Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Αιμιλιανός ο Σιμωνοπετρίτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Αιμιλιανός ο Σιμωνοπετρίτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Μαΐου 16, 2016

ΤΟ "ΨΩΜΟΤΥΡΙ" ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ


ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ

 Ένα επίτευγμα του σατανά είναι η εξαφάνιση της θείας μεταλήψεως, της διά του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας προσλήψεως του Θεού. 

 Αυτό που είναι, θα λέγαμε, το "ψωμοτύρι" του ανθρώπου, το καθημερινό του εφόδιο, το φάρμακο για την αμαρτία, για την αρρώστια, για την ραθυμία, για το πάθος, για το έγκλημα, το κάναμε στις ημέρες μας είδος πολυτελείας.

 Μπορούμε δηλαδή να το παίρνουμε κάθε δεκαπέντε ή κάθε είκοσι ημέρες ή κάθε μήνα, αφού ετοιμαστούμε πάρα πολύ, αφού κάνουμε τριήμερες και σαρανταήμερες νηστείες, και αφού... οπότε τελικά το μυστήριο αυτό αδρανεί, γίνεται μία τελεσιουργική πράξη, στην οποία πηγαίνομε απλώς για να συμμετάσχουμε. 

Αυτή η θεία κοινωνία δεν φέρνει κανέναν απολύτως καρπό, μόνο θυμίζει κάτι που έκαναν οι παλαιοί. Παράλληλα, διασώζει και κάτι από το ασκητικό πνεύμα της Εκκλησίας, με το να επιβάλλει άσκηση πριν από την θεία κοινωνία. Αλλά αυτή η άσκηση είναι κατάργηση μιάς άλλης αλήθειας, της ανάγκης της συνεχούς θείας μεταλήψεως.



το είδαμε εδώ

Πέμπτη, Ιουλίου 30, 2015

Ποτέ δεν τονίζουμε σε κάποιον την αδυναμία του

Γέροντος Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου


Κύριε Ελέησον ...
Σε στέλνει ο Γέροντάς σου σε κάποιους επισκέπτες και σού ξεφεύγει μια κουβέντα. Αργότερα σού λέγει ένας αδελφός σου:
-«Πως σού ξέφυγε αυτή η κουβέντα; Αλλά τέτοιος είσαι πάντα».
Καλύτερα να φας την γλώσσα σου, παρά να του μιλήσεις έτσι. 


Ουδέποτε προσβάλλομε ή λυπούμε άνθρωπο, ουδέποτε τον κάνομε να νοιώση στερημένος, ελαττωμένος, να νοιώση κατωτερότητα, διότι του σκοτώνομε την ψυχή.
Αυτός ο άνθρωπος θα τραυματισθή και δεν θα μπορή να επιτύχη στην ζωή του.

Αναθέτεις σε κάποιον να ψάλη, και εκείνος κάνει λάθος τον ήχο, και τότε του λες: «Πάλι πήρες στραβά το τροπάριο».
Κάθε φορά που θα πηγαίνη να ψάλη, θα το θυμάται και θα λέη: Πρέπει να προσέξω μην το πάρω στραβά. Καί θα το παίρνη πάλι στραβά. Ποιός θα φταίη; Αυτός που του έκανε την παρατήρησι.

Ποτέ δεν τονίζουμε σε κάποιον την αδυναμία του, το πρόβλημά του. Ποτέ δεν του υπενθυμίζουμε την κακία του, την αμαρτία του. Μόνον τον έπαινο χρησιμοποιούμε, αλλά τον ευγενή έπαινο, όχι τον αφελή.

Διότι ο άνθρωπος ουδέποτε διορθώνεται με ονειδισμό, όπως και με παρατήρηση.Πρέπει να είναι πολύ άγιος, για να δεχθή να διορθωθή με τον ονειδισμό, την υπόδειξη ή την παρατήρησή σου. Αλλά, εάν ήταν τόσο άγιος, δεν θα είχε αυτό το ελάττωμα, για το οποίο χρειάσθηκε να του κάνης παρατήρηση εσύ. 

Αφού λοιπόν το έχει, το μόνο που χρειάζεται, είναι ο άκρος σεβασμός σου, για να μπορέση κάποτε να ταπεινωθή και να διορθωθή, βλέποντας την δική σου ειρήνη, πραότητα, ταπείνωσι, αγάπη, μακροθυμία, χρηστότητα, επιείκεια, γλυκύτητα… Μόνον όποιος έχει αυτές τις αρετές μπορεί να διορθώση κάποιον άλλον….
Αρχ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου«Νηπτική ζωή και ασκητικοί κανόνες», ερμηνεία κανόνων Μ.Αντωνίου,
το είδαμε εδώ

Κυριακή, Ιουλίου 26, 2015

Τα τέσσερα πράγματα που σκοτίζουν την ψυχή. Μίσος, εξουδένωση, ζήλεια, γογγυσμός


Τα τέσσερα πράγματα που σκοτίζουν την ψυχή. Μίσος, εξουδένωση, ζήλεια, γογγυσμός


 Γέροντα Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτη 
.
Ο άνθρωπος για να έχει πνευματική ζωή, να έχει το φως στη ζωή του, πρέπει να έχει τελεία επικοινωνία με το περιβάλλον του. Από τη στιγμή που δεν έχει αυτή την απλή, την φυσική, την άνετη εγκατάλειψη και παράδοση του εαυτού του στον άλλον, και επομένως την βίωση του άλλου ως οικείου μέλους, δεν μπορεί να έχει Θεόν. Γι’ αυτό σκοτίζεται η ψυχή, όταν κλονίζεται η σχέση της με τον Θεό.
 Μίσος
Πως όμως κλονίζεται; Με το να μισεί τον πλησίον του. Το μισώ τον πλησίον έχει κατά κύριον λόγο ενεργητική έννοια και σημαίνει, κτυπώ, αρνούμαι, επιτίθεμαι εναντίον του άλλου. Εκφράζει την επιθετική διάθεση της ψυχής. Αντί να έχω φυσική σχέση με τον άλλον, να τον βάζω στην καρδιά μου, έχω το μίσος, που είναι μία έξοδος του άλλου από την καρδιά μου και από την ζωή μου. Μίσος λοιπόν είναι να βλέπω ως έτερον τον άλλον, να τον πετάω έξω από την καρδιά μου, να μην το θεωρώ ως είναι μου. Αντί να δω ότι ο άλλος είμαι εγώ, βλέπω ότι είναι κάτι διαφορετικό. Αυτό μπορεί να είναι φυσικό για τους ανθρώπους του κόσμου, αλλά για μας, που είμαστε σώμα Χριστού, είναι αφύσικο. Το μίσος είναι εκ των μεγάλων αμαρτημάτων, διότι είναι απόρροια μεγάλης εμπαθείας και δείχνει ότι ο άνθρωπος δούλεψε πολλά χρόνια στην αμαρτία και τα πάθη, και έχει σκληρυνθεί τόσο πολύ η καρδιά του, ώστε κατά κάποιο τρόπο έγινε ανώμαλη και όχι μόνο δεν μπορεί να αγαπήσει, αλλά και μισεί. Χρειάζεται πολύ δάκρυ για να αποβάλλει κάποιος το μίσος. Δεν είναι υπόθεση μιας αποφάσεως απλώς ή αγώνος μιας μέρας. Όταν μισώ κάποιον, δεν μπορώ να πω, αποφασίζω να μην τον μισώ. Μπορώ να πω, αποφασίζω να μην τον χτυπήσω, να μην τον βλάψω, αλλά για να μην τον μισώ πλέον, χρειάζεται μια εσωτερική κάθαρσις. Το μίσος προς τον πλησίον φανερώνει μεγάλο βάθος πάθους, γι” αυτό και συσκοτίζει την ψυχή. Εξουδένωση Πως αλλιώς κλονίζεται η σχέση με τους άλλους; Με την εξουδένωση. Με το να ταπεινώνεις τον άλλον. Με το να τον κρίνεις. Όταν όμως κρίνω τον άλλον, τον βγάζω πάντοτε μικρό, μηδαμινό, τίποτα. Είναι τόσος ο εγωισμός του ανθρώπου, ώστε τίποτε δεν μπορεί να σταθεί ενώπιον της κρίσεώς του, ούτε ένας Θεός, πόσο μάλλον ένας άνθρωπος. Το να θεωρώ τον άλλον ως κατώτερο, περισσότερο όμως το να το εκφράζω, είναι κεφαλαιώδες αμάρτημα. Ζήλεια
Άλλη μορφή σχέσεώς μας με τους ανθρώπους, η οπο
ία διαταράσσει την ειρήνη και την ενότητα, είναι η ζήλεια με όλες τις έννοιες. Ζηλεύω κάποιον από αγάπη, τον θεωρώ δικό μου και ενώνομαι αναπόσπαστα μαζί του. Η ένωση αυτή δεν είναι εν τω σώματι του Χριστού, είναι μία υποβίβαση του σώματος του Χριστού σε ανθρώπινη σχέση. Είναι επίσης μία πλήρης μοιχική εσωτερική ενέργεια. Αν πάρουμε την ζήλεια με την έννοια ότι ζηλεύω αυτόν τον άνθρωπο και τον απωθώ, τότε η ζήλεια είναι έκφραση εσωτερικής αδυναμίας αλλά και ανώμαλης αγάπης. Δηλαδή τον αγαπώ κατά τρόπο εγωιστικό και αποκλειστικό, πιστεύω ότι έχω δικαιώματα στη ζωή του και ότι αυτός έχει υποχρεώσεις απέναντί μου, ότι πρέπει να μου δίνει λογαριασμό για το που πηγαίνει και τι κάνει. Η ζήλεια λοιπόν είναι διαταραχή των σχέσεών μας λόγω περισσής εσωτερικής ψυχικής ενέργειας.
 Ζήλεια είναι κάθε στροφή προς τον άλλον, που ξεκινάει από κάτι υπερβολικό, από έναν ζήλο, από μία ζέση, από μία βράση. Επομένως ζήλος μπορεί να είναι το ενδιαφέρον μου, η αγάπη μου, η φροντίδα μου να τον σώσω, να τον βοηθήσω να βγει από την αμαρτία, να γίνει παιδί του Θεού. Αυτή η ζέσις είναι ένας αφύσικος εσωτερικός οργασμός, μία αφύσικη πνευματική συσσωμάτωση. Γογγυσμός
Το αντίθετο της ζήλειας είναι ο γογγυσμός, ο οποίος επίσης προέρχεται από αδυναμία της ψυχής. Γογγύζω σημαίνει διαμαρτύρομαι, αρνούμαι, παραπονούμαι, είμαι στενοχωρημένος, δεν ικανοποιούμαι. Αυτόν τον γογγυσμό τον εκφράζω στο περιβάλλον μου, στα γραπτά μου, στην προσευχή μου. Ζητώ λόγου χάριν, κάτι από τον άλλον, ή προσδοκώ ή απαιτώ κάτι. Δεν μου το δίνει όμως, γιατί και αυτός είναι απορροφημένος από τον δικό του αγώνα και πόθο, από την δική του σκέψη, αμαρτία, χαρά, από τη δική του ακολασία, αγιότητα ή αρετή. Τότε πέφτω σε έναν γογγυσμό, διότι περιθωριοποιούμαι στην σκέψη του. Προσεύχεται αυτός, νομίζω ότι με αφήνει μοναχό μου. Ενδιαφέρεται για μένα, νομίζω ότι δεν το έκανε από αγάπη ή ότι το έκανε ελλιπές. Ο γογγυσμός είναι το ανικανοποίητο που νοιώθουμε στη ζωή μας και προέρχεται από ένα μειονεκτικό εγώ. Η ζήλεια προέρχεται από ένα εγώ υπερτροφικό, ενώ η εξουδένωση από ένα εγώ αυτοτρεφόμενο και αυτοδυναμούμενο άνευ Θεού, που βλέπει τον άλλον κατώτερο, μηδαμινό. Το μίσος είναι η διαφοροποίηση, η απώθηση του άλλου από την ύπαρξη μας.
*Aπό το βιβλίο «ΛΟΓΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ» ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΒΒΑ ΗΣΑΪΑ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ ΑΡΧ. ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ 

Τετάρτη, Απριλίου 22, 2015

Έχουμε αδιαλείπτως έναν πειρασμό μπροστά μας...


165
Γέροντα Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτη
Το να γνωρίζουμε την πονηρία των ανθρώπων, δηλαδή το κακό που κάνουν οι άλλοι, μικρό ή μεγάλο, μας αλλοιώνει την λογική, μας εξασθενίζει τις δυνάμεις μας, διότι δεν συμμαρτυρεί με τον Θεό. Τελικά έχουμε αδιαλείπτως έναν πειρασμό μπροστά μας.

Γι’ αυτό δεν πρέπει να θέλουμε να μαθαίνουμε, να γνωρίζουμε τί κάνει ο άλλος. Αν έρθουν αν μου μιλήσουν για άλλους, θα τους κλείσω το στόμα ή θα σηκωθώ να φύγω. Και αν κάποιος έρθει να μου πει τον πόνο του, θα του πω, δεν έχεις Γέροντα; στον Γέροντά σου να μιλήσεις. Και αν μου απαντήσει ότι δεν έχει, θα του πω: Να βρεις!
Εγώ δεν είμαι Πνευματικός … πήγαινε να βρεις έναν Πνευματικό που θα μπορεί να σε παρακολουθεί. Ξέφυγε δηλαδή εσύ την αμαρτία του άλλου. Όσο μένεις άτρωτος από τα κακά του άλλου, τον βοηθάς.
Διότι, μόλις ο άλλος σου πει κάτι κακό, αμέσως ξεπέφτει στα μάτια σου και μειώνεται η αγάπη σου, όσο και αν νομίζεις ότι τον βοηθάς. Έτσι είμαστε εμείς οι άνθρωποι. Καταστρέφεται όλως διόλου η αγάπη μας και προς τον Θεόν και προς τους ανθρώπους, εφ’ όσον αναμειγνυόμεθα στην ιδιωτική ζωή τους. Αυτή είναι υπόθεση μόνο του αρμοδίου προσώπου και ποτέ εμού του μοναχού ή λαϊκού.
Το να αγαθοποιώ όσους με κακοποιούν, με οδηγεί στην ειρήνη. Διότι όλοι οι άνθρωποι τελικώς μας βάζουν προσκόμματα. Με έναν λόγο, με ένα βλέμμα, με το περπάτημά τους, με την χαρά τους, με την λύπη τους, παρεμβαίνουν στην πορεία μας. Γι’ αυτό χρειάζεται φόβος και τρόμος, μην τυχόν και αντιδράσωμε στα προσκόμματα που μας βάζουν και διασαλευθή η ειρήνη του νου και της καρδιάς μας, μήπως δηλαδή προκαλέσωμε τον χωρισμό από τον Θεόν. Χρειάζεται φόβος και τρόμος, μην τυχόν και περιφρονήσω τον αδελφό μου, μην τυχόν νομίζω ότι αυτός είναι υπεύθυνος για τις συμφορές μου, διότι αυτό είναι ξεπεσμός μου από τον Θεόν.
Ο άγιος Ισαάκ τονίζει: «Ουδέποτε φταίει ο άλλος για κάποιο παράπτωμα, πάντοτε φταις εσύ». Δεν σου φταίει ο άλλος επειδή εσύ κουράσθηκες, αμάρτησες, δυσπίστησες, αλλοιώθηκες. Βλέπεις κάποιον να τρώη με τα χέρια του και αγανακτείς. Αυτό δείχνει σαφώς ότι δεν άρχισες ακόμη την πνευματική σου ζωή. Η άσκησίς σου είναι στα προοίμια.
Για να μπορέσης να ξεπεράσης αυτούς του σκοπέλους, να αγαθοποιής όποιον σε κακοποιεί. Σκόρπα, όσο μπορείς, αγαθότητα. Είσαι στον κόσμο; Μπορείς να του βρεις δουλεία. Είσαι στο μοναστήρι; Εάν σε καταρασθή, να τον ευλογήσης, εάν σε χτυπήση από την δεξιά σιαγώνα, να του πης, χτύπα με και από την άλλη. Δείξε την αγάπη σου, ανάλογα με το πώς σου ανοίγει δρόμο ο ίδιος ο Θεός.
Παρουσιάζονται συνεχώς απρόοπτα ενώπιόν μας, διότι έχομε θέλημα και επιθυμίες. Τα απρόοπτα είναι αντίθετα προς το θέλημα και την επιθυμία μας, γι’ αυτό και μας φαίνονται απρόοπτα, στην ουσία όμως δεν είναι. Διότι άνθρωπος που αγαπά τον Θεόν προσδοκά τα πάντα και λέγει πάντοτε «γενηθήτω το θέλημά σου». Θα έρθη βροχή, λαίλαπα, χαλάζι, κεραυνός; «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον». Επειδή αυτά κοστίζουν στην σαρκικότητά μας, γι’ αυτό εμείς τα βλέπομε ως απρόοπτα.
Για να μην ταράσσεσαι λοιπόν κάθε φορά και στεναχωριέσαι, για να μην αγωνιάς και προβληματίζεσαι, να τα περιμένης όλα, να μπορής να υπομένης ότι έρχεται. Πάντα να λες, καλώς ήλθες αρρώστια, καλώς ήλθες αποτυχία, καλώς ήλθες μαρτύριο. Αυτό φέρνει την πραότητα, άνευ της οποίας δεν μπορεί να υπάρχη καμία πνευματική ζωή.

πηγή

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 17, 2014

Πόσο κοστίζει,πόσο αξίζει η ζωή σου για τον Χριστό;




  Θυμάμαι, όταν είχα πάει κάποτε στο Άγιον Όρος, μέσα σε έναν πυκνά δενδροφυτευμένο τόπο, βλέπω από μακριά κάποιον Aσκητή, ο οποίος προχωρούσε ψάλλοντας. Ενώ έψαλλε, από ώρα σε ώρα έκανε μία βαθειά μετάνοια, προσκυνούσε, σηκωνόταν και πάλι προχωρούσε. Μου έκανε εντύπωση. Ποιόν άραγε προσκυνούσε; 
Tρέχω μέσα από τα δένδρα, τον φθάνω, τον σταματώ.
- Γέροντα, ποιόν προσκυνάς στον δρόμο;
- Mα,παιδί μου, δεν Τον βλέπεις; 
-Ποιόν; 
-Τον Χριστόν. Τουλάχιστον, αν δεν Τον βλέπης, δεν Τον νοιώθεις ότι είναι μπροστά σου; μου απήντησε εκείνος.


  Αγαπητοί μου, οι άνθρωποι έλεγαν παλαιότερα το Όνομα του Χριστού ή το άκουγαν και βούρκωναν τα μάτια τους, άρπαζαν φωτιές τα στήθη τους, έπεφταν στα γόνατά τους. Εμείς γιατί; Γιατί, Θεέ μου, τόσο λίγο Σε σκεπτόμαστε και τόσο λίγο συγκινούμεθα από Σένα; Γιατί τόσο σπάνια Σε ποθούμε;Όπου ο θησαυρός μας εκεί και η καρδιά μας, λέγει η Αγία Γραφή.
Σαν νά λέμε: Θέλεις να μάθης πόσο κοστίζει,πόσο αξίζει η ζωή σου για τον Χριστό, για τον Ουρανό; Όσο Τον διψάς, όσο Σε Αυτόν έχεις την καρδιά σου, τόσο κοστίζει.

Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης.

το είδαμε εδώ

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 06, 2014

Αρχιμ. Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης - Η νήψη κατά τη διάρκεια της νύχτας


Εάν υποθέσωμε ότι γνωρίσαμε όλα τα προηγούμενα, αλλά δεν τα εφαρμόσαμε στη ζωή μας, τώρα τι μπορούμε να κάνουμε; Την απάντηση μας την δίνει ο άγιος Ησύχιος με το μικρό αλλά περιεκτικώτατο σε νόημα κεφάλαιο που ακολουθεί, χρησιμοποιώντας έναν ψαλμικό στίχο του Δαβίδ.

Άγιος Ησύχιος:
Ει επίστασαι και εδόθη σοι εις τας πρωίας παρεστάναι και εποπτεύεσθαι, αλλά και εποπτεύειν, οίδας ό λέγων. ει δε ου, νήφε και λάβης.

Μετάφραση:
Αν γνωρίζεις και σου δόθηκε η χάρη το πρωί να στέκεσαι εμπρός στο Θεό και να εξετάζεσαι, αλλά και να εξετάζεις τον εαυτό σου, εννοείς τι λέω για τη νήψη. Αν όχι, έχε νήψη και θα λάβεις την χάρη.

Ερμηνεία
Εάν δεν έχεις αποκτήσει αυτή την υπέροχη και μοναδική κατάσταση, για την οποία αξίζει κανείς να πεθαίνει και να ζει, τότε εφάρμοσε αυτό που λέει ο Ψαλμωδός: Να σηκώνεσαι την νύχτα και να παρίστασαι ενώπιον του Θεού, για να σε βλέπει ο Θεός και να τον βλέπεις και συ. Η καλύτερη αναγνώρισις των ιχνών του Θεού, η ανακάλυψίς του, γίνεται την νύχτα. Εάν νήφεις έτσι, οπωσδήποτε θα λάβεις, και η εμπειρία σου αυτή θα σε συνοδεύει σε όλη την ζωή σου.

Μεγαλεία και θαύματα απορρέουν από την νήψη και την ευχή. Ο άνθρωπος γίνεται ξένος κόσμος, παράδεισος αληθινός. Χρειάζεται όμως μία προϋπόθεσις: η νυχτερινή ζωή. Χωρίς αυτή, είναι αδύνατον να έχεις κάποια γεύση, κάποια γλυκύτητα στην πνευματική σου ζωή, κάποια εμπειρία ή γνώση. Δεν θα παίρνεις τίποτε από τον Θεό, οπότε θα ζεις με εντελώς εξωτερικά πράγματα, με κάποιες δραστηριότητες, με κάποιες γνώμες.


Ει επίστασαι και εδόθη σοι. Εάν, λέγει ο άγιος, γνωρίζεις να παρίστασαι εις τας πρωίας ενώπιον του Θεού, και να σου δόθηκε το να σε δει - και εποπτεύεσθαι - ο Θεός, αλλά και να εποπτεύεις, να τον βλέπεις, τότε οίδας ο λέγω, καταλαβαίνεις αυτά που σου λέγω, τα χαίρεσαι, τα ζεις.

Όταν ο Φίλιππος γνώρισε τον Χριστόν, είπε στον Ναθαναήλ: "Έρχου και ίδε". Αλλά ο Ναθαναήλ του απήντησε: Πώς είναι δυνατόν να προέλθει από τη Ναζαρέτ προφήτης; Εν συνεχεία - λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης-, ο Ιησούς "είδε" τον Ναθαναήλ να έρχεται προς Αυτόν και είπε: "Ίδε αληθής Ισραηλίτης". Τότε ο Ναθαναήλ πληροφορήθηκε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, και ανεφώνησε: "Ραββί, συ ει ο Υιός του Θεού". Λόγω της απλότητος της καρδιάς του, αμέσως ανεγνώρισε το δεύτερο πρόσωπο της θεότητος, τον Υιόν του Θεού.

Το γεγονός αυτό έχει άμεση σχέση με το κείμενό μας, όπως και η συνάντηση εκείνου του μαθητού, ο οποίος είπε στον Χριστόν, Διδάσκαλε, θέλω να σε ακολουθήσω. Ο Χριστός του απήντησε τότε, "αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις, ο δε Υιός του ανθρώπου ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη". Που να με βρεις, του λέγει, αφού δεν έχω κατάλλυμα; Μην ψάχνεις να με βρεις κάπου, όπου νομίζεις εσύ, αλλά κάπως. Βρες τον τρόπο που θα σε οδηγήσει σε μένα. Εδώ βρίσκεται το βαθύ πρόβλημα του ανθρώπου. Γι' αυτό λέγει ο άγιος, αν γνωρίζεις και αν σου δόθηκε το να παρίστασαι εις τον Θεόν.

Το νόημα του χωρίου είναι ότι η παρουσία του Θεού δεν είναι ορατή στην ζωή μας. Διότι μπορείς να βλέπεις τα ίχνη του λέοντος, της τίγρεως, του πανθηρος, αλλά δεν μπορείς να δεις τα ίχνη του Θεού. Μπορείς να παρακολουθήσεις ακόμη και τα ίχνη του πτηνού, τον Θεόν όμως πρέπει να τον βλέπεις πέρα από κάθε νοσσιά, πέρα από κάθε τόπο· χρειάζεται με κάτι άλλο να τον ζητήσεις, για να τον βρεις.

Ας θυμηθούμε και τους δύο μαθητές του Ιωάννου, που ακολούθησαν τον Ιησού. Όταν Εκείνος τους ρώτησε "τι ζητείτε", διότι έπρεπε να αποκτήσουν την γνώση, το ει επίστασαι, για το πρόσωπο του Χριστού, αυτοί απήντησαν: "Ραββί, που μένεις;". Και τότε πήγαν μαζί με τον Ιησού στο σπίτι του και ενεθυμούντο αργότερα ακόμη και την ώρα κατά την οποία έζησαν τα ωραιότερα βιώματα της ζωής τους. δεν ήταν όμως το σπίτι που τους χάρισε τα βιώματα, αλλά ο Χριστός τον οποίον εγνώρισαν.

Ει επίστασαι και εδόθη σοι. Η φράσις αυτή δημιουργεί φοβερή ένταση μέσα στην καρδιά του ανθρώπου. Είναι μία παρότρυνσις, ένα ευγενές παρακέλευσμα του αγίου προς τον άνθρωπο , σαν να του λέγει: Σου συνέβη καμιά φορά να σε δει ο Θεός; τον αντελήφθης; πέρασε μέσα από την καρδιά σου ο Χριστός και ρίγησες ολόκληρος; όχι από ενθουσιαστικό κίνημα, όχι από μία συγκίνηση, αλλά ένοιωσες πραγματικά την εποπτεία του Θεού, το βλέμμα του να καρφώνεται επάνω σου; Μια φορά εάν σου συνέβη αυτό, αρκεί. Παράλληλα όμως η φράσις αυτή είναι και μία επίπληξις: Μα, δεν γνωρίζεις τον Θεόν; δεν τον γεύθηκες; δεν τον έζησες; ζεις χωρίς αυτόν, σαν νεκρός; δεν δοκίμασες ακόμη να τον βρεις; Δεν προσπάθησες το πρωί να στέκεσαι εμπρός στο Θεό και να εξετάζεσαι αλλά και να εξετάζεις τον εαυτό σου; Εάν ναι, τότε καταλαβαίνεις αυτό που σου λέω.

Το ανωτέρω χωρίο είναι παρμένο από τον πέμπτο ψαλμό, "το πρωί εισακούση της φωνής μου, το πρωί παραστήσομαί σοι και επόψει με", που τον διαβάζουμε στην Πρώτη ώρα. Η εμπειρία που είχε ο ψαλμωδός εκατοντάδες χρόνια πριν από εμάς, ισχύει μέχρι σήμερα. Είναι η εμπειρία της Εκκλησίας, όλων των αγίων και ποτέ δεν ανακαλείται. Κανένας δεν μπορεί να βρει τον Θεό, αν την νύχτα δεν συναυλίζεται μαζί του, παραμένοντας άγρυπνος μέχρι το πρωί.

Αλλά ποιο είναι "το πρωί"; Είναι η τελευταία νυκτερινή βάρδια, μετά από την οποία αρχίζουν οι φυλακές της ημέρας. Είναι η ώρα της νυκτός, κατά την οποία εγειρόμεθα για την πρωινή ακολουθία. Είναι η ώρα της λατρείας. Αρχίζει, σύμφωνα με την ελληνική ώρα, στις 3, 4 ή 5 την νύκτα - αναλόγως αν είναι χειμώνας ή καλοκαίρι - και τελειώνει με το χάραμα του ήλιου. Με το βυζαντινό ωράριο αρχίζει πάντα στις 9 (03:00 π.μ.). Γι' αυτό από τις δώδεκα ευχές που διαβάζει ο ιερεύς κατά την διάρκεια του Εξάψαλμου, οι ένδεκα μιλούν για την νύκτα και για το πνευματικό φως, η δε τελευταία για την ανατολή του αισθητού και πνευματικού φωτός.

Μετά το θαύμα των πέντε άρτων, ο Χριστός επέβαλε στους μαθητές του να μπουν στο πλοίο και να περάσουν στο απέναντι μέρος, ενώ εκείνος "ανέβη εις το όρος κατ' ιδίαν προσεύξασθαι. Οψίας δε γενομένης μόνος ην εκεί". Η νυκτερινή ζωή του Χριστού άρχιζε από την οψία, που είναι το πρώτο τρίωρο της νυκτός. Όλες λοιπόν εκείνες τις ώρες της οψίας ο Κύριος προσευχόταν, ενώ οι μαθητές χαροπάλευαν, θαλασσοπνίγονταν. Πότε όμως πήγε να τους συναντήσει και να τους χαρίσει την φοβερή εκείνη εμπειρία, να φωνάξουν στην αρχή "φάντασμα", διότι δεν είχαν γνωρίσει ακόμη τον Χριστό με τα μάτια του Πνεύματος, και εν συνεχεία να καταλάβουν ότι είναι ο Υιός του Θεού; "Τετάρτη δε φυλακή της νυκτός απήλθε προς αυτους... λέγων: εγώ είμι"(Ματθ. 14, 22-27). Την τετάρτη φυλακή της νυκτός τους αποκαλύπτει τον εαυτό του, δηλαδή την πρωία, από τις 9 το πρωί μέχρι τις 12 περίπου, κατά την βυζαντινή ώρα (03:00-06:00 π.μ. δική μας).

Επίσης ο ευαγγελιστής Μάρκος στο πρώτο κεφάλαιό του λέγει για τον Κύριον: "Πρωί έννυχα λίαν αναστάς εξήλθε και απήλθεν εις έρημον τόπον κακεί προσηύχετο"(Μαρκ. 1, 35). Το "πρωί" ήταν οι βασικώτερες ώρες της κοινωνίας του Χριστού με τον Πατέρα του. ΟΙ ΙΔΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΑΣ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Η ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ "ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΒΟΩΝΤΩΝ ΕΝ ΝΥΚΤΙ", για να τους ακούει ο Θεός , και όχι γι' αυτούς που προσεύχονται την ημέρα. Γιατί; Διότι είναι άτονη η ημέρα, αν η νύκτα δεν είναι έντονη. Κατά την διάρκεια δε της πρωίας λαμβάνομε τους καρπούς από τον Θεόν, αγρυπνούντες και αγραυλούντες μέσα στην Εκκλησία. Όταν λοιπόν χάνουμε αυτές τις ώρες, χάνουμε τη ζωή μας. Τα όσα φρικτά και ανόητα ζούμε κάθε ημέρα, αυτό δείχνουν. Περνούν οι μέρες και οι νύκτες μας, και δεν κάνομε τίποτα. Ολόκληρη η ύπαρξίς μας αναλίσκεται, φθείρεται και εξαφανίζεται.

Και πότε γίνεται η σπορά; Το βράδυ, το οψέ. Όταν κανείς χάνει το οψέ, χάνει και την πρωία. Και προσέξτε πως ο πονηρός πετυχαίνει και χάνομε το οψέ. Τελειώνει το Απόδειπνο, που σημαίνει ότι ετοιμαζόμαστε για το οψε, και εμείς κουβεντιάζομε. Μας αρέσει ο περίπατος, μας αρέσουν τα αστεία, μας αρέσουν άλλες δραστηριότητες. Όποιος όμως αφιερώνει την ώρα αυτή σε κοσμικά πράγματα, σε ματαιότητες καθημερινές και φθηνές, πώς μπορεί πηγαίνοντας στο κελί του να αδολεσχήσει με τον Θεόν; Γι' αυτό, εάν ο μοναχός δεν πάει αμέσως μετά το Απόδειπνο στο κελί του, η φυσικότερη συνέπεια είναι να μην ζήσει το οψέ, την ώρα της σποράς.

Οι ώρες 12 με 3, με το Βυζαντινό ωράριο είναι χρήσιμες για μας. Κατόπιν μπορούμε να ξεκουρασθούμε. Μπορούμε επίσης να ξεκουρασθούμε και αποβραδίς, κατά την διάρκεια του οψέ, αλλά στις τρεις ή τέσσερις η ώρα, ή το πολύ πέντε το χειμώνα, να είμαστε ξύπνιοι. Άλλως δεν μπορούμε να ζήσωμε την πρωινή ακολουθία. Εγώ τουλάχιστον αυτό ξέρω από την εμπειρία μου. Ποτέ δεν χορταίνω και ποτέ δεν καταλαβαίνω ακολουθία - την ζω μόνο επιφανειακά, επιδερμικά -, εάν το οψέ μου είναι χαμένο.

Ας ξέρομε λοιπόν ότι η ώρα της λατρείας είναι η ώρα της συγκομιδής μας και ότι έχει μεγάλη σημασία ΤΟ ΠΩΣ ΘΑ ΔΙΑΤΑΞΟΜΕ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΝΥΚΤΟΣ ΜΑΣ.

Το να παρίσταμαι ενώπιον του Κυρίου άγρυπνος και προσκαρτερών, είναι η δική μου ενέργεια. Το "εποπτεύεσθαι" είναι η ενέργεια του Θεού.

Το "εποπτεύεσθαι" επομένως είναι, πρώτον, η εμπειρία του ανθρώπου ο οποίος ασχολείται με τα θεία και απευθύνεται στον Θεό με την πίστη, την βεβαιότητα και την επίγνωση ότι ο Θεός είναι μαζί του, και αισθάνεται την παρουσία Του. Διότι είναι ποτέ δυνατόν οι οφθαλμοί του Θεού να μη βλέπουν εμένα την ώρα που στέκομαι ενώπιόν του; Εάν όμως θέλω να τον δω εγώ, τότε χάνω αυτό που έχει ανάγκη η ψυχή μου. Δεύτερον, είναι έκφρασις ταπεινοφροσύνης το να λέγω, εγώ παρίσταμαι ενώπιόν σου, Θεέ μου, και σε δες με. Παρίσταμαι δηλαδή ενώπιόν του σαν σκουλήκι, νοιώθωντας εντελώς ανάξιος να τον δω. Ως ανάξιος, μου αρκεί να παρίσταμαι ενώπιόν του και να τον προσκυνώ αοράτως. Σημασία έχει για μένα το ότι με βλέπει Εκείνος. Αυτό με χαροποιεί, αυτό με γεμίζει και με μεθυει. Δεν με ενδιαφέρει το όραμα το δικό μου, το να τον βλεπω εγώ.

Αλλά τι είναι το όραμα του Θεού, το να με κοιτάζει ο Θεός, το εποπτεύεσθαι υπό του Θεού; Είναι η ακτινοβολία των οφθαλμών του, το φως του προσώπου του, ο φωτιμσός που διαλύει το σκότος. Άρα, εφ' όσον ξέρω ότι εποπτεύομαι από τον Θεόν και ότι η εποπτεία του είναι ληψις φωτός, το εποπτεύεσθαι είναι λήψις φωτός, λήψις θεότητος.

Όταν αντιληφθώ πόσο σημαντικό πράγμα είναι αυτό, τότε νοιώθω την ανάγκη να αναζητήσω την νοητή όραση και αίσθηση του Θεού, ώστε παριστάμενος ενώπιόν του να γίνω σιγά σιγά δεκτικό χωρίο της ακτινοβολίας του. Διότι, όταν με βλέπει ο Θεός, είναι αδύνατον η έκχυσις του φωτός του να μη μου γίνει αισθητή. χωρίς να τον βλέπω μπορώ να πω ότι τον βλέπω. Αλλά και αν ακόμη δεν έχω λάβει αυτήν την αίσθηση, και αν ακόμη δεν έχω εθισθεί στην πνευματική ενόραση, και αν ακόμη δεν έχει λεπτυνθεί το εν εμόί όργανο του πνεύματός μου, το μεθύσι που μου δημιουργεί ο Θεός είναι τέτοιο, ώστε λέγω: Ναι, τον βλέπω τον Θεόν.

Μη με ρωτάς λοιπόν λέγει ο άγιος αν μπορείς να πετύχεις και συ αυτά τα κατορθώματα. ΚΑΝΕ ΜΟΝΟΝ ΤΟΥΤΟ: ΝΑ ΣΗΚΩΝΕΣΑΙ ΤΗΝ ΝΥΚΤΑ, ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΟΥ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΕΠΟΠΤΕΥΕΣΑΙ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΒΛΕΠΕΙ Ο ΘΕΟΣ, ΝΑ ΣΤΕΚΕΣΑΙ ΔΗΛΑΔΗ ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΕΞΕΤΑΣΕΙ. ΜΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΘΑ ΕΠΙΤΥΧΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΟΠΤΕΥΕΙΝ. Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΙΣ ΣΟΥ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΕΠΟΠΤΕΙΑ, Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΣΟΥ ΕΝ ΤΩ ΦΩΤΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ. ΠΡΟΣΕΞΕ ΟΜΩΣ, ΤΗΝ ΩΡΑ ΕΚΕΙΝΗ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΞΕΚΟΥΡΑΣΤΟΣ, ΑΝΕΤΟΣ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΑΙΣΘΑΝΕΣΑΙ, ΝΑ ΒΛΕΠΕΙΣ. Πες αποβραδίς το καλησπέρα στον Θεό, ούτως ώστε να σου πει Εκείνος το καλημέρα με την ανατολή του φωτός, και ΝΑ ΤΟΝ ΔΕΙΣ. Ως ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ, Η ΝΥΚΤΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΣΟΥ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΩΝ, ΤΗΣ ΣΠΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΜΑΤΩΝ.

Εάν ζεις όπως σου είπα, λέγει ο άγιος Ησύχιος, καταλαβαίνεις τι σου λέγω. Εάν και εμείς νήφωμε με κόπο και ιδρώτα την νύκτα, τότε πραγματικά θα λάβωμε. Αλλά, εάν τυχόν δεν λάβωμε, αυτό σημαίνει ότι δεν μας κόστισε η νύκτα, ότι δεν θελήσαμε να παλέψωμε. δεν βρήκαμε το εύκολο κουμπάκι, με το οποίο ανάβει το φω, έρχεται ο Χριστός, οπότε τον βλέπει αμέσως. Βρες το και αμέσως θα λάβεις.

Σκορποχώρι να είναι η ζωή μας, όμως με την νήψη αποκαθίστανται τα πάντα. Κάνε λοιπόν εσύ την λειτουργία της αγρυπνίας σου και θα λάβεις οπωσδήποτε από τον Θεό την γνώση και την δόση. Θα γνωρίσεις και θα λάβεις. ΟΥΔΕΜΙΑ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΓΙ' ΑΥΤΟ. ΔΕΝ ΨΕΥΔΕΤΑΙ Ο ΘΕΟΣ, ΟΥΤΕ ΟΙ ΑΓΙΟΙ. 
--------------------------------------------------------
πηγή: Αρχιμανδρίτου Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου, "Λόγος Περί Νήψεως", εκδ. Ίνδικτος

πηγή

Τετάρτη, Ιουλίου 30, 2014

H Ποιμαντική Θεολογία του Γέροντος Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου: Προλεγόμενα


Με ξεχωριστή χαρά και τιμή, η “Πεμπτουσία” αρχίζει σήμερα τη σταδιακή δημοσίευση μιας σπουδαίας μελέτης, η οποία αναφέρεται σε μια κορυφαία προσωπικότητα του ορθόδοξου μοναχισμού του 20ού αι., το Γέρ. Αιμιλιανό Σιμωνοπετρίτη. Η μελέτη, συγγραφέας της οποίας είναι ο π. Χαρίλαος Ε. Παπαγεωργίου, υποβλήθηκε ως διπλωματική εργασία στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ και βαθμολογήθηκε με άριστα. Στο σημερινό απόσπασμα παρουσιάζονται οι εισαγωγικές σκέψεις του συγγραφέα.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
 Η συμμετοχή στο  Πρόγραμμα  Μεταπτυχιακών  Σπουδών  του  Τμήματος  Ποιμαντικής  και  Κοινωνικής  Θεολογίας  του  Α.Π.Θ.  υπήρξε  η  αφορμή  για  την  εκπόνηση  αυτής  της  εργασίας , που  συντάχθηκε  με  την ολοκλήρωση  του  κύκλου  των  μαθημάτων  για  να  υποβληθεί  στην  κρίση  σεβαστών  διδασκάλων. Όμως η  σύνταξή  της  λειτούργησε και ως  μερική  «εξόφληση»  ενός  αειδινήτου  χρέους προς  τον  άνθρωπο  που με  το  παράστημά  του  και  το  λόγο  του   αποτέλεσε  μια  γλυκεία  παιδική  ανάμνηση ,  καθοριστική  όμως  για  το  μέλλον  του  συντάκτου.
φωτο:Ν. Μπιμπισίδης
φωτο:Ν. Μπιμπισίδης
Η παρουσία του  γέροντος  Αιμιλιανού  Σιμωνοπετρίτου  στη  ζωή  πλείστων  συνανθρώπων μας  , το  σύντομο πέρασμά   του από  τις  ψυχές  μας ,  η  συμβολή  του  στην εμψύχωση των οραματισμών  μας  και  την ενσάρκωση των  κλήσεών  μας , υπήρξαν γεγονότα καθοριστικά.  Δημιούργησαν τα  δεδομένα   μιας  νέας  ποιμαντικής «σχολής» με  υψιπέτη προσανατολισμό , πνευματική  αξιοπρέπεια , παροξυσμό  καλών  έργων , μαρτυρία  πίστεως , κοινωνία  αγάπης. Η «εν  σώματι»  απουσία  του δεν  ακυρώνει  αλλά εμπεδώνει  και  πολλαπλασιάζει  το έργο  του, πλούσια  ευλογημένο  από  το  Δοτήρα  παντός αγαθού. Και  αυτό δεν είναι παρά  η  αδέκαστη κρίση  της  ιστορίας του σύγχρονου μοναχισμού  και  της  ποιμαντικής .  
Εκφράζοντας  την  ευγνωμοσύνη  προς  το σύμβουλο  και  καθοδηγό  μας  σε αυτή  την προσπάθεια Αιδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Αθανάσιο  Γκίκα, αναπληρωτή  Καθηγητή  του Τμήματος  Ποιμαντικής  και  Κοινωνικής  Θεολογίας  του Α.Π.Θ. και  προς  εκείνους  που  συνετέλεσαν  στην  όσο  το  δυνατόν αρτιότερη παρουσίασή  της, επιζητούμε  την  επιεική  κρίση για τις ατέλειές της  και  την  οιαδήποτε   ευμενή  υπόδειξη  για  τη  βελτίωσή  της.
Βόλος, 2008
Μνήμη  του αγίου και  ενδόξου  μάρτυρος Αιμιλιανού
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Η σύγχρονη θεολογική αναζήτηση στους δρόμους της ποιμαντικής διακονίας και προσφοράς στο λαό του Θεού, ωφελείται τα μέγιστα από την αναζήτηση ποιμαντικών προτύπων μέσα στο ιστορικό «παρόν» της Εκκλησίας, το οποίο θεμελιώνεται  στο παρελθόν  της  και επεκτείνεται στο εσχατολογικό  μέλλον Της[1]. Η προσπάθεια αυτή ενισχύεται ασφαλώς με την αναζήτηση, ανάγνωση και αξιοποίηση αναλόγων καθοδηγητικών  κειμένων σε συνδυασμό  με  τη  χρήση  τους  στην  καθημερινή ποιμαντική  πράξη. Η  πράξη όμως   αυτή  δεν  περιορίζεται  απλώς   στην  προσαρμογή των  ποιμαντικών  διατυπώσεων   στα  μέτρα  των σύγχρονων ανθρώπινων  αναγκών, αλλά  αγγίζει  και  αυτή  την  ακαδημαϊκή  ενασχόληση  αποσκοπώντας  στον «καταρτισμόν  των αγίων»  και  την  οικοδομή  του  Σώματος  της  Εκκλησίας [2].
Όπως   χαρακτηριστικά   σημειώνει  ένας  από  τους   σημαντικότερους   σύγχρονους  θεράποντες  του  ποιμαντικού στοχασμού[3]: «…πολλά   ρυάκια  ποτίζουν   το  πνευματικό  έδαφος  της πατρίδος  μας, όχι  μόνον  κατά  τα  παλαιότερα  χρόνια , αλλά  και  κατά  τους  τελευταίους  δύσκολους  καιρούς. Τα περισσότερα  από  αυτά   είναι  άγνωστα,  οι  πολλοί  δεν τα  προσέχουν  και  οι  αρμόδιοι δεν  τα  παρουσιάζουν… Κοινό  γνώρισμά  τους  όμως  είναι ότι  αγάπησαν  ιδιαίτερα  το  Σαρκωμένο  Θεό, ένοιωσαν  βαθειά   το  μήνυμά  του  και  προσπάθησαν  αυτό  να  το  μεταδώσουν ζωντανό  στο  διψασμένο  κόσμο… Κάτι   τέτοιες πνευματικές  καταβολές   πρέπει  να  τις  προσέχη  ιδιαίτερα  η  ιστορία  και  η  ιστοριογραφία.
Η  τελευταία  δεν  συντίθεται  από  το  υλικό  ( μόνον ) επισήμων  αρχείων και   διοικητικών  πράξεων. Την  υφαίνουν  μάλλον οι  ήρεμες και  γόνιμες  προσφορές  των  αληθινών εκείνων  ανθρώπων που  λαχτάρησαν  το  Θεό … κι  έζησαν  γνήσια  το  Ευαγγέλιο  και  το  μετέδωσαν  ως  Ορθοδοξία  και  Ορθοπραξία…» Ο  ερευνητής  της  πνευματικής  πορείας   του συγχρόνου   ορθοδόξου πληρώματος  στέκεται  με  σεβασμό  και ευλάβεια  ενώπιον  ορισμένων  ασκητικών  και  ιδιαίτερα  νηπτικών   πνευματικών  πατέρων  της  εποχής  μας. Με  περισσή ειλικρίνεια  θα  μπορούσε  να  τους  χαρακτηρίσει  ως  συγχρόνους  ησυχαστές  η  και  ως  σύγχρονους και τελευταίους (;) επιγόνους  της  Φιλοκαλικής  αναγέννησης   στην πατρίδα   μας[4].
Οι  πατέρες   αυτοί , προικισμένοι  με  το  χάρισμα  της  πνευματικής κυοφορίας, αναγέννησης  και καθοδήγησης  ψυχών, υιοθέτησαν  το  ασκητικό  ήθος  και  το  ησυχαστικό  φρόνημα  των  παλαιότερων  φιλοκαλικών. Επέκτειναν  στις  μέρες  μας   το  παιδαγωγικό, συμβουλευτικό  και  εν  γένει  αναγεννητικό  τους  έργο. Έγιναν  οι  σύγχρονοι  πνευματικοί  πατέρες της  νεολαίας, οι  αναμορφωτές  του  σύγχρονου  μοναστικού  ρεύματος , οι  σύμβουλοι  της  νεοελληνικής  οικογένειας. Συνέχισαν  μ’ ένα  λόγο  τη  μακραίωνη ορθόδοξη παράδοση  της  πνευματικής  πατρότητος.  Οι   ιερές  μνήμες  της νηπτικής  τους  ζωής   λειτουργούν  στη  συνείδησή  μας  παραμυθητικά , θεραπευτικά  και  διδακτικά. Και  το  γεγονός  αποκτά  μεγαλύτερη  σημασία,   όταν η  όποια  αναφορά  στο  έργο  τους  δεν  γίνεται  ως  μεταθανάτια  εξόφληση ενός  πνευματικού  χρέους  αλλά, ζώντας  την   ευλογία  της  εν  ημίν  παρουσίας  τους, αποτίουμε  τον  υιϊκό  φόρο  του  σεβασμού  και  της  αγάπης.
           Η  προσωπικότητα  του  πολυσεβάστου  γέροντος  Αιμιλιανού (Βαφείδη) Σιμωνοπετρίτου εμπίπτει  σ’ αυτήν  ακριβώς  την  κατηγορία  νεώτερων καθοδηγητικών  μορφών , που  με  το  ολιγόχρονο πέρασμα  αλλά  την  αμφιλαφή καρποφορία  αναδείχθηκαν  όρχαμοι  του  νέου  Ισραήλ  εν  μέσω  ενός  «αιώνος απατεώνος»[5]. Μέσα   από  το απέραντο  εύρος  της  πληθωρικής  του  παρουσίας, στην παρούσα μελέτη   επιχειρείται  μια  ακροθιγής , και  προς  τούτο  εκ  των  προτέρων ελλιπής , παρουσίαση  της  ποιμαντικής  θεολογίας  του  Γέροντος  Αιμιλιανού, όπως αναπτύσσεται  στα  εκδοθέντα  έργα  και τις  κατηχήσεις του, είτε απομαγνητοφωνημένες,  είτε  στενογραφημένες,  είτε  επισήμως και  επιμελώς εκδεδομένες  από  το  Πατριαρχικό  και  Σταυροπηγιακό  Μετόχιο – Ιερό  Κοινόβιο του Ευαγγελισμού  στην  Ορμύλια της  Χαλκιδικής[6]. Το εγχείρημά  μας  έχει  την πρόσθετη  δυσκολία  της  ελαχιστότητος  γραπτών  κειμένων  του  ιδίου  του Γέροντος[7]  αλλά  και  την  ένταση  των ισχυρών  βιωματικών  εμπειριών.
              Μέσα  στο  πλαίσιο  αυτό  θα  αναζητηθεί  η  σκιαγράφηση  καταρχήν  των πνευματικών  προϋποθέσεων  που  διαμόρφωσαν  την  προσωπικότητα του Γέροντος, είτε  αυτό  αφορά  σε  πρόσωπα  είτε  σε  γεγονότα είτε   σε  μελέτες  και προσωπικές εμπειρίες του  ιδίου.  Θα  ακολουθήσει  μια  αναφορά  στα  ποιμαντικά  πρότυπα  του Γέροντος , είτε  αυτά  αφορούν  σε  βιβλικά  πρόσωπα ,  είτε  σε μια  συμπόρευση  και προσωπικές του  αναστροφές με  συγχρόνους  πνευματικούς  ανθρώπους,  πρότυπα τα οποία  εμπέδωσαν  το  νηπτικό  του  προσανατολισμό. Κατόπιν  θα  παρουσιασθούν συνοπτικά  οι  βασικές  θεωρητικές  και   πρακτικές  συντεταγμένες   της  ποιμαντικής θεολογίας  του π. Αιμιλιανού σε  συνδυασμό  με  τις  διήκουσες  έννοιές  της.     Τέλος  θα καταχωρηθούν  τα  γενικά  στοιχεία  και  η  ποιμαντική  διδασκαλία  του σε  επιμέρους ομάδες  ανθρώπων  που  τον  συναναστράφηκαν  η  συνδέθηκαν  πνευματικά  μαζί του  καθ’ οιονδήποτε  τρόπο. Το  εγχείρημά  μας  θα  ολοκληρωθεί  με  ορισμένες  ειδικές ποιμαντικές   επισημάνσεις στα έργα  του.
              Γνωρίζουμε πως  η  προσπάθεια  είναι  μεν  ατελής , αποτελεί όμως  μιαν   πρώτη απόπειρα   σκιαγραφήσεως της  πνευματικής – ποιμαντικής  φυσιογνωμίας   του με  την κατά  το δυνατόν  επιστημονική   ακρίβεια  και  πιστότητα . Τούτο  επιβάλλεται, στις μέρες  μας , από  τη  δημοσίευση και την  κοινοποίηση  της  ποιμαντικής  του διδασκαλίας, που  αποτελεί  πλέον   πνευματικό  θησαύρισμα   για  την  εποχή μας   και παρακαταθήκη  ζωής  για  εκείνους  που  συνεχίζουν  το  έργο  του  αξιοποιώντας  την πνευματική κληρονομιά  του.
[Συνεχίζεται]
 
 
  1. Ακαδημία  Θεολογικών  Σπουδών Ι.Μ. Δημητριάδος , τόμος  Εκκλησία και  Εσχατολογία, εκδ.  Καστανιώτη ,  Αθήνα  2003 , σ. 11.
  2. Εφεσ. 4,12.
  3. Ηλία Μαστρογιαννοπούλου( Αρχιμ.) , Άγιες  Μορφές  της  νεωτέρας   Ελλάδος, χ.χ. Αθήναι (2)   εκδ. ΤΗΝΟΣ, σ. 5-6.
  4. Γεωργίου Κρουσταλλάκη , Ο  Γέρων  Πορφύριος, εκδ. ΙΧΝΗΛΑΣΙΑ, Αθήνα 1997.
  5. Ακάθιστος   Ύμνος,   Μ. Οίκος .
  6. Σεραπίωνος  Σιμωνοπετρίτου (Ιερομονάχου), Γέροντας  Αιμιλιανός  Σιμωνοπετρίτης : Ιχνηλασία  Ζωής, περιοδικό ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ, τεύχος 14, (Απρίλιος – Ιούλιος 2004 ),  σελ. 114.
  7. Οπ.παρ.   σ. 111.
  8. ΠΗΓΗ

Τετάρτη, Μαρτίου 19, 2014

Ὁ Γέροντας Αἰμιλιανός μᾶς συμβουλεύει . . .

    
 Ἡ ἀγάπη εἶναι μίμησις τοῦ Χριστοῦ, διότι “αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς”. Ἑπομένως, ὅταν ἀγαπῶ, σημαίνει ὅτι ἔχω πάρει δωρεά, ἔχω πάρει χάρι ἀπό τόν Θεό καί ὅτι μιμοῦμαι τόν Χριστόν.

 Ἡ ἀγάπη ἀποσκοπεῖ στό νά μπορῆ ὁ ἕνας νά δίνη χαρά στόν ἄλλον· νά στεροῦμαι ἐγώ ἑκουσίως, γιά νά ἔχη περισσότερα ὁ ἄλλος· νά θυσιάζω τόν ἑαυτό μου, γιά νά νοιώθη ὁ ἄλλος ἄνετα, νά νιώθη ἀσφάλεια στήν ζωή του.



❋ Ὁ Θεός θέλει νά εἴμεθα στήν καθημερινή μας ζωή τέτοιοι, ὥστε νά μᾶς ἀγαποῦν οἱ ἄλλοι καί νά μᾶς νοιώθουν εὐχάριστους. Νά μποροῦν νά ἐπικοινωνοῦν μαζί μας, νά ποῦν τή χαρά τους, τή λύπη τους, τά προβλήματά τους. Νά νοιώθουν ὅτι εἴμαστε καρδιές πού ζοῦμε κοντά ἡ μία στήν ἄλλη καί μποροῦμε νά βοηθοῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον. 

❋ Νά ἀνεχώμεθα λοιπόν τόν ἄλλον ὅπως εἶναι. Ὁ ἕνας θά μέ ὑβρίση· μάλιστα. Ὁ ἄλλος θά μέ ἐπαινέση· μάλιστα. Ὁ ἕνας θά μου δώση μισό ποτήρι νερό· μάλιστα. Νά μήν μπερδευώμαστε στήν ζωή τοῦ ἄλλου. Μόνον, ὅταν μᾶς ζητήσουν τήν ἀγάπη μας, νά τήν δώσωμε, ὅπως τήν δίνει ὁ Θεός “ἐπί δικαίους καί ἀδίκους”. Νά τηροῦμε “τήν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος”, ἤτοι τήν πίστι τήν ἁγία πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός. Αὐτά εἶναι ὁ προκείμενος ἀγώνας μας, τόν ὁποῖον ἀγαπάει ὁ Θεός...

❋ Ὅπως εἰς τήν θάλασσαν τῆς Τιβεριάδος, ὅταν ἤγρευσαν οἱ μαθηταί πλῆθος ἰχθύων, εἶπεν ὁ Ἰωάννης εἰς τόν Πέτρον “Ὁ κύριος ἐστιν”, οὕτω καί ἡμεῖς, ὅταν ἁπλώνομεν τά δίχτυα τῆς προσευχῆς, ἠμποροῦμεν νά ἐπαναλαμβάνωμεν “ὁ Κύριος ἐστι” μετά πλήρους πεποιθήσεως, διότι μᾶς τό βεβαιοῖ ἡ Ἐκκλησία μας, ὅτι ἐκεῖ ὑπάρχει Αὐτός. Νά ᾽τος! Παρών, ὁ ἴδιος ὁ Θεός!

Διά νά φωταγωγῆται ὅμως καί νά λαμπρύνεται διά τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου ὁ πιστός μέ τήν εὐχήν, πρέπει νά προσέχη ὁ ἴδιος νά εἶναι ὁ βίος του ἀνάλογος μέ τήν ζωήν πού ἁρμόζει εἰς τόν Θεόν. Ἀφοῦ θέλει τόν Θεόν, πρέπει νά ζῆ θεοπρεπῶς. Νά ἐπιδιώκη νά ξεφεύγη ἀπό τήν ἀνθρωπίνην μιζέρια καί τήν κακομοιριά, νά ἐνδυναμώνη τόν ἑαυτόν του διά τῆς θείας δυνάμεως, νά ἀσκῆται, νά γίνεται σκεῦος χωρητικόν τῶν θείων χαρισμάτων. Ἀκόμη, νά ἐπιθυμῆ τήν κάθαρσίν του ἀπό πάσης ἁμαρτίας, πληροφορούμενος ἀπό τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὅτι αὐτό εἶναι κατορθωτόν. Μέ τήν ἔμπρακτον θέλησίν του καί τήν εὐδοκίαν τοῦ Θεοῦ νά φέρεται πρός τήν δυνατήν ἀπάθειαν ὁ ἴδιος, καί μάλιστα γινόμενος ὁλονέν θεοειδέστερος.

❋ ...Διά νά προσεύχεσαι πρέπει νά ἔχης ἕν στοιχεῖον, τό ὁποῖον εἶναι ἀνάγκη νά τό καλλιεργῆς. Ὅπως προσέχομεν τήν ὑγείαν τοῦ σώματός μας, ἔτσι νά προσέχωμεν καί τήν ὑγείαν τῆς ψυχῆς. Εἶναι ἀνάγκη νά εἴμεθα χαρούμενοι.

Ὅταν συνηθίζωμεν νά προσευχώμεθα, μᾶς χαρίζεται ἡ χαρά τοῦ Χριστοῦ καί περισσότερον ἀκόμη. Ἄν προσευχόμενος θλίβεσαι, ἄν βαρυθυμῆς, κάτι μέσα σου δέν πηγαίνει καλά. Νά τό κοιτάξης, νά δώσης προσοχή, διότι ὁ χαρακτήρ τοῦ ἀνθρώπου ἐπιδρᾶ πολύ. 

 ... Ὁ μοναχισμός εἶναι μία πραγματική κοινωνία, μία σύναξις. Στό μοναστήρι οἱ μοναχοί δέν εἴμαστε ἄτομα καί ἁπλά ὀνόματα, ἀλλά ὅλοι μαζί ἀποτελοῦμε μία καρδιά, ἕνα σῶμα. Δέν ξεχωρίζουμε. Καί καθώς τά μοναστήρια, ὡς ἐπί τό πλεῖστον, ἔχουν περισσότερους μοναχούς καί λιγώτερα κελλιά, ὁ ἕνας εἶναι πλάϊ στόν ἄλλον καί ἀναπνέει τήν ἀγάπη τῆς καρδιᾶς του. Ὁ,τι ὑπάρχει στόν μοναχισμό εἶναι ὑπόδειγμα τοῦ οὐρανοῦ. Ἡ Ἐκκλησία παίρνει τά ὑποδείγματα αὐτά καί τά προσφέρει στούς πιστούς, ὅπως ἔκαναν καί οἱ Πατέρες.

 Ὁ κόσμος νομίζει ὅτι, ὅταν κάποιος πάη στό μοναστήρι, φεύγει ἀπό τήν κοινωνία καί ἀγριεύει. Τό λέγουν αὐτό, διότι ἀγνοοῦν ὅτι οἱ μοναχοί εἶναι οἱ περισσότερο κοινωνικοί ἄνθρωποι. Νά ξεύρετε ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά γίνει μοναχός, ἐάν δέν εἶναι κοινωνικός, ἐάν δηλαδή δέν μπορῆ νά ἐπικοινωνῆ μέ τούς ἀνθρώπους καί νά ἀντιμετωπίζη ὅλες τίς κοινωνικές δυσκολίες. Ἄν δυσκολεύεται νά παντρευθῆ, νά δημιουργήση οἰκογένεια, ἐπίσης δέν μπορεῖ νά γίνει μοναχός. Πρέπει νά νοιώθη ἀσφαλής στήν ζωή του. Δέν εἶναι καταφύγιο τά μοναστήρια. Ἑπομένως, ὁ μοναχός μπορεῖ νά ἐπιτύχη ὅλα τά προηγούμενα, τά ὁποῖα ἀγαπᾶ, δέν τά ἀρνεῖται, δέν τά κατηγορεῖ, δέν τά περιφρονεῖ, ἀλλά προτιμᾶ κάτι ἀνώτερο γιά τόν ἑαυτό του...

 ... Ὁ γάμος εἶναι ἕνας δρόμος· ἀρχίζει ἀπό τήν γῆ καί τερματίζει στόν οὐρανό. Εἶναι μία σύναψις, ἕνας σύνδεσμος μαζί μέ τόν Χριστόν, πού μᾶς βεβαιώνει ὅτι θά πᾶμε κάποτε στόν οὐρανό.... 

 ...Πάνω ἀπό τήν ἀγάπη, πάνω ἀπό τόν ἄνδρα σου, πάνω ἀπό τήν γυναῖκα σου, πάνω ἀπό τά καθημερινά σου γεγονότα, νά θυμᾶσαι ὅτι προορίζεσαι γιά τόν οὐρανό, ὅτι μπῆκες στόν δρόμο πού πρέπει ὁπωσδήποτε νά σέ βγάλη ἐκεῖ. Ἡ νύμφη καί ὁ γαμπρός δίνουν τά χέρια τους, τούς πιάνη ὁ ἱερεύς καί ἀκολουθοῦν γύρω ἀπό τό τραπέζι χορεύοντας καί ψάλλοντας. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ γάμος εἶναι ἡ πορεία, τό ταξίδι πού θά καταλήξη στόν οὐρανό, στήν αἰωνιότητα.

 Στόν γάμο φαίνονται ὅτι παντρεύονται δύο. Δέν εἶναι ὅμως δύο ἀλλά τρεῖς. Παντρεύεται ὁ ἄνδρας τήν γυναῖκα καί ἡ γυναῖκα τόν ἄνδρα, ἀλλά καί οἱ δύο μαζί ὑπανδρεύονται τόν Χριστόν. Τρεῖς ἑπομένως λαμβάνουν μέρος στό μυστήριο καί τρεῖς πλέον παραμένουν στήν ζωή τους.

 ...Ὅλα ὅσα χρησιμοποιοῦνται, κατά τήν τέλεσι τοῦ γάμου, εἶναι σκιές καί σύμβολα πού δείχνουν ὅτι ἐκεῖ εἶναι ὁ Χριστός. Ὅταν κάθεσαι καί βλέπεις ξαφνικά μιά σκιά, καταλαβαίνεις ὅτι κάποιος ἔρχεται. Δέν τόν βλέπεις· τό ξεύρεις ὅμως. Πρωΐ πρωΐ σηκώνεσαι καί βλέπεις κατακόκκινο τόν ὁρίζοντα στήν ἀνατολή. Θά βγῆ, λές, σέ λίγο ὁ ἥλιος... 

❋ Ὅταν βλέπης τόν γάμο σου, τόν ἄνδρα σου, τήν γυναῖκα σου, ὅταν βλέπεις τίς στεναχώριες σου, τά πάντα μέσα στό σπίτι σου, νά ξεύρης ὅτι εἶναι σημάδια τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι σάν νά ἀκοῦς τά βήματά του, σάν νά ἔρχεται, σάν νά πρόκειται νά ἀκούσης τώρα καί τήν φωνή του. Σκιές εἶναι ὅλα αὐτά πού δείχνουν ὅτι μαζί μας εἶναι ὁ Χριστός. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἐξ αἰτίας τῶν μεριμνῶν μας τόν νοιώθομε ὠς ἀπόντα. Τόν βλέπομε ὅμως μέσα στίς σκιές καί εἴμαστε βέβαιοι ὅτι εἶναι μαζί μας..... Ἡ ζωή ς εἶναι πλέον μαζί μέ τόν Χριστόν...

πηγή : ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙΑΙΟ
:ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ - ΤΡΙΚΟΡΦΟ ΦΩΚΙΔΟΣ

Τρίτη, Φεβρουαρίου 18, 2014

Συνοπτικὴ ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας




Τὴν χαρήκαμε, ἀγαπητά μου παιδιά, πραγματικὰ τὴν λειτουργία μας σήμερα. Ἀκόμη δὲν ἔχει φέξει καὶ τελειώσαμε. Εἶναι εὐκαιρία τώρα νὰ ποῦμε δύο σκέψεις, διότι πολλὲς φορὲς παραπονεῖσθε ὅτι δὲν μπορεῖτε νὰ χαρῆτε τὴν λειτουργία, δὲν τὴν εὐχαριστιέστε, δὲν τὴν καταλαβαίνετε, δὲν μπορεῖτε νὰ προσευχηθῆτε. Ἄλλες ὅμως φορὲς χαρούμενες μοῦ λέτε: Σήμερα λειτουργήθηκα πολὺ καλά• τὴν ἔζησα τὴν λειτουργία.

Ἄραγε πότε μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τὴν ζήσαμε καὶ πότε τὸ λέμε χωρὶς νὰ εἶναι ἀλήθεια; Προσευχόμεθα εἰς τὴν λειτουργίαν, ἀλλὰ τί πρέπει νὰ ζητοῦμε; Ἢ μᾶλλον τί μᾶς παρέχει ἡ θεία λειτουργία, γιὰ νὰ τὸ ζητήσωμε καί, ὅταν τὸ λάβωμε, νὰ ἔχωμε τὴν βεβαιότητα ὅτι εἰσακούσθηκε ἡ προσευχή μας;

Ἀναμφιβόλως ὁ τελικὸς σκοπὸς τῆς θείας λειτουργίας εἶναι ἡ συμμετοχή μας εἰς τὴν θείαν ζωήν, εἶναι ἡ δόσις καὶ ἡ ἀντίδοσις, νὰ δώσωμε καὶ νὰ πάρωμε. Τί νὰ δώσωμε; Τὰ δῶρα, «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν». Εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ δίνομε εἰς αὐτόν. Εἶναι δικά του καὶ τοῦ τὰ προσφέρομε. Τοῦ προσφέρομε ἄρτον καὶ οἶνον.

Γιατί ἄραγε; Μὲ τὰς θυσίας ποὺ προσέφερον οἱ «παλαιοί», οἱ Ἰουδαῖοι, προσέφερον πάντοτε καὶ δῶρα, ὅπως χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ σκεύη, ἀπαρχάς, δηλαδὴ τοὺς πρώτους καρποὺς τῆς γῆς, ἢ «ζῶα τῶν ἐδωδίμων», ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τρώει ὁ ἄνθρωπος.

Ἐμεῖς δὲν κάνομε τοιαύτας προσφοράς• προσφέρομε ἄρτον καὶ οἶνον, τὰ ὁποῖα ἔχει εἰς τὴν διάθεσίν του ἀποκλειστικῶς ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶναι κύρια διατροφή του. Εἶναι ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα τοῦ ἐξασφαλίζουν τὴν ἐπίγειον ζωή. Προσφέροντας λοιπὸν ἄρτον καὶ οἶνον, αὐτὰ ποὺ κατ' ἐξοχὴν ἁρμόζουν εἰς τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι σὰν νὰ προσφέρωμε τὴν ἴδια μας τὴν ζωή, τὴν ἐπικηρόν, τὴν ἐπίγειον, τὴν προσωρινήν. Προσφέρομε κάτι τὸ πρόσκαιρο, γιὰ νὰ πάρωμε κάτι τὸ αἰώνιο, τὴν αἰώνιον ζωήν. Εἰς τὴν δόσιν τὴν ἰδικὴν μας ἔρχεται ἡ ἀντίδοσις τοῦ Χριστοῦ• μᾶς παρέχει τὴν ἰδικὴν του ζωήν, τὸ σῶμα τουκαὶ τὸ αἷμα του.

Τί ὡραῖα τὸ λέγει ὁ Καβάσιλας• «προῖκα δίδωσιν ἡμῖν ὁ Θεὸς πάντα τὰ ἅγια, καὶ οὐδὲν αὐτῶν προεισφέρομεν, ἀλλ' ἀτεχνῶς εἰσι χάριτες». Ὁ,τιδήποτε μᾶς χαρίζει ὁ Θεός, καὶ οἱ ἐπιτυχίες εἰς τὸν ἀγῶνα μας καὶ οἱ ἀρετὲς καὶ οἱ εὐσεβεῖς σκέψεις καὶ τὰ πάντα, ὅλα τὰ ἅγια, «πᾶν δώρημα τέλειον», εἶναι «προῖκα», δωρεά, καὶ «ἀτεχνῶς χάριτες τοῦ Θεοῦ», ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον δῶρα χαρισμένα ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐμεῖς δὲν ἔχομε τίποτε νὰ προσφέρωμε, τίποτε ἐνώπιον αὐτοῦ νὰ συνεισφέρωμεν• τὰ πάντα προέρχονται ἐξ αὐτοῦ.

Γιὰ νὰ μπορέση ὅμως νὰ γίνει αὐτὴ ἡ ἀντίδοσις ποὺ εἶναι ὁ τελικὸς σκοπὸς τῆς θείας λειτουργίας, γιὰ νὰ γίνη καὶ σὲ μᾶς αὐτὸ ποὺ ἔγινε ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸ ὁποῖον διὰ μιᾶς τοιαύτης περιχωρήσεως καὶ ἀντιδόσεως ἡνώθη ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, πρέπει νὰ προπαρασκευασθῶμεν. Χωρὶς προπαρασκευήν, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ματαίως γίνεται ἡ λειτουργία. «Ἀλλὰ τὸ γε ἐπιτηδείους γενέσθαι πρὸς τὸ δέξασθαι αὐτὰ καὶ φυλάξαι ἐξ ἀνάγκης ἀπαιτεῖ παρ' ἡμῶν καὶ οὐκ ἂν μεταδοίη τοῦ ἁγιασμοῦ μὴ οὕτω διατεθεῖσιν», λέγει πάλι ὁ Καβάσιλας• ναί, ὅλα μᾶς τὰ δίνει ὁ Θεός, ἀλλὰ θέλει νὰ γίνωμε ἱκανοί, ὥστε νὰ δεχθοῦμε τὸν ἁγιασμόν του καὶ τὰ δῶρα του, καὶ ἄξιοι νὰ τὰ φυλάξωμε. Ἀναγκαστικῶς λοιπόν, γιὰ νὰ μᾶς τὰ μεταδώση, πρέπει νὰ διατεθοῦμε καὶ ἡμεῖς καταλλήλως. Ἐπειδὴ «οὕτως ἀναγκαῖον ἦν πρὸς τὴν τεῦξιν τῶν μυστηρίων τὸ εὖ ἔχοντας ἀπαντῆσαι καὶ παρεσκευασμένους», διὰ τοῦτο ὁ ἱερὸς συγγραφεύς, ὁ ἑρμηνευτὴς τῆς θείας λειτουργίας, μᾶς λέγει ὅτι ἡ προετοιμασία οὐσιαστικῶς καὶ μυστικῶς γίνεται εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν. Πῶς ἐπιτυγχάνεται αὐτό; Μὲ τὶς εὐχές, μὲ τοὺς ψαλμούς, μὲ τὰ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα, μὲ ὅλα τὰ λεγόμενα καὶ τὰ τελούμενα ἐν αὐτῇ.

Εἰς τί συνίσταται ἡ προπαρασκευή; Εἰς τὴν προετοιμασίαν τῆς καρδίας μας, ὥστε νὰ γίνη χωρητικὴ τῆς θεότητος. Πῶς μᾶς προετοιμάζει, τί προσφέρει ἡ λειτουργία; Τί πρέπει νὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸν καί, ὅταν τὸ λάβωμε, τότε εἴμεθα παρεσκευασμένοι, ἕτοιμοι, νὰ δεχθοῦμε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ;

Αὐτὸ τὸ θέμα θὰ μᾶς ἀπασχολήση σήμερα, παιδιά μου. Καὶ γιὰ νὰ ἐκφράσωμε μερικὲς σκέψεις, θὰ μᾶς βοηθήσουν ὁ συγγραφεὺς τὸν ὁποῖον ἀναφέραμε προηγουμένως, ὁ ἱερὸς Καβάσιλας, τὸ ἀποστολικὸ καὶ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα καὶ ἡ σημερινὴ ἀκολουθία.

Τὸ πρῶτον, τὸ ὁποῖο ἐπιτυγχάνομεν εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν, εἶναι ἡ ἄφεσις τῶν ἁμαρτιῶν μας. Πραγματικὰ τὴν κερδίζομε. Πῶς; Κατ' ἀρχάς, μὲ τὶς εὐχὲς οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται πρὸς τὸν Θεὸν ἐκ μέρους μας διὰ τῶν χειλέων τοῦ ἱερέως καὶ ἔχουν μίαν δύναμι. Τὰ ὡραιότατα νοήματά τους συντρίβουν τὴν καρδιά μας, καὶ ἂν ἀκόμη αὐτὴ εἶναι πέτρινη. Μᾶς κάνουν νὰ νοιώσωμε τὴν ἁμαρτωλότητά μας. Ἀναπεμπόμενες δὲ καὶ ἀνερχόμενες οἱ εὐχὲς εἰς τὸν Θεὸντὸν καθιστοῦν ἵλεων. Δέχεται τὴν παράκλησή μας, διότι ἔχει ὑποσχεθεῖ ὅτι θὰ ἀκούη τὴν προσευχή μας. Εἰς ὅλες τὶς εὐχὲς παρακαλοῦμε νὰ μᾶς συγχωρήση ὁ Θεός. Ἑπομένως, εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ μᾶς ἀκούση, τὴν ὥρα μάλιστα ἐκείνην τὴν φρικτήν τοῦ μυστηρίου; Μᾶς ἀκούει καὶ δι' αὐτὸ ἀκριβῶς μᾶς παρέχει τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν. Νὰ σκεπτώμεθα λοιπὸν τὴν ἁμαρτωλότητά μας καὶ νὰ ἀγωνιζώμεθα νὰ συντριβῆ ἡ σκληρότης τῆς καρδίας μας, οὕτως ὥστε νὰ ἐπέλθη ἡ ἄφεσις.

Τὸ δεύτερον, τὸ ὁποῖο κερδίζομε, εἶναι μία μετάθεσις τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδίας εἰς τὸν οὐρανόν• δὲν ζοῦμε πλέον εἰς τὴν γῆν τὴν ὥρα τῆς λειτουργίας. Προσέξατε τί ἔλεγε ἕνα τροπάριο τῶν αἴνων, ποὺ ψάλαμε; «Διὰ τοῦ σταυροῦ σου Χριστέ, μία ποίμνη γέγονεν, ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων, καὶ μία Ἐκκλησία• οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ ἀγάλλεται• Κύριε δόξα σοι». «Διὰ τοῦ σταυροῦ σου Χριστὲ» — ὁ σταυρὸς ὑψώνεται χωρὶς χύσιμο αἵματος εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν, ἡ ὁποία εἶναι μία ἀναπαράστασις ἀκριβῶς τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, τοῦ σταυρικοῦ του θανάτου — «διὰ τοῦ σταυροῦ σου» καὶ διὰ τῆς λειτουργίας σου ἑπομένως, ὅλα γίνονται «μία ποίμνη καὶ μία Ἐκκλησία». Ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι καὶ ἄνθρωποι, οὐρανὸς καὶ γῆ συμμετέχουν. Ὅλα γίνονται ἕνας οὐρανός. Οἱ πάντες καὶ τὰ πάντα συγχωνεύονται καὶ ὅλοι καὶ ὅλα μαζὶ δοξάζουν τὸν ἐπὶ τοῦ θρόνου του καθήμενον Χριστόν.


 



Ἡ λειτουργία μας λοιπὸν εἶναι μία σύναξις τῶν ποιημάτων, τῶν δημιουργημάτων τοῦ Θεοῦ καὶ μάλιστα τοῦ ἀγγελικοῦ, τοῦ πνευματικοῦ καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου κόσμου. Εἶναι δημιουργία ἑνὸς πνευματικοῦ οὐρανοῦ, μπροστὰ στὴν ὀμορφιὰ τοῦ ὁποίου ὁ ἐπίγειος κόσμος, οἱ ὁρατοὶ οὐρανοὶ ὠχριοῦν.

Ὅταν ζῆ κανεὶς αὐτὴν τὴν ἀλήθεια εἰς τὴν λειτουργίαν, αὐτὸν τὸν πνευματικὸν οὐρανόν, αὐτὴν τὴν παράστασι τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τότε πλέον δὲν νοιώθει ἄνετα εἰς τὸν κόσμο αὐτόν. Ὅποιος μπορεῖ νὰ χωρέσει καὶ εἰς τὴν ζωὴ αὐτὴν καὶ εἰς τὸν κόσμο αὐτόν, ὅποιος μπορεῖ νὰ βολευτεῖ, αὐτὸς δὲν εἶναι «εὔθετος εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Ὅταν εἶσαι εἰς τὴν λειτουργίαν, νοιώθεις ὅτι εἶσαι ξένος πλέον γιὰ τὸν κόσμο. Χαίρεσαι, διότι εἶσαι γεγραμμένος εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Ἀνάβει ἡ ἐπιθυμία στὴν καρδιά σου νὰ γίνης καὶ σὺ πολίτης τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δύσκολο; Εἶναι ὑπόθεσις τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ ἔτρεξαν, ὅπως ἀναφέρεται εἰς τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, χαρούμενοι εἰς τὸν Κύριον διότι ἔκαναν θαύματα, εὐηγγελίζοντο, ἐκέρδιζαν ψυχές, ἔβγαζαν δαιμόνια καὶ τοῦ εἶπαν «καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσεται ἡμῖν, Κύριε», τί ἀπήντησεν ἐκεῖνος; Μὴ χαίρετε δι' ὅλα αὐτά, ἀλλὰ νὰ χαίρετε διότι τὰ ὀνόματά σας ἐγράφησαν ἐν οὐρανοῖς• «ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Αὐτὸ εἶναι τὸ δύσκολο νὰ ἐπιτύχη κανείς• εἶναι τὸ πραγματικὸ κέρδος ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἔχη.

Ἡ λειτουργία εἶναι σὰν νὰ μᾶς λέγη: Γίνε καὶ σὺ ἐκλεκτός, ποὺ θὰ συγκαταριθμηθῆς εἰς αὐτὴν τὴν πολιτείαν τοῦ Θεοῦ. Νὰ νοσταλγῆς πάνω ἀπὸ ὅλα τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, τὴν κοινωνίαν τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων, ἐκεῖ ὅπου ὅλα ἀγάλλονται, ὅλα δοξολογοῦν τὸν Θεόν.

Τὸ τρίτον, τὸ ὁποῖο κερδίζομε ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ προηγουμένου, εἶναι ὁ ἁγιασμός μας. Μόνον σὲ ἁγίους μπορεῖ νὰ ἐπαναπαυθῆ ὁ Θεὸς καὶ μόνον μὲ αὐτοὺς μπορεῖ νὰ ἐπικοινωνῆ• «Ὅτι ἅγιος εἶ, ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ ἐν ἁγίοις ἐπαναπαύῃ». Γι' αὐτὸ καὶ τοῦ ζητοῦμε συνεχῶς νὰ μᾶς ἁγιάση. Τί εἶναι λοιπὸν ὁ ἁγιασμὸς καὶ πῶς ἐπιτυγχάνεται; Εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀποκοπή μας ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου. Ἅγιος εἶναι ὁ ξεχωρισμένος, ὁ ἀφωρισμένος, ὁ δοσμένος εἰς τὸν Θεόν. Ἑπομένως, γινόμεθα ξένοι διὰ τὸν κόσμο καὶ ἐπιθυμοῦμεν πλέον νὰ ἀνήκωμεν ὁλοκληρωτικὰ εἰς τὸν Θεόν. Αὐτή μας ἡ ἐπιθυμία μᾶς ἁγιάζει. Γίνεται μία προϋπόθεσις, γιὰ νὰ μπορέσωμε νὰ ἀποκτήσωμε καὶ κάθε ἄλλην ἀρετή, ἀπαραίτητη γιὰ τὸν ἁγιασμόν μας.

Ἡ λειτουργία μας λοιπὸν εἶναι ἕνα δόσιμο, μία προσφορὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας εἰς τὸν Κύριον ἢ καλύτερα μία ἐπανάληψις τῆς προσφορᾶς μας, μία ἀνανέωσις τῆς συνθήκης ποὺ ἔχομε ὑπογράψει μαζί του, τότε ποὺ ἐβαπτιζόμεθα καὶ ἐχριόμεθα. Κάθε φορὰ ποὺ πηγαίνομε εἰς τὴν λειτουργίαν ὑποσχόμεθα καὶ πάλι: Κύριε, σοῦ ξαναδίνω τὸν ἑαυτόν μου.

Ὁ ἁγιασμὸς μας αὐτὸς ὅμως γίνεται καὶ μὲ τὴν συμμετοχήν μας εἰς τὸ σῶμα του καὶ εἰς τὴν ζωήν του. Ἐν τῇ λειτουργίᾳ γίνεται ἡ σύναξις τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Συμμετέχομεν καὶ ἡμεῖς. Ἑπομένως, ἐπικοινωνοῦμεν ἄμεσα μὲ τὸν Θεόν. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι οἱ χυμοὶ τοῦ Θεοῦ, ἡ ἁγιότης του ρέουν μέσα μας, γινόμεθα μέλη Χριστοῦ, γινόμεθα Χριστός. Ἐκεῖνος ἡ κεφαλὴ καὶ ἐμεῖς τὰ μέλη. Ἀφοῦ ἡ κεφαλὴ εἶναι ἁγία καὶ ἐμεῖς γινόμεθα ἅγιοι ὡς «μέλη ἐκ μέρους», ὡς «σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός του καὶ ὀστᾶ ἐκ τῶν ὀστέων του».

Συμμετέχομεν εἰς τὴν ζωήν του. Τί σημαίνει αὐτό; Ἡ λειτουργία οὐσιαστικῶς δὲν εἶναι προσευχή• εἶναι δόσις καὶ ἀντίδοσις. Εἶναι ὅμως καὶ μία ἀνάμνησις καὶ μία ἐπανάληψις, μία ὅρασις. Ὁ Χριστὸς ζῆῖ τώρα μπροστά μας. Δι' ὅλων «ὁρῶμεν τὸν Χριστὸν τυπούμενον καὶ τὰ ὑπὲρ ἡμῶν αὐτοῦ ἔργα καὶ πάθη• καὶ γὰρ ἐν τοῖς ψαλμοῖς καὶ ταῖς ἀναγνώσεσι καὶ πᾶσι τοῖς ὑπὸ τοῦ ἱερέως διὰ πάσης τῆς τελετῆς πραττομένοις, ἡ οἰκονομία τοῦ Σωτῆρος σημαίνεται».

Ἑπομένως, ὁλόκληρη ἡ θεία μυσταγωγία εἶναι εἰκόνα τοῦ ἰδίου τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁλόκληρη ἡ θεία λειτουργία εἶναι μία ἐν χρόνῳ καὶ ἐν χώρῳ ἐπανάληψις τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ• σὰν νὰ ζεῖ τώρα μπροστὰ μας ὁ Χριστός. Διότι αὐτὰ ποὺ γίνονται εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν, «εἰς τὴν τοῦ Σωτῆρος οἰκονομίαν ἀναφέρεται πάντα, ἵνα ἡμῖν ἡ αὐτῆς θεωρία πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν οὖσα τὰς ψυχὰς ἁγιάζῃ καὶ οὕτως ἐπιτήδειοι γινώμεθα πρὸς τὴν ὑποδοχὴν τῶν ἱερῶν δώρων». Κατὰ τὴν ἐπίγειον ζωὴ του ὁ Χριστὸς ἐχάρισε τὴν ἀνάστασίν του εἰς ὅλον τὸν κόσμο. Τώρα «φιλοπόνως θεωρουμένη» ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καθιστᾶ καὶ ἡμᾶς ἱκανοὺς νὰ ἀνιστάμεθα εἰς τὴν ἰδικὴν του ζωή.

Ὅλα, ὅσα λέγονται καὶ πράττονται εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν, ἀρχικῶς εἶχον ἕνα πρακτικὸν σκοπὸν ἄλλα καὶ ἕνα δεύτερον: νὰ τυποῦν τὸν Χριστόν• δύο ἔργα δηλαδὴ μποροῦν νὰ ἐπιτελοῦν. Ἡ περιφορά, παραδείγματος χάριν, τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε ἕνα πρακτικὸν σκοπόν. Ταυτοχρόνως ὅμως εἶναι καὶ μία τύπωσις καὶ μία δήλωσις καὶ μία φανέρωσις τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης, ὅπως τὰ ἐνδύματά μας καλύπτουν μίαν πρακτικὴν ἀνάγκην, καλύπτουν τὴν γυμνότητά μας καὶ προφυλασσόμεθα ἀπὸ τὴν θερμότητα ἢ ἀπὸ τὸ κρύο, ἀλλὰ συγχρόνως ἀποκαλύπτουν τὴν ἡλικίαν μας, τὸ ἀξίωμά μας, τὸν χαρακτῆρα μας, ὑποδηλώνουν τὸν ἄνθρωπον, τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τὰ ἄμφια τῆς θείας λειτουργίας. Ὑπάρχουν τέλος πράξεις καὶ λόγοι, ποὺ ἔχουν ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον συμβολικὸν χαρακτῆρα, δηλωτικόν τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ.

Δι' αὐτὸ εἰς τὴν λειτουργίαν πρέπει οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς διανοίας μας νὰ εἶναι συνεχῶς εἰς τὰ νοούμενα καὶ εἰς τὰ τελούμενα, οὕτως ὥστε, συμμετέχοντες μυστικῶς εἰς τὴν ζωὴν τοῦ Κυρίου, νὰ γινώμεθα ἱκανοὶ νὰ συμμετέχωμεν καὶ μυστηριακῶς εἰς αὐτήν. Δι' ὅλων λοιπὸν τῶν μέσων «καλλίω... καὶ θειοτέραν ἐργάζεται τὴν ψυχὴν» ἡ θεία λειτουργία καὶ μᾶς καθιστᾶ ἀξίους πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ.

Ἕνα τέταρτον, τὸ ὁποῖον προσφέρει ἡ θεία λειτουργία, εἶναι ἡ ἄνευ ὁρίων ἀγάπη πρὸς τοὺς ἄλλους, πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας. Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἔλεγε• «Ἀσπάσασθε ἀλλήλους ἐν φιλήματι ἀγάπης». Ἕνα τέτοιο φίλημα ἔκαναν οἱ ἀρχαῖοι χριστιανοί. Σὲ μᾶς κατηργήθη. Μπορεῖ ὅμως νὰ εἶναι ἐσωτερικό• μὲ ἕνα βλέμμα τῆς καρδιᾶς νὰ ἀγκαλιάζη τρόπον τινὰ ὁ ἕνας ὅλους τοὺς ἄλλους. Ἐν πάσῃ ἀγάπῃ καὶ ἐν πλήρει ἑνότητι μετὰ τῶν ἄλλων πρέπει κανεὶς νὰ ἔρχεται εἰς τὴν λειτουργίαν καὶ ταυτοχρόνως νὰ τὸ ζητεῖ, γιὰ νὰ γίνη μία αὔξησις. Πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Χριστόν, ἐὰν δὲν εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸ κάθε μέλος τοῦ σώματος αὐτοῦ;

Τέλος, ἡ θεία λειτουργία μὲ τὴν προετοιμασία ποὺ κάνει μέσα μας δημιουργεῖ πίστιν καὶ ἐναπόθεσιν τῶν ἐλπίδων, τῶν δυσκολιῶν, τῶν προβλημάτων μας εἰς Ἐκεῖνον. Εἰς τὴν λειτουργίαν δὲν πηγαίνομε γιὰ νὰ ζητήσωμε αὐτὸ ἢ τὸ ἄλλο, δηλαδὴ νὰ ἱκανοποιήσουμε τὶς ἀνάγκες μας. Πηγαίνομε νὰ ζητήσωμε ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον Ἐκεῖνον. Ἀφήνομε εἰς τὸν Θεὸν τὰ ὑπόλοιπα, «πᾶσαν τὴν μέριμναν ὑμῶν ἐπιρρίψαντες ἐπ' αὐτόν», κατὰ τὸ σημερινὸν ἀποστολικὸν ἀνάγνωσμα, ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ρίχνεται στὴν θάλασσα καὶ ἀφήνεται νὰ ἄγεται καὶ νὰ φέρεται ἀπὸ τὰ κύματά της. Ἀποκτοῦμε τότε θάρρος, δικαιώματα• κατακτοῦμε τὴν ἐλευθερίαν εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν νὰ μποροῦμε νὰ ἀφηνώμεθα εἰς τὸν Θεόν. Διότι, ἐφ' ὅσον ἀφηνόμεθα εἰς αὐτὸν καὶ ἔχομε τὸ δικαίωμα νὰ γίνωμε κάτι τὸ θεϊκό, εἶναι φυσικό, ἀφοῦ Ἐκεῖνος ἔχει ἀρχίσει τὴν ζωὴ μέσα μας, Αὐτὸς νὰ τὴν φέρη καὶ εἰς πέρας, νὰ τακτοποιήσει κάθε πρόβλημα ἐξωτερικὸ ἀλλὰ καὶ πνευματικό. «Ὁ δὲ Θεὸς πάσης χάριτος, ὁ καλέσας ὑμᾶς εἰς τὴν αἰώνιον αὐτοῦ δόξαν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ὀλίγον παθόντας, αὐτὸς καταρτίσει ὑμᾶς, στηρίξει, σθενώσει, θεμελιώσει». Ὁ Χριστὸς ἀναλαμβάνει πλέον αὐτὸς ὁ ἴδιος τὴν ζωή μας, νὰ μᾶς δώση σθένος, νὰ μᾶς στηρίξη, νὰ μᾶς καταρτίση καὶ νὰ μᾶς τελειοποιήση. Τὰ πάντα ἀναλαμβάνει Ἐκεῖνος.

Εἴδαμε λοιπὸν ὅτι εἰς τὴν λειτουργίαν κερδίζομε τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν, γίνεται μία μετάθεσις τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδίας μας εἰς τὸν οὐρανόν, ἐπιτυγχάνομεν τὸν ἁγιασμόν, ἑνούμεθα ἐν ἀπολύτῳ, ἐν πλήρει ἀγάπῃ μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους, ἡ πίστις ἐνισχύεται καὶ τὰ πάντα ἐναποτίθενται εἰς τὸν Θεόν.

Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπιτυγχάνομεν μὲ τὶς εὐχές, ὅπως λέγαμε στὴν ἀρχή. Δὲν βοηθοῦν ὅμως μόνον οἱ εὐχές. Βοηθοῦν καὶ οἱ ψαλμοὶ — ἰδίως οἱ ψαλμοὶ τῶν ἀντιφώνων, τῶν ὁποίων ὅμως σήμερα δὲν διαβάζονται παρὰ μόνον ὡρισμένοι στίχοι — καὶ οἱ ψαλμωδίες, διότι καὶ αὐτὰ ὁμιλοῦν περὶ τοῦ Χριστοῦ. Οἱ μακαρισμοὶ ἐν συνεχείᾳ καὶ τὰ ἀναγνώσματα ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ἔργο του, μᾶς ἀνάβουν τὸν πόθο καὶ τὴν ἐπιθυμία νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολές του.

Τοιουτοτρόπως, δι' ὅλων τῶν δρωμένων καὶ τῶν τελουμένων ἐν τῇ λειτουργίᾳ, ἐπιτυγχάνομεν νὰ κάνωμε τὴν ψυχὴν μας καλυτέραν, ὡραιοτέραν. Δι' αὐτὸν τὸν λόγον ὁ ἱερὸς συγγραφεὺς τῆς ἑρμηνείας τῆς λειτουργίας μᾶς προτρέπει- «Οὕτω... αἰδεσθῶμεν τὸν οὕτως ἐλεήσαντα, τὸν οὕτω σώσαντα καὶ πιστεύσωμεν αὐτῷ τὰς ψυχάς», ἂς τοῦ ἐμπιστευθῶμεν τὶς ψυχές μας, «καὶ παραθώμεθα τὴν ζωήν, καὶ φλέξωμεν τὰς καρδίας τῷ πυρὶ τῆς ἀγάπης αὐτοῦ• καὶ τοιοῦτοι γενόμενοι, τῷ πυρὶ τῶν μυστηρίων ὁμιλήσωμεν ἀσφαλῶς καὶ οἰκείως». Ὅταν τοῦ ἐμπιστευθῶμεν τὰς ψυχάς μας, ὅταν τοῦ παραθέσωμεν τὴν ζωήν μας, ὅταν φλέξωμεν τὰς καρδίας μας μὲ τὸ πῦρ τῆς ἀγάπης του, τότε πλέον εἴμεθα ἕτοιμοι καὶ μποροῦμε νὰ «ὁμιλήσωμεν τῷ πυρὶ τῶν μυστηρίων ἀσφαλῶς καὶ οἰκείως», νὰ ἔλθωμεν εἰς ἐπαφήν, νὰ ἀποκτήσωμεν πλέον ἐμπειρικὴν συνάφειαν μὲ τὸ πῦρ τῶν μυστηρίων του. Τότε μόνον ἡ ἐν τῆ πράξει, ἡ ἐμπειρικὴ αὐτὴ αἴσθησις, ἡ πραγματικὴ αὐτὴ ἐκζήτησις τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ γίνεται βίωμά μας. Καὶ ἡ μετάληψις τῶν τιμίων δώρων, ἡ μετάληψις τῆς θεότητος καὶ ἡ θέωσίς μας, ἔρχεται ὡς ἀπόρροια ὅσων μᾶς χαρίζει ἡ θεία λειτουργία.

Τὸ τεμάχιο τοῦ ἄρτου, τὸ ὁποῖο πρόκειται νὰ γίνει σῶμα Χριστοῦ, τὸ βγάζομε ἀπὸ τὸ πρόσφορο. Δὲν προσφέρομε ὁλόκληρο τὸ πρόσφορο εἰς τὸν Κύριον, ἀλλὰ ἕνα τεμάχιό του. Τὸ πρόσφορο εἰκονίζει τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, τὸ ἡμέτερον φύραμα, τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἐξῆλθε ὁ Χριστὸς ἐκ τοῦ ἡμετέρου φυράματος διὰ νὰ θεώση αὐτό. Ἂς ἐξέλθωμεν καὶ ἡμεῖς ἐκ μέσου τῶν ἀνθρώπων, διὰ νὰ θεωθῶμεν, διὰ νὰ προσφερθῶμεν εἰς τὸν Θεόν. Διότι, προσφέροντας αὐτὸ τὸ ἀντίτυπον, προσφέρομεν τὸν ἑαυτόν μας. Τὰ ἀντίτυπα τοῦ τιμίου σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ πρῶτα τὰ ἐναποθέτομεν ὡς δῶρα εἰς τὸν Κύριον ἐπὶ τῆς ἁγίας Προσκομιδῆς καὶ ἐν συνέχειᾳ τὰ προσφέρομεν ὡς θυσίαν ἐπὶ τοῦ ἁγίου θυσιαστηρίου.

Ἂς καταστήσωμεν τὸν ἑαυτὸν μας δῶρο διαλεγμένο, δῶρο ξεχωρισμένο, δῶρο ποὺ θὰ τὸ ἀφήσωμε μιὰ γιὰ πάντα στὰ χέρια Ἐκείνου καὶ δὲν θὰ θελήσωμε ποτὲ νὰ τὸ πάρωμε πίσω. Ὅταν προσφερθοῦμε εἰς Αὐτὸν ὡς δῶρο, τότε μόνον θὰ μποροῦμε, πλησιάζοντες καὶ κυκλοῦντες καθ' ἑκάστην τὸ θυσιαστήριόν του καὶ προσεδρεύοντες εἰς αὐτό, νὰ προσενέγκωμεν ὁλόκληρο τὸ εἶναι μας, τὸν ἑαυτὸν μας — νοῦν, ψυχὴν καὶ καρδίαν— θυσίαν ζῶσαν καὶ εὐάρεστον. Τὸ εἶναι μας μᾶς τὸ ἐχάρισε Ἐκεῖνος• τὸ ὀφείλομεν εἰς Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος δὲν θὰ παύση νὰ εἶναι τὸ κέντρο καὶ τὸ τέλος, ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...