Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εθνική Αφύπνιση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εθνική Αφύπνιση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Απριλίου 03, 2016

ΤΟΥΡΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ:"ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΗΔΗ ΤΗΝ ΧΑΣΑΜΕ"!!! Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΕΥΩΔΙΑΖΕΙ ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ ΕΔΩ ΚΑΙ ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ!

Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΕΥΩΔΙΑΖΕΙ ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ ΕΔΩ ΚΑΙ ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ!



Γράφει ο Δρ. Κωνσταντίνος Βαρδάκας

Τούρκος γνωστός : Εσείς οι Έλληνες πρέπει να είστε τρελοί ή ξέρετε κάποιο μεγάλο μυστικό.

Εδώ που έφτασαν τα πράγματα ας ξεδιπλώσουμε μικρά προσωπικά βιώματα πιστεύοντας ότι συνεισφέρουμε το ελάχιστο σε αυτό που είναι ο αιώνιος Πόθος του Έλληνα Ρωμιού.

Τον Ισμαήλ, τον Τούρκο γνωστό μου που δεν είναι το πραγματικό όνομα του για λόγους δεοντολογίας και προστασίας της ατομικής ακεραιότητας, τον γνώρισα στην Μεγ. Βρετανία όταν εγώ και αυτός βρεθήκαμε να σπουδάζουμε στο ίδιο τμήμα, ένα χρόνο μετά την τραγωδία του Κυπριακού, δηλ . το 1975.

Αυτός ήρθε εκεί από την Κωνσταντινούπολη και εγώ από μια επαρχιακή πόλη της Αν. Μακεδονίας.

Στην αρχή με απέφευγε , γεγονός που το κατάλαβα και έτσι δεν ήξερα την καταγωγή του.

Κάποια μέρα άλλοι συμφοιτητές μου ήρθαν με χαμόγελα και μου ανακοίνωσαν ότι ο Ισμαήλ δεν μου μιλάει γιατί με φοβάται λόγω των γεγονότων του Κυπριακού καθότι είναι τουρκικής καταγωγής.

Άδραξα την ευκαιρία και τον πλησίασα σε μια ανύποπτη στιγμή και παρατήρησα επάνω του με τον πρώτο χαιρετισμό μου ένα ξάφνιασμα με φόβο.

Τελικά γίναμε φίλοι και γνωστοί αποδεχόμενος ο Ισμαήλ τα εγκλήματα που έκαναν οι ομοεθνείς του στην μαρτυρική Κύπρο μας.

Στις επόμενες δεκαετίες διατηρήσαμε μια αραιή επικοινωνία στο πλαίσιο των κοινωνικών σχέσεων.

Σήμερα ο Ισμαήλ είναι ένας λαμπρός επιστήμονας και ένα ανοικτό μυαλό με πολλές απορίες για το τι μέλλει γενέσθαι στην χώρα του.

Όμως έχει απορίες και προβληματισμούς και με εμάς τους Έλληνες πως φτάσαμε σε αυτό το οικονομικό χάλι με την καταιγίδα των μνημονίων.

Το βασανίζει όμως και κάτι βαθύτερο και θέλησε να μου το διαμηνύσει μέσω τρίτων.

"Πως εσείς οι Ρωμιοί που όπως μας λένε τα διεθνή ΜΜΕ πάτε για φούντο , τώρα περισσότερο από κάθε φορά ασχολείστε με την ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ και την προσδοκία για την αναβίωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας;"

Ο Ισμαήλ γνωρίζει ότι αρθρογραφώ και είμαι σκληρός κριτής των νεοθωμανικών πολιτικών επιλογών.

Σημειωτέον ότι Ισμαήλ μένει σε απόσταση αναπνοής από την ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ.

Αντί για απάντηση τον παρέπεμψα πάλι μέσω τρίτων για ευνόητους λόγους σε άρθρο μου της 12 Σεπτεμβρίου του 2015 με τον τίτλο:

" Όταν ο ΤΙΜΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ μπει στην ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ τελειώνουν όλα και ξεκινούν όλα."

Η απάντηση του Ισμαήλ όπως μου ήρθε μετά την ανάγνωση του κειμένου από αυτόν.

«Ρωμιέ Κώστα, ούτε τρελοί είστε αλλά και ούτε ξέρετε κανένα μυστικό γιατί το μυστικό το ξέρω εγώκαι να το πεις με τον τρόπο σου στους Έλληνες. Την ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ήδη την "χάσαμε" .
΅
Τα βράδια που περπατώ γύρω από αυτήν και όχι μόνο εγώ , η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ μοσχομυρίζει θυμίαμα σαν αυτό που καίτε στις Ορθόδοξες Εκκλησίες.

Την πρώτη φορά που το αισθάνθηκα έντονα και το σημείωσα ήταν πέρσι στις 13 Ιανουαρίου το βράδυ».

Συγκλονίστηκα- συγκινήθηκα- ανατρίχιασα.

Στις 13 Ιανουαρίου του 2015 έγινε η Αγιοκατάταξη του Οσίου Παισίου του Αγιορείτη.

Με πνευματική ευθύνη και συνείδηση

ΔΡ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΑΡΔΑΚΑΣ
το είδαμε εδώ

Κυριακή, Μαρτίου 27, 2016

Η ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΜΑΣ ΩΣ ΑΝΤΙΔΟΤΟ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

Κων­σταν­τί­νου Χο­λέ­βα
 Πο­λι­τι­κοῦ Ἐ­πι­στή­μο­νος

Τί εἶ­ναι κρί­ση;
ELLHNORTHODOXH_TAYTOTHTAΤί εἶ­ναι κρί­ση; Τί ση­μαί­νει στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ κρί­ση. Μὴν ἀ­παν­τή­σε­τε, ἀ­γα­πη­τοὶ ἀ­να­γνῶ­στες. Οἱ ἔν­νοι­ες εἶ­ναι πά­ρα πολ­λές. Ὅ­σα λε­ξι­κὰ καὶ νὰ ψά­ξε­τε θὰ βρεῖ­τε πά­ρα πολ­λές. Ὡς Χρι­στια­νοί, ξέ­ρου­με πὼς ὑ­πάρ­χει ἡ ἔν­νοια­ τῆς κρί­σης ποὺ ση­μαί­νει Δί­κη καὶ λέ­ω· μή­πως ἡ κρί­ση εἶ­ναι μί­α μορ­φὴ θεί­ας Δί­κης; Μή­πως γιὰ ὅ­σους πι­στεύ­ου­με στὸν Θε­ό, ἡ κρί­ση εἶ­ναι μί­α μορ­φὴ θεί­ας Δί­κης, νὰ μᾶς δώ­σει ἕ­να μή­νυ­μα ὁ Θε­ὸς πῶς κά­πως ξε­φύ­γα­με, ὅ­τι ἴ­σως δώ­σα­με ἔμ­φα­ση πε­ρισ­σό­τε­ρο σὲ ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θά, ὅ­τι δὲν στη­ρι­χτή­κα­με στὴν πρό­νοι­α, στὴν προ­σευ­χὴ στὴν βο­ή­θειά του; Μή­πως ὁ Θε­ὸς μᾶς χτυ­πά­ει καμ­πα­νά­κι γιὰ νὰ μᾶς βο­η­θή­σει; Μή­πως πα­ρα­συρ­θή­κα­με;

Μή­πως μᾶς θυ­μί­ζει κά­τι;
Ὁ τό­πος ἔ­χει πε­ρά­σει ξα­νὰ δύ­σκο­λες στιγ­μές. Τώ­ρα λέ­με «τί κά­νει τὸ κρά­τος;». Ὅ­πως λέ­με «τί κά­νει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α;». Ὅ­λοι μας, ὅ­μως, εἴ­μα­στε Ἐκ­κλη­σί­α. Ὅ­λοι μας εἴ­μα­στε ὑ­πεύ­θυ­νοι γιὰ τὸ τί κά­νει τὸ κρά­τος. Ἕ­να ἀ­πὸ τὰ στοι­χεῖ­α τοῦ κρά­τους εἶ­ναι ὁ λα­ός. Ἐ­μεῖς, εἴ­μα­στε κομ­μά­τι τοῦ κρά­τους. Ἀλ­λὰ ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο θὰ θυ­μί­σω ὅ­τι ἐ­πι­βι­ώ­σα­με σὲ κρί­σεις με­γα­λύ­τε­ρες καὶ πιὸ δύ­σκο­λες, χω­ρὶς νὰ ἔ­χου­με κρά­τος. Πό­τε; Στὴν Τουρ­κο­κρα­τί­α. Εἴ­χα­με κρά­τος μὲ τὴν ἔν­νοι­α τὴ νο­μι­κή; Ὄ­χι. Πο­λι­τεια­κὰ κρά­τος δὲν εἴ­χα­με. Τί εἴ­χα­με; Πῶς ἐ­πι­βι­ώ­σα­με; Πῶς σή­με­ρα ἔ­χου­με Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη καὶ Ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα; Πῶς κρα­τή­σα­με τὰ στοι­χεῖ­α μας αὐ­τά; Πῶς ἀν­τέ­ξα­με; Πῶς πέ­τυ­χε τὸ ᾿21 με­τὰ ἀ­πὸ 80 ἐ­πα­να­στά­σεις πού δὲν πέ­τυ­χαν; Καὶ αὐ­τὸ εἶ­ναι ἕ­να μή­νυ­μα ἐμ­μο­νῆς καὶ ἐ­πι­μο­νῆς. Στὰ σχο­λι­κὰ βι­βλί­α γρά­φουν γιὰ δύ­ο ἀ­τυ­χεῖς ἐ­ξε­γέρ­σεις· τοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου Φι­λο­σό­φου, ποὺ τὸν ἔ­γδα­ραν ζων­τα­νὸ στὰ Γι­άν­νε­να τὸ 1611, καὶ τὰ Ὀρ­λω­φι­κά, τό­τε ποὺ ὑ­πο­σχέ­θη­καν οἱ ναύ­αρ­χοι ἀ­δερ­φοὶ Ὀρ­λώφ, τῆς Με­γά­λης Αἰ­κα­τε­ρί­νης νὰ ἔρ­θουν νὰ μᾶς βο­η­θή­σουν. Τε­λι­κὰ ἀ­δι­α­φό­ρη­σαν καὶ ἔ­μει­νε μό­νος του ὁ Κα­τσώ­νης. Καὶ δὲν ἔ­γι­ναν μό­νο αὐ­τές. Ὀ­γδόν­τα ἐ­πα­να­στά­σεις πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν μέ­χρι τε­λι­κὰ νὰ γί­νει ἡ ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση. Καὶ πῶς ἐ­πι­βι­ώ­σα­με; Τί εἴ­χα­με;
Εἴ­χα­με Ἐκ­κλη­σί­α ποὺ κρα­τοῦ­σε τὴν πί­στη, τὴν αἰ­σι­ο­δο­ξί­α, κρα­τοῦ­σε ἕ­να ὅ­ρα­μα. Μι­λών­τας γιὰ Ἀ­νά­στα­ση, ὁ Ἕλ­λη­νας πί­στευ­ε καὶ στὴν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Γέ­νους. Κά­θε Πά­σχα ποὺ χτυ­ποῦ­σαν οἱ καμ­πά­νες –καὶ ἐ­πέ­τρε­πε ὁ Τοῦρ­κος νὰ χτυ­ποῦν οἱ καμ­πά­νες καὶ νὰ πέ­φτουν καὶ οἱ μπα­τα­ρι­ὲς (πυ­ρο­βο­λι­σμοὶ)– ὁ Ἕλ­λη­νας ἔ­λε­γε «Χρι­στὸς Ἀ­νέ­στη», προ­σέ­θε­τε καὶ «ἡ Ἑλ­λὰς Ἀ­νέ­στη». Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κρά­τη­σε καὶ τὴν ἐ­θνι­κὴ συ­νεί­δη­ση, μὲ τὴν ἔν­νοι­α τοῦ γέ­νους τῶν Ρω­μη­ῶν, τῶν ὀρ­θο­δό­ξων Ἑλ­λή­νων. Ἕλ­λη­νες καὶ Ρω­μη­οὶ καὶ Γραι­κοὶ καὶ τὰ τρί­α ὀ­νό­μα­τα χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν ἀ­πὸ Ἁ­γί­ους, ἀ­πὸ Ὁ­μο­λο­γη­τὲς καὶ ἀ­πὸ ἥ­ρω­ες τοῦ ᾿21 καὶ ἀ­πὸ δι­α­νο­ού­με­νους. Τὸ «Ρω­μη­ὸς» εἶ­ναι πιὸ Χρι­στι­α­νι­κό, τὸ «Γραι­κὸς» προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, πιὸ ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κὸ καὶ πιὸ εὐ­ρω­πα­ϊ­κό. Στὴ συ­νέ­χεια τὸ «Ἕλ­λη­νας» τὰ κα­λύ­πτει ὅ­λα καὶ γι᾿ αὐ­τὸ σή­με­ρα τὸ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με πιὸ πο­λύ. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κρά­τη­σε τὴ γλῶσ­σα. Πολ­λοὶ Καπ­πα­δό­κες στὰ χω­ριὰ τοῦ Ἁγ. Ἀρ­σε­νί­ου καὶ τοῦ Γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου, μι­λοῦ­σαν τούρ­κι­κα, ἦ­ταν τουρ­κό­φω­νοι. Πολ­λοὶ ἀ­πὸ ἐ­σᾶς μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χε­τε παπ­ποῦ­δες καὶ γι­α­γιά­δες ποὺ ἦρ­θαν ἀ­πὸ τὴ Μι­κρα­σί­α καὶ μι­λοῦ­σαν τούρ­κι­κα. Πῶς κρά­τη­σαν ἐ­πὶ πέν­τε αἰ­ῶ­νες οἱ Καπ­πα­δό­κες, ποῦ εἶ­χαν ὑ­πο­δου­λω­θεῖ νω­ρί­τε­ρα; Τούρ­κι­κα μι­λοῦ­σαν ἐ­κεῖ, ἀλ­λὰ οἱ Ὀρ­θό­δο­ξη Θεί­α Λει­τουρ­γί­α ἦ­ταν στὰ ἑλ­λη­νι­κά, ἔ­τσι σώ­θη­κε ἡ γλῶσ­σα.
Τί ἄλ­λο εἴ­χα­με; Εἴ­χα­με Με­γά­λη Ἰ­δέ­α! Πα­ρε­ξη­γη­μέ­νη σή­με­ρα ἀ­πὸ πολ­λούς. Στὰ σχο­λι­κὰ βι­βλί­α σή­με­ρα δὲν ὑ­πάρ­χει ἢ ὑ­πάρ­χει μὲ μί­α μορ­φὴ κά­πως ἀρ­νη­τι­κή. Τί ἔ­λε­γε ἡ Με­γά­λη Ἰ­δέ­α; Ἔ­λε­γε πὼς αὐ­τὸς ὁ λα­ὸς ἔ­πρε­πε νὰ πά­ψει νὰ εἶ­ναι ὑ­πό­δου­λος. Μί­α ἰ­δέ­α ποὺ ξε­κί­νη­σε ἐ­πὶ Φραγ­κο­κρα­τί­ας ὅ­ταν οἱ σταυ­ρο­φό­ροι τὸ 1204 πῆ­ραν τὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη καὶ ἀν­δρώ­θη­κε ἐ­πὶ Τουρ­κο­κρα­τί­ας, τὸ «πά­λι μὲ χρό­νια μὲ και­ρούς». Καὶ τό­τε ἔ­πρε­πε νὰ ὑ­πάρ­χει αὐ­τὴ ἡ ἰ­δέ­α. Ἔ­πρε­πε νὰ ὑ­πάρ­χει, για­τί τὸ ὅ­ρα­μα ξυ­πνά­ει τὸν σκλα­βω­μέ­νο λα­ὸ νὰ προ­χω­ρεῖ.
Τί ἄλ­λο εἴ­χα­με; Ἀ­γά­πη στὰ γράμ­μα­τα. Πα­ρά­δειγ­μα· ἕ­να παι­δά­κι ὀ­νό­μα­τι Νι­κο­λά­κης, ξε­κι­νᾶ τὸ 1750 ἀ­πὸ ἕ­να νη­σὶ τοῦ Αἰ­γαί­ου καὶ φεύ­γει ἀ­φοῦ ἔ­μα­θε τὰ κολ­λυ­βο­γράμ­μα­τα ἀ­πὸ ἕ­ναν ἱ­ε­ρέ­α ἐ­κεῖ, πά­ει στὴ Σμύρ­νη, στὴν Εὐ­αγ­γε­λι­κὴ σχο­λὴ – πα­νε­πι­στή­μιο γιὰ τὴν ἐ­πο­χή, με­γά­λη σχο­λή. Κά­θε­ται πέν­τε χρό­νια ἐ­κεῖ, μα­κριὰ ἀ­πὸ τοὺς γο­νεῖς του μὲ ἕ­να τριμ­μέ­νο ρα­σά­κι, μὲ ἕ­να κε­ρά­κι νὰ πέ­φτει πά­νω ἀ­πὸ στὰ βι­βλί­α του, μὲ τρύ­πια πα­πού­τσια, μὲ μη­δὲν χαρ­τζι­λί­κι ἀ­πὸ τοὺς γο­νεῖς του, χω­ρὶς ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μα­ζί τους – μιᾶς καὶ τό­τε δὲν ὑ­πῆρ­χαν οὔ­τε φάξ, οὔ­τε κι­νη­τά. Οἱ γο­νεῖς του πέν­τε χρό­νια ἤ­ξε­ραν ὅ­τι ὁ Νι­κο­λά­κης ἦ­ταν στὸ ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ, ὅ­τι μά­θαι­νε γράμ­μα­τα. Καὶ πα­ρ᾿ ὅ­λες τὶς δυ­σκο­λί­ες ὁ Νι­κο­λά­κης ἔ­μα­θε καὶ τὰ ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κά τοῦ Ὁ­μή­ρου καὶ τοῦ Θου­κυ­δί­δη καὶ τῶν Πα­τέ­ρων καὶ ὅ­λη τὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη ἀ­πέ­ξω καὶ τὴ Θε­ο­λο­γί­α πο­λὺ κα­λὰ καὶ γαλ­λι­κὰ καὶ ἰ­τα­λι­κὰ καὶ λα­τι­νι­κὰ καὶ φυ­σι­κὴ καὶ μα­θη­μα­τι­κὰ καὶ ἰ­α­τρι­κή. Ὁ Νι­κο­λά­κης Καλ­λι­βρού­τσης, εἶ­ναι ὁ Ἅγ. Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της, ποὺ ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὴν Νά­ξο για­τί ἀ­γα­ποῦ­σε τὰ γράμ­μα­τα. Καὶ ζω­γρα­φί­ζει τὴν καρ­διὰ καὶ πε­ρι­γρά­φει τὴ λει­τουρ­γί­α τοῦ αἵ­μα­τος καὶ θυ­μᾶ­ται ἀ­π᾿  ἔ­ξω τούς Πα­τέ­ρες καὶ πά­ει σὲ ἕ­να νη­σὶ μὲ τὸν Γέ­ρον­τά του καὶ θυ­μᾶ­ται ἀ­π᾿ ἔ­ξω ὅ­λους τούς Ἀρ­χαί­ους καὶ ὅ­λη τὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη καὶ γρά­φει βι­βλί­ο μὲ πα­ρα­πομ­πές, χω­ρὶς νὰ ἔ­χει πρό­σβα­ση στὰ βι­βλί­α, οὔ­τε δι­α­δί­κτυ­ο τὴν ἐ­πο­χὴ ἐ­κεί­νη. Για­τί μά­θαι­ναν νὰ δι­α­βά­ζουν. Μά­θαι­ναν νὰ κο­πιά­ζουν. Καὶ δι­ε­ρω­τῶ­μαι· ἡ παι­δα­γω­γι­κὴ φι­λο­σο­φί­α τῶν τε­λευ­ταί­ων δε­κα­ε­τι­ῶν ποὺ λέ­ει «μὴ βά­ζεις κόκ­κι­νο στὰ γρα­πτά τοῦ παι­διοῦ», «μὴν τὸ κου­ρά­ζεις πο­λύ», «μὴν τοῦ βά­ζεις πολ­λὲς ἀ­σκή­σεις», «μὴν τοῦ βά­ζεις πολ­λὴ γραμ­μα­τι­κή», «μὴν γρά­φει ἔκ­θε­ση, ἀλ­λὰ μό­νο πε­ρί­λη­ψη», «μὴ μα­θαί­νει κα­νό­νες», «μὴ μα­θαί­νει τό­νους καὶ πνεύ­μα­τα» -για­τί τὰ κα­ταρ­γή­σα­με γιὰ οἰ­κο­νο­μί­α χρό­νου καὶ μᾶλ­λον ἀ­νορ­θό­γρα­φα βγαί­νουν τὰ παι­διὰ- αὐ­τὸ τὸ «μή, μή, μή…» βο­ή­θη­σε; Για­τί τὰ παι­διὰ τὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ Νι­κο­λά­κη -Ἁγ. Νι­κο­δή­μου- μά­θαι­ναν γράμ­μα­τα, ὑ­πὸ δου­λεί­αν, χω­ρὶς τὰ στοι­χει­ώ­δη ὑ­λι­κὰ μέ­σα καὶ ἤ­ξε­ραν ἄ­πται­στα καὶ τὰ Ἀρ­χαί­α καὶ τὰ Νέ­α Ἑλ­λη­νι­κὰ καὶ ἦ­σαν καὶ ρή­το­ρες καὶ συγ­γρα­φεῖς; Ἐ­ρώ­τη­μα τὸ θέ­τω γιὰ νὰ συγ­κρί­νου­με μὲ τὴ «μον­τέρ­να» παι­δα­γω­γι­κή.
Τέ­λος, τί ἄλ­λο εἴ­χα­με; Εἴ­χα­με ἰ­δι­ω­τι­κὴ πρω­το­βου­λί­α μὲ ἐ­θνι­κὴ συ­νεί­δη­ση. Εἴ­χα­με ἐ­πι­χει­ρη­μα­τί­ες, ἐμ­πό­ρους, ναυ­τι­κοὺς μὲ ἐ­θνι­κὴ συ­νεί­δη­ση. Ἔ­φευ­γε ἕ­να φτω­χὸ παι­δὶ ἀ­πὸ τὰ Γι­άν­νε­να, ὁ Ζώ­ης Κα­πλά­νης –ποὺ ἔ­μα­θε καὶ αὐ­τὸς γράμ­μα­τα τὸ βρά­δυ, δι­α­βά­ζον­τας στὸ μα­γα­ζὶ τοῦ ἐμ­πό­ρου ἀ­φεν­τι­κοῦ του πά­νω στὰ σα­κκιὰ– πῆ­γε στὴ Ρω­σσί­α ἔ­γι­νε ἔμ­πο­ρος, ἔ­γι­νε πλού­σιος, ἀλ­λὰ τὰ χρή­μα­τα τὰ ἔ­στελ­νε στὰ Γι­άν­νε­να γιὰ νὰ γί­νει ἡ σχο­λὴ ποὺ εἶ­ναι γνω­στὴ ἀ­κό­μα καὶ σή­με­ρα, ἡ «Κα­πλά­νει­ος Σχο­λή». Ἐ­θνι­κοὶ εὐ­ερ­γέ­τες· ἐ­πι­χει­ρη­μα­τί­ες, ἔμ­πο­ροι, ναυ­τι­κοί.

Νὰ λοι­πὸν, πὼς ἐ­πι­βι­ώ­σα­με χω­ρὶς κρά­τος! Μὲ Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­ρα­μα τὴ Με­γά­λη Ἰ­δέ­α, ἀ­γά­πη στὰ Γράμ­μα­τα, ἰ­δι­ω­τι­κὴ πρω­το­βου­λί­α καὶ Ἀν­θρώ­πους μὲ ἐ­θνι­κὴ συ­νεί­δη­ση.

«Δυ­στυ­χῶς Ἐ­πτω­χεύ­σα­μεν»
Καὶ νὰ πῶ καὶ ἄλ­λη μί­α ἱ­στο­ρί­α, πιὸ κον­τι­νὴ στὰ ση­με­ρι­νά. Σή­με­ρα ἀ­κοῦ­με γιὰ πτώ­χευ­ση, τί ση­μαί­νει αὐ­τό; Ποῦ θὰ πά­ει ἡ Ἑλ­λά­δα ἂν συμ­βεῖ αὐ­τό; Δὲν εἶ­μαι οἰ­κο­νο­μο­λό­γος νὰ σᾶς πῶ τί ἀ­κρι­βῶς ση­μαί­νει πτώ­χευ­ση. Ναὶ, ἔ­χει ξα­να­γί­νει, πραγ­μα­τι­κή, ἐ­πί­ση­μη πτώ­χευ­ση. Καὶ πιὸ τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα; Ἀ­φυ­πνι­σθή­κα­με, φι­λο­τι­μη­θή­κα­με καὶ ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­σα­με ἑ­κα­τομ­μύ­ρια ὑ­πο­δού­λους Ἕλ­λη­νες. Θὰ σᾶς πῶ τὸ ἱ­στο­ρι­κὸ πα­ρά­δειγ­μα· 1893, πρω­θυ­πουρ­γὸς Χα­ρί­λα­ος Τρι­κού­πης. Δα­νεί­ζε­ται καὶ ξε­πλη­ρώ­νει προ­η­γού­με­νο καὶ προ­προ­η­γού­με­νο δά­νει­ο. Ζη­τᾶ ἀ­πὸ τὴν Ἀγ­γλί­α προ­νο­μια­κοὺς ὅ­ρους γιὰ νὰ ξε­πλη­ρώ­σει τὰ προ­η­γού­με­να δά­νεια καὶ τοῦ λέ­νε οἱ Ἄγ­γλοι θὰ σοῦ δώ­σου­με δά­νει­ο, ἂν ὑ­πο­θη­κεύ­σεις τὰ ἐ­θνι­κά σου θέ­μα­τα στὴν Ἀγ­γλί­α. Τό­τε ἦ­ταν τὸ Μα­κε­δο­νι­κὸ καὶ τὸ Κρη­τι­κὸ ζή­τη­μα – δὲν εἶ­χαν ἑ­νω­θεῖ ἀ­κό­μα μὲ τὴν Ἑλ­λά­δα. Καὶ λέ­ει ὁ Τρι­κού­πης «ὄ­χι, δὲν ὑ­πο­θη­κεύ­ω τὴν ἐ­ξω­τε­ρι­κή μου πο­λι­τι­κὴ στὴ Βρε­ττα­νί­α καὶ σὲ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἄλ­λη δύ­να­μη». Ἔ­τσι κά­νει τὴν ἱ­στο­ρι­κὴ δή­λω­ση «Δυ­στυ­χῶς ἐ­πτω­χεύ­σα­μεν». Ἀλ­λὰ εἶ­πε καὶ μί­α ἄλ­λη φρά­ση ποὺ δεί­χνει τὴν ἐλ­πί­δα ἑ­νὸς πο­λι­τι­κοῦ με­γα­λε­πή­βο­λου: «ἡ Ἑλ­λὰς προ­ώ­ρι­σται (δηλ. εἶ­ναι προ­ο­ρι­σμέ­νη) νὰ ζή­σει καὶ θὰ ζή­σει». Καὶ τὸν δι­ώ­χνουν καὶ δὲν βγῆ­κε κἄν βου­λευ­τής. Συ­νε­χί­ζε­ται ἡ ἱ­στο­ρί­α. Παίρ­νει τε­λι­κὰ δά­νει­ο ἡ Ἑλ­λά­δα. Δεύ­τε­ρο πλῆγ­μα τὸ 1897, Ἑλ­λη­νο­τουρ­κι­κὸς πό­λε­μος, ἀ­τυ­χής. Ὑ­πο­χω­ροῦ­με καὶ φτά­νουν οἱ Τοῦρ­κοι μέ­χρι τὴ Λά­ρι­σα. Τρί­το πλῆγ­μα, τὸ 1898 ἐγ­κα­θί­στα­ται στὴν χώ­ρα μας ἡ «Τρό­ϊκα» τῆς ἐ­πο­χῆς ἐ­κεί­νης. Ἕξι δυ­νά­μεις, με­γά­λες δυ­νά­μεις εὐ­ρω­πα­ϊ­κὲς μπῆ­καν στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ ἔ­παιρ­ναν διὰ νό­μου ὅ­λα τὰ ἔ­σο­δα ποὺ εἶ­χε τὸ κρά­τος ἀ­πὸ τὰ κρα­τι­κὰ μο­νο­πώ­λια, δη­λα­δὴ σπίρ­τα, τσι­γά­ρα, πε­τρέ­λαι­ο, ἁ­λά­τι, τρα­που­λό­χαρ­τα καὶ τὰ τε­λω­νεῖ­α Πει­ραι­ῶς καὶ Λαυ­ρί­ου τὰ ἤ­λεγ­χαν ξέ­νοι. Ἄ­ρα τὸ ἑλ­λη­νι­κὸ δη­μό­σιο τα­μεῖ­ο ἔ­χα­νε ση­μαν­τι­κὰ ἔ­σο­δα. Αὐ­τὴ ἡ Ἑλ­λά­δα ἡ πτω­χευ­μέ­νη ποὺ εἶ­χε ὑ­πο­στεῖ Δι­ε­θνῆ Οἰ­κο­νο­μι­κὸ Ἔ­λεγ­χο, κα­τόρ­θω­σε σὲ λί­γα χρό­νια νὰ με­γα­λώ­σει τὰ σύ­νο­ρά της (Μα­κε­δο­νι­κὸς Ἀ­γώ­νας) καὶ τὸ 1912-1913 νὰ ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­σει Ἤ­πει­ρο, Μα­κε­δο­νί­α, Κρή­τη, νη­σιὰ Αἰ­γαί­ου καὶ νὰ ἑ­τοι­μά­σει τὴν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση τῆς Θρά­κης. Για­τί ἡ πτώ­χευ­ση τοῦ 1893 δὲν  ὁ­δή­γη­σε σὲ ἀ­παι­σι­ο­δο­ξί­α, σὲ αὐ­τὸ τὸ γκρί­ζο ποὺ βλέ­που­με σή­με­ρα, σὲ κα­τά­θλι­ψη, ἀ­δι­α­φο­ρί­α, ἄρ­νη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που γιὰ δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τα. Για­τί δὲν ὁ­δή­γη­σε ὅ­λο αὐ­τὸ καὶ τό­τε σὲ κα­τά­θλι­ψη; Για­τί ὑ­πῆρ­χαν πνευ­μα­τι­κὲς ἀ­ξί­ες.

Νὰ θυ­μί­σω, ὅ­τι τὸ 1896 ἕ­νας τσα­ρου­χο­φό­ρος νε­ρου­λὰς ὀ­νό­μα­τι Σπύ­ρος Λού­ης κερ­δί­ζει τὸ Μα­ρα­θώ­νιο καὶ ἡ Ἑλ­λά­δα ἀ­πο­γει­ώ­νε­ται. Γί­νε­ται παγ­κο­σμί­ως γνω­στή. Χρυ­σὸ στὸ Μα­ρα­θώ­νιο τῶν Ὀ­λυμ­πια­κῶν Ἀ­γώ­νων, τῶν πρώ­των τῆς νε­ώ­τε­ρης ἐ­πο­χῆς. Καὶ ρω­τοῦν τὸ Σπύ­ρο Λού­η «τί βι­τα­μί­νες πῆ­ρες;» -δὲν ὑ­πῆρ­χαν τό­τε τὰ ἀ­να­βο­λι­κὰ- «ποι­ὸν εἶ­χες προ­πο­νη­τή;». Καὶ ἀ­παν­τά­ει, «τὸ βρά­δυ πρὸ τοῦ ἀ­γῶ­νος νή­στε­ψα καὶ προ­σευ­χή­θη­κα στὸ ἐκ­κλη­σά­κι τοῦ Μα­ρα­θῶνα» -ὁ Μα­ρα­θώ­νας ἦ­ταν μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴν Ἀ­θή­να, μία­ μέ­ρα δρό­μος- «Νή­στε­ψα καὶ κοι­νώ­νη­σα καὶ προ­σευ­χή­θη­κα, ὅ­πως λέ­ει ἡ μά­ννα μου. Καὶ ἡ Πα­να­γί­α μοῦ ᾿δω­σε τὸ με­τάλ­λιο».
Δεύ­τε­ρη ση­μαν­τι­κὴ πνευ­μα­τι­κὴ ἀ­ξί­α ποὺ εἶ­χαν οἱ ἄν­θρω­ποι τὴν ἐ­πο­χὴ ἐ­κεί­νη, εἶ­ναι ἡ αὐ­το­θυ­σί­α. Θὰ μοῦ πεῖ­τε, «καὶ σή­με­ρα εἶ­ναι εὔ­κο­λο;». Αὐ­το­θυ­σί­α εἶ­ναι ἕ­νας γο­νιὸς ποὺ θυ­σιά­ζει τὴ δι­α­σκέ­δα­σή του, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, γιὰ νὰ μπο­ρεῖ νὰ κά­τσει νὰ δι­α­βά­σει τὰ παι­διά του. Κι αὐ­τὸ εἶ­ναι αὐ­το­θυ­σί­α. Τὴν ἐ­πο­χὴ ἐ­κεί­νη ἡ αὐ­το­θυ­σί­α ἐκ­φρά­σθη­κε στὸ πρό­σω­πο ἑ­νὸς ἥ­ρω­α, τοῦ Παύ­λου Με­λᾶ, ποὺ ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὰ σα­λό­νια τῶν Ἀ­θη­νῶν γιὰ νὰ θυ­σια­σθεῖ στὴν τουρ­κο­κρα­τού­με­νη Μα­κε­δο­νί­α. Ὁ πα­τέ­ρας του ἦ­ταν Δή­μαρ­χος, ὁ πε­θε­ρὸς του ὁ Δρα­γού­μης πρω­θυ­πουρ­γὸς καὶ ὅ­μως πῆ­γε τρεῖς φο­ρὲς στὶς λά­σπες τῆς Μα­κε­δο­νί­ας γιὰ νὰ ἀ­φυ­πνί­σει τὸ Γέ­νος.
Τρί­τον. Ἕ­νας Γε­ώρ­γιος Ἀ­βέ­ρωφ ἔ­βα­λε χρή­μα­τα καὶ ἔ­δω­σε τὸ μι­σὸ τοὐ­λά­χι­στον κε­φά­λαι­ο γιὰ νά οἰ­κο­δο­μη­θεῖ τὸ θω­ρη­κτὸ Ἀ­βέ­ρωφ τοῦ Βαλ­κα­νι­κοῦ πο­λέ­μου, τὸ πλοῖ­ο αὐ­τὸ τὸ με­γά­λο. 
Καὶ τέ­ταρ­το στοι­χεῖ­ο, τὸ κυ­ρι­ώ­τε­ρο: Οἱ Ἕλ­λη­νες τοῦ 1893-1912  εἶ­χαν πί­στη γιὰ τὴ συ­νέ­χεια τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Τί εἶ­ναι ἡ συ­νέ­χεια τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ; Εἶ­ναι ἡ δι­α­χρο­νι­κή του πο­ρεί­α ὅ­πως τεκ­μη­ρι­ώ­νε­ται ἱ­στο­ρι­κά.. Εἶ­ναι ἡ αἴ­σθη­ση ὅ­τι χρω­στοῦ­με στοὺς Ἀρ­χαί­ους καὶ τοὺς Βυ­ζαν­τι­νούς. Ὄ­χι φυ­λε­τι­κά. Πο­τέ!  Ὁ Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξος τρό­πος ζω­ῆς δὲν σκέ­πτε­ται φυ­λε­τι­κὰ-βι­ο­λο­γι­κά.. Τὸ ἀ­πορ­ρί­πτου­με αὐ­τό. Πνευ­μα­τι­κὰ καὶ πο­λι­τι­στι­κὰ εἶ­ναι τὰ κρι­τή­ριά μας! Μί­α συ­νέ­χεια τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ στὸν χρό­νο καὶ στὸν χῶ­ρο, μί­α ἑ­νό­τη­τα ἀ­ξι­ῶν ἀ­νὰ τοὺς αἰ­ῶ­νες.

Ἡ κρί­ση ὡς ἀ­φύ­πνι­ση καὶ ὁ ρό­λος τῆς Παι­δεί­ας
Μή­πως, τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια ἔ­χου­με πέ­σει στὰ δί­χτυ­α ἑ­νὸς εὐ­δαι­μο­νι­σμοῦ, μὲ τὴ μα­νί­α γιὰ κα­λο­πέ­ρα­ση ποὺ μᾶς δι­δά­σκουν ἡ τη­λε­ό­ρα­ση καὶ οἱ δι­α­φη­μί­σεις; Ὅ­σα ἀ­γο­ρά­ζου­με τὶς τε­λευ­ταῖ­ες δε­κα­ε­τί­ες ἦ­σαν χρή­σι­μα; Δὲν λέ­ω νὰ εἴ­μα­στε μὲ τὸ τριμ­μέ­νο πα­πού­τσι τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου. Προ­φα­νῶς ὄ­χι! Μή­πως ὅ­μως ὑ­περ­χρε­ω­θή­κα­με ὡς ἄ­το­μα καὶ ὡς οἰ­κο­γέ­νει­ες;  Μή­πως καὶ ὡς κρά­τος κά­να­με τὸ ἴ­διο; Μή­πως ὑ­περ­δα­νει­ζό­μα­σταν καὶ γιὰ πολ­λοὺς λό­γους μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα σή­με­ρα νὰ μὴ μπο­ροῦ­με νὰ ξε­πλη­ρώ­σου­με τὰ πρῶ­τα δά­νεια καὶ νὰ παίρ­νου­με και­νού­ργια κυ­ρί­ως γιὰ νὰ ξε­πλη­ρώ­σου­με τὰ πα­λιά; Αὐ­τὸ μᾶς ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀ­να­ζή­τη­ση πιὸ πνευ­μα­τι­κῶν ἀ­ξι­ῶν. Πι­στεύ­ω λοι­πόν, ὅ­πως εἶ­πα καὶ στὴν ἀρ­χή, ὅ­τι ὁ Θε­ὸς δί­νει με­ρι­κὲς φο­ρὲς τὴν κρί­ση, δί­νει τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ ξα­να­σκε­φτοῦ­με ποι­οὶ εἴ­μα­στε, ποῦ πᾶ­με, για­τί πᾶ­με καὶ τί λά­θη κά­νου­με. Καὶ  πι­στεύ­ω ὅ­τι στὴ συ­ζή­τη­ση γιὰ τὴν Παι­δεί­α ποὺ ἔ­χει ἀρ­χί­σει, δὲν πρέ­πει νὰ μέ­νου­με μό­νο στὸν τρό­πο εἰ­σα­γω­γῆς στὰ Πα­νε­πι­στή­μια ἢ μό­νο στὴ δι­οί­κη­ση. Τὸ ἐ­ρώ­τη­μα «τί ἀν­θρώ­πους δι­α­πλά­θου­με;». Τὸν homo economicus, τὸν κα­τα­να­λω­τή, τὸν ἄν­θρω­πο πού εἶ­ναι θύ­μα τῆς δι­α­φή­μι­σης, θύ­μα τῶν με­γά­λων τρα­πε­ζῶν, τῶν δα­νεί­ων; Ἢ ἄν­θρω­πο ἀ­νε­ξάρ­τη­το ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­χει συ­νεί­δη­ση ἠ­θι­κή, ὁ ὁ­ποῖ­ος σέ­βε­ται τὸ πα­ρελ­θόν του, ξέ­ρει τὴν ἱ­στο­ρί­α του; Γι᾿ αὐ­τὸ θέ­λω νὰ ἐλ­πί­ζω πὼς μέ­σα στὴν ὅ­λη κρί­ση, σύγ­κρι­ση, ἐ­πί­κρι­ση ποὺ κά­νου­με χω­ρὶς ὅ­μως ὑ­πο-κρι­σί­α, θὰ  κα­τα­λά­βου­με ὅ­τι τὸ μέλ­λον τοῦ τό­που εἶ­ναι μί­α παι­δεί­α πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀν­θρω­πι­στι­κή, μί­α παι­δεί­α μὲ με­γα­λύ­τε­ρη ἔμ­φα­ση σὲ ἀρ­χὲς καὶ ἀ­ξί­ες, μί­α παι­δεί­α ποὺ θὰ βγά­ζει ἄν­θρω­πο -ἄ­νω θρώ­σκον­τα- σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὶς λα­τι­νι­κὲς γλῶσ­σες ὅ­που ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι homo, χῶ­μα, ὕ­λη. Νὰ εἶ­ναι μί­α παι­δεί­α ἡ ὁ­ποί­α δὲν θὰ μᾶς ἀ­πο­κό­ψει οὔ­τε ἀ­πὸ τὴ γλῶσ­σα μας, τὴν ἑ­νια­ία Ἑλ­λη­νι­κή. Για­τί ἀρ­χαί­α, βυ­ζαν­τι­νά, εὐ­αγ­γε­λι­κά, εἶ­ναι μί­α ἡ γλῶσ­σα μας. Δὲν εἶ­ναι ξέ­νη γλῶσ­σα τὰ ἀρ­χαί­α, μί­α εἶ­ναι ἡ γλῶσ­σα μας. Οὔ­τε ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­ρί­α μας νὰ ἀ­πο­κο­ποῦ­με οὔ­τε ἀ­πὸ τὰ Ὀρ­θό­δο­ξα Θρη­σκευ­τι­κά μας. Ἄλ­λω­στε σή­με­ρα σὲ ὅ­λη τὴν Εὐ­ρώ­πη βλέ­που­με νὰ ἐ­πα­νέρ­χε­ται μὲ ἔμ­φα­ση ἡ ἀ­νάγ­κη γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρη ἀν­θρω­πι­στι­κὴ παι­δεί­α.
Ἂς γί­νει ἡ κρί­ση μί­α εὐ­και­ρί­α νὰ ἀ­να­βα­πτι­σθοῦ­με στὰ Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξα ἰ­δα­νι­κά μας!

(Τὸ κεί­με­νο βα­σί­ζε­ται σὲ σχε­τι­κὴ ὁ­μι­λί­α τοῦ συγ­γρα­φέ­ως, ἡ ὁ­ποί­α πα­ρου­σι­ά­σθη­κε στὸ Ἀ­γρί­νιο, στὴν Πά­τρα, στὴ Λα­μί­α καὶ σὲ πολ­λὲς ἐ­νο­ρί­ες καὶ σω­μα­τεῖ­α τῶν Ἀ­θη­νῶν καὶ τοῦ Πει­ραι­ῶς).

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ε.ΡΩ.  ΤΕΥΧΟΣ 12 

Σάββατο, Μαρτίου 26, 2016

Αραβες πρόσκοποι παιάνιζαν το "Μακεδονία ξακουστή" στο άγαλμα του Μ. Αλεξάνδρου (ΒΙΝΤΕΟ & ΦΩΤΟ)


Αραβες πρόσκοποι παιάνιζαν το "Μακεδονία ξακουστή" στο άγαλμα του Μ. Αλεξάνδρου (ΒΙΝΤΕΟ & ΦΩΤΟ)
Άραβες ορθόδοξους Χριστιανούς πρόσκοπους, από την Βηθλεέμ να παρελαύνουν και να παιανίζουν με τις γκάιντες τους το «Μακεδονία ξακουστή», αντίκρισαν το απόγευμα της Πέμπτης οι Θεσσαλονικείς, στο πλακόστρωτο την παραλίας στο ύψος του αγάλματος του Μ. Αλεξάνδρου.
Συγκεκριμένα, οι πρόσκοποι έκαναν δοκιμές για την παρέλαση που θα πραγματοποιηθεί στο δήμο Νεάπολης – Συκεών, στην Λ. Ανδρέα Γ. Παπανδρέου στο πλαίσιο του εορτασμού του δήμου για την επέτειο της 25η Μαρτίου.
«Θέλουν να διατηρήσουν τον Χριστιανισμό στην περιοχή τους»
«Είναι πρόσκοποι Ορθόδοξοι Χριστιανοί από την Μπέιτ Τζάλα και το σύστημά μας τους έχει φιλοξενήσει και κατά το παρελθόν», ανέφερε στο «Seleo.gr», ο αρχηγός του 4ου Συστήματος Προσκόπων Συκεών, Φώτης Τσιγκρέλης, ενώ παράλληλα ανέφερε, ότι οι πρόσκοποι από την Βηθλεέμ, θα παρελάσουν αύριο μαζί τους στην παρέλαση του δήμου. Τέλος, ο αρχηγός του προσκοπικού συστήματος, είπε ότι ο σκοπός των Ορθοδόξων Χριστιανών προσκόπων, είναι να διατηρήσουν τον Χριστιανισμό στην περιοχή τους. Οι πρόσκοποι από την Μπέιτ Τζάλα, αναμένεται να αναχωρήσουν για την πατρίδα τους την προσεχή Κυριακή.
Η Μπέιτ Τζάλα
Η Μπέιτ Τζάλα είναι μια πόλη στην Βηθλεέμ στην οποία ζουν περίπου 12.000 άτομα, από τα οποία το 75% είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι και το υπόλοιπο 25% είναι Μουσουλμάνοι.

s4.jpg
s5.jpg
s6.jpg
s7.jpg

Τετάρτη, Μαρτίου 23, 2016

«Τί σημαίνει γιά μᾶς σήμερα τό 21;» + Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου

Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου:
Προσκύνημα στά Ψαρρά.
Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΡΧΙΕΠΊΣΚΟΠΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ'
Τά Ψαρρά δέν εἶναι νησί τοῦ Αἰγαίου, εἶναι βωμός τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἕνας βωμός στήν ὁλόμαυρη ράχη τοῦ ὁποίου ἔχει τό καταφύγιό της ἡ Ἐλευθερία, μνημονεύοντας τά λαμπρά παλικάρια καί στολίζοντας τά μαλλιά τους μέ στέφανα δόξης.
Μέγας ἱεράρχης ἐδῶ εἶναι ὁ Κωνσταντῖνος Κανάρης, ὁ Ψαρριανός πού συμπύκνωσε σέ μία μόνο γραμμή ὅλη τήν πεμπτουσία τῆς ψυχῆς τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος μέσα στούς αἰῶνες, ὅταν ἀπάντησε στούς εὔλογους φόβους καί στά ὄνειρα γιά τό μέλλον τοῦ μονολογώντας ἥσυχα «βρέ Κωνσταντή, ἔτσι κι ἀλλιῶς θά πεθάνεις!», καί κάνοντας τό σταυρό του ὅρμησε νά κατακάψει τήν τουρκική παρουσία στό Αἰγαῖο.
Ἐπιτρέψτε μου κι ἐμένα νά εὐχαριστήσω τόν Θεό πού μου ἔκανε τή χάρη νά ἔλθω στά ἁγιασμένα τοῦτα χώματα, νά τιμήσω τόν Κανάρη, τούς ἄλλους πυρπολητές τῶν Ψαρρῶν, κι ὅλους τους προπάτορές σας, πού μέ τή θυσία τους, μέ τόν ἀφανισμό τους, ἔδωσαν στήν Ἑλλάδα τό στεφάνι τῆς Λευτεριᾶς. Καί παρακαλῶ πολύ νά μείνουμε ὅλοι ὄρθιοι ἐπί ἕνα λεπτό, καταθέτοντας στή μνήμη τους ὡς μαρτυρία ἀφάτου τιμῆς τή σιωπή μας.
Ἄπειρος εἶναι ὁ ἀριθμός τῶν Ἑλλήνων πού ἔχουν μιλήσει μέ τό ἴδιο θέμα. Καθηγητές ὅλων τῶν βαθμίδων, λόγιοι, πολιτικοί, ἄρχοντες τῆς τοπικῆς αὐτοδιοίκησης, ἔχουν μιλήσει γιά τό ΄21. Καί συνήθως, μᾶς λέγουν πόσο μέγας ὑπῆρξεν ὁ ἀγών, πόσο σπουδαῖος ὁ λαός μας, πόσο ὅλα ἔγιναν ἄψογα.
Μιλώντας γιά τό ΄21 θέλουμε νά μένουμε προσκολλημένοι στόν ἔπαινο, καί ἀρνούμεθα νά στρέψουμε τό βλέμμα στήν προβληματική. Κλείνουμε τά μάτια καί τ΄ αὐτιά μας μπροστά σέ ὅ,τι θά μποροῦσε νά εἶναι ὄχι θριαμβολογία ἀλλά ἔλεγχος. Νομίζουμε πώς ἀρκοῦν στούς ἥρωες τά μεγάλα μας λόγια καί τά στεφάνια πού καταθέτουμε. Δέν θέλουμε νά νιώσουμε ὅτι ἡ μόνη τιμή πρός τούς ἥρωες, ἡ μόνη ἀναγνώριση τή θυσίας τους, εἶναι ὄχι μόνον ἡ μνήμη μας ἀλλά κυρίως ἡ πράξη μας.
Αἰσθάνομαι ὅμως ὅτι ἐδῶ στά Ψαρρά, τόπον ἱερόν ὅπου ἀρχίζω τίς ὁμιλίες μου εἰς τιμήν τοῦ Ἀγώνα, θά πρέπει ὅλους νά μᾶς καλέσω σέ μίαν ἄσκηση αὐτογνωσίας.
Θέλω νά τολμήσουμε ἐδῶ, μαζί, νά δοῦμε τήν ἀδιαφορία μας γιά τό ΄21. Πόσοι, ἀλήθεια, ἀπό τούς σημερινούς Ἕλληνες συγκινούμεθα μέ τή θύμησή του; Πόσοι κατανοοῦμε τό μήνυμά του καί πόσοι νιώθουμε ὅτι ἡ ζωή μᾶς πρέπει νάναι σύμφωνη μέ τό πνεῦμα του;
Ἐκτός ὅμως ἀπό τήν ἀδιαφορία, ὑπάρχει καί ἡ ἄγνοια. Γνωρίζουμε ὅλοι ὅτι τά Ἑλληνόπουλα σήμερα στά σχολεῖα τούς ἐλάχιστα μαθαίνουν γιά τό ΄21, ἐλάχιστα ἔχουν συναίσθηση πόσο αἷμα καί πόσο βαθύ πόνο ἔχει μέσα του αὐτό τό σύμβολο πού λέγεται σημαία, καί πού πολύ συχνά ἀντιμετωπίζεται σάν ἕνα κοινό πανί. Πολλές φορές ἀποκτοῦμε τήν ἐντύπωση ὅτι καί σέ ξένη χώρα νά ζοῦσαν τά παιδιά μας, περίπου τά ἴδια θά μάθαιναν. Καί τά ξένα παιδιά, ἄλλωστε, πού πηγαίνουν στό σχολεῖο μέ τά Ἑλληνόπουλα, δέν αἰσθάνονται πώς αὐτά δέν μετέχουν αὐτῆς τῆς κληρονομιᾶς.
Ἔχουμε μάθει νά ρίχνουμε σέ τρίτους τίς εὐθύνες, νά λέμε ὅτι φταίει τό ὑπουργεῖο Παιδείας γι' αὐτό, ἤ ὅτι φταῖνε οἱ δάσκαλοι. Κι ὅμως, ἐμεῖς εἴμαστε οἱ ὑπεύθυνοι, ἐμεῖς ἔχουμε δημιουργήσει αὐτή τήν ἀποξένωση ἀπό τά ἱερά καί τά ὅσια του Γένους, δικοί μας εἶναι οἱ δάσκαλοι, δικό μας καί τό ὑπουργεῖο.
Ἐμεῖς βλέπουμε ἀπαθεῖς καί μέ ψευδοκατανόηση τήν πλήρη διάλυση τῆς οἰκογένειάς μας –πῶς νά μᾶς ξυπνήσει ἀπό τό λήθαργο ἡ Τζαβέλαινα; Ἐμεῖς ἔχουμε ἀφεθεῖ νά πέσουμε μέσα στή γλυκειά δίνη τοῦ καταναλωτισμοῦ – τί θάχαν νά μᾶς ποῦν γιά τήν τηλεόρασή μας οἱ μπουρλοτιέρηδες; Ἐμεῖς ζητᾶμε ἀπό τά σχολειά νά μή τά κουράζουν τά παιδιά μας – θά τά ἐξοντώνουμε λοιπόν στήν κούραση τά παιδιά μιλώντας τους γιά πατρίδα καί ἀνδρεία;
Ἔχουμε φτιάξει μία κοινωνία πού μοιάζει θερμοκήπιο τοῦ κακοῦ. Κάθε σκηνοθετίσκος μπορεῖ νά γελοιοποιεῖ ἀπό τήν τηλεόραση τήν ἀγάπη στήν πατρίδα καί τήν πίστη στόν Θεό, κι ἐμεῖς τά βλέπουμε αὐτά ξαπλωμένοι στίς ἄνετες πολυθρόνες μας καί γελᾶμε. Διασκεδάζουμε βλέποντας νά γελοιοποιοῦνται οἱ ἥρωες, νά ἐξευτελίζονται αὐτοί πού πλήρωσαν μέ αἷμα καί φρίκη τό δικαίωμά μας νά καθόμαστε μπροστά σέ τηλεόραση. Χωρίς καμιά συναίσθηση ντροπῆς καί εὐθύνης, χάσκουμε ἠλιθίως βλέποντας τόν ἐσκεμμένο καί ἀσταμάτητο διασυρμό τῆς πατρίδας καί τῆς πίστης.
Ἔχουμε φτιάξει μία παιδεία ὅπου ἡ ἀγάπη στήν πατρίδα θεωρεῖται φασισμός, καί ἡ προσευχή τῶν μαθητῶν εἶναι πέντε τελετουργικές φράσεις χωρίς νόημα. Ἔχουμε ἀναθέσει τήν παιδαγωγία τοῦ παιδιοῦ στήν τηλεόραση. Κι ἐκείνη βέβαια μᾶς πληρώνει, διδάσκοντας τό παιδί μας ὅτι οἱ μόνες ἀληθινές ἀρετές εἶναι τό κυνήγι τοῦ χρήματος, τό κυνήγι τῆς σάρκας, καί τό κυνήγι τῆς πρόσκαιρης λάμψης.
Ἄς μου ἐπιτραπεῖ νά μνημονεύσω τόν Γεώργιο Πολίτη. Δέν σᾶς κακίζω πού δέν θυμάστε αὐτό τό μικρό ναυτάκι στό πλοῖο τοῦ Μιαούλη. Ἦταν ἡ αἰγυπτιακή ἁρμάδα μαζεμένη στή Μεθώνη καί πῆγε ὁ Μιαούλης νά τήν καταστρέψει. Εἶχε μαζί του δυό σπουδαίους μπουρλοτιέρηδες, τόν Πιπίνο καί τόν Ραφαλιά. Μά κανείς τους δέν τόλμησε νά μπεῖ μέσα στό λιμάνι καί νά κολλήσει τό πυρπολικό του στά πλοῖα τοῦ Μπραΐμ πασᾶ. Ὁ Μιαούλης παρακάλεσε, ἱκέτεψε, ἀπείλησε, ἀλλά τούλεγαν οἱ μπουρλοτιέρηδες πώς ἀδύνατο ἦταν νά πετύχει. Ὁ Μιαούλης ἔμεινε μόνος νά περπατᾶ πάνω κάτω στήν κουβέρτα τοῦ πλοίου του. Τότε, τό μικρό ναυτάκι, ὁ Γιῶργος Πολίτης, παρουσιάζεται μπρός του καί τοῦ λέει:
- Δῶσε μου τό μπουρλότο τοῦ Ραφαλιᾶ, θά πάω ἐγώ.
- Τ' εἶσαι σύ ρέ; Βρυχᾶται ὁ Μιαούλης. Εἶσαι καλύτερος καπετάνιος καί ξέρεις τή δουλειά;
- Ὄχι, μά τί ἔχει νά κάνει; ἀπαντᾶ σεμνά τό ναυτάκι. Μία φορά, θά γίνει ἡ δουλειά. Δίνω ὑποσκεσι.
- Νιώθεις ποῦ θά πᾶς μπρέ; ρωτᾶ ὁ ναύαρχος. Θά πᾶς νά σκοτωθεῖς!
- Ὅ,τι πεῖ ὁ θεός, ναύαρχε. Ἐκεῖνος ὅ,τι πεῖ.
Αὐτή ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ μικροῦ. Καί πῆρε τό μπουρλότο. Τό μικρό ναυτάκι, δεκαοχτώ χρονῶν, μπῆκε μέσα στό λιμάνι. Τόν ἀκολούθησαν ἀμέσως οἱ ἄλλοι, γιατί ντράπηκαν πού νιούτσικο παλικάρι πήγαινε μόνο τοῦ στά σαγόνια τοῦ θανάτου. Κι ἔγινε ἔτσι τό θαῦμα τῆς καταστροφῆς τοῦ φοβεροῦ αἰγυπτιακοῦ στόλου.
Θέλω νά βάλετε τό χέρι στήν καρδιά, καί νά ρωτήσετε ὅλους τους Ἕλληνες: ποιά τηλεόραση θά χυτεύσει τήν ψυχή τοῦ μικροῦ ναύτη, τοῦ Γιώργου Πολίτη; Ἀπό ποιό σχολειό θά βγεῖ αὐτό τό παιδί σήμερα;
Νά σᾶς φέρω ἕνα πιό κοντινό παράδειγμα. Εἶπε γέροντας πιά ὁ Κανάρης σέ κάποιους ξένους πού τόν ἐπισκέφθηκαν νά τόν τιμήσουν: «Εὐχαριστῶ τόν Θεό πού ἐπέτρεψε σ΄ ἕνα μικρό ναύτη ἑνός ἑλληνικοῦ νησιοῦ ἀπό τά πιό μικρά, νά κάνει γιά τήν πατρίδα του κάτι».
Αὐτά τά λόγια, τά χωρίς καμιά καύχηση, καμιά ξιπασιά, εἶπε ὁ γέροντας. Κι ἀναρωτιέμαι, ὄχι πόσο ἦθος πρέπει νάχει ἐκεῖνος γιά νά μιλήσει ἔτσι, ἀλλά ποιά ποιότητα πρέπει νάχει ἡ κοινωνία γιά νά μπορέσει νά ἀκούσει αὐτό τό λόγο. Ἀναρωτιέμαι ἄν καταλαβαίνουμε ὅλοι, ὅτι αὐτά τά λόγια, αὐτό τό ἦθος τοῦ Κανάρη, εἶναι ἕνα ἀκόμη μπουρλότο ἐνάντια ὄχι πιά σέ τούρκικα καράβια, ἀλλά στόν ἀθεϊσμό καί τήν ἀρνησιπατρία τῆς ἐποχῆς μας.
Ἐρχόμενος στά Ψαρρά, στό νησί τῆς ὑπέρτατης θυσίας, θά ἤθελα νά φέρω αὐτόν τόν προβληματισμό μέσα στίς ψυχές τοῦ λαοῦ μας: δέν τιμοῦμε ἀληθινά τό ΄21 καί τούς ἀγωνιστές, δέν σεβόμεθα τίς θυσίες τῶν μυρηκάζοντας μέ τήν εὐκαιρία ἐπετείων λόγια θαυμασμοῦ.
Δέν τιμοῦμε τόν Θεό κουνώντας τήν κεφαλή μας καί ἀναγνωρίζοντας ὅτι ναί, βέβαια, ὑπάρχει, λές καί τοῦ κάνουμε τή χάρη νά τοῦ ἐπιτρέψουμε νά ὑπάρχει. Δέν τιμοῦμε τόν Κύριό μας θαυμάζοντες τήν ἀγαθότητά του καί συνεχίζοντες τίς ἁμαρτίες μας. Ἔτσι καί τούς ἥρωες, δέν τούς τιμοῦμε πράγματι παρά μόνον ἄν μποροῦμε νά σταθοῦμε ἐμπρός τους μέ ταπεινοφροσύνη, ζητώντας ἀπό τόν Θεό νά μᾶς ἐπιτρέψει νά ἔχουμε πάντοτε στήν καρδιά μας τό φωτεινό παράδειγμά τους.
Θά ἤθελα ὁ ἑορτασμός τοῦ ΄21 πού ἀποφάσισε ἡ Ἐκκλησία μας, νά μᾶς ὁδηγήσει ὄχι σέ νέες ὁμιλίες μέ παλιό περιεχόμενο, ὄχι σέ μεγαλαυχίες, ἀλλά σέ μίαν ἐπανεξέταση τῆς πορείας μας. Νά δοῦμε μέσα στήν ψυχή μας καί στήν οἰκογένειά μας τί λάθος ἔχουμε κάνει, καί πώς θά πρέπει νά τό διορθώσουμε.
Αὐτό θάναι τό μόνο ἀληθινό στεφάνι μυρτιᾶς πού μποροῦμε πράγματι νά καταθέσουμε στή μνήμη τῶν ἀγωνιστῶν

Μπροστά στους ήρωες. - 25 Μαρτίου 2016

kantili
    Κάθε φορά που -εδώ κι 196 χρόνια- πλησιάζει η επέτειος της εθνικής μας επανάστασης του 1821 τρέχουμε να ξεσκονίσουμε τη μνήμη μας, να θυμηθούμε εκείνα που συνέβησαν τότε για να αλλάξει ο ρους της ιστορίας μας.
Φοράμε την φορεσιά της αγάπης στην πατρίδα, κρεμάμε πάνω στο στήθος μας τα στολίδια της συγκίνησης, ασκούμε το μυαλό και το λόγο μας σε λόγους εθνικής περηφάνιας και στεκόμαστε δίπλα σε κείνους που πολέμησαν για να μας χαρίσουν  τη λευτεριά μετρώντας το μπόι μας δίπλα στο δικό τους σαν τα παιδιά που κοιτάζουν πόσο μεγάλωσαν μετρώντας το ύψος τους με μέτρο το μπαμπά τους. 
Έπειτα, βάζουμε ξανά τις φορεσιές της ψυχής μας στη ντουλάπα της λήθης και βιαστικά ξαναχωνόμαστε  στα ρούχα της καθημερινότητας με την ίδια συστολή και ενοχή με την οποία θα εμφανιζόμασταν σε μια τράπεζα με φουστανέλα για να διαπραγματευτούμε το δάνειό μας.
Μεγάλοι λόγοι, μικρά ή καθόλου έργα. Ιδανικά που ξέμεινα απελπιστικά άδειες λέξεις, ήρωες που μοιάζουν να μιλούν μια ακαταλαβίστικη διάλεκτο, ιδέες που μοιάζουν να μας είναι τόσο χρήσιμες στην καθημερινότητά μας όσο και οι μαγικές ικανότητες των ηρώων των παραμυθιών. Ίσως γι αυτό στις μέρες μας βαλθήκαμε να πείσουμε τους εαυτούς μας πως οι πατεράδες μας, οι άνθρωποι που γέννησαν, που πραγμάτωσαν το 21 δεν ήταν στʼ αλήθεια τίποτε διαφορετικό από το κακομοίρικο παρόν μας.  Συστηματικά πληθαίνουν οι φωνές που επιμένουν στανικώς να μας πείσουν πως ήταν γεμάτοι ελαττώματα, πως άλλο δεν έκαναν παρά να τρώγονται μεταξύ τους όπως καληώρα εμείς, πως πάνω απʼ όλα βάζαν το μικροσυμφέρον τους σα γνήσιοι δικοί μας πρόγονοι,  πως δανείζονταν ξεδιάντροπα απʼ τους ξένους κι ύστερα τρώγανε τα δανεικά σε μισθούς και σε λαδώματα.
Από την άλλη πάλι υψώνονται φωνές που επιμένουν πως κείνοι που μεγαλούργησαν το 21 ήταν καθʼ όλα άμεμπτοι όντα υπερκόσμια, χωρίς ελαττώματα, με μόνο σκοπό τους το κοινό καλό. Πώς στην ευχή τα παιδιά και τα εγγόνια τους, όλοι μείς, πήραμε το στραβό το δρόμο; και κυρίως πώς εξηγούνται όσα λάθη εκείνοι αποδεδειγμένα έκαναν; Πού είναι λοιπόν η αλήθεια;
Νομίζω πως σαν έθνος περνάμε στην εφηβεία μας. Από την παιδική μας βεβαιότητα πως οι πατεράδες μας ήταν τέλειοι και υπέροχοι, περάσαμε στο άλλο άκρο, στην απόλυτη αμφισβήτησή τους, στην απομυθοποίηση και στον έλεγχό τους μέχρι υπερβολής.
Καιρός είναι να σκεφτούμε ως ώριμοι. Να κατανοήσουμε ότι οι ήρωες, αλλά και οι καθημερινοί άνθρωποι της επαναστάσεως του 1821 ήταν όπως όλοι οι ήρωες όλης της ανθρωπότητας. Είχαν τις αδυναμίες και τα ελαττώματά τους, είχαν τις διχόνοιες και τις έριδές τους, είχαν τα συμφέροντα και τις υστεροβουλίες τους. Ως εδώ μας έμοιαζαν και θα μας μοιάζουν, όπως μοιάζουν και σε κάθε άνθρωπο, όπου κι αν γεννήθηκε πάνω σε τούτον τον πλανήτη. Ωστόσο είχαν μια θεμελιώδη διαφορά απʼ όλους όσοι  παραμένουν απλοί καθημερινοί άνθρωποι μακριά από το ηρωικό πνεύμα. Είχαν μια διαφορά που ναι μεν δεν εξαφανίζει τα ανθρώπινα πάθη και τις αδυναμίες τους τις υπερβαίνει ωστόσο σε βαθμό που στην πράξη να τις καθιστά ασήμαντες. Ποια είναι αυτή η διαφορά;
Ότι την κρίσιμη στιγμή, τη στιγμή της αλήθειας, τη μεγάλη ώρα κατά τον ποιητή, βάζουν στην άκρη όλα αυτά τα πάθη, όλες τις αδυναμίες, όλες τις ευτέλειες  και προτάσσουν το κοινό καλό, το μείζον έναντι του ελάσσονος, τη λευτεριά αντί της ζωής.
Αυτή η υπέρβαση έστω και στιγμιαία, έστω και περιοδική τους δίνει επάξια το στεφάνι του ήρωα, τους καταξιώνει ως όντα υπέροχα και εξαιρετικά, ως άξιους τιμής και σεβασμού στους αιώνες. Να λοιπόν ποιοι ήταν οι ήρωές μας του 21. Άνθρωποι σαν κι εμάς μα άνθρωποι που κάποια στιγμή έβαλαν πρώτους εμάς και μετά τους εαυτούς τους. Σκέφτηκαν τις γενιές που θα ρθουν  όχι τη δική τους τη βολή.
Κι εδώ τίθεται το δεύτερο ερώτημα: Ποια ιστορία λοιπόν θα διδάξουμε  στα παιδιά μας; Στους μαθητές μας; Μια ιστορία ωραιοποιημένη όπου όλα θα εμφανίζονται τέλεια και υπέροχα; Ή μια ιστορία «απομυθοποιημένη» όπου ο Κολοκοτρώνης κι ο Καραϊσκάκης θα προβάλλουν με τα ελαττώματά τους σε πρώτο πλάνο;
Νομίζω πως χρειάζεται να διδάξουμε μια ιστορία που να τα έχει και τα δυο και μάλιστα στη σωστή αναλογία. Και κυρίως μια ιστορία που θα πρέπει να εμπεριέχει οπωσδήποτε ένα «γιατί».   Εξηγούμαι:
Η ιστορία των μαθητών μας δεν πρέπει να είναι ωραιοποιημένη. Τι θα μας βοηθήσει καλύτερα να αποφύγουμε τα λάθη του παρελθόντος από την επισήμανση και την αναλογία προς τη σημερινή κατάσταση; Τι θα μας επιτρέψει καλύτερα να προβλέψουμε το μέλλον μας από τη μελέτη των επιπτώσεων των ενεργειών των προγόνων μας;
Από την άλλη πλευρά αν μείνουμε αποκλειστικά στα λάθη και στα ελαττώματα αν κοντύνουμε τους ήρωές μας τόσο που στανικώς να τους φτάσουμε κεφάλι με κεφάλι ποιος θα μας οδηγήσει και ποιος θα μας εμπνεύσει; Ποιος θα μας δείξει το δρόμο για ένα καλύτερο αύριο; Τους χρειαζόμαστε ψηλά τους ήρωες όχι τόσο γι αυτό που ήταν όσο για αυτό που τελικά πέτυχαν. Τους χρειαζόμαστε για να μας δείχνουν τι μπορούμε κι εμείς να πετύχουμε.
Έρχομαι τέλος στο «γιατί». Κείνο που χρειάζεται να διδάξουμε στα παιδιά μας είναι η ερμηνεία της αιτίας που οδήγησε τους προγόνους μας να γίνουν ήρωες. Μια αιτία βαθιά παγιωμένη μέσα στον πολιτισμό τους. Είναι η νοηματοδότηση της ζωής μέσα από μια βεβαιότητα ύπαρξης του επέκεινα. Είναι η νοηματοδότηση που κατανοεί -και μάλιστα με τρόπο όχι εγκεφαλικό αλλά βαθειά βιωματικό- πως ο θάνατος μπορεί να υπηρετεί την όντως ζωή με τρόπο πολύ ανώτερο από την υποταγή στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης.
Δεν είναι ιδεολόγοι οι έλληνες του 21 που βροντοφωνάζουν Ελευθερία ή Θάνατος. Κι αυτό γιατί καμιά ιδεολογία δεν μπορεί να αντισταθεί σε ένα υπαρξιακό τέλος. Είναι αντίθετα απόλυτα πραγματιστές, με έναν πραγματισμό που τους επιτρέπει να θυσιάζουν τα βλεπόμενα, τα αισθητά προς χάριν των μη βλεπομένων αλλά προσωπικά και κοινωνικά βιωμένων έστω κι αν αυτά βρίσκονται στο χώρο της πίστεως. Θα αναρωτηθεί κανείς πού αντλούν αυτή τη βεβαιότητα. Θεωρώ πως με μια βιωμένη αποφατικότητα οδηγούνται στη σιγουριά της επιλογής τους μέσα από την κατανόηση της παρανοϊκότητας ενός τέλους του θαυμαστού ταξιδιού της ύπαρξης στο χείλος ενός τάφου. Η ζωή είναι εξαιρετικά πολύπλοκη και εξαιρετικά υπέροχη για να τελειώνει τόσο άδοξα.
Η μεταφυσική βεβαιότητα της όντως ζωής οδηγεί έναν πολιτισμό στο ύψος του Ελευθερία ή Θάνατος. Κι αν δεν οδηγηθούμε ξανά στη βεβαιότητα αυτή -τόσο ως πρόσωπα όσο και ως κοινωνία- μάταια θα αναζητούμε ξανά ήρωες.  Κι ας τους χρειαζόμαστε τόσο απεγνωσμένα. Όχι για να επιζήσουμε αλλά για να μη ζήσουμε μάταια.
Γ.Δ. Μαρκάκης

Δευτέρα, Μαρτίου 14, 2016

"Έλληνες ξεσηκωθείτε! Η Ελλάδα χάνεται! Μια νέα γενοκτονία επί θύραις, η γενοκτονία των Ελλήνων! Κάποιοι έχουν αποφασίσει να μας σβήσουν από το χάρτη. Θα τους το επιτρέψουμε άραγε;"

Ο εθνικός Ιεράρχης Μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιος κάλεσε μέσα από ένα φλογερό μήνυμα τους Έλληνες να ξεσηκωθούν ενάντια στο εξαθλίωση και το ξεπούλημα της Πατρίδας μας! 
"Έλληνες ξεσηκωθείτε! Η Ελλάδα χάνεται! Μια νέα γενοκτονία επί θύραις, η γενοκτονία των Ελλήνων! Κάποιοι έχουν αποφασίσει να μας σβήσουν από το χάρτη. Θα τους το επιτρέψουμε άραγε;
Βιώνουμε ήδη την οικονομική μας αιχμαλωσία! Οι δανειστές μας προσπαθούν να μας κρεμάσουν! Έχουν φέρει τη θηλειά στο λαιμό μας! Σε κάθε Ελληνική Τράπεζα υπάρχει ήδη ένας επιτηρητής της Τρόϊκα. Εάν αυτός δεν συμφωνήσει, τότε καμμιά Απόφαση του Δ.Σ. της Τράπεζας δεν περνάει! Το «κουαρτέτο» πάει καί έρχεται. Αυτοί παίζουν τα όργανα κι εμείς, δηλαδή η Κυβέρνηση, χορεύει στο ρυθμό που αυτοί θέλουν. Αν αληθεύουν όσα γράφει το παρακάτω σημείωμα ισχυρίζεται, τότε με βήμα γοργό θα περάσουμε από την ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ στην ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ!
Αν αληθεύουν αυτά, τότε, αγαπητοί μου αδελφοί, πρέπει να ξεσηκωθούμε! Οι εγκληματίες της Δύσεως, (λέγε με Ευρωπαϊκη Ένωση, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Λέσχη Μπίλτεμπεργκ, Γερμανική καταπίεση, Εβραϊκό Λόμπυ, Διεθνή Σιωνισμό, Τρόϊκα, Κουατρέτο, κλπ.) είναι ενωμένοι και αποφασισμένοι να καταστρέψουν την Ελλάδα! Ενδιαφέρονται δήθεν για τους μετανάστες! Το ενδιαφέρον τους όμως περιορίζεται στο πώς όλοι οι μετανάστες, δηλαδή κάποια εκατομμύρια μεταναστών, θα έγκατασταθούν μονίμως στην Ελλάδα και στο πως θα εδραιωθούν στη Χώρα μας!
Ζήτω η υποκρισία των Μεγάλων της Ευρώπης! Είναι οι εν δυνάμει Δολοφόνοι της Ελλάδος! Συνεργοί τους οι Πολιτικοί Ηγέτες της Χώρας μας, δυστυχώς δε οι Πολιτικοί όλων των χρωμάτων και όλων των σχημάτων των καιρών μας!
Έλληνες, ξυπνείστε απ;o τον λήθαργο! Σηκωθείτε από τον καναπέ της ραστώνης! Αντισταθείτε, ειρηνικά καί νόμιμα, στη διάλυση της Ελλάδος! Κλείστε τις τηλεοράσεις! Εξυπηρετούν τα ξένα συμφέροντα! Σε λίγο οι νεώτερες γενιές θα ομιλούν για τρεiς γενοκτονίες: Μετά τήν Γενοκτονία των Ποντίων, μετά «τόν Συνωστισμό της Σμύρνης», μετά τήν Γενοκτονία των Εβραίων, έρχεται και η Γενοκτονία των Ελλήνων! Κιβωτός σωτηρίας θά είναι καί πάλι η Μητέρα Εκκλησία. Ελάτε στο Χριστό! Εμπιστευθείτε την Εκκλησία! Ξ Υ Π Ν Ε Ι Σ Τ Ε, αδέλφια μου!
Αδελφοί Έλληνες, ξεσηκωθείτε! Ξεσηκωθείτε ειρηνικά καί νόμιμα! Οι Αγρότες έκαμαν την Αρχή. Εμείς πρέπει να συνεχίσουμε τον αγώνα τους! Καλύτερα φτωχοί καί ελεύθεροι, παρά καλοπερασάκηδες και σκλάβοι! Ας μή το ξεχνάμε: «Καλύτερα μιάς ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά καί φυλακή»!
«Εγώ είπα καί ελάλησα. Αμαρτίαν ουκ έχω!» Το κρίμα τώρα θα είναι επάνω σας"
πηγή

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 24, 2016

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΗ ΠΟΥ ΜΑΣ ΚΡΑΤΑΕΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΘΗΡΙΩΔΙΑ


ΝΗΦΑΛΙΟΣ ΜΕΘΗ ΚΑΙ ΑΝΟΜΟΣ ΛΥΣΣΑ




«Έλληνες και Βάρβαροι
Ποτέ δε χτυπήσαν οι καμπάνες χαρμόσυνα μιαν ολόκληρη μέρα.
Διακόπτουν στη μέση τις γιορτές σας οι βάρβαροι,
Έλληνες. Μέσα ή έξω απ’ τις πύλες, πάντοτε οι βάρβαροι.
...Και χτες και προχτές. Και σήμερα, οι βάρβαροι».
[Νικηφόρος Βρεττάκος, Νοέμβρης 1965]

Νηφάλιος Μέθη και Άνομος Λύσσα

του Λεωνίδα Χ. Αποσκίτη

Η τραγικότητα του νεώτερου Ελληνισμού, μετά το 1830, ήταν εξ αρχής ότι βολόδερνε μεταξύ του δυτικόφρονα μηδενισμού και της δικής του αιώνιας πνευματικής παράδοσης, μεταξύ της συμμόρφωσης στους νόμους του καθημερινού δαρβίνειου άγους και της απόδρασης στην συνείδηση του κοσμικού χρέους, μεταξύ της άνομης υλικής λύσσας και της νηφάλιας πνευματικής μέθης.
Ιδιαίτερα τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, έχοντας ασπασθεί τις αξίες ενός δυτικού πολιτισμού τον οποίον κατά βάθος δεν πιστεύουν, αν δεν περιφρονούν κιόλας, οι Έλληνες βρέθηκαν στα πρόθυρα της βαρβαρότητας με αποτέλεσμα σήμερα να κρέμονται στο χείλος του γκρεμού.


«Η Ελλάδα έχει μια τραγικότητα διαφορετική από εκείνη της Δύσης», έλεγε ο Ιερομόναχος Συμεών Γρηγοριάτης, σε μια ομιλία του που έκανε σε φοιτητές διαφόρων πανεπιστημίων της χώρας κατά την διάρκεια του 1984.


«Ο Έλληνας ανέκαθεν ζητά, μέσα στον χώρο και τον χρόνο, την Παραμυθία, την υπέρβαση του χώρου και του χρόνου, του ίδιου του εαυτού του. Ο Δυτικός αντίθετα, αρνιέται την Παραμυθία με την κατακτητική του στάση απέναντι σε όλα». (Ιερομόναχος Συμεών, Νηφάλιος Μέθη, 1984)

Ο Ιερομόναχος Συμεών, που μίλησε τριάντα χρόνια πριν για την «πλανερή αίγλη του δυτικού πολιτισμού», είναι ένας Περουβιανός, κατά κόσμον Χουάν ντε λα Χάρα, που μεγάλωσε στην Λίμα του Περού, σπούδασε κινηματογραφία στο Παρίσι, ταξίδεψε σ’ όλο τον κόσμο... και κατάληξε στο Άγιον Όρος.
Με λίγα λόγια, η βαθύτερη αιτία των όσων τραγικών συμβαίνουν στην χώρα μας τα τελευταία χρόνια είναι το γεγονός ότι παραπαίουμε ανάμεσα σ’ έναν πολιτισμό που δεν είναι δικός μας και στην Παράδοσή μας που δεν ξέρουμε πια πώς να την αφουγκραστούμε.

Απέναντί μας έχουμε όλο το θρασύδειλο λεφούσι του Μαμωνά, που ορμούσε πάντα και θέριζε τις ψυχές μας, όπως το περιγράφει, σοφά, ο Βασίλης Ρώτας στο «Σάλπισμα του Μαμωνά»:
Εμείς ο Μαμωνάς, ο αφέντης του Άδη και του Χα,
ο κύριος του χρυσού και των καταχθονίων μετάλλων,
ο άρχοντας σε στοιχιά του Ερέβου, ζουδιακά του Σκότου
και φύτρα νεοπλασματικά της Τερατογονίας, εξουσιαστής εγκάτων, ο κλειδούχος στις σουρμές της φρίκης,
της παρά φύσιν ηδονής και της αλλοφροσύνης,
εμείς η ολανθισμένη η λώβη απ’ την παχειά σαπίλα,
σαλπίζουμε συναγερμό να συνταχτεί ο στρατός μας.
Ο Μαμωνάς, δια στόματος Σόϊμπλε, προστάζει Dura Lex… said Lex… Σκληρός ο Νόμος... όμως Νόμος.
Κανείς υποταχτικός μας, σκλάβος ή πλερωτός ...δεν τον παραβαίνει.

Προσκυνήστε κοπαδιασμένες φάλαγγες, ακέφαλα κορμιά τον ...Μέγα Σκιάζαρο, Βόλφγκανγκ τον πορνοβοσκό, τους σατράπες του Βερολίνου και τους σαλτιμπάγκους των Βρυξελλών.
«Μπόγηδες, σφάχτες, μπράβοι και τραμπούκοι», που έλεγε ο Ρώτας. Και χτες και σήμερα, με την ίδια άνομη λύσσα, τον διεστραμμένο σαδισμό, όπως τον περιέγραφε κι ο Ιάκωβος Καμπανέλλης μιλώντας για τους τρόπους βασανισμού των ανθρώπων από τους δημίους Γερμανούς στο στρατόπεδο Μαουτχάουζεν, όπου έμεινε κλεισμένος από το 1943 ώς το τέλος του πολέμου. Ανάμεσα στ’ άλλα, γράφει και τούτα για έναν Τσέχο κρατούμενο, που τον σκότωσαν σε κάποιο δάσος κοντά στο Μαουτχάουζεν:

«...Ο Ες-Ες υπαξιωματικός τα ‘χε κανονίσει έτσι ώστε η εκτέλεση να γίνει μεσημέρι. Οι Ες-Ες στρατιώτες είχανε πάρει το συσσίτιό τους μαζί. Είπαν στο μελλοθάνατο να περιμένει κι αυτοί καθήσανε στο χορτάρι να φάνε. Τον ρώτησαν αν θέλει να φάει κι αυτός. Τους είπε πως το μόνο, που θέλει είναι να τον σκοτώσουν αμέσως. Ο υπαξιωματικός του απάντησε πως δεν πρέπει να βιάζεται, γιατί αυτουνού «του αρέσει όταν είναι εκδρομή να τρώει αργά. Εκτός αν προτιμά καμιά ξώφαλτση σφαίρα για πρώτη δόση». Ο Τσέχος δε μίλησε. Σαν αποφάγανε και καπνίσανε, ο υπαξιωματικός διέταξε τους στρατιώτες να ετοιμαστούν. Μπήκαν στη γραμμή, σήκωσαν τα όπλα. Ο Τσέχος κοίταζε ήρεμος τα όπλα. Ο υπαξιωματικός δεν είπε «πυρ». Τους έκανε νόημα να κατεβάσουν τα όπλα. Έβγαλε τα τσιγάρα του και πρόσφερε στο μελλοθάνατο. Αυτός αρνήθηκε. Ύστερα ο υπαξιωματικός του είπε: «Φύγε, είσαι ελεύθερος. Αυτά όλα γίνανε για να καταλάβεις πως αυτό που έκανες και σε φέρανε στο Μαουτχάουζεν δεν πρέπει να το ξανακάνεις. Φύγε».

 «Ακούστε», είπε ο Τσέχος, «δεν φοβάμαι να βλέπω τα όπλα σας. Δεν χρειάζεται να με πυροβολήσετε στην πλάτη». «Ώστε δεν φοβάσαι;», μούγκρισε ο Ες-Ες: «Τότε απλώς θα σου δέσουνε τα μάτια». «Δεν θέλω τίποτα, δε φοβάμαι! Γιατί με βασανίζετε; Πυροβολείστε να τελειώνουμε». «Ούτε τα μάτια;» ξαναρώτησε ο Ες-Ες: «Τότε κλείστα αυτά τα γουρουνίσια μάτια, κλείστα να μην τα βλέπω». Κι όσο τα λεγε αυτά, χτυπούσε το μελλοθάνατο στο πρόσωπο με βέργα. Ο Τσέχος δεν έκλεινε τα μάτια. Ο υπαξιωματικός πρόσταξε να τον δέσουν γερά σ’ ένα δέντρο. Όταν τον δέσανε πλησίασε, έβγαλε το σουγιά του, τον άνοιξε, τύφλωσε τον Τσέχο κι ύστερα τον ρώτησε: «Μας βλέπεις τώρα;». «Όχι, αλλά σας θυμάμαι» απάντησε ο μελλοθάνατος. «Ε, τότε, πριν σε σκοτώσω θα σε κάνω να μας ξεχάσεις», συνέχισε ο Ες-Ες. Πριν τον αποτελειώσουν τον βασάνιζαν επί ώρες. Άρχισε να παραληρεί και να λέει ασυναρτησίες. Τον έλυσαν απ’ το δέντρο και διασκέδαζαν βλέποντάς τον να σέρνεται, να σηκώνεται, να σκουντουφλά, να τρακέρνει πάνω στα δέντρα. Όταν νομίσανε πως είχε αρκετά εξευτελιστεί η αντοχή του και το θάρρος του τον αποτελειώσανε με όλα τα τυπικά μιας καθωσπρέπει εκτελέσεως». (Βλ. Ιάκωβου Καμπανέλλη: «Μαουτχάουζεν», σελ.102-103)

Ο Μισέλ Τουρνιέ, ο Γάλλος συγγραφέας από τους σημαντικότερους του 20ου αιώνα, που «έφυγε» από την ζωή πολύ πρόσφατα, είχε προλάβει να δηλώσει στο «Spiegel» τα εξής: «Η γερμανική ιστορία από τον Τριακονταετή Πόλεμο μέχρι την Πτώση του Τείχους, είναι ένα σκέτο χάος, αλλά οι Γάλλοι νομίζουν ότι πουθενά αλλού δεν υπάρχει καλύτερη οργάνωση απ’ ό,τι στην Γερμανία».

Όμως, αυτό το χάος φέρνει και τις θετικές εξελίξεις. Η απελπισία και η διάλυση που έφερε η Δύση φτάνει στο τέλος της, ανεξάρτητα αν ελάχιστοι το νοιώθουν. Ο πλανήτης μπαίνει σε μια νέα περίοδο, μέσα από πολλές καταστροφές και αίμα, καθώς οι ανθρωποφάγοι πλανητάρχες, Καίσαρες και Επίτροποι και Καγκελάριοι προσπαθούν να πνίξουνε της γης την ανταρσία.
Δύο εκατομμύρια οι νεκροί της Μέσης Ανατολής, από το δυτικό μαχαίρι.


Όλοι μαζί οι «πολιτισμένοι» φονιάδες, με τους οικονομικούς εκτελεστές τους, εποφθαλμιούν και την δική μας γη.
Όμως, οι δήμιοι ας ξέρουν ότι η περίοδος της απόλυτης κυριαρχίας τους τελειώνει οριστικά. Δεν τους φοβόμαστε τους βαρβάρους γιατί:

«Εδώ δεν υπάρχει:
πέτρα που πάνω της να μην έχει αίμα. Ούτε χαράκι
χωρίς ρυάκι πόνου. Ούτε και χώρος, αλώνι, πλαγιά,
χωρίς Αντιγόνη, ανυμέναιη, αφίλητη, άκλαυτη,
πάντοτε...»

Η μεγάλη εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση που έχει ανάγκη ο τόπος ΘΑ ΓΙΝΕΙ, θα γίνει ακόμα κι αν δεν μπορεί κανένας μας να τη φέρει σε πέρας... τότε θα σηκωθούν οι πέτρες για να το κάνουν, γιατί είναι θέλημα Θεού

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...