Εισαγωγικά.
Χωρίς επιτυχία είναι οι τελευταίες «προσπάθειες» να πολεμηθεί ο μοναχισμός, και με έναν άλλο τρόπο, στο Μοναστήρι Μεταμορφώσεως Σωτήρος Ναυπάκτου, έχοντας κάποιους που εκτοξεύουν ανακρίβειες, «θεολογικού» χαρακτήρα… προς όσους δεν γνωρίζουν!
Και λένε, ότι τάχα, «τα τελούμενα στο Μοναστήρι Μυστήρια είναι… άκυρα»!
Ο πιστός Λαός του Θεού, που είναι το ανώτερο «κριτήριο της Αλήθειας» για την Εκκλησία, γνωρίζει με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, το τι να κάνει κάθε φορά. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Ιερώνυμος, φέρεται στους εκκλησιαστικούς κύκλους να είναι εντελώς αντίθετος, με την τακτική ορισμένων μητροπολιτών, να επιβάλλουν την «ακοινωνησία» σε κληρικούς, άσχετα με το γεγονός, ότι ο ίδιος, δεν «μπόρεσε» να αντισταθεί στο “κατεστημένο σύστημα”.
Ως προς δε το ζήτημα, της θρησκευτικής ελευθερίας, ο ίδιος, λέει ότι: “Αποτελεί αυτονόητο και απαράγραπτο δικαίωμα κάθε ανθρώπου να απευθύνεται ελεύθερα στο Θεό του. Να Τον τιμά και να Τον λατρεύει σε χώρους που Του πρέπουν, χωρίς προσκόμματα. Το ευρύτερο δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας είναι δικαίωμα θεμελιώδες σε κάθε ευνομούμενη και δημοκρατική Πολιτεία, όπως η ελληνική, και πρέπει να χαίρει πάντα αναγνώρισης και απόλυτου σεβασμού, όπως άλλωστε και το Σύνταγμά μας σαφώς επιτάσσει”.
http://www.cosmo.gr/Epikairotita/Ellada/Eidiseis/ierwnymos-h-thrhskeytikh-eleytheria-einai-themeliwdes-dikaiwma.1276171.html
Κατωτέρω, παρουσιάζεται μια μικρή σχετική εργασία, για όσους ενδιαφέρονται, με παραπομπές, σε αρμόδιους ειδικούς θεολόγος καθηγητές.
Η ΙΕΡΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ
Ποια είναι πράγματι, η Ορθόδοξη Θεολογία, στο θέμα;
Ποια η θεωρία και η πράξη της Εκκλησίας, μέσα στους αιώνες;
ΣΤΗΝ ΘΕΩΡΊΑ
1. Κάποιοι υποστηρίζουν, ότι είναι άκυρα τα ιερά Μυστήρια που τελούνται από μη χειροτονημένους Κληρικούς.
Αλλά, στο Μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναυπάκτου, τα ιερά Μυστήρια τελούνται από χειροτονημένους κληρικούς,που τους χειροτόνησαν Μητροπολίτες με Κανονική χειροτονία.
2. Κάποιοι υποστηρίζουν, ότι είναι άκυρα τα ιερά Μυστήρια,που τελούνται από καθηρημένους Κληρικούς, διότι όπως λένε με την καθαίρεση «αφαιρείται»η Θεία Χάρη από τον καθηρημένο Ιερέα ή Επίσκοπο και δεν έχει πλέον αυτός την Χάρη της Ιεροσύνης.
Αλλά, α) στο Μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναυπάκτου, τα Μυστήρια τελούνται από μη καθηρημένους Κληρικούς.
Και β)σύμφωνα με την Ορθόδοξη Θεολογία, η Ιεροσύνη είναι το μυστήριο στο οποίο με την επίκληση του Αγίου Πνεύματος και την επίθεση των χεριών στον χειροτονούμενο,κατεβαίνει η θεία Χάρη, τον σφραγίζει ανεξάλειπτα και τον εγκαθιστά σε έναν από τους τρείς ιερατικούς βαθμούς, Διάκονο,Πρεσβύτερο, Επίσκοπο, κάνοντας τον άξιο λειτουργό της Εκκλησίας.
Όλοι οι ιερείς – μοναχοί του Μοναστηριού έχουν ανεξάλειπτηΙεροσύνη, που δεν «σβήνει» πλέον και δεν χάνεται.
Δεν υπάρχει Ιεροσύνη,που «εξαλείφεται»,και για κανένα λόγο! Ακόμη και οι πλέον αμαρτωλοί ή τιμωρημένοι ιερείς, έχουν κανονική ιεροσύνη και τα μυστήρια που τελούν,τελούνται από τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος.
ΟΙ ΠΟΙΝΕΣ
Οι διάφορες υπηρεσίες στις τοπικές εκκλησίες, δηλαδή οι Αρχιεπίσκοπος, Μητροπολίτες,Σύνοδος, επιβάλλουν κατά καιρούς πειθαρχικές ποινές σε κληρικούς που ανήκουν στην εκκλησιαστική τους«δικαιοδοσία». Όπως π.χ., αργία, καθαίρεση, ακοινωνησία, στέρηση μισθού κλπ.Καμία, όμως, από αυτές τις διοικητικές ποινές, δεν μπορεί να αφαιρεί από τον Ιερέα την Χάρη της Ιεροσύνης, διότι η Ιεροσύνη παραμένει ανεξάλειπτη.
Πολλές φορές μάλιστα, έχει παρατηρηθεί,ότι γίνονται «διώξεις» κατά κληρικών, για λόγους«σκοπιμότητας», επειδή το έργο που επιτελούν «ενοχλεί»…
Σύμφωνα με την Ορθόδοξη Θεολογία, επειδή την Χάρη της Ιεροσύνης την παρέχει ο Τριαδικός Θεός,δεν μπορεί να την αφαιρέσει άνθρωπος, και επομένως είναι ανεξάλειπτη.
Επειδή η Ιεροσύνη είναι ανεξάλειπτη, αυτό σημαίνει, ότι και τα ιερά Μυστήρια, που τελούν Κληρικοί, που τυχόν έχουν(προσωρινά) διοικητικά καθαιρεθεί,είναι έγκυρα. Συνεπώς, αυτή η ποινή της καθαίρεσης, ουσιαστικά ταυτίζεται με μια διοικητική απαγόρευση τέλεσης ιεροπραξιών, την οποία επιβάλλει κάποια χρονική στιγμή η εκκλησιαστική Διοίκηση σε κάποιον κληρικό. Μπορεί όμως να έρθει η επόμενη διοίκηση, και να κάνει άρση – ακύρωση της ποινής αυτής.
Μήπως όμως, έχει αποφασίσει, κάτι η Διοικούσα Εκκλησία Ελλάδος, (κρατική Αρχή),για το θέμα του ανεξάλειπτου της Ιεροσύνης; ΄Η η Εκκλησία, γενικώς;
Σύμφωνα με τον καθηγητή του πανεπιστημίου κ. Παναγιώτη Μπούμη,
«η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει αποφασίσει επισήμως για το θέμα αυτό».
Ο κ. Μπούμης αναφέρει: «Στο προκείμενο ζήτημα, δηλ.για το ανεξάλειπτο ή όχι της ιερωσύνης, μπορούμε να εφαρμόσουμε τους λόγους του Κυρίου:‘’Όσα εάν δήσητε επί της γης, έσται δεδεμένα εν ουρανώ’’(Ματθ. 18, 18)».
Σύμφωνα πάλι με τον ίδιο καθηγητή, η καθαίρεση δεν μπορεί να καταργήσει την Χάρη της Ιερωσύνης. Καί λέει: «Καθαίρεση,λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι είναι η αναστολή της ενεργείας του χαρίσματος της ιερωσύνης».
Ο ίδιος γράφει για την καθαίρεση, ότι δεν αφαιρεί την Χάρη της Ιερωσύνης: «Επειδή ακριβώς η καθαίρεση είναι αναστολή της ενεργείας του χαρίσματος της ιερωσύνης, και όχι αφαίρεση αυτού, γι’ αυτό, εάν τυχόν ένας καθηρημένος κληρικός αθωωθεί από άλλο δικαστήριο, επανέρχεται στην τάξη των κληρικών, χωρίς νέα χειροτονία».
(βλέπε:Μπούμης Ι. Παναγιώτης, «Κανονικόν Δίκαιον», σελ.203-204).
Σχετικά με τη δυνατότητα αθώωσης του κληρικού από την ποινή της καθαιρέσεως από άλλο εκκλησιαστικό όργανο, ο κανονολόγος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αμίλκας Αλιβιζάτος παραθέτει το παράδειγμα του μητροπολίτη Ευσταθίου,ο οποίος καθαιρέθηκε από τη σύνοδο της Παμφυλίας όμως η Γ΄, Τρίτη, Οικουμενική Σύνοδος (431)
«απεκατέστησεν αυτόν εις την ιερατικήντου τιμήν, επιτρέψασα εις αυτόν την ιερουργίαν».
Σε μελέτη δε τού ιδίου καθηγητή του πανεπιστημίου Αμίλκα Αλιβιζάτου, ο κ. καθηγητής διδάσκει ότι διά της καθαιρέσεως δεν αφαιρείται το θείον της Ιερωσύνης Χάρισμα (Βλ. Αμ.Αλιβιζάτου, Περί χάριτος των ποινών των κληρικών σ.19).
Σύμφωνα με τη δογματική διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας η Ιεροσύνη ανήκει στα Μυστήρια που δεν επαναλαμβάνονται και είναι έργο της Θείας Χάριτος. Η καθαίρεση είναι πειθαρχικό μέσο της Εκκλησίας,μη δυνάμενο να άρει την Χάρη του Μυστηρίου, αλλ’ απλώς αναστολή των εκδηλώσεων αυτής.
(Βλ. σχετικά: Α. Χριστοφιλοπούλου, Η οργάνωσις της Εκκλησίας της Ελλάδος σ. 41επ. Χ. Ανδρούτσου, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας σ. 314. Π.Τρεμπέλα, Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας τ. 3σ. Πρβλ. Πρωτ.Πατρών 467/1916. Π. Παναγιωτάκου, Η ιερωσύνη…σ.113 επ. 121 επ.Η θεία Χάρις εν τω καθαιρεθέντι παραμένει. Πρβλ. και Ευγενίου Βουλγάρεως,Κανονικαί Επιστάσεις σ. 277 επ. Βασιλείου, Μητροπολίτου Σμύρνης,Περί του κύρους χειροτονίας υπό καθηρημένου Επισκόπου σ. 18. Δ. Πετρακάκου,Τινά περί του κύρους των χειροτονιών σ. 21. Πρβλ. ωσαύτως και τας Α.Π.222/1934, 359/1934,Εφετ.Αθηνών 1356/1949. Μελετίου Μητροπολίτου Κυθήρων, Γάμος κληρικών καταχθέντων εις την τάξιν των λαϊκών ανίερος εν: ΑΕΚΔ 1964 σ. 13.επ.).
Αυτά σημαίνουν, ότι όποτε και αν, ένας τιμωρημένος – καθηρημένος Επίσκοπος ή Ιερέας, τελέσει κάποιο Μυστήριο, μπορεί η Διοίκηση της Εκκλησίας,Αρχιεπίσκοπος, Μητροπολίτες, Σύνοδος, να τον ξανά τιμωρήσουν, π.χ. διότι δεν υπάκουσε, διότι δεν εφάρμοσε την ποινή.
Όμως το Μυστήριο που τελείται κάθε φορά, είναι Κανονικό Μυστήριο. Τελείται από το Άγιο Πνεύμα.
Η ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ
Η Τρίτη, Οικουμενική Σύνοδος δέχθηκε, όπως αναφέραμε, άνευ αναχειροτονήσεως τον Επίσκοπο Παμφυλίας Ευστάθιο που είχε καθαιρεθεί από την Σύνοδο της Παμφυλίας, που σημαίνει ότι η Τρίτη, Οικουμενική Σύνοδος αναγνώρισε το ανεξάλειπτο της Ιεροσύνης και μετά την καθαίρεση.
Και ο καθηρημένοςΆγιος Μ. Αθανάσιος, που καθαιρέθηκεαπό την Σύνοδο της Αντιοχείας το 340 μ.Χ. αποκαταστάθηκε από την Εκκλησία άνευ αναχειροτονήσεως, που σημαίνει ότι η Εκκλησία αναγνώρισε πάλι το ανεξάλειπτο της Ιερωσύνης και μετά την καθαίρεση.
Κατά τους νεωτέρους χρόνους με αποφάσεις Πατριαρχικών και Συνοδικών στην Κωνσταντινούπολη αποκαταστάθηκαν οι καθηρημένοι χωρίς να ξαναχειροτονηθούν, όπως ο Κωνσταντινουπόλεως Ιάκωβος (Κ. Σάθα, Σχεδίασμα περί του Πατριάρχου Ιερεμίου Β’ σ.183-184.), ο Άνδρου Βενιαμίν (Γ. Καμπούρογλους, Μνημεία…Β’σ. 361.), ο Αλεξανδρείας Σαμουήλ (Καλ. Δεληκάνη, Συλλογή… Β’σ.18-21), που σημαίνει ότι η Εκκλησία αναγνώρισε πάλι το ανεξάλειπτο της Ιερωσύνης και μετά την καθαίρεση.
Στην Εκκλησία της Ελλάδος (κρατική εκκλησία) δεν υπήρξε ποτέ περίπτωση αναχειροτονήσεως κληρικών. Έτσι, έγιναν δεκτοί χωρις να ξανα χειροτονηθούν,όσοι καθαιρέθηκαναπ τη Σύνοδο: Ζαρνάτας Γαβριήλ, Ανδρουβίστης Προκόπιος, Ακαρνανίας Ιερόθεος. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία της Ελλάδος αναγνώρισε πάλι το ανεξάλειπτο της Ιερωσύνης και μετά την καθαίρεση.
(Κων/νου Οικονόμου, Τα σωζόμενα άπαντα τ. Β’ σ. 282).Ομοίως και οι Λαρίσης Αμβρόσιος, Αθηνών Θεόκλητος, Λαρίσης Αρσένιος, ως και ο Μελέτιος ο Μεταξάκης (Βασιλείου Ατέση, Μητροπολίτου πρ. Λήμνου. Επίτομος Επισκοπική Ιστορία… τ. Β’ σ. 48, 65, 149, επ.).
Σημειώνουμε,ότι η Εκκλησία της Ελλάδος συμφώνησε στην αναγνώριση των χειροτονιών που τελέστηκαν από καθηρημένουςαρχιερείς,κατά την διάρκεια του βουλγαρικού σχίσματος.
(Γ. Κονιδάρη, Η άρσις του βουλγαρικού σχίσματος… Αθήναι1971 σ. 109. Βασ. Στεφανίδη, Εκκλησ. Ιστορία σ.683, Αρχιμ. Εμμ. Καρπαθίου, Tο βουλγαρικόν σχίσμα εν: «Θεολογία» 1925 σ.345.επ.).
Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία Ελλάδος αναγνώρισε, ως έγκυρα τα Μυστήρια που τελέσθηκαν από καθηρημένουςκληρικούς.
Παρόμοια έγινε και με όσους κληρικούς καθαίρεσε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος Κοτσώνης, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Αργότερα, ο διάδοχός του, Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ τους αποκατέστησε όλους, χωρίς να τους ξαναχειροτονήσει, και αναγνώρισε ως έγκυρα τα Μυστήρια που τελέσθηκαν από τους καθηρημένουςΚληρικούς, που σημαίνει ότι η Εκκλησία Ελάδος,αναγνώρισε πάλι το ανεξάλειπτο της Ιεροσύνης και μετά την καθαίρεση.
(Για το ανεξάλειπτο της Ιερωσύνης, βλ.: Π. Τρεμπέλα, Η ανεξάλειπτος σφραγίς εν τοις μυστηρίοις και ιδία εν τη ιερωσύνη, εν: Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής σχολής1955-1956 σ. 49-63. Βλ. σχετικώς καί Γνωμ. Εισαγγελ. Α.Π. 1/1947, 27/1947 (εν:Ε.Ε.Ν. 14, 169 και 15, 142 ) Α.Π. 222/1934 (εν: ΕΕΝ 1, 471), Εφ.Αθηνών80/950και 1356/1949) .
Το ανεξάλειπτο της Ιερωσύνης το διδάσκουν και οι Αρχιεπίσκοπος και καθηγητής Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, οι Μητροπολίτες Λαρίσης Δωρόθεος,Κυθήρων Μελέτιος, πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος και οι καθηγητές κλπ. Π.Τρεμπέλας,Π. Παναγιωτάκος, Δ. Πετρακάκος,Χ. Ανδρούτσος, Δ. Ματαράγκας κ.ά.
Η ΟΡΘΌΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΊΑ, ΚΑΙ ΤΑ ΜΥΣΤΉΡΙΑ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΏΝ
Στην Ορθόδοξη Θεολογία και Εκκλησία θεωρούνται έγκυρα τα Μυστήρια των μη καταδικασμένων, ως αιρετικών και σχισματικών, που, πιθανόν διδάσκουν κάποιες αιρετικές απόψεις, αλλά που δεν τους καταδίκασε, ως αιρετικούς, κάποια Οικουμενική ή έστω Πανορθόδοξη Σύνοδος.
Οι Οικουμενικές Σύνοδοι της Ορθοδοξίας,αναγνώρισαν, ως έγκυρα, τα Μυστήρια των μη καταδικασμένων ως αιρετικών.
Τούτο αποφάνθηκε και η Έβδομη, Οικουμενική Σύνοδος. (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1042). Το ζήτημα της εγκυρότητας των Μυστηρίων των μη καταδικασμένων ως αιρετικών, συζητήθηκε πλήρως στην Ζ΄ Εβδόμη,Οικουμενική Σύνοδο και λύθηκε κάθε σχετικό πρόβλημα «έν Πνεύματι Αγίω».
Όσον αφορά στο κύρος Μυστηρίων που τέλεσαν αιρετικοί, σχισματικοί και καθηρημένοι, η Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν έχει προχωρήσει σε δημιουργία επίσημου Κανόνα η από του οποίου απόκλιση θα έφερε χαρακτήρα αντικανονικότητας (Πρβλ.Αρχιμ. Ιερ. Κοτσώνη, Η κανονική άποψις… σ. 178 επ.).
Η διακύμανση και ταλάντευση της εκκλησιαστικής νομοθεσίας έναντι της αναγνωρίσεως ή όχι των Μυστηρίων αυτών, επιβεβαιώνει το συμπέρασμα, ότι το ζήτημα του κύρους του βαπτίσματος των αιρετικών δεν θεωρήθηκε ποτέ ως ζήτημα δογματικό. (Πρβλ. Α. Χριστοφιλοπούλου, Η εις την Ορθοδοξίαν προσέλευσις των αλλοθρήσκων και ετεροδόξων ένθ’ αν. σ. 59,Π.Μενεβίσογλου, Το Άγ. Μύρον εν τη Ορθοδόξω Ανατολική Eκκλησία σ. 206).
Η Ορθόδοξη Εκκλησία, αναγνώρισε πολλές φορές το κύρος χειροτονιών που τελέστηκαν από αιρετικούς και σχισματικούς, και δέχθηκε άνευ αναχειροτονήσεως τους χειροτονημένους από αιρετικούς. Αυτό σημαίνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, αναγνώρισε ως έγκυρα τα Μυστήρια των αιρετικών και το ανεξάλειπτο της Ιερωσύνης.
Παραδείγματα υπάρχουν πάρα πολλά από την ιστορία της Εκκλησίας μας:
1) Η Πρώτη, Οικουμενική Σύνοδος δέχθηκε άνευ αναχειροτονήσεως τους αιρετικούς Κληρικούς τους λεγομένους Μελιτιανούς και τους λεγομένους Καθαρούς ως και τους λεγομένους Μιξοφυσίτες και τους λεγομένους Θεοπασχίτες. (Κανών Η’ της Α’Οικουμενικής Συνόδου. Ρ-Π,Σύνταγμα… Β’ σ.133 επ. Πρβλ. και Ζωναράν εν τη ερμηνεία του Κανόνος τούτου επαγόμενον: «…Και ει κεχειροτονημένοι εισίν εις επισκόπους ή πρεσβυτέρους ή διακόνους, οι εξ αυτών προσιόντες τη Εκκλησία,μένειν αυτούς εν τω κλήρω κατά τους οικείους βαθμούς, εάν ίσως εν ταις εκκλησίαις, εν αις εχειροτονήθησαν, ουκ εισιν έτεροι…» ενθ’ άνωτ. σ. 134.Πρβλ. και Σωκράτους, εν Εκκλ. Ιστορία Α’ 9 (Ρ. G. 67, 84).
Η Τρίτη, Οικουμενική Σύνοδος δέχθηκε τους αιρετικούς Μεσσαλιανούς Κληρικούς, ως Κληρικούς άνευ αναχειροτονήσεως,που σημαίνει ότι η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος αναγνώρισε πάλι ως έγκυρα τα Μυστήρια των αιρετικών και το ανεξάλειπτο της Ιερωσύνης.
Η Έκτη, Οικουμενική Σύνοδος: Οι περισσότεροι από τους Επισκόπους πού συμμετείχαν στην ΣΤ’ Οικουμε
νική Σύνοδο Επισκόπων, ήταν χειροτονημένοι από αιρετικούς Μονοθελητές!!!… (βλ.Ταρασίου,Προέδρου της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου,Μ. 12, 1047). Έτσι, η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος της Ορθοδοξίας αναγνώρισε πάλι ως έγκυρα τα Μυστήρια των αιρετικών και το ανεξάλειπτο της Ιερωσύνης. (Σπ.Μήλια,Συνάθροισις Ιερών Κανόνων τ. Β’ σ.740).
Η Έβδομη, Οικουμενική Σύνοδος δέχθηκε ως Κληρικούς, όσους ανήκαν στην αίρεση της εικονομαχίας, που σημαίνει ότι η Οικουμενική Σύνοδος αναγνώρισε πάλι ως έγκυρα τα Μυστήρια των αιρετικών και το ανεξάλειπτο της Ιερωσύνης.(Βλ. Α’ πράξη της Ζ’Οικουμενικής Συνόδου παρά Σ. Μήλια,τ. Β’σ. 729, 731).
Η Σύνοδος της Καρθαγένης δέχθηκε άνευ αναχειροτονήσεως τους αιρετικούς Δονατιστές, γεγονός που σημαίνει ότι η Σύνοδος αναγνώρισε πάλι ως έγκυρα τα Μυστήρια των αιρετικών και το ανεξάλειπτο της Ιερωσύνης. (Βλ. Κανόνας ΞΗ’,ΟΣΤ’, ΟΗ’ της εν Καρθαγένη, εν:Ρ – Π Σύνταγμα Γ’ σ. 478, 542, Π. Τρεμπέλα,Δογματική Γ’ σ. 318, Αρχιμ. Ιερ.Κοτσώνη, Η κανονική άποψις περί της επικοινωνίας μετά των ετεροδόξων Αθήναι1957 σ. 176. Α.Θεοδώρου, Η μυστηριακή διακοινωνία (intercommunio) εξ επόψεως ορθοδ. Συμβολικής,Αθήναι 1973 σ. 5).
Ο Μ.Βασίλειος αναγνώρισε ως Κληρικούς τους αιρετικούς Κληρικούς Ζώινο και Σατουρνίνο, από την αίρεση των Εγκρατιτών, γεγονός που σημαίνει, ότι ο Μέγας Βασίλειος αναγνώρισε ως έγκυρα τα Μυστήρια των αιρετικών και το ανεξάλειπτο της Ιερωσύνης. (Ρ-Π, Σύνταγμα Γ’ σ. 91).
Το ίδιο έπραξε ο Μ. Αθανάσιος για τους αιρετικούς, αρειανούς.Δέχθηκε ως Επίσκοπο τον Επίσκοπο Σιδήριο, που είχε χειροτονηθεί από έναν μόνο Επίσκοπο και μάλιστα τον προήγαγε σε Μητροπολίτη Πτολεμαΐδος. (Βλ. ερμηνεία Νικοδήμου του Αγιορείτου εις Α’Αποστολ. Κανόνα(Πηδάλιον έκδ. Αστέρας 1957 σ.3).
Όσοι χειροτονήθηκαν ως Επίσκοποι, από τον αιρετικό μονοφυσίτη Πατριάρχη Αλεξανδρείας Πέτρο τον Γ΄ (Μογγό), έγιναν δεκτοί από την Ορθόδοξη Εκκλησία με τον βαθμό τους, γεγονός που σημαίνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία,αναγνώρισε πάλι ως έγκυρα τα Μυστήρια των αιρετικών και το ανεξάλειπτο της Ιερωσύνης. (Χρυσοστόμου,Αρχιεπισκόπου Αθηνών…,Ιστορία της Εκκλησίας Αλεξανδρείας, Αλεξάνδρεία 1935 σ.433).
Κατά τον Μέγα Φώτιο κανένας κληρικός δεν αναχειροτονήθηκε από τους κληρικούς του αιρετικού Επισκόπου Παύλου του Σαμοσατέως (P.G. 104, 1224). Ο Μέγας Φώτιος μάλιστα αναφέρει ως παραδείγματα, ότι παρ’ όλο που ο αιρετικός Επίσκοπος Παύλος Σαμοσατέας, ο Νεστόριος, ο Σέργιος, ο Πύρρος και ο Μακάριος ήταν καθηρημένοι χειροτόνησαν κάποιους Κληρικούς. Όλοι αυτοί οι Κληρικοί που χειροτονήθηκαν από καθηρημένους, έγιναν δεκτοί από την Εκκλησία, χωρίς να αναχειροτονηθούν,γεγονός που σημαίνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, αναγνώρισε πάλι ως έγκυρα τα Μυστήρια των αιρετικών και το ανεξάλειπτο της Ιερωσύνης.
Ο άγιος Μελέτιος Αντιοχείας αν και χειροτονήθηκε από αιρετικούς, {χειροτονήθηκε παρά των τότε «καινών αιρετικών» αρειανών,(Επιφανίου Κύπρου, PG. 42, 429)}, έγινε δεκτός άνευ αναχειροτονήσεως. Αυτό σημαίνει, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία,αναγνώρισε πάλι ως έγκυρα τα Μυστήρια των αιρετικών και το ανεξάλειπτο της Ιερωσύνης. (Επιφανίου: Περί αιρέσεων 68. Ιστέον ότι ο Βλάσταρις θεωρεί ως άθεσμον τήν δευτέραν χειροτονίαν.Ρ – Π, Σύνταγμα . ΣΤ’ σ.507).
Αυτός ο άγιος Μελέτιος βάπτισε τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο (Βίος Ι. Χρυσοστόμου έν επιτομή, PG. 47 LXXXVII) και χρημάτισε πρόεδρος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου. Πέθανε κατά την διάρκεια των εργασιών της. Τότε ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης εξύμνησε τον Μελέτιο ως νέο Απόστολο και «ομότροπον» «αθλητήν» των αγίων (Γρηγορίου Νύσσης, PG. 46, 852). Η Ορθόδοξη Εκκλησία τον τιμά ως άγιο την12η Φεβρουαρίου.
Παρόμοια, και ο άγιος Ανατόλιος. Τον χειροτόνησε ο αιρεσιάρχης Διόσκορος, (βλ.Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1042), η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος δέχθηκε τον Ανατόλιο ώς έξαρχό της (Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 6, 565). Η Ορθόδοξος Εκκλησία τον τιμά ως άγιο την3η Ιουλίου.
Κατά τον γ’αιώνα ο Πάπας Ρώμης Κορνήλιος δέχθηκε τον σχισματικό,από το Ναυατιανό σχίσμα, πρεσβύτερο Μάξιμο, «άνευ αναχειροτονήσεως», που σημαίνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, αναγνώρισε πάλι ως έγκυρα τα Μυστήρια των σχισματικών και το ανεξάλειπτο της Ιερωσύνης. (Ρ. L. 3, 736-737).
Το 1840 η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας, δέχθηκε «άνευ αναχειροτονίας» τους αιρετικούς ουνίτες επισκόπους, και το 1860 η Κων/λη δέχθηκε ως έγκυρες τις χειροτονίες δύο αιρετικών Μελχιτών ιερομονάχων (Πρβλ. Π. Τρεμπέλα, Δογματική,τ.3 σ. 318, Αρχιμ. Ιερ. Κοτσώνη,Η κανονική άποψις… σ. 177) .
Η Εκκλησία της Ελλάδος, αποκατάστησε στον επισκοπικό βαθμό, «άνευ αναχειροτονήσεως» τους δύο παλαιοημερολογίτες Επισκόπους Χριστιανουπόλεως και Διαυλείας και αναγνώρισε ως έγκυρα τα Μυστήρια που είχαν τελέσει.
Το ζήτημα της αναγνωρίσεως ειδικά του Μυστηρίου του Βαπτίσματος
Η Πρώτη, Οικουμενική Σύνοδος αναγνώρισε ως έγκυρο το Βάπτισμα των αιρετικών Νοβατιανών.
Η Δευτέρα, Οικουμενική Σύνοδος δέχθηκε και αναγνώρισε ως έγκυρο, το Βάπτισμα κάποιων αιρετικών και την «διά Χρίσματος»μόνο αποδοχή των αιρετικών και σχισματικών (Ζ΄ Κανόνος Β΄ Οικουμενικής Συνόδου).
Με όλα αυτά συμφωνεί και ο Μ. Βασίλειος (Α΄ Κανόνος Μ. Βασιλείου).
Η Έκτη, Οικουμενική Σύνοδος, δέχθηκε ως έγκυρο το Βάπτισμα κάποιων αιρετικών και την «διά Χρίσματος» μόνο αποδοχή των αιρετικών και σχισματικών (95ου Κανόνος ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου).
Η Σύνοδος Λαοδικείας αναγνώρισε ως έγκυρο το Βάπτισμα των Νοβατιανών και Τεσσαρασκαιδεκατιτών.
Επί πλέον, και στην Εβδόμη, Οικουμενική Σύνοδο, έγιναν δεκτοί εικονομάχοι Επίσκοποι και οι ίδιοι ομολόγησαν, ότι «έν ταύτη τη αιρέσει ημών γεννηθέντες ανετράφημεν και ηυξήθημεν» (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ.12, 1031). Δηλαδή, και βαπτίστηκαν, και χειροτόνησαν, και όλα τα Μυστήρια τα έκαναν, και η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος τα αναγνώρισε όλα τα Μυστήριά τους αυτά.
Η Οικουμενική αύτη Σύνοδος αναγνώρισε και απέδειξε, ότι «πάντες ομοφρόνως τους προσερχομένους απο οιασδήποτε αιρέσεως απεδέξαντο», εάν δεν υφίσταται κανονικό κώλυμα Ιερωσύνης. «Η αγία Σύνοδος είπεν ούτως αληθώς έχει» (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1039).
Δέχθηκαν μάλιστα οι Άγιοι και τους χειροτονηθέντες Επισκόπους, Ιερείς, Διακόνους από αιρετικούς Επισκόπους. Γι’ αυτό ο Άγιος Ταράσιος ο αγιώτατος Πατριάρχης Πρόεδρος της Οικουμενικής Συνόδου είπε: «Και ημείς να δεχώμεθα τους από αιρετικών χειροτονηθέντας, ώς και Ανατόλιος εγένετο δεκτός». Διότι «αληθώς φωνή Θεού έστιν, ότι ούκ αποθανούνται τέκνα υπέρ πατέρων, άλλ’ έκαστος τη ιδία αμαρτία αποθανείται».
Και, «ότι έκ Θεού έστιν η χειροτονία» (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1042).
Αυτό το είχε διδάξει και ο Μ. Βασίλειος.
«ούκ έφησεν(δεν είπεν) ο πατήρ αδέκτους είναι» τους αιρετικούς (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1050).
Αυτό το ίδιο μαρτυρεί η στάση των Αγίων και προς τον αιρεσιάρχη Νεστόριο. Ο Νεστόριος είχε καταγγελθεί από τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, ότι πίστευε «τά τού Αρείου» (Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Μ. 4, 1256). Δηλαδή, πίστευε και κήρυττε αίρεση καταδικασμένη από δύο Οικουμενικές Συνόδους, την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο και την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο.Και όμως, τα Μυστήρια που τελούσε ο Νεστόριος,θεωρήθηκαν ως έγκυρα (Μ. Φώτιος PG. 104, 1224).
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δέχεται και το Βάπτισμα των Λατίνων (Βλ. Κ.Ράλλη, Βάπτισμα αιρετικών, εν ΑΕΚΔ 1948 σ. 9-23 ). (Πρβλ. και Αρχιμ. Ιερων.Κοτσώνη,Αι απαιτούμεναι υπό των Ι. Κανόνων διατυπώσεις διά την προσέλευσιν εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν παντός αιρετικού, εν:«Εκκλησία» 1964 σ.450-452,Αγαθαγγέλου, Μητροπολίτου Χαλκηδόνος, Υπόμνημα περί του κύρους του βαπτίσματος των αιρετικών και των σχισματικών, εν: «Ορθοδοξία»1931 σ. 350 επ.417 επ., Π.Παναγιωτάκου, Αι κανονικαί διατυπώσεις επί εισδοχής ετεροδόξων χριστιανών εις την Ανατολικήν Ορθόδοξον του Χριστού Εκκλησίαν κατά το ισχύον Ελλην.Εκκλησιαστικόν Δίκαιον εν: ΑΕΚΔ 1952 σ. 87 επ., Γερμανού,Μητροπολίτου Αίνου,Περί του κύρους του βαπτίσματος των αιρετικών, εν:«Ορθοδοξία» 1952 σ.60, Ι.Καρμίρη, Πώς δει δέχεσθαι τους προσιόντας τη Ορθοδοξία ετεροδόξους,εν:«Θεολογία» 1954 σ. 211 επ., Αν. Χριστοφιλοπούλου, Η εις την Ορθοδοξίαν προσέλευσις των αλλοθρήσκων και ετεροδόξων, εν: «Θεολογία» 1956 σ.53 επ. ένθα και σχετική βιβλιογραφία. Ως προς την εγκυρότητα γάμου τελεσθέντος υπό κανονικού ιερέως τη συμπράξει καθηρημένου βλ. Κ. Ράλλη, Κύρος γάμου πολιτών Ελλήνων ορθοδόξων τελεσθέντος παρ’ ορθοδόξου ιερέως συμπράξει ιερέως καθηρημένου,εν: ΑΕΚΔ 1948 σ. 104-106).
Έτσι, οι Οικουμενικές Σύνοδοι – η Ορθόδοξη Εκκλησία – δέχθηκαν ως έγκυρο το Βάπτισμα των αιρετικών.
Αλλά, στο Μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναυπάκτου, ούτε υπήρξε ποτέ κάποιος αιρετικός, ούτε καταδικάσθηκε ποτέ κάποιος ως αιρετικός. Ούτε από Οικουμενική Σύνοδο, ούτε από κάποια Πανορθόδοξη Σύνοδο, ούτε από τοπική Σύνοδο, ούτε καταδικάσθηκε, ως αιρετικός κάποιος από τους μοναχούς ή κληρικούς του Μοναστηριού.
Και ειδικά, στο μοναδικό συνοδικό δικαστήριο, της Εκκλησίας Ελλάδος, που ασχολήθηκε με συγκεκριμένη κατηγορία,περί δήθεν αιρέσεως του ιδρυτού του μοναστηρίου Μεταμορφώσεως, η κατηγορία εξέπεσε παντελώς, και δεν μπορεί πλέον να επανυποβληθεί, διότι κρίθηκε τελεσίδικα στο ανώτατο συνοδικό δικαστήριο!!!
Αλλά, και αν ακόμα συνέβαινε το αντίθετο,και πάλι κανένας μεμονωμένος κληρικός ή λαϊκός, από μόνος του, δεν αποκτά το δικαίωμα να χαρακτηρίσει ως άκυρα τα ιερά Μυστήρια που τελούνται στο Μοναστήρι,και με τα οποία ενεργεί η Χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Η ΑΚΟΙΝΩΝΗΣΙΑ ΩΣ ΠΟΙΝΗ (στην Εκκλησία Ελλάδος)
Ειδικά, στην Εκκλησία Ελλάδος, η εκτός εκκλησιαστικού νόμου «ποινή ή επιτίμιο ακοινωνησίας», επιβάλλεται συνήθως για «εκτοπισμό» από την εκκλησιαστική διοίκηση, σε κληρικούς που η παρουσία τους και το έργο τους«ενοχλεί» τους προϊσταμένους των εκκλησιαστικών υπηρεσιών…(!).
Η ποινή της ακοινωνησίας είναι άγνωστη στους Ιερούς Κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας και στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων. Στην Εκκλησία Ελλάδος, ως ποινή, η ακοινωνησία, επιβαλλόμενη σε κληρικούς, θεωρητικά, δεν έχει επίπτωση στην ανεξάλειπτη Ιερωσύνη και στην Χάρη του Αγίου Πνεύματος, που απορρέει από αυτή, κατά την τέλεση των ιερών Μυστηρίων.
Δεν μπορεί δηλαδή, να έχει καμία επίπτωση στα τελούμενα Μυστήρια.
Στην Εκκλησία Ελλάδος, η «ακοινωνησία» θεωρείται «πνευματική ποινή-τιμωρία» (;) και, ως προς τη διαδικασία, επιβάλλεται χωρίς νόμο, χωρίς καμία εκκλησιαστική δίκη, χωρίς κανονισμό και χωρίς απολογία, τρόπον τινά αυθαίρετα. Με αποστολή προσωπικού ή και ομαδικού εγγράφου, (έγινε και αυτό). Ή τηλεφωνικώς, ή με φαξ, ή με e mail. Γιατί όχι – μελλοντικά – και με μήνυμα στο κινητό (!). Επειδή θεωρείται πνευματικού χαρακτήρα επιτίμιο, δεν ασχολούνται ούτε τα ελληνικά δικαστήρια, με το να ακυρώσουν την πράξη αυτή της δημόσιας εκκλησιαστικής διοίκησης. Είναι για τον νόμο, «μη εκτελεστή διοικητική πράξη».
Η πρακτική της Εκκλησίας ως σήμερα έδειξε, ότι δεν την«υπολογίζουν» την ποινή αυτή της ακοινωνησίας, ούτε οι ίδιοι οι Μητροπολίτες που την επιβάλλουν και αναγνωρίζουν ως ανεξάλειπτη την Ιεροσύνη των τιμωρημένων, αλλά, και τα Μυστήρια που τελούν αυτοί, ως έγκυρα.
Τα παραδείγματα των Κληρικών που τιμωρήθηκαν με ακοινωνησία, όπως π.χ. ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Διόδωρος,και τα παραδείγματα άλλων τιμωρημένων με ακοινωνησία Μητροπολιτών, μεταξύ των οποίων ο Αττικής και Μεγαρίδος Νικόδημος, ο Θεσσαλιώτιδος Κωνσταντίνος, ο Λαρίσης Θεολόγος, είναι χαρακτηριστικά, διότι και μετά την ποινή τους συνέχισαν να τελούν τα Μυστήρια, που οι άλλοι Μητροπολίτες τα θεωρούσαν έγκυρα και συντελούσαν μαζί τους διάφορα και τους φιλοξενούσαν στην Μητρόπολή τους και μάλιστα ο τωρινός Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος και τελικά συμμετείχαν στις κηδείες τους, σαν να μη συνέβη ποτέ τίποτα.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:
1. Στο Μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναυπάκτου, τα ιερά Μυστήρια που τελούνται, κατά το τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας, είναι Κανονικά ιερά Μυστήρια, άσχετα με τις διοικητικές ποινές που –πρόσκαιρα- επιβάλλονται στους κληρικούς και μοναχούς.
Τα όσα κακόβουλα,αντίθετα, μπορεί να λέγονται, δεν τα έχει πει ποτέ η Ορθόδοξη Εκκλησία επίσημα, μέσα στους αιώνες.
2. Οι διοικητικές ή «πνευματικές» ποινές, ή η “ακοινωνησία”, που επιβάλλονται, από εκκλησιαστικές υπηρεσίες της ελλαδικής Εκκλησίας σε κληρικούς, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση, να αφαιρούν από κανένα τη Θεία Χάρη. Με τα ιερά Μυστήρια, ενεργεί το Άγιο Πνεύμα.
3. Η πρακτική, οι αποφάσεις, αλλά και η Παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αναγνώρισε πάντοτε την Ιεροσύνη, ως ανεξάλειπτη και ως έγκυρα όλα τα Μυστήρια που τελέσθηκαν κατά καιρούς. Ακόμη και αυτά που τελέστηκαν,από τιμωρημένους με πειθαρχικές ποινές, αργίες, καθαιρέσεις, ακοινωνησίες,ακόμη και από καταδικασμένους αιρετικούς και σχισματικούς.
…………………………………………………………