Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Αιμιλιανός ο Σιμωνοπετρίτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Αιμιλιανός ο Σιμωνοπετρίτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Απριλίου 22, 2013

Ὅταν ἁμαρτάνει τὸ παιδί; Γέρων Αἰμιλιανός Σιμωνοπετρίτης



Τὸ σκοτάδι, ὡς συνέπεια τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου, δὲν βγάζει ποτὲ στὸ φῶς. Τὸ φῶς διαλύει τὸ σκοτάδι, διότι τὸ σκοτάδι εἶναι ἀνυπόστατο, δὲν ἔχει οὐσία. Ὑπάρχει ὅμως μία περίπτωσις τὴν ὁποία πανσόφως ἐκμεταλλεύεται ὁ παντουργὸς Θεὸς γιὰ τὸ καλό μας, βγάζοντας καὶ ἀπὸ τὸ κακὸ καλό, ἀπὸ τὸ σκοτάδι φῶς. Πῶς; Διὰ τῆς μετανοίας. Βλέπω τὴν κακία μου, τὴν ἁμαρτία μου, μετανοῶ, κλαίω, θρηνῶ, ὁδηγοῦμαι στὸν Θεόν, ἀναλαμβάνω τὶς εὐθύνες μου, νήφω, καρτερῶ, καὶ μέσα μου καλλιεργεῖται ὁ καινούργιος ἄνθρωπος ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴν μετάνοια. Ἄρα, τὸ καλὸ δὲν βγαίνει ἀπὸ τὸ κακό, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν μετὰνοια, ποὺ εἶναι ἄλλος νοῦς, ὁ νοῦς ποὺ τὸν παρέχει ὁ Θεὸς μέσα στὴν καρδιά.

Ὅταν ἀνησυχῆ, λόγου χάριν, ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα, ἐπειδὴ ἁμαρτάνει τὸ παιδί, καὶ τὸ κτυπᾶ, ὁπωσδήποτε θὰ βγάλη ἀντίθετο ἀποτέλεσμα. Διότι, ἐὰν τὸ παιδὶ κάνη ἁμαρτίες, σημαίνει ὅτι ζητάει τὴν ἁμαρτία καὶ θὰ τὰ βάλη μὲ σένα, ποὺ γίνεσαι κήρυξ τῆς ἀρετῆς. Καὶ τώρα μὲν φοβᾶται νὰ ἁμαρτήση, ἀλλὰ μόλις ἀπελευθερωθῆ ἀπὸ σένα, θὰ ὁδηγηθῆ ἀμέσως στὸ κακό. Ἡ βία, τὸ κακό, δὲν μπορεῖ νὰ βγάλη καλό.

Πὲς λοιπὸν στὸ παιδάκι σου τὸ καλό, μάθε του τί εἶναι ὁ Θεός. Μίλησέ του ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς δικῆς σου καρδιᾶς, φώτισέ του λίγο τὴν συνείδησι μὲ τὴν δική σου λαχτάρα καὶ θεία ἐμπειρία, καὶ μπαίνοντας μέσα του ὁ Θεός, θὰ τὸν ἀγαπήση. Μπορεῖ νὰ βρίζη, μπορεῖ νὰ κάνη ἁμαρτίες, ἀλλὰ ἔχοντας τὰ σπέρματα τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι τόσο ἰσχυρά, ὁ Θεὸς τὰ καλλιεργεῖ καὶ βγαίνει ἡ καινούργια φύτρα, τὸ καινούργιο βλαστάρι, τὸ ὁποῖο δίδει καινούργια ζωή. Αὐτὴ εἶναι ἡ μετάνοια.

Τὸ παιδὶ δηλαδὴ αὐτό, ἐπειδὴ τὸ ἀφήνεις ἐλεύθερο, ἐπειδὴ τὸ σέβεσαι, ἐπειδὴ τοῦ εἶπες τὴν ἀλήθεια, ἐπειδὴ τοῦ ἀπεκάλυψες τί ἔχει ἡ καρδούλα σου καὶ τί κόσμοι ὑπάρχουν μέσα σὲ αὐτήν, λέγει μετά: Μά, τί φρικτὴ ζωὴ ποὺ κάνω! Τί εἶναι αὐτὴ ἡ ἁμαρτία! «Ἀναστήσομαι καὶ ἐπιστρέψω εἰς τὸν Πατέρα» (Λουκ. 15, 18). Καὶ ὁ βλαστὸς τῆς μετανοίας βγάζει τὸν καρπὸ τῆς καινῆς ζωῆς. Ἔτσι τὰ καταφέρνει ὁ Θεὸς νὰ βγάζη καὶ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ λύκου τὴν σωτηρία.

Ὁ Ἰώβ, ἀπὸ τὴν κατάρα στὴν ὁποία εἶχε πέσει, ἔβγαλε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνεκαινίσθη. Ὁ Μωυσῆς ὁ Αἰθίοψ, ἀπὸ τὰ ἐγκλήματα καὶ τὶς ληστεῖες, ἔβγαλε τὴν καινούργια ἀσκητικώτατη ζωὴ καὶ ἔγινε ἀγνώριστος. Δὲν τὸν γνώρισαν κἄν οἱ παλαιοὶ σύντροφοί του καὶ οἱ ἄλλοι ληστὲς· τόσο «ἀνεκαινίσθη ὡς ἀετοῦ ἡ νεότης του» (Ψαλμ. 102, 5), ἔγινε καινούργια ἡ ζωή του.

Ἑπομένως, μποροῦμε νὰ ποῦμε: Ὅποιος εἶναι θυμώδης, ἂς στρέψη ὅλον τὸν θυμό, ὅλη τὴν ἐσωτερικὴ ἔντασί του πρὸς τὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὴν εἰρήνη, πρὸς τὰ σωτήρια λόγια, πρὸς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, τὸν ἁμαρτωλόν», χρησιμοποιώντας ὅποιον τρόπο τὸν βοηθεῖ. Κάποιος τὸ ἔλεγε, κτυπώντας τὰ χέρια του. Τὸν εἶδα καὶ τὸν ρώτησα: Τί κάνεις ἐκεῖ; Καὶ μοῦ ἀπήντησε: Εἶχα μάθει μὲ τὰ μηχανήματα νὰ κουνῶ τὰ χέρια μου καὶ δὲν μπορῶ τώρα νὰ κάνω ἀλλοιῶς. Μπράβο, τοῦ λέγω, συγχαρητήρια. Βλέπετε πῶς τὸ κακό, ὁ θόρυβος, ποὺ εἶναι τὸ χειρότερο κακό, μπορεῖ νὰ βγάλη καὶ καλό; Κάποιος θαλασσινὸς τὸ ἔλεγε, ἔχοντας τὴν ἐντύπωσι ὅτι ἔπιανε τὰ κουπιά, γι' αὐτὸ καὶ κουνοῦσε τὰ χέρια του. Πραγματικὰ ἔπιανε τὸ κουπί, τὸν Χριστόν.

Ἄρα, τὸ πᾶν μποροῦμε νὰ χρησιμοποιήσωμε. Ὅ,τι μᾶς δίνει ὁ Θεός, ὅ,τι μᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι, ὅ,τι παθαίνομε μέσα μας καὶ γύρω μας, ὅλα εἶναι μεταγωγικὰ πρὸς τὸν Θεόν. Τόσο ἀπέραντη εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μόνον τὰ ἀποβράσματα τοῦ ἐγώ μας δὲν εἶναι σωτήρια. Αὐτὰ μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸν Θεόν.
πηγή

Τετάρτη, Απριλίου 10, 2013

Γ.Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης - Όταν ανησυχεί ο πατέρας ή η μητέρα επειδή αμαρτάνει το παιδί




Το σκοτάδι, ως συνέπεια της πτώσεως του ανθρώπου, δεν βγάζει ποτέ στο φως. Το φως διαλύει το σκοτάδι, διότι το σκοτάδι είναι ανυπόστατο, δεν έχει ουσία. Υπάρχει όμως μία περίπτωσις την οποία πανσόφως εκμεταλλεύεται ο παντουργός Θεός για το καλό μας, βγάζοντας και από το κακό καλό, από το σκοτάδι φως. Πώς; Δια της μετανοίας. Βλέπω την κακία μου, την αμαρτία μου,μετανοώ, κλαίω, θρηνώ, οδηγούμαι στον Θεόν, αναλαμβάνω τις ευθύνες μου, νήφω, καρτερώ, και μέσα μου καλλιεργείται ο καινούργιος άνθρωπος που βγαίνει από την μετάνοια. Άρα, το καλό δενβγαίνει από το κακό, αλλά από την μετάνοια, που είναι άλλος νους, ο νους που τον παρέχει ο Θεός μέσα στην καρδιά.

Όταν ανησυχεί, λόγου χάριν, ο πατέρας ή η μητέρα, επειδή αμαρτάνει το παιδί, και το κτυπά, οπωσδήποτε θα βγάλει αντίθετο αποτέλεσμα. Διότι, εάν το παιδί κάνη αμαρτίες, σημαίνει ότι
ζητάει την αμαρτία και θα τα βάλει με σένα, που γίνεσαι κήρυξ της αρετής. Και τώρα μεν φοβάται να αμαρτήσει, αλλά μόλις απελευθερωθεί από σένα, θα οδηγηθεί αμέσως στο κακό. Η βία, το κακό,δεν μπορεί να βγάλει καλό.

Πες λοιπόν στο παιδάκι σου το καλό, μάθε του τι είναι ο Θεός. Μίλησέ του από το πλήρωμα της δικής σου καρδιάς, φώτισέ του λίγο την συνείδηση με την δική σου λαχτάρα και θεία εμπειρία,και μπαίνοντας μέσα του ο Θεός, θα τον αγαπήσει. Μπορεί να βρίζει, μπορεί να κάνη αμαρτίες, αλλά έχοντας τα σπέρματα του Θεού, που είναι τόσο ισχυρά, ο Θεός τα καλλιεργεί και βγαίνει η καινούργια φύτρα, το καινούργιο βλαστάρι, το οποίο δίδει καινούργια ζωή. Αυτή είναι η μετάνοια.

Το παιδί δηλαδή αυτό, επειδή το αφήνεις ελεύθερο, επειδή το σέβεσαι, επειδή του είπες την αλήθεια, επειδή του απεκάλυψες τι έχει η καρδούλα σου και τι κόσμοι υπάρχουν μέσα σε αυτήν,λέγει μετά: Μα, τί φρικτή ζωή που κάνω! Τί είναι αυτή η αμαρτία! «Αναστήσομαι και επιστρέψω εις τον Πατέρα» (Λουκ. 15, 18). Και ο βλαστός της μετανοίας βγάζει τον καρπό της καινής ζωής.
Έτσι τα καταφέρνει ο Θεός να βγάζει και από το στόμα του λύκου την σωτηρία.

Ο Ιώβ, από την κατάρα στην οποία είχε πέσει, έβγαλε την ευλογία του Θεού και ανεκαινίσθη. Ο Μωυσής ο Αιθίοψ, από τα εγκλήματα και τις ληστείες, έβγαλε την καινούργια ασκητικώτατη ζωή και έγινε αγνώριστος. Δεν τον γνώρισαν καν οι παλαιοί σύντροφοί του και οι άλλοι ληστές΄ τόσο «ανεκαινίσθη ως αετού η νεότης του» (Ψαλμ. 102, 5), έγινε καινούργια η ζωή του.

Επομένως, μπορούμε να πούμε: Όποιος είναι θυμώδης, ας στρέψη όλον τον θυμό, όλη την εσωτερική ένταση του προς τη αγάπη του Θεού, προς την ειρήνη, προς τα σωτήρια λόγια, προς το
«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, τον αμαρτωλόν», χρησιμοποιώντας όποιον τρόπο τον βοηθεί. Κάποιος το έλεγε, κτυπώντας τα χέρια του. Τον είδα και τον ρώτησα: Τί κάνεις εκεί; Και μου απήντησε: Είχα μάθει με τα μηχανήματα να κουνώ τα χέρια μου και δεν μπορώ τώρα να κάνω αλλοιώς. Μπράβο, του λέγω, συγχαρητήρια. Βλέπετε πως το κακό, ο θόρυβος, που είναι το
χειρότερο κακό, μπορεί να βγάλει και καλό; Κάποιος θαλασσινός το έλεγε, έχοντας την εντύπωση ότι έπιανε τα κουπιά, γι' αυτό και κουνούσε τα χέρια του. Πραγματικά έπιανε το κουπί, τον Χριστόν.

Άρα, το παν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε. Ό,τι μας δίνει ο Θεός, ότι μας κάνουν οι άλλοι, ότι παθαίνουμε μέσα μας και γύρω μας, όλα είναι μεταγωγικά προς τον Θεόν. Τόσο απέραντη είναι η αγάπη του Θεού. Μόνον τα αποβράσματα του εγώ μας δεν είναι σωτήρια. Αυτά μας απομακρύνουν από τον Θεόν.

 
Πηγή: «Λόγος περί νήψεως»

Πέμπτη, Μαρτίου 14, 2013

Ο γάμος είναι ένας δρόμος που αρχίζει από τη γη και τερματίζει στον ουρανό. Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης


πηγή

Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης

Ὁ γάμος εἶναι ἕνας δρόμος· ἀρχίζει ἀπό τήν γῆ καί τερματίζει στόν οὐρανό. Εἶναι μία σύναψις, ἕνας σύνδεσμος μαζί μέ τόν Χριστόν, πού μᾶς βεβαιώνει ὅτι θά πᾶμε κάποτε στόν οὐρανό.
Πάνω ἀπό τήν ἀγάπη, πάνω ἀπό τόν ἄνδρα σου, πάνω ἀπό τήν γυναῖκα σου, πάνω ἀπό τά καθημερινά σου γεγονότα, νά θυμᾶσαι ὅτι προορίζεσαι γιά τόν οὐρανό, ὅτι μπῆκες στόν δρόμο πού πρέπει ὁπωσδήποτε νά σέ βγάλη ἐκεῖ. 
Ἡ νύμφη καί ὁ γαμπρός δίνουν τά χέρια τους, τούς πιάνη ὁ ἱερεύς καί ἀκολουθοῦν γύρω ἀπό τό τραπέζι χορεύοντας καί ψάλλοντας. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ γάμος εἶναι ἡ πορεία, τό ταξίδι πού θά καταλήξη στόν οὐρανό, στήν αἰωνιότητα.
Στόν γάμο φαίνονται ὅτι παντρεύονται δύο. Δέν εἶναι ὅμως δύο ἀλλά τρεῖς. Παντρεύεται ὁ ἄνδρας τήν γυναῖκα καί ἡ γυναῖκα τόν ἄνδρα, ἀλλά καί οἱ δύο μαζί ὑπανδρεύονται τόν Χριστόν. 
Τρεῖς ἑπομένως λαμβάνουν μέρος στό μυστήριο καί τρεῖς πλέον παραμένουν στήν ζωή τους.
Ὅλα ὅσα χρησιμοποιοῦνται, κατά τήν τέλεσι τοῦ γάμου, εἶναι σκιές καί σύμβολα πού δείχνουν ὅτι ἐκεῖ εἶναι ὁ Χριστός. Ὅταν κάθεσαι καί βλέπεις ξαφνικά μιά σκιά, καταλαβαίνεις ὅτι κάποιος ἔρχεται.
 Δέν τόν βλέπεις· τό ξεύρεις ὅμως. Πρωΐ πρωΐ σηκώνεσαι καί βλέπεις κατακόκκινο τόν ὁρίζοντα στήν ἀνατολή. Θά βγῆ, λές, σέ λίγο ὁ ἥλιος.
Ὅταν βλέπης τόν γάμο σου, τόν ἄνδρα σου, τήν γυναῖκα σου, ὅταν βλέπεις τίς στεναχώριες σου, τά πάντα μέσα στό σπίτι σου, νά ξεύρης ὅτι εἶναι σημάδια τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι σάν νά ἀκοῦς τά βήματά του, σάν νά ἔρχεται, σάν νά πρόκειται νά ἀκούσης τώρα καί τήν φωνή του. 
Σκιές εἶναι ὅλα αὐτά πού δείχνουν ὅτι μαζί μας εἶναι ὁ Χριστός. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἐξ αἰτίας τῶν μεριμνῶν μας τόν νοιώθομε ὠς ἀπόντα. Τόν βλέπομε ὅμως μέσα στίς σκιές καί εἴμαστε βέβαιοι ὅτι εἶναι μαζί μας. Ἡ ζωή μας εἶναι πλέον μαζί μέ τόν Χριστόν.

en.agiosnektarios-monastery.gr
agioritikesmnimes.blogspot.gr

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 20, 2013

Η πανουργία του σατανά!


Μία φοβερή προσέγγιση του αββά Ησαϊα περί της πονηρίας και πανουργίας του διαβόλου. Αναλύει το πώς τελικά ο διάβολος καταφέρνει να αποσπά τον άνθρωπο από την προσευχή και την ησυχία και να του φέρνει ταραχή και να τον κάνει συμμέτοχο της κακίας του ακόμα και όταν ο πιστός νομίζει ότι τον πολεμά!
Ο αββάς Ησαϊας είπε: «Τούτοις δε πάσι τοις κακοίς κεφαλή εστί μία, η καλουμένη κακία της έχθρας».
Εάν θέλης να νικήσης τα πάθη, πρέπει να νικήσης μονίμως την έχθρα. Εδώ αξίζει να προσέξωμε ιδιαίτερα την σοφία του αγίου. Η αφετηρία των αμαρτιών δεν είναι ούτε ο εγωισμός, ούτε η υπερηφάνεια, ούτε η έλλειψις αγάπης, ούτε η αποστασία, ούτε η αμετανοησία, ούτε κάτι άλλο, αλλά η κακία της έχθρας, το αντίθετο της αρετής.
Ας αναφέρωμε μία άλλη λέξη, η οποία σχετίζεται με την λέξη αρετή, την πανουργία. Παράγεται από το επίθετο πανούργος, το οποίο προέρχεται από το επίθετο παν και το ουσιαστικό έργον και εκφράζει έννοια αντίθετη προς εκείνη της λέξεως πανοπλία. Οι δύο λέξεις έχουν ως κοινό συνθετικό το επίθετο παν. Η πανουργία αντιτίθεται προς τις ενέργειες του Θεού οι οποίες μας ενδύουν, αντιτίθεται προς την θεία δόξα, η οποία επικάθηται στην καρδιά μας και μας χορηγεί τα πάντα.
Επομένως η αποσχόλησις, η αγωνία, η μέριμνα να επιδιώξω, να αγωνισθώ και να επιτύχω, δηλαδή κάθε έργο έρχεται σε αντίθεσι με το σχόλασμα, με την ειρήνη, με την αταραξία, που χαρίζει η μέθεξις της θείας δόξης, της θείας ζωής, της θεότητος.
Πανούργο καλούμε τον σατανά. Η αρετή είναι το αποτέλεσμα της ενεργείας του Θεού. Η έχθρα είναι η ιδιότης του εχθρού, του πονηρού δαίμονος. Αποκαλούμε πανούργο τον σατανά, τον μόνον στην πραγματικότητα εχθρό του ανθρώπου, διότι μας ωθεί σε ποικίλες απασχολήσεις, επιδιώξεις, επιθυμίες, οι οποίες είναι έργα είτε του νου μας, είτε της καρδιάς μας, είτε του θυμικού μας, είτε του βουλητικού μας. έτσι, ο μεν εχθρός είναι πανούργος, ο δε απασχολημένος άνθρωπος, ο εργαζόμενος, δεν έχει αρετή, διότι δεν έχει σχολή, ησυχία, διότι δεν βλέπει τον Θεόν.
Γιατί δεν λέγει η έχθρα αλλά η κακία της έχθρας; Προηγουμένως έλεγε η «πανοπλία των αρετών», ενώ εδώ η «κακία της έχθρας», που είναι η ιδιότης του εχθρού να εκτοξεύη συνεχώς απασχολήσεις, λογισμόύς, επιθυμίες. Μου ρίχνει, λόγου χάριν, έναν λογισμό βλασφημίας ή ανηθικότητος ή απιστίας την ώρα της προσευχής. Ο λογισμός αυτός δεν είναι ενέργεια που πηγάζει από εμένα, διότι δεν τον ήθελα, ενώ προσευχόμουν, ήρθε μέσα μου σαν βολίδα. Άρα δεν βλασφήμησα, δεν αμάρτησα.
Ο σατανάς όμως τι πετυχαίνει; Μόνον με τον λογισμό δεν μπορεί να με μολύνη, διότι ο λογισμός είναι ξένος, δεν είναι δικός μου. είμαι υπόλογος για τα δικά μου αμαρτήματα και όχι για τα αμαρτήματα του εχθρού. Πετυχαίνει όμως ο πονηρός τούτο: να δώση έργο στην διάνοιά μου και εν συνεχεία στην βούλησί μου. η διάνοιά μου τώρα παρακαλεί: Χριστέ μου, συγχώρησέ με, διότι είμαι άθεος. Με το να το πη, αμέσως η βούλησίς μου στρέφεται σε αυτό και αφήνει την προσευχή, ασχολείται με το πώς να διώξη τον λογισμό της βλασφημίας ή της ανηθικότητος, οπότε αλλάζω αμέσως στάσι, ενέργεια, αφήνω την απάθεια και ολόκληρος γίνομαι ένα πάθος εναντίον αυτού του λογισμού. Το αποτέλεσμα; Νίκησε ο πονηρός, μου έδωσε έργο.
Όπως ρίχνεις το μπαλάκι στα πόδια του μικρού παιδιού και αυτό το αρπάζει και αρχίζει να παίζη αφήνοντας εσένα ήσυχο, έτσι ακριβώς και ο πονηρός έριξε τον λογισμό, όχι γι’ αυτόν τούτον τον λογισμό, αλλά για να μας δώση έργο, να μας δώση απασχόλησι. Κατά τον ίδιο τρόπο μπορούμε να κατανοούμε όλες τις πανουργίες, όλα όσα προβάλλει ενώπιόν μας ο σατανάς.
Η κακία λοιπόν της έχθρας είναι το αντίθετο της αρετής. Η αρετή είναι το αποτέλεσμα της κοινωνίας μας με τον Θεόν, ενώ η κοινωνία μας με τον πονηρό δαίμονα είναι το αποτέλεσμα των αμαρτιών μας.
Επομένως, αμαρτάνοντας ο άνθρωπος μετέχει των εχθροτήτων, των ιδιοτήτων του πονηρού εχθρού, ενώ κοινωνώντας τον Χριστόν, αποκτά τα θεία χαρίσματα, μετέχει των θείων ιδιοτήτων. Δηλαδή, όταν ασχολούμαστε με την αμαρτία μας, γινόμαστε μέτοχοι της ζωής του πονηρού δαίμονος και κατά κανόνα ρίχνομε το βάρος στους άλλους, θεωρώντας του ως αφορμή και αιτία της αμαρτίας μας. αλλά και αν ακόμη πούμε ότι εγώ φταίω, ο τάλας, ο αμαρτωλός, ο καταραμένος, και τότε πάλι δεν κάνομε τίποτε άλλο, παρά  ξεχνάμε τον Θεόν και ασχολούμαστε με το εγώ μας. σπέρνομε άνεμο και θερίζομε καταιγίδα. Μία ανεμοφθορία υπάρχει στην ζωή μας, διότι έχομε κοινωνία με το σκότος. Γι’ αυτό λέγει ο Κύριος: «Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά».
Η παρουσία των παθών είναι αποδεικτικό στοιχείο ότι αγαπάμε να είμαστε κοινωνοί του δαίμονος και όχι του Θεού.
“Λόγοι ασκητικοί” ερμηνεία στον αββά Ησαϊα
Αρχ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου
Ινδικτος

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 18, 2013

Συνοπτικὴ ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας Αἰμιλιανός Σιμωνοπετρίτης


Τὴν χαρήκαμε, ἀγαπητά μου παιδιά, πραγματικὰ τὴν λειτουργία μας σήμερα. Ἀκόμη δὲν ἔχει φέξει καὶ τελειώσαμε. Εἶναι εὐκαιρία τώρα νὰ ποῦμε δύο σκέψεις, διότι πολλὲς φορὲς παραπονεῖσθε ὅτι δὲν μπορεῖτε νὰ χαρῆτε τὴν λειτουργία, δὲν τὴν εὐχαριστιέστε, δὲν τὴν καταλαβαίνετε, δὲν μπορεῖτε νὰ προσευχηθῆτε. Ἄλλες ὅμως φορὲς χαρούμενες μοῦ λέτε: Σήμερα λειτουργήθηκα πολὺ καλά• τὴν ἔζησα τὴν λειτουργία.

Ἄραγε πότε μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τὴν ζήσαμε καὶ πότε τὸ λέμε χωρὶς νὰ εἶναι ἀλήθεια; Προσευχόμεθα εἰς τὴν λειτουργίαν, ἀλλὰ τί πρέπει νὰ ζητοῦμε; Ἢ μᾶλλον τί μᾶς παρέχει ἡ θεία λειτουργία, γιὰ νὰ τὸ ζητήσωμε καί, ὅταν τὸ λάβωμε, νὰ ἔχωμε τὴν βεβαιότητα ὅτι εἰσακούσθηκε ἡ προσευχή μας;

Ἀναμφιβόλως ὁ τελικὸς σκοπὸς τῆς θείας λειτουργίας εἶναι ἡ συμμετοχή μας εἰς τὴν θείαν ζωήν, εἶναι ἡ δόσις καὶ ἡ ἀντίδοσις, νὰ δώσωμε καὶ νὰ πάρωμε. Τί νὰ δώσωμε; Τὰ δῶρα, «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν». Εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ δίνομε εἰς αὐτόν. Εἶναι δικά του καὶ τοῦ τὰ προσφέρομε. Τοῦ προσφέρομε ἄρτον καὶ οἶνον.

Γιατί ἄραγε; Μὲ τὰς θυσίας ποὺ προσέφερον οἱ «παλαιοί», οἱ Ἰουδαῖοι, προσέφερον πάντοτε καὶ δῶρα, ὅπως χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ σκεύη, ἀπαρχάς, δηλαδὴ τοὺς πρώτους καρποὺς τῆς γῆς, ἢ «ζῶα τῶν ἐδωδίμων», ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τρώει ὁ ἄνθρωπος.

Ἐμεῖς δὲν κάνομε τοιαύτας προσφοράς• προσφέρομε ἄρτον καὶ οἶνον, τὰ ὁποῖα ἔχει εἰς τὴν διάθεσίν του ἀποκλειστικῶς ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶναι κύρια διατροφή του. Εἶναι ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα τοῦ ἐξασφαλίζουν τὴν ἐπίγειον ζωή. Προσφέροντας λοιπὸν ἄρτον καὶ οἶνον, αὐτὰ ποὺ κατ' ἐξοχὴν ἁρμόζουν εἰς τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι σὰν νὰ προσφέρωμε τὴν ἴδια μας τὴν ζωή, τὴν ἐπικηρόν, τὴν ἐπίγειον, τὴν προσωρινήν. Προσφέρομε κάτι τὸ πρόσκαιρο, γιὰ νὰ πάρωμε κάτι τὸ αἰώνιο, τὴν αἰώνιον ζωήν. Εἰς τὴν δόσιν τὴν ἰδικὴν μας ἔρχεται ἡ ἀντίδοσις τοῦ Χριστοῦ• μᾶς παρέχει τὴν ἰδικὴν του ζωήν, τὸ σῶμα τουκαὶ τὸ αἷμα του.

Τί ὡραῖα τὸ λέγει ὁ Καβάσιλας• «προῖκα δίδωσιν ἡμῖν ὁ Θεὸς πάντα τὰ ἅγια, καὶ οὐδὲν αὐτῶν προεισφέρομεν, ἀλλ' ἀτεχνῶς εἰσι χάριτες». Ὁ,τιδήποτε μᾶς χαρίζει ὁ Θεός, καὶ οἱ ἐπιτυχίες εἰς τὸν ἀγῶνα μας καὶ οἱ ἀρετὲς καὶ οἱ εὐσεβεῖς σκέψεις καὶ τὰ πάντα, ὅλα τὰ ἅγια, «πᾶν δώρημα τέλειον», εἶναι «προῖκα», δωρεά, καὶ «ἀτεχνῶς χάριτες τοῦ Θεοῦ», ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον δῶρα χαρισμένα ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐμεῖς δὲν ἔχομε τίποτε νὰ προσφέρωμε, τίποτε ἐνώπιον αὐτοῦ νὰ συνεισφέρωμεν• τὰ πάντα προέρχονται ἐξ αὐτοῦ.

Γιὰ νὰ μπορέση ὅμως νὰ γίνει αὐτὴ ἡ ἀντίδοσις ποὺ εἶναι ὁ τελικὸς σκοπὸς τῆς θείας λειτουργίας, γιὰ νὰ γίνη καὶ σὲ μᾶς αὐτὸ ποὺ ἔγινε ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸ ὁποῖον διὰ μιᾶς τοιαύτης περιχωρήσεως καὶ ἀντιδόσεως ἡνώθη ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, πρέπει νὰ προπαρασκευασθῶμεν. Χωρὶς προπαρασκευήν, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ματαίως γίνεται ἡ λειτουργία. «Ἀλλὰ τὸ γε ἐπιτηδείους γενέσθαι πρὸς τὸ δέξασθαι αὐτὰ καὶ φυλάξαι ἐξ ἀνάγκης ἀπαιτεῖ παρ' ἡμῶν καὶ οὐκ ἂν μεταδοίη τοῦ ἁγιασμοῦ μὴ οὕτω διατεθεῖσιν», λέγει πάλι ὁ Καβάσιλας• ναί, ὅλα μᾶς τὰ δίνει ὁ Θεός, ἀλλὰ θέλει νὰ γίνωμε ἱκανοί, ὥστε νὰ δεχθοῦμε τὸν ἁγιασμόν του καὶ τὰ δῶρα του, καὶ ἄξιοι νὰ τὰ φυλάξωμε. Ἀναγκαστικῶς λοιπόν, γιὰ νὰ μᾶς τὰ μεταδώση, πρέπει νὰ διατεθοῦμε καὶ ἡμεῖς καταλλήλως. Ἐπειδὴ «οὕτως ἀναγκαῖον ἦν πρὸς τὴν τεῦξιν τῶν μυστηρίων τὸ εὖ ἔχοντας ἀπαντῆσαι καὶ παρεσκευασμένους», διὰ τοῦτο ὁ ἱερὸς συγγραφεύς, ὁ ἑρμηνευτὴς τῆς θείας λειτουργίας, μᾶς λέγει ὅτι ἡ προετοιμασία οὐσιαστικῶς καὶ μυστικῶς γίνεται εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν. Πῶς ἐπιτυγχάνεται αὐτό; Μὲ τὶς εὐχές, μὲ τοὺς ψαλμούς, μὲ τὰ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα, μὲ ὅλα τὰ λεγόμενα καὶ τὰ τελούμενα ἐν αὐτῇ.

Εἰς τί συνίσταται ἡ προπαρασκευή; Εἰς τὴν προετοιμασίαν τῆς καρδίας μας, ὥστε νὰ γίνη χωρητικὴ τῆς θεότητος. Πῶς μᾶς προετοιμάζει, τί προσφέρει ἡ λειτουργία; Τί πρέπει νὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸν καί, ὅταν τὸ λάβωμε, τότε εἴμεθα παρεσκευασμένοι, ἕτοιμοι, νὰ δεχθοῦμε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ;

Αὐτὸ τὸ θέμα θὰ μᾶς ἀπασχολήση σήμερα, παιδιά μου. Καὶ γιὰ νὰ ἐκφράσωμε μερικὲς σκέψεις, θὰ μᾶς βοηθήσουν ὁ συγγραφεὺς τὸν ὁποῖον ἀναφέραμε προηγουμένως, ὁ ἱερὸς Καβάσιλας, τὸ ἀποστολικὸ καὶ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα καὶ ἡ σημερινὴ ἀκολουθία.

Τὸ πρῶτον, τὸ ὁποῖο ἐπιτυγχάνομεν εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν, εἶναι ἡ ἄφεσις τῶν ἁμαρτιῶν μας. Πραγματικὰ τὴν κερδίζομε. Πῶς; Κατ' ἀρχάς, μὲ τὶς εὐχὲς οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται πρὸς τὸν Θεὸν ἐκ μέρους μας διὰ τῶν χειλέων τοῦ ἱερέως καὶ ἔχουν μίαν δύναμι. Τὰ ὡραιότατα νοήματά τους συντρίβουν τὴν καρδιά μας, καὶ ἂν ἀκόμη αὐτὴ εἶναι πέτρινη. Μᾶς κάνουν νὰ νοιώσωμε τὴν ἁμαρτωλότητά μας. Ἀναπεμπόμενες δὲ καὶ ἀνερχόμενες οἱ εὐχὲς εἰς τὸν Θεὸντὸν καθιστοῦν ἵλεων. Δέχεται τὴν παράκλησή μας, διότι ἔχει ὑποσχεθεῖ ὅτι θὰ ἀκούη τὴν προσευχή μας. Εἰς ὅλες τὶς εὐχὲς παρακαλοῦμε νὰ μᾶς συγχωρήση ὁ Θεός. Ἑπομένως, εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ μᾶς ἀκούση, τὴν ὥρα μάλιστα ἐκείνην τὴν φρικτήν τοῦ μυστηρίου; Μᾶς ἀκούει καὶ δι' αὐτὸ ἀκριβῶς μᾶς παρέχει τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν. Νὰ σκεπτώμεθα λοιπὸν τὴν ἁμαρτωλότητά μας καὶ νὰ ἀγωνιζώμεθα νὰ συντριβῆ ἡ σκληρότης τῆς καρδίας μας, οὕτως ὥστε νὰ ἐπέλθη ἡ ἄφεσις.

Τὸ δεύτερον, τὸ ὁποῖο κερδίζομε, εἶναι μία μετάθεσις τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδίας εἰς τὸν οὐρανόν• δὲν ζοῦμε πλέον εἰς τὴν γῆν τὴν ὥρα τῆς λειτουργίας. Προσέξατε τί ἔλεγε ἕνα τροπάριο τῶν αἴνων, ποὺ ψάλαμε; «Διὰ τοῦ σταυροῦ σου Χριστέ, μία ποίμνη γέγονεν, ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων, καὶ μία Ἐκκλησία• οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ ἀγάλλεται• Κύριε δόξα σοι». «Διὰ τοῦ σταυροῦ σου Χριστὲ» — ὁ σταυρὸς ὑψώνεται χωρὶς χύσιμο αἵματος εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν, ἡ ὁποία εἶναι μία ἀναπαράστασις ἀκριβῶς τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, τοῦ σταυρικοῦ του θανάτου — «διὰ τοῦ σταυροῦ σου» καὶ διὰ τῆς λειτουργίας σου ἑπομένως, ὅλα γίνονται «μία ποίμνη καὶ μία Ἐκκλησία». Ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι καὶ ἄνθρωποι, οὐρανὸς καὶ γῆ συμμετέχουν. Ὅλα γίνονται ἕνας οὐρανός. Οἱ πάντες καὶ τὰ πάντα συγχωνεύονται καὶ ὅλοι καὶ ὅλα μαζὶ δοξάζουν τὸν ἐπὶ τοῦ θρόνου του καθήμενον Χριστόν.


 



Ἡ λειτουργία μας λοιπὸν εἶναι μία σύναξις τῶν ποιημάτων, τῶν δημιουργημάτων τοῦ Θεοῦ καὶ μάλιστα τοῦ ἀγγελικοῦ, τοῦ πνευματικοῦ καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου κόσμου. Εἶναι δημιουργία ἑνὸς πνευματικοῦ οὐρανοῦ, μπροστὰ στὴν ὀμορφιὰ τοῦ ὁποίου ὁ ἐπίγειος κόσμος, οἱ ὁρατοὶ οὐρανοὶ ὠχριοῦν.

Ὅταν ζῆ κανεὶς αὐτὴν τὴν ἀλήθεια εἰς τὴν λειτουργίαν, αὐτὸν τὸν πνευματικὸν οὐρανόν, αὐτὴν τὴν παράστασι τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τότε πλέον δὲν νοιώθει ἄνετα εἰς τὸν κόσμο αὐτόν. Ὅποιος μπορεῖ νὰ χωρέσει καὶ εἰς τὴν ζωὴ αὐτὴν καὶ εἰς τὸν κόσμο αὐτόν, ὅποιος μπορεῖ νὰ βολευτεῖ, αὐτὸς δὲν εἶναι «εὔθετος εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Ὅταν εἶσαι εἰς τὴν λειτουργίαν, νοιώθεις ὅτι εἶσαι ξένος πλέον γιὰ τὸν κόσμο. Χαίρεσαι, διότι εἶσαι γεγραμμένος εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Ἀνάβει ἡ ἐπιθυμία στὴν καρδιά σου νὰ γίνης καὶ σὺ πολίτης τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δύσκολο; Εἶναι ὑπόθεσις τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ ἔτρεξαν, ὅπως ἀναφέρεται εἰς τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, χαρούμενοι εἰς τὸν Κύριον διότι ἔκαναν θαύματα, εὐηγγελίζοντο, ἐκέρδιζαν ψυχές, ἔβγαζαν δαιμόνια καὶ τοῦ εἶπαν «καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσεται ἡμῖν, Κύριε», τί ἀπήντησεν ἐκεῖνος; Μὴ χαίρετε δι' ὅλα αὐτά, ἀλλὰ νὰ χαίρετε διότι τὰ ὀνόματά σας ἐγράφησαν ἐν οὐρανοῖς• «ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Αὐτὸ εἶναι τὸ δύσκολο νὰ ἐπιτύχη κανείς• εἶναι τὸ πραγματικὸ κέρδος ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἔχη.

Ἡ λειτουργία εἶναι σὰν νὰ μᾶς λέγη: Γίνε καὶ σὺ ἐκλεκτός, ποὺ θὰ συγκαταριθμηθῆς εἰς αὐτὴν τὴν πολιτείαν τοῦ Θεοῦ. Νὰ νοσταλγῆς πάνω ἀπὸ ὅλα τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, τὴν κοινωνίαν τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων, ἐκεῖ ὅπου ὅλα ἀγάλλονται, ὅλα δοξολογοῦν τὸν Θεόν.

Τὸ τρίτον, τὸ ὁποῖο κερδίζομε ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ προηγουμένου, εἶναι ὁ ἁγιασμός μας. Μόνον σὲ ἁγίους μπορεῖ νὰ ἐπαναπαυθῆ ὁ Θεὸς καὶ μόνον μὲ αὐτοὺς μπορεῖ νὰ ἐπικοινωνῆ• «Ὅτι ἅγιος εἶ, ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ ἐν ἁγίοις ἐπαναπαύῃ». Γι' αὐτὸ καὶ τοῦ ζητοῦμε συνεχῶς νὰ μᾶς ἁγιάση. Τί εἶναι λοιπὸν ὁ ἁγιασμὸς καὶ πῶς ἐπιτυγχάνεται; Εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀποκοπή μας ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου. Ἅγιος εἶναι ὁ ξεχωρισμένος, ὁ ἀφωρισμένος, ὁ δοσμένος εἰς τὸν Θεόν. Ἑπομένως, γινόμεθα ξένοι διὰ τὸν κόσμο καὶ ἐπιθυμοῦμεν πλέον νὰ ἀνήκωμεν ὁλοκληρωτικὰ εἰς τὸν Θεόν. Αὐτή μας ἡ ἐπιθυμία μᾶς ἁγιάζει. Γίνεται μία προϋπόθεσις, γιὰ νὰ μπορέσωμε νὰ ἀποκτήσωμε καὶ κάθε ἄλλην ἀρετή, ἀπαραίτητη γιὰ τὸν ἁγιασμόν μας.

Ἡ λειτουργία μας λοιπὸν εἶναι ἕνα δόσιμο, μία προσφορὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας εἰς τὸν Κύριον ἢ καλύτερα μία ἐπανάληψις τῆς προσφορᾶς μας, μία ἀνανέωσις τῆς συνθήκης ποὺ ἔχομε ὑπογράψει μαζί του, τότε ποὺ ἐβαπτιζόμεθα καὶ ἐχριόμεθα. Κάθε φορὰ ποὺ πηγαίνομε εἰς τὴν λειτουργίαν ὑποσχόμεθα καὶ πάλι: Κύριε, σοῦ ξαναδίνω τὸν ἑαυτόν μου.

Ὁ ἁγιασμὸς μας αὐτὸς ὅμως γίνεται καὶ μὲ τὴν συμμετοχήν μας εἰς τὸ σῶμα του καὶ εἰς τὴν ζωήν του. Ἐν τῇ λειτουργίᾳ γίνεται ἡ σύναξις τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Συμμετέχομεν καὶ ἡμεῖς. Ἑπομένως, ἐπικοινωνοῦμεν ἄμεσα μὲ τὸν Θεόν. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι οἱ χυμοὶ τοῦ Θεοῦ, ἡ ἁγιότης του ρέουν μέσα μας, γινόμεθα μέλη Χριστοῦ, γινόμεθα Χριστός. Ἐκεῖνος ἡ κεφαλὴ καὶ ἐμεῖς τὰ μέλη. Ἀφοῦ ἡ κεφαλὴ εἶναι ἁγία καὶ ἐμεῖς γινόμεθα ἅγιοι ὡς «μέλη ἐκ μέρους», ὡς «σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός του καὶ ὀστᾶ ἐκ τῶν ὀστέων του».

Συμμετέχομεν εἰς τὴν ζωήν του. Τί σημαίνει αὐτό; Ἡ λειτουργία οὐσιαστικῶς δὲν εἶναι προσευχή• εἶναι δόσις καὶ ἀντίδοσις. Εἶναι ὅμως καὶ μία ἀνάμνησις καὶ μία ἐπανάληψις, μία ὅρασις. Ὁ Χριστὸς ζῆῖ τώρα μπροστά μας. Δι' ὅλων «ὁρῶμεν τὸν Χριστὸν τυπούμενον καὶ τὰ ὑπὲρ ἡμῶν αὐτοῦ ἔργα καὶ πάθη• καὶ γὰρ ἐν τοῖς ψαλμοῖς καὶ ταῖς ἀναγνώσεσι καὶ πᾶσι τοῖς ὑπὸ τοῦ ἱερέως διὰ πάσης τῆς τελετῆς πραττομένοις, ἡ οἰκονομία τοῦ Σωτῆρος σημαίνεται».

Ἑπομένως, ὁλόκληρη ἡ θεία μυσταγωγία εἶναι εἰκόνα τοῦ ἰδίου τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁλόκληρη ἡ θεία λειτουργία εἶναι μία ἐν χρόνῳ καὶ ἐν χώρῳ ἐπανάληψις τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ• σὰν νὰ ζεῖ τώρα μπροστὰ μας ὁ Χριστός. Διότι αὐτὰ ποὺ γίνονται εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν, «εἰς τὴν τοῦ Σωτῆρος οἰκονομίαν ἀναφέρεται πάντα, ἵνα ἡμῖν ἡ αὐτῆς θεωρία πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν οὖσα τὰς ψυχὰς ἁγιάζῃ καὶ οὕτως ἐπιτήδειοι γινώμεθα πρὸς τὴν ὑποδοχὴν τῶν ἱερῶν δώρων». Κατὰ τὴν ἐπίγειον ζωὴ του ὁ Χριστὸς ἐχάρισε τὴν ἀνάστασίν του εἰς ὅλον τὸν κόσμο. Τώρα «φιλοπόνως θεωρουμένη» ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καθιστᾶ καὶ ἡμᾶς ἱκανοὺς νὰ ἀνιστάμεθα εἰς τὴν ἰδικὴν του ζωή.

Ὅλα, ὅσα λέγονται καὶ πράττονται εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν, ἀρχικῶς εἶχον ἕνα πρακτικὸν σκοπὸν ἄλλα καὶ ἕνα δεύτερον: νὰ τυποῦν τὸν Χριστόν• δύο ἔργα δηλαδὴ μποροῦν νὰ ἐπιτελοῦν. Ἡ περιφορά, παραδείγματος χάριν, τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε ἕνα πρακτικὸν σκοπόν. Ταυτοχρόνως ὅμως εἶναι καὶ μία τύπωσις καὶ μία δήλωσις καὶ μία φανέρωσις τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης, ὅπως τὰ ἐνδύματά μας καλύπτουν μίαν πρακτικὴν ἀνάγκην, καλύπτουν τὴν γυμνότητά μας καὶ προφυλασσόμεθα ἀπὸ τὴν θερμότητα ἢ ἀπὸ τὸ κρύο, ἀλλὰ συγχρόνως ἀποκαλύπτουν τὴν ἡλικίαν μας, τὸ ἀξίωμά μας, τὸν χαρακτῆρα μας, ὑποδηλώνουν τὸν ἄνθρωπον, τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τὰ ἄμφια τῆς θείας λειτουργίας. Ὑπάρχουν τέλος πράξεις καὶ λόγοι, ποὺ ἔχουν ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον συμβολικὸν χαρακτῆρα, δηλωτικόν τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ.

Δι' αὐτὸ εἰς τὴν λειτουργίαν πρέπει οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς διανοίας μας νὰ εἶναι συνεχῶς εἰς τὰ νοούμενα καὶ εἰς τὰ τελούμενα, οὕτως ὥστε, συμμετέχοντες μυστικῶς εἰς τὴν ζωὴν τοῦ Κυρίου, νὰ γινώμεθα ἱκανοὶ νὰ συμμετέχωμεν καὶ μυστηριακῶς εἰς αὐτήν. Δι' ὅλων λοιπὸν τῶν μέσων «καλλίω... καὶ θειοτέραν ἐργάζεται τὴν ψυχὴν» ἡ θεία λειτουργία καὶ μᾶς καθιστᾶ ἀξίους πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ.

Ἕνα τέταρτον, τὸ ὁποῖον προσφέρει ἡ θεία λειτουργία, εἶναι ἡ ἄνευ ὁρίων ἀγάπη πρὸς τοὺς ἄλλους, πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας. Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἔλεγε• «Ἀσπάσασθε ἀλλήλους ἐν φιλήματι ἀγάπης». Ἕνα τέτοιο φίλημα ἔκαναν οἱ ἀρχαῖοι χριστιανοί. Σὲ μᾶς κατηργήθη. Μπορεῖ ὅμως νὰ εἶναι ἐσωτερικό• μὲ ἕνα βλέμμα τῆς καρδιᾶς νὰ ἀγκαλιάζη τρόπον τινὰ ὁ ἕνας ὅλους τοὺς ἄλλους. Ἐν πάσῃ ἀγάπῃ καὶ ἐν πλήρει ἑνότητι μετὰ τῶν ἄλλων πρέπει κανεὶς νὰ ἔρχεται εἰς τὴν λειτουργίαν καὶ ταυτοχρόνως νὰ τὸ ζητεῖ, γιὰ νὰ γίνη μία αὔξησις. Πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Χριστόν, ἐὰν δὲν εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸ κάθε μέλος τοῦ σώματος αὐτοῦ;

Τέλος, ἡ θεία λειτουργία μὲ τὴν προετοιμασία ποὺ κάνει μέσα μας δημιουργεῖ πίστιν καὶ ἐναπόθεσιν τῶν ἐλπίδων, τῶν δυσκολιῶν, τῶν προβλημάτων μας εἰς Ἐκεῖνον. Εἰς τὴν λειτουργίαν δὲν πηγαίνομε γιὰ νὰ ζητήσωμε αὐτὸ ἢ τὸ ἄλλο, δηλαδὴ νὰ ἱκανοποιήσουμε τὶς ἀνάγκες μας. Πηγαίνομε νὰ ζητήσωμε ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον Ἐκεῖνον. Ἀφήνομε εἰς τὸν Θεὸν τὰ ὑπόλοιπα, «πᾶσαν τὴν μέριμναν ὑμῶν ἐπιρρίψαντες ἐπ' αὐτόν», κατὰ τὸ σημερινὸν ἀποστολικὸν ἀνάγνωσμα, ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ρίχνεται στὴν θάλασσα καὶ ἀφήνεται νὰ ἄγεται καὶ νὰ φέρεται ἀπὸ τὰ κύματά της. Ἀποκτοῦμε τότε θάρρος, δικαιώματα• κατακτοῦμε τὴν ἐλευθερίαν εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν νὰ μποροῦμε νὰ ἀφηνώμεθα εἰς τὸν Θεόν. Διότι, ἐφ' ὅσον ἀφηνόμεθα εἰς αὐτὸν καὶ ἔχομε τὸ δικαίωμα νὰ γίνωμε κάτι τὸ θεϊκό, εἶναι φυσικό, ἀφοῦ Ἐκεῖνος ἔχει ἀρχίσει τὴν ζωὴ μέσα μας, Αὐτὸς νὰ τὴν φέρη καὶ εἰς πέρας, νὰ τακτοποιήσει κάθε πρόβλημα ἐξωτερικὸ ἀλλὰ καὶ πνευματικό. «Ὁ δὲ Θεὸς πάσης χάριτος, ὁ καλέσας ὑμᾶς εἰς τὴν αἰώνιον αὐτοῦ δόξαν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ὀλίγον παθόντας, αὐτὸς καταρτίσει ὑμᾶς, στηρίξει, σθενώσει, θεμελιώσει». Ὁ Χριστὸς ἀναλαμβάνει πλέον αὐτὸς ὁ ἴδιος τὴν ζωή μας, νὰ μᾶς δώση σθένος, νὰ μᾶς στηρίξη, νὰ μᾶς καταρτίση καὶ νὰ μᾶς τελειοποιήση. Τὰ πάντα ἀναλαμβάνει Ἐκεῖνος.

Εἴδαμε λοιπὸν ὅτι εἰς τὴν λειτουργίαν κερδίζομε τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν, γίνεται μία μετάθεσις τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδίας μας εἰς τὸν οὐρανόν, ἐπιτυγχάνομεν τὸν ἁγιασμόν, ἑνούμεθα ἐν ἀπολύτῳ, ἐν πλήρει ἀγάπῃ μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους, ἡ πίστις ἐνισχύεται καὶ τὰ πάντα ἐναποτίθενται εἰς τὸν Θεόν.

Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπιτυγχάνομεν μὲ τὶς εὐχές, ὅπως λέγαμε στὴν ἀρχή. Δὲν βοηθοῦν ὅμως μόνον οἱ εὐχές. Βοηθοῦν καὶ οἱ ψαλμοὶ — ἰδίως οἱ ψαλμοὶ τῶν ἀντιφώνων, τῶν ὁποίων ὅμως σήμερα δὲν διαβάζονται παρὰ μόνον ὡρισμένοι στίχοι — καὶ οἱ ψαλμωδίες, διότι καὶ αὐτὰ ὁμιλοῦν περὶ τοῦ Χριστοῦ. Οἱ μακαρισμοὶ ἐν συνεχείᾳ καὶ τὰ ἀναγνώσματα ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ἔργο του, μᾶς ἀνάβουν τὸν πόθο καὶ τὴν ἐπιθυμία νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολές του.

Τοιουτοτρόπως, δι' ὅλων τῶν δρωμένων καὶ τῶν τελουμένων ἐν τῇ λειτουργίᾳ, ἐπιτυγχάνομεν νὰ κάνωμε τὴν ψυχὴν μας καλυτέραν, ὡραιοτέραν. Δι' αὐτὸν τὸν λόγον ὁ ἱερὸς συγγραφεὺς τῆς ἑρμηνείας τῆς λειτουργίας μᾶς προτρέπει- «Οὕτω... αἰδεσθῶμεν τὸν οὕτως ἐλεήσαντα, τὸν οὕτω σώσαντα καὶ πιστεύσωμεν αὐτῷ τὰς ψυχάς», ἂς τοῦ ἐμπιστευθῶμεν τὶς ψυχές μας, «καὶ παραθώμεθα τὴν ζωήν, καὶ φλέξωμεν τὰς καρδίας τῷ πυρὶ τῆς ἀγάπης αὐτοῦ• καὶ τοιοῦτοι γενόμενοι, τῷ πυρὶ τῶν μυστηρίων ὁμιλήσωμεν ἀσφαλῶς καὶ οἰκείως». Ὅταν τοῦ ἐμπιστευθῶμεν τὰς ψυχάς μας, ὅταν τοῦ παραθέσωμεν τὴν ζωήν μας, ὅταν φλέξωμεν τὰς καρδίας μας μὲ τὸ πῦρ τῆς ἀγάπης του, τότε πλέον εἴμεθα ἕτοιμοι καὶ μποροῦμε νὰ «ὁμιλήσωμεν τῷ πυρὶ τῶν μυστηρίων ἀσφαλῶς καὶ οἰκείως», νὰ ἔλθωμεν εἰς ἐπαφήν, νὰ ἀποκτήσωμεν πλέον ἐμπειρικὴν συνάφειαν μὲ τὸ πῦρ τῶν μυστηρίων του. Τότε μόνον ἡ ἐν τῆ πράξει, ἡ ἐμπειρικὴ αὐτὴ αἴσθησις, ἡ πραγματικὴ αὐτὴ ἐκζήτησις τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ γίνεται βίωμά μας. Καὶ ἡ μετάληψις τῶν τιμίων δώρων, ἡ μετάληψις τῆς θεότητος καὶ ἡ θέωσίς μας, ἔρχεται ὡς ἀπόρροια ὅσων μᾶς χαρίζει ἡ θεία λειτουργία.

Τὸ τεμάχιο τοῦ ἄρτου, τὸ ὁποῖο πρόκειται νὰ γίνει σῶμα Χριστοῦ, τὸ βγάζομε ἀπὸ τὸ πρόσφορο. Δὲν προσφέρομε ὁλόκληρο τὸ πρόσφορο εἰς τὸν Κύριον, ἀλλὰ ἕνα τεμάχιό του. Τὸ πρόσφορο εἰκονίζει τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, τὸ ἡμέτερον φύραμα, τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἐξῆλθε ὁ Χριστὸς ἐκ τοῦ ἡμετέρου φυράματος διὰ νὰ θεώση αὐτό. Ἂς ἐξέλθωμεν καὶ ἡμεῖς ἐκ μέσου τῶν ἀνθρώπων, διὰ νὰ θεωθῶμεν, διὰ νὰ προσφερθῶμεν εἰς τὸν Θεόν. Διότι, προσφέροντας αὐτὸ τὸ ἀντίτυπον, προσφέρομεν τὸν ἑαυτόν μας. Τὰ ἀντίτυπα τοῦ τιμίου σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ πρῶτα τὰ ἐναποθέτομεν ὡς δῶρα εἰς τὸν Κύριον ἐπὶ τῆς ἁγίας Προσκομιδῆς καὶ ἐν συνέχειᾳ τὰ προσφέρομεν ὡς θυσίαν ἐπὶ τοῦ ἁγίου θυσιαστηρίου.

Ἂς καταστήσωμεν τὸν ἑαυτὸν μας δῶρο διαλεγμένο, δῶρο ξεχωρισμένο, δῶρο ποὺ θὰ τὸ ἀφήσωμε μιὰ γιὰ πάντα στὰ χέρια Ἐκείνου καὶ δὲν θὰ θελήσωμε ποτὲ νὰ τὸ πάρωμε πίσω. Ὅταν προσφερθοῦμε εἰς Αὐτὸν ὡς δῶρο, τότε μόνον θὰ μποροῦμε, πλησιάζοντες καὶ κυκλοῦντες καθ' ἑκάστην τὸ θυσιαστήριόν του καὶ προσεδρεύοντες εἰς αὐτό, νὰ προσενέγκωμεν ὁλόκληρο τὸ εἶναι μας, τὸν ἑαυτὸν μας — νοῦν, ψυχὴν καὶ καρδίαν— θυσίαν ζῶσαν καὶ εὐάρεστον. Τὸ εἶναι μας μᾶς τὸ ἐχάρισε Ἐκεῖνος• τὸ ὀφείλομεν εἰς Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος δὲν θὰ παύση νὰ εἶναι τὸ κέντρο καὶ τὸ τέλος, ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 16, 2013

Αρχιμ. Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης: “Χαρά, Λύπης όλεθρος”


Ο πόνος, η στενοχώρια, η αγωνία, η ψυχική τραγωδία είναι αποτέλεσμα της πτώσεως του ανθρώπου, η οποία οφείλεται στον εγωισμό του.
Οι αναθυμιάσεις του, εγώ γεννούν στην ψυχή την στενοχώρια, ενώ η φυσιολογική της κατάσταση είναι η χαρά, διότι ο Θεός είναι ειρήνη, είναι χαρά, και η ψυχή είναι εμφύσημα* του Θεού, δημιουργήθηκε από Αυτόν και οδεύει προς Αυτόν.
Επομένως, η στενοχώρια είναι ξένη και αδικαιολόγητη μέσα στην ανθρώπινη ζωή.
Και όμως σήμερα δεν βρίσκεις άνθρωπο χαρούμενο, που σημαίνει πως δεν βρίσκει κανείς άνθρωπο ισορροπημένο, ήρεμο, φυσιολογικό.
Η στενοχώρια είναι αρρώστια τρομερή που μαστίζει την οικουμένη, η μεγαλυτέρα ίσως βάσανος της ανθρωπότητος, το μεγαλύτερό της δράμα. Δεν είναι απλώς τα προοίμια της κολάσεως αλλά η βίωσις της κολάσεως από της παρούσης ζωής.
Έλλειψις χαράς σημαίνει έλλειψις Θεού, ενώ η χαρά απόδειξις της παρουσίας αυτού. Εάν κανείς είναι κοσμικός άνθρωπος και τέρπεται επί τοις επικήροις, χαίρεται για τις ηδονές, για τα παροδικά και μάταια, αυτός ίσως έχει κάποια ηδονή, κάποια ευχαρίστηση, αλλά στην πραγματικότητα, αν προσέξει κανείς, θα δει ότι υπάρχει θλίψις και στενοχώρια στην ζωή του, όπως λέγει η Αγία Γραφή: <θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου του κατεργαζομένου το κακόν>.
Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει χαρά εκεί όπου υπάρχει παράβασις της εντολής του Θεού, όπως είναι αδύνατον να υπάρχει στενοχώρια με την εφαρμογή του νόμου του Θεού.
Χαρά, Λύπης Όλεθρος. Λύπη είναι ένα ξίφος που έρχεται αιφνιδίως και χτυπάει το σώμα, ιδιαίτερα όμως την ψυχή του ανθρώπου. Και μάλιστα κάτι που εξέρχεται από την κακία των ανθρώπων, από την αμαρτία, από την δυσωδία, από την αντίθεση των άλλων. Η λέξη λύπη είναι συγγενήςπρος την λέξη λύμη, η οποία σημαίνει πληγή, κάτι που στάζει πύον. Επομένως, λύπη είναι η κατάσταση της ψυχής, η οποία στάζει πύον. Κυρίως προέρχεται από βέλη τα οποία εξακοντίζονται από την κακία των ανθρώπων ή και από τις κακίες της δικής μας ψυχής. Η λύπη εδώ δεν είναι αυτό που λέμε, είμαι λυπημένος. Όταν λέμε, είμαι λυπημένος, κατά κανόνα εννοούμε, ζω τις αναθυμιάσεις της δικής μου αμαρτίας, της δικής μου εγωπάθειας, της δικής μου απομονώσεως από τον Θεό. Όταν οι πατέρες ομιλούν για την λύπη, εννοούν κάτι διαφορετικό.
Η χαρά λοιπόν είναι λύπης όλεθρος. Επομένως όταν μας χτυπήσουν τα βέλη αμαρτίας, των πονηρών παθών, των εμπαθών λογισμών, τα βέλη των κακών ανθρώπων ή οποιαδήποτε άλλα, όταν φαίνεται η δυσωδία του προτέρου μας βίου, όταν η αποτυχία της ζωής μας έλθει να μας χτυπήσει, τότε η χαρά είναι όλεθρος της λύπης. Η χαρά είναι σαν μια ασπίδα που χτυπούν τα βέλη και φεύγουν και δεν παθαίνεις τίποτε. Όλοι εκείνοι και όλα εκείνα που έρχονται να θλίψουν την δική μας ψυχή καταστρέφονται, απόλλυνται.
Η τροφή των εν Χριστώ ασκουμένων είναι η χαρά. Η χαρά τρέφει την ψυχή , το πνεύμα, τον νου, ώστε να μπορούν να ανεβαίνουν και να δίδωνται εις τον Θεόν. Καμία άσκησις, καμία εγκράτεια, κανείς πόθος, καμία αγάπη δεν μπορεί να φτάσει εις το τέρμα εάν δεν τρέφεται. Σκεφτείτε κάποιον που θέλει να είναι καλός αθλητής και δεν τρώει. Απλούστατα θα πέσει εις τον δρόμο. Έτσι ακριβώς παθαίνει και κάποιος πνευματικός ασκητής αν δεν έχει χαρά.
*  Εκ της γης (ο Θεός) σχημάτισε το σώμα του, και με την ίδια Του την Πνοή, του έδωσε μια ψυχή λογική και με κατανόηση, που τελικά λέμε πως είναι η θεία εικόνα….Το σώμα και η ψυχή σχηματίσθηκαν ταυτόχρονα – όχι το ένα πριν και το άλλο μετά, όπως θέλουν να λένε τα παραληρήματα του Ωριγένους…. ” (Αγ.Ιωαννης Δαμασκηνός, Περί της Ορθοδόξου Πίστεως,Β, 12)

Κυριακή, Δεκεμβρίου 16, 2012

Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης: "Οι άγιοι στη ζωή μας"



Κάθε ημέρα στην εκκλησία ζητάμε τις πρεσβείες των
 αγίων. Αυτές οι πρεσβείες είναι ολόκληρη δύναμις, 
ολόκληρος κόσμος που βγαίνει από τους αγίους και
 από τις άκτιστες ενέργειες του Θεού. 
Αλλά οι άγιοι δεν μεσιτεύουν απλώς. 
Με το να βλέπουν τον Χριστόν και να γνωρίζουν την
 ζωή του, και με το να δέχωνται εν Πνεύματι Αγίω θείο 
φωτισμό ο οποίος θα γίνη πλήρης την ημέρα εκείνη,
όταν θα παραβρεθούμε και εμείς μαζί τους, 
ο Χριστός γίνεται πλέον περιουσία τους και φωτίζουν
 και εμάς.


Διαφωτίζουν τον νου μας, μας αποκαλύπτουν.
 Όταν έχω κάτι και μου το ζήτησης, θα σου το δώσω. 
Αν έχω δύο χιτώνες, ο Θεός με υποχρεώνει να σου δώσω 
τον ένα. Αλλά και αν έχω έναν, σε λυπάμαι και σου 
τον δίνω και αυτόν και ζητάω άλλον από τον ηγούμενο. 
Ο άγιος, που έχει τόσο πλούτο από τον φωτισμό του Θεού,
 δεν θα δώση και σε μας; Μπορεί να μας το αρνηθή αυτό;


Ο θείος φωτισμός είναι το βαθύτερο και το σπουδαιότερο
 που μπορούμε να ζητήσωμε από τους αγίους.
 Ό,τι και αν μας λείπη, αποκαθίσταται ή μπορούμε να
 ζήσωμε χωρίς αυτό. Αλλά χωρίς τον φωτισμό, την 
γνώσι δηλαδή, δεν μπορούμε να ζήσωμε.

Η γνώσις του Θεού συντηρεί τα κύτταρά μας και ενώνει 
το πνεύμα μας, μας παριστάνει ενώπιον του Θεού και 
μας σώζει και μας βάζει στην βασιλεία των ουρανών. 
Η γνώσις ή η άγνοια του Θεού, ή μικρή ή η μεγάλη, 
μας κάνει ζωντανούς ή νεκρούς. Για όλους αυτούς 
τους λόγους ο άγιος δεν αντέχει να μην εκφράση την 
αγάπη του με το να μας πλουτίζη με τον θείο φωτισμό, 
με το να μας διαφωτίζη στο κάθε μας θέμα.

Επί πλέον, οι άγιοι δεν κάνουν κάτι μακριά από εμάς, 
δεν πηγαίνουν πίσω από εμάς για να παρακαλέσουν
 τον Θεόν, αλλά προσεύχονται μαζί μας. Εφ’ όσον είναι 
πρόσωπα, όταν γονατίζω εγώ, αυτός που κάθε 
ημέρα είναι με τον Θεόν, γονατίζει μαζί μου,
 συν-γονατίζει, συνιδρώνει, συμπάσχει, συναγωνιά με 
την δική μου παράστασι ενώπιον του Θεού. 
Μη σας κάνη αυτό εντύπωσι.
Αναγώνιος είναι η αγωνία του αγίου, αλλά είναι μία
 αγωνία, μία συμμετοχή στην ζωή μας. Εφ’ όσον το 
Πνεύμα κράζει, «αββά ο πατήρ», και αγωνιά μαζί μας,
 εφ’ όσον ο Πατήρ και η κτίσις αγωνίζονται μαζί μας,
 δεν θα αγωνισθή ο άγιος που τον φέραμε και τον
 βάλαμε στο κελλί μας; Και είναι τόσο εύκολη αυτή η
 πράξις! Κάνεις μια μικρή έπιστράτευσι και υποχρεώνεις
 όλους τους αγίους να γονατίσουν μαζί σου.

Μα, θα μου πήτε, συναγωνιά ο άγιος; Γιατί; 
Διότι εμείς είμαστε άνθρωποι ακόμη, φέρομε το σαρκικό 
αυτό περίβλημα, έχομε την χονδροείδεια του μυαλού μας 
και της καρδιάς μας και δεν έχομε σταθερότητα στην
 πορεία μας. Τώρα μπορεί να κλαίω και μετά να γελάω. 
Τώρα να ζητώ κάτι από τον Θεόν και μετά να 
αναρωτιέμαι γιατί το ζητώ. Ή τώρα να ζητώ κάτι
 και μετά να το ξεχνώ.

Τώρα να υπόσχωμαι κάτι και μετά να κάνω το αντίθετο. 
Τώρα να ορκίζωμα; στον Θεόν πως θα μετανοήσω και μετά 
να περιπίπτω στην ίδια αμαρτία με την δική μου γνώμη και 
βουλή. Δεν έχω δει τον Θεόν με τα μάτια μου τα σαρκικά,
 όπως τον θέλω εγώ, δεν μου παρέχει ο Θεός τον εαυτό του,
 όπως εγώ θα το ήθελα ή το φανταζόμουν, και του εκφράζω 
τις αφέλειές μου, τα παιδιαρίσματά μου, παίζω μαζί του
 και τον χάνω μέσα από τα χέρια μου.

Ο άγιος από την μια έχει ενώπιον του την βεβαιότητα του 
Θεού, την αγάπη του Θεού, όλη· την θεία οικονομία, και 
μπορεί να την πιάση και να μας την δώση, και από την 
άλλη έχει εμάς τους ανίδεους και χονδρούς ανθρώπους και
 δεν ξέρει τι να κάνη μαζί μας. Δεν είναι βέβαιος, 
αν μετά από μισή ώρα θα μείνωμε πιστοί στην υπόσχεσι 
που του δίνομε τώρα, αν αύριο θα τον ξανακαλέσωμε για 
να συν-γονατίση μαζί μας. Εχομε την βούλησί μας και
 αύριο μπορεί να τον ξεγελάσωμε, και τότε θα αναγκασθή 
να παραστή κενός ενώπιον του Θεού.

Κάποιος Γέροντας παρακαλούσε την Παναγία για τους 
υποτακτικούς του και μία ήμερα είδε στο όνειρό του 
\τον Χριστόν να της λέγη: Πήγαινε, μητέρα μου, 
και μη με ξεγελάς άλλο· τους βλέπεις ότι είναι
 αμετανόητοι. Πόσες φορές και οι άγιοι παίρνουν 
την ίδια απάντησι, όταν εμείς τους ζητάμε και εν
 συνεχεία τους εγκαταλείπωμε!

Οι άγιοι λοιπόν ενεργούν οι ίδιοι, μεσιτεύουν
 για μας και μας φωτίζουν, συμπροσεύχονται
 μαζί μας και συναγωνιούν, συμπάσχουν και
 συμμετέχουν στην δική μας πάλη. 
Και όλα αυτά τα κάνουν από μόνοι τους.
 Εμείς καλούμε τον άγιο, του ζητάμε αυτό
 που θέλομε, καμιά φορά με πολύ δισταγμό, 
και ο άγιος αναλαμβάνει το δικό μας υστέρημα 
να το αναπλήρωση. 
Προσπαθεί και εμάς να ζωογονή και τον
 Θεόν να συγκινή.

Όπως φέρνεις έναν λογιστή και σου κάνει στο
 ακέραιο την εργασία, εσύ όμως δεν ξέρεις τι σου
 έκανε, όπως εμπιστεύεσαι τον γιατρό και σου διανοίγει 
τα σπλάγχνα, αλλά εσύ δεν πονάς ούτε 
καταλαβαίνεις τίποτε, έτσι ακριβώς καλείς τον 
άγιο και όλα τα κάνει μόνος του. 
Εμείς δεν έχομε τίποτε να κάνωμε· εν συνεχεία 
πάμε και κοιμόμαστε, ο άγιος όμως συνεχίζει να
 κάνη την δουλειά του. 
Άραγε συνεχίζει; 
Βεβαίως συνεχίζει. 
Συνεχίζουν οι δαίμονες να μας πειράζουν, και θα
 σταματήση ο άγιος την δουλειά του;

Οι άγιοι παραβιάζουν ακόμη και τα άδυτα του Θεού 
και την γνώμη του. Πόσες φορές η Αγία Γραφή
 παρουσιάζει τον Θεόν μεταμελούμενον! 
Ασφαλώς, ουδέποτε μεταμελείται ο Θεός, αλλά
 το γεγονός αυτό δείχνει το πόσο ακούει τους άγιους του. 
Ο Θεός αποκαλύπτεται εμφανώς στους άγιους, και 
εκείνοι τον αποκαλύπτουν και σε μας. 
Μας μεταφέρουν δηλαδή τα άδηλα και τα κρύφια 
της γνώσεως του, σύμφωνα με την θεία οικονομία και 
πρόγνωσι. Οι άγιοι είναι δικοί μας.

Αφού προσκαλέσωμε τόσο απλά τους αγίους, με την 
εικόνα τους, τα λείψανά τους ή τον νου μας, οι 
άγιοι γίνονται η ζωντανή συντροφιά μας. Και επειδή
 ο άγιος είναι αχώριστος από τον Θεόν, το ξέρω ότι 
μαζί του είναι και ο Θεός. Ακόμη και αν εγώ είμαι μέσα 
στην αμαρτία, μέσα στην δυσωδία, και δεν μπορή να
 ενεργήση σε μένα ο Θεός, ακόμη και αν δεν τον νοιώθω, 
το ξέρω και το πιστεύω ότι μαζί με τον άγιο είναι και ο Θεός.

Επίσης, το ξέρω ότι ο άγιος είναι για μένα μία 
ευφροσύνη. Πόσες φορές κουβεντιάζαμε για να απαλλαγούμε 
από το βάρος της μοναξιάς! Πόσες φορές λέμε αηδίες,
 γιατί είμαστε στενοχωρημένοι και θέλομε να μας φύγη η 
δυσκολία, ο πειρασμός, η στενοχώρια, ή θέλομε να σπάσωμε 
τα οχυρά που μας χωρίζουν από τους άλλους!

Πόσες φορές έχομε κάποιο σύμπλεγμα μέσα μας από την
 αμαρτία μας, από την αναπηρία μας, από την μειονεξία 
μας, και δεν ξέρομε τι να κάνωμε! Τότε βγαίνομε έξω 
να αναπνεύσωμε αέρα ή πάμε στο κελλί ενός αδελφού μας 
να του πούμε κάτι. Για την περίπτωσι αυτή οι Πατέρες
 λένε, αν έλθη ο αδελφός σου και σου πη πως είναι 
στενοχωρημένος, πέταξε αμέσως το κομποσχοίνι σου,
 μη τυχόν το δη και καταλάβη ότι προσευχόσουν, 
και αμέσως πες του: Αδελφέ μου, τί έχεις; Διαφορετικά 
θα φερθούν οι άγιοι; Αφού έτσι φερόμεθα εμείς, που
 διατρέχομε τον κίνδυνο να παρασυρθούμε από τον
 αδελφό μας στην αμαρτία, δεν θα φερθή ο άγιος, 
ο οποίος δεν παρασύρεται και μπορεί να διάλυση
 τα νέφη μας και να γίνη για μας μία πραγματική
 ευφροσύνη;

«Εγχρονίζει η ευφροσύνη τοις δικαίοις». λέγει η 
Άγια Γραφή. Η ευφροσύνη γίνεται στοιχείο συνακόλουθο,
 αδιαλείπτως ενωμένο με τον δίκαιο. Αν η Αγία Γραφή 
το λέγη αυτό για τους ζώντας δικαίους, οι οποίοι αύριο 
μπορεί να πέσουν, πόσο μάλλον ισχύει για τους αγίους, 
οι οποίοι δεν πίπτουν πλέον. 
Σε αυτούς η ευφροσύνη εγχρονίζει πολύ περισσότερο. 
Ερχόμενος λοιπόν ο άγιος, έρχεται μαζί με την 
ευφροσύνη του, με το χαμόγελό του, με τα χαρακτηριστικά
 του, με τις εμπειρίες του, με την ζωή του είναι ο ίδιος, έχει τα 
ίδια μυαλά, ζη όπως όταν ήταν κάτω στην γη. Επομένως, 
μπορώ πολύ εύκολα να αποκτήσω την ευφροσύνη, που μου 
είναι τόσο αναγκαία για να προσεύχωμαι άνετα.

Ο άγιος όμως δεν είναι μόνον η συντροφιά μας, η ευφροσύνη
 μας, είναι και «η πανήγυρίς μας εν τοις πρωτοτόκοις», 
η συμμετοχή μας στον χορό όλων των αγίων.
 Για να νοιώσωμε αυτή την πραγματικότητα, 
ας θυμηθούμε το όραμα του προφήτου Δανιήλ το σχετικό 
με την επικράτησι του Χριστού, της Εκκλησίας και 
των αγίων. 
Ο Προφήτης παρουσιάζει με θηρία τα διάφορα έθνη, 
τα οποία νικώνται από τον Υιόν του Θεού και 
πίπτουν, τον δε Υιόν του ανθρώπου ερχόμενον επί νεφελών
 και τον Παλαιόν των ημερών καθήμενον επί του θρόνου
 του για να δικάση την οικουμένη, τα έθνη,
 τους βασιλείς, τις ψυχές των ανθρώπων.[...]

[...]«Και την βασιλείαν κατέσχον οι άγιοι».
 Πόσο εκφραστική είναι η Πάλαια Διαθήκη! Ανοίγεις
 τις πύλες, μπαίνεις μέσα και παίρνεις τα πάντα υπό
 την κατοχή σου. Ο Πατήρ παίρνει τα πάντα από τον
 Υιόν, με την αγάπη και την αποδοχή του Υιού, και
 τα παραδίδει στους αγίους. Την βασιλεία που 
είχε χαρίσει στον Υιόν, την παίρνομε εμείς. Επίσης, 
την τιμή του Υιού την δίνει σε μας.

Άρα οι άγιοι γίνονται φορείς όλων των δυνατοτήτων,
 όλων των δυνάμεων, Όλων των εξουσιών, όλης της 
οντότητος, θα λέγαμε, του Χριστού. 
Εντεύθεν ο Χριστός είναι οι άγιοι και οι άγιοι είναι ο Χριστός, 
και έτσι έχομε πλέον την πανηγύρι των πρωτοτόκων, 
την ίδια την Εκκλησία, δηλαδή το σύνολο των αγίων, 
οι οποίοι λαμβάνουν από τον Θεόν την δικαίωσι και την νίκη.

Ο Χριστός ευχαρίστως τους παραχωρεί τα πάντα,
 μέχρις ότου έλθη η ώρα που και εμείς θα τα 
παραδώσωμε σε εκείνον και εκείνος θα τα παραδώση 
στον Πατέρα. Τότε, θα κλείση η ιστορία, για να 
ανοίξη πια η αιωνιότης, η διαρκής σχέσις Θεού και ανθρώπου.

«Και την βασιλείαν κατέσχον οι άγιοι». 
Οι άγιοι άρπαξαν την βασιλεία, την κέρδισαν, την 
κατέκτησαν και την κρατούν γερά· την κατέχουν, 
δεν θα την κατάσχουν, τους την έδωσε ο Πατήρ.
 Και αν ερμηνεύσουμε τυπολογικά την Παλαιά Διαθήκη,
 το ανωτέρω χωρίο αναφέρεται στην Εκκλησία, πολύ 
δε περισσότερο στην βασιλεία των ουρανών. 
Αυτή η κατοχή δηλαδή είναι πληρέστατη και τελεία
 στους άγιους, οι οποίοι ήδη θριαμβεύουν στον ουρανό.

Οι άγιοι λοιπόν, τους οποίους προσκαλούμε στο κελλί 
μας, έχουν την νίκη, την κατοχή της βασιλείας των ουρανών. 
Επομένως, οι άγιοι είναι για μας η δυνατότητά μας, 
το περιβάλλον μας μέσα στο οποίο συγχορεύομε 
και εμείς ενώπιον του πολιού ουρανίου Πατρός και
 ενώπιον του Υιού του Θεού, ο οποίος μας παρέδωσε 
τα πάντα και μας έκανε θεούς, διά της προσλήψεως 
του φυράματός μας.

Άραγε, πώς οι άγιοι γίνονται για μένα η νίκη; 
Βεβαίως η νίκη υπήρξε ο Χριστός. Αυτός «εξήλθε νικών»,
 αλλά την νίκη την παρέδωσε στους αγίους. 
Αυτό σημαίνει ότι οι άγιοι είναι η νίκη των δύο κόσμων
που φέρω μέσα μου. Μέσα μου έχω από την μια τον
 φρικτό κόσμο των παθών μου, που δεν μπορώ να τον
 κάνω τίποτε. Δεν μπορώ να βάλω τα χέρια μου και να 
βγάλω τα πάθη από την καρδιά μου.

Δεν μπορώ να διώξω τον λογισμό μου· δεν μπορώ να
 συγκρατήσω τα λόγια μου, διαρκώς μου ξεφεύγουν.
 Είμαι όλος εμπαθής, μαύρος, δυσώδης και τερατώδης.
 Από την άλλη όμως είναι μέσα μου και ο κόσμος των 
θείων επιθυμιών, ο κόσμος της αγάπης του Θεού,
 το όνειρό μου να πάω στον ουρανό. 
Εγώ στέκομαι ενώπιον των αγίων με αυτούς τους 
δύο κόσμους. 
Οι άγιοι είναι «η νίκη η νικήσασα τον κόσμον».

Ποιός είναι ο κόσμος; Ο κόσμος είναι η αμαρτία, ο σατανάς, 
είναι όμως και η Εκκλησία, η ίδια η παρουσία του Χριστού. 
Ο κόσμος είναι αυτοί οι δύο οι κόσμοι, ο Χριστός και
 η αμαρτία, δηλαδή ο σατανάς, ο οποίος οργιάζει και 
κυβερνάει τα πάντα -ακόμη και μένα- και τα ρίχνει στην
 φθορά. Οι άγιοι είναι η νίκη και των δύο αυτών κόσμων.
 Συγκαλώντας εγώ τους αγίους μου, συμμετέχω στην
 νίκη του αγίου και επιβάλλω την νίκη αυτή και στον κόσμο.

Οι άγιοι είναι ακόμη η προσκύνησις του Κυρίου, ο οποίος,
 αφού εκενώθη, εδόθη σε αυτούς και υπάρχει εντός τους. 
Άλλωστε οι Πατέρες σαφώς λέγουν ότι
 «επί το πρωτότυπον διαβαίνει η προσκύνησις». 
Όπως, όταν προσκυνώ την εικόνα ενός αγίου ή το
 λείψανό του -που πολλώ μάλλον έχει τα στίγματα 
όχι των αιμάτων, αλλά του Αγίου Πνεύματος διότι
 αγιάσθηκε-, η προσκύνησις γίνεται στον άγιο, 
έτσι και η προσκύνησις ενός αγίου, της ζώσης εικόνος 
του Θεού, μεταβαίνει επί το πρωτότυπον, τον Θεόν.

Ποιός μπορεί να αρνηθή τις Οικουμενικές Συνόδους,
 την πείρα των Πάτερων; Όσο ανόητος και ψυχρός 
να είναι, αυτό δεν μπορεί να το κάνη. 
Δηλαδή μπορεί να πη, δεν σε νοιώθω, Θεέ μου. 
Αλλά δεν μπορεί να πη, δεν υπάρχεις, διότι δεν 
μπορεί να είπε ψέματα ο Μέγας Βασίλειος, ο άγιος Γρηγόριος
 ο Θεολόγος, ο άγιος Χρυσόστομος, ο Μέγας Αθανάσιος, 
ο άγιος Διονύσιος. Κάποιος θα είπε τήν αλήθεια. 
Ένας μόνον να είπε την αλήθεια, 
ο Θεός είναι εδώ μπροστά μου.

Οι άγιοι είναι και το μέλλον μου, η βασιλεία των ουρανών.
 Επειδή, οι άγιοι «κατέσχον την βασιλείαν», σημαίνει 
ότι τώρα αυτοί κυριαρχούν, αυτοί έχουν τα κλειδιά,
 για να ανοίξη η θύρα της βασιλείας, αυτοί έχουν
 τους θρόνους. Επομένως, έχοντας μαζί μου τον 
άγιό μου ή τους άγιους μου, κατέχω το μέλλον, 
εισέρχομαι στο μέλλον, στην βασιλεία των ουρανών,
 που θέλω να πάω. Η εσχατολογία μου δεν είναι
 κάποια θεωρία, κάποια φιλοσοφία, είναι μία αλήθεια. 
Με τους αγίους εισέρχομαι στον κόσμο τον οποίο
 επιθυμούσα μέχρι προ μιας στιγμής ή, καλύτερα, 
έχω το μέλλον μου έδώ, διότι το μέλλον μου είναι οι άγιοι.

Οι άγιοι είναι επίσης η παρρησία μου. 
Όταν τόσο δικαιωματικά, τόσο εξουσιαστικά
 εισέρχωμαι με τον άγιο στην βασιλεία των ουρανών, 
ο άγιος είναι για μένα η παρρησία μου. 
Επειδή αυτός είναι μέσα, αρπάζει και μένα. 
Λέμε στην λειτουργία μας, μετά τον καθαγιασμό 
των τιμίων δώρων: 
«Έτι προσφέρομέν σοι την λογικήν ταύτην λατρείαν 
υπέρ των προπατορων, πατέρων, πατριαρχών, προφητών».
 Γιατί; Διότι αυτοί μπήκαν στην βασιλεία των ουρανών.

Εφ’ όσον λοιπόν οι άγιοι είναι το μέλλον μου, και εφ’ όσον 
εγώ είμαι μέλος του σώματος του Χριστού, 
οι άγιοι αυτοί είναι η οικογένειά μου και η τιμή μου.
 Μπαίνοντας και εγώ στον χορό τους, γίνομαι οικείος 
του Θεού. Από εκεί που ήμουν ένας απλός άνθρωπος, ένας 
οικογενής, γεννημένος σε ένα σπίτι, δούλος ή υιός, γίνομαι
 ο οικείος, ο σύμφυτος, ο φίλος, ο υιός του Θεού.

Τί άλλο μπορώ να επιθυμήσω; Τί άλλο θα ήθελα να έχω 
και δεν το παίρνω καλώντας μπροστά μου τους αγίους; 
Και όλα αυτά μου τα δίνει ο άγιος, χωρίς εγώ να τα
 επιδιώκω, χωρίς να αναλογίζωμαι τι θέλω. 
Όλα τα τακτοποιεί ο άγιος. 
Όπως πάω στον δικηγόρο μου και εκείνος τακτοποιεί
 την υπόθεσί μου και μου στέλνει την απόφασι, 
έτσι ακριβώς και οι άγιοι ρυθμίζουν τα πάντα. 
Εγώ, αφού τον επικαλέσθηκα, πάω και κοιμάμαι· 
εκείνος όμως, ενώ εγώ κοιμάμαι, συνεχίζει την πορεία 
του και μου ετοιμάζει τα πάντα.

Συχνά παρουσιάζουν τους ασκητάς να προσεύχωνται
 μέσα σε μια σπηλιά μπροστά σε μια εικόνα, κατά 
κανόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Κάποιος άγιος προσερχόμενος μπροστά στην εικόνα της
 Παναγίας είχε πάρα πολλούς σαρκικούς πειρασμούς.

Μα τί έπαθα, αναρωτιόταν. Εγώ προσεύχομαι στην
 Παναγία, και ο σατανάς συνεχώς με πειράζει. 
Πότε θα σταματήση; Τότε παρουσιάζεται ο σατανάς
 και του λέγει: 
Γιατί διαμαρτύρεσαι; Εσύ φταις. 
Μην προσκυνάς αυτή την εικόνα, και εγώ δεν θα σε 
πολεμήσω άλλη φορά. 
Του είπε την αλήθεια. 
Ο σατανάς στις υποσχέσεις του είναι πιο τίμιος από εμάς.
 Οι άγιοι εξόρκιζαν τον σατανά και έλεγε την αλήθεια.
 Εμείς, και να μας εξορκίζουν, δεν την λέμε.

Δέχθηκε ο σατανάς να φύγη, αρκεί ο μοναχός
 να σταματούσε να προσκυνά την εικόνα, διότι
 η προσκύνησις, το άνοιγμα των χειρών μπροστά
 σε εκείνη την εικόνα, ήταν η τελεία επιτυχία.
 Αν, σκέφθηκε ο σατανάς, σταματήση να προσκυνά
 την εικόνα, τότε δεν χρειάζεται να τον πειράζω εγώ. 
Μόνος του θα χάση την βασιλεία, την παρρησία, και θα 
πέση σε απομόνωσι, θα ξεφύγη από τα χέρια του Θεού 
και θα παύση να είναι κάτω από το εκχυνόμενο αίμα του 
Χριστού, και κάτω από το Άγιον Πνεύμα που 
τον βρέχει και τον σκεπάζει.

Εχομε λοιπόν μαζί μας τον Θεόν, την Αγία Γραφή, 
δηλαδή όλη την ιστορία της Εκκλησίας και όλη την 
οικονομία του Θεού, έχομε τους αγίους, πιθανόν και
 τα έργα των χειρών μας. Ποιός απομένει να μπη στο
 κελλί μας; Αυτός που κατά κανόνα λείπει είναι ο 
εαυτός μας, και κυρίως ο νους μας, διότι τριγυρίζει.

Το πρόβλημα τώρα είναι να βάλωμε μέσα εκεί και 
τον εαυτό μας. Οι άγιοι έρχονται, ο Θεός έρχεται, όλοι 
υπακούουν στον «βραχύ τι παρ’ αγγέλους ηλαττωμένον»

 άνθρωπο, δεν υπακούει μόνον ο ίδιος στον εαυτό του ούτε
 και στην προσκλησι του Θεού. Γι’ αυτό, το μεγάλο πρόβλημα
 στην αγρυπνία μας είναι η παρουσία του ιδίου του εαυτού μας. 
Προφανώς, αυτή επιτυγχάνεται διά της προσευχής.

--------------------------------------------------------------
(Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου. 
«Νηπτική ζωή και Ασκητικοί κανόνες», 
εκδ. Ίνδικτος- Αθήναι 2011, σ. 482-494)


  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...