Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Αντώνιος Ρωμαίος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Αντώνιος Ρωμαίος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Μαρτίου 15, 2016

Η ΑΙΤΙΑ της κάθε ΣΥΜΦΟΡΑΣ! "...Θα επιφέρει καυστικό άνεμο"!

«᾿Ιδοὺ ἐγώ δίδωμι ἐνώπιον ὑμῶν σήμερον τὴν εὐλογίαν καί τὴνκατάραν· τὴν εὐλογίαν, ἐὰν ἀκούσητε τὰς ἐντολὰς Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν, ὅσας ἐγώ ἐντέλλομαι ὑμῖν σήμερον, καί τὴν κατάραν,ἐὰν μὴ ἀκούσητε τὰς ἐντολὰς Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ὅσα ἐγώ ἐντέλλομαι ὑμῖν σήμερον, καί πλανηθῆτε ἀπὸ τῆς ὁδοῦ, ἧς ἐνετειλάμην ὑμῖν, πορευθέντες· λατρεύειν θεοῖς ἑτέροις, οὓς οὐκ οἴδατε» [1].

( Ψαλμ. μη΄, 15 ) Ἀρχιμ. Αντωνίου Ρωμαίου




   «Αὐτούς θά τούς ποιμάνει ὁ θάνατος», λέει ὁ Ψαλμωδός. Σύμφωνα μέ τά βιβλικά δεδομένα, δέν πρόκειται ἐδῶ γιά εἰρωνεία στήν ἔκφραση, ἀλλά γιά διαγνωστική προαγγελία.
   Ἤδη, στό Δευτερονόμιο τῆς Πεντατεύχου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, παρουσιάζεται ὁ Θεός νά κάνει αὐτή τή διαγνωστική προαγγελία μέ τά λόγια:
  «᾿Ιδοὺ ἐγώ δίδωμι ἐνώπιον ὑμῶν σήμερον τὴν εὐλογίαν καί τὴνκατάραν· τὴν εὐλογίαν, ἐὰν ἀκούσητε τὰς ἐντολὰς Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν, ὅσας ἐγώ ἐντέλλομαι ὑμῖν σήμερον, καί τὴν κατάραν,ἐὰν μὴ ἀκούσητε τὰς ἐντολὰς Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ὅσα ἐγώ ἐντέλλομαι ὑμῖν σήμερον, καί πλανηθῆτε ἀπὸ τῆς ὁδοῦ, ἧς ἐνετειλάμην ὑμῖν, πορευθέντες· λατρεύειν θεοῖς ἑτέροις, οὓς οὐκ οἴδατε» [1].
 Στήν ἱστορική διαδρομή του, ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ ἔχει ἐπιβεβαιώσει, κατά ἐναλλασσόμενες περιόδους, τήν ἀναντίρρητη πραγματικότητα καί τῶν δύο φάσεων τῆς σχέσης του μέ τόν Θεό.
    Σέ κάθε χρονική περίοδο, πού σεβόταν τόν Θεό καί ἐφήρμοζε τίς ἐντολές Του, μεγαλουργοῦσε, εὐημεροῦσε καί ἀντιμετώπιζε τούς ἐχθρούς του νικηφόρα. Στίς χρονικές περιόδους, πού παρασυρόταν ἀπό γειτνιάζοντα ἔθνη καί ἀπομακρυνόταν ἀπό τήν θεοκρατική πίστη καί κοσμοβιοθεωρία του, σέ σημεῖο, πού ἐγκατέλειπε καί τόν μονοθεϊσμό καί τήν παραδεδομένη λατρεία, ἔχανε τήν ἐθνική κυριαρχία του. Ὑποδουλωνόταν τότε σέ ἄλλους λαούς καί στρεφόταν στόν παγανισμό, στήν δεισιδαίμονα εἰδωλολατρία καί στήν ὑποκουλτούρα τῶν ἀκαλλιέργητων φυλῶν.
   Σέ αὐτές τίς περιόδους τῆς παρακμῆς, ὁ Θεός δέν ἄφηνε τό λαό Του ἀβοήθητο. Προνοοῦσε γιά τήν παρουσία ἰσχυρῶν προσώπων, ἱκανῶν νά τόν ἐπαναφέρουν στήν παραδεδομένη πίστη καί λατρεία, ὅπως, γιά παράδειγμα, ὑπῆρξαν οἱ προφῆτες.
   Μία τέτοια προσωπικότητα, ὁ Προφήτης Ἠσαΐας ἔκαμε τότε μία δυνατή παρέμβαση, λέγοντας:«Καὶ δεῦτε διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος· καὶ ἐὰν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ, ἐὰν δὲ ὦσιν ὡς κόκκινον, ὡς ἔριον λευκανῶ. καὶ ἐὰν θέλητε καὶ εἰσακούσητέ μου, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε· ἐὰν δὲ μὴ θέλητε, μηδὲ εἰσακούσητέ μου, μάχαιρα ὑμᾶς κατέδεται· τὸ γὰρ στόμα Κυρίου ἐλάλησε ταῦτα[2]».
  Καλεῖ ὁ Θεός, μέ τόν Προφήτη Ἠσαΐα, τούς ἀποστατημένους Ἰσραηλῖτες σέ διάλογο καί, ὅπως θά λέγαμε σήμερα, τούς λέει: «Λοιπόν, ἐλᾶτε, κι ἂς κριθοῦμε μεταξύ μας, λέει ὁ Κύριος. Θέλω νά κάνω διάλογο μαζί σας. Γιατί μέ ἀποφεύγετε; Μήπως μέ φοβόσαστε, γιά τίς ἁμαρτίες πού ἔχετε κάνει; Εἶναι οἱ ἁμαρτίες σας κόκκινες σάν τό αἷμα; Μά θά μποροῦσαν νά γίνουν λευκές, σάν τό χιόνι. Ἔχουν τό χρῶμα τῆς πορφύρας; μά θά μποροῦσαν νά λευκανθοῦν, σάν καθάριο μαλλί».
  Ταπεινώνεται ὁ Θεός, μέ Ἀγάπη γιά τόν ἐκλεκτό, ἀλλά ξεπεσμένο Ἰσραηλιτικό λαό, καί τόν καλεῖ σέ ἐπανασύνδεση μαζί Του. Τούς ἀποκαλύπτει τήν μέθοδο τοῦ σατανᾶ, ὁ ὁποῖος βάζει πρῶτα τούς πιστούς νά ἁμαρτάνουν καί μετά τούς ὑποβάλλει τό συναίσθημα τῆς ἀναξιότητας. Τούς κάνει, δηλαδή, νά πιστεύουν πραγματικά, ὅτι δέν εἶναι ἄξιοι νά ἔχουν σχέση μέ τόν Θεό! Ὁ Κύριος ὅμως τούς βεβαιώνει ὅτι οἱ ἁμαρτίες τους δέν Τόν δυσκολεύουν νά τούς δεχθεῖ σάν παιδιά Του, ἀρκεῖ αὐτοί νά θέλουν νά εἶναι ἑνωμένοι μαζί Του καί νά ἐφαρμόζουν τίς σωτήριες ἐντολές Του. Ἐκεῖνος, ὡς Θεός, ἔχει τήν δύναμη νά τούς ἀναμορφώσει. Τούς βεβαιώνει, λοιπόν, καί τούς λέει: «Ἂν θέλετε, νά δεχθεῖτε τίς ἐντολές μου καί νά τίς τηρήσετε, νά εἶστε σίγουροι ὅτι θά σᾶς ἀξιώσω νά ἀπολαύσετε ὅλα τά ἀγαθά πού μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά χαρεῖ στήν ἐπίγεια ζωή του. Ἂν ὅμως δέν θελήσετε νά συμμορφωθεῖτε μέ τή συμβουλή μου καί τήν παρακούσετε, τότε, θά σᾶς ἐξαφανίσει ἀπό τή ζωή τό μαχαίρι τοῦ ἐχθροῦ σας»[3].
 Τό νόημα αὐτοῦ τοῦ προφητικοῦ λόγου τοῦ Ἠσαΐα, εἶναι ταυτόσημο μέ ἐκεῖνο τοῦ Ψαλμοῦ πού λέει:«θάνατος ποιμανεῖ αὐτούς». Μέ τήν ποιητική αὐτή διατύπωση, ὁ Ψαλμωδός, προσπαθεῖ νά συγκινήσει τούς ἀποστατημένους ἀπό τόν Θεό ἁμαρτωλούς, μέ τρόπο ἐντυπωσιακό. Τούς ζητεῖ νά σκεφτοῦν σοβαρά τήν ἀλήθεια καί τήν πραγματικότητα. Ἄν, δηλαδή, ἀρνοῦνται νά ποιμανθοῦν ἀπό τόν Θεό, κατά τήν ἐπίγεια ζωή τους, μετά τό θάνατό τους, θά ἔχουν ὑποχρεωτικά γιά ποιμένα τους, τόν θάνατο· τόν σκληρό αὐτό καί μοχθηρό ἄρχοντα τοῦ Ἅδη.
 Ὁ ἴδιος Προφήτης, ὁ Ἠσαΐας[4] στήν προσπάθειά του νά προκαλέσει τήν μετάνοια τοῦ ἀποστατημένου Ἰσραήλ, τούς προτρέπει νά συνειδητοποιήσουν ὅτι, μέ τήν ἀποστασία τους αὐτή, ἀναλαμβάνουν ἐπιπλέον τήν εὐθύνη, γιά ἐκείνους πού δέν πλησιάζουν καί δέν ὑποτάσσονται στόν Κύριο. Κι αὐτό, γιατί θεωροῦν τόν Θεό ἀνίκανο νά τούς κρατήσει κοντά Του, ἀφοῦ ἀκόμα καί ὁ ἐκλεκτός λαός Του Τόν ἐγκαταλείπει. Εἶναι κλασσική διαστροφή τῶν ἀπίστων καί τῶν ἀσεβῶν νά μικραίνουν τόν Θεό καί νά μεγαλώνουν τόν ἑαυτό τους.
  Ὁ Κύριος, ὅμως, ἔχει τή δύναμη καί τούς τρόπους, ὥστε –τότε πού Ἐκεῖνος θά κρίνει σκόπιμο καί θά ἀποφασίσει– νά κάνει φανερή τήν ἰσχύ καί τήν ἐξουσία Του ἐπί τοῦ σύμπαντος εἰς τόν αἰώνα. Ζημιώνουν τόν ἑαυτό τους ὅσοι δέν καταλαβαίνουν ὅτι τό συμφέρον τους βρίσκεται στήν ἀγκαλιά Του! Αὐτή ἡ ἀλήθεια διακηρύττεται καί στήν Παλαιά Διαθήκη: «Δίκαιοι δὲ εἰς τὸν αἰῶνα ζῶσι, καὶ ἐν Κυρίῳ ὁ μισθὸς αὐτῶν, καὶ ἡ φροντὶς αὐτῶν παρὰ ῾Υψίστῳ»[5]. Ἡ βιωματική ἐμπειρία τῶν πιστῶν ἐπιβεβαιώνει τά θεϊκά λόγια.
   Μία παράλληλη προφητεία ἔχουμε καί ἀπό τόν Προφήτη Ὠσηέ σέ μία κοσμογονική, θά λέγαμε,συγκυρία, σέ μία προβολή δύο, μεταξύ των, ἀντιθέτων προοπτικῶν, γιά τόν ἀποστατημένο Ἰσραήλ. Φαίνεται ἐδῶ νά φέρεται τελεσίδικα πρός ἀφανισμό, ἐξαιτίας τῶν τόσο σημαντικῶν παραβάσεών του ἀπέναντι στόν Θεό καί τό Θέλημά Του, ὁ Προφήτης ὅμως, παράλληλα, ἀποκαλύπτει τή Βουλή τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ λαοῦ, ἀλλά ὄχι μέ τόν τρόπο πού οἱ ἀποστατημένοι Ἰσραηλῖτες φαντάζονται καί προτίθενται νά ἐπιδιώξουν! Παραθέτω, χάριν συντομίας, μόνο τήν μετάφραση τῶν τριῶν αὐτῶν στίχων:
   «Διά τοῦτο, θά παραχωρήσω νά ἐπέλθουν ἐναντίον του πόνοι τόσον ἰσχυροί, ὅμοιοι πρός ἐκείνους, τούς ὁποίους ὑποφέρει ἡ γυναίκα, ὅταν γεννᾶ. Ποιός δέν θά τόν σώσει; Μήπως ὁ υἱός σου, ὁ βασιλιᾶς αὐτός τῆς φυλῆς Ἐφραίμ, τόν ὁποῖο ὡς φρόνιμο ἀνέβασες στό θρόνο; Δέν πρόκειται ὅμως νά σέ ὠφελήσει σέ τίποτε, διότι αὐτός, ἐνῶ τά τέκνα σου θά συντρίβωνται, δέν θά μπορέσει νά ἀντισταθεῖ στούς ἐχθρούς καί θά συλληφθεῖ αἰχμάλωτος. Ἀλλ’ ἐγώ θά τούς σώσω ἀπό τά χέρια τοῦ ἅδου καί θά τούς λυτρώσω ἀπό τόν θάνατο, δηλαδή ἀπό τήν αἰχμαλωσία. Ποῦ εἶναι ἡ καταδίκη, ἡ τιμωρία, οἱ πληγές πού ἐπιφέρεις θάνατε; ποῦ εἶναι τό φαρμακερό κεντρί σου, ἅδη; Μέχρι τότε ὅμως, πού θά σώσω τόν ἰσραηλιτικό λαό, ἡ παρηγορία καί ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας φαίνεται ὅτι ἔχει κρυβεῖ ἀπό τά μάτια μου καί δέν θά σοῦ δοθεῖ· διότι τούς ἀδελφούς, πού εἶναι αἰχμάλωτοι, θά τούς χωρίζει μεταξύ των ὁ θάνατος· ὁ Κύριος θά ἐπιφέρει ἐναντίον τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καυστικό ἄνεμο ἀπό τήν ἔρημο (ἐχθρούς) καί θά ἀποξηράνει τίς πλουτοφόρες πηγές του καί θά ἐρημώσει ἐντελῶς τίς πηγές τῆς χώρας του. Αὐτός θά ξηράνει ὅλως διόλου τήν χώραν του· οἱ ἐχθροί θά λεηλατήσουν ὅλα τά πολύτιμα ἀντικείμενά του –τά χρυσά καί τά ἀργυρᾶ– τά ὁποῖα πάντοτε ἐπιθυμοῦν καί ὀρέγονται οἱ ἐχθροί» [6].
   Ἔχω τήν ἀντίληψη, ὅτι τά σκηνικά τῶν τριῶν αὐτῶν στίχων τοῦ Προφήτου Ὠσηέ, θά μποροῦσαν νά θεωρηθοῦν ἱκανή περιγραφή καί τῆς κατάστασης, πού σήμερα, ἀντιμετωπίζει ὁ ἀποστατημένος ἀπό τόν Θεό, στό μέγιστο ποσοστό του, ἑλληνικός λαός. Ἕνας λαός, γιά τόν ὁποῖο δικαίως θά μποροῦσε νά ἰσχύει τό ὑπό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ἦτε ἐν τῷ καιρῶ ἐκείνω χωρίς Χριστοῦ, ἀπηλλοτριωμένοι τῆς πολιτείας τοῦ Ἰσραήλ καί ξένοι τῶν διαθηκῶν τῆς ἐπαγγελίας, ἐλπίδα μή ἔχοντες καί ἄθεοι ἐν τῷ κόσμω»[7], καί «πέποιθάς τε σεαυτὸν ὁδηγὸν εἶναι τυφλῶν, φῶς τῶν ἐν σκότει, παιδευτὴν ἀφρόνων, διδάσκαλον νηπίων, ἔχοντα τὴν μόρφωσιν τῆς γνώσεως καὶ τῆς ἀληθείας ἐν τῷ νόμῳ. ὁ οὖν διδάσκων ἕτερον σεαυτὸν οὐ διδάσκεις; ὁ κηρύσσων μὴ κλέπτειν κλέπτεις; ὁ λέγων μὴ μοιχεύειν μοιχεύεις; ὁ βδελυσσόμενος τὰ εἴδωλα ἱεροσυλεῖς; ὃς ἐν νόμῳ καυχᾶσαι, διὰ τῆς παραβάσεως τοῦ νόμου τὸν Θεὸν ἀτιμάζεις; τὸ γὰρ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δι᾿ ὑμᾶς βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσι, καθὼς γέγραπται»[8].
  Ὁ Προφήτης Ἰεζεκιήλ, ἕνας ἀπό τούς τέσσαρες μεγάλους προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης κατ’ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, παρουσιάζει τήν εἰκόνα τῆς ἀποστασίας  τοῦ Ἰσραήλ καί τήν εἰκόνα τῆς ἐπιστροφῆς του στόν Κύριο καί τῆς ἀνασύστασης τῆς θεοκρατικῆς καί θεοχαρίτωτης κοινωνίας του, πού ξαναζεῖ μέσα στίς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ καί μέσα στήν εὐμάρεια καί εὐπραγία του.
  Θεωρῶ σκόπιμο καί διδακτικό τό νά παραθέσω, σέ μετάφραση, ὁλόκληρη αὐτή τήν προφητεία, πού μέ τήν κατανόησή της μπορεῖ νά διώξει τήν ἀγχωτική βίωση τοῦ σύγχρονου κόσμου καί νά βάλει μέσα στίς καρδιές τῶν ἀπελπισμένων τήν θεοδώρητη ἐλπίδα, γιά ἕνα εἰρηνικό καί καρποφόρο μέλλον. Ἂς ἀκούσουμε τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ:
    « Ὡμίλησε δέ ὁ Κύριος πρός ἐμέ καί εἶπεν:Ἄνθρωπε, οἱ ἀπόγονοί τοῦ Ἰσραήλ ἐγκαταστάθηκαν στή γῆ τους καί τήν μόλυναν μέ τή συμπεριφορά τους καί μέ τά εἴδωλα τῶν ἐθνῶν πού λάτρευσαν καί αὐτοί, ἀλλά καί μέ τίς ἠθικές  ἀκαθαρσίες τους. Ἡ ζωή τους μοῦ παρουσιαζόταν ἀκάθαρτη ὅπως ἡ ἀκαθαρσία τῆς γυναίκας πού ἔχει τά ἔμμηνά της. Ξέχυσα λοιπόν καί ἐγώ τό θυμό μου ἐναντίον τους καί τούς διασκόρπισα στά διάφορα ἔθνη· τούς σκόρπισα σάν ἄχυρα σέ ἄλλες χῶρες. Τούς καταδίκασα καί τούς τιμώρησα ἀνάλογα μέ τή ζωή τους καί μέ τίς ἁμαρτίες τους. Ἀναμίχθηκαν καί ἔζησαν μέσα στά ἔθνη, διασκορπισμένοι ἀνάμεσά τους, καί βεβήλωσαν καί πρόσβαλαν τό Ὄνομά μου τό ἅγιο· γιατί ἔγιναν αἴτιοι, ὥστε οἱ διάφοροι λαοί, ἀνάμεσα στούς ὁποίους ζοῦσαν σέ κάθε χώρα, νά τούς βλέπουν καί νά λένε: ΄Αὐτοί οἱ ξένοι εἶναι λαός τοῦ Κυρίου καί ὅμως ἔχουν ἐξοριστεῖ ἀπό τή χώρα Του΄. Ὡσάν νά ἔλεγαν: ΄Τί Θεός εἶναι αὐτός, πού δέν τούς προστάτευσε καί ἔχει σάν δικό του λαό τόσο διεφθαρμένους ἀνθρώπους;΄.Τούς λυπήθηκα λοιπόν καί ἀποφάσισα νά τούς βοηθήσω καί νά τούς λυτρώσω, γιά νά ἀποκατασταθεῖ τό κύρος τοῦ ἁγίου Ὀνόματός μου, πού τό βεβήλωσαν καί τό πρόσβαλαν οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, ζώντας ὡς ἐξόριστοι καί αἰχμάλωτοι, ἀνάμεσα σέ διάφορους λαούς.Γιά τοῦτο, νά εἰπεῖς τά ἑξῆς στούς ἀπογόνους τοῦ Ἰσραήλ: Αὐτά λέγει ὁ Κύριος: Δέν ἐνεργῶ ἐγώ γιά σᾶς, ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλά γιά τό Ὄνομά μου τό Ἅγιον, πού τό βεβηλώσατε στά διάφορα ἔθνη, πού ζήσατε ἀνάμεσά τους ὡς ἐξόριστοι καί αἰχμάλωτοι.Θά ἁγιάσω λοιπόν τό μέγα Ὄνομά μου, πού βεβηλώθηκε μεταξύ τῶν ἐθνῶν, ἐξαιτίας σας, καί τότε θά γνωρίσουν τά ἔθνη ὅτι Ἐγώ εἶμαι Κύριος τοῦ παντός, μέ αὐτό πού θά κάνω γιά σᾶς μπροστά στά μάτια τους καί πού θά τούς κάνει νά καταλάβουν τήν ἁγιότητα καί τό μεγαλεῖο μου. Θά σᾶς πάρω δηλαδή μέσα ἀπό τά ἔθνη, θά σᾶς συναθροίσω ἀπό ὅλες τίς περιοχές καί θά σᾶς ὁδηγήσω μέσα στή χώρα σας. Θά σᾶς ραντίσω μέ καθαρό νερό καί θά καθαρισθεῖτε ἀπό ὅλους τούς μολυσμούς σας καί ἀπό ὅλα τά βδελυκτά εἴδωλά σας. Θά σᾶς καθαρίσω ὁπωσδήποτε. Θά σᾶς δώσω ἐπίσης καινούργια καρδιά, θά σᾶς δώσω καί νέο πνεῦμα μέσα σας. Θά βγάλω τή λίθινη καρδιά ἀπό τό σῶμα σας καί θά σᾶς δώσω καρδιά σάρκινη, πού νά αἰσθάνεται καί νά συγκινεῖται.Θά σᾶς δώσω ἀκόμα μέσα σας καί τό Πνεῦμα μου καί ἔτσι θά σᾶς βοηθήσω νά ζεῖτε καί νά συμπεριφέρεστε σύμφωνα μέ τά προστάγματά μου καί νά τηρεῖτε καί ἐφαρμόζετε τίς ἐντολές μου.Θά κατοικήσετε δέ στή γῆ πού ἔδωσα στούς πατέρες σας καί θά εἶστε πλέον δικός μου λαός , καί ἐγώ θά εἶμαι ὁ Θεός σας.Θά σᾶς σώσω, ἐπαναλαμβάνω, ἀπό ὅλους τούς μολυσμούς σας. Θά κάνω δέ τό σιτάρι νά γυρίσει καί νά πολλαπλασιαστεῖ στή χώρα σας. Μέ τή δυναμή μου θά τό πληθύνω καί δέν πρόκειται πλέον νά σᾶς τιμωρήσω μέ πείνα. Θά πληθύνω ἐπίσης κάθε καρπό δένδρου καί τά προϊόντα τῶν ἀγρῶν, γιά νά μή πεινάσετε καί σᾶς ὀνειδίζουν γιά τοῦτο οἱ ἄλλοι λαοί.Τότε, θά θυμηθεῖτε τούς πονηρούς τρόπους τῆς συμεπριφορᾶς σας καί τά ἔργα σας, πού δέν ἦταν καλά, καί θά ἀποστραφεῖτε μέ ἀηδία μπροστά στά μάτια τους τίς παρανομίες σας καί τά βδελυρά εἰδωλολατρικά ἔθιμά τους.Νά γνωρίζετε ὅμως, ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι αὐτά Ἐγώ δέν τά κάνω, λέγει ὁ μόνος Κύριος καί ἐξουσιαστής τοῦ παντός, ἐπειδή τό ἀξίζατε. Σεῖς πρέπει νά αἰσχύνεστε καί νά ντρέπεστε γιά τήν προηγούμενη ζωή σας.Αὐτά λέγει ὁ Κύριός μου, ὁ μόνος ἐξουσιαστής τοῦ παντός: Τότε πού θά σᾶς καθαρίσω ἀπό ὅλες τίς παρανομίες σας, θά γεμίσω μέ κατοίκους τίς πόλεις καί θά οἰκοδομηθοῦν οἱ περιοχές πού εἶχαν ἐρημωθεῖ. Ἡ γῆ δέ πού εἶχε καταστραφεῖ, θά καλλιεργηθεῖ καί πάλι, γιατί τότε τήν ἔβλεπε ὁ καθένας πού περνοῦσε ἀπό ἐκεῖ καί ἦταν κατεστραμμένη. Τώρα ὅμως οἱ περαστικοί θά λένε: Ἐκείνη ἡ κατεστραμμένη γῆ τώρα ἔγινε σάν κῆπος εὐφροσύνης· οἱ δέ πόλεις πού ἦταν ἔρημες καί κατεστραμμένες ἔγιναν ὀχυρές καί στέκουν ἀκλόνητες»Ἔτσι, θά γνωρίσουν τά διάφορα ἔθνη, ὅσα θά ἀπομείνουν γύρω σας, ὅτι Ἐγώ, ὁ Κύριος τῶν πάντων, ἀνοικοδόμησα τίς κατεστραμμένες πόλεις καί ἐγέμισα μέ φυτά τίς ἔρημες περιοχές. Τά εἶπα αὐτά Ἐγώ ὁ Κύριος τῶν πάντων, καί θά τά πραγματοποιήσω ὁπωσδήποτε!Αὐτά λέγει ὁ Κύριός μου, ὁ μόνος ἐξουσιαστής τοῦ παντός. Θά παρακινηθῶ νά κάνω καί αὐτό ἀκόμα γιά τούς ἀπογόνους τοῦ Ἰσραήλ: Θά τούς πληθύνω· θά πληθυνθοῦν οἱ ἄνθρωποι σάν κοπάδια προβάτων.
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί θά εἶναι ἅγιοι, ὅπως τά πρόβατα πού ξεχωρίζονται γιά νά προσφερθοῦν ὡς θυσία εἰς τόν ἅγιο Ναό. Ὅπως γέμιζαν τά πρόβατα τούς δρόμους τῆς Ἱερουσαλήμ κατά τίς ἑορτές της, ὅποτε μαζεύονταν πολλοί Ἰουδαῖοι γιά νά ἑορτάσουν καί νά προσφέρουν θυσίες, ἔτσι θά γεμίσουν οἱ πόλεις, πού ἦταν ἕως τώρα ἔρημες, ἀπό πρόβατα-ἀνθρώπους. Καί θά γνωρίσουν τότε ὅτι Ἐγώ εἶμαι ὁ Κύριος τῶν πάντων» 
[9].
   Ποιός ἀνοιχτομάτης καί καλοπροαίρετος καί ἀπροκατάληπτος ἄνθρωπος θά μποροῦσε νά ὡραιοποιήσει τήν σύγχρονη πραγματικότητα; Μόνο ὅποιος εἶναι ἀφιονισμένος μέ τό δηλητήριο τῆς ἀθεΐας καί τῆς σαρκολατρίας καί αἰχμάλωτος τῆς ἀνήθικης εἰκόνας, θά μποροῦσε νά θεωρήσει ἐξωπραγματικούς αὐτούς τούς ἰσχυρισμούς. Στό μέγιστο ποσοστό μας, λεγόμαστε χριστιανικός λαός, ἀλλά εἴμαστε χωρισμένοι ἀπό τόν Χριστό καί ἀγνοοῦμε, παντελῶς ἤ μερικῶς, τήν Καινή Διαθήκη πού τήν ἔχει σφραγίσει μέ τή σταυρική θυσία Του. Καθηλωνόμαστε μέ εὐλάβεια μπροστά στίς ἐπαίσχυντες τηλεοπτικές ἐκπομπές καί, ἂν ποτέ βρεθοῦμε μέσα σέ Ναούς, γινόμαστε σκανταλιάρικα νήπια, ἀφοῦ ἀγνοοῦμε, μέ τό θέλημά μας, τί σημαίνουν τά τελούμενα μέσα στό Ναό. Εἶναι δυνατόν νά εἴμαστε δεκτικοί τῆς Χάριτος καί τῆς Εὐλογίας τοῦ Θεοῦ, ἂν δέν θελήσουμε νά μετανοήσουμε καί νά ἀναγεννηθοῦμε; Ἕνας διαφωτισμός, πού ξεριζώνει τήν πίστη τῶν ἀνθρώπων στόν Θεό, ἀξίζει τό τίτλο τοῦ «διασκοτισμοῦ».
[1] Δευτερονόμιο ια΄, 26-28
[2] Ἠσαΐας α΄,18- 20
[3] Ἠσαΐας α΄, 19-20
[4] Ἠσαΐας νβ΄, 5
[5] Σοφία Σολομῶντος ε΄,15
[6] Ὠσηέ ιγ΄, 13-15
[7] Ἐφεσίους, β΄, 12)
[8] Ρωμ. β΄, 19-24
[9] Ἰεζεκιήλ λστ΄, 16-38
πηγή

Σάββατο, Φεβρουαρίου 27, 2016

Ἡ Παραβολή τοῦ Ἀσώτου -Ἀρχιμανδρίτης Ἀντώνιος Ρωμαῖος


 



Ἡ παραβολή αὐτή εἶναι ἡ διατύπωση τῆς πιό μεγάλης καί τῆς πιό ὁλοκληρωμένης καμπύλης πού διαγράφει ἡ ἀνθρώπινη ἀσωτεία.

Μέσα σ' αὐτήν τήν παραβολή ὁ Κύριος μᾶς δίνει νά κατανοήσουμε ὅλες τίς συντεταγμένες τῆς ἀνθρώπινης ἀσωτείας. Καί ὁ πρῶτος υἱός ὁ νεώτερος, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι τό σύμβολο τῆς ὁρατῆς, τῆς ἐμφανοῦς ἀσωτείας, ἐνῶ ὁ πρεσβύτερος υἱός εἶναι τό σύμβολο τῆς ἀφανοῦς ἀσωτείας.

Τό 15ον κεφάλαιον τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου, περιλαμβάνει καί ἄλλες παραβολές, ὅπως τοῦ «ἀπολωλότος προβάτου», «τῆς ἀπωλεσθείσης δραχμῆς», τήν ὁποία ἀκολουθεῖ αὐτή τοῦ 'Ασώτου υἱοῦ. Μέ αὐτήν τήν παραβολή ὁ Κύριος ἀπαντοῦσε στούς ἐπικριτές Του, γιατί ἦταν «φίλος τελωνῶν καί ἁμαρτωλῶν».

Ἄς πάρουμε τά πράγματα μέ τή σειρά:

Ὁ Πατέρας ἔχει δυό παιδιά. Εἶναι χαρακτηριστικό σύμβολο ὅτι τή θέση τοῦ Πατέρα παίρνει ὁ Θεός. Τά δυό παιδιά εἶναι οἱ δύο βασικές κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων: Αὐτοί πού θέλουν νά ζοῦν χωρίς τό Θεό καί αὐτοί πού θέλουν νά ζοῦν «ἐν Θεῷ». Στήν παραβολή βέβαια ἔχουμε τό προβάδισμα τοῦ νεώτερου Υἱοῦ, ὁ ὁποῖος ζητάει ἀπό τόν Πατέρα τήν περιουσίαν πού τοῦ ἀνήκει. Ὁ Κύριος λέει ὅτι ὁ Πατέρας «διεῖλεν αὐτοῖς τόν βίον». Δέν λέει ὅτι ἔδωσε στό μικρό Υἱό αὐτό πού τοῦ ἀνῆκε, ἀλλά λέει ὅτι ἔδωσε καί στά δυό παιδιά, αὐτό πού τούς ἀνῆκε.

Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔχουμε τή θεολογική τοποθέτηση ὅτι, ὁ Πανάγαθος Πατέρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων προικίζει μέ τά ἴδια προσόντα ὅλους τούς ἀνθρώπους. Δίνει σέ ὅλους τό αὐτεξούσιο, τήν ἐλευθερία, δίνει τά ψυχικά, τά σωματικά καί τά πνευματικά χαρίσματα, δίνει τίς δυνατότητες -πάντοτε μέσα σέ κάποιο περιβαλλοντικό πλαίσιο, σέ κάποια χωροχρονική συντεταγμένη- δίνει τίς προϋποθέσεις στόν ἄνθρωπο νά ὑπάρξει καί νά λειτουργήσει τήν ὕπαρξή του, τήν προσωπικότητά του, μέ αὐτεξουσιότητα καί ἐλευθερία.

Ὁ ἕνας λοιπόν Υἱός παίρνει τήν περιουσία του καί φεύγει μακριά καί ἐκεῖ τήν διασκορπίζει μέ ζωή ἄσωτη, σπάταλη, ἁμαρτωλή.

Δέν μᾶς λέει ἡ παραβολή τί ἔκανε ὁ Πρεσβύτερος, ἀλλά ἀπό τήν ἐξέληξι τῆς διη γήσεως εἶναι σαφές ὅτι, ἐφόσον τοῦ ἐδόθη ἡ περιουσία τήν πῆρε, ἀλλά δέν θέλησε νά ἀποχωριστεῖ ἀπό τόν Πατέρα. Κράτησε ὁ δεύ τερος Υἱός τήν θέση πού εἶχε στήν οἰκογένεια καί νομιμόφρων, ὑποτατεταγμέ νος, ἐργατι κός καί ἐπιμελής συνέχισε νά ζεῖ μέ τόν Πατέρα στό ἴδιο σπιτικό.

'Ενῶ ὅμως φαίνεται ἀπό τήν παραβολή ὅτι ὁ νεώτερος Υἱός φεύγει καί χωρίζεται ἀπό τόν Πατέρα, ὁ Πρεσβύτερος Υἱός δημιουργεῖ ἕναν ἄλλο χωρισμό πού δέν φαίνεται.

Ὁ Πατέρας παράλληλα δείχνει πώς ζεῖ τόν πόνο τοῦ χωρισμοῦ τοῦ νεώτερου Υἱοῦ, πώς πονάει, ἐνδιαφέρεται καί προσδοκᾶ τήν ἐπιστροφή του.

Ὁ Πρεσβύτερος Υἱός, ὅπως διαφαίνεται στή συμπεριφορά του στό τέλος τῆς παραβολῆς, ἀπορρίπτει τόν νεώτερο Υἱό. Ἀπορρίπτει τόν ἀδελφό του, τόν ξεχνάει. Ἀρχίζει νά διαφοροποιεῖ τήν συμπεριφορά του ἔναντι τοῦ ἀδελφοῦ του. Δέν συμβαδίζει μέ τόν Πατέρα στά αἰσθήματα, στό σεβασμό τῆς προσωπικότητας, στήν ἀγάπη. Κι αὐτός ὁ χωρισμός δέν φαίνεται. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη μορφή τῆς κρυφῆς ἀσωτείας.

Εἶναι ἀσωτεία τό ὅτι ὁ πρεσβύτερος Υἱός δέν τρέφει τά αἰσθήματα, τή σκέψη, τά φρονήματα, τή λαχτάρα, τήν ἀγωνία, τήν ἀγάπη γιά τόν ἀδελφό του. Ὅλα αὐτά δηλαδή πού τρέφει ὁ Πατέρας γιά τό νεώτερο παιδί Του.

Ὁ ἄνθρωπος χωρίς τό Θεό ἀρχίζει νά ζεῖ τή ζωή του, νά ὑπάρχει γιά τήν ἡδονή, νά τρυγᾶ τόν καρπό της μέχρι τό τέλος καί νά ἐξαντλεῖ τίς ψυχοσωματικές του δυνάμεις σ' αὐτό τό κυνηγητό τῆς ἡδονῆς. 'Εξαχρειώνεται καί βάζει τόν ἑαυτό του στήν κατάσταση τοῦ ὑποβαθμισμένου ὄντος, ἀκόμα πιό κάτω καί ἀπό τά ζῶα. Δέν ἔχει τή δυνατότητα νά φάει οὔτε τήν τροφή τῶν ζώων πού βόσκει.

Ὅλα αὐτά εἶναι συμβολικά καί φανερώνουν ἀκριβῶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού κυνηγάει τήν ἡδονή εὐτελίζεται, μειώνεται διαρκῶς μέχρι πού ἄν δέν μετανοήσει καταστρέφεται.

«Δαπανήσαντος δέ αὐτοῦ τά πάντα... οὐδείς ἐδίδου αὐτῷ...». Μέχρι ἐδῶ διαγράφεται σ' αὐτούς τούς στίχους ὅλη ἡ ἐξαχρείωση τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας, ἡ ὁποία θέλει νά ζήσει μακριά ἀπό τό Θεό, μέ τήν σπατάλη τῶν χαρισμάτων, σέ μιά «φιλία» μέ τούς ἀνθρώπους. Φιλία πού δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά παράχρηση ἤ κατάκριση τοῦ ἑνός ἀπό τόν ἄλλο. Αὐτή ἡ φιλία δέν εἶναι βοηθητική, εὐφρόσυνη. Προκαλεῖ εὐχαρίστηση στά αἰσθητήρια, ἀλλά δέν εὐφραίνει πνευματικά, δέν παραμένει μετά ἀπό αὐτές τίς παραχρήσεις καί καταχρήσεις, δέν ἀφήνει τίποτα πού νά γεμίζει τόν ἄνθρωπο.

Ὁ Πρεσβύτερος Υἱός φαίνεται -ἀπό τήν εἰκόνα πού μᾶς δίδεται στό τέλος- ὅτι εἶναι ἄνθρωπος τοῦ μόχθου, τῆς νομιμότητας, τῆς ὑποταγῆς στό Θεό. Διατηρεῖ ἐπίσης μέσα του τήν ἐπιθυμία τῆς ἀπολαύσεως, τὴς εὐφροσύνης, ἀλλά δέν τήν φανερώνει. Δέν τήν ἀνακοινώνει. Δέν τήν διεκδικεῖ. Δέν ζητάει τίποτα ἀπό τόν Πατέρα. Τήν στερεῖται φαινομενικά ἑκουσίως· ἀλλά μέσα του τήν κρατάει ὁλοζώντανη. Εἶναι κάτι πού τό ζῆ ἔξω ἀπό τή σχέση Του μέ τόν Πατέρα. Ἐδῶ διαφαίνεται μιά ἄλλη πλευρά τῆς ἀσωτείας.

Εἶναι «ἀσωτεία» τό νά κρατᾶμε ἐπιθυμίες, θελήματα, δικαιώματα, σκέψεις, πού δέν τολμᾶμε νά ἀνακοινώσουμε στό Θεό Πατέρα, πού δέν μποροῦμε νά τά κάνουμε προσευχή.

Κι αὐτή ἡ ἀσωτεία εἶναι πολύ βαθιά μέσα μας, πού μᾶς ἐξαχρειώνει χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε. Ἐνῶ ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ νεώτερου Υἱοῦ εἶναι τόσο φανερή καί κραυγαλέα.

Ὁ Πρεσβύτερος Υἱός ζῆ ἔντονα αὐτή τήν κατάσταση, «τοσαῦτα χρόνια δουλεύω σοι...» κι αὐτό φανερώνεται μέ τό λόγο του. Ὄχι μόνον λοιπόν ἔχει ζωντανή αὐτή τήν ἐπιθυμία, ἀλλά μέσα στήν ἀπομόνωσή του, μέσα στήν αὐτονόμησή του τήν κρυφή, κάνει αὐτή τήν ἐπιθυμία κριτήριο γιά νά ἀναπτύξει τήν ἐπιθετικότητα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ὅταν ἀργότερα 'Εκεῖνος θά δείξει τή στοργή Του στόν νεώτερο Ἄσωτο Υἱό πού ἐπιστρέφει.

Τρίτη, Ιουνίου 16, 2015

Ποιμαντική Ψυχολογία και Ορθόδοξη Θεολογία

Many the isolated portraits of people
Στην Πατερική Ορθόδοξη Θεολογία μπορεί να μην βρήκαμε πουθενά τον όρο «Ποιμαντική Ψυχολογία» αλλά όλη η Ποιμαντική των Πατέρων είναι Ποιμαντικής Ψυχολογίας Ποιμαντική.
  • Συνέντευξη με τον π. Αντώνιο Ρωμαίο (απόσπασμα)
  • Περιοδικό ‘Ψυχής δρόμοι’, τεύχος 1, 2011, εκδόσεις Αρμός.
Θα θέλατε να εξηγήσετε λίγο περισσότερο τι εννοείτε με την φράση ότι δεν μπορούμε να απολυτοποιήσουμε ούτε την Ορθόδοξη Θεολογία; Μάλιστα δε, θα παρακαλούσα να το κάνετε αυτό με την προοπτική και εν όψει του επιχειρήματος (θέλω να τα συνδέσω αυτά τα δύο) που ακούγεται από ορισμένους πως η Ποιμαντική Ψυχολογία είναι κλάδος που δημιούργησαν οι ετερόδοξοι και πως η Ορθόδοξη Θεολογία έχει κάτι το ιδιάζον και επομένως δεν χρειάζεται την Ψυχολογία, επειδή υπάρχει όλη αυτή η παρακαταθήκη των Πατέρων κτλ.
Εγώ νομίζω ότι αυτοί οι άνθρωποι που μιλάνε έτσι και παίρνουν τέτοιες θέσεις, ουσιαστικά είναι σαν να παίζουν στρατιωτάκια και να νομίζουν ότι με το παιχνίδι που κάνουν με τα στρατιωτάκια μπορούν να ρυθμίσουν την ζωή και δράση των πραγματικών στρατευμάτων των διαφόρων χωρών. Δηλαδή, δουλεύουν με τίτλους, δουλεύουν με καλουπωμένες έννοιες και αποσπασματικά καλουπωμένες ιστορικές πραγματικότητες τις οποίες κάνουν ταμπού και λησμονούν να κάνουν την διάκριση μεταξύ τύπου και ουσίας, μεταξύ ονόματος και πραγματικότητος, θεωρίας και πράξης.
Στην Πατερική Ορθόδοξη Θεολογία μπορεί να μην βρήκαμε πουθενά τον όρο «Ποιμαντική Ψυχολογία» αλλά όλη η Ποιμαντική των Πατέρων είναι Ποιμαντικής Ψυχολογίας Ποιμαντική. Δηλαδή όταν ο Χρυσόστομος αναλύει τον μεθυσμένο ή τον οργίλο, όταν οι Πατέρες παίρνουν την θέση ότι «τα ακούσια εκ των εκουσίων έχουν την πηγήν και την προαίρεσιν» ή ότι «εν άλλοις πταίομεν και εν άλλοις απολαμβάνομεν» και χίλιες-δύο άλλες θέσεις, όταν ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης προτεινει τα επιτίμια να εξατομικεύονται ανάλογα με τον χαρακτήρα του ανθρώπου και τόσα άλλα, ουσιαστικά οι Πατέρες εργάστηκαν ποιμαντικοψυχολογικά μόνο που δεν είχαν τον όρο. Την πράξη την είχαν. Δηλαδή μέσα στην Ποιμαντική προσέγγιση και την Ποιμαντική αντιμετώπιση των πιστών ασκούσαν Ποιμαντική Ψυχολογία.
Το θέμα είναι ότι στο σύγχρονο επιστητό, εμείς αναγκαστήκαμε να φτιάξουμε αυτόν τον νέο όρο και να εναρμονίσουμε τις δύο πραγματικότητες, οι οποίες δεν ήταν τότε από πλευράς επιστημολογίας ξεχωριστές, όπως είναι σήμερα, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ενωμένες και ζούσαν μέσα στην πράξη της Εκκλησίας θαυμάσια, λειτουργούμενες ως Ποιμαντική Ψυχολογία από τους Πατέρες. Οπότε για μένα αυτά είναι παραμύθια, τα περί προτεσταντικής προελεύσεως. Δηλαδή είναι όσο θα λέγαμε ότι και η ερμηνεία της Αγίας Γραφής είναι προτεσταντικής προελεύσεως, επειδή έχουμε και υπομνήματα ή ερμηνείες της Αγίας Γραφής και εκ μέρους προτεσταντών. Δηλαδή είναι αστείο πράγμα, δεν με αγγίζει καθόλου. Αυτή τη θέση τη θεωρώ σαφώς εξωπραγματική. Εκτός αν κρατηθώ σε αυτά τα αποσπασματικά ταμπού τα οποία έχουν υιοθετήσει άλλοι.
Σε κάθε περίπτωση εγώ πιστεύω ότι τίποτα ανθρώπινο δεν μπορεί να απολυτοποιηθή αλλά και αν ακόμα θεωρήσουμε ότι αυτή καθεαυτήν η θεολογική γνώση είναι απόλυτη, δεν υπάρχει περίπτωση ένας και ο αυτός άνθρωπος, στο κλάσμα του χρόνου που ζει πάνω στην γη, να μπορέσει να προσλάβει όλη τη θεολογική παραγωγή, να προσεγγίσει, να κατανοήσει όλη την ορθόδοξη θεολογική παραγωγή και να μπορέσει να ταυτίσει τον εαυτό του με την Θεολογία. Είναι σα να λέει κανείς ότι εκπροσωπεί όλη την θάλασσα γιατί κάποτε κατάπιε μια κουταλιά θαλασσόνερο.
Τώρα, αν περάσουμε στην ποιμαντική πράξη, εσείς από τη μακρά εμπειρία που έχετε μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο πώς νομίζετε ότι η ποιμαντική πράξη σήμερα πληρώνει αυτό το σφάλμα που γίνεται, της παραγνωρίσεως της Ψυχολογίας; Πώς ασκείται και με ποιες συνέπειες στους χριστιανούς και πώς θα έπρεπε να ασκείται; Δηλαδή, θα ήθελα να καταλήξω στο τι κάνετε εσείς. Ποια είναι τα κριτήρια, οι άξονες με τους οποίους λειτουργείτε ποιμαντικά.
Εγώ νομίζω ότι το βασικό στοιχείο που λείπει από την σύγχρονη Ποιμαντική, είναι ότι θέλουμε να έχουμε τα μέγιστα δυνατά αποτελέσματα με την μέγιστη δυνατή μείωση των προσπαθειών. Και ειδικότερα θέλουμε να μην δίνουμε χρόνο στους ποιμαινόμενους και θέλουμε να βρίσκουμε τρόπο που να τους βοηθάμε χωρίς να μας αφαιρούν τα προσωπικά μας αγαθά του χρόνου, του χρήματος, της ελευθερίας κτλ. Τελικά για να κάνει κανείς Ποιμαντική πρέπει να έχει την θέση του ποιμένος και για να έχει την θέση του ποιμένος δεν μπορεί παρά να έχει την θέση της αγάπης. Δηλαδή μια αγάπη όπως την σάρκωσε ο ενανθρωπήσας Κύριος Ιησούς Χριστός, που σημαίνει βασικά ότι ηγεμονία πνευματική δεν μπορεί να υπάρξει με άλλα σκήπτρα παρά μόνο με τον σταυρό και το λέντιο. Εμείς θέλουμε να κάνουμε Ποιμαντική χωρίς σταυρό και χωρίς λέντιο.
Με αυτή την έννοια λοιπόν εγώ από μικρός αποφάσισα, εφόσον δόθηκα στους ανθρώπους και στην Εκκλησία, να διαθέτω τον χρόνο μου και τον δυναμισμό μου στους ανθρώπους. Να τον διαθέτω για κατανόηση πρώτον και για υποβοήθηση πλέον της σχέσεως τους με τον Θεό. Δεν θέλω να πιστεύω ότι ουσιαστικά τη σχέση του κάθε ανθρώπου με τον Θεό την ρυθμίζει ο πνευματικός. Την ρυθμίζει ο ενδιαφερόμενος ποιμαινόμενος άνθρωπος και ο Θεός. Εγώ αισθάνομαι ότι ο πνευματικός πρέπει να είναι ένας παράγων εξομαλύνσεως της σχέσης του ποιμαινόμενου προς τον Θεό, τότε που αυτή η σχέση δεν λειτουργεί ή δυσλειτουργεί.
Και από αυτής της πλευράς μέσα στην σημασία της εξομαλύνσεως της σχέσεως του ποιμαινομένου με τον Θεό, διαβλέπω ακριβώς, ότι την εξομάλυνση την βοηθάει και ο παράγοντας της Ψυχολογίας. Δεν φτάνει να είναι μόνο η «παπαδική θεολογία», γιατί δυστυχώς κάθε παπάς, ο καθένας από μας έχει και την θεολογία του- και μάλιστα απολυτοποιημένη – και εκεί χρειάζεται πολλή προσοχή.

Παρασκευή, Ιουνίου 12, 2015

Αξία και απαξία των ψυχολογικών θέσεων

psixisdromoi01_UP
Πιστεύω πως οι παρερμηνείες και οι παρεξηγήσεις των φαινομένων της ζωής ή οι ψευδείς προσδοκίες δεν αφήνουν την ελευθερία, την θέληση του ανθρώπου να συνεργαστεί με την θέληση του Θεού. Η δεισιδαιμονία, η θρησκοληψία, η παρερμηνεία, όλα αυτά, νομίζω πως είναι τροχοπέδη στην βούληση του ανθρώπου. Αντιστρόφως, όσο αποκαθαίρεται από αυτά ο άνθρωπος ελευθερώνεται η βούληση του και μπορεί να την κάνει αυτό που θέλει, πολύ δε περισσότερο, μπορεί να θαυματουργήσει, όταν ενώσει την βούληση του με την βούληση του Θεού.
  • Συνέντευξη με τον π. Αντώνιο Ρωμαίο (απόσπασμα)
  • Περιοδικό ‘Ψυχής δρόμοι’, τεύχος 1, 2011, εκδόσεις Αρμός.
Μέσα στο μοναστήρι είχα αυτή την ευκαιρία, να ζήσω πλέον πολύ στενά με πολλές ψυχές, να μάθω την ιστορία τους, να ζω τα σύγχρονα και τρέχοντα προβλήματά τους, την συγκρουσιακή σχέση τους μέσα στο κοινόβιο και, εκτός από την αυτοπαρατήρηση, είχα και την ετεροπαρατήρηση και αποκτούσα έτσι συγχρόνως την δυνατότητα να βλέπω την αξία ή την απαξία των ψυχολογικών θέσεων. Να κάνω δηλαδή μια δουλειά εκτεταμένη αλλά σιωπηλά και αθόρυβα.
Τι εννοείτε με την αξία και απαξία των ψυχολογικών θέσεων;
Δηλαδή μπορεί να υπάρχουν και θέσεις ψυχολογικές οι οποίες να είναι είτε εσφαλμένες είτε παρατραβηγμένες. Δεν πιστεύω ότι δεν υπάρχουν λαθεμένες θέσεις σε κάποια συγγράμματα. Λέει κάποιος ότι η θρησκευτικότητα – για να πάρουμε την φροϋδική θέση – είναι μια εξιδανίκευση της άλφα ή βήτα ορμής. Σε σχέση με την οντολογία του ανθρώπου όμως, η θρησκευτικότητα είναι πολύ πιο υπαρκτικά ριζωμένη μέσα στα ενδότερα του ανθρώπου.
Μια άλλη ψυχολογική θέση που είχα διαβάσει έλεγε για τούς λειτουργούς του δημόσιου προφορικού ή γραπτού λόγου, ότι μερικοί από αυτούς που επιτίθενται λάβροι εναντίων άλλων για κάποια πάθη ή αμαρτήματα, φανερώνουν πως οι ίδιοι υπόκεινται σε αυτά και με την επιθετικότητά τους, αυταπατώμενοι, απωθούν το ενδεχόμενο της βίωσης της ενοχής τους ή της ενοχοποίησής τους εκ μέρους των άλλων. Μπορούσα να ξεχωρίσω την θρησκοληψία από την γνήσια θρησκευτικότητα. Βαθμηδόν και πληρέστερα, μπορούσα να γνωρίσω, ας πούμε, ποιος καταλαβαίνει σωστά τους Πατέρες και ποιος δεν τους καταλαβαίνει σωστά. Μπορούσα να έχω τέτοια ερεθίσματα και προκλήσεις, διαρκώς να δουλεύω πάνω σε αυτά τα θέματα, σιωπηρά μέσα μου.
Στην πορεία, με τις θεολογικές σας γνώσεις και τις μελέτες σας και με τα χρόνια που πέρασαν, ποια άλλη μορφή έχει πάρει, αν πήρε και αν εξελίχθηκε, αυτή η θεολογική τεκμηρίωση της Ψυχολογίας;
Φυσικά. Τριάντα τριών  ετών, βρέθηκα στην Αγγλία, στις μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, που είδα πια τον συνδυασμό των επιστημονικών κλάδων της Ψυχιατρικής, της Κοινωνιολογίας και της Θεολογίας, από κοινού πλέον, στα ανθρώπινα προβλήματα, στην ανθρώπινη πραγματικότητα. Και από εκεί και πέρα αισθάνθηκα πως η κατάφαση της Θεολογίας για την λειτουργία της Ποιμαντικής Ψυχολογίας είναι ξεκάθαρος δρόμος και κατοχυρωμένος και στρωμένος,  πάνω στον οποίο και προσπάθησα αλλά και θέλησα να δουλέψω, χωρίς όμως να αποκτήσω τις επιστημονικές επενδύσεις που ήθελα να έχω. Δηλαδή δεν είμαι επιστημονικά και αυθεντικά καταρτισμένος, αλλά οπωσδήποτε νομίζω ότι όσο μπόρεσα, είτε με προσωπική μελέτη, είτε με βοήθεια άλλων προσώπων, έχω προσπαθήσει πλέον να ζω μέσα σε αυτό το πλέγμα των δύο-τριών βασικών αυτών θέσεων. Αναφέρω με ειλικρινή ευγνωμοσύνη την σημαντική βοήθεια που πήρα από τις επί δέκα και πλέον έτη μηνιαίες συναντήσεις μιας ομάδος (ψυχιάτρων, ψυχολόγων, θεολόγων) επί όλων αυτών των θεμάτων.
Δηλαδή, δέχομαι γενικώτερα κάθε ανθρωπολογική επιστήμη που βοηθάει την ανθρωπογνωσία, διότι ουσιαστικά βοηθάει πάρα πολύ το έργο της Ποιμαντικής Θεολογίας, επειδή δημιουργεί την ορθότερη δυναμική της προσλήψεως της Θεολογίας, της θρησκευτικής εμπειρίας, της χάριτος του Θεού. Δεν πιστεύω ποτέ ότι πρέπει να υπάρχει μια προκατάληψη του τύπου εκείνου που υπάρχει σε μερικούς αγαπητούς αδελφούς κληρικούς, οι οποίοι, για λόγους αρχών πίστεως, αρνούνται την σημαντική συμβολή της Ψυχολογίας ή της Ψυχιατρικής, χωρίς βέβαια να δέχομαι ή να αποδέχομαι ή να αμνηστεύω τα ενδεχόμενα γνωστικά/θεωρητικά, κλινικά και πρακτικά λάθη των επιστημών αυτών.
Θυμάμαι τώρα ότι ως φοιτητής είχα και ευχαριστηθή και ξαφνιαστή όταν έμαθα για τα πρώτα έργα του κ. Κορναράκη που ήταν τότε στην Θεσσαλονίκη και νομίζω έκτοτε τα πράγματα έχουν πάρει μια  αρκετά ανεπτυγμένη έκταση και νομιμότητα. Δεν βλέπω δηλαδή η αυθεντική θεολογική επιστήμη να παραγνωρίζει την ψυχολογική διάσταση. Αλλά στην ποιμαντική πράξη υπάρχουν πολλοί φορείς της ποιμαντικής ευθύνης οι οποίοι για άλλους λόγους, τους οποίους πάλι με βοηθάει η Ψυχολογία ενδεχομένως να τους εξηγώ, αρνούνται την αρμονική αυτή σύζευξη. Νομίζω όμως ότι ακριβώς αυτό οφείλεται στο ότι οι  άνθρωποι αυτοί έχουν επενδύσει την άποψή τους με ζήλο και πίστη και καρδιακή μεν αφοσίωση στον Κύριο, η οποία όμως δεν τους αφήνει να υποψιασθούν ότι υπάρχουν λόγοι, τους οποίους ερμηνεύει η Ψυχολογία και τους οποίους αυτοί αρνούνται να δεχθούν ή ουσιαστικά αρνούνται να προχωρήσουν στην αυτογνωσία τους.
Θα θέλατε να γίνετε εδώ πιο σαφής και πιο συγκεκριμένος για το ποιοι μπορεί να είναι αυτοί οι λόγοι;
Νομίζω ένας βασικός λόγος είναι η φυγή από τον εαυτό μας. Η Ψυχολογία μάς υποχρεώνει να στρέφουμε πολύ ερευνητικά τα μάτια μας μέσα μας και να είμαστε πολύ ειλικρινείς με τον εαυτό μας. Αντιστρόφως οι άνθρωποι αυτοί, ίσως έχουν την τάση, με το πρόσχημα μιας θρησκευτικής αυθεντικότητας, να επικαλύπτουν τα κακώς κείμενα και να περιμένουν από τον Θεό να δράσει μαγικά εκεί που πρέπει να δράσουν οι ίδιοι. Έχουμε την τάση, οι θρησκευόμενοι, να αναθέτουμε στον Θεό τις διακονίες μας. Έτσι πιστεύω. Κάτι  τέτοιες βασικές διακονίες, όπως είναι η αυτογνωσία, τις ανάγουμε στο μυστήριο, στην μαγεία, στο κρυφτό με τον εαυτό μας. Ας το πω έτσι, έχουμε κάνει ιδιαίτερο «μυστήριο» την άγνοια και την δυσλειτουργία του ψυχισμού μας. Πολύ σκληρό, αλλά πολλές φορές έτσι βλέπω να γίνεται.
Οι σχολές της Ψυχολογίας παρουσιάζουν αποκλίσεις, οι οποίες εμένα πάλι δεν με φοβίζουν, διότι μπορώ να ωφεληθώ και από αυτούς οι οποίοι έχουν διαφωνίες, δηλαδή και από τον Φρόιντ μπορεί να ωφεληθώ και από τον Άντλερ και από τον Γιουγκ. Αλλά δεν δέχομαι ότι μπορούμε να απολυτοποιήσουμε ούτε την Ορθόδοξη Θεολογία, πολύ περισσότερο δεν μπορούμε να απολυτοποιήσουμε τίποτα άλλο. Θεωρητικά δέχομαι πως  θα έπρεπε να είναι απολυτοποιημένη και ταυτισμένη με τον Θεό η Θεολογία άλλα πρακτικά και ανθρώπινα δεν μπορεί να γίνει αυτό ποτέ. Όλα είναι σχετικά. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να απολυτοποιηθούν κάποιες πλευρές επιστημόνων  της Ψυχολογίας οι οποίοι εκφράζονται αυθεντικά και απολυτοποιημένα για κάποιες θέσεις τους. Αυτό είναι άλλο θέμα. Αλλά εμένα με βοηθούν. Και υπάρχουν περιπτώσεις που οι θεωρίες τους δεν εφαρμόζονται επί όλων των ανθρώπων αλλά επί κάποιας συγκεκριμένης ανθρώπινης ιστορίας μπορεί να εφαρμόζονται. Οπότε εγώ είμαι ανοικτός και διατεθειμένος να πάρω κάθε άποψη και φυσικά ως ποιμένας δεν δυσκολεύομαι, έχοντας υπόψη μου όλες αυτές τις πλευρές, να βοηθηθώ στο έργο μου και της γνώσεως του προσώπου του άλλου και της δικής μου παρακολουθήσεως την ώρα που συνεργάζομαι με το άλλο πρόσωπο. Αισθάνομαι πολύ όμορφα όταν μπορώ να το κάνω.

Δευτέρα, Απριλίου 13, 2015

Μή μου ἅπτου (Ἰωάν. κ´ 17)

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ !!!

ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ !!!

 



Τά σκηνικά πού πλαισιώνουν, ὡς πρόσωπα καί καταστάσεις, τά λόγια τοῦ Κυρίου πρός τήν ἁγία Μαρία τή Μαγδαληνή (Ἰωάν. κ´ 17), μᾶς ὠθοῦν σέ πλούσια βιώματα ἀναγόμενα στή βαθύτερη σχέση μας μέ τόν Χριστόν. Σέ βιώματα ἐσώτερης πνευματικῆς καί μυστικῆς ζωῆς, ἀλλά καί βαθύτερου λατρευτικοῦ ἤθους.

Ἡ Μαγδαληνή Μαρία, στή δεδομένη χωροχρονική τομή, θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ σύμβολο κάθε ἀνθρώπου «ἐκκλησιασμένου» σέ ἐπίπεδο ψυχικό, πού εὐτύχησε νά ἔχει πολυάριθμες, θερμές καί «καρποφόρες» σχέσεις μέ τόν Κύριο μέσα στήν ἐκκλησία Του, πού ὅμως μέσα στήν πορεία τῶν σχέσεών του πρός Αὐτόν κάποτε χάνει τήν «ἐπαφή» (ὁ Χριστός Σταυρώθηκε καί Ἐνταφιάστηκε) καί τή θρησκευτική «συναλλαγή», καί βλέπει ὅτι δέν κερδίζει τίποτε! Τότε παραπαίει μεταξύ ἐλπίδας καί ἀποκαρδίωσης, διατηρώντας συγχρόνως, «μπλοκαρισμένα» κάπως, ὅλα τά αἰσθήματα λατρείας καί ἀφοσίωσης στό μή βλεπόμενο πιά πρόσωπό Του. Ἐξακολουθεῖ καί «πηγαίνει στήν Ἐκκλησία» Του, ὅπως ἡ Μαγδαληνή Μαρία παρέμενε στό «κενό» πιά μνημεῖο Του, ἐπιθυμώντας μίαν ἀναζωογόνηση κερδοφόρου σχέσης μέ τόν Χριστόν, ἀκούοντας τά κηρύγματα τοῦ Θείου λόγου, ἀναστρεφόμενος τούς ἁγίους καί τούς πιστούς, ὅπως ἡ Μαγδαληνή Μαρία τούς ἀγγέλους πλησίον τοῦ κενοῦ μνημείου. Βοηθεῖται, μέ μιά τέτοια προσπάθεια, νά ζήσει τό πένθος του γιά τή «χαμένη σχέση» καί νά τό ἐκφράσει (Γύναι τί κλαίεις, τίνα ζητεῖς; Ὅτι ἦραν τόν Κύριόν μου τοῦ τάφου καί οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν). Τότε ἀκριβῶς, πού θρηνεῖται ἡ ἄγνοια καί μεγεθύνεται ὁ σπαραγμός γιά τήν ἀπώλεια τοῦ ἐπιθυμητοῦ, ὁ Ἰησοῦς κρίνει ὅτι μπορεῖ, μέ μιά ἄμεση ἀλλά ὄχι καί χειροπιαστή μέθοδο, νά προκαλέσει μιά διαλογική σχέση μέ τόν ἄνθρωπο, χωρίς ὅμως καί νά τοῦ δώσει τήν δυνατότητα ἀνανέωσης τῆς «ἐπαφῆς», στό ἐπίπεδο πού λειτουργοῦσε κατά τό παρελθόν (μή μου ἅπτου), ἀλλά προκαλώντας τον νά κοινωνήσει, τήν ἀλήθεια τῆς ἀνάστασής Του μέ τούς ἄλλους, τού φοβισμένους καί προβληματισμένους Μαθητές Του, καί περιμένοντας τήν ἀνάβασή Του σέ νέο πνευματικό - τουλάχιστον πνευματικώτερο - ἐπίπεδο, στό «Ὑπερῶο τῆς Πεντηκοστῆς» μέ τήν κάθοδο τοῦ Παρακλήκου Πνεύματος, ὅπου θά κατανοήσει τούς λόγους «πνεῦμα ὁ Θεός καί τούς προσκυνοῦντας Αὐτόν ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν». Τότε πιά θά μπορεῖ νά κατανοήσει καί νά ἐπιθυμήσει νά ζήσει τό «…ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ», θά μπορεῖ νά συνεργασθεῖ γιά τήν ἔνταξη τῆς ὑπόστασης του στήν ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ, θά λαχταρᾶ τή Χριστοείδεια καί ὄχι τή ἰδιοτελῆ θρησκευτική συναλλαγή!

Ὅλη αὐτή τή «γκάμμα» τῶν πνευματικῶν «μεθηλικιώσεων», κάθε πιστός, ἀκόρεστος γιά πρόοδο πνευματική, ὀφείλει νά τήν περάσει μέ ἐπιτυχία καί ὑπαρκτική γνησιότητα.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 03, 2015

Ἡ Παραβολή τοῦ Ἀσώτου





Ἡ παραβολή αὐτή εἶναι ἡ διατύπωση τῆς πιό μεγάλης καί τῆς πιό ὁλοκληρωμένης καμπύλης πού διαγράφει ἡ ἀνθρώπινη ἀσωτεία.

Μέσα σ' αὐτήν τήν παραβολή ὁ Κύριος μᾶς δίνει νά κατανοήσουμε ὅλες τίς συντεταγμένες τῆς ἀνθρώπινης ἀσωτείας. Καί ὁ πρῶτος υἱός ὁ νεώτερος, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι τό σύμβολο τῆς ὁρατῆς, τῆς ἐμφανοῦς ἀσωτείας, ἐνῶ ὁ πρεσβύτερος υἱός εἶναι τό σύμβολο τῆς ἀφανοῦς ἀσωτείας.

Τό 15ον κεφάλαιον τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου, περιλαμβάνει καί ἄλλες παραβολές, ὅπως τοῦ «ἀπολωλότος προβάτου», «τῆς ἀπωλεσθείσης δραχμῆς», τήν ὁποία ἀκολουθεῖ αὐτή τοῦ 'Ασώτου υἱοῦ. Μέ αὐτήν τήν παραβολή ὁ Κύριος ἀπαντοῦσε στούς ἐπικριτές Του, γιατί ἦταν «φίλος τελωνῶν καί ἁμαρτωλῶν».

Ἄς πάρουμε τά πράγματα μέ τή σειρά:

Ὁ Πατέρας ἔχει δυό παιδιά. Εἶναι χαρακτηριστικό σύμβολο ὅτι τή θέση τοῦ Πατέρα παίρνει ὁ Θεός. Τά δυό παιδιά εἶναι οἱ δύο βασικές κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων: Αὐτοί πού θέλουν νά ζοῦν χωρίς τό Θεό καί αὐτοί πού θέλουν νά ζοῦν «ἐν Θεῷ». Στήν παραβολή βέβαια ἔχουμε τό προβάδισμα τοῦ νεώτερου Υἱοῦ, ὁ ὁποῖος ζητάει ἀπό τόν Πατέρα τήν περιουσίαν πού τοῦ ἀνήκει. Ὁ Κύριος λέει ὅτι ὁ Πατέρας «διεῖλεν αὐτοῖς τόν βίον». Δέν λέει ὅτι ἔδωσε στό μικρό Υἱό αὐτό πού τοῦ ἀνῆκε, ἀλλά λέει ὅτι ἔδωσε καί στά δυό παιδιά, αὐτό πού τούς ἀνῆκε.

Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔχουμε τή θεολογική τοποθέτηση ὅτι, ὁ Πανάγαθος Πατέρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων προικίζει μέ τά ἴδια προσόντα ὅλους τούς ἀνθρώπους. Δίνει σέ ὅλους τό αὐτεξούσιο, τήν ἐλευθερία, δίνει τά ψυχικά, τά σωματικά καί τά πνευματικά χαρίσματα, δίνει τίς δυνατότητες -πάντοτε μέσα σέ κάποιο περιβαλλοντικό πλαίσιο, σέ κάποια χωροχρονική συντεταγμένη- δίνει τίς προϋποθέσεις στόν ἄνθρωπο νά ὑπάρξει καί νά λειτουργήσει τήν ὕπαρξή του, τήν προσωπικότητά του, μέ αὐτεξουσιότητα καί ἐλευθερία.

Ὁ ἕνας λοιπόν Υἱός παίρνει τήν περιουσία του καί φεύγει μακριά καί ἐκεῖ τήν διασκορπίζει μέ ζωή ἄσωτη, σπάταλη, ἁμαρτωλή.

Δέν μᾶς λέει ἡ παραβολή τί ἔκανε ὁ Πρεσβύτερος, ἀλλά ἀπό τήν ἐξέληξι τῆς διη γήσεως εἶναι σαφές ὅτι, ἐφόσον τοῦ ἐδόθη ἡ περιουσία τήν πῆρε, ἀλλά δέν θέλησε νά ἀποχωριστεῖ ἀπό τόν Πατέρα. Κράτησε ὁ δεύ τερος Υἱός τήν θέση πού εἶχε στήν οἰκογένεια καί νομιμόφρων, ὑποτατεταγμέ νος, ἐργατι κός καί ἐπιμελής συνέχισε νά ζεῖ μέ τόν Πατέρα στό ἴδιο σπιτικό.

'Ενῶ ὅμως φαίνεται ἀπό τήν παραβολή ὅτι ὁ νεώτερος Υἱός φεύγει καί χωρίζεται ἀπό τόν Πατέρα, ὁ Πρεσβύτερος Υἱός δημιουργεῖ ἕναν ἄλλο χωρισμό πού δέν φαίνεται.

Ὁ Πατέρας παράλληλα δείχνει πώς ζεῖ τόν πόνο τοῦ χωρισμοῦ τοῦ νεώτερου Υἱοῦ, πώς πονάει, ἐνδιαφέρεται καί προσδοκᾶ τήν ἐπιστροφή του.

Ὁ Πρεσβύτερος Υἱός, ὅπως διαφαίνεται στή συμπεριφορά του στό τέλος τῆς παραβολῆς, ἀπορρίπτει τόν νεώτερο Υἱό. Ἀπορρίπτει τόν ἀδελφό του, τόν ξεχνάει. Ἀρχίζει νά διαφοροποιεῖ τήν συμπεριφορά του ἔναντι τοῦ ἀδελφοῦ του. Δέν συμβαδίζει μέ τόν Πατέρα στά αἰσθήματα, στό σεβασμό τῆς προσωπικότητας, στήν ἀγάπη. Κι αὐτός ὁ χωρισμός δέν φαίνεται. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη μορφή τῆς κρυφῆς ἀσωτείας.

Εἶναι ἀσωτεία τό ὅτι ὁ πρεσβύτερος Υἱός δέν τρέφει τά αἰσθήματα, τή σκέψη, τά φρονήματα, τή λαχτάρα, τήν ἀγωνία, τήν ἀγάπη γιά τόν ἀδελφό του. Ὅλα αὐτά δηλαδή πού τρέφει ὁ Πατέρας γιά τό νεώτερο παιδί Του.

Ὁ ἄνθρωπος χωρίς τό Θεό ἀρχίζει νά ζεῖ τή ζωή του, νά ὑπάρχει γιά τήν ἡδονή, νά τρυγᾶ τόν καρπό της μέχρι τό τέλος καί νά ἐξαντλεῖ τίς ψυχοσωματικές του δυνάμεις σ' αὐτό τό κυνηγητό τῆς ἡδονῆς. 'Εξαχρειώνεται καί βάζει τόν ἑαυτό του στήν κατάσταση τοῦ ὑποβαθμισμένου ὄντος, ἀκόμα πιό κάτω καί ἀπό τά ζῶα. Δέν ἔχει τή δυνατότητα νά φάει οὔτε τήν τροφή τῶν ζώων πού βόσκει.

Ὅλα αὐτά εἶναι συμβολικά καί φανερώνουν ἀκριβῶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού κυνηγάει τήν ἡδονή εὐτελίζεται, μειώνεται διαρκῶς μέχρι πού ἄν δέν μετανοήσει καταστρέφεται.

«Δαπανήσαντος δέ αὐτοῦ τά πάντα... οὐδείς ἐδίδου αὐτῷ...». Μέχρι ἐδῶ διαγράφεται σ' αὐτούς τούς στίχους ὅλη ἡ ἐξαχρείωση τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας, ἡ ὁποία θέλει νά ζήσει μακριά ἀπό τό Θεό, μέ τήν σπατάλη τῶν χαρισμάτων, σέ μιά «φιλία» μέ τούς ἀνθρώπους. Φιλία πού δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά παράχρηση ἤ κατάκριση τοῦ ἑνός ἀπό τόν ἄλλο. Αὐτή ἡ φιλία δέν εἶναι βοηθητική, εὐφρόσυνη. Προκαλεῖ εὐχαρίστηση στά αἰσθητήρια, ἀλλά δέν εὐφραίνει πνευματικά, δέν παραμένει μετά ἀπό αὐτές τίς παραχρήσεις καί καταχρήσεις, δέν ἀφήνει τίποτα πού νά γεμίζει τόν ἄνθρωπο.

Ὁ Πρεσβύτερος Υἱός φαίνεται -ἀπό τήν εἰκόνα πού μᾶς δίδεται στό τέλος- ὅτι εἶναι ἄνθρωπος τοῦ μόχθου, τῆς νομιμότητας, τῆς ὑποταγῆς στό Θεό. Διατηρεῖ ἐπίσης μέσα του τήν ἐπιθυμία τῆς ἀπολαύσεως, τὴς εὐφροσύνης, ἀλλά δέν τήν φανερώνει. Δέν τήν ἀνακοινώνει. Δέν τήν διεκδικεῖ. Δέν ζητάει τίποτα ἀπό τόν Πατέρα. Τήν στερεῖται φαινομενικά ἑκουσίως· ἀλλά μέσα του τήν κρατάει ὁλοζώντανη. Εἶναι κάτι πού τό ζῆ ἔξω ἀπό τή σχέση Του μέ τόν Πατέρα. Ἐδῶ διαφαίνεται μιά ἄλλη πλευρά τῆς ἀσωτείας.

Εἶναι «ἀσωτεία» τό νά κρατᾶμε ἐπιθυμίες, θελήματα, δικαιώματα, σκέψεις, πού δέν τολμᾶμε νά ἀνακοινώσουμε στό Θεό Πατέρα, πού δέν μποροῦμε νά τά κάνουμε προσευχή.

Κι αὐτή ἡ ἀσωτεία εἶναι πολύ βαθιά μέσα μας, πού μᾶς ἐξαχρειώνει χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε. Ἐνῶ ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ νεώτερου Υἱοῦ εἶναι τόσο φανερή καί κραυγαλέα.

Ὁ Πρεσβύτερος Υἱός ζῆ ἔντονα αὐτή τήν κατάσταση, «τοσαῦτα χρόνια δουλεύω σοι...» κι αὐτό φανερώνεται μέ τό λόγο του. Ὄχι μόνον λοιπόν ἔχει ζωντανή αὐτή τήν ἐπιθυμία, ἀλλά μέσα στήν ἀπομόνωσή του, μέσα στήν αὐτονόμησή του τήν κρυφή, κάνει αὐτή τήν ἐπιθυμία κριτήριο γιά νά ἀναπτύξει τήν ἐπιθετικότητα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ὅταν ἀργότερα 'Εκεῖνος θά δείξει τή στοργή Του στόν νεώτερο Ἄσωτο Υἱό πού ἐπιστρέφει.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 12, 2014

Ἡ Παραβολή τοῦ Ἀσώτου ,Ἀρχιμανδρίτης Ἀντώνιος Ρωμαῖος




Ἡ παραβολή αὐτή εἶναι ἡ διατύπωση τῆς πιό μεγάλης καί τῆς πιό ὁλοκληρωμένης καμπύλης πού διαγράφει ἡ ἀνθρώπινη ἀσωτεία.

Μέσα σ' αὐτήν τήν παραβολή ὁ Κύριος μᾶς δίνει νά κατανοήσουμε ὅλες τίς συντεταγμένες τῆς ἀνθρώπινης ἀσωτείας. Καί ὁ πρῶτος υἱός ὁ νεώτερος, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι τό σύμβολο τῆς ὁρατῆς, τῆς ἐμφανοῦς ἀσωτείας, ἐνῶ ὁ πρεσβύτερος υἱός εἶναι τό σύμβολο τῆς ἀφανοῦς ἀσωτείας.

Τό 15ον κεφάλαιον τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου, περιλαμβάνει καί ἄλλες παραβολές, ὅπως τοῦ «ἀπολωλότος προβάτου», «τῆς ἀπωλεσθείσης δραχμῆς», τήν ὁποία ἀκολουθεῖ αὐτή τοῦ 'Ασώτου υἱοῦ. Μέ αὐτήν τήν παραβολή ὁ Κύριος ἀπαντοῦσε στούς ἐπικριτές Του, γιατί ἦταν «φίλος τελωνῶν καί ἁμαρτωλῶν».

Ἄς πάρουμε τά πράγματα μέ τή σειρά:

Ὁ Πατέρας ἔχει δυό παιδιά. Εἶναι χαρακτηριστικό σύμβολο ὅτι τή θέση τοῦ Πατέρα παίρνει ὁ Θεός. Τά δυό παιδιά εἶναι οἱ δύο βασικές κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων: Αὐτοί πού θέλουν νά ζοῦν χωρίς τό Θεό καί αὐτοί πού θέλουν νά ζοῦν «ἐν Θεῷ». Στήν παραβολή βέβαια ἔχουμε τό προβάδισμα τοῦ νεώτερου Υἱοῦ, ὁ ὁποῖος ζητάει ἀπό τόν Πατέρα τήν περιουσίαν πού τοῦ ἀνήκει. Ὁ Κύριος λέει ὅτι ὁ Πατέρας «διεῖλεν αὐτοῖς τόν βίον». Δέν λέει ὅτι ἔδωσε στό μικρό Υἱό αὐτό πού τοῦ ἀνῆκε, ἀλλά λέει ὅτι ἔδωσε καί στά δυό παιδιά, αὐτό πού τούς ἀνῆκε.

Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔχουμε τή θεολογική τοποθέτηση ὅτι, ὁ Πανάγαθος Πατέρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων προικίζει μέ τά ἴδια προσόντα ὅλους τούς ἀνθρώπους. Δίνει σέ ὅλους τό αὐτεξούσιο, τήν ἐλευθερία, δίνει τά ψυχικά, τά σωματικά καί τά πνευματικά χαρίσματα, δίνει τίς δυνατότητες -πάντοτε μέσα σέ κάποιο περιβαλλοντικό πλαίσιο, σέ κάποια χωροχρονική συντεταγμένη- δίνει τίς προϋποθέσεις στόν ἄνθρωπο νά ὑπάρξει καί νά λειτουργήσει τήν ὕπαρξή του, τήν προσωπικότητά του, μέ αὐτεξουσιότητα καί ἐλευθερία.

Ὁ ἕνας λοιπόν Υἱός παίρνει τήν περιουσία του καί φεύγει μακριά καί ἐκεῖ τήν διασκορπίζει μέ ζωή ἄσωτη, σπάταλη, ἁμαρτωλή.

Δέν μᾶς λέει ἡ παραβολή τί ἔκανε ὁ Πρεσβύτερος, ἀλλά ἀπό τήν ἐξέληξι τῆς διη γήσεως εἶναι σαφές ὅτι, ἐφόσον τοῦ ἐδόθη ἡ περιουσία τήν πῆρε, ἀλλά δέν θέλησε νά ἀποχωριστεῖ ἀπό τόν Πατέρα. Κράτησε ὁ δεύ τερος Υἱός τήν θέση πού εἶχε στήν οἰκογένεια καί νομιμόφρων, ὑποτατεταγμέ νος, ἐργατι κός καί ἐπιμελής συνέχισε νά ζεῖ μέ τόν Πατέρα στό ἴδιο σπιτικό.

'Ενῶ ὅμως φαίνεται ἀπό τήν παραβολή ὅτι ὁ νεώτερος Υἱός φεύγει καί χωρίζεται ἀπό τόν Πατέρα, ὁ Πρεσβύτερος Υἱός δημιουργεῖ ἕναν ἄλλο χωρισμό πού δέν φαίνεται.

Ὁ Πατέρας παράλληλα δείχνει πώς ζεῖ τόν πόνο τοῦ χωρισμοῦ τοῦ νεώτερου Υἱοῦ, πώς πονάει, ἐνδιαφέρεται καί προσδοκᾶ τήν ἐπιστροφή του.

Ὁ Πρεσβύτερος Υἱός, ὅπως διαφαίνεται στή συμπεριφορά του στό τέλος τῆς παραβολῆς, ἀπορρίπτει τόν νεώτερο Υἱό. Ἀπορρίπτει τόν ἀδελφό του, τόν ξεχνάει. Ἀρχίζει νά διαφοροποιεῖ τήν συμπεριφορά του ἔναντι τοῦ ἀδελφοῦ του. Δέν συμβαδίζει μέ τόν Πατέρα στά αἰσθήματα, στό σεβασμό τῆς προσωπικότητας, στήν ἀγάπη. Κι αὐτός ὁ χωρισμός δέν φαίνεται. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη μορφή τῆς κρυφῆς ἀσωτείας.

Εἶναι ἀσωτεία τό ὅτι ὁ πρεσβύτερος Υἱός δέν τρέφει τά αἰσθήματα, τή σκέψη, τά φρονήματα, τή λαχτάρα, τήν ἀγωνία, τήν ἀγάπη γιά τόν ἀδελφό του. Ὅλα αὐτά δηλαδή πού τρέφει ὁ Πατέρας γιά τό νεώτερο παιδί Του.

Ὁ ἄνθρωπος χωρίς τό Θεό ἀρχίζει νά ζεῖ τή ζωή του, νά ὑπάρχει γιά τήν ἡδονή, νά τρυγᾶ τόν καρπό της μέχρι τό τέλος καί νά ἐξαντλεῖ τίς ψυχοσωματικές του δυνάμεις σ' αὐτό τό κυνηγητό τῆς ἡδονῆς. 'Εξαχρειώνεται καί βάζει τόν ἑαυτό του στήν κατάσταση τοῦ ὑποβαθμισμένου ὄντος, ἀκόμα πιό κάτω καί ἀπό τά ζῶα. Δέν ἔχει τή δυνατότητα νά φάει οὔτε τήν τροφή τῶν ζώων πού βόσκει.

Ὅλα αὐτά εἶναι συμβολικά καί φανερώνουν ἀκριβῶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού κυνηγάει τήν ἡδονή εὐτελίζεται, μειώνεται διαρκῶς μέχρι πού ἄν δέν μετανοήσει καταστρέφεται.

«Δαπανήσαντος δέ αὐτοῦ τά πάντα... οὐδείς ἐδίδου αὐτῷ...». Μέχρι ἐδῶ διαγράφεται σ' αὐτούς τούς στίχους ὅλη ἡ ἐξαχρείωση τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας, ἡ ὁποία θέλει νά ζήσει μακριά ἀπό τό Θεό, μέ τήν σπατάλη τῶν χαρισμάτων, σέ μιά «φιλία» μέ τούς ἀνθρώπους. Φιλία πού δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά παράχρηση ἤ κατάκριση τοῦ ἑνός ἀπό τόν ἄλλο. Αὐτή ἡ φιλία δέν εἶναι βοηθητική, εὐφρόσυνη. Προκαλεῖ εὐχαρίστηση στά αἰσθητήρια, ἀλλά δέν εὐφραίνει πνευματικά, δέν παραμένει μετά ἀπό αὐτές τίς παραχρήσεις καί καταχρήσεις, δέν ἀφήνει τίποτα πού νά γεμίζει τόν ἄνθρωπο.

Ὁ Πρεσβύτερος Υἱός φαίνεται -ἀπό τήν εἰκόνα πού μᾶς δίδεται στό τέλος- ὅτι εἶναι ἄνθρωπος τοῦ μόχθου, τῆς νομιμότητας, τῆς ὑποταγῆς στό Θεό. Διατηρεῖ ἐπίσης μέσα του τήν ἐπιθυμία τῆς ἀπολαύσεως, τὴς εὐφροσύνης, ἀλλά δέν τήν φανερώνει. Δέν τήν ἀνακοινώνει. Δέν τήν διεκδικεῖ. Δέν ζητάει τίποτα ἀπό τόν Πατέρα. Τήν στερεῖται φαινομενικά ἑκουσίως· ἀλλά μέσα του τήν κρατάει ὁλοζώντανη. Εἶναι κάτι πού τό ζῆ ἔξω ἀπό τή σχέση Του μέ τόν Πατέρα. Ἐδῶ διαφαίνεται μιά ἄλλη πλευρά τῆς ἀσωτείας.

Εἶναι «ἀσωτεία» τό νά κρατᾶμε ἐπιθυμίες, θελήματα, δικαιώματα, σκέψεις, πού δέν τολμᾶμε νά ἀνακοινώσουμε στό Θεό Πατέρα, πού δέν μποροῦμε νά τά κάνουμε προσευχή.

Κι αὐτή ἡ ἀσωτεία εἶναι πολύ βαθιά μέσα μας, πού μᾶς ἐξαχρειώνει χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε. Ἐνῶ ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ νεώτερου Υἱοῦ εἶναι τόσο φανερή καί κραυγαλέα.

Ὁ Πρεσβύτερος Υἱός ζῆ ἔντονα αὐτή τήν κατάσταση, «τοσαῦτα χρόνια δουλεύω σοι...» κι αὐτό φανερώνεται μέ τό λόγο του. Ὄχι μόνον λοιπόν ἔχει ζωντανή αὐτή τήν ἐπιθυμία, ἀλλά μέσα στήν ἀπομόνωσή του, μέσα στήν αὐτονόμησή του τήν κρυφή, κάνει αὐτή τήν ἐπιθυμία κριτήριο γιά νά ἀναπτύξει τήν ἐπιθετικότητα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ὅταν ἀργότερα 'Εκεῖνος θά δείξει τή στοργή Του στόν νεώτερο Ἄσωτο Υἱό πού ἐπιστρέφει.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 26, 2013

Ἡ Παραβολή τοῦ Ἀσώτου Ἀρχιμανδρίτης Ἀντώνιος Ρωμαῖος






Ἡ παραβολή αὐτή εἶναι ἡ διατύπωση τῆς πιό μεγάλης καί τῆς πιό ὁλοκληρωμένης καμπύλης πού διαγράφει ἡ ἀνθρώπινη ἀσωτεία.

Μέσα σ' αὐτήν τήν παραβολή ὁ Κύριος μᾶς δίνει νά κατανοήσουμε ὅλες τίς συντεταγμένες τῆς ἀνθρώπινης ἀσωτείας. Καί ὁ πρῶτος υἱός ὁ νεώτερος, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι τό σύμβολο τῆς ὁρατῆς, τῆς ἐμφανοῦς ἀσωτείας, ἐνῶ ὁ πρεσβύτερος υἱός εἶναι τό σύμβολο τῆς ἀφανοῦς ἀσωτείας.

Τό 15ον κεφάλαιον τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου, περιλαμβάνει καί ἄλλες παραβολές, ὅπως τοῦ «ἀπολωλότος προβάτου», «τῆς ἀπωλεσθείσης δραχμῆς», τήν ὁποία ἀκολουθεῖ αὐτή τοῦ 'Ασώτου υἱοῦ. Μέ αὐτήν τήν παραβολή ὁ Κύριος ἀπαντοῦσε στούς ἐπικριτές Του, γιατί ἦταν «φίλος τελωνῶν καί ἁμαρτωλῶν».

Ἄς πάρουμε τά πράγματα μέ τή σειρά:

Ὁ Πατέρας ἔχει δυό παιδιά. Εἶναι χαρακτηριστικό σύμβολο ὅτι τή θέση τοῦ Πατέρα παίρνει ὁ Θεός. Τά δυό παιδιά εἶναι οἱ δύο βασικές κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων: Αὐτοί πού θέλουν νά ζοῦν χωρίς τό Θεό καί αὐτοί πού θέλουν νά ζοῦν «ἐν Θεῷ». Στήν παραβολή βέβαια ἔχουμε τό προβάδισμα τοῦ νεώτερου Υἱοῦ, ὁ ὁποῖος ζητάει ἀπό τόν Πατέρα τήν περιουσίαν πού τοῦ ἀνήκει. Ὁ Κύριος λέει ὅτι ὁ Πατέρας «διεῖλεν αὐτοῖς τόν βίον». Δέν λέει ὅτι ἔδωσε στό μικρό Υἱό αὐτό πού τοῦ ἀνῆκε, ἀλλά λέει ὅτι ἔδωσε καί στά δυό παιδιά, αὐτό πού τούς ἀνῆκε.

Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔχουμε τή θεολογική τοποθέτηση ὅτι, ὁ Πανάγαθος Πατέρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων προικίζει μέ τά ἴδια προσόντα ὅλους τούς ἀνθρώπους. Δίνει σέ ὅλους τό αὐτεξούσιο, τήν ἐλευθερία, δίνει τά ψυχικά, τά σωματικά καί τά πνευματικά χαρίσματα, δίνει τίς δυνατότητες -πάντοτε μέσα σέ κάποιο περιβαλλοντικό πλαίσιο, σέ κάποια χωροχρονική συντεταγμένη- δίνει τίς προϋποθέσεις στόν ἄνθρωπο νά ὑπάρξει καί νά λειτουργήσει τήν ὕπαρξή του, τήν προσωπικότητά του, μέ αὐτεξουσιότητα καί ἐλευθερία.

Ὁ ἕνας λοιπόν Υἱός παίρνει τήν περιουσία του καί φεύγει μακριά καί ἐκεῖ τήν διασκορπίζει μέ ζωή ἄσωτη, σπάταλη, ἁμαρτωλή.

Δέν μᾶς λέει ἡ παραβολή τί ἔκανε ὁ Πρεσβύτερος, ἀλλά ἀπό τήν ἐξέληξι τῆς διη γήσεως εἶναι σαφές ὅτι, ἐφόσον τοῦ ἐδόθη ἡ περιουσία τήν πῆρε, ἀλλά δέν θέλησε νά ἀποχωριστεῖ ἀπό τόν Πατέρα. Κράτησε ὁ δεύ τερος Υἱός τήν θέση πού εἶχε στήν οἰκογένεια καί νομιμόφρων, ὑποτατεταγμέ νος, ἐργατι κός καί ἐπιμελής συνέχισε νά ζεῖ μέ τόν Πατέρα στό ἴδιο σπιτικό.

'Ενῶ ὅμως φαίνεται ἀπό τήν παραβολή ὅτι ὁ νεώτερος Υἱός φεύγει καί χωρίζεται ἀπό τόν Πατέρα, ὁ Πρεσβύτερος Υἱός δημιουργεῖ ἕναν ἄλλο χωρισμό πού δέν φαίνεται.

Ὁ Πατέρας παράλληλα δείχνει πώς ζεῖ τόν πόνο τοῦ χωρισμοῦ τοῦ νεώτερου Υἱοῦ, πώς πονάει, ἐνδιαφέρεται καί προσδοκᾶ τήν ἐπιστροφή του.

Ὁ Πρεσβύτερος Υἱός, ὅπως διαφαίνεται στή συμπεριφορά του στό τέλος τῆς παραβολῆς, ἀπορρίπτει τόν νεώτερο Υἱό. Ἀπορρίπτει τόν ἀδελφό του, τόν ξεχνάει. Ἀρχίζει νά διαφοροποιεῖ τήν συμπεριφορά του ἔναντι τοῦ ἀδελφοῦ του. Δέν συμβαδίζει μέ τόν Πατέρα στά αἰσθήματα, στό σεβασμό τῆς προσωπικότητας, στήν ἀγάπη. Κι αὐτός ὁ χωρισμός δέν φαίνεται. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη μορφή τῆς κρυφῆς ἀσωτείας.

Εἶναι ἀσωτεία τό ὅτι ὁ πρεσβύτερος Υἱός δέν τρέφει τά αἰσθήματα, τή σκέψη, τά φρονήματα, τή λαχτάρα, τήν ἀγωνία, τήν ἀγάπη γιά τόν ἀδελφό του. Ὅλα αὐτά δηλαδή πού τρέφει ὁ Πατέρας γιά τό νεώτερο παιδί Του.

Ὁ ἄνθρωπος χωρίς τό Θεό ἀρχίζει νά ζεῖ τή ζωή του, νά ὑπάρχει γιά τήν ἡδονή, νά τρυγᾶ τόν καρπό της μέχρι τό τέλος καί νά ἐξαντλεῖ τίς ψυχοσωματικές του δυνάμεις σ' αὐτό τό κυνηγητό τῆς ἡδονῆς. 'Εξαχρειώνεται καί βάζει τόν ἑαυτό του στήν κατάσταση τοῦ ὑποβαθμισμένου ὄντος, ἀκόμα πιό κάτω καί ἀπό τά ζῶα. Δέν ἔχει τή δυνατότητα νά φάει οὔτε τήν τροφή τῶν ζώων πού βόσκει.

Ὅλα αὐτά εἶναι συμβολικά καί φανερώνουν ἀκριβῶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού κυνηγάει τήν ἡδονή εὐτελίζεται, μειώνεται διαρκῶς μέχρι πού ἄν δέν μετανοήσει καταστρέφεται.

«Δαπανήσαντος δέ αὐτοῦ τά πάντα... οὐδείς ἐδίδου αὐτῷ...». Μέχρι ἐδῶ διαγράφεται σ' αὐτούς τούς στίχους ὅλη ἡ ἐξαχρείωση τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας, ἡ ὁποία θέλει νά ζήσει μακριά ἀπό τό Θεό, μέ τήν σπατάλη τῶν χαρισμάτων, σέ μιά «φιλία» μέ τούς ἀνθρώπους. Φιλία πού δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά παράχρηση ἤ κατάκριση τοῦ ἑνός ἀπό τόν ἄλλο. Αὐτή ἡ φιλία δέν εἶναι βοηθητική, εὐφρόσυνη. Προκαλεῖ εὐχαρίστηση στά αἰσθητήρια, ἀλλά δέν εὐφραίνει πνευματικά, δέν παραμένει μετά ἀπό αὐτές τίς παραχρήσεις καί καταχρήσεις, δέν ἀφήνει τίποτα πού νά γεμίζει τόν ἄνθρωπο.

Ὁ Πρεσβύτερος Υἱός φαίνεται -ἀπό τήν εἰκόνα πού μᾶς δίδεται στό τέλος- ὅτι εἶναι ἄνθρωπος τοῦ μόχθου, τῆς νομιμότητας, τῆς ὑποταγῆς στό Θεό. Διατηρεῖ ἐπίσης μέσα του τήν ἐπιθυμία τῆς ἀπολαύσεως, τὴς εὐφροσύνης, ἀλλά δέν τήν φανερώνει. Δέν τήν ἀνακοινώνει. Δέν τήν διεκδικεῖ. Δέν ζητάει τίποτα ἀπό τόν Πατέρα. Τήν στερεῖται φαινομενικά ἑκουσίως· ἀλλά μέσα του τήν κρατάει ὁλοζώντανη. Εἶναι κάτι πού τό ζῆ ἔξω ἀπό τή σχέση Του μέ τόν Πατέρα. Ἐδῶ διαφαίνεται μιά ἄλλη πλευρά τῆς ἀσωτείας.

Εἶναι «ἀσωτεία» τό νά κρατᾶμε ἐπιθυμίες, θελήματα, δικαιώματα, σκέψεις, πού δέν τολμᾶμε νά ἀνακοινώσουμε στό Θεό Πατέρα, πού δέν μποροῦμε νά τά κάνουμε προσευχή.

Κι αὐτή ἡ ἀσωτεία εἶναι πολύ βαθιά μέσα μας, πού μᾶς ἐξαχρειώνει χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε. Ἐνῶ ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ νεώτερου Υἱοῦ εἶναι τόσο φανερή καί κραυγαλέα.

Ὁ Πρεσβύτερος Υἱός ζῆ ἔντονα αὐτή τήν κατάσταση, «τοσαῦτα χρόνια δουλεύω σοι...» κι αὐτό φανερώνεται μέ τό λόγο του. Ὄχι μόνον λοιπόν ἔχει ζωντανή αὐτή τήν ἐπιθυμία, ἀλλά μέσα στήν ἀπομόνωσή του, μέσα στήν αὐτονόμησή του τήν κρυφή, κάνει αὐτή τήν ἐπιθυμία κριτήριο γιά νά ἀναπτύξει τήν ἐπιθετικότητα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ὅταν ἀργότερα 'Εκεῖνος θά δείξει τή στοργή Του στόν νεώτερο Ἄσωτο Υἱό πού ἐπιστρέφει.



Κυριακή, Φεβρουαρίου 12, 2012

Ἡ Παραβολή τοῦ Ἀσώτου


Ἀντώνιος Ρωμαῖος (Ἀρχιμανδρίτης)



Ἡ παραβολή αὐτή εἶναι ἡ διατύπωση τῆς πιό μεγάλης καί τῆς πιό ὁλοκληρωμένης καμπύλης πού διαγράφει ἡ ἀνθρώπινη ἀσωτεία.

Μέσα σ' αὐτήν τήν παραβολή ὁ Κύριος μᾶς δίνει νά κατανοήσουμε ὅλες τίς συντεταγμένες τῆς ἀνθρώπινης ἀσωτείας. Καί ὁ πρῶτος υἱός ὁ νεώτερος, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι τό σύμβολο τῆς ὁρατῆς, τῆς ἐμφανοῦς ἀσωτείας, ἐνῶ ὁ πρεσβύτερος υἱός εἶναι τό σύμβολο τῆς ἀφανοῦς ἀσωτείας.

Τό 15ον κεφάλαιον τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου, περιλαμβάνει καί ἄλλες παραβολές, ὅπως τοῦ «ἀπολωλότος προβάτου», «τῆς ἀπωλεσθείσης δραχμῆς», τήν ὁποία ἀκολουθεῖ αὐτή τοῦ 'Ασώτου υἱοῦ. Μέ αὐτήν τήν παραβολή ὁ Κύριος ἀπαντοῦσε στούς ἐπικριτές Του, γιατί ἦταν «φίλος τελωνῶν καί ἁμαρτωλῶν».

Ἄς πάρουμε τά πράγματα μέ τή σειρά:

Ὁ Πατέρας ἔχει δυό παιδιά. Εἶναι χαρακτηριστικό σύμβολο ὅτι τή θέση τοῦ Πατέρα παίρνει ὁ Θεός. Τά δυό παιδιά εἶναι οἱ δύο βασικές κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων: Αὐτοί πού θέλουν νά ζοῦν χωρίς τό Θεό καί αὐτοί πού θέλουν νά ζοῦν «ἐν Θεῷ». Στήν παραβολή βέβαια ἔχουμε τό προβάδισμα τοῦ νεώτερου Υἱοῦ, ὁ ὁποῖος ζητάει ἀπό τόν Πατέρα τήν περιουσίαν πού τοῦ ἀνήκει. Ὁ Κύριος λέει ὅτι ὁ Πατέρας «διεῖλεν αὐτοῖς τόν βίον». Δέν λέει ὅτι ἔδωσε στό μικρό Υἱό αὐτό πού τοῦ ἀνῆκε, ἀλλά λέει ὅτι ἔδωσε καί στά δυό παιδιά, αὐτό πού τούς ἀνῆκε.

Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔχουμε τή θεολογική τοποθέτηση ὅτι, ὁ Πανάγαθος Πατέρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων προικίζει μέ τά ἴδια προσόντα ὅλους τούς ἀνθρώπους. Δίνει σέ ὅλους τό αὐτεξούσιο, τήν ἐλευθερία, δίνει τά ψυχικά, τά σωματικά καί τά πνευματικά χαρίσματα, δίνει τίς δυνατότητες -πάντοτε μέσα σέ κάποιο περιβαλλοντικό πλαίσιο, σέ κάποια χωροχρονική συντεταγμένη- δίνει τίς προϋποθέσεις στόν ἄνθρωπο νά ὑπάρξει καί νά λειτουργήσει τήν ὕπαρξή του, τήν προσωπικότητά του, μέ αὐτεξουσιότητα καί ἐλευθερία.

Ὁ ἕνας λοιπόν Υἱός παίρνει τήν περιουσία του καί φεύγει μακριά καί ἐκεῖ τήν διασκορπίζει μέ ζωή ἄσωτη, σπάταλη, ἁμαρτωλή.

Δέν μᾶς λέει ἡ παραβολή τί ἔκανε ὁ Πρεσβύτερος, ἀλλά ἀπό τήν ἐξέληξι τῆς διη γήσεως εἶναι σαφές ὅτι, ἐφόσον τοῦ ἐδόθη ἡ περιουσία τήν πῆρε, ἀλλά δέν θέλησε νά ἀποχωριστεῖ ἀπό τόν Πατέρα. Κράτησε ὁ δεύ τερος Υἱός τήν θέση πού εἶχε στήν οἰκογένεια καί νομιμόφρων, ὑποτατεταγμέ νος, ἐργατι κός καί ἐπιμελής συνέχισε νά ζεῖ μέ τόν Πατέρα στό ἴδιο σπιτικό.

'Ενῶ ὅμως φαίνεται ἀπό τήν παραβολή ὅτι ὁ νεώτερος Υἱός φεύγει καί χωρίζεται ἀπό τόν Πατέρα, ὁ Πρεσβύτερος Υἱός δημιουργεῖ ἕναν ἄλλο χωρισμό πού δέν φαίνεται.

Ὁ Πατέρας παράλληλα δείχνει πώς ζεῖ τόν πόνο τοῦ χωρισμοῦ τοῦ νεώτερου Υἱοῦ, πώς πονάει, ἐνδιαφέρεται καί προσδοκᾶ τήν ἐπιστροφή του.

Ὁ Πρεσβύτερος Υἱός, ὅπως διαφαίνεται στή συμπεριφορά του στό τέλος τῆς παραβολῆς, ἀπορρίπτει τόν νεώτερο Υἱό. Ἀπορρίπτει τόν ἀδελφό του, τόν ξεχνάει. Ἀρχίζει νά διαφοροποιεῖ τήν συμπεριφορά του ἔναντι τοῦ ἀδελφοῦ του. Δέν συμβαδίζει μέ τόν Πατέρα στά αἰσθήματα, στό σεβασμό τῆς προσωπικότητας, στήν ἀγάπη. Κι αὐτός ὁ χωρισμός δέν φαίνεται. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη μορφή τῆς κρυφῆς ἀσωτείας.

Εἶναι ἀσωτεία τό ὅτι ὁ πρεσβύτερος Υἱός δέν τρέφει τά αἰσθήματα, τή σκέψη, τά φρονήματα, τή λαχτάρα, τήν ἀγωνία, τήν ἀγάπη γιά τόν ἀδελφό του. Ὅλα αὐτά δηλαδή πού τρέφει ὁ Πατέρας γιά τό νεώτερο παιδί Του.

Ὁ ἄνθρωπος χωρίς τό Θεό ἀρχίζει νά ζεῖ τή ζωή του, νά ὑπάρχει γιά τήν ἡδονή, νά τρυγᾶ τόν καρπό της μέχρι τό τέλος καί νά ἐξαντλεῖ τίς ψυχοσωματικές του δυνάμεις σ' αὐτό τό κυνηγητό τῆς ἡδονῆς. 'Εξαχρειώνεται καί βάζει τόν ἑαυτό του στήν κατάσταση τοῦ ὑποβαθμισμένου ὄντος, ἀκόμα πιό κάτω καί ἀπό τά ζῶα. Δέν ἔχει τή δυνατότητα νά φάει οὔτε τήν τροφή τῶν ζώων πού βόσκει.

Ὅλα αὐτά εἶναι συμβολικά καί φανερώνουν ἀκριβῶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού κυνηγάει τήν ἡδονή εὐτελίζεται, μειώνεται διαρκῶς μέχρι πού ἄν δέν μετανοήσει καταστρέφεται.

«Δαπανήσαντος δέ αὐτοῦ τά πάντα... οὐδείς ἐδίδου αὐτῷ...». Μέχρι ἐδῶ διαγράφεται σ' αὐτούς τούς στίχους ὅλη ἡ ἐξαχρείωση τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας, ἡ ὁποία θέλει νά ζήσει μακριά ἀπό τό Θεό, μέ τήν σπατάλη τῶν χαρισμάτων, σέ μιά «φιλία» μέ τούς ἀνθρώπους. Φιλία πού δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά παράχρηση ἤ κατάκριση τοῦ ἑνός ἀπό τόν ἄλλο. Αὐτή ἡ φιλία δέν εἶναι βοηθητική, εὐφρόσυνη. Προκαλεῖ εὐχαρίστηση στά αἰσθητήρια, ἀλλά δέν εὐφραίνει πνευματικά, δέν παραμένει μετά ἀπό αὐτές τίς παραχρήσεις καί καταχρήσεις, δέν ἀφήνει τίποτα πού νά γεμίζει τόν ἄνθρωπο.

Ὁ Πρεσβύτερος Υἱός φαίνεται -ἀπό τήν εἰκόνα πού μᾶς δίδεται στό τέλος- ὅτι εἶναι ἄνθρωπος τοῦ μόχθου, τῆς νομιμότητας, τῆς ὑποταγῆς στό Θεό. Διατηρεῖ ἐπίσης μέσα του τήν ἐπιθυμία τῆς ἀπολαύσεως, τὴς εὐφροσύνης, ἀλλά δέν τήν φανερώνει. Δέν τήν ἀνακοινώνει. Δέν τήν διεκδικεῖ. Δέν ζητάει τίποτα ἀπό τόν Πατέρα. Τήν στερεῖται φαινομενικά ἑκουσίως· ἀλλά μέσα του τήν κρατάει ὁλοζώντανη. Εἶναι κάτι πού τό ζῆ ἔξω ἀπό τή σχέση Του μέ τόν Πατέρα. Ἐδῶ διαφαίνεται μιά ἄλλη πλευρά τῆς ἀσωτείας.

Εἶναι «ἀσωτεία» τό νά κρατᾶμε ἐπιθυμίες, θελήματα, δικαιώματα, σκέψεις, πού δέν τολμᾶμε νά ἀνακοινώσουμε στό Θεό Πατέρα, πού δέν μποροῦμε νά τά κάνουμε προσευχή.

Κι αὐτή ἡ ἀσωτεία εἶναι πολύ βαθιά μέσα μας, πού μᾶς ἐξαχρειώνει χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε. Ἐνῶ ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ νεώτερου Υἱοῦ εἶναι τόσο φανερή καί κραυγαλέα.

Ὁ Πρεσβύτερος Υἱός ζῆ ἔντονα αὐτή τήν κατάσταση, «τοσαῦτα χρόνια δουλεύω σοι...» κι αὐτό φανερώνεται μέ τό λόγο του. Ὄχι μόνον λοιπόν ἔχει ζωντανή αὐτή τήν ἐπιθυμία, ἀλλά μέσα στήν ἀπομόνωσή του, μέσα στήν αὐτονόμησή του τήν κρυφή, κάνει αὐτή τήν ἐπιθυμία κριτήριο γιά νά ἀναπτύξει τήν ἐπιθετικότητα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ὅταν ἀργότερα 'Εκεῖνος θά δείξει τή στοργή Του στόν νεώτερο Ἄσωτο Υἱό πού ἐπιστρέφει.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 04, 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ Ἀρχιμ. Ἀντωνίου Ρωμαίου


     
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ
     νῶ ζοῦσε στόν Παράδεισο ὁ ἄνθρωπος, μέ διαβολική συμβουλή μετεστράφη, διεστράφη. Καί ἐνῶ ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πού θαύμαζε καί δοξολογοῦσε τόν Θεό καί ὑπήκουε στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί χαιρότανε τήν ὑποταγή του στόν Θεό, ἔγινε ἕνας ἄνθρωπος ἐγωκεντρικός, ἐγωϊστής. Ἤθελε τά πράγματα νά γίνουν κατά τό δικό του θέλημα, κατά τό συμφέρον του, ὅπως ἐκεῖνος βέβαια τό ἐννοοῦσε, ὄχι πλέον ὅπως τό ἐννοοῦσε ὁ Θεός καί γι᾿ αὐτό ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε. Ἄκουσε τή συμβουλή τοῦ διαβόλου καί ἐπαναστάτησε κατά τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή θεώρησε ὅτι εἶναι πλέον συμφερότερο σέ αὐτόν νά ἀκούσει τήν ὁδηγία τοῦ διαβόλου παρά τήν ἐντολἠ τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό τότε καί ἐμεῖς ὅλοι οἱ πεσμένοι ἄνθρωποι κληρονομήσαμε ἕναν ἐγωκεντρισμό ἀδυσώπητο καί ἄκαμπτο, θά λέγαμε. Κι αὐτός ὁ ἐγωκεντρισμός ξεκινάει ἀπό τή γέννησή μας καί πολλές φορές, δυστυχῶς, μᾶς συνοδεύει μέχρι τόν τάφο. Συγκεντρωμένοι ἀπό τότε πού γεννιόμαστε στά ὑλικά ἀγαθά πού μπορεῖ νά μᾶς προσφέρει ἡ Μάννα μας, ὅταν μᾶς ἔχει ἀκόμα στήν ἀγκαλιά της, βρέφη ὀλίγων ἡμερῶν, ἄν μᾶς δώσει γάλα ὅλα πᾶνε καλά, ἄν δέν μᾶς δώσει ἀρχίζουμε τά κλάματα· ἄν τήν ἔχουμε κοντά μας ὅλα πᾶνε καλά, ἄν φύγει ἀπό κοντά μας, αἰσθανόμαστε ἀνασφάλεια. Ἔτσι μπαίνουμε μέσα στή ζωή μ᾿ αὐτόν τόν ἐγωκεντρισμό, ὁ ὁποῖος εἶναι συνυφασμένος μέ τό ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντηρήσεως, ὅπως λένε οἱ ἐπιστήμονες, καί πολλές φορές τά μπερδεύουμε καί ὅ,τι θέλουμε νομίζουμε ὅτι εἶναι καί ἀπαραίτητο γιά τήν ὑπόστασή μας, γιά τή διατήρησή μας καί ἀλίμονο σέ ἐκεῖνον πού δέν θά θελήσει νά κάνει αὐτό πού ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι μᾶς εἶναι ἀπαραίτητο. Καί ἀνάλογα μέ τήν κοσμοθεωρία τῆς οἰκογενείας μας, ἀνάλογα μέ τίς θρησκευτικές μας πεποιθήσεις, ἀνάλογα μέ τήν ἀγωγή πού ἔχουμε ὁ καθένας ἀπό τό σπιτικό μας, τήν οἰκογένειά μας, αὐτόν τόν ἐγωκεντρισμό τόν διατηροῦμε καί τόν διαμορφώνουμε ὅσο μποροῦμε πιό ὁλοκληρωμένο, πιό ἄτεγκτο, πιό σκληρό.
Δύο κατηγορίες θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ὑπάρχουν: Ἐκεῖνοι πού στηρίζουν ὅλα τους τά βιώματα, ὅλα τους τά αἰσθήματα γιά ὀντότητα καί γιά ὑπεροχή στό τί ἔχουν, τί ἀπολαμβάνουν, τί κάνουν, καί οἱ ἄλλοι πού συγκεντρώνουν τήν προσοχή τους στό τί εἶναι, πῶς τούς θεωρεῖ ὁ κόσμος, πόσο μεγάλοι, πόσο μικροί, πόσο μηδαμινοί καί πόσο ὑπέροχοι εἶναι.
Ἕνας ἀπό αὐτούς τούς ἀνθρώπους, φαίνεται, ἦταν καί ὁ Φαρισαῖος, ὁ ὁποῖος παρουσιάσθηκε στό Θεό μπροστά, ἔχοντας φωτογραφίσει, κατά τή γνώμη του, πολύ καλά τόν ἑαυτό του καί ἔλεγε ὅλα ἐκεῖνα τά ἐγκωμιαστικά, στηρίζοντας ἕνα αἴσθημα εὐεξίας, ἕνα βίωμα ὀντότητος καί ὑπεροχῆς ἔναντι ὅλων τῶν ἄλλων καί ἰδιαίτερα ἔναντι τοῦ Τελώνου.
Εἶχε κάνει βέβαια δύο λάθη μεγάλα. Τό ἕνα ἦταν ὅτι θέλησε νά κάνει σύγκριση τοῦ ἑαυτοῦ του μέ ἄλλους ἀνθρώπους καί τό δεύτερο ἦταν ὅτι ἤθελε νά συγκρίνει τά δῶρα πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός στόν ἴδιο, μέ ἐκεῖνα πού δέν εἶχε πάρει ὁ Τελώνης. Διότι ὅ,τι καλό εἶχε ὡς ἄνθρωπος ἦταν δῶρο τοῦ Θεοῦ καί δέν μποροῦσε νά τό θεωρεῖ δικό του κατόρθωμα. Καί ἔτσι ἔφθασε σ᾿ αὐτή τή φαρισαϊκή ἔπαρση, ὅπως τή λέμε, τό αἴσθημα τῆς ὑπεροχῆς καί τῆς ὀντότητος, πού παρουσιάστηκε τόσο πολύ φοβερό καί, ὅπως τό τονίζει καί ὁ Κύριος, μᾶς κάνει καί μᾶς, πολλές φορές, ὅταν τό ἀκοῦμε, τουλάχιστον νά τρέμουμε.
Ἀλλά δυστυχῶς, εἴτε συνειδητά εἴτε ἀσυνείδητα, εἴμαστε ὅλοι Φαρισαῖοι! Εἴμαστε! Καί ὅλοι μας συγκεντρώνουμε τήν προσοχή μας, εἴτε κρυφά εἴτε φανερά, εἴτε θρησκευτικά εἴτε μή θρησκευτικά, συγκεντρώνουμε τήν προσοχή μας νά δοῦμε τί πήραμε ἀπό τή ζωή, τί κερδίσαμε, τί κατακτήσαμε, πόσο οἱ ἄνθρωποι μᾶς ὑπολήπτονται, πόσο οἱ ἄνθρωποι μᾶς ὑπ0λογίζουν, ἄν ὑπάρχουν κατώτεροι ἤ ἀνώτεροι ἀπό μᾶς, ἄν οἱ ἄνθρωποι ντύνονται καλύτερα ἀπό μᾶς, ἄν τά παιδιά τους πᾶνε στό σχολεῖο τό ἰδιωτικό μέ τό αὐτοκίνητο καί τά δικά μας πᾶνε μέ τά πόδια, ἄν τά παπούτσια μας εἶναι πιό καινούργια ἤ πιό παλιά. Ἄν καί ποιά ἀπό τά παιδιά μιλᾶνε πιό εὐγενικά ἤ ὄχι, ἄν πᾶνε ἤ δέν πᾶνε στήν Ἐκκλησία καί χίλια δυό ἄλλα. Χίλιες δυό συγκρίσεις κάνουμε σύμφωνα μέ τό μυαλό μας, τήν κοσμοθεωρία μας, γιά νά δοῦμε τέλος πάντων τί ἔχουμε κατακτήσει, τί ἀπολαμβάνουμε τί μᾶς λείπει, πόσο μᾶς ὑπολογίζουν καί πόσο δέν μᾶς ὑπολογίζουν.
Καί πολλές φορές αὐτά τά βιώματα τῆς ὀντότητος, τῆς ὑπεροχῆς πού ἀποκτοῦμε τά κάνουμε καί προσευχές ἀνάλογες μέ τοῦ Φαρισαίου καί νομίζουμε ὅτι ὅλα τά πράγματα πᾶνε καλά.
Βεβαίως ὑπάρχει καί ἡ ἄλλη πλευρά. Ὅταν ὅλη αὐτή ἡ ἔρευνα πού κάνουμε γιά νά δοῦμε ποιοί εἴμαστε καί τί ἔχουμε καί πόσο ἀξίζουμε μᾶς πληροφορεῖ ἀρνητικά, μᾶς λέει ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε ἐκεῖνοι πού ὑπολειπόμεθα, ὑστερούμεθα, πού μειονεκτοῦμε· τότε ἀντί νά ἔχουμε αἴσθημα ὀντότητος ἔχουμε αἴσθημα ἐξουδενώσεως καί τάσεις αὐτοκαταστροφῆς! Ἀφοῦ δέν εἶμαι τίποτε, ἀφοῦ δέν ἀξίζω τίποτε, ἀφοῦ ὁ κόσμος δέν μέ ὑπολήπτεται, ἀφοῦ δέν μπορῶ νά κατακτήσω τούς στόχους πού θέλω, τί τή θέλω τή ζωή; Ἄς ἐξαφανισθῶ ἀπό προσώπου τῆς γῆς. Ὅλοι αὐτοί πού αὐτοεξαφανίζονται δέν κάνουν τίποτε ἄλλο παρά φανερώνουν αὐτή τήν ἀδυναμία. Ἤθελαν νά ἱκανοποιήσουν αὐτό τό φαρισαϊσμό, δέν μπόρεσαν καί πῆγαν ἀπό τήν ἀνάποδη νά διατηρήσουν τόν ἐγωϊσμό τους καί αὐτοεξαφανίζονται ἀπό τή ζωή γεμάτοι αἰσθήματα πόνου καί πικρίας.
Στήν Ἐκκλησία ἀπό τότε πού ὁ Κύριος ἔγινε ἄνθρωπος καί σαρκώθηκε καί προσέλαβε ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος καί ἦρθε καί ἔζησε γιά μᾶς καί θά ἔλεγα μέ μιά ἁπλή λέξη ἔγινε «ἀποτυχημένος» γιά μᾶς -πάνω στό Σταυρό πέθανε σάν ἀποτυχημένος, ὁ πιό ἀποτυχημένος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου, ὁ πιό ἀποτυχημένος ἐπαναστάτης πραξικοπιματίας, ἔτσι τόν θεωρήσανε, ἔτσι τόν σταυρώσανε. Ὁ Χριστός ἀπό τότε πού ἔγινε ἄνθρωπος, συγκέντρωσε ὅλη τήν ἀποτυχία ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους στή δική του «ἀποτυχία»,ἀλλά ὄχι γιά νά μείνει ἀποτυχία καί ὄχι γιά νά ὁδηγήσει στήν αὐτοκτονία, ἀλλά γιά νά ὁδηγήσει στό θρίαμβο, στήν Ἀνάσταση. Ἔγινε ἀποτυχημένος γιά μᾶς, ἀλλά ἔγινε συγχρόνως καί νικητής γιά μᾶς. Ἔγινε ἡ σωτηρία μας, ἡ ἐπιθυμία μας, ἡ αἰώνια λύτρωσή μας, ἡ αἰώνια μακαριότης μας.
Ἀπό τότε λοιπόν ἐμεῖς οἱ πιστοί δέν πρέπει νά προσέχουμε τί εἴμαστε, πόσο ἀξίζουμε, πόσα ἀγαθά κατακτήσαμε ἤ τέχνες ἤ ὑπόληψη κοινωνική ἤ ἐπιστημονική καί χίλια δυό ἄλλα πράγματα. Ἐκεῖνο πού πρέπει νά κάνουμε εἶναι πρῶτα-πρῶτα σάν τόν Τελώνη νά ζητᾶμε μέ κατάνυξη μέ δάκρυα, μέ συντριβή τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, νά καθαρίσει τήν ψυχή μας, νά ἀνοίξει τά μάτια μας νά βλέπουμε πραγματικά, νά χαιρόμαστε τά ὅσα ἔκανε γιά μᾶς. Τά αἰσθήματα τῆς ὀντότητός μας νά ἑδραιώνονται καί νά πηγάζουν ἀπό τό τί ἔκανε ὁ Θεός γιά μᾶς, ὄχι ἄν ἔχουμε ἐμεῖς ἤ ἄλλοι κάνει τίποτε. Καί δεύτερο, ὅταν διαπιστώνουμε τί ἔκανε ὁ Θεός γενικά γιά τό ἀνθρώπινο γένος, γιά τήν Ἐκκλησία Του, γιά μᾶς ὅλους, νά μποροῦμε νά προχωροῦμε πιό πέρα καί νά ἀναγνωρίζουμε τίς μεγάλες εὐεργεσίες πού ἔκανε καί στόν ἴδιο μας τόν ἑαυτό.
Πολλές φορές ἀναγνωρίζουμε τόν Θεό ὅτι εἶναι Πατέρας ὅλου τοῦ κόσμου, ἀλλά δέν ἀναγνωρίζουμε ὅτι εἶναι Πατέρας δικός μας καί μάλιστα ὁ πιό πανίσχυρος καί ὁ πιό παντοδύναμος ὅλων Πατέρας, πού δέν θά μποροῦσε νά τόν ἔχει κανείς ἄλλος. Δέν τό νιώθουμε ὅμως αὐτό, γι' αὐτό καί ἀπελπιζόμαστε, γι' αὐτό καί ἀδημονοῦμε, ἀγχόμεθα. Αἰσθανόμαστε ἕνα τίποτε, μηδαμινοί, κουρελιάρηδες... Γιατί, γιατί νά μειονεκτοῦμε;
Ἐκτός τοῦ ὅτι λοιπόν ὁ Θεός ἔκανε τόσα γιά μᾶς, μᾶς ἔδωσε τή δυνατότητα ἀνά πᾶσαν στιγμήν νά ζοῦμε μέσα στή ζωή τοῦ Χριστοῦ ὅπως καί ἡ ἐπιτυχία μας ἤ ἡ ἀποτυχία μας ἐξαρτᾶται ἀπό τό πόσο εἶναι ἐπιτυχία ἤ ἀποτυχία κατά Χριστόν. Ὄχι πῶς τήν κρίνουν οἱ ἄνθρωποι, ὄχι πῶς τή λέει τό μυαλό μας, ὄχι πῶς θά μιλήσει ἡ γειτόνισσα γιά μᾶς ἤ ὁ δάσκαλος στό σχολεῖο ἤ -ξέρω ᾿γώ- ὁποιοσδήποτε ἄλλος ἤ πολύ περισσότερο οἱ ἐφημερίδες καί τά περιοδικά. Αὐτά δέν μᾶς συγκινοῦν. Τά ἀκοῦμε, τά διαβάζουμε, τά κρίνουμε, ἀλλά δέν στηρίζουμε πάνω σ' αὐτά τά στοιχεῖα τά βιώματα τῆς πνευματικῆς εὐεξίας μας, δέν στηρίζουμε τήν ὀντότητά μας, δέν στηρίζουμε τήν ἐπιτυχία μας καί πολύ περισσότερο τό θάρρος καί τήν ἐλπίδα μας γιά τή ζωή.
Γιατί ἄν στηριζόμαστε πάνω σ' αὐτά τά στοιχεῖα τά γήινα, γινόμαστε εἰδωλολάτρες. Ἄν στηριζόμαστε πάνω στό Χριστό καί στό τί ἔκανε ὁ Χριστός γιά μᾶς, εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας ζωντανά καί ἡ ἐλπίδα μας δέν φεύγει ποτέ καί ἡ σωτηρία εἶναι βεβαία καί ἡ ἀνάσταση μέ τόν Χριστό εἶναι βεβαία.
Χωρίς πάλι νά ἔχουμε τό δικαίωμα νά ὑπερηφανευθοῦμε καί νά ποῦμε ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε χριστιανοί καί καλύτεροι ἀπό τούς ἄλλους πού δέν εἶναι χριστιανοί. Γιατί ὁ Χριστός μᾶς εἶπε δυό φοβερά πράγματα. Πρῶτα -πρῶτα μᾶς εἶπε ὅτι, ἄν θέλουμε νά εἴμαστε μαζί Του, πρέπει νά ἀπαρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας καί δεύτερο νά σηκώσουμε τόν σταυρό καί νά τόν ἀκολουθήσουμε. Καί μετά μᾶς εἶπε, ἄν ὅλα ὅσα μᾶς ἔχει διατάξει, μᾶς ἔχει δώσει ἐντολές τά κάνουμε, νά αἰσθανόμαστε καί νά ζοῦμε ὅτι εἴμαστε ἀχρεῖοι δοῦλοι γιατί κάναμε ὅτι ἔπρεπε νά κάνουμε καί τίποτε παραπάνω. Καί αὐτό τό κάναμε μέ τή δύναμη καί τή Χάρη τή δική Του. Δέν μᾶς ἀφήνει περιθώρια γιά καυχήσεις τέτοιου εἴδους, γιά ὑπερηφάνειες, γιά ὑπεροχές καί γιά μειονεξίες. Μᾶς φτάνει μόνο νά μείνει ἡ ψυχή μας ἐκστατική, νά βλέπουμε τά ὅσα Ἐκεῖνος ἔκανε, νά Τόν θαυμάζουμε, νά αἰσθανόμαστε, ὅπως λένε οἱ Πατέρες, ἕνα μηδενικό, τό οὐδέν καί νά σκεπτόμαστε γιατί ὁ Θεός τόσο πολύ θέλησε νά μᾶς ἀγαπήσει καί τόσο πολύ θέλησε νά μᾶς εὐεργετήσει ἐνῶ δέν τό ἀξίζουμε.
Ἔτσι μπαίνουμε στό τελωνικό βίωμα, δηλαδή στά βιώματα ἐκεῖνα πού , κατανύσσουν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τραβοῦν τή Χάρη, τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί τόν κάνουν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ζοῦσαν κι οἱ Πατέρες. Ὁ μεγαλύτερος Ἅγιος ποτέ δέν αἰσθανόταν ὅτι εἶναι ἅγιος, ἀλλά ὅτι εἶναι ὁ ἔσχατος τῶν ἁμαρτωλῶν, ὁ πιό φθηνός καί βδελυρός ἄνθρωπος. Πολλοί ἔφθασαν μέχρι τό σημεῖο νά ποῦν ὅτι «οὔτε τό σῶμα μου νά μήν κηδέψετε»! «Νά τό ἀφήσετε νά τό φᾶνε τά θηρία», γιατί πίστευαν ἀπό τό ταπεινό φρόνημα πού εἶχαν γιά τόν ἑαυτό τους, ὅτι δέν ἄξιζε οὔτε τήν τιμή τῆς κηδείας! Τέτοια ἰδέα εἶχαν οἱ Ἅγιοι γιά τόν ἑαυτό τους. Καί ὁ Ἵδιος ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός κατεδέχθη ἀκριβῶς ἕνα τέτοιο ἀτιμωτικό θάνατο, γιά νά ξερριζώσει αὐτά τά βιώματα τά ἐγωκεντρικά ἀπό τή ζωή μας καί νά μᾶς ξαναφέρει στή ζωή τῆς Χάριτος, τή θεϊκή, νά μᾶς κάνει θεούς κατά χάριν, ὅπως ὁ Ἴδιος μᾶς ἔχει πεῖ.
Ἀνοίγει τό Τριώδιο ἄλλη μία φορά ἡ Ἐκκλησία καί μᾶς καλεῖ στήν κατάνυξη, τήν συντριβή καί τή μετάνοια. Ἄν κρατήσουμε αὐτό τό βίωμα, πού θά ᾿λεγε κανείς ὅτι εἶναι ἐπικεφαλῆς τῆς μεγάλης αὐτῆς περιόδου τῆς Τεσσαρακοστῆς, καί τῆς προπαρασκευῆς γιά τήν Τεσσαρακοστή, ἄν κρατήσουμε αὐτό τό βίωμα νά διατηρηθοῦμε μέσα στό Θεό μέ ταπείνωση, μέ ἐλπίδα, θά ἔχουμε καί χαρά καί εἰρήνη καί θά ζοῦμε, ὄχι φαρισαϊκά, ἀλλά τελωνικά τή βεβαιότητα τῆς σωτηρίας μας.
 Ἀρχιμ. Ἀντωνίου Ρωμαίου

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...