Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημήτριος Νάτσιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημήτριος Νάτσιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Μαΐου 05, 2015

Δημ. Νατσιός, Με το κομποσκοίνι και το καριοφίλι

201429152094276364424699178541X020925jNHUyb8LYGk3.jpg
ς
Είναι γνωστό πως  αν θέλεις να δοκιμάσεις την «Ορθοδοξία και Ορθοπραξία» κάποιου, ρώτησέ τον τι γνώμη έχει για τον ορθόδοξο μοναχισμό, για τα μοναστήρια και τους καλογέρους. Όποιος σέβεται τον μοναχισμό είναι Ορθόδοξος, όποιος τον διακωμωδεί ή κατηγορεί τους μοναχούς για ανθρωποφοβία ή δειλία, ουσιαστικά δεν είναι Ορθόδοξος Χριστιανός. (Το ίδιο ισχύει και για την Παλαιά Διαθήκη. Κι  εδώ «σκοντάφτουν πολλοί, ιδίως οι νεοπαγανιστές).

Συζητώ πολλές φορές και με ανθρώπους που προβάλλουν με παρρησία την πίστη τους και πραγματικά θλίβομαι και εκπλήσσομαι, όταν τους ακούω να εκφράζουν υποτιμητική και περιφρονητική γνώμη για τους μοναχούς. Το επιχείρημα πίσω από το οποίο θωρακίζουν την βεβαιότητά τους είναι πως οι καλόγεροι είναι άνθρωποι δειλοί, που δεν αντέχουν τα φορτία και τα βάσανα της ζωής, ριψάσπιδες του βίου, που αναχωρούν για να περάσουν άνετα και ξεφρόντιστα. Τα μοναστήρια είναι γι’ αυτούς, στην καλύτερη περίπτωση, πολύτιμη «πολιτιστική κληρονομιά», που πρέπει να διατηρηθεί σαν ένα αρχαϊκό παρελθόν ή, στην χειρότερη περίπτωση, τόπος παιδιάς και ραστώνης, όπου βρίσκουν καταφυγή προβληματικές προσωπικότητες.
Η πρώτη κατηγορία, των εντός της Εκκλησίας, «ευσεβών» κατά τα άλλα, χριστιανών, επισκέπτονται το τάδε μοναστήρι, γιατί αυτό εντάσσεται στα ψυχοσωτήρια χριστιανικά τους καθήκοντα, αλλά πόσο οίκτο, πόση λύπηση νιώθουν για τα αξιοθρήνητα αυτά καλογεράκια, που άφησαν την… τεθλιμμένη και στενή οδό του ηδονόπληκτου αυτού κόσμου, για να ακολουθήσουν την ευρύχωρο και πλατιά οδό του ασκητισμού.
Στην δεύτερη κατηγορία, των εκτός της Εκκλησίας επιτιμητών του μοναχισμού, ανήκει κυρίως η ψευτοπροοδευτική αγέλη, η οποία, κατά τον αείμνηστο καθηγητή της Θεολογίας Ηλία Βουλγαράκη, «αντικρίζει με αποστροφή το ένδυμα των ιερέων, παρερμηνεύει το χειροφίλημα στους ιερείς ως πράξη δουλοπρέπειας, νιώθει την βυζαντινή μουσική σαν μουσειακό κατάλοιπο. Καταλογίζει στην εκκλησιαστική ζωγραφική, ανελευθερία έκφρασης και αποστράγγισης της ζωής. Ερμηνεύει την τιμή των λειψάνων σαν νεκρολατρική έκφραση ενός αρρωστημένου ψυχισμού. Βλέπει τα άμφια και ανατρέχει στο σκοταδιστικό Βυζάντιο, απορεί με την μονοτονία και τον βραδύ ρυθμό των ιερών ακολουθιών. Πληροφορείται για τις νηστείες και προσγράφει στον Θεό χαιρεκακία. Αντικρίζει τον μοναχισμό ως μία διαστροφή της ανθρώπινης ύπαρξης, φορτισμένο με στυγνότητα αισθήματος και καρδιάς, που υπεραναπληρώνει την μειονεξία του με αυταρέσκεια, φανατισμό και μισαλλοδοξία». («Εισαγωγή στην Θεολογία», σελ. 74, Θεσ/νίκη 1998, συλλογικός τόμος).
Δεν είναι όμως ένδειξη αχαριστίας και ανιστορησίας να κατηγορούμε τον Ορθόδοξο μοναχισμό για αδιαφορία και αναισθησία για τα όσα συμβαίνουν στην κοινωνία; Ας γνωρίζουμε, όμως, όλοι ότι αν δεν υπήρχε ο μοναχισμός σήμερα Χριστιανούς Ορθοδόξους και Έλληνες σ’ αυτόν τον τόπο δεν θα εύρισκες.
«...δέκα σχολεία ελληνικά εποίησα, διακόσια διά κοινά γράμματα του Κυρίου συνεργούντος...», γράφει ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, που εγκατέλειψε την ησυχία του Αγίου Όρους για να αφυπνίσει το αμαθές Γένος. Όταν ο Μιχαήλ ο Η’ ο Παλαιολόγος επιζητούσε την Ένωση των Εκκλησιών, την υποδούλωση της Ορθοδοξίας στον υπερφίαλο παπισμό, οι καλόγεροι, Αγιορείτες Πατέρες όρθωσαν το ανάστημά τους. «Ο της υγιούς πίστεως και το βραχύ ανατρέπων το παν λυμαίνεται», όποιος υποχωρεί έστω και ελάχιστα στην πίστη του λυμαίνεται το παν, απαντούν στους τότε και σήμερα προβατόσχημους, πεμπτοφαλαγγίτες του Οικουμενισμού. Τα μοναστήρια κράτησαν και κρατούν ανόθευτο και ακηλίδωτο την πάτριον δόξαν, την υγιή πίστη.
Καλόγεροι, κληρικοί, ήταν όλοι σχεδόν οι «Δάσκαλοι του Γένους», που αντί να καθίσουν φρόνιμα και να γίνουν νοικοκύρηδες, πρόσφεραν και την ζωή τους ακόμη, ως ποιμένες καλοί, υπέρ του δεινοπαθούντος λαού. Ο Μελέτιος Πηγάς, ο Κύριλλος Λούκαρις, ο Ηλίας Μηνιάτης, ο Γιαννούλης Ευγένιος ο Αιτωλός, ο Αναστάσιος Γόρδιος, ο Νικηφόρος Θεοτόκης, ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς, όλοι τους «Δάσκαλοι του Γένους» που βγήκαν από τα μοναστήρια. «Φως μεν μοναχοίς, άγγελοι, φως δε κοσμικοίς, μοναχοί» γράφει ο Αγ. Ιωάννης της Κλίμακος. Ο ορθόδοξος μοναχισμός φώτιζε και φωτίζει και σήμερα εν μέσω του πνευματικού σκότους που μας περιβάλλει.
Γι’ αυτό και μετά την Επανάσταση η βαυαρέζικη συμμορία επέπεσε με λύσσα στα μοναστήρια και έκλεισε περίπου 400. «Διάλυσαν τα μοναστήρια», θρηνεί ο στρατηγός Μακρυγιάννης, «συμφώνησαν με τους Μπουαρέζους και πούλαγαν τα δισκοπότηρα κι όλα τα γερά (=ιερά) εις το παζάρι και τα ζωντανά διαδίχως τίποτα... Αφάνισαν όλως διόλου τα μοναστήρια και οι καημένοι οι καλόγεροι, όπου αφανίστηκαν εις τον αγώνα, πεθαίνουν της πείνας μέσα στους δρόμους όπου αυτά τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προπύργια της απανάστασής μας».
(Απομνημονεύματα).
«Πρέπει, επί τέλους, να μάθη ο Ελληνισμός και να ομολογήση, ότι κατά τα χρόνια της σκλαβιάς και της στυγνής δουλείας όχι μόνο μέσα στο Αγιονόρος, αλλά και στους απανταχού χώρους της παρουσίας και επιρροής του, η παιδεία ήταν σχεδιασμός και προγραμματισμός εθνωφελής και πράξις θαρραλέα των επί μέρους εκκλησιαστικών και μοναστικών αρχών, και πιο συγκεκριμένα, έργο και επίτευγμα λαμπρών κληρικών, με κέντρο τον ενοριακό ναό και τα προσκτίσματά του, και μοναχών μεγάλης βουλής για το Γένος και διδακτικής προσφοράς στ’ αρχονταρίκια και στους νάρθηκες των Μοναστηριών των. Και ότι “τα απανταχού της Ελλάδος, κατά θείαν πάντως μοίραν, κατεσπαρμένα Μοναστήρια, ως δένδρα μεγάλα και υψίκορμα, και πάντοτε ου μικράν τοις Ορθοδόξοις Έλλησι παρέσχον την ωφέλειαν, πολλώ δε μάλλον κατά τον δεινόν... χειμώνα, διότι ου μόνο υπήρχον η των δυστυχών καταφυγή και το... άσυλον, αλλά και της πατρίου παιδείας, της τε θύραθεν και της ιεράς, διετήρουν βαρυτίμους θησαυρούς και Σχολεία εν τοις πλείστοις ου διέλιπον”. (Σοφοκλ. Οικονόμος βλ. Ματθ. Παρανίκα, Σχεδίασμα περί της εν τω Ελληνικώ Έθνει καταστάσεως των γραμμάτων... ΚωνΠολις 1867, σελ. 6). Εννοείται ότι το «απανταχού της Ελλάδος» θα πρέπει να εκληφθή ως απανταχού του Ελληνισμού, απανταχού της Γένους μας. Ο λόγος είναι προφανής και αι αποδείξεις βοώσαι».
(Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου, «Γράμματα και άρματα στον Άθωνα», Άγιον Όρος, 2000, σελ. 333).
Προπύργια τα μοναστήρια της ελευθερίας και της Ορθοδοξίας και περισσότερο σήμερα που εισβάλλουν πλημμυρηδόν οι δυτικές ασχήμιες. Τα μοναστήρια διαφυλάσσουν το ορθόδοξο ήθος, τον ασκητικό τρόπο ζωής, την ολιγόδεια, σήμερα ιδίως, που έχουμε μπουκώσει από τα πολιτιστικά (και κοινωνικά και πολιτικά) ξυλοκέρατα, ημέτερα και οθνεία.
Προϋπόθεση, κατά την Εκκλησία μας για το «ακολουθείν τον Χριστόν» είναι τα «απαρνησάσθω εαυτόν» και «αράτω τον σταυρόν», φράσεις που δηλώνουν αποφάσεις και πράξεις του ανθρώπου αντίθετες από την ίδια του τη φύση. Αντί να θαυμάζουμε και να παραδειγματιζόμαστε από ανθρώπους που απαρνήθηκαν τον εαυτό τους, εμείς τους ελέγχουμε για δειλία... Θέλουμε τα μοναστήρια τουριστικά θέρετρα και τους μοναχούς κοινωνικούς λειτουργούς, ακτιβιστές.
Να κλείσω με μία ακόμη παραπομπή στο προαναφερόμενο βιβλίο του επ. Ροδοστόλου Χρυσοστόμου, για κάποιες άγνωστες πτυχές της ιστορίας μας και για την παρουσία των μοναχών στους εθνικούς αγώνες «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία:
«Κρίμα που δεν έχουμε σε κάδρο και την μορφή του «Καπετάν Καλόγερου» (μετά ταύτα γνωστού ως Σαμουήλ) του θρυλικού Κουγκιού, που δεν ήταν άλλος απ’ τον Δανιήλ Ιβηρίτη, καθώς επίσης και του «Παχωμίου εξ Άθω», του πρώτου παλικαριού που πήδηξε μέσα στο Παλαμήδι και έκανε την αρχή της καταλήψεως. Ταπεινός όπως ήταν, καθ’ ο αγιορείτης, απέφυγε την τιμή τότε, δεν τον ενδιέφερε και η υστεροφημία, και σβήστηκε το κατόρθωμά του απ’ τον αγνώμονα πίνακα της λήθης. Γι’ αυτό του Στάϊκου Σταϊκόπουλου το άγαλμα είναι στημένο στο Ναύπλιο σήμερα, ενώ για εκείνον, όπως και για τον Ιβηρίτη, κανείς δεν κάνει λόγο...».

Τρίτη, Δεκεμβρίου 09, 2014

Μιᾶς οἰκονομικῆς κατάρρευσης προηγεῖται μιὰ πνευματικὴ ἥττα


Γράφει ὁ Δημήτριος Νατσιός, Δάσκαλος
Πλησίασε κάποτε ἕνας Εὐρωπαῖος, ἕνας Φράγκος, τὸν τροπαιοῦχο νομπελίστα μᾶς ποιητή, Γιῶργο Σεφέρη, πειράζων αὐτὸν καὶ λέγων:
«Μά, πιστεύετε σοβαρὰ ὅτι εἶστε ἀπόγονοί τοῦ Λεωνίδα, τοῦ Θεμιστοκλῆ ;
Ἀπάντησε ὁ ποιητής: Ὄχι, εἴμαστε ἀπόγονοι μονάχα τῆς μάνας μας, ποὺ μᾶς μίλησε ἑλληνικά, ποὺ προσευχήθηκε ἑλληνικά, ποὺ μᾶς νανούρισε μὲ παραμύθια γιὰ τὸν Ὀδυσσέα, τὸν Ἡρακλῆ, τὸν μαρμαρωμένο βασιλιὰ καὶ τὸν Παπαφλέσσα, ποὺ ζύμωνε κάθε Πρωτοχρονιὰ τὴν βασιλόπιτα καὶ ἔνιωθε τὴν ψυχή της νὰ βουρκώνει τὴν Μεγάλη Παρασκευή, μπροστά το ξόδι τοῦ νεκροῦ Θεανθρώπου». Βαθιὰ θεολογικὴ ἡ ἀπάντηση τοῦ ποιητή. Τὸ ἐρώτημα εἶναι πόσοι ἀπὸ μᾶς μποροῦν νὰ δώσουν σήμερα τὴν ἴδια ἀπόκριση.
Χριστούγεννα σὲ λίγες μέρες. «Ἡ πασῶν των ἑορτῶν ἐπεδήμησεν ἑορτὴ καὶ τὴν οἰκουμένην εὐφροσύνης ἐπλήρωσεν. Ἑορτὴ ἥ των ἁπάντων ἀκρόπολις, ἡ πηγὴ καὶ ἡ....

ρίζα τῶν παρ’ ἠμὶν ἀγαθῶν δι’ ἧς ὁ οὐρανὸς ἠνεώχθη, πνεῦμα κατεπέμφθη, τὰ διεστῶτα ἠνώθη, τὸ σκότος ἐσβέσθη, τὸ φῶς ἔλαμψεν, οἱ δοῦλοι γενόνασιν ἐλεύθεροι, οἱ ἐχθροὶ ὑοί, οἱ ἀλλότριοι κληρονόμοι...».
Εἶναι λόγια τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου. Ἀπὸ ἐχθροί, λέει ὁ ἅγιος, χάρις στὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, γίναμε υἱοί. Ὅμως τὰ τελευταῖα χρόνια ἐγκαταλείψαμε τὸν πατρικὸ οἴκοκαι περιπλανιόμαστε στὶς Λόντρες καὶ τὰ Βερολίνα.
Ἄλλους ἡ στείρα προγονολατρία, ἄλλους ἡ ξενομανία καὶ ὁ ἄκρατος πιθικισμός, ἄλλους ὁ παρασιτικὸς καταναλωτισμὸς καὶ τὸ διογκωμένο σύμπλεγμα κατωτερότητας μᾶς ὁδήγησαν στὴν περιφρόνηση τοῦ μοναδικοῦ αὐτοῦ θησαυροῦ, τῆς παράδοσης τῆς Ρωμηοσύνης. Γιορτάζουμε τὰ Χριστούγεννα χωρὶς Χριστό.
Μιᾶς οἰκονομικῆς κατάρρευσης καὶ κρίσης προηγεῖται μιὰ πνευματικὴ ἥττα. Ἡττηθήκαμε, γιατί ξεχάσαμε τὸ ρωμαίικο ἦθος. Τὸ ἦθος αὐτὸ εἶναι ἡ «ἔντιμος πενία» τοῦ Παπαδιαμάντη, τὸ καθαρὸ μέτωπο τῶν γονέων μας, τὸ δόξα τῷ Θεῶ τῶν παππούδων μας, τὸ χιλιοτραγουδισμένο φιλότιμό τοῦ λαοῦ μας. Ἡττηθήκαμε, μὰ ὁ πόλεμος δὲν χάθηκε. «Ἠμεῖς νικῶμεν, νικώντων τῶν ἄλλων».(ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας).  Ρώτησαν ἕναν ἁγιορείτη μοναχό. Γέροντα ἡ κρίση θὰ περάσει; Καὶ αὐτὸς ἀπάντησε: «Δυστυχῶς παιδί μου θὰ περάσει». Τὰ ὁλονύχτια ρεβεγιόν, τὰ πανάκριβα δῶρα, τὰ διακοποδάνεια, τὸ φάγωμεν, πίωμεν δὲν εἶναι Χριστούγεννα. Ὁ πρὸ αἰώνων Θεὸς τῆς ταπεινῆς φάτνης, ἄλλα μᾶς διδάσκει.
«Τιμήσατε τὸν Θεὸν πλέον τῆς συνηθείας» λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ἡ κρίση εἶναι καὶ εὐκαιρία νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μας, στὴν ἡλιόλουστη Ὀρθοδοξία μας, νὰ βροῦμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ ξαναγίνουμε Ρωμιοί. «Ὅλα τα ἔθνη γιὰ νὰ προοδεύσουν πρέπει νὰ βαδίσουν ἐμπρὸς πλὴν τοῦ ἑλληνικοῦ ποὺ πρέπει νὰ στραφεῖ πίσω» ἔλεγε ὁ σοφὸς ἀθηναιογράφος Δημ. Καμπούρογλου. Πίσω, ὄχι ὡς στεῖρος συντηρητισμός, ἀλλὰ ὡς ἀναζήτηση τῆς πηγῆς ἐξ ἧς ρέει τὸ ὕδωρ τὸ ἀλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον, ὁ Χριστός. Καί, ἅς μου ἐπιτραπεῖ ἡ φράση, πολλὰ ρουσφέτια ζητήσαμε ἀπὸ διάφορούς τα προηγούμενα χρόνια. Γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθόδοξους μόνο ἕνα ρουσφέτι μᾶς ἐπιτρέπεται.«Ταῖς πρεσβείας τῆς Θεοτόκου, Σῶτερ σῶσον ἠμᾶς». Τὴν μεσιτεία, τὸ «πνευματικὸ ρουσφέτι» τῆς Θεομάνας μας, ἃς ζητήσουμε γονυπετῶς.
Ἡ Παναγία μᾶς εἶναι ἑλληνοσώτειρα. Διαβάζω τὴν ἀφήγηση τοῦ Γάλλου ἰησουίτη, περιηγητήRichardστα μέσα του 17αι., γιὰ τὴν ζωὴ τῶν ὑπόδουλων Ρωμηῶν.
«Πολλὲς φορὲς ἀπορῶ πὼς κατόρθωσε νὰ ἐπιβιώση ἡ χριστιανικὴ πίστη στὴν Τουρκία καὶ πὼς ὑπάρχουν στὴν Ἑλλάδα ἑκατομμύρια Ὀρθόδοξοι. Καὶ νὰ σκεφθεῖ κανεὶς ὅτι οὐδέποτε ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Νέρωνος, τοῦ Δομητιανοῦ καὶ τοῦ Διοκλητιανοῦ ἔχει ὑποστεῖ ὁ Χριστιανισμὸς διωγμοὺς σκληρότερους ἀπὸ αὐτούς, ποὺ ἀντιμετωπίζει σήμερα ἡ ἀνατολικὴ Ἐκκλησία... Καὶ ὅμως οἱ Ἕλληνες εἶναι εὐτυχισμένοι ποὺ παραμένουν χριστιανοί. Νομίζω πὼς αὐτὸ ὀφείλεται στὴ λατρεία ποὺ τρέφουν στὴν Παναγία... Σὲ ὅλα τα σπίτια βλέπεις εἰκόνες τῆς Παναγίας. Εἶναι ὁ φρουρὸς ἢ καλύτερα ἡ νοικοκυρὰ τοῦ σπιτιοῦ. Σ’ αὐτὴν τὴν εἰκόνα στρέφουν τὸ βλέμμα, ὅταν τοὺς συμβεῖ κάτι κακό, ἰκετεύοντας τὴ βοήθειά της. Σ’ αὐτὴν ἀπευθύνονται γιὰ νὰ εὐχαριστήσουν τὸ Θεό, ἂν μὲ τὴ δική της μεσολάβηση ἔλθει κάτι καλὸ στὸ σπιτικό τους... Ὁ ἴδιος διαπίστωσα μὲ πόση φυσικότητα, μὲ πόση εὐγλωττία καὶ συγκίνηση μιλοῦν στὶς οἰκογενειακές τους κουβέντες γι’ αὐτὴ τὴ βασίλισσα τῶν Οὐρανῶν».
(ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τόμ. 10, Ἀθήνα 1974, σ. 150).
Στὰ σχολεῖα, ἃς ἀφήσουν οἱ δάσκαλοι τὶς «Φρικαντέλες τὶς μάγισσες, ποὺ μισοῦν τὰ κάλαντα καὶ διώχνουν τὰ σκουπιδόπαιδα ποὺ τὰ ψέλνουν» (βιβλίο γλώσσας Ε’ Δημοτικοῦ, α’ τεῦχος, σελίδα 26-27), τὶς «συνταγὲς μαγειρικῆς» κι ἃς συλλαβίσουν στοὺς μαθητὲς τοὺς τὰ μυρίπνοα ἄνθη τῆς παράδοσής μας. Νὰ τοὺς μάθουν καὶ κάποιο «τραγούδι τοῦ Θεοῦ», ὅπως μᾶς κανοναρχεῖ καὶ ὁ μπάρμπα-Ἀλέξανδρος ὁ Παπαδιαμάντης, τὸ ἀπολυτίκιο τῶν Χριστουγέννων, τὸ ἐξαίσιο κοντάκιον «Ἡ Παρθένος σήμερον». Νὰ μπεῖ ὁ Χριστὸς στὶς τάξεις, νὰ «ξεμουχλιάσουν» οἱ αἴθουσες, νὰ διασκορπιστοῦν οἱ ἀναθυμιάσεις τῆς φραγκοεκπαίδευσης, στὴν ὁποία καταδικάσαμε τὰ παιδιά μας. (Ἐκπαίδευση ποὺ βγάζει «Ρωμανούς», ἐγωτικὰ μειράκια, μοσχοαναθρεμμένα ἀπὸ ἀξιολύπητους γονεῖς, «κατάλληλα» γιὰ τὸ παρανοϊκὸ κράτος).
Αὐτὲς τὶς ἡμέρες οἱ μασκαράδες τῆς τηλεοπτικῆς κερδεμπορίας, βάλθηκαν νὰ μαγαρίσουν τὰ παιδιὰ μὲ τὶς βρωμοδιαφημίσεις τρισάθλιων παιχνιδιῶν.
Ἀντὶ γιὰ τὸ ταπεινὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, ἄνοιξαν τὰ σπήλαια τοῦ θεοῦ μαμωνᾶ τῆς κατανάλωσης.
«Τέτοια μασκαριλίκια βλέπουν κι ἀκοῦνε τὰ παιδιά μας, κι ἡ ψυχὴ τοὺς πλάθεται “ἑλληνοπρεπώς”.... Κακόμοιρη Ἑλλάδα! Ἄλλες φορὲς παίδευες τὸν κόσμο κι ἔκανες παιδιά σου τοὺς ξένους. Μὰ τώρα ἀπόμεινες ἄκληρη, γιατί καὶ τὰ δικά σου παιδιὰ δὲν θέλουνε νὰ σὲ ξέρουνε», βροντοφωνάζει ὁ Κόντογλου.
Ἃς προσθέσωκαι τὰ προφητικά, ἀπὸ τὸ 1849, λόγια τοῦ περίφημου Μοναχοῦ Κοσμᾶ Φλαμιάτου, ποὺ ἔχουν διαχρονικὴ καὶ ἐτεροχρονικὴ ἰσχύ. Ὁ Κοσμᾶς Φλαμιάτος στιγματίζει τοὺς Εὐρωπαίους, τοὺς υἱοὺς τῆς ἀνομίας τῆς Δύσεως, ὅπως τοὺς ὀνομάζει, δηλαδὴ τοὺς παράνομους καὶ πονηροὺς Εὐρωπαίους, ὡς τοὺς κύριους αἴτιους κάθε «κρίσης» καὶ γράφει: (Περιέχεται σὲ ὁμιλία ποὺ ἐκφώνησε, τὸ 2013,  ἡ ἐξαιρετικὴ καθηγήτρια Μαρία Μαντουβάλου, στὴν Ι.Μ. Ὁσίου Νικοδήμου- κάστρο πραγματικό της Ὀρθοδοξίας, ποὺ δεσπόζει στὸ ὅρος Πάικο τοῦ ν. Κιλκὶς- κατὰ τὴν ἐπέτειο τῆς Αλωσης τῆς Πόλης). «Ὁ υἱὸς τῆς ἀνομίας τῆς Δύσεως εἶναι ὁ ὑπερόπτης, ὁ ἐπηρμένος, ἀλαζονικὸς καὶ ὑπερφίαλος ἀπατεώνας καὶ χλευαστῆς τῆς χριστιανικῆς θρησκείας καὶ δραστηριοποιεῖται, μὲ ὕπουλες κινήσεις, ὥστε νὰ ἀνεβάζει σὲ ὑψηλὰ ἀξιώματα καὶ νὰ ἐπιβραβεύει μὲ ἀνταμοιβὲς ἄτομα τῆς ἀπάτης καὶ τῆς διαφθορᾶς. Δὲν ἀναπτύσσει δραστηριότητα μόνο γιὰ νὰ ψηφίζονται νόμοι ὀλεθριότατοι, ποὺ προκαλοῦν καταστροφή, φθορὰ καὶ ἀφανισμό, ἀλλὰ φροντίζει κρυφὰ μὲ ὕπουλες σκέψεις, μηχανορραφίες καὶ δολοπλοκίες νὰ καθιερώνονται πολιτικὰ συστήματα γιὰ τὴν ἀπονέκρωση καὶ τὸν πλήρη μαρασμὸ τῆς γεωργίας, τῆς κτηνοτροφίας, τῆς βιομηχανίας, τῆς ναυτιλίας καὶ τοῦ ἐμπορίου, ὥστε μὲ τὴν γενικὴ ἔνδεια, τὴν ἔλλειψή των πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαίων, τὴ φτώχεια καὶ τὴν πλήρη καταστροφή, οἰκονομικὴ καὶ ἠθική, αὐτῶν ποὺ ἐπιβουλεύεται καὶ σκευωρεῖ σὲ βάρος τους, νὰ μπορεῖ ὁ δόλιος νὰ ἐνεργεῖ, ὥστε νὰ καταδυναστεύεται ὁ λαός, ἐνῶ αὐτὸς ὑποκρίνεται τὸν φίλο καὶ σύμμαχο προκειμένου νὰ διορθώσει τὰ ἐπικείμενα δεινά, τὶς ἐπαπειλούμενες συμφορὲς καὶ δραστηριοποιεῖται ἔτσι, ὥστε νὰ φέρνει χρεοκοπία στὰ ταμεῖα, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐνεργεῖ ὕπουλα καὶ δόλια, ὥστε νὰ ἐπιβραβεύονται καὶ νὰ μισθοδοτοῦνται ἀπὸ τὸ Ταμεῖο τοῦ κράτους καὶ ἀπὸ τοὺς ἱδρῶτες τοῦ ἐπιβουλευόμενου λαοῦ πολλὰ ὄργανα τῆς προδοσίας»
  

Δευτέρα, Οκτωβρίου 27, 2014

Έτσι κερδίζονται οι νίκες…



Γράφει ο Δημητρης Νατσιος
Δάσκαλος, Κιλκίς Ξεφύλλιζα αυτές τις ημέρες έναν τόμο, τιτλοφορείται: «Η εποποιΐα 1940-41», εκδόσεις «Αρχείον Ιστορικόν Σελίδων» (του 1965), ο οποίος περιέχει, σε φωτοτυπίες, πρωτοσέλιδα εφημερίδων της εποχής του 1940-41, κατά την διάρκεια τής μεγαλειώδους νίκης. Σε πολλά διαβάζουμε κείμενα πολεμικών ανταποκριτών.
Σ’ ένα απ’ αυτά ο Αλέκος Λιδωρίκης (δημοσιογράφος και γνωστός θεατρικός συγγραφέας 1907-1988), τον Ιανουάριο του 1941, γράφει στην εφημερίδα «Η ΝΙΚΗ», για «το μεγάλο μυστικό των πολεμιστών μας». Ζει με τους στρατιώτες, μοιράζεται τα πάθια και τους καημούς τους, χαίρεται και καμαρώνει την αντρειοσύνη τους. «Κάπου στο μέτωπο», όπως σημειώνει, συναντά έναν φαντάρο.
Αντιγράφω: «Αυτό που μου ‘κανε κατάπληξη, που μου ‘δωσε συγκίνηση, που έκθαμβο με κράτησε για αρκετά λεπτά, ήταν το θέαμα ενός φαντάρου, που κουρασμένος, τσακισμένος, με γένεια ατίθασα και άτακτα, αιματωμένος, λασπωμένος, είχε τραβήξει μοναχός κάτω από ένα δέντρο και κάτι χάραζε σ’ ένα χαρτί. Πλησίασα για να τον δω, βέβαιος πως γράφει στην μάνα, στη γυναίκα του, στο σπίτι… Μα τί μεγάλο λάθος! Με τη ορθογραφία που κρατώ, διάβασα αυτούς τους στίχους:
“Βρε τη κανόνια, τη ντουφέκια, τη κακό/στους Ιταλούς σκορπίσαμαι παντού τον πανικό/Βόηθα Χριστέ και Παναγιά και ση άγιου Ανδρέα/στη χάρη σου να φθάσωμε όλος ο στρατός παρέα”.
Τον κοίταξα, με κοίταξε… Αυθόρμητα με πήρε το γέλιο, που ίσως να έμοιαζε με κλάμα…
-Βρέ συ, τι κάνεις; τον ρώτησα χτυπώντας τον στον ώμο…
Σήκωσε το κεφάλι του, έξυσε τ’ αγριωπά του γένεια, με την παλάμη ολόκληρη. Κι απάντησε:
-Γλεντάω!
Μία λέξη… Μέσα σ’ αυτήν ας διακρίνει ο αναγνώστης κάτι από το μυστήριο, το ανεξάντλητο γοητευτικό μυστήριο που κρύβει στην ψυχή του ο αγαπημένος στρατιώτης μας».
Γλέντι ήταν το ’40 για τον λαό μας, τον οπλίτη και τον πολίτη. Πανηγύρι ήταν ο πόλεμος. Γλεντούσε, καταματωμένος ο άγνωστος στρατιώτης. Το μυστικό, το γοητευτικό μυστήριο, που τάραζαν τα σπλάχνα του-και δεν μας το αποκαλύπτει ο αείμνηστος Λιδωρίκης-ήταν ένα, απλό και μεγαλοπρεπές: το ντροπή να ντροπιαστούμε. Εκείνη η γενιά, η γενιά του ’40, σκαρφάλωσε στις περήφανες αετοκορφές, «κομμένες θαρρείς απ’ το χέρι του Θεού», γιατί άφηναν πίσω τους «λίκνα και τάφους, που μουρμουρίζουν» (Νικ. Βρεττάκος), το αθάνατο κρασί του Εικοσιένα την μέθυσε, μία νηφάλιος μέθη που στην γλώσσα μας λέγεται φιλοπατρία.
Θυμήθηκα μια φράση του αγίου Κοσμά του Αιτωλού: « …Καθώς ένα χελιδόνι χρειάζεται δύο πτέρυγας διά να πετά εις τον αέρα, ούτω και ημείς χρειαζόμεθα αυτάς τα δύο αγάπας-αγάπην εις τον Θεόν μας και εις τους αδελφούς μας-διότι χωρίς αυτών είναι αδύνατον να σωθώμεν» («Κοσμάς ο Αιτωλός», επ. Αυγουστίνου Καντιώτου, σελ. 109).
Αν θέλουμε και μεις ως πατρίδα να πετάξουμε, πρέπει να αποκτήσουμε και πάλι τα πρωτινά μας φτερά τα μεγάλα. Και η μία «πτέρυγα» λέγεται φιλοπατρία και η άλλη πίστη.
Το ’40, το βράδυ που επισκέφτηκε ο Γκράτσι τον Μεταξά και κηρύχτηκε ο πόλεμος, ξεκίνησε μία κρίση. Σ’ εκείνη την κρίση ο λαός μας, δεν κρύφτηκε στα υπόγεια, όπως τον θέλουν οι Γραικύλοι της σήμερον, που γράφουν τις έντυπες μαγαρισιές και τις περνούν και στα σχολικά βιβλία. (Βιβλίο Γλώσσας Ε’ Δημοτικού, σελ. 44-45). Σ’ εκείνη την κρίση δεν περίμεναν από τα κεντρικά δελτία ειδήσεων των καναλιών, να βρουν παρηγοριά.
Διαβάζω και πάλι μία άλλη ανταπόκριση του Αλ. Λιδωρίκη, στην εφ. «Ασύρματος» αυτή τη φορά, στις 25 Μαρτίου του 1941.
«Απάνω στην Κλεισούρα μία νύχτα βροχερή και σκοτεινή, θυμάμαι ένα παλληκαρόπουλο που άκουγε σκεπτικό τ’ άλλα παιδιά να τραγουδάνε σιγά-σιγά, γλυκά-γλυκά, πεσμένα και κουκουλωμένα πάνω και μέσα στις κουβέρτες τους και στα αντίσκηνά τους. Θολώσανε έξαφνα τα μάτια του.
-Ξέρεις τι σκέπτομαι; μου είπε. Πώς ήμασταν ως τώρα γενιά φτωχή και αλογάριαστη και παρεξηγημένη. Μας έλεγαν ανάξιους των προγόνων μας, μιλούσανε μόνο γι’ αυτούς και μας ξεγράφανε τους νέους, σαν να μην είχαμε και μεις στα στήθη μας φωτιά…
Αυτό ήταν το μεγάλο λάθος που φτάσαμε ως κι οι ίδιοι-εμείς οι Έλληνες-να το πιστέψουμε απόλυτα. Είχαμε λησμονήσει κι αυτούς τους στίχους του μεγάλου Σολωμού:
-Η ψυχή μου αναγαλλιάζει
πως ο κόρφος καθεμιάς
γλυκοβύζαχτο ετοιμάζει
γάλα αντρειάς και ελευθεριάς».
Ίσως και σήμερα αυτό το άθλιο, τρισάθλιο και κακόβουλο ψέμα μας καθηλώνει, μας παραλύει. Πώς νέρωσε πια το γάλα της Ελληνίδας μάνας μας, πως σβήστηκε η Παράδοση. Όχι. Τίποτε δεν χάθηκε. Αν φύγουν τα σάβανα και οι σαβανωτές μας, ξένοι και οι ημέτερες ανθρωποκάμπιες της πολιτικής, θα λάμψει και πάλι η ηλιόλουστη Ελλάδα μας.
Να κλείσω μ’ ένα από τα ηρωϊκότερα επεισόδια εκείνου του καιρού. Το διηγήθηκε ο Στρατής Μυριβήλης, κατά την εκφώνηση του πανηγυρικού στην Ακαδημία Αθηνών στις 27 Οκτωβρίου του 1960.
«Είχε οργανωθή, όπως θα θυμάστε, κατά τη διάρκεια του αγώνος υπηρεσία μεταγγίσεως αίματος, από τον Ερυθρό Σταυρό της Ελλάδος. Είχα ένα φίλο γιατρό, σ’ αυτή την υπηρεσία, λοιπόν πήγαινα κάπου-κάπου να τον δω και να τα πούμε.
Ο κόσμος έκαμε ουρά κάθε μέρα για να δώση το αίμα του για τους τραυματίες μας. Ήταν εκεί νέοι, κοπέλες, γυναίκες, μαθητές, παιδιά, που περίμεναν τη σειρά τους. Μια μέρα λοιπόν ο επί της αιμοδοσίας φίλος μου γιατρός, είδε μέσα στη σειρά των αιμοδοτών που περίμεναν, να στέκεται και ένα γεροντάκι.
-Εσύ, παπούλη, του είπε ενοχλημένος, τι θέλει εδώ;
Ο γέρος απάντησε δειλά:
-Ήρθα κ’ εγώ, γιατρέ, να δώσω αίμα.
Ο γιατρός τον κοίταξε με απορία και συγκίνηση. Ο γέρος παρεξήγησε το δισταγμό του. Η φωνή του έγινε πιό ζωηρή.
-Μη με βλέπεις έτσι, γιατρέ μου. Είμαι γερός, το αίμα μου είναι καθαρό, και ακόμα ποτές μου δεν αρρώστησα. Είχα τρεις γιούς. Σκοτώθηκαν και οι τρεις εκεί πάνω. Χαλάλι της πατρίδας. Όμως μου είπαν πως οι δυό, πήγαν από αιμορραγία. Λοιπόν, είπα στη γυναίκα μου, θα ‘ναι κι άλλοι πατεράδες, που μπορεί να χάσουν τα παλληκάρια τους γιατί δε θα ‘χουν οι γιατροί μας αίμα να τους δώσουν. Να πάω να δώσω κ’ εγώ το δικό μου. “Άϊντε, πήγαινε, γέρο μου” μου είπε κι ας είναι για την ψυχή των παιδιών μας. Κ’ εγώ σηκώθηκα και ήρθα.
Αγαπητοί φίλοι.
Σας ανέφερα περιπτώσεις που μπορούν και έπρεπε να γράφουνται στα βιβλία των παιδιών μας, όταν θ’ αποχτήσουν τα παιδιά μας τα βιβλία που πρέπει, όπως αναφέρουνται παραδείγματα για την ανδρεία και την αρετή των Ελλήνων, ξεσηκωμένα απ’ την αρχαία μας ιστορία. Από κανένα απ’ αυτά τα ιστορικά παραδείγματα δεν είναι κατώτερα αυτά που είδα και άκουσα στην προκάλυψη του Ελληνικού Στρατού, το χειμώνα του ’41. Όμως καμμιά ιστορία, ούτε η αρχαία ελληνική, δεν αναφέρει ένα παράδειγμα, σαν κι αυτό που μου διηγήθηκε ο φίλος μου ο γιατρός του Ερυθρού Σταυρού. Το νέο στοιχείο που προσθέτει τούτη η διήγηση, είναι το στοιχείο της αγάπης. Είναι το στοιχείο του χριστιανικού αλτρουισμού, με το οποίο η θρησκεία του Ιησού συμπλήρωσε τον κανόνα της αρετής που μας παράδωσε η αρχαία Ελλάδα. Ανδρείους μπορεί να βγάλη κάθε πατρίδα. Αγίους, όμως, μόνο η Ελλάδα».
πηγή

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 16, 2014

Στὰ σχολεῖα ἡ πατρίδα ἀργοπεθαίνει...

Γράφει ὁ Δημήτριος Νατσιός, Δάσκαλος
Ὁ Ἀθηναῖος ἀγωνιστὴς τοῦ Εἰκοσιένα Γεώργιος Ψύλλας στὰ «Ἀπομνημονεύματα τοῦ βίου του» (Ἀθήνα 1974, σέλ. 286-287), καταγράφει ἕνα χαριτωμένο ἀξιομνημόνευτο περιστατικό: «Ἕνας Θεσσαλὸς προεστός, ἐντελῶς ἀναλφάβητος, χρησιμοποιεῖ τὸν δάσκαλο τοῦ χωριοῦ καὶ ὡς γραμματικό του. Ἐπειδή, ὅμως, ὁ δάσκαλος δὲν ἦταν σὲ ὅλα ὑπάκουος, ὁ προεστὸς προτείνει στὴν γενικὴ συνέλευση τῶν κατοίκων τὴν ἀπόλυσή του. Γιατί, ρωτάει ὁ δάσκαλος ἐμβρόντητος. Γιατί δὲν ξέρεις γράμματα, ἀπαντᾶ ὁ δημογέρων. Καὶ ποιὸς τὸ λέει αὐτό; Ἐγώ! Ἀπαντᾶ ὁ προεστός. Γράψε τὴν λέξη βόδι νὰ δοῦμε ἂν ξέρεις. Ὁ δάσκαλος ἔγραψε σ’ ἕνα χαρτί, βόδι. Τότε ὁ προεστὸς ζωγραφίζει σ’ ἕνα ἄλλο χαρτὶ ἕνα βόδι, τὸ δείχνει στοὺς χωριανοὺς -τὸ ἴδιο ἀναλφάβητους- καὶ ρωτάει:
-Πέστε μέ, ποιὸ χαρτὶ γράφει βόδι;
-Τὸ δικό σου, ἀπαντοῦν ὅλοι. Καὶ ἔδιωξαν τὸν ταλαίπωρο τὸν δάσκαλο».
Τὴν ἴδια πονηρὴ τακτικὴ ἀκολουθεῖ, τρόπον τινά, καὶ ὁ ἡμέτερος προεστός, τὸ πολύπαθο ὑπουργεῖο Παιδείας. Σὲ ὅλες τὶς διαμαρτυρίες ποὺ γίνονται γιὰ τὸ περιεχόμενο τῶν σχολικῶν βιβλίων Γλώσσας, ἡ ἀπάντηση εἶναι... τὸ χαρτὶ μὲ τὸ βόδι.
Στὰ ἀκαταμάχητα καὶ τεκμηριωμένα ἐπιχειρήματα τῶν διαφωνούντων τὸ ὑπουργεῖο καὶ....

δὴ διὰ στόματος τοῦ Παιδαγωγικοῦ Ἰνστιτούτου (μετονομάστηκε σὲ Ἰνστιτοῦτο Ἐκπαιδευτικῆς Πολιτικῆς. Αὐτὸ τὸ βαρβαρόηχο «Ἰνστιτοῦτο» θὰ μποροῦσε νὰ ἀντικατασταθεῖ μὲ τὴν ἑλληνικὴ λέξη «ἵδρυμα». Νὰ πάρει ἡ εὐχὴ νὰ πάρει! ὑπουργεῖο Παιδείας εἶσαι...), ἀπαντᾶ μὲ τὸ ἑξῆς νηπιῶδες ἐπιχείρημα: «Τὰ βιβλία ἔχουν ἀξιολογηθεῖ ἀπὸ εἰδικοὺς ἐπιστήμονες, πανεπιστημιακοὺς δασκάλους, παιδαγωγούς... εἶναι ἔγκυρα καὶ κατάλληλα... ὑπηρετοῦν πρωτίστως γλωσσικοὺς καὶ ἐπικοινωνιακοὺς στόχους καὶ λοιπὰ καὶ λοιπά...».
Μιὰ καὶ εἴμαστε στὴν ἀρχὴ τῆς σχολικῆς χρονιᾶς, θὰ ἀσχοληθῶ μὲ τὸ Ἀνθολόγιο τῆς Α’ Δημοτικοῦ, τῆς κρισιμότερης τάξης ὅλων των βαθμίδων. Ἔχω ἐνώπιόν μου καὶ τὸ παλιὸ Ἀνθολόγιο, πρὸ τοῦ 2006.
Τὸ νέο Ἀνθολόγιο τὸ κρίνουν καὶ τὸ ἀξιολογοῦν οἱ: λ. Ἀκριτόπουλος, λέκτορας Πανεπιστημίου Θράκης καὶ δύο σχολικοὶ σύμβουλοι. Τὸ παλιό το εἶχαν ἀξιολογήσει καὶ ἐποπτεύσει οἱ: Μιχαὴλ Στασινόπουλος (ποὺ διετέλεσε καὶ Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας) καὶ ὁ Γιῶργος Σαββίδης, καθηγητής,  λογοτέχνης καὶ σπουδαῖος κριτικός το ἔργου τοῦ Σεφέρη.
Ἀκόμη στὸ παλιὸ συμμετεῖχαν στὴν συγγραφή του, μεταξὺ ἄλλων, ὁ Γιῶργος Ἰωάννου, ὁ λ. Δημαρᾶς καὶ ἦταν ἀφιερωμένο στὸν Ζαχ. Παπαντωνίου. Τὸ νέο το ἔγραψαν ἡ Τασ. Τσιλιμένη, λέκτορας τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ἡ Μ. Καπλάνογλου ἐπ. Καθ. Πανεπιστημίου Αἰγίου καὶ δύο ἐκπαιδευτικοί, ἐνῶ δὲν ὑπάρχει καμμία τιμητικὴ ἀφιέρωση.
Νὰ πῶ παρενθετικὰ κάτι συναφές. Τὸ Ἀνθολόγιο Στ’ Δημοτικοῦ, τὸ παλιό, ἦταν ἀφιερωμένο στὴν μνήμη τῆς ἀξεπέραστης Πηνελόπης Δέλτα καὶ περιεῖχε ἐκτενὲς ἀπόσπασμα ἀπὸ τὰ «μυστικά το Βάλτου». Στὸ καινὸ (καὶ κενὸ) βιβλίο ἡ Πηνελόπη Δέλτα, γιαγιὰ τοῦ νῦν πρωθυπουργοῦ, καθότι, κατὰ τοὺς ἐθνομηδενιστές, ἐθνικίστρια, ἐξοβελήθηκε καὶ δὲν τιμᾶται ἡ μεγαλύτερη Ἑλληνίδα λογοτέχνης παιδικοῦ διηγήματος, μὲ καμμιὰ παραπομπὴ στὸ ἔξοχο ἔργο της.
Μεταξὺ δὲ τῶν μελῶν τῆς συγγραφικῆς ὁμάδας τοῦ νέου Ἀνθολογίου, τῆς Ε’ καὶ Στ’ τάξεων, εἶναι καὶ ἡ δασκάλα Στέλλα Πρωτονοταρίου. Θυμίζω ὅτι ἡ ἐν λόγω κυρία, εἶχε ἀντικαταστήσει στὸ σχολεῖο της, τὴν πρωινὴ προσευχή, μὲ τὸ ποίημα τοῦ Γ. Ρίτσου «πρωινὸ ἄστρο». Δικάστηκε, ἀλλὰ ἀθωώθηκε πανηγυρικῶς, ἐπαινέθηκε,  γιατί ὅλο το νεοταξικὸ σύστημα ἔσπευσε νὰ τὴν ὑπερασπιστεῖ.
Ἃς δοῦμε ὅμως, καὶ τὸ περιεχόμενο τῶν Ἀνθολογίων. Στὸ παλιό τα πρῶτα κείμενα -ὑποδοχῆς θὰ λέγαμε- ποὺ ἀντίκριζε ὁ μαθητὴς ἦταν ἡ παραδοσιακή, ὡραιότατη καὶ εὐμνημόνευτη προσευχούλα «Πέφτω κάνω τὸ σταυρό μου/ κι ἄγγελο ἔχω στὸ πλευρό μου./Δοῦλος τοῦ Θεοῦ λογιοῦμαι/ καὶ κανένα δὲν φοβοῦμαι».
Στὴν ἴδια σελίδα καὶ τὸ περίφημο «φεγγαράκι μου λαμπρό», τὸ ἀθάνατο «Κρυφὸ Σχολειό», δοκὸς στοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν Γραικύλων τῆς σήμερον. Μνημεῖα τοῦ λόγου καὶ τὰ δύο, ποὺ στοὺς στίχους τοὺς φωλιάζουν οἱ ἀγῶνες, οἱ ἀγωνίες καὶ ἡ πίστη τοῦ λαοῦ μας. Διότι, ἡ γλώσσα, πέραν τῶν ἐπικοινωνιακῶν στόχων, εἶναι καὶ φορέας ἠθικῶν ἀξιῶν, αὐτογνωσίας καὶ πολιτισμοῦ. «Ὅπου γλώσσα πατρίς», ἀποφαίνεται ὁ Ἐλύτης. «Ἂν εἶναι νὰ προκόψουμε σὰ λαός, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ τὸ κατορθώσουμε μακριὰ ἀπὸ τὴν πίστη μας καὶ τὴν γλώσσα μας. Μονάχα μέσα ἀπὸ αὐτὰ τὰ δύο σωθήκαμε ὡς σήμερα καὶ μονάχα μέσα ἀπὸ αὐτὰ τὰ δύο θὰ σωθοῦμε αὔριο», γράφει στὴν μελέτη του γιὰ τὸν Σολωμὸ ὁ Ζήσιμος Λορεντζάτος. Ὅσο μεγαλύτερο πλοῦτο διαθέτει μία γλώσσα, τόσο εὐνοεῖ τὴν πνευματικὴ ἀκμὴ τῆς κοινωνίας, τόσο ἐμποδίζει τὴν πνευματική της κατάπτωση. Ὀφείλει ἑπομένως νὰ ἐξαντλεῖ μέχρι κεραίας τὸ ἱστορικό της δυναμικό, ἀξιοποιώντας εἰς τὸ ἔπακρο τὸν λεξιλογικό της θησαυρό, ὅπως αὐτὸς διασώθηκε ἀπὸ τοὺς μάστορες τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου. (Πράγμα στὸ ὁποῖο ἀνταποκρίνονταν τὰ παλιά, καλὰ Ἀνθολόγια, ποὺ εἶχαν κείμενα μόνο Ἑλλήνων συγγραφέων καὶ δικαίως. Πρῶτα μαθαίνεις στὰ «πρωτάκια» ποιὸς εἶναι ὁ Αἴσωπος καὶ μετὰ ...ὁ Γκούτμαν).
Στὸ νέο Ἀνθολόγιο περιέχει ἕνα ἀξιοθρήνητο κείμενο μὲ τίτλο: «Ἡ πρώτη μέρα στὸ σχολεῖο», κάποιου Κλὸντ Γκούτμαν. (Εἴπαμε, τὴν «ἐθνοκεντρικὴ» Π. Δέλτα θὰ προσφέρουμε στὰ παιδάκια; Ἐδῶ μιλᾶμε γιὰ τὸν ...Γκούντμαν. Ξενομανία καὶ πνευματικὴ ὑποτέλεια). Στὸ χαζοχαρούμενο αὐτὸ κείμενο στὸν ἐπίλογο διαβάζουμε: «Ἡ δασκάλα μᾶς ἦταν ἡ κυρία Μεταξά. Ἤθελε νὰ τὴν φωνάζουμε Γεωργία καὶ κυρίως ὄχι δασκάλα... Μὲ τί θέλετε νὰ ἀρχίσουμε; Ρώτησε ἡ κυρία μας. Ὁ Κωστὴς σήκωσε τὸ χέρι.
-Μὲ τὴν τουαλέτα κυρία». (σέλ. 31).
Ἐπειδὴ τὰ βιβλία κυρίως Γλώσσας, ἀποτελοῦν γιὰ τὸν μικρὸ μαθητὴ-μαζὶ μὲ τὸν δάσκαλο-ἐνσάρκωση τῆς κοινωνίας στὴν ὁποία τὸ σχολεῖο τὸν ὁδηγεῖ, περνοῦν μηνύματα, διδάσκουν ἕνα ὁρισμένο ἦθος-ἐξυψωτικὸ ἢ ἰσοπεδωτικὸ ἀναλόγως- τὸ «νὰ τὴ φωνάζουμε Γεωργία», τί διδάσκει στοὺς ἄγουρους μαθητές; Τὴν κακῶς ἐννοούμενη ἰσότητα καὶ τὴν κατάργηση τῆς βασικῆς καὶ διέπουσας τὴν διδακτικὴ πράξη «ἀρχὴ τῆς μαθητείας». Ὁ δάσκαλος πρέπει νὰ ἀποτελεῖ πρότυπο μίμησης γιὰ τὸν μαθητή, νὰ διατηρεῖ τὴν εὐλογημένη ἀπόσταση-ἡ οἰκειότητα σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις εἶναι μητέρα τῆς καταφρόνησης- ἔτσι ὁ μαθητὴς συνειδητοποιεῖ τὴν ἀνεπάρκειά του καὶ ἀναγνωρίζει τὸν δρόμο, τὶς «πικρὲς ρίζες τῆς Παιδείας», ποὺ ἔχει νὰ διανύσει καὶ νὰ γευτεῖ, γιὰ νὰ κατακτήσει καὶ νὰ ἀπολαύσει τὸν «γλυκὺ καρπὸ» τῶν γνώσεων καὶ δεξιοτήτων. Καὶ δεύτερον, ἡ ἐκπαίδευση ὀφείλει νὰ εἶναι συντηρητική, μὲ τὴν ἁπλὴ καὶ πρωταρχικὴ σημασία τῆς λέξης, νὰ συντηρεῖ δηλαδὴ τὸν πολιτισμὸ ποὺ οἱ πρεσβύτεροι ἔχουν δημιουργήσει καὶ νὰ τὸν παραδίδει (αὐτὸ εἶναι Παράδοση) στοὺς νεότερους. «Κυοφόρησαν οἱ αἰῶνες» γιὰ νὰ μᾶς παραδοθεῖ ἀπὸ τὸν λαό μας ἡ γλυκύφθογγη προσευχούλα «Πέφτω κάνω τὸν σταυρό μου» ἢ νὰ φανερώσει τοῦτος ὁ τόπος Πηνελόπη Δέλτα. Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ καὶ μὲ ποιὸ δικαίωμα τὰ ἀντικαθιστοῦν μὲ βόθρους καὶ τουαλέτες; Πότε θὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι ἡ πατρίδα ἀργοπεθαίνει στὰ σχολεῖα;

Τρίτη, Ιουνίου 24, 2014

Τα... «Γόμαρα» και ο Κολοκοτρώνης Δημ. Νατσιός, δάσκαλος-θεολόγος



Τα... «Γόμαρα» και ο Κολοκοτρώνης
Δημ. Νατσιός, δάσκαλος-θεολόγος

http://www.xryshaygh.com/assets/images/news/p6151077.jpg
 

«Θα δούμε και θα ζήσουμε τα Σόδομα και τα Γόμορα στον τόπο μας»

άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός



http://www.defencenet.gr/defence/sites/default/files/styles/250x150/public/GALLERY/diadilosi-antigay.jpg
«Γέλωτα άσβεστον του επροξενούσεν η ενθύμησις της επιστολής φίλου τινός, όστις του έγραφε από την Ευρώπη: Ή να ελευθερωθούμε ή να χαθήτε».

«Εις την Τριπολιτσάν», γράφει ο Τερτσέτης, ο απομνημονευματογράφος του Γέρου του Μοριά, «είχον γράψει σάτιρα εναντίον του Κολοκοτρώνη και την ετοιχοκόλλησαν εις την εκκλησίαν. Ήταν Κυριακή και εσυνάχθη κόσμος και εδιάβαζε. Ο Γέρο Κολοκοτρώνης επήγαινε εις την εκκλησίαν να λειτουργηθεί, και όταν είδε τον κόσμο συμμαζωμένο, έστειλε τον γραμματικό του, να ιδεί τι τρέχει. Ο γραμματικός επέστρεψε και εμούδιαζε να του ειπεί. Έμαθε, τέλος πάντων, τι είναι. Τότε επήγε την εξεκόλλησε και την επήρε στο χέρι και όταν απόλυσεν η εκκλησία, την έδωσε του παπά και τον υποχρεώσε να την διαβάσει μεγαλοφώνως εις τον λαό. Έπειτα είπε: “κρίνετε, αν με βρίζουν δίκαια”. Και τινές, λέγουν, επρόσθεσε: “Ο κάλπικος παράς μένει στο νοικοκύρη του». («Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα», τομ. Γ’, εκδ. «Γ. Βαλέτα», σελ. 224).


Μεγαλειώδης στιγμή. Πήρε ο ήρωας, το εμπαθές και δυσφημιστικό «τοιχοκόλλημα» και, αφού λειτουργήθηκε, το έθεσε στην κρίση του λαού, στην εκκλησία του δήμου. Ήξερε ότι «ο κάλπικος παράς», το ψέμα, η συκοφαντία, προσβάλλει αυτόν που την εκτοξεύει και «καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται». Στη διήγηση του Τερτσέτη ο Κολοκοτρώνης δεν τιμωρεί τον λασπολόγο. Αοργησία και μεγαλοψυχία, χαρακτηριστικά μεγάλου ηγέτη και «μεταξένιου» ανθρώπου. Κάτι παρόμοιο διασώζει και ο Διογένης ο Λαέρτιος στο έργο του «Φιλοσόφων βίων και δογμάτων συναγωγή», γιά τον Σωκράτη, που πολλές φορές έπεσε θύμα επικρίσεων και ειρωνειών. Τόχουν οι μεγάλοι να πετροβολούνται από τα απολειφάδια…

Αντιγράφω εν πρώτοις το κείμενο στο πρωτότυπο, για να γλυκαθούμε από την δημοτερπή και αείχλωρο προγονική γλώσσα και κατόπιν παραθέτω τη μετάφραση:

«Πολλάκις δε βιαιότερον εν ταις ζητήσεσι διαλεγόμενoν κονδυλίζεσθαι και παρατίλλεσθαι, το πλέον τε γελάσθαι καταφρονούμενον και πάντα ταύτα φέρειν ανεξικάκως. Όθεν και λακτισθέντα, επειδή ηνέσχετο, τινός θαυμάσαντος, ειπείν: ει δε με όνος ελάκτισε, δίκην αν αυτώ ελάγχανον;».

«Πολλές φορές, όταν σε συζητήσεις μιλούσε κάπως βίαια, του έδιναν γροθιές και του τραβούσαν τα μαλλιά και πιο πολύ τον περιγελούσαν με περιφρόνηση. Όλα αυτά τα άντεχε δείχνοντας ανεξικακία. Έτσι, όταν κάποιος παραξενεύτηκε με την αντίδρασή του, είπε: αν με κλοτσούσε γάιδαρος, θα τον πήγαινα στο δικαστήριο;». (εκδ. «Ζήτρος», τομ. 1, σελ. 254).

http://cdn.partyearth.com/photos/084af1b46b5010e266071d831a2ed4a7/gay-pride_s345x230.jpg?1375226797
Δεν φταίνε όμως τα... ξεσαμάρωτα γαϊδούρια και τα λοιπά τετραποδίζοντα δίποδα. Τα Σόδομα και τα Γόμορα παρελαύνουν αποχαλινωμένα, γιατί τέτοια κοπροθεάματα μας αξίζουν. Ο Καμίνης στην πρωτεύουσα Βαβυλώνα και ο Μπουτάρης στην συμπρωτεύουσα, αμφότεροι  «σημαιοφόροι» στα ...Γόμαρα, μόλις εξελέγησαν δήμαρχοι. Και στους τόπους που κρεμούσαν οι καπεταναίοι τ’ άρματα κρεμούν οι κίναιδοι τα νταούλια τους, για να παραλλάξουμε την λαϊκή θυμοσοφία.

 Έκαιγαν σημαίες ελληνικές, παλαιότερα, κάποιοι ψευτοπροοδευτικοί κοπρίτες και ο κ. Μιλτιάδης τους δικαιολογούσε δημοκρατικώς. Ανταμείβεται πολλάκις υπουργεύων... Τηλεσυνελήφθη προσφάτως, ο κ. Μιλτιάδης, να «πασπατεύει, κατά το κοινώς λεγόμενο, ευειδή οδαλίσκη της τηλεόρασης και καμμία αντίδραση. Ο κ. Μιλτιάδης, ανέγγιχτος από ανασχηματισμούς, υπογράφει συμφωνίες ξεπουλώντας τα τζιβαϊρικά μας.

«Άνθρωποι ανεπρόκοποι, ακατατάρτιστοι, ανίκανοι ν’ αποκτήσουν συνείδηση προσωπικής ευθύνης, μηχανευόμενοι απειράριθμα τεχνάσματα για να σε ξεγελάσουν, κατακτητές με δόλια μέσα αξιωμάτων... ανάγωγοι τόσο που να προκαλούν αηδία, καμαρώνουν γιατί υπήρξε πρόγονός τους ο Πλάτωνας, σα να έχουν συγγράψει οι ίδιοι τους πλατωνικούς διαλόγους. Βαφτίζουμε τα παιδιά μας με τα ιερότατα εκείνα ονόματα και ησυχάζουμε. Κι έτσι ένας νεότερος Αριστοτέλης μόλις που κατορθώνει να βάλει την υπογραφή κάτω από ένα συμβόλαιο απατηλής αγοραπωλησίας, ένας Περικλής καταδικάζεται για λαθρεμπόριο, ένας Σωκράτης διαπρέπει στον υπόκοσμο των προαγωγών και μαστροπών... Ό,τι συμβαίνει με τα ονόματα συμβαίνει με ολόκληρη την προγονική δόξα». (Ι.Μ. Παναγιωτοπούλου, «Ερήμην των Ελλήνων», «οι εκδόσεις των φίλων», σελ. 59).

 Και ένας Μιλτιάδης, που φέρει το όνομα του τροπαιούχου Μαραθωνομάχου, χειροκροτεί την ατίμαση του εθνικού μας συμβόλου. Και κάποιοι άλλοι που φέρουν τα ακόμη ιερότερα ονόματα Γεώργιος και Ιωάννης «ραίνουν με ροδοπέταλα» την ομοφυλοφιλία και την ασέλγεια. Και κάποια Μαρία, πάσχουσα «εξ ρεκλαμομανίας» (Παπαδιαμάντης) και «ρέπουσα» εις την θεσιθηρία, γράφει σχολικά βιβλία-πανέρια στα οποία συνωστίζονται οχιές και σκορπιοί.

Παρένθεση. Για τέτοια βιβλία ο Κολοκοτρώνης μας δίδαξε τον τρόπο... αντιμετώπισής τους. Διαβάζω στο βιβλίο «οι Λόγιοι και ο Αγώνας», του Α. Αγγέλου (σελ. 15): «Επήγε ο Κολοκοτρώνης προς χαιρετισμόν του αξιοτίμου διδασκάλου Νικολάου Καλύβα, εκάθισε και ακροάζετο την παράδοσιν.

-Τι είναι τούτα, λέγει μεμιάς, που διδάσκεις τα παιδιά τώρα; Τούτο να τα φωτίσης...

Και εχύθη με γελούμενο πρόσωπο να σχίση ένα Βόλφιον, in folio μεγάλο βιβλίο, να δείξει πώς φτιάνουν τα φυσέκια.

Ο διδάσκαλος, διά να σώση τον Γερμανόν φιλόσοφον (τον Βόλφ), έπεσε με τα στήθη του εις το in folio (στο βιβλίο). Τα παιδιά εγελούσαν και εκείνα, ως είδαν πιασμένους καθηγητήν και γέρο Κολοκοτρώνην, ο ένας να φυλάξη το βιβλίο του, ο άλλος να το κάμη φυσέκια». Τα φυσέκια του Κολοκοτρώνη μας απελευθέρωσαν και όχι τα βιβλία του Βόλφιου. Και σήμερα περνούν από μπροστά του τα «Γόμαρα» και αφήνουν τις κουτσουλιές τους...

Παρένθεση και πάλι. Ακούω κάποιους να επιδίδονται σε αγαπολογίες, προοδευτικολογίες και αερολογίες περί σεβασμού και ανοχής, να καρυκεύουν τον λόγο τους, «οι θρησκευτικότεροι», και με ευσεβόσχημες παραπομπές του τύπου μισούμε την πράξη (την αίρεση), αλλά αγαπώμεν σφόδρα τον πράξαντα (αιρετικό), και να ο πλησίον, ο αδελφός και περί εικόνος του Θεού αμαυρωμένη και εσπιλωμένην, θυμίζοντας τις αριστερόφρονες θρηνωδίες και διαρρήξεις ιματίων για τους λαθρομετανάστες. ( Ο άγιος Χρυσόστομος - «εις Ρωμ. ομιλ. Ε, 3»- γράφει για τους θηλυπρεπείς. «Και γαρ ανδρών και γυναικών άξιος ελαύνεσθαι και καταλεύεσθαι» ο «πεπορνευμένος» άνδρας. Για λιθοβολισμό μιλά ο άγιος και όχι μόνο για διαμαρτυρία).  Αν ζούσα στην Ολλανδία ή το Λουξεμβούργο θα υπερθεμάτιζα.  Άλλο να περί και τριγυρίζουν το κράτος σου χαρούμενες Βελγίδες και ειρηνόφιλοι Ελβετοί και άλλο να έχεις τον Τούρκο ή τον Σκοπιανό να αλυχτούν. Εδώ μιλούμε για την επιβίωση της πατρίδας μας! Αν «μπουκάρουν» πουθενά οι Τούρκοι, οι... «Βαλλιανατοειδείς» θα κραδαίνουν το «γιώτα πέντε» τρελλόχαρτό τους από το στρατό και θα τρέξουν να κρυφτούν στα... παντελόνια της ελευθέρας συμβίωσής τους. Η σάπια Ευρώπη μας τα στέλνει όλα αυτά, για να μας αφοπλίσει, να ξεπουλήσουμε τα άγια χώματά μας, την ελευθερία μας, με αντάλλαγμα την ασφάλεια του σκλάβου και αλυσοδεμένου.

Όσοι ελπίζουν στην Ευρώπη και στις προκοπές της, απαντά ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης, όπως το διέσωσε ο Τερτσέτης:

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjylc8Mpq0R208ZSQc3HtBAW6jVfC77_1GO4Q4N4-AJ8iZmypclFSDpTdzk_l6qcpCfWHsUyLfVLUrQSo7x_mldt-jmK8dkoPlmLqq2FDnNAVQUNWkqnTZS_cyursBqbaGijcowDocLJAMZ/s1600/%CF%83%CE%AC%CF%81%CF%89%CF%83%CE%B70017.tif
Στην Αθήνα, είδαμε και διαβάσαμε ότι, καθώς παρήλαυναν τα... Γόμαρα- «εγίναμε Σόδομα και Γόμαρα» έλεγε με την μεγαλοφυή του αγραμματοσύνη ο στρατηγός Μακρυγιάννης  -βεβήλωσαν και μαγάρισαν το άγαλμα του αρχιστράτηγου του Ιερού Αγώνος, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Και δεν βεβηλώθηκε ούτε ατιμάστηκε ο Κολοκοτρώνης, στο εικονοστάσι του Γένους κατέχει περίοπτη θέση, οι αποτυπωμένες βρομοδυσωδίες τους ρίχτηκαν στα μούτρα ημών των καλλιπάρειων επιγόνων του. Έχει μείνει και τίποτε το αμόλευτο  και καθαρό σε τούτο τον τόπο; Μια ιστορία κληρονομήσαμε, καταφυγή, κλέος, οχύρωμα και παρηγορία και ούτε αυτήν δεν σέβονται... Τον Κολοκοτρώνη ωρέ!!... 

http://www.eikonografos.com/album/albums/uploads/sxedia/thumb_2_(5).jpg

Δευτέρα, Μαρτίου 24, 2014

Ως πότε θα «ανήκομεν εις την», διεφθαρμένη πόρνη, «Δύσιν»; Γράφει ο Δημήτριος Νατσιός,






Ως πότε θα «ανήκομεν εις την», διεφθαρμένη πόρνη, «Δύσιν»;
Γράφει ο Δημήτριος Νατσιός, Δάσκαλος
«Το χαράτσι, τα παιδιά
μοναχός να κρίνεις
άλλο να στα παίρνουνε
κι άλλο να τα δίνεις»
Κ. Βάρναλης
Γύρω στο 970μ.Χ., ένα παπικό κάθαρμα, ονόματι Λιουτπράνδος, «επίσκοπος» Κρεμόνας, αποστέλλεται στην Πόλη από τον αυτοκράτορα Όθωνα Α’ της Γερμανίας. (Είναι η δεύτερη αποστολή του. Είκοσι χρόνια πριν, το 949, εγκωμίαζε με ενθουσιώδεις μεγαλοστομίες τους Βυζαντινούς. «Ξεπερνούν όλα τα έθνη σε πλούτο και παιδεία», έγραφε τότε). Την δεύτερη φορά, ευρισκόμενος προφανώς σε διατεταγμένη υπηρεσία ενίσχυσης της παπικής προπαγάνδας και διασυρμού του Βυζαντίου στη Δύση, γράφει με πρωτοφανές μίσος κατά των Ελλήνων. Λιβελλογραφεί, χυδαιολογεί, συκοφαντεί τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, επιδίδεται σε απύλωτο υβρεολόγιο. («Μοχθηρόν και κακόβουλον» τον χαρακτηρίζει ο Παπαρρηγόπουλος, στον Ε’ τόμο της ιστορίας του. (Σελίδες 118-134).

Ζήτησε, η θυγατέρα του αυτοκράτορα Ρωμανού και της Θεοφανούς, να δοθεί σύζυγος στο γιο του Όθωνα. «Τι είναι αυτά που λες;» του απαντά ο αυτοκράτορας. «Μία πορφυρογέννητη, κόρη πορφυρογέννητου, να παντρευτεί βάρβαρο; Ποτέ!!!». Σκύλιασε ο αχρείος. Στο τραπέζει που παρέθεσε ο Φωκάς τον έβαλε να καθίσει στην ταπεινή 15η θέση. Οι ύβρεις και οι γελοίοι χλευασμοί, του κοπρόνου Φράγκου, κατά του αυτοκράτορα, στις επιστολές του στον πάπα και τον Όθωνα, καταλαμβάνουν ολόκληρες σελίδες. Το κακό όμως, έγινε. Τα πλούτη της Πόλης έγιναν γνωστά και θάμπωσαν τους Φράγκους. Η εξαθλιωμένη, βάρβαρη και σε δημογραφική έκρηξη τελούσα Ευρώπη, επινοεί την λύση: Σταυροφορίες, η μεγαλύτερη απάτη της παγκόσμιας ιστορίας, η πρώτη αποικιοκρατική εξόρμηση της Δύσης. Κλέφτες, λωποδύτες, πειναλέες μάζες, άγρια θηρία-οι Σταυροφόροι-ξεχύνονται στην Ρωμανία και με αποκορύφωμα το 1204, λεηλατούν, βιάζουν, φονεύουν και κακουργούν κατά των «σχισματικών» Ελλήνων.
(Ο Παπαρηγόπουλος γράφει ότι μαζί με τους Φράγκους «συνέπραττον, εις την δήωσιν και την ανηλεή και κτηνώδη βιαιοπραγίαν, Πισάται, Γεννουαίοι, Σικελοί, Άπουλοι, Ούγγροι, Ισπανοί, Γερμανοί», όλη η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση).
Συγχρόνως, όσα απ’ αυτά τα τρισάθλια υποκείμενα, τους Σταυροφόρους, ήξεραν πέντε γράμματα, έγραφαν και τους «άθλους» τους, κείμενα απύθμενου μίσους κατά του Ελληνισμού. (Το οποίο καλλιεργούσε και υποδαύλιζε-ποιός άλλος;-το θηρίο της Ρώμης).
Μεταξύ των εμετικών κειμένων, στα οποία ξεχειλίζει ο φθόνος, η κακία και η παλιανθρωπιά των συντακτών τους κατά του Ελληνισμού και, κυρίως, κατά της Ορθοδόξου Πίστεως, είνα ικαι  κάποιου Γερμανού «ιεραποστόλου» ονόματι Brocardus. Αυτός υπέβαλε το 1332 υπόμνημα-μνημόνιο στο Φίλιππο ΣΤ’ της Γαλλίας, στο οποίο εξηγεί πώς θα γίνει, η τελειωτική αυτή τη φορά, διάλυση του Βυζαντίου και ο βίαιος εκλατινισμός των Ελλήνων.
Ο ψευτοϊεραπόστολος προτείνει πέντε μέτρα, για να παραμείνον αιώνια τα εδάφη της Ρωμηοσύνης στη Δύση και να υποταχθούν ολοκληρωτικά οι Έλληνες.
(Τα αποσπάσματα τα μετέφρασε ο Κυρ. Σιμόπουλος και περιέχονται στο βιβλίο του «Ξενοκρατία, Μισελληνισμός και Υποτέλεια», σελ. 249-251).
Πρώτον: Εκκαθάριση του «εσωτερικού μετώπου». Όλοι οι Λατίνοι που απαρνήθηκαν την «καθολική πίστη» και την «ρωμαϊκή Εκκλησία» με λόγο ή έργο και προσχώρησαν στη γραικική απιστία, θα καταγγέλονται ως αιρετικοί και ή θα θανατώνονται από την ιερά εξέταση ή θα εξορίζονται διά βίου.
Δεύτερον: Όλοι οι Έλληνες μοναχοί, οι ονομαζόμενοι καλόγεροι, θα εκδιωχθούν από τα κατακτημένα εδάφη και θα διασκορπιστούν σε διάφορες χώρες της Δύσης, εκτός αν αποκηρύξουν δημόσια την πλάνη τους και δηλώσουν πίστη στον πάπα. (Δοκάρι στα μάτια των Δυτικών, και τότε και τώρα, ο ορθόδοξος μοναχισμός).
Τρίτον: Για να επιστρέψουν όλοι οι «Γραικοί» (από τον λεγόμενο Καρλομάγνο και εντεύθεν έτσι μας ονομάζουν περιφρονητικά οι Φράγκοι), στην «ορθή πίστη», στον καθολισμό, και να κοπεί οριστικά ο δρόμος επιστροφής στη δογματική πλάνη, πρέπει να ξεχάσουν την γλώσσα τους. Να μην μιλάνε και να μην καταλαβαίνουν ελληνικά. (Γι’ αυτό αγωνιζόμαστε κατά των γλωσσοκτόνων βιβλίων τάχα και Γλώσσας του Δημοτικού. Χωρίς την γλώσσα, φραγκεύουμε μέσα σε μία γενιά). Για την ριζική αυτή λύση, συνεχίζει ο Γερμανός, θα απαγορευτεί η ελληνική γλώσσα και θα επιβληθεί η διδασκαλία αποκλειστικά των λατινικών (σ.σ. σήμερα των αγγλικών). «Τα παιδιά των Ελλήνων πρέπει να μαθαίνουν μόνο την δική μας γλώσσα, ώστε να διαβάζουν τα δικά μας μόνο βιβλία, να μαθαίνουν τις πλάνες τους και να ενστερνίζονται την αγία μας πίστη και το σωστό δόγμα».
Τέταρτον: Όλα τα βιβλία που υπερασπίζονται το ανατολικό χριστιανικό δόγμα, πρέπει να καούν. (Ο απόγονός του, ο Αδόλφος, υιοθέτησε την συμβουλή του). Οι Έλληνες έχουν βιβλία σύγχρονα και παλαιότερα, που περιέχουν πλάνες σχετικά με τη «ρωμαϊκή Εκκλησία» και πολλές βλασφημίες εις βάρος των τέκνων της. Όλα αυτά τα βιβλία θα αναζητηθούν με ζήλο και επιμονή από ειδικευμένα γι’ αυτό το έργο άτομα, θα συγκεντρωθούν και θα ριχτούν στην πυρά. Για την συλλογή τους θα χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα, από την τρομοκρατία ως τον αφορισμό.
Πέμπτον: Ειδικά στην Κωνσταντινούπολη θα συγκεντρωθεί βιαίως, στην Αγία Σοφία, ολόκληρος ο ορθόδοξος κλήρος και από τον λαό ένα τουλάχιστον άτομο από κάθε οικογένεια. «Και μετά το κήρυγμα θα κληθούν όλοι να δηλώσουν διά βοής ότι προσχωρούν στο δικό μας δόγμα ότι συμφωνούν για την ένωση των Εκκλησιών κι ότι υποτάσσονται στη ρωμαϊκή Εκκλησία και τον πατέρα μας, τον πάπα...». (Ας τα διαβάζουν αυτά οι ημιμαθείς της προοδομανίας, οι δωδεκαθεϊστές και λοιποί εκκλησιομάχοι. Ας βλέπουν την κατάντια των Ουκρανών, που εκλιπαρούν τους Φράγκους και την αγερωχία και λεβεντιά των ορθοδόξων Ρώσων. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι, όχι μόνο η ελπίδα μας για ανάσταση του Γένους, αλλά και η απαράθραυστος ασπίδα μας. Αν υποτασσόμεθα τότε στην «λατινικήν καλύπτραν»-πράγμα που και σήμερα επιχειρείται με την παναίρεση του Οικουμενισμού και με τους ημέτερους μεταπατερικούς λακέδες που τον δορυφορούν-το όνομα των Ελλήνων θα ήταν καταχωνιασμένο στα σκονισμένα ράφια των βιβλιοθηκών).
Ο Γερμανός «ιεραπόστολος» είναι ο πρώτος στην παγκόσμια ιστορία, που εισηγείται συστηματική, «επιστημονική», Γενοκτονία. Είναι ο πρώτος που σχεδιάζει πνευματική εκμηδένιση, εθνικό και φυλετικό αφανισμό. Το σχέδιο του εφαρμόσθηκε στην αμερικανική ήπειρο, στη νότια μέσω των Ισπανών «κονκισταδόρων (=κατακτητών) και στον βορρά με τους τυχοδιώκτες κάου-μπόυ.
(Η σφαγή και η πολιτιστική καταστροφή των ιθαγενών της Αμερικής είναι ένα γεγονός που αποσιωπάται επιμελώς. Οι Ισπανοί καταχωνιάζουν τα εγκλήματά τους. Πέραν των σφαγών, κατέφευγαν και στις προγραμματισμένες διασταυρώσεις με συστηματικό βιασμό των ιθαγενών γυναικών για τη δημιουργία μιάς φυλής μιγάδων, που εξαιτίας των βιολογικών και ανθρωπομορφικών της χαρακτηριστικών ξέκοβε από τις εθνολογικές της ρίζες και δεχόταν την επιρροή του ξένου δυνάστη. Οι εξ Ευρώπης Αμερικανοί, όχι μόνο δεν ένιωσαν τύψεις για την Γενοκτονία, αλλά την μεταμόρφωσαν σε πολιτιστικό κεφάλαιο, εντάσσοντας τη στις ηρωικές περιόδους της ιστορίας των ΗΠΑ, όπως εκφράζεται στα γουέστερν). Τα ίδια έκαναν οι Γάλλοι στην Αλγερία, οι Άγγλοι στις αποικίες του ανά τον κόσμο, οι Ολλανδοί, Βέλγοι, Γερμανοί και λοιποί «εταίροι» μας στην Αφρική, ο Χίτλερ στην Ρωσία, στην Ελλάδα και στις χώρες των μη Αρείων, που κατακτούσε. Τα ίδια κάνουν και πάλι με τα μνημόνια στην πατρίδα μας, χρησιμοποιώντας βεβαίως τους χρήσιμους «Κουίσλιγκ».

Το ερώτημα που γεννιέται είναι: τι δουλειά έχουμε εμείς οι Έλληνες στην Φραγκογερμανική Ένωση; Γιατί παραμένουμε σ’ αυτήν την φιδοφωλιά; Ως πότε «θα ανήκομεν», δηλαδή θα σκύβουμε ταπεινωμένοι και κατασυκοφαντημένοι το κεφάλι, στην διεφθαρμένη πόρνη, «την Δύσιν»;

Πέμπτη, Μαρτίου 20, 2014

Ἀθάνατα λόγια τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ ‘21




Γράφει ὁ Δημήτριος Νατσιός, Δάσκαλος
«Πῆραν φῶς ἀπ’ τὰ καντήλια κι ἄστραψαν τὰ καριοφίλια»

«Πᾶμε νὰ ἰδοῦμεν τοὺς παλιοὺς Ἕλληνες», νὰ ἀκούσουμε τοὺς πολέμαρχους τοῦ ’21, μᾶς ἔπνιξαν οἱ ἀναθυμιάσεις τῶν τωρινῶν δημοπιθήκων. Διαβάζεις τὰ ἀπομνημονεύματα καὶ τὶς φυλλάδες γιὰ τὴν Ἐθνεγερσία καὶ νομίζεις ὅτι ἀνοίγεις ἕνα «μυρογιάλι», ἐκεῖνα τὰ μικρὰ φιαλίδια ποὺ περιέχουν ἀρώματα ἐξαίσια. Ὀσμὴ εὐωδίας πνευματικὴ ἀναδίδεται, παρ’ ὅλα τα πάθια καὶ τοὺς καημοὺς ἐκείνης τῆς περιόδου. Ἔχω τὸ συνήθειο, ὅταν συναντῶ στὰ ἀναγνώσματά μου, λόγια καὶ ἐπεισόδια, ποὺ στέκεσαι καὶ τὰ ξαναδιαβάζεις, ποὺ κρύβουν στὰ φυλλώματά τους πετράδια, νὰ τὰ καταγράφω, γιὰ νὰ μὴν λησμονηθοῦν. Σκοπός μου νὰ τὰ μοιραστῶ μὲ τοὺς μαθητές μου. Σ’ αὐτὲς τὶς ἐξοπλιστικὲς ἡλικίες, τὰ παιδιὰ δὲν θέλουν περισπούδαστες ἀναλύσεις καὶ κενόλογες φλυαρίες.
Μαθαίνουν μὲ τὸ παράδειγμα, μὲ τὸ παραμύθι, μὲ τὴν ἀξία καὶ τὴν ἀρετὴ σαρκωμένες σὲ πρόσωπα. Παράδειγμα. Μάχη τῆς Γράνας, 10 Αὐγούστου τοῦ 1821. Βγῆκαν οἱ πολιορκημένοι στὴν Τριπολιτσὰ Τοῦρκοι νὰ χτυπήσουν τοὺς Ἕλληνες. Ὁ Κολοκοτρώνης εἶχε διατάξει νὰ ἀνοιχθεῖ τάφρος (γράνα) 700 μέτρων, βάθους ἑνὸς καὶ πλάτους δύο μέτρων. Κάποια στιγμὴ οἱ Τοῦρκοι ἐπιτίθενται στὴ γράνα καὶ....ἀπὸ τὶς δύο μεριές. Ἔπρεπε ὁ Γέρος τοῦ Μοριὰ νὰ διατάξει τὰ παλληκάρια του νὰ χωριστοῦν, νὰ μοιραστοῦν τὰ καριοφίλια, νὰ «χτυποῦν» οἱ μισοὶ πρὸς τὴν μία πλευρὰ καὶ οἱ ἄλλοι μισοὶ πρὸς τὴν ἄλλη. Ἐρωτῶ τοὺς μαθητές μου πῶς τὸ ἔκανε πάνω στὴν ἀντάρα τῆς μάχης: Τοὺς βασάνισα κανένα πεντάλεπτο καὶ ἄκουσα ἀπίθανες ἀπαντήσεις. Τί εἶπε ὁ Κολοκοτρώνης καὶ ἀμέσως χωρίστηκαν τὰ ντουφέκια; «Κῶλο μὲ κῶλο ὠρὲ Ἕλληνες!». «Χαμὸς» στὴν τάξη, γέλια καὶ θαυμασμὸς γιὰ τὴν μεγαλοφυία τοῦ Γέρου.

«Ὁ Μιαούλης ἦταν γνωστὸς γιὰ τὴν παλληκαριά του καὶ τὴν ἀφοβία τοῦ ἐμπρὸς στὸν θάνατο. Μιὰ φορά, στὰ νεανικά του χρόνια, ὁ Ἄγγλος ναύαρχος Νέλσων τὸν ἐπίασε νὰ προσπαθεῖ νὰ σπάσει μὲ τὸ καράβι τοῦ ἕναν ἀποκλεισμό του. Ὅταν τὸν ἔφεραν μπροστά του τὸν ρώτησε: - Ἂν ἤσουν ἐσὺ στὴν θέση μου τί θὰ μ’ ἔκανες; Θὰ σὲ κρεμοῦσα στὸ πιὸ ψηλὸ κατάρτι, τοῦ ἀπάντησε ὁ Μιαούλης. Καὶ ὁ Νέλσων κατάπληκτος ἀπὸ τὸ θάρρος τοῦ τὸν ἄφησε ἐλεύθερο». (πέρ. «Γνώσεις», σέλ. 66, 1958).
Πήγαινε στὴν κρεμάλα, τὸν ἀγωνιστὴ Θεόδωρο Γρίβα, ὁ Ἀλὴ πασάς. Ὁ Γρίβας ὅταν πλησίασε ὁ δήμιος κάλυψε τὸ κεφάλι του μὲ τὸ ἔνδυμά του. Τὸν ρωτᾶ τὸ θηρίο τῶν Ἰωαννίνων: «Γιατί σκέπασες τὸ κεφάλι σου; Φοβήθηκες τὸν θάνατο; Δὲν ἤξερες ὅτι ἀφοῦ ἀκολούθησες τὴν δουλειὰ τοῦ πατέρα σου αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ τύχη σου; Δὲν φοβήθηκα τὸν θάνατο, ἀπεκρίθη ὁ Θεόδωρος, τὸν φόβο τὸν ἄφησα στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας μου οὔτε θὰ μείνω χωρὶς ἐκδίκηση. Καὶ πατέρα ἔχω καὶ τέσσερις ἀδελφούς, μὰ ντρέπομαι τὸν κόσμο ποὺ θὰ ἰδῆ νὰ πεθάνω ἔτσι καὶ ἀπὸ τὰ χέρια τέτοιων παλιανθρώπων (καὶ ἔδειξε τοὺς Γύφτους οἵτινες μετήρχοντο τὸ ἐπάγγελμα τοῦ δημίου). Ἐζήτησα τὸ θάνατο ὅπου ἔπρεπε, ἀλλ’ αὐτὸς μὲ ἀρνήθηκε. Καὶ ὁ Ἀλὴς τοῦ χάρισε τὴν ζωή». (Δ. Καμπούρογλου «Θ. Γρίβας», ἔκδ. «Βεργίνα», σέλ. 18).
Στὶς 14 Φεβρουαρίου ὁ Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος γράφει σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἀναστάσιο Λόντο τοῦτα τὰ ἀθάνατα λόγια: «Τὸν περισσότερο καιρὸ τῆς ζωῆς μου ποῦ τὸν ἐπέρασα; Τὸν ἐπέρασα σκοτώνοντας Τούρκους. Τὸν ἐπέρασα εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς τὰ βουνά, τὰ καρτέρια τῶν δρόμων οἱ λόγγοι καὶ τὰ ἄγρια θηρία εἶναι μάρτυρες ὅτι δυσκόλως ἔφευγε Τοῦρκος ἀπὸ τὰ χέρια μου ἂν ζύγωνε καμμιὰ πενηνταριὰ ὀργιές». (Κάρπου Παπαδόπουλου, «Ὀδυσσεὺς Ἀνδροῦτσος καὶ Γ.Βαρνακιώτης», ἔκδ. «Πρωτοψάλτης», σέλ. 65).
Τὸ 1859 μία Σουηδή, ἡ Φρεντρίκα Μπρέμερ, ἐπισκέπτεται τὸν Κανάρη στὸ σπίτι του γιὰ νὰ ἐκφράσει τὸν θαυμασμό της στὸν «γηραιὸ ἄνδρα τῆς ἐλευθερίας», ὅπως τὸν ὀνομάζει. Ὁ Κανάρης ἀπάντησε ὅτι «εὐχαριστεῖ τὸν Θεὸ ποὺ ἐπέτρεψε σ’ ἕνα μικρὸ ναυτικὸ ἑνὸς ἑλληνικοῦ νησιοῦ, ἀπὸ τὰ πιὸ μικρά, νὰ κάμη γιὰ τὴν πατρίδα τοῦ κάτι ποὺ ἔκαμε τὸν ἀπελευθερωτικό της ἀγώνα συμπαθῆ σὲ χῶρες τόσος μακρινές». Ἦταν ἀληθινὰ μία ὡραῖα ἀπάντηση, γράφει ἡ Φρεντρίκα. Καὶ ὅταν τὸν ρώτησε, ἂν αἰσθάνθηκε σὲ κάποια στιγμὴ τῆς ζωῆς του φόβο, ὁ Κανάρης ἀποκρίθηκε: «Ἕνα τέτοιο πράγμα δὲν μπαίνει ποτὲ στὸ νοῦ μας. Ὁ κίνδυνος μᾶς διεγείρει. Τὸ ντουφεκίδι καὶ ἡ μάχη μοιάζουν μὲ μουσική». («Τὸ Εἰκοσιένα, πανηγυρικοὶ λόγοι ἀκαδημαϊκῶν», λόγος Πάν. Κανελλόπουλου, 1963, σέλ. 658).
Ὁ Ἠλίας Φλέσσας καὶ ὁ Παναγιώτης Κεφάλας προτείνουν στὸν «μπουρλοτιέρη τῶν ψυχῶν» Παπαφλέσσα, νὰ ἀφήσει τοὺς λόφους στὸ Μανιάκι καὶ νὰ ταμπουρωθεῖ ψηλότερα, στὸ βουνό, γιὰ νὰ ὑπάρχει ὁδὸς διαφυγῆς. Ἀπαντᾶ: «Ἐγὼ δὲν ἦρθα ἐδῶ νὰ μετρήσω τὸ στρατὸ τοῦ Μπραϊμη, πόσος εἶναι, ἀπὸ τὰ ψηλώματα. Ἦρθα νὰ πολεμήσω. Οὔτε τρελλάθηκε ὁ Μπραϊμης νὰ χασομεράει ἐκεῖ ποὺ ἐλπίζει νὰ κερδίσει νίκη, μὰ θὰ τραβήξει ἴσα κατὰ τὴν Τριπολιτσά, κι ἐγὼ τότε θὰ μείνω νὰ μαζεύω ἀπὸ πίσω τα καρφοπέταλά του. Ἂν ὅμως τὸν κρατήσω ἐδῶ στὸ Μανιάκι, γλιτώνω τὸν Μωριά, γιατί θὰ τὸν κάμω νὰ πισωγυρίσει ὅπως ὁ Δράμαλης, εἰτεμὴ θὰ πληρώσει ἀκριβά το αἷμα μου καὶ θὰ συλλογιστῆ καλὰ ὕστερα νὰ μπῆ στὴν καρδιὰ τοῦ Μωριά. Καθίστε ἐδῶ νὰ πεθάνουμε σὰν ἀρχαῖοι Ἕλληνες». (Κ. Παπαδημητρίου, «Τελεταῖες ὧρες, τελευταία λόγια τῶν Ἀγωνιστῶν τοῦ ‘21», σέλ. 159).
Πρὶν ὁδηγήσουν τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Μάρκου Μπότσαρη στὸ Μεσολόγγι στάθηκαν οἱ Σουλιῶτες γιὰ λίγο στὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας. Ἐκεῖ γιατροπορευόταν ὁ Καραϊσκάκης. Ὅταν τὸ ἔμαθε σύρθηκε στὴν ἐκκλησιά, φίλησε τὸν νεκρὸ κλαίγοντας καὶ εἶπε: «-Ἄμποτες, ἀδελφέ μου, Μάρκο, ἀπὸ τέτοιο θάνατο νὰ πάω κι ἐγώ». Καὶ ὅταν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ λείψανο, πρόσθεσε: «Μάνα δὲν γέννησε στὴν Ἑλλάδα δεύτερο Μάρκο... Οὔτε εἶδα οὔτε θὰ ἰδῶ τέτοιον πολεμάρχη». («Τελευταῖες ὧρες», σέλ. 132).
«Ὅταν ἀποφυλακίστηκε ὁ Νικηταρᾶς ὁ Τουρκοφάγος (Καταγόταν ἡ οἰκογένειά του ἀπὸ τὸ Τουρκολέκα τῆς Μεγαλόπολης γι’ αὐτὸ τὸν ἀποκαλοῦσαν καὶ Τουρκοπελέκα), τὸ 1841, ἦταν τόσο φτωχὸς ποὺ κατάντησε ζητιάνος στὰ σοκάκια τοῦ Πειραιᾶ. Ἡ ἁρμόδια ἀρχή, ἡ ὁποία χορηγοῦσε θέσεις ἐπαιτείας, τὸν ἐπέτρεπε νὰ ἐπαιτεῖ, κοντὰ στὴν ἐκκλησία τῆς Εὐαγγελίστριας, κάθε Παρασκευή! Ὅταν αὐτὰ ἔφτασαν στὰ αὐτιὰ τοῦ πρέσβη τῆς Γαλλίας, αὐτὸς ἀπεστάλη ἀπὸ τὴν κυβέρνησή του, στὸ σημεῖο ὅπου ζητιάνευε ὁ μεγάλος ὁπλαρχηγός. Μόλις ὁ Νικηταρᾶς ἀντελήφθη τὸν ξένο, μάζεψε ἀμέσως τὸ ἁπλωμένο χέρι του.
- Τι κάνετε στρατηγέ μου; ρώτησε ὁ ξένος.
- Απολαμβάνω ἐλεύθερη πατρίδα, ἀπάντησε ὑπερήφανα ὁ ἥρωας.
- Μα ἐδῶ τὴν ἀπολαμβάνετε, καθισμένος στὸν δρόμο; Ἐπέμενε ὁ ξένος.
- Η πατρίδα μου ἔχει χορηγήσει σύνταξη γιὰ νὰ ζῶ καλά, ἀλλὰ ἔρχομαι ἐδῶ γιὰ νὰ παίρνω μιὰ ἰδέα πῶς περνάει ὁ κόσμος, ἀπάντησε περήφανα ὁ Νικηταρᾶς.
- Ο ξένος κατάλαβε καὶ διακριτικά, φεύγοντας ,ἄφησε νὰ τοῦ πέσει ἕνα πουγκὶ μὲ χρυσὲς λίρες. Ὁ σχεδὸν τυφλὸς Νικηταρᾶς ἄκουσε τὸν ἦχο, ἐπίασε τὸ πουγκὶ καὶ φώναξε στὸν ξένο: «Σοῦ ἔπεσε τὸ πουγκί σου. Πάρε το μὴν τὸ βρεῖ κανένας καὶ τὸ χάσεις!». Στὶς 25 Σεπτεμβρίου τοῦ 1849, ὁ γενναῖος καὶ ἔντιμος ἥρωας, πεθαίνει πάμφτωχος».
Καὶ μιὰ καὶ σήμερα τὸ ἔνδοξο τοῦτο ἁλωνάκι, ἡ κατασυκοφαντημένη πατρίδα μας, εἶναι ζωσμένη ἀπὸ «τὶς ἀλώπεκες τοῦ σκότους» (Ε.Βούλγαρης) τοὺς Φράγκους καὶ τὸ ἐξ ἀνατολῶν θηρίο, πάλιν μαίνεται, νὰ κλείσω μὲ τὸ ἠρωικότερο ἐπεισόδιο τοῦ Ἀγώνα, τὴν Ἔξοδο τοῦ Μεσσολογγίου, ποὺ μᾶς διδάσκει πῶς σώζονται τὰ ἔθνη. (Τὸ κείμενο δημοσιεύτηκε πέρυσι στὸ θαυμάσιο περιοδικὸ «Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία», τοῦ πολυσέβαστου Στέλιου Λαγουροῦ. Εἶναι ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ν. Βούλγαρη «Τὸ Μεσσολόγγι τῶν Ἰδεῶν, ἑρμηνεία τῆς ἀπόφασης τῆς ἐξόδου»).
«Ἦταν πρωί, Σάββατο τοῦ Λαζάρου, 10 Ἀπριλίου τοῦ 1826, ὅταν συγκροτήθηκε τὸ νεκροδόξαστο ἐκεῖνο συμβούλιο ἀποφάσεως. Ἦταν ἕνα συμβούλιο θανάτου. Οἱ καπεταναῖοι εἶχαν ἀναλάβει νὰ διερευνήσουν, μὲ ἀνιχνευτὲς τὴν ὕπαρξη μυστικοῦ δρόμου-διόδων γιὰ ἀκίνδυνο πέρασμα τῶν Ἐλεύθερων Πολιορκημένων στὴν ἐλευθερία. Κανένας ὅμως δὲν ἔφερε ἐλπιδοφόρα πληροφορία. Οἱ λόγχες καὶ οἱ στενωποὶ φυλάγονταν ἄγρυπνα ἀπὸ τοὺς πολιορκητὲς σὲ βάθος χώρου καὶ τόπου. Γενικὴ ἦταν ἡ κατήφεια καὶ ἡ σιωπηλὴ θλίψη. Τὴν σιωπὴ τῆς στιγμῆς ἔσπασε ἡ βροντώδης καὶ σταθερὴ ἔκρηξη τοῦ τρανοδύναμου ἀρχηγοῦ τῆς Φρουρᾶς, τοῦ Θανάση Ραζη-Κότσικα.
- Υπάρχει δρόμος ὠρέ!
- Ποιος εἶναι, στρατηγέ, καὶ δὲν τὸν λὲς τόση ὥρα; Διαμαρτυρήθηκαν ὅλοι οἱ παριστάμενοι.
- Είναι ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ, φωνάζει».
Μόνο ἂν βαδίσουμε τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ, θὰ ἀναστηθοῦμε ὡς λαὸς καὶ ὡς κράτος...
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...