Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Μαΐου 13, 2018

Γερόντισσα Μακρίνα: Μια γυναίκα που μοιάζει με την Παναγία κάθεται εδώ στο παγκάρι

798302
Σήμερα ήρθε ένας κύριος πού μόλις μπήκε μέσα στο Μοναστήρι, είπα: 
«Αύτός ό άνθρωπος κάτι καλό έχει μέσα στήν ψυχή του».
 Δέν ξέρω, μιά άλλοίωσι ήρθε μέσα στήν ψυχή μου. Είχε ένα προσωπάκι πού έλαμπε. Πριν έρθη στο αρχονταρίκι, μιλούσα μέ λαϊκούς γιά τήν προσευχή, τί δύναμι έχει ή προσευχή καί τί σοβαρό είναι όταν ό άνθρωπος προσέχη στο θέμα τής ψυχής.

Όχι προσευχή νά τελειώσουμε μόνο τα κομποσχοίνια μας -και αυτό βέβαια τό δέχεται- άλλα να νοιώσουμε τον Δεσπότη μας Χριστό, νά Τον νοιώσουμε στην καρδιά μας, αύτή είναι πραγματική προσευχή. Καθώς λοιπόν συζητούσαμε τί είναι ή προσευχή, ό άνθρωπος αύτός άκούγοντας προσευχή, μέσα του αλλοιώθηκε.
Τό πρόσωπό του έλαμψε περισσότερο- είδα σάν μία ακτίνα στο πρόσωπό του, καί μου είπε: «Γερόντισσα, μπορώ νά σάς μιλήσω;».
 «Ευχαρίστως, νά μου μιλήσετε», είπα. 
«Έγώ ήμουν δέκα χρόνων παιδάκι- ή μητέρα μου ήταν εύσεβεστάτη, πολύ άγια γυναίκα, τέτοια άκρίβεια πού είχε στή ζωή της, σάν νά ήταν μία κατά κόσμον μοναχή.
Καί αν δεν ζούσε στο Μοναστήρι, πολιτευόταν σάν νά ήταν μοναχή- τόσο ευλάβεια είχε. Καί μου λέει μιά μέρα: “Παιδάκι μου, νά πάμε στον Εσπερινό, νά πάμε στήν εκκλησία νά άνάψουμε ένα κεράκι;”. “Νά πάμε, μαννούλα”. Αφού φθάσαμε, μόλις μπήκαμε στήν έκκλησία, σάν νά μέ τράβηξε μία δύναμι στο παγκάρι. Καί βλέπω μία πανύψηλη μοναχή μέ κάλυμμα πού είχε ένα κόκκινο σταυρό. Έγώ Τήν κοίταζα, αύτή μέ κοίταζε- ή μητέρα πήγε νά προσκυνήση τις εικόνες. Κάτι άνεξήγητο μέ τραβούσε νά Τήν κοιτάζω όλο καί περισσότερο.
Αμα τό σκεφτώ σαλεύεται ό νους μου. Τέτοια ομορφιά, τέτοια ώραία μορφή, τέτοιο κάλλος, άστραφτε τό πρόσωπό Της- κι έγώ Τήν κοίταζα καί Αύτή μέ κοίταζε καί μου χαμογελούσε καί έγώ Τήν κοίταζα, Τήν κοίταζα καί δεν Τήν χόρταινα. Ελαμπε τό πρόσωπό Της! Κι αύτή ή άκτινοβολία πού έλαμπι στο πρόσωπό Της ήρθε στήν καρδιά μου. “Μαμά, μαμά, μαμά!”, φώναξα εκείνη τήν ώρα. “Τί είναι παιδάκι μου, τί έπαθες;”.
“Μία γυναίκα πού μοιάζει μέ τήν Παναγία κάθεται εδώ στο παγκάρι”. Καί μέ ρωτάει: «Πού είναι, παιδί μου; Πού είναι, παιδάκι μου;”, δέν τήν έβλεπε ή μητέρα μου. “Νά καλέ μαμά, εδώ στο παγκάρι, δέν Τήν βλέπεις; Κοίταξε τί άνάστημα, τί όμορφη πού είναι, πολύ ωραία, λάμπει, μαμά, λάμπει!”. Η γυναίκα αύτή, μόλις φώναξα, βάδισε σιγά-σιγά, άνοιξε τήν Ωραία Πύλη καί μπήκε μέσα στο Ιερό. Αυτό δέν μπορώ νά τό ξεχάσω, όπου πάω κι όπου σταθώ, αύτό τό πρόσωπο βλέπω μπροστά μου. Κι άπό τότε άρχισα νά κάνω τήν Παράκλησι τής Παναγίας. Πολύ τήν αγαπώ. Τέτοια αγάπη πού έχω στήν Παναγία, Γερόντισσα, μά δέν λέγεται».
«’Έ, είπα, αφού Τήν αγαπάς νά εύχεσαι καί γιά μένα». 
«Πολύ Τήν άγαπάω. Αλήθεια, δέν μπορώ νά σάς τό περιγράφω». 
Καί τού είπα: 
«Αφού τόσο Τήν άγαπάς άντί γιά μία φορά, τρεις φορές τήν ήμέρα νά Τής κάνης Παράκλησι». «Ναί; μέ ρώτησε, μπορώ;». 
«Πώς δέν μπορείς, τού απάντησα, τρεις φορές τήν ήμέρα Παράκλησι νά κάνης». 
Τί μεγαλείο, τί πίστι πού έχουμε!
Σκεφτείτε, αφού καί κόρα πού είναι μεγάλος άνθρωπος, Τήν βλέπει μπροστά του, μετά άπό τόσα χρόνια! Δέν μπορεί νά τού φύγη αύτή ή μορφή! Καί λέω, γιά κοίταξε τί κάνει ό Θεός. Τί εμφυτεύτηκε στήν ψυχή αυτού τού άνθρώπου άπό τήν παιδική του ήλικία. Κι όταν τά διηγείτο άστραφτε τό πρόσωπό του, κι έβλεπες τό θειο χορτασμό στήν καρδιά του.
Έμεινα άναλογιζομένη τί μπορεί νά συναντήση κανείς σ’ ένα κοσμικό άνθρωπο! 
Τα ματάκια του μέσα δάκρυζαν αφού μου ήρθε μέσα στην ψυχή μου ένα άλλο πράγμα- τόσο πολύ άντανάκλασε ή Χάρις τής Παναγίας μέσα στήν ψυχή μου. Τόση ευλάβεια αίσθάνθηκα, τόσο πολύ αλλοιώθηκα, πού, κατά κάποιον τρόπο, ή ψυχή μου ήθελε νά τον άγκαλιάση. Και ήθελα νά καταλήξω, τί ωραίο πράγμα ή Κυρία Θεοτόκος νά παρουσιάζεται σέ ώρισμένους άνθρώπους, γιά νά μάς δείξη τά μεγαλεία πού έχει ετοιμάσει ό Θεός στον ούρανό καί τήν άγάπη πού έχει προς έμάς! 
Τί σπουδαίο, πολύ σπουδαίο!

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 20, 2017

«Τί κάνεις, Γερόντισσα, έδώ;». «Νά, τραβώ κομποσχοινάκι, καί σκέπτομαι τί “μέλλει γενέσθαι”, πώς θά σωθούμε, τί θά γίνουμε;ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ.

Είδατε εκείνος ό μοναχός πού ήταν πολύ άρρωστος; Ηταν κάποτε ένας δεσπότης και ένας μοναχός καί πήγαν νά ζήσουν στήν έρημο σάν άσκητάδες. Κάποια μέρα λέει ό δεσπότης: «Θά πάω γιά έξυπηρέτησι στήν τάδε πόλι καί εσύ μείνε εδώ πέρα, κάνε τήν προσευχή σου καί θά έπιστρέψω». Στο διάστημα αύτό προσέβαλε μιά σοβαρή άρρώστια τον ύποτακτικό καί κινδύνευσε νά πεθάνη. Ό δεσπότης όπου πήγαινε καί όπου στεκόταν είχε τό κομποσχοινάκι του καί άκουγε, «Γέροντα, πρόφθασον, ό ύποτακτικός σου είναι πολύ άρρωστος, τελειώνει, είναι πολύ βαρειά άρρωστος». «Μπά, λέει, τί φωνή είναι αύτή; Θά έπιστρέψω». Φθάνοντας βλέπει τον ύποτακτικό του καί τού λέει: «Πώς μέ ειδοποιούσες;» «Νά, μεταχειρίστηκα τό κομποσχοινάκι μου σάν τηλέφωνο καί έλεγα, Γέροντα, πρόφθασον. Ακουγα τή φωνούλα σου. Τώρα εγώ θά φύγω». Μετά τον έκανε μοναχό, τον χειροτόνησε καί κοιμήθηκε. Είδατε πώς πληροφορεί ό Θεός;


 Ό Γέροντάς μας ό,τι κάνουμε τό βλέπει, όλα τά βλέπει. Προχθές τον είδα στον ύπνο μου πολύ ζωντανό. Είχα μία στενοχώρια. Εβλεπα ότι ήμουν σ’ ένα βράχο καί καθόμουν καί τραβούσα κομποσχοινάκι. Εκείνη τήν ώρα είδα τον Γέροντα νά έρχεται καί νά μου λέη: «Τί κάνεις, Γερόντισσα, έδώ;». «Νά, τραβώ κομποσχοινάκι, καί σκέπτομαι τί “μέλλει γενέσθαι”, πώς θά σωθούμε, τί θά γίνουμε; Ασθενική είμαι, δέν μπορώ νά μιλήσω, δέν μπορώ νά κάνω όπως παλαιότερα τά καθήκοντά μου, πού τά γευόμουν. Τώρα δέν έχω σωματικές δυνάμεις, αισθάνομαι κουρασμένη, θέλω μία ενίσχυση νά μέ βοηθήση ένας άνθρωπος». «Δός μου τά χέρια σου», μου είπε. Μου έδωσε τά χέρια του, του έδωσα καί ’γώ τά δικά μου και μέ σήκωνε, μέ σήκωνε... Μόλις ξύπνησα αισθάνθηκα μία ξεκούρασι. Ό νους του σκέφτηκα θά είναι εδώ πέρα καί μάς εύχεται. Σήκωσε καί άπό εμένα όλο τό φορτίο πού αισθανόμουν. Γιατί πότε κοιμάμαι, πότε ξυπνάω, δέν έχω ύπνο νά ξεκουρασθή τό σώμα μου καί αισθάνομαι πολύ κουρασμένη.


 Όταν κάνουμε προσευχή, φωτίζει ό Θεός τούς Προεστώτες σέ ποιά πνευματική κατάστασι βρισκόμαστε καί έτσι, ή Χάρις τού Θεού δέν μάς αφήνει, μάς ενισχύει.
Εμείς θά κάνουμε αύτό πού θέλει ό Θεός, γιά νά μή μάς βρή απροετοίμαστους, όταν θά έρθη ή ώρα ή ευλογημένη. Όπως λένε τώρα, άμα χειριστούν αυτά τά άέρια, τίποτε δέν θά μείνη όρθιο. Τόσο πολύ! Έδώ άπό τό Τσερνομπίλ έφθασε, δέν θά φθάση καί άπό τήν Ιερουσαλήμ; Άντε, δέν θά άφήση ό Θεός, τόσοι πιστοί προσεύχονται. Νεφέλη θά στείλη ό Θεός καί θά προστατεύση. Εκείνους πού θέλει νά πάρη, θά τούς πάρη, τούς άλλους θά τούς άφήση. Θά προστατεύση ό Θεός, δέν θά άφήση, γιατί χιλιάδες άνθρωποι προσεύχονται. Μιά φορά, θυμάμαι, ήταν ένας πού προσευχόταν γιά τούς πολιτικούς. 


Πήγαινε κάθε μέρα στήν έκκλησία καί άναβε άπό ένα κερί γιά όσους ήταν ύπουργοί, βουλευταί καί γονάτιζε στήν Παναγία μπροστά καί προσευχόταν νά διορθωθούν τά πράγμα-τα, νά γίνουν καλύτερα. Μετά δακρύων προσευχόταν μου έκανε έντύπωσι' κάθε μέρα άναβε κεριά. Ή Χάρις του Θεού, έτσι τον φώτισε αύτόν. Άλλους πάλι αλλιώς. Ό π. Μάρκελλος πάει στήν έρημο καί βρίσκει Πατέρες πού προσεύχονται γιά τον κόσμο- καί λέει ότι ύπάρχουν καί αόρατοι άσκηταί πού κάνουν προσευχή. Ετσι είναι...


 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ  ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ.ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ.

Πέμπτη, Απριλίου 28, 2016

Γερόντισσα Μακρίνα: «Νὰ μὴ φύγη σήμερα ἡ μέρα μὲ ἀργολογίες, νὰ λέμε τὴν "εὐχή"»







Ὁμιλία τῆς Γερόντισσας Μακρίνας Βασσοπούλου, ἀπὸ τὸ βιβλίο «Λόγια Καρδίας», ἐκδόσεις Ἱ.Μ. Παναγίας Ὁδηγητρίας Πορτιαριὰ Βόλου
Δὲν χορταίνονται τὰ «γράμματα» τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος! Ἕνας Θεὸς δὲν μπόρεσε νὰ κάνη τὸν ἄνθρωπο λεῖο. Τὸν ὕβρισαν καὶ Τὸν ἐβλασφήμησαν. Εἴδατε τί ἔλεγε. «Διψῶ», «Κύριε, ἰνατὶ μὲ ἐγκατέλιπες;». Εἶχε πόνο τὴν ὥρα τοῦ Σταυροῦ, γιατί γνώριζε ὅτι ναὶ μὲν θὰ σταυρωθῆ, ἀλλὰ καὶ πάλι θὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ δὲν θὰ ἐκτελοῦν τοὺς λόγους Του. Τί ὡραία γραμματάκια! Τί ὡραία ποὺ συνομιλοῦσε μὲ τὸν Πατέρα Του! Τί ὡραία λόγια ἔλεγε στοὺς Ἀποστόλους! Τί συμβουλὲς τοὺς ἔδινε! Δὲν Τὸν καταλάβαιναν, τοὺς νικοῦσε ὁ ὕπνος, εἶχαν σκοτοδίνη. Τί ὡραῖο αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιο! Πολὺ μ΄ ἀρέσει. Τί ὡραία ποὺ συμβουλεύει καὶ παρακαλεῖ τοὺς Μαθητᾶς!
Ὅταν ὁ νοῦς μας εἶναι καθαρὸς καὶ βρίσκεται συνέχεια σὲ θεωρία κοντὰ στὸν Χριστὸ καὶ κάνουμε πνευματικὸ ἀγώνα, γιὰ νὰ μὴ δεχώμαστε ὅ,τι θὰ μᾶς φέρη ὁ διάβολος, ὅπως λογισμοὺς καὶ διάφορα ἄλλα, τότε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι κοντά μας. Θὰ βλέπουμε καὶ θὰ αἰσθανώμαστε τὰ μεγαλεία τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν ψυχή μας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἔλεγε: «Τὸ χέρι μου εἶναι πήλινο καὶ ἡ γλώσσα μου εἶναι πήλινη καὶ δὲν μπορῶ νὰ γράψω οὔτε νὰ διηγηθῶ τὰ μεγαλεία τοῦ Θεοῦ· εἶναι ἀνέκφραστα». Ἀλλὰ μόνο διὰ τῆς θεωρίας ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος...
κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἐκκλησίας, διὰ τῆς «εὐχῆς» ποὺ λέει, διὰ τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς ποὺ ἔχει μέσα στὴν ψυχή του καὶ ὅταν δὲν φεύγη ὁ νοῦς του ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ Θεὸς «μεγενθύνει» τὴ διάνοιά του καὶ τὴν κάνει νὰ βλέπη αὐτὰ τὰ πράγματα νοερῶς, δηλαδὴ τὰ αἰσθάνεται, πὼς ἐνεργοῦν τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, βλέπει τὰ τάγματα τῶν Ἀγγέλων, τῶν Ἀρχαγγέλων, τὰ πολυόμματα Χερουβεὶμ καὶ τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφείμ.

Τὰ πολυόμματα Χερουβεὶμ εἶναι ἡ ἐξυπηρέτησι τοῦ Θεοῦ· εἶναι στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ περιτριγυρίζουν τὸν θρόνο Του, ἕτοιμα ἀνὰ πάσα στιγμὴ νὰ ἐκτελέσουν τὰ θέλημα τοῦ Θεοῦ. 

...Μόλις μᾶς ἔρχεται ὁ κακὸς λογισμός, ἀμέσως νὰ πηγαίνουμε τὸν νοῦ μας σὲ ἀγαθὸ λογισμό. Νὰ μὴ μένη μῶμος στὴ διάνοιά μας. Μᾶς ἦρθε κατάκρισι; Νὰ πηγαίνουμε τὸ λογισμό μας στὴν Κόλασι, νὰ κάνουμε κάμποσες μετάνοιες... καὶ θὰ δοῦμε πῶς θὰ φύγη!
Νὰ προσέχουμε τὰ πάθη. Ὁ θυμός, ἡ ζήλεια καὶ ὁ φθόνος εἶναι τὰ μεγαλύτερα. Ἔτσι εἶναι. Ἔχουμε ὅλα αὐτὰ τὰ πάθη ποὺ ξεφυτρώνουν ἀπὸ ΄δῶ καὶ ἀπὸ ΄κεῖ καὶ ἅμα δὲν τὰ κόψουμε μὲ τὸ δρεπάνι, δὲν μποροῦμε νὰ προκόψουμε. Ἦθρε ἡ ζήλεια; Κόψε την. Ἦρθε τὸ ἄλλο; Πέταξέ το. Τὸ ἑπόμενο; Θέρισέ το. Νὰ μὴ ἔχουμε τὰ χεράκια μας σταυρωμένα καὶ μᾶς κυριεύουν τὰ πάθη. 

....Ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶναι πολυόμματος· νὰ μὴ φύγη σήμερα ἡ μέρα μὲ ἀργολογίες. Τί λέει ὁ Γέροντας; Νὰ λέμε τὴν «εὐχή»: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». 

...Τί κουτὰ μυαλὰ εἴμαστε καὶ μᾶς αἰχμαλωτίζουν ὅλα τὰ χαζὰ καὶ τὰ τιποτένια καὶ χάνουμε αὐτὰ τὰ μεγαλεῖα! Καὶ μετὰ τί νὰ κάνουμε; Μᾶς φταίει ὁ ἕνας ὁ ἄλλος. Ὅταν θὰ ἔχουμε τὴν «εὐχή», θὰ λέμε ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι ἁγιασμένοι κι ἐμεῖς εἴμαστε οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ θὰ αἰσθανώμαστε μεγάλη συμπάθεια πρὸς ὅλους.



Πέμπτη, Ιουνίου 05, 2014

Μια στήλη φωτός πάνω απ' το Βόλο Η Γερόντισα Μακρίνα της Πορταριάς Βόλου (1921-1995)


Η Γερόντισα Μακρίνα της Πορταριάς Βόλου (1921-1995)

Όπως αναφέραμε, (διηγείται ο πατήρΕφραίμ Φιλοθεϊτης), ο (πρώτος) πνευματικός μου στον κόσμο, ο πατήρ Εφραίμ (του Βόλου), είχε αποκτήσει μεγάλο ποίμνιο [=λαό, πνευματικά παιδιά] στον Βόλο κι έκανε ένα πολύ όμορφο πνευματικό έργο. Αλλά το 1952 τον συκοφάντησαν και αναγκάσθηκε να φύγει αφήνοντας τα πνευματικοπαίδια του ορφανά... 
Μεταξύ αυτών ήσαν και 5-6 πνευματικές κοπέλες, που ζούσαν μαζί, σαν άτυπο κοινόβιο, με πόθο να αφιερωθούν
 
 
στον Χριστό μας. Μία απ' αυτές τις κοπέλες ήταν η Μαρία, η μετέπειτα Γερόντισσα Μακρίνα  της Πορταριας, που έκοιμήθη έν όσιότητι, την Κυριακή 4 Ιουνίου 1995.
Η Μαρία γεννήθηκε το 1921, από ευσεβείς γονείς στο Βιλαέτι της Σμύρνης. με την Μικρασιατική καταστροφή η οικογένεια της αναγκάσθηκε να αφήσει την πατρική Ιωνική γη και να μεταφυτευθή στον Βόλο. Ενώ όμως ήταν μόλις 10 ετών, συνέβη και μία άλλη οικογενειακή συμφορά: κοιμήθηκαν και οι δύο γονείς της κι' έτσι η μικρή Μαρία, μαζί με το μικρότερο αδερφάκι της, τον Γιωργάκη, έμειναν παντελώς έρημα και εγκαταλελειμμένα στους πέντε δρόμους.
Όμως η μικρή Μαρία δεν ήταν από τους ανθρώπους που απελπίζοντο εύκολα. Έπιασε δουλειά, πρώτα σε μία μικρή βιοτεχνία μεταποιήσεως τροφίμων, όπου με τα μικρά της χεράκια έσπαζε καρύδια για λίγο ψωμί. Κατόπιν εργάσθηκε σ' ένα καπνεργοστάσιο. Έτσι, με πολλές στερήσεις, το πεντάρφανο κοριτσάκι κατάφερε να μεγαλώσει το πολυαγαπημένο μικρό της αδελφάκι. Και ενώ τα πράγματα άρχισαν κάπως να στρώνουν, ξέσπασε ξαφνικά ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος και μαζί του τα απαίσια χρόνια της Κατοχής. 

Νήπια νεκρά από πείνα κατά την Κατοχή (φωτο από εδώ)

Στις αρχές της Κατοχής οι γείτονες πρόσφεραν κάποια βοήθεια στα ορφανά. Όταν όμως άρχισαν οι άνθρωποι να πεθαίνουν κατά δεκάδες στους δρόμους από την πείνα, κανείς δεν κοίταζε πλέον τα δύο παιδιά. για μέρες ολόκληρες έμεναν νηστικά και κόντευαν να πεθάνουν από ασιτία.
Τα αδελφάκια, λοιπόν, χρειάσθηκε να χωρίσουν, με την ελπίδα πως έτσι ίσως τουλάχιστον επιζήσει το ένα από τα δύο. Ο μικρός Γιωργάκης έφυγε στην Θεσσαλονίκη και η Μαρία παρέμεινε στον Βόλο παντελώς μόνη της και βυθισμένη στην θλίψι για τον χωρισμό τους.
Και τα χρόνια της Κατοχής, άλλα και τα μεταπολεμικά χρόνια στάθηκαν για την Μαρία πολύ δύσκολα. Δούλευε σκληρά εδώ κι εκεί για λίγο ψωμί, άλλα και αυτό το μοίραζε, γιατί είχε χρυσή καρδιά. 
Χαρακτηριστικά της γνωρίσματα ήταν: η μεγάλη της ευσπλαχνία, η συγχωρητικότητα, η ελεημοσύνη, η μεγάλη της υπομονή, η εργατικότητα και η ολονύκτιος προσευχή. Σ' όλη της την ζωή η προσευχή στάθηκε, για την κατοπινή Γερόντισσα Μακρίνα, πυξίδα και βακτηρία [=στήριγμα].
Συνέβη μάλιστα αρκετές φορές να γευθεί "χειροπιαστά" την θεϊκή άντίληψι. Την περίοδο αυτή η νεαρή Μαρία γνωρίσθηκε με την οσιωτάτη μητέρα μου, γράφει ο πατήρ Εφραίμ Φιλοθεϊτης.
Οι δύο αυτές αγιασμένες ψυχές προσηύχοντο μαζί στην κουζίνα του πατρικού μου σπιτιού, γονατιστές όλο το βράδυ, με πάμπολλα δάκρυα και γονυκλισίες. Πολλά με δίδαξε το άγιο παράδειγμα τους! Αυτές οι αρετές της στάθηκαν η αιτία να μαζευτούν γύρω της μερικά ευλαβέστατα κορίτσια, από τα χρόνια της Κατοχής και να ζητήσουν να γίνουν νύμφες του Χριστού μας. Οι κοπέλες ζούσαν υπό την πνευματική καθοδήγηση του πατρός Εφραίμ από τον Βόλο. 
Όταν όμως εκείνος αναγκάσθηκε να γυρίση στο Άγιον Όρος, οι κοπέλες βρέθηκαν ξαφνικά ορφανές...
Πολλοί πνευματικοί ζήτησαν να τις αναλάβουν, άλλα δεν άνεπαύοντο με κανέναν, διότι είχαν αποκτήσει το πνευματικό φρόνημα του Γέροντος Ιωσήφ
Γι' αυτό και έγραψαν στον Γέροντα μου τον Ιωσήφ τον Σπηλαιώτη και ζήτησαν να τις αναλάβει  αυτός. Ήσαν λίγο διστακτικές, διότι είχαν ακούσει το πόσο αυστηρός ασκητής υπήρξε, άλλα δεν μπορούσαν πλέον να συμβιβασθούν με κάτι λιγότερο. 


Εγώ, ήδη ήμουν στο ΄Αγιον Όρος, κοντά στον Γέροντα. Ο Γέροντας έκανε προσευχή και απάντησε: 
«Αν κάνετε υπακοή, θα σας αναλάβω. Εάν δεν κάνετε, θα σας αφήσω». Κι εκείνες του απάντησαν: 
«Γέροντα, σ' ό,τι θα μας πήτε, θα κάνουμε υπακοή...».
Μόλις ο Γέροντας πήρε την απάντησή τους, έκανε πάλι προσευχή. Και μετά τους έγραψε να κάνουν υπακοή στην Μαρία, την μετέπειτα Γερόντισσα Μακρίνα, την οποία ποτέ του δεν είχε δει. Και τους εξήγησε το λόγο: 
«Είδα σε όραμα την Μαρία. Θα κάνετε υπακοή σ' αυτήν, διότι εγώ απόψε την είδα σε οπτασία την ώρα πού προσευχόμουν. Την είδα στην μέση και γύρω-γύρω ήσαν πολλά προβατάκια. Κι' έτσι κατάλαβα ότι αυτήν πρέπει να την βάλω Γερόντισσα. Όποτε θα κάνετε υπακοή και καμιά σας να μην αντιλογήση».
Οι αγνές κοπέλες του είπαν: «να 'ναι ευλογημένο», και πολύ χάρηκε ο Γέροντας με την υπακοή τους. Τις αγαπούσε πάρα πολύ, διότι με τους νοερούς του οφθαλμούς έβλεπε την αγάπη πού είχαν για τον Νυμφίο Χριστό. Γι' αυτό και συχνά τους έγραφε γράμματα προς στηριγμό τους με λόγια άπλα, αλλά πολύ δυνατά σαν και τα ακόλουθα:
«Λοιπόν, άλλο μην κοιτάζετε, αλλά ομόνοια και αγάπη, κάντε υπακοήν, διά να κερδίσετε την ταπείνωση, διότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός έγινε παράδειγμα εις ημάς και μας δίδαξε την ταπείνωση, γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου. Λοιπόν υποτάσεσθε στην Μαρία, όπου προσπαθεί να σας ωφελήσει και εμείς εδώ όλοι προσευχόμεθα να σας βοηθήση ο Κύριος και να σας αξιώση της αιωνίου ζωής. Σας εύχομαι εξ όλης ψυχής,
 Ο Ταπεινός Γεροντάκης Ιωσήφ».
Οι κοπέλες έγραφαν τις εξομολογήσεις τους στον Γέροντα. Αυτός τους απαντούσε με πάρα πολλά γράμματα, που θησαύριζαν[=τα συγκέντρωναν] ως ανεκτίμητο πλούτο. Τους είχε γράψει θεωρίες [=οράματα] και πολλές πνευματικές του καταστάσεις, άλλα δυστυχώς αναγκάσθηκαν να τα κάψουν, διότι συνέβη ο ακόλουθος πειρασμός: 
Ήταν ένας μοναχός, όχι τόσο καλά στα μυαλά του, και ζούσε πολύ στο θέλημά του. Μόνο άσκηση ήξερε να κάνη. Ήθελε να αναλάβη εκείνος τις μοναχές, αλλ' αυτές δεν του είχαν εμπιστοσύνη. Άλλωστε, είχαν ήδη γνωρίσει μεγάλη ωφέλεια από τον Γέροντα. Εκείνος, επειδή είχε πολύ φθόνο, τις απειλούσε να τις συκοφαντήσει στις εφημερίδες, αν εύρισκε τις επιστολές του Γέροντος. 
Φοβήθηκε η Μαρία, και για να μην πέσουν αυτά τα γράμματα στα χέρια του, στα όποια φυσικά ήταν γραμμένοι όλοι οι λογισμοί τους, έκαψε όλα τα γράμματα έκτος από οκτώ, που μια αδελφή είχε κρυμμένα ξεχωριστά. Κι έτσι, δυστυχώς, χάθηκαν οι ανεκτίμητες εκείνες επιστολές του Γέροντος. Πολλή ωφέλεια θα προέκυπτε, αν διασώζονταν και δημοσιεύονταν μαζί με τις άλλες στο ήδη εκδοθέν βιβλίο.

Ο Γέροντας στάθηκε για τις αγνές αυτές ψυχές αλάνθαστος νηπτικός, διορατικός και διακριτικός οδηγός. Μια απ' αυτές τις μοναχές διηγήθηκε τα εξής για την ζωή τους κοντά στον Γέροντα: 
«Όλα μας τα προέλεγε. Ό,τι συνέβαινε στο μοναστήρι τα έγραφε στα γράμματα του δίχως να του το πούμε. Όταν ήμουν στην αρχή της καλογερικής, είχε αρρωστήσει η αδελφή μου, που ήταν κι αυτή δόκιμη τότε. Εγώ πολύ στενοχωρήθηκα και λέω:
-Παναγία μου, γιατί; Εμείς ήλθαμε εδώ να σε υπηρετήσουμε. Γιατί να αρρωστήσει και να μην μπορή να προσφέρη τη βοήθειά της στο μοναστήρι;
Και πήγα και κάθισα στην αυλή κάτω από μια ελιά και έκλαιγα όλη νύκτα…
Μετά από λίγες μέρες, ήλθε ένα γράμμα για μένα από τον Γέροντα πού έγραφε: «Μικρό μου παιδάκι, ακούω την φωνούλα σου, και δεν μπορώ, μου σπαράζει την ψυχή από τον πόνο και με διακόπτει  από την προσευχούλα. Μην κλαις. Η αδελφούλα σου θα γίνη καλά».
Και το έγραψε δίχως κανείς να το ξέρη! Μου λένε οι αδελφές:
-Τι έκανες αδελφή;
Τους λέω:
-Να, πήγα και έκλαιγα κάτω από την ελιά. Πώς όμως αυτός το γνώριζε, αφού ήταν μακριά, στο Άγιον Όρος; 
Παρομοίως, κάποτε είχε αρρωστήσει η Γερόντισσα Μακρίνα κι έκανε αιμόπτυσι. Κι εμείς δεν είχαμε τηλέφωνο να επικοινωνήσουμε με τον Γέροντα και να του πούμε. Αλλά και στο γράμμα που γράψαμε μετά, του το κρύψαμε, για να μην τον στενοχωρήσουμε και να τον διακόψουμε από την προσευχή του. Εκείνος όμως μας στέλνει ένα γράμμα και μας γράφει: 
«Παιδάκια μου, γιατί δεν μου γράψατε ότι η Γερόντισσα είναι άρρωστη και πάσχει, για να προσευχηθούμε; Κάνατε πολύ κακώς να νομίζετε ότι θα με διακόψετε από την προσευχή. Διότι εμείς την είδαμε νοερώς το βράδυ, που προσευχόμασταν με τον πατέρα Αρσένιο, ότι η Γερόντισσα Μακρινά ήταν σοβαρά άρρωστη. Και κάναμε πολλή προσευχή. Παιδιά μου, θέλω να με ενημερώνετε για ό,τι θα σας συμβαίνει  στο μοναστήρι και ιδίως με την Γερόντισσα. Να μου τα γράφετε».
Αλλά και η Γερόντισσα Μακρίνα τους έβλεπε το βράδυ δίπλα στο μαξιλάρι της και τους δυο, τον Γέροντα Ιωσήφ και τον πατέρα Αρσένιο, ότι έκαναν κομποσχοίνι με σταυρό και έλεγαν: «Κύριε, θεράπευσον την δούλην σου».
«Πολλές φορές μας το έκανε αυτό ο Γέροντας. Την ώρα που προσηύχετο, έβλεπε τι κάναμε και πού βρισκόμασταν. Και εμείς απορούσαμε πως ό,τι σκεφτόμασταν, αυτός μας τα έγραφε μόνος του. και μετά γέμιζαν οι ψυχές μας από δέος και φόβο!» 
Αυτά έλεγε η Γερόντισσα. Το μοναστήρι αυτό πρόκοψε πάρα πολύ. από εκείνο το ευλογημένο κοινόβιο βγήκαν πολλοί ευκλεείς καρποί, ψυχές αγνές, αφιερωμένες στην αγάπη και την λατρεία του επουρανίου Νυμφίου. Μετά την κοίμησι του Γέροντος Ιωσήφ, ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, πολλές φορές τα βράδυα στην αγρυπνία του έβλεπε με τους νοερούς του οφθαλμούς, δύο στύλους πυρός πάνω από τον Βόλο, να υψώνονται από την γη στον ουρανό.
Επρόκειτο για την ήδη μακαριστή Γερόντισσα Μακρίνα και μία από τις χαριτωμένες [=γεμάτες θεία χάρη, δηλ. την αγαθή ενέργεια του Θεού] μοναχές της. Και έλεγε ο παπα-Εφραίμ χαρούμενος: 
«Βρε-βρε! Για κοίτα! Εμείς στα βράχια τόσο κοπιάζουμε, για να βρούμε λίγα ψίχουλα [θείας χάρης], και αυτές στον κόσμο τόση Χάρι! Τι κάνουν αυτές εκεί πέρα!»   


Το μοναστήρι της Πορταριάς διακρίθηκε για την πνευματικότητά του και χιλιάδες πιστών, όχι μόνον από την περιοχή, άλλα και από όλη την Ελλάδα ευρήκαν καταφύγιο κοντά στην αλησμόνητη Γερόντισσα Μακρίνα και ωφελήθηκαν πνευματικά.
Το πρόσωπο της ακτινοβολούσε καλοσύνη, αγάπη, ειλικρίνεια και πίστι. Η ηρεμία της και ο γλυκός της λόγος ήταν στήριγμα και πηγή δυνάμεως για όσους ευτύχησαν να την γνωρίσουν. Από αυτή τη χαριτωμένη αδελφότητα, στάλθηκαν μοναχές και επάνδρωσαν την Μονή του Τιμίου Προδρόμου στις Σέρρες και του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Θάσο. Και απ' αυτές τις Μονές στάλθηκαν κατόπιν μοναχές σαν προζύμι, στην Βόρειο Αμερική και στον Καναδά, για να φυτεύσουν κι εκεί το Ορθόδοξο μοναχικό ιδεώδες...  


Αποσπάσματα από το βιβλίο του Γέροντος Εφραίμ Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης (1897-1959)

Η Γερόντισσα και οι Αιθίοπες άγιοι Ανάργυροι

Συμπληρωματικά στοιχεία για τη Γερόντισσα διαβάζουμε στο αφιέρωμα Σύγχρονοι Άγιοι:
Στις 4 Ιουνίου 1995 κοιμήθηκε η γερόντισσα Μακρίνα, ηγουμένη του μοναστηριού της Παναγίας της Οδηγήτριας στην Πορταριά του Βόλου. Δασκάλα της ταπείνωσης, της πίστης και της αγάπης, με έργα και λόγια, η απλή και οσία αυτή μοναχή αξιώθηκε να αγαπήσει τόσο το Θεό, ώστε να ξεπεράσει εμφανώς τα ανθρώπινα μέτρα. Τα σημεία της αγιότητάς της είναι πολλά, με πιο χαρακτηριστικό την πρόγνωση του θανάτου της, την οποία συνόδευσε με μια «αποχαιρετιστήρια» φωτογραφία. Ζητώ συγγνώμη, για να σκανδαλίσω άλλη μια φορά τον ορθολογισμό σας με ένα επεισόδιο από τη ζωή της, που έχει, κατά τη γνώμη μου, πολλαπλή σπουδαιότητα:
Λίγα χρόνια πριν πεθάνει, η γερόντισσα χειρουργήθηκε στο έντερο σε κάποιο νοσοκομείο του Λονδίνου. Το πρώτο βράδυ μετά την επέμβαση, ενώ, κατά τον κανονισμό του νοσοκομείου, έμεινε μόνη στο θάλαμο και υπέφερε πολύ, ήρθαν δύο ευγενέστατοι μαύροι γιατροί και φρόντισαν το πρόβλημά της με επιδέσμους κ.λ.π. Το πρωί έφυγαν. Οι επίδεσμοι παρέμειναν σε μια γωνιά του θαλάμου, ως απόδειξη του γεγονότος. Όμως, όπως είπαν οι αρμόδιοι του νοσοκομείου, όταν τους ρώτησαν τα πνευματικά παιδιά της γερόντισσας, μαύροι γιατροί δεν περιλαμβάνονταν στο δυναμικό του. Η γερόντισσα προσευχήθηκε για τη λύση της απορίας τους και «έλαβε την απάντηση» ότι οι δύο μαύροι γιατροί ήταν ένα ζεύγος αγίων Αναργύρων από την Αιθιοπία [η αφήγηση υπάρχει και εδώ, στο τέλος του post].  
Βλ. περισσότερα στο περιοδικό Ο όσιος Φιλόθεος της Πάρου, τεύχ. 9, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2003, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη, σελ. 57-90.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 12, 2013

ΟΤΑΝ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΛΕΕΙ ΤΗΝ «ΕΥΧΗ» ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΚΔΗΛΩΝΕΤΑΙ

altΌταν ο άνθρωπος λέει την «ευχή» (Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με), δεν μπορεί να εκδηλώνεται, να φωνάζει και να μιλάει.

Η Χάρις του Θεού τον κάνει πράο, ταπεινό. Είναι αδύνατον ο Θεός να μην μαλακώσει την καρδιά του. 
Όταν λέει την «ευχή», πόση γλυκύτητα αισθάνεται!

Η αργολογία, η μεμψιμοιρία, οι συζητήσεις διακόπτουν την επικοινωνία με τον Θεό και φέρνουν ταραχή.

Δεν συγκρατείται η μια και λέει τον λογισμό της στην άλλη και η άλλη φορτωμένη σπέρνει το κακό και μετά δεν μπορεί ούτε προσευχή ούτε τα καθήκοντά της να κάνει ούτε το κελλί (σπίτι) της της αρέσει ούτε μπορεί ν’ αναπαυθεί πουθενά. Χρειάζεται ταπείνωση στην ψυχή μας.

Δια της ταπεινώσεως θα σωθούμε. Ο Θεός θα δώσει πολλή Χάρι. Ο άνθρωπος διά τής «ευχής» αισθάνεται θεία παρηγοριά, ουράνια μεγαλεία.

Από το βιβλίο «Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου», Λόγια Καρδιάς
Ιερά Μονή Παναγίας Οδηγήτριας Πορταριά Βόλου.

πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...