Στη χώρα μας υπάρχει μια παράξενη σχέση με τους
γείτοντες Αλβανούς, σχέση συνεργασίας αλλά συχνά και αντιπάθειας, κάπου
αιτιολογημένης, αλλά που φτάνει μερικές φορές τα όρια του ρατσισμού. Από την
άλλη, παρατηρούμε και εθνικιστικές κινήσεις εκ μέρους αλβανικών ομάδων, που
μιλούν για το όνειρο μιας "Μεγάλης Αλβανίας", με εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος
της Ελλάδας φυσικά.
Κατά τη γνώμη μας, όλα αυτά προέρχονται από την
αλλοτρίωση που έφερε το μικρόβιο του εθνικισμού στους λαούς της Βαλκανικής τους
τελευταίους δύο αιώνες. Όλοι οι λαοί των Βαλκανίων είμαστε Βυζαντινοί, χωρίς ο
καθένας να χάνει την ταυτότητά του και την ιδιοπροσωπία του. Όλοι οι ορθόδοξοι
χριστιανοί είμαστε αδελφοί - και το ίδιο, με αγάπη και
χωρίς φανατισμό, καλούμαστε από τους αγίους μας να συμπεριφερόμαστε και στους
αδελφούς μας από άλλες θρησκείες ή αιρέσεις. Ο δικέφαλος αετός της Αλβανίας
είναι ακριβώς ο ίδιος με τον δικό μας. Αυτό ας το έχουν υπόψιν και οι Αλβανοί
εθνικιστές, αλλά και οι Έλληνες εθνικιστές. Όλους τους βαλκανικούς λαούς μας
ενώνουν οι άγιοί μας, οι κοινές πνευματικές (ορθόδοξες) ρίζες μας (όλοι ήταν
ορθόδοξοι κάποτε, πριν την τουρκική κατάκτηση), αλλά και πάρα πολλά κοινά
στοιχεία στις παραδόσεις και τους πολιτισμούς μας. Ας μην αφήνουμε τα
εθνικιστικά πάθη να μας κάνουν εχθρούς.
Το αγιολόγιο ενός τόπου
περιλαμβάνει αγίους που κατάγονται απ' αυτό τον τόπο, σε όποιο μέρος του κόσμου
κι αν έζησαν, και αγίους που έζησαν ή έδρασαν ή κοιμήθηκαν σ' αυτό τον τόπο, ή
βρίσκονται τα λείψανά τους εκεί, απ' όποιο μέρος του κόσμου κι αν
κατάγονταν.
Έτσι, το αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας
περιλαμβάνει αγίους μάρτυρες των αρχαίων χρόνων (όπως ο άγ. Ελευθέριος), αγίους
επισκόπους και ασκητές των Βυζαντινών χρόνων κ.τ.λ., που είναι μάλλον
αδιευκρίνιστη η φυλετική καταγωγή τους (π.χ. αν ήταν Ιλλυριοί ή Έλληνες),
νεομάρτυρες αλβανικής καταγωγής επί Τουρκοκρατίας, αλλά και αγίους ελληνικής
κ.ά. καταγωγής, που έδρασαν στην Αλβανία ή πέρασαν απ' αυτήν, όπως ο άγιος
Κοσμάς ο Αιτωλός.
Παρακάτω αναδημοσιεύουμε ένα σύντομο ιστορικό άρθρο για
την Εκκλησία της Αλβανίας & τους αγίους της, από την
ιστοσελίδα της, προσθέτοοντας μερικές φωτο και, στο τέλος, ένα παράρτημα με
λίγα βιογραφικά Αλβανών αγίων (πηγή του άρθρου εδώ).
1. Από τους αποστολικούς χρόνους έως το
731
Ο απόστολος Παύλος γράφοντας από
την Κόρινθο προς τους
Ρωμαίους (55 - 57 μ.Χ.) σημειώνει ότι έδρασε με θείο ζήλο, «… ώστε με από
Ιερουσαλήμ και κύκλω μέχρι του Iλλυρικού
πεπληρωκέναι το ευαγγέλιον του Χριστού» (Ρωμ. 15, 18-19). Το «μέχρι Ιλλυρικού»
δηλώνει μάλλον ότι περιλαμβάνεται και το Ιλλυρικό, το οποίο τον 1ο
μ.Χ. αιώνα, ήταν επαρχία της Μακεδονίας. Στο φως του επόμενου στίχου, «ούτω δε
φιλοτιμούμενον ευγγελίσασθαι ούκ όπου ωνομάσθη Χριστός, ίνα μη επ’ αλλότριον
θεμέλιον οικοδομώ», δικαιούμεθα να υποθέσουμε ότι ο απόστολος Παύλος, προσωπικώς
ή μέσω στενών συνεργατών του, πρωτοφύτευσε τον σπόρο του Ευαγγελίου και στην
γεωγραφική περιοχή που μας απασχολεί. Η παρουσία του στην Νικόπολη, λίγο
νοτιότερα της σημερινής Αλβανίας, είναι αναντίρρητη (προς Τιτον 3,12), όπως
επίσης η αποστολική δράση του στενού συνεργάτη του Τίτου στην λίγο βορειότερα
εκτεινόμενη Δαλματία (Β’ προς Τιμόθεον 4,10). Αρχαία παράδοση δέχεται ως
απόστολο της περιοχής τον Καίσαρα ή Καισάριο, έναν από τους 70 αποστόλους, ενώ
άλλη, συμβιβάζοντας τα δύο, θεωρεί ότι
ο Παύλος εγκατέστησε πρώτο επίσκοπο Δυρραχίου τον
Καίσαρα.
Σαφέστερη μαρτυρία περί παρουσίας
εκκλησιαστικής κοινότητας στο Δυρράχιο προσφέρει το μαρτύριο του επισκόπου Αστείου ή Αστίου (εικ.) το 98 μ. Χ. Στο ορθόδοξο
μηνολόγιο αναφέρεται «τη, έκτη, Ιουλίου ο Άγιος Άστειος, επίσκοπος Δυρραχίου,
μέλιτη χρισθείς και υπό μελισσών κεντούμενος επί σταυρού τελειούται». Την
επομένη (7 Ιουλίου) εορτάζεται η μνήμη των αγίων Περεγρίνου και των συν αυτώ, Λουκιανού, Πομπηίου, Ησυχίου, Παπίου, Σατορνίνου και
Γερμανού, λατινικής καταγωγής, τους οποίους ο ηγεμόνας Δυρραχίου Αγρικόλαος
έπνιξε στη θάλασσα.
Το Δυρράχιο, η αρχαία αποικία των
Κερκυραίων Επίδαμνος, υπήρξε βασικός λιμένας της Αδριατικής, πύλη από την οποία
οι Ρωμαίοι εισήρχοντο στη Βαλκανική και δια της Εγνατίας στη Θεσσαλονίκη και την
Κωνσταντινούπολη. Στον κόμβο αυτό ήταν φυσικό να αναπτυχθεί από τους πρώτους
χριστιανικούς αιώνες μια κοσμοπολίτικη Εκκλησία, η οποία ταλαιπωρήθηκε μεν
επανειλημμένως από διάφορες επιδρομές, σεισμούς, πυρκαϊές, αλλά πάντοτε
ανανεώνετο και αναδιοργανώνετο.
Επι του Διοκλητιανού (284 – 305)
η βόρεια περιοχή της σημερινής Αλβανίας, με κέντρο τη Σκόδρα, αποτέλεσε τμήμα
της επαρχίας Πραευαλιτάνα (Praevalitana)· η κεντρική μέχρη τον Αώο ποταμό, με έδρα το Δυρράχιο,
την επαρχία Νέα Ήπειρο (Epirus Nova) και η περιοχή από τον Αώο μέχρι τον Αμβρακικό κόλπο
την Παλαιά Ήπειρο (Epirus Vetus). Όταν μετά τον
θάνατο του Θεοδοσίου Α’ (395) χωρίσθηκε η ρωμαϊκή αυτοκρατορία σε ανατολική και
δυτική, η σημερινή Αλβανία υπήχθη στις ανατολικές επαρχίες. Μέχρι το Μ.
Κωνσταντίνο, η περιοχή εξηρτάτο πολιτικώς και εκκλησιαστικώς από την Ρώμη.
Κατόπιν, πολιτικώς μόνο άνηκε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ εκκλησιαστικώς μέχρι το
731 παρέμεινε το παλαιό καθεστώς.
Ολόκληρο το ανατολικό Ιλλυρικό
αποτελούσε αυτοδιοίκητη εκκλησία υπό την ανώτατη εποπτεία της Ρώμης μέσω του
Βικαριάτου Θεσσαλονίκης. Μεταξύ των 9 επισκόπων του ο μητροπολίτης Δυρραχίου
κατείχε την 5η τάξη. Στον «Συνέκδημο του
Ιεροκλέους» (6ος αι.) αναφέρονται πόλεις που σήμερα ανήκουν γεωγραφικώς
στην Αλβανία. Νέας Ηπείρου: Δυρράχιον, Σκάμπα (Ελμπασάν), Απολλωνία,
Βούλλις, Αμαντία, Πουλχεριόπολις (Βεράτιο), Αυλών, Λίστρων (ή Λιστρών) και
Σκιπών. Παλαιάς Ηπείρου: Εύροια, Φοινίκη, Αδριανούπολις, Αγχιασμός, Βουθρωτόν.
(Τα ονόματα πόλεων και επισκοπών μνημονεύονται στις διάφορες πηγές με διάφορες
παραλλαγές). Νοτιότερα υπήρχε (από 429) η επισκοπή Δρυïνουπόλεως με πρώτη έδρα
κάπου κοντά στην Κορίτσα της Δροπόλεως και αργότερα στην Επισκοπή (558). Λόγο
των πολιτικών και πολεμικών περιπετειών της περιοχής οι επισκοπικές έδρες συχνά
μεταφέροντο. Όταν π.χ. οι επισκοπές Αγχιάσμου και Φοινίκης κατεστράφησαν από την
επιδρομή των Γότθων του Τωτίλα (552) η έδρα της επισκοπής Αγχιάσμου μετεφέρθη
στη Χειμάρρα και της Φοινίκης προσωρινά στη μονή Μεσοποτάμου, και μετά στο
Δέλβινο· η Εύροια αρχικά στη μονή Σωρωνιάς και αργότερα συνεπτύχθη με την
επισκοπή Βουθρωτού.
Οι ιστορικές πληροφορίες για την
περίοδο αυτή είναι πολύ περιορισμένες. Συμπληρωματικές μαρτυρίες προσφέρουν τα αρχαιολογικά
ευρήματα και, ως πολύτιμες ψηφίδες, ορισμένα ονόματα
αγίων και επισκόπων. Αυτά όμως δεν αρκούν για την ανασύνθεση του μωσαϊκού
της τοπικής εκκλησιαστικής ιστορίας. Χριστιανικοί τάφοι που βρέθηκαν σε στοά έξω
από τα τείχη του Βουθρωτού (πιθανόν 2ου αι.) είναι το παλαιότερο
στοιχείο παρουσίας χριστιανικής κοινότητος στο χώρο της σημερινής Αλβανίας.
Παλαιοχριστιανικές βασιλικές ανακαλύφθηκαν σε διάφορες περιοχές (βλ. Tέχνη-Aρχιτεκτονική). Οι
βασιλικές αυτές, κυρίως 5ου - 6ου αι., δηλώνουν με τις
διαστάσεις τους ότι εξυπηρετούσαν πολυπληθείς χριστιανικές κοινότητες και
αποτελούν σοβαρές μαρτυρίες περί ακμής του Χριστιανισμού στα μέρη αυτά.
Την περιοχή μας πότισαν με το αίμα τους οι άγιοι: Ελευθέριος, «επίσκοπος Αυλώνος και Ιλλυρικού» και η
μητέρα του Ανθία (+120), Δονάτος και Θερίνος
(+250 στο Βουθρωτό), Δάναξ (3ος
αι.), Ίσαυρος, Βασίλειος, Ιννοκέντιος, Φήλιξ,
Ερμείας, Περεγρίνος (από Απολλωνία, 3ος αι.), Τρύφων (+313, από Σεκίστα Βερατίου), Δονάτος επίσκοπος Ευροίας (+387) κ.ά. Από τα Πρακτικά
των Οικουμενικών
Συνόδων, γίνονται γνωστοί μερικοί επίσκοποι. Οι: Δυρραχίου Ευχάριος και Φήλιξ
«επίσκοπος πόλεων Απολλωνίας και Βελίδος», που έλαβαν μέρος στη Γ’
Οικουμενική Σύνοδο (431)· Λουκάς Δυρραχίου, Ευσέβιος «Απολλωνίας της Νέας Ηπείρου», «Εχινέου
Πέτρος» στη σειρά των επισκόπων της Νέας
Ηπείρου, Πελεγρίνος Φοινίκης, Κλαύδιος ή Κλαδέος Αγχιάσμου, που συμμετείχαν στην
Δ’ Οικουμενική Σύνοδο (451). Συσσίνιος
Δυρραχίου, που μετείχε στην εν Τρούλλω Σύνοδο (691/2). Επίσης
μνημονεύονται σε άλλες ευκαιρίες οι επίσκοποι: Υπάτιος (516) (Τοπική Σύνοδος που
έγινε στην Ήπειρο)· Ευτύχιος ή Ευστόχιος (449 - 451) και Κωνσταντίνος
(523 - 529)· Βαλλεριανός, επίσκοπος Φοινίκης επί
αυτοκράτορος Λεοντίου· Φίλιππος (516), Ευστάθιος (586).
2. Από το 731 έως τις αρχές του 11ου αιώνα
Η δεύτερη περίοδος (731 έως αρχές
11ου αι.) αρχίζει με την προσάρτηση του ανατολικού Ιλλυρικού από τον
εικονομάχο
αυτοκράτορα Λέοντα Γ’ τον Ίσαυρο στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και φθάνει
μέχρι την υπαγωγή πολλών επισκοπών της σύγχρονης Αλβανίας στην αυτοκέφαλη
αρχιεπισκοπή Αχρίδος. Οι κραδασμοί στον χώρο τούτο ήσαν συνεχείς και ο
χριστιανικός πληθυσμός αντιμετώπισε μεγάλες δοκιμασίες. Σημαντικότερη υπήρξε η
κατάληψη του Δυρραχίου το 896 από τους
Βουλγάρους. Μετά από σκληρούς αγώνες ο Βασίλειος Β’ πέτυχε (1014 - 1018) να
επιβάλει την βυζαντινή κυριαρχία στην περιοχή.
Οι ιστορικές πληροφορίες για την εκκλησιαστική ζωή της
περιόδου αυτής είναι εξίσου πενιχρές. Οι σταθερότερες μαρτυρίες παραμένουν τα
τεκμηριωμένα ονόματα επισκοπών και επισκόπων. Στο «Τακτικό» του Λέοντος Γ’
(733), όπως διασώζεται στον «Παρισινό Κώδικα», η επαρχία Ιλλυρικού κατέχει στην
τάξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου την 15η θέση με μητρόπολη το
Δυρράχιο, όπου υπάγονται 8 επισκοπές: Θάμνης, Σκάμπης, Λυκνίδου, Αμανθείας,
Βύλης, Ατράδου, Αυλωνείας και Ακροκεραυνίας. Αργότερα κατά το «εκκλησιαστικό
Συνταγμάτιο», του αυτοκράτορος Λέοντος του Σοφού, (αρχές 10ου αι.) ο
μητροπολίτης Δυρραχίου τοποθετείται στην 43η θέση (προ του Σμύρνης),
με 15 επισκόπους στη δικαιοδοσία του: Στεφανιακών, Χο(υ)νουβίας, Κρώων (ή
Κροών), Ελισσού, Διοκλείας, Σκοδρών, Δρυβάστου, Πoλάθων,
Γλαβενίτζας ή Ακροκεραυνείας, Αυλωνείας, Λυκινίδων, Αντιβάρεως, Τζερινίκου,
Πουλχεριοπόλεως και Γραδιτζίου. Η παράθεση των ονομάτων υποδηλώνει αναπτυγμένη
εκκλησιαστική οργάνωση. Ακόμη δείχνει ότι δημιουργούνται νέες επισκοπές και ότι
από τις παλαιές άλλες παραμένουν σταθερές, έστω και αν άλλαξε η κατάταξή τους,
ενώ άλλες εμφανίζονται με άλλες ονομασίες. Ως μητροπολίτες Δυρραχίου της
περιόδου αυτής μνημονεύονται οι: Νικηφόρος,
εμφανιζόμενος στα πρακτικά της εν Νικαία Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, και Λουκιανός, υπογράφων τα πρακτικά της επί Φωτίου
μεγάλης Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη 879. Σώζονται επίσης ονόματα ιεραρχών της
επισκοπής Δρυϊνουπόλεως, μεταξύ των οποίων ο Κοσμάς
(754-787), που αντιπροσώπευσε την Ήπειρο στην Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, και
ο Βασίλειος Α΄ (822). Το 10ο αι. ή
αρχές 11ου έδρασε, και μαρτύρησε κοντά στο Ελμπασάν, ο Άγιος Ιωάννης ο Βλαδίμηρος, του οποίου
τα άγια λείψανα διατηρήθηκαν στο ομώνυμο μοναστήρι.
3. Από τις αρχές του 11ου αι. έως το 1767
Σ’αυτήν την περίοδο διακρίνονται
δύο χρονικές φάσεις με διαχωριστική γραμμή την οθωμανική κατάκτηση.
Για την συγκρότηση της
αρχιεπισκοπής Αχρίδος (1018) –μετά την κατάλυση του βουλγαρικού κράτος
του Σαμουήλ– ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β’ εξέδωσε τρία σιγίλια, παραχωρώντας
σ’αυτήν συνολικώς 32 εκκλησιαστικές επαρχίες. Έτσι δημιουργήθηκε μια πολύ μεγάλη
ανεξάρτητη αρχιεπισκοπή, στην οποία υπήχθησαν από τα εδάφη της σημερινής
Αλβανίας οι επισκοπές: Γλαβενίτζας-Ακροκεραυνείας, Βελεγράδων-Πουλχεριοπόλεως,
Τζερινίκου, Αδριανουπόλεως και Βουθρωτού.
Η μητρόπολη Δυρραχίου
τους 11o -
13ο αι. εξακολουθεί να υπάγεται στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Μεταξύ των
αρχιερέων που τη διεποίμαναν διακρίνονται οι: Λαυρέντιος (1025), Κωνσταντίνος Καβάσιλας (1180), Ρωμανός (1240). Η τελευταία μνεία μητροπολίτου
Δυρραχίου υπό τον Κωνσταντινουπόλεως είναι το 1280· έκτοτε εμφανίζεται υπό τον
Αχρίδος. Πώς περίελθε στη δικαιοδοσία του δεν είναι σαφές. Από το Δυρράχιο
κατήγετο ο μεγάλος βυζαντινός μουσικός Άγιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης
(12ος αι. ή κατ’ άλλους 14ος αι.), ο οποίος έζησε στο
Άγιον Όρος. Στον Άθω επίσης ασκήτευσαν (14ος αι.) οι Άγιοι Νήφων από το Λούκοβο Χειμάρας [δες παρακάτω] και Νείλος
Εριχιώτης από τα Κάνινα.
Μετά τον
διαμελισμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Λατίνους (1204), η περιοχή της Ηπείρου (Νέας και Παλαιάς)
επηρεάσθηκε από τα επεκτατικά σχέδια των Ανδεγαυών βασιλέων της Νεαπόλεως και τα
εμπορικά της Βενετίας. Με την ανάπτυξη του δεσποτάτου της Ηπείρου (1267 - 1479)
πολλές επισκοπές ευρισκόμενες στην περιοχή της σημερινής Αλβανίας βρέθηκαν σε
εναλλασσόμενες επιρροές –που δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν στο παρόν συνοπτικό
ιστορικό διάγραμμα.
Η ρωμαιοκαθολική εκκλησία από τα τέλη του
11oυ αι.
ενέτεινε την προσπάθεια να επεκτείνει την επιρροή της νοτιότερα (δημιουργία
επισκοπών Κρόϊας, Αντιβάρεως, Σκόδρας κ.ά.). Ιδιαίτερα από τον 13ο αι, μετά την
Λατινοκρατία (1204 - 1474), η βόρεια ζώνη της σημερινής Αλβανίας επηρεάσθηκε
εντονότερα από το Ρωμαιοκαθολικισμό. Το 1273, μετά τον θάνατο του
ορθοδόξου μητροπολίτη Δυρραχίου, σε κάποιο σεισμό, εγκαταστάθηκε στην πόλη
ρωμαιοκαθολικός επίσκοπος. Η επιδρομή των Σέρβων (14ος αι.) προκάλεσε
ερήμωση σε πολλές επαρχίες. Συγχρόνως αλβανικές οικογένειες (Θoπία, Μπάλσα,
Σπάτα, Μουζάκι) δημιουργούν μικρές ηγεμονίες. Το 1335 ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος
ο νεότερος εκστρατεύει από την Κωνσταντινούπολη και μέσω Θεσσαλονίκης φθάνει στο
Δυρράχιο επιβάλλοντας την βυζαντινή κυριαρχία στους επαναστατημένους υπηκόους
του. Οι ισχυροί τοπικοί ηγεμόνες της οικογένειας Θοπία παραδίδουν το Δυρράχιο
στους Ενετούς που θα το ελέγχουν από το 1392 έως το 1501. Στο τέλος της πρώτης
φάσεως λάμπει η ηρωική μορφή του Γεωργίου
Καστριώτη Σκεντέρμπεη, ο οποίος με τους αγώνες
του (1451 - 1468) γίνεται σύμβολο της τελευταίας χριστιανικής αντιστάσεως κατά
των Οθωμανών. Τελικά και το Δυρράχιο πέφτει το 1501 στα χέρια των
Τούρκων και ολοκληρώνεται η οθωμανική κατάκτηση.
Κατά τη διάρκεια της υπαγωγής της
στην αρχιεπισκοπή Αχρίδος η επαρχία Δυρραχίου φέρεται άλλοτε υπό έναν
μητροπολίτη με τον τίτλο «Δυρραχίου και Γκόρα-Μόκρας», άλλοτε διακρίνεται σε
μητρόπολη «Δυρραχίου» και επισκοπή «Γκόρα-Μόκρας». Γνωστά ονόματα μητροπολιτών
Δυρραχίου αυτής της περιόδου είναι οι: Δανιήλ (1693), μετέπειτα Κοριτσάς (1694)· Κοσμάς (1694), «μητροπολίτης Δυρραχίου και Δαλμάτων»·
Νεόφυτος (1760)· Γρηγόριος (1767).
Για τον χρόνο ιδρύσεως
της μητροπόλεως Βελεγράδων δεν έχουμε μαρτυρίες. Η ονομασία Βελέγραδα απαντά
στις αρχές του 14ου αι. Η πόλη που ονομάσθηκε και Βεράτιο κατακτήθηκε
από τους Οθωμανούς το 1431 επί Μουράτ. Μνημονεύονται 20 ονόματα αρχιερέων από
τους οποίους γνωστότεροι είναι οι: Ιγνάτιος
(1691 - 1693), μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Αχριδών, και Ιωάσαφ Α’ (1752 - 1760 και 1765 - 1801), επί των
ημερών του η επαρχία Βελεγράδων επανήλθε υπό τον θρόνον της
Κωνσταντινουπόλεως. Η περιφέρεια της Κορυτσάς, προτού ακόμη κτισθεί η πόλη
(1490), ανήκε στη μητρόπολη Καστοριάς, η οποία είχε επίσης υπαχθεί στην
αρχιεπισκοπή Αχρίδος. Η μητρόπολη Κορυτσάς συνεστήθη στις αρχές του
17ου αι. ενσωματώνοντας τις επισκοπές Κολωνίας, Δεβόλης και
Σελασφόρου (Σβέσδας). Ο πρώτος γνωστός επίσκοπος Κορυτσάς (1624 και 1628) είναι
ο Νεόφυτος· το 1670 ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδος
Παρθένιος, ο εκ Κορυτσάς, ανύψωσε την πατρίδα
του σε μητροπολιτική έδρα με τίτλο, Κορυτσάς, Σελασφόρου και Μοσχοπόλεως.
|
Ο άγιος
Σοφιανός |
Οι νότιες περιοχές εξακολούθησαν
να υπάγονται στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Από τους 18 γνωστούς επισκόπους
Δελβίνου παλαιότερος είναι ο Μανασσής (1270),
διακρίνονται δε οι: Σωφρόνιος (1540),
σπουδαίος λόγιος· Ζαχαρίας (1670 – 1682),
ελεήμων και ακαταπόνητος κήρυκας· Μανασσής
(1682 – 1695), ιδρυτής σχολείων στα χωριά της επαρχίας του, πρόδρομος σε αυτό
του αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Οι μαρτυρίες για την επισκοπή Δρυϊνουπόλεως
(11ος - 18ος αι.) είναι περισσότερες. Από τα γνωστά 41
ονόματα επισκόπων της διακρίνονται οι: Σοφιανός
(1672 - 1700: άγιος Σοφιανός ο Σημειοφόρος,
βιογραφία εδώ),
ηρωικός αγωνιστής για την αναχαίτιση των εξισλαμισμών· Μητροφάνης (1752 - 1760), μορφωμένος και
«μουσικολογιώτατος», και Δοσίθεος (1760 - 1799), ο οποίος φρόντισε να ανεγερθούν
περίπου 70 ναοί.
Κατά την περίοδο της
οθωμανικής κυριαρχίας το σοβαρότερο πρόβλημα για την Εκκλησία δημιουργούν οι
συνεχείς ομαδικοί εξισλαμισμοί. Περισσότερο
επηρεάζονται οι αλβανικοί πληθυσμοί –εκτός των άλλων και λόγω ελλείψεως
χριστιανικής φιλολογίας στην μητρική τους γλώσσα. Συγχρόνως, στην παραθαλάσσια
περιοχή της Χειμάρας δρουν διάφορες ρωμαιοκαθολικές προπαγανδιστικές
αποστολές. Για την στήριξη των ορθοδόξων, σε πολλές περιοχές από το
17ο αι., ανεγείρονται νέες μονές που εξελίσσονται σε κέντρα ορθοδόξου
αντιστάσεως, πνευματικής καλλιεργείας, εκπαιδεύσεως και κοινωφελούς δράσεως·
π.χ. οι μονές Ραβενίων, Πέπελης, Ντρυάνου, Τσέπου, Πολύτσανης, Τσάτιστας,
Κάμενας, Λεσινίτσας, Κακομιάς, Παλάσας, Χειμάρρας, Δρυμάδων, Κυπαρού, Χορμόβου,
Κόδρας, Αρδευούσης (Αρδενίτσας), Απολλωνίας, Ιωάννου Προδρόμου Μοσχοπόλεως, κ.ο.
Παράλληλα πολλοί κληρικοί εργάσθηκαν ενθουσιωδώς για την ενίσχυση του ορθοδόξου
πληθυσμού. Διακρίθηκε ο ιερομόναχος Νεκτάριος
Τέρπος από την Μοσχόπολη. Έδρασε μεταξύ 1710-1730 στις περιοχές Βερατίου
και Σπαθίας. Διωγμένος, κατέφυγε στην Ιταλία, όπου εξέδωσε το βιβλίο του «Η
Πίστης», προσπαθώντας να αποτρέψει τους Ορθοδόξους από τον
εξισλαμισμό.
Σε πολλά μέρη της νοτίου Αλβανίας
η αντίσταση ενισχύεται με την ανέγερση ναών και την οργάνωση σχολείων. Από τα
σημαντικότερα ορθόδοξα κέντρα υπήρξε η Μοσχόπολη, κτισμένη σε δυσπρόσιτο
οροπέδιο. Τον 18ο αι. είχε περίπου 60.000 κατοίκους και γνώρισε
εκπληκτική οικονομική και πνευματική άνθηση. Μεγάλη φήμη απέκτησαν η «Νέα
Ακαδημία» (1744), η βιβλιοθήκη και το τυπογραφείο της. Την πόλη κοσμούσαν 20
ναοί. Μέχρι το 1670 η Μοσχόπολη υπήγετο απ’ευθείας στον αρχιεπίσκοπο Αχρίδος·
κατόπιν ενετάχθη στην μητρόπολη Κορυτσάς. Μετά την λεηλασία που υπέστη (1771)
επειδή είχε λάβει μέρος στα ορλωφικά, άρχισε η παρακμή της, που ολοκληρώθηκε το
1916 όταν πυρπολήθηκε από άτακτα σώματα.
|
Ο άγιος
Νικόδημος |
Για να αποφύγουν τον βίαιο
εξισλαμισμό και συγχρόνως να κρατήσουν την ταυτότητα της καταγωγής τους, σε
πολλά σημεία της οθωμανικής αυτοκρατορίας ομάδες
υποδούλων προτίμησαν να γίνουν «κρυπτοχριστιανοί».
Στην κοινωνική τους ζωή ενεφανίζοντο με ονόματα και εξωτερική συμπεριφορά
μουσουλμάνων, στο οικογενειακό όμως βίο διατηρούσαν τις ορθόδοξες παραδόσεις
τους. Στην Αλβανία η πιο τυπική περίπτωση κρυπτοχριστιανισμού είναι των Τόσκηδων
της Σπαθίας, ορεινής περιοχής νοτίως του Ελμπασάν. Το φαινόμενο αυτό διήρκεσε
από το τέλος του 17ου ως το τέλος του 19ου αι. Δεν έλειψαν
και οι νεομάρτυρες από την περιοχή: ο οσιομάρτυς
Νικόδημος (1722, αναφέρεται από το Ελμπασάν, αλλά είναι από το
Βιθυκούκι και μαρτύρησε στο Βεράτιο - δες
παρακάτω), και Χρήστος ο Κηπουρός ή Αρβανίτης
[δες παρακάτω] από τα μέρη του ποταμού
Γενούσου (1748, στην Κωνσταντινούπολη).
4. Από το 1767 έως το 1937
Η τέταρτη περίοδος (1767 - 1937)
εκτείνεται από την κατάργηση του αυτοκεφάλου της αρχιεπισκοπής Αχρίδος μέχρι την
κανονική χορήγηση του αυτοκεφάλου στην Εκκλησία της Αλβανίας. Καθοριστικό
διαχωριστικό γεγονός αυτής της περιόδου είναι η δημιουργία του αλβανικού κράτους
(1912).
α) Στην περίοδο αυτή οι
μητροπόλεις και επισκοπές αναδιοργανώνονται, νέοι ναοί κτίζονται και κατά
διαστήματα γίνονται συστηματικές προσπάθειες για την πνευματική αφύπνιση των
ορθοδόξων. Η μεγαλύτερη μορφή της εποχής αυτής υπήρξε ο Άγιος Κοσμάς ο
Αιτωλός, ο οποίος έδρασε και στα μέρη αυτά (1775 - 1779), επιστεγάζοντας
την ιστορική ιεραποστολική του δράση με το μαρτύριο, το 1779 στο Βεράτιο. Ύστερα
από 30 χρόνια, άλλος άγιος «από της Αρβανιτιάς τα μέρη», πιθανώς από την Σπαθία,
ο Νικήτας ο Αρβανίτης, κήρυξε τον Χριστό και
μαρτύρησε στην περιοχή Σερρών
και Δράμας (1809).
Κατά τους
18ο και 19ο αι. έγιναν σοβαρές προσπάθειες για την
μετάφραση της Αγίας Γραφής στην αλβανική. Πρώτος αναφέρεται ο ιερομόναχος Γρηγόριος Κωνσταντινίδης (μετέπειτα μητροπολίτης
Δυρραχίου), που μετέφρασε την Παλαιά και την Καινή
Διαθήκη, με αλβανικούς χαρακτήρες δικής του εμπνεύσεως. Δυστυχώς η
μετάφραση αυτή χάθηκε. Τον 19ο αι. ο Γρηγόριος Αργυροκαστρίτης (επίσκοπος Ευβοίας)
δημοσίευσε μετάφραση της Καινής Διαθήκης στην αλβανική με ελληνικούς χαρακτήρες.
Αργότερα είδαν το φως οι μεταφράσεις του Κωνσταντίνου Χριστοφορίδη στη γκεγκική
(1869) και στην τοσκική (1879), αρχικά επίσης με ελληνικούς χαρακτήρες.
Διακεκριμένοι αρχιερείς της
περιόδου αυτής υπήρξαν οι μητροπολίτες Δυρραχίου: Γρηγόριος Κωνσταντινίδης ο Μοσχοπολίτης (1767 -
1772) και Χρύσανθος ο εκ Μαδύτων (1821 -
1823), από τους εφευρέτες της νέας μεθόδου εκκλισιαστικής μουσικής· οι
μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως: Δοσίθεος (1760 -
1799)· Γαβριήλ ο Σίφνιος (1799 - 1827)· Ιωακείμ ο Χίος (1828 - 1835), ο οποίος ανήλθε 2
φορές στον οικουμενικό θρόνο (1860 - 1863 και 1873 -1878)· και οι Βελεγράδων:
Ιωασάφ Β΄ (1802 - 1855) και Άνθιμος Αλεξούδης (1855 - 1887). Σημείωση του blog μας: Ας προσθέσουμε τον άγιο Ανδρέα Σαγκούνη (1808 - 16 Ιουνίου 1873), από το
Γκράμποβα, μητροπολίτη Τρανσιλβανίας της Ρουμανίας κάτω από τρομερά δύσκολες
συνθήκες, τη δραματική βιογραφία του οποίου δείτε εδώ.
β) Από τη δημιουργία του αλβανικού κράτους (1912) αρχίζει μια νέα
φάση για την ορθόδοξο εκκλησία. Με την απόκτηση πολιτικής ανεξαρτησίας ετέθη
επίμονα το αίτημα ανεξαρτοποιήσεως όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων από κέντρα
που ευρίσκοντο σε άλλα κράτη.
Αποφασιστικό ρόλο διαδραμάτισε η
αλβανική διασπορά Αμερικής και Ευρώπης με τους διαφόρους συλλόγους της, όπως η
οργάνωση Drita (Φως) που ιδρύθηκε το 1886 στο Βουκουρέστι. Ιδιαίτερα
σημαντική υπήρξε η δράση του Φάν Νόλι (Θεοφάνη
Στυλιανού Νόλι ή Μαυρομάτη), ο οποίος μετέφρασε πολλά εκκλησιαστικά
κείμενα στην αλβανική επιμένοντας να εισαχθούν στην λατρεία, κατέλαβε δε
ηγετικές θέσεις, αρχικά στην Εκκλησία (μητροπολίτης Δυρραχίου) και στη συνέχεια
στην αλβανική πολιτεία (υπουργός Εξωτερικών και πρωθυπουργός, 1924).
Η πρώτη
ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου της ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας έγινε από το
Συνέδριο του Βερατίου στις 10 - 12.9.1922. Τις αποφάσεις του ανεγνώρισε η
αλβανική κυβέρνηση, η οποία άλλωστε το είχε υποκινήσει. Διορίσθηκε Ανώτατο
Εκκλησιαστικό Συμβούλιο που ανέλαβε προσωρινώς τη διοίκηση της Εκκλησίας. Το
Φεβρουάριο 1929 συνεκροτήθη Ιερά Συνοδός αποτελουμένη από τους: Βησσαρίωνα
(Τζουβάνη) (που είχε χειροτονηθεί επίσκοπος στη Σερβία το 1925) ως Αρχιεπίσκοπο
Αλβανίας και τοποτηρητή της μητροπόλεως Κορυτσάς, Αγαθάγγελο (Τσάμτσε)
Βελεγράδων, Αμβρόσιο (Ικονόμου) Δρυϊνουπόλεως και Ευθύμιο (Κοστέυα) Βοηθό του
Αρχιεπισκόπου. Στις 29. 6. 1929, στο Β΄Κληρικολαϊκό Συνέδριο που συνεκλήθη στην
Κοριτσά, ψηφίσθηκε το «Καταστατικό της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησία της
Αλβανίας».
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο
αρνήθηκε να δεχθεί τις αντικανονικές αυτές ενέργειες, αλλά δήλωσε προθυμία να
χορηγήσει αυτοδιoίκηση με παράλληλη χρήση της αλβανικής στη λατρεία, στο
κήρυγμα και στην εκπαίδευση. Λόγω των πολιτικών εξελίξεων και ποικίλων κινδύνων
από την Δύση, το Πατριαρχείο δέχθηκε επίσης να συζητήσει το θέμα του
Αυτοκεφάλου. Απέστειλε μάλιστα στην Αλβανία το διακεκριμένο μητροπολίτη
Τραπεζούντος Χρύσανθο (μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Αθηνών), για σχετικές
διαβουλεύσεις με τις αλβανικές αρχές. Ο Χρύσανθος ετάχθη υπέρ της χορηγήσεως του
Αυτοκεφάλου και υπέδειξε την ακολουθητέα πορεία. Προς εξομάλυνση των σχέσεων με
το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τον Μάϊο 1936 συνεκλήθη στην Κορυτσά Κληρικολαϊκό
Συνέδριο με συμμετοχή εκπροσώπων και των τεσσάρων επαρχιών. Το Συνέδριο ζήτησε
συγνώμη από το Πατριαρχείο, έγιναν διαπραγματεύσεις στην Αθήνα (13.3.1937) και
επιτροπή από Αλβανούς μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για την οριστική ρύθμιση του
ζητήματος. Η παρατεταμένη αυτή εκκλησιαστική ανωμαλία ήταν πολύ δυσμενής για την
ανάπτυξη της εκκλησιαστικής πνευματικής ζωής των ορθοδόξων της Αλβανίας. Ο
κλήρος ταλαιπωρήθηκε από ποικίλες πιέσεις και οικονομική δυσπραγία. Ο λαός έμεινε επί μεγάλο χρονικό διάστημα διχασμένος,
δεδομένου ότι η αναταραχή είχε περίπλοκες εθνικές διαστάσεις (π.χ. το
Βορειοηπειρωτικό). Από την αναστάτωση επεχείρησαν να επωφεληθούν η Ουνία και οι
προτεσταντικές ομάδες.
5. Από το 1937 έως σήμερα
Η κανονική χορήγηση του
Αυτοκεφάλου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο επί πατριάρχου Βενιαμίν Α’ ανοίγει
νέα περίοδο για την Εκκλησία της Αλβανίας. Ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος
«Περί ευλογίας του Αυτοκεφάλου της εν Αλβανία Ορθοδόξου Εκκλησίας» εξεδόθη στις
17.4.1937. Η πρώτη Σύνοδος συγκροτήθηκε κατόπιν κανονικών εκλογών στο
Οικουμενικό Πατριαρχείο από τους αρχιεπίσκοπο Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης
Αλβανίας Χριστόφορο (Κίσσι) και τους επισκόπους Κορυτσάς Ευλόγιο (Κουρίλα),
Βερατίου Αγαθάγγελο (Τσάμτσε) και Αργυροκάστρου Παντελεήμονα (Κοτόκο). Οι δυο
μητροπόλεις έγιναν επισκοπές, η δε τρίτη διαμορφώθηκε από τις εντός της Αλβανίας
ενορίες της παλαιάς μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως. Δύο
ιδιομορφίες της ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας έκρυβαν ιδιαίτερα προβλήματα.
Πρώτον, η εθνολογική καταγωγή του ορθοδόξου πληρώματος (Αλβανοί, Έλληνες,
Βλαχόφωνοι, Σλαβόφωνοι). Δεύτερον, το ότι οι ορθόδοξοι δεν αποτελούσαν
πλειοψηφία όπως στις άλλες χώρες της Βαλκανικής, αλλά μόνο περίπου 23% του
πληθυσμού. Έτσι οι πολιτικές, ιδεολογικές και κοινωνικές αντιθέσεις στο
εσωτερικό της Αλβανίας, αλλά και οι πολεμικές αναταραχές της ευρύτερης περιοχής
είχαν πολλαπλές επιπτώσεις στη ζωή της Εκκλησίας.
α) Ιταλική
κατοχή
Με την είσοδο των ιταλικών
στρατευμάτων (7.4.1939), η Αλβανία έγινε επαρχία της φασιστικής Ιταλίας. Αμέσως
ετέθησαν σε εφαρμογή σχέδια για ανάλογη θρησκευτική προσάρτηση. Παράλληλα με την
εγκατάσταση ρωμαιοκαθολικών ιεραποστολικών ταγμάτων σε διάφορες περιοχές του
Νότου, το κυρίως στρατηγικό σχέδιο ήταν η απορρόφηση των ορθοδόξων μέσω της
Ουνίας. Η προπαγάνδα τόνιζε ότι η συσπείρωση όλων των αλβανών χριστιανών θα
βοηθούσε στην ανάπτυξη της χώρας, κάτω από την προστασία του Βατικανού και του
ιταλικού κράτους. Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόφορος κατ’ άλλους είχε δεχθεί συνένωση
με τους Αρμπερέσε (Αλβανούς) της Ιταλίας, κατ’άλλους ζήτησε να κερδίσει χρόνο με
αναβολές. Η έλλειψη πάντως απόλυτης πλειοψηφίας στα εκτελεστικά σώματα της
ορθοδόξου Εκκλησίας ανέτρεψε τα σχέδια προσχωρήσεως στην Ουνία, τα οποία
διαλύθηκαν οριστικά με την πτώση της Ιταλίας το 1943.
β) Αθεϊστικός
διωγμός
Μετά την αποχώρηση των
Γερμανών (Νοέμβριος 1944), στην Αλβανία επιβλήθηκε
πλήρως το κομμουνιστικό καθεστώς και άρχισε ο διωγμός της θρησκείας. Στα
23 πρώτα χρόνια είχε την κλασική μορφή, γνωστή ήδη στη Ρωσία και στα Βαλκάνια.
Στις 25.12.1948 υποχρεώθηκε σε απομάκρυνση ο αρχιεπίσκοπος Χριστόφορος και νέος
αρχιεπίσκοπος τοποθετήθηκε ο Παϊσιος Βονδίτσα, μέχρι τότε επίσκοπος Κορυτσάς, εκ
χηρείας. Επετράπη ακόμη να συγκληθεί στα Τίρανα (5 - 10.2.1950) Κληρικολαϊκή
Συνέλευση της Ορθοδόξου Εκκλησίας για να ψηφισθεί νέος Καταστατικός Χάρτης –ο
οποίος μάλιστα σε αρκετά σημεία βελτίωσε το Καταστατικό του 1929. Την Ιεραρχία
της Εκκλησίας, μετά το 1952, απετέλεσαν ο αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης
Αλβανίας Παϊσιος, οι επίσκοποι Αργυροκάστρου Δαμιανός (Kοκονέσι),
Κοριτσάς Φιλόθεος (Ντούνι), Βερατίου Κύριλλος (Νασλάζι) και ο βοηθός επίσκοπος
Σωφρόνιος (Μπορόβα). Ο κανονικός αρχιεπίσκοπος
Χριστόφορος ετέθη σε κατ’ οίκον περιορισμό και στις 19.6.1958 βρέθηκε νεκρός,
κατά την επίσημη εκδοχή από καρδιακή προσβολή. Τον Μάρτιο 1966 απεβίωσε ο
Παϊσιος και στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ανήλθε τον Απρίλιο ο Δαμιανός (Κοκονέσι).
Η προσπάθεια γελοιοποιήσεως της θρησκείας και των
εκπροσώπων της εντάθηκε· το ίδιο και η καταπίεση με εξορίες, φυλακίσεις και
θανατώσεις πιστών ιερέων και λαϊκών.
Οι αλβανοί ορθόδοξοι, οι
εγκαταστημένοι στην Αμερική, ήσαν χωρισμένοι σε δυο ομάδες. Η μία υπό τον
Θεοφάνη Νόλι και στη συνέχεια τον επίσκοπο Στεφάν Λάσκο διατηρούσε δεσμό με την
Εκκλησία της Αλβανίας· η άλλη υπό τον επίσκοπο Λεύκης Μάρκο Λίππα υπήγετο στο
Οικουμενικό Πατριαρχείο. Μετά τον θάνατο του Νόλι (Μάρτιος 1965) έγινε η
προσπάθεια συμφιλιώσεως των δυο μερίδων (1966 - 1967) χωρίς αίσιο αποτέλεσμα.
Στις
4.4.1967 δόθηκε το σύνθημα ολοκληρωτικού διωγμού. Με διάταγμα που δημοσιεύθηκε
στις 22.11.1967 η Αλβανία ανακηρύχθηκε επισήμως το πρώτο και μοναδικό άθεο
κράτος στον κόσμο και στην Ιστορία, στο οποίο απαγορεύθηκε συνταγματικά κάθε
θρησκευτική έκφραση. Εκατοντάδες ναοί κατεδαφίστηκαν, άλλοι μετατράπηκαν
σε μηχανουργεία, στάβλους, αποθήκες, κινηματογράφους, λέσχες. Όλες σχεδόν οι
μονές κατεστράφησαν ή έγιναν στρατιωτικοί καταυλισμοί. Την εποχή εκείνη η
Εκκλησία της Αλβανίας είχε εκτός της αρχιεπισκοπής, τρεις ακόμη επισκοπές, 19
αρχιερατικές περιφέρειες, 330 ενορίες και 25 μονές. Οι κληρικοί αποσχηματίσθηκαν· πολλοί οδηγήθηκαν στη φυλακή
ή στην εξορία και αρκετοί στο μαρτύριο. Μεταξύ αυτών και ο τέως
αρχιεπίσκοπος Βησσαρίων, ο οποίος φυλακίσθηκε, και ο
βοηθός επίσκοπος Απολλωνίας Ειρηναίος (Μπανούσι), ο
οποίος εξορίστηκε. Ο αρχιεπίσκοπος Δαμιανός δεν καταδιώχθηκε, απεβίωσε στο σπίτι
του στο Πόγραδετς (18.10.1973). Στον ολοκληρωτικό αυτό διωγμό διωκόμενοι και
διώκτες ανήκαν παραδοσιακά σε όλες τις εθνολογικές και θρησκευτικές κοινότητες
της Αλβανίας. Τον Νοέμβριο 1990 υπό την επίδραση
διεθνών ανακατατάξεων η αλβανική κυβέρνηση αποφάσισε τη χαλάρωση των μέτρων κατά
της θρησκείας.
γ) Ανασύσταση
Την πρωτοβουλία για την ανασύσταση της Εκκλησίας της
Αλβανίας ανέλαβε το Οικουμενικό Πατριαρχείο με σειρά αποφασιστικών ενεργιών. Τον
Ιανουάριο 1991, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος και η Ιερά Σύνοδος όρισαν
τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών επίσκοπο Ανδρούσης (Γεν. Διευθυντή της
Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και τοποτηρητή της Ιεράς
Μητροπόλεως Ειρηνουπόλεως) Αναστάσιο ως
πατριαρχικό έξαρχο, με αποστολή να μεταβεί στην Αλβανία για τις πρώτες επαφές με
τους ορθοδόξους και τις αρχές της χώρας. Ύστερα από
πολύμηνη αντίδραση του αλβανικού κράτους, ο πατριαρχικός έξαρχος έφθασε στα
Τίρανα (17.7.1991). Κατά την περιοδεία του στην χώρα διαπίστωσε τη φοβερή
ερήμωση που είχε προκαλέσει ο αδυσώπητος διωγμός· 1608 ναοί και μονές είχαν
καταστραφεί. Η πρώτη ενέργεια του πατριαρχικού Εξάρχου ήταν η διαμόρφωση κάποιας
στοιχειώδους εκκλησιαστικής δομής για την εκπροσώπηση της τοπικής Εκκλησίας. Για
την ανασυγκρότηση της εκκλησιαστικής δομής ο πατριαρχικός έξαρχος συνεκάλεσε
(12.8.1991) Γενική Κληρικολαϊκή Συνέλευση με συμμετοχή 15 κληρικών και 30 λαϊκών
των εκκλησιαστικών επαρχιών της Αλβανίας, στην οποία μελετήθηκε η
μετακομμουνιστική κατάσταση και προοπτική και τέλος εξελέγησαν 4 αρχιερατικοί
επίτροποι και κληρικολαϊκό Γενικό Εκκλησιαστικό Συμβούλιο με 13 μέλη.
Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Αλβανίας επισκέφθηκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο
(5 - 8. 6. 1992), για πρώτη φορά μετά τον διωγμό, και ζήτησε την εκλογή του
Πατριαρχικού Έξαρχου ως προκαθημένου της.
Με πρωτοβουλία του Οικουμενικού
Πατριάρχη Βαρθολομαίου η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς ανασύσταση
της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας εξέλεξε (24.6.1992) παμψηφεί Αρχιεπίσκοπο Τιράνων και
πάσης Αλβανίας τον ήδη μητροπολίτη Ανδρούσης Αναστάσιο και μητροπολίτες
Κορυτσάς, Αργυροκάστρου, Βερατίου, Αυλώνος και Κανίνης, τα οποία και ανυψώθηκαν
σε μητροπόλεις, τους αρχιμανδρίτες Χριστόδουλο Μουστάκα, Αλέξανδρο Καλπακίδη και
Ιγνάτιο Τριάντη αντιστοίχως. Η αλβανική κυβέρνηση αντέδρασε έντονα διότι
θεώρησε έξωθεν επιβολή ελληνικής ηγεσίας σε μία από τις τρεις μεγάλες
θρησκευτικές κοινότητες της χώρας. Ο πρόεδρος της Αλβανίας Σαλί Μπερίσα εξέφρασε
την δυσαρέσκειά του στην αντιπροσωπεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία
τον επεσκέφθη (4.7.1992) αποτελουμένη από τους μητροπολίτες Πέργης Ευάγγελο,
Φιλαδελφείας Μελίτωνα και τον αλβανικής καταγωγής πρωτοπρεσβύτερο Ηλία Κάτρε.
Τελικά ο αλβανός πρόεδρος δήλωσε ότι δέχεται την εγκατάσταση του Αρχιεπισκόπου
Αναστασίου, αλλά δεν πρόκειται να γίνει ανεκτό, όλοι οι ορθόδοξοι μητροπολίτες
της Αλβανίας να είναι ελληνικής καταγωγής. Ο νέος αρχιεπίσκοπος, αφού έδωσε το
Μέγα Μήνυμα στο Φανάρι (12.7.1992), ενθρονίστηκε στον καθεδρικό ναό των Τιράνων
(2.8.1992), σε παρουσία όλων των κληρικών και λαϊκών εκπροσώπων των επαρχιών της
Αλβανίας. Ορισμένοι αλβανικοί κύκλοι με σειρά ενεργειών, ακόμη και με
προετοιμασία σχεδίων νόμων, επιδίωξαν την εκδίωξή του λόγω της ελληνικής του
καταγωγής. Στην έκτακτη Κληρικολαϊκή Σύναξη (Δυρράχιο 21.1.1993), σύσσωμοι οι
εκπρόσωποι διακήρυξαν ότι δεν πρόκειται να ανεχθούν κάτι τέτοιο. Το φθινόπωρο
του 1994 με το σχέδιο Συντάγματος επιχειρήθηκε η οριστική απομάκρυνση του
αρχιεπισκόπου· τελικά όμως το τελευταίο καταψηφίσθηκε στο δημοψήφισμα
(6.11.1994).
Τον Ιούλιο 1996, χωρίς νεότερη
συνεννόηση με την αλβανική πλευρά, έγιναν στην Κωνσταντινούπολη οι χειροτονίες
των μητροπολιτών που είχαν εκλεγεί το 1992. Οι αλβανικές αρχές αρνήθηκαν
κατηγορηματικά την είσοδο και εγκατάστασή τους στην Αλβανία. Τελικώς, κατόπιν
επιμόνων διαπραγματεύσεων μεταξύ αντιπροσώπων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της
Εκκλησίας Αλβανίας και των αλβανικών αρχών (Νοέμβριος 1997 – Ιουλιος 1998), το
θέμα της συγκροτήσεως της Ιεράς Συνόδου διευθετήθηκε με την αποδοχή του σχήματος
να αποτελεσθεί από δυο αρχιερείς ελληνικής καταγωγής και δυο αλβανικής.
Ενθρονίσθηκε ο μητροπολίτης Βερατίου Ιγνάτιος, οι μητροπολίτες Αργυροκάστρου
Αλέξανδρος και Κορυτσάς Χριστόδουλος υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους και
εξελέγησαν μητροπολίτης Κορυτσάς ο αρχιμανδρίτης Ιωάννης Πελούσι και επίσκοπος
Απολλωνίας ο οικονόμος Κοσμάς Κίριο.
Κατά
την περίοδο 1991-1998, η ορθόδοξος Εκκλησία της Αλβανίας, παρά τις οδυνηρές
δοκιμασίες και τη γενική πολιτικο-κοινωνική αναστάτωση και οικονομική καθίζηση
της χώρας, ανασυγκροτήθηκε από τα ερείπια και, ζώντας σε αναστάσιμη ατμόσφαιρα,
αναπτύχθηκε με ταχύτατους ρυθμούς. Στις περισσότερες πόλεις και
κωμοπόλεις με ορθόδοξο πληθυσμό και σε εκατοντάδες χωριά, οργανώθηκαν εκ νέου
ορθόδοξες ενορίες. Εντάχθηκε η λειτουργική και εν γένει μυστηριακή ζωή, το
κήρυγμα και η κατήχηση. Οργανώθηκαν Σύνδεσμοι Νεολαίας, Γυναικών, Διανοουμένων.
Για τη δημιουργία γηγενών στελεχών άρχισε (Οκτώβριο 1992) η λειτουργία
Θεολογικής–Ιερατικής Σχολής, η οποία από το 1997 αναπτύχθηκε σε ιδιόκτητο
συγκρότημα κτηρίων (Μονή Αγίου Βλασίου Δυρραχίου) ως «Ορθόδοξος θεολογική Ακαδημία – Ανάστασις».
Χειροτονήθηκαν 110 νέοι κληρικοί (1999), με μόρφωση Λυκείου ή και Πανεπιστημίου
και τριετείς θεολογικές σπουδές. Ιδρύθηκε (Σεπτέμβριος 1998) το Εκκλησιαστικό
Λύκειο «Τίμιος Σταυρός», στο Αργυρόκαστρο, με οικοτροφείο. Απόφοιτοι της
Θεολογικής Ακαδημίας, απετέλεσαν τον πρώτο μοναστικό πυρήνα στην Μονή
Αρδενίτσας. Ανεγέρθησαν εκ θεμελίων 5 μονές και 74 νέοι ναοί, αναστηλώθηκαν 65
ναοί-μνημεία, ενώ επισκευάσθηκαν άνω των 130. Περισσότερα από 20 μεγάλα
οικοδομήματα ανεγέρθησαν η αγοράσθηκαν και ανακατασκευάσθηκαν, για να στεγάσουν
μητροπολιτικά οικήματα, σχολές, ξενώνες, εργαστήρια, κλινικές. Εκδίδονται η
μηνιαία αλβανική εφημερίδα Ngjallja
(Ανάστασις), από το1992, το παιδικό περιοδικό Gëzohu, (Χαίρε) από
το 1997, το φοιτητικό δελτίο Fjala “Λόγος” και
το αγγλικό ενημερωτικό φυλλάδιο News from Orthodoxy
in
Albania, επίσης λειτουργικά, εποικοδομητικά, επιστημονικά
βιβλία. Η Εκκλησία της Αλβανίας διαθέτει δικό της τυπογραφείο, ραδιοφωνικό
σταθμό, κηροπλαστείο, ξυλουργικά εργαστήρια.
Η ορθόδοξος Εκκλησία της Αλβανίας
ανέπτυξε ευρύ
κοινωνικό έργο – ιδιαίτερα στις περιόδους πολιτικο-κοινωνικής κρίσεως της
χώρας (1992, 94, 97, 99) – με διανομές χιλιάδων τόνων τροφίμων, ρουχισμού,
φαρμάκων για την ανακούφιση πτωχών οικογενειών και κοσοβάρων προσφύγων, καθώς
και με προσφορά νοσοκομειακού υλικού σε πόλεις, χωριά και κοινωφελή αλβανικά
ιδρύματα. Στον τομέα υγείας συμβάλλει με το Διαγνωστικό Κέντρο «Ευαγγελισμός»
στα Τίρανα, με πολυϊατρεία (Καβάγια, Λούσνια, Κορυτσά, Γεωργουσάτι) και κινητή
οδοντιατρική μονάδα. Στο τομέα εκπαιδεύσεως, εκτός των μνημονευθέντων ιδρυμάτων
ίδρυσε επτά νηπιαγωγεία σε μεγάλες πόλεις, κέντρα νεότητος και κατασκηνώσεις.
Οργάνωσε προγράμματα αγροτικής αναπτύξεως (υδρεύσεως, οικιακής οικονομίας,
οδοποιίας κ.ά.). Η εξεύρεση των οικονομικών πόρων για την πραγματοποίηση όλων
αυτών των έργων έγινε με γενικές προσφορές χιλιάδων φίλων από το εξωτερικό, οι
οποίοι ανταποκρίθηκαν στις ερανικές προσπάθειες του αρχιεπισκόπου.
Η ορθόδοξος αυτοκέφαλος Εκκλησία της Αλβανίας μετέχει
ενεργώς στις δραστηριότητες των λοιπών ορθόδοξων Εκκλησιών, έγινε μέλος του
Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, της Συνελεύσεως των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών και
γενικώς συμβάλλει στις προσπάθειες ειρηνικής συνεργασίας και αλληλεγγύης στην ΝΑ
Ευρώπη [σημ. του blog μας: αυτές οι δραστηριότητες
προκαλούν επιφυλάξεις σε μεγάλη μερίδα ορθόδοξων χριστιανών, λόγω των κινδύνων
του Οικουμενισμού, δηλ. της σχετικοποίησης της αλήθειας και της πνευματικής
κληρονομιάς της Ορθοδοξίας για χάρη μιας υποτιθέμενης παγχριστιανικής ή
πανθρησκειακής "συμφιλίωσης"].
Με τη δραστηριότητα και παρουσία
της έχει αναδεχθεί σε σοβαρό παράγοντα πνευματικής, πολιτιστικής και κοινωνικής
αναπτύξεως της Αλβανίας και θρησκευτικής συνυπάρξεως στη χώρα.
ΝΕΚΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ
ΚΟΣΜΟ: Και τώρα ένα βίντεο, που ανέβηκε στο Internet για να λασπολογήσει τον
αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο (γι' αυτό κι έχει αυτό τον υβριστικό τίτλο - μάλλον ο
φίλος που το ανάρτησε θα τον ήθελε να ανάβει εθνικιστικές φωτιές εκεί πάνω),
αλλά εμείς το βάζουμε, για να δείτε την ενθουσιώδη υποδοχή του από τον αλβανικό
λαό, που σημαίνει πολλά.