Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Αυγούστου 04, 2015

Ἡ προσευχή τοῦ ταπεινοῦ


Κύριε, σάν ἦρθεν ἡ βραδιά, σοῦ λέω τήν προσευχή μου.

Ἄλλη ψυχή δέν ἔβλαψα στόν κόσμο ἀπ’ τή δική μου.

Ἐκεῖνοι πού μέ πλήγωσαν ἦταν ἀγαπημένοι.

Τήν πίκρα μου τή βάσταξα. Μοῦ δίνεις καί τήν ξένη.

Μ’ ἀπαρνήθηκαν οἱ χαρές. Δέν τίς γυρεύω πίσω.

Προσμένω τά χειρότερα. Εἶν’ ἁμαρτία νά ἐλπίσω.

Σάν εὐτυχία τήν ἀγαπῶ τῆς νύχτας τή φοβέρα.

Στήν πόρτα μου ἄλλος δέν χτυπᾶ κανείς ἀπ’ τόν ἀγέρα.

Δέν ἔχω δόξα. Εἶν’ ἥσυχα τά ἔργα πού ἔχω πράξει.

Ἄκουσα τή γλυκιά βροχή. Τή δύση ἔχω κοιτάξει.

Ἔδωκα στά παιδιά χαρές, σέ σκύλους λίγο χάδι.

Ζευγάδες καλησπέρισα πού γύριζαν τό βράδυ.

Τώρα δέν ἔχω τίποτα νά διώξω ἤ νά κρατήσω.

Δέν περιμένω ἀνταμοιβή. Πολύ 'ναι τέτοια ἐλπίδα.

Εὐδόκησε ν’ ἀφανιστῶ χωρίς νά ξαναζήσω...

Σ’ εὐχαριστῶ γιά τά βουνά καί γιά τούς κάμπους πού εἶδα.


Ζαχαρίας Παπαντωνίου
πηγή

Παρασκευή, Ιουλίου 17, 2015

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ ΤΟΥ ΕΛΥΤΗ: "Τα παμπάλαια πράσινα και τα χρυσά κείνα που μέσα μας έχουν παντοτινές δεκαεφτά Ιουλίου..."


Κολάζ Οδυσσέα Ελύτη

Στον Μικρό Ναυτίλο του Ελύτη η Αγία Μαρίνα έχει την τιμητική της: 
Τώρα που ο νους απαγορεύεται και οι ώρες δε γυρίζουν 
Από κήπο σε κήπο η σκέψη μου 
Δειλή σαν τριανταφυλλιά πρωτάρα 
Που αρπάζεται απ' τα κάγκελα 
Δοκιμάζει απαρχής ν' αρμόσει πάλι 
Με σταγόνων σφήνες λαμπερών 
Τα παμπάλαια πράσινα και τα χρυσά κείνα που μέσα μας 
Έχουν παντοτινές δεκαεφτά Ιουλίου 
Κολάζ του Οδυσσέα Ελύτη
Ν' ακουστεί και πάλι της Αγίας Μαρίνας το νερό στις πέτρες 
Στον Ταξιδιωτικό του Σάκο ΟΤΤΩ ΤΙΣ ΕΡΑΤΑΙ, ένα από Τα Στιγμιότυπα είναι το εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας στα Μυστεγνά της Λέσβου: 
ΜΥΤΙΛΗΝΗ 
Στα Μυστεγνά, πρωί, ανεβαίνοντας τους ελαιώνες για το εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας. Το βάρος που νιώθεις να σου έχει αφαιρεθεί σαν αμαρτία ή τύψη και χωνεύεται από το χοντρό χώμα, λες και το τραβά η μεγαθυμία των προγόνων.

Στα Ρω του Έρωτα συναντούμε το απίθανο Ντούκου ντούκου μηχανάκι. Τραγούδι, νομίζω, περισσότερο παρά ποίημα. Με την τελευταία στροφή - προτροπή για να πάμε στην Αγια - Μαρίνα. 
Χάιντε χάιντε βρε παιδιά 
       πάμε στην Αγια - Μαρίνα 
Πάμε στην Αγια - Μαρίνα 
      με την όμορφη μπενζίνα. 

Στο Άξιον εστί
Είδα πέρα, μακριά, στην άκρια της ψυχής μου             
                     μυστικά να διαβαίνουνε 
φάροι ψηλοί ξωμάχοι Στους γκρεμούς τραβερσωμένα κάστρα 
Τ' άστρο της τραμουντάνας Την αγία Μαρίνα με τα δαιμονικά ... 

Η Μαρίνα των Βράχων από τους Προσανατολισμούς:    
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα πού γύριζες 
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας 
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους 
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο 
Κι οι κόρες των  ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χίμαιρας 
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση! ... 


Και τέλος, η Μαρίνα από τις Μικρές Κυκλάδες: ...   
    Μαρίνα πράσινό μου αστέρι 
Μαρίνα φως του Αυγερινού     
   Μαρίνα μου άγριο περιστέρι 
και κρίνο του καλοκαιριού.



Κυριακή, Μαΐου 24, 2015

Κώστα Βάρναλη – Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου

Varnalis

(από τη συλλογή «Ποιητικά» του 1956)
Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρηµάδια!
Κούτσα µια και κούτσα δυο
της ζωής το ρηµαδιό!
 
Μεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και µ’ αφήναν νηστικό.
 
Τα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια
µε κοτρόνια στα ψαχνά,
φούχτες µύγα στ’ αχαµνά!
Ανωχώρι, Κατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και µε κάµα και βροχή,
ώσπου µου ’βγαινε η ψυχή
 
Είκοσι χρονώ γοµάρι
σήκωσα όλο το νταµάρι
κι έχτισα, στην εµπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.
 
Και ζευγάρι µε το βόδι
(άλλο µπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέµατα
τ’ αφεντός τα στρέµµατα
 
Και στον πόλεµ’ «όλα για όλα»
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ’ αφέντη το φαΐ.
 
Και γι’ αυτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιµή της ουρανό!
 
Αλλ’ εµένα σε µια σφήνα
µ’ έδεναν το Μάη το µήνα
στο χωράφι το γυµνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.
 
Κι ο παπάς µε την κοιλιά του
µ’ έπαιρνε για τη δουλειά του
και µου µίλαε κουνιστός:
— Σε καβάλησε ο Χριστός
 
Δούλευε για να στουµπώσει
όλ’ η Χώρα κι οι Καµπόσοι.
Μη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!
 
— Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
— Ντράπου! Τις προγόνοι ντράπου!
— Αντραλίζοµαι!… Πεινώ!…
— Σουτ! Θα φας στον ουρανό!
 
Κι έλεα: όταν µιαν ηµέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κι εγώ,
του θεού τ’ αβασταγό!
 
Όχι ξύλο! Φόρτωµα όχι!
Θα µου δώσουνε µια κόχη,
λίγο πιόµα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!
 
Κι όταν ένα καλό βράδι
θα τελειώσει µου το λάδι
κι αµολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν’ η ζωή),
 
η ψυχή µου θε να δράµει
στη ζεστή αγκαλιά τ’ Αβράµη,
τ’ άσπρα, τ’ αχερένια του
να φιλάει τα γένια του! …
 
Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
µε πετάξανε µακριά
να µε φάνε τα θεριά.
 
Κωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον αϊ-Φραγκίσκο:
— «Χαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!
Σώσε το γερο κυρ Μέντη
απ’ την αδικιά τ’ αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!
 
Το σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπε κάνε!…»
Μα µε την κουβέντ’ αυτή
πόρτα µού ’κλεισε κι αυτί.
Τότενες το µαύρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει µε βιά:
 
— «Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κι οι ραγιάδες απ’ τα ουράνια,
µα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω.
Αν το δίκιο θες, καλέ µου,
µε το δίκιο του πολέµου
θα το βρεις. Οπού ποθεί
λευτεριά, παίρνει σπαθί.
Μη χτυπάς τον αδερφό σου —
τον αφέντη τον κουφό σου!
Και στον ίδρο το δικό
γίνε συ τ’ αφεντικό.
 —
Χάιντε θύµα, χάιντε ψώνιο,
Χάιντε Σύµβολον αιώνιο!
Αν ξυπνήσεις, µονοµιάς
θά ’ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.
 —
Κοίτα! Οι άλλοι έχουν κινήσει
κι έχ’ η πλάση κοκκινίσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ’ άλλη θάλασσ’, άλλη γη».
Ερμηνεία:
Ο «κυρ Μέντιος» είναι ένα αλληγορικό ποίημα που με την προσωποποίηση του συμπαθητικού τετράποδου μας θυμίζει την δυσκολία του βιοπορισμού  των ανθρώπων  και, ειδικά, αυτό που ζούμε σήμερα. Μας μεταφέρει την εικόνα του γαϊδαράκου που χρόνια δουλεύει ακατάπαυστα και γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, με αντάλλαγμα την σκληρότητα, την  απονιά και, τελικά, την εγκατάλειψη. Μεταφορικά, αντιπροσωπεύει τον κάθε άνθρωπο του λαού που, ειδικά στις μέρες μας, είναι καταδικασμένος να ζήσει στον καθημερινό μόχθο με ανταμοιβή ελάχιστη και με λιγοστές ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο ή, έστω,  για αξιοπρεπή ανάπαυση στα γηρατειά του.
Είναι ένα ποίημα που, στην πραγματική του εικόνα, προκαλεί συναισθήματα συγκίνησης για το παράπονο του γαϊδαράκου, συμπόνιας γιατί περνάει όλη τη ζωή του δουλεύοντας μέχρι τελικής εξάντλησης και ντροπής για την κακομεταχείριση που έχει από τους ανθρώπους. Έτσι του φέρονται σχεδόν όλοι οι ιδιοκτήτες του, που συντηρούν το ζώο αυτό όχι από αγάπη, αλλά για να το χρησιμοποιήσουν στην δουλειά.
Στην μεταφορική του εικόνα, μας γεμίζει απελπισία για την συγγένεια της μοίρας μας με αυτήν του γαϊδάρου και αγανάκτηση για την ομοιότητα στην αδράνεια, την ανοχή και την υποδούλωση. Το ποίημα είναι συμβολικό και παραινετικό και υπενθυμίζει ότι τίποτα δεν χαρίζεται, αλλά κερδίζεται, αρκεί να αγωνισθεί ο καθένας γι΄ αυτά που δικαιούται.
Στην τελευταία στροφή, βέβαια, ο ποιητής εκφράζει την ελπίδα του, ότι μπορεί να υπάρξει μια κοινωνία με περισσότερη ανθρωπιά και δικαιοσύνη, αφού έχει ήδη ξεκινήσει κάποια αλλαγή στις κομμουνιστικές (τις «κόκκινες») χώρες. Στα χρόνια εκείνα που γράφτηκε το ποίημα, οι χώρες που εφάρμοζαν το  κομμουνιστικό σύστημα ενέπνεαν κάποια ελπίδα για περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη, ώσπου οι κακοί χειρισμοί των κυβερνώντων οδήγησαν σε διάφορα δεινά και, τέλος, στην κατάρρευσή του. Όμως, η προσδοκία και ο αγώνας για το συλλογικό καλό πρέπει πάντοτε να υπάρχει, αλλιώς η ζωή των ανθρώπων θα συνεχίζεται κάτω από τον ζυγό των τεράστιων οικονομικών συμφερόντων και θα είναι ίδια με του «αβασταγού» γαϊδαράκου.
Μέρος του ποιήματος μελοποιήθηκε το 1974 από τον Λουκά Θάνο και ακούστηκε πρώτη φορά το 1980, ερμηνευμένο  μοναδικά από τον Νίκο Ξυλούρη, που μετέφερε με την φλόγα και τον παλμό της φωνής του τον συμβολισμό, την απελπισία, αλλά και την προτροπή και την προσμονή για κάποια αλλαγή. Από τότε τραγουδήθηκε πολλές φορές από διάφορους αοιδούς (και «αηδούς»), με τρόπους και σε τόπους που, πολλές φορές, μάλλον ευτέλισαν παρά ανέδειξαν το νόημα του τραγουδιού. Γιατί, όσο κι αν παραδεχθούμε ότι οι καλλιτέχνες που το τραγουδούν, το κάνουν από ευαισθησία και διάθεση να μεταδώσουν το μήνυμά του, είναι αμφίβολο αν ένα τέτοιο τραγούδι, τραγουδισμένο ανάμεσα σε καψουροτράγουδα και ουϊσκια, γίνεται αντιληπτό από το κοινό και δεν θεωρείται ότι είναι, απλώς, ένα ωραίο κομμάτι του υπόλοιπου διασκεδαστικού ρεπερτορίου. Έτσι, ίσως κάποιοι θαμώνες του μπουζουκομάγαζου να θεωρήσουν ότι, το μήνυμα που τους στέλνει ο ποιητής στην τελευταία στροφή είναι ότι πρέπει να γυρίσουν σπίτι, γιατί κοντεύει να ξημερώσει.
Λίγα λόγια για τον ποιητή:
Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας το 1884. Το επίθετό του δηλώνει καταγωγή από τη Βάρνα όπου έμεναν πολλοί Έλληνες. Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο, συνέχισε την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Φιλολογία, όπου και πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών.  Το 1908 πήρε το πτυχίο φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση . ∆ιετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Έγραψε ποιήματα, αφηγηματικά έργα, κριτική και μεταφράσεις. Τιμήθηκε το 1959 με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν.

Πέμπτη, Απριλίου 23, 2015

Ποίημα γιὰ τὸν Καραϊσκάκη (14στιχο 93)

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!

ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!


Πόλεμος θάρχιζε. Στὰ ξάγναντα, μπροστά μου, 

κορφή, γκρεμός· τὸ βουνὸ μαῦρο. Ξαφνικὰ 

τὸ βουνὸ ἀστράφτει μέσ' στὴν ὑπνοφαντασιά μου

σὰν ἀπὸ φάσγανα γυμνὰ γιὰ φονικά. 

Ὅσο κι ἂν ἐγερν' ἐμὲ δείλια πρὸς τὰ χάμου, 

μὲ μάτια πρόσμενα ὑψωμένα ἐκστατικὰ 

τὰ πρῶτα βόλια νὰ σφυρίξουνε στ' αὐτιά μου

κ' ἔνιωθα κάτι σὰ φτερὸ στὰ σωθικά. 

Καὶ νά! ἀπὸ τοῦ βουνοῦ τὴν κορωμένη ράχη

δὲ χύμησε μουγγρίζοντας ἡ ἀντάρα ἡ μάχη. 

Τὸ βουνὸ χρυσὴ σκάλα, κλέφτες καὶ κουρσάροι 

τὴν κατεβαίνανε, καὶ σ' ὅλους μέσα ποιός; 

Ἕνας ξεχώριζε, τοῦ Γένους τὸ καμάρι, 

τῆς Καλογριᾶς ὁ Γιός!


Κωστής Παλαμάς

Ἅπαντα, ἐκδόσεις Μπίρη, τόμος 7, σελ. 420

1972

Τρίτη, Δεκεμβρίου 03, 2013

«Κάνε Κύριε, να μπορέσω να δω». - ποίημα

Παναγιώτη Γκέζου πρεσβυτέρου
Παναγιώτη Γκέζου
πρεσβυτέρου



   Η πίστη στο Θεό μας καλεί
σε μια διαφορετική θέαση του κόσμου.
 Ζητά από εμάς,
 όπως ο τυφλός που συνάντησε ο Χριστός
κατά την είσοδό Του στην Ιεριχώ,
να αναφωνήσουμε στο Θεό
«Κύριε, ίνα αναβλέψω»,
«κάνε Κύριε, να μπορέσω να δω».
     Προκύπτει, όμως, ἕνα ερώτημα.
 Γιατί άραγε παρατείνεται
                            η πνευματική μας τυφλότητα;
Ίσως γιατί ο εγωισμός μας και η φιλαυτία
στέκονται εμπόδια για κάποιον να πιστέψει.
 Συνήθως πιστεύουμε ότι η δική μας ικανότητα
 στην επιστήμη και στην παντοδύναμη,
στις ημέρες μας, τεχνολογία,
μπορεί να μας θεραπεύσει.
θαμπωμένοι από τα επιτεύγματα,
τα άλματα της προόδου
και την εξέλιξη στον ανθρώπινο πολιτισμό,
στηρίζουμε υπερβολικές ελπίδες
στις δυνατότητές μας
και αδιαφορούμε για το Θεό
που δίνει το φως και είναι ο ίδιος το Φως
και η πηγή Του.
Υπάρχει βέβαια και μια άλλη πτυχή
για την θεραπεία του τυφλού στην Ιεριχώ.
Ο πόθος του για τον Χριστὸ
και τα εμπόδια που του παρουσίαζαν
                                             οι συγχωριανοί .
Μάλλον δεν τον ώθησε στον Χριστὸ
 η δυστυχία του, αλλά η δική του επιμονή,
και η ελπίδα στο Χριστό, να σωθεί.
 Είχε δει και είχε διακρίνει με την αίσθηση του,
είχε αναγνωρίσει την αγαπώσα δύναμή Του
 καλύτερα από τους άλλους, που είχαν μάτια,
 το Μεσσία Χριστό
                         σαν θεράποντα γιατρό
Ένα πλήθος από εμπόδια στάθηκαν
 ανάμεσα στον τυφλό και τον Χριστό:
η αρρώστια του, ο πολύς κόσμος, η οχλαγωγία,
οι επιπλήξεις του κόσμου να σωπάσει
την ώρα της διδασκαλίας.
 Κανένα, όμως, ἀπὸ τὰ εμπόδια αυτά
 δεν αποδείχτηκε ανυπέρβλητο γι' αυτόν.
Ο πόθος του να συναντήσει τον Χριστό,
 να βρει το φως του, ξεπέρασε κάθε φραγμό.
Όμως και ο Χριστός
βλέποντας του τυφλού την πίστη του
διακόπτει την δύναμη του λόγου,
για να εκδηλώσει την αγάπη του έργου Του.
     Ας αφήσουμε τώρα τον τυφλό της Ιεριχούς
και ας ρίξουμε μια ματιά στην κοινωνία μας.
 Ένα μεγάλο πλήθος τυφλών περιπλανάτε
                                                από δω και από κει,
 ζητώντας τα αναγκαία για τη ζωή.
Τί; Ποιοι είναι; Μα, φυσικά, όλοι όσοι είναι τυφλοί
                                                                            στη ψυχή.
 Βέβαια βλέπουν με τα σωματικά μάτια τους,
αλλά δεν είναι σε θέση να δουν με τα μάτια
                                                         της ψυχής τους.
 Έχουν πάθει τύφλωση πνευματική
 και έχουν μεσάνυχτα γύρω από πολλά ζητήματα,
 ιδίως γύρω από την πίστη.
Το Θεό δεν τον βλέπουν.
 Άγγελοι λένε ότι δεν υπάρχουν.
Τα θαύματα του Κυρίου τα νομίζουν παραμύθια.
 Την ψυχή απάτη της φαντασίας.
Τη λύτρωση και την άλλη ζωή ανοησίες.
 Και επειδή έχουν θολωμένο το μυαλό
 από τις αμαρτίες,
τυφλώνονται τόσο πολύ,
 που  χάνουν και τον δικό τους προσανατολισμό. 
     Πρέπει και εμείς να αναζητήσουμε καί να βρούμε
 “το αληθινό φως”.      Κάθε μέρα στις προσευχές μας
                                           από τον Κύριο να το ζητούμε.
 να παρακαλούμε το Θεό να μας δώσει το φως,
που τις ψυχές μας θα πλημμυρίσει
 και η δόξα του Αγίου Ονόματός του θα μας φωτίσει.


Εν Βάρη 30. 10. 2013


πηγ'η

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...