν ὡς ὁ ἰατρὸς καὶ θεραπευτὴς τῶν νοσημάτων τοῦ λαιμοῦ καὶ τοῦ λάρυγγα. Ἀξιοσημείωτο ἦταν καὶ τὸ θαυματουργικὸ γεγονὸς τῆς διάσωσης ἑνὸς χοίρου, τὸν ὁποῖο εἶχε ἁρπάξει ἕνας λύκος ἀπὸ μία φτωχὴ γυναίκα καὶ ἀποτελοῦσε τὴν μοναδικὴ περιουσία της. Χάρη στὴν προσευχητικὴ δύναμη τοῦ ἁγίου ὁ λύκος ἔχασε τὴν ἀγριότητά του καὶ ἐπέστρεψε σῶο καὶ ἀβλαβῆ τὸν χοῖρο στὴ γυναίκα.
.         Φτάνοντας ὁ ἅγιος στὴν Σεβάστεια δόθηκε ἡ ἐντολὴ νὰ φυλακιστεῖ. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ὁδηγήθηκε ἐνώπιόν του ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος τὸν ὑποδέχθηκε μὲ ὡραίους λόγους, προσπαθώντας νὰ τὸν πείσει νὰ θυσιάσει στοὺς εἰδωλολατρικοὺς θεούς. Ὁ ἅγιος ὅμως ἀποκάλεσε μὲ παρρησία τοὺς ψεύτικους θεοὺς δαίμονες καὶ δήλωσε ὅτι ὅσοι τοὺς λατρεύουν θὰ παραδοθοῦν στὸ αἰώνιο πῦρ τῆς Κολάσεως. Τότε ὁ ἡγεμόνας ἐξαγριώθηκε καὶ διέταξε νὰ χτυπήσουν ἀνελέητα τὸν ἅγιο μὲ χονδρὰ σιδερένια ραβδιὰ καὶ νὰ τὸν κλείσουν ἐν συνεχείᾳ στὴν φυλακή. Ἐκεῖνος ὅμως ἔμεινε σταθερὸς καὶ ἀκλόνητος στὴν πίστη του στὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό.
.        Τὸν βασανισμὸ καὶ τὴν φυλάκιση τοῦ ἁγίου πληροφορήθηκε ἡ φτωχὴ γυναίκα, τῆς ὁποίας τὸν χοῖρο διέσωσε ὁ ἅγιος. Ἀπὸ εὐγνωμοσύνη πρὸς αὐτὸν ἔσφαξε τὸν χοῖρο καὶ ἀφοῦ ἔψησε τὸ κεφάλι καὶ τὰ πόδια, πῆγε στὴν φυλακὴ μαζὶ μὲ φροῦτα καὶ ἄλλα φαγώσιμα καὶ ἀνάβοντας κεριά, παρακάλεσε τὸν ἅγιο νὰ φάει ἀπὸ τὰ προσφερόμενα πρὸς αὐτὸν ἀγαθά. Τότε ὁ ἅγιος εὐχαρίστησε τὴν γυναίκα καὶ ἀφοῦ ἔφαγε, τῆς ἔδωσε τὴν εὐλογία του λέγοντας ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ γιορτάζει τὴν μνήμη του καὶ νὰ ἔχει πάντοτε στὸ σπίτι της ὅλα τὰ ἀγαθὰ καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ ὅποιος ἄλλος θελήσει νὰ τὴν μιμηθεῖ.
.         Ὁ ἡγεμόνας Ἀγρικόλας πρόσταξε καὶ πάλι νὰ φέρουν ἐνώπιόν του τὸν ἅγιο καὶ τὸν κάλεσε καὶ πάλι νὰ θυσιάσει στοὺς ψεύτικους θεούς. Ἐκεῖνος ὅμως ἔμεινε καὶ πάλι σταθερὸς καὶ ἀκλόνητος καὶ δήλωσε ὅτι θεοί, οἱ ὁποῖοι δὲν δημιούργησαν τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, πρέπει νὰ ἐξαφανιστοῦν. Τότε δόθηκε ἡ διαταγὴ νὰ κρεμάσουν τὸν ἅγιο σὲ ἕνα ξύλο καὶ νὰ ξεσκίσουν τὰ πλευρά του μὲ σιδερένια νύχια. Ὅμως ὁ ἔνδοξος ἱερομάρτυς τοῦ Χριστοῦ εἶπε στὸν σκληρόκαρδο ἡγεμόνα ὅτι οὔτε ὁ θάνατος οὔτε τὰ βασανιστήρια τὸν φοβίζουν καὶ μποροῦν νὰ κάμψουν τὴν πίστη του, ἀφοῦ προσβλέπει στὴν αἰωνιότητα καὶ τὰ ἐπουράνια ἀγαθά. Στὴ συνέχεια δόθηκε ἡ ἐντολὴ νὰ ξεκρεμάσουν τὸν ἅγιο καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴ φυλακή.
.         Καθὼς ὁδηγοῦσαν τὸν ταπεινὸ καὶ πράο ἐπίσκοπο τῆς Σεβάστειας στὴν φυλακή, ἑπτὰ ἐνάρετες καὶ εὐσεβεῖς γυναῖκες ἀκολουθοῦσαν τὴν μαρτυρικὴ αὐτὴ πορεία καὶ ἄλειφαν τὰ σώματά τους ἀπὸ τὸ τίμιο αἷμα, ποὺ ἔσταζε ἀπὸ τὸ πληγωμένο σῶμα τοῦ ἁγίου. Βλέποντας οἱ δήμιοι τὸ γεγονὸς αὐτό, συνέλαβαν τὶς γυναῖκες καὶ τὶς ὁδήγησαν στὸν ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος τὶς κάλεσε νὰ θυσιάσουν στὰ ψεύτικα εἴδωλα, γιατί διαφορετικὰ θὰ θανατωθοῦν. Τότε οἱ ἑπτὰ γυναῖκες κάλεσαν τὸν ἡγεμόνα νὰ πᾶνε στὴ λίμνη τῆς Σεβάστειας καὶ ἀφοῦ πλύνουν τὰ πρόσωπά τους, νὰ προσφέρουν θυσία στοὺς θεούς. Ὁ ἡγεμόνας χάρηκε πολὺ καὶ τότε οἱ γυναῖκες πῆραν τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς ἔριξαν μέσα στὴ λίμνη λέγοντας ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ ἀμοιβή τους, γιατί πολλοὶ ἄνθρωποι χάθηκαν ἐξ αἰτίας τῆς εἰδωλολατρίας. Βλέποντας ὁ ἡγεμόνας τὴν ἀσέβεια καὶ τὴν προσβολὴ κατὰ τῶν θεῶν, ἐξοργίστηκε τόσο πολύ, ὥστε διέταξε νὰ ἀνάψουν ἕνα μεγάλο καμίνι λιώνοντας μέσα σ’ αὐτὸ μολύβι καὶ νὰ φέρουν σιδερένια χτένια καὶ νὰ πυρακτώσουν ἑπτὰ χάλκινα σουβλιά. Ἐν συνεχείᾳ ὁ ἡγεμόνας κάλεσε τὶς γυναῖκες νὰ ἐπιλέξουν ἢ τὴν θυσία στοὺς θεοὺς καὶ νὰ φορέσουν λαμπρὰ φορέματα ἢ νὰ βασανιστοῦν μέσα στὸ πυρακτωμένο καμίνι. Τότε μία ἀπὸ τὶς γυναῖκες ἅρπαξε ἕνα φόρεμα καὶ τὸ ἔριξε μέσα στὸ καμίνι, ἐνῶ τὰ δύο μικρά της παιδιὰ εἶπαν στὴ μητέρα τους νὰ μὴν τὰ ἀφήσει νὰ χαθοῦν μέσα στὴν ἁμαρτία καὶ τὴν πλάνη, ἀλλὰ νὰ τὰ χορτάσει μὲ τὰ ἀγαθὰ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ὅπως τὰ χόρτασε μὲ τὸ μητρικό της γάλα. Κατόπιν ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κρεμάσουν τὶς ἑπτὰ γυναῖκες καὶ νὰ ξεσκίσουν τὶς σάρκες τους μὲ τὰ σιδερένια χτένια. Ὅμως κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ φρικτοῦ μαρτυρίου οἱ στρατιῶτες ἔζησαν ἕνα καταπληκτικὸ θαῦμα: ἀπὸ τὶς σάρκες τῶν γυναικῶν ἔρεε γάλα ἀντὶ γιὰ αἷμα καὶ οἱ σάρκες ἦταν ὁλόλευκες ὅπως τὸ χιόνι, ἀφοῦ Ἄγγελοι Κυρίου κατέβηκαν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ θεράπευσαν τὶς πληγές, λέγοντας στὶς γυναῖκες νὰ μὴν φοβοῦνται καὶ νὰ συνεχίσουν τὸν ἀγώνα τοὺς μέχρι τέλους, γιατί ἔτσι μόνο θὰ ἀπολαύσουν τὴν αἰώνια ζωή. Τότε ὁ ἐξαγριωμένος ἡγεμόνας διέταξε νὰ τὶς ρίξουν μέσα στὸ πυρακτωμένο καμίνι. Μόλις ὅμως τὶς ἔριξαν μέσα, ἡ φωτιὰ ἔσβησε καὶ βγῆκαν ἀπὸ μέσα σῶες καὶ ἀβλαβεῖς. Βλέποντας ὁ Ἀγρικόλας τὰ παράδοξα αὐτὰ γεγονότα, κάλεσε καὶ πάλι τὶς ἑπτὰ γυναῖκες νὰ θυσιάσουν στοὺς θεοὺς καὶ νὰ ἐγκαταλείψουν τὶς μαγεῖες, ποὺ χρησιμοποιοῦν. Τότε ἐκεῖνες ἀπάντησαν ὅτι δὲν πρόκειται νὰ προδώσουν τὴν πίστη τους στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ νὰ προσκυνήσουν τὰ ψεύτικα εἴδωλα. Ἡ ἐπίμονη αὐτὴ στάση τοὺς ἐξόργισε τόσο πολὺ τὸν Ἀγρικόλα, ὥστε ἀποφάσισε τὴν δι᾽ ἀποκεφαλισμοῦ θανατικὴ καταδίκη τῶν γυναικῶν. Ἀμέσως μετὰ οἱ γυναῖκες προσευχήθηκαν καὶ παρακάλεσαν τὸν Κύριο νὰ τὶς συναριθμήσει μαζὶ μὲ τὴν πρωτομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ Ἁγία Θέκλα δεχόμενος τὶς πρεσβεῖες τοῦ Ἁγίου Βλασίου, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ὁ πνευματικὸς καθοδηγητὴς στὴν ἄθλησή τους καὶ στὴν ἀπόλαυση τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Κατόπιν τὰ δύο παιδιὰ πλησίασαν τὴν μητέρα τους καὶ τῆς ζήτησαν νὰ παρακαλέσει τὸν Ἅγιο Βλάσιο νὰ τὰ ἔχει ὑπὸ τὴν προστασία καὶ καθοδήγησή του.

.         Μετὰ τὸν ἀποκεφαλισμὸ τῶν ἑπτὰ γυναικῶν πρόσταξε τοὺς στρατιῶτες νὰ τοῦ φέρουν ἀπὸ τὴν φυλακὴ τὸν Ἅγιο Βλάσιο ζητώντας του καὶ πάλι νὰ θυσιάσει στοὺς θεούς. Τότε ὁ γενναῖος ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ ἀπάντησε μὲ θάρρος ὅτι κανένας ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει γνωρίσει τὸν ἀληθινὸ Θεό, δὲν προσκυνᾶ νεκρὰ εἴδωλα. Κατόπιν ὁ ἡγεμόνας τὸν ρώτησε ὅτι ἂν τὸν ρίξει μέσα στὴ λίμνη, θὰ μπορέσει ὁ Θεός, τὸν ὁποῖο λατρεύει, νὰ τὸν σώσει. Καὶ ὁ ἅγιος τὸν παρότρυνε νὰ τὸ πράξει. Τότε οἱ στρατιῶτες ἔριξαν τὸν ἅγιο στὴ λίμνη καὶ ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, στάθηκε στὸ μέσο αὐτῆς σῶος καὶ ἀβλαβής. Στὴ συνέχεια ὁ ἅγιος κάλεσε τοὺς εἰδωλολάτρες νὰ πράξουν τὸ ἴδιο, γιὰ νὰ ἀποδείξουν τὴν δύναμη τῶν θεῶν τους. Τότε ἑξήντα ὀχτὼ ἄνδρες πήδησαν μέσα στὴ λίμνη, ἀλλὰ ὅλοι καταποντίστηκαν στὸ βυθό της καὶ πνίγηκαν. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη Ἄγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε στὸν ἔνδοξο ἱερομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν κάλεσε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν λίμνη καὶ νὰ λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸν αἰώνιο στέφανο τῆς δόξης καὶ τῆς ἁγιότητος. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ προκάλεσε τὸν θαυμασμὸ ὅλων, ἀφοῦ ἔβλεπαν τὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου νὰ λάμπει σὰν τὸ φῶς. Βλέποντας ὁ ἡγεμόνας τὴν ἀκλόνητη πίστη τοῦ γενναίου ἀθλητῆ τοῦ Χριστοῦ, ἀποφάσισε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσει διὰ ξίφους μαζὶ μὲ τὰ δύο παιδιά. Ἀφοῦ ὁ Ἅγιος Βλάσιος προσευχήθηκε ζητώντας ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ βοηθήσει στὸ μέλλον ὅποιον καταφεύγει σ’ Αὐτὸν ἐπικαλούμενος τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου σὲ περίπτωση ἀσθένειας, θλίψης, κινδύνου ἢ ἀνάγκης, κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ὁ Χριστὸς σὰν νεφέλη καὶ εἶπε στὸν ἅγιο ὅτι θὰ ἐκπληρώσει ὅλα τὰ αἰτήματά του καὶ θὰ χαρίσει σὲ ὅλους ἐκείνους, ποὺ θὰ τιμοῦν τὴν μνήμη του, ὄχι μόνο τὰ ἐπίγεια, ἀλλὰ καὶ τὰ οὐράνια ἀγαθά. Ἀμέσως μετὰ ὁ δήμιος ὁδήγησε τὸν ἅγιο καὶ τὰ δύο παιδιὰ στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου καὶ τοὺς ἀποκεφάλισε πάνω σὲ μία πέτρα μέσα ἀπὸ τὸ τεῖχος τῆς Σεβάστειας. Τὸ ἔνδοξο μαρτύριο τοῦ ἁγίου καὶ τῶν δύο παιδιῶν ἔλαβε χώρα τὸ ἔτος 316μ.Χ.
.         Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ λαοφιλὴς σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση Ἅγιος Βλάσιος ἔλαβε τὸν ἀμάραντο στέφανο τοῦ μαρτυρίου, γιὰ νὰ τιμᾶται καὶ νὰ γεραίρεται ἐσαεὶ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὶς 11 Φεβρουαρίου [καὶ ἀπὸ τὴ Δυτικὴ Ἐκκλησία στὶς 3 Φεβρουαρίου]. Ἡ ἀγάπη τῶν χριστιανῶν πρὸς τὸν θαυματουργὸ ἱεράρχη τῆς Σεβάστειας ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα θαύματα, τὰ ὁποῖα ἔχει ἐπιτελέσει καὶ ἐξακολουθεῖ καὶ μέχρι σήμερα νὰ ἐπιτελεῖ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτοὺς ποὺ τιμοῦν τὴ μνήμη του καὶ ἐπικαλοῦνται μὲ εὐλάβεια τὸ ὄνομά του πρὸς δόξα τοῦ παναγίου ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ μας, τοῦ «θαυμαστοῦ ἐν τοῖς ἁγίοις Αὐτοῦ» .

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Συμεὼν τοῦ Μεταφραστοῦ, Ἄθλησις τοῦ Ἁγίου καὶ ἐνδόξου ἱερομάρτυρος Βλασίου ἐπισκόπου γενομένου Σεβαστείας, J. – P. Migne, Patrologia Graeca, Τόμος 116, 817 – 830.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 31, 2013

Ο Άγιος Τρύφων. Ο προστάτης άγιος των γεωργών και αμπελουργών +1 Φεβρουαρίου - Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος

Στη σημερινή υλιστική και τεχνο­κρατική εποχή, όπου ο σύγχρο­νος άνθρωπος οικοδομεί τη ζωή του στα θεμέλια του εγωιστικού του θε­λήματος, και προσπαθεί με κάθε τρόπο να αυτονομηθεί και να απομακρυνθεί από τον ίδιο του τον Δημιουργό, η Ορθό­δοξη Εκκλησία, αντιστεκόμενη, προβάλ­λει καθημερινά μέσα από το αγιολόγιο αγιασμένες μορφές αγωνιστών της πίστεώς μας, οι οποίες όχι μόνο έμειναν προ­σηλωμένες σ' αυτή, αλλά προτίμησαν να θυσιάσουν και την ίδια τους ακόμη τη ζωή. Ανάμεσα στους μάρτυρες του 3ου μ.Χ. αιώνα προβάλλει και ο Άγιος μάρτυς Τρύφωνο ιαματικός, του οποί­ου τη μνήμη η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά και γεραίρει κάθε χρόνο
την 1η Φεβρουαρίου. 


Ο Άγιος Τρύφων γεννήθηκε στη Λάμψακο της Φρυγίας της Μικράς Ασίας από ευσεβείς γο­νείς και εξασκούσε το επάγγελμα του χηνοβοσκού. Από πολύ νωρίς ξεκί­νησε να μελετά τον λόγο του Θε­ού και να ποθεί τα θεία και ουράνια αγαθά.
Έτσι ο Θεός τον προίκισε με θεία χαρίσματα και του έδωσε τη δύναμη να θε­ραπεύει διάφορες ασθένειες, και μάλιστα να καταπολεμά και να νικά και τα ίδια ακόμη τα δαι­μόνια. Αυτό αποδεικνύεται πε­ρίτρανα από το θαύμα που επι­τέλεσε με τη χάρη του Θεού στην κόρη του ειδωλολάτρη αυτο­κράτορος Γορδιανού (238-244 μ.Χ.), η οποία βασανιζόταν από τον ίδιο τον δαίμονα. Γι' αυτό τον λόγο ο Άγιος Τρύφων συγκαταλέγεται στη χορεία των είκοσι Αγίων Αναργύρων και αποκαλείται από την Εκκλησία μας ιαματικός. Μάλιστα μετά το θαύμα εμφανίστηκε ο δαίμονας με τη μορφή μαύρου σκύλου και παραδέχθηκε τις πονηρές του πράξεις. Το θαύμα που επιτέλεσε ο Άγιος Τρύφων έγινε η αφορμή για να πιστέψουν πολλοί ειδω­λολάτρες στον αληθινό Θεό και να εγκαταλείψουν τη λατρεία των ειδώλων. Μετά τον θάνατο του αυτο­κράτορος Γορδιανού, την εξουσία κατέλα­βε ο Δέκιος (249-251 μ.Χ.), άνθρωπος σκληρός, απάνθρωπος και άπιστος, που προσπάθησε με κάθε τρόπο να καταδιώ­ξει και να εξοντώσει τους χριστιανούς. Τίποτα όμως δεν θα μπορούσε να σταμα­τήσει τον Άγιο Τρύφωνα στη διάδοση του Ευαγγελίου του Χριστού. Γι’ αυτό και η έντονη δρα­στηριότητά του ενόχλησε τους ειδωλολά­τρες και τον έπαρχο της Ανατολής Ακυ­λίνο, που η έδρα του ήταν στην Νίκαια, και ο οποίος διέταξε τη σύλληψή του. 

Ο Τρύφων παραδίδεται μόνος του στον έπαρχο και ομολογεί με παρρησία την πίστη του στον αληθινό Θεό και τη διάθεσή του να μαρτυρήσει γι' Αυτόν. Τό­τε ο άγιος υποβάλλεται σε βασανιστήρια. Τον κρεμούν πάνω σε ξύλο και τον χτυπούν με σπαθιά. Προ­σπαθούν να τον φοβίσουν και με δελεαστικές προτάσεις να τον ανα­γκάσουν να αρνηθεί την πίστη του και να προσφέρει θυσία στα είδω­λα. Ο άγιος όμως μένει σταθερός και ακλόνητος και συνεχίζει και μέσα από τα μαρτύρια να κηρύττει σταυρωθέντα και αναστάντα Χριστό ως τον μόνο αληθινό Θεό. Βλέποντας οι ειδωλολάτρες την εμμονή του στην πίστη του στον Χριστό και την άρνησή του να ασπασθεί τη λατρεία των ειδώλων, τον υποβάλλουν σε νέα βασανιστήρια. Τον σέρνουν δεμένο, τον φυ­λακίζουν, τον καρφώνουν στα πόδια, τον δέρνουν με ραβδιά και τον κατακαίγουν με λαμπάδες. Ο άγιος εξακολουθεί να μένει στα­θερός και ακλόνητος, αφού ο Θεός δεν τον εγκατέλειψε. Γι’ αυτό και έστειλε από τον ουρανό ένα λαμπερό φωτοστέφανο που στάθηκε πάνω από το κεφάλι του μάρτυρος. Το γεγονός αυτό έκανε πολλούς ειδωλολάτρες να φοβηθούν και να ομολογήσουν πίστη στον ένα και αληθινό Θεό. Τότε ο έπαρχος Ακυλίνος έδωσε εντολή να τον αποκεφαλίσουν, αλλά πριν προλάβουν να προ­βούν σε μία τέτοια ενέργεια, ο άγιος, αφού προσευχήθηκε, παρέ­δωσε το πνεύμα του. Το γεγονός αυτό υπολογίζεται ότι έλαβε χώ­ρα στη Νίκαια το 250 μ.Χ. Ευσεβείς χριστιανοί της περιοχής τύλιξαν­ το λείψανο του Αγίου μέσα σε κα­θαρό σεντόνι και ενώ σκόπευαν να το ενταφιάσουν στη Νίκαια, ο άγιος πα­ρουσιάστηκε σε όραμα και ζήτησε να τον μεταφέρουν και να τον ενταφιάσουν στην πατρίδα του τη Λάμψακο, όπως και έγινε. 

Ο Άγιος Τρύφων. Τοιχογραφία επάνω στο βράχο,
έξω από το καθολικό της Μονής του
Τιμίου Προδρόμου στη χαράδρα του Λούσιου
Σε πολλά μοναστήρια της πατρίδος μας φυλάσσονται τεμάχια από τα ιερά λείψανα του Αγίου, τα οποία αποτελούν πηγή ιαμάτων για όσους προστρέχουν με πίστη και ευλάβεια, όπως στην Ιερά Μονή Ξενοφώντος του Αγίου Όρους, όπου φυλάσσεται τμήμα της τιμίας κάρας του. Η ευσέβεια του ορθο­δόξου ελληνικού λαού ανήγειρε ναούς προς τιμήν του Αγίου σε πολλές περιοχές της Ελλάδος (Παλλή­νη Αττικής, Βυτίνα Αρκαδίας, Ν. Λάμ­ψακος Ευβοίας, Διακοπτό Αχαΐας, Ν. Λεύκη Καστοριάς, Σάμος), ενώ στη Χίο υπάρχει σε μικρή απόσταση από το χωριό Νένητα μοναστήρι επ’ ονόματί του, το οποίο υπολογίζεται ότι ιδρύθηκε τον 17ο αιώνα. Ο Άγιος Τρύφων είναι ιδιαίτερα λαοφιλής στον αγροτικό πληθυσμό, αφού θεω­ρείται ο προστάτης άγιος των αμπελουργών και των γεωργών. Άλλωστε η εορτή του Αγίου τον Φεβρουάριο συμπίπτει με την περίοδο κατά την οποία αρχίζει η σημαντικότερη αμπελουργική φροντίδα που είναι το κλάδεμα. Γι' αυτό τον λόγο οι αμπε­λουργοί δεν εργάζονται την ημέρα της εορτής του και ραντίζουν τα αμπέλια τους με τον αγιασμό που τελείται στους ναούς, ενώ στο Ευχολόγιο του Δημητριέφσκυ υπάρχει και η «ευχή του Αγίου Τρύφωνος εις άμπελον». 

Ο Άγιος Τρύφων υπήρξε δημοφιλής τόσο όσο ήταν ακόμη στη ζωή όσο και μετά το μαρτύριό του. Γι’ αυτό και μέχρι σήμερα έχουν διασωθεί δύο εγκωμιαστικοί λόγοι, ο ένας από τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ τον Σοφό (886-912) και ο άλλος από τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Βιθυνίας Θεόδωρο Β΄ τον Λάσκαρη (1255-1259). Σημαντικές πληροφορίες για το μαρτύριο του Αγίου μας παρέχει και το σχετικό έργο του Αγίου Συμεών του Μεταφραστού (910-987), ενώ αξιομνημόνευτη είναι και η πραγματεία για τον Άγιο Τρύφωνα που δημοσιεύτηκε το 1925 στα «Acta Sanctorum». 

Πλούσια είναι και η υμνογραφία του Αγίου, αφού ακολουθίες προς τιμήν του έχουν εκδοθεί στην Αθήνα κατά τα έτη 1853, 1911 και 1923, στη Σύρο το 1855, στην Κέρκυρα το 1871, στην Τρίπολη το 1899, στην Πάτρα το 1911 και στη Σμύρνη το 1908. Επίσης το 1957 εκδόθηκε στον Βόλο ακολουθία του Αγίου, την οποία εποίησε ο αείμνηστος Αγιορείτης υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Γεράσιμος μοναχός ο Μικραγιαν- νανίτης, ενώ μέχρι τις ημέρες μας σώζεται πλήρης ακολουθία μετά παρακλητικού κανόνος και χαιρετισμών, που συντάχθηκε από τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. 

Ας ευχηθούμε ολόψυχα ο Άγιος μάρτυς Τρύφων ο ιαματικός, που μαρτύρησε τον 3ο μ.Χ. αιώνα για την αγάπη του Χριστού, να καθοδηγεί και να ενισχύει με το παράδειγμά του τον αλλοτριωμένο άνθρωπο του 21ου αιώνα στην πνευματι­κή του πορεία και προκοπή στους δύσκο­λους και απαιτητικούς καιρούς που διερχόμαστε. 

Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος 
Εκπαιδευτικός 

Βιβλιογραφία 

  • Βίος και Ακολουθία του Αγίου και ενδόξου μεγαλομάρτυρος Τρύφωνος του θαυματουργού, Αθήναι 2003. 
  • Συμεών του Μεταφραστού, Μαρτύριον του αγίου μεγαλομάρτυρος Τρύφωνος, J. P. Migne P.G., τόμος 114, Paris 1857
  • πηγή

Τρίτη, Απριλίου 17, 2012

Ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου(1731-1805) Ο ευκλεής ιεράρχης της Κορίνθου και Γενάρχης του Φιλοκαλισμού του Αριστείδη Γ. Θεοδωροπούλου





agios-makarios1Μία από τις πιο λαμπρές και χαρισματικές φυσιογνωμίες του αγιολογίου των νεοτέρων χρόνων, που αναδείχθηκε ευκλεής και ταπεινός ιεράρχης, Γενάρχης του Φιλοκαλισμού, φωτεινός ασκητής με χάρισμα θεοσημειών, ονομαστός αλείπτης νεομαρτύρων, πολύτιμος συγγραφέας και θαυματουργός άγιος είναι ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου, ο οποίος στις 17 Απριλίου 1805 παρέδωσε το πνεύμα του στον Πανάγαθο Θεό στο μυροβόλο και αγιοτόκο νησί της Χίου. Προικισμένος από τον Θεό με βαθιά πίστη και ευλάβεια, αλλά και με ζωηρό αγωνιστικό φρόνημα, ταξιδεύει ακαταπόνητα όσο κανείς άλλος στα νησιά του Αιγαίου και αφήνει παντού τη φιλόθεη βιοτή και αγιαστική του χάρη, ώστε αναδεικνύεται σκεύος εκλογής του Κυρίου μας.
Ο Άγιος Μακάριος (κατά κόσμον Μιχαήλ Νοταράς) γεννήθηκε το 1731 στα ιστορικά Τρίκαλα Κορινθίας. Ήταν γιος του Γεωργαντά και της Αναστασίας και καταγόταν από την επιφανή και αριστοκρατική οικογένεια των Νοταράδων, η οποία διέθετε ισχυρή πολιτική, οικονομική και κοινωνική ισχύ.
Από την ονομαστή αυτή οικογένεια προήλθαν εξέχουσες εκκλησιαστικές μορφές, όπως ο θαυματουργός πολιούχος της Κεφαλληνίας Άγιος Γεράσιμος ο Νοταράς (…1579), ο εθνομάρτυρας Λουκάς Νοταράς (…1453) και οι Πατριάρχες Ιεροσολύμων Δοσίθεος (…1707) και Χρύσανθος (…1731). Από τα παιδικά του χρόνια διακρίθηκε για την ευσέβεια, τη σεμνότητα και ταπεινοφροσύνη του, την αγάπη του προς τον συνάνθρωπο και την κλίση του στη μοναχική ζωή, έχοντας ως φωτεινό πρότυπο τον συγγενή και συντοπίτη του, Άγιο Γεράσιμο Νοταρά. Τα πρώτα γράμματα διδάχθηκε στο ιστορικό μοναστήρι της Κοιμήσεως Θεοτόκου στη Μεσαία Συνοικία των Τρικάλων. Στη συνέχεια μεταβαίνει στην Ιερά Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου στα Καλάβρυτα για να λάβει το αγγελικό σχήμα. Η επιθυμία του όμως μένει ανεκπλήρωτη, αφού η έλλειψη της συγκατάθεσης του πατέρα του τον αναγκάζει να επιστρέψει στα Τρίκαλα. Διορίζεται από τον πατέρα του επιστάτης των γύρω χωριών για να συγκεντρώνει τα οφειλόμενα χρήματα. Όμως ο νεαρός Μιχαήλ όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στην επιθυμία του πατέρα του, αλλά μοιράζει τα χρήματα στους φτωχούς και τους αδυνάτους. Έτσι ο πατέρας του του αφαιρεί την οικονομική διαχείριση και ο Μιχαήλ παραμένει στη πατρική οικία μελετώντας την Αγία Γραφή και διάφορα ψυχωφελή βιβλία. Μετά τον θάνατο του διδασκάλου του, Ευσταθίου αναλαμβάνει ο ίδιος καθήκοντα διδασκάλου για έξι χρόνια, όπου αμισθί εργάζεται ακατάπαυστα για τη μόρφωση των παιδιών της επαρχίας του.
Το 1764 εκδημεί εις Κύριον ο Μητροπολίτης Κορίνθου Παρθένιος και σύσσωμος ο κλήρος και ο λαός επιθυμεί τον Μιχαήλ ως διάδοχο στον θρόνο της Αποστολικής Εκκλησίας της Κορίνθου. Γι’ αυτό και ζητούν ομόφωνα από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σαμουήλ τον Α΄ την εκλογή του ενάρετου και σεμνού Μιχαήλ Νοταρά στη Μητρόπολη Κορίνθου. Ο Μιχαήλ μεταβαίνει στην Κωνσταντινούπολη με τις απαραίτητες συστατικές επιστολές και χειροτονείται διάκονος λαμβάνοντας το όνομα Μακάριος, στη συνέχεια πρεσβύτερος και τον Ιανουάριο του 1765 σε ηλικία 34 ετών Μητροπολίτης Κορίνθου.
Επιστρέφει στην Κόρινθο, όπου ο λαός τον υποδέχεται με αγάπη, χαρά και ενθουσιασμό και μιμούμενος τον αρχιποιμένα Χριστό αρχίζει ένα αξιόλογο αναγεννητικό έργο με σκοπό την ανύψωση του εκκλησιαστικού φρονήματος και του πνευματικού επιπέδου του λαού της Κορίνθου. Γι’ αυτό και αφοσιώνεται με όλη του την ψυχή στην αναμόρφωση της Αποστολικής Εκκλησίας της Κορίνθου. Κηρύττει ανελλιπώς τον θείο Λόγο, τελεί δωρεάν τα Μυστήρια της Εκκλησίας, δωρίζει συγγράμματα κατηχήσεων για να διδάσκονται όλοι τα νοήματα της πίστεως, μοιράζει κολυμβήθρες σε πόλεις και χωριά, ιδρύει σχολεία, ανακαινίζει ιερούς ναούς και φροντίζει ιδιαίτερα την επιμόρφωση του κλήρου της επαρχίας του. Έτσι παύει τους αγράμματους και προχωρημένους στην ηλικία κληρικούς, απαγορεύει τη συνύπαρξη ιεροσύνης και πολιτικής, καταργεί τη χειροτονία επί χρήμασι και απαιτεί ο κληρικός να κατέχει τα κοινά γράμματα και να έχει την κατάλληλη ηλικία.
Το σπουδαίο ανακαινιστικό έργο του Αγίου διακόπτεται με την κήρυξη του ρωσοτουρκικού πολέμου το 1768. Μεταβαίνει στην Καλαμάτα και συμμετέχει σε διαβουλεύσεις για την εξέγερση των Πελοποννησίων κατά των Τούρκων. Το 1770 υψώνει τη σημαία της επανάστασης στα Τρίκαλα, αλλά η επαναστατική κίνηση αποτυγχάνει και αναγκάζεται να καταφύγει στη Ζάκυνθο, όπου διδάσκει και ιερουργεί για τρία χρόνια. Το 1771 επισκέπτεται την Κεφαλληνία για να προσκυνήσει το ιερό και χαριτόβρυτο λείψανο του Αγίου Γερασίμου, όπου συνέβη σύμφωνα με την προφορική παράδοση της μονής και το θαυματουργικό γεγονός της εν πνεύματι συνάντησης και συνομιλίας των Αγίων Γερασίμου και Μακαρίου, των δύο δηλαδή επιφανών γόνων της παλαιάς αρχοντικής οικογένειας των Νοταράδων. Στο μοναστήρι του Αγίου στα Ομαλά παραμένει για μερικούς μήνες για να συλλέξει και να συγγράψει παραινέσεις και υποδείγματα Οσίων Πατέρων.
Το 1774 μεταβαίνει στην Ύδρα και φιλοξενείται στο μοναστήρι της Παναγίας Φανερωμένης. Ασκεί ιεροκηρυκτικά και αγιαστικά καθήκοντα προς τον υδραϊκό λαό, εγκαινιάζει ιερούς ναούς, όπως τον ιερό ναό των Αγίων Πάντων, που οικοδομήθηκε το 1774 και μονάζει για κάποιο χρονικό διάστημα στο ασκητήριο του Αγίου Ιωαννικίου στην περιοχή της Ζούρβας. Μέχρι σήμερα σώζονται στο αγιοβάδιστο νησί με την πλούσια κολλυβαδική παράδοση η πλατεία, στην οποία δίδασκε τους πιστούς, καθώς και αντιμήνσια, που φέρουν την υπογραφή του Αγίου. Στην Ύδρα συναντιέται και συνδέεται με στενή φιλία με τον Νάξιο Νικόλαο Καλλιβούρτζη, τον μετέπειτα περιλάλητο Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη (1749-1809), για να αποτελέσουν μαζί και με τον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο (1721-1813) τους αρχηγέτες του πνευματικού κινήματος των Κολλυβάδων και τους πρωτεργάτες της φιλοκαλικής αναγέννησης των πατερικών και χριστιανικών γραμμάτων.
Στο μεταξύ του ζητείται να παραιτηθεί από τον μητροπολιτικό θρόνο της Κορίνθου. Ο Άγιος αρνείται να υποβάλλει παραίτηση, αλλά ο Οικουμενικός Πατριάρχης Θεοδόσιος ο Β΄ προχωρεί στην πλήρωση των κενών μητροπόλεων της Πελοποννήσου και χειροτονεί νέο Μητροπολίτη Κορίνθου τον πρωτοσύγκελλο της Μητροπόλεως Νικαίας Γαβριήλ. Ο Άγιος απομακρύνεται αυθαίρετα και αντικανονικά. Δέχεται ανεξίκακα την εκθρόνισή του, αλλά δεν εφησυχάζει και γίνεται σταυροφόρος Χριστού. Αυτοεξόριστος επισκέπτεται διάφορα νησιά του Αιγαίου και ασκεί το ποιμαντικό και ιεροκηρυκτικό του έργο. Ταξιδεύει στη θαλάσσια αυτή περιοχή ακατάπαυστα και μονάζει σε απόκρημνες και ερημικές τοποθεσίες νησιών του Αιγαίου. Γι’ αυτό και αποκαλείται «Αιγαίος» Επίσκοπος και ιεραπόστολος του Αιγαίου. Επισκέπτεται τη Χίο και αργότερα μεταβαίνει στο Άγιο Όρος, όπου συλλέγει πολύτιμο υλικό από χειρόγραφα και προετοιμάζει τη Φιλοκαλία.
Στο Άγιο Όρος δεν βρίσκει γαλήνιο λιμάνι σωτηρίας, αφού ξεσπούν έντονες ταραχές και συγκρούσεις εξαιτίας της θεολογικής διένεξης, γνωστής ως έριδας των Κολλυβάδων. Το κίνημα των Κολλυβάδων είναι το πνευματικό εκείνο κίνημα, που εκδηλώθηκε στο Άγιο Όρος περί τα μέσα του 18ου αιώνα και αποσκοπούσε στην ανακαίνιση της λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας και την επιστροφή στην αρχαία εκκλησιαστική παράδοση. Βασικά θέματα του κινήματος ήταν η μη τέλεση μνημοσύνων την Κυριακή, που είναι η ημέρα Αναστάσεως του Κυρίου, η ανάγκη για συχνή Θεία Μετάληψη και η μελέτη πατερικών, ασκητικών και νηπτικών κειμένων τονίζοντας την αξία του ησυχασμού και την ευεργετική πνευματική επίδραση του ασκητικού ήθους.
Εξαιτίας των ταραχών εγκαταλείπει το Άγιο Όρος και μεταβαίνει στη Χίο. Το 1778 φτάνει στην Πάτμο και ιδρύει αργότερα στον λόφο της Κουμάνας ησυχαστήριο με ναϋδριο προς τιμήν των Αγίων Πάντων. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο ιερό νησί της Αποκάλυψης ασκητεύει, αντιγράφει κώδικες, συλλέγει υλικό για τη Φιλοκαλία, μεταφράζει νηπτικοασκητικά κείμενα και συγγράφει τον βίο του Οσίου Χριστοδούλου. Συναναστρέφεται με πνευματικούς πατέρες, όπως με τον Νήφωνα τον Χίο, τον Γρηγόριο τον Νισύριο και τον Αθανάσιο τον εξ Αρμενίας και ασκείται για μικρό χρονικό διάστημα στους Λειψούς στο ησυχαστήριο του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, το οποίο είχε ιδρύσει ο Νήφων ο Χίος. Στη συνέχεια ο Άγιος Μακάριος μεταβαίνει στη Σάμο και διαμένει για κάποιο χρονικό διάστημα στην περιοχή του χωριού Μύλοι, όπου μετά την οσιακή του Κοίμηση ανεγέρθηκε ναός προς τιμήν του, ο οποίος αποτελεί μέχρι σήμερα προσκύνημα με μεγάλη θαυματουργική παράδοση. Μετά τον θάνατο του πατέρα του ο Άγιος προσκαλείται από τα αδέλφια του, που βρίσκονται στην Ύδρα, για να μεταβούν στα Τρίκαλα για τη διανομή της πατρικής περιουσίας. Η άκρα ασκητικότητα και η τέλεια ακτημοσύνη του τον οδηγούν στο να αρνηθεί το μερίδιο της κληρονομιάς, το οποίο παραχωρεί στα αδέλφια του, ενώ καίει όλα τα χρεώγραφα του πατέρα του και χαρίζει τα χρέη στους οφειλέτες. Στη συνέχεια ταξιδεύει στη Σμύρνη, όπου αναζητεί και βρίσκει χρηματοδότες για την έκδοση των βιβλίων του, ενώ ενισχύει πνευματικά την οικογένεια του Ιωάννη Μαυροκορδάτου, ο οποίος αναλαμβάνει τα τυπογραφικά έξοδα των βιβλίων του Αγίου.
Στη συνέχεια μεταβαίνει στη Χίο, όπου εγκαθίσταται σε ασκητικό και ησυχαστικό τόπο κοντά στον ναό του Αγίου Πέτρου στους βορειανατολικούς πρόποδες του όρους Αίπος πάνω από την κωμόπολη του Βροντάδου. Στον ασκητικό αυτό τόπο ο Άγιος ως Μεγαλόσχημος πλέον μοναχός έχοντας μαζί του και τον υποτακτικό Ιάκωβο βρίσκει την ποθούμενη ησυχία και επιδίδεται στην αυστηρή άσκηση, τη φιλανθρωπία και την ανάγνωση νηπτικοασκητικών πατερικών κειμένων. Μέσα από την αδιάλειπτη άσκηση και προσευχή βιώνει θεοπτικές εμπειρίες και φτάνει σε τέτοιο υψηλό βαθμό αγιότητος, ώστε το κατανυκτικό ασκητήριό του γίνεται πόλος έλξης για κάθε πονεμένη ψυχή, που βρίσκει κοντά στον Άγιο την ψυχική ανάπαυση και σωτηρία.
Με τη βοήθεια των κατοίκων της Χίου και της Σμύρνης βοηθά τον Νήφωνα τον Χίο στην ανέγερση της ιστορικής Ιεράς Μονής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Ικαρία, όπου και μεταβαίνει για να ασκητεύσει μαζί του για κάποιο χρονικό διάστημα. Αργότερα στον περίβολο της Μονής ανεγέρθηκε ναός προς τιμήν του Αγίου Μακαρίου, όπου φυλάσσεται και παλαιά εικόνα του Αγίου, για να θυμίζει την αγιαστική και ασκητική του παρουσία στο νησί.
Επιστρέφοντας στη Χίο κηρύττει στους ναούς, ενισχύει οικονομικά τους φτωχούς, προσφέρει ανακούφιση και παρηγοριά σε όσους έχουν ανάγκη, εντείνει τους ασκητικούς του αγώνες, επικοινωνεί αδιάλειπτα με τον Θεό. Το 1782 εκδίδεται η πεντάτομη Φιλοκαλία, που αποτελεί μία ανθολογία από έργα ασκητικών και νηπτικών πατέρων. Αργότερα εκδίδονται τα έργα «Περί συνεχούς Μεταλήψεως», ο «Ευεργετινός» και η «Ιερή Κατήχηση του Πλάτωνα Μόσχας», ενώ στο Άγιο Όρος μεταφράζει έργα του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Το έργο «Περί συνεχούς Μεταλήψεως» προκαλεί σχόλια και αντιδράσεις και η Σύνοδος του Πατριαρχείου το καταδικάζει ως επικίνδυνο και απόβλητο. Αργότερα όμως το βιβλίο δικαιώνεται και επαινείται από τον Πατριάρχη Νεόφυτο τον Ζ΄.
Στο ασκητήριό του ο Άγιος αναπτύσσει ιδιαίτερα και το αλειπτικό χάρισμα. Αναδεικνύεται ουρανόσταλτος οδηγός, ο οποίος με την πίστη και τη διδασκαλία του συμβουλεύει, εμψυχώνει και προετοιμάζει προς το μαρτύριο πολλούς νεομάρτυρες. Χάρη στην πνευματική καθοδήγησή του οδηγήθηκαν συνειδητά προς το μαρτύριο ο Πολύδωρος ο Κύπριος (3 Σεπτεμβρίου 1794), ο πολιούχος της Μυτιλήνης Θεόδωρος ο Βυζάντιος (17 Φεβρουαρίου 1795), ο Μάρκος ο Νέος από την Σμύρνη (5 Ιουνίου 1801) και ο πολιούχος της Τριπόλεως Δημήτριος ο Πελοποννήσιος (14 Απριλίου 1803). Παράλληλα ενισχύει οικονομικά τον Αδαμάντιο Κοραή, που σπουδάζει στο Μονπελλιέ της Γαλλίας και βοηθάει στην έκδοση του Νέου Μαρτυρολογίου. Συνεργάζεται με τον επιστήθιο φίλο και βιογράφο του, Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο για τη σύνταξη του Νέου Λειμωναρίου, το οποίο εκδίδεται το 1819 στη Βενετία από τον Νικηφόρο τον Χίο, που εποίησε και την Ακολουθία του Αγίου Μακαρίου.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1804 προσβάλλεται από ημιπληγία όλο το δεξιό μέρος του σώματός του, με συνέπεια να μην μπορεί να κουνηθεί και να γράψει για οκτώ μήνες μέχρι τις 17 Απριλίου του 1805, ημέρα κατά την οποία ο Γενάρχης του Φιλοκαλισμού παρέδωσε το πνεύμα του στον Πανάγαθο Θεό. Ενταφιάστηκε δεξιά από τον ναό των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, ο οποίος από τότε μετονομάσθηκε από τον ευσεβή χιακό λαό σε ναό του Αγίου Μακαρίου. Η ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου, που φυλάσσονται σε ναούς και μοναστήρια της Χίου και της Κορινθίας, αλλά και στο Άγιο Όρος, πραγματοποιήθηκε το 1808.
Μετά την Κοίμηση του Αγίου ο εκ Θεσσαλίας μοναχός Κωνστάντιος από αγάπη και σεβασμό στον δάσκαλο και γέροντά του, Άγιο Μακάριο, τον οποίο γνώρισε στην Ύδρα, ανεγείρει τους δύο πρώτους ναούς προς τιμήν του, το 1815 στο χωριό Ελάτα της Χίου και γύρω στο 1820 στο χωριό Μύλοι της Σάμου. Το 1987 θεμελιώθηκε ο περικαλλής ιερός ενοριακός ναός του Αγίου Μακαρίου στο Ξυλόκαστρο Κορινθίας στη θέση μικρότερου μονοθάλαμου ιερού ναού. Ο νέος μεγαλόπρεπος ναός εγκαινιάσθηκε στις 15 Μαΐου 2005 επ’ ευκαιρία της επετειακής συμπληρώσεως 200 ετών από την οσιακή Κοίμηση του Αγίου (1805-2005). Ναοί επ’ονόματι του Αγίου υπάρχουν επίσης στην Ιερές Μονές Ευαγγελισμού Θεοτόκου Ικαρίας (περιοχή Λευκάδα Αγίου Κηρύκου), Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης Σιδηροκάστρου Σερρών και Προφήτου Ηλιού Ύδρας, στα Τρίκαλα και τα Μερτικέικα Κορινθίας, στη Καρυά Λευκάδος και στο Κάθισμα της Παναγίας Κουμάνας Πάτμου, ενώ κλίτος αφιερωμένο στον Άγιο Μακάριο υπάρχει στον περικαλλή ιερό ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Καλλιμασιάς Χίου, το οποίο εγκαινιάσθηκε το Σάββατο της Διακαινησίμου 3 Μαΐου 2003.
Αναρίθμητα είναι τα θαύματα, που με τη χάρη του Θεού τέλεσε ο Άγιος στην πορεία των 200 και πλέον ετών από την οσιακή του Κοίμηση στις 17 Απριλίου του 1805 μέχρι τις ημέρες μας, ώστε να παραμένει στη συνείδηση των ορθοδόξων ως ο ενάρετος, δημιουργικός και φιλόστοργος ποιμενάρχης, ο μεγάλος διδάσκαλος του Γένους, ο ταπεινός διάκονος Χριστού, ο ουρανόσταλτος οδηγός ψυχών, ο μελετητής και εφαρμοστής των θεωρητικών και πρακτικών νηπτικών κειμένων, ο συγγραφέας ψυχοσωτήριων βιβλίων, ο θαυματουργός άγιος.
Βιβλιογραφία
  1. 1.Θεοδωροπούλου Αριστείδου Γ., Ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου (1731 – 1805), Δελτίο Ιδρύματος Κορινθιακών Μελετών, τεύχος 40, Κιάτο 2006
  2. 2.Θεοδωροπούλου Αριστείδου Γ., Ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς, Εφημερίδα «Σαμιακόν Βήμα», Αρ. φυλ. 3628, 19-05-2008.
  3. 3.Θεοδωροπούλου Αριστείδου Γ., Ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς και η ευδόκιμος παρουσία του στην Ύδρα, Το Μοναστήρι και το Εκκλησιαστικό Μουσείο Ύδρας, Εκδόσεις Μίλητος, Α΄ Έκδοση 2009.
  4. 4.Θεοδωροπούλου Αριστείδου Γ., Άγιος Μακάριος Ξυλοκάστρου –Ένας περικαλλής ναός αφιερωμένος στον θαυματουργό ιεράρχη της Κορίνθου, Εφημερίδα «Ημερήσια Κορίνθου», Αρ. φυλ. 7338,09 -04-2010
  5. 5.Θεοδωροπούλου Αριστείδου Γ., Ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς και η διέλευσή του από την Κεφαλληνία, Περιοδικό «Οδύσσεια Κεφαλλονιάς –Ιθάκης», τεύχος 2010
  6. 6.Ο Άγιος Μακάριος Νοταράς: Γενάρχης του Φιλοκαλισμού –Μητροπολίτης Κορίνθου (Πρακτικά Συνεδρίου), Αθήνα 2006
  7. 7.Παπαδοπούλου Στυλιανού Γ., Ο Άγιος Μακάριος Κορίνθου, Εκδόσεις «Ακρίτας», Α΄ Έκδοση, Αθήνα 2000.
  8. 8.Χαροκόπου Αντωνίου Ν., Ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς Μητροπολίτης Κορίνθου (1731 – 1805), Έκδοτικός Οίκος «Αστήρ», Αθήναι 2001.
Πηγή: http://kallimasia.blogspot.com/2011/04/1731-1805.html

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...