Από το πόνημα του Τάκη Σταματόπουλου"Ο Εσωτερικός Αγώνας"
... Οι καθολικοί λοιπόν, και στον καιρό της Φραγκοκρατίας και της Τουρκοκρατίας ακόμα, καταπίεζαν σκληρά τούς Όρθόδοξους, για να τούς αναγκάσουν νά άλλαξοπιστήσουν. Ακόμα και κατά την επανάσταση, όπως θα δούμε παρακάτω, αν και λιγώτεροι, με την ενίσχυση πού τούς παρείχαν οι πρόξενοι των ξένων Δυνάμεων και η γαλλική προστασία, εξακολουθούσαν να κακομεταχειρίζουνται τούς Όρθόδοξους και νά αντιδρούν με πείσμα στον έθνικόν αγώνα.
Στα νησιά του Αιγαίου και πρό πάντων στίς Κυκλάδες, (όπου ήσαν πολλοί Καθολικοί), υπήρχε μια ιδιότυπη κατάσταση, πού παρόμοιο της δέ βρίσκουμε στην άλλην Ελλάδα, δηλ. ο μεγάλος διαχωρισμός και τό μίσος, ανάμεσα στους Ελληνες Καθολικούς και τούς Όρθόδοξους. Και τό βαθύ και αγεφύρωτο αυτό χάσμα, τό δημιούργησεν η Παπική προπαγάνδα. Κατάφερε τούς Καθολικούς, πού ήσαν και αυτοί Ελληνες και μιλούσαν τά ελληνικά (εξόν άπό τούς προύχοντες πού οι περσότεροι ήσαν απόγονοι των Φράγκων), νά μισούν τούς Όρθόδοξους περσότερο κι άπό τούς Τούρκους. Και τό θλιβερό αποτέλεσμα (πού είναι πολύ διδαχτικό και αξίζει ιδιαίτερα νά τονιστεί) είναι, ότι ό θρησκευτικός φανατισμός, έκαμε τούς Ελληνες Καθολικούς, νά γίνουν φιλότουρκοι. Κι' ακόμα τούς άλλαξε σέ τέτοιο βαθμό, τό εθνικό τους φρόνημα, ώστε όχι μόνο νά μή λάβουν μέρος στήν επανάσταση, αλλά νά καταντήσουν προδότες της ίδιας της πατρίδας. Κι' αυτό πιστοποιήθηκεν, όταν άρχισ’ η επανάσταση:
«Η υπέρ της ελευθερίας φωνή — γράφει ο Σ. Τρικούπης — αντήχησε καθ' όλας τάς Κυκλάδας και πολλάς τών Σποράδων. Μόναι αί καρδίαι των του δυτικού δόγματος Ελλήνων έκώφευσαν. Έφάνη κατά τήν περίπτωσιν ταύτην υπό τήν μορφήν του δόγματος τούτου όλη η άσχημοσύνη του φανατισμού προτιμήσαντος τήν ήμισέληνον του σταυρού και τήν δουλείαν της ελευθερίας. Ουδείς τών έν Πελοποννήσω και τη στερεή Ελλάδι Ελλήνων πρεσβεύει τό δυτικόν δόγμα. Ένδεκακισχιλίους του δόγματος τούτου περιείχαν αί τέσσαρες νήσοι του Αιγαίου, Σύρα, Τήνος, Νάξος και Σαντορίνη. Εξαιρουμένων δέ πολλά ολίγων φανέντων αληθών Ελλήνων έπί του αγώνος, οι λοιποί και αντείπαν και άντέπραξαν φανερά και κρυφ ί ω ς, και σχέσεις έλαβον μυστικάς π ρ ο ς τούς εχθρούς του Ε θ ν ο υ ς, και χ αρ α ν μεγάλην ασυστόλως έδειξαν έπί ταις άποτυχίαις τών ομογενών (π.χ. όταν έμαθαν τήν καταστροφή και τις σφαγές της Χίου έχόρευαν από τή χαρά τους!)...
Τόσην δέ κλίσιν έδειξαν προς τούς Τούρκους οι δυτικόφρονες έν γένει και κατ' εξοχήν οι της Σύρας, ους εύτύχησεν η Επανάστασις, και τόσον ολίγην πεποίθησιν είχον έπί τή εύοδώσει του εθνικού αγώνος, ώστε σ υ νεισέφερον διπλούς φόρους, τούς μέν έξ ανάγκης χάριν τών Ελλήνων, τούς δέ έκ προαιρέσεως χάριν τών Τούρκων».
Το πράγμα δέν επιδέχεται καμιάν αμφισβήτηση. Αλλος σύγχρονος ιστορικός, ο Φιλήμων, γράφει γιά τήν αντεθνική στάση τών Καθολικών: «Οι έτερόδοξοι άντεβοήθουν τοις Τούρκοι ς, εδώ μέν παρεμβάλλοντες μυρία προσκόμματα, εκεί δε σιτίζοντες φρούρια πολιορκούμενα, και πανταχού, όπου άν ήδύναντο, κατασκοπεύοντες και προδίδοντες π α ν Ε λ λ η ν ι κ ό ν κ ί ν η μ α... Κατά τόν αγώνα είδομεν Τούρκους στρατεύοντας μετά των Ελλήνων ουχί δέ και Λατινοδόξους Ελληνας του Αιγαίου οπλιζομένους υπέρ της κοινής πατρίδος». Ακόμα και μετά τόν αγώνα, ενώ οι Τούρκοι έπαψαν τά μίση, οι Καθολικοί Έλληνες, εξακολουθούσαν νά μισούν τούς ομοφύλους τους (Βλ. και Σπηλιάδη: «Έκ των τοιούτων Δυτικών Ελλήνων υπήρξαν και τίνες, οι οποιοι εστελλον τροφάς εις τούς Τούρκους τής Εύβοιας κα της Κρήτης και ώδήγουν ώς ναυαγοί τούς Τουρκικούς στόλους εις εκείνα τα μέρη», Απομνημονεύματα», τ. Α', α. 556).
Και ο Κυκλαδίτης ιστορικός Δ. Πασχάλης, είναι εξ ίσου κατηγορηματικός: «Οι Καθολικοι καίτοι πάντες σχεδόν Ελληνες τό γένος και τήν έλληνικήν γλώσσαν λαλούντες λόγω μόνον της διαφοράς του θρησκεύματος έκώφευσαν είς τήν φ ω ν η ν της πατρίδος και έ τ η ρ η σ α ν πράγματι άντεθνικήν στάσιν καθ’ όλην τήν διάρκειαν του άγώνο ς.
Αμέσως λοιπόν, μόλις άρχισ' η επανάσταση, εξεδήλωσαν οι Ελληνες Καθολικοί τήν αντίδραση, με τήν άρνηση τους νά αναγνωρίσουν την Ελληνική Διοίκηση και να της πληρώνουν φόρους, ενώ με προθυμία και χωρίς νά τούς αναγκάζει κανείς έπλήρωναν στους Τούρκους!
Άπό έγγραφο, πού εστειλ' ο έπαρχος Τήνου Σπυρίδων, γράφοντας στά 1822 στήν «Προσωρινήν Διοίκησιν Ελλάδος», βλέπουμε, ότι οι Καθολικοί «μή άναγνωρίζοντες τήν Έλληνικήν Διοίκησιν ουδέν άπέδιδον, καίτερ έχοντες τά πλέον εύκαρπα μέρη». Τό πράγμα επιβεβαιώνεται και άπό πίνακα, πού εύρήκε ο Ν. Άρμακόλλας, στ’ αρχεία της Επισκοπής των Καθολικών στήν Ξυνάρα της Τήνου, όπου φαίνεται, ότι υπήρχαν συνολικά 2.193 οικογένειες. Άπό αυτές οι 850 ήσαν Λατίνοι και οι 1343 Όρθόδοξοι. Και όλη η άξια των χτημάτων ήταν 412.523 άσπρα. Τά χτήματα τών Λατίνων είχαν αξία 220.000 άσπρα, ένώ σ' αναλογία με τους αριθμούς έπρεπε νά έχουν 159.893 άσπρα. Οι πλουσιότεροι λοιπόν ήσαν οι Καθολικοι, δπως έγραφε και ό Επαρχος και όμως δέν έδιναν τίποτε γιά τήν επανάσταση!
Με τήν προθυμία τους όμως νά πληρώνουν φόρο στους Τούρκους κι' όχι στήν Έλλ. Διοίκηση, παρουσίαζαν τά νησιά, ότι δέν ήθελαν τήν επανάσταση και αμφίβολη τήν ελληνικότητα τους, όπως τονίζει ο Δ. Κόκκινος: «...πλήν ελαχίστων, που έδείχθησαν πραγματικοί Έλληνες κατά τον αγώνα, οι άλλοι (Καθολικοί) αντέδρασαν όσον ημπόρεσαν και κρυφά και φανερά, προσεπάθησαν νά εμφανίσουν τάς νήσους των ώς άντιστρατευομένας εις τήν έπανάστασιν και πολλοι άπό αυτούς έδρασαν ώ ς πραγματικοί εχθροί, έφοδιάζοντες πολιορκούμενα τουρκικά φρούρια, κατασκοπεύοντες τούς Έλληνας, και εξακολουθούσαν νά καταβάλλουν τον πρός τούς Τούρκους φόρον και κατά τήν διάρκειαν της επαναστάσεως, παρουσιάζοντες κατ' αύτόν τον τρόπον άμφίβολον τήν ελληνικότητα τών νήσων των».
Αργότερα μάλιστα, οι Καθολικοί ξεθαρρεμένοι με τήν έξοδο του τούρκικου στόλου, δέν ήθελαν νά δώσουν με κανένα πλέον τρόπο τά εθνικά δικαιώματα ώς Έλληνες, ένώ με προθυμία μεγάλη εξακολουθούσαν νά πληρώνουν στούς Τούρκους.
Σ' αύτό τούς ενίσχυσαν και οι πλοίαρχοι της Γαλλίας και Αγγλίας. Ό Δεγρανμπρέ, διοικητής της φρεγάδας «-Σαλαμάνδρα», απαγόρευε «κατά διαταγήν άνωτέραν» στον έπαρχο της Νάξου, Φώτη Καραπάνου, νά εισπράξει τά δέκατα άπό τούς Γκραικολατίνους, γράφοντας του, κοντά στ' άλλα: «Οι καθολικοί Λατίνοι Ελληνες ή και άλλοι, προστατεύονται ύπό της Γαλλίας... Θά σας εμποδίσω διά της βίας,του νά φορολογήσετε οπωσδήποτε τά υπάρχοντά των». Και απειλούσε, ότι θα τον έδιωχνε στήν Υδρα. Και ο Άγγλος διοικητής της κοβέρτας «η Μεδίνα», απαγόρευε στόν έπαρχο Άξιώτη, στή Σύρα ν ά φορολογεί υπηκόους Άγγλους, πού έμπορευόντουσαν εκεί, «θά είσθε ατομικώς υπεύθυνος (του έγραφε στίς 22 του Όκτ. του 1823), και ύποκίνδυνος ίδίως».
Κι' επειδή οι Καθολικοί και με δική τους πρωτοβουλία και γιατί ακόμα τούς παρακινούσαν οι πρόξενοι και οι πλοίαρχοι τών ξένων δυνάμεων, άρνιόντουσαν νά πληρώσουν τούς φόρους, ο Παπαφλέσσας υπουργός τών Εσωτερικών, έστειλε (9 Ιούνη του 1823) προκήρυξη στους Έλληνες της Δυτικής Εκκλησίας, όπου τούς τόνιζε, ότι υπάρχουν «πολλά Έθνη, έκαστον τών οποίων συνίσταται άπό θρησκευτάς διαφόρων διδασκαλιών, οιτινες με όλον τούτο είναι είς εν Έθνος συνδεδεμένοι». Π.χ. η Γερμανία, η Όλλανδία, Γαλλία έχουν Ευαγγελικούς, Καθολικούς και άλλων διαφόρων διδασκαλιών χριστιανούς, και όμως αποτελούν εν και μόνον Εθνος» τό καθένα τους. «Και σεις λοιπόν — συνεχίζει — οι χριστιανοί της Δυτικής Εκκλησίας, οσοι είσθε γεννημένοι είς τήν Ελλάδα, είσθε αχώριστοι άπό τό Εθνος μας. Έάν έκατηχήθητε άπό ίερείς της Δυτικής Εκκλησίας έπαύσατε τάχα νά είσθε του αυτού Έθνους με τούς, όσοι έκατηχήθησαν άπό ιερείς τής Ανατολικής Εκκλησίας; Μή γένοιτο! Αλλο Εθνισμός, και άλλο θρησκεία. Και σεις είσθε Ελληνες, και ύπόκεισθε άπαρασάλευτα είς τά αυτά εθνικά χρέη, και έχετε τά αυτά εθνικά δικαιώματα, καθώς και οι τής Ανατολικής Εκκλησίας χριστιανοι. Οθεν σας συμβουλεύομεν πατρικώς νά γνωρίσετε τά όποια έχετε πρός τήν κοινήν Πατρίδα χρέη, νά ύπόκεισθε ευπειθώς είς τούς νόμους του Εθνους μας, νά πληρώνετε το δέκατον τών προϊόντων τής ιδιοκτήτου γης σας και τάς λοιπάς νομίμους συνεισφοράς, ώς και οι λοιποι Έλληνες».
Γιά τδν ίδιο λόγο, έγραφε και ο Δ. Υψηλάντης στον Επαρχο Εύάγ. Μαντζαράκη στην Θήρα: «Έκ του γράμματος τών εφόρων βλέπω, ότι οι Λατίνοι συμπατριώται σας ετόλμησαν νά άρνηθώσι το χρέος τής αναλόγου φορολογίας. Δέν τούς έπρεπε διά θρησκευτικάς διαφοράς νά άναισθητώσι εις τά πολιτικά χρέη των και νά φέρωνται είς τήν ίεράν πατρίδα ώς εχθροί. Πασχίσατε λοιπόν νά τούς δώσετε νά καταλάβουν ότι είναι συμπατριώται, ομογενείς και ότι είναι χρέος των και χριστιανικόν και πολιτικόν νά αγαπούν τήν πατρίδα, νά συνεισφέρουν είς τάς κοινάς χρήσεις της και ώς αδελφοί και τέκνα τής αυτής μητρός νά συναγωνίζωνται προθύμως υπέρ τής ελευθερίας της»
Στήν αντίδραση τών Καθολικών στήν επανάσταση και στήν άρνηση τους νά πληρώνουν φόρους, συντέλεσαν -πολύ και οι πρόξενοι τών ξένων δυνάμεων, τής Γαλλίας, τής Αυστρίας και τής Αγγλίας, πού ήσαν φανατικοι τουρκόφιλοι και αντιδρούσαν με πείσμα στήν επανάσταση. Οι Αγγλοι μάλιστα πρόξενοι στήν Ελλάδα, έλεγ' ο Π. Π. Γερμανός «ήσαν Τούρκοιαπέναντι τών Ελλήνων».
"Ολοι τους αυτοι οι πρόξενοι τών ξένων δυνάμεων «οι όποίοι — κατά τον Δ. Πασχάλη — όλοι σχεδόν ήσαν εντόπιοι του δυτικού δόγματος, λησμονούντες όμως τήν έλληνικήν καταγωγήν των και τυφλοί έκ τής μισαλλοδοξίας», κατάτρεχαν φανερά τήν επανάσταση, παρακινούσαν τδν πληθυσμό νά μήν πληρώνει φόρους στήν Έλλ. Διοίκηση, νά μήν υπηρετεί στο ελληνικό ναυτικό και στρατό και νά προσκυνήσει στους Τούρκους. Ακόμα κυκλοφορούσαν και κίβδηλα νομίσματα και έ'τσι «γινότουν παραχάραξη τών ελληνικών».
Στή Μύκονο και στή Σύρα, «ο Επαρχος δέν ύψωσε τήν Έλληνικήν σημαίαν, διότι οι πρόξενοι και οι πράκτορες τών ξένων δυνάμεων δέν επέτρεψαν».
Κι' όταν ο τούρκικος στόλος πλησίασε στή Σαντορίνη, οι Δυτικοί ύποπρόξενοι έκαμαν επίσκεψη στον ναύαρχο του Μεχμέτ 'Αλή «κομίσαντες αύτώ πλούσια δώρα». Και ο Αγγλος άντιπρόξενος στήν Πάρο, έτρεξε νά χαιρετίσει τον Καπετάν Πασα, όταν έφτασ' έκεί.
Ό Παπαφλέσσας έχοντας ύπ' όψη του, ότι ο Γάλλος πρόξενος στήν Τήνο «παραβαίνει τά χρέη του και τολμά νά λάβη έπιρροήν είς τά πράγματα τοϋ Εθνους» κατάγγελνε στδ Εκτελεστικό Σώμα τις παραβάσεις του προσθέτοντας: «τής αυτής διαθέσεως είναι και οι λοιποί έν Ελλάδι πρόξενοι τών Ευρωπαϊκών Αυλών». Γι' αυτό, πρότεινε νά παρθούν μέτρα. Και ο Γεν. Γραμματέας του Εκτελεστικού κοινοποίησε σχετικήν εγκύκλιο, τονίζοντας ανάμεσα στ' άλλα: «...ότι ένώ αυτοί κυρίως πρόξενοι δέν είναι, η Ελληνική Διοίκησις, διά νά άποφύγη πάσαν δυσαρέσκειαν, απεφάσισε νά τούς αναγνώριση ώς τοιούτους... Και κυρίως πρόξενοι άν ήσαν πλειότερον έπρεπε νά περιορίζωνται είς τά του ύπουργήματός των και νά μή τολμούν παντάπασιν νά ανακατεύονται είς τά Ελληνικά πράγματα»
Oι Συριανοι και η επανάσταση
Τό δεύτερο επαναστατικό χρόνο, η έξοδος του τούρκικου στόλου με τόν Καρά-Άλή και η καταστροφή της Χίου, Εδωσαν τήν ευκαιρία νά φανούν τά άντιεπαναστατικά αισθήματα μερικών νησιωτών και η προθυμία τους νά προσκυνήσουν στους Τούρκους. Οι Συριανοί Καθολικοί προπάντων, περσότερο άπό τούς άλλους, αμέσως άπό τήν αρχή, είχαν δείξει τήν αντίδραση τους στήν επανάσταση κι' έχοντας τήν γαλλικήν υποστήριξη έρχονταν σέ συνεννόηση με τούς Τούρκους. Τούς έπλήρωναν τούς φόρους (ένω άρνιόντουσαν νά αναγνωρίσουν και νά πληρώσουν στήν ελληνική κυβέρνηση), τούς εφοδίαζαν με όλα κι' ετσι έπλούτισαν μάλιστα πολλοί, άπό αυτό και τήν μαύρη αγορά πού ασκούσαν. Γιά τήν ευημερία, τόν πλουτισμό και τήν αντεθνική τους δράση, οι Συριανοί ήσαν μισητοί στους άλλους Έλληνες. «Ιδίως η Σύρος —γράφει ο Ζουριέν ντε λα Γκραβιέρ—· έξήπτε τήν δργήν τών φιλοταράχων γειτόνων της... Τό μίσος, ο κακός ούτος σύμβουλος λαών και ατόμων, έξήγειρε μεθ' όλα ταύτα ζηλότυπον λύσσαν έπί τή παροδική τής Σύρου εύδαιμονία».
Μα εκείνο πού τούς έκαμε περσότερο μισητούς ήταν, όταν με τήν άφιξη του τούρκικου στόλου (τό Σεπτέμβρη τοϋ 1822), «οι φιλότουρκοι τής Σύρας έσπευσαν νά προσφέρωσι τήν βαθείαν ύπόκλισίν των τω Καπητάμπασα, άποστείλαντες τούς προεστώτάς των είς τήν ναυαρχίδα».
Αντίθετα, οι Μυκονιάτες με τήν ηρωίδα τους Μαντώ, όταν 100 Αλγερινοί, έβγήκαν άπό τόν τούρκικο στόλο στό νησί τους, τούς έπολέμησαν, έσκότωσαν 13 κι' ανάγκασαν τούς άλλους νά φύγουν. Ακόμα και οι Τηνιακοί, ήσαν συγκεντρωμένοι ένοπλοι στήν παραλία, έτοιμοι νά αντισταθούν, άλλά ο τούρκικος στόλος αποσύρθηκε χωρίς νά κάνει απόβαση.
Γιά τήν τόσο δουλόπρεπη αυτή στάση τών Συριανών οι Κεφαλλωνίτες, πού ήσαν έκεϊ, αγανάχτησαν κι' έγινε συμπλοκή με τούς Συριανούς κι' έσκοτώθηκαν μερικοί και άπό τά δύο μέρη.
Επίσης η καταστροφή τής Χίου, έδωσεν αφορμή νά φανούν τά πραγματικά αίσθήματα τών Συριανών. Οταν έμαθαν τις φοβερές σφαγές τής Χίου, εξεδήλωσαν τή χαρά τους «διά χορών και ασμάτων»! «Η άτοπος χαρά —τονίζει ο Χέρτσμπεργκ— μεθ' ής λέγεται ότι οι Λατίνοι κάτοικοι τής Σύρου (δηλ. οι Καθολικοί Έλληνες) έχαιρέτιζον τάς συμφοράς τών Ελλήνων, και ιδίως τήν πτώσιν τής Χίου, και άλλα δείγματα εχθρικών φρονημάτων έπήνεγκον εν Σύρω ήδη περί τά τέλη τοϋ 1822 πολλάς πολλάκις γενομένας συγκρούσεις προς τούς Ιονίους ναύτας και πρδς άλλους Ελληνας νησιώτας».
Ακόμα, όταν οι πρόσφυγες άπό τις Κυδωνίες, τή Σμύρνη, τή Χίο κι' άργότερ' άπό τά Ψαρά, έζήτησαν έκεΐ καταφύγιο, οι Συριανοί όχι μόνο δέν τούς είδαν «με καλόν όμμα», άλλά και «οι ελεεινότεροι αυτών (οι Λατινοέλληνες) Συριανοί —ίνα μή μιανθώσιν βεβαίως— άντέκρουσαν και δι’ όπλων τήν θρησκευτικήν λατρείαν τών έν τη νήσω καταφυγόντων ορθοδόξων τής Σμύρνης, τών Κυδωνιών και διαφόρων άλλων τόπων».
Μά δέν περιορίστηκαν μόνο νά τούς εμποδίζουν νά τελούν τις θρησκευτικές τους τελετές, άλλά έφτασαν νά απαγορέψουν στό λαό νά τούς πουλάει ψωμί και δέν τούς επέτρεπαν ακόμη νά παίρνουν και νερό!.
Ό Λουκάς Ράλλης στις αναμνήσεις του, γράφει γιά τή «γενική δυστυχία» τών προσφύγων και ότι «οι πλείστοι ήσαν με λευκούς σκούφους έπί τής κεφαλής, με μισά σανδάλια, πολλοί με έσχισμένα ρούχα, άλλ' όλοι ώς μέλισσαι περιτρέχοντες πρός έξοικονόμησιν τών αναγκαίων και περί τής επαναστάσεως, πάντες ούχ' ήττον φροντίζοντες κ α ι άνεξετάζοντες». Παρ' όλη τήν εξαθλίωση τους, όμως το νου τους τον είχαν πάντα στήν επανάσταση!
Οι Έλληνες πολεμιστές, ήσαν αντίθετοι γιά τήν εγκατάσταση τών προσφύγων (όταν μάλιστα τύχαινε νά είναι και εύποροι), ιδιαίτερα στή Σύρα, πού ήταν εχθρική γιά τήν επανάσταση. «Το μόνον άπευκταΐον και άτιμον —έγραφ' ο αντιπρόσωπος τοϋ Υψηλάντη Σάλλας «το νά καταφύγωσιν οι ομογενείς μας είς τούς μόνους άσπονδους εχθρούς μ α ς» (τούς Συριανούς).
Οπως ήταν φυσικό, οι εχθρικές αυτές εκδήλωσες τών Καθολικών, έδημιούργησαν καθημερινές προστριβές με τούς πρόσφυγες.
Η κατάσταση εκτραχύνθηκε περσότερο, όταν μάλιστα οι Κεφαλλωνίτες πού είχαν συμπλακεΐ με τούς Συριανούς (άγαναχτισμένοι πού οι προεστώτες τους είχαν προσκύνηση τον Καπετάν πασά), ξαναγύρισαν στίς 12 Δεκέμβρη του 1822, μαζί με τό Ζακυνθινό Νέστορα Φαζιόλη κι' άλλους εφτανησιώτες και νησιώτες νά πάρουν εκδίκηση και νά λαφυραγωγήσουν. Οι Συριανοι όμως με τή βοήθεια αύστρακού πολεμικού, κατόρθωσαν νά τούς αποκρούσουν.
Ώς τόσο, οι συγκρούσεις μεταξύ «Πάροικων» (όπως έλεγαν τούς πρόσφυγες), και τών Συριανών, συνεχίστηκαν και η κατάσταση είχε φτάσει σέ οξύτατο σημείο. Γι' αυτό αναγκάστηκεν η Διοίκηση νά στείλει τό Γενάρη του 1823 επίτηδες άνθρωπο στή Σύρα γιά «νά καθησυχάση τά διατεταραγμένα τών ανθρώπων εκείνων πνεύματα, και τάς δύο φατρίας νά συμβιβάση, όσον είναι δυνατόν νά γίνη τούτο με άπλούς λόγους και νουθεσίας».
Στό μεταξύ στίς 10 του Φλεβάρη του 1823, ξαναγύρισ’ ο Φαζιόλης με 2000 στή Σύρα και μ' αναφορά του, έξιστορούσε στή Διοίκηση, τήν έκρυθμη κατάσταση: «ών εις τήν Σύραν, έβιάσθην νά δεχθώ και νά προφυλάξω είς τό ίδιον (πλοίον) τούς κατατρεγμένους Ελληνας παρά τών Συριανών και διά περισσοτέραν άσφάλειάν των νά υψώσω και τήν έλληνικήν σημαίαν και με τά όπλα νά προφυλάξω τήν ζωήν πολλών οπού ήθελον αδίκως νά θυσιασθοΰν παρά τών ιδίων». Ό Φαζιόλης άφού έκαψε μερικές αποθήκες στήν παραλία, έτοιμαζότουν νά μπει στήν άνω πόλη, όπου έζούσαν κυρίως οι Καθολικοί (εξόν άπό 12 οικογένειες), πού τούς προστάτευαν ιδιαίτερα οι Γάλλοι, άλλά ό Γάλλος πλοίαρχος Άργκούς, με τό πολεμικό του «Estafette», με κανονιοβολισμούς ανάγκασε τούς οπαδούς του νά αποσυρθούν, ένώ οι Καθολικοί είχαν υψώσει τή γαλλική σημαία και εζητούσαν τή βοήθεια του βασιλιά της Γαλλίας!
Και στις 5 του Ιούλη του 1823, ο Ν. Φαζιόλης έφτανε με ένα μπρίκι και 12 κανόνια γιά τρίτη φορά στή Σύρα, με τή διαφορά, ότι τώρα έρχότουν όχι ώς ιδιώτης, άλλά ώς επίσημος πλέον και αναγνωρισμένος άπό τή Διοίκηση «πολιτάρχης» (αστυνόμος). Ομως οι Καθολικοί έσπευσαν αμέσως νά ειδοποιήσουν το Γάλλο πλοίαρχο Ντέ Ριγνύ, πού ήρθε τήν άλλη ήμερα με το πολεμικό του «Μήδεια» κι' έπιασε το βρίκι ώς πειρατικό, έστειλε τούς άντρες τής πολιταρχίας στήν Υδρα και τό Φαζιόλη «σιδηροδέσμιον» στή Ζάκυνθο και τον παράδωσε στους Αγγλους πού τον έφυλάκισαν.
Παρ' όλην όμως τήν αποτυχία τών επιδρομών και τήν σύλληψη του Φαζιόλη, η κατάσταση έξακολουθούσε νά είναι πολύ ανώμαλη και νά σημειώνουνται πολλές αυθαιρεσίες, ακόμη κι' εγκλήματα και κλοπές. Γιά τήν τόσο κρίσιμη αυτή κατάσταση ανάμεσα στους «πάροικους» πού τούς έδερνε «γενική δυστυχία» και τούς φανατισμένους Καθολικούς, ο Αλέξανδρος Άξιώτης, έπαρχος στή Σύρα και τή Μύκονο, άπηυδισμένος έστειλε τήν παραίτησή του. Άλλά το Βουλευτικό, πού κατάλαβε, ότι ό Άξιώτης «βιασθείς κατά το παρόν άπό τινα παρατράγωδα γεγονότα έκεί, τά οποία χρήζουσιν έπιδιορθώσεως», ήθελε νά παραιτηθεί, με έγγραφο του στο Ύπουργείο τών Εσωτερικών, υποδείκνυε νά του κάμουν σύσταση νά μείνει στή θέση του, καθώς και νά του προσφέρουν κάθε ενίσχυση. Και ο έπαρχος πού διαδέχτηκε αργότερα τόν Άξιώτη, ο γαμπρός τών Κουντουριωταίων Έλ. Δρίτσας, προσπάθησε με αυστηρά μέσα νά επιτύχει τήν ειρήνευση. Άλλά και αυτός δυσαρέστησε ιδιαίτερα τούς Καθολικούς (πού έπροστάτευαν οι Γάλλοι στήν άνω Σύρα), ώστε έκάλεσαν πάλι (όπως γράφει ό Λ. Ράλλης στίς αναμνήσεις του), τόν Ντέ Ριγνύ, πού έστειλε πολεμικό και οι ναύτες του επήγαν στό Διοικητήριο και άφού απήγαγαν τό Δρίτσα «διά τής βίας», τόν έφεραν «όπου έδρευεν, η Ελληνική Κυβέρνησις»!
Για τήν άντεθνικήν αυτή στάση τών Ελλήνων Καθολικών, και τις αυθαίρετες ενέργειες τών Γάλλων, η Ελληνική κυβέρνηση, άπό τις αρχές του 1823, έθεωρούσε τήν κοινότητα τών Συρίων, ότι βρισκότουν σέ κατάσταση «ά ν τ ιπραττούσης ούδετερότητος», άλλά γιά λόγους εξωτερικής πολιτικής, επειδή δέν ήθελε νά εκτραχύνει περσότερο τά πράγματα «τήν ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενη ήπράκτει έναντι αυτής».
Και στήν Τήνο οι Καθολικοί, αν και λιγώτεροι (25 χωριά καθολικά, σέ 65 ορθόδοξα) , φανατισμένοι άπό τούς Παπικούς ιερωμένους και με τήν ανοχή και τήν ενίσχυση πού τούς παρείχαν οι Δυτικοί πρόξενοι, κατατυραννούσαν και έλήστευαν τούς Όρθόδοξους, όπως βλέπουμε σ' έγγραφο τους στόν έπαρχο Εμμανουήλ Σπυρίδωνος:
«...Ένώ φερόμεθα πρός αυτούς με τόσην πολιτικήν εύγένειαν ώστε ούτε εις αυτούς τούς ομοθρήσκους μας δέν φερόμεθα αυτοί όμως (οι Καθολικοί) δέν παύουν με όλους τούς τρόπους νά μας ενοχλούν, νά μας υβρίζουν, νά μας περιπαίζουν και νά μας καθυβρίζουν άναιδώς και ασεβώς τήν Διοίκησίν μας, τήν σημαίαν μας, τήν θρησκείαν μας, τήν ίεράν κοινωνίαν μας, τά ίερά έθιμα μας και όλας τάς έκκλησιαστικάς και πολιτικάς πράξεις μας, νά κλέπτουν τά ζώα μας και τούς καρπούς μας, νά μας υβρίζουν ν ά μ ά ς δ έ ρ ο υ ν, νά μας έπαπειλούν ότι όταν ήθελον έλθει οι Τούρκοι, θέλουν μας έβγάζει με τά λαγωνικά άπό τά σπήλαια διά νά μας παραδώσουν είς αυτούς, και άλλα μυρία αφόρητα κακά μάς κάνουν, τοσαύτα και τοιαύτα, ώστε σας διαμαρτυρόμεθα τον Θεόν και όρκιζόμεθα είς το ιερόν όνομα τής πατρίδος, ότι ούτε άπό αυτούς τούς εχθρούς μας έπί τής τυραννίας των ούτε έδοκιμάζομεν, ούτε ύπεφέρομεν έργα τοσούτον σκληρά και απάνθρωπα... Ηλθομεν πολλάκις άπό διάφορα χωρία δαρμένοι άπό τούς Δυτικούς... Πηγαίνομεν είς τον υποκονσολάτον (τον ύποπρόξενο), πολλάκις διά νά παραπονεθώμεν διά τά βάσανα μας, και αυτός όχι μόνον δέν δίδει άκρόασιν είς τάς δίκαια μας, άλλά μας υβρίζει, μας ξεκοντά και μάς διώχνει φοβερίζοντας μας». Και τον κόνσολο Μιχαήλ Σπαθάρη, τον κατηγορούσαν γιά δωροδοκίες και καταχρήσεις και ότι δέν έδειξε κανένα ενδιαφέρον. Γι' αύτό ζητούσαν άπο τον έπαρχο νά αντικαταστήσει τον κόνσολο, άλλως απειλούσαν ότι θά αναφερθούν στή Διοίκηση και ότι «θέλομεν εκδικηθεί με τάς χείρας μας εναντίον τών άδικούντων». Γιά τούς Δυτικούς γράφουν ακόμα, ότι «αυτοί όχι μόνον καμμίαν συνεισφοράν δέν έκαμαν άλλά ούτε τά εθνικά δικαιώματα, καθώς δέκατα τής ελληνικής γής και τελώνια... δέν έδωσαν, ένώ είς τον τύραννον έδιδον τά δεκαπλάσια».
Στα νησιά του Αιγαίου και πρό πάντων στίς Κυκλάδες, (όπου ήσαν πολλοί Καθολικοί), υπήρχε μια ιδιότυπη κατάσταση, πού παρόμοιο της δέ βρίσκουμε στην άλλην Ελλάδα, δηλ. ο μεγάλος διαχωρισμός και τό μίσος, ανάμεσα στους Ελληνες Καθολικούς και τούς Όρθόδοξους. Και τό βαθύ και αγεφύρωτο αυτό χάσμα, τό δημιούργησεν η Παπική προπαγάνδα. Κατάφερε τούς Καθολικούς, πού ήσαν και αυτοί Ελληνες και μιλούσαν τά ελληνικά (εξόν άπό τούς προύχοντες πού οι περσότεροι ήσαν απόγονοι των Φράγκων), νά μισούν τούς Όρθόδοξους περσότερο κι άπό τούς Τούρκους. Και τό θλιβερό αποτέλεσμα (πού είναι πολύ διδαχτικό και αξίζει ιδιαίτερα νά τονιστεί) είναι, ότι ό θρησκευτικός φανατισμός, έκαμε τούς Ελληνες Καθολικούς, νά γίνουν φιλότουρκοι. Κι' ακόμα τούς άλλαξε σέ τέτοιο βαθμό, τό εθνικό τους φρόνημα, ώστε όχι μόνο νά μή λάβουν μέρος στήν επανάσταση, αλλά νά καταντήσουν προδότες της ίδιας της πατρίδας. Κι' αυτό πιστοποιήθηκεν, όταν άρχισ’ η επανάσταση:
«Η υπέρ της ελευθερίας φωνή — γράφει ο Σ. Τρικούπης — αντήχησε καθ' όλας τάς Κυκλάδας και πολλάς τών Σποράδων. Μόναι αί καρδίαι των του δυτικού δόγματος Ελλήνων έκώφευσαν. Έφάνη κατά τήν περίπτωσιν ταύτην υπό τήν μορφήν του δόγματος τούτου όλη η άσχημοσύνη του φανατισμού προτιμήσαντος τήν ήμισέληνον του σταυρού και τήν δουλείαν της ελευθερίας. Ουδείς τών έν Πελοποννήσω και τη στερεή Ελλάδι Ελλήνων πρεσβεύει τό δυτικόν δόγμα. Ένδεκακισχιλίους του δόγματος τούτου περιείχαν αί τέσσαρες νήσοι του Αιγαίου, Σύρα, Τήνος, Νάξος και Σαντορίνη. Εξαιρουμένων δέ πολλά ολίγων φανέντων αληθών Ελλήνων έπί του αγώνος, οι λοιποί και αντείπαν και άντέπραξαν φανερά και κρυφ ί ω ς, και σχέσεις έλαβον μυστικάς π ρ ο ς τούς εχθρούς του Ε θ ν ο υ ς, και χ αρ α ν μεγάλην ασυστόλως έδειξαν έπί ταις άποτυχίαις τών ομογενών (π.χ. όταν έμαθαν τήν καταστροφή και τις σφαγές της Χίου έχόρευαν από τή χαρά τους!)...
Τόσην δέ κλίσιν έδειξαν προς τούς Τούρκους οι δυτικόφρονες έν γένει και κατ' εξοχήν οι της Σύρας, ους εύτύχησεν η Επανάστασις, και τόσον ολίγην πεποίθησιν είχον έπί τή εύοδώσει του εθνικού αγώνος, ώστε σ υ νεισέφερον διπλούς φόρους, τούς μέν έξ ανάγκης χάριν τών Ελλήνων, τούς δέ έκ προαιρέσεως χάριν τών Τούρκων».
Το πράγμα δέν επιδέχεται καμιάν αμφισβήτηση. Αλλος σύγχρονος ιστορικός, ο Φιλήμων, γράφει γιά τήν αντεθνική στάση τών Καθολικών: «Οι έτερόδοξοι άντεβοήθουν τοις Τούρκοι ς, εδώ μέν παρεμβάλλοντες μυρία προσκόμματα, εκεί δε σιτίζοντες φρούρια πολιορκούμενα, και πανταχού, όπου άν ήδύναντο, κατασκοπεύοντες και προδίδοντες π α ν Ε λ λ η ν ι κ ό ν κ ί ν η μ α... Κατά τόν αγώνα είδομεν Τούρκους στρατεύοντας μετά των Ελλήνων ουχί δέ και Λατινοδόξους Ελληνας του Αιγαίου οπλιζομένους υπέρ της κοινής πατρίδος». Ακόμα και μετά τόν αγώνα, ενώ οι Τούρκοι έπαψαν τά μίση, οι Καθολικοί Έλληνες, εξακολουθούσαν νά μισούν τούς ομοφύλους τους (Βλ. και Σπηλιάδη: «Έκ των τοιούτων Δυτικών Ελλήνων υπήρξαν και τίνες, οι οποιοι εστελλον τροφάς εις τούς Τούρκους τής Εύβοιας κα της Κρήτης και ώδήγουν ώς ναυαγοί τούς Τουρκικούς στόλους εις εκείνα τα μέρη», Απομνημονεύματα», τ. Α', α. 556).
Και ο Κυκλαδίτης ιστορικός Δ. Πασχάλης, είναι εξ ίσου κατηγορηματικός: «Οι Καθολικοι καίτοι πάντες σχεδόν Ελληνες τό γένος και τήν έλληνικήν γλώσσαν λαλούντες λόγω μόνον της διαφοράς του θρησκεύματος έκώφευσαν είς τήν φ ω ν η ν της πατρίδος και έ τ η ρ η σ α ν πράγματι άντεθνικήν στάσιν καθ’ όλην τήν διάρκειαν του άγώνο ς.
Αμέσως λοιπόν, μόλις άρχισ' η επανάσταση, εξεδήλωσαν οι Ελληνες Καθολικοί τήν αντίδραση, με τήν άρνηση τους νά αναγνωρίσουν την Ελληνική Διοίκηση και να της πληρώνουν φόρους, ενώ με προθυμία και χωρίς νά τούς αναγκάζει κανείς έπλήρωναν στους Τούρκους!
Άπό έγγραφο, πού εστειλ' ο έπαρχος Τήνου Σπυρίδων, γράφοντας στά 1822 στήν «Προσωρινήν Διοίκησιν Ελλάδος», βλέπουμε, ότι οι Καθολικοί «μή άναγνωρίζοντες τήν Έλληνικήν Διοίκησιν ουδέν άπέδιδον, καίτερ έχοντες τά πλέον εύκαρπα μέρη». Τό πράγμα επιβεβαιώνεται και άπό πίνακα, πού εύρήκε ο Ν. Άρμακόλλας, στ’ αρχεία της Επισκοπής των Καθολικών στήν Ξυνάρα της Τήνου, όπου φαίνεται, ότι υπήρχαν συνολικά 2.193 οικογένειες. Άπό αυτές οι 850 ήσαν Λατίνοι και οι 1343 Όρθόδοξοι. Και όλη η άξια των χτημάτων ήταν 412.523 άσπρα. Τά χτήματα τών Λατίνων είχαν αξία 220.000 άσπρα, ένώ σ' αναλογία με τους αριθμούς έπρεπε νά έχουν 159.893 άσπρα. Οι πλουσιότεροι λοιπόν ήσαν οι Καθολικοι, δπως έγραφε και ό Επαρχος και όμως δέν έδιναν τίποτε γιά τήν επανάσταση!
Με τήν προθυμία τους όμως νά πληρώνουν φόρο στους Τούρκους κι' όχι στήν Έλλ. Διοίκηση, παρουσίαζαν τά νησιά, ότι δέν ήθελαν τήν επανάσταση και αμφίβολη τήν ελληνικότητα τους, όπως τονίζει ο Δ. Κόκκινος: «...πλήν ελαχίστων, που έδείχθησαν πραγματικοί Έλληνες κατά τον αγώνα, οι άλλοι (Καθολικοί) αντέδρασαν όσον ημπόρεσαν και κρυφά και φανερά, προσεπάθησαν νά εμφανίσουν τάς νήσους των ώς άντιστρατευομένας εις τήν έπανάστασιν και πολλοι άπό αυτούς έδρασαν ώ ς πραγματικοί εχθροί, έφοδιάζοντες πολιορκούμενα τουρκικά φρούρια, κατασκοπεύοντες τούς Έλληνας, και εξακολουθούσαν νά καταβάλλουν τον πρός τούς Τούρκους φόρον και κατά τήν διάρκειαν της επαναστάσεως, παρουσιάζοντες κατ' αύτόν τον τρόπον άμφίβολον τήν ελληνικότητα τών νήσων των».
Αργότερα μάλιστα, οι Καθολικοί ξεθαρρεμένοι με τήν έξοδο του τούρκικου στόλου, δέν ήθελαν νά δώσουν με κανένα πλέον τρόπο τά εθνικά δικαιώματα ώς Έλληνες, ένώ με προθυμία μεγάλη εξακολουθούσαν νά πληρώνουν στούς Τούρκους.
Σ' αύτό τούς ενίσχυσαν και οι πλοίαρχοι της Γαλλίας και Αγγλίας. Ό Δεγρανμπρέ, διοικητής της φρεγάδας «-Σαλαμάνδρα», απαγόρευε «κατά διαταγήν άνωτέραν» στον έπαρχο της Νάξου, Φώτη Καραπάνου, νά εισπράξει τά δέκατα άπό τούς Γκραικολατίνους, γράφοντας του, κοντά στ' άλλα: «Οι καθολικοί Λατίνοι Ελληνες ή και άλλοι, προστατεύονται ύπό της Γαλλίας... Θά σας εμποδίσω διά της βίας,του νά φορολογήσετε οπωσδήποτε τά υπάρχοντά των». Και απειλούσε, ότι θα τον έδιωχνε στήν Υδρα. Και ο Άγγλος διοικητής της κοβέρτας «η Μεδίνα», απαγόρευε στόν έπαρχο Άξιώτη, στή Σύρα ν ά φορολογεί υπηκόους Άγγλους, πού έμπορευόντουσαν εκεί, «θά είσθε ατομικώς υπεύθυνος (του έγραφε στίς 22 του Όκτ. του 1823), και ύποκίνδυνος ίδίως».
Κι' επειδή οι Καθολικοί και με δική τους πρωτοβουλία και γιατί ακόμα τούς παρακινούσαν οι πρόξενοι και οι πλοίαρχοι τών ξένων δυνάμεων, άρνιόντουσαν νά πληρώσουν τούς φόρους, ο Παπαφλέσσας υπουργός τών Εσωτερικών, έστειλε (9 Ιούνη του 1823) προκήρυξη στους Έλληνες της Δυτικής Εκκλησίας, όπου τούς τόνιζε, ότι υπάρχουν «πολλά Έθνη, έκαστον τών οποίων συνίσταται άπό θρησκευτάς διαφόρων διδασκαλιών, οιτινες με όλον τούτο είναι είς εν Έθνος συνδεδεμένοι». Π.χ. η Γερμανία, η Όλλανδία, Γαλλία έχουν Ευαγγελικούς, Καθολικούς και άλλων διαφόρων διδασκαλιών χριστιανούς, και όμως αποτελούν εν και μόνον Εθνος» τό καθένα τους. «Και σεις λοιπόν — συνεχίζει — οι χριστιανοί της Δυτικής Εκκλησίας, οσοι είσθε γεννημένοι είς τήν Ελλάδα, είσθε αχώριστοι άπό τό Εθνος μας. Έάν έκατηχήθητε άπό ίερείς της Δυτικής Εκκλησίας έπαύσατε τάχα νά είσθε του αυτού Έθνους με τούς, όσοι έκατηχήθησαν άπό ιερείς τής Ανατολικής Εκκλησίας; Μή γένοιτο! Αλλο Εθνισμός, και άλλο θρησκεία. Και σεις είσθε Ελληνες, και ύπόκεισθε άπαρασάλευτα είς τά αυτά εθνικά χρέη, και έχετε τά αυτά εθνικά δικαιώματα, καθώς και οι τής Ανατολικής Εκκλησίας χριστιανοι. Οθεν σας συμβουλεύομεν πατρικώς νά γνωρίσετε τά όποια έχετε πρός τήν κοινήν Πατρίδα χρέη, νά ύπόκεισθε ευπειθώς είς τούς νόμους του Εθνους μας, νά πληρώνετε το δέκατον τών προϊόντων τής ιδιοκτήτου γης σας και τάς λοιπάς νομίμους συνεισφοράς, ώς και οι λοιποι Έλληνες».
Γιά τδν ίδιο λόγο, έγραφε και ο Δ. Υψηλάντης στον Επαρχο Εύάγ. Μαντζαράκη στην Θήρα: «Έκ του γράμματος τών εφόρων βλέπω, ότι οι Λατίνοι συμπατριώται σας ετόλμησαν νά άρνηθώσι το χρέος τής αναλόγου φορολογίας. Δέν τούς έπρεπε διά θρησκευτικάς διαφοράς νά άναισθητώσι εις τά πολιτικά χρέη των και νά φέρωνται είς τήν ίεράν πατρίδα ώς εχθροί. Πασχίσατε λοιπόν νά τούς δώσετε νά καταλάβουν ότι είναι συμπατριώται, ομογενείς και ότι είναι χρέος των και χριστιανικόν και πολιτικόν νά αγαπούν τήν πατρίδα, νά συνεισφέρουν είς τάς κοινάς χρήσεις της και ώς αδελφοί και τέκνα τής αυτής μητρός νά συναγωνίζωνται προθύμως υπέρ τής ελευθερίας της»
Στήν αντίδραση τών Καθολικών στήν επανάσταση και στήν άρνηση τους νά πληρώνουν φόρους, συντέλεσαν -πολύ και οι πρόξενοι τών ξένων δυνάμεων, τής Γαλλίας, τής Αυστρίας και τής Αγγλίας, πού ήσαν φανατικοι τουρκόφιλοι και αντιδρούσαν με πείσμα στήν επανάσταση. Οι Αγγλοι μάλιστα πρόξενοι στήν Ελλάδα, έλεγ' ο Π. Π. Γερμανός «ήσαν Τούρκοιαπέναντι τών Ελλήνων».
"Ολοι τους αυτοι οι πρόξενοι τών ξένων δυνάμεων «οι όποίοι — κατά τον Δ. Πασχάλη — όλοι σχεδόν ήσαν εντόπιοι του δυτικού δόγματος, λησμονούντες όμως τήν έλληνικήν καταγωγήν των και τυφλοί έκ τής μισαλλοδοξίας», κατάτρεχαν φανερά τήν επανάσταση, παρακινούσαν τδν πληθυσμό νά μήν πληρώνει φόρους στήν Έλλ. Διοίκηση, νά μήν υπηρετεί στο ελληνικό ναυτικό και στρατό και νά προσκυνήσει στους Τούρκους. Ακόμα κυκλοφορούσαν και κίβδηλα νομίσματα και έ'τσι «γινότουν παραχάραξη τών ελληνικών».
Στή Μύκονο και στή Σύρα, «ο Επαρχος δέν ύψωσε τήν Έλληνικήν σημαίαν, διότι οι πρόξενοι και οι πράκτορες τών ξένων δυνάμεων δέν επέτρεψαν».
Κι' όταν ο τούρκικος στόλος πλησίασε στή Σαντορίνη, οι Δυτικοί ύποπρόξενοι έκαμαν επίσκεψη στον ναύαρχο του Μεχμέτ 'Αλή «κομίσαντες αύτώ πλούσια δώρα». Και ο Αγγλος άντιπρόξενος στήν Πάρο, έτρεξε νά χαιρετίσει τον Καπετάν Πασα, όταν έφτασ' έκεί.
Ό Παπαφλέσσας έχοντας ύπ' όψη του, ότι ο Γάλλος πρόξενος στήν Τήνο «παραβαίνει τά χρέη του και τολμά νά λάβη έπιρροήν είς τά πράγματα τοϋ Εθνους» κατάγγελνε στδ Εκτελεστικό Σώμα τις παραβάσεις του προσθέτοντας: «τής αυτής διαθέσεως είναι και οι λοιποί έν Ελλάδι πρόξενοι τών Ευρωπαϊκών Αυλών». Γι' αυτό, πρότεινε νά παρθούν μέτρα. Και ο Γεν. Γραμματέας του Εκτελεστικού κοινοποίησε σχετικήν εγκύκλιο, τονίζοντας ανάμεσα στ' άλλα: «...ότι ένώ αυτοί κυρίως πρόξενοι δέν είναι, η Ελληνική Διοίκησις, διά νά άποφύγη πάσαν δυσαρέσκειαν, απεφάσισε νά τούς αναγνώριση ώς τοιούτους... Και κυρίως πρόξενοι άν ήσαν πλειότερον έπρεπε νά περιορίζωνται είς τά του ύπουργήματός των και νά μή τολμούν παντάπασιν νά ανακατεύονται είς τά Ελληνικά πράγματα»
Oι Συριανοι και η επανάσταση
Τό δεύτερο επαναστατικό χρόνο, η έξοδος του τούρκικου στόλου με τόν Καρά-Άλή και η καταστροφή της Χίου, Εδωσαν τήν ευκαιρία νά φανούν τά άντιεπαναστατικά αισθήματα μερικών νησιωτών και η προθυμία τους νά προσκυνήσουν στους Τούρκους. Οι Συριανοί Καθολικοί προπάντων, περσότερο άπό τούς άλλους, αμέσως άπό τήν αρχή, είχαν δείξει τήν αντίδραση τους στήν επανάσταση κι' έχοντας τήν γαλλικήν υποστήριξη έρχονταν σέ συνεννόηση με τούς Τούρκους. Τούς έπλήρωναν τούς φόρους (ένω άρνιόντουσαν νά αναγνωρίσουν και νά πληρώσουν στήν ελληνική κυβέρνηση), τούς εφοδίαζαν με όλα κι' ετσι έπλούτισαν μάλιστα πολλοί, άπό αυτό και τήν μαύρη αγορά πού ασκούσαν. Γιά τήν ευημερία, τόν πλουτισμό και τήν αντεθνική τους δράση, οι Συριανοί ήσαν μισητοί στους άλλους Έλληνες. «Ιδίως η Σύρος —γράφει ο Ζουριέν ντε λα Γκραβιέρ—· έξήπτε τήν δργήν τών φιλοταράχων γειτόνων της... Τό μίσος, ο κακός ούτος σύμβουλος λαών και ατόμων, έξήγειρε μεθ' όλα ταύτα ζηλότυπον λύσσαν έπί τή παροδική τής Σύρου εύδαιμονία».
Μα εκείνο πού τούς έκαμε περσότερο μισητούς ήταν, όταν με τήν άφιξη του τούρκικου στόλου (τό Σεπτέμβρη τοϋ 1822), «οι φιλότουρκοι τής Σύρας έσπευσαν νά προσφέρωσι τήν βαθείαν ύπόκλισίν των τω Καπητάμπασα, άποστείλαντες τούς προεστώτάς των είς τήν ναυαρχίδα».
Αντίθετα, οι Μυκονιάτες με τήν ηρωίδα τους Μαντώ, όταν 100 Αλγερινοί, έβγήκαν άπό τόν τούρκικο στόλο στό νησί τους, τούς έπολέμησαν, έσκότωσαν 13 κι' ανάγκασαν τούς άλλους νά φύγουν. Ακόμα και οι Τηνιακοί, ήσαν συγκεντρωμένοι ένοπλοι στήν παραλία, έτοιμοι νά αντισταθούν, άλλά ο τούρκικος στόλος αποσύρθηκε χωρίς νά κάνει απόβαση.
Γιά τήν τόσο δουλόπρεπη αυτή στάση τών Συριανών οι Κεφαλλωνίτες, πού ήσαν έκεϊ, αγανάχτησαν κι' έγινε συμπλοκή με τούς Συριανούς κι' έσκοτώθηκαν μερικοί και άπό τά δύο μέρη.
Επίσης η καταστροφή τής Χίου, έδωσεν αφορμή νά φανούν τά πραγματικά αίσθήματα τών Συριανών. Οταν έμαθαν τις φοβερές σφαγές τής Χίου, εξεδήλωσαν τή χαρά τους «διά χορών και ασμάτων»! «Η άτοπος χαρά —τονίζει ο Χέρτσμπεργκ— μεθ' ής λέγεται ότι οι Λατίνοι κάτοικοι τής Σύρου (δηλ. οι Καθολικοί Έλληνες) έχαιρέτιζον τάς συμφοράς τών Ελλήνων, και ιδίως τήν πτώσιν τής Χίου, και άλλα δείγματα εχθρικών φρονημάτων έπήνεγκον εν Σύρω ήδη περί τά τέλη τοϋ 1822 πολλάς πολλάκις γενομένας συγκρούσεις προς τούς Ιονίους ναύτας και πρδς άλλους Ελληνας νησιώτας».
Ακόμα, όταν οι πρόσφυγες άπό τις Κυδωνίες, τή Σμύρνη, τή Χίο κι' άργότερ' άπό τά Ψαρά, έζήτησαν έκεΐ καταφύγιο, οι Συριανοί όχι μόνο δέν τούς είδαν «με καλόν όμμα», άλλά και «οι ελεεινότεροι αυτών (οι Λατινοέλληνες) Συριανοί —ίνα μή μιανθώσιν βεβαίως— άντέκρουσαν και δι’ όπλων τήν θρησκευτικήν λατρείαν τών έν τη νήσω καταφυγόντων ορθοδόξων τής Σμύρνης, τών Κυδωνιών και διαφόρων άλλων τόπων».
Μά δέν περιορίστηκαν μόνο νά τούς εμποδίζουν νά τελούν τις θρησκευτικές τους τελετές, άλλά έφτασαν νά απαγορέψουν στό λαό νά τούς πουλάει ψωμί και δέν τούς επέτρεπαν ακόμη νά παίρνουν και νερό!.
Ό Λουκάς Ράλλης στις αναμνήσεις του, γράφει γιά τή «γενική δυστυχία» τών προσφύγων και ότι «οι πλείστοι ήσαν με λευκούς σκούφους έπί τής κεφαλής, με μισά σανδάλια, πολλοί με έσχισμένα ρούχα, άλλ' όλοι ώς μέλισσαι περιτρέχοντες πρός έξοικονόμησιν τών αναγκαίων και περί τής επαναστάσεως, πάντες ούχ' ήττον φροντίζοντες κ α ι άνεξετάζοντες». Παρ' όλη τήν εξαθλίωση τους, όμως το νου τους τον είχαν πάντα στήν επανάσταση!
Οι Έλληνες πολεμιστές, ήσαν αντίθετοι γιά τήν εγκατάσταση τών προσφύγων (όταν μάλιστα τύχαινε νά είναι και εύποροι), ιδιαίτερα στή Σύρα, πού ήταν εχθρική γιά τήν επανάσταση. «Το μόνον άπευκταΐον και άτιμον —έγραφ' ο αντιπρόσωπος τοϋ Υψηλάντη Σάλλας «το νά καταφύγωσιν οι ομογενείς μας είς τούς μόνους άσπονδους εχθρούς μ α ς» (τούς Συριανούς).
Οπως ήταν φυσικό, οι εχθρικές αυτές εκδήλωσες τών Καθολικών, έδημιούργησαν καθημερινές προστριβές με τούς πρόσφυγες.
Η κατάσταση εκτραχύνθηκε περσότερο, όταν μάλιστα οι Κεφαλλωνίτες πού είχαν συμπλακεΐ με τούς Συριανούς (άγαναχτισμένοι πού οι προεστώτες τους είχαν προσκύνηση τον Καπετάν πασά), ξαναγύρισαν στίς 12 Δεκέμβρη του 1822, μαζί με τό Ζακυνθινό Νέστορα Φαζιόλη κι' άλλους εφτανησιώτες και νησιώτες νά πάρουν εκδίκηση και νά λαφυραγωγήσουν. Οι Συριανοι όμως με τή βοήθεια αύστρακού πολεμικού, κατόρθωσαν νά τούς αποκρούσουν.
Ώς τόσο, οι συγκρούσεις μεταξύ «Πάροικων» (όπως έλεγαν τούς πρόσφυγες), και τών Συριανών, συνεχίστηκαν και η κατάσταση είχε φτάσει σέ οξύτατο σημείο. Γι' αυτό αναγκάστηκεν η Διοίκηση νά στείλει τό Γενάρη του 1823 επίτηδες άνθρωπο στή Σύρα γιά «νά καθησυχάση τά διατεταραγμένα τών ανθρώπων εκείνων πνεύματα, και τάς δύο φατρίας νά συμβιβάση, όσον είναι δυνατόν νά γίνη τούτο με άπλούς λόγους και νουθεσίας».
Στό μεταξύ στίς 10 του Φλεβάρη του 1823, ξαναγύρισ’ ο Φαζιόλης με 2000 στή Σύρα και μ' αναφορά του, έξιστορούσε στή Διοίκηση, τήν έκρυθμη κατάσταση: «ών εις τήν Σύραν, έβιάσθην νά δεχθώ και νά προφυλάξω είς τό ίδιον (πλοίον) τούς κατατρεγμένους Ελληνας παρά τών Συριανών και διά περισσοτέραν άσφάλειάν των νά υψώσω και τήν έλληνικήν σημαίαν και με τά όπλα νά προφυλάξω τήν ζωήν πολλών οπού ήθελον αδίκως νά θυσιασθοΰν παρά τών ιδίων». Ό Φαζιόλης άφού έκαψε μερικές αποθήκες στήν παραλία, έτοιμαζότουν νά μπει στήν άνω πόλη, όπου έζούσαν κυρίως οι Καθολικοί (εξόν άπό 12 οικογένειες), πού τούς προστάτευαν ιδιαίτερα οι Γάλλοι, άλλά ό Γάλλος πλοίαρχος Άργκούς, με τό πολεμικό του «Estafette», με κανονιοβολισμούς ανάγκασε τούς οπαδούς του νά αποσυρθούν, ένώ οι Καθολικοί είχαν υψώσει τή γαλλική σημαία και εζητούσαν τή βοήθεια του βασιλιά της Γαλλίας!
Και στις 5 του Ιούλη του 1823, ο Ν. Φαζιόλης έφτανε με ένα μπρίκι και 12 κανόνια γιά τρίτη φορά στή Σύρα, με τή διαφορά, ότι τώρα έρχότουν όχι ώς ιδιώτης, άλλά ώς επίσημος πλέον και αναγνωρισμένος άπό τή Διοίκηση «πολιτάρχης» (αστυνόμος). Ομως οι Καθολικοί έσπευσαν αμέσως νά ειδοποιήσουν το Γάλλο πλοίαρχο Ντέ Ριγνύ, πού ήρθε τήν άλλη ήμερα με το πολεμικό του «Μήδεια» κι' έπιασε το βρίκι ώς πειρατικό, έστειλε τούς άντρες τής πολιταρχίας στήν Υδρα και τό Φαζιόλη «σιδηροδέσμιον» στή Ζάκυνθο και τον παράδωσε στους Αγγλους πού τον έφυλάκισαν.
Παρ' όλην όμως τήν αποτυχία τών επιδρομών και τήν σύλληψη του Φαζιόλη, η κατάσταση έξακολουθούσε νά είναι πολύ ανώμαλη και νά σημειώνουνται πολλές αυθαιρεσίες, ακόμη κι' εγκλήματα και κλοπές. Γιά τήν τόσο κρίσιμη αυτή κατάσταση ανάμεσα στους «πάροικους» πού τούς έδερνε «γενική δυστυχία» και τούς φανατισμένους Καθολικούς, ο Αλέξανδρος Άξιώτης, έπαρχος στή Σύρα και τή Μύκονο, άπηυδισμένος έστειλε τήν παραίτησή του. Άλλά το Βουλευτικό, πού κατάλαβε, ότι ό Άξιώτης «βιασθείς κατά το παρόν άπό τινα παρατράγωδα γεγονότα έκεί, τά οποία χρήζουσιν έπιδιορθώσεως», ήθελε νά παραιτηθεί, με έγγραφο του στο Ύπουργείο τών Εσωτερικών, υποδείκνυε νά του κάμουν σύσταση νά μείνει στή θέση του, καθώς και νά του προσφέρουν κάθε ενίσχυση. Και ο έπαρχος πού διαδέχτηκε αργότερα τόν Άξιώτη, ο γαμπρός τών Κουντουριωταίων Έλ. Δρίτσας, προσπάθησε με αυστηρά μέσα νά επιτύχει τήν ειρήνευση. Άλλά και αυτός δυσαρέστησε ιδιαίτερα τούς Καθολικούς (πού έπροστάτευαν οι Γάλλοι στήν άνω Σύρα), ώστε έκάλεσαν πάλι (όπως γράφει ό Λ. Ράλλης στίς αναμνήσεις του), τόν Ντέ Ριγνύ, πού έστειλε πολεμικό και οι ναύτες του επήγαν στό Διοικητήριο και άφού απήγαγαν τό Δρίτσα «διά τής βίας», τόν έφεραν «όπου έδρευεν, η Ελληνική Κυβέρνησις»!
Για τήν άντεθνικήν αυτή στάση τών Ελλήνων Καθολικών, και τις αυθαίρετες ενέργειες τών Γάλλων, η Ελληνική κυβέρνηση, άπό τις αρχές του 1823, έθεωρούσε τήν κοινότητα τών Συρίων, ότι βρισκότουν σέ κατάσταση «ά ν τ ιπραττούσης ούδετερότητος», άλλά γιά λόγους εξωτερικής πολιτικής, επειδή δέν ήθελε νά εκτραχύνει περσότερο τά πράγματα «τήν ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενη ήπράκτει έναντι αυτής».
Και στήν Τήνο οι Καθολικοί, αν και λιγώτεροι (25 χωριά καθολικά, σέ 65 ορθόδοξα) , φανατισμένοι άπό τούς Παπικούς ιερωμένους και με τήν ανοχή και τήν ενίσχυση πού τούς παρείχαν οι Δυτικοί πρόξενοι, κατατυραννούσαν και έλήστευαν τούς Όρθόδοξους, όπως βλέπουμε σ' έγγραφο τους στόν έπαρχο Εμμανουήλ Σπυρίδωνος:
«...Ένώ φερόμεθα πρός αυτούς με τόσην πολιτικήν εύγένειαν ώστε ούτε εις αυτούς τούς ομοθρήσκους μας δέν φερόμεθα αυτοί όμως (οι Καθολικοί) δέν παύουν με όλους τούς τρόπους νά μας ενοχλούν, νά μας υβρίζουν, νά μας περιπαίζουν και νά μας καθυβρίζουν άναιδώς και ασεβώς τήν Διοίκησίν μας, τήν σημαίαν μας, τήν θρησκείαν μας, τήν ίεράν κοινωνίαν μας, τά ίερά έθιμα μας και όλας τάς έκκλησιαστικάς και πολιτικάς πράξεις μας, νά κλέπτουν τά ζώα μας και τούς καρπούς μας, νά μας υβρίζουν ν ά μ ά ς δ έ ρ ο υ ν, νά μας έπαπειλούν ότι όταν ήθελον έλθει οι Τούρκοι, θέλουν μας έβγάζει με τά λαγωνικά άπό τά σπήλαια διά νά μας παραδώσουν είς αυτούς, και άλλα μυρία αφόρητα κακά μάς κάνουν, τοσαύτα και τοιαύτα, ώστε σας διαμαρτυρόμεθα τον Θεόν και όρκιζόμεθα είς το ιερόν όνομα τής πατρίδος, ότι ούτε άπό αυτούς τούς εχθρούς μας έπί τής τυραννίας των ούτε έδοκιμάζομεν, ούτε ύπεφέρομεν έργα τοσούτον σκληρά και απάνθρωπα... Ηλθομεν πολλάκις άπό διάφορα χωρία δαρμένοι άπό τούς Δυτικούς... Πηγαίνομεν είς τον υποκονσολάτον (τον ύποπρόξενο), πολλάκις διά νά παραπονεθώμεν διά τά βάσανα μας, και αυτός όχι μόνον δέν δίδει άκρόασιν είς τάς δίκαια μας, άλλά μας υβρίζει, μας ξεκοντά και μάς διώχνει φοβερίζοντας μας». Και τον κόνσολο Μιχαήλ Σπαθάρη, τον κατηγορούσαν γιά δωροδοκίες και καταχρήσεις και ότι δέν έδειξε κανένα ενδιαφέρον. Γι' αύτό ζητούσαν άπο τον έπαρχο νά αντικαταστήσει τον κόνσολο, άλλως απειλούσαν ότι θά αναφερθούν στή Διοίκηση και ότι «θέλομεν εκδικηθεί με τάς χείρας μας εναντίον τών άδικούντων». Γιά τούς Δυτικούς γράφουν ακόμα, ότι «αυτοί όχι μόνον καμμίαν συνεισφοράν δέν έκαμαν άλλά ούτε τά εθνικά δικαιώματα, καθώς δέκατα τής ελληνικής γής και τελώνια... δέν έδωσαν, ένώ είς τον τύραννον έδιδον τά δεκαπλάσια».