Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημήτριος Τσελεγκίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημήτριος Τσελεγκίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 22, 2022

Χριστούγεννα. Πῶς καί πότε γεννιέται ὁ Χριστός, χαρισματικῶς, μέσα μας.



Χριστούγεννα. Πῶς καί πότε γεννιέται ὁ Χριστός,
χαρισματικῶς, μέσα μας.

Δημητρίου Τσελεγγίδη

Καθηγητῆ τῆς Δογματικῆς
τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Βρισκόμαστε λίγες μέρες πρίν τά Χριστούγεννα. Εἶναι εὔλογο νά ἑτοιμαζόμαστε. Ἑτοιμαζόμαστε, ὅμως, ἐκκλησιαστικά καί πνευματικά, ὅπως ὀφείλουμε, ἤ κοσμικά, κατά τό πνεῦμα τοῦ κόσμου τούτου; Ὅσα θά ποῦμε στή συνέχεια, μᾶς προσανατολίζουν πνευματικῶς.

Τά ἱστορικά γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ἔχουν σωτηριώδη σημασία γιά τόν ἄνθρωπο, πού ἐντάσσεται καί παραμένει στήν Ἐκκλησία, ὄχι μηχανιστικά, ἀλλά ὅταν αὐτά τά γεγονότα «μεταφράζονται» βιωματικά στήν προσωπική καί καθημερινή ζωή του, στήν καθημερινότητά του.

Τά Χριστούγεννα γιορτάζουμε τήν ἱστορική γέννηση τοῦ Θεανθρώπου. Σύμφωνα μέ τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Θεός ἔγινε καί ἄνθρωπος, γιά νά γίνει ὁ ἄνθρωπος –χαρισματικά- θεός.

Καί πῶς γίνεται –χαρισματικά- ὁ ἄνθρωπος θεός, διά τῆς Ἐκκλησίας;

Ὑπάρχει μιά ἰδιόμορφη καί παράδοξη ἀντιστοιχία ἀνάμεσα στήν ἱστορική γέννηση τοῦ Χριστοῦ καί στήν χαρισματική γέννηση τοῦ Χριστοῦ στόν ἄνθρωπο τῆς Ἐκκλησίας.

Ὅπως, δηλαδή, ὁ Χριστός γεννήθηκε πραγματικά «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου», ἔτσι γεννιέται πάλι καί ἐπανειλημμένως ὁ Χριστός, μυστηριακά καί χαρισματικά, «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου» ατά τό Ἅγιο Βάπτισμα- στήν καρδιά τοῦ κάθε βαπτιζομένου ἀνθρώπου. Καί ἡ χαρισματική αὐτή γέννηση πραγματοποιεῖται, ἀφοῦ προηγουμένως ὁ Χριστός καθαρίσει τόν βαπτιζόμενο ψυχοσωματικά –σέ ἀπόλυτο βαθμό- ἀπό τίς συνέπειες τῆς προγονικῆς ἁμαρτίας καί ἀφοῦ τόν ἀπελευθερώσει ἀπό τήν κατοχή τοῦ διαβόλου. Ἀφοῦ τόν ἐξυγιάνει πλήρως καί τόν ἁγιάσει καί διά τοῦ Ἁγίου Χρίσματός Του τόν καταστήσει πολίτη τῆς Βασιλείας Του.

Μέ ἄλλα λόγια, κατά τό Βάπτισμά μας γίνεται ἡ χαρισματική χριστοποίηση καί ἡ χαρισματική υἱοθεσία μας. Ἐνδυόμαστε τότε –χαρισματικῶς- τόν Χριστό μέ τήν θεότητά Του, ὅπως καί Ἐκεῖνος, ἀντίστοιχα, ἐνδύθηκε πραγματικῶς καί πλήρως τήν ἀνθρώπινη φύση μας. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, κατά τήν Βάπτισή μας, ψάλλεται ἡ ρήση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε». Ἔτσι, ἡ ἐν Χριστῷ χαρισματική γέννησή μας στό Βάπτισμα ἰσοδυναμεῖ μέ τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι χαρισματική γέννηση τοῦ Χριστοῦ στήν καρδιά μας.

Στό ἑξῆς, ἡ καρδιά τοῦ κάθε πιστοῦ γίνεται –χαρισματικῶς- «θεοτόκος» καί ὅλη ἡ ψυχοσωματική ὕπαρξή του γίνεται καί ὁ κοινός «θεοβάδιστος» χῶρος τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ, κατά τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, «ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω» (Κορ. Β΄ 6, 16). Γι’ αὐτό καί τό σημαντικότερο μυστήριο γιά τό νέο εἶναι μας στόν κόσμο εἶναι τό Βάπτισμα, ἐνῶ πρακτικῶς τό πιό ἐπωφελές εἶναι ἡ διατήρηση τῆς χαρισματικῆς γέννησης τοῦ Χριστοῦ μέσα μας. Ὁ πιστός βιώνει τήν χαρισματική σύλληψη, κυοφορία καί γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέσα του «ἐν πάσῃ αἰσθήσει», κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, ὅπως μιά γυναίκα βιώνει ψυχοσωματικά την σύλληψη, κυοφορία καί γέννηση τοῦ παιδιοῦ της.

Ὅταν ὅμως ὁ πιστός ἁμαρτάνει, ἀπενεργοποιεῖται ἡ ζωντανή, χαρισματική παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέσα του, καί τότε –σέ πρακτικό ἐπίπεδο- ὁ πιστός δέν διαφέρει ἀπό ἕναν ἀβάπτιστο ἄνθρωπο.

Παρά ταῦτα, ὁ βαπτισμένος ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἐπιτρέψει καί πάλι στόν Χριστό τήν χαρισματική γέννησή Του μέσα του. Μάλιστα, ὁ Χριστός γεννιέται στόν πιστό –χαρισματικῶς- κάθε φορά, πού μέσα στόν πιστό αὐτόν ἐνεργοποιεῖται ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀπενεργοποιήθηκε, ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν του.

Στήν διαδικασία αὐτή τῆς κατ’ ἐπανάληψη χαρισματικῆς γέννησης, τήν ἀποφασιστική ἀρχή τήν κάνει ἡ βαθειά καί εἰλικρινής μετάνοια τοῦ πιστοῦ, μέ τήν συνεπαγόμενη ταπείνωσή του.

Καί ὅταν -ἐνδεχομένως- ὁ πιστός ἀπενεργοποιεῖ «ἑβδομηκοντάκις ἑπτά» (Μτθ. 18, 22) φορές τήν ἡμέρα τόν χαρισματικά ἐντός του γεννημένο Χριστό, λόγω τῶν κατ’ ἐπανάληψη ἁμαρτιῶν του, τοῦ εἶναι ἐξίσου δυνατόν «ἑβδομηκοντάκις ἑπτά» φορές τήν ἡμέρα νά ἐπανενεργοποιεῖ μέσα του τόν Χριστό, μέ τήν μετάνοιά του.

Κατά συνέπεια, ἄν ὁ πιστός δέν ζεῖ τήν καθημερινή γέννηση - ἐνεργοποίηση τοῦ Χριστοῦ στήν καρδιά του, δέν πρόκειται νά τήν βιώσει μηχανιστικά στόν ἐκκλησιασμό του στόν Ναό, κατά τήν ἑορταστική - λειτουργική ἀνάμνηση τῆς ἱστορικῆς ἡμερολογιακῆς γεννήσεως τοῦ Θεανθρώπου. Τό ἴδιο ἰσχύει, βέβαια, γιά ὅλα τά σωτηριώδη γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ, κατά τήν Ἁγιοπνευματική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, «ὅ γέγονε, δι’ ἡμᾶς γέγονεν ὁ Κύριος» (Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλ. 21, PG 151, 277 ΑΒ)

Μοῦ ἔλεγε ἐμφατικά ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης: «Ἐγώ γεύτηκα τήν ζωντανή παρουσία τοῦ Χριστοῦ πρῶτα στό Κελλί μου, μέσα στήν καρδιά μου, καί μετά ἔζησα –τήν ἴδια τήν παρουσία Του- στήν Θεία Εὐχαριστία». Μετά ἀπό χρόνια κατάλαβα τήν πνευματική προεργασία του. Αὐτοεπίσκεψη - θέα τῆς ἁμαρτωλότητός του – μετάνοια – θεραπεία - ἀγαπητική τήρηση τῶν ἐντολῶν.

Τό ἱστορικό γεγονός τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ θά πρέπει, λοιπόν, νά καταστεῖ χαρισματικό  γεγονός τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς, κατά βιωματικό τρόπο.

Ἄλλωστε, γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο, ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει ὅλα τά σωτηριώδη γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, προσδίδει σ’ αὐτά παροντικό χαρακτῆρα. «Σήμερον γεννᾶται... σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου...» κ.λπ.

Ἐφόσον εἴμαστε μέλη τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τά γεγονότα τῆς Κεφαλῆς αὐτοῦ τοῦ σώματος εἶναι λειτουργικά γεγονότα τοῦ κάθε ζωντανοῦ μέλους Του.

Κριτήριο, ἑπομένως, ὅτι εἴμαστε ζωντανά μέλη τοῦ σώματός Του εἶναι ἡ «ἐν πάσῃ αἰσθήσει» βίωση τῶν προσωπικῶν γεγονότων τῆς Κεφαλῆς αὐτοῦ τοῦ σώματος.

Ἡ γνώση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ εἶναι, οὐσιαστικά, ὑπόθεση βιωματική. Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς διαβεβαίωνε ὅτι ἡ γνώση τῆς ζωῆς Του παρέχεται ἀπό Αὐτόν βιωματικά. «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ», μᾶς εἶπε, «ὅτι πρᾷός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» (Μτθ. 11, 29). Ὁ Χριστός εἶναι -ὄχι μόνον -ἡ Ὑποστατική Ὁδός γιά τήν προσαγωγή μας στόν Θεό Πατέρα, ἀλλά ὁ Ἴδιος γίνεται καί ἡ ὑπαρξιακή Ὁδός γιά τήν ἀποκάλυψη τῆς Τριαδικῆς ζωῆς Του στό μυστηριακό σῶμα, στό Ὁποῖο εἴμαστε ὀργανικά ἐνταγμένα μέλη διά τοῦ Βαπτίσματός μας.

Μέ τήν μυστηριακή ἔνταξή μας στό Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ -κεκαθαρμένοι καί ἐξαγιασμένοι- λάβαμε διά τοῦ Ἁγίου Χρίσματός Του καί τῆς προσωπικῆς μας Πεντηκοστῆς ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐνῶ μέ τήν Θεία Εὐχαριστία, στή συνέχεια, τραφήκαμε μέ τήν ὄντως Τραδική ζωή Του, χαρισματικῶς.

Χρονικά, ἀπό τότε μποροῦμε νά ζοῦμε τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ ὡς δική μας ζωή, στό μέτρο τῆς ἐλεύθερης προαιρέσεώς μας. Τότε, γνωρίζουμε –βιωματικῶς –τόν Χριστό ὡς Ὑποστατική Ἀλήθεια, Ὁδό καί Ζωή τῆς Τριαδικῆς καί ἄκτιστης Ἀγάπης. Τότε, γνωρίζουμε βιωματικῶς καί ὄχι ἁπλῶς διανοητικῶς, ἀποσπασματικῶς καί στιγμιαίως τά γεγονότα τῆς ζωῆς Του. Τότε, ἄλλωστε, βιώνουμε τήν ἀποστολή - φανέρωση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί σέ μᾶς, ὡς Πνεύματος τῆς Ἀληθείας, πού μᾶς ὁδηγεῖ «εἰς πᾶσαν τήν Ἀλήθειαν» (Ἰω. 16, 13), καί στό μέτρο τῆς καθαρότητάς μας μᾶς «ἀναγγέλλει τά ἐσόμενα», κατά τήν ἀψευδῆ ὑπόσχεσή Του.

Ἀλλά, ἐνῶ αὐτή εἶναι ἡ νέα ἐν Χριστῷ ὑπαρξή μας καί ἡ συναπαγόμενη ζωή μας, ἐμεῖς ὡς πιστοί, συνήθως, διαψεύδουμε στήν πράξη τήν παραπάνω ἀλήθεια, ἤ ἀκόμα δέν τήν βιώνουμε ἴσως ποτέ ἐμπειρικά. Ποῦ ὀφείλεται τό θλιβερό αὐτό γεγονός;

Δυστυχῶς, ἡ ἱστορία σχεδόν ὅλων μας εἶναι περίπου ἴδια. Ἀμέσως μετά τήν ἀποχώρηση ἀπό τήν χαρισματική οἰκείωση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, μέσω τῶν σωτηριωδῶν μυστηρίων τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, τοῦ Ἁγίου Χρίσματος καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἀπενεργοποιήσαμε τήν νέα ζωή μας μέ τήν ἀγαπητική οἰκείωση τῶν νοητῶν «μπάζων» τοῦ βιολογικοῦ, τοῦ κοινωνικοῦ καί πολιτισμικοῦ περιβάλλοντός μας. Ἀποστατήσαμε ἀπό τήν ὄντως ζωή καί οἰκειωθήκαμε πάλι τόν παλαιό ἄνθρωπο, μέ τά νεκροφόρα πάθη καί τίς πολυποίκιλες ρυπογόνες ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου τῆς σαρκός, πού ἀντιστρατεύονται τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ καί εἰσάγουν πάλι τόν πονηρό, ὡς κυρίαρχο στήν καρδιά μας.

Νά, γιατί δέν νοιώθουμε, βιωματικά, τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ καί τήν ὑποστατική Του εἰρήνη στήν καρδιά μας.

Ὅμως, ὡς ἐνήλικες πνευματικῶς πιστοί, γνωρίζουμε, εὐτυχῶς, τήν θεραπεία μας. Γνωρίζουμε ἀκόμη, ὅτι μέ τήν ἐν μετανοίᾳ ἀδιάλειπτη προσευχή μας παραμένει, συνεχῶς, ἐνεργός ὁ Χριστός καί ἡ Βασιλεία Του μέσα μας. Τότε, κυριαρχεῖ στίς ἐπιθυμίες, στή διάνοια, στούς λογισμούς, στή σκέψη, στά λόγια καί στίς πράξεις μας. Τότε, ὁ πιστός ἀντιλαμβάνεται –βιωματικά-, ἀλλά καί οἱ πλησίον του πληροφοροῦνται ἐμπειρικά, πώς ἐπαληθεύεται τό Ἀποστολικό λόγιο, ὅτι «τόν κοπιῶντα γεωργόν δεῖ πρῶτον τῶν καρπῶν μεταλαμβάνειν» (Β΄Τιμ. 2,6), τόν καρπό δηλαδή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως αὐτός περιγράφεται στήν πρός Γαλάτας Ἐπιστολή.

Ὅλα τά καλά, ἀλλά καί τά ἄσχημα, μέσα μας ἔχουν τήν ἀφετηρία τους, στήν προαίρεσή μας. Ἡ προαίρεση γίνεται ἐμφανῶς αἰσθητή, ὅταν ἐκβάλει στήν ἐπιθυμία μας.

Ἑπομένως, ἄν ἐπιθυμήσουμε μέ ἔντονο καί πύρινο πόθο τήν χαρισματική γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέσα μας –δηλαδή τήν ἐνεργοποίηση τῆς ἤδη κατατεθειμένης παρουσίας Του μέ τό Βάπτισμά μας- καί Τόν ζητήσουμε ἀγαπητικά, ὁ Χριστός θά μᾶς φανερώσει ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι πρῶτα τό περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς μας καί στή συνέχεια θά μᾶς βοηθήσει ἀκτίστως στήν κένωση τῶν ρυπογόνων νοητῶν ἀποβλήτων τῆς κενοδοξίας μας, μέ τήν δύναμη τῶν μυστηρίων τῆς μετανοίας καί τῆς ἐξομολογήσεως.

Ἀμέσως μετά, θά βιώσουμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού θά ἐκβάλει καί στήν βοήθεια πρός τον πλησίον μας, θά βιώσουμε τήν εἰρήνη τῶν λογισμῶν, τήν χαρά ὡς ἀπελευθέρωση ἀπό τήν δυναστική ἐνέργεια τῶν παθῶν καί ἀπό τήν παρουσία τοῦ πονηροῦ μέσα μας, θά βιώσουμε τήν ἀγαθότητα καί τήν πραότητα, τήν ζωντανή πίστη καί τήν ἐγκράτεια, ὡς ὁριοθέτηση τῆς πραγματικῆς ἀνάγκης ἔναντι τῶν ποικίλων ἐπιθυμιῶν τοῦ κόσμου.

Ὅταν βιώνεται ὁ παραπάνω «καρπός» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀποκαλύπτεται καί ὁ Θεός στήν Τριαδικότητά Του ἔτσι, ὅπως τόν ἐκφράζει ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος: «Φῶς ὁ Πατήρ, Φῶς ὁ Υἱός, Φῶς καί τό Ἅγιον Πνεῦμα». Τό κάθε Φῶς μέ τήν ἰδιαιτερότητά Του, ἀλλά καί ὡς Ἕνα Φῶς τῆς Τριαδικῆς Θεότητας.

Τό Ἀπολυτίκιο τῆς ἡμέρας τῶν Χριστουγέννων εἶναι ἀποκαλυπτικό καί γιά τήν γνωσιολογικοῦ χαρακτῆρα ἰδιότητα τοῦ Φωτός τοῦ Χριστοῦ: «Ἡ Γέννησίς Σου, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τό φῶς τό τῆς γνώσεως· ἐν αὐτῇ γάρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες ὑπό ἀστέρος ἐδιδάσκοντο, Σέ προσκυνεῖν τόν Ἥλιον τῆς ∆ικαιοσύνης, καί Σέ γινώσκειν ἐξ ὕψους ἀνατολήν, Κύριε, δόξα Σοι». Ὁ Χριστός εἶναι ἡ αὐθεντική πηγή πάσης ἀληθινῆς γνώσεως, ὡς δημιουργός ὅλων τῶν ὄντων. Εἶναι Αὐτός πού ἔδωσε τήν ἐντελέχειά τους, τόν σκοπό τους, πού εἶναι Αὐτός ὁ Ἴδιος.

Γι’ αὐτό, ἀκριβῶς, μόνον Αὐτός μπορεῖ νά μᾶς ἀποκαλύψει τήν γνώση τῆς αὐθεντικῆς ἀλήθειας ὅλων τῶν ὄντων, ἀλλά καί τόν σκοπό ὑπάρξεώς τους, ὥστε νά μή σφάλουμε καί ἁμαρτάνουμε, μέ τήν παράχρησή τους.

Γιατί, βέβαια, ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι ἁπλῶς μιά ἠθική παράβαση, εἶναι ἀποστασία ἀπό τόν Θεό καί παραβίαση τῶν προδιαγραφῶν μας καί τῶν προδιαγραφῶν τῶν ὄντων, πού σχετίζονται μέ τή ζωή μας. Ἡ ἁμαρτία, ὡς νοερό, ρυπογόνο μονωτικό, ἐνεργεῖ διασπαστικά μέσα μας καί ἀπενεργοποιεῖ τήν ζωντανή ἑνότητά μας μέ τόν Χριστό, ἀφοῦ, ὡς γνωστόν, «ἀκαθάρτῳ νοΐ Θεός οὐχ ἥνωται». Ἡ ἀπενεργοποίηση ὅμως τοῦ Χριστοῦ μέσα μας ἔχει προσδιοριστική σημασία γιά τό πνευματικό ποιόν μας, ἐνόσω «τοῦ Χριστοῦ μή ἐνεργοῦντος ἐν ἡμῖν, ἁμαρτία πᾶν τό παρ’ ἡμῶν γινόμενον» (ἁγ. Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία λγ’, PG 151, 416D- 417A), κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ.

Συμπερασματικά, θά μπορούσαμε νά ὑποστηρίξουμε ὅτι γιά νά προσεγγίσουμε καί νά βιώσουμε ὅλα τά σωτηριώδη γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἀσφαλέστερος καί συντομότερος τρόπος εἶναι νά ἐπιμεληθοῦμε καί νά αὐξήσουμε τήν ἐπιθυμία μας γιά τήν χαρισματική γέννηση καί τήν διατήρηση τοῦ Χριστοῦ ἐνεργοῦ στήν καρδιά μας

 πηγή

Τρίτη, Νοεμβρίου 29, 2016

Δημήτριος Τσελεγγίδης: Η έννοια της υπακοής έχει πολύ παρεξηγηθεί και αυτό το εκμεταλλεύονται κληρικοί κατωτέρων και ανωτέρων βαθμίδων. Υπακοή κάνουμε μόνο στον Χριστό και στους Πατέρες της Εκκλησίας μας.



%cf%84%cf%83%ce%b5%ce%bb%ce%b5%ce%b3%ce%b3%ce%af%ce%b4%ce%b7%cf%82-%ce%bf%ce%b9%ce%ba%ce%bf%cf%85%ce%bc%ce%b5%ce%bd%ce%b9%cf%83%ce%bc%cf%8c%cf%82

Ο κύριος Δημήτριος Τσελεγγίδης, καθηγητής Θεολογίας στον τομέα Δογματικής του ΑΠΘ, στην εκπομπή* ¨Ορθοδοξία, Ελληνισμός και κακοδοξία¨, [δημοσιεύτηκε στις 13 Μαρ 2016] απαντά σε καίρια ερωτήματα γύρω από τον οικουμενισμό που ταλανίζουν το Ορθόδοξο ποίμνιο. Την εκπομπή επιμελείται και παρουσιάζει ο πρωτοπρεσβύτερος π. Κωνσταντίνος Καντάνης, εφημέριος Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου Αγρινίου.
*Η εκπομπή, λόγω του μεγάλου όγκου της και για ευκολότερη κατανόηση, θα παρουσιαστεί τμηματικά σε μία σειρά αναρτήσεων. Η 1η απομαγνητοφώνηση ΕΔΩ, η 2η ΕΔΩ η 3η ΕΔΩ η 4η ΕΔΩ η 5η ΕΔΩ
Ερώτηση π. Κωνσταντίνου Καντάνη:

Το παράδειγμα που είπατε είναι σημαντικότατο. Όταν εγώ αμαρτήσω αλλοιώνομαι εγώ, όχι ο Θεός που πήρα στο βάπτισμα.
Καθ. Δημήτριος Τσελεγγίδης:
Ακριβώς.
Ερώτηση π. Κωνσταντίνου Καντάνη:
Άρα όταν κάποιοι κάνουν αυτά τα λάθη, αλλοιώνονται οι ίδιοι και όχι η Εκκλησία.
Καθ. Δημήτριος Τσελεγγίδης:
Έτσι.
Ερώτηση π. Κωνσταντίνου Καντάνη:
Αυτό είναι πολύ αισιόδοξο. Να σας πάω λίγο πιο πέρα όμως γιατί πολύς κόσμος ανησυχεί. Βλέπουμε έντονα το τελευταίο διάστημα συμπροσευχές. Όχι απλά διάλογο. Πριν μερικά χρόνια στη Ραβέννα, να μην μπούμε σε ονόματα …
Καθ. Δημήτριος Τσελεγγίδης:
Και νωρίτερα στην Ασίζη.
Ερώτηση π. Κωνσταντίνου Καντάνη:
… Αρχιεπίσκοπος Ορθόδοξος μετέδωσε Θεία Κοινωνία σε Παπικούς. Πάνε για ‘κοινό Ποτήριο’. Εδώ τώρα, υπάρχει πρόβλημα για την Εκκλησία;
Καθ. Δημήτριος Τσελεγγίδης:
Κοιτάξτε. Αυτά είναι μέσα σε έναν σχεδιασμό. Δεν ήταν τυχαίο αυτό, στη Ραβέννα ειδικότερα, ήταν μία πρόβα τζενεράλε θα λέγαμε, κατά πόσο οι άνθρωποι είναι προετοιμασμένοι για μία τέτοια συνύπαρξη και συν-κοινωνία, δια-μυστηριακή δηλαδή σχέση. Έχει αποκαλυφθεί τελευταία ότι το 1965 -μόλις έληξε δηλαδή η Β’ Βατικανή- που υπεγράφη μία συμφωνία μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων, εκεί δεν έγινε άρση των αναθεμάτων, λέγεται, αλλά έγινε άρση της ακοινωνησίας. Στο Λατινικό και Γαλλικό κείμενο υπάρχει αυτό το πράγμα που σημαίνει αυτήν την σκοπιμότητα.
Το πονηρό και θα έλεγα εξ’ απόψεως Αγιο-Πνευματικής βρωμερό της υποθέσεως, είναι ότι και ο Παπισμός και ο Προτεσταντισμός κατάλαβαν ότι εμείς οι Ορθόδοξοι σε τελευταία ανάλυση είμαστε αγύριστα κεφάλια κατ’ αυτούς. Δηλαδή,είναι έτσι η δομή της Εκκλησίας μας, όπως γνωρίζουμε Αγιο-Πνευματικά, που δεν καθορίζεται απολύτως από την ηγεσία, Η ΟΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΩΣ Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Εκκλησία είναι ο λαός του Θεού, το συναμφότερο, και ο κλήρος και ο λαός. Φυσικά υπάρχει διοίκηση την οποία δεν αμφισβητούμε. Πλην όμως, όλοι μας μέσα στην Εκκλησία έχουμε λάβει το Άγιο Πνεύμα εξίσου και αυτό έγινε με το Άγιο Χρίσμα, πράγμα που σημαίνει ότι έχουμε τα κριτήρια τα Αγιο-Πνευματικά, έχουμε αυτήν την λεγομένη δογματική συνείδηση να ανακρίνουμε και να κρίνουμε την ορθότητα ορισμένων πραγμάτων επειδή ήδη υπάρχει μέσα μας το Άγιο Πνεύμα, αν είναι ενεργό. Και εξ’ αντικειμένου, ως επιστήμονες, Το βλέπουμε διατυπωμένο, ερμηνευμένο μέσα στην Αγία Γραφή και στην Ιερά Παράδοση, δηλαδή στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων κτλ.
Κατά συνέπεια καταλαβαίνουν οι ετερόδοξοι ότι εμείς … -αυτό το πλήρωμα που λέμε, δεν έχει σημασία λίγοι ή πολλοί, άλλωστε αυτά δεν αριθμούνται γιατί η Βασιλεία του Θεού όπως είπε και ο Χριστός δεν έρχεται μετά παρατηρήσεως. Δεν ξέρεις τι γίνεται στην καρδιά του άλλου παρά μόνο αν έχεις πνευματική τηλεόραση που σημαίνει αν έχεις εσύ καθαριστεί και είσαι ενεργό σκεύος του Αγίου Πνεύματος, οπότε βλέπεις ακτίστως και το παρόν και το παρελθόν και το μέλλον. Αυτά τα γνωρίζουμε εμπειρικά μέσα από τους χαρισματούχους της Εκκλησίας μας- … κατά συνέπεια αντιλαμβάνονται [οι ετερόδοξοι] ότι αυτό το πράγμα με τους Ορθόδοξους δεν μπορεί να γίνει. Έτσι κάναν έναν ιστορικό συμβιβασμό και αντί να επιβάλουνε την αίρεσή τους έδειξαν μία, θα λέγαμε, γενναιοδωρία και λένε στην πράξη «κρατήστε αυτά που έχετε, δεν σας ζητούμε να τα αλλάξετε, όμως δεχτείτε την δια-κοινωνία την μυστηριακή Αυτό όμως είναι τελείως απηγορευμένο με κάθε σαφήνεια. Σημαίνει ότι αυτός που θα το κάνει, ΕΚΠΙΠΤΕΙ ΑΥΤΟΜΑΤΩΣ ΕΚΤΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.
Επειδή αυτό είναι αποτέλεσμα και της άλλης μεθόδου των συμπροσευχών, θα πω για τους αγαπητούς μου ακροατές, για να μην νομίζουν ότι αυτή είναι μία απλή έτσι διδασκαλία η οποία μπορεί να έχει και άλλη ανάγνωση, ότι ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.
Ήδη ο 10ος Αποστολικός, ο οποίος λέει το εξής:
Εἴ τις ἀκοινωνήτῳ κἄν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, οὗτος ἀφοριζέσθω.
Δηλαδή, όποιος κοινωνεί δια της προσευχής, της συμπροσευχής, με κάποιον ο οποίος είναι ακοινώνητος -ακοινώνητος σημαίνει μυστηριακά ακοινώνητος, δηλαδή που δεν ανήκει στην Εκκλησία- αυτός να αφορίζεται, έστω και αν αυτό γίνεται όχι σε ναό αλλά σ’ έναν ιδιωτικό χώρο, στο σπίτι του ας πούμε.
Και άλλοι Κανόνες στη συνέχεια, ο 45ος παραδείγματος χάριν, ορίζει:
Ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον, ἀφοριζέσθω· εἰ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω.
ότι ο Επίσκοπος, ή ο Πρεσβύτερος, ή ο Διάκονος που έχει συμπροσευχηθεί με αιρετικούς μόνο, να αφορίζεται· αν επέτρεψε όμως αυτούς ως κληρικούς να ενεργήσουν και κάτι τότε και να καθαιρείται.
Κατά συνέπεια έχουμε με αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων πράγματα τα οποία δεν μπορούν να αναιρεθούν. Δεν μπορεί κάποιος να αποφασίσει, η ηγεσία της Εκκλησίας ή πρόσωπο ή θεσμός, κάτι αντίθετο από αυτό το πράγμα. Βλέπουμε όμως αυτό να γίνεται διότι δημιουργήθηκε μία παχυλή άγνοια, αδιαφορία για τη ζωή της Εκκλησίας, δηλαδή είμαστε φταίχτες όλοι εμείς οι οποίοι δεν διαμαρτυρόμαστε γι’ αυτό το πράγμα.
Μέσα λοιπόν από τις συμπροσευχές, που ήταν το πρώτο βήμα, προχώρησαν δειλά και σ’ αυτό το οποίο για τους ετεροδόξους δεν είναι και κανένα μεγάλο άθλημα, έτσι κι αλλιώς ζούνε μέσα στην αίρεση. Σου λέει, εν τάξει κράτα κι εσύ αυτά που έχεις, δέξου όμως στην προκειμένη περίπτωση τον πάπα ως ηγέτη. Αυτό ένας Ορθόδοξος, απ’ ό,τι αντιλήφθηκα έτσι από συζητήσεις, δεν το αντιλαμβάνεται. Δεν μπορεί να κατανοήσει τον Παπισμό αν δεν τον έχει μελετήσει ως ειδικός και νομίζει ότι ο πάπας είναι όπως είναι ένας δικός μας Πατριάρχης. Ένας δικός μας Πατριάρχης μπορεί να εκπέσει της Αληθείας και μπορεί να κατακριθεί, δηλαδή να καθαιρεθεί, όπως έχουμε τον Νεστόριο κτλ. γιατί η διοίκηση της Εκκλησίας είναι συλλογική εν’ Αγίω Πνεύματι, συνερχομένης Οικουμενικής Συνόδου αποφαίνεται και περί αυτών των Επισκόπων. Αυτό είναι αδιανόητο στον χώρο του παπισμού. Ο πάπας είναι εκείνος που δίνει το ωμοφόριο, άρα ο πάπας μπορεί -σήμερα με ηλεκτρονικό τρόπο, γιατί γίνεται αυτό στην πράξη- να καθαιρεί, να καρατομεί δηλαδή Επισκόπους, και να εγκαθιδρύει άλλους.
Άρα αυτό το πράγμα είναι αυτοκτονικό και μόνο που να το σκέφτεται, αν το ξέρει, κανείς, πως μπορούμε εμείς να γίνουμε ένα με τους παπικούς, όντας οι Δυτικοί και παραμένοντας αυτό που είναι. Αυτό δεν γίνεται και δεν θα γίνει εις τους αιώνες διότι η Εκκλησία μας εγγυήθηκε ο Χριστός ότι θα παραμείνει εις τους αιώνες. Βεβαίως κάποια πρόσωπα, επιμέρους κοινότητες κτλ. μπορεί να το κάνουν, όπως άλλωστε σήμερα και ο Ρωμαιοκαθολικισμός και κατ’ επέκταση ο Προτεσταντισμός είναι μία αποκοπή. Δεν έχει σημασία ότι αυτοί ως μέλη της Εκκλησίας ήτανε πολλά αριθμητικά, αυτό δεν έχει σημασία στην Εκκλησία. Στην Εκκλησία εκείνο που έχει σημασία είναι οι προδιαγραφές του είναι Της. Το αν είναι λίγα ή πολλά είναι πολύ σχετικό γιατί η αλήθεια στην Εκκλησία είναι πλειοψηφική επειδή ο Χριστός είπε ‘εγώ είμαι η αλήθεια’. Η αλήθεια δεν βρίσκεται στην πλειοψηφία, αυτό είναι ένα κοσμικό κατασκεύασμα που λέγεται Δημοκρατία, η ψήφος των πολλών κτλ. Εδώ υπάρχει μια απόλυτη ομοφωνία γιατί είναι η συμφωνία εν Αγίω Πνεύματι και η υποταγή μας στο θέλημα του Θεού.
Αυτό το πράγμα λοιπόν είναι μία πραγματικότητα η οποία θα παραμείνει ούτως ή άλλως. Αλλά έτσι για να μην έχουν κάποιο κόμπλεξ κάποιοι από τους πιστούς μας οι οποίοι νομίζουν ότι είμαστε λίγοι, πρώτον είπα ότι η αλήθεια είναι πλειοψηφική άρα και ένας να υπάρχει που έχει την αλήθεια, η αλήθεια από μόνη της είναι το πολύ γιατί είναι καθολικό, είναι το ακέραιο του πράγματος και είναι ο Χριστός. Αλλά στην πραγματικότητα, έτσι για να είμαστε ρεαλιστές, εμείς είμαστε οι περισσότεροι. Γιατί; Στην Εκκλησία ανήκει ο όλος Τριαδικός Θεός, τα δισεκατομμύρια και τρισεκατομμύρια των Αγγέλων, τα εκατομμύρια τουλάχιστον όλων των Αγίων και δισεκατομμύρια μέχρι σήμερα. Αυτή είναι η δοξασμένη πλευρά της Εκκλησίας και υπάρχουμε κι εμείς λίγοι ή πολλοί που σχετιζόμαστε οντολογικώς με την Εκκλησία. Άρα αν αυτό το συγκρίνουμε με τις αιρέσεις εμείς είμαστε η πλειοψηφία και αριθμητικά.
Έτσι λοιπόν, η σκοπιμότητα αυτή λειτουργεί μέσα στα πλαίσια τα ανθρώπινα και τα κοσμικά θεωρώντας ότι θα το πετύχει εκ του πονηρού και χωρίς να γνωστοποιείται φανερά, πράγμα το οποίο μέχρι σήμερα γινόταν στις Οικουμενικές Συνόδους και καθορίζονταν εκεί. Δεν θα υπάρξει. Μην υπάρχει τέτοιος φόβος. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να βρεθούμε εκτός της Εκκλησίας έτσι χωρίς να το καταλάβουμε, γιατί είναι εν πάση γνώσει, εν πάση αισθήσει το ότι είμαστε μέσα στην Εκκλησία γιατί γευόμαστε.
Βέβαια για να υπάρξουμε εκεί, βασική αρχή την οποία υπαινιχθήκαμε κι άλλη φορά είναι η υπακοή στον Χριστό. Η υπακοή στον Χριστό, που είναι υπακοή και στον Θεό Πατέρα και στον Τριαδικό Θεό, γίνεται με πολύ συγκεκριμένο τρόπο μέσα στην Εκκλησία. Και είπαμε αυτό είναι η τήρηση του θελήματος του Θεού, των εντολών, των προδιαγραφών. ΟΧΙ όπως νομίζει ο καθένας, όπως λέει ο κάθε Προτεστάντης: εγώ σήμερα νομίζω έτσι κι αύριο μπορώ να νομίζω αλλιώς, αλλά όπως καθορίστηκε μέσα από αυτήν την ερμηνεία των Οικουμενικών Συνόδων.
Κατά συνέπεια, εμείς όταν κάνουμε υπακοή, γιατί και αυτό είναι κάτι που έχει πολύ παρεξηγηθεί και το εκμεταλλεύονται σκοπίμως και κληρικοί κατωτέρων και ανωτέρων βαθμών -είναι μια παραπληροφόρηση- εμείς δεν καλούμαστε να κάνουμε υπακοή στον οποιονδήποτε έστω κι αν είναι αυτός Επίσκοπος. Όπως ερμηνεύει -προσέξτε αυτό είναι λεπτό και για να μην παρεξηγηθώ- όπως ερμηνεύει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ο οποίος ήταν Επίσκοπος και Αρχιεπίσκοπος της Κωνσταντινουπόλεως, λέει, ότι ο Απόστολος Παύλος λέει πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν αλλά διευκρινίζει και τους όρους. Όχι έτσι και ως έτυχε, αλλά ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν. Δηλαδή ουσιαστικά μας καλεί να κάνουμε υπακοή στον Χριστό, δηλαδή να ανακρίνουμε αυτά που μας λέει το όποιο πρόσωπο ή ο θεσμικός φορέας ο οποίος μας εισηγείται κάτι.
Εμείς κοιτάζουμε τον Χριστό με βάση τις προδιαγραφές που έχουμε, δηλαδή το ότι είμαστε βαπτισμένοι και μυρωμένοι, έχουμε το Άγιο Πνεύμα μέσα μας και για να είμαστε ασφαλείς ότι δεν κάνουμε αυθαίρετη ερμηνεία και ανυπακοή ΤΑΣΣΟΜΑΣΤΕ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ. Δηλαδή αυτό που έκαναν οι Πατέρες, που λέει Έδοξε γάρ τω Αγίω Πνεύματι και ημίν. Έκαναν κάτι το οποίο είναι ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ. Σε κάθε Οικουμενική Σύνοδο -το λέω και ως καθηγητής της Δογματικής αυτό- βλέπουμε από τα πρακτικά ότι για κάθε αίρεση διαβάζονται τα πρακτικά όλων των προηγουμένων Συνόδων και οι Πατέρες στη νέα Σύνοδο αυτή, ας πούμε την 7η, λέγουν και καταδικάζουν όλους όσους καταδικάζουν οι προηγούμενες, επαινούν αυτά τα πράγματα, αποδέχονται αυτήν την διδασκαλία και λέγουν στη συνέχεια: ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι, ακολουθώντας λοιπόν αυτούς τους Πατέρες, λέγουμε κι εμείς διευκρινιστικά, έχοντας νου Χριστού και εν Αγίω Πνεύματι, λέμε κι εμείς αυτό το πράγμα.
Άρα έχουμε φερεγγυότητα όταν εμείς δεν ακούμε απλώς και υπακούμε εική και ως έτυχε, αλλά όταν φροντίζουμε να είμαστε επόμενοι τοις αγίοις πατράσι. Τότε μπορούμε και να ομιλούμε απλανώς γιατί ομιλούμε ταπεινώς. Και είπα ότι η συχνότητα του Θεού είναι η ταπείνωση και η αγάπη. Έχει αγάπη αυτό γιατί θέλουμε να κάνουμε το θέλημα του Θεού και έχει ταπείνωση γιατί δεν είναι το δικό μας θέλημα. Άρα υπακοή δεν κάνω σε κανέναν παρά μόνο στον Χριστό, όπως ο Χριστός μου είπε πώς είναι αυτή η οδός, συγκεκριμένα. Δεν είμαστε εμείς οι ερμηνείς της εκάστοτε καταστάσεως και αληθείας που μας προσφέρεται, δεν κάνουμε του κεφαλιού μας, δεν κάνουμε όμως και ό,τι άλλο μας λέγεται απ’ οπουδήποτε. Δεν είμαστε ανυπάκουοι αλλά είμαστε κατ’ εξοχήν υπακούοντες κατά το θέλημα του Χριστού που έλεγε ότι δεν θέλω να κάνω το δικό μου θέλημα αλλά του Πατρός.
Άρα ακολουθώντας τον Ιερό Χρυσόστομο στην προκειμένη περίπτωση -όπως αντιλαμβάνεστε είναι πολύ λεπτό- και στηριζόμενοι και σ’ αυτήν την δογματική συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας που εκφράστηκε διαχρονικά -γιατί όταν αναφέρομαι στις Οικουμενικές Συνόδους αναφέρομαι στο κορυφαίο αυτό γεγονός- ακολουθούμε πάντοτε τους Πατέρες και δεν μπαίνουμε μπροστά στους Πατέρες, ούτε πηγαίνουμε μαζί με τους Πατέρες, γιατί αυτό έχει υπερηφάνεια. Δεν είμαστε ίσοι με τους Πατέρες, πολύ δε περισσότερο δεν είμαστε μετά τους Πατέρες -την μεταπατερική θεολογία, ότι δηλαδή οι Πατέρες έχουν ημερομηνία λήξεως, έληξαν, σήμερα είναι λέει μία άλλη πραγματικότητα, και κάποιοι έχουν την αφέλεια, ανοησία, έπαρση, βλασφημία, να λένε ότι κι αυτοί είναι Πατέρες. Μα ποτέ οι Πατέρες δεν είπαν ότι ήταν Πατέρες αλλά η Εκκλησία τους ανεγνώρισε ως Πατέρες όταν ήτανε υπάκουοι στο θέλημα του Θεού όπως αποδείχθηκε μέσα στην Εκκλησία.
Άρα το πρόβλημα είναι λελυμένο και φυσικά οι όποιοι ηγέτες λένε αυτά τα πράγματα, το κάνουν δυνάμει του γεγονότος ότι το πλήρωμα εν πολλοίς, όπως φαίνεται στα πράγματα στατιστικά, είναι απληροφόρητο και νομίζει ότι έχει εκκλησιαστικό φρόνημα όταν υπακούει σ’ αυτούς τους ηγέτες που λένε πράγματα τα οποία είναι και αντι-ευαγγελικά και έρχονται σε φανερή αντίθεση με το Δόγμα.
Με αυτό δεν αποδομώ εγώ τη διοίκηση της Εκκλησίας η οποία είναι Αγιο-Πνευματική πράξη, αλλά θέτω την ευθύνη την προσωπική κάτω από την συλλογική συνείδηση της Εκκλησίας. Δεν λέω να λέει ο πιστός, εγώ δέχομαι αυτό μέχρι εκεί και απορρίπτω την ηγεσία, αλλά ανακρίνοντες και ζητώντας συνεχώς τι είναι το θέλημα του Θεού με κριτήρια εκκλησιαστικά στα οποία αναφέρθηκα κατά τον Ιερό Χρυσόστομο.
***
ΤΕΛΟΣ
απομαγνητοφώνηση (από 55:56 έως 01:11:39) Φαίη/Αβέρωφ

Κυριακή, Αυγούστου 02, 2015

Εἶ­ναι οἱ Ἑ­τε­ρό­δο­ξοι μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας;




Ἄρθρο τοῦ Κα­θη­γη­τή Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. Δη­μη­τρί­ου Τσε­λεγ­γί­δη
Πρω­τί­στως πρέ­πει νά δι­ευ­κρι­νή­σου­με ὅ­τι ὡς Ὀρ­θό­δο­ξοι πι­στεύ­ου­με, σύμ­φω­να μέ τό Σύμ­βο­λο Πί­στε­ως τῆς Νι­καί­ας-Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως (381), «εἰς μί­αν, ἁ­γί­αν, ἀ­πο­στο­λι­κήν καί κα­θο­λι­κήν Ἐκ­κλη­σί­αν». Κα­τά τήν ἀ­δι­ά­κο­πη δογ­μα­τι­κή συ­νεί­δη­ση τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας, δη­λα­δή κα­τά τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α της, ἡ μί­α αὐ­τή Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη.
Ἡ ὁ­μο­λο­γί­α τοῦ Συμ­βό­λου ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι «μί­α» ση­μαί­νει πώς αὐ­τή εἶ­ναι βα­σι­κή ἰ­δι­ό­τη­τα τῆς ταυ­τό­τη­τάς της. Πρα­κτι­κῶς αὐ­τό ση­μαί­νει ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δέν μπο­ρεῖ νά δι­αι­ρε­θεῖ, νά κομ­μα­τι­α­στεῖ, ἐ­πει­δή αὐ­τή εἶ­ναι τό μυ­στη­ρι­α­κό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Καί ὁ Χρι­στός ὡς κε­φα­λή τοῦ σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας οὔ­τε πολ­λά σώ­μα­τα μπο­ρεῖ νά ἔ­χει οὔ­τε καί δι­η­ρη­μέ­νο σῶ­μα νά κα­τέ­χει. Στό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ νι­κή­θη­κε καί αὐ­τός ὁ θά­να­τος. Ἔτ­σι, ὅ­ποι­ος ἐν­τάσ­σε­ται στό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ καί πα­ρα­μέ­νει ζων­τα­νός σ' αὐ­τό μέ τά θε­ουρ­γά μυ­στή­ρι­α καί τήν ἀ­γα­πη­τι­κή τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν, με­τα­βαί­νει ἀ­πό τόν βι­ο­λο­γι­κό θά­να­το στήν αἰ­ώ­νι­α καί ἀ­ΐ­δι­α ζω­ή τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ. Καί ὅ­πως τά κλα­δι­ά τῆς ἀμ­πέ­λου δέν μπο­ροῦν νά ζή­σουν καί νά καρ­πο­φο­ρή­σουν, ἄν ἀ­πο­κο­ποῦν ἀ­πό τήν ἄμ­πε­λο, ἔτ­σι καί ὁ ἀ­πο­κο­μμέ­νος ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α πι­στός ἤ καί ὁ­λό­κλη­ρες κοι­νό­τη­τες πι­στῶν- ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τό ἀ­ριθ­μη­τι­κό τους πλῆ­θος- δέν μπο­ροῦν οὔ­τε νά ὑ­πάρ­ξουν ἐν Χρι­στῷ οὔ­τε νά συ­στή­σουν ἄλ­λη Ἐκ­κλη­σί­α. 
Ἡ πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι θε­ό­πνευ­στη καί ἀ­δι­α­πραγ­μά­τευ­τη. Σύμ­φω­να μέ τήν συγ­κε­κρι­μέ­νη πί­στη της, πολ­λές ἤ δι­η­ρη­μέ­νες Ἐκ­κλη­σί­ες δέν μπο­ροῦν νά ὑ­πάρ­χουν, ἐ­πει­δή ἀ­πο­τε­λεῖ...
ἀν­τί­φα­ση ἐν τοῖς ὅ­ροις τό μί­α καί τό πολ­λές ἤ τό μί­α καί τό δι­η­ρη­μέ­νη. Τό δι­η­ρη­μέ­νη ἀ­ναι­ρεῖ στήν πρά­ξη τήν πί­στη στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού μό­νο ὡς μί­α καί ἀ­δι­αί­ρε­τη μπο­ρεῖ νά κα­τα­νο­η­θεῖ μέ βά­ση τήν ὀρ­θό­δο­ξη αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α. Ἀ­πο­τε­λεῖ ἄρ­νη­ση τῆς πί­στε­ως τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἄρ­νη­ση τῆς ταυ­τό­τη­τας καί τῆς αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας της, ὅ­ταν κά­ποι­ος κά­νει λό­γο ἐν­συ­νεί­δη­τα γι­ά δι­η­ρη­μέ­νη Ἐκ­κλη­σί­α. Ἔτ­σι, οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι δέν ἔ­χουν κα­νέ­να ψυ­χο­λο­γι­κό πρό­βλη­μα (κόμ­πλεξ) ταυ­τό­τη­τας ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἀ­πο­κο­πῆς ἀ­πό τό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῶν Δυ­τι­κῶν Χρι­στι­α­νῶν. Βε­βαί­ως πο­νοῦν, προ­σεύ­χον­ται καί ἐν­δι­α­φέ­ρον­ται γι­ά τή με­τά­νοι­α καί τήν ἐ­πι­στρο­φή τους.



1. Ἀ­πο­στο­λι­κή Πί­στη
Ἡ ἔν­τα­ξη καί ἡ πα­ρα­μο­νή στό μυ­στη­ρι­α­κό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, τήν Ἐκ­κλη­σί­α, δέν εἶ­ναι ἀ­προ­ϋ­πό­θε­τη. Προ­ϋ­πο­θέ­τει ὁ­πωσ­δή­πο­τε τήν χω­ρίς ὅ­ρους ἀ­πο­δο­χή καί ὁ­μο­λο­γί­α τῆς ἀ­πο­στο­λι­κῆς πί­στε­ως, ὅ­πως αὐ­τή ἑρ­μη­νεύ­τη­κε καί ὁ­ρι­ο­θε­τή­θη­κε ἀ­πό τίς ἀ­πο­φά­σεις τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Ἔτ­σι, ὅ­ταν κά­ποι­ος πι­στός -ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τή θε­σμι­κή θέ­ση πού ἔ­χει στό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας- ἤ σύ­νο­λα πι­στῶν -ἀ­νε­ξαρ­τή­τως τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ τους- πα­ρα­βι­ά­σουν ἐκ πε­ποι­θή­σε­ως τήν ὁ­ρι­ο­θε­τη­μέ­νη πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­πο­κό­πτον­ται ἀ­πό τό σῶ­μα της. Καί ἄν εἶ­ναι σ' ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε ἱ­ε­ρα­τι­κό ἀ­ξί­ω­μα κα­θαι­ροῦν­ται, ἐ­νῶ οἱ λα­ϊ­κοί ἀ­φο­ρί­ζον­ται, ὅ­πως προ­κύ­πτει ἀ­πό τά Πρα­κτι­κά τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων. Τοῦ­το ση­μαί­νει ὅ­τι δέν μπο­ροῦν στό ἑ­ξῆς νά με­τέ­χουν καί νά κοι­νω­νοῦν στά μυ­στή­ρι­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Οἱ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί ἔ­χουν ἐκ­πέ­σει ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α ἐ­πι­σή­μως τόν 11ο αἰ­ώ­να. Τό 1014 εἰ­σή­γα­γαν στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως τήν ἐ­σφαλ­μέ­νη δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τους γι­ά τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα, τό γνω­στό F­i­l­i­o­q­ue. Σύμ­φω­να μέ τή δι­δα­σκα­λί­α αὐ­τή τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα ὡς θεῖ­ο Πρό­σω­πο ἔ­χει τήν ὕ­παρ­ξή του ἐκ­πο­ρευ­τῶς καί ἀ­πό τόν Πα­τέ­ρα καί ἀ­πό τόν Υἱ­ό. Ἡ δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τῶν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν ὅ­μως ἀ­να­τρέ­πει τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό, ἀ­φοῦ κα­τά τόν Εὐ­αγ­γε­λι­στή Ἰ­ω­άν­νη τό Πνεῦ­μα τῆς Ἀ­λη­θεί­ας «πα­ρά τοῦ Πα­τρός ἐκ­πο­ρεύ­ε­ται» (15,26). Ἄλ­λω­στε, ἡ Γ΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος δι­ά τοῦ Προ­έ­δρου της, ἁ­γί­ου Κυ­ρίλ­λου Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, ἀ­να­φε­ρό­με­νη στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως κα­θό­ρι­σε ἀ­πα­γο­ρευ­τι­κά, ὅ­τι «οὐ­δε­νί ἐ­πι­τρέ­πε­ται λέ­ξιν ἀ­μεῖ­ψαι τῶν ἐγ­κει­μέ­νων ἐ­κεῖ­σε ἤ μί­αν γοῦν πα­ρα­βῆ­ναι συλ­λα­βήν» (σέ κα­νέ­ναν δέν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νά προ­σθέ­σει ἤ νά ἀ­φαι­ρέ­σει οὔ­τε μί­α συλ­λα­βή ἀ­πό αὐ­τά πού δι­α­τυ­πώ­θη­καν στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως). Ὅ­λες οἱ ἑ­πό­με­νες Οἰ­κου­με­νι­κές Σύ­νο­δοι κα­τα­κύ­ρω­σαν τίς ἀ­πο­φά­σεις τῆς Γ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς.

Εἶ­ναι λοι­πόν προ­φα­νές ὅ­τι οἱ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί -κα­τ' ἐ­πέ­κτα­ση καί οἱ Προ­τε­στάν­τες πού υἱ­ο­θέ­τη­σαν τό F­i­l­i­o­q­ue- ἔ­χουν ἐκ­πέ­σει ἀ­πό τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Εἶ­ναι γι' αὐ­τό πε­ριτ­τό νά ἀ­να­φέ­ρου­με ὅ­λους τούς με­τέ­πει­τα νε­ω­τε­ρι­σμούς στήν πί­στη ἐκ μέ­ρους τῶν Δυ­τι­κῶν Χρι­στι­α­νῶν (ὅ­πως τό ἀ­λά­θη­το τοῦ πά­πα, τά μα­ρι­ο­λο­γι­κά δόγ­μα­τα, τό πρω­τεῖ­ο, ἡ κτι­στή Χά­ρη κ.ἄ.­).

2. Ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή
Μέ τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη συν­δέ­ε­ται ἀ­δι­αί­ρε­τα καί ἡ ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή. Ἡ ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή ἔ­χει οὐ­σι­α­στι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο μό­νο μέ­σα στό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, καί προ­ϋ­πο­θέ­τει ὁ­πωσ­δή­πο­τε τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη.
Λέ­γον­τας ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή ἐν­νο­οῦ­με τήν ἀ­δι­ά­κο­πη συ­νέ­χει­α τῆς ἡ­γε­σί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πό τούς Ἀ­πο­στό­λους. Ἡ συ­νέ­χει­α αὐ­τή ἔ­χει χα­ρι­σμα­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα καί δι­α­σφα­λί­ζε­ται μέ τή με­τά­δο­ση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας τῶν Ἀ­πο­στό­λων στούς Ἐ­πι­σκό­πους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί δι' αὐ­τῶν στούς ἱ­ε­ρεῖς.

Ὁ τρό­πος με­τα­δό­σε­ως τῆς πνευ­ματ­ι­κῆς-ἀ­πο­στο­λι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας στούς Ἐ­πι­σκό­πους γί­νε­ται μέ τή χει­ρο­το­νί­α. Ἄν, ἑ­πο­μέ­νως, κά­ποι­ος ἐ­πί­σκο­πος ἔ­χει λά­βει μέ κα­νο­νι­κό - ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό τρό­πο τή χει­ρο­το­νί­α του καί στή συ­νέ­χει­α βρε­θεῖ ἐ­κτός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἐ­σφαλ­μέ­νης πί­στε­ώς του, παύ­ει οὐ­σι­α­στι­κά νά ἔ­χει καί τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή, ἀ­φοῦ αὐ­τή ἔ­χει νό­η­μα μό­νο μέ­σα στό μυ­στη­ρι­α­κό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, τήν Ἐκ­κλη­σί­α.

Κα­τά συ­νέ­πει­α, ἄν κά­ποι­ος ἐ­πί­σκο­πος ἤ καί ὁ­λό­κλη­ρη το­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α -ἀ­νε­ξαρ­τή­τως ἀ­ριθ­μοῦ με­λῶν- ἐκ­πέ­σουν ἀ­πό τήν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­πως αὐ­τή ἐκ­φρά­στη­κε ἀ­λα­θή­τως στίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους, παύ­ουν νά ἔ­χουν οἱ ἴ­δι­οι τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή, ἐ­πει­δή βρί­σκον­ται ἤ­δη ἐ­κτός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί, ἀ­φοῦ δι­α­κό­πτε­ται ἡ ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή οὐ­σι­α­στι­κά, δέν μπο­ρεῖ νά γί­νε­ται λό­γος γι­ά κα­το­χή ἤ γι­ά συ­νέ­χει­α τῆς ἀ­πο­στο­λι­κῆς δι­α­δο­χῆς στούς ἐκ­πε­σόν­τες ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α.

Μέ βά­ση τά πα­ρα­πά­νω, ὁ ἴ­δι­ος ὁ πά­πας, ἀλ­λά καί τό σύ­νο­λο τῶν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν ἐ­πι­σκό­πων στε­ροῦν­ται τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή, ἐ­πει­δή στε­ρη­θέν­τες τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη ξέ­πε­σαν ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Κα­τά συ­νέ­πει­α, λό­γος γι­ά ἀ­πο­στο­λι­κή δι­αδ­ο­χή ἐ­κτός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι λό­γος ἀ­τε­κμη­ρί­ω­τος ἐ­πι­στη­μο­νι­κά, εἶ­ναι δη­λα­δή λό­γος ἀ­θε­ο­λό­γη­τος.

3. Ἱερωσύνη καί τά ἄλλα Μυ­στή­ρι­α
Ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη στό πλαί­σι­ο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη τοῦ ἴ­δι­ου τοῦ Χρι­στοῦ, ἀ­φοῦ ὁ ἴ­δι­ος ὁ Χρι­στός τε­λεῖ τά μυ­στή­ρι­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Του δι­ά τῶν Ἐ­πι­σκό­πων καί Ἱ­ε­ρέ­ων Του.
Ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη προ­ϋ­πο­θέ­τει τήν ἀ­δι­ά­κο­πη συ­νέ­χει­ά της ἀ­πό τούς Ἀ­πο­στό­λους, προ­ϋ­πο­θέ­τει δη­λα­δή τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή. Πρω­τί­στως ὅ­μως ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη προ­ϋ­πο­θέ­τει τόν Θε­άν­θρω­πο Χρι­στό ὡς ἱ­ε­ρουρ­γό στό μυ­στη­ρι­α­κό Σῶ­μα Του, τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Σέ τε­λευ­ταί­α ἀ­νά­λυ­ση, ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη τοῦ Χρι­στοῦ ὑ­φί­στα­ται στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί πα­ρέ­χε­ται ἀ­πό τόν ἴ­δι­ο τόν Χρι­στό δι­ά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Του καί γι­ά τήν Ἐκ­κλη­σί­α Του. Αὐ­το­νο­μη­μέ­νη ἱ­ε­ρω­σύ­νη καί αὐ­το­νο­μη­μέ­να ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α μυ­στή­ρι­α δέν μπο­ροῦν νά ὑ­πάρ­χουν.

Ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη, ὅ­πως ἄλ­λω­στε καί ὅ­λα τά μυ­στή­ρι­α, ἀ­πο­τε­λεῖ λει­τουρ­γι­κή φα­νέ­ρω­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας (ἡ Ἐκ­κλη­σί­α «ση­μαί­νε­ται ἐν τοῖς μυ­στη­ρί­οις», κατά τόν Ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα­). Τοῦ­το ση­μαί­νει, ὅ­τι γι­ά νά ὑ­πάρ­χουν μυ­στή­ρι­α, πρέ­πει προ­η­γου­μέ­νως νά ὑ­πάρ­χει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Τά μυ­στή­ρι­α εἶ­ναι σάν τά κλα­δι­ά ἑ­νός δέν­δρου. Ζων­τα­νά κλα­δι­ά, πού ἀν­θοῦν καί καρ­πο­φο­ροῦν, μπο­ροῦν νά ὑ­πάρ­χουν μό­νον ὅ­ταν αὐ­τά εἶ­ναι ὀρ­γα­νι­κή προ­έ­κτα­ση τοῦ δέν­δρου, ὅ­ταν δη­λα­δή εἶ­ναι ὀν­το­λο­γι­κά συν­δε­μέ­να μέ τόν κορ­μό τοῦ δέν­δρου.

Εἶ­ναι θε­ο­λο­γι­κά ἀ­κα­τα­νό­η­το νά ὑ­πο­στη­ρί­ζε­ται ὅ­τι οἱ ἑ­τε­ρό­δο­ξοι, Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί ἤ Προ­τε­στάν­τες, ἔ­χουν ἔ­στω καί ἕ­να μυ­στή­ρι­ο, π.χ. τό βά­πτι­σμα. Τό θε­με­λι­ῶ­δες ἐ­ρώ­τη­μα πού πρέ­πει νά τί­θε­ται ἐ­δῶ εἶ­ναι: Ποι­ός ἱ­ε­ρούρ­γη­σε τό μυ­στή­ρι­ο τοῦ Βα­πτί­σμα­τος; Ποῦ βρῆ­κε τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη ὁ ἱ­ε­ρουρ­γός; Ποι­ός τοῦ ἔ­δω­σε τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη, ἀ­φοῦ αὐ­τήν τήν πα­ρέ­χει μό­νον ἡ Ἐκ­κλη­σί­α; Καί ποῦ βρέ­θη­κε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α στούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους, ἀ­φοῦ αὐ­τοί λό­γῳ τῆς ἐ­σφαλ­μέ­νης δογ­μα­τι­κῆς πί­στε­ώς τους ξέ­πε­σαν ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α;

4. Ἡ θε­ω­ρί­α τῶν «δύ­ο πνευ­μό­νων» τοῦ Χρι­στοῦ
Ἡ θε­ω­ρί­α αὐ­τή ἔ­χει τήν πα­τρό­τη­τά της στόν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό. Σύμ­φω­να μέ τή θε­ω­ρί­α αὐ­τή ὁ Χρι­στός ἔ­χει ὡς «πνεύ­μο­νές» Του τόν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κισμό καί τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α.
Σή­με­ρα, δυ­στυ­χῶς, ἡ θε­ω­ρί­α αὐ­τή υἱ­ο­θε­τή­θη­κε καί ἀ­πό πολ­λούς ὀρ­θό­δο­ξους ἱ­ε­ράρ­χες καί λα­ϊ­κούς ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κούς θε­ο­λό­γους, μᾶλ­λον ἀ­βα­σά­νι­στα. Καί τοῦ­το, γι­α­τί ἡ θε­ω­ρί­α αὐ­τή κρι­νό­με­νη ἀ­πό ὀρ­θό­δο­ξη ἄ­πο­ψη ὄ­χι μό­νον ἀ­θε­ο­λό­γη­τη εἶ­ναι, ἀλ­λά καί κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά βλά­σφη­μη.

Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ­ται ὀν­το­λο­γι­κά ἀ­πό τό Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό γι­ά κα­θα­ρά δογ­μα­τι­κούς λό­γους. Ἔτ­σι, ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α θε­ω­ρεῖ ὅ­τι μό­νον αὐ­τή δι­α­σώ­ζει τόν χα­ρα­κτή­ρα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς Θε­αν­θρω­πί­νου Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός ἔ­χει ἐ­δῶ καί χί­λι­α χρό­νι­α ἐκ­πέ­σει ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ.

Ἄλ­λω­στε, ἐ­πει­δή ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κα­τά τό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως εἶ­ναι «μί­α» καί ἑ­νι­αί­α, εἶ­ναι θε­ο­λο­γι­κά τε­λεί­ως ἀ­κα­τα­νό­η­το νά ὑ­πο­νο­οῦν­ται, σύμ­φω­να μέ τήν πα­ρα­πά­νω θε­ω­ρί­α, ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α καί ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός ὡς οἱ «δύ­ο πνεύ­μο­νες» τοῦ Χρι­στοῦ, ὡς κά­ποι­α ἰ­σό­τι­μα δη­λα­δή μέ­λη τοῦ σώ­μα­τός Του. Σέ αὐ­τήν τήν πε­ρί­πτω­ση θά πρέ­πει νά θε­ω­ρή­σου­με ὅ­τι τά ἄλ­λα μέ­λη τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ ἤ πα­ρα­μέ­νουν ἀ­κά­λυ­πτα ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κῶς ἤ κα­λύ­πτον­ται ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά ἀ­πό ἄλ­λες, ἐ­κτός τῶν δύ­ο, Ἐκ­κλη­σί­ες. Κά­τι τέ­τοι­ο ὅ­μως θά μᾶς ὁ­δη­γοῦ­σε εὐ­θέ­ως στήν υἱ­ο­θέ­τη­ση τῆς προ­τε­σταν­τι­κῆς ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κῆς θε­ω­ρί­ας τῶν κλά­δων» (B­r­a­n­ch t­h­e­o­ry). [Λέγοντας θεωρία τῶν κλάδων ἐννοοῦμε τή θεωρία τῶν προτεσταντῶν γιά τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐκ­κλη­σί­α κα­τά τούς προ­τε­στάν­τες εἶ­ναι ἡ ἀ­ό­ρα­τη κο­νω­νί­α τῶν ἁ­γί­ων. Οἱ δι­ά­φο­ρες ἱ­στο­ρι­κές-ἐμ­πει­ρι­κές ἐκ­κλη­σί­ες ὅ­λων τῶν δογ­μά­των ἔ­χουν νο­μι­μό­τη­τα καί ἰ­σό­τη­τα ὑ­πάρ­ξε­ως, ὡς κλα­δι­ά τοῦ ἑ­νός δέν­δρου τῆς ἀ­ό­ρα­της ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ ἀ­ό­ρα­τη ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἡ κα­θαυ­τό ἐκ­κλη­σί­α ἡ ὁ­ποί­α καί ὁ­μο­λο­γεῖ­ται στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως. Κα­τά συ­νέ­πει­α, καμ­μί­α ἐ­πι­μέ­ρους το­πι­κή ἐκ­κλη­σί­α ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε δόγ­μα­τος, δέν ἐν­σαρ­κώ­νει τήν «μί­α ἁ­γί­α κα­θο­λι­κή καί ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α». Καμ­μί­α το­πι­κή ἐκ­κλη­σί­α δέν μπο­ρεῖ νά ἰ­σχυ­ρι­σθεῖ ὅ­τι κα­τέ­χει τήν πλη­ρό­τη­τα τῆς ἀ­πο­κα­λυ­φθεί­σας ἀ­λή­θει­ας. Ἡ μί­α ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι το συ­νο­λι­κό ἄ­θροι­σμα τῶν ἐ­πι­μέ­ρους τμη­μά­των της, δη­λα­δή τῶν κα­τά τό­πους ἐκ­κλη­σι­ῶν ὅ­λων τῶν δογ­μά­των, ὅ­σο καί ἄν δι­α­φέ­ρουν δογ­μα­τι­κά με­τα­ξύ τους]. Πράγ­μα τε­λεί­ως ἀ­πα­ρά­δε­κτο ἀ­πό ὀρ­θό­δο­ξη ἄ­πο­ψη.

Εἶ­ναι ὅ­μως καί βλά­σφη­μη ἡ πα­ρα­πά­νω Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῆς προ­έ­λευ­σης θε­ω­ρί­α πε­ρί τῶν «δύ­ο πνευ­μό­νων» τοῦ Χρι­στοῦ, ὅ­ταν αὐ­τή συμ­βαί­νει νά υἱ­ο­θε­τεῖ­ται ἀ­πό Ὀρ­θο­δό­ξους. Καί εἶ­ναι κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά βλά­σφη­μη, ἐ­πει­δή ἐν­τάσ­σει στό ἄ­μω­μο Σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ τόν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό ὡς ὀρ­γα­νι­κό μέ­λος Του (ὡς ἕ­να «πνεύ­μο­νά» Του), τή στιγ­μή πού ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός θε­σμι­κά πά­σχει ὀν­το­λο­γι­κῶς, ὡς πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἐ­κτός τοῦ Θε­αν­θρω­πί­νου σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

5. «Ἀ­δελ­φές Ἐκ­κλη­σί­ες»
Ἀρ­χι­κά ὁ ὅ­ρος «ἀ­δελ­φές Ἐκ­κλη­σί­ες» εἶ­ναι ἀ­πό ἀ­δό­κι­μος ἕ­ως ἀ­πα­ρά­δε­κτος. Ἀ­δό­κι­μος θε­ο­λο­γι­κά εἶ­ναι, ὅ­ταν χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται γι­ά νά ἐκ­φρά­σει τή σχέ­ση με­τα­ξύ τῶν το­πι­κῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Τε­λεί­ως ἀ­πα­ρά­δε­κτος θε­ο­λο­γι­κά εἶ­ναι ὁ ὅ­ρος, ὅ­ταν χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται γι­ά νά προσ­δι­ο­ρί­σει τόν ὀν­το­λο­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας καί τοῦ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμοῦ.

Κα­ταρ­χήν, ὁ ὅ­ρος «ἀ­δελ­φές Ἐκ­κλη­σί­ες» δέν εἶ­ναι βι­βλι­κά θε­με­λι­ω­μέ­νος, οὔ­τε κἄν νο­μι­μο­ποι­η­μέ­νος. Ὅ­ταν ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀ­να­φέ­ρε­ται στίς δι­ά­φο­ρες το­πι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες, δέν τίς ἀ­πο­κα­λεῖ «ἀ­δελ­φές», οὔ­τε ὑ­πο­νο­εῖ ὅ­τι ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α Ἐκ­κλη­σί­α ὡς «μη­τέ­ρα» αὐ­τῶν τῶν κα­τά τό­πους Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Ἔ­χει τή συ­νεί­δη­ση ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι μί­α καί ὅ­τι αὐ­τή ἔ­χει κα­θο­λι­κό χα­ρα­κτή­ρα, μέ τήν ἔν­νοι­α τῆς πλη­ρό­τη­τας τῆς ἀ­λη­θεί­ας καί τῆς ζω­ῆς της, κε­φα­λή τῆς ὁ­ποί­ας εἶ­ναι, ὅ­πως μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ, ὁ ἴ­δι­ος ὁ Χρι­στός. Ἔτ­σι, ὅ­ταν ἀ­πευ­θύ­νε­ται σέ κά­ποι­α το­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α, ἔ­χει τή στε­ρε­ό­τυ­πη ἔκ­φρα­ση: «τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ τῇ οὔ­σῃ ἐν.­.. (π.χ. Κο­ρίν­θῳ)­». Τοῦ­το ση­μαί­νει ὅ­τι ἡ φα­νέ­ρω­ση τῆς ὅ­λης Ἐκ­κλη­σί­ας μπο­ρεῖ νά γί­νε­ται σέ κά­θε τό­πο, ὅ­που ὑ­πάρ­χει ἡ εὐ­χα­ρι­στι­α­κή κοι­νό­τη­τα τῶν πι­στῶν ὑ­πό τόν Ἐ­πί­σκο­πό της. Εἶ­ναι βε­βαί­ως αὐ­το­νό­η­το ὅ­τι ἡ ἑ­νό­τη­τα τῶν κα­τά τό­πους Ἐκ­κλη­σι­ῶν αὐ­τῶν δι­α­σφα­λί­ζε­ται μέ τήν κο­ι­νω­νί­α με­τα­ξύ τους στήν αὐ­τή πί­στη, ζω­ή καί ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή τά­ξη. Τήν ἑ­νό­τη­τα τῶν το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν ἐγ­γυ­ᾶ­ται στήν πρά­ξη ἡ σύ­νο­δος τῶν Ἐ­πι­σκό­πων τους.

Ἀ­πό τά πα­ρα­πά­νω γί­νε­ται κα­τα­νο­η­τό ὅ­τι, ἀ­φοῦ καί οἱ ὁ­μό­φρο­νες το­πι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες στό πλαί­σι­ο τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας δέν νο­μι­μο­ποι­οῦν­ται θε­ο­λο­γι­κά, ὅ­ταν ὀ­νο­μά­ζον­ται «ἀ­δελ­φές», πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο δέν ὑ­πάρ­χει θε­ο­λο­γι­κό-ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό ὑ­πό­βα­θρο γι­ά νά ὀ­νο­μά­ζον­ται «ἀ­δελ­φές Ἐκ­κλη­σί­ες» ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α καί ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός. Ἄλ­λω­στε ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός δέν μπο­ρεῖ νά ὀ­νο­μά­ζε­ται κα­τά κυ­ρι­ο­λε­ξί­α Ἐκ­κλη­σί­α με­τά τό 1014, ἐ­πει­δή ἀ­πό τό­τε ὑ­φί­σταν­ται πνευ­μα­τι­κῶς γι' αὐ­τόν τά ἐ­πι­τί­μι­α τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, μέ συ­νέ­πει­α τήν ἔκ­πτω­ση ἀ­πό τό Θε­αν­θρώ­πι­νο σῶ­μα.

Ἐ­δῶ πρέ­πει νά ση­μει­ω­θεῖ ὅ­τι ἡ ἄρ­ση τῶν πα­ρα­πά­νω ἐ­πι­τι­μί­ων δέν μπο­ρεῖ νά γί­νει ἀ­πό κα­νέ­να θε­σμι­κό πρό­σω­πο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­σο ψη­λά καί ἄν βρί­σκε­ται στήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἱ­ε­ραρ­χί­α, πα­ρά μό­νον ἀ­πό Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δο. Ἀλ­λά καί τοῦ­το μπο­ρεῖ νά γί­νει μό­νο στήν πε­ρί­πτω­ση πού ἀρ­θοῦν προ­η­γου­μέ­νως οἱ δογ­μα­τι­κοί λό­γοι, στούς ὁ­ποί­ους οὐ­σι­α­στι­κά ὀ­φεί­λε­ται ἡ ἔκ­πτω­ση τοῦ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμοῦ ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α.

Εἶ­ναι λοι­πόν φα­νε­ρό ὅ­τι, ἐ­πι­σή­μως, ἀ­πό τό 1014 ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός δέν εἶ­ναι Ἐκ­κλη­σί­α. Τοῦ­το πρα­κτι­κῶς ση­μαί­νει ὅ­τι δέν ἔ­χει τήν ὀρ­θή ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη καί τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή. Δέν ἔ­χει τήν ἄ­κτι­στη Χά­ρη καί κα­τε­πέ­κτα­ση δέν ἔ­χει τά θε­ουρ­γά μυ­στή­ρι­α, πού κα­θι­στοῦν τό Θε­αν­θρώ­πι­νο σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας «κοι­νω­νί­α θε­ώ­σε­ως» τοῦ ἀν­θρώ­που. Καί, ἐ­πει­δή ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δέν μπο­ρεῖ πα­ρά νά εἶ­ναι καί νά πα­ρα­μέ­νει ἕ­ως τῆς συν­τε­λεί­ας μί­α καί ἀ­δι­αί­ρε­τη, κά­θε χρι­στι­α­νι­κή κοι­νό­τη­τα, ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶ­ναι ἁ­πλά αἱ­ρε­τι­κή. 


ΠΗΓΗ: "Ἐν Συνειδήσει", Ἔκτακτη ἔκδοση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου-Ἰούνιος 2009
το  είδαμε εδώ

Τετάρτη, Ιουλίου 23, 2014

Η ΤΡΙΑΔΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟ


ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Ι. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ, Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.

Το πρότυπο για την πραγμάτωση της εκκλησιολογικής ενότητας των πιστών αποτελεί η ενότητα του Τριαδικού Θεού. Οι θεολογικές προϋποθέσεις για την αναφορά των πιστών στην τριαδική ενότητα βρίσκονται στην ίδρυση και σύσταση της Εκκλησίας, ως σώματος Χριστού, στο οποίο αρμόζονται οι πιστοί ως οργανικά μέλη του. Έτσι η ενότητα της Εκκλησίας δεν αποτελεί μια αυτονομημένη και αφηρημένη δογματική αλήθεια, ανεξάρτητη από τη ζωή της, αλλά εκφράζει την αυτοσυνειδησία και την εμπειρία της. Το σώμα της Εκκλησίας γίνεται ο χαρισματικός χώρος, όπου συγκροτείται, βιώνεται και φανερώνεται η ενότητα των πιστών ως εικόνα της τριαδικής ενότητας. Η ενότητα αυτή αποτελεί καρπό μεθέξεως των πιστών στη χάρη του Τριαδικού Θεού και συνιστά έκφραση του ήθους της ενιαίας καθολικής Εκκλησίας, ως αδιάσπαστης ενότητας και ιδεώδους κοινωνίας προσώπων.

 Στα πλαίσια του άρθρου αυτού γίνεται προσπάθεια για παρουσίαση της σχέσεως ανάμεσα στην τριαδική ενότητα και την ενότητα των πιστών, όπως αυτή βιώνεται μέσα στην εκκλησία και εκφράζεται από το Μ. Αθανάσιο.



Ο Θεός κατά την πίστη της Εκκλησίας, την οποία πιστά εκφράζει ο Μ. Αθανάσιος, αποτελεί μονάδα τριαδική και αδιαίρετη. Με τη χαρακτηριστική του διατύπωση, «ένα δια της Τριάδος ομολογούμεν είναι τον Θεόν»(1), υπογραμμίζει την αδιάσπαστη ενότητα που χαρακτηρίζει τον αδιαίρετο Τριαδικό Θεό. Η ενότητα αυτή δεν περιορίζεται βέβαια στην ουσία του Τριαδικού Θεού, αλλά περιλαμβάνει και την ενέργειά του. Και η ενέργεια του Τριαδικού Θεού, είναι μία, όπως μία είναι και η ουσία του(2). Χάρη στην αδιαίρετη αυτή ενότητα ουσίας και ενέργειας η αναφορά των πιστών σε ένα από τα θεία πρόσωπα όχι μόνο δεν αποκλείει την αναφορά τους και στα άλλα δύο, αλλά και την προϋποθέτει, πράγμα που δίνει στην αναφορά αυτή «τριαδική» διάσταση. Παράλληλα η μετοχή των πιστών σε ένα από τα θεία πρόσωπα δίνει τη βεβαιότητα για παρουσία και παραμονή μέσα τους του όλου Τριαδικού Θεού(3). Η μετοχή βέβαια του Τριαδικού Θεού δε νοείται ποτέ ως μετοχή της ουσίας του, αλλά ως μετοχή της ενέργειας ή της χάρης του. Η χάρη αυτή, που ως προσφορά του ενός Τριαδικού Θεού είναι μία, παρέχεται τριαδικά: «παρά του Πατρός δι' Υιού εν Πνεύματι αγίω»(4).


Την πραγματικότητα της αδιάσπαστης ενότητας των θείων προσώπων εκφράζει ο Μ. Αθανάσιος πολύ χαρακτηριστικά με το παράδειγμα ή την εικόνα της πηγής, του ποταμού και του νερού. Το νερό στην εικόνα αυτή προϋποθέτει τον ποταμό, μέσα στον οποίο και κινείται, αλλά και ο ποταμός με τη σειρά του προϋποθέτει την πηγή του. Έτσι ούτε η λήψη του νερού μπορεί να νοηθεί χωρίς τον ποταμό, μέσω του οποίου προσφέρεται, ούτε το νερό καθαυτό μπορεί να νοηθεί χωρίς την πηγή προελεύσεώς του. Στη συγκεκριμένη αυτή εικόνα ο Πατέρας είναι η πηγή, η αιτία υπάρξεως του ποταμού. Ο ποταμός εικονίζει τον Υιό, ενώ το Άγιο Πνεύμα είναι το ίδιο το νερό που πηγάζει από την πηγή και κινείται στον ποταμό. Όταν λοιπόν οι πιστοί «ποτίζονται» το Άγιο Πνεύμα, πίνουν το Χριστό. Επειδή όμως ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού, με τη λήψη του Αγίου Πνεύματος αποκτούν οι πιστοί την υιοθεσία και γίνονται παιδιά του Θεού Πατέρα εν Χριστώ(5).

Η ενότητα των θείων προσώπων αποτελεί το πρότυπο ζωής των πιστών. Αυτό έχει ως συνέπεια να βρίσκουμε κάποιες ομοιότητες ανάμεσα στη θεία ζωή καθεαυτήν και τη ζωή της Εκκλησίας(6).
Έτσι η ενότητα του Τριαδικού Θεού εκφράζεται -με όλη φυσικά την ανάλογη σχετικότητα- και στη ζωή των πιστών. Οι πιστοί ως κατοικητήριο των θείων προσώπων καλούνται να ζουν κατά το πρότυπο της τριαδικής ενότητας και να εκφράζουν με τον τρόπο αυτό την κοινωνία και μετοχή τους στη ζωή του Τριαδικού Θεού. Άλλωστε η πραγμάτωση της ενότητας των πιστών κατά το πρότυπο της ενότητας των θείων προσώπων αποτελεί και τη μαρτυρία τους στον κόσμο(7). Βέβαια εδώ πρέπει να διευκρινιστεί η διαφορά ανάμεσα στην ενότητα των θείων και την ενότητα των ανθρώπινων προσώπων. Έτσι στην περίπτωση των ανθρώπων η ενότητα της φύσεώς τους όχι μόνο δεν αποκλείει την τοπική και τροπική τους διάσταση, αλλά και την προϋποθέτει, ενώ αντίθετα η ενότητα και ταυτότητα της θείας φύσεως σημαίνει και αδιάσπαστη ενότητα των θείων προσώπων(8). Αυτό σημαίνει ότι η ενότητα πρέπει να κατανοείται πάντοτε ανάλογα με τη φύση των προσώπων, στα οποία αναφέρεται.
Τα κατηγορήματα που αναφέρονται στο Θεό και πιο συγκεκριμένα στις ενδοτριαδικές σχέσεις δεν πρέπει να ταυτίζονται με αντίστοιχα κατηγορήματα, που χρησιμοποιούνται για να εκφράσουν τις ανθρώπινες και διανθρώπινες σχέσεις9. Οι πιστοί και όταν γίνονται μέτοχοι της ζωής του Τριαδικού Θεού δεν παύουν να βρίσκονται στα πλαίσια της κτιστής φύσεώς τους. Αυτό σημαίνει ότι η οντολογική διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και το Θεό παραμένει τόση, όση αναλογεί ανάμεσα στο κτιστό και το άκτιστο.

Η αλήθεια αυτή διαφαίνεται κατά το Μ. Αθανάσιο και από την αρχιερατική προσευχή του Χριστού, ο οποίος ζητεί από τον Πατέρα του την ενότητα των πιστών κατά το υπόδειγμα της δικής τους ενότητας. Δε ζητεί βέβαια να ταυτιστεί η μορφή της τριαδικής ενότητας με τη μορφή ενότητας των ανθρώπων. Αν γινόταν μια τέτοια ταύτιση, θα εξισώνονταν οι άνθρωποι με τον ίδιο το Θεό. Αλλά οι άνθρωποι και μετά την ένταξη και παραμονή τους στο θεανθρώπινο σώμα του Χριστού συγκροτούν ενότητα που ποτέ δεν μπορεί να ταυτιστεί με την τριαδική ενότητα.


Στην περίπτωση των λόγων του Χριστού είναι πολύ χαρακτηριστική η σημασία του επιρρήματος «καθώς», το οποίο κατά το Μ. Αθανάσιο σχετικοποιεί κάθε ταύτιση ή ισότητα της ενότητας των ανθρώπων με την ενότητα των θείων προσώπων: «νυν δε ουχ απλώς είπεν, αλλά «καθώς» συ, Πάτερ, εν εμοί, καγώ εν σοι, ίνα πάντες εν ώσι. Λέγων δε πάλιν «καθώς» πόρρωθεν δείκνυσι τους γινομένους, ως αυτός εστιν εν τω Πατρί, πόρρωθεν δε εστιν ου τόπω, αλλά τη φύσει. ουδέν γαρ τόπω μακράν του Θεού. αλλά μόνη τη φύσει πάντα μακράν εστιν αυτού. και... ου ταυτότητα, ουδέ ισότητα δείκνυσιν ο λέγων το «καθώς»...»(10). Η έννοια του επιρρήματος «καθώς» υποδηλώνει την οντολογικά διαφοροποιημένη μορφή ενότητας των πιστών από την ενότητα των θείων προσώπων και την τοποθετεί σε επίπεδο μιμήσεως του προτύπου της(11).


Η μίμηση βέβαια αυτή δεν αποτελεί μια διαδικασία ανταποκρίσεως σε κάποια αφηρημένη αρχή ενότητας που διέπει τα θεία πρόσωπα, αλλά μια μυστηριακή πράξη που συνδέει οντολογικά τους πιστούς με το Χριστό, στο σώμα του οποίου, την Εκκλησία, δίδεται η δυνατότητα για μυστηριακή, αλλά και ηθική μίμηση και κατά χάρη μέθεξη της τριαδικής ενότητας. Η μίμηση αυτή της θείας ενότητας από τους πιστούς προϋποθέτει την πνευματική κοινωνία τους με τον Τριαδικό Θεό(12). Αλλά και η πνευματική αυτή κοινωνία βιώνεται στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, που αποτελεί πραγματικότητα κοινωνίας θείων και ανθρώπινων προσώπων.


Η ενεργοποίηση της ενότητας των ανθρώπων μεταξύ τους εν Χριστώ, που πραγματοποιείται μόνο μέσα στην Εκκλησία και έχει πρότυπο την τριαδική ενότητα, αρχίζει με την ανταπόκριση του πιστού στην πρόσκληση για μίμηση του Θεού Λόγου, όπως αυτός φανερώθηκε στο ιστορικό πρόσωπο του Χριστού. Και αυτό, γιατί μόνο στο πρόσωπο του Θεανθρώπου διαφυλάχτηκε η ολοκληρωμένη ενότητα ανθρώπου και Θεού(13) και δόθηκε αντικειμενικά στους ανθρώπους η δυνατότητα για πραγμάτωση της ενότητας αυτής.
Σχολιάζοντας το χωρίο του Ευαγγελιστή Ιωάννη: «εγώ εν αυτοίς, και συ εν εμοί, ίνα ώσι τετελειωμένοι εις εν»(14) ο Μ. Αθανάσιος παρατηρεί ότι εδώ δεν έχομε απλώς μια αναφορά για μίμηση της ενότητας Πατέρα και Υιού, αλλά κάτι περισσότερο και τελειότερο, που ζητεί για μας ο Χριστός στην προσευχή του από το Θεό Πατέρα. Το περισσότερο συγκεκριμενοποιείται στο ότι η αναφορά του Χριστού για την ενότητα των πιστών γίνεται πάνω στη βάση της οργανικής ενότητάς τους στο ένα θεανθρώπινο σώμα του, στο οποίο τελειώνονται, εφόσον βέβαια παραμένουν σ΄ αυτό(15). Και αυτό, γιατί η τελείωση στα πλαίσια της Εκκλησίας δεν αποτελεί καρπό μιας αφηρημένης διανοητικής ή ψυχικής διαδικασίας, αλλά καρπό της οργανικής εντάξεως και παραμονής στο σώμα του Χριστού. «ερωτώ ίνα και αυτοί γένωνται εν, κατά το εν εμοί σώμα, και κατά την εαυτού τελείωσιν»(16). Από εδώ γίνεται σαφές ότι η ενότητα των πιστών δεν αποτελεί την ιδιότητα των πολλών (του αριθμού τους), αλλά την ιδιότητα του ενός σώματος, στο οποίο ανήκουν οργανικά ως μέλη του οι πολλοί.
Στο χωρίο αυτό μαρτυρείται ακόμη πως η τελείωση των πιστών κατευθύνεται και προσδιορίζεται από το ένα σώμα του Χριστού, το οποίο γίνεται το μέτρο της πνευματικής ενηλικιώσεώς τους. Έτσι τόσο η τελείωση όσο και η ενότητα των πιστών δε νοούνται αυτονομημένες, αλλά σε σχέση με το σώμα του Χριστού, στο οποίο αναφέρονται και από το οποίο προσδιορίζονται.

Αλλά και η τελείωση των πιστών στην Εκκλησία αποτελεί κατά το Μ. Αθανάσιο προσφορά του όλου Τριαδικού Θεού. Και τούτο, γιατί ο Χριστός, ως Θεάνθρωπος, στο πρόσωπο του οποίου ενώθηκε η θεία με την ανθρώπινη φύση, ζητεί από το Θεό Πατέρα να ενεργήσει στους πιστούς και με την προσφορά του Αγίου του Πνεύματος σ' αυτούς να πραγματώσει την ενότητα και την τελείωσή τους στο ενιαίο μυστηριακό του σώμα.
Βέβαια η ένταξη και η παραμονή στο σώμα του Χριστού προϋποθέτουν και την ανθρώπινη συνεργασία, που νοείται ως αγώνας των πιστών, για να δεχθούν και να διατηρήσουν αυτή την προσφορά του Τριαδικού Θεού. Παρά τη συμμετοχή όμως της όλης Αγίας Τριάδος στην τελείωση των πιστών, η τελείωσή τους εμφανίζεται να πραγματώνεται εν Χριστώ, ενώ η βίωση και έκφραση της τελειώσεως από τους πιστούς φανερώνει στην ύπαρξή τους την αλήθεια της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου(17).

Η ένταξη στο σώμα του Χριστού πραγματοποιείται με το βάπτισμα. Στο βάπτισμα οι πιστοί ενδύονται το Χριστό για να μπορούν έτσι να αποτελούν ένα μυστηριακό σώμα και ένα πνεύμα με αυτόν(18). Η οργανική όμως ένταξη των πιστών στο σώμα του Χριστού δεν αποτελεί και εγγύηση για την παραμονή τους σ' αυτό. Η διατήρησή τους ως ζωντανών μελών στο σώμα του Χριστού είναι δυνατή μόνο με τη διαρκή τροφοδοσία τους από το ένα και αδιαίρετο αυτό σώμα(19), το οποίο τους ενοποιεί με τους ζώντες και «κεκοιμημένους» αδελφούς τους, και τους διατηρεί σε ζωντανή κοινωνία μεταξύ τους και με την κεφαλή τους, το Χριστό.

 Η ενότητα των πιστών προσφέρεται με τη λύτρωση από την αμαρτία, τη ανάσταση και τέλος τη θέωση ή θεοποίησή τους, που αποτελούν την ολοκλήρωση και τελείωση του έργου του Χριστού.
Η λύτρωση από την αμαρτία εξαρτάται άμεσα από τη νίκη του θανάτου, ενώ η ζωοποίηση και θέωση συνδέονται αντίστοιχα με την παραμονή στο σώμα του Χριστού και με την προκοπή σ' αυτό.

Η υποταγή του ανθρώπου στο θάνατο με την έκπτωση από τη ζωοποιό κοινωνία του Τριαδικού Θεού δεν ήταν ασφαλώς ένα απλό ηθικό γεγονός, αλλά είχε βαθύτερη οντολογική σημασία. Ο θάνατος διασπά την εσωτερική συνοχή του ανθρώπου(20) και ολοκληρώνει την αλλοτρίωσή του από το Θεό(21). Η σημασία του θανάτου είναι αρνητική είτε όταν αναφέρεται στην ενότητα του ανθρώπινου προσώπου είτε όταν αναφέρεται στην ενότητά του με τους άλλους ανθρώπους.

Τον προσδιοριστικό χαρακτήρα του θανάτου για τον άνθρωπο σημειώνει ιδιαίτερα ο Μ. Αθανάσιος, όταν παρατηρεί ότι η υπέρβασή του δεν ήταν δυνατή με μόνη την ηθικότητα των αγίων πριν από την ενανθρώπηση και ανάσταση του Χριστού(22). Και αυτό, γιατί ο θάνατος δεν ενεργούσε ως εξωτερική αιτία πάνω στο σώμα, αλλά προσδιόριζε τη φθορά του εσωτερικά συνυπάρχοντας συνεχώς μέσα σ' αυτό.
Έτσι ήταν αναγκαίο και η ζωοποίηση να γίνει κατά τρόπο αντίστοιχο. Έπρεπε η ζωή να ενωθεί με το σώμα και να το περιβάλει ως «ένδυμα ζωής» αποβάλλοντας το ασφυκτικό ένδυμα της φθοράς. Το ένδυμα αυτό της ζωής, που είναι καταλυτικό της φθοράς και του θανάτου και συσχετίζεται επιτυχώς από το Μ. Αθανάσιο με το παράδειγμα του αμίαντου που περιβάλλει καλάμη μέσα στη φωτιά, βιώνεται με την ένταξη του πιστού στο σώμα του Χριστού ή διαφορετικά με την ενοίκηση του Χριστού στον πιστό(23). Έτσι ενώ ο θάνατος ήταν φυσική κατάληξη της ασθενείας που κληροδοτήθηκε από τον Αδάμ στο ανθρώπινο γένος(24), με το Χριστό εγκαινιάζεται μια ζωή ενότητας για τους ανθρώπους εκείνους, που εντάσσονται μυστηριακά στο σώμα του. Το σώμα αυτό σε αντίθεση προς το σώμα του Αδάμ είναι ζωηφόρο και ζωοποιό, γιατί ο Χριστός παραμένει για πάντοτε πλέον ενωμένος υποστατικά με αυτό(25).
Ο Χριστός με τη ζωοποίηση του θνητού σώματος φανερώθηκε ως η ζωή στην πληρότητά της(26), γιατί άλλωστε μόνο ως αυτοζωή μπορούσε να ζωοποιήσει το θνητό και με την ανάστασή του να το κάνει αθάνατο(27). Η ανάσταση του Χριστού αποκαθιστά την οντολογική ενότητα του ανθρώπου με τον ίδιο τον εαυτό του και εγγυάται ακατάλυτη κοινωνία και ενότητα με όσους εντάσσονται και παραμένουν στο αναστημένο σώμα του. Με τη δύναμη αυτή της αναστάσεως οι πιστοί διατηρούν ενότητα και κοινωνία ζωής με τον ίδιο το Χριστό. Άλλωστε η τοποθέτησή τους απέναντι στο βιολογικό θάνατο πιστοποιεί κατά τον καλύτερο εμπειρικό τρόπο την αδιάσπαστη ενότητά τους με αυτόν, αφού προτιμούν να πεθάνουν βιολογικά ως μάρτυρες, παρά να χωριστούν πνευματικά από το Χριστό, με τον οποίο εξακολουθούν να ζουν χωρίς διακοπή(28).


Αλλά και ο αγιασμός και η θέωση βεβαιώνουν κατά τον καλύτερο εμπειρικό τρόπο τη βίωση της αδιαίρετης ενότητας των πιστών στο σώμα του Χριστού. Ο αγιασμός του σώματος, όπως παρατηρεί ο Μ. Αθανάσιος, αποτέλεσε το λόγο της προσλήψεώς του από το Θεάνθρωπο, αφού «οι μεν άνθρωποι ένεκα του είναι και υφεστάναι σάρκα περιβέβληνται. ο δε του Θεού Λόγος ένεκα του αγιάζειν την σάρκα γέγονεν άνθρωπος»(29). Αυτό επισημαίνει ότι τα γεγονότα της ζωής του Χριστού έχουν σχέση όχι μόνο με το πρόσωπό του, αλλά αποτελούν πάντοτε πραγματικότητες με σωτηριολογικό περιεχόμενο. Έτσι κατανοείται, γιατί ό,τι έγινε στην ανθρώπινη φύση του Χριστού έχει την ανάλογη σημασία του για τους οργανικά ενωμένους μαζί του πιστούς. Όπως λόγου χάρη ο Θεός Λόγος δεν ενανθρώπησε, δε σταυρώθηκε και δεν αναστήθηκε για τον ίδιο τον εαυτό του, αλλά για τους ανθρώπους και μόνο γι' αυτούς, έτσι και η ανθρώπινη φύση αγιάστηκε από αυτόν για χάρη τους. Και αυτό, γιατί φυσικά ο Θεάνθρωπος δεν είχε ανάγκη βελτιώσεως και αγιασμού, αφού ο ίδιος είναι εκείνος που αγιάζει τον εαυτό του, «ίνα ημείς εν τη αληθεία αγιασθώμεν»(30). Ο αγιασμός αυτός του ανθρώπινου σώματος είναι η πνευματική αλλοίωση και μεταλλαγή του νου και των αισθήσεων, που συγκλίνουν πλέον προς το Χριστό(31).
Σε τελευταία ανάλυση λοιπόν και ο αγιασμός του συγκεκριμένου πιστού έχει «τριαδικό» χαρακτήρα, γιατί εμφανίζεται ως ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, που λειτουργείται στο σώμα του Χριστού και αποτελεί τη δόξα του Θεού Πατέρα(32). 

Η θέωση τέλος του ανθρώπου, που κατά το Μ. Αθανάσιο αποτελεί το σκοπό της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου(33), είναι αλήθεια που δεν επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση για εκείνους που δεν αμφισβητούν την πραγματικότητα της ενανθρωπήσεως. Με την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου δίνεται στον άνθρωπο η δυνατότητα να δέχεται μέσα του τον ίδιο το Θεό. «ο Λόγος σαρξ εγένετο», παρατηρεί ο Μ. Αθανάσιος, «ίνα τον άνθρωπον δεκτικόν θεότητος ποιήση»(34).
Η παρουσία και ενέργεια του Θεού μέσα στον άνθρωπο είναι εκείνη που τον θεώνει. Η θέωση αυτή του ανθρώπου είναι ανάλογη με τη θέωση της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού. «ως γαρ ο Κύριος, ενδυσάμενος το σώμα, γέγονεν άνθρωπος, ούτως ημείς οι άνθρωποι παρά του Λόγου τε θεοποιούμεθα προσληφθέντες δια της σαρκός αυτού»(35). Η μόνη διαφορά ανάμεσα στη θέωση της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού και τη θέωση του πιστού βρίσκεται στο ότι στην περίπτωση του Χριστού η θέωση της ανθρώπινης φύσεως αποτελεί συνέπεια της υποστατικής ενώσεώς της με τη θεία φύση, ενώ στην περίπτωση του πιστού η φύση του θεώνεται κατά χάρη με τη θεοποιό ενέργεια του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Εκκλησία. Έτσι στην πρώτη περίπτωση το πρόσωπο της ενώσεως Θεού και ανθρώπου είναι το πρόσωπο του Θεού Λόγου, ενώ στη δεύτερη περίπτωση το πρόσωπο της ενώσεως είναι το πρόσωπο του πιστού ως μέλους της Εκκλησίας.
Κοινό χαρακτηριστικό και των δύο μορφών ενώσεως είναι ότι το πρόσωπο διατηρεί στην κάθε περίπτωση τα χαρακτηριστικά της φύσεώς του. ο Λόγος παραμένει Θεός και ο άνθρωπος κτίσμα(36). Έτσι κατανοείται εύκολα, γιατί η ενότητα πιστών και Θεού δεν έχει απλώς ηθικό, αλλά κυρίως οντολογικό περιεχόμενο και γιατί είναι νοητή μόνο εν Χριστώ. Ακόμη γίνεται φανερό ότι η ενότητα αυτή δίδεται στους πιστούς μέσα στην Εκκλησία μυστηριακά και έτσι δεν εμφανίζεται ως απλό ηθικό κατόρθωμά τους.

Οι πιστοί όμως, παρά την ενότητά τους με το Χριστό, ως κτίσματα παραμένουν πάντοτε ετερούσιοι και ξένοι ουσιαστικά από τον άκτιστο Θεό, τον οποίο προσεγγίζουν μόνο κατά χάρη. Γι' αυτό άλλωστε και η σχέση πιστών και Θεού σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί φυσική υιική σχέση, αλλά σχέση κατά χάρη υιοθεσίας(37). Η υιοθεσία είναι η χαρισματική κατάσταση του ανθρώπου εκείνου, ο οποίος έχει λάβει το Πνεύμα του Υιού του Θεού ή διαφορετικά εκείνου που έχει οικειωθεί το Θεό Λόγο, ο οποίος ως «φύσει» και αληθινός Υιός του Θεού Πατέρα δίνει με το Πνεύμα του τη δυνατότητα της υιοθεσίας. Με τη υιοθεσία αυτή ο άνθρωπος αποκτά την κατά χάρη υιότητα, γίνεται δηλαδή «θέσει» ή κατά χάρη υιός του Θεού Πατέρα(38) και αδελφός του Χριστού, πράγμα που φανερώνει βεβαιότητα κοινωνίας με το Θεό Πατέρα και αποτελεί τη βάση για την αδελφική αγάπη των πιστών.


Η οντολογική ενότητα Χριστού και πιστών στο μυστηριακό σώμα του Θεανθρώπου προσφέρει τη δυνατότητα για πραγματική κοινωνία και ενότητα με τον Τριαδικό Θεό παρά το διάφορο των φύσεων Θεού και ανθρώπων. Η μορφή και ο τρόπος ενώσεως του πιστού ως κτίσματος με τον άκτιστο Τριαδικό Θεό εκφράζεται πολύ χαρακτηριστικά από το Μ. Αθανάσιο με τη γνωστή βιβλική εικόνα του γεωργού, της αμπέλου και των κλημάτων. Στην εικόνα αυτή παρουσιάζεται από τη μια μεριά η οντολογική διαφοροποίηση του Θεού (γεωργού) από τους ανθρώπους (κλήματα) και από την άλλη τονίζεται η οργανική εξάρτηση των πιστών (κλημάτων) από το Χριστό, ο οποίος εικονίζεται με την άμπελο που είναι ομοούσια με τα κλήματα, τους πιστούς(39). Έτσι οι πιστοί βιώνουν και φανερώνουν την ενότητα με τον Τριαδικό Θεό και μεταξύ τους στο μέτρο που αποτελούν ζωντανά μέλη της Εκκλησίας του Χριστού. Το μυστήριο της ενώσεως του θεού Λόγου με την ανθρώπινη φύση αποτελεί το πρότυπο της ενώσεως των πιστών με το Χριστό, ο οποίος αποτελεί τη νέα ρίζα που προσφέρει τη ζωή της αναστάσεως και σωτηρίας.


Αναφερόμενος ο Μ. Αθανάσιος στην εμπειρική βίωση και έκφραση της χαρισματικής αυτής ενότητας των πιστών με βάση το πρότυπο της ενότητας των θείων προσώπων παρατηρεί ότι η βίωση και έκφραση αυτή φανερώνεται στη συμφωνία της γνώμης και του φρονήματος των πιστών(40). Αλλά η συμφωνία της γνώμης και η ύπαρξη ενιαίου φρονήματος είναι αποτέλεσμα της εντάξεώς τους στο σώμα του Χριστού και φανερώσεως της ζωής του σώματός του(41). Η ένταξη αυτή δίνεται ως προσφορά με το βάπτισμα, ενώ η μετοχή και η φανέρωση της ζωής του Χριστού αποτελεί έργο των πιστών. Η συνειδητοποίηση της εντάξεως και παραμονής στο ένα σώμα του Χριστού καλλιεργεί την αγάπη και δεν αφήνει χώρο στην ιδιοτέλεια, η οποία αποτελεί έκφραση εγωισμού και αντικοινωνικής ατομικότητας(42). Το εγωιστικό φρόνημα δεν έχει θέση στην αγαπητική κοινωνία των προσώπων, από τα οποία συγκροτείται η Εκκλησία κατά μίμηση της τριαδικής κοινωνίας. Και αυτό, γιατί η τριαδική αυτή κοινωνία δεν αποκαλύπτει μόνο το μυστήριο της αγάπης του Τριαδικού Θεού, αλλά αποτελεί και την κλήση των ανθρώπων σε ζωή και κοινωνία μαζί του(43).
Η ανταπόκριση στην κλήση αυτή αποτελεί φανέρωση της τριαδικής ενότητας και αγάπης στη ζωή των πιστών.

Αλλά και το έργο του Αγίου Πνεύματος για την επίτευξη ενότητας και κοινωνίας των πιστών κατά το πρότυπο της Αγίας Τριάδος αποτελεί σημείο διαρκούς αναφοράς από το Μ. Αθανάσιο.

Ο τρόπος υπάρξεως του Αγίου Πνεύματος -σαφώς διαφοροποιημένος από τον τρόπο υπάρξεως του Υιού- προσδιορίζει όχι μόνο τη σχέση του με τον Πατέρα, του οποίου δεν αποτελεί «έκγονο», αλλά ταυτόχρονα φανερώνει και τη σχέση του με το Θεό Λόγο, του οποίου δεν αποτελεί αδελφό(44). Αυτή βέβαια είναι μια αρνητική διατύπωση σχέσεων του Αγίου Πνεύματος με το Θεό Πατέρα και το Θεό Λόγο, που τονίζει ουσιαστικά τη διαφοροποίηση του Αγίου Πνεύματος ως προσώπου μέσα στην τριαδική κοινωνία των θείων υποστάσεων. Αλλά ο Μ. Αθανάσιος διατυπώνει κυρίως θετικά την ενότητα των θείων προσώπων και επισημαίνει το ιδιαίτερο έργο του Αγίου Πνεύματος στη ζωή των πιστών, το οποίο φυσικά δε νοείται ανεξάρτητα από τα δύο άλλα θεία πρόσωπα.


Η μέθεξη του Αγίου Πνεύματος καθιστά τους πιστούς δεκτικούς του Θεού Λόγου, επειδή «το Πνεύμα χρίσμα και σφραγίς εστιν εν ω χρίει και σφραγίζει πάντα ο Λόγος... η δε σφραγίς την μορφήν του σφραγίζοντος έχει, και ταύτης οι σφραγιζόμενοι μετέχουσι, μορφούμενοι κατ' αυτήν»(45). Έτσι οι πιστοί σφραγισμένοι από το Λόγο με τη σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος που αποτελεί ταυτόχρονα και το χρίσμα τους γίνονται κοινωνοί θείας φύσεως(46) και συνάπτονται μέσω αυτού (του Αγίου Πνεύματος) με το Θεό Πατέρα, την παρουσία του οποίου μαρτυρεί στην καρδιά τους το Άγιο Πνεύμα(47). Η παραμονή όμως του Αγίου Πνεύματος στους πιστούς προϋποθέτει την αποδοχή και ομολογία της θεότητας του Χριστού48.

Ερμηνεύοντας ο Μ. Αθανάσιος το χωρίο του Ευαγγελιστή Ιωάννη: «εν τούτω γινώσκομεν, ότι εν αυτώ μένομεν, και αυτός εν ημίν, ότι εκ του πνεύματος αυτού δέδωκεν ημίν»(49), παρατηρεί ότι μέθεξη του Αγίου Πνεύματος σημαίνει μετοχή στην προσφερόμενη χάρη του, η οποία και μας δίνει ουσιαστικά τη δυνατότητα να ενωνόμαστε με τον Τριαδικό Θεό και να βιώνουμε το μυστήριο της ενότητας αυτής(50).
Έτσι το Άγιο Πνεύμα αποτελεί εκείνο το θείο πρόσωπο, του οποίου η μετοχή δε σημαίνει μόνο μια προσωπική κοινωνία των πιστών μαζί του, αλλά και την προϋπόθεση μετοχής στη χάρη του Υιού και την αγάπη του Θεού Πατέρα(51). Η αγάπη αυτή, που εκφράζει την «κατ' ουσίαν» σχέση των τριών θείων προσώπων, όταν εμφανίζεται στους πιστούς ως καρπός του Αγίου Πνεύματος, πιστοποιεί το γεγονός της παραμονής τους σε κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό και γίνεται ο τρόπος αναπτύξεως ιδεώδους κοινωνίας(52) μεταξύ τους.

Η ενότητα των μαθητών του Χριστού κατά μίμηση της τριαδικής ενότητας, που ζητείται στην προσευχή του Θεανθρώπου, αποτελεί έργο της ενοποιού χάρης του Αγίου Πνεύματος, γιατί όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Μ. Αθανάσιος «το, ως ημείς, ουδέν έτερον εστίν, ή ίνα η τοιαύτη του Πνεύματος χάρις εις τους μαθητάς αδιάπτωτος και αμεταμέλητος γένηται»(53). Η ενότητα λοιπόν που υπάρχει κατά φύση στο Θεό ζητείται να μας δοθεί «αμεταμελήτως δια του Πνεύματος»(54). Μόνο όμως η μετοχή στην προσφερόμενη αυτή χάρη του Αγίου Πνεύματος μας ενοποιεί κατά το πρότυπο της ενότητας των θείων προσώπων. Η «αμεταμέλητη» δηλαδή προσφορά της ενοποιού χάρης δεν έχει καταναγκαστικό χαρακτήρα πάνω στη θέλησή μας.
Έτσι δεν προεξοφλούμε την παραμονή σε ενότητα και κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό χάρη σ' αυτή την προσφορά. Όταν δηλαδή η συμπεριφορά της δεν εκφράζει τη μετοχή μας στην προσφερόμενη αυτή χάρη, τότε εκπίπτουμε ουσιαστικά από το Θεό και υποτασσόμαστε στο πνεύμα του πονηρού. Στην περίπτωση αυτή η «αμεταμέλητη» χάρη του Αγίου Πνεύματος μας δίνει τη δυνατότητα να επανασυνδεόμαστε μέσω της μετανοίας με το Άγιο Πνεύμα και έτσι με τον Τριαδικό Θεό(55). Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί η ιδιαίτερη σημασία της μετάνοιας, γιατί εδώ η μετάνοια ως άρνηση του εγωκεντρικού φρονήματός μας εμφανίζεται να καταργεί τα εμπόδια για παραμονή, ενέργεια και φανέρωση της χάρης του Αγίου Πνεύματος μέσα μας. Κατά συνέπεια στη μετάνοια μπορεί να επισημανθεί ο χαρακτήρας της ανθρώπινης συνεργίας, η οποία έτσι αποτελεί από την πλευρά του ανθρώπου την απαραίτητη προϋπόθεση για τη διατήρηση της μετοχής και κοινωνίας του με το Άγιο Πνεύμα, το οποίο συγκροτεί την ενότητα του σώματος της Εκκλησίας, ως κοινωνίας προσώπων.
Η παρουσία λοιπόν μέσα μας του Αγίου Πνεύματος -που βρίσκεται σε άρρηκτη ενότητα με τα δύο άλλα θεία πρόσωπα- αποτελεί τον αναγκαίο όρο της ενότητάς μας με τον Τριαδικό Θεό. Αυτό σημαίνει ότι η ενότητά μας με τον Τριαδικό Θεό δεν οφείλεται σε προσόν της φύσεώς μας, αλλά στο Άγιο Πνεύμα, γιατί όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο Μ. Αθανάσιος «το Πνεύμά εστιν το εν τω Θεώ τυγχάνον, και ουχ ημείς καθ' εαυτούς»(56).

Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι η ενότητα των πιστών με τον Τριαδικό Θεό παρουσιάζεται από το Μ. Αθανάσιο ως έργο του Αγίου Πνεύματος, όπως ακριβώς η υιοθεσία και η θέωσή τους εμφανίζεται ως έργο του Θεού Λόγου. «ώσπερ υιοί και θεοί δια τον εν ημίν Λόγον, ούτως εν τω Υιώ και εν τω Πατρί εσόμεθα, και νομισθησόμεθα εν Υιώ και εν Πατρί εν γεγενήσθαι δια το εν ημίν είναι Πνεύμα, όπερ εστιν εν τω Λόγω τω όντι εν τω Πατρί»(57).
Από εδώ γίνεται σαφές ότι η παρουσία του Αγίου Πνεύματος στους πιστούς σημαίνει ταυτόχρονη παρουσία μέσα τους του Θεού Λόγου και του Θεού Πατέρα. Σημαίνει δηλαδή παρουσία του όλου Τριαδικού Θεού σε όλους τους πιστούς, οι οποίοι συγκροτούν έτσι ακατάλυτη ενότητα κατά το πρότυπο της ενότητας των θείων προσώπων.

Το τριαδικό δόγμα κατά το Μ. Αθανάσιο δεν αποτελεί θεωρητική πίστη, αλλά αλήθεια που προσδιορίζει αποφασιστικά τη ζωή των πιστών ως μελών της Εκκλησίας(58). Η Εκκλησία είναι το ένα και αδιαίρετο θεανθρώπινο σώμα του Χριστού, όπου με τη ζωοποιό χάρη και παρουσία του Αγίου Πνεύματος βιώνεται η προσωπική κοινωνία των πιστών με το Θεό Πατέρα.

 Η ενότητα των πιστών αποτελεί χαρισματική δωρεά που απορρέει από την ένταξη και παραμονή στο σώμα του Χριστού.
Στο σώμα αυτό οι πιστοί νικούν το θάνατο και επανακτούν έτσι την οντολογική τους ταυτότητα, ενώ ταυτόχρονα πετυχαίνουν αδιάσπαστη ενότητα με όσους εντάσσονται και παραμένουν σ' αυτό. Ο αγιασμός του σώματος και η θέωση των πιστών βεβαιώνουν κατά τον καλύτερο εμπειρικό τρόπο τη βίωση της ενότητάς τους με το Θεό και μεταξύ τους. Η χαρισματική αυτή ενότητα φανερώνεται στην πράξη με τη συμφωνία της γνώμης και την ύπαρξη ενιαίου φρονήματος σ' αυτούς. Η ενότητα όμως αυτή δεν οφείλεται στους ίδιους τους πιστούς, αλλά αποτελεί έργο της ενοποιού χάρης του Αγίου Πνεύματος και δεν είναι δυνατό να ταυτιστεί σε καμιά περίπτωση με την ενότητα του Τριαδικού Θεού, επειδή η φύση των ανθρώπινων προσώπων και η φύση των υποστάσεων του Θεού είναι οντολογικά διαφορετικές. Έτσι η ενότητα των πιστών βιώνεται και εκφράζεται κατά μίμηση της ενότητας του Τριαδικού Θεού.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Κατά Αρειανών 3, 15, ΒΕΠ 30, σ. 263.


2. «Τριάς τοίνυν αγία και τελεία εστίν, εν Πατρί και Υιώ και αγίω Πνεύματι θεολογουμένη ... ομοία δε εαυτή και αδιαίρετός εστι τη φύσει, και μία ταύτης η ενέργεια. Ο γαρ Πατήρ δια του Λόγου εν Πνεύματι αγίω τα πάντα ποιεί. και ούτως η ενότης της αγίας Τριάδος σώζεται». Προς Σεραπίωνα 1, 28, ΒΕΠ 33 σ. 116. Με τη σαφή διάκριση της θείας ουσίας και των θείων ενεργειών στον Τριαδικό Θεό ο Μ. Αθανάσιος θέτει τις βάσεις για την ανάλογη θεολογία, που αναπτύσσεται στη συνέχεια από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας και κορυφώνεται στον άγιο Γρηγόριο Παλαμά. Με την ενότητα άλλωστε της μιας ουσίας και ενέργειας των τριών θείων προσώπων συνδέεται άμεσα και η μία ενιαία και τριαδική γνώση του Θεού. Πρβλ. Ger. Zaphiris, «Reciprocal Trinitarian Revelation and Man's Knowledge of God according to St. Athanasius», Τόμος εόρτιος χιλιοστής εξηκοστής επετείου Μ. Αθανασίου, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 361.


3. Προς Σεραπίωνα 1, 31 ΒΕΠ 33, σ. 118.


4. Προς Σεραπίωνα 1, 30, ΒΕΠ 33, σ. 118.


5. Προς Σεραπίωνα 1, 19, ΒΕΠ 33, σ. 108.


6. «Une certaine similitude de l' Unite Divine dans la multiplicité, se manifeste dans la vie personnelle des vrais disciples du Sauveur Christ, et ainsi, leur esprit se libere de i' exteme contraste entre leur personnalite propre et la personnalite du prochain» S. Em. Mgr. Antoine, L' idee morale des dogmes de la T.S. Trinite de la Divinite de Jesus-Christ et de la Redemption (μετφρ. από τα ρωσ. από τον Α.Μ. du Chayla), Paris 1910, σ. 16. Πρβλ. και Κ. Καρακόλη, Η Εκκλησιολογία του Μ. Αθανασίου, Θεσσαλονίκη 1968, σ. 48. Η τριαδική ενότητα αποτελεί γενικότερα και πρότυπο ενότητας για όλους τους ανθρώπους, αφού όλοι οι άνθρωποι είναι ομοούσιοι μεταξύ τους και συγκροτούν έτσι μια ενότητα κατά φύση τους, ενώ διατηρούν την αυτέλειά τους με την ιδιαιτερότητα του προσώπου τους. Πρβλ. Προς Σεραπίωνα 2, 3, ΒΕΠ 33, σ. 122.


7. Ιω. 17, 21.


8. Περί της εν Νικαία Συνόδου 20, ΒΕΠ 31, σ. 161.


9. Περί της εν Νικαία Συνόδου 24, ΒΕΠ 31, σ. 164.


10. Κατά Αρειανών 3,26 ΒΕΠ 30, στ. 269. Πρβλ. και την ερμηνεία του χωρίου Ιω. 17,22 «και ενταύθα ουκ είπεν ίνα ώσιν εν σοί, ως καγώ ειμί. αλλά, καθώς ημείς, είπεν. ο δε λέγων, καθώς, ου ταυτότητα δείκνυσιν, αλλ΄ εικόνα και παράδειγμα του λεγομένου». Κατά Αρειανών 3, 22, ΒΕΠ 30, σ. 268.


11. Κατά Αρειανών 3,22 ΒΕΠ 30, Σ. 268. Πρβλ. και Gregor Larentzakis, Einheit der Menshheit, Einheit der Kirche bei Athanasius, Graz 1978, σ. 240-48. «Η πρότυπη ενότητα που αποτελεί το μοναδικό τρόπο της αληθινής ενότητας και υπάρξεως», παρατηρεί ο Αρχιμ. Β. Γοντικάκης, «είναι ο τρόπος της ζωής της Αγίας Τριάδος. Και αυτό ζητά ο Ιησούς από τον Πατέρα», Εισοδικόν, Αγιον Ορος 1974, σ. 59, Πρβλ και Διον. Αρεοπαγίτη, Περί θείων ονομάτων, PG 3, 589D, όπου τονίζεται η κατά μίμηση της Αγίας Τριάδος ενότητα των ανθρώπων. Αλλά και η ενότητα των πιστών, όπως σημειώνει ο Ν. Νησιώτης, δεν μπορεί να ταυτιστεί σε καμιά περίπτωση με την ενότητα της ανθρωπότητας που επιδιώκουν διάφοροι διεθνείς οργανισμοί, αλλά φυσικά δεν μπορεί να θεωρηθεί και εντελώς άσχετη από αυτήν : «... muss zwischen den gesamtmenschlichen Bemuhungen um die Einigung der Menschheit und der von der Kirche gemeinten Katholizitat (Katholizitat bedeuter Eiheit der Kirche σ. 22) unterschieden werden . Doch sollten sie auch wieder nicht vollig voneinander getrennt werden». «Der pneumatologische Aspekt der Katholizitat der Kirche», R. Groscurth (Hrsg), Christliche Einheit, Genf 1969, σ 23.


12. «Λέγων δε το, εν ημίν, έδειξε την διάστασιν και την διαφοράν ότι αυτόs μεν μόνος εν μόνω τω Πατρί εστιν, ως μόνος Λόγος και Σοφία, ημείς δεν εν Υιώ και δι' αυτού τω Πατρί. Τούτο δε λέγων, ουδέν έτερον εσήμανεν, ή ότι τη ημών ενότητι γένοιντο και αυτοί εν προς αλλήλους ούτως, ως ημείς εν εσμεν φύσει και αληθεία, άλλως δε ουκ αν γένοιτο εν, ει μη εν ημίν μάθωσι την ενότητα». Κατά Αρειανών 3, 21 ΒΕΠ 30, σ. 267-68.


13. «ω (Χριστώ) συνακολουθούντες κερδαίνομεν την συνάφειαν την προς Θεόν, και την ένωσιν την σωτήριον καθ' ομοίωσιν αυτού, καθ΄ ομοίωσιν της θείας ενώσεως» Αποσπάσματα, ΒΕΠ 33, σ. 193.

14. Ιω. 17, 23.


15. Κατά Αρειανών 3,22 ΒΕΠ 30, σ. 268. Η Εκκλησιολογία και η Χριστολογία είναι αδιάσπαστα ενωμένα. Κατά τον ίδιο τρόπο συνδεμένα εμφανίζονται στο Μ. Αθανάσιο η Σωτηριολογία, η Χριστολογία και η Πνευματολογία. Βλ. και Dietrich Ritschl, Athenasius, Versuch einer Interpetation, Theologische Studien, Heft 76, Zurich 1964, σ. 55.


16. Κατά Αρειανών 3, 22 ΒΕΠ 30, σ. 268.


17. Κατά Αρειανών 3, 23, ΒΕΠ 30, σ. 269.


18. Κατά Αρειανών 3, 22 ΒΕΠ 30, σ. 268


19. Κατά Αρειανών 3, 22 ΒΕΠ 30, σ. 268, Πρβλ Ιω. 6, 56 και Ν. Καβάσιλα, Περί της εν Χριστώ ζωής Ι, PG 150, 504 A.


20. Ρωμ. 7, 15-24


21. Βλ. Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 325.


22. «Πάλαι μεν γαρ πριν την επιδημίαν γενέσθαι του Σωτήρος φοβερός ην και αυτοίς τοις αγίοις ο θάνατος και πάντες τους αποθνήσκοντας ως φθειρομένους εθρήνουν». Περί ενανθρωπήσως του Λόγου 27, ΒΕΠ 30, σ. 96.


23. Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου 44, ΒΕΠ 30, σ . 111-12


24. Για περισσότερα βλ. Ιω. Ρωμανίδη, Το προπατορικόν αμάρτημα, Θεσσαλονίκη 21970, σ. 147 κ.ε.

25. Κατά Αρειανών 3,33, ΒΕΠ 30, σ. 278.


26. Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου 44, ΒΕΠ 30, σ. 111 και Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου 45, ΒΕΠ 30, σ. 112.


27. Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου 20, ΒΕΠ 30, σ. 90.


28. Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου 27, ΒΕΠ 30, σ. 96.


29. Κατά Αρειανών 2, 10, ΒΕΠ 30, σ. 187.


30. Κατά Αρειανών 1, 46, ΒΕΠ 30, σ. 161. Η «αλήθεια» εδώ υπονεί το Θεό Λόγο.


31. «Άπαξ γαρ εις αισθητά πεσούσης της διανοίας των ανθρώπων, υπέβαλεν εαυτόν δια σώματος φανήται ο Λόγος, ίνα μετενέγκη εις εαυτόν ως άνθρωπος τους ανθρώπους και τας αισθήσεις αυτών εις εαυτόν αποκλίνη». Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου 16, ΒΕΠ 30, σ. 87.


32. Κατά Αρειανών 1, 48, ΒΕΠ 30, σ. 163.


33. «Αυτός ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν». Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου 54, ΒΕΠ 30, σ. 119.


34. Κατά Αρειανών 2, 59, ΒΕΠ 30, σ. 229.


35. Κατά Αρειανών 3, 34, ΒΕΠ 30, σ. 279.


36. «Ώσπερ ημείς το πνεύμα λαμβάνοντες ουκ απόλλυμεν την ιδίαν ουσίαν, ούτως ο Κύριος γενόμενος δι' ημάς άνθρωπος και σώμα φορέσας ουδέ ήττον ην Θεός. ου γαρ ηλαττούτο τη περιβολή του σώματος, αλλά και μάλλον εθεοποιείτο τούτο και αθάνατον απετέλει». Περί της εν Νικαία Συνόδου 14, ΒΕΠ 31, σ. 156.


37. Κατά Αρειανών 4, 5 ΒΕΠ 30, σ. 309. Περισσότερα για τη διάκριση της υιότητας του Χριστού και της υιότητας των πιστών βλ. Ιω. Γαλάνη, Υιοθεσία, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 137-38.

38. Κατά Αρειανών 2, 59, ΒΕΠ 30, σ. 229.


39. Περί Διονυσίου Αλεξανδρείας 10, ΒΕΠ 31, σ. 208, Πρβλ. και Κατά Αρειανών 2, 74, ΒΕΠ 30, σ. 242. Η οργανική-οντολογική σύνδεση των πιστών με το Χριστό παρουσιάζεται και με το παράδειγμα του ναού του Θεού, του οποίου ναού ο θεμέλιος λίθος (ο Χριστός) και το εποικοδόμημα (οι πιστοί) συναρμολογούνται λόγω της φυσικής ομοιότητάς τους, (η ομοιότητα με το Χριστό αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση του) σε ενιαίο οργανικό όλο, το οποίο γίνεται κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Κατά Αρειανών 2, 74, ΒΕΠ 30, σ. 242. Για τη φύση και την ενότητα της Εκκλησίας βλ. και Χρ. Γιανναρά, Αλήθεια και ενότητα της Εκκλησίας, Αθήνα 1978, σ. 25-53.


40. Κατά Αρειανών 3, 23, ΒΕΠ 30, σ. 269. Πρβλ. και Κατά Αρειανών 3, 20, ΒΕΠ 30, σ. 267: «ίνα και ημείς τύπον τινά λαβόντες, και εις εκείνον βλέποντες, γενόμεθα εν προς αλλήλους τη ομοψυχία και τη του Πνεύματος ενότητι». Αυθεντική μαρτυρία για την ταυτότητα του φρονήματος των πιστών στη χριστιανική κοινότητα των αποστολικών χρόνων έχομε στο χωρίο των Πράξεων 4, 32: «του δε πλήθους των πιστευσάντων ην καρδία και ψυχή μία».


41. Βλ. Ν. Καβάσιλα, Περί της εν Χριστώ ζωής 6, PG 150, 641 D.


42. Πρβλ. Γ. Φλορόφσκυ, Το σώμα του ζώντος Χριστού (μετάφρ. Ι. Παπαδοπούλου), Θεσσαλονίκη 1972, σ. 51.


43. Βλ. Γ. Μαντζαρίδη, Το ηθικό νόημα του τριαδικού δόγματος, Θεσσαλονίκη 1969, σ. 13.


44. Προς Σεραπίωνα 2, 5, ΒΕΠ 33, σ. 136.


45. Προς Σεραπίωνα 1, 23, ΒΕΠ 33, σ. 112 με αναφορά στο: Γαλ. 4, 6.


46. «Ούτω δε σφραγιζόμενοι, εικότως και κοινωνοί θείας φύσεως γινόμεθα». Προς Σεραπίωνα 1, 23, ΒΕΠ 33, σ. 112. Η δυνατότητα άλλωστε αυτή του Αγίου Πνεύματος να καθιστά με τη μέθεξή του τον άνθρωπο κοινωνό θείας φύσεως αποτελεί επιχείρημα του Μ. Αθανασίου για την υποστήριξη της θεότητάς του. Πάνω στην αποδοχή αυτή της θεότητας του Αγίου Πνεύματος στήριξε ο Μ. Αθανάσιος τη θέωση του ανθρώπου και έγινε έτσι ο πρόδρομος των Καππαδοκών θεολόγων. Το Άγιο Πνεύμα θεοποιεί τους μετόχους του, πράγμα που αποδεικνύει τη θεότητά του. Προς Σεραπίωνα 1, 24, ΒΕΠ 33, σ. 112. Για περισσότερα βλ. και Ιω. Καλογήρου, «Το τριαδικόν δόγμα κατά τον Δ' αιώνα». Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής, τομ. 13, Θεσσαλονίκη 1968, σ. 34.


47. Προς Σεραπίωνα 1, 24, ΒΕΠ 33, σ. 112.


48. Κατά Αρειανών 3, 24, ΒΕΠ 30, σ. 270.


49. Α' Ιω. 4, 13.


50. «Ουκούν δια την δεδομένην ημίν του Πνεύματος χάριν ημείς τε εν αυτώ γινόμεθα, και αυτός εν ημίν. και επειδή το Πνεύμα του Θεού εστι, δια τούτου γινομένου εν ημίν εικότως και ημείς, έχοντες το Πνεύμα, νομιζόμεθα εν τω Θεώ γενέσθαι. και ούτως εστιν ο Θεός εν ημίν». Κατά Αρειανών 3, 24, ΒΕΠ 30, σ. 270.


51. «Τούτου γαρ μετέχοντες, έχομεν του Πατρός την αγάπην, και του Υιού την χάριν και αυτού του Πνεύματος την κοινωνίαν». Προς Σεραπίωνα 1, 30, ΒΕΠ 33, σ. 118.

52. Η τριαδική και η ανθρώπινη κοινωνία παρουσιάζουν ένα κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα: και οι δύο μορφές κοινωνίας συγκροτούνται από πρόσωπα. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού το πρόσωπο δε νοείται χωρίς κοινωνικές σχέσεις και η κοινωνία χωρίς προσωπικές σχέσεις. Για περισσότερα βλ. Ν. Ματσούκα, «Θεολογία και ανθρωπολογία κατά τον Μ. Αθανάσιον», Τόμος εόρτιος, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 121-122 και του ίδιου, Κόσμος, άνθρωπος, κοινωνία κατά τον Μάξιμο Ομολογητή, Αθήνα 1980, σ. 279.


53. Κατά Αρειανών 3, 25, ΒΕΠ 30, σ. 271.


54. Ό.π.


55. «Ότε γουν εκπίπτει τις από του Πνεύματος δια τινα κακίαν, η μεν χάρις αμεταμέλητος διαμένει τοις βουλομένοις, καν τις εκπεσών μετανοή. ουκέτι δε εν τω Θεώ εστιν εκείνος ο πεσών, δια το αποστήναι απ' αυτού το εν τω Θεώ άγιον και παράκλητον Πνεύμα, αλλ' εκείνω έσται ω εαυτόν υπέταξεν ο αμαρτάνων». Κατά Αρειανών 3, 25, ΒΕΠ 30 σ. 271.


56. Κατά Αρειανών 3, 25, ΒΕΠ 30 σ. 271.


57. Ό.π.


58. Ο ίδιος ο Μ. Αθανάσιος βιώνει το περιεχόμενο της πίστεως ιδιαίτερα έντονα, όπως διαπιστώνεται και από τη μελέτη των έργων του. «Wenn Athanasius von Glauben spricht», παρατηρεί ο Ignaz Backes, «dann spurt mann den Atem personlichen Lebens», «Das trinitarische Glaubensverstandnis beim hl. Athanasius der Grosse», Trierer Theologische Zeitschrift 82 (1973), σ. 140.


  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...