Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευάγγελος Θεοδώρου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευάγγελος Θεοδώρου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Ιουνίου 05, 2014

«Ο θεσμός των διακονισσών και η χειροτονία των γυναικών»

Του Ομότιμου Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Αθηνών και τ. πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ευάγγελου Θεοδώρου.
Amen.gr

Τη Δευτέρα 10 Μαρτίου, το βράδυ, στα πλαίσια του διεθνούς μεταπτυχιακού/μεταδιδακτορικού σεμιναρίου με θέμα «Χειροτονία των γυναικών και Ορθόδοξη θεολογία», που οργανώνει το Κέντρο Οικουμενικών, Ιεραποστολικών και Περιβαλλοντικών Μελετών «Μητροπολίτης Παντελεήμων Παπαγεωργίου» στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ, υπό την καθοδήγηση του ομότιμου καθηγητού κ. Πέτρου Βασιλειάδη και της Αναπλ. Καθηγήτριας κ. Νίκης Παπαγεωργίου, μίλησε με τηλεδιάσκεψη ο 93 ετών τ. πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, ομότιμος πλέον καθηγητής κ. Ευάγγελος Θεοδώρου με θέμα «Ο θεσμός των διακονισσών και η χειροτονία των γυναικών.
Φέτος συμπληρώνονται 60 χρόνια από τότε που ο πολιός πατριάρχης της νεώτερης Ορθόδοξης ελληνικής θεολογίας άνοιξε τον θεολογικό διάλογο για το γενικότερο ζήτημα της χειροτονίας των γυναικών με την διδακτορική του διατριβή για τις διακόνισσες.

 

Μέρος της μαγνητοσκοπημένης εισήγησής του παρουσιάστηκε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης:

Αγαπητά μέλη του σεμιναρίου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης που μελετά τη θέση της γυναίκας στην Εκκλησία. Πρώτα-πρώτα θέλω να ευχαριστήσω τον παλαιό μαθητή μου, και τώρα διακεκριμένο συνάδελφό μου, τον κ. Πέτρο Βασιλειάδη, που μου έκανε την τιμή να με καλέσει να βρίσκομαι απόψε, νοερώς έστω, μαζί σας. Τον συγχαίρω για την πρωτοβουλία του να οργανώσει το σεμινάριο αυτό, μαζί με την εκλεκτή καθηγήτρια κ. Νίκη Παπαγεωργίου. Και θα ήθελα να εκφράσω την λύπη μου, και ότι είμαι απαρηγόρητος, γιατί δεν δύναμαι απόψε να είμαι μαζί σας σωματικά.

Ξεκινώντας το θέμα μου υπενθυμίζω μερικά από τα στοιχεία που συνδέονται με την χειροτονία των διακονισσών. Διακόνισσες υπάρχουν από την αποστολική εποχή. Είναι γνωστό το χωρίο της προς Ρωμαίους επιστολής , που ο Παύλος γράφει στους Ρωμαίους: «συνίστημι δὲ ὑμῖν Φοίβην τὴν ἀδελφὴν ἡμῶν, οὖσαν διάκονον τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν Κεγχρεαῖς», δηλαδή κοντά στην Κόρινθο. Αυτή έγινε, λέγει ο Παύλος «προστάτις πολλῶν (ἐγενήθη) καὶ αὐτοῦ ἐμοῦ». Επίσης στην Α’ προς Τιμόθεον επιστολή αναφέρονται οι διακόνισσες,και συγκεκριμένα ο Παύλος μνημονεύει τις αρετές που πρέπει να έχει μια διακόνισσα (3:11 «γυναίκας ὡσαύτως σεμνάς, μὴ διαβόλους, νηφαλίας, πιστάς ἐν πᾶσι»). Η διακόνισσα εγκαθίστατο στο λειτούργημά της με ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ! Αυτό είναι βέβαιο. 

Αγία Φοίβη η διακόνισσα (από εδώ). Δείτε το άρθρο Συνεργάτριες του αποστόλου Παύλου.

Μέχρι τον 5ο αι. μ.Χ. υπήρχε η εξής ευχή επί χειροτονία της διακονίσσης. Στις Αποστολικές Διαταγές υπάρχει η επίκληση αυτή επί χειροτονία της διακονίσσης: «Ὤ, ἐπίσκοπε, ἐπιθήσεις αὐτῇ τὰς χείρας, παρεστῶτος τοῦ πρεσβυτερίου καὶ τῶν διακόνων καὶ τῶν διακονισσῶν καὶ ἐρεῖς, και θα πεις: Ὁ Θεὸς ὁ αἰώνιος, ὁ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς δημιουργός, ὁ πληρώσας Πνεύματος Μαριὰμ καὶ Δεβώρραν καὶ Ἄνναν καὶ Ὄλδαν, ὁ μὴ ἀπαξιώσας τὸν μονογενῆ Σου Υἱὸν γεννηθῆναι ἐκ γυναικός, ὁ καὶ ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ μαρτυρίου καὶ ἐν τῷ ναῷ προχειρισάμενος τὰς φρουροὺς τῶν ἁγίων Σου πυλῶν· Αὐτὸς νῦν ἔπιδε ἐπὶ τὴν δούλην Σου τῆνδε, τὴν προχειριζομένην εἰς διακονίαν, καὶ δὸς αὐτῇ Πνεῦμα ἅγιον καὶ καθάρισον αὐτὴν ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, πρὸς τὸ ἐπαξίως ἐπιτελεῖν αὐτὴν τὸ ἐγχειρισθὲν αὐτῇ ἔργον»(46).

Μέχρι τον 5ο μ.Χ. αι. υπήρχε αυτός ο τρόπος της χειροτονίας για όλες τις τάξεις του κλήρου, κατωτέρου και ανωτέρου. Ήταν το «Ὤ, ἐπίσκοπε» μπροστά στην Εκκλησία θα πεις αυτό και αυτό, και έχει ειδική ευχή για την κάθε τάξη των κληρικών. Από τον 5ο όμως αιώνα και εξής οι χειροτονίες έγιναν πολυτελέστερες, θα έλεγα πανηγυρικότερες, και εκτενέστερες. Λοιπόν, τέτοια ευχή, από τον 8ο αιώνα, υπάρχει στον Βαρβερινό κώδικα, τον Βησσαριανό κώδικα (τῆς Κρυπτοφέρρης), και σε πολλούς άλλους κώδικες της εποχής εκείνης. Το τυπικό αυτό λέγει τα εξής: 

«Μετὰ τὸ γενέσθαι τὴν ἁγίαν ἀναφορὰν καὶ ἀνοιγῆναι τὰς θύρας πρὶν ἢ εἰπεῖν τὸν διάκονον· Πάντων τῶν ἁγίων, προσφέρεται ἡ μέλλουσα χειροτονεῖσθαι τῷ ἀρχιερεῖ καὶ ἐκφωνῶν τό, Ἡ θεία Χάρις, κλινούσης αὐτῆς τὴν κεφαλήν, ἐπιτίθησι τὴν χείρα αὐτοῦ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτῆς, καὶ ποιῶν σταυροὺς τρεῖς ἐπεύχεται ταῦτα». Μία ευχή έρχεται τώρα: «Ὁ Θεὸς ὁ ἅγιος, ὁ Παντοδύναμος, ὁ διὰ τῆς ἐκ Παρθένου κατὰ σάρκα γεννήσεως τοῦ μονογενοῦς Σου υἱοῦ καὶ Θεοῦ ἡμῶν ἁγιάσας τὸ θήλυ· καὶ οὐκ ἀνδράσι μόνον ἀλλὰ καὶ ταῖς γυναιξὶ δωρησάμενος τὴν χάριν καὶ τὴν ἐπιφοίτησιν τοῦ ἁγίου Σου Πνεύματος· Αὐτὸς καὶ νῦν, Δέσποτα, ἔπιδε ἐπὶ τὴν δούλην σου ταύτην· καὶ προσκάλεσαι αὐτὴν εἰς τὸ ἔργον τῆς διακονίας σου, καὶ κατάπεμψον αὐτῇ τὴν πλουσίαν δωρεὰν τοῦ ἁγίου Σου Πνεύματος» κλπ· «Καὶ μετὰ τὸ ἀμὴν ποιεῖ εἷς τῶν διακόνων εὐχὴν οὕτως (είναι τα ειρηνικά): Ἐν εἰρήνη τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν. Ὑπὲρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης…κλπ. «Ὑπὲρ τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν» (τάδε), και μετά, «Ὑπὲρ τῆς νῦν προχειριζομένης διακονίσσης τῆσδε καὶ τῆς σωτηρίας αὐτῆς· τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν. Ὅπως ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ἄσπιλον καὶ ἀμώμητον αὐτῇ τὴν διακονίαν χαρίσηται· τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν. Ὑπὲρ τοῦ βασιλέως …κλπ. Ὑπὲρ τοῦ ρυσθῆναι ἡμᾶς… Καὶ ἐν τῷ γενέσθαι ταύτην τὴν εὐχὴν ὑπὸ τοῦ διακόνου, ἔχων ὁμοίως τὴν χείρα ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τῆς χειροτονουμένης ὁ Ἐπίσκοπος, ἐπεύχεται οὕτως (για δεύτερη φορά, με δεύτερη ευχή): 
«Δέσποτα Κύριε, ὁ μηδὲ γυναίκας ἀναθεμένας ἑαυτὰς καὶ βουληθείσας καθ’ ὅ προσῆκε λειτουργεῖν τοῖς ἁγίοις οἴκοις σου ἀποβαλλόμενος, ἀλλὰ ταύτας ἐν τάξει λειτουργῶν προσδεξάμενος· δώρησαι τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος καὶ τῇ δούλη σου ταύτη, βουληθείση ἀναθεῖναι Σοὶ ἑαυτήν, καὶ τὴν διακονίας ἀποπληρῶσαι χάριν, ὡς ἔδωκας χάριν τῆς διακονίας Σου Φοίβη, ἥν ἐκάλεσας εἰς ἔργον τῆς λειτουργίας· παράσχου δὲ αὐτῇ ὁ Θεός, ἀκατακρίτως προσκαρτερεῖν τοῖς ἁγίοις ναοῖς Σου, ἐπιμελεῖσθαι τῆς οἰκείας πολιτείας, σωφροσύνης δὲ μάλιστα, καὶ τελείαν ἀπόδειξον δούλην Σου· κλπ. Καὶ μετὰ τὸ ἀμήν, περιτίθησι τῷ τραχήλω αὐτῆς ὑποκάτωθεν τοῦ μαφωρίου τὸ διακονικὸν ὡράριον, φέρων ἔμπροσθεν τὰς δύο ἀρχάς· καὶ τότε ὁ ἐν τῷ ἄμβωνι διάκονος λέγει: Πάντων τῶν ἁγίων μνημονεύσαντες καὶ τὰ λοιπά. Μετὰ (δὲ) τὸ μεταλαβεῖν αὐτὴν τοῦ ἁγίου σώματος καὶ τοῦ ἁγίου αἵματος, ἐπιδίδωσιν αὐτη· ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τὸ ἅγιον ποτήριον· ὅπερ δεχομένη ἀποτίθεται τὴ ἁγία τραπέζη». 
Η προσεκτική μελέτη των χειροτονικών αυτών, τόσο μορφολογικό όσο και ως προς το περιεχόμενο, μας οδηγεί στα κάτωθι συμπεράσματα: 

Ενώ εις τα ευχολόγια οι περιγραφόμενες χειροθεσίες του λεγομένου κατωτέρου κλήρου, ψάλτου, αναγνώστου υποδιακόνου, τελούνται εκτός του ιερού βήματος και όχι κατά την διάρκεια της ευχαριστιακής Θείας Λειτουργίας, και χωρίς να ακούγεται το «Ἡ θεία Χάρις η πάντοτε τά ασθενή θεραπεύουσα κλπ», η χειροτονία της διακόνισσας έχει απόλυτη ομοιότητα με τις χειροτονίες της τάξεως του ανωτέρου κλήρου, δηλαδή του επισκόπου, του πρεσβυτέρου και του διακόνου, διότι γίνεται η χειροτονία αυτή, όπως είδαμε, μέσα στο ιερό βήμα και μπροστά στην Αγία Τράπεζα, κατά την Θεία Λειτουργία, και μάλιστα μετά την Αγία Αναφορά, δηλαδή ευθύς μετά τον ασπασμό της ειρήνης, πριν από το «Πάντων τῶν ἁγίων μνημονεύσαντες» κλπ.

Εκείνη που θα χειροτονηθεί στέκεται μπροστά στη Σολέα, μπροστά στην Ωραία Πύλη, έχει το κεφάλι της σκεπασμένο με ένα μαφώριο, και όταν έρθει η ώρα προσάγεται στην Αγία Τράπεζα, όπου ο Επίσκοπος χειροτονούσε με επιθέσεις των χειρών, απαγγέλλων, όπως είδαμε, όχι μόνο μία ευχή, όπως συμβαίνει στις χειροθεσίες του κατώτερου κλήρου, αλλά δύο ευχές, πράγμα που είναι γνώρισμα των ανωτέρων χειροτονιών. Και οι δύο αυτές ευχές ακολουθούν την εξαγγελλομένη εκφώνηση «Ἡ θεία Χάρις η πάντοτε τά ασθενή θεραπεύουσα κλπ», Η λειτουργική μας διδάσκει ότι η εκφώνηση «Ἡ θεία Χάρις η πάντοτε τά ασθενή θεραπεύουσα κλπ», η οποία ακούγεται στην χειροτονία των διακονισσών, αποτελεί γνώρισμα μόνον της χειροτονίας των ανωτέρων κληρικών, δηλαδή του επισκόπου, του πρεσβυτέρου και του διακόνου. Καθόσον η ευχή αυτή ουδέποτε ακούγεται στις χειροθεσίες των κατωτέρων κληρικών, ούτε και αυτού του υποδιακόνου.
Αγία Ολυμπιάδα η διακόνισσα

Εκ των στοιχείων τούτων γίνεται φανερό, ότι και κατά την χειροτονία της διακόνισσας τελούνται όλα τα ουσιώδη, όσα τελούνταν και στη χειροτονία του διακόνου. Η χειροτονημένη διακόνισσα περιβαλλόταν, όπως και ο διάκονος, με το διακονικό ωράριο, και κατά την ώρα της Θείας Κοινωνίας κοινωνούσε όπως και ο διάκονος: ελάμβανε το Άγιο Ποτήριο από τα χέρια του αρχιερέως και το απέθετε δίπλα στην Αγία Τράπεζα.

Θα νόμιζε κανείς ότι όταν έγινε έτσι εκτενέστερη και πανηγυρικότερη η χειροτονία της διακόνισσας, όπως και όλων των κληρικών, ότι η διακόνισσα θα κατετάσσετο μαζί με τους κατωτέρους κληρικούς, η Εκκλησία όμως, όπως είδαμε, την πήρε και έβαλε την χειροτονία της μαζί με τις ανώτερες χειροτονίες του ανωτέρου κλήρου. Αυτά όλα εξηγούν γιατί μέσα στην κανονική διάταξη της Εκκλησίας οι διακόνισσες είχανε πολλά καθήκοντα που δείχνουν την διακονική ιερωσύνη τους. Δεν είχε βέβαια τα καθήκοντα του πρεσβυτέρου, αλλά μην ξεχνάμε ότι αυτά δεν τα είχε ούτε ο διάκονος. Δεν μπορούσε ο διάκονος να τελέσει μυστήρια, το ίδιο κι η διακόνισσα.Όπως φανερώνει το αρχαίο κείμενο του τρίτου αιώνος της Διδασκαλίας, της Συριακής λεγομένης Διδασκαλίας, και όπως φανερώνουν οι Αποστολικές Διαταγές, στην ιεράρχηση των διαφόρων βαθμών της ιερωσύνης η διακόνισσα είχε εξαιρετική θέση. Οι δύο αυτές αρχαίες κανονικές πηγές δείχνουν, ότι ο επίσκοπος εθεωρείτο το σύμβολο του Ουρανίου Πατρός, του Θεού, ο διάκονος ήταν σύμβολο του Χριστού και η διακόνισσα ήταν σύμβολο του Αγίου Πνεύματος. Οι δε πρεσβύτεροι ήταν σύμβολα των Αποστόλων. Δηλαδή πήγαινε στην ιεράρχηση ανώτερα από τους Αποστόλους.

Μετά έχουμε τον κώδικα του Ιουστινιανού, τη νομοθεσία η οποία, όπως ξέρουμε, απεικονίζει την εκκλησιαστική πράξη της εποχής. Λοιπόν, ο Ιουστινιάνειος Κώδικας αναφέρει ότι πρόκειται περί κατατάξεώς της στον κλήρο. Και έχει την επιγραφή ο κώδικας αυτός "Περί επισκόπων και κληρικών" και εκεί μέσα αναφέρεται και η διακόνισσα. Η έκτη Ιουστινιάνεια Νεαρά, που έχει τον χαρακτηριστικό θα έλεγα τίτλο «Περί του πως δει», πως πρέπει δηλαδή, «χειροτονήσθαι τους επισκόπους και πρεσβύτερους και τους διακόνους άρρενας και θηλείας». Η τρίτη Ιουστινιάνειος Νεαρά καθορίζει τον αριθμό των κληρικών σε κάθε εκκλησία. Λέγει ότι στο ναό της Αγίας Σοφίας υπηρετούσανν εξήντα ιερείς, εκατό διάκονοι και σαράντα διακόνισσες: «Διακόνους δέ ἄρρενας ἐκατό και τεσσαράκοντα θηλείας», λέγει το κείμενο.

Είναι ελπιδοφόρο ότι σήμερα μέσα σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες υπάρχει έντονη επιθυμία για αναβίωση της καθιέρωσης των διακονισσών, έστω και αν μερικοί επίσκοποι, θεολόγοι, μονάχες αμφισβητούν τον μυστηριακό χαρακτήρα της χειροτονίας, και αρνούνται την ύπαρξη ανωτέρας ιερωσύνης στις χειροτονημένες διακόνισσες. Αλλά αυτό είναι απαράδεκτο, διότι παραβλέπουν τι λένε όλα τα χειροτονικά, για την χειροτονία της διακόνισσας.

Ο γράφων, ο ομιλών δηλαδή, που έγραφα το χειρόγραφο μου αυτό, φρονεί και επαναλαμβάνει ότι για την άρση των διαφωνιών και τον ορθό χαρακτηρισμό της παραδομένης λειτουργικής τάξεως καθιέρωσης διακονισσών δεν πρέπει να παραθεωρείται, αλλά να λαμβάνεται υπόψη, ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία, έναντι εκείνων που εκ των υστέρων διατύπωσαν διάφορες δογματικές εκφράσεις, το πρωτείο ανήκει στην εκ των προτέρων διαμορφωθείσα μακραίωνα πρωτογενή λειτουργική εμπειρία και πράξη της εκκλησίας, η οποία όπως θα έλεγε ο αείμνηστος καθηγητής Friedrich Heidel η εκκλησία προβάλλει das gebetens dogma, το δόγμα το προσευχόμενο, που συνοδεύεται από λειτουργική προσευχή. Ας θυμηθούμε και την γνωστή λατινικήν έκφρασιν Lex Orandi est Lex Credendi, δηλαδή ο νόμος του πιστεύειν συνδέεται με το νόμο του λατρεύειν.

Γι' αυτό ακριβώς είναι αδικαιολόγητες οι απόψεις των αρνουμένων την χειροτονία της διακόνισσας. Την μαρτυρούν τα λειτουργικά κείμενα. Οι δε δογματικές εκφράσεις για τους βαθμούς της ιερωσύνης είναι μεταγενέστερες από τα λειτουργικά αυτά κείμενα. Επομένως δεν πρέπει να παραθεωρούνται τα κείμενα αυτά της Εκκλησίας, και οι σύμφωνες προς αυτά ισχύουσες νομοκανονικές διατάξεις. Λόγου χάριν οι Νεαρές του Ιουστινιανού, και αυτονοήτως και οι σχετικοί κανόνες της Πρώτης, της Τετάρτης Οικουμενικής Συνόδου και της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίες έχουν κανόνες για την χειροτονία των διακονισσών.

Από την οπτική αυτή γωνία κανένας δεν είναι δυνατόν να αμφισβητήσει ότι επί αιώνες μέσα στα λειτουργικά πλαίσια, αναδυομένη από καιρό σε καιρό, η ανωτέρα μυστηριακή χειροτονία των διακόνων γυναικών εξακολουθεί να υφίσταται δυνάμει μέχρι σήμερα. Διότι καμία κανονική διάταξη, μεταγενέστερη από τις Οικουμενικές Συνόδους που ανέφερα, δεν αναφέρεται σε κατάργηση του θεσμού των διακονισσών. Άλλωστε, και στην πράξη σε πολλά μοναστήρια διαμέσου των αιώνων έχουμε χειροτονίες διακονισσών, μέχρι ακόμα και επί της εποχής του αειμνήστου μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, ο οποίος χειροτόνησε μια διακόνισσα σε κάποιο μοναστήρι της Μητροπόλεως Δημητριάδος.

Στην Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, που εξέταζε κάποτε σε μια ημερίδα το θέμα «Φύλο και Θρησκεία», ο ομιλών είχε κάνει εισήγηση και δεν δίστασε, με κάποια ρητορική υπερβολή βέβαια, να πει στους παρισταμένους εκεί αρχιερείς: «Χωρίς να ρωτήσετε κανένα έχετε δικαίωμα να χειροτονήσετε διακόνισσες. Είναι τελείως αδικαιολόγητο να υπάρχουν δισταγμοί για την καθιέρωση διακονισσών στην σημερινή εποχή». Ο διάκονος, ο άνδρας διάκονος, έχει και αυτός μόνο την διακονική ιερωσύνη. Δεν έχει την ιερουργική. Αργότερα, αν χειροτονηθεί αποκτά ως άνδρας και την ιερουργική ιερωσύνη και έχει το δικαίωμα να τελεί τα μυστήρια. Η χειροτονημένη διακόνισσα επίσης έχει εξίσου την μυστηριακή και ανώτερη ιερωσύνη, αλλά επειδή είναι γυναίκα, κατά το «τό γε νυν επικρατούν» δεν μπορεί να αποκτήσει την ιερουργική ιερωσύνη.

Εάν γίνει κατανοητή αυτή η σαφής παραδεδομένη διάκριση μεταξύ «διακονικής» και «ιερουργικής» ιερωσύνης, τότε αφενός θα αποφεύγεται ο εσφαλμένος ισχυρισμός ότι οι διακόνισσες δεν έχουν ανώτερη χειροτονία και ιερωσύνη, και αφετέρου θα έχει ουσιαστικά αρθεί και απομακρυνθεί, η αιτία των θεολογικών διαφωνιών για την ταυτότητα της καθιερώσεως των διακονισσών. Συχνά μου έρχεται στο νου η σκέψη, ότι στο κεφάλαιο της Δογματικής ή του Κανονικού Δικαίου, που εξετάζει την ιερωσύνη, θα έπρεπε να γίνει κάποια σαφέστερη αναδιατύπωση για τα αφορόντα στην διάκριση μεταξύ ιερουργικής και διακονικής ιερωσύνης, που και τα δύο είδη αναμφισβήτητα προϋποθέτουν λειτουργικά ομοιόμορφη τάξη, ανώτερη μυστηριακή χειροτονία, αλλά και επισημαινόμενη δια περιεχομένου των σχετικών ευχών ύπαρξη διαφορετικών χαρισμάτων και χαρίτων, χορηγούμενων από το Άγιο Πνεύμα, ανάλογα με τα χαρίσματα που έχουν οι χειροτονούμενοι.

Αγία Ευπραξία η διακόνισσα
Η απόφαση της σεπτής Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος περί ενεργοποιήσεως του θεσμού των διακονισσών σημαίνει, ότι δεν μας πρόλαβε το κέντρο του Ρωμαιοκαθολικισμού με παρόμοια απόφαση, και έτσι δεν έχουμε ως τώρα χάσει, τουλάχιστον, θεωρητικά, για μια ακόμη φορά το τρένο. Όμως στην πράξη κινδυνεύουμε να το χάσουμε, και να προηγηθούν οι Ρωμαιοκαθολικοί στην αναβίωση του θεσμού των διακονισσών. Πρέπει να κατανοήσουμε, ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως άλλοθι εφησυχασμού και σχετικής ραστώνης και αμελείας ο ισχυρισμός, ότι υπάρχουν σήμερα στις Ιερές Μητροπόλεις και ενορίες αρκετές ευσεβείς γυναίκες, που έχουν σήμερα σημαντική καρποφόρο προσφορά σε μερικούς τομείς του ιεραποστολικού και ποιμαντικού έργου, και ότι επομένως είναι περιττές οι χειροτονημένες διακόνισσες. Ας θυμηθούμε, ότι η αξιοθαύμαστη άνθηση του ιεραποστολικού έργου του Ιωάννου του Χρυσοστόμου στηριζόταν προ πάντων σε πλήθος αφιερωμένων διακονισσών, που είχαν επικεφαλής τους την Ολυμπιάδα, για την αντιμετώπιση των ποιμαντικών αναγκών του.

Εξ άλλου η έλλειψη καταλλήλων γυναικών προς ένταξη στο γυναικείο διακονικό λειτούργημα, που και αυτό αναφέρεται, πρέπει να θεωρείται ως συμπτωμα αναιμίας και καχεξίας του ποιμαντικού έργου. Και πρέπει να γίνει αφορμή αυτοκριτικής και αφυπνήσεως των στελεχών της Εκκλησίας. Πρέπει να σημάνουμε αληθινό συναγερμό και να προχωρήσουμε σε στρατηγικό σχεδιασμό και προγραμματισμό προς ενίσχυση του ποιμαντικού έργου με επιστράτευση αφιερωμένων στην Εκκλησία μορφωμένων μοναστριών και λαϊκών γυναικών. 

Ας προστεθεί, ότι η παρουσία στις ενορίες καθιερωμένων εκλεκτών διακονισσών, τόσο λαϊκών δοκίμων όσο και χειροτονημένων, θα ήταν σημαντική απόδειξη όχι μόνον δημιουργίας οικουμενικής γέφυρας προς ετερόδοξες εκκλησίες οι οποίες έχουν διακόνισσες, αλλά και ανυψώσεως της πνευματικής στάθμης της Εκκλησίας, την οποίαν Εκκλησία, όπως και την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, θα πρέπει να προβληματίσουν οι επιγραμματικοί λόγοι του επιφανούς καθηγητού Κarl Rahner, ο οποίος με κάποια ρητορική βέβαια υπερβολή έχει πει: «Η Εκκλησία του αύριο θα είναι διακονική ή δεν θα υπάρχει». Βέβαια, αυτό είναι υπερβολικό, διότι η Εκκλησία δεν έχει μόνο τη διακονία, έχει και την ιερουργία, τη λειτουργία και τη μαρτυρία. Το νόημα, όμως, των λόγων αυτών είναι ότι η Εκκλησία χωρίς ανεπτυγμένο έργο διακόνων αντρών και γυναικών κινδυνεύει να είναι μια απλώς εσωστρεφής και φυτοζωούσα τελετουργική Εκκλησία, που σε μεγάλη έκταση θα είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη για τους εντός και εκτός αυτής κατατριχωμένους από ποικίλες πνευματικές, ψυχοσωματικές και υλικές ανάγκες. Εκκλησιαστικός αγιασμός πιστών χωρίς την περίθαλψη από αυτούς του Χριστού στο πρόσωπο των πασχόντων αδελφών του δεν είναι δυνατό να νοηθεί.

Βέβαια υπάρχει κάποια αφύπνιση με την οικονομική κρίση και διάφορες Μητροπόλεις και η Αρχιεπισκοπή οργανώνουν την αλληλεγγύη τους, τα συσσίτιά τους κλπ, αλλά αυτό δε φτάνει, χρειάζεται συστηματικό διακονικό έργο η Εκκλησία. Το Διορθόδοξο μοναστικό συνέδριο που έγινε το 1996 στην Αίγινα στα πλαίσιο του εορτασμού της εκατονπεντηκονταετηρίδος από της γεννήσεως του Αγίου Νεκταρίου, έδωσε αφορμή στον ομιλούντα, στην εισήγησή του με θέμα «Ο θεσμός των διακονισσών κατά την Ορθόδοξη παράδοση και ο Άγιος Νεκτάριος», να πει τα εξής: 
«Ας ευχηθούμε όλα τα γυναικεία μοναστήρια μας και όλες οι ενορίες να αποκτήσουν τις διακόνισσές τους, να δώσουν ώθηση στη συγχρονισμένη δηλαδή και ανταποκρινόμενη σε σημερινές συνθήκες και ανάγκες αναβίωση και περαιτέρω ανανέωση και διαμόρφωση του όλου θεσμού των διακονισσών, ο οποίος είναι σαρξ εκ της σαρκός και οστούν εκ των οστέων της Ορθόδοξης Ανατολής, εκ της οποίας μεταδόθηκε στους Προτεστάντες, στους Αγγλικανούς και στους Παλαιοκαθολικούς, και πιθανότατα εις το εγγύς μέλλον εκ νέου για δεύτερη φορά στους Ρωμαιοκαθολικούς». 
Η Θεοτόκος μεταξύ των αγίων παρθένων γυναικών
(από την εικονογράφηση των Χαιρετισμών - δες εδώ).

Λέγω αυτό για δεύτερη φορά, γιατί στην αρχαία εκκλησία οι Ρωμαιοκαθολικοί μέχρι τον 5ο αιώνα δεν είχαν διακόνισσες όπως στην Ανατολή, αλλά σιγά-σιγά με την επίδραση του Βυζαντίου απέκτησαν και αυτοί αδελφότητες διακονισσών. Και υπάρχει χαρακτηριστικά και στη νομοθεσία του Ρωμαϊκού Δικαίου τάξις χειροτονίας διακονίσσης με τον τίτλο ordo ad diaconem faciendam, δηλαδή τάξη για τη χειροτονία των διακονισσών.

Είναι αυτονόητον ότι η πραγματοποίηση της ευχής αυτής αφ’ ενός προϋποθέτει ειδική σχετική προετοιμασία εκλεκτών μοναστηριών σε πανελλήνιο σεμινάριο ή σε τοπικά σεμινάρια, και αφ’ ετέρου υπονοεί ότι στους Βυζαντινούς χρόνους το παράδειγμα των ενοριών επέδρασε στην βραδύτερη είσοδο του θεσμού των διακονισσών στα μοναστήρια. Σήμερα αντιστρόφως θα είναι ευκολότερο το παράδειγμα εκλεκτών μοναστηριών διακονισσών να γίνει το εφαλτήριο της εισόδου διακονισσών στις ενορίες κατά τα παλαιοχριστιανικά και Βυζαντινά πρότυπα. Η συγκριτική αυτή σκέψη ισχύει για όλες τις επιμέρους Ορθόδοξες Εκκλησίες, που πρέπει να συντονίζονται με ευλογίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπως και για την όλη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.

Στη συζήτηση, τώρα, για τη γενικότερη χειροτονία των γυναικών δεν πρέπει η Ορθόδοξη θεολογία να καταφεύγει στην άστοχη χρησιμοποίηση ανθρωπίνων, βιολογικών εννοιών για το φύλο και να αναφέρεται στη δήθεν ανδρική ή θηλυκή υφή εκάστου των προσώπων της Αγίας Τριάδος, και έτσι να αίρει τον αποφατικό χαρακτήρα του απρόσιτου στην ανθρώπινη διάνοια Τριαδικού δόγματος. Πρέπει να χρησιμοποιούνται εκκλησιολογικά κριτήρια που αποβλέπουν στην οικοδομή της Εκκλησίας του Χριστού. Πρέπει επίσης να χρησιμοποιείται η Χριστολογική θεολογία, η οποία διδάσκει για τον Θεάνθρωπο, ότι στο σωτήριό Του έργον ενσωμάτωσε, παρέλαβε όλη την ανθρώπινη φύση, ανδρική και γυναικεία. Και έτσι πρέπει να επιδιώκεται καταμερισμός των αρμοδιοτήτων των λειτουργών της εκκλησίας ανάλογα προς την ποικιλία των χαρισμάτων τους. Αυτή την ποικιλία των χαρισμάτων προέβαλε ιδιαιτέρως η αρχαία Eκκλησία.

Με τέτοια κριτήρια ο ομιλών νομίζει ότι η διαφορά μεταξύ της χειροτονίας της διακόνισσας και της χειροτονίας των ανωτέρων βαθμών της ιερωσύνης είναι διαφορά ποσοτική, θα έλεγα, και διαφορά καταμερισματική, και όχι διαφορά ποιοτική. Γενικά, τα de jure humano, με το ανθρώπινο δίκαιο, χωροχρονικά και κοινωνιολογικά στοιχεία του εκκλησιαστικού βίου πρέπει να είναι συμβατά με το θείο δίκαιο και να έχουν σε αυτά την αναφορά τους. Νομίζω ότι θα ήταν πολύ χρήσιμο και διαφωτιστικό εάν το αξιέπαινο, πρωτοποριακό σεμινάριό σας φθάσει σε μια διονυχιστική και εμπεριστατωμένη μελέτη του όλου αυτού ζητήματος για να διαπιστωθεί και να πληροφορηθεί το χριστεπώνυμο πλήρωμα εάν ο αποκλεισμός της γυναίκας από την ανώτερη ιερωσύνη είναι «θείω δικαίω» ή «ανθρωπίνω δικαίω». De jure humano ή de jure divino.

Είναι περιττό να τονίσουμε ότι οποιαδήποτε εξέταση του ζητήματος της γενικότερης χειροτονίας των γυναικών πρέπει να προβλέπει και να αναμένει τον ενδεχόμενο θορυβώδη σκανδαλισμό μερικών, αλλά και την πιθανή διάσπαση του χριστεπωνύμου πληρώματος. Επομένως, θα υπάρξουν και περιπτώσεις, στις οποίες πρέπει να ισχύσει η προτροπή και αυτού του Λουθήρου: «Φειδώ των ασθενών». ["Ν": δε γνωρίζω τις απόψεις του καταξιωμένου καθηγητή σ' αυτό το θέμα. Οι δικές μας εκφράζονται κατωτέρω, με το παράθεμα. Στις επισημάνσεις του για την αναγκαιότητα ενεργοποίησης του θεσμού των διακονισσών, ταπεινά συμφωνούμε πλήρως].

Ευχαριστώ που είχατε την καλοσύνη να με ακούσατε και εύχομαι στο σεμινάριό σας καλή πρόοδο για να έχουμε καλά αποτελέσματα για το θέμα που μας απασχολεί.

Ευχαριστώ και πάλι. 

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 14, 2011

ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΙΣ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ

Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου

Οἱ ἑορτασμοί τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου φέρουν πάντοτε στή μνήμη μας τό γεγονός τῆς προσκυνήσεως τῶν Μάγων. Ἡ προσκύνησις αὐτή, πού περιγράφεται στήν περικοπή Ματθ. β΄ 1-13, ἔγινε στόχος τῆς ἀρνητικῆς κριτικῆς διαφόρων "ἀπομυθευτῶν", οἱ ὁποῖοι - μέ τή χρῆσι τῶν μεθόδων τῆς "λήψεως τοῦ ζητουμένου" καί τῆς "κλίνης τοῦ Προκρούστου" - ἀμφισβητοῦν ὅτι ὁ "Ἰησοῦς τῆς ἱστορίας" ταυτίζεται μέ τόν "Χριστό τοῦ κηρύγματος". Ὑπέρ τῆς ἀξιοπιστίας τῆς διηγήσεως γιά τήν προσκύνησι τῶν Μάγων συνηγορεῖ τό γεγονός ὅτι ἡ διήγησις αὐτή ἀποτελεῖ μίαν ἑνότητα μέ τά ἐξιστορούμενα στή συνέχεια (στούς στίχους 13-23), τῶν ὁποίων εἶναι ἔκδηλος ὁ ἱστορικός χαρακτήρ.

Ἐκ τοῦ χωρίου Ματθ. β΄ 16, - τό ὁποῖο ἀναφέρει ὅτι ἡ Ἡρώδης "ἀνεῖλε (διέταξε νά φονεύσουν) πάντας τούς παῖδας τούς ἐν Βηθλεέμ καί ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπό διετοῦς καί κατωτέρω κατά τόν χρόνον ὅν ἠκρίβωσε παρά τῶν μάγων" - μποροῦμε νά συμπεράνωμεν, ὅτι ἡ προσκύνησις τῶν μάγων ἔγινε ἴσως ἕν ἔτος ἤ καί περισσότερον μετά τή Γέννησι τοῦ Σωτῆρος.

Ἀλλά ποῖοι ἦσαν οἱ Μάγοι; Ἡ λέξις Μάγος, σανκριτιστί Maha, ἐχρησιμοποιεῖτο γιά τούς σοφούς, τούς ἰατρούς, τούς μελετητές τῶν ἄστρων, τούς ἑρμηνευτές τῶν ὀνείρων καί τούς ἐν γένει πεπαιδευμένους τῶν Μήδων, τῶν Περσῶν, τῶν Χαλδαίων καί τῶν Βαβυλωνίων, ἐκ τῶν ὁποίων προέρχονταν κατά τόν Ἡρόδοτον (Ἱστ. 3,61) οἱ ἱερεῖς μάντεις, οἱ ὁποῖοι ἀπό παρατηρητήρια τῶν Ναῶν, στούς ὁποίους ἱεράτευαν οἱ πλεῖστοι, παρατηροῦσαν τίς κινήσεις τῶν οὐρανίων σωμάτων.

Στή Δύσι οἱ Μάγοι χαρακτηρίζονται ὡς "Βασιλεῖς" ὑπό τήν ἐπίδρασι τοῦ Τερτυλλιανοῦ, ὁ ὁποῖος τούς συνδέει μέ τό χωρίο Ψαλμ. οα΄ 10 ("βασιλεῖς Ἀράβων καί Σαβᾶ δῶρα προσάξουσιν").

Ἡ ἰδιαιτέρα πατρίς τῶν Μάγων, πού προσκύνησαν τό Θεῖο Βρέφος, δέν ἀναφέρεται. Ἁπλῶς γίνεται μνεία ὅτι ἦλθαν ἐξ "Ἀνατολῆς". Ἡ λέξις "Ἀνατολή" στήν Βίβλο σημαίνει α) ὁλόκληρη τήν πέραν τοῦ Ἰορδάνου περιοχή· β) τήν ἀπέραντη συριακή καί ἀραβική ἔρημο· γ) τίς περιοχές τῆς Βαβυλωνίας, Ἀσσυρίας καί Περσίας (Alois Riedmann, Die Wahrheit όber Christus, Freiburg 21952, s. 163).

Συμφώνως πρός αὐτά, ὁ Ὠριγένης λέγει ὅτι οἱ Μάγοι προέρχονταν ἐκ Χαλδαίας (πρβλ. Migne Ε.Π. 11,768). Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρει ὡς πατρίδα τους τήν Περσία (πρβλ. τά χριστουγεννιάτικα κάλαντα: "ἐκ τῆς Περσίας ἔρχονται..."). Ἄλλοι ὁμιλοῦν γιά τήν προέλευσί τους ἐκ Βαβυλωνίας (πρβλ. Θρησκ. καί Ἠθικήν Ἐγκυκλοπαιδείαν, τόμ. 8, ἔτος 1966, στ. 461).

Ἐπικρατοῦσα εἶναι ἡ ἄποψις τοῦ ἁγίου φιλοσόφου καί μάρτυρος Ἰουστίνου, ὁ ὁποῖος στό ἔργο του "Διάλογος πρός Τρύφωνα" "δεκάκις" ἀναφέρει ὅτι οἱ Μάγοι προέρχονταν ἐξ Ἀραβίας.

Ἀνέκαθεν ἐπεκράτησεν ἡ γνώμη, ὅτι οἱ Μάγοι ἦσαν τρεῖς. Ἡ ἄποψις αὐτή σχετίζεται προφανῶς πρός τό τριπλοῦν τῶν δώρων, πού προσέφεραν στόν Λυτρωτή. "Ἐάν ἡ ἐλπίς ὅπως ἀνευρεθῆ ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου ἔφερε τόν Τιριδάτην καί τούς μάγους εἰς Νεάπολιν, ὡς ἀναφέρει ὁ Σουετώνιος, εἶναι πολύ πιθανόν καί ἄλλοι μάγοι νά ἦλθαν εἰς τήν μητρόπολιν τῆς Παλαιστίνης πρός παρόμοιον σκοπόν" (Π. Ν. Τρεμπέλα, Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, Ἀθῆναι, 1958, σ. 41).

Οἱ προσκυνητές Μάγοι εἶχαν ἔλθει πιθανῶς σ' ἐπαφή μέ τούς Ἰουδαίους, πού ὑπῆρχαν στίς χῶρες τῆς Ἀνατολῆς ἀπό τούς χρόνους τῆς αἰχμαλωσίας καί εἶχαν γνωρίσει τήν Παλαιά Διαθήκη καί τίς προφητεῖες τῶν Ἰουδαίων γιά τόν Μεσσία. Ἴσως γνώριζαν καί τήν προφητεία τοῦ Βαλαάμ, ἡ ὁποία προέλεγεν ὅτι θά ἀνατείλη ἄστρον ἐξ Ἰούδα (Ἀριθμ. κδ΄ 17).

Εἶναι πράγματι καταπλητκτική ἡ πίστις τῶν Μάγων, οἱ ὁποῖοι ἐπεχείρησαν τό μακρινό καί πολύ κοπιαστικό ταξίδι τους. Ἐγκατέλειψαν πρός καιρόν τίς πατρίδες τους, τίς ἐπιστημονικές ἀπασχολήσεις καί τίς οἰκογενειακές τους ὑποχρεώσεις, γιά ν' ἀναζητήσουν, βροῦν καί προσκυνήσουν Ἐκεῖνον, ὁ Ὁποῖος ἦταν "προσδοκία τῶν ἐθνῶν" (Γεν. μθ΄ 10). Πόση δέ ἦταν ἡ λύπη τους, ὅταν ἔχασαν γιά λίγο τόν οὐράνιο ὁδηγό τους, ἀποδεικνύεται ἀπό τό ὅτι "ἐχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα" (στ. 10), ὅταν ἐκ νέου εἶδαν τόν ἀστέρα (πρβλ. Χριστοφόρου Παπουτσοπούλου, Χριστός ἐπί γῆς, ἐν Ἀθήναις 1960, σ. 77).

Ὅταν οἱ φωτισμένοι σοφοί τῆς Ἀνατολῆς ἔφθασαν "εἰς τήν οἰκίαν" τῆς ἁγίας οἰκογενείας καί "εἶδον τό παιδίον μετά Μαρίας τῆς μητρός αὐτοῦ" (στ. 11), δέν βρῆκαν ἀνάκτορα, ἀλλά πτωχικό περιβάλλον. Παρά ταῦτα, ἡ πίστις τους δέν κλονίσθηκε. Μέ πίστιν καί εὐλάβειαν "πεσόντες προσεκύνησαν" καί "ἀνοίξαντες τούς θησαυρούς αὐτῶν προσήνεγκαν... δῶρα, χρυσόν καί λίβανον καί σμύρναν" (στ. 11). Ὁ χρυσός εἶναι τό εὐγενέστατο μέταλλο, πού χρησίμευε, ἐκτός τῶν ἄλλων, πρός διακόσμησιν τῶν ναῶν, τῶν θυσιαστηρίων, τῶν λατρευτικῶν ἀντικειμένων καί ἀμφίων. Τό ἀρωματικό λιβάνι προσφερόταν μέσα σέ τόπους λατρείας ὡς σύμβολον τῆς ἀναψυχουμένης πρός τόν Θεόν ψυχῆς καί προσευχῆς. Ἡ σμύρνα ἦταν τό πολύτιμο εἶδος ἀρωματικῆς ρητίνης βαλσαμόδενδρου, πού τήν χρησιμοποιοῦσαν γιά ν' ἀρωματίζουν κεφάλια, χέρια, φορέματα, ἱερούς χώρους κ.λπ.

Κάποια παράδοσις τοῦ ια΄ αἰῶνος ἀναφέρει λείψανα τῶν Τριῶν Μάγων, τά ὁποῖα ἀπό τήν Ἁγία Ἑλένη μετακομίσθηκαν στήν Κωνσταντινούπολι, τόν δ΄ ἐπίσης αἰῶνα στά Μεδιόλανα, τό δέ 1164 στήν Κολωνία, ὅπου καί ἀνοικοδομήθηκε τόν ιγ΄ αἰῶνα ὁ καί μετέπειτα περίλαμπρος καθεδρικός ναός τῆς πόλεως.


Ἡ μνήμη τοῦ γεγονότος τῆς Προσκυνήσεως τῶν Μάγων, πού στούς Ὀρθοδόξους συνδέεται μέ τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων, στούς Δυτικούς ἑορτάζεται τήν 6η Ἰανουαρίου πανηγυρικῶς καί δίδει ἀφορμήν πρός ἀνάπτυξι λιτανειῶν καί λαϊκῶν θρύλων καί πρός τονισμόν τῆς ἐκ μέρους τῶν "Τριῶν Βασιλέων" προστασίας τῶν παντός εἴδους προσκυνητῶν. Χαρακτηριστική ἐπίσης εἶναι ἡ προβολή τους σέ Ἀνατολή καί Δύσι ἀπό τήν Χριστιανική Τέχνη. Ἐπίσης ἀπό τόν θ΄ αἰῶνα ἔχει ἐπικρατήσει ἡ παράδοσις ὅτι οἱ Τρεῖς Μάγοι ὀνομάζονταν Κάσπαρ, Μέλχιορ καί Βαλτάσαρ.

Τό βαθύτερο νόημα τῆς προσφορᾶς τῶν δώρων τῶν εἰδωλολατρῶν Μάγων στόν Σωτῆρα εἶναι ὅτι καί ὁ ἐθνικός κόσμος, πού φωτιζόταν ἀπό τίς ἀκτῖνες τῆς ἀληθείας τοῦ "σπερματικοῦ Λόγου", προσέφερε τά δῶρα του στόν Χριστιανισμό. Ἄν οἱ ποιμένες, πού προσκύνησαν τό Βρέφος τῆς Βηθλεέμ ἦσαν ἐκπρόσωποι τῆς ἰσραηλιτικῆς πίστεως καί τῆς ἁπλοϊκῆς εὐσεβείας, οἱ Μάγοι ἐκπροσωποῦν τίς τάξεις τῶν πεπαιδευμένων τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, μέσα στίς ὁποῖες ἦταν ἐπίσης διάχυτη ἡ προσδοκία τοῦ Λυτρωτοῦ.

Εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ Χριστιανισμός δέχθηκε πολλά δῶρα ἀπό τόν ἐθνικό κόσμο, ἰδίως κατηγορίες σκέψεως πρός διατύπωσι δογματικῶν ἀληθειῶν καί κατάλληλα μορφολογικά στοιχεῖα καί "ὀστράκινα σκεύη", πού χρησίμευσαν στήν παρουσίασι τοῦ αἰωνίου οὐρανίου θησαυροῦ τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ζωῆς καί λατρείας.

Ἀλλά ποῖο θά εἶναι καί τό ἰδικό μας δῶρο στόν τεχθέντα Σωτῆρα τοῦ κόσμου; Πρέπει νά εἶναι ἡ ζωντανή πίστις, πού μετουσιώνεται σέ λατρεία "ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ" καί σέ ἔργα ἀρετῆς καί ἀγάπης πρός τούς συνανθρώπους μας.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...