Κύριε, σάν ἦρθεν ἡ βραδιά, σοῦ λέω τήν προσευχή μου.
Ἄλλη ψυχή δέν ἔβλαψα στόν κόσμο ἀπ’ τή δική μου.
Ἐκεῖνοι πού μέ πλήγωσαν ἦταν ἀγαπημένοι.
Τήν πίκρα μου τή βάσταξα. Μοῦ δίνεις καί τήν ξένη.
Μ’ ἀπαρνήθηκαν οἱ χαρές. Δέν τίς γυρεύω πίσω.
Προσμένω τά χειρότερα. Εἶν’ ἁμαρτία νά ἐλπίσω.
Σάν εὐτυχία τήν ἀγαπῶ τῆς νύχτας τή φοβέρα.
Στήν πόρτα μου ἄλλος δέν χτυπᾶ κανείς ἀπ’ τόν ἀγέρα.
Δέν ἔχω δόξα. Εἶν’ ἥσυχα τά ἔργα πού ἔχω πράξει.
Ἄκουσα τή γλυκιά βροχή. Τή δύση ἔχω κοιτάξει.
Ἔδωκα στά παιδιά χαρές, σέ σκύλους λίγο χάδι.
Ζευγάδες καλησπέρισα πού γύριζαν τό βράδυ.
Τώρα δέν ἔχω τίποτα νά διώξω ἤ νά κρατήσω.
Δέν περιμένω ἀνταμοιβή. Πολύ 'ναι τέτοια ἐλπίδα.
Εὐδόκησε ν’ ἀφανιστῶ χωρίς νά ξαναζήσω...
Σ’ εὐχαριστῶ γιά τά βουνά καί γιά τούς κάμπους πού εἶδα.
Ζαχαρίας Παπαντωνίου
πηγή