Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η Εκκλησία στους αγώνες του Έθνους. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η Εκκλησία στους αγώνες του Έθνους. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Φεβρουαρίου 16, 2019

Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΙΜΙΑΛΩΝ ΔΗΜΗΤΣΑΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΩΝ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΩΝ ΕΝΤΟΣ ΑΥΤΗΣ

Ανατολικά της Δημητσάνας στον δρόμο προς την Στεμνίτσα και μέσα στην χαράδρα που σχηματίζεται από του χείμαρρου που διέρχεται νοτιοανατολικά του χωριού Ζυγοβίτσι, βρίσκεται η Μονή Αιμιαλών. Ιδρύθηκε στις αρχές του 17ου αιώνα υπό του εκ Ζυγοβιτσίου καταγόμενου Γρηγορίου Κοντογιάννη, ιερομόναχου και της αδερφής αυτού Ευπραξίας μοναχής.
 
Η Μονή κτίσθηκε μέσα στο κοίλωμα του βράχου. Ολόκληρο το κοίλωμα αποτελεί χώρο της μονής τον οποίον καταλαμβάνουν τα κυριότερα οικοδομήματά της. Στο βάθος αυτού βρίσκεται ο ναός της Μονής έπ' ονόματι της Θεοτόκου, στενόμακρος, διατηρούμενος σε καλή κατάσταση. Διασώζονται ακόμη και σήμερα οι τοιχογραφίες του, όπου εκεί βλέπουμε την τεχνοτροπία των Βυζαντινών χρόνων, έργα των εκ Ναυπλίου Αγιογράφων, αδελφών Μόσχου.
ΜΟΝΗ ΑΙΜΙΑΛΩΝ
Πίσω από τον ναό υπάρχουν ερείπια παλαιοτέρων οικοδομημάτων της Μονής. Μεταξύ των πολλών ερειπίων του ανατολικά του ναού υπάρχουν παλαιότερα ερείπια άλλου ναού της Αγίας Τριάδος.
Η Μονή Αιμιαλών από των πρώτων χρόνων της ιδρύσεώς της φέρεται σταυροπηγιακή δια σιγγιλίου του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Τιμοθέου Α΄ (1614 – 1622) εξαρτιόταν κατευθείαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, του Αρχιερέα της Δημητσάνας, μη έχοντας το δικαίωμα της παρέμβασης στην διοίκηση της Μονής και τα αφορώντα αυτήν. Αυτή η εξάρτηση ανανεώθηκε το έτος 1720 επί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίου Γ΄ και πάλι το έτος 1798 επί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου Ε΄, ο οποίος ως Δημητσανίτης εξεδήλωσε θερμό ενδιαφέρον προς την Μονή δια της διατηρήσεως και ανανεώσεως αυτού του προνομίου της Μονής, όπως καταδεικνύεται από το συγγιλιώδες γράμμα αυτού που φυλάσσεται στο Ιστορικό Αρχείο της Βιβλιοθήκης της Δημητσάνας. Δια το προνόμιο τούτο η Μονή κατέβαλε ετησίως στο Πατριαρχείο το ποσόν των 53 γροσιών, επί Πατριάρχου δε Γρηγορίου Ε΄ και μάλιστα από τον Αύγουστο του έτους 1819 επέτυχε την απαλλαγή της από της υποχρεώσεως αυτής αφού κατάβαλε εφ' άπαξ στο Οικουμενικό Πατριαρχείο το ποσό των 625 γροσιών και τούτω για να παραμείνει μακριά από κάθε ενόχληση προς είσπραξη εκ μέρους του Πατριαρχείου του αρχικά καθορισθέντος δικαιώματος αυτού των 53 γροσιών ετησίως, συμβολικά εις ένδειξη της εξάρτησης της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η Μονή εξελίχθηκε ραγδαίως από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της και μάλιστα δια των ενεργειών του εν αυτής ανατραφέντα μοναχού Παρθενίου, μετέπειτα Επισκόπου Ανδρούσης, του οποίου οι σημειώσεις στον κώδικα της Μονής παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες περί της Μονής.
Η Μονή Αιμιαλών πανηγυρίζει την 8ην Σεπτεμβρίου, ημέρα της γεννήσεως της Θεοτόκου, φέρει δε την ονομασία «Αιμιαλών» απ' την ίδρυσή της. Φέρεται δε και με άλλες ονομασίες όπως «Μυαλών», «Αιμιαλός», «Ομιαλός», «Αιμιαλούς» κανένα άλλο όμως δια αυτών τον ονομάτων δηλώνεται παρά αυτή η Μονή με το αρχικό της όνομα κατά καιρούς παραφθαρμένο. Στην Μονή αποδίδεται και η ονομασία «Παναγία η Χρυσομαλλίτισσα».
Από το έτος 1925 η Μονή Αιμιαλών διαλύθηκε και υπήχθη στην κοντινή Ιστορική Μονή, Ιωάννου του Προδρόμου, πλησίον της Στεμνίτσας και το έτος 1934 ανακηρύχθηκε Εθνικό Μνημείο.
Η Μονή Αιμιαλών έχει συνδέσει την ιστορία της περισσότερο με την στο ληνό αυτής εκτυλιχθείσα τραγωδία κατά το έτος 1806 την περίοδο του μεγάλου κατατρεγμού της Κλεφτουριάς του Μοριά και ιδιαίτερα στον ξεκλήρισμα της γενεάς των Κολοκοτρωναίων.
Λήγοντος του έτους 1805 ο αριθμός των κλεφτών σ' όλο τον Μοριά έφθασε περίπου στις τρεις χιλιάδες. Εκ τούτου η Τουρκική εξουσία άλλους μεν δια δωροδοκίας συλλάμβανε και σκότωνε, άλλους δε διόριζε Κάπους αφού κατάβαλε σε αυτούς υπέρογκες αμοιβές. Η τελευταία αυτή περίπτωση, της παροχής δηλαδή στους κλέφτες υπό της Τουρκικής εξουσίας τιμητικών θέσεων, κατέστησε αυτούς λίαν απαιτητικούς και εξελίχθηκαν σε μεγάλη μάστιγα όχι μόνο δια τους Τούρκους αλλά και δια τους Έλληνες των οποίων δεν υπολόγιζαν διόλου τις περιουσίες των, διαρπάζοντας αυτές. Η κατάσταση αυτή οξύνθηκε όταν ο αδερφός του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, Γιάννης Κολοκοτρώνης ο επικαλούμενος «Ζορμπάς» δια το ατίθασο και το βίαιο του χαρακτήρα του, εφόσον είχε αφορμές και είχε δυσαρεστηθεί κατά του εκ Τριφυλίας Πρωτοσύγκελου και Μοραγιάννη του Μοριά επιτέθηκε κατά αυτού καθόσον μετέβαινε στην Τριπολιτσά και έχοντος μαζί του εξ όλων των επαρχιών εισπραχθέντα δικαιώματα των Πατριαρχείων. Το γεγονός αυτό συντάραξε τους Τούρκους, οι οποίοι δια του Μόρα Βαλεσή Οσμάν Πασά παρέστησαν στην Πύλη την ανάγκη λήψης ριζικών μέτρων κατά των κλεφτών που λυμαίνονταν τον Μοριά.
Τότε κλήθηκε από την διοίκηση ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στην Τριπολιτσά δια την υπόθεση του Μοραγιάννη. Ο Κολοκοτρώνης αρνήθηκε να μεταβεί στην Τριπολιτσά και οι κληρικοί κατόπιν ισχυρής πίεσης από τον Οσμάν Πασά απηύθυναν έντονο αναφορά προς τον Σουλτάνο διαμαρτυρόμενοι και ζητούντες να λάβουν αυστηρά μέτρα κατά της κλεφτουριάς και ιδίως κατά των Κολοκοτρωναίων.
(ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ 'ΝΑΙ ΣΤΟ ΜΟΡΙΑ...)
Το Τούρκικο 'ναι στο Μοριά, το Φράγκικο στην Πόλη,
μα ήταν ο Γιάννης βοϊβόντας, κι' ο Θοδωράκης κλέφτης.
Κι ο Γιώργος από τον Αϊτό, είναι κατής και κρένει.
Πιάνει και γράφει μια γραφή, και στέλνει στο Γιαννάκη.
- Σε εσέ Γιαννάκη μ' αδερφέ και Θοδωράκη κλέφτη
ώρα να ιδείς το γράμμα μου, διαβάσεις την γραφή μου,
μάζω τα παλικάρια μας, δικά σου και δικά ου.
Κι' έβγα στο Σαπολείβαδο, στης Μαρμαριάς τον κάμπο
που έρχεται ο Πρωτοσύγκελος, από τους Γαργαλιάνους,
φέρνει φλωριά μεσ' τον ντορβά, τις ντούπιες στο δισάκι.
Μα πήγαν κι' εφυλάξανε στου γεφυριού το πόδι.
Πιάνουν τον Πρωτοσύγκελο, καβάλα στ' άλογό του
τον πιάνει ο Γιώργος, κι' ο Ζορμπάς, με τα σπαθιά στα χέρια.
Κι' ο Θοδωρής που τ' άκουσε, πολύ του κακοφάνη,
το Σύγγελο απόλυκε στον τόπο του να πάει.
Πεισμώνει ο Πρωτοσύγκελος, και στο Ντιβάνι γράφει:
Τους κλέφτες, τους αρματολούς, ούλους να τους ξεκάμει.
(«Η Λάστα και τα Μνημεία της», Νικόλαος Λάσκαρης, μέρος 4ον σελίδα 487, αρ. (11 α), εν Πύργω τύποις Κ. Δ. Βαρουξή 1908).
Αποτέλεσμα τούτου υπήρξε η έκδοση με διαταγή του Σουλτάνου, υπό του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄, φρικτού επιτιμίου κατά της κλεφτουριάς και για όσους του υποθαλπόταν αυτούς, σταλμένο μαζί με το φιρμάνι της εξόντωσης της κλεφτουριάς, με άκρα μυστικότητα, προς τον Οσμάν Πασά στην Τριπολιτσά. Τον Νοέμβριο του έτους 1805, δια του επιτίμου αυτού υποχρεούνταν οι Χριστιανοί όχι μόνο να μην τροφοδοτούν και ενισχύουν τους κλέφτες, αλλά και να προδίδουν αυτούς στην Τουρκική εξουσία προς εξόντωση.
Έτσι από τις τοπικές αρχές άρχισε ένας ανελέητος άγριος και συστηματικός διωγμός της κλεφτουριάς υπό των Τούρκων συνεπικουρουμένων υπό των φοβισμένων Χριστιανών, οι οποίοι με προτροπή των προκρίτων υποδείκνυαν στους Τούρκους τα κρησφύγετα των καταδιωγμένων κλεφτών. Μετά την πάροδο τότε μικρού χρονικού διαστήματος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αφού προηγουμένως διέτρεξε τον Μοριά τέσσερις φορές ήλθε στην Γορτυνία μετά δέκα επτά συγγενών του και του πιστού παλικαριού του Γιώργου ή Γιώργα από τον Αϊτό της Τριφυλίας. Εκεί όμως διωκόμενος αποφασίζει να διασπάσει το μπουλούκι (ομάδα) του σε μικρότερα μπουλούκια. Επακολουθεί μεγάλη πανωλεθρία υπό των Τούρκων, φονεύεται ο πρώτος του εξάδελφος Γιωργακλής σε ενέδρα σε γεφύρι στον κάμπο της Μαρμαριάς. Καίγεται ζωντανός ο αδερφός του Γιωργακλή, Γιάννης ο λεγόμενος και «Κουντάνης», στα Καλύβια του Χρυσοβιτσίου μετά από ερωτικό επεισόδιο με την Θεοδώρα κόρη του Κοτζαμπάση Βελέντζα από την Νεμνίτσα της Βυτίνας. Ο Κουντάνης την απήγαγε την κόρη του Βελέντζα όμως η Θεοδώρα δεν θέλησε ν' ακολουθήσει και ο Κουντάνης της άφησε ελεύθερη χωρίς καν να την πειράξει. Ο Βελέντζας κάλεσε τους Τούρκους όπου τον κυνήγησαν και τον έκλεισαν στα Καλύβια του Χρυσοβιτσίου όπου τον έκαψαν ζωντανό μέσα στην καλύβα του. Επίσης φονεύεται ο Δημητράκης Κολοκοτρώνης.
Ο Γιάννης Ζορμπάς, μετά του ξαδέρφου του Γιώργα επίσης με τον Γιώργο από τον Αϊτό της Τριφυλίας και τεσσάρων άλλων Κολοκοτρωναίων μετέβησαν στο χωριό Ζάτουνα πλησίον της Δημητσάνας. Εκεί ο Ζορμπάς βρήκε κάποιο φίλο του ονομαζόμενο Θανόπουλο. Ο οποίος τους πρότεινε να φύγουν από την Ζάτουνα να κατέβουν στο χωριό «Παλιοχώρι», για να προμηθευτούν τροφές, εκεί πλησίασαν στο Μοναστήρι των Αιμιαλών που βρισκόταν δίπλα, όπου εκεί τους περίμενε το οικτρό τους τέλος.
Μόλις εμφανίσθηκαν στο Μοναστήρι βρήκαν το καλογεροπαίδι να κλαδεύει τ' αμπέλι. Τον πλησίασαν με προφυλάξεις και εφόσον βεβαιώθηκαν ότι δεν υπήρχαν Τούρκοι, ζήτησαν να ιδούν τον καλόγερο για να τους φιλοξενήσει και να τους κρύψει σε ασφαλές σημείο. Το καλογεροπαίδι έτρεξε και φώναξε τον καλόγερο να βγει έξω. Μόλις ο καλόγερος βγήκε από το μοναστήρι, τον πλησίασε ο Ζορμπάς τον άρπαξε από τα μαλλιά που τα είχε κοτσίδα και του έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό λέγοντας: «Άκουσε καλά καλόγερε, είμαι ο Ζορμπάς ο Κολοκοτρώνης, κρύψε μας και φέρε μας να φάμε και να πιούμε. Τήρα καλά διαβολοπαρμένε, μην μας μαρτυρήσεις, γιατί σου κόβουμε το κεφάλι και το κρεμάμε να το φάνε τα κοράκια..»
Ο καλόγερος σοκαρίστηκε και έτρεμε από τον φόβο του και τους απάντησε θετικά με το νεύμα του χωρίς ν' αρθρώσει λέξη.
Τους έκρυψε στο ληνό όπου μέσα είχε κληματόβεργες από το κλάδεμα των αμπελιών τους τάγισε και τους έφερε αρκετό κρασί να πιουν και να πέσουν να ξεκουραστούν.
(ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ ΚΛΑΔΕΥΕ...)
Καλόγερος κλάδευε της Αιμυαλούς τ' αμπέλια.
Βλέπει από πέρα κι' έρχονται τον Γιώργο και τον Γιάννη,
από μακριά τον χαιρετούν κι' από κοντά του λένε;
«Για κρύψε μας, καλόγερε, κρύψε μας, μπουραζέρη
ψωμί κρασί για φέρε μας κ' είμαστε πεινασμένοι».
-«Που να σας κρύψω βρε παιδιά, που να σας λημεριάσω,
που 'χω κακό ηγούμενο κι' αγά διαβολεμένο»;
«-Ελάτε μπάστε στο ληνό και κάμετε λημέρι,
που είν' ο τόπος απόμερος κι' αλάργα από τη στράτα».
Επήγε και τους έκρυψε σ' ένα ληνό στ' αμπέλια,
που 'ταν γιομάτο κλήματα από τα κλαδεμένα.
Πετιέται ο Γιώργος και του λέει κι' ο Γιάννης του μιλάει
-«Καλόγερε φέρε ψωμί να φαν τα παλικάρια».
-«Καθίστε λίγο βρε παιδιά να πάγω να σας φέρω».
«Τήρα καλά, καλόγερε, να μην μας μαρτυρήσεις,
σου κόβει ο Γεώργος τα μαλλιά κι ο Γιάννης το κεφάλι».
-«Αστροπελέκι! Να μου 'ρθε, φωτιά και να με κάψει.
Να μαρτυρήσω 'γω την κλεφτουριά, τους Κολοκοτρωναίους».
.......................................................................
Δια αυτών των στίχων αναφέρονται παραστατικότατα τα διατρέξαντα γεγονότα από της στιγμής που κατέφυγαν οι Κολοκοτρωναίοι μέχρι της στιγμής κατά την οποία τους πρόδωσε ο καλόγερος ο οποίος φαίνεται να χολώθηκε από τα λόγια και της ιταμής συμπεριφοράς του Γιώργη και Γιάννη Κολοκοτρώνη και της συντροφιάς των.
.................................................................
Κι εκείνος πείσμα το 'βαλε πολύ του κακοφάνει
τους άφησε ξένοιαστους, και πάει να τους προδώσει,
στην Δημητσάνα έφθασε κι ευθύς τελάλη βγάζει,
έχω κρυμμένους στο ληνό τους Κολοκοτρωναίους.
Κι' εκείνος όταν έφτασε στου δήμαρχου πηγαίνει.
«Δήμαρχε, σέλωσ' τ' άλογο, φόρεσε τ' άρματά σου.
Τους κλέφτες αποτόπιασα, να πας να τους σκοτώσεις».
Κι' ευθύς ντελάλη έβαλε σ' όλη την Δημητσάνα.
«Παιδιά σελώστε τ' άλογα κι' ευθύς αρματωθείτε.
Για πάρτε τειάφιν αρκετό, να πάμετε στα ληνά μας,
που 'κει 'ν' οι κλέφτες οι πολλοί, ο Γιώργος με το Γιάννη,
να τους εβάλωμε φωτιά, προτού μας κάψουν 'κείνοι.
.............................................................................
Ο καλόγερος μετά την πρώτη επαφή με τους Κολοκοτρωναίους και την διένεξη που είχαν, στέλνει κρυφά το καλογεροπαίδι και ειδοποιεί στην Στεμνίτσα το εκεί ευρισκόμενο Τουρκικό απόσπασμα, ο ίδιος δε μεταβαίνει εσπευσμένα στην Δημητσάνα, προφανώς να μην βρίσκεται κατά την επιδρομή των Τούρκων εντός της Μονής. Τότε, εξ ακριτομυθίας πιθανότατα του καλόγερου, πληροφορείται ο πρόκριτος της Δημητσάνας Αθανάσιος Αντωνόπουλος τα της προδοσίας του καλόγερου και επιχειρεί να σώσει, τους εν τη Μονή ευρισκόμενους Κολοκοτρωναίους. Τους ειδοποιεί κρυφά αυτούς να φύγουν από το Μοναστήρι πριν επέλθουν κατά αυτών οι Τούρκοι, εν των μεταξύ πορεύθηκε βραδέως προς την Μονή με Ζυγοβιτσάνους και Δημητσανίτες, εφόσον έριχνε από μακριά πυροβολισμούς. Πάλι προσπαθεί να ειδοποιήσει τους Κολοκοτρωναίους, όμως οι προσπάθειές του Αθανασίου Αντωνόπουλου απέβησαν μάταιοι, διότι ήδη είχε φθάσει το Τουρκικό απόσπασμα από την Στεμνίτσα με τριπλάσιους στρατιώτες από ότι ήταν η κάθε περίπολος. Το πρώτο τμήμα του αποσπάσματος διήλθε της Μονής χωρίς να γίνει αντιληπτό από τους Κολοκοτρωναίους, κρύφθηκε στο γειτονικό ρέμα που βρίσκεται κάτω από το βουνό Κλινίτσα. Το δεύτερο τμήμα συνεπικουρούμενο από τους παρευρισκόμενους Στεμνιτσιώτες, Ζυγοβιτσάνους και Δημητσανίτες δέχθηκε τους πρώτους πυροβολισμούς των Κολοκοτρωναίων οι οποίοι πέτυχαν αρκετούς Τούρκους όπου και φόνευσαν μερικούς.
Μετά από αυτό οι Κολοκοτρωναίοι κλείστηκαν εντός του ληνού και άρχισαν να βάλουν δια μέσου των πολεμίστρων κατά των Τούρκων οι οποίοι είχαν περικυκλώσει το ληνό.
Τα κατά αυτή την φονική συμπλοκή διασώζονται οι στίχοι:
.........................................................................
Τρεις παγανιές βγήκανε και πάνε να τους πιάσουν.
Από μακριά τους έζωσαν κι από κοντά τους λένε:
«Έβγα, Ζορμπά, προσκύνησε, μ' όλη την συντροφιά σου,
να σου χαρίσω την ζωή με όλα τα παιδιά σου.
-Πως με περνάς, Μπουλούμπαση, για να σε προσκυνήσω;
Που 'γω είμ' ο Γιάννης ο Ζορμπάς, κι αν σου βαστάει ζύγω».
Δεν κόταγαν να παν κοντά, φωτιά από το ντουφεκίδι
κι όσοι κοντά εζύγωναν τους έτρωγε το μαύρο φίδι.
.................................................................................
Στην προσπάθεια των οι Τούρκοι να εξοντώσουν τους εν τω ληνό εγκλωβισμένους Κολοκοτρωναίους προς της επέλασης της νύκτας αποπειρώνται να πυρπολήσουν την Μονή.
...ρίξαν φωτιά μεσ' στο ληνό, κουβάρια θειαφοκέρι,
πιάσαν οι κληματόβεργες, κι' ο Γιάννης τραγουδάει:
«Τώρα θα ιδείς Μπουλούμπαση, να ιδείς πως προσκυνάνε.
Δεν είναι μια, δεν είναι δυο που σ' έκαμα άνου κάτου,
που σ' έκαμα Μπουλούμπαση σαν τον λαγό να τρέμεις.
Χίλιες φορές τα γιόμισες, πάλι θα τα γιομίσεις».
Και το ντουφέκι τ' άδειασε, κι' έκαμε ένα γιουρούσι,
τρεις μπαταριές του ρίξανε και πέφτει λαβωμένος,
και η φωτιά τον έζωσε και τ' άρματα δεν πιάνουν,
του ρίχνουν άλλη μπαταριά και μούγκριζε σα λύκος.
«Αφήνω γεια, σύντροφοι μου, μ' έφαγαν οι μουρτάτες».
........................................................................
ΛΗΝΟΣ ΜΟΝΗΣ ΑΙΜΙΑΛΩΝ
Έτσι παραδίδεται ο ληνός στο πυρ, εφόσον γέμισε μέσα καπνό αναγκάζονται οι μέσα σ' αυτόν κλεισμένοι να πραγματοποιήσουν ηρωική έξοδο. Πρώτος εξέρχεται ο αρχηγός τους, ο Γιάννης Ζορμπάς βλαστημώντας τους Τούρκους και τον καλόγερο, ο οποίος αψηφώντας τους πυροβολισμούς και την φωτιά που είχε περιζώσει τον ληνό εξέρχεται βάλλοντας κατά των Τούρκων και μαχόμενος ηρωικά πέφτει, εφόσον έπεφταν αρκετά βόλια στην πόρτα του ληνού.
....Μα όσα φτερά και πούπουλα έχει η μαύρη κότα
τόσα ντουφέκια πέφτανε μες του ληνού την πόρτα....
Μετά από αυτόν πέφτουν στο πυρ και οι υπόλοιποι έξη σύντροφοι του όπου και αυτοί είχαν την ίδια τύχη με τον Ζορμπά.
Οι Τούρκοι με αρχηγό τον Αλβανό Ισά Μπουλούκμπαση, τους έκοψαν τα κεφάλια και αφού τα παλούκωσαν τα διαπόμπευαν μέσα στην Δημητσάνα. Στη συνέχεια τα πήγαν στην Τρίπολη περνώντας από κάθε πόλη και χωριό επιδεικνύοντάς τα, αλλά και προς συμμόρφωση των κατοίκων για το τι θα επακολουθήσει με τους υπόλοιπους κλέφτες και με όποιον τους βοηθήσει. Όταν έφθασαν στην Τρίπολη έδωσε εντολή ο Πασάς να τα παλουκώσουνε στη μέση της πλατείας και δίπλα από τα δυο μεγάλα πλατάνια εκεί που κρέμαγαν τους ονομαστούς κλέφτες που έπιαναν αιχμάλωτους. Είναι η πλατεία που σήμερα έχει πάρει το όνομα του Στρατηγού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κυνηγημένος από τους Τούρκους και προδομένος από τον Ζαχαριά παιδί του Παρασκευά από το χωριό Πυργάκι είχε καταφύγει στο βουνό Κλινίτσα δίπλα από το χωριό Ζυγοβίτσι πάνω και απέναντι από το Μοναστήρι των Αιμιαλών. Ακούγοντας τις μπαταριές έβαλε το κιάλι του και είδε όλο το δράμα των δικών του ανθρώπων αλλά ήταν αδύνατο να προλάβει να πλησιάσει και να τους βοηθήσει.
Μετά από αυτό αποφασίζει να φύγει από τον Μοριά όσο το πιο γρηγορότερο διότι όπως έλεγε: «Δεν μας χωράει άλλο εδώ ο τόπος».
...Ο Θοδωρής αγνάντευε ψηλ' από την Κλινίτσα:
«Σήκω φόρτο να φύγουμε, στη Ζάκυνθο να πάμε
τι μας έζωσαν τα σκυλιά, οι άπιστοι μουρτάτες».
Υπάρχουν τρεις εκδοχές για το πώς οι Κολοκοτρωναίοι έπεσαν στην παγίδα του καλόγερου. Είναι περίεργο πως δεν έλαβαν τα μέτρα τους έναντι αυτού του ανθρώπου, ώστε να μην τους προδώσει. Πώς εμπιστεύθηκαν άραγε με την πρώτη τον καλόγερο;
Πρώτη εκδοχή είναι να τους πότισε αφιόνι (υπνωτικό) είτε με το νερό, είτε με το φαγητό. Οι Τούρκοι όταν έβγαλαν το φιρμάνι, ταυτόχρονα μοίρασαν και αφιόνι σε χωριά, μοναστήρια, μύλους, χάνια, τσοπάνηδες και όπου αλλού μπορούσαν να ζητήσουν βοήθεια οι κλέφτες.
Δεύτερον, να ήταν πολύ κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι από τις κακουχίες και αφού έφαγαν καλά να κάθισαν δίπλα στην φωτιά και να αποκοιμήθηκαν χωρίς να καταλάβουν τίποτα.
Και τρίτον, ο καλόγερος καθώς τους βρήκε νηστικούς να τους έδωσε φαγητό και κρασί πολλών ετών. Έτσι να μέθυσαν και να έγειραν να κοιμηθούν κοντά στη φωτιά.
Διίστανται ακόμη και σήμερα οι απόψεις για το ποιος σκότωσε τους Κολοκοτρωναίους, άλλοι υποστηρίζουν ότι τους σκότωσαν οι Έλληνες μιας και στην Δημητσάνα την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν Τούρκοι.
Το δράμα των Κολοκοτρωναίων στο ληνό των Αιμιαλών έγινε γνωστό σ' όλο το Μοριά. Απέλπισε τους νοσταλγούς της πολυπόθητης ελευθερίας αλλά και αναπτέρωσε τις βλέψεις των Τούρκων να συνεχίσουν το ξεκλήρισμα.
Λίγο καιρό μετά τον χωρισμό των κλεφτών ο χαραγμένος με αίμα δρόμος για την κλεφτουριά έφθασε στο τέλος του. Όλοι όσοι χωρίσθηκαν σκοτώθηκαν, η εξόντωση των κλεφταρματολών του Μοριά υπήρξε ολοκληρωτική. Καθημερινώς στον πασά της Τρίπολης έφθαναν μαντάτα πως σκότωσαν τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και ο πασάς τους έδινε μπαξίσια διότι του πήγαιναν κεφάλια από άλλους κλέφτες αλλά και από φιλήσυχους ραγιάδες που έμοιαζαν του Κολοκοτρώνη.
Άλλο ένα επεισόδιο αξίζει να πούμε για την πορεία του Κολοκοτρώνη προς την Ζάκυνθο. Οι Τούρκοι δεν σταμάτησαν να αναζητούν τον Κολοκοτρώνη σε κάθε άκρη του Μοριά. Ήξεραν ότι ο Θοδωρής είχε κεντήσει με στίγμα μπαρούτης την χρονολογία γέννησής του στο χέρι του. Κάθε τόσο πήγαιναν στον Πασά ένα χέρι επιδεικτικά κρεμασμένο, που να είχε στίγμα μπαρούτης, λέγοντας ότι είναι του Κολοκοτρώνη και εισέπρατταν ένα σεβαστό μπαξίσι. Έπειτα μάθαινε πάλι ο πασάς ότι ο Κολοκοτρώνης ζει.
Περί του προδότη καλόγερου, λέγετε, ότι αυτός μεταμέλησε δια την επαίσχυντο προδοσία του. Έθαψε τα ακέφαλα πτώματα των Κολοκοτρωναίων πλησίον του ληνού μοιρολογώντας: -«Εγώ Γιάννη σε πρόδωσα, εγώ και θα σε θάψω».
Εφόσον μισήθηκε υπό πάντων αναγκάσθηκε να φύγει από τον τόπο και να μεταβεί στο Άγιο Όρος, όπου έζησε το υπόλοιπο της ζωής του σε πλήρη απομόνωση. Αυτό ήταν το τέλος των Κολοκοτρωναίων που θέλησαν στα μαύρα χρόνια του κατατρεγμού να μεταβούν στη Μονή των Αιμιαλών για να βρούνε κάποιο αποκούμπι για λίγο ξεκούραση και φαγητό.
Μοίρα σκληρή βάρυνε εξ αρχής την οικογένεια των Κολοκοτρωναίων, που επί πέντε σχεδόν γενεές θυσιάζονταν στον ιερό βωμό του αγώνα δια την αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού της πατρίδας μας. Ο δε λαός μας μετά από τα τόσα παθήματα της οικογένειας των Κολοκοτρωναίων, παροιμιωδώς μετέφερε σε περιπτώσεις συνεχώς πασχόντων ανθρώπων και δεινά τυραννημένων, δια της φράσης: «Πληρώνει Αμαρτίες Κολοκοτρωνέϊκες».
Ο Γ. Καρβελάς στο βιβλίο του «Παρατηρήσεις περί του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη», αποδίδει ότι οι Κολοκοτρωναίοι είχαν καταστεί μάστιγα για τον Χριστιανικό πληθυσμό, αναφέρων μάλιστα το εξής περιστατικό: Μερικές νεανίδες κατά τα γεγονότα της Μονής Αιμιαλών βρίσκονταν πέρα από το ποτάμι και έβλεπαν τα διαδραματιζόμενα και μετά χαράς έβλεπαν και χόρευαν και τραγουδούσαν, βλέποντας ότι απαλλάσσονταν από τον εφιάλτη της συμμορίας των Κολοκοτρωναίων, που λύμαινε την περιοχή. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αργότερα παραπλέων κοντά στο Άθως, έστειλε επιστολή στον εκεί Πατριάρχη Γρηγόριον τον Ε΄, εκεί που βρίσκονταν εξόριστος και του εξομολογήθηκε ότι «πνέει κατά των Δημητσανιτών εκδίκηση αίματος». Όμως ο Κολοκοτρώνης μετά από αυτό το γεγονός υπέστη σοβαρή μεταβολή στον χαρακτήρα του και στην σκέψη του. Διότι αναγκάσθηκε μετά το δράμα των Αιμιαλών να μεταβεί στην Ζάκυνθο, απαλλάχθηκε από τους κακούς συγγενείς. Ο παλαιός κλέφτης εξαφανίσθηκε από μέσα του και άρχισε να σκέπτεται σοβαρά και την θέση του κλέφτη την κατέλαβε ο θερμός πατριωτισμός για την Ελευθερία της Πατρίδος. Αφοσιώθηκε στο έργο της προετοιμασίας της απελευθέρωσης και της στρατηγικής του.
Περί του δράματος των Κολοκοτρωναίων στο ληνό της Ιεράς Μονής Αιμιαλών έχουν γράψει ο Τάκης Κανδηλώρος στο έργο του «Ιστορία της Γορτυνίας» και ο Τάσος Γριτσόπουλος στο έργο του «Η παρά την Δημητσάνα Μονή Αιμιαλούς». Εδώ υπάρχει και η περιγραφή της Μονής τεχνοκριτική και ιστορική. Πληθέστερη έκθεση της Ιστορίας της Μονής, μετά τεχνοκριτικής υπάρχει στο βιβλίο του ιστοριοδίφη Γεωργίου Καρβελά «Τα Μνημεία της Δημητσάνας».
Ο ληνός κτίσθηκε μεταξύ 20 Απριλίου και 1η Αυγούστου. Από τον κώδικα της Μονής Αιμιαλών πληροφορούμεθα τις ειδήσεις...
Το σχετικό σημείωμα έχει ως εξής «1781 Απριλίου 20 αρχίσαμε το ληνό στις Φακίστρες και ετελειώθη Αυγούστου 1. Ήταν ηγούμενος ο Παρθένιος Μπεγλόπουλος. Τα έξοδα τα έβαλε ο Άγιος π. Κορώνης κύρ Μακάριος Παπαγιαννόπουλος. Τα έβαλε, όμως τα πήρε πίσω και άλλα ακόμη του Μοναστηριού...».
Στο ληνό της Μονής, ο οποίος σώζεται μέχρι σήμερα υπάρχει μια μαρμάρινη πλάκα επί της οποίας αναγράφονται τα εξής:
«Ληνός Κολοκοτρωναίων, παρασκευάζοντες τον εθνικόν αγώνα, έπεσαν προ του ληνού τούτου την 1ην Φεβρουαρίου 1806 έξι κλέφται Κολοκοτρωναίοι υπό τον Γιάννην Ζορμπάν».

Δευτέρα, Μαΐου 16, 2016

Το επαναστατικό κίνημα του παπα-Θύμιου Βλαχάβα




Παπα-Θύμιος Βλαχάβας
(Λαογρ. Μουσείο Μεγ. Μετεώρου)
Φόρος τιμής στον ήρωα της πίστης και της πατρίδας, στον αγωνιστή παπα-Θύμιο Βλαχάβα

“... παιδί μου, μη φοβού, το αίμα το δικό μας
σαν τη βροχή της άνοιξης το χώμα θα ποτίσει,
για να φυτρώσει η λευτεριά, επλάκωσεν η ώρα...
Εμείς θε να κοιμώμεθα βαθειά βαθειά στο μνήμα
και θα ν’ ακούμε τη βοή του φοβερού πολέμου,
τον κρότο, την ποδοβολή, τη χλαλοή της νίκης
επάνω από το χώμα μας να τρέχη να διαβαίνη,
και τα παιδιά μας θάρχωνται ελεύθερα, Βλαχάβα,
να μας σχωρούν στην εκκλησιά και να μας μνημονεύουν.”
Αρ. Βαλαωρίτης, Τα δυό βουνά (παπα-Θύμιος Βλαχάβας)

Ένα από τα πιο γνωστά στασιαστικά κινήματα λίγο πριν ξεσπάσει η Επανάσταση του 1821 είναι αυτό που οργανώθηκε στην περιοχή της Θεσσαλίας από τον Θύμιο Βλαχάβα, στις αρχές του 19ου αιώνα, εναντίον του Αλή πασά των Ιωαννίνων.
Ο Ευθύμιος Βλαχάβας (Μπλαχάβας) γεννήθηκε στο χωριό Σμόλιανη (Ισμόλια) Τρικάλων. H ακριβής χρονολογία της γέννησής του είναι άγνωστη, ωστόσο πρέπει να την τοποθετήσουμε γύρω στα 1770.
Ο πατέρας του, γερο-Βλαχάβας, ήταν αρματολός στα Χάσια, σύγχρονος των αρματολών Ζίδρου και Λάζου και σύμφωνα με τον Νικόλαο Κασομούλη πρέπει να πέθανε στο 1780.
Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου: ορμητήριο του Παπα-Θύμιου Βλαχάβα
Υπάρχει πάντως η πιθανότητα, σύμφωνα με μια ενθύμηση που έχουμε από χειρόγραφο της μονής Μεταμορφώσεως Μετεώρων και αναφέρεται σε κάποιον καπετάν Θανάση Μπλαχάβα, να ζούσε ακόμη στα 1792.
Είτε έτσι είτε αλλιώς ο Θύμιος αφού πρώτα χειροτονήθηκε παπάς (απ' όπου και το Παπαθύμιος με το οποίο έμεινε γνωστός) ύστερα από τον θάνατο του πατέρα του ανέλαβε ο ίδιος το αρματολίκι στα Χάσια.
Από αυτήν την πρώτη περίοδο της ζωής του ως αρματολού έχουμε μια περιγραφή του προξένου και περιηγητή Πουκεβίλ που έγινε δεκτός από τον Βλαχάβα και τους άνδρες του, έφαγε μαζί τους και τους άκουσε να τραγουδούν:
«Σ' αυτόν τον ερημικό ξενώνα μας περίμενε ο Ευθύμιος Βλαχάβας, αρχηγός ενόπλων στη Θεσσαλία, με σύντροφο τον Ζόγγο, αρχηγό παλικαριών των Αγράφων και του Αχελώου.
Οι δυο αυτοί καπεταναίοι με γέμισαν φιλοφρονήσεις, και θέλησαν με κάθε τρόπο να με φιλέψουν αρνί ψημένο όπως το συνήθιζαν οι ομηρικοί ήρωες...
Αφού ετεμάχισαν το ψητό, έκαναν τις συνηθισμένες προπόσεις που αρχίζουν πάντοτε για ορισμένους αγίους...
Οι καπεταναίοι θέλησαν έπειτα να μου προσφέρουν μια συναυλία με τους στρατιώτες τους, που έπαιρναν μετριόφρονα τον τίτλο του κλέφτη, και το κατόρθωσαν τραγουδώντας μεγαλόφωνα το τραγούδι του Μπουκουβάλα, που το συνόδεψαν με τον ήχο από τις παράτονες λύρες...».
Ο Θύμιος Βλαχάβας έζησε λοιπόν στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου, χρονική περίοδο η οποία προσδιορίζεται από σημαντικά γεγονότα τόσο στο πολιτικό, όσο και στο ιδεολογικό και στρατιωτικό επίπεδο και τα οποία σηματοδοτούν καίρια τα χρόνια που θα ονομασθούν αργότερα προεπαναστατικά.
Η αποδιοργάνωση του Οθωμανικού κράτους έχει προχωρήσει σε σημαντικό βαθμό, η ισχυροποίηση του Αλή πασά των Ιωαννίνων επίσης είναι γεγονός σημαντικό ενώ ο Ελληνισμός με τον ένα ή τον άλλο τρόπο βρίσκεται σε άνοδο και στην πορεία της εθνικής χειραφέτησης.
Πέρα από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που ευνοεί την ανάληψη αντιστασιακής δράσης, στο ατομικό επίπεδο της ιδεολογικής συγκρότησης είναι σημαντική η πληροφορία που μας δίνει ο Κασομούλης σύμφωνα με την οποία ο Παπαθύμιος είχε έλθει σε επαφή με κείμενα όπως ο Χρονογράφος και ο Αγαθάγγελος.
Από αυτά το πρώτο είναι μια καταγραφή γεγονότων που έχουν σχέση με την εκκλησιαστική ιστορία, γραμμένο σε απλή γλώσσα που γνώρισε μεγάλη διάδοση στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ενώ το δεύτερο είναι έργο προπαγάνδας που συντελεί οπωσδήποτε στο «ξύπνημα της λαϊκής ψυχής», όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Κ. Θ. Δημαράς.
Προτομή του παπα-Θύμιου Βλαχάβα απέναντι ακριβώς
από το ορμητήριό του, την μετεωρίτικη Μονή του Αγίου Δημητρίου
Γενικά βέβαια και τα δύο έργα και ειδικότερα το δεύτερο με την εξαγγελία για την έλευση του «ξανθού γένους» που θα ελευθερώσει τους Έλληνες περιέχουν στοιχεία που ευνοούν με τη σειρά τους την όλη επαναστατική κινητικότητα.
Στο σημείο αυτό ωστόσο αξίζει να αναφέρουμε και κάποια άλλα γεγονότα που συμβαίνουν στον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής και επηρεάζουν καίρια το όλο σκηνικό, συντελώντας στη δημιουργία επαναστατικού αναβρασμού.
Βρισκόμαστε στα χρόνια του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1806-1812) και ο ρωσικός στόλος έχοντας επικεφαλής τον ναύαρχο Σενιάβιν δρα στην περιοχή του Βορείου Αιγαίου, όπου έχει σημαντικές επιτυχίες εναντίον των Τούρκων με μεγαλύτερη εκείνη της κατάληψης της Τενέδου, γεγονός που αναπτερώνει τις ελπίδες των ραγιάδων.
Στη ναυτική μοίρα του Σενιάβιν έχουν ενσωματωθεί και Έλληνες πολεμιστές ενώ φυγάδες Σουλιώτες στέλνονται από τους Ρώσους στη Λευκάδα που απειλείται από τον Αλή πασά.
Με την έναρξη του πολέμου εξάλλου, ο Αλή πασάς που ανησυχεί για την ασφάλεια της επικράτειάς του είχε αφαιρέσει από τους αρματολούς των Αγράφων και του Κάρλελι (η περιοχή της σημερινής Αιτωλοακαρνανίας περίπου) κάθε εξουσία.
Πρέπει ακόμα να σημειώσουμε ότι ένταση επικρατεί και στην περιοχή της Σερβίας, όπου, πριν ακόμη από την κήρυξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου εκδηλώνεται επαναστατικό κίνημα στην αρχή κατά των τοπικών γενιτσάρων και αργότερα εναντίον Τούρκων, το οποίο με τον απελευθερωτικό χαρακτήρα που προσλαμβάνει και τις επιτυχίες στα πεδία των μαχών (κατάληψη Βελιγραδίου από τους εξεγερθέντες) αποτελεί στα μάτια των υποδούλων ένα παράδειγμα προς μίμηση.
Μέσα στις ευνοϊκές αυτές συνθήκες για την έξαρση του επαναστατικού πνεύματος αλλά και εξαιτίας της καταδίωξης του Αλή πασά ξεσπά πρώτα το κίνημα του Νικοτσάρα και των άλλων αρματολών και κλεφτών του Ολύμπου που διώχνουν τους Αλβανούς ντερβεναγάδες του Αλή και επιτίθενται στα ασκέρια του.
Ωστόσο στη φάση αυτή ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος δεν θα αργήσει με την παρεμβολή και των άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων να οδηγηθεί σε ανακωχή (συνθήκη του Τιλσίτ, 1807), πράξη ιδιαίτερα αρνητική για τους εξεγερμένους κλέφτες και αρματολούς αφού η θέση του Αλή πασά ενισχύεται σημαντικά.
Όμως τα πράγματα δεν ηρεμούν αφού ο Νικοτσάρας και οι σύντροφοί του μετατρέπονται σε πειρατές και δρουν στο Αιγαίο προτού η όλη επιχείρηση γνωρίσει τελικά το άδοξο τέλος και ο αρχηγός της σκοτωθεί πολεμώντας κοντά στο Λιτόχωρο.
Ωστόσο η όλη δράση του, που καλύπτει μεγάλο χρονικό διάστημα αφού ουσιαστικά έχει αρχίσει από το 1793, και ο ηρωικός θάνατός του συντελούν στη δημιουργία ενός θρύλου που συντηρεί την έξαψη των πνευμάτων.
Παράλληλα ο Κατσαντώνης και ο Κίτσος Μπότσαρης με τους Σουλιώτες μετά την αρνητική γι' αυτούς τροπή του Ρωσοτουρκικού πολέμου, αφού δράσουν για ένα διάστημα στην Ακαρνανία, όπου είχαν σημαντικές επιτυχίες εναντίον των Αλβανών του Αλή πασά, καταφεύγουν τελικά στην Κέρκυρα και στην Πάργα.
Μέσα στο κλίμα αυτό της γενικευμένης αναστάτωσης, ο Αλή πασάς δεν έχασε την εμπιστοσύνη του προς το πρόσωπο του Θύμιου Βλαχάβα και των αδελφών του, που έχοντας συγκροτήσει ένα σώμα από 60 αρματολούς εξακολουθούσαν να προστατεύουν την περιοχή του βιλαετιού των Τρικάλων από τους ληστές και να μισθοδοτούνται από αυτόν.
Ωστόσο τα γεγονότα δεν άφησαν τελικά ανεπηρέαστο και τον Παπαθύμιο.
Στην ανέλιξη του κινήματος του Βλαχάβα από τη σύλληψη και την οργάνωσή του έως την εκτέλεσή του πέρα από το γενικότερο κλίμα των εξεγερμένων κλεφτοαρματολών, που τώρα βρίσκονταν όπως είπαμε στην περιοχή των Ιονίων υπηρετώντας τους Ρώσους, ο Βλαχάβας φέρεται ότι είχε έλθει σε επαφή με τον ηγέτη των Σέρβων επαναστατών Καραγεώργη και τον Ρώσο ναύαρχο Σενιάβιν.
Ωστόσο καμιά ιστορική πηγή δεν βεβαιώνει παρόμοιες κινήσεις μολονότι ο Τουρκαλαβανός ποιητής Χατζησεχρέτης που έγραψε την Αληπασιάδα, μακροσκελές ποίημα που εξυμνεί τα κατορθώματα του Αλή πασά, παρουσιάζει τον Βλαχάβα να απευθύνεται στους αγάδες της Λάρισας και των Τρικάλων και να τους λέει ότι είχε έλθει σε συνεννοήσεις με τον Καραγεώργη.
Bέβαια ο Χατζησεχρέτης επιζητεί να μεγεθύνει τις δυσκολίες που συνάντησε ο πασάς των Ιωαννίνων προκειμένου να υπερτονίσει τα επιτεύγματά στο στρατιωτικό πεδίο αλλά την άποψη αυτή συμμερίζεται και ο δικός μας Κωνσταντίνος Σάθας χωρίς να έχει άμεση ή έμμεση υποστήριξη από ιστορικές πηγές, ο οποίος κάνει λόγο για Ρώσους απεσταλμένους με επιστολές προς τον Βλαχάβα εκ μέρους του ηγέτη των Σέρβων Καραγεώργη και του Ροδοφοινίκη, Έλληνα στην υπηρεσία των Ρώσων.
Πιθανότερο ωστόσο είναι ότι κάποιες συνεννοήσεις έγιναν ανάμεσα στον Βλαχάβα και τους κλεφτοαρματολούς που είχαν καταφύγει στα νησιά για την οργάνωση κάποιου συντονισμού ενεργειών και κοινής δράσης κατά των Τουρκαλβανών.
Ο Σάθας και πάλι προεκτείνοντας τα πράγματα αναφέρει ότι στα μέσα Φεβρουαρίου 1808 ο Βλαχάβας συγκάλεσε συγκέντρωση των αρματολών της Στερεάς, ακόμη και των Τούρκων της Λάρισας και των Τρικάλων που μισούσαν τον Αλή πασά, ότι ο αριθμός των μυημένων συνεχώς μεγάλωνε και ότι νέα συνέλευση στον Όλυμπο όρισε συμβολικά ως ημέρα της εξέγερσης την 29η Μαΐου 1808 και ότι τελικά το όλο εγχείρημα προδόθηκε στον Αλή των Ιωαννίνων.
Την ίδια ασάφεια παρουσιάζουν και κάποιες ενθυμήσεις οι οποίες πάντως μας οδηγούν στο πιθανό συμπέρασμα ότι ορισμένες βιαιοπραγίες των Αλβανών εναντίον κλεφταρματολών της περιοχής της Θεσσαλίας εξώθησαν τελικά τον Ευθύμιο Βλαχάβα να εγκαταλείψει τη νομιμόφρονα στάση και να ξεκινήσει το επαναστατικό κίνημά του εναντίον του Αλή πασά.
Την άνοιξη, λοιπόν, του 1808, ο Θύμιος Βλαχάβας και τα αδέλφιά του, επικεφαλής μιας αρκετά μεγάλης δύναμης ενόπλων κλεφταρματολών, ξεκίνησαν στη Θεσσαλία την εξέγερσή τους κατά του Αλή πασά. Μια ενθύμηση και πάλι αναφέρει, προφανώς εκ παραδρομής, ότι το κίνημα ξέσπασε στις 8 Μαΐου 1808, ημέρα Τρίτη (ο Κασομούλης τοποθετεί το γεγονός στις αρχές Απριλίου και πλέον είμαστε βέβαιοι ότι βρίκεται πολύ κοντά στην αλήθεια), πριν επαναληφθούν οι εχθροπραξίες ανάμεσα στους Τούρκους και τους Ρώσους.
Τότε λοιπόν οι Βλαχαβαίοι, παπα-Θύμιος και Θοδωράκης, μαζί με τον καπετάνιο Δομενίκου Γιώτα Τζίμου ξεσηκώθηκαν εναντίον των Αλβανών ντερβεναγάδων και σουμπασάδων (επιστατών των μεγαλοκτηματιών) και άρχισαν να τους σκοτώνουν, χωρίς όμως να ενοχλούν τους Οθωμανούς. Φαίνεται ότι απώτερος σκοπός του Βλαχάβα ήταν να ξεσηκώσει και τους Τούρκους αγάδες εναντίον του Αλή, πράγμα που τελικά φαίνεται ότι δεν το κατάφερε πάντως, μαζί του έδρασαν αρχικά και μερικοί Αλβανοί και Τούρκοι, προφανώς δυσαρεστημένοι από τις ενέργειες του Αλή πασά.
Οι Βλαχαβαίοι είχαν συνεννοηθεί επίσης με τον αρματολό της Πίνδου Δεληγιάννη, καθώς και με τον Ευθύμιο Στουρνάρη, προκειμένου αυτοί να καταλάβουν τα στενά του Μετσόβου και των Καλαριτών και να εμποδίσουν με αυτόν τον τρόπο τα στρατεύματα του Αλή να περάσουν προς τη Θεσσαλία, ώσπου οι εξεγερθέντες να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στη Θεσσαλία.
Τα πολύτιμα στοιχεία αποδεσμεύουν τα ανέκδοτα έγγραφα με τη δράση των ανταρτών Βλαχαβαίων, τις πρώτες επιτυχίες τους εναντίον του Αλβανού οπλαρχηγού στην υπηρεσία του πασά των Ιωαννίνων Τάρε Βασιάρη και τις ενέργειες του Αλή πασά για την καταστολή του κινήματος.
Οι εξεγερθέντες έχουν σημαντικές επιτυχίες και κυριαρχούν στον Θεσσαλικό Κάμπο και οι αναφορές προς τον Αλή πασά αναφέρουν για τη δράση περίπου πεντακοσίων ανδρών, χωρισμένων σε τρία μπουλούκια, οι οποίοι συνεχώς αυξάνονται και έχουν σκορπίσει σε όλα τα χωριά, σκοτώνοντας ανθρώπους και προβαίνοντας σε λεηλασίες και αρπαγές ζώων.
Εντύπωση, επίσης, προκαλεί το γεγονός ότι την αποφασιστικότητα των εξεγερθέντων την αποδίσουν είτε σε δυτικό δάκτυλο είτε επειδη «τόσο τους σήκωσε ο Θεός τη γνώση».
Στην τροπή που παίρνουν τα πράγματα, όπως μαρτυρούν οι πηγές, οι Τούρκοι, εξοργισμένοι από την ανταρσία των Βλαχαβαίων, ήταν έτοιμοι να λάβουν σκληρά αντίποινα εναντίον των ραγιάδων, τους οποίους κατηγορούν ότι «τα έχουν ένα με τους κλέφτες».
Γι' αυτό οι πιστοί ραγιάδες γράφουν στον Αλή πασά και ζητούν την προστασία του, ενώ οι άνθρωποί του Καμπέρης και Γιουσούφης του Μπεκήραγα, πριν ακόμη λάβουν εντολή του αφέντη τους, παρεμβαίνουν και αποτρέπουν τα χειρότερα. Το γεγονός αυτό έρχεται να πιστοποιήσει ότι τελικά οι Βλαχαβαίοι δεν κατόρθωσαν να ξεσηκώσουν τους χωρικούς της θεσσαλικής πεδιάδας, πράγμα που κατά τον Πουκεβίλ οφείλεται στη δράση του Μητροπολίτη Λαρίσης Γαβριήλ, που ενεργώντας ως εντολοδόχος του Αλή έπεισε τους δυσαρεστημένους να μην κινηθούν, επισείοντας τα τρομερά αντίποινα που θα ξεσπούσαν εναντίον τους.
Αυτό υπήρξε ένα αρνητικό γεγονός, όπως κρίσιμο γεγονός είναι ότι ο Βλαχάβας δεν κατόρθωσε να κινητοποιήσει τους ραγιάδες του Θεσσαλικού Κάμπου το άλλο και το πιο αποφασιστικό για την τύχη του κινήματος, όμως, έχει να κάνει με τους αρματολούς Δεληγιάννη και Στουρνάρη, οι οποίοι παρά την αρχική συμφωνία τους με τον Βλαχάβα, τελικά επέτρεψαν στον στρατό του Αλή πασά να περάσει ανενόχλητος από την Ήπειρο στη Θεσσαλία και να κινηθεί κατά των επαναστατών.
Επικεφαλής του αληπασαδικού στρατεύματος, που αποτελείται από περίπου έξι χιλιάδες Αλβανούς, είναι ο ίδιος ο γιος του Αλή Μουχτάρ πασάς, ο οποίος πρόλαβε να χτυπήσει τους επαναστάτες πριν καταφέρουν να ενώσουν τις δυνάμεις τους, οι οποίες, όπως αναφέρουν οι πηγές, δρούσαν χωρισμένες σε τρία τμήματα, πιθανότατα για να δημιουργούν με την ταυτόχρονη παρουσία τους σε διαφορετικά σημεία του Θεσσαλικού Κάμπου την εντύπωση μιας γενικευμένης εξέγερσης.
Έτσι, η αποφασιστική μάχη δόθηκε στις 5 Μαΐου 1808 στο Καστράκι, έξω από την Καλαμπάκα κοντά στα Μετέωρα, ανάμεσα στους Αλβανούς του Μουχτάρ πασά και τους ξεσηκωμένους, επικεφαλής των οποίων ήταν ο αδελφός του παπα-Θύμιου, Θοδωράκης Βλαχάβας.
Διάφορες διηγήσεις και ενθυμήσεις αναφέρουν ότι ο αγώνας υπήρξε σκληρότατος, διήρκεσε είκοσι τέσσερις ώρες και πέρασε από διάφορες φάσεις. Αρχικά, εξορμούν οι Τουρκαλβανοί αρχηγοί Βελή μπέης και Μπεκίρ αγάς από τα Τρίκαλα και συμπλέκονται με τους Έλληνες στο Καστράκι.
Έπειτα από κάποιον χρόνο, που δεν προσδιορίζεται από τις πηγές, καταφθάνει και ο Μουχτάρ πασάς, που είχε ξεκινήσει από τα Γιάννενα, με νέα στρατεύματα. Η μάχη κοπάζει για κάποιο διάστημα, αλλά επαναρχίζει με μεγαλύτερη ένταση, για να σταματήσει με τον ερχομό τής νύχτας.
Σχεδιαστική απεικόνιση του μαρτυρικού τέλους
του παπα-Θύμιου Βλαχάβα (Ιστορία Ελληνικού Έθνους)
Σύμφωνα με στιχούργημα που έχει δημοσιεύσει ο καθηγητής Απόστολος Βακαλόπουλος και το οποίο περιγράφει τα γεγονότα από την οπτική των Αλβανών, οι Βλαχαβαίοι υποχωρούν, ενώ ο Μουχτάρ μπαίνει στην Καλαμπάκα και οχυρώνεται. Τ
ην επόμενη ημέρα τού επιτίθενται πολυάριθμα ελληνικά ασκέρια, αλλά ο Μουχτάρ κάνει γιουρούσι και υποχωρεί προς το Καστράκι πολεμώντας.
Το τελευταίο γεγονός πιθανόν οφείλεται στη φαντασία του Αλβανού στιχοπλόκου, καθώς δεν μαρτυράται από καμιά άλλη πηγή, ο οποίος προφανώς εξογκώνει τα πράγματα, για να προσδώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στη νίκη του Μουχτάρ.
Ωστόσο, πέρα από την ακριβή αναπαράσταση των πολεμικών δρώμενων, γεγονός παραμένει ότι οι επαναστάτες κατατροπώθηκαν, πολλοί σκοτώθηκαν και ανάμεσά τους νεκρός είναι και ο αδελφός του παπα-Θύμιου Θοδωράκης Βλαχάβας.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η είδηση ότι τα στενά του Μετσόβου είχαν αφεθεί ελεύθερα και ότι πολυάριθμες αληπασαδικές δυνάμεις είχαν τη δυνατότητα να ξεχυθούν ανενόχλητες προς τη Θεσσαλία, αποθάρρυνε τους υπόλοιπους Έλληνες οπλοφόρους υπό την ηγεσία του Ευθύμιου Βλαχάβα, που ακόμη δεν είχαν προλάβει να ενωθούν με τους αγωνιζόμενους στο Καστράκι της Καλαμπάκας, να τρέξουν προς βοήθειά τους.
Το αντίθετο. Ο παπα-Θύμιος με τους άντρες του, μετά τα καταστροφικά γεγονότα της Καλαμπάκας, υποχώρησαν προς τα μέρη του Ολύμπου και από εκεί, για να μη δώσουν λαβή αντιποίνων εις βάρος των χωρικών της περιοχής, μπήκαν στα καράβια και κατέφυγαν στα νησιά Σκόπελο, Σκύρο και Σκιάθο, που αποτελούσαν το γνωστό άσυλό τους. Από εκεί άρχισαν πάλι τις πειρατικές επιδρομές τους στο Αιγαίο Πέλαγος.
Όμως, ο Βλαχάβας τελικά δεν ξεφεύγει από τα χέρια του Αλή πασά. Ύστερα από έναν χρόνο, παρασυρμένος από τις υποσχέσεις αμνηστίας του Τούρκου αρχιναυάρχου, παραδίνεται σ' αυτόν.
Ο τελευταίος, όμως, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να τον παραδώσει στον πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος τον έκλεισε στη φυλακή και ύστερα από τρεις μήνες τον εκτελεί, αφού προηγουμένως, κατά τη συνήθειά του, τον υπέβαλε σε βασανιστήρια.
Ο Γάλλος πρόξενος στα Γιάννενα Πουκεβίλ και σημαντικός μάρτυρας των γεγονότων της εποχής, συνάντησε και πάλι τον παλιό γνώριμό του, όμως τώρα υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες και γίνεται έτσι αυτόπτης μάρτυρας του μαρτυρίου του παπα-Θύμιου Βλαχάβα: «Στα Γιάννενα δεμένο σ' έναν πάσσαλο στην αυλή του Σεραγιού ξαναείδα τον Ευθύμιο Βλαχάβα, που τον είχα συναντήσει άλλοτε στην Πίνδο (=Χάσια) μαζί με τους στρατιώτες του.
Εγνώριζε την τύχη του και, πιο ήσυχος από τον τύραννο που ηδονιζόταν με την ιδέα ότι θα χύση το αίμα του, σήκωσε προς το μέρος μου τα μάτια του γεμάτα γαλήνη, σαν να αποζητούσε την μαρτυρία μου στον θρίαμβο της ύστατης ώρας του.
Την είδε να πλησιάζει, την ώρα αυτή την φοβερή για τον κακό, με την ηρεμία του δίκαιου. Ένοιωσε, χωρίς να αναρριγήσει και δίχως να παραπονεθεί, τα χτυπήματα των δήμιων και τα μέλη του, που τα έσυραν μέσα από τους δρόμους της πολιτείας, έδειξαν στους τρομαγμένους Έλληνες τα υπολείμματα του τελευταίου καπετάνιου της Θεσσαλίας».
Ο Άγγλος Ουίλιαμς Λικ, επιζητώντας μια αιτιολογημένη κατάθεση για τον θάνατο του παλιού έμπιστου του Αλή πασά, υποστηρίζει ότι κύρια αιτία του θανάτου τού Θύμιου Βλαχάβα υπήρξε η ανακάλυψη αλληλογραφίας του αρματολού με τους Ρώσους της Κέρκυρας, οι οποίοι προετοίμαζαν εξέγερση των Ελλήνων.
Έτσι, λοιπόν, δικαιολογούνται, κατά τον Λικ, τα βασανιστήρια στα οποία υπέβαλε ο Αλή πασάς τον αιχμάλωτο αρματολό, επειδή σκόπευαν να τον αναγκάσουν να ομολογήσει τους συνεργάτες του.
Μολονότι η πληροφορία για την ύπαρξη της αλληλογραφίας αυτής δεν φαίνεται πράξη πιθανή, αφού κατά την περίοδο της εξέγερσης του Βλαχάβα η Κέρκυρα βρισκόταν υπό γαλλική κατοχή, αν αληθεύει, πρέπει να αναφέρεται σε προγενέστερη της εξέγερσης εποχή και, πάντως, πρέπει να αναφέρεται σε σχέσεις του Βλαχάβα με τους άλλους κλεφταρματολούς, που είχαν καταφύγει στα Ιόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Τιλσίτ.
Η δράση του Ευθύμιου Βλαχάβα και ο μαρτυρικός θάνατός του προξένησαν μεγάλη εντύπωση σε Έλληνες και Αλβανούς και οι επιβιώσεις τους συνετέλεσαν, ώστε να γραφούν πολλές πεζές και έμμετρες διηγήσεις των γεγονότων.
Αξίζει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι την ίδια εποχή πιάστηκε και ο μοναχός Δημήτριος από τη Σαμαρίνα με την κατηγορία ότι υποκινούσε τους χωρικούς σε εξέγερση, μολονότι φαίνεται ότι αυτός προσπαθούσε το αντίθετο.
Ο Δημήτριος βασανίστηκε και στο τέλος θανατώθηκε και η τύχη του συνδυάστηκε με εκείνη του παπα-Θύμιου. Μάλιστα, ο Πουκεβίλ παραδίδει διάλογο ανάμεσα στα δύο πρόσωπα του δράματος, από τον οποίο φαίνεται ότι άντλησε και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης στη δική του ποιητική εκδοχή των γεγονότων.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι στο κίνημα του Ευθύμιου Βλαχάβα, τόσο εξαιτίας της γενικότερης κατάστασης όσο και από ορισμένες ενέργειές του, οι οποίες όμως δεν στηρίζονται ικανοποιητικά από τις ιστορικές πηγές, ανιχνεύονται ορισμένα στοιχεία που συνιστούν ό,τι θα χαρακτηρίζαμε ως συγκροτημένο ιδεολογικό σχήμα, που οδηγεί αναπόφευκτα σε επαναστατική δράση.
Άλλωστε, όπως αναφέραμε και στην αρχή της παρούσας διήγησης, βρισκόμαστε πάρα πολύ κοντά στα χρόνια που θα αναληφθεί η κυρίως επαναστατική προσπάθεια.

ΕΝΘΥΜΗΣΗ
Δ. Λουκόπουλος, «Από ένα κώδικα διαλυμένου μοναστηριού του Ολύμπου», Ημερολόγιο της Μεγάλης Ελλάδος 1936, σ. 129.
Εν έτει 1808, Μαΐου 5, ημέρα Τρίτη, ο Παπαθύμιος και Θοδωράκης, παιδιά του Πλαχάβα εσήκωσαν κεφάλι και εσκότωσαν τους Αρβανίτες, άλλους εις τα τερβένια, άλλους εις τα χάνια τους έκοψαν.
Έκαυσαν και το σπίτι του Γιαννάκου από Λευθεροχώρι με 5 Αρβανίτες μέσα, και ήτον εις τον καιρόν του Αλή πασά όπου όριζεν εις τον Μορέαν, Μακρυνίτσα, Γιαννιτσά και Θεσσαλονίκην εις Καπρολί, Οχρίδα, Αλπασάνι, Αυλώνα, Κακοσούλι, Δέλβινον, Αγία Μαύρα και άλλα σύνορα. Και ο Μουχτάρ πασάς και ο βεζίρ Αλή πασάς έστειλεν δύναμιν και επιάστηκεν εις πόλεμον με τους Πλαχαβαίους και έγινε μέγας θρήνος.
Εσκοτώθηκαν όλοι οι Πλαχαβαίοι έως 500 άνθρωποι. Εγλύτωσε δε μόνον ο Θοδωράκης και ο Μιχαλογιάννης και άλλοι. Και ύστερον τους εσκότωσεν ο Σιαπέρας με απιστίαν και αυτούς. Και τα παιδιά τους όπως έκαμαν αυτοί με τους Αρβανίτες έτσι έπαθαν.

Βιβλιογραφία
- Α. Αγγέλου, «Ο Πουκεβίλ και η Ελλάδα», Περιηγήσεις στον ελληνικό χώρο, Αθήνα 1968, σ. 127.
- Απόστολος Βακαλόπουλος, «Νέα στοιχεία για τα ελληνικά αρματολίκια και για την επανάσταση του Θύμιου Μπλαχάβα στη Θεσσαλία στα 1808», ΕΕΦΣΠΘ 9 (1965), σ. 230-251 και σε ανάτυπο.
- Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Δ', Θεσσαλονίκη 1973, σ. 722-726.
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτικής Αθηνών), τ. ΙΑ', Αθήνα 1975, σ. 412-413.
- Αλέξης Πολίτης (επιμέλεια), Το δημοτικό τραγούδι. Τα Κλέφτικα,Αθήνα 1981, σ. 76-79 και 133-134.
- Κ. Σάθας, Ιστορικαί Διατριβαί, Αθήνα 1870, όπου (σ. 123-336) δημοσιεύεται μεγάλο μέρος της Αληπασιάδος του Χατζησεχρέτη.
- Γ. Σιορόκας, Άγνωστη διασκευή της «Αληπασιάδας» του Χατζή Σεχρέτη. Μια ιστορική προσέγγιση, Ιωάννινα 1983.
Πηγή: Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ




Πέμπτη, Μαρτίου 24, 2016

Στρατιώτας τω Θεώ και τη Πατρίδι δεν έλειψε προσφέρων πάντοτε ο ιερός κλήρος

Στρατιώτας τω Θεώ και τη Πατρίδι δεν έλειψε προσφέρων πάντοτε ο ιερός κλήρος
Καλλίνικος Καστόρχης
ΤΗ ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΩ
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Στρατιώτας τω Θεώ και τη Πατρίδι δεν έλειψε προσφέρων πάντοτε ο ιερός της Ανατολικής και μιας Ορθοδόξου Εκκλησίας κλήρος. Πιεζόμενος υπό την τυραννίαν των Οθωμανών, εξήγαγεν εκ των κόλπων του φωστήρας θείους και του πνεύματος ευτυχείς προαγωγούς τους μακαρίους Ευγενίους, Θεοτόκεις, Πρωίους και μυρίους άλλους. Γνωρίζων την δύναμιν του Θεού των Όντων εν ασθενεία τελειουμένην, άμα η άπειρος Αυτού ευσπλαγχνία επήκουσε των δεήσεων του πιστού Λαού του ως Μήτηρ Φιλόστοργος, συνέδραμεν εις τον δίκαιον σκοπόν των τέκνων του και ιδού εν όπλοις μεγαλύνοντες την δόξαν του Θεού και της Πατρίδος oι Γερμανοί της Αχαΐας, oι Hσαΐαι των Σαλώνων, oι Άνθιμοι του Έλους και πλήθος άλλοι.
Ως εκράτυνε Κύριος το πνεύμα των νέων τούτων Μαρτύρων της Ελληνικής Ελευθερίας! Ενωπλισμένους με τον Σταυρόν, το τραύμα της δαιμονιώδους τυραννίας, απέστειλε τούτους και ενεθάρρυνε τον εκλεκτόν Λαόν του ευαγγελιζόμενος «ΝlΚΑ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΣΟΥ ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΛΑΟΣ ΜΟΥ!». Αυτούς προπορευόμενος των Στρατών κατά γην και κατά θάλασσαν, ανέδειξεν άλλους Μωϋσείς κατα της δυναστείας του νέου Φαραώ, και εταπείνωσεν ενώπιόν του τους γαύρους υίούς της Άγαρ.
Η δικαιοσύνη ανατίθησι την πρώτην του ομίλου τούτου έδραν εις τον lεράρχην Γερμανόν, τόσον διακεκριμένον κατά την υπέρ Πίστεως και Πατρίδος πάλην. Της Πατρίδος και της Εκκλησίας του πιστόν και γενναίoν τέκνον, της Αχαΐας Ιεράρχης κλεινός, όχι μόνον ορθοτομών τηής θείας αληθείας τον λόγον, όχι μόνον στρατεύων, αλλά και συγγράφων επεχείρησε να λαμπρύνη την Εκκλησίαν και την Πατρίδα.
Μάρτυρες των θείων αρετών του η Αχαΐα και άπασα η Πελοπόννησος, κήρυκες των λαμπρών κατά τον Πόλεμον αγώνων του άπασα η Ελλάς και η Ιστορία της δεν αρνούνται την μάλλον ή κατά άνθρωπον αθανασίαν του ονόματός του, και ομολογούν την εις την μνήμην του εξαιρετικήν ευγνωμοσύνην των γενεών όλων.
Έργoν τοιούτου ιερού Ανδρός, καί Ποιμένος Λαών παρά της θείας Προνοίας προσκληθέντος τα Υπομνήματα ταύτα ανατίθενται προσφυώς τη Ιερά Υμών Συνόδω, ω ανώτατοι Ποιμένες της Εκκλησίας! Μέτοχοι του υπέρ ανεξαρτησίας Αγώνος, δεν αγνοείτε οπόσον η χειρ και το πνεύμα τοϋ Μητροπολίτου Γερμανού είργάσθησαν εις δόξαν της Εκκλησίας ανεξαρτήτου από την πολιτικήν διοίκησιν και επιρροήν Εξουσίας βαρβάρου, ξένης καί αλλοθρήσκου.
Ευλογούντες λοιπόν τον άλλοτε Συνάδελφον Υμών, και αποδεχόμενοι τούς γραφικούς τούτους κόπους του, εκπληροίτε καθήκον διπλούν και ως προς τον οποίον φέρετε διάσημον χαρακτήρα και ως προς την ιεράν δικαιοσύνην, την oπoίαν απονέμετε κατά τας πράξεις εκάστου.
Εν Καλάμαις τη 25 Σεπτεμβρίου, 1837
ΚΑΛΛlΝlΚΟΣ ΚΑΣΤΟΡΧΗΣ

Κυριακή, Μαρτίου 20, 2016

ΜΑΡΤΥΡΙΚΑ ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΘΥΣΙΕΣ ΦΑΝΑΡΙΟΥ


eikona mesa

  • Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και    Ευαγγελισμός του μαρτυρικού Γένους μας • Το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπήρξε η μόνη κιβωτός σωτηρίας του Γένους μας

Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός

     Σε μια στιγμή πόνου και ηθικής εξάρσεως ο περίφημος θεολόγος και ιεροκήρυκας Ηλίας Μηνιάτης, ενώ εκήρυττε στον Ιερό Ναό της Ελληνικής Κοινότητας της Βενετίας έπλεξε την προς την Θεοτόκο αποστροφή του λόγου του, ο οποίος είναι η κατάθεση της ψυχής του για την εθνική παλιγγενεσία που την οραματίστηκε μέσα από την Ορθόδοξη Εκκλησία, το μαρτυρικό Οικουμενικό μας Πατριαρχείο. Ο συγκλονιστικός εκείνος λόγος έχει ως εξής: «Έως πότε, πανακήρατε κόρη, το μαρτυρικό έθνος των Ελλήνων θα ευρίσκεται στα δεσμά μιας ανυποφέρτου δουλείας; Έως πότε θα βασιλεύονται από την ημισέληνο οι χώρες εκείνες στις οποίες ανέτειλε με ανθρώπινη μορφή από την ηγιασμένη σου γαστέρα ο μυστικός της Δικαιοσύνης Ήλιος; Αχ Παρθένε, ενθυμήσου πως στην Ελλάδα για πρώτη φορά παρά σε άλλο τόπο έλαμψε το ζωηφόρο φως της αληθούς πίστεως. Το ελληνικό Γένος εστάθη το πρώτο, που άνοιξε τις αγκάλες και εδέχθη το Θείο Ευαγγέλιο του Μονογενούς σου Υιού. Τούτο έδωσε στον κόσμο τους διδασκάλους, οι οποίοι με το φως της διδασκαλίας τους εφώτισαν τις αμαυρωμένες καρδιές των ανθρώπων.
      Λοιπόν, εύσπλαχνε Μαριάμ, παρακαλούμεν σε δια το “Χαίρε” εκείνο, που μας επροξένησε την χαρά, δια τον αγγελικό εκείνο ευαγγελισμό, που εστάθη της σωτηρίας μας το προοίμιον, χάρισέ του την προτέρα του τιμή. Σήκωσέ το από τα δεσμά στο σκήπτρο, από την αιχμαλωσία στο βασίλειο. Και αν αυτές οι φωνές μας δεν σε παρακινούν στα σπλάχνα, ας σε παρακινήσουν οι φωνές και οι παρακλήσεις των αγίων σου που ακαταπαύστως φωνάζουν απ’ όλα τα μέρη της μαρτυρικής Ελλάδος. Φωνάζει ο Ανδρέας από την Κρήτη, φωνάζει ο Σπυρίδων από την Κύπρο, φωνάζει ο Ιγνάτιος από την Αντιόχεια, φωνάζει ο Διονύσιος από την Αθήνα, φωνάζει ο Πολύκαρπος από την Σμύρνη, φωνάζει η Αικατερίνα από την Αλεξάνδρεια, φωνάζει ο Χρυσόστομος από την Βασιλεύουσα Πόλη, και καθώς σου επιδεικνύουν την σκληροτάτη τυραννίδα των αθλίων Αγαρηνών ελπίζουν από την άκρα ευσπλαχνία σου την απολύτρωση του Ελληνικού Γένους».
      Οι λόγοι αυτοί του Ηλία Μηνιάτη επαληθεύθηκαν και όντως η Θεία Πρόνοια κατηύθηνε τοιουτοτρόπως τις εξελίξεις ώστε η εθνική παλιγγενεσία του Γένους μας, ο Ευαγγελισμός του ρωμαίικου, να συμπέσει με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.

     Πρωτομάρτυρες στον αγώνα τούτο υπήρξαν οι Οικουμενικοί Πατριάρχες και οι Μητροπολίτες του Φαναρίου και πριν από την Επανάσταση μέσα στο διάβα των αιώνων, αλλά κυρίως μετά την 25η Μαρτίου του 1821. Πρώτος μεγαλομάρτυρας ο απαγχονισθείς Πατριάρχης Άγιος Γρηγόριος ο Ε΄ και μαζί του οι συνοδικοί Μητροπολίτες Εφέσου, Αγχιάλου και Νικομηδείας, που απαγχονίστηκαν την 10η Απριλίου 1821, ημέρα της Κυριακής του Πάσχα.
      Μετά από λίγες μέρες ακολούθησαν τον μαρτυρικό τους θάνατο και οι Πατριαρχικοί Μητροπολίτες Δέρκων, Αδριανουπόλεως, Τυρνόβου και Θεσσαλονίκης, ενώ την ίδια ημέρα απαγχονίστηκε και ο αρχιδιάκονος του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄, Νικηφόρος.
      Ταυτοχρόνως, απαγχονίστηκε στην Αδριανούπολη, όπου εφησύχαζε, ο πρώην Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος ΣΤ΄, ο οποίος προσευχόμενος επί του τόπου της αγχόνης μυστικώς εφώναξε ισχυρά το: «Μνήσθητί μου Κύριε, εν τη Βασιλεία σου».
      Είναι χαρακτηριστικά τα όσα καταγράφονται αψευδώς σχετικά με τον μαρτυρικό θάνατο των πατριαρχικών Μητροπολιτών που μετά τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄ επέδειξαν γενναιότητα και θυσιαστική αυταπάρνηση ως αληθείς ποιμένες της Εκκλησίας, ως γνήσιοι Φαναριώτες αρχιερείς. Ο Σ. Τρικούπης αναφέρει ότι οι «οι φιλόχριστοι αυτοί αρχιερείς, ενώ μετεφέροντο στον τόπο της φρικτής ποινής μέσα σε ένα πλοιάριο όλοι μαζί, προετοιμάστηκαν πλήρεις πίστεως και ευλαβείας να αποβιώσουν. Έψαλαν οι ίδιοι τη νεκρώσιμη ακολουθία, ικέτευσαν τον Θεό υπέρ αναπαύσεως των ψυχών τους και ευλόγησαν ο ένας τον άλλον λέγοντας το: «Μακαρία η οδός, ην πορεύη σήμερον». Οι αρχιερείς αυτοί καθώς αποχωρίζονταν ο ένας από τον άλλον για να απαγχονιστούν ο καθένας σε ιδιαίτερο τόπο, έδωσαν τον τελευταίο ασπασμό μεταξύ τους, λέγοντας εν συντριβή καρδίας «καλή αντάμωση, αδελφοί, εις την άλλην ζωήν».
      Ο δε γηραιός Μητροπολίτης Δέρκων ωσάν να ευλογούσε τον θάνατό του υπέρ της πίστεως και της Πατρίδος, ευλόγησε τρεις φορές σταυροειδώς την θηλιά, την οποία πέρασε ο ίδιος στον λαιμό του λέγοντας «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», και φώναζε γενναία προς τον αγχονιστή: «Εκτέλεσε την εντολή του ασεβούς Κυρίου σου».
      Τα παραπάνω γραφέντα είναι ελάχιστα παραδείγματα εν σχέσει προς τα αναρίθμητα μαρτύρια, τις θυσίες και τα πάθη του εσταυρωμένου Οικουμενικού Πατριαρχείου υπέρ του Γένους μας. Δώδεκα Οικουμενικοί Πατριάρχες μαρτύρησαν φρικτά, δεκάδες-εκατοντάδες Πατριαρχικοί αρχιερείς και χιλιάδες απλοί κληρικοί και μοναχοί εγεύθησαν το ποτήριο του θανάτου υπέρ πίστεως και πατρίδος.

     Από τα πρώτα μέλη της Φιλικής Εταιρείας υπήρξαν οι κληρικοί του Οικουμενικού Πατριαρχείου και μάλιστα Αρχιερείς των οποίων ο αριθμός ανέρχεται περίπου στους 81. Γι’ αυτό ο υπασπιστής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος, έγραψε: «Ο αξιοσέβαστος κλήρος των Ελλήνων χριστιανών ευρίσκετο τότε παντού εμπρός και έδιδε την βαρύτητα και την βεβαιότητα στον σκοπό της επαναστάσεως και γι’ αυτό στους Έλληνες εφαίνετο ότι η σημαία της επαναστάσεως είναι στα χέρια του Θεού, δια των λειτουργών της θρησκείας του».
      Σε άλλο σημείο ο Φωτάκος πλήρης συγκινήσεως αναφωνεί: «Ευτυχισμένη ήταν η ημέρα της επαναστάσεως της ελληνικής φυλής, διότι και τότε και προ χρόνων ακόμη το έθνος είχε και τον θεόπεμπτο και σεβάσμιο κλήρο ως οδηγό του… Ο κλήρος παρουσιάστηκε εμπρός με τον σταυρό και με το όπλο στα χέρια του, έβαλε την φωνή εκ μέρους της θρησκείας και έδωκε το σύνθημα «Πατρίς και Θρησκεία»… εσυμβούλευσε, ευλόγησε, αγίασε τα όπλα, ύψωσε την σημαία του σταυρού… Έκαστος δε κληρικός επήρε πλέον ως έργο του πολέμου να παρευρίσκεται παντού στα στρατόπεδα και στα φροντιστήρια για να ετοιμάζει τα πολεμοφόδια και τις τροφές, όχι μόνον με τα ίδια έξοδα και θυσίες αλλά και με τα ίδια του τα χέρια… Άλλοι εξ αυτών πολεμούσαν τον εχθρό της πίστεως και της πατρίδος, μαζί με τους στρατιώτες και άλλοι πάλι να στέκονται έμπροσθεν του Υψίστου και να επικαλούνται την εξ ύψους βοήθεια… Έτσι δε ενεργείται η Ελληνική Επανάσταση από όλες τις τάξεις των κληρικών, των αρχιερέων, των ιερέων, των μοναχών και των μοναζόντων εις τα ιερά καταγώγια, τα οποία έγιναν κοινά δια την εθνική ελευθερία».

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...