Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αφιερώματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αφιερώματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Μαρτίου 17, 2017

17 Μαρτίου 1821 στην Αρεόπολη.Μύθος ή Αλήθεια;





Στις 17 Μαρτίου κατ έτος γιορτάζεται στην Μάνη και συγκεκριμένα στην πρωτεύουσα της Αρεόπολη η έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Όλα αυτά σε αντίθεση με την υπόλοιπη χώρα στην οποία επίσημα η ημερομηνία του ξεσηκωμού του γένους έχει τοποθετηθεί στις 25 Μαρτίου, την ίδια ημέρα με την εορτή του Ευαγγελισμού. Στην Αρεόπολη γιορτάζεται με κάθε επισημότητα και πάντοτε με πολυμελή αντιπροσωπεία της εκάστοτε κυβέρνησης καθώς και πλήθους  εκπροσώπων της Βουλής των Ελλήνων. Διεξάγεται παρέλαση, αναπαράσταση του ξεσηκωμού στην πλατεία 17ης Μαρτίου 1821 καθώς και δοξολογία στην εκκλησία των Ταξιαρχών, όπου σύμφωνα με την παράδοση εκεί λειτουργήθηκαν οι Μανιάτες οπλαρχηγοί και ακολούθως υπό του ηγέτη τους  Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη έδωσαν όρκο τιμής για λευτεριά, πριν κινήσουν όλοι μαζί για την απελευθέρωση της Καλαμάτας στις 23 Μαρτίου 1821.
Όμως παρά τις επίσημες εκδηλώσεις και όλες τις ετοιμασίες για την πιο σημαντική εορτή των Μανιατών , πολλοί είναι εκείνοι που αμφισβητούν τους λόγους της εκδήλωσης, δηλώνοντας ότι στην Αρεόπολη στις 17 Μαρτίου 1821 δεν συνέβη απολύτως τίποτε και όλο αυτό γίνεται περισσότερο για επίδειξη και εμπορική εκμετάλλευση, παρά ότι αντηχεί την πραγματικότητα.
Το επιτελείο της Όμορφης Μάνης διαβάζοντας και συνεκτιμώντας όλες τις πληροφορίες που έχει στην διάθεση του από ιστορικά συγγράμματα , αλλά και την ενημέρωση από άλλες πηγές , όπως για παράδειγμα  αξιόπιστες ιστοσελίδες ή και απόψεις ανθρώπων οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα αυτό,   καταθέτουμε συνολικά τις απόψεις μας  με στοιχεία προσπαθώντας να είμαστε όσο μπορούμε ακριβείς.
Τελικά ξεκίνησε η Ελληνική  Επανάσταση στην Αρεόπολη στις 17 Μαρτίου 1821 ;Μύθος ή Αλήθεια;
Κατ΄αρχάς ουδείς  γνωρίζει πότε καθιερώθηκε ο εορτασμός και τίνος ιδέα ήταν!!! Ακόμα και οι πολλοί παλαιότεροι ανέφεραν ότι η εορτή υπήρχε και πριν από την γέννηση τους. Το σίγουρο είναι ότι στις 17 Μαρτίου 1963 ο τότε γυμνασιάρχης της Αρεόπολης , Γεώργιος Ρόκκας, ο Πότης Τσιμπιδάρος, ο πρόεδρος και το συμβούλιο της Αρεόπολης καθώς και άλλοι παράγοντες της, φρόντισαν ο εορτασμός να γίνει πλέον πιο εντυπωσιακός δίνοντας στην γιορτή μεγάλη έκταση, ξεπερνώντας τα στενά όρια του τόπου.
Στα παλαιότερα έγγραφα, απομνημονεύματα ή άλλα ιστορικά συγγράμματα , για την Ελληνική Επανάσταση δεν αναφέρεται πουθενά συγκέντρωση οπλαρχηγών και πολιτών στην πλατεία της Αρεόπολης την 17 Μαρτίου 1821 ημέρα Πέμπτη.Μιλούμε για συγγράμματα ανθρώπων οι οποίοι κατέγραφαν τα γεγονότα  πλησίον των χρόνων εκείνων.Μετά ασφαλώς γράφτηκαν πολλά και από πολλούς τα οποία όπως προαναφέραμε αμφισβητούνται.
Η πρώτη αναφορά στην ημερομηνία της 17 Μαρτίου- και μάλλον η τελευταία- γίνεται από τα συγγράμματα του Γενναίου Κολοκοτρώνη ο οποίος στο βιβλίο του «Επιστολαί και έγγραφα αφορώντα την Ελληνική Επανάσταση» (σελ. 8)λέγει τα εξής: Όθεν την 17 Μαρτίου (σημ. εννοείται 1821) οι πρόκριτοι της Μάνης συνεννοήθησαν να λάβωσι τα όπλα κατά των Τούρκων».
Έγγραφο του Γενναίου Κολοκοτρώνη
Αυτό το έγγραφο υποδηλώνει μια συνάντηση των προκρίτων της Μάνης όπου κατόπιν αυτής αποφασίσθηκε η έναρξη της επανάστασης εναντίον του Τουρκικού ζυγού.Εύκολα μπορεί κάποιος να εννοήσει ότι μετά από την συνάντηση και εφόσον μαθεύτηκε  εγένετο μάζωξη στην πλατεία της Αρεόπολης προκειμένου να επισημοποιηθεί το γεγονός αυτό και στον λαό.Ποιός αλήθεια πιστεύει ότι μια τέτοια σοβαρή απόφαση πέρασε στο ντούκου και χωρίς να μάθει τίποτε ο λαός, εν προκειμένω οι Μανιάτες;
Από τον Φωτάκο (απομνημονεύματα -πρώτου υπασπιστή του Κολοκοτρώνη) διαβάζουμε τα εξής:
«Από δε τάς αρχάς του Ιανουαρίου του 1821, αφού τα πάντα ωρίμασαν , άρχισαν οι Έλληνες και ήρχοντο στα σπίτια τους από τα ξένα, από την Ρωσσίαν Βλαχίαν, Μολδαβίαν, Κωνσταντινούπολιν,Σμύρνην και από άλλα μέρη διά να λα΄βουν μέρος κατά την αποφασισθείσαν από τους αποστόλους της Εταιρίας ημέραν δια τον αγώνα υπέρ της πατρίδος. Ευθύς καθώς ήρχοντο εις τα χωριά τους ή είς τας πόλεις των, διεδίδετο η ιδέα της επαναστάσεως είς όλους τους συγγενείς και γείτονας των.Οι αρχιερείς εσυγχωρούσαν είς τους ιερείς να διαβάζουν είς τας εκκλησίας παρακλήσεις νύκτα και ημέρα προς τον θεόν διά να ενισχύση  τους Ελληνας είς τον μέλλοντα αγώνα….»
Από το άνω κείμενο μπορεί εύκολα να βγει συμπέρασμα ότι 1ον οι ετοιμασίες είχαν ήδη ξεκινήσει και 2ον την ευχή για τον ξεσηκωμό θα τον έδιναν κληρικοί (ιερείς) οι οποίοι θα ενίσχυαν μέσα από την εκκλησία τον αγώνα των Ελλήνων. Το ερώτημα που τίθεται είναι , θα μπορούσε  στην Αρεόπολη να ξεκινήσει αγώνας χωρίς  την ευχή των ιερέων έστω μέσα από κάποια μικρή τελετή;Οι Μανιάτες έντονα θρησκευόμενοι (το μαρτυρούν οι εκατοντάδες εκκλησίες) δεν θα ζητούσαν την ευχή της εκκλησίας για τον αγώνα που μόλις ξεκινούσαν;Και θα γίνονταν μυστικά; Λογικό δεν είναι να συμμετείχαν όλοι οι Μανιάτες, οι γυναίκες και τα παιδιά τους;

Διαβάζουμε μέσα από το βιβλίο της Ελληνικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης υπό τον τίτλο «Οι Μαυρομιχάλαι» σελ.60 κεφ.Δ΄ότι πραγματοποιήθηκαν στη Μάνη δυο συσκέψεις των προκρίτων της Μάνης παρουσία του Δικαίου Παπαφλέσσα ο οποίος μετέβη αρχές Φεβρουαρίου εκεί, όπου αποφασίσθηκε η έναρξις του αγώνος.Άρα καταρρίπτεται η εκδοχή ότι μιλούσαν μεταξύ τους με έγγραφα μόνο. Επίσης στην συνέχεια του κειμένου αναφέρεται ότι διεξήχθη νέα σύσκεψη στη Μάνη υπό των Κυριακούλη και Ηλία Μαυρομιχάλη οι οποίοι αναδείχθηκαν θερμότατοι οπαδοί της αμέσου ενέργειας (της επανάστασης δηλαδή) παρασύροντας όλους τους οπλαρχηγούς της Μάνης και αποφασίσθηκε η επανάσταση.Η απόφαση αυτή δεν πανηγυρίστηκε ; Δεν έγινε μάζωξη πολιτών στο κέντρο της πόλης;Ποιά πολεμική εκκίνηση υπήρξε στην ιστορία χωρίς να κτυπήσουν οι καμπάνες και χωρίς να βγει ο λαός στους δρόμους;
elliniki epanastasi
Ελληνική Αρχειακή Βιβλιοθήκη «ΟΙ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΑΙ»
Ελληνική Αρχειακή Βιβλιοθήκη "ΟΙ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΑΙ"
Ελληνική Αρχειακή Βιβλιοθήκη «ΟΙ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΑΙ»

Για τις συνθήκες που επικρατούσαν στη Μάνη μας ενημερώνει ο Φιλήμονας λέγοντας ότι:
»Λαμβανομένου υπόψη ότι δεν υπήρχε εις τη Μάνη τουρκική εξουσία, οι δε καπεταναίοι διετή ρουν εσωτερική αυτονομία, η επαναστατική κίνη ση και οι πολεμικές προπαρασκευές διεξήγοντο ε λευθέρως και απροκαλύπτως. Η Λακωνία(σ.σ εννοεί τη Μάνη) παρ’ ουδενός κατοικούμενη Τούρκου , και των γειτόνων περιφρόνει και κατά τα όπλα αυτής υπερείχε της τε Γόρτυνας και των Καλαβρύτων . Δια ταύτα πάντα οι εν τη Λακωνία προς τον Μαυρομιχάλη έγραφον , προτείνοντες την προκαταρτική κίνησιν των Λακωνικών όπλων».
Από τα γραφόμενα του Φιλήμονα πηγάζει το συμπέρασμα ότι οι καπεταναίοι μπορούσαν , λόγω της αυτονομίας του τόπου , να διάγουν επαναστατικές κινήσεις όποτε εκείνοι έκριναν σκόπιμο , άρα γιατί όχι μετά την συμφωνία με τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς.Μάλιστα αναφέρει το σημαντικό ότι προτάθηκε η προκαταρκτική κίνηση των Λακωνικών όπλων!!!
Επίσης ο Α. Δασκαλάκης γράφει με απόλυτη νομίζουμε σαφήνεια  :
«Υφίσταται εις την Μάνην μία τοπική παράδο σις παραμένουσα ζώσα, διότι μεταβιβάζεται από γενεάς εις γενεάν, κατά την οποίαν την 17ην Μαρ τίου 1821 οι συναχθέντες εις την Τσίμοβαν (Αρεό πολιν) καπεταναίοι της Μάνης δεν έλαβον απλώς την απόφασιν, αλλ’ εκήρυξαν την επανάστασιν. …
Η παράδοσις αυτή είχεν από μακρού χρόνου λά βει χαρακτήρα βεβαιωμένης ιστορικής πραγματι κότητος δια καθιερώσεως τοπικών λαϊκών εορτών εκάστην 17ην Μαρτίου. Τέλος από τινών επεσφρα γίσθη υπό του Κράτους δια κηρύξεως της 17ης Μαρτίου ως ημέρας εθνικού εορτασμού εις Αρεό πολιν – Τσίμοβαν». (σ.σ το παρακάτω ΦΕΚ 46Α/11-3-69).
FEK
Το ΦΕΚ της 11/3/1969 όπου αναγνωρίζεται  από το κράτος  ως επίσημη αργία η 17η Μαρτίου στην Αρεόπολη.
Κατόπιν των άνω μάλλον αποδεικνύεται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι τελικώς στις 17 Μαρτίου 1821 πράγματι στην Αρεόπολη φύσηξε ο αέρας της λευτεριάς.Οι ιερείς πραγματοποίησαν δοξολογία μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα από ψυχωμένους Μανιάτες και έδωσαν τον όρκο τιμής κάτω από την Ελληνική σημαία, παρουσία των δικών τους ανθρώπων και συγγενών. Δεν ήταν δυνατόν να αποχωρήσουν από τον τόπο τους , από τις φαμήλιες τους χωρίς καμία τελετουργία.
Στις 22 Μαρτίου μετά από λίγες ημέρες προετοιμασίας και περισυλλογής κατέφθασαν στην Καλαμάτα υπό του ηγέτη τους Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και στις 23 μαζί με άλλους ήρωες της επανάστασης όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Μούρτζινος κλπ απελευθέρωσαν την Καλαμάτα.
Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι αναφορές των πρωταγωνιστών του 21΄στα απομνημονεύματα τους Κολοκοτρώνης,Φωτάκος, Φιλήμονας κ.α  αλλά και τα συγγράμματα ιστορικών όπως ο Τρικούπης ή ο  Χέρτσβεργ κλπ ξεκινούν με αναφορές στη Μάνη , στον Πετρόμπεη και στους Μανιάτες. Γνώριζαν ότι χωρίς την ελεύθερη και αυτόνομη  Μάνη δεν μπορούσε να ξεκινήσει η επανάσταση με επιτυχία. Οι Μανιάτες όπως και οι Σουλιώτες αναδείχθηκαν πρωταγωνιστές του αγώνα με νικηφόρες μάχες παντού, λόγω του έντονου πατριωτισμού τους  αλλά και της γενναιοψυχίας τους.
Άν η ιδέα της επανάστασης καλλιεργήθηκε στην Φιλική Εταιρεία, η φλόγα της απλώθηκε  σε ολόκληρη την Ελλάδα ξεκινώντας από τα φτωχά και  κακοτράχαλα βουνά της Μάνης.

Έναρξη της Επανάστασης στη Μάνη (17 Μαρτίου 1821) και Απελευθέρωση της Καλαμάτας (23 Μαρτίου 1821)

Έναρξη της Επανάστασης στη Μάνη (17 Μαρτίου 1821) και Απελευθέρωση της Καλαμάτας (23 Μαρτίου 1821)


Του Στράτη Δούνια, εκπαιδευτικού Σπάρτη
Στην τετραήμερη (26-29 Ιαν. 1821) σύσκεψη της Βοστίτσας (Αίγιο), στην οποία έλαβαν μέρος, εκτός από τα μέλη της Εφορίας Πελοποννήσου εξέχοντες προεστοί και ανώτεροι κληρικοί, είχαν αποφασιστεί ως κατάλληλες ημερομηνίες για την έναρξη της Επανάστασης, εκτός από την 25η Μαρτίου, η 23η Απριλίου, εορτή του Αγίου Γεωργίου, με ανώτατο χρονικό όριο την 21 Μαΐου, εορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.
Ακολούθησε η σύσκεψη στην αγγλοκρατούμενη Λευκάδα (Αγία Μαύρα), πιθανόν στις 30 Ιανουαρίου, όπου παραβρέθηκε, απεσταλμένος των Πελοποννησίων, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης (γιος του Πετρόμπεη) ο οποίος για να μην κινήσει τις υποψίες των Άγγλων της Λευκάδας, παρουσιαζόταν ως καρβουνέμπορος. Ο Ηλίας Μαυρομιχάλης ανήγγειλε στα μέλη της σύσκεψης, ότι είχε προκαθοριστεί από την Αρχή η 25η Μαρτίου ως ημέρα έναρξης του Αγώνα. Μετέφερε επίσης το μήνυμα των Πελοποννησίων για τον γενικό ξεσηκωμό των Ελλήνων και την ανάγκη να φυλαχτούν από τους οπλαρχηγούς της Ρούμελης(Στερεάς Ελλάδας) όλες οι διαβάσεις, ώστε να καταστεί αδύνατη η κάθοδος τουρκικού στρατού στην Πελοπόννησο.
Στην Μάνη οι οικογένειες των Μούρτζινων (ή Τρουπάκηδων) και των Τζαννετάκηδων είχαν ταχθεί υπέρ της γρήγορης έναρξης της Επανάστασης.
Αντίθετα, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και οι συντηρητικοί πρόκριτοι της Καλαμάτας θεωρούσαν ότι μια αναβολή θα εξασφάλιζε τις απαραίτητες διαβεβαιώσεις και εγγυήσεις από την Ανώτατη Αρχή του Αγώνα. Ήδη, ο Χριστόφορος Περραιβός, Φιλικός, απεσταλμένος του Υψηλάντη, μετά τη σύσκεψη στο Ισμαήλιο, κατέβηκε δεύτερη φορά στη Μάνη με σκοπό να τους πείσει για την γρήγορη έναρξη της Επανάστασης και να τους προτρέψει να μεριμνήσουν για τις απαραίτητες προετοιμασίες. Εξάλλου, λίγο αργότερα, ο Παπαφλέσσας και ο Κολοκοτρώνης επιδίωξαν στη Μάνη, τους ίδιους με τον Περραιβό σκοπούς. Παρά ταύτα, ο Πέτρος Μαυρομιχάλης εξακολουθούσε να προβάλει τους ενδοιασμούς του, αφού δεν είχε ακόμα πληροφορηθεί τις διαθέσεις των Ρώσων έναντι της επικείμενης Ελληνικής Επανάστασης, σε μια περίοδο, μάλιστα, κατά την οποία η Ρωσία βρισκόταν σε ειρήνευση με την Τουρκία, οπότε ήταν εύλογες οι επιφυλάξεις του. Οπωσδήποτε, όμως, επειδή το κύρος του Πετρόμπεη και η επιρροή του στους κατοίκους της Μάνης ήταν καθοριστικά των εξελίξεων, έπρεπε να καμφθούν οι δισταγμοί του. 
Εν τω μεταξύ οι Φιλικοί της Κωνσταντινούπολης βοήθησαν το γιο του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη Γεώργιο να δραπετεύσει από τη φύλαξη των Τούρκων. Τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη κρατούσαν οι Τούρκοι από καιρό όμηρο «ως εγγυητή της πατρικής πίστεως προς τον σουλτάνο».
Φτάνοντας στη Μάνη ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, άρχισε ενθουσιωδώςς να διαδίδει τις επαναστατικές ιδέες, οι οποίες όμως έγιναν γνωστές στις τουρκικές αρχές. Η συμπεριφορά του αυτή επέτεινε την ενοχοποίηση του Πετρόμπεη, γιατί αυτός είχε ήδη διαπράξει απείθεια, καθώς δεν είχε συλλάβει τον Κολοκοτρώνη και τον Παπαφλέσσα, σύμφωνα με την διαταγή της τουρκικής διοίκησης. Επειδή, λοιπόν, είχε καταστεί ύποπτος, οι τουρκικές αρχές της Τριπολιτσάς παρήγγειλαν στον Πετρόμπεη να στείλει εκεί τον μικρό του γιο Αναστάσιο, ως εγγύηση της έμπιστης σχέσης του με τους Τούρκους, όπως και έκανε. Ύστερα από αυτό, οι υποψίες των Τούρκων μετριάστηκαν και φαίνεται πως παραιτήθηκαν προσωρινά από την αντικατάστασή του ως «μπάσμπογλου» που σχεδίαζαν. 
Με την έντονη παρουσία του Παπαφλέσσα, του Αναγνωσταρά και του Κολοκοτρώνη ο επαναστατικός αναβρασμός στη Μάνη ήταν ήδη έκδηλος από τις αρχές Μαρτίου. Οι Τούρκοι αντιλαμβάνονταν τον επικείμενο κίνδυνο και έστελναν τις οικογένειές τους στα κάστρα της περιοχής. 
Στην Καλαμάτα ο Τούρκος διοικητής Σουλεϊμάν Αρναούτογλου (έπαρχος, βοεβόδας) κάλεσε τους προκρίτους της πόλης και τους έκανε γνωστές τις ανησυχίες του. Για να τον εξαπατήσουν, κάποιοι από τους προκρίτους δεν δίστασαν να παραδώσουν τα παιδιά τους ως ομήρους στις τοπικές τουρκικές αρχές. Τους έπεισαν μάλιστα ότι στην περιοχή δρούσαν δήθεν επικίνδυνοι ληστές, φήμες που διέδιδε επίτηδες ο Παπαφλέσσας, και επειδή δεν επαρκούσε η τουρκική φρουρά των 150 στρατιωτών για την προστασία της Καλαμάτας τους έλεγαν πως ήταν δήθεν ανάγκη να ζητηθεί ενίσχυση από τη Μάνη. Με βάση οικογενειακές παραδόσεις και κάποια αρχειακά στοιχεία που δεν μπορούν να τεκμηριωθούν με ασφάλεια  «εις επιτηδείους ενεργείας του Ιωάννη Κυριακού [προύχοντα της Καλαμάτας] ωφείλετο η πρόσκλησις του Πετρόμπεη και των Μανιατών, δήθεν προς τήρησιν της τάξεως…»
Ήταν μέσα του Μάρτη, όταν έφτασε στο λιμάνι του Αλμυρού ένα πλοίο φορτωμένο με πολεμοφόδια, με ευθύνη των Φιλικών της Σμύρνης. Ο Παπαφλέσσας ανέθεσε στον Νικήτα Σταματελόπουλο(Νικηταρά) και στον Αναγνωσταρά την επικίνδυνη αποστολή της μεταφοράς του φορτίου από το πλοίο σε επιλεγμένους προορισμούς (Καλαμάτα και Μάνη). Πρώτα, βέβαια, έπρεπε το φορτίο να εκτελωνιστεί κατόπιν σχετικής άδειας του Πετρόμπεη. Μόνο, όμως, με τέχνασμα, ο Παπαφλέσσας κατάφερε να πείσει τον Πετρόμπεη για την παροχή της άδειας εκτελωνισμού, διατρέχοντας τον κίνδυνο ο Πετρόμπεης να εκτεθεί στους Τούρκους, αν αποκαλυπτόταν το είδος του φορτίου, δηλαδή το πολεμικό υλικό. 
Ο Τούρκος διοικητής της Καλαμάτας Αρναούτογλου πληροφορήθηκε ότι ένοπλοι χωρικοί μεταφέρουν το φορτίο του πλοίου, αλλά οι πρόκριτοι της Καλαμάτας τον καθησύχαζαν, με την δικαιολογία ότι οι χωρικοί αυτοί μεταφέρουν λάδι, και οπλοφορούν για το φόβο των ληστών.
Ήρθε ο καιρός που ο Αρναούτογλου αποφάσισε να ζητήσει στρατιωτική βοήθεια από τον Πετρόμπεη. Εν τω μεταξύ οι καπεταναίοι της Μάνης που είχαν συγκεντρωθεί στις Κιτριές, είχαν ήδη πείσει τον Πετρόμπεη να ηγηθεί του Αγώνα. Το σύνθημα πλέον είχε δοθεί, και στις 17 Μαρτίου 1821 «σύμφωνα με ορισμένη πληροφορία, στον ναό των Ταξιαρχών, στην Αρεόπολη, έγινε δοξολογία για την Επανάσταση». (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ, σ. 89).
Πριν από αρκετά χρόνια καθιερώθηκε ο εορτασμός στην Αρεόπολη της 17ης Μαρτίου ως ημέρας έναρξης της Επανάστασης, απ’ αυτή την κωμόπολη και πρωτεύουσα της Μάνης «σύμφωνα με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό 17 Μαρτίου, που εγράφη από τον Ι.Θ. Κολοκοτρώνη και εσυνδυάστη με τις τοπικές παραδόσεις.» (Κατσουλιέρης Α., Ιστορία της Μάνης, σ. 449). Η ιστοριογραφία, βεβαία δέχεται ως αφετηρία της Επανάστασης την έναρξη των πολεμικών συγκρούσεων κι όχι το χρόνο που πάρθηκαν αποφάσεις από κάποιες συνελεύσεις για την εμπλοκή σε επαναστατικές πράξεις. Ωστόσο ουσιώδες και ανεπίδεκτο αμφιβολίας είναι ότι «άνευ της Μάνης δεν θα εκηρύσσετο επανάστασις ούτε εις την Μεσσηνίαν, ούτε εις ολόκληρη την Πελοπόννησον, και οι Μανιάται αρχηγοί μετά των δυνάμεών των δεν επρωτοστάτησαν απλώς, αλλ’ υπήρξαν οι κύριοι παράγοντες των επαναστατικών γεγονότων της Καλαμάτας.» (Δασκαλάκης, Η έναρξις της Επανάστασης εις την Λακωνίας, Λακωνική Σπουδαί, Β’, σ. 17)
Μετά λοιπόν, απ’ τη συνεννόηση των προκρίτων της Μάνης να λάβουν τα όπλα, ο Κολοκοτρώνης, που βρισκόταν στη Μάνη, «εφανέρωσε την απόφασιν ταύτη εις στους Αναγνωσταράν, Φλέσσαν και λοιπούς, όντας παρασκευασμένους δια τον σκοπόν αυτόν», σύμφωνα με την αφήγηση του Ι.Θ. Κολοκοτρώνη.
Στις 20 Μαρτίου, φτάνει στην Καλαμάτα σώμα από 150 Μανιάτες υπό τον Ηλία Μαυρομιχάλη, για την προστασία δήθεν της Καλαμάτας από ληστρικές επιδρομές, όπως προαναφέρθηκε. Ο Ηλίας Μαυρομιχάλης συνέστησε στον Αρναούτογλου να ζητήσει από τον Πετρόμπεη πρόσθετες ενισχύσεις ενόπλων Μανιατών για την προστασία της πόλης. Ο Τούρκος διοικητής χωρίς να υποψιαστεί ακόμη την απάτη, ζήτησε απ’ τη Μάνη τις νέες «αναγκαίες» ενισχύσεις. Ο Πετρόμπεης ήταν έτοιμος να ηγηθεί «των σπαρτιατικών δυνάμεων». 
Έτσι, στις 22 Μαρτίου 1821, ξεκινούν από τη Μάνη 2000 ένοπλοι της «Δυτικής Σπάρτης» υπό τον Ι.Θ. Κολοκοτρώνη, τους Μούρτζινους, τους Κυβέλους, τους Χρηστέηδες και τον Παναγιώτη Βενετζανάκο, φτάνουν στην Καλαμάτα τα χαράματα της 23ης Μαρτίου και στρατοπεδεύουν στους λόφους πλησίον της πόλης. Ταυτόχρονα καταφτάνουν ο Παπαφλέσσας, ο Νικηταράς και ο Αναγνωσταράς και καταλαμβάνουν την άλλη πλευρά της Καλαμάτας. Την ίδια μέρα, 23 Μαρτίου, ήλθαν στην Καλαμάτα και πολλοί άλλοι οπλαρχηγοί της Μάνης και άλλων γειτονικών περιοχών, με τις δυνάμεις τους, κι ανάμεσά τους ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης.
Είχαν πλέον συγκεντρωθεί περί την Καλαμάτα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις απομνηματογράφων, περισσότεροι από 5000 οπλοφόροι Μανιάτες, Μεσσήνιοι, Ανδρουτσιανοί, Γαραντζαίοι, Πισινοχωρίτες και Σαμπατζιώτεςαπό τις επαρχίες Λεονταρίου.
Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης σκόπευε η εισβολή και η κατάληψη της Καλαμάτας να γίνει αναίμακτα, κι οπωσδήποτε να κρατηθεί ο βοεβόδας Αρναούτογλου, επίσημος Τούρκος με ισχυρούς συγγενείς στην Τριπολιτσά, καθώς και άλλοι εξέχοντες Τούρκοι, ώστε να τους ανταλλάξει με το γιο του Αναστάση, όπως και με πρόκριτους που κρατούνταν όμηροι της τουρκικής διοίκησης στην Τριπολιτσά.
Με την παρουσία των ελληνικών στρατευμάτων στην Καλαμάτα, ο Αρναούτογλου κατάλαβε πλέον τι είχε συμβεί. Γι’ αυτό δοκίμασε να φύγει για την Τριπολιτσά, αλλά ο Νικηταράς και ο Κεφαλάς είχαν ήδη αποκλείσει όλα τα περάσματα προς το κέντρο της Πελοποννήσου.
Συγκεντρώθηκαν τότε όλοι οι Τούρκοι φρουροί της Καλαμάτας, όχι περισσότεροι από 150, στα οχυρά οικήματα της πόλης για να αντιτάξουν άμυνα. Ο Θ. Κολοκοτρώνης, στα απομνημονεύματά του, λέει ότι «100 ήταν οι Τούρκοι μεινεμένοι, ως 10.000 η φήμη τους.», θέλοντας έτσι να παραστήσει τη μαχητικότητά τους. Ο Ηλίας Μαυρομιχάλης τότε, συνέστησε στον Αρναούτογλου να παραδοθεί, γιατί κάθε αντίσταση θα ήταν μάταιη.
Φαίνεται πιθανό, χωρίς αυτό να προκύπτει από γνωστές πηγές, ότι ο Αρναούτογλου σε κάποια φάση των εξελίξεων, να ζήτησε άσυλο στο σπίτι του πρόκριτου της Καλαμάτας Ιωάννη Κυριακού, όπου τον επισκέφτηκαν ο Πετρόμπεης, ο Παπαφλέσσας και ο Νικηταράς για να του αναγγείλουν την έναρξη της επανάστασης και να απαιτήσουν την παράδοση της πόλης. Κατ’ άλλη εκδοχή «Την δε 23 Μαρτίου ιδών ο βοεβόδας την πληθύν των συναθροισθέντων εν Καλαμάτα οπλοφόρων και απελπισθείς διέταξε τον Μπελούκμπασήν του(=πολιτάρχη της διοικήσεώς του) Κοκκίνην, όστις επελθών εις το κατάστημα όπου ήσαν συνηγμένοι οι αρχηγοί των οπλοφόρων Ελλήνων, ο Π. Μαυρομιχάλης και λοιποί, έδωκεν εις αυτούς τον χαιρετισμόν κατά τον συνήθη οθωμανικόν αγέρωχον τρόπον, καθήσας δε εις απλούν σκαμνίον πλησίον του Νικηταρά, και αποτανθείς προς τον Π. Μαυρομιχάλην και λοιπούςείπεν ως παρά του βοεβόδα αποσταλείς: “ο αγάς σας χαιρετά και ερωτά, να τον ειπήτε, τι πράγματα είναι αυτούνα όπου κάνετε, και τι κλεφτοδουλειές, όπου μ’αυτές θα χάσετε τον ραγιά του βασιλιά, και στην αφεντιά σας ετούτα τα πράγματα δε θα εύγουν σε καλό.”»(Φραντζής Αμβρόσιος, Α, σ.331, κληρικός, αγωνιστής της επανάστασης).
Ανεξάρτητα από κάποιες ιστορικές λεπτομέρειες και εκδοχές μερικών συμβάντων, ο Τούρκος διοικητής, στις 23 Μαρτίου 1821 παρέδωσε την Καλαμάτα και τον τουρκικό οπλισμό με επίσημο πρωτόκολλο. Η Καλαμάτα είχε απελευθερωθεί αμαχητί. Πολύ επιγραμματικά ο Θ. Κολοκοτρώνης μιλάει για το γεγονός: «Εις τας 23 Μρτίου επιάσαμε τους Τούρκους εις την Καλαμάταν, τον Αρναούτογλην, σημαντικόν Τούρκον της Τριπολιτσάς. Είμεθα 2.000 Μανιάτες, ο Πετρόμπεης, ο Μούρτζινος, Κυβέλος, Δυτική Σπάρτη.»(Απομνημονεύματα, εκδ. Τολίδη, x.x., σ. 146).
Κατόπιν, κοντά στις όχθες του ποταμού Νέδωνος, στον περίβολο της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων(ναός Βυζαντινός του 12ου αι. κατά το ανατολικό τμήμα του και κατά το υπόλοιπο δυτικό της Β’ Ενετοκρατίας) «μέσα σε μια πανηγυρική ατμόσφαιρα ενώ αντηχούσαν οι χαρούμενες κωδωνοκρουσίες των εκκλησιών και οι θριαμβευτικές αρχές των Ελλήνων, 24 ιερείς και ιερομόναχοι ευλόγησαν, ύστερα από μια συγκινητική δοξολογία, τις ελληνικές σημαίες και όρκισαν τους αγωνιστές»(Ιστορία το Ελληνικού Έθνους, ο.π.π., σ. 90.). Ο Θ. Κολοκοτρώνης πάλι, αφηγείται συγκινητικά: «είχαν μιαν προθυμίαν οι Έλληνες, όπου όλοι με τας εικόνες έκαναν δέησι και ευχαριστήσεις. Μου ήρχετο τότε να κλαύσω…από την προθυμίαν όπου έβλεπα. Ιερείς έκαναν δέησι. Εις τον ποταμόν της Καλαμάτας ανασπαστήκαμε και εκινήσαμε.»(Απομνημονεύματα, α.π.π.,σ.146).
Την ίδια ημέρα, 23 Μαρτίου 1821, ακολούθησε συγκέντρωση των οπλαρχηγών και αποφασίστηκε η συγκρότηση της «Μεσσηνιακής Γερουσίας», επαναστατικής επιτροπής που ανέλαβε την καθοδήγηση και το συντονισμό του Αγώνα. Στον Πέτρο Μαυρομιχάλη αποδόθηκε τιμητικά ο τίτλος του αρχιστράτηγου των Σπαρτιατικών δυνάμεων.
Είναι αξιοσημείωτη η πρώτη πράξη της Μεσσηνιακής Γερουσίας, στις 23 Μάρτη πάλι, δηλαδή η σύνταξη μιας προκήρυξης με προειδοποιητικό χαρακτήρα προς τις Ευρωπαϊκές Αυλές αλλά και γνωστοποίηση προς τους Χριστιανικούς λαούς ότι το Ελληνικό Έθνος απεφάσισε, ύστερα από αιώνων ανυπόφορης δουλείας, να αποτινάξει τον τουρκικό ζυγό και σ’ αυτόν τον Αγώνα ζητείται η βοήθειά τους. (Το πρωτότυπο της προκήρυξης αυτής βρίσκεται στα αρχεία του Υπουργείου των Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας-δημοσιευμένη).
Στην ίδια σύσκεψη συζητήθηκαν οι επόμενες επαναστατικές δράσεις. Ο Θ. Κολοκοτρώνης πρότεινε όλο το ελληνικό στράτευμα της Καλαμάτας(περίπου 5.000 άνδρες) να κατευθυνθεί προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου για να γενικεύσουν την επανάσταση αλλά και να ανακόψουν τις τουρκικές μετακινήσεις από τις επαρχίες προς την Τριπολιτσά. Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και οι Μεσσήνιοι υποστήριξαν ότι πρέπει πρώτα να απαλλαγούν από τους Τούρκους που είχαν κλειστεί στα κάστρα της Μεθώνης και της Κορώνης, για να εκλείψει ο κίνδυνος για τους κατοίκους των περιοχών, «δια να μην βάλουν σπαθί οι Τούρκοι εις τους Χριστιανούς», κατά την έκφραση του Γέρου του Μοριά. Παρά ταύτα, ο Κολοκοτρώνης επέμενε στην άποψή του: «Εάν μου δώσετε βοήθεια από τούτο το στράτευμα(εν. τους 5.000 εισβολείς στην Καλαμάτα), καλώς, ειμή αναχωρώ να υπάγω εις το κέντρον(εν. την Τρίπολη).» Και συνεχίζει: «Είχα λάβει γράμμα από τον Κανέλλο, μ’ επροσκαλούσε, ότι είχε 10.000 άρματα, και να έμβω επικεφαλής. Του Μούρτζινου αρρώστησε το παιδί του, ο Διονύσιος, και έτσι δεν εκίνησαν όλοι οι Μανιάται. Έλαβα 200 από αυτόν και 70 από τον Μπέη με τον καπετάν Βοϊδή και με 30 εδικούς μου εγενήκαμε 300, και έκοψα ευθύς δύο σημαίες με σταυρό και εκίνησα.»(Απομνημονεύματα, ο.π.π., σ. 146). Ο Βοϊδής που μνημονεύει ο Κολοκοτρώνης (Μαυρομιχάλης Πιέρρος Βοϊδής), υπήρξε  σημαντικός αγωνιστής της Επανάστασης, στρατηγός, και «έπεσε μαχόμενος εις το Μανιάκι μετά τον αρχιμανδρίτην Φλέσσαν»(Φωτάκος, Βίοι Πελοποννησίων ανδρών, σ. 130). 
Αποφασίστηκε, λοιπόν, τελικά, ο Πετρόμπεης με τους πιο ηλικιωμένους προεστούς(ο ίδιος ήταν τότε 56 ετών), Καπετανάκηδες, Πατριάρχες κ.ά., να παραμείνουν στην Καλαμάτα για τον συντονισμό των επιχειρήσεων, τον ανεφοδιασμό των στρατοπέδων και την «τήρησιν της τάξεως» στην πόλη, καθώς έλεγαν. Άλλοι οπλαρχηγοί θα αναλάμβαναν την πολιορκία των μεσσηνιακών κάστρων. Ο δε Κολοκοτρώνης πράγματι, την επόμενη της απελευθέρωσης της Καλαμάτας, στις 24 Μαρτίου 1821, σύμφωνα με την ίδια απόφαση, ξεκίνησε για την Αρκαδία και έφτασε την ίδια ημέρα στον πρώτο τους σταθμό, στη Σκάλα. Εκεί ήρθαν και ο Αναγνωσταράς, ο Π. Κεφάλας και ο Παπαφλέσσας. Με τις υπογραφές του Κολοκοτρώνη και του Παπαφλέσσα στάλθηκε στους κατοίκους της Αρκαδίας μία επιστολή που είχαν ήδη συντάξει την προηγούμενη ημέρα στην Καλαμάτα, αφού φέρει ημερομηνία 23 Μαρτίου, στην οποία έλεγαν: «Η ώρα έφθασε, το στάδιον της δόξης και της ελευθερίας ηνοίχθη. Τα πάντα είναι δικά μας, και ο Θεός του παντός μεθ’ ημών έσεται . μη πτοηθήτε εις το παραμικρόν…»

Τρίτη, Μαρτίου 14, 2017

60 χρόνια από τον απαγχονισμό του Ελληνοκύπριου ήρωα Ευαγόρα Παλληκαρίδη


Ο μολυβδοκονδυλοπελεκητής Ελληνοκύπριος ήρωας Ευαγόρας Παλληκαρίδης, με το όπλο και τη πένα αγκαλιασμένα στη σύντομη ζωή του, άφησε βαριά κληρονομιά τους σημερινούς νέους. Είναι ο νεότερος και τελευταίος αγωνιστής που απαγχονίστηκε στην Κύπρο από τους Άγγλους. Τα μεσάνυχτα της 13ης προς 14η Μαρτίου 1957, ώρα 12.02.09, ο 19χρονος ήρωας περνάει στην Αθανασία.
unnamed_3_1.png

         Η αγωνιστική του δράση
    Την 1η Ιουλίου του 1953 κι ενώ οι Άγγλοι ετοιμάζονται να γιορτάσουν τη στέψη της Βασίλισσας Ελισσάβετ Β΄ (της σημερινής βασίλισσας της Αγγλίας), και με αφορμή την ανάρτηση της Αγγλικής σημαίας στη θέση της Ελληνικής στο «Ιακώβειο Γυμναστήριο Πάφου», οργανώθηκε διαδήλωση διαμαρτυρίας στην οποία συμμετείχαν πολλοί μαθητές. Ο Βαγορής (όπως τον έλεγαν χαϊδευτικά) νεαρός, γεμάτος σφρίγος και ορμή, θάρρος και δύναμη σωματική και ψυχική, ανυπόταχτη ψυχή, μόλις 15 ετών, αναρριχήθηκε στον ιστό και κατέβασε τη σημαία του κατακτητή, γεγονός που αποτέλεσε το έναυσμα για δυναμική αναμέτρηση με τους Άγγλους
     Η πράξη αυτή σημάδεψε την μετέπειτα αγωνιστική του πορεία. Το 1955 ορκίστηκε μέλος της Ε.Ο.Κ.Α. (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) και ανέλαβε δράση εναντίον των Άγγλων. Το Νοέμβριο του 1955 στη διάρκεια μαθητικής διαδήλωσης, επιτέθηκε σε δύο Άγγλους στρατιώτες που κακοποιούσαν τον συμμαθητή του Λουκά Πετρίδη και τον ελευθέρωσε. Συνελήφθη, αρνήθηκε την κατηγορία «συμμετοχή σε παράνομη οχλαγωγία» που του αποδόθηκε  και η δίκη του αναβλήθηκε για την 6η Δεκεμβρίου 1955. Στις 5 Δεκεμβρίου, παραμονή της δίκης του, ανακοινώνει στον πατέρα του πως προτιμά «να φύγει – να βγει στο βουνό». Μπροστά στην απόφασή του αυτή, που δήλωνε απερίφραστα το σθένος του και την αγωνιστική του διάθεση, την πρόθεσή του να μείνει ελεύθερος, απροσκύνητος και αξιοπρεπής και να συνεχίσει τον αγώνα του εναντίον της αγγλικής αποικιοκρατίας στην Κύπρο, ο πατέρας του τού είπε: «Παιδί μου, εκεί που θα πας πρόσεξε προπάντων νάσαι τίμιος και ηθικός. Σε κάθε σχέση σου και σε κάθε περίσταση. Πήγαινε στην ευχή μου!».
    Πριν όμως ανηφορίσει στα βουνά θέλησε να αποχαιρετίσει τους συμμαθητές του. Άφησε, λοιπόν, στην τάξη του σ’ ένα φύλλο χαρτιού το ποίημα-υποθήκη.Το «Εγερτήριο Σάλπισμα». Ένα ποίημα το οποίο και σήμερα ακόμη πάλλει τις χορδές της ψυχής των ανθρώπων  που αγωνίζονται για την ελευθερία της πατρίδας τους:   
    «Παλιοί συμμαθηταί, Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του, Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά / Θα πάρω μονοπάτι / Να βρω τα σκαλοπάτια / Που παν στη Λευτεριά / Θ’ αφήσω αδέρφια, συγγενείς / τη Μάνα, τον Πατέρα / μεσ’ τα λαγκάδια πέρα / και τις βουνοπλαγιές / Ψάχνοντας για τη λευτεριά / θα ’χω παρέα μόνη / κατάλευκο το χιόνι / βουνά και ρεματιές / Τώρα κι αν είναι χειμωνιά / θα ’ρθει το καλοκαίρι / τη Λευτεριά να φέρει / σε πόλεις και χωριά.» […]

 Ευαγόρας Παλληκαρίδης, 5.12.1955
unnamed_5.png
        Η αρχή του τέλους
    Από τις 6 Δεκεμβρίου 1955 ο Ευαγόρας είναι πια ένας αντάρτης στις κορφές των Κυπριακών βουνών, μαζί με όλους τους ανυπότακτους στη θέληση του Άγγλου Κυρίαρχου. Από τη θέση αυτή θα καταφέρει καίρια πλήγματα στον Αγγλικό αποικιοκρατικό στρατό. «Όλοι σαν ένας, ναι, χτυπούν, όμως εσύ σαν όλους».
    Η αρχή του τέλους γράφεται έναν χρόνο μετά, τη νύχτα της 18ης Δεκεμβρίου 1956. Ο Ευαγόρας μαζί με δύο συναγωνιστές του πέφτουν σε ενέδρα αγγλικής περιπόλου. Οι δύο κατορθώνουν να διαφύγουν. Ο Ευαγόρας όμως συλλαμβάνεται. Οδηγείται στη φυλακή και υποβάλλεται σε φρικτά βασανιστήρια προκειμένου να του αποσπάσουν πληροφορίες. Το παλληκάρι αντέχει. Δεν ομολογεί. Καλείται από την Τουρκική Αστυνομία ο πατέρας του, Μιλτιάδης Παλληκαρίδης. Του ασκούν συναισθηματική πίεση προκειμένου αυτός με τη σειρά του να αποσπάσει από το γιο του πληροφορίες με αντάλλαγμα τη ζωή του γιου του. «Με τέτοιες προτάσεις προτιμώ να μη δω το παιδί μου!», και γύρισε αμέσως σπίτι. Η μάνα του μαθαίνοντας τις προτάσεις του Τούρκου φώναξε: «Να πάει το αίμα του παιδιού μου χαλάλι της Πατρίδας, παρά να το πουν προδότη». Λίγες μέρες μετά ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης μεταφέρθηκε στις Κεντρικές φυλακές της Λευκωσίας. Του είχε απαγγελθεί κατηγορία για οπλοκατοχή και για κατοχή τριών σφαιροθηκών με 88 σφαίρες.                    
    Η δίκη ορίζεται για την 25η Φεβρουαρίου 1957. Μια δίκη παρωδία. Τρεις μήνες νωρίτερα (22/11/56) ο κυβερνήτης Harding είχε εφαρμόσει το Νέο Νόμο Έκτακτης Ανάγκης, σύμφωνα με τον οποίο θα μπορούσε να καταδικαστεί κάποιος σε θάνατο, ακόμα και για ελαφρά παραπτώματα. Με το νόμο αυτό δικάστηκε ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης και καταδικάστηκε σε θάνατο. Ο δικαστής Σω απευθυνόμενος στην Βαγορή τον ρωτάει: «Έχεις να είπης τι διατί να μη σου επιβληθεί ποινή;». Για να εισπράξει από τον Ευαγόρα την απάντηση: «Γνωρίζω ότι θα μου επιβάλετε την ποινή του θανάτου. Εκείνο όμως το οποίον έχω να είπω είναι τούτο: Ό,τι έκαμα, το έκαμα ως Έλλην Κύπριος, όστις ζητεί την ελευθερία του. Τίποτα άλλο!». Στην απόφασή του ο Σω γράφει: «Ο νόμος προνοεί μόνον δια μίαν ποινήν: Την ποινή του θανάτου». Προειλημμένη η απόφαση του Δικαστηρίου. Ο Βαγορής ήταν «αγκάθι» στις προσπάθειες της Αγγλικής κυβέρνησης για διατήρηση του ήπιου και υποτακτικού, στο Αγγλικό Στέμμα, κλίματος στην Κύπρο.
    Στις 12 Μαρτίου 1957, στις 11 π.μ. στις Κεντρικές Φυλακές της Λευκωσίας, φτάνει ο πατέρας του για να δει το παιδί του. Τον οδήγησαν στα κελιά των μελλοθανάτων. «Μη λυπάστε καθόλου και μη κλαίτε!» είπε στον πατέρα του. Ο αξιωματικός των φυλακών, τον ενημέρωσε πως η εκτέλεσή του θα γινόταν το ξημέρωμα της Πέμπτης 14 Μαρτίου. Ζήτησε μόνο από τον πατέρα του να του φέρει τον σταυρό του. Ο ήρωας περήφανος και γενναίος, γαλήνιος, υποδέχεται τους γονείς του στο κελί του το τελευταίο δειλινό πριν τον απαγχονισμό του. «Εύχομαι, είπε ο Παλληκαρίδης προς τους γονείς του, να είμαι ο τελευταίος Έλλην Κύπριος που εκτελείται. Εύχομαι επίσης όπως η Κύπρος αποκτήσει συντόμως την ελευθερία της».
unnamed_4.png
       Μάταιες οι προσπάθειες για απονομή χάριτος
    Στο μεταξύ γίνονται διεθνείς κινητοποιήσεις προκειμένου  να αποτραπεί η εκτέλεση του Ευαγόρα Παλληκαρίδη. Συγκινητικό είναι το τηλεγράφημα του Αμερικανού Γερουσιαστή James G. Fulton προς τον Κυβερνήτη της Κύπρου Sir John Harding που ζητούσε να πάρει τον Βαγόρα, υπό την κηδεμονία του στην Αμερική και να τον σπουδάσει. Η απάντηση όμως του Άγγλου Κυβερνήτη ήταν ψυχρή κι απάνθρωπη: «Μην αφήνεις συναισθηματισμούς να υπεισέρχονται σε αυτά τα θέματα». Προσθέτοντας: «η καταδίκη ισχύει…». «Στυγνή δολοφονία» την χαρακτήρισε ο Fulton και όχι άδικα!
unnamed_2.png
    Ο ήρωας περνάει στην αθανασία
    Ετούτ’ είν’ ύστερη νυχτιά. την Πέμπτη 14 Μαρτίου 1957, 2 λεπτά και 9 δευτερόλεπτα μετά τα μεσάνυχτα, γραφόταν μια νέα σελίδα ηρωισμού και δόξας. Το παλληκάρι Ευαγόρας Παλληκαρίδης, πορεύτηκε σε μια χώρα ηρωική και αναμάρτητη. Ανήκει πλέον στις άγιες ψυχές των Ελλήνων που πέθαναν κάτω από φρικτά βασανιστήρια για να μην προδώσουν τις ιερές παρακαταθήκες της φυλής μας και να γίνουν για όλους μας φωτεινό παράδειγμα αγώνων. Ο άψυχο κορμί του δεν δόθηκε στους γονείς του αλλά ενταφιάσθηκε στα «Φυλακισμένα Μνήματα» που βρίσκονται στον περίβολο των κλειστών φυλακών Λευκωσίας, εξαιτίας του φόβου αναταραχών κατά την εξόδιο ακολουθία. Πύρινα γράμματα άσβηστα τα λόγια του: «Ορκίστηκα να πεθάνω για την πατρίδα μου και ετήρησα τον όρκο μου!».  Ο Εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός σε άλλες εποχές είχε γράψει, για να υμνήσει τους ήρωες, στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» μια στροφή, η οποία επάξια θα μπορούσε να αποδοθεί και στον Ευαγόρα Παλληκαρίδη:
«Ο δρόμος σου γλυκός και μοσχοβολημένος.
Στη κεφαλή σου κρέμεται ο ήλιος μαγεμένος.
Παλληκαρά και μορφονιέ, γειά σου, καλέ, χαρά σου!».      
       

Δευτέρα, Μαρτίου 06, 2017

Η μάχη της Κοκκινιάς (4 – 8 Μάρτη 1944)

Από τις 4 έως τις 8 Μάρτη 1944, η Κοκκινιά έζησε από τις πιο τραγικές μέρες της πολύχρονης ιστορίας της. Έγινε στόχος μεγάλων εχθρικών δυνάμεων. Δυνάμεων που αποτελούνταν από Ναζί, χωροφύλακες, ταγματασφαλίτες που είχαν συγκροτηθεί από τη δοσίλογη κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη και εξοπλιστεί από τους Γερμανούς καθώς και από τους τσολιάδες του Ι.Πλυντζανόπουλου, του Γ.Σγούρου, του Γκίνου, και του επικεφαλής του μηχανοκίνητου τμήματος της Αστυνομίας Ν. Μπουραντά.
Οι εργατικές κινητοποιήσεις της Κοκκινιάς επιδεικνύουν ένα ιδιαιτέρως αγωνιστικό πνεύμα, εξαιτίας της εργατικής σύνθεσης της πόλης, της οποίας ο αγώνας έχει ως κύρια χαρακτηριστικά τη μαζικότητα και την οργανωμένη αντίσταση. Οι Γερμανοί γνώριζαν πως χτυπώντας την Κοκκινιά θα έπλητταν ολόκληρο το αγωνιστικό κίνημα. Για το λόγο αυτό η Μάχη της Κοκκινιάς είναι η πρώτη μεγάλη μάχη που δόθηκε σε πόλη.
Γερμανικές δυνάμεις σε συνεργασία με χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες θέτουν στο στόχαστρό τους την πόλη, η οποία αντιστέκεται πεισματικά με πρωτεργάτες το 6ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, τα μέλη του ΕΑΜ, τους αγωνιστές της ΕΠΟΝ και -κυρίως- τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού της Κοκκινιάς. Στο πρόσωπο της πόλης που ανάθρεψε πλήθος ανταρτών και διέθετε ένα οργανωμένο αντιστασιακό κίνημα επιχειρήθηκε από τους Ναζί και τους συνεργάτες τους να καμφθεί το αντιστασιακό φρόνημα του Ελληνικού λαού, που πάλευε για εθνική απελευθέρωση, διεκδικώντας ταυτοχρόνως να στρέψει προς όφελός του τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Σάββατο 4 Μάρτη 1944
Η πόλη δέχεται πρωινή επιδρομή από δύο κατευθύνσεις. Οι επιδρομείς είναι χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες, Η πρώτη επίθεση γίνεται από τη Λεύκα με ένα καμιόνι γεμάτο χωροφύλακες που βρίσκει αμέσως αντίσταση από τις δυνάμεις του 1ου Τάγματος του 5ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ Πειραιά, οι οποίες βρίσκονται στην περιοχή και περιπολούν. Οι επιδρομείς υποχωρούν και σκορπίζονται προς τον Πειραιά.
Η δεύτερη επίθεση γίνεται από την οδό Κυδωνιών (Πέτρου Ράλλη) στο ύψος του Γ΄ Νεκροταφείου. Στην πόλη προσπαθούν να εισβάλλουν δύο καμιόνια με χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες. Αυτή η είσοδος είναι η σημαντικότερη για να εισβάλλουν οι επιδρομείς στην Κοκκινιά. Είναι η είσοδος από την Αθήνα, γεγονός που σημαίνει αυτόματα την άμεση πρόσβαση ενισχύσεων και πυρομαχικών. Επίσης, η περιοχή είναι αραιοκατοικημένη πράγμα που καθιστά ευκολότερο τον έλεγχό της από τους επιδρομείς. Αυτή η είσοδος της πόλης όμως ευνοεί και τους αμυνόμενους ΕΛΑΣίτες γιατί οι ελιγμοί τους γίνονται ευκολότεροι λόγω της αραιής κατοίκησης. Στην επιδρομή αυτή απαντά το 3ο Τάγμα του ΕΛΑΣ Κοκκινιάς, με διοικητή και καπετάνιο τον Γιάννη Πισσάνο. Οι μάχες εξαπλώνονται από το Γ΄ Νεκροταφείο μέχρι τις εργατικές πολυκατοικίες, στο σημερινό Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο της Νίκαιας. Οι επιδρομείς σκορπίζουν, κάποιοι οπισθοχωρούν προς την Αθήνα, ενώ ο κύριος όγκος τους κατευθύνεται άτακτα προς το Κουτσουκάρι, σημερινή περιοχή του Δήμου Κορυδαλλού στα όρια του Δήμου Νίκαιας κάτω από την οδό Τζουμαγιάς, την πλατεία Ελευθερίας και την οδό Ταξιαρχών.
Κατά την άτακτη φυγή τους, με 12 τραυματίες, οι ταγματασφαλίτες πυροβολούν αδιακρίτως, τρομοκρατούν, βρίζουν, λεηλατούν. Από τις αδέσποτες σφαίρες των Ταγμάτων Ασφαλείας πέφτει νεκρός ένας λούστρος και ο παλιατζής που βρίσκονταν πάντα έξω από το μπακάλικο του Λαφαζάνη στην Κυδωνιών (συμβολή Πέτρου Ράλλη και Τερψιθέας).
Το ίδιο βράδυ συγκαλείται κοινή σύσκεψη στην Κοκκινιά από στελέχη του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ και αποφασίζουν γενική επιφυλακή και ενημέρωση του λαού της πόλης. Η Κομματική Οργάνωση της Κοκκινιάς του ΚΚΕ , γραμματέας της οποίας ήταν ο Θανάσης Τάσιος, γνωστός με το ψευδώνυμο «Παράσχος», αποφασίζει να γίνει την επόμενη ημέρα συλλαλητήριο του λαού της Κοκκινιάς ενάντια στην τρομοκρατία των Ταγμάτων Ασφαλείας προς το λαό της πόλης. Στόχος ήταν να απαιτηθεί και η παροχή συσσιτίου για τα παιδιά.
Κυριακή 5 Μάρτη 1944
Οι Κοκκινιώτες απαντούν με μεγαλειώδες συλλαλητήριο κατά της τρομοκρατίας στην πλατεία Αγίου Νικολάου και παράλληλα απαιτούν συσσίτιο για τα παιδιά.
Στο τέλος του συλλαλητηρίου η πόλη δέχεται πάλι επιδρομή από δύο κατευθύνσεις. Από τη Λεύκα, στη Θηβών, με δύο φορτηγά γεμάτα χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες. Η επιδρομή δεν βρίσκει ουσιαστική αντίσταση και καταφέρνει να φτάσει μέχρι την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων. Εκεί τρομοκρατούν τους κατοίκους, κάνουν πλιάτσικο και συλλαμβάνουν το δημοκράτη υπαστυνόμο Νίκο Σαβαΐδη, τη γυναίκα του Άννα, που είναι δασκάλα και μέλος του ΕΑΜ, το Στέφανο Πατεράκη εργάτη από τις παράγκες της παλαιάς Κοκκινιάς και ποδοσφαιριστή της Προοδευτικής, τον δάσκαλο Γιώργο Βενέτα και τον Τσακάρα.
Η δεύτερη επίθεση γίνεται από το Γ. Νεκροταφείο με τρία καμιόνια γεμάτα γερμανοτσολιάδες. Οι μάχες εξαπλώνονται μέχρι την Παιδική Στέγη και εκεί το 3ο Τάγμα του ΕΛΑΣ Κοκκινιάς καταφέρνει να διασπάσει τους επιδρομείς. Το πρώτο φορτηγό διαφεύγει προς την παλαιά Κοκκινιά μέσω της οδού Σμύρνης, το δεύτερο προς το Κουτσουκάρι, όπου εκεί το «υποδέχονται» ΕΛΑΣίτες οπλισμένοι με χειροβομβίδες και το τρίτο φορτηγό οπισθοχωρεί προς την Αθήνα.
Όπως αναφέρει η σχετική έκθεση του 6ου ανεξάρτητου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, την ώρα του συλλαλητηρίου μαχητές του κάνουν έρανο στην περιοχή των Άσπρων Χωμάτων για να συγκεντρώνουν τρόφιμα για τα παιδιά. Προσπαθεί να τους συλλάβει ένας χωροφύλακας ο οποίος σκοτώνεται στη μικρή ένοπλη συμπλοκή που ακολούθησε.
Ο λαός της Κοκκινιάς πανηγυρίζει που οι ΕΛΑΣίτες καταφέρνουν για δεύτερη ημέρα να αναχαιτίσουν την επίθεση των ντόπιων συνεργατών των Γερμανών. Από αυτή την επιτυχία του ΕΛΑΣ αλλά και από το μαζικό συλλαλητήριο που οργάνωσε η Κομματική Οργάνωση Κοκκινιάς του ΚΚΕ, ο διορισμένος από τον Ιωάννη Ράλλη, Δήμαρχος της Πόλης Γρηγόρης Χατζής, παραιτείται.
Η μάχη της Κοκκινιάς της 7ης Μάρτη 1944
Όλοι στην Κοκκινιά περίμεναν ποια θα είναι η απάντηση των Ναζί και των ντόπιων συνεργατών τους μετά από τρεις αποτυχημένες προσπάθειες να εισβάλουν στην πόλη.
Ο ΕΛΑΣ στην Κοκκινιά ήταν σε επιφυλακή και από πολύ αργά το βράδυ οι μαχητές του είχαν λάβει θέση μάχης και περιφρούρησης της πόλης. Η διάταξη των διμοιριών του ΕΛΑΣ ήταν σε σχήμα «Λ».
Ξεκινούσαν από το Γ΄ Νεκροταφείο και έφταναν στο Κουτσουκάρι και τα Γερμανικά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη ξεκινούσαν από το Γ΄ Νεκροταφείο και έφταναν στις εργατικές πολυκατοικίες, την Παιδική Στέγη και τα Άσπρα Χώματα. Η κύρια δύναμη του ΕΛΑΣ έχει οχυρωθεί στη βόρεια πλευρά από το Περιβολάκι (πλατεία Δαβάκη) και είναι το 3ο τάγμα του Γιάννη Πισσάνου. Ακριβώς πίσω από την πλατεία βρίσκεται και η κλινική του Χρυσοχέρη, στην ταράτσα της οποίας είχε στηθεί το οπλοπολυβόλο του ΕΛΑΣ με ευθύνη της διμοιρίας του Κώστα Διαμαντή.
Από τις 5:00 το πρωί υπάρχουν κινήσεις των κατακτητών γύρω από όλη την πόλη. Στις 5:45 περίπου 40 γερμανοτσολιάδες εντοπίζονται στη Θηβών στο ύψος της οδού Καραϊσκάκη. Στις 6:00 το πρωί 4 φορτηγά με Ναζί καταλαμβάνουν τις θέσεις στην πλατεία Κουτσικαρίου και δειλά-δειλά προσπαθούν να μπουν στην Κοκκινιά.
Στις 6:05 ακούγεται η σάλπιγγα του ΕΛΑΣ από το Περιβολάκι, που σημαίνει τη γενική επίθεση του λαϊκού στρατού. Σε κάθε στενό της Κοκκινιάς, γύρω από Περιβολάκι, οι μάχες είναι απερίγραπτες, πολλές φορές σώμα με σώμα. Γίνεται μάχη για την κατάληψη του κάθε δρόμου. Οι θέσεις και οι γωνιές των οικοδομικών τετραγώνων αλλάζουν συνεχώς μεταξύ επιδρομέων και μαχητών του ΕΛΑΣ.
Ο ΕΛΑΣ αρχίζει να υποχωρεί λόγω έλλειψης πυρομαχικών. Από τη μεριά του Δημαρχείου γερμανοτσολιάδες μπαίνουν στην πόλη. Τους αντιμετωπίζουν μαχητές του 3ου Τάγματος με ένα οπλοπολυβόλο και πέντε χειροβομβίδες που ρίχνει ο Στέλιος Καρδάρας και τους απωθούν πάλι πίσω. Στην διάρκεια της ΕΛΑΣίτικης επίθεσης, πίσω από τον κινηματογράφο Ορφέα, σκοτώνεται ο ταγματάρχης των γερμανοτσολιάδων Λαζάρου, 8 γερμανοτσολιάδες 3 χωροφύλακες και υπάρχουν 20 τραυματίες. Λάφυρα για τον ΕΛΑΣ μια μοτοσικλέτα και ένα πολυβόλο Τόμσον. Το 2ο Τάγμα του ΕΛΑΣ φυλάει στην οδό Καραϊσκάκη, φαίνεται όμως ότι δεν έχει πυρομαχικά να κρατήσει πολύ ακόμα. Αντέχει μέχρι τις 10:30.
Μέχρι τις 11:00, η αντίσταση του ΕΛΑΣ έχει καμφθεί. Τα πυρομαχικά είναι ελάχιστα. Οι Γερμανοί έχουν καταλάβει τις θέσεις στο περιβολάκι. Την ίδια ώρα, 15 Γερμανοί προσπαθούν να εισβάλλουν από την οδό Καραϊσκάκη οπλισμένοι με όλμους και πολυβόλα. Τους απωθεί το 2ο τάγμα με ελάχιστα πυρομαχικά. Οι πυροβολισμοί του ΕΛΑΣ είναι σποραδικοί για οικονομία πυρομαχικών αφού αυτά έχουν εξαντληθεί.
Στις 11:00 παίρνεται η απόφαση για γενική αντεπίθεση με όσα πυρομαχικά έχουν απομείνει και αν χρειαστεί ακόμα και με πέτρες ή με τα χέρια. Η αντεπίθεση έχει στόχο την πλατεία στο περιβολάκι που έχει καταληφθεί από Ναζί.
Η διμοιρία του Θοδωρή Μπιζάνη μαζί με το Στέλιο Καρδάρα επιτίθεται από την οδό Καραϊσκάκη, η διμοιρία του Μιχάλη Ραφαηλάκη από την οδό Κονδύλη, η διμοιρία του Θωμά Σεβίλια από την οδό Κυδωνιών, από τη μεριά της Λαοδίκειας, και η διμοιρία του «μπάρμπα Γιώργου» από το γήπεδο που γίνονταν η λαϊκή αγορά (πίσω από την εκκλησία της Παναγίτσας).
Γερμανοί έχουν εγκατασταθεί σε κτίριο της οδού Λαμψάκου, παρακολουθούν τη μάχη και με όλμους βάλουν συνεχώς κατά των αντεπιτιθέμενων Κοκκινιωτών.Η αντεπίθεση του ΕΛΑΣ και του λαού της Κοκκινιάς κρατά περίπου μέχρι τις 13:30. Οι Γερμανοί παρά την υπεροπλία τους και τα αρκετά πυρομαχικά αιφνιδιάζονται και σιγά-σιγά αφήνουν τις θέσεις τους. Οπισθοχωρούν συντεταγμένα προς τον Αη Γιώργη του Κορυδαλλού και τον Αη-Γιώργη της Νίκαιας. Εκεί ταμπουρώνονται μέσα στο σχολείο που υπήρχε πάνω από τον Αη-Γιώργη της Νίκαιας (στη συμβολή των οδών Γρεβενών και Ραιδεστού σήμερα).
Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ δεν έχουν καθόλου πυρομαχικά για να αντεπιτεθούν, ενώ ο ανεφοδιασμός από τις γύρω περιοχές είναι αδύνατος αφού η Κοκκινιά έχει κυκλωθεί από περίπου 1800 Ναζί.
Στις μάχες της 7ης Μάρτη σκοτώνεται και ο λοχαγός του ΕΛΑΣ Γιώργος Βογιατζής και το πτώμα του το κρεμάνε οι ταγματασφαλίτες σε ένα δέντρο στη συμβολή των οδών Ιωνία και Κασταμονής.
Η σχετική έκθεση του 6ου συντάγματος του ΕΛΑΣ αναφέρει ότι οι εισβολείς είχαν 34 νεκρούς και περισσότερους από 100 τραυματίες, ενώ ο ΕΛΑΣ έχασε 8 παλικάρια και τραυματίστηκαν 20. Η ίδια έκθεση αναφέρει ότι ο οπλισμός που διέθετε ο ΕΛΑΣ και με τον οποίο αντιστάθηκε στις μάχες ήταν 42 περίστροφα, 1 οπλοπολυβόλο με 1300 σφαίρες, 1 πολυβόλο Τόμσον με 50 φυσίγγια και 50 χειροβομβίδες.
Τετάρτη 8 Μάρτη 1944
Όλη τη νύχτα οι Ναζί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους είναι ταμπουρωμένοι στο σχολείο (Γρεβενών και Ραιδεστού). Περιμετρικά υπάρχουν φρουρές από Ναζί με οπλοπολυβόλα. Οι γύρω δρόμοι περιφρουρούνται από Ναζί και ταγματασφαλίτες. Όλο το βράδυ κάνουν μικρές επιδρομές στην πόλη, τρομοκρατούν και συλλαμβάνουν Κοκκινιώτες. Ψάχνουν στα σπίτια για μαχητές του ΕΛΑΣ και μέλη του ΕΑΜ.
Οι Ναζί βγάζουν τα δικά τους χωνιά και τρομοκρατούν τον κόσμο με απειλές. Προσπαθούν να στρέψουν το λαό της Κοκκινιάς κατά του ΕΛΑΣ, του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ. Φωνάζουν ότι αν δεν επιτεθεί ο ΕΛΑΣ δεν θα πειράξουν κανέναν. Δείχνουν καθαρά ότι οι ίδιοι είναι τρομοκρατημένοι.
Από νωρίς το πρωί μέσα στο σχολείο, ο Ι.Πλυντζανόπουλος φορώντας στολή έλληνα αξιωματικού διαλέγει ποιοι από τους αιχμαλώτους Κοκκινιώτες θα μεταφερθούν στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου.
Το ίδιο πρωί οι ταγματασφαλίτες εκτελούν στην πλατεία Αγίων Αναργύρων τους συλληφθέντες, από τις 5 Μάρτη 1944, υπαστυνόμο Νίκο Σαββαϊδη, το δάσκαλο Γιώργο Βενέτα, τον Δημήτρη Τσακανίκα και τον Τσακάρα.
Αργά το απόγευμα Ναζί και ταγματασφαλίτες αποχωρούν από την Κοκκινιά, μεταφέροντας 300 αιχμαλώτους Κοκκινιώτες στο Χαϊδάρι.Ο λαός της Κοκκινιάς μετά από λίγο ξεχύνεται στους αιματοβαμμένους δρόμους και τα μπαρουτοκαπνισμένα κτίρια της πόλης για να πανηγυρίσει. Πανηγυρίζει που οι επιδρομείς Ναζί και ταγματασφαλίτες δεν άντεξαν να μείνουν ούτε μια ολόκληρη ημέρα στην Κοκκινιά.
Τα «χωνιά» του ΕΑΜ πιάνουν αμέσως δουλειά, ανεβάζουν το ηθικό του λαού, ζητώντας εκδίκηση για τα 300 παλικάρια της Κοκκινιάς που πήραν οι κατακτητές στο Χαϊδάρι.
Ο Γ. Πισσάνος -διοικητής και καπετάνιος του 3ου Τάγματος του ΕΛΑΣ- χαρακτήρισε την 7η Μάρτη 1944 σημαντική ημέρα δόξας για την Κοκκινιά, γιατί αυτήν την ημέρα η πόλη σφράγισε την αντιστασιακή ιστορία της. Στην έκθεση του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ αναφέρεται, επίσης, πως ήσαν απερίγραπτοι οι ηρωισμοί των μαχητών. Εκείνο, όμως, που δημιούργησε δέος και ξεπέρασε κάθε προσδοκία ήταν η συμμετοχή του λαού (ανδρών, γυναικών, εφήβων ακόμα και των παιδιών). Τρέχανε να συνδράμουν τους τραυματίες, να βρουν φυσίγγια, οπλίζονταν και ζητούσαν να οργανωθούν άμεσα στον ΕΛΑΣ. Στήριξαν την αντίσταση με απαράμιλλο θάρρος, αίσθημα ευθύνης, αυτοθυσία και ψυχική γενναιότητα.
Οι Γερμανοί κι οι ντόπιοι συνεργάτες τους δεν κατόρθωσαν να πατήσουν ξανά -οργανωμένα- το πόδι τους στην Κοκκινιά μέχρι την 17η Αυγούστου, τη μέρα που η πόλη ζει την κορυφαία στιγμή της αιματοχυσίας της, το ιστορικό Μπλόκο της Κοκκινιάς. Το “Μπλόκο” ήταν -μεταξύ άλλων- η εκδικητική κατάληξη του δράματος της 7ης Μάρτη, τ’ αντίποινα των Γερμανών για την ήττα που υπέστησαν στη Μάχη της Κοκκινιάς.
Στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου
Όπως ήταν αναμενόμενο οι αιχμάλωτοι που πιάστηκαν από το τριήμερο πρώτο μπλόκο της Κοκκινιάς, μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης που είχαν στήσει οι γκεσταπίτες στο Χαϊδάρι.
Το κολαστήριο του Χαϊδαρίου ήταν τόπος συγκέντρωσης αγωνιστών όχι μόνο από τον Πειραιά και την Αθήνα, αλλά και από ολόκληρη την περιοχή της Αττικής. Στον χώρο αυτό γίνονταν η επιλογή των αιχμαλώτων που στέλνονταν όμηροι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας, μετά από εξαντλητικά βασανιστήρια και εκατοντάδες εκτελέσεις.
Μετά τη Μάχη της Κοκκινιάς στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου στάλθηκαν όπως αναφέρθηκε 300 Κοκκινιώτες. Τους έκλεισαν στα υπόγεια του «μπλοκ 3» και στο πάνω πάτωμα του «μπλοκ 4» (μαζί με κρατουμένους από την Χαλκίδα). Αμέσως άρχισαν στους περισσότερους το βασανιστήριο με το «φιδάκι» για αντίποινα και για να προδώσουν συναγωνιστές από την Κοκκινιά. Οι άνδρες της Γκεστάπο έψαχναν διάφορους τρόπους για ακόμα πιο οδυνηρά βασανιστήρια και μόνο στο άκουσμα ότι οι αιχμάλωτοι είναι από την Κοκκινιά.
Στις 9 Μάρτη 1944, 50 κρατούμενοι μεταφέρονται στα νταμάρια του Χαϊδαρίου όπου και εκτελούνται. Ανάμεσά τους και 37 Κοκκινιώτες (μέσα σ΄ αυτούς και ο «ποιητής» από τον Ορειβατικό Φυσιολατρικό Όμιλο Κοκκινιάς (ΟΦΟΚ), σημερινό ΟΦΟΝ, ο Αλέξανδρος Μουχτούρης).
Από τους 37 εκτελεσμένους Κοκκινιώτες οι 5 ήταν Αρμένιοι. Ήταν οι Καλατερζάν Κιρκόρ, Κασαπιάν Παρσέκ, Τσενεκιάν Αγκόπ, Τσενεκιάν Οσίκ, Χατζησοκιάν Γιόγια. Δεν πρέπει να λησμονούμε το μέγεθος της Αρμενικής κοινότητας στην πόλη μας, κυρίως στην περιοχή των Άσπρων Χωμάτων, όπου η προσφορά της στη μάχη της Κοκκινιάς και στον αντιστασιακό αγώνα της πόλης ήταν ιδιαίτερα σημαντική.
Στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου ο ερχομός των Κοκκινιωτών έδωσε διαφορετική πνοή στη ζωή των κρατουμένων. Όπως αναφέρει ο Αντώνης Φλούντζης, γιατρός του στρατοπέδου, οι Κοκκινιώτες άλλαξαν με τη ζωντάνια τους τη ζωή του στρατοπέδου και τόνωσαν το ηθικό όλων των κρατουμένων, ανδρών και γυναικών. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους που ήρθαν από την Κοκκινιά ήταν και 30 νεαροί από τον ΟΦΟΚ ο οποίος διέθετε μουσικό όμιλο. Αμέσως λοιπόν οι ΟΦΟΚίτες άρχισαν το τραγούδι και την πρώτη Κυριακή της κράτησής τους (12 Μάρτη 1944) οργάνωσαν εκδήλωση που συμμετείχε όλο το στρατόπεδο. Μπορεί οι ΟΦΟΚίτες να απολύθηκαν γρήγορα, αλλά οι εκδηλώσεις κάθε Κυριακή μεσημέρι ήταν ήδη θεσμός, και κράτησαν μέχρι την απελευθέρωση.
Aπό το Χρονικό Μνήμης του Δήμου Νίκαιας Τo Μπλόκο της Κοκκινιάς 2004

Πέμπτη, Μαρτίου 02, 2017

3 Μαρτίου 1957. Πυρπολεῖται ὁ Σταυραϊτὸς τοῦ Μαχαιρᾶ


3 Μαρτίου 1957. Πυρπολεῖται ὁ Σταυραϊτὸς τοῦ Μαχαιρᾶ
Τὴν 1η Ἀπριλίου τοῦ 1955 στὴν Κύπρο ξεκινᾶ ἐπισήμως ὁ ἀγὼν τῆς ΕΟΚΑ, ὑπὸ τὴν καθοδήγησιν καὶ τὴν ἡγεσία τοῦ στρατηγοῦ Γεωργίου Γρίβα – Διγενῆ.
Ἅπαντες οἱ Ἕλληνες τῆς Κύπρου (πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων) στήριξαν μὲ ὅλες τους τὶς δυνάμεις αὐτὸν τὸν ἀγῶνα, ἄν καὶ τὰ ἐπίσημα μέλη τῆς ΕΟΚΑ δὲν ξεπερνοῦσαν σὲ ἀριθμὸ τοὺς 1250.
Δὲν ἦταν ὅμως ἁπλὸς ἀγὼν γιὰ Ἕνωσιν μὲ τὴν Ἑλλάδα.
Ἦταν ἀγὼν ἀνεξαρτησίας καὶ ἐλευθερίας.
Μεταξὺ τῶν ἑκατοντάδων παλληκαριῶν ποὺ ἔσπευσαν νὰ συμμετάσχουν στὸν ἔνοπλο ἀγῶνα τῆς ΕΟΚΑ ἦταν καὶ ὁ Γρηγόρης Αὐξεντίου.
Ὁ Γρηγόρης Αὐξεντίου γεννήθηκε στὶς 22 Φεβρουαρίου τοῦ 1928 στὸ χωριὸ Λύσις τῆς Ἁμμοχώστου καὶ σπούδασε στὴν Σχολὴ Ἐφέδρων Ἀξιωματικῶν (Ἀθῆναι). Ἐπέστρεψε στὴν Κύπρο, μετὰ τὴν θητεία του στὰ ἑλληνοβουλγαρικὰ σύνορα, γιὰ νὰ γνωρισθῇ τὸ 1955, στὶς 20 Ἰανουαρίου, μὲ τὸν Γεώργιο Διγενῆ – Γρίβα καὶ νὰ δέσῃ τὴν ζωή του μὲ τὴν Ε.Ο.Κ.Α., ἔως τὸ πέρας της.
Οἱ πρῶτες του συμμετοχὲς στὸν ἀγῶνα ἦταν στὶς ἐπιθέσεις κατὰ τῆς Ἠλεκτρικῆς Ἑταιρείας καὶ τοῦ Ῥαδιοφωνικοῦ  Σταθμού, τὴν ἄνοιξιν τοῦ 1955 (ἔναρξις ἀγῶνος) καὶ ἀπὸ τότε ὅπου τὸν καλοῦσε τὸ καθῆκον.
Ψευδώνυμα ποὺ ἔλαβε, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς δράσεώς του, ἦταν «Μᾶστρος», «Ἄρης», «Ζῆδρος», «Ῥῆγας», «Αἴας», «Ζῶτος».
Συνεχεῖς οἱ ἀγῶνες του καὶ συντόμως οἱ ἱκανότητές του τὸν ὁδήγησαν στὴν ὑπαρχηγεία τῆς ΕΟΚΑ.
Ἦταν τόσο μεγάλη ἀπειλὴ τοῦ Αὐξεντίου γιὰ τοὺς Ἄγγλους, ποὺ τὸν ἐπεκήρυξαν μὲ 5.000 λίρες.
Καὶ μέσα σὲ αὐτὸ τὸ κυνηγητὸ κατάφερε, στὶς 10 Ἰουνίου τοῦ 1955, νὰ νυμφευθῇ, κάτω ἀπὸ τὴν …μύτη τῶν Ἄγγλων!
Οἱ παγίδες ποὺ προσπάθησαν νὰ τοῦ στήσουν οἱ Ἄγλλοι πολλές, ἀλλὰ κατάφερνε νὰ διαφεύγῃ.
Στὶς 12 Δεκεμβρίου τοῦ 1955 ὁ Αὐξεντίου, ἄν καὶ ἐπαγιδεύθη στὸ ὅρος Τρόοδος, ἐν τούτοις ὄχι μόνον κατάφερα νὰ διαφύγῃ, ἀλλὰ παρεπλάνησε ἀρκούντως τοὺς Ἄγγλους, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀλληλοπυροβολῶνται μεταξύ τους.
Τὶς τελευταῖες ἡμέρες τοῦ Φεβρουαρίου τοῦ 1957 οἱ Ἄγλλοι ἔμαθαν (ἀπὸ βοσκό) τὸ κρυσφήγετό του, ποὺ ἦταν σὲ μία σπηλιά, πλησίον τῆς Μονῆς Μαχαιρᾶ, στὸ ὅρος Τρόοδος.
Στὶς 2 Μαρτίου τοῦ 1957, τὸ ἀπόγευμα, ἕνα ἀπόσπασμα ἑξῆντα ἀνδρῶν περιεκύκλωσε τὴν σπηλιά, ζητώντας στὸν Αὐξεντίου νὰ παραδοθῇ. Τέσσερις ἄνδρες τοῦ Αὐξεντίου παρουσιάστηκαν γιὰ νὰ δηλώσουν πὼς παραδίδονται, μὰ ὄχι ὁ Αὐξεντίου. Ὁ Ἄγγλος ἀξιωματικὸς (κάποιος Μίντλετον) ἀπείλησε πὼς θὰ ἐπιτεθῆ  μὲ τοὺς ἄνδρες του…
Τέσσερις ἄνδρες του πλησίασαν στὴν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς μὰ ἐδέχθησαν πυροβολισμοὺς καὶ ὁ ἕνας ἔπεσε νεκρός.
Ἡ γενικὴ ἐπίθεσις ξεκίνησε.
Παραλλήλως μὲ ἐλικόπτερα κατέφθασαν ἐνισχύσεις.
Ὁ Αὐξεντίου ἦταν μόνος του καὶ πυροβολοῦσε ἀδιακρίτως.
Δέκα ὧρες κράτησε ἡ ἄνισος μάχη.
Ἀρνούμενοι νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν ἧττα τους οἱ Βρεταννοὶ ἔριξαν μέσα στὴν σπηλιὰ ἐμπρηστικὲς βόμβες πετρελαίου, μὲ ἀποτέλεσμα σὲ λίγα λεπτὰ νὰ καοῦν τὰ πάντα.
Καὶ ὁ Αὐξεντίου.
Στὶς 2 τὰ ξημερώματα τῆς 3ης Μαρτίου τοῦ 1957 ὁ Σταυραϊτὸς τοῦ Μαχαιρᾶ, μόλις 29 ἐτῶν, ἦτο νεκρός!
Τὸ ἄψυχό του σῶμα, ποὺ εὑρέθη ἀπηνθρακωμένο, μετεφέρθη στὶς φυλακὲς Λευκωσίας, ὅπου κι ἐτάφη στὰ «Φυλακισμένα Μνήματα».
Ἀκόμη καὶ νεκρός, γιὰ τοὺς Ἄγγλους, ἦταν ἐφιάλτης!!!
Πληροφορίες ἀπό:

Γρηγόρης Αὐξεντίου

3 Μαρτίου 1957. Πυρπολεῖται ὁ Σταυραϊτὸς τοῦ Μαχαιρᾶ2




(Ἀκριβὲς ἀντίγραφο ἀπ’ τὶς ἐφημερίδες τῆς 5ης Μαρτίου 1957):– Ὁ Γρηγόρης Αὐξεντίου, φερόμενεθνος ὡς ὑπαρχηγὸς τῆς ΕΟΚΑ καὶ ὑπασπιστὴς τοῦ ἀρχηγοῦ της Διγενῆ, ἐφονεύθη προχθές, ἀφοῦ ἐπολέμησε ἠρωικῶς ἐπὶ δέκα ὁλόκληρες ὧρες, μόνος αὐτὸς ἐναντίον ἰσχυρῶν βρεταννικῶν δυνάμεων, στὴν περιοχὴ τοῦ ὅρους Τρόοδος σὲ μία σπηλιὰ πλησίον τῆς Μονῆς Μαχαιρᾶ. Ἡ μάχη διεξήχθη ὑπὸ τὶς ἀκόλουθες συνθῆκες.
Οἱ δυνάμεις ἀσφαλείας εἶχαν τὴν πληροφορία ὅτι στὴν Μονὴ Μαχαιρᾶ ἐκρύπτετο ὁ καταζητούμενος αὐτὸς πατριώτης, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπικηρυχθῆ ἀντὶ 5.000 λιρῶν στερλινῶν. Τὶς ἀπογευματινὲς ὧρες τοῦ Σαββάτου ἀπόσπασμα τοῦ βρεταννικοῦ στρατοῦ ἀπὸ 60 ἄνδρες ἐκινήθη πρὸς τὴν Μονή, τὴν ὁποίαν καί ἐκύκλωσε γιὰ νὰ συλλάβῃ τὸν καταδιωκόμενο ἀγωνιστή. Οἱ Βρεταννοὶ στρατιῶται ἀνεστάτωσαν κυριολεκτικῶς τὴν Μονὴ καὶ ἔθεσαν ὑπὸ κράτησιν ὅλους τοὺς μοναχούς, περιλαμβανομένου καὶ τοῦ Ἡγουμένου, τοὺς ὁποίους καὶ ἐκακοποίησαν γιὰ νὰ  τοὺς ἀποσπάσουν πληροφορίας περὶ τοῦ ἀκριβοῦς σημείου ὅπου ἐκρύπτετο ὁ Αὐξεντίου.
Οὐδεὶς ὅμως μοναχὸς εἶπε κάτι.
Κατὰ τήν διάρκεια τῆς ἐρεύνης στὴν περιοχή, γύρω ἀπὸ τὸ μοναστῆρι, οἱ Βρεταννοὶ στρατιῶται ἀνεκάλυψαν μίαν σπηλιὰ κρυμμένη μέσα σὲ θάμνους.
Λέγεται ὅτι κάποιος βοσκὸς τοὺς ἔδωσε τὴν πληροφορία ὅτι μέσα στὴν σπηλιὰ ἦταν κρυμμένος ὁ Αὐξεντίου. Ἀμέσως οἱ βρεταννικὲς δυνάμεις ἐκύκλωσαν τὴν σπηλιὰ καὶ ἐκάλεσαν τὸν Αὐξεντίου νὰ παραδοθῇ. 
Ὁ ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ βρεταννικοῦ ἀποσπάσματος ἀνθυπολοχαγὸς Μίντλεντον πλησίασε τὴν εἴσοδον τῆς σπηλιᾶς καὶ ἐφώναξε: «Ῥίξε τὰ ὄπλα σου καὶ παραδόσου, ἀλλοιῶς θὰ ἐπιτεθοῦμε».  Κάποιος ἀπήντησε: «Καλὰ παραδιδόμαστε».
Τέσσερες ἄνδρες βγῆκαν ἔξω, δύο ἀπὸ αὐτοὺς ἐπικηρυγμένοι μὲ 5.000 λίρες, ὅπως καί ὁ Αὐξεντίου. Ὁ Αὐξεντίου δὲν ἦτο μεταξὺ αὐτῶν. Ὁ ἀνθυπολοχαγὸς Μίντλεντον τὸν ἐκάλεσε καὶ πάλιν νὰ παραδοθῇ, ἀλλὰ ἔλαβε τὴν ὑπερήφανη ἀπάντησιν: «Μολὼν λαβέ».
Ἀμέσως, τέσσερες ἄνδρες ὅρμησαν μέσα στὴν σπηλιά. Ὁ ἡρωικὸς μαχητὴς τῆς κυπριακῆς ἐλευθερίας τοὺς ὑπεδέχθη μὲ καταιγισμὸν πυρός. Οἱ τρεῖς ἀπὸ τούς τέσσερες Βρεταννούς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐλπίση ὅτι θὰ εἰσέπραττον τὴν ἐπικήρυξιν τοῦ Αὐξεντίου βγῆκαν ἀμέσως ἔντρομοι, ἐνῶ ὁ τέταρτος, τραυματισμένος στὸ στῆθος κατέπεσε στὸ ἔδαφος, γιὰ νὰ ὑποκύψῃ λίγες ὧρες ἀργότερα στὰ τραύματά του. Ὁ ἐπὶ κεφαλῆς τῶν βρεταννικῶν δυνάμεων ἀνθυπολοχαγὸς Μίντλεντον ἐζήτησε ἀμέσως ἐνισχύσεις, οἱ ὁποῖες καὶ κατέφθασαν μὲ τὰ ἑλικόπτερα. Ἡ μάχη συνεχίσθη ἔτσι ἐπὶ 10 ὁλόκληρες ὧρες, κατὰ τὴν διάρκειά της δὲ οἱ Βρεταννοὶ ἐχρησιμοποίουν μεταξὺ τῶν ἄλλων δακρυγόνες βόμβες.
Μπροστὰ στὸ ἀλύγιστο θάῤῥος τοῦ Αὐξεντίου καὶ ἀφοῦ προηγουμένως ἔκαναν χρῆσιν ὅλων τῶν εἰδῶν τῶν ὅπλων, οἱ Βρεταννοὶ στρατιῶται ἔῤῥιψαν μέσα στὴν σπηλιὰ βόμβες πετρελαίου. Τεράστιες φλόγες ἐκάλυψαν τὸ σπήλαιον γιὰ νὰ τυλίξουν σὲ λίγο τὸ κορμὶ τοῦ ἡρωικοῦ πατριώτου.
Ἡ μάχη ἐτελείωσε στὶς 2 ἡ ὥρα τὴν νύκτα.
Τὸ πτῶμα τοῦ Αὐξεντίου ἀνευρέθη ἀπηνθρακωμένον.
Ὁ Αὐξεντίου ἦτο ἡλικίας 29 ἐτῶν, τὸ ἐπάγγελμά του δὲ ἦτο ὁδηγὸς ταξί.
Στὸν κατάλογο τῶν καταζητουμένων ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους, ἦτο ἐγγεγραμμένος δεύτερος μετὰ τὸν στρατηγὸ Γρίβα.(Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ ποίημα ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ποὺ ἔγραψε ὁ Γιάννης Ῥίτσος γιὰ τὸν Γρηγόρη Αὐξεντίου, 5-25 Μαρτίου 1957):«Λάβετε, φάγετε, τοῦτο ἐστὶ τὸ σῶμα μου καὶ τὸ αἷμα μου – τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Γρηγόρη Αὐξεντίου
ἑνὸς φτωχόπαιδου, 29 χρονῶ, ἀπ’ τὸ χωριὸ Λύση,
ὁδηγοῦ ταξὶ τὸ ἐπάγγελμα,
ποὔμαθε στὴν Μεγάλη Σχολὴ τοῦ Ἀγῶνα τόσα μόνον γράμματα ὅσα νὰ φτιάχνουν τὴν λέξη
«Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α»
καὶ ποὺ σήμερα, 2 τοῦ Μαρτίου 1957, κάηκε ζωντανὸς στὴν σπηλιὰ τῆς Μονῆς Μαχαιρὰ καὶ σήμερα ἀκριβῶς, 2 τοῦ Μαρτίου, ἡμέρα Σάββατο – μὴν τὸ ξεχάσετε, σύντροφοι –
Στὶς 2 ἡ ὥρα μετὰ τὰ μεσάνυκτα, καὶ 3 πρῶτα λεπτά,
γεννήθηκε ὁ μικρὸς Γρηγόρης ἀνάμεσα στὰ
ματωμένα γόνατα τῆς πλάσης.(Ὅλες οἱ καμπάνες τῆς Γῆς σήμαναν μεμιᾶς. Ὅλα τὰ ἀνθρώπινα μέτωπα ψηλά. Ὅλες οἱ καρδιὲς μεσίστιες. Στὸ χωριὸ Λύση, ἀνάμεσα Λευκωσία κι Ἀμμόχωστος, ἡ μάννα τοῦ ἕσφιξε τὸ μαῦρο της τσεμπέρι κάτου ἀπ’ τὸ δυνατὸ σαγόνι της κ’ εἶπε ἀκριβῶς τὰ λόγια ποὺ περίμενε ὁ γιός της: «Εἶμαι ὑπερήφανη. Κάλλιο μία φουχτα τιμημένη στάκτη, παρὰ γονατισμένος ὁ λεβέντης μου»
Ὁ πατέρας του πάλι, σὰν πῆγε στὸ στρατιωτικὸ νοσοκομεῖο τῆς Λευκωσίας, ἀνεγνώρισε τό καμμένο παιδί του ἄπ΄ τὶς χονδρές ἑλληνικὲς κοκκάλες του κι ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ χρυσὸ κωνσταντινᾶτο ποὺ ἄχνιζε στὸν κόρφο του καὶ στὸν κόρφο τοῦ κόσμου.)
———————————————————
«Ἐκεῖνο τὸ «ΟΧΙ» δὲν τὸ ἐπανέλαβε ἡ ἠχώ, ἦταν πολὺ βαρὺ γιὰ νὰ τὸ μεταφέρῃ».
Κώστας Μόντης (ἀναφερόμενος στὴν ἄρνηση τοῦ Γρηγόρη Αὐξεντίου νὰ παραδοθῇ).


  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...