Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δογματικά Θέματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δογματικά Θέματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Ιανουαρίου 14, 2018

Περί συνέπειας Θεϊσμού, Αγνωστικισμού και Αθεϊσμού Βασικές διακρίσεις Αυτοαναιρούμενες φιλοσοφίες

Δεν σκέφτονται όλοι οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο. Υπάρχουν πολλές "ποιότητες απιστίας", και ομοίως, πολλά "είδη πίστης" στον Θεό, ή σε κάποιο θεό. Αυτές τις διαφορές θα παρουσιάσουμε στο παρόν άρθρο, πάντοτε σε σχέση με το θέμα του πως βλέπει η κάθε ομάδα την ύπαρξή του Θεού.
Αν και δεν υπάρχουν "στεγανά" στις ιδεολογίες των ανθρώπων, θα επιχειρηθεί εδώ να δοθεί μια κατάταξη των διαφόρων ιδεολογιών, περί της αποδοχής ή όχι θεού. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και ενδιάμεσες καταστάσεις. Ούτε σημαίνει ότι είναι σταθερός ο προσανατολισμός κάποιου. Ο ίδιος άνθρωπος μπορεί σε κάποιο χρονικό διάστημα να μεταβάλλει τις απόψεις του, και να διανύσει όλες αυτές τις ποιότητες πίστης ή απιστίας, από το ένα άκρο ως το άλλο!
Επιγραμματικά, υπάρχουν τρεις διακριτές κατηγορίες:
1. Οι θεϊστές
2. Οι αγνωστικιστές
3.Οι αθεϊστές 

Όμως και οι παραπάνω κατηγορίες, χωρίζονται σε αρκετές υποκατηγορίες, οι οποίες βρίσκονται κοντύτερα προς το ένα ή το άλλο άκρο. Θα δούμε στη συνέχεια τις υποκατηγορίες αυτές, και θα τις σχολιάσουμε σχετικά με τη συνέπεια που περιέχει η κάθε μία από αυτές.

1. Οι θεϊστές
Οι θεϊστές, χωρίζονται σε δύο βασικές ομάδες ως προς το ζήτημα της αποδειξιμότητας του Θεού:
α. Σε αυτούς που πιστεύουν ότι ο Θεός δεν μπορεί να αποδειχθεί, παρά μόνο αποκαλύπτεται, και
β. Σε αυτούς που πιστεύουν ότι μπορούν να αποδείξουν την ύπαρξη του Θεού.
Από τις δύο αυτές ομάδες, η πρώτη ομάδα είναι συνεπής προς την πίστη, αλλά και προς τα γεγονότα. Αναγνωρίζει ότι ο Θεός ως ελεύθερο πρόσωπο, δεν είναι δυνατόν να "ανακαλυφθεί", παρά μόνο να "αποκαλυφθεί" όταν και όποτε Εκείνος το θελήσει. Αυτή η θέση, τους βγάζει από την υποχρέωση να αποδείξουν την ύπαρξη του Θεού, και απλώς παραδέχονται ότι πρόκειται για θέμα πίστης. Πιστεύουν στον Θεό, όχι επειδή μπορεί να αποδειχθεί με κάποια φυσική μέθοδο στον καθένα, αλλά επειδή είτε το βρίσκουν λογικότερο από το να μην πιστεύουν, είτε είχαν κάποια ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ εμπειρία γνωριμίας μαζί Του, είτε και τα δύο! Πιστεύουν ότι για λόγους σεβασμού της ελευθερίας του πλάσματός Του, ο Θεός ΠΟΤΕ δεν αποδεικνύει την ύπαρξή Του πέραν πάσης αμφιβολίας στο πλάσμα Του, ώστε να του δώσει τη δυνατότητα να απορρίψει την ύπαρξή Του, αν αυτή είναι η προαίρεση της καρδιάς του. Η πρώτη αυτή ομάδα των ανθρώπων, είναι η μόνη συνεπής ομάδα του θεϊσμού.
Η δεύτερη ομάδα, δεν είναι συνεπής. Και ο λόγος είναι, ότι ενώ δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί η ύπαρξη του Θεού πέραν πάσης αμφιβολίας, νομίζουν ότι μπορούν να το αποδείξουν. Βεβαίως παρουσιάζουν πλήθος σοβαρών ενδείξεων για την ύπαρξή Του, δείχνουν ότι είναι η λογικότερη θέση, όμως ΠΟΤΕ δεν μπορούν αυτό να το αποδείξουν. Άλλο είναι οι ενδείξεις, άλλο οι ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ.
Αν θα το αποδείκνυαν άλλωστε, αυτό αφ' ενός θα στερούσε από τον Θεό την ελευθερία να αυτοκαθορίζει την αποκάλυψή Του, αφ' ετέρου, θα στερούσε την ελευθερία των απίστων να τον απορρίψουν! Η δεύτερη αυτή ομάδα μάλιστα, (αν τα μέλη της θεωρούν τους εαυτούς τους Χριστιανούς), αυτοαναιρεί την ίδια την έννοια της πίστεως, γιατί και κατά την Αγία Γραφή: "Εστί δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων" (Εβραίους 11/ια΄1). Αν νομίζουν ότι θεωρείται "πίστη" αυτό που λαμβάνεται με τις αισθήσεις, δηλαδή τα "βλεπόμενα", απατούν τους εαυτούς τους ότι είναι πιστοί! Σύμφωνα και με τα λόγια τού Χριστού προς τον Θωμά: "ότι εώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες" (Ιωάννης 20/κ΄29). Εάν ο άνθρωπος πιστεύει επειδή είδε, τότε η πίστη του εξαναγκάστηκε! Τότε δεν έχει εκφράσει έμπρακτα την καλοπροαίρετη διάθεση της καρδιάς του!
Αυτή η ομάδα, αυτοακυρώνει αφ' ενός την πίστη την οποία επικαλείται, εκτίθεται αφ' ετέρου, αποτυγχάνοντας να αποδείξει αυτό που υποτίθεται ότι μπορεί να αποδείξει.

2. Οι αγνωστικιστές
Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα, η λέξη Αγνωστικισμός λέχθηκε δημόσια για πρώτη φορά το 1869 σε μια συνεδρίαση της μεταφυσικής κοινωνίας στο Λονδίνο από τον Sir Thomas H. Huxley, έναν Βρετανό βιολόγο και πρωτοπόρο της Δαρβίνιας θεωρίας της εξέλιξης. Δημιούργησε τον όρο ως κατάλληλη ετικέτα για τη θέση του. "Μπήκε στο κεφάλι μου ως αντιθετικός όρος στους Γνωστικούς της ιστορίας των εκκλησιών που δήλωναν φανερά πως ξέρουν τόσο μεγάλο μέρος για τα ίδια τα πράγματα των οποίων ήμουν ανίδεος." Όρισε ως: "Αγνωστικιστή", αυτόν που δεν δέχεται ούτε τον θεϊσμό, ούτε τον αθεϊσμό, θεωρώντας τους ακραίους, και που πιστεύει ότι το ερώτημα για το αν υπάρχει κάποια ανώτερη, πέρα και πάνω από την Φύση δύναμη, παραμένει άνευ απάντησης, και ότι δεν είναι δυνατόν να το γνωρίσουμε. Μάλιστα ορισμένοι Αγνωστικιστές, υποστηρίζουν ότι ούτε θα μπορέσουμε ποτέ να μάθουμε αν υπάρχει Θεός. Η λέξη αγνωστικιστής προέρχεται από το Ελληνικό στερητικό "α", και "γνώσις".
Υπάρχουν δύο ειδών Αγνωστικιστές:
α. Οι Εμπειρικοί Αγνωστικιστές, είναι αυτοί που δεν αποκλείουν κάποια στιγμή να βρεθούν αποδείξεις για τον Θεό, και
β. Οι Απόλυτοι Αγνωστικιστές, είναι αυτοί που πιστεύουν ότι ΠΟΤΕ δεν θα μπορέσουν να βρεθούν αποδείξεις για τον Θεό.
Η πρώτη ομάδα, (αν και η δεύτερη έχει δίκιο, ότι "ποτέ δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί ο Θεός"), είναι συνεπής με αυτό που πρεσβεύει. Όμως είναι λάθος το ενδεχόμενο για "αποδείξεις" περί Θεού.
Η δεύτερη ομάδα, αν και έχει δίκιο, είναι ασυνεπής προς τον αγνωστικισμό της! Γιατί εφόσον δεν δέχονται τις θεϊστικές λογικεύσεις, δεν είναι δυνατόν δια τού αγνωστικισμού να καταλήξουν σε ένα τέτοιο συμπέρασμα. Το συμπέρασμα λοιπόν ότι "ποτέ δεν θα μπορέσουμε να βρούμε αποδείξεις για τον Θεό", αποτελεί ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ, κάτι που καθιστά τη θέση τους "θρησκευτική".
Παρατηρούμε λοιπόν, ότι και οι δύο μορφές Αγνωστικισμού, πάσχουν από κάποια μικρή αντιφατικότητα. Παρ' όλα αυτά, είναι θα λέγαμε συνεπέστεροι από τους Αθεϊστές.

3. Οι Αθεϊστές
Ο Αθεϊσμός, είναι πολύ πιο μπερδεμένος από τις ανωτέρω θέσεις. Και οι λόγοι είναι συνήθως δύο:
Ο πρώτος λόγος είναι ότι συνήθως οι αθεϊστές είναι άνθρωποι αμόρφωτοι και ημιμαθείς, που νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα. Έτσι μπερδεύουν τις έννοιες, και ενώ μερικές φορές δεν είναι αθεϊστές, οι ίδιοι λένε ότι είναι... "αθεϊστές"!
Ο δεύτερος λόγος είναι, ότι όσοι έχουν διαβάσει λίγο περισσότερο, αντιλαμβάνονται τα αδιέξοδα στα οποία τους οδηγεί η αθεϊστική τους θρησκεία, και καταφεύγουν σε διάφορες υπεκφυγές και επινοήσεις, για να "κουκουλώσουν" τις αντιφάσεις τους.
Έτσι, εμφανίζονται ΤΡΕΙΣ ομάδες "αθεϊστών", που στην πραγματικότητα είναι ΜΟΝΟ ΔΥΟ, αλλά παρουσιάζονται ως τρεις, για τους παραπάνω λόγους. Θα τις κατονομάσουμε στη συνέχεια, και θα τις αναλύσουμε περιληπτικά, δείχνοντας την αμάθεια και το δόλο της τελευταίας αυτής αθεϊστικής ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ. Κατά δικό τους διαχωρισμό λοιπόν, οι άθεοι χρησιμοποιούν τρία (γνωστά σ' εμάς) ονόματα ομάδων:
1. Ασθενής Αθεϊσμός.
2. Ισχυρός Αθεϊσμός.
3. Αντιθεϊσμός.
Ο Ασθενής Αθεϊσμός, στην πραγματικότητα είναι ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΣ εντός της Αθεϊστικής θρησκείας. Πρεσβεύει ότι "δεν πιστεύει στον Θεό εφόσον δεν έχει στοιχεία, αλλά δεν αποκλείει την ύπαρξή Του". Όμως αυτό δεν είναι αθεϊσμός, αλλά ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΣ. Και ονομάζεται "αθεϊσμός", λόγω αγνοίας αυτών που τον πρεσβεύουν!
Απομένουν λοιπόν οι δύο άλλες ομάδες, οι οποίες είναι πραγματικές:
Ο Ισχυρός Αθεϊσμός, είναι αυτός που διατυπώνει ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ, ότι "Δεν υπάρχει Θεός (ή θεοί)", αποκλείοντας οριστικά αυτό το ενδεχόμενο.
Η δογματική αυτή διατύπωση, φέρνει τον αθεϊστή στη δυσάρεστη θέση, να ανήκει σε ΘΡΗΣΚΕΙΑ!!! Ο άνθρωπος αυτός, παραθεωρεί όλες τις μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων που γνώρισαν προσωπικά τον Θεό, κλείνει τα μάτια στις ενδείξεις που τον περιτριγυρίζουν για τον Θεό, και η κακή προαίρεση της καρδιάς του, δεν του αφήνει το παραμικρό περιθώριο να δεχθεί την πραγματικότητα της ύπαρξης κάποιου Θεού. Πρόκειται για μια θρησκεία απωλείας, που κλείνει στον άνθρωπο την πόρτα τής Χάρης τού Θεού, και τον αφήνει μόνο σε μια ζωή χωρίς αληθινό νόημα.
Οι αθεϊστές, για να ξεφύγουν από αυτή την αντίφαση, λένε: "Εμείς δεν λέμε ότι πιστεύουμε σε κάτι. Λέμε ότι ΔΕΝ πιστεύουμε. Άρα είναι παράλογο να μας ονομάζει κάποιος θρησκεία". Όμως η ουσία του θέματος, δεν βρίσκεται στη διατύπωση. Βρίσκεται στο ότι ΔΟΓΜΑΤΙΖΟΥΝ χωρίς αποδείξεις. Και μάλιστα πολύ περισσότερο, όταν οι ίδιοι επικαλούνται την έλλειψη αποδείξεων για να δεχθούν τον Θεό! Πώς βλέπουν την έλλειψη αποδείξεων για την ύπαρξη τού Θεού, αλλά δεν τη βλέπουν όταν πρόκειται για την ανυπαρξία Του; Πώς μετράνε με δύο μέτρα και δύο σταθμά;
Δεν λέμε ότι πρέπει να πιστέψουν. Αλλά η ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ τους πεποίθηση ότι "θεός δεν υπάρχει", και μάλιστα χωρίς αποδείξεις, τους κάνει άλλη μία ΘΡΗΣΚΕΙΑ. Δεν είναι «απουσία πίστης». Είναι: «δογματική διατύπωση θέσης» ότι «δεν υπάρχει Θεός». Δεν αφήνει το ενδεχόμενο να υπάρχει. Το δογματίζει, χωρίς αποδείξεις! Όποιος δογματίζει, θρησκεύει. Είτε δογματίζει θετικά, (Υπάρχει Θεός), είτε δογματίζει αρνητικά (Δεν υπάρχει Θεός).
Θα μπορούσαν να πουν: "Δεν πιστεύω ότι υπάρχει Θεός ελλείψει αποδείξεων, αλλά δεν το αποκλείω". Τότε φυσικά δεν θα ήταν "αθεϊστές", αλλά Αγνωστικιστές. Θα ήταν όμως συνεπέστεροι. Ως Αθεϊστές όμως είναι εντελώς αντιφατικοί, και αποτελούν πράγματι ΘΡΗΣΚΕΙΑ.
Τα παραπάνω όμως, δημιούργησαν την τρίτη αθεϊστική ομάδα, τών Αντιθεϊστών. Μόνο που αυτή είναι η ομάδα για την οποία μιλούσαμε πιο πάνω, και τους ονομάζουν έτσι, κάποιοι πιο καινούργιοι αθεϊστές, για να πουν ότι δήθεν: "αυτοί είναι οι κανονικοί αθεϊστές". Όμως όπως θα δείξουμε, πρόκειται περί τσαρλατάνων.
Ενήμεροι μερικοί πιο διαβασμένοι αθεϊστές, για τις αντιφάσεις της θρησκείας τους, προχωρούν σε μια ΣΟΦΙΣΤΕΙΑ, με σκοπό να ξεφύγουν από τις αντιφάσεις στις οποίες τους οδηγεί το παράλογο δόγμα της "ανυπαρξίας τού Θεού". Και το σκεπτικό τους είναι το εξής: "Αν παρουσιάσουμε το θέμα περί Θεού ως κάτι χωρίς νόημα, δεν χρειάζεται να απολογηθούμε για την έλλειψη αποδείξεών μας!". Έτσι, προχώρησαν στην εξής επιχειρηματολογία:
Ξεκινούν πρώτα, δίνοντας έναν εσφαλμένο ορισμό περί Θεού. Λένε: "Θεϊστής είναι αυτός που πιστεύει σε κάποια απροσδιόριστη ανωτέρα, συνήθως δημιουργό, δύναμη που την αποκαλεί Θεό, ή σε κάποιο αόριστο και απροσδιόριστο Θεό, συνήθως δημιουργό, που τον αποκαλεί ανωτέρα δύναμη." Και αυτόν τον ορισμό τον δίνουν, επειδή τους βολεύει, για να παρουσιάζουν τον Θεό ως κάτι "αόριστο", "απροσδιόριστο", ή "ανωτέρα δύναμη". Τους βολεύει επειδή η ΨΕΥΔΗΣ ΑΟΡΙΣΤΙΑ αυτή, είναι απαραίτητη για τη συνέχεια τής σοφιστείας που δημιούργησαν.
Στον 20ό αιώνα, σύμφωνα με τον Ludwig Wittgenstein στην Αναλυτική Φιλοσοφία και τη Γλωσσανάλυση, ο ορισμός του αθεϊσμού έλαβε την εξής τεχνητή και παράλογη μορφή:
Κατά τον αθεϊστή αυτόν, και όσους άλλους αθεϊστές με μειωμένη αντίληψη τον ακολουθούν, "Η έννοια του «θεού» και όλες οι έννοιες που παράγονται από αυτήν είναι ψευδοέννοιες και ως εκ τούτου κάθε συζήτηση περί αυτών είναι στερημένη νοήματος και δεν οδηγεί σε κανένα συμπέρασμα. Άρα έχουμε να κάνουμε με ανόητη συζήτηση".
Με τον τρόπο αυτό, προσπαθεί να ΥΠΕΚΦΥΓΕΙ από τις αντιφάσεις που δημιουργεί στη θρησκεία τού αθεϊσμού η δογματική απόρριψη ύπαρξης τού Θεού. "Γιατί, αν δεν έχει περιεχόμενο η λέξη: "θεός", αν είναι "ψευδοέννοια", τότε δεν είμαστε υποχρεωμένοι να τη συζητήσουμε", υποστηρίζει.
Με άλλα λόγια, οι θέσεις αυτές, όχι μόνο δεν λύνουν τον παραλογισμό τού αθεϊσμού, αλλά αντιθέτως, κηρύσσουν γενική υποχώρηση από κάθε συζήτηση. Αποφεύγουν έτσι κάθε συζήτηση, ώστε να μη βρεθούν στην αντιφατική θέση να φανούν ασυνεπείς! Αν μη τι άλλο, αυτή η στάση από μέρους τους δείχνει επίγνωση τής αντιφατικότητάς τους, και ΥΣΤΕΡΟΒΟΥΛΙΑ. Μάλιστα ο συγγραφέας αυτός, θεωρεί ότι "η θέση αυτή είναι η μόνη άτρωτη". Με άλλα λόγια, παραδέχεται έτσι τα προβλήματα τής αθεϊστικής θέσης, και η μόνη άτρωτη θέση, είναι η άρνηση συζήτησης περί Θεού!!!
Έτσι, οι οπαδοί αυτής της θέσεως, ονομάζουν τους εαυτούς τους: "αθεϊστές", και εκείνους που δέχονται συζήτηση περί Θεού, τους ονομάζουν: "αντιθεϊστές"! Με το σκεπτικό, ότι "εφόσον συζητούν περί Θεού, είναι σαν να αποδέχονται ότι αυτή η έννοια έχει κάποιο περιεχόμενο, και την αντιστρατεύονται".
Τώρα που δείξαμε την υστεροβουλία αυτής τής νέας αθεϊστικής θεωρίας, θα προχωρήσουμε εν συντομία, να δείξουμε ότι στην πραγματικότητα, είναι ακόμα πιο σκοτισμένοι από τους άλλους αθεϊστές, (και ας τους ονομάζουν αντιθεϊστές).
Πρώτα - πρώτα, η νέα αυτή θεωρία τους, πάσχει στο ότι παρουσιάζουν τον Θεό ως κάτι: "αόριστο", "απροσδιόριστο", και "ανωτέρα δύναμη". Και ενώ αυτό είναι αλήθεια για πλήθος θρησκειών, δεν είναι αλήθεια για τη Χριστιανική πίστη. Όμως δεν τολμούν να κάνουν αυτό το διαχωρισμό, παρά βάζουν τη Χριστιανική πίστη ανάμεσα σε άλλες συγκεχυμένες θεϊστικές θεωρίες, γιατί έτσι τους συμφέρει!
Στη Χριστιανική πίστη δεν έχουμε έναν Θεό αόριστο, αλλά η λέξη: "Θεός", είναι μια καλά διατυπωμένη έννοια, με πλήρες και σαφώς συγκεκριμένο περιεχόμενο. Πρόκειται μάλιστα για σαφέστατο ιστορικό πρόσωπο, για τον Ιησού Χριστό! Μαρτυρημένος επαρκώς από αυτόπτες μάρτυρες, και από προφητείες, τόσο στο παρελθόν, όσο και σήμερα. Σαφέστατα η Χριστιανική πίστη, δογματίζει ότι το πρόσωπο αυτό, ήταν η ενσάρκωση τού "Θεού τού αοράτου", τον οποίο σαφέστατα πάλι κατονομάζει ως "παντοδύναμο", "πανταχού παρόντα", "δημιουργό τού σύμπαντος", "άχρονο", και "απεριχώρητο". Σαφέστατη ύπαρξη, με σαφέστατες ιδιότητες. Πώς λοιπόν λένε ότι είναι κάτι αόριστο;
Η Χριστιανική πίστη, δίνοντας στη λέξη: "θεός" συγκεκριμένο περιεχόμενο, στερεί από τους κομπογιαννίτες αυτούς το επιχείρημα τής αοριστίας, και τους σύρει ξανά πίσω στο στίβο τής αντιπαράθεσης επιχειρημάτων, από την οποία αντιπαράθεση σπεύδουν να ξεφύγουν τρέχοντας!
Η Χριστιανική πίστη, αποτελεί τη μόνο συνεπή θεϊστική θέση. Έχει για τον Θεό συγκεκριμένα δόγματα, συγκεκριμένες μαρτυρίες, συγκεκριμένη μέθοδο γνωριμίας μαζί Του. Έχει μια πλήρη και συνεπή διατύπωση για το κάθε τι σχετικά με Αυτόν, ο οποίος ο Ίδιος αποκαλύφθηκε στους Χριστιανούς. Γι' αυτό κανείς, όσο πονηρά και αν φερθεί, όσο λογικά και αν προσπαθήσει να συζητήσει, ΠΟΤΕ δεν θα μπορέσει να αποδείξει πως η Χριστιανική αλήθεια για τον Θεό είναι εσφαλμένη.
N. M.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 12, 2018

Εξομολόγηση και θεία Κοινωνία, του πατρός Αλεξάντρου Σμέμαν


Όταν η μετάληψη ολόκληρης της σύναξης σε κάθε Λειτουργία, που εξέφραζε τη μετοχή στην ακολουθία, έπαψε να είναι ο κανόνας και αντικαταστάθηκε από την πρακτική της σπάνιας προσέλευσης, έγινε πλέον φυσικό ότι θα προηγούνταν αυτής της προσέλευσης το μυστήριο της Μετανοίας –δηλαδή της εξομολόγησης και καταλλαγής των πιστών με την Εκκλησία, με τη μεσιτεία της συγχωρητικής ευχής.
Η πρακτική αυτή – επαναλαμβάνω, φυσική και προφανής στην περίπτωση της σπάνιας προσέλευσης στη θεία Κοινωνία - επέτρεψε την εμφάνιση μιας νέας θεωρίας στους κόλπους της Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία η Μετάληψη για το σώμα των λαϊκών γίνεται αδύνατη χωρίς το μυστήριο της εξομολόγησης, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει για τον κλήρο. Έτσι, η εξομολόγηση προηγείται υποχρεωτικά – πάντοτε και σε κάθε περίπτωση - της μετάληψης. Τολμώ να δηλώσω υπεύθυνα ότι η θεωρία αυτή (που βρήκε ευρεία εφαρμογή στη Ρωσική Εκκλησία) δεν θεμελιώνεται με κανένα τρόπο στην Παράδοση, αλλά κατάφορα έρχεται σε σύγκρουση με το ορθόδοξο δόγμα της Εκκλησίας για την Κοινωνία και την Εξομολόγηση.

Για του λόγου το αληθές κανείς δεν έχει παρά να θυμηθεί την ουσία του μυστηρίου της Μετανοίας. Εξ αρχής η εξομολόγηση στην εκκλησιαστική συνείδηση και διδασκαλία ήταν το μυστήριο της συμφιλίωσης με την Εκκλησία για όσους είχαν αφοριστεί απ’ αυτήν, δηλαδή εκείνους που είχαν αποκλειστεί από την ευχαριστιακή σύναξη. Γνωρίζουμε ότι, αρχικά, η ιδιαίτερα αυστηρή εκκλησιαστική πειθαρχία επέτρεπε μία τέτοια συμφιλίωση άπαξ στη διάρκεια του βίου του μετανοούντα, αλλά αργότερα, ειδικά μετά την είσοδο στην Εκκλησία ολόκληρου του πληθυσμού, ο συγκεκριμένος κανόνας έγινε πιο χαλαρός. Στην ουσία του, το Μυστήριο της Μετανοίας ως μυστήριο συμφιλίωσης με την Εκκλησία αφορούσε εκείνους μόνο που η Εκκλησία είχε αφορίσει για αμαρτίες και πράξεις επ’ ακριβώς οριζόμενες στην Κανονική παράδοσή της. Κάτι, άλλωστε, που γίνεται φανερό κι από την συγχωρητική ευχή: “Αδελφέ, δι’ ό ήλθες προς τον Θεό, και προς εμέ, μη αισχυνθής, ου γαρ εμοί αναγγέλεις, αλλά τω Θεώ, εν ώ ίστασαι”. (Παρεμπιπτόντως, οφείλουμε να χρησιμοποιούμε την ορθή ευχή της συγχωρήσεως κι όχι την άλλη, ξένη στις ανατολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, εκδοχή της, – “Εγώ, ο ανάξιος ιερέας, με την εξουσία που μου έχει δοθεί, σε απαλλάσσω...” - που είναι λατινογενούς προέλευσης και παρεισέφρησε στα λειτουργικά μας βιβλία κατά την περίοδο της επικράτησης στοιχείων της Δυτικής θεολογίας ανάμεσα στους Ορθοδόξους).
Όλα αυτά δεν σημαίνουν, βέβαια, ότι οι “πιστοί”, δηλαδή οι “μη αφορισμένοι”, θεωρούνταν από την Εκκλησία αναμάρτητοι. Καταρχήν, σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία κανένα ανθρώπινο όν δεν είναι αναμάρτητο, με εξαίρεση την Υπεραγία Θεοτόκο, τη Μητέρα του Κυρίου. Κατά δεύτερον, η προσευχή για την συγχώρεση και άφεση των αμαρτιών είναι αναπόσπαστο μέρος της ίδιας της Λειτουργίας (βλ. τον Τρισάγιο Ύμνο και τις δύο “Ευχές των πιστών”). Τέλος, η Εκκλησία πάντοτε φρονούσε ότι η Θεία Κοινωνία προσφέρεται “εις άφεσιν αμαρτιών”. Έτσι το θέμα εδώ δεν είναι η αναμαρτησία, που καμία συγχωρητική ευχή δεν είναι ικανή να την επιτύχει. Αλλά η διάκριση που πάντοτε γινόταν από την Εκκλησία ανάμεσα στην αμαρτία που εξορίζει τον άνθρωπο από τη ζωή της χάριτος της Εκκλησίας, και στην αμαρτωλότητα που αναπόφευκτα συνοδεύει τη ζωή κάθε ανθρώπινου όντος “που ζεί εν τω κόσμω και ενδύεται σάρκα”. Θα λέγαμε ότι μέσα στην ακολουθία της Λειτουργίας η φθαρείσα από την αμαρτία φύση μας “αναπλάθεται” όπως ομολογούμε στις ευχές των πιστών πριν από την προσφορά των θείων Δώρων. Ενώπιον του Αγίου Ποτηρίου, τη στιγμή της πρόσληψης των Μυστηρίων, παρακαλούμε για συγχώρεση των αμαρτιών “εκουσίων τε και ακουσίων, εν λόγοις ή έργοις, εν γνώση και αγνοία” και εμπιστευόμαστε ότι, στο μέτρο της μετανοίας μας, θα λάβουμε αυτή την συγχώρεση.
Όλα αυτά βεβαίως σημαίνουν – και κανείς δεν το αρνείται - ότι ο μόνος πραγματικός όρος για την προσέλευση στα θεία Μυστήρια είναι η μετοχή μας στο Σώμα της Εκκλησίας, μετοχή που αντιστρόφως βρίσκει την πληρότητά της με την πρόσληψη των μυστηρίων. Η Μετάληψη δίνεται προς “άφεση αμαρτιών και ίαση ψυχών τε και σωμάτων”, πράγμα που υποδηλώνει με σαφήνεια, τι άλλο, παρά τη μετάνοια, τη συναίσθηση της πλήρους αναξιότητάς μας και τη συνείδηση της Κοινωνίας ως θείου δώρου που κανένα επίγειο όν δεν είναι “άξιο” να λάβει. Όλο το νόημα της προετοιμασίας για την Κοινωνία, όπως ορίστηκε από την Εκκλησία (στην Ακολουθία της θείας Μεταλήψεως) δεν είναι να δημιουργήσει στον άνθρωπο το αίσθημα της “αξιότητας” αντίθετα, σκοπεύει στο να δείξει σ’ αυτόν την άβυσσο του ελέους και της άπειρης αγάπης του Θεού: “Τέκνον μου πνευματικόν, ο τη εμή ταπεινότητι εξομολογούμενος, εγώ ο ταπεινός και αμαρτωλός ουκ ίσχύω αφιέναι αμάρτημα επί της γης, ειμή ο Θεός... ο συγχωρήσας Δαυΐδ, διά Νάθαν του Προφήτου, τα ίδια εξομολογήσαντι αμαρτήματα, και Πέτρω την άρνησιν, κλαύσαντι πικρώς, και Πόρνη δακρυσάση επί τους αυτού πόδας, και Τελώνη και Ασώτω, αυτός ο Θεός, συγχωρήσαι σοι δι’ εμού του αμαρτωλού πάντα, και εν τω νυν αιώνι, και εν τω μέλλοντι^ και ακατάκριτόν σε παραστήσαι εν τω φοβερώ Βήματι”. Ενώπιον της Τράπεζας του Κυρίου, η μόνη “αξιωσύνη” των κοινωνούντων είναι αυτή η βαθιά συναίσθηση της “αναξιότητάς τους”. Αυτή είναι η αρχή της σωτηρίας.
Είναι επομένως υψίστης σημασίας για μας να κατανοήσουμε ότι η μετατροπή του μυστηρίου της εξομολόγησης σε μία αναγκαστική προϋπόθεση για την Κοινωνία, όχι μόνο συγκρούεται με την Παράδοση, αλλά προφανώς την παραμορφώνει. Διαστρέφει καταρχήν το δόγμα της Εκκλησίας, δημιουργώντας δύο κατηγορίες μελών, η μία από τις οποίες είναι αφορισμένη στην πραγματικότητα από την Ευχαριστία. Επιπλέον, στρεβλώνει το νόημα και πλήρωμα της εκκλησιαστικής μετοχής. Δεν προκαλεί έκπληξη κατά συνέπεια το γεγονός ότι αυτοί που ο Απόστολος καλεί “συμπολίτες των αγίων και οικείους του Θεού” (Εφεσ. 2:19) γίνονται και πάλι “εθνικοί”, “εκκοσμικεύονται” και η μετοχή τους στην Εκκλησία μετριέται και ορίζεται με χρηματικούς όρους οφειλών και “δικαιωμάτων”. Αλλά, επίσης, αυτό που παραμορφώνεται είναι το δόγμα περί της θείας Κοινωνίας που γίνεται πλέον αντιληπτό ως το μυστήριο για τους λίγους “εκλεκτούς” και όχι ως το μυστήριο της Εκκλησίας των αμαρτωλών που μέσα από το άπειρο έλεος του Χριστού μεταμορφώνονται διαρκώς σε Σώμα Κυρίου. Και τελικά, ανάλογα διαστρέφεται και η διδασκαλία για την εξομολόγηση. Παραποιημένη σε υποχρεωτική προϋπόθεση της Μετάληψης, αρχίζει όλο και πιο φανερά να υποκαθιστά την πραγματική ετοιμότητα για την Ευχαριστία, που δεν είναι άλλη από τη γνήσια εσωτερική μετάνοια, αυτή που έχει εμπνεύσει όλες τις ευχές προ της θείας Κοινωνίας. Ύστερα από μία τρίλεπτη εξομολόγηση και συγχωρητική ευχή ο άνθρωπος αισθάνεται πλέον “δικαιούχος” του μυστηρίου, “άξιος”, ίσως και απαλλαγμένος από τις αμαρτίες του, αισθάνεται με άλλα λόγια το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό στο οποίο μας καλεί η αληθινή μετάνοια.
Με ποιο τρόπο λοιπόν μία τέτοια πρακτική εμφανίστηκε και καθιερώθηκε, ώστε σήμερα πολλοί να την υπερασπίζονται ως την πλέον ορθόδοξη; Για να απαντήσουμε στην ερώτηση πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τρεις παράγοντες: Έχουμε ήδη αναφερθεί στον ένα: Πρόκειται για την επιφανειακή και χλιαρή προσέγγιση της πίστης και της ευσέβειας από την ίδια τη χριστιανική κοινότητα, που οδήγησε αρχικά στην σπάνια Μετάληψη και τελικά στον υποβιβασμό της σε άπαξ του έτους “υποχρέωση”. Είναι ξεκάθαρο ότι ο πιστός που προσέρχεται στο ιερό Μυστήριο μία φορά τον χρόνο οφείλει πράγματι να “συμφιλιωθεί” με την Εκκλησία, μέσα από μία εξέταση της συνείδησης και της ζωής του κατά το μυστήριο της Εξομολόγησης.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η επιρροή της μοναστικής πρακτικής, που βέβαια στο σύνολό της είναι ιδιαίτερα ευεργετική για την Εκκλησία. Οι μοναχοί λοιπόν, γνώριζαν και ασκούσαν εξ’ αρχής την πρακτική της “έκθεσης των λογισμών” και της πνευματικής καθοδήγησης των απείρων από τον πιο έμπειρο της κοινότητας. Αλλά - κι αυτό είναι το ουσιώδες - αυτός ο πνευματικός πατέρας ή “γέροντας” δεν ήταν απαραίτητα ιερέας, αφού η πνευματική καθοδήγηση συνδεόταν με την πνευματική εμπειρία και όχι την ιεροσύνη.
Στα Βυζαντινά μοναστικά τυπικά του 7ου-8ου αιώνα οι μοναχοί απαγορεύεται να αποφασίζουν μόνοι τους για την προσέλευση ή την αποχή τους από το Άγιο Ποτήριο, χωρίς δηλαδή τη συγκατάθεση του πνευματικού τους πατέρα, καθώς “η εξαίρεση εαυτού από την Κοινωνία είναι η εφαρμογή του ιδίου θελήματος”. Στις γυναικείες μονές παρόμοια άδεια απαιτείται από την ηγουμένη. Παρατηρούμε, λοιπόν, πώς η εξομολόγηση εδώ είναι μη μυστηριακού τύπου και βασίζεται στην πνευματική εμπειρία και την διαρκή καθοδήγηση. Ωστόσο, αυτού του είδους η πρακτική έχει έντονο αντίκτυπο στο καθαυτό μυστήριο της Εξομολόγησης. Στη διάρκεια της πνευματικής παρακμής (της οποίας την αληθινή έκταση και σημασία ανακαλύπτει κανείς μέσα στους κανόνες της λεγομένης Συνόδου του Τρούλου του 6ου αιώνα), τα μοναστήρια παρέμειναν τα κέντρα της πνευματικής μέριμνας και νουθεσίας των λαϊκών. ...] Ο λαός με φυσικό τρόπο ταύτισε αυτό το είδος της πνευματικής καθοδήγησης με την μυστηριακή εξομολόγηση. Θα πρέπει, ωστόσο, να τονίσουμε ότι την ικανότητα της πνευματικής καθοδήγησης δεν διαθέτει ο κάθε ενοριακός ιερέας, αφού αυτή προϋποθέτει βαθιά πνευματική εμπειρία, χωρίς την οποία η “καθοδήγηση” μπορεί να οδηγήσει, και στην πραγματικότητα συχνά οδηγεί, σε αληθινές πνευματικές τραγωδίες. Αυτό που ενδιαφέρει εδώ, είναι ότι το μυστήριο της μετανοίας συνδέθηκε κατά μία έννοια με την πνευματική καθοδήγηση, την επίλυση “δυσκολιών” και “προβλημάτων"^ κατ’ επέκταση στην παρούσα ενοριακή ζωή ταυτίστηκε με τις “μαζικές” ολιγόλεπτες εξομολογήσεις που εστιάζονται κυρίως στη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής, όπου η όποια νουθεσία και ανέφικτη γίνεται, αλλά και είναι πιθανό ότι φέρει περισσότερη βλάβη παρά όφελος. Η πνευματική καθοδήγηση πρέπει να αποσυνδεθεί από την μυστηριακή εξομολόγηση, έστω κι αν αυτή η τελευταία είναι προφανώς το απώτερο τέλος κι ο σκοπός της.
Ο τρίτος και αποφασιστικός παράγοντας ήταν, φυσικά, η επίδραση της Δυτικής, Σχολαστικής και δικανικής κατανόησης της μετανοίας. Έχουν πολλά γραφεί για την “δυτική υποδούλωση” της Ορθόδοξης θεολογίας, αλλά φοβάμαι πώς λίγοι άνθρωποι συνειδητοποιούν το βάθος και το αληθινό νόημα της στρέβλωσης στην οποία η Δυτική επιρροή οδήγησε την ίδια τη ζωή της Εκκλησίας και πάνω απ’ όλα την κατανόηση των Μυστηρίων. Αυτό γίνεται φανερό στο μυστήριο της μετανοίας. Η σοβαρή παραμόρφωση εδώ συνίσταται στην μετατόπιση του νοήματος του μυστηρίου από την μετάνοια και την εξομολόγηση στην στιγμή της “άφεσης” που προσλαμβάνεται δικανικά. Η Δυτική Σχολαστική θεολογία διαχώρισε σε δικανικές κατηγορίες την ίδια την ουσία της αμαρτίας και, αντίστοιχα, την έννοια της άφεσης. Η τελευταία πηγάζει εδώ όχι από την αλήθεια, δηλαδή την αυθεντική φύση της μετανοίας, αλλά από την εξουσία του ιερέως. Εάν για την αρχική ορθόδοξη κατανόηση του μυστηρίου της εξομολόγησης ο ιερέας είναι ο παρευρισκόμενος μάρτυρας της μετανοίας, και ως εκ τούτου μάρτυρας της πλήρους “καταλλαγής με την Εκκλησία εν Χριστώ Ιησού...”, ο Λατινικός νομικισμός υπερτονίζει την εξουσία του ίδιου του ιερέως να δίνει άφεση αμαρτιών. Έτσι προκύπτει η ολότελα καινοφανής για το Ορθόδοξο δόγμα, αλλά αρκετά δημοφιλής σύγχρονη πρακτική της “άφεσης-απαλλαγής” χωρίς εξομολόγηση. Η αρχική διάκριση ανάμεσα σε αμαρτίες –αφορισμούς από την Εκκλησία (από τους οποίους προέκυπτε η ανάγκη της μυστηριακής συμφιλίωσης με το Εκκλησιαστικό Σώμα) και της αμαρτωλότητας που δεν εξέβαλε τον πιστό εκτός Εκκλησίας, εκλογικεύθηκε από τον Δυτικό Σχολαστικισμό σε διαχωρισμό ανάμεσα στις λεγόμενες θανάσιμες και εξαγοράσιμες (συγγνωστές) αμαρτίες. Οι πρώτες, έχοντας απομακρύνει τον άνθρωπο από την “κατάσταση της χάριτος” απαιτούν μυστηριακή εξομολόγηση και άφεση, ενώ οι υπόλοιπες χρήζουν μόνο εσωτερικής μεταμέλειας. Στην Ορθόδοξη Ανατολή, ωστόσο, και ιδιαίτερα στη Ρωσία (κάτω από την επίδραση της Λατινόφρονος θεολογίας του Πέτρου Μογίλα και των μαθητών του) η θεωρία αυτή κατέληξε στην υποχρεωτική και δικανική σύνδεση ανάμεσα στην εξομολόγηση-άφεση και την Ευχαριστία.
Κατά έναν ειρωνικό τρόπο η πιο ολοφάνερη “διείσδυση” των Λατίνων αντιμετωπίζεται από μεγάλο αριθμό πιστών ως ορθόδοξη νόρμα, ενώ η πιο απλή απόπειρα για επαναξιολόγηση της πρακτικής κάτω από το φως του αυθεντικού ορθοδόξου δόγματος της Εκκλησίας και των μυστηρίων καταγγέλλεται ως “Ρωμαιοκαθολική”! 
π.Αλεξάνδρου Σμέμαν 
Αρχική πηγήεδώ
 
το είδαμε εδώ

Θάνατος και Ανάσταση (στην πνευματική ζωή)


 
π. Παναγιώτης Βαρδουνιώτης - Ευχή
Η Καινή Διαθήκη: αρχαίο κείμενο, νεοελλ. μετάφραση σε απλή καθαρεύουσα.

Κάποιοι άνθρωποι, με αγαθή διάθεση μπορώ να ομολογήσω, έρχονται στο Μυστήριο της Εξομολογήσεως και αφού εξομολογηθούν, ρωτούν:

 Πάτερ ποια είναι τα καθηκοντά μου απέναντι στο Θεό; 
Εννοώντας κάθε πότε πρέπει να έρχονται στην Εκκλησία, πότε να φέρνουν πρόσφορο, λάδι, κερί, λιβάνι κ.α. Κάθε πότε πρέπει να κοινωνούν, λές και είναι καθήκον και αυτό.

Βέβαια δεν φταίνε αποκλειστικά αυτοί οι άνθρωποι, αφού μια έτοια τυπική λατρείας καθηκοντολογίας παραλάβανε. Κάποτε ένας ιερέας είπε κάτι που είναι αλήθεια. Δικαιολογώντας την γλώσσα της λατρείας είπε: 

Η Εκκλησία είναι καθεστηκυία τάξις, καθεστώς. Αυτό είναι το δράμα που ζούμε όλοι οι χριστιανοί. Ενώ η ζωή της Εκκλησίας είναι μία διαρκής κίνηση, από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωση, εμείς οι βολεμένοι συνειδησιακά, την καταντήσαμε καθεστώς. Ένα έλος που από πάνω φαίνεται γαλήνιο και από κάτω πεθαίνει από την ακινησία. Ο Χριστός λέει στο ευαγγέλιο του Ματθαίου:
 «Μη νομίζετε ότι ήλθα να επιβάλω μια εξωτερική γαλήνη, αλλά ήλθα να βάλω μάχαιρα, διαίρεση» (Ματθ.10,34). 
Έναν πόλεμο μέσα στον άνθρωπο. 

Όπως μας λέει ο απ. Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή:

 «Ευχαριστούμαι και ευφραίνομαι στο νόμο του Θεού με όλη την ψυχή και την καρδιά και τον νου. Βλέπω όμως να κυριαρχεί στο σώμα μου άλλος νόμος, η δύναμη της αμαρτίας που αντιστρατεύεται και μάχεται όσα ο νους μου και η συνείδηση μου υποδεικνύουν ως ορθά και με υποδουλώνουν στο νόμο της αμαρτίας, ο οποίος κυριαρχεί στην αμαρτωλή ανθρώπινη φύση μου. Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι εγώ δουλεύω σε δύο κυρίους. Με τον νου και την συνείδηση δουλεύω στο νόμο του Θεού, με το σώμα μου όμως δουλεύω στο νόμο της αμαρτίας» (Ρωμ.7,22-25).  
Αυτή η μάχη μεταξύ πνεύματος και ψυχής και σώματος είναι η ζωή του χριστιανού. Όχι για να εξολοθρεύσει το σώμα, αλλά για να φέρει ειρήνη μεταξύ ψυχής και σώματος. Το σώμα να επιθυμεί τα της ψυχής και η ψυχή να αναπαύει το σώμα. Έτσι η Εκκλησία δεν είναι καθεστώς, αλλά πόλεμος, θάνατος και ανάσταση. 

 
Εικ. από εδώ
 
Ο Χριστός λέει στον νυχτερινό μαθητή Νικόδημο:

 «Αλήθεια σου λέγω, εάν δεν αναγεννηθεί κανείς πνευματικώς, από το νερό του Βαπτίσματος και από την Χάρη του Αγίου Πνεύματος, δεν μπορεί να εισέλθει στην βασιλεία των ουρανών» (Ιω.3,5. "Ν": ο συντάκτης ερμηνεύει το χωρίο, με σωστό τρόπο - στο αρχαίο λέει "εξ ύδατος και πνεύματος"). Όμως για να αναγεννηθεί κανείς σε κάτι νέο, απαιτείται ο θάνατος του παλιού, όπως μας λέει ο απ. Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή:
 «Όσοι με πίστη στον Χριστό έχουμε βαπτισθεί, είμαστε μέτοχοι και του θανάτου του. Έτσι όπως ο Χριστός αναστήθηκε εκ νεκρών, να αναστηθούμε και εμείς πνευματικώς μαζί του, ζώντας μια νέα ζωή, χωρίς να υπηρετούμε την αμαρτία» (Ρωμ.6,3-4). 
Το μυστήριο του Βαπτίσματος λοιπόν είναι θάνατος του παλαιού ανθρώπου, εκείνου που ήταν δούλος στην αμαρτία. Όμως και το Βάπτισμα σήμερα γίνεται ως καθήκον, τυπικά, και έτσι έχει χάσει την δυναμική του θανάτου. Ενός πνευματικού θανάτου που μας λυτρώνει από την δουλεία στην αμαρτία.
 Γιατί λέει ο απ. Παύλος: 
«Όπως ο νεκρός δεν μπορεί να αμαρτήσει, έτσι και αυτός που πέθανε μαζί με τον Χριστό, έχει πεθάνει για την αμαρτία» (Ρωμ.6,7).

Γι' αυτόν τον θάνατο και την ανάσταση μαζί με τον Χριστό γράφει ο όσιος Ηλίας ο Έκδικος: «Δεν σταυρώθηκε ακόμη μαζί με τον Χριστό εκείνος που εξακολουθεί να έχει φυσικές κινήσεις στη σάρκα του, ούτε έχει ταφεί μαζί με τον Χριστό εκείνος που σέρνει μαζί του κακές ψυχικές ενθυμήσεις. Πως λοιπόν θα αναστηθεί αυτός μαζί με τον Χριστό για να ζήσει την καινούργια ζωή;» Ακούγοντας καινούργια ζωή μην πάει ο νους σας στην Δευτέρα Παρουσία, αλλά στο τώρα. Ο Χριστός στο ευαγγέλιο του Ιωάννη λέει: «Αλήθεια σας λέγω, αυτός που ακούει τον λόγον μου και πιστεύει στον Θεό, έχει ζωή αιώνιο και δεν έρχεται σε κρίσει, αλλά μεταβαίνει διά του θανάτου στη αληθινή ζωή. Αλήθεια σας λέγω, ότι έρχεται ώρα και τώρα είναι αυτή η ώρα, που οι νεκροί πνευματικώς άνθρωποι θα ακούσουν τον λόγο του Θεού και όσοι τον ακούσουν και τον δεχθούν, θα αναστηθούν πνευματικώς και από τώρα θα ζήσουν την αιώνια ζωή» (Ιω.5,24-25). Συνεπώς ο θάνατος και η ανάσταση μαζί με τον Χριστό συμβαίνει τώρα και όχι σε κάποιο μέλλον. 




Ο Κύριος συζητά με το Νικόδημο (πίνκας του Αλεξάντερ Ιβάνοφ, από εδώ). Η συζήτηση αυτή καταγράφεται στο κεφ. 3 του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου.
 
Με την διαβεβαίωση του Χριστού ότι αν δεν πεθάνεις τώρα ως προς τον κόσμο της αμαρτίας και δεν αναστηθείς συν Χριστώ, στη Δευτέρα Παρουσία η σωματική σου ανάσταση θα είναι «κρίση αιώνιος» (Ιω.5,29). Είναι πολύ σοφή μια επιγραφή που υπάρχει στο Άγιον Όρος: «Αν πεθάνεις πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις όταν πεθάνεις». Γι αυτόν τον θάνατο για τον κόσμο μιλάει ο απ. Παύλος στην προς Γαλάτας επιστολή: «Διά της συμμετοχής μου στον σταυρό του Χριστού έχει πεθάνει ο κόσμος για μένα και εγώ για τον κόσμο» (Γαλ.6,14). 

Ερμηνεύει πολύ ωραία αυτό το χωρίο του απ. Παύλου, ο όσιος Ηλίας ο Έκδικος γράφοντας: «Εκείνοι για τους οποίους σταυρώθηκε ο κόσμος καρφιά είναι η νηστεία και η αγρυπνία. Δηλαδή η εγκράτεια στα υλικά αγαθά και η ταλαιπωρία της σάρκας. Ενώ για εκείνους που σταυρώθηκςν για το κόσμο καρφιά είναι η ακτημοσύνη, να μην εχεις τίποτα δικό σου και η καταφρόνηση, η περιφρόνηση κάθε τι γήινου. Χωρίς τα δεύτερα οι κόποι των πρώτων είναι ανώφελοι». Μας λέει ο όσιος Ηλίας ότι η νηστεία και η ταλαιπωρία πρέπει να οδηγούν στην ακτημοσύνη και στη καταφρόνηση των υλικών πραγμάτων, αλλιώς είναι τυπικές πρακτικές που δεν ωφελούν, αλλά μάλλον βλάπτουν. Και ο όσιος Νικήτας ο Στηθάτος για το ίδιο θέμα γράφει: «Εκείνος που μίσησε με όλη του την ψυχή και απαρνήθηκε την επιθυμία της σάρκας και την επιθυμία που προέρχεται από την όραση και την αλαζονεία του πλούτου, οι οποίες αποτελούν τον κόσμο της αδικίας, αυτός σταύρωσε τον κόσμο για τον εαυτό του και τον εαυτό του για τον κόσμο». Γι αυτό ο απ. Παύλος γράφει στους Γαλάτες: «Οι δε αληθινοί χριστιανοί έχουν νεκρώσει τον παλαιό σαρκικό άνθρωπο μαζί με τα πάθη και τις αμαρτωλές επιθυμίες του». (Γαλ.5,24).

Ο χριστιανός κάθε μέρα πεθαίνει για τον κόσμο, αυτή είναι η πορεία του. 

Γι αυτό ο όσιος Θεόληπτος Φιλαδελφείας από την εμπειρία του θα μας πει:
 «Όταν είσαι νεκρός για τα πάθη, τότε γίνεσαι μέτοχος της αιώνιας ζωής». Είναι γνωστή η ρήση των πατέρων ότι «για να λάβεις Πνεύμα, πρέπει να δώσεις αίμα». Εμείς οι χριστιανοί, επειδή λόγω της φιλαυτίας μας, αρνούμαστε να αρνηθούμε τα πάθη και τις επιθυμίες της σάρκας μας, είμαστε χριστιανοί τυπικώς. Μετέχουμε στη λατρεία τυπικά, λες και ο Θεός είναι κάποιος απουσιολόγος και μερτάει πόσες φορές θα πάμε στην Εκκλησία. Η εκκοσμίκευση έχει την πρώτη θέση στη λατρεία. Και ας φωνάζει ο απ. Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή:
 «Προσέχετε να μην συμμορφώνεσθε με το φρόνημα και το τρόπο ζωής του κόσμου, των ανθρώπων της υλόφρονης αυτής εποχής, αλλά να μεταμορφώνεσθε με το ξεκαινούργωμα του νου σας, ώστε να εξακριβώνετε ποιο είναι το θέλημα

του Θεού, το οποίο είναι αγαθό και τέλειο». (Ρωμ.12,2). Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος (εικ.) λέει ποιο είναι αυτό το θέλημα του Θεού:  
«Η τέλεια κάθαρση από την αμαρτία, η ελευθερία από τα πάθη της ατιμίας και η απόκτηση της κορυφαίας αρετής, της αγάπης. Αυτό είναι ο καθαρισμός της καρδιάς που γίνεται με τη μέθεξη του τέλειου και θεϊκού Πνεύματος, με εσωτερική αίσθηση».

Αντί όμως για αυτά, εμείς προσπαθούμε να καλοπιάσουμε τον Θεό με διάφορα υλικά πράγματα. Λες και ο Θεός είναι από ύλη, κτιστός και ευχαριστιέται με δωρεές υλικών πραγμάτων. Ξεχνούμε το λόγο του Χριστού: 

«Πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας αυτός εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν». (Ιω.4,24) 
Και εμείς συνεχίζουμε να προσφέρουμε: 
 Αγογραφίες Αγίων και βάζουμε το όνομά μας από κάτω. Νομίζουμε ότι έτσι καλοπιάνουμε τον Άγιο.
 Ο Άγιος απέρριψε όλες τις γήινες τιμές για να γίνει άγιος και εμείς τον υποβιβάζουμε στη δική μας ματαιοδοξία.
 «Τιμή μάρτυρος, μίμησις μάρτυρος», θα μας πει ο ιερός Χρυσόστομος. 
Τιμούμε έναν άγιο όταν προσπαθούμε να του μοιάσουμε στον τρόπο που έζησε. 
Να πεθάνουμε και εμείς όπως και αυτός για τον κόσμο. 
Π.χ. γεμίζουμε τους ναούς με λουλούδια. Στα βάζα λουλούδια, στις εικόνες λοιλούδια, παντού. Ο Χριστός είναι «ο ωραίος κάλλει» από μόνος του.

 Το να προσπαθούμε να τον ομορφήνουμε με λουλούδια, είναι σαν να παραδεχόμαστε ότι δεν είναι και τόσο ωραίος. Η Παναγία μας, η υπέρτατη ανθρώπινη ομορφιά, την γεμίζουμε με λουλούδια, δείχνοντας ασέβεια σ’ αυτό που πραγματικά είναι η Παναγία. 
Ότι πιο ωραίο έχει να δείξει η ανθρώπινη φύση. Έτσι χάνεται η πνευματική ομορφιά και προσπαθούμε να επιδείξουμε μια εκκοσμικευμένη ομορφιά, καλύπτοντας την δική μας πνευματική ασχημοσύνη. 
Τι να απαντήσει κανείς σε μια κυρία που ήρθε και μου είπε:
 Πάτερ τώρα τελευταία έχει πέσει η δουλιά στο μαγαζί μου, θέλω να κάνω ένα ευχέλαιο. Πως να της δώσεις να καταλάβει τι είναι ο Χριστός;
Ο λαός είναι ακατήχητος και γι αυτό φταίμε εμείς οι παπάδες, που κρατάμε τους πιστούς ακατήχητους. Πιστεύουμε σε έναν Θεό που κύριο έργο του είναι να κάνει θαύματα. Θέλουμε να έχουμε όλα τα υλικά αγαθά, ψυγεία και καταψύκτες γεμάτα, σπίτια άνετα, στρώματα πουπουλένια, ακριβά αυτοκίνητα, δουλιές που να βγάζουν χρήματα, διακοπές, γλέντια, ηδονές σωματικές, ά και να μην ξεχάσουμε να έχουμε και έναν Θεό που να μας κρατάει υγιείς για να μπορούμε να απολαύσουμε όλα αυτά. 


Αλλά γιατί να μην τα κάνουν αυτά οι χριστιανοί, αφού πρώτα από όλους τα κάνουμε αυτά εμείς οι κληρικοί, από δεσποτάδες μέχρι πρεσβυτέρους και διακόνους.

 Κληρικοί ευτραφείς με ακριβά αυτοκίνητα και ποικιλόμορφα φανταχτερά άμφια. Όταν ο κλήρος είναι δούλος της εκκοσμίκευσης, τί θα κάνει ο απλός λαός;
 Όλοι κλήρος και λαός ζούμε για την καλοπέρασή μας, Όμως άλλα μας λένε οι εμπειρίες των αγίων. Γράφει ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος:
«Όσο υπηρετεί κανείς την κοιλιά του, τόσο στερείται τη θεία Χάρη. Και στο βαθμό που θα ταλαιπωρήσει το σώμα του, ανάλογα θα χορτάσει από πνευματική τροφή της θείας Χάρης». Και ο μαθητής του ο όσιος Νικήτας ο Στηθάτος λέει:  

«Όταν λησμονήσεις το φαγητό και τις άλλες ανάγκες τις φύσης, ας γνωρίζεις ότι αυτή είναι επίσκεψη Θεού σε σένα, η οποία προξενεί στον αγωνιζόμενο τη ζωοποιό νέκρωση και χαρίζει από εδώ ήδη την κατάσταση των ασωμάτων».

Εν ολίγοις, πως πρέπει να ζει ο χριστιανός; Την απάντηση μας την δίνει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (εικ.): «Στον Θεό αρέσει η αγάπη, η θεωρία ("Ν": στάδιο της πνευματικής ζωής, στο οποίο κάποιος βλέπει το θείο φως) και η προσευχή. Στη
σάρκα αρέσει η γαστριμαργία, η ακολασία και όσα αυξάνουν αυτά τα πάθη. Γι' αυτό όσοι είναι σαρκικοί, υπηρετούν την σάρκα, δεν αρέσουν στο Θεό. Ενώ όσοι ανήκουν πράγματι στον Χριστό, σταύρωσαν τη σάρκα μαζί με τα πάθη και τις αμαρτωλές απιθυμίες». Ο απ. Παύλος κάνει λόγο για αυτάρκεια και λέει:  

«Ας είμαστε ολιγαρκείς, γιατί τίποτε δεν φέραμε στο κόσμο κατά τη γέννησή μας και είναι ολοφάνερο ότι τίποτα δεν μπορούμε να βγάλουμε από το κόσμο και να το πάρουμε μαζί μας την ώρα του θανάτου μας. Όταν δε έχουμε τις αναγκαίες τροφές, κατοικία και σκεπάσματα, να αρκούμεθα σ’ αυτά» (Α’ Τιμ.6,7-8).

Ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής θα μας πει:  

«Αν ο νους στραφεί προς τον Θεό, έχει το σώμα δούλο του και δεν του παρέχει τίποτα περισσότερο από τα αναγκαία για να ζήσει. Αν όμως στραφεί προς τη σάρκα, υποδουλώνεται στα πάθη και φροντίζει για να ικανοποιεί πάντοτε τις κακές επιθυμίες της». Έτσι λοιπόν η ζωή του χριστιανού δεν έχει καθήκοντα απέναντι στο Θεό, αλλά είναι πόθος θανάτου και ανάστασης. Καθημερινά πρέπει ο χριστιανός να πεθαίνει για το κόσμο, για τις αμαρτωλές επιθυμίες της σάρκας και της ψυχής για να ανασταίνεται πνευματικά εν Χριστώ. Ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος λέει μια αλήθεια: Έχουν περάσει δυο χιλιάδες χρόνια από τότε που ήρθε ο Χριστός στον κόσμο και δεν καταλάβαμε τι μας είπε. Αλλά το πιο θλιβερό είναι ότι θα περάσει όλη μας η ζωή και δεν θα καταλάβουμε ότι δεν καταλάβαμε. Θα πιστεύουμε ψευδώς ότι τον καταλάβαμε.
πηγή

Παρασκευή, Ιανουαρίου 05, 2018

Γιὰ τὸν Μέγα Ἁγιασμὸ


Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός τελεῖται κάθε χρόνο τήν 5η καί 6η Ἰανουαρίου. Πολλοί εἶναι αὐτοί οἱ ὁποῖοι ρωτοῦν ἄν ὁ Ἁγιασμός αὐτός πίνεται, χρησιμοποιεῖται γιά ραντισμό, φυλάσσεται στά σπίτια καί ἄν ἀντικαθιστᾶ τή θεία Κοινωνία. Τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ, μεταγλωττισμένο στή νεοελληνική, ἀποτελεῖ «εἰδική γνωμοδότηση περί τοῦ θέματος τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, δηλ. πῶς λαμβάνεται αὐτός παρά τῶν χριστιανῶν, ἐάν φυλάσσεται καί ἐάν ἀπ' αὐτόν μεταλαμβάνουν» οἱ πιστοί, συνταχθέν ὑπό τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Πατρῶν κυροῦ Νικοδήμου. Ἀρχικῶς αὐτή δημοσιεύθηκε στά ΔΙΠΤΥΧΑ τοῦ ἔτους 1999 (σσ. οη΄-π΄), πρός ἐνημέρωση τῶν εὐλαβέστατων Ἐφημερίων καί πληροφόρηση τῶν πιστῶν.
1. Ὑπάρχει διαφορά ἀνάμεσα στό Μεγάλο Ἁγιασμό πού τελεῖται τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων καί ἐκεῖνον τῆς κύριας ἡμέρας τῆς ἑορτῆς;
Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός πού τελεῖται τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων καί ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἴδιος. Ἐσφαλμένα κάποιοι θεωροῦν ὅτι δῆθεν τελεῖται τήν παραμονή ὁ «μικρός Ἁγιασμός» καί τήν ἑπόμενη ὁ «Μέγας». Καί στίς δύο περιπτώσεις τελεῖται ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός. Μικρός Ἁγιασμός τελεῖται τήν πρώτη μέρα κάθε μήνα, καθώς καί ἐκτάκτως ὅταν τό ζητοῦν οἱ χριστιανοί σέ διάφορες περιστάσεις (ἐγκαίνια οἰκιῶν, καταστημάτων καί ἱδρυμάτων, σέ θεμελίωση κτισμάτων κ.λπ.). Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός τελεῖται μόνο δύο φορές...
τό χρόνο (τήν 5η καί 6η Ἰανουαρίου) στό Ναό.

2. Ποῦ φυλάσσεται ὁ Μέγας Ἁγιασμός καί γιά ποιό λόγο;
Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός φυλάσσεται ὅλο τό χρόνο στό Ναό. Φυλάσσεται ὄχι ἄνευ λόγου. Καί ὁ λόγος δέν εἶναι ἄλλος, παρά γιά νά «μεταλαμβάνεται» ἀπό τούς πιστούς ὑπό ὁρισμένες συνθῆκες καί προϋποθέσεις. Συνηθισμένη εἶναι η περίπτωση πού ἀφορᾶ στούς διατελοῦντες ὑπό ἐπιτίμιο τοῦ Πνευματικοῦ, πού ἐμποδίζει τή συμμετοχή τους στη θεία Κοινωνία, γιά ὁρισμένο καιρό, καί εἴθισται νά δίδεται σέ αὐτούς, γιά εὐλογία καί παρηγοριά τους, Μέγας Ἁγιασμός. Κανένα κώλυμα δέν ὑφίσταται πρός τοῦτο, ἐφ' ὅσον μάλιστα βρίσκονται «ἐν μετανοίᾳ καί ἐξομολογήσει». Ἀπαραίτητα ὅμως πρέπει νά συνειδητοποιοῦν ὅτι ὁ Μέγας Ἁγιασμός δέν ὑποκαθιστᾶ οὔτε ἀντικαθιστᾶ τή θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, γιά τήν ὁποία ὀφείλουν μέ τή μετάνοια νά προετοιμάζονται, γιά νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τά κωλύματα τῆς ἁμαρτίας, ὥστε νά ἀξιωθοῦν νά κοινωνήσουν τό ταχύτερο.

3. Μπορεῖ ὁ Μέγας Ἁγιασμός νά φυλάσσεται στό σπίτι καί νά πίνουν ἀπ' αὐτόν σέ καιρό ἀσθένειας ἤ γιά ἀποτροπή βασκανίας καί κάθε σατανικῆς ἐνέργειας;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι θετική. Παρέχεται ἀπ' αὐτό τοῦτο τό ἱερό κείμενο τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, πού προβλέπει «ἵνα πάντες οἱ ἀρυόμενοι καί μεταλαμβάνοντες ἔχοιεν αὐτό (τό ἡγιασμένον ὕδωρ...) πρός ἰατρείαν παθῶν, πρός ἁγιασμόν οἴκων, πρός πᾶσαν ὠφέλειαν ἐπιτήδειον», καί δή καί «δαίμοσιν ὀλέθριον, ταῖς ἐναντίαις δυνάμεσιν ἀπρόσιτον» (πρβλ. καί τή συναφή εὐχή σέ βασκανία· «φυγάδευσαν καί ἀπέλασαν πᾶσαν διαβολικήν ἐνέργειαν, πᾶσαν σατανικήν ἔφοδον καί πᾶσαν ἐπιβουλήν... καί ὀφθαλμῶν βασκανίαν τῶν κακοποιῶν ἀνθρώπων»). 

Ἀναντίρρητα χειραγωγεῖται μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ πιστός νά ἀποφεύγει ἄλλες διεξόδους («ξόρκια», μαγεῖες καί ἄλλες μεθοδεῖες τοῦ πονηροῦ), καί νά καταφεύγει στά ἔγκυρα «ἁγιάσματα» τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι ὁ Μέγας Ἁγιασμός, ἀλλά καί ὁ «μικρός» λεγόμενος Ἁγιασμός, ὡς συνειδητό μέλος τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ταμειούχου τῆς θείας χάριτος, καί μέτοχος τῶν ἁγιαστικῶν της μέσων. Προϋποτίθεται βέβαια ὅτι στίς οἰκίες ὅπου φυλάσσεται ὁ Μέγας Ἁγιασμός, καί τό καντήλι θά ἀνάβει καί θά καίει ἐπιμελῶς, καί ἡ εὐλάβεια θά ὑπάρχει στά μέλη τῆς οἰκογενείας, τούς συζύγους καί τά παιδιά, καί θά ἀποφεύγεται κάθε αἰτία πού ἀποδιώχνει τή θεία χάρη (ὅπως βλασφημίες ἤ ἄλλες ἀσχημοσύνες).
  
4. Ποιά ἡ σχέση νηστείας καί Μεγάλου Ἁγιασμοῦ;
Ἡ ἱστορική ἀρχή τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ εἶναι ἡ ἑξῆς: Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων -ὅπως τήν παραμονή τοῦ Πάσχα καί τῆς Πεντηκοστῆς- γινόταν ἡ βάπτιση τῶν Κατηχουμένων, δηλ. τῶν νέων χριστιανῶν. Τά μεσάνυχτα τελοῦνταν ὁ ἁγιασμός τοῦ ὕδατος γιά τήν τελετή τοῦ Βαπτίσματος· τότε εἰσήχθη ἡ συνήθεια -ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος- οἱ χριστιανοί νά παίρνουν ἀπό τό ἁγιασμένο νερό καί νά πίνουν ἤ νά τό μεταφέρουν στά σπίτια τους γιά εὐλογία καί νά τό διατηροῦν ὁλόκληρο τό χρόνο· «Διά τοῦτο καί ἐν μεσονυκτίῳ κατά τήν ἑορτήν ταύτην ἅπαντες ὑδρευσάμενοι, οἴκαδε τά νάματα ἀποτίθενται, καί εἰς ἐνιαυτόν ὁλόκληρον φυλάττουσιν» (Λόγος εἰς τό ἅγιον βάπτισμα τοῦ Σωτῆρος· ΡG 49, 366).

Ἀργότερα ὅμως, σέ καιρούς λειτουργικῆς παρακμῆς, ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἁγιασμοῦ ἀπομονώθηκε ἀπό αὐτή τοῦ Βαπτίσματος, παρόλο πού διατήρησε πολλά στοιχεῖα του. Παρέμεινε ἡ συνήθεια ὥστε οἱ πιστοί νά παίρνουν ἀπό τό ἁγιασμένο νερό «πρός ἁγιασμόν οἴκων», ὅπως ἀναφέρει ἡ καθαγιαστική εὐχή τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ.

Νωρίς ἐπίσης ἐπικράτησε ἡ συνήθεια τῆς νηστείας πρίν ἀπό τήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων, γιά δύο λόγους:
Πρῶτο, οἱ δύο μεγάλες ἑορτές τῶν Χριστουγέννων καί τῶν Θεοφανείων στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ἦταν ἑνωμένες σέ μία, αὐτή τῶν Θεοφανείων ἤ Ἐπιφανείων, πού τελοῦταν τήν 6η Ἰανουαρίου (συνήθεια πού διατηρεῖται στήν Ἀρμενική Ἐκκλησία μέχρι σήμερα)· ὅμως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (4ος αἰ.) χώρισε τίς δύο γιορτές καί ὅρισε ἡ μέν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ νά γιορτάζεται τήν 25η Δεκεμβρίου, ἡ δέ Βάπτιση καί φανέρωση τῆς ἁγίας Τριάδας τήν 6η Ἰανουαρίου. 

Πρίν ἀπό κάθε Δεσποτική ἑορτή προηγοῦνταν νηστεία γιά τήν ψυχική καί σωματική κάθαρση τῶν πιστῶν. Ἄς θυμηθοῦμε πώς ἡ νηστεία ἔχει μέσα της τό στοιχεῖο τοῦ πένθους γιά τίς ἁμαρτίες. Ἔτσι ὅταν χώρισαν οἱ δύο ἑορτές, ἡ νηστεία πού προηγοῦνταν ἀκολούθησε τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων· γι' αὐτό ἡ Ἐκκλησία ὅρισε νά νηστεύουμε μόνο τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων σάν προετοιμασία γιά τήν ἑορτή, καί ὄχι περισσότερες ἡμέρες, γιατί βρισκόμαστε σέ ἑορταστική περίοδο, τό ἅγιο Δωδεκαήμερο.

Καί δεύτερο· ἀρχαία συνήθεια ἦταν ἐπίσης αὐτοί πού θά βαπτίζονταν νά νηστεύουν καί μαζί μέ αὐτούς οἱ Ἀνάδοχοι, οἱ συγγενεῖς, ἀλλά καί ἄλλοι χριστιανοί οἱ ὁποῖοι τηροῦσαν ἐθελοντικά νηστεία «ὑπέρ τῶν βαπτιζομένων». Δέν ἦταν λοιπόν δύσκολο στή συνείδηση τῶν χριστιανῶν νά συνδεθοῦν ἡ πόση τοῦ ἁγιασμοῦ καί ἡ νηστεία, χωρίς νά ὑπάρχει αἰτιώδης σχέση μεταξύ αὐτῶν. 

Ἔτσι λοιπόν, μεταφέροντας τό ζήτημα στή σημερινή ἐποχή μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι οἱ τακτικῶς μεταλαμβάνοντες τῶν ἁγίων Μυστηρίων καί τηροῦντες τίς νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως καί τῆς 5ης Ἰανουαρίου, εἶναι ἤδη ἕτοιμοι ὥστε νά πιοῦν ἀπό τό Μεγάλο Ἁγιασμό τῆς 5ης καί 6ης Ἰανουαρίου. Σέ ἄλλη περίπτωση, ἐνδείκνυται νά τελοῦν σχετική νηστεία, ὅπως ὁρίζει σ' αὐτούς ὁ Πνευματικός τους.

Τέλος ὅσοι ἐκτάκτως πίνουν ἀπό τό Μεγάλο Ἁγιασμό πού φυλάσσουν στό σπίτι τους, σέ ὧρες ἀσθενειῶν καί κινδύνων κ.λπ., μετά ἤ ἄνευ νηστείας, ἄς μήν ὑστεροῦν στήν πνευματική νηστεία ἀπέχοντες «ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός τε καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Β΄ Κορ. 7,1).

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 08, 2017

16 «αγκάθια» στις σχέσεις Ορθοδόξων-παπικών. Γιατί επέλεξε τώρα η Μητρόπολη Βεροίας να τα αναδείξει;

Σε μια περίοδο που το Φανάρι εντείνει τις προσπάθειες για πλήρη ενότητα με τους παπικούς όπως πρόσφατα ακούσαμε και από το στόμα του ιδίου του Πατριάρχη Βαρθολομαίου, αλλά και από πλευράς Βατικανού, μια μητρόπολη των “Νέων Χωρών” σε παρέμβασή της θυμίζει τις σοβαρές θεολογικές διαφορές Ορθοδόξων-παπικών στέλνοντας σαφέστατο μήνυμα.
Στο επίσημο ιστολόγιο της Μητροπόλεως Βεροίας λοιπόν αναρτήθηκε σήμερα παλιότερη ανάλυση του Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιερόθεου με θέμα:
“ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΔΙΑΦΟΡΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΠΙΣΜΟΥ”
Η επιλογή της συγκεκριμένης χρονικής στιγμής για τήν εν λόγω ανάρτηση μάλιστα προκαλεί ερωτήματα αν αναλογιστεί κανείς πως η ανάλυση πηγαίνει 16 ολόκληρα χρόνια πίσω και προέρχεται εκ του περιοδικού Θεοδρομία Έτος Γ – Τεύχος 1 – Ιανουάριος – Μάρτιος 2001….
Σύμφωνα με την ανάλυση η βασική διαφορά μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του Παπισμού βρίσκεται στην διδασκαλία περί της ακτίστου ουσίας και της ακτίστου ενεργείας του Θεού., ενώ 
αναλύονται και οι άλλες μεγάλες διαφορές, που έγιναν κατά καιρούς αντικείμενα θεολογικών διαλόγων.
Στην συγκεκριμένη ανάλυση αναφέρονται τα εξής:
“Οι Επίσκοποι της Παλαιάς Ρώμης, παρά τις μικρές και μη ουσιαστικές διαφορές, είχαν πάντοτε κοινωνία με τους Επισκόπους της Νέας Ρώμης και τους Επισκόπους της Ανατολής μέχρι το 1009-1014, όταν για πρώτη φορά κατέλαβαν το θρόνο της Παλαιάς Ρώμης οι Φράγκοι Επίσκοποι. Μέχρι το 1009 οι Πάπας της Ρώμης και οι Πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης ήσαν ενωμένοι στον κοινό αγώνα εναντίον των Φράγκων Ηγεμόνων και επισκόπων, αλλά και των κατά καιρούς αιρετικών.
Οι Φράγκοι στην Σύνοδο της Φραγκφούρτης το 794 κατεδίκασαν τις αποφάσεις της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου και την τιμητική προσκύνηση των ιερών εικόνων. Επίσης το 809 οι Φράγκοι εισήγαγαν στο Σύμβολο της Πίστεως το Filioque, την διδασκαλία δηλαδή περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός και εκ του Υιού. Αυτήν την εισαγωγή κατεδίκασε τότε και ο Ορθόδοξος Πάπας Ρώμης. Στην Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως επί Μεγάλου Φωτίου, στην οποία συμμετείχαν και εκπρόσωποι του Ορθόδοξου Πάπα Ρώμης, κατεδίκασαν όσους είχαν καταδικάσει τις αποφάσεις της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου και όσους προσέθεσαν στο Σύμβολο της Πίστεως το Filioque. Όμως για πρώτη φορά ο Πάπας Σέργιος ο Δ’ το 1009 στην ενθρονιστήρια επιστολή του προσέθεσε στο Σύμβολο της Πίστεως το Filioque και ο Πάπας Βενέδικτος ο Η’ εισήγαγε το Πιστεύω με το Filioque στην λατρεία της Εκκλησίας, οπότε ο Πάπας διεγράφη από τα δίπτυχα της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Η βασική διαφορά μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του Παπισμού βρίσκεται στην διδασκαλία περί της ακτίστου ουσίας και της ακτίστου ενεργείας του Θεού. Ενώ οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι ο Θεός έχει άκτιστη ουσία και άκτιστη ενέργεια και ότι ο Θεός έρχεται σε κοινωνία με την κτίση και τον άνθρωπο με την άκτιστη ενέργειά Του, εν τούτοις οι Παπικοί πιστεύουν ότι στον Θεό η άκτιστη ουσία ταυτίζεται με την άκτιστη ενέργειά Του (actus purus) και ότι ο Θεός επικοινωνεί με την φύση και τον άνθρωπο δια των κτιστών ενεργειών Του, δηλαδή ισχυρίζονται ότι στον Θεό υπάρχουν και κτιστές ενέργειες. Οπότε η Χάρη του Θεού δια της οποίας αγιάζεται ο άνθρωπος θεωρείτε ως κτιστή ενέργεια. Αλλά έτσι δεν μπορεί να αγιασθεί.
Από αυτήν την βασική διδασκαλία προέρχεται η διδασκαλία περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος κι εκ του Υιού, το καθαρτήριο πύρ, το πρωτείο του Πάπα κλπ.
Εκτός από την θεμελιώδη διαφορά μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του Παπισμού στο θέμα της ουσίας και ενέργειας του Θεού, υπάρχουν άλλες μεγάλες διαφορές, που έγιναν κατά καιρούς αντικείμενα θεολογικών διαλόγων, ήτοι:
1) Το Filioque, ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό με αποτέλεσμα να μειώνεται η μοναρχία του Πατρός, να καταργείται η τέλεια ισότητα των προσώπων της Αγίας Τριάδος, να μειώνεται ο Υιός κατά την ιδιοότητά Του να γεννά, εάν υπάρχει ενότητα μεταξύ Πατρός και Υιύ, να υποτιμάται το Άγιον Πνεύμα ως μη ισοδύναμο και ομόδοξο με τα άλλα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, αφού παρουσιάζεται ωσεί πρόσωπο στείρο,
2) Η χρησιμοποίηση αζύμου άρτου στην Θεία Ευχαριστία που παραβαίνει τον τρόπο με τον οποίο ο Χριστός ετέλεσε το μυστικό δείπνο
3) Ο καθαγιασμός των «τιμίων δώρων» που γίνεται όχι μετην επίκληση, αλλά με την απαγγελία των ιδρυτικών λόγων του Χριστού «λάβετε φάγετε… πίετε εξ αυτού πάντες…»
4) Η θεωρία ότι η σταυρική θυσία του Χριστού εξιλέωσε την θεία δικαιοσύνη, που παρουσιάζει τον Θεό Πατέρα ως φεουδάρχη και παραθεωρεί την Ανάσταση,
5) Η θεωρία περί «αξιομισθίας» του Χριστού που την διαχειρίζεται ο Πάπας και η «υπερπερισσεύουσα» χάρη των αγίων,
6) Ο χωρισμός και η διάσπαση μεταξύ των μυστηρίων Βαπτίσματος, Χρίσματος και Θείας Ευχαριστίας,
7) Η διδασκαλία περί της κληρονομήσεως της ενοχής του προπατορικού αμαρτήματος,
8) Οι λειτουργικές καινοτομίες σε όλα τα μυστήρια της Εκκλησίας (Βάπτισμα, Χρίσμα, Ιεροσύνη, Εξομολόγηση, Γάμος, Ευχέλαιον),
9) Η μη μετάληψη των λαϊκών από το «Αίμα» του Χριστού,
10) Το Πρωτείο του Πάπα, κατά το οποίο ο Πάπας είναι ο «episcopus episcorum και η πηγή της ιερατικής και εκκλησιαστικής εξουσίας, είναι η αλάθητος κεφαλή και ο Καθηγεμών της Εκκλησίας, κυβερνών αυτήν μοναρχικώς ως τοποτηρητής του Χριστού επί της γης»(Ι. Καρμίρης). Με αυτήν την έννοια ο Πάπας θεωρεί τον εαυτό του διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου, στον οποίο υποτάσσονται οι άλλοι Απόστολοι, ακόμη και ο Απόστολος Παύλος,
11) Η μη ύπαρξη συλλειτουργίας κατά τις λατρευτικές πράξεις, το αλάθητο του Πάπα,
12) Το δόγμα της ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου και γενικά η μαριολατρεία, κατά την οποία η Παναγία ανυψώνεται στην Τριαδική θεότητα και μάλιστα γίνεται λόγος και για την Αγία Τετράδα,
13) Οι θεωρίες της analogia entis και analogia fidei που πικράτησαν στον δυτικό χώρο,
14) Η συνεχής πρόοδος της Εκκλησίας στην ανακάλυψη των πτυχών της αποκαλυπτικής αλήθειας
15) Η διδασκαλία περί του απόλυτου προορισμού,
16) Η άποψη περί της ενιαίας μεθοδολογίας για την γνώση του Θεού και των κτισμάτων, η οποία οδήγησε στην σύγκρουση μεταξύ θεολογίας και επιστήμης.
Επίσης η μεγάλη διαφορά, η οποία δείχνει τον τρόπο της θεολογίας βρίσκεται και στην διαφορά μεταξύ σχολαστικής και ησυχαστικής θεολογίας. Στην Δύση αναπτύχθηκε ο σχολαστικισμός, ως προσπάθεια διερεύνησης όλων των μυστηρίων της πίστεως με την λογική ( Άνσελμος Καντερβουρίας, Θωμάς Ακινάτης), ενώ στην Ορθόδοξη Εκκλησία επικρατεί ο ησυχασμός, δηλαδή η κάθαρση της καρδιάς και ο φωτισμός του νου για την απόκτηση της γνώσης του Θεού. Ο διάλογος μεταξύ του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του σχολαστικού και ουνίτη Βαρλαάμ είναι χαρακτηριστικός και δείχνει την διαφορά.
Συνέπεια όλων των ανωτέρω είναι ότι στον Παπισμό έχουμε απόκλιση από την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία. Ενώ στην Ορθόδοξη Εκκλησία δίνεται μεγάλη σημασία στην θέωση που συνίσταται στην κοινωνία με τον Θεό, δια της οράσεως του ακτίστου Φωτός, οπότε οι θεούμενοι συνέρχονται σε Οικουμενική Σύνοδο και οριοθετούν ασφαλώς την αποκαλυπτική αλήθεια σε περιπτώσει συγχύσεως, εν τούτοις στον Παπισμό δίνεται μεγάλη σημασία στον θεσμό του Πάπα, ο οποίος Πάπας υπέρκειται ακόμη και από αυτές τις Οικουμενικές Συνόδους. Σύμφωνα με την λατινική θεολογία «η αυθεντία της Εκκλησίας υπάρχει τότε μόνον, όταν στηρίζεται και εναρμονίζεται με την θέληση του πάπα. Σε αντίθετη περίπτωση εκμηδενίζεται». Οι Οικουμενικές Σύνοδοι θεωρούνται ως «συνέδρια του Χριστιανισμού που συγκαλούνται υπό την αυθεντία και την εξουσία και την προεδρία του Πάπα». Αρκεί να βγει ο Πάπας από την αίθουσα της Οικουμενικής Συνόδου, οπότε αυτή παύει να έχει κύρος. Ο επίσκοπος Μαρέ έγραψε: «θα ήταν πιο ακριβείς οι ρωμαιοκαθολικοί αν εκφωνώντας το Πιστεύω έλεγαν: «και εις ένα Πάπαν» παρά να λέγουν «και εις μίαν…Εκκλησίαν».
Επίσης «η σημασία και ο ρόλος των Επισκόπων μέσα στην ρωμαϊκή Εκκλησία δεν είναι παρά απλή εκπροσώπηση της παπικής εξουσίας στην οποία και οι ίδιοι οι Επίσκοποι υποτάσσονται, ως οι απλοί πιστοί». Στην παπική εκκλησιολογία ουσιαστικά υποστηρίζεται ότι «η αποστολική εξουσία εξέλιπε με τους αποστόλους και δεν μεταδόθη στους διαδόχους τους επισκόπους. Μονάχα η παπική εξουσία του Πέτρου, υπό την οποία βρισκόταν όλοι οι άλλοι, μεταδόθη στους διαδόχους του πέτρου, δηλαδή στους Πάπες». Μέσα σ’ αυτήν την προοπτική υποστηρίζεται από την παπική «Εκκλησία» ότι όλες οι Εκκλησίες της Ανατολής είναι διϊστάμενες και έχουν ελλείψεις και κατά οικονομίαν μας δέχονται σε κοινωνία, και βέβαια κατ’ οικονομίαν μας δέχονται ως αδελφάς Εκκλησίας, επειδή αυτή αυτοθεωρείται ως μητέρα Εκκλησία και εμάς μας θεωρούν θυγατέρας Εκκλησίας.
Το Βατικανό είναι κράτος και ο εκάστοτε Πάπας είναι ο ηγέτης του Κράτους του Βατικανού. Πρόκειται για μια ανθρωποκεντρική οργάνωση, για μια εκκοσμίκευση και μάλιστα θεσμοποιημένη εκκοσμίκευση. Το Κράτος του Βατικανού ιδρύθηκε το 755 από τον Πιπίνο τον Βραχύ, πατέρα του Καρλομάγνου και στην εποχή μας αναγνωρίστηκε το 1929 από το Μουσολίνι. Είναι σημαντική η αιτιολογία της ανακήρυξης του Παπικού Κράτους, όπως το υποστήριξε ο Πίος ΙΑ’: «ο επί της γης αντιπρόσωπος του Θεού δεν δύναται να είναι υπήκοος επίγειου κράτους». Ο Χριστός ήταν υπήκοος επιγείου κράτους ο Πάπας δεν μπορεί να είναι! Η παπική εξουσία συνιστά θεοκρατία, αφού η θεοκρατία ορίζεται ως ταύτιση κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας σε ένα πρόσωπο. Σήμερα θεοκρατικά κράτη είναι το Βατικανό και το Ιράν.
Είναι χαρακτηριστικά τα όσα υποστήριξε στον ενθρονιστήριο λόγο του ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ’ (1198-1216): «Αυτός που έχει την νύμφη είναι ο νυμφίος. Αλλά η νύμφη αυτή ( η Εκκλησία) δεν συνεζεύχθη με κενά χέρια, αλλά πρόσφερε σε μένα ασύγκριτη προίκα, δηλαδή την πληρότητα των πνευματικών αγαθών και την ευρύτητα των κοσμικών, το μεγαλείο και την αφθονία αμφοτέρων… Σα σύμβολα των κοσμικών μου έδωσε το Στέμμα, τη Μίτρα υπέρ της Ιεροσύνης, το Στέμμα για την βασιλεία και με κατέστησε αντιπρόσωπο Εκείνου, στο ένδυμα και στο μηρό του οποίου γράφηκε: ο Βασιλεύς των βασιλέων και Κύριος των κυρίων».
Επομένως υπάρχουν μεγάλες θεολογικές διαφορές, οι οποίες καταδικάσθηκαν από την Σύνοδο επί Μεγάλου Φωτίου και στην Σύνοδο επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όπως φαίνεται και στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας. Επιπλέον και οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι τοπικές Σύνοδοι μέχρι τον 19ο αιώνα καταδίκαζαν όλες τις πλάνες του Παπισμού. Το πράγμα δεν θεραπεύεται ούτε βελτιώνεται από κάποια τυπική συγγνώμη που θα δώση ο Πάπας για ένα ιστορικό λάθος, όταν οι θεολογικές απόψεις του είναι εκτός της Αποκαλύψεως και η Εκκλησιολογία κινείται σε εσφαλμένο δρόμο, αφού μάλιστα ο Πάπας παρουσιάζεται ως ηγέτης του Χριστιανικού κόσμου ως διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου και βικάριος- αντιπρόσωπος του Χριστού πάνω στην γη, ωσάν ο Χριστός να έδωσε την εξουσία του στον Πάπα και Εκείνος αναπαύεται ευδαίμων στους Ουρανούς.
το μεταφέρουμε από εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...