Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η Ιστορικότητα του Ευαγγελίου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η Ιστορικότητα του Ευαγγελίου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Απριλίου 12, 2013

Η ποινή της σταύρωσης ως μέσο βασανισμού (ιστορικές αναφορές)





Το δράμα του Γολγοθά, η σταύρωση του Ιησού Χριστού, ήταν μεν μια από τις πολλές σταυρώσεις της εποχής Του, ήταν όμως αυτή που είχε μοναδική σημασία για την ανθρώπινη Ιστορία σε νόημα και συνέπειες. Η εκούσια θυσία Του στο σταυρό πρόσφερε τη σωτηρία στον αμαρτωλό άνθρωπο και άνοιξε το δρόμο προς τον Πατέρα.
Αν και έχουν περάσει από το γεγονός της θυσίας Του τόσοι αιώνες, δεν έχει ακόμα εξαντληθεί το ενδιαφέρον των Χριστιανών για την εξακρίβωση των λεπτομερειών της σταύρωσης του Χριστού. Το ενδιαφέρον αυτό δεν βρίσκει επαρκή και πλήρη ικανοποίηση στη
λακωνική συντομία των Ευαγγελίων. Οι πληροφορίες τους για τη σταύρωση Του Ιησού και των ληστών που σταυρώθηκαν μαζί Του είναι λιγοστές, πιθανώς επειδή η διαδικασία αυτή ήταν γνωστή στους συγχρόνους τους, προς τους οποίους και απευθύνονταν τα Ευαγγέλια. Η λακωνικότητα των πληροφοριών αφήνει πάρα πολλά κενά και δεν προσφέρει σαφή και πλήρη εικόνα της σταύρωσης. Για παράδειγμα, μόνον η αφήγηση του Ιωάννη γι’ αυτά που ειπώθηκαν μεταξύ του αναστημένου Ιησού και του Θωμά που δυσπιστούσε, η οποία αναφέρει για τον «τύπο των ήλων», μας δίνει την πληροφορία της «καθήλωσης», της σταύρωσης δηλαδή με το κάρφωμα των χεριών και των ποδιών Του, αν και μερικοί αμφισβητούν την καθήλωση των ποδιών. Με τον ίδιο τρόπο και η πράξη του βουλευτή από την Αριμαθαία αποκτά την έννοια της «αποκαθήλωσης».
Η προ-ρωμαϊκή προέλευση και εξέλιξη του σταυρού και της σταύρωσης
1) Οι αρχαίοι Έλληνες, από τον Όμηρο και πέρα, ονόμαζαν σταυρούς τους ξύλινους πασσάλους, τους οποίους έμπηγαν στο έδαφος και χρησίμευαν για περίφραξη (σταύρωση, σταύρωμα) διαφόρων χώρων (οικιών, αυλών, στρατοπέδων, κτημάτων, κήπων, στάβλων ή ναυστάθμων). Οι Έλληνες δεν είχαν όρο που να αποδίδει τον σύνθετο δίξυλο σταυρό. Η πήξη των πασσάλων αυτών κι η περιχαράκωση αποδιδόταν με το ρήμα «σταυρόω», η περίφραξη λεγόταν «σταύρωση» και το περίφραγμα «σταύρωμα». Οι σταυροί ή πάσσαλοι, με την παραπάνω έννοια, ήταν κλαδιά και κορμοί δένδρων. Οι έννοιες «σταυρός» και «δένδρο» ήταν συγγενείς κι αλληλοεξαρτώμενες, πριν ακόμα συνδεθούν με την ποινική τιμωρία. Κατά μια άποψη η λέξη «σταυρός» προέρχεται από τη ρίζα «σταF» του ρήματος «ίστημι». Αντίστοιχη είναι στην ινδική σανσκριτική η ρίζα stav- στη λέξη stavaras (σταθερός) και στο γλωσσικό ιδίωμα Zend των Ιρανών στη λέξη stavra (σταθερός, άτεγκτος, αυστηρός, δυνατός). Επίσης στις λατινικές λέξεις stiva και instauro και στη γοτθική sturjan (ιστάναι, μεταφορικά: διαβεβαιώνω).
Σχεδόν ταυτόσημες έγιναν οι έννοιες σταυρός – δένδρο, όταν η ανθρωπότητα, από την πρώιμη κιόλας ιστορία της, χρησιμοποίησε το δένδρο για κάποιου είδους μαρτύριο, του οποίου ο σκοπός ήταν να συνδυάζει όσο το δυνατόν σφοδρότερους πόνους με τον όσο το δυνατόν μεγαλύτερο εξευτελισμό. Το μαρτύριο αυτό ήταν η ανάρτηση προς βαθμιαία θανάτωση. Το πιο πρόχειρο μέσο γι’ αυτό ήταν το δένδρο, ο αρχαίος σταυρός. Σταύρωση από τότε ονομάστηκε η ανάρτηση πάνω σε κορμό δένδρου προς βαθμιαία θανάτωση. Έτσι, ο κορμός του δένδρου είναι το πιο αρχαίο σχήμα του σταυρού σαν θανατικού οργάνου, η σύνδεση δε σταυρού και δένδρου μεταφυτεύθηκε στην ποινική πρακτική των λαών.
Όπου δεν υπήρχαν δένδρα, στερέωναν στο έδαφος ξύλα υψηλά, όμοια με κορμούς δένδρων, και τέτοιοι «σταυροί» (μονόξυλα ικριώματα) εξυπηρετούσαν πιο πρόχειρες λύσεις και η σταύρωση πάνω σ’ αυτούς (η δια αναρτήσεως θανάτωση) γινόταν σε ομαδικές σταυρώσεις, γιατί ήταν πιο απλή διαδικασία κι απαιτούσε λιγότερο χρόνο. Τέτοιου είδους σταυροί χρησιμοποιούνταν όπου δεν υπήρχαν δενδρόφυτες εκτάσεις, ακόμα και σε εποχές που το σχήμα του σταυρού είχε εξελιχτεί.
Έτσι, ο Δαρείος μετά την κατάκτηση της Βαβυλώνας «ανασκολόπισε (κάρφωσε, παλούκωσε, σταύρωσε) τρεις χιλιάδες άνδρες, τους κορυφαίους από τους Βαβυλωνίους»[1] (Ηρόδοτος, Γ,159). Ο Αλέξανδρος ο Ιαννέας ή Ιανναίος, βασιλιάς και αρχιερέας των Ιουδαίων (103-76 π.Χ.), μετά την κατάκτηση της Βεθόμης, «ανασταυρώσαι πρόσταξε αυτών ως οκτακόσιους» (Ιώσηπος, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία 13,14,2). Ο Γκουιντίλιους Βάρους, ανθύπατος της Συρίας, «ανεσταύρωσε περί δισχιλίους» (Ιώσηπος, Ιουδαϊκοί Πόλεμοι 2,5,2). Ο Τίτος για πολλούς μήνες πάνω από 500 αιχμαλώτους καθημερινά, έξω από την Ιερουσαλήμ, «μαστιγούμενοι δε και προβασανιζόμενοι του θανάτου πάσαν αικίαν, ανεσταυρούντο του τείχους αντίκρυ» (Ιώσηπος, Ιουδαϊκοί Πόλεμοι 5,11,1).
Για το σχήμα του σταυρού, σαν αυτό που εμείς σήμερα εννοούμε με τη λέξη αυτή, αποτελούμενο από δυο ξύλα συναρμοσμένα, οι αρχαίοι δεν είχαν ξεχωριστή λέξη. Η ετυμολογία της λέξης crux είναι άγνωστη. Οι Ρωμαίοι μεταχειρίζονται τη λέξη palus, που είναι ταυτόσημη με τη λέξη crux.
2) Στους Αιγύπτιους η σταύρωση με την έννοια της ανάρτησης πάνω σε κάθετα μπηγμένο στο έδαφος ξύλου, ήταν γνωστή ήδη από τα μέσα του 17ου π.Χ. αιώνα. Επιβαλλόταν σαν ποινή σε πρόσωπα που ήταν κάτω από κυρίους και αυθέντες. Αυτό συνάγεται από τη Γένεση 40:18-19, όπου ερμηνεύοντας ο Ιωσήφ στη φυλακή το όνειρο του αρχισιτοποιού του Φαραώ είπε: «Εντός τριών ημερών ο Φαραώ θα σε καλέσει και θα σε κρεμάσει σε δένδρο, τα δε πτηνά θα φάνε τη σάρκα σου από πάνω σου».[2]
Οι Ισραηλίτες στην Αίγυπτο γνώριζαν τη σταύρωση σαν θανάτωση πάνω σε κάθετο ξύλο, όταν βρίσκονταν στη Γεσέν κάτω από την ισχυρή προστασία του Ιωσήφ. Δεν την συμπεριέλαβαν όμως στις θανατικές ποινές και περιορίστηκαν στην ανάρτηση επί ξύλου των νεκρών σωμάτων αυτών που είχαν ήδη θανατωθεί με άλλον τρόπο, χάριν ονειδισμού.
3) Στους Πέρσες συναντάμε τη σταύρωση και σαν μεταθανάτια ανάρτηση πάνω σε ξύλο για παραδειγματισμό και σαν τρόπο θανάτωσης. Κατά τον Ηρόδοτο (Ζ,238), ο Ξέρξης, μετά τη μάχη στις Θερμοπύλες (480 π.Χ.), «διήλθε δια μέσου των νεκρών και την κεφαλή του Λεωνίδα, μόλις άκουσε ότι ήταν αρχηγός και βασιλιάς των Λακεδαιμονίων, διέταξε, αφού την κόψουν, να την κρεμάσουν σ’ ένα πάσσαλο (ανασταυρώσαι)».[3]
Είναι γνωστό το περιστατικό με πρωταγωνιστή τον Ιουδαίο αυλικό Μαρδοχαίο, ο οποίος το 484 π.Χ. αποκάλυψε συνωμοσία κατά της ζωής του Ξέρξη. Μετά από δέκα χρόνια, ο Αμάν, ύπατος αξιωματούχος της αυλής, ετοίμαζε την εξόντωση του Μαρδοχαίου κι όλων των Ιουδαίων του Βασιλείου. Η Εσθήρ άσκησε όλη την επιρροή της στον βασιλιά να αλλάξει γνώμη. Πράγματι αυτό έγινε, όταν ο Ξέρξης ξαναθυμήθηκε την προ δεκαετίας πολύτιμη υπέρ της ζωής του υπηρεσία που του είχε προσφέρει ο Μαρδοχαίος. «Είπε δε Βουγαθάν (εβραϊκό κείμενο: Αρβωνά), ένας από τους ευνούχους, προς τον βασιλέα: Ιδού και ξύλο, πενήντα πήχεις ύψος, ετοίμασε Αμάν για τον Μαρδοχαίο, ο οποίος μίλησε για το καλό του βασιλιά, και στέκεται στο σπίτι του Αμάν. Είπε δε ο βασιλιάς: Κρεμάστε τον (σταυρωθήτω) πάνω σ’ αυτό. Και κρέμασαν τον Αμάν πάνω στο ξύλο» (Εσθήρ 7:9-10).
Η εποχή αυτή της Περσικής ακμής είναι για την ιστορία της σταύρωσης μεταβατική εποχή στην περιοχή της Ανατολής. Αρχίζει να εφαρμόζεται σαν θανατική ποινή βαρύτατης μορφής και όχι απλά σαν επίταση του ονειδισμού κάποιου, που είχε προηγουμένως θανατωθεί με άλλο τρόπο. Έτσι αποκρυσταλλώθηκε η σημασία του όρου «σταύρωση», που σήμαινε πλέον τη θανάτωση με την ανάρτηση κάποιου σε μονόξυλο σταυρό (ικρίωμα).
Στους Έλληνες και στους Ρωμαίους σταύρωση ονομαζόταν και ο ανασκολοπισμός. «Σκόλοψ» ήταν το θανατικό ξύλο, λεπτότατο και αιχμηρό στην πάνω του άκρη για να εισχωρεί ευκολότερα με τα χτυπήματα του πέλεκυ στα σπλάγχνα του ανασκολοπιζόμενου και να τον διαπερνά σουβλίζοντάς τον. Στη συνέχεια ο «σκόλοψ» στερεωνόταν στο έδαφος. Από τη διάτρηση αυτή μπορεί κάποιος να φανταστεί τη φλόγωση των σπλάγχνων και τη δριμύτητα των πόνων. Το μόνο ελαφρυντικό αυτού του μαρτυρίου ήταν ότι ο θάνατος ερχόταν ταχύτερα από τη συνήθη σταύρωση.
Και αυτοί που σταυρώνονταν και αυτοί που ανασκολοπίζονταν, εφόσον έμεναν εκτεθειμένοι πάνω στο ξύλο, γίνονταν βορά των γυπών και των αρπακτικών ορνέων.
4) Οι Έλληνες γνώρισαν τη σταύρωση και με την αρχαία μορφή θανάτωσης με την ανάρτηση πάνω σε μονόξυλο, και με τη μορφή του ανασκολοπισμού, ήδη από τον 6ο π.Χ. αιώνα στη Μ. Ασία από τους ανατολικούς λαούς.
Στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, ο βασιλιάς Κρέων απειλεί αυτούς που φρουρούσαν το πτώμα του Πολυνείκη: «Δεν θα είναι αρκετός μόνος ο Άδης για σας, αλλά θα σας κρεμάσω πρώτα ζωντανούς ώσπου να μου φανερώσετε ποιος έκανε αυτή την αισχρή πράξη» (Αντιγόνη, 308-309).
Ο σταυρός και η σταύρωση στους Ρωμαίους
Στο ρωμαϊκό κράτος η ιστορία της σταύρωσης παρουσιάζει άφθονες περιπτώσεις, γιατί για την ποινική αυτή πράξη έχουμε πάρα πολλές μαρτυρίες και γιατί το Ρωμαϊκό Δίκαιο, που αποτέλεσε την πηγή και τη βάση όλων των μετέπειτα Δικαίων, ερευνήθηκε κι ερευνάται ακόμα και σήμερα περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο Δίκαιο.
Οι Ρωμαίοι διέκριναν τα εγκλήματα: α) σε criminal capitalia, τα οποία τιμωρούνταν με κάποια poena capitalis, δηλαδή με κάποια ποινή που στερούσε τον κατάδικο και από την προσωπική του κατάσταση (status) και τη ζωή του, εξαφανίζοντας και την ηθική του υπόσταση και τη φυσική του ύπαρξη, και β) σε delicta publica, τα οποία διώκονταν από τη δημόσια κατηγορία (accusatio publica), σαν εγκλήματα που πρόσβαλλαν την κοινή ασφάλεια.
Στην Καινή Διαθήκη περιέχονται αρκετές πληροφορίες για τη προφυλάκιση των κατηγορουμένων και τον τρόπο διαβίωσης στις φυλακές. Όσοι συλλαμβάνονταν προφυλακίζονταν μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσή τους (Πράξεις 12:4). Μπορούσαν μάλιστα να εκμισθώνουν δικό τους διαμέρισμα, όπου εξέτιαν την προφυλάκισή τους (Πράξεις 28:16), και να δέχονται επισκέψεις, κατά τις οποίες συνομιλούσαν ελεύθερα (Πράξεις 28:30-31) και μέσω των οποίων επικοινωνούσαν με τον έξω κόσμο (Ματθαίος 11:2-4, Πράξεις 24:23, Φιλιππισίους 1:12). Από τον Ιησού Χριστό επιβάλλονταν τέτοιες επισκέψεις σε όσους βρίσκονταν στις φυλακές, σαν εκδήλωση φιλαλληλίας και χριστιανικής αγάπης (Ματθαίος 25:36). Οι κρατούμενοι μπορούσαν να ψάλλουν στα κελιά τους (Πράξεις 16:25). Επίσημους κρατουμένους, των οποίων η απόδραση θα είχε συνέπειες, τους έδεναν με αλυσίδες (Πράξεις 28:20, Εφεσίους 6:20, Φιλήμονας 9, Κολοσσαείς 4:3,18), στις οποίες δένονταν μαζί του και οι φρουροί εναλλάξ (Πράξεις 12:6), άλλοι δε φρουροί φρουρούσαν τις πόρτες εσωτερικά κι εξωτερικά (Πράξεις 12:10). Αν υπήρχε ανάγκη, έπαιρναν ακόμα πιο αυστηρά μέτρα φρούρησης (Πράξεις 12:4, 16:24).
Οι πριν από τη σταύρωση θανατικές ποινές ήταν:
1) Η κρήμνιση από την Ταρπηία πέτρα. Πριν την περίοδο της Δημοκρατίας (510 π.Χ.), η θανατική ποινή εκτελείτο με την κατακρήμνιση του κατάδικου από υψηλό βράχο, στη Ρώμη από την Ταρπηία πέτρα.
2) Η furca (φούρκα). Η στήριγξ, στην ελληνική γλώσσα, ήταν τριγωνική σύνθεση τριών ξύλων, βρισκόταν συνήθως στα αγροκτήματα και χρησίμευε για τη στήριξη του άξονα των τροχοφόρων, όταν δεν ήταν ζεμένα στα ζώα. Το απλό και αθώο αυτό αγροτικό αντικείμενο, λόγω του ότι ήταν πρόχειρο και άφθονο στην ύπαιθρο, χρησίμευε σαν μέσο τιμωρίας των δούλων, που όμως στην αρχή δεν έφτανε μέχρι τη θανάτωση. Δεν ήταν θανατική, αλλά μόνο διαπομπευτική, χλευαστική, ατιμωτική ή απλώς πειθαρχική ποινή που εφαρμοζόταν στους δούλους. Τους ξεγύμνωναν, πάνω στον τράχηλό τους τοποθετούσαν την πάνω γωνία της furca, στους δυο πλάγιους δοκούς έδενε με σχοινί ο ραβδούχος (lictor) τα μπράτσα του δούλου, έτσι ώστε η υποτείνουσα του τριγώνου να είναι προς τα εμπρός. Έτσι το θύμα, σκύβοντας από το βάρος της, διαπομπευόταν εκτεθειμένος σε γέλια και χλευασμούς, «καλείτο δε furcifer» (Πλούταρχος, Γάιος Μάρκιος Κοριολανός, 24). Αυτή η τιμωρία θεωρείτο πολύ εξευτελιστική, επειδή στερούσε από αυτόν που τιμωρείτο κάθε τιμή και εμπιστοσύνη.
Αργότερα, για να αυξηθεί η ατίμωση, η ad furcam damnatio συνδυάστηκε με ραβδισμούς (virgis verberatio), οι οποίοι, σε ηλικία πέρα από την εφηβική, θεωρούνταν πολύ προσβλητικοί και ατιμωτικοί. Για ακόμα μεγαλύτερη αύξηση της ατίμωσης συνδυάστηκε με μαστίγωση (verberatio, flagellatio), η οποία, όταν οι δούλοι είχαν υποπέσει σε θανάσιμο έγκλημα, συνεχιζόταν μέχρι θανάτωσης.3) Το patibulum (πατίμπουλουμ). Όσο πρόχειρη ήταν η furca στην ύπαιθρο, τόσο πρόχειρο ήταν στις πόλεις το patibulum. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα patere (είναι ανοικτό) και δηλώνει κατά αντίφραση (a non patendo, είναι στο μη ανοικτό), το κλείστρο, αυτό που στην ύπαιθρο χρησιμοποιείται με την ονομασία μάνταλο, το επίμηκες ξύλο με το οποίο οι αρχαίοι Ρωμαίοι και μερικοί από τους ανατολικούς λαούς ασφάλιζαν εσωτερικά τις πόρτες σε όλο το μήκος τους. Αυτό ή παρόμοιο ξύλο τοποθετούσαν στη ράχη του θύματος και τα τεντωμένα μπράτσα του έδεναν στα άκρα από τη μια και την άλλη μεριά. Το θύμα κάτω από το βάρος του patibulum κι ενώ μαστιγωνόταν, περιφερόταν δια μέσου του όχλου, εκτεθειμένο στη χλεύη, την περιφρόνηση και τον εξευτελισμό. Συνήθως το θύμα υπέκυπτε σύντομα στον βασανισμό αυτόν.Η σταύρωση
Το patibulum διαδέχτηκε σαν ποινή η ανάρτηση πάνω σε δένδρο, δηλαδή ο πιο αρχαίος τύπος σταύρωσης. Σκοπός της σταύρωσης ήταν ο συνδυασμός όσο το δυνατόν πιο σφοδρών πόνων με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο εξευτελισμό.
Σαν θανατική ποινή η σταύρωση επιβαλλόταν:
α) Από τα ιεροδικαστήρια στους ιερόσυλους, σε αυτούς δηλαδή που πρόσβαλλαν κάποια θεότητα. Η ποινή στην περίπτωση αυτή είχε εξιλαστήριο χαρακτήρα.
β) Σ’ αυτούς που πρόσβαλλαν με ανόσια συνουσία την τιμή των Εστιάδων, των αφιερωμένων δηλαδή στη θεά Εστία παρθένων. Αυτοί καταδικάζονταν σε θάνατο ή με μαστίγωση βρισκόμενοι κάτω από τη furca, ή με σταύρωση, οι δε παρθένες θάβονταν ζωντανές.
γ) Στους δούλους. Πριν από την εποχή των αυτοκρατόρων, ρωμαϊκή νομοθεσία επέβαλλε την ποινή της σταύρωσης μόνο στους δούλους. Η σκληρότητα πάνω τους ήταν παροιμιώδης. Σαν επίταση της μαστίγωσης προστέθηκε η στίξη γραμμάτων με πυρακτωμένο σίδερο στο μέτωπο των δούλων (literati).
δ) Σε αυτούς που συνέτασσαν, υπεξαιρούσαν, αντικαθιστούσαν ή παραβίαζαν διαθήκες και σε όσους χρησιμοποιούσαν πλαστές σφραγίδες.
ε) Στις γυναίκες που ατιμάζονταν κι εκπαρθενεύονταν και στους κίναιδους άνδρες.
στ) Στους υπαίτιους για το θάνατο γυναίκας από έκτρωση ή από πόση φίλτρου και γενικά στους μάγους και συνεργούς μαγείας.
ζ) Σ’ αυτούς που παραβίαζαν τα ιερά και τα όσια κάποιου ή αποκάλυπταν απόρρητα για δυσφήμιση, βλάβη ή εκβιασμό.
η) Στους ένοχους έσχατης προδοσίας για εγκλήματα που στρέφονταν κατά της αυτοκρατορικής ιδιότητας και εξουσίας.
θ) Στους πιο διάσημους ληστές. Οι άσημοι θανατώνονταν με αποκεφαλισμό με πέλεκυ.
ι) Στους στρατιώτες, σε περίπτωση βαριάς αμέλειας στην εκτέλεση των καθηκόντων τους.
ια) Στους εχθρούς που έπεφταν στα χέρια τους αιχμάλωτοι.
ιβ) Στους Ρωμαίους πολίτες που ήταν ένοχοι βαρύτατων εγκλημάτων, κυρίως από την εποχή των αυτοκρατόρων και μετά. Πρέπει να σημειωθεί ότι γενικά απαγορευόταν αυστηρά η δέσμευση, μαστίγωση και θανάτωση, και μάλιστα σταύρωση, Ρωμαίου πολίτη.
Η εξέλιξη του σχήματος του σταυρού και οι αντίστοιχοι τρόποι σταύρωσης
1) Ο αρχαιότερος σταυρός ήταν μονόκερως (simplex crux), ξύλο υψηλό κάθετα μπηγμένο στο έδαφος, συνήθως κορμός δένδρου. Όπου δεν υπήρχαν δένδρα, σε μέρη δημόσιας θέας που επιλέγονταν ειδικά για σταυρώσεις, στερέωναν στο έδαφος δοκούς.
Δυο ειδών σταυρώσεις πάνω σε μονόξυλο, του κυρίως «σταυρού», αναφέρονται:
α) Ο ανασκολοπισμός. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το αιχμηρό στην πάνω κορυφή του μονόξυλο (acuta crux) διατρυπούσε το υπογάστριο και τα εντόσθια του θύματος, με ισχυρά κτυπήματα με τον πέλεκυ διαπερνούσε τα σπλάγχνα και τη θωρακική κοιλότητα κι έβγαινε από τον θώρακα ή τη ράχη. Έπειτα στερεωνόταν στο έδαφος με τον ανασκολοπισμένο πάνω του.
β) Η ανασταύρωση. Η ανάρτηση και η πρόσδεση ή καθήλωση πάνω στον μονόξυλο σταυρό. Άλλοτε αυτόν που σταυρωνόταν τον κρεμούσαν νεκρό, αφού πρώτα είχε θανατωθεί με άλλον τρόπο, οπότε η ανασταύρωση ήταν αύξηση της ατίμωσης και αποσκοπούσε στον παραδειγματισμό των θεατών, άλλοτε πάλι το θύμα κρεμιόταν ζωντανό, για να πεθάνει στο σταυρό με «αργό θάνατο». Τέλος, το θύμα μπορούσε να κρεμαστεί στο σταυρό μόνο για να μαστιγωθεί, μετά το κατέβαζαν και το θανάτωναν με άλλον τρόπο.
2) Ο σύνθετος σταυρός σε σχήμα Τ (crux comissa). Αποτελείτο από ένα κάθετο ξύλο (staticulum) κι ένα οριζόντιο (antemna). Είναι μεταγενέστερη εξέλιξη του σχήματος του σταυρού. Το νέο αυτό σχήμα («ξύλο δίδυμο», «δίγλυφος δοκός») εμφανίζεται στην ακμή του Ρωμαϊκού κράτους, λίγο πριν την εποχή του Χριστού. Πάνω στον κυρίως σταυρό, δηλαδή στο κάθετο ξύλο (lignum, palus, crux) ανάρτησαν και προσάρμοσαν το patibulum, που ο καταδικασμένος πηγαίνοντας προς τον τόπο της σταύρωσης που ήταν έξω από την πόλη, το κουβαλούσε πάνω στους μαστιγωμένους ώμους του, έχοντας τα χέρια του σε έκταση δεμένα πάνω του από τη μια και την άλλη μεριά. Έτσι λοιπόν ο νέος αυτός τύπος του σταυρού σε σχήμα Τ ήταν η σύνθεση του crux και του patibulum (crux patibulata). Στο νέο αυτό σχήμα προσαρμόζεται νέος τρόπος σταύρωσης. Αυτός που κρεμιέται δεν προσδένεται, αλλά καθηλώνεται, δηλαδή καρφώνεται στο σταυρό. Πάνω στο οριζόντιο σκέλος απλώνονται τα χέρια του και στερεώνονται στα άκρα με ένα καρφί στο καθένα. Με τον ίδιο τρόπο καρφώνονται και τα πόδια στο κάθετο ξύλο, με ένα καρφί στο καθένα ή με ένα καρφί και στα δυο.
3) Άλλο σχήμα σταυρού είναι ο σταυρός Χ (crux decussata), ο λεγόμενος και Ανδρεανός (crux Andreana), γιατί σύμφωνα με την παράδοση, σε τέτοιο σταυρό υπέστη το σταυρικό μαρτύριο ο απόστολος Ανδρέας.
4) Σύνθετος σταυρός + (crux immissa). Πάνω στο σταυρό έπρεπε να υπάρχει αναρτημένη πινακίδα (titulus, δελτίο, αιτία, σανίδα), που ανέγραφε την κατηγορία που είχε σαν συνέπεια τη σταύρωση. Γι’ αυτό το λόγο κρίθηκε ότι το κάθετο σκέλος του σταυρού (stipes) έπρεπε να προεξέχει λίγο πάνω από το οριζόντιο. Έτσι προήλθε το νέο σχήμα του σταυρού (crux immissa), το οποίο έκτοτε επικράτησε και το οποίο εμείς σήμερα ονομάζουμε «σταυρό» στην κυριολεξία, και από αυτόν σχηματίσαμε τις λέξεις «διασταυρώνω» και «διασταύρωση». Το σχήμα αυτό είναι το πιο πιθανό να είχε ο σταυρός του Χριστού.
Περιγραφή της σταύρωσης
Μετά την εξαγγελία από τη ρωμαϊκή αρχή της διοικητικής ή δικαστικής απόφασης για σταύρωση, που γινόταν με διαταγή («ibis in crucem») που απευθυνόταν προς τον κατηγορούμενο, ακολουθούσε η μαστίγωση πριν από τη σταύρωση (verberatio, flagellatio). Η μαστίγωση ή φραγγέλωση εφαρμοζόταν από τους Ρωμαίους σαν αυτοτελής ποινή, σαν ανακριτικό μέσο για εκβιασμό απάντησης ή ομολογίας και σαν αιματηρή εισαγωγή στη σταύρωση. Σαν προοίμιο της φρικτής τραγωδίας καθιερώθηκε από τον Πόρκιο Νόμο (lex Porcia). Ο καταδικασμένος ξεγυμνωνόταν και μαστιγωνόταν δεμένος σε χαμηλή στήλη ή σε πάσσαλο ή στο δοκό (patibulum). Η μαστίγωση γινόταν συνήθως από δούλους, οι οποίοι χρησιμοποιούνταν συνήθως σαν εκτελεστικά όργανα της σταύρωσης κάτω από τη εποπτεία ενός ραβδούχου σαν δημίου. Η φραγγέλωση ήταν σκληρή και επώδυνη. Με τα πρώτα κιόλας πλήγματα η ράχη κοκκίνιζε από το αίμα που ανάβλυζε από τις σάρκες. Η διατάραξη που επερχόταν στην κυκλοφορία του αίματος και την ισορροπία του οργανισμού, η δοκιμασία της καρδιάς και του νευρικού συστήματος ήταν τόσο μεγάλη, ώστε πολλές φορές ο καταδικασμένος υπέκυπτε στη μαστίγωση.
Μετά τη μαστίγωση ακολουθούσε πορεία διαπόμπευσης. Οδηγούσαν τον κατάδικο στον τόπο της εκτέλεσης μέσα από τους δρόμους της πόλης υπό συνεχή και πάλι μαστιγώματα και κτυπήματα της πληγωμένης του πλάτης με αιχμηρές ράβδους. Κάτω από τα χλευαστικά σχόλια του όχλου, έφερε ο ίδιος είτε ολόκληρο το σταυρό, είτε το οριζόντιο σκέλος του , στο οποίο ήταν δεμένα τα χέρια του.
Από τον τράχηλο του κατάδικου ήταν κρεμασμένη κι έπεφτε στο στήθος του η επιγραφή (δελτίο, σανίδα, αιτία, τίτλος, titulus), που ανέγραφε το έγκλημά του, για προφύλαξη ή προειδοποίηση των θεατών από τις συνέπειες παρόμοιου εγκλήματος.
Όταν η αποτροπιαστική πομπή έφτανε στον τόπο της σταύρωσης, είχε ήδη στηθεί το ικρίωμα, σπανιότερα μπηγόταν εκείνη την ώρα στο έδαφος το κάθετο ξύλο, που αποτελείτο είτε από ακατέργαστο κορμό δένδρου, είτε από κατεργασμένο (ιστός). Στη συνέχεια ανύψωναν το θύμα μαζί με το patibulum πάνω στο κάθετο ξύλο με τη βοήθεια σχοινιών, σταθεροποιούσαν τα δύο ξύλα και κάρφωναν τα χέρια και τα πόδια του (καθήλωση ή προσήλωση). Για να αποφύγουν το ενδεχόμενο της απόσχισης των καθηλωμένων άκρων, λόγω των σπασμών του σώματος από τους πόνους, μερικές φορές τα έδεναν και με σχοινιά. Για τον ίδιο λόγο παρέστη ανάγκη να σφηνώσουν μικρό πάσσαλο (cornu, κέρας, sedile, σκαλμός, πήγμα) στη μέση του κάθετου ξύλου, μεταξύ των μηρών του σταυρωμένου, για να μπορεί αυτός να στηρίζεται, ιππεύοντας πάνω στο στήριγμα αυτό. Το υποπόδιο (suppedaneum), στο οποίο υποτίθεται ότι καρφώνονταν τα πόδια, είναι μεταγενέστερη επινόηση αυτών που απεικονίζουν τη σταύρωση, που οφειλόταν στο ότι, επειδή το sedile δεν μπορούσε να ζωγραφιστεί, κάτι έπρεπε να φαίνεται ότι στηρίζει το σώμα. Η εικονογραφία λοιπόν δεν συμβαδίζει με την πραγματικότητα.
Οι πόνοι του σταυρού ήταν φοβεροί. Η βεβιασμένη και μόνο στάση του σώματος, χωρίς τη δυνατότητα αλλαγής θέσης, συνεπαγόταν φρικτούς πόνους. Η ματωμένη και, από τις πληγές που προκάλεσε η μαστίγωση, ανοιχτή πλάτη, τα διάτρητα σε έκταση άκρα, η στενοχώρια των σπλάγχνων, η εναλλαγή φλόγωσης και κρύας εφίδρωσης, οι σπασμοί της ακινησίας, η ανωμαλία της κυκλοφορίας του αίματος επέτειναν τη δριμύτητα των πόνων. Τα καρφωμένα άκρα ήταν πιο ευαίσθητα, γιατί έφεραν το βάρος όλου του σώματος, το οποίο είχε συσπάσεις από το φρικτό πόνο. Ακολουθούσαν καρδιολογικές επιπλοκές. Ο ισχυρός πυρετός που εισέβαλλε και η δίψα που κατάκαιγε επαύξανε την οδύνη. Το σώμα μελάνιαζε, τα νεύρα και οι μύες εξείχαν συσπασμένοι, οι φλέβες διογκώνονταν τα μάτια φλογισμένα πρόβαλλαν εξογκωμένα. Συμφορήσεις του εγκεφάλου, των πνευμόνων και της καρδιάς διαδέχονταν η μία την άλλη. Τα σκέλη, μετά τους σπασμούς, τα καταλάμβανε ακαμψία, λόγω της αφύσικης θέσης του σώματος, η δύσπνοια μαρτυρούσε επιθανάτιο άγχος κι όμως ο θάνατος, ιδίως σε ισχυρές κράσεις, δεν ερχόταν γρήγορα. Στις περιπτώσεις αυτές ο θάνατος επισπευδόταν με τη σκελοκοπία (crurifragium), δηλαδή με θλάση των κνημών ή με πλήγματα κάτω από τις μασχάλες ή με διάτρηση του στήθους ή της πλευράς του σταυρωμένου με το δόρυ ή με στραγγαλισμό με τη χρήση σχοινιού ή με το κάψιμό του μαζί με το σταυρό. Αλλιώς ήταν δυνατό να παρατείνεται η ζωή για δυο και τρεις μέρες, παράταση που επέτεινε τη σκληρότητα της ποινής. Η κύρια αιτία επέλευσης του θανάτου ήταν η παρά φύση θέση του σώματος, η εξαιτίας αυτής διαταραχή της κυκλοφορίας του αίματος, οι τρομεροί πόνοι στο κεφάλι, η εξασθένηση της καρδιάς και τέλος η ακαμψία των σκελών.
Διατυπώσεις μετά τη σταύρωση
Ο ρωμαϊκός νόμος «De bonis damnatotum» εκχωρούσε στο δήμιο και στους εκτελεστές της σταύρωσης τα ρούχα του σταυρωμένου. Η ταφή απαγορευόταν για τους σταυρωμένους. Την παρείχαν μόνο στους έντιμους ανθρώπους. Οι σταυρωμένοι έμεναν κρεμασμένοι μέχρι να αποσυντεθούν και πολλές φορές γίνονταν βορά των ορνέων. Για να εμποδίζονται οι συγγενείς στην προσπάθειά τους να παρατείνουν τη ζωή του θύματος, με την ελπίδα της απονομής χάρης και της αποδέσμευσης από το σταυρό, ενώ ακόμα ο κατάδικος ήταν ζωντανός, υπήρχε φρουρά στρατιωτών για τη φύλαξή του. Στην Παλαιστίνη επέτρεψαν την αποκαθήλωση του Ιησού από σεβασμό στην τοπική γιορτή των Ιουδαίων και στην ειδική σχετική διάταξη του νόμου τους (Δευτερονόμιο 12:13, Ιώσηπος ΙΙΙ, 4,5,2), σύμφωνα με την πολιτική της Ρώμης απέναντι στους υποτελείς λαούς.
Επίλογος
Το παιδί του Θεού πο έχει δεχθεί με πίστη τη θυσία του Υιού Του πάνω στο σταυρό του Γολγοθά, ευγνωμονεί με ακόμα μεγαλύτερη ζέση το Σωτήρα του, διαβάζοντας αυτό το μικρό πόνημα. Το μυαλό τρέχει σε εκείνες τις ατέλειωτες ώρες του μαρτυρίου, τότε που «αυτός τραυματίστηκε για τις παραβάσεις μας, ταλαιπωρήθηκε για τις ανομίες μας, η τιμωρία, που έφερε την ειρήνη μας, ήταν πάνω σ’ αυτόν και διαμέσου των πληγών του εμείς γιατρευτήκαμε» (Ησαΐας 53:5).
Η καρδιά καταθέτει στα πόδια Του το αιώνιο «ευχαριστώ» της, καθώς πλέον «εξάλειψε το χειρόγραφο με τα διατάγματα που ήταν εναντίον μας, και το αφαίρεσε από το μέσον, καρφώνοντάς το επάνω στο σταυρό» (Κολοσ.2:14). 


[1] Μετάφραση από το αρχαίο κείμενο, από τον Κ. Αραπόπουλο.
[2] Μετάφραση από το εβραϊκό κείμενο, από τον Αθ. Χαστούπη.
[3] Μετάφραση από το αρχαίο κείμενο, από τον Κ. Αραπόπουλο.


Δευτέρα, Φεβρουαρίου 25, 2013

Νίκος Παύλου - Οι Τελώνες των Ευαγγελίων Συμβολή στην ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης




Στην εποχή του Ιησού, τον 10 αι. μ.Χ., έργο των Τελωνών ήταν κυρίως η είσπραξη των τελών, δηλ. των έμμεσων φόρων. Όπως είναι γνωστό πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους ήταν άδικοι και άπληστοι, ενώ αυτά που συνέλεγαν έπρεπε να ικανοποιούν την κρατική εξουσία που τους είχε παραχωρήσει αυτό το έργο, αλλά και τους ίδιους. Εξ αιτίας αυτών, σύμφωνα με πολλούς ερευνητές,(1), θεωρούνταν από την κοινωνία της Παλαιστίνης μισητοί και ξένα σώματα, που δεν ανήκαν στους “υιούς του Αβραάμ” κάτι που κυρίως ισχυρίζονταν οι ιουδαϊκές θρησκευτικές παρατάξεις, (2), ενώ εξισώνονταν με τους αμαρτωλούς, τους εθνικούς και τις πόρνες.
Συλλογή φόρων από τελώνες. (Ανάγλυφο του 2ου αι. μ. Χ.)
Ο Π. Ν. Τρεμπέλας,(3), συνδέει την δυσμενή αντιμετώπιση των τελωνών από τους ευσεβείς Ιουδαίους, με την αργία του Σαββάτου και την επαφή τους με Έλληνες (δηλ. ειδωλολάτρες) εμπόρους την ιερή ημέρα. Όπως γράφει “αι απαιτήσεις του επαγγέλματός των (των τελωνών) καθίστων πρακτικώς αδύνατον την τήρησιν του Σαββάτου (Έλληνες έμποροι διέσχιζον τα σύνορα κατά το Σάββατον και συνεπώς οι τελώναι ώφειλον να ευρίσκονται εκεί κατά την ημέραν ταύτην). Ούτω δε ήσαν εν διαρκεί επαφή μετά του εθνικού κόσμου. Ουδείς ευσεβής Ιουδαίος θα εξέλεγε τοιούτον επάγγελμα”.
Παραπλήσια, χωρίς να είναι ακριβώς ίδια, φαίνεται να είναι η θέση του G. B. Caird, ο οποίος συναρτά το κοινωνικό στίγμα των τελωνών με την συνεργασία που είχαν –εξ αιτίας του επαγγέλματός τους- με εθνικούς ανώτερους υπάλληλους και εμπόρους. Παράλληλα και αυτός υπογραμμίζει πως οι άδικοι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν εξασκώντας το επάγγελμά τους (εκβιασμοί) τούς οδηγούσαν στην κοινωνική περιθωριοποίηση.(4)
Πράγματι το επάγγελμα –και πιθανόν η καταγωγή τους, όπως θα φανεί παρακάτω –τοποθετούσε τους τελώνες πολύ χαμηλά στην κοινωνική κλίμακα της Παλαιστίνης. Είναι γνωστό πως ο λαός παρόλη την προφανή οικονομική τους επιφάνεια δεν τους εκτιμούσε, ενώ οι νομοδιδάσκαλοι και οι Φαρισαίοι τους χρησιμοποιούσαν ως παραδείγματα προς αποφυγή. Θεωρούνταν αδιανόητο, όπως συμπεραίνεται από αρκετά χωρία της Καινής Διαθήκης, να τρώει κάποιος μαζί τους στο ίδιο τραπέζι ή να πηγαίνει σπίτι τους, ενώ σε καμία περίπτωση οι ραβίνοι δεν θα δέχονταν έναν τελώνη για μαθητή τους, (5), γιατί τότε, εφόσον είχαν τέτοιες συναναστροφές, θα γίνονταν υπαινιγμοί σε βάρος τους, κάτι που συνέβη στον Ιησού, και θα κινδύνευαν να χαρακτηριστούν και αυτοί αμαρτωλοί που δεν τηρούσαν τα καθιερωμένα.
Αυτές οι ενδεικτικές ακραίες εκδηλώσεις σε βάρος των τελωνών είναι δύσκολο να ερμηνευτούν μόνο ως αποτέλεσμα της απληστίας τους και του σκληρού τρόπου με τον οποίο συγκέντρωναν τα οφειλόμενα στην εξουσία. Άραγε στην ιουδαϊκή κοινωνία των χρόνων του Ιησού δεν θα υπήρχαν και άλλες επαγγελματικές ομάδες, οι οποίες εξαιτίας της εργασίας τους, θα φέρονταν με σκληρότητα προκαλώντας το μίσος των πολιτών; Για παράδειγμα οι στρατιώτες της φρουράς των Ηρωδών, (μεταξύ των οποίων υπήρχαν και άτομα ιουδαϊκής καταγωγής) που, και συνεργάζονταν με τους Ρωμαίους και έπαιρναν μέρος σε αντιδημοφιλείς ενέργειες, σαν τη σύλληψη του Ιωάννη του Βαπτιστή, γιατί να ήταν περισσότερο αποδεκτοί, κοινωνικά και θρησκευτικά απ’ ότι οι τελώνες. Ή γιατί να μην εξισώνονται με τους εθνικούς και τις πόρνες αυτοί που ασκούσαν επονείδιστα επαγγέλματα στην Παλαιστίνη,(6), όπως π. χ. οι κάπηλοι και οι έμποροι των καρπών του Σαββατικού έτους. Και τέλος, γιατί να μην θεωρούνται άνθρωποι του Θεού, άτομα όπως ο αρχιτελώνης Ζακχαίος που η συμπεριφορά του φανέρωνε και τις θρησκευτικές του ανησυχίες και την συμπάθειά του, σε λανθάνουσα ίσως μορφή, για τους αναξιοπαθούντες συμπολίτες του.
Βεβαίως είναι σοβαροί λόγοι, εφόσον ισχύουν, η μη τήρηση της αργίας του Σαββάτου και η συναναστροφή με ειδωλολάτρες υπαλλήλους και εμπόρους ώστε να θεωρηθούν οι τελώνες θρησκευτικά και κοινωνικά απόβλητοι. Τίθεται όμως το ερώτημα: Εφόσον οι ίδιοι ήταν υπεύθυνοι των τελωνείων, δεν θα μπορούσαν, αν το ήθελαν, να σταματούν την εργασία τους αυτή την ημέρα και να ζητούν από τους εμπόρους να περιμένουν την επόμενη για να πληρώσουν τους δασμούς και να περάσουν; Άλλωστε κανένας δεν θα τους ανάγκαζε να εργαστούν το Σάββατο, αφού οι ίδιοι ως επιχειρηματίες είχαν ενοικιάσει τους φόρους και τους εισέπρατταν πλέον για δικό τους όφελος. Ταυτόχρονα είναι γνωστή η ανοχή που έδειχναν στις θρησκευτικές ευαισθησίες των Ιουδαίων οι Ρωμαίοι επίτροποι και οι Ηρώδες.(7). Έτσι είναι δύσκολο να δεχτεί κάποιος πως θα διέταζαν τους εισπράκτορες των τελών να συναλλάσσονται την ημέρα της θρησκευτικής αργίας. Τέλος οι τελώνες δεν θα ήταν οι μοναδικοί Ιουδαίοι που θα είχαν συνεργασία με εθνικούς. Οπότε και πάλι αυτοί οι λόγοι δεν επαρκούν για να δικαιολογήσουν την δεινή θρησκευτική τους θέση που περιγράφουν τα Ευαγγέλια.
Άρα συνθετότερα φαίνονται να είναι τα αίτια της κοινωνικής απόρριψης, της απέχθειας και του μίσους που έτρεφαν οι κάτοικοι της Παλαιστίνης για τους τελώνες. Το πιθανότερο –και αυτή η θέση θα υποστηριχτεί στη συνέχεια- είναι πως η αντίδραση εναντίον τους οφείλονταν κυρίως στη θρησκευτική φόρτιση που είχε ο φόρος για τους κατοίκους της Παλαιστίνης. Είναι γνωστό πως για τους Ιουδαίους η απόδοση του φόρου ήταν καθαρά μία θρησκευτική πράξη, που, εκτός των άλλων, ξεκαθάριζε το ζήτημα της κυριαρχίας της άγιας γης. Άλλωστε ένας από τους κύριους λόγους για τον οποίο ξεσηκώθηκαν οι Ζηλωτές, ήταν η αντίδρασή τους στην προσφορά φόρου στον κατακτητή, πράγμα που φανερώνει τη θρησκευτική ιδιαιτερότητά του.
Τέλος, πρέπει να τονιστεί πως οι τελώνες δεν ήταν απαραίτητα αποξενωμένοι από το Θεό και το λαό, όπως τους παρουσίαζαν κυρίως οι Φαρισαίοι. Αυτό το γεγονός αντανακλάται στις μαρτυρίες των Ευαγγελίων και ενισχύεται από την μαρτυρία του Ιώσηπου, ο οποίος στο δεύτερο βιβλίο του “ Ιουδαϊκού πολέμου” αναφέρεται στην βοήθεια που προσέφερε ο τελώνης Ιωάννης στην ιουδαϊκή κοινότητα της Καισάρειας την εποχή του Νέρωνα. Συγκεκριμένα έδωσε μαζί με άλλους επιφανείς Ιουδαίους οκτώ τάλαντα στο ρωμαίο επίτροπο Φλώρο (64-66), ώστε αυτός να ευνοήσει τους συμπατριώτες του Ιουδαίους σε διένεξη που είχαν με τους Έλληνες κατοίκους της πόλης, (8).

Η θέση των τελωνών στο φορολογικό σύστημα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας

Η Γαλιλαία τον 1ο αιώνα μ. Χ.
Για να γίνουν καλύτερα κατανοητές οι επαγγελματικές δραστηριότητες των τελωνών και οι λόγοι που ο λαός της Παλαιστίνης τους θεωρούσε παραδείγματα προς αποφυγήν θα πρέπει εδώ, δι’ ολίγων, να γίνει αναφορά στο φορολογικό σύστημα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.(9).
Η φορολογία στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν μία υπόθεση που αφορούσε αποκλειστικά τις επαρχίες.(10), Από αυτές εισπράττονταν οι φόροι του κράτους, που ήταν ή σε χρήμα (11) ή σε είδος (σιτάρι, άλλα τρόφιμα κ. α.).(12). Κάθε μία από αυτές έπρεπε να δίνει ή το ένα ή το άλλο. Υπήρχαν όμως και επαρχίες, όπως η Αίγυπτος, που υποχρεώνονταν να δίνουν και τα δύο.
Για να πληρώνει μία επαρχία μόνο χρηματικό φόρο στον κατακτητή θα έπρεπε στο έδαφός της να μην υπάρχουν στρατιωτικές μονάδες (13), στις οποίες θα καταβάλλονταν ο ανεφοδιασμός τους ή να υπάρχουν ελάχιστες. Η Παλαιστίνη ανήκε σ’ αυτή την κατηγορία. Όπως είναι γνωστό, την εξουσία εδώ την ασκούσαν οι φόρου υποτελείς ο εθνάρχης Αρχέλαος και οι τετράρχες που όλοι ανήκαν στην οικογένεια των Ηρωδών, ενώ την Ιουδαία την κυβερνούσε ο ρωμαίος επίτροπος που είχε την έδρα του στην Καισάρεια. Οι Ηρώδες, προφανώς φρόντιζαν για τους δικούς τους στρατιώτες, ενώ στην Ιουδαία υπήρχε ουσιαστικά μόνο η ρωμαϊκή φρουρά που έδρευε στο φρούριο Αντωνία της Ιερουσαλήμ σαν μόνιμη στρατιωτική εγκατάσταση.(14).
Οι επαρχίες έπρεπε να φροντίζουν για τον εφοδιασμό της Ρώμης με σιτάρι και να παρέχουν τροφή στους αξιωματούχους και τους στρατιώτες. Ταυτόχρονα έπρεπε να δίνουν και μετρητά στα όργανα της αυτοκρατορίας, ενώ μπορούσαν να υπάρξουν και φόροι με ειδική έγκριση του αυτοκράτορα, όπως για παράδειγμα ο φόρος στο Ναό που έδιναν οι κάτοικοι της Παλαιστίνης.
Εκτός από τους άμεσους φόρους σημαντικοί ήταν και οι έμμεσοι που εισπράττονταν υπό τη μορφή δασμών για τα εμπορεύματα που διακινούνταν από μία επαρχία ή περιοχή της αυτοκρατορίας σε μία άλλη. Ειδικοί χώροι, τα τελωνεία, υπήρχαν γι’ αυτό το σκοπό. Ένα τέτοιο, όπως πληροφορούν οι συνοπτικοί Ευαγγελιστές, βρίσκονταν στην περιοχή της Καπερναούμ, στο οποίο έγινε η κλήση του Ματθαίου. Στη Γαλιλαία (14α) φαίνεται να είναι άμεση η εξάρτηση του φόρου από τις παραγωγικές διαδικασίες που σχετιζόταν με τη λίμνη Γεννησαρέτ (αλιεία, συντήρηση αλιευμάτων κοκ.).
Συνηθισμένο φαινόμενο ήταν η ενοικίαση των φόρων της αυτοκρατορίας από μεγάλους επιχειρηματίες, τους δημοσιώνες, ή από όμιλο, που τον αποτελούσαν οι τελώνες, αν επρόκειτο για τέλη, των οποίων ήταν χαρακτηριστική η ποικιλία στο ρωμαϊκό κράτος.(15). Επικεφαλής τέτοιου ομίλου, που δημιουργούσε μία εταιρεία, ήταν ο αρχιτελώνης. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν ο Ζακχαίος, που, όπως φαίνεται στο ευαγγέλιο του Λουκά, είχε ενοικιάσει με άλλους συναδέλφους του, τους δασμούς του τελωνείου της Ιεριχώς.
Ο Ματθαίος προτού γίνει μαθητής του Χριστού ήταν τελώνης που ανήκε στον όμιλο επιχειρηματιών που είχαν μισθώσει το τελωνείο της Καπερναούμ. Δουλειά του ήταν η είσπραξη των δασμών για τα εμπορεύματα που διακινούνταν από την περιοχή του Ηρώδη Αντίπα σ’ αυτή του Φιλίππου.
Νόμισμα Ηρώδη Αντίπα
με ελληνική επιγραφή
Ζητούμενο είναι από ποια αρχή οι τελώνες της Παλαιστίνης ενοικίαζαν τους φόρους. Από τους Ρωμαίους ή από τους τοπικούς υποτελείς ηγεμονίσκους; Φυσικά για την περιοχή της Ιουδαίας δεν τίθεται θέμα. Εφόσον εδώ την εξουσία την ασκούσαν οι ρωμαίοι επίτροποι θα είχαν στην δικαιοδοσία τους και τους φόρους, οπότε αυτοί θα τους ενοικίαζαν στους ομίλους των επιχειρηματιών. Όσο για τις άλλες περιοχές οι φόροι ενοικιάζονταν από τους Ηρώδες, οι οποίοι ασκούσαν την εξουσία στο εσωτερικό τους. Άρα οι τελώνες της Γαλιλαίας, και μεταξύ αυτών και ο Ματθαίος, εισέπρατταν τα τέλη, που ενοικίαζαν από τον Ηρώδη Αντίπα.
Ανακεφαλαιώνοντας, φαίνεται πως οι τελώνες συγκροτούσαν εταιρείες με σκοπό την είσπραξη των τελών μιας ορισμένης περιοχής. Τα είχαν ενοικιάσει είτε από τη ρωμαϊκή αρχή ή από τους ανθρώπους που ασκούσαν μια “ανεξάρτητη” εξουσία σε μία περιοχή υπό την κηδεμονία του αυτοκράτορα. Μπορεί ο τρόπος που συγκέντρωναν τους φόρους να ήταν σκληρός και απάνθρωπος, δεν σημαίνει όμως πως υποχρεωτικά μόνο γι’ αυτό θα έπρεπε να τοποθετηθούν στο ίδιο επίπεδο με τους αμαρτωλούς και τους εθνικούς και να θεωρηθούν παραβάτες του νόμου του Θεού.

Οι αντιλήψεις των Ιουδαίων της εποχής του Ιησού για τη φορολογία

Γράφοντας ο ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος για την επανάσταση του Ιούδα του Γαλιλαίου τονίζει μεταξύ των άλλων: “(Όταν έγινε επίτροπος ο Κωπώνιος)…τις ανήρ Γαλιλαίος Ιούδας όνομα εις απόστασιν ενήγε τους επιχωρίους, κακίζων ει φόρον τε Ρωμαίοις τελείν υπομένουσιν και μετά τον Θεόν οίσουσι θνητούς δεσπότας” (Ιουδ. Πόλεμος ΙΙ 118). Δηλαδή ο βασικός λόγος που ξεκίνησε ο αγώνας του Ιούδα και των Ζηλωτών εναντίον των Ρωμαίων ήταν η φορολογία που υποχρεωνόταν να δίνει ο λαός του Θεού στους κατακτητές.
Αυτή η ιδιαίτερη ευαισθησία των Ιουδαίων για τη φορολογία (16) είχε καθαρά θρησκευτικό κίνητρο. Σύμφωνα με τις κρατούσες αντιλήψεις που αντικατοπτρίζονται στην παραπάνω μαρτυρία του Ιώσηπου η απόδοση φόρου σε κάποιον σήμαινε πως αυτός αναγνωρίζονταν ως αφέντης και κυρίαρχος. Για το μωσαϊκό νόμο όμως και τους κατοίκους της Παλαιστίνης τέτοιος ήταν μόνο ο Θεός. Σύμφωνα με το Λευιτικόν (25,23) “και η γη ου πραθήσεται εις βεβαίωσιν, εμή γαρ έστιν η γη, διότι προσήλυτοι και πάροικοι υμείς εστέ εναντίον μου”.
Δίνοντας λοιπόν εισφορές στο Ναό του Θεού και αυτοί που κατοικούσαν στην Παλαιστίνη και αυτοί που βρίσκονταν στη διασπορά αυτόματα έδειχναν ποιος είναι ο κυρίαρχος : Μόνο ο Θεός και μόνο στο Ναό Του έπρεπε να αποδίδεται ο φόρος που αποκτούσε έτσι έναν θρησκευτικό συμβολισμό. Βεβαίως, μετά από όλα αυτά, είναι αυτονόητη η αντίθεση των παραπάνω θέσεων του Ιουδαϊσμού με την επαχθή φορολογία, που επέβαλλαν οι ρωμαίοι κατακτητές και οι συνεργάτες τους Ηρώδες, την οποία εισέπρατταν έμμεσα μέσω των τελωνών, που ήταν ουσιαστικά τα εκτελεστικά όργανά τους.
Σε τελική ανάλυση το μεγάλο ζήτημα που έθετε ο φόρος ήταν ποιος θεωρείται δεσπότης της Παλαιστίνης ο Θεός ή οι Ρωμαίοι; Αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης το δίλημμα της θεοκρατικής ιουδαϊκής κοινωνίας: Αν πλήρωναν αυτά που ζητούσαν οι κατακτητές αμέσως αναγνώριζαν τους “θνητούς δεσπότας” όπως γράφει ο Ιώσηπος. Κάτι φοβερό για τους ευσεβείς Ιουδαίους που ήταν σχεδόν αδύνατο να αποδεχτούν. Όπως βέβαια δε θα αποδέχονταν με τίποτα και τους εισπράκτορες των οφειλόμενων στη Ρώμη, τους τελώνες, κάτι απόλυτα φυσικό για τη νοοτροπία τους. Ήταν όμως και αδύνατο, όπως είναι φυσικό, να μη πληρώσουν τους φόρους ή τα τέλη στα όργανα –άμεσα ή έμμεσα – της Αυτοκρατορίας. Γι’ αυτό το ερώτημα που τίθεται είναι σε ποιον θα ξεσπούσε η οργή και ο θρησκευτικός αποτροπιασμός. Η απάντηση είναι στους τελώνες που ήταν τα εύκολα θύματα, εφόσον – είτε το ήθελαν είτε όχι οι Φαρισαίοι – ανήκαν και αυτοί στην ιουδαϊκή κοινωνία.
Αναπαράσταση του Ναού του Ηρώδη
Χαρακτηριστικό της ιδιάζουσας θέσης που είχε ο φόρος είναι ο τρόπος με τον οποίο προσπάθησαν να παγιδέψουν τον Ιησού μέλη των θρησκευτικοκοινωνικών παρατάξεων. Με σκοπό να τον παραδώσουν στους ρωμαίους τον ρώτησαν αν επιτρέπεται να πληρώνουν φόρο στον αυτοκράτορα. Όπως είναι γνωστό ο Κύριος με την απάντησή του, τους άφησε κατάπληκτους και τους ανάγκασε να φύγουν.(17).
Τώρα, όσον αφορά το φόρο στο Ναό, ενδιαφέρον παρουσιάζει το χωρίο Ματθ. 17,24-27. Εδώ οι ειδικοί εισπράκτορες του (“οι τα δίδραχμα λαμβάνοντες”) φτάνουν στην Καπερναούμ και ζητούν από τον Πέτρο να τους πληροφορήσει αν ο Χριστός πληρώνει το φόρο. Μετά από στιχομυθία του αποστόλου με τον Ιησού αυτός δέχεται να δώσει το συγκεκριμένο ποσόν “ ίνα δε μη σκανδαλίσωμεν αυτούς” (17,27). Δηλαδή η μη απόδοση του ήταν αιτία σκανδαλισμού και είναι γνωστό από τις μωσαϊκές διατάξεις, (18), πόση βαρύτητα είχε ένα τέτοιο παράπτωμα, στο οποίο και ο Ιησούς έδινε μεγάλη σημασία (πρβλ. από την επί του Όρους ομιλία: “ει δε ο οφθαλμός σου ο δεξιός σκανδαλίζει σε, έξελε αυτόν και βάλε από σου” Ματθ. 5,29).

Οι μαρτυρίες των Ευαγγελίων για τους τελώνες

Είναι γνωστό πως οι ευαγγελικές αναφορές στους τελώνες περιορίζονται στην αφήγηση των τριών Συνοπτικών. Και εδώ όμως μόνο ο Ματθαίος και ο Λουκάς κάνουν λόγο γι’ αυτούς πάνω από μία φορά. Ο Μάρκος ασχολείται μαζί τους μόνο στο επεισόδιο της κλήσης του Λευί και στο τραπέζι που ακολουθεί.
Η αρχική τοποθέτηση των ευαγγελικών χωρίων που αναφέρονται στους τελώνες δεν φαίνεται να είναι διαφορετική από την αντίληψη που είχαν οι Φαρισαίοι και η ιουδαϊκή κοινωνία γι’ αυτούς. Και εδώ οι εισπράκτορες των φόρων παρουσιάζονται ως άνθρωποι αμαρτωλοί, μακριά από το Θεό και το νόμο του. Στην εξέλιξη όμως των περισσότερων επεισοδίων φαίνεται η διαφορετική αντιμετώπισή τους από τα Ευαγγέλια: ενώ για τους φαρισαίους δεν υπάρχει καμία περίπτωση σωτηρίας των τελωνών, εδώ όχι μόνο περιγράφονται οι πιθανότητες να σωθούν, αλλά πολλές φορές έχουν ήδη σωθεί.
Δύο φαίνεται να είναι οι βασικές ομάδες χωρίων στα οποία συμμετέχουν τελώνες : στην πρώτη, κυρίως μέσα από λόγια του Ιησού, απηχείται η αντίληψη των ανθρώπων της Παλαιστίνης γι᾿ αυτούς, διαφαίνεται όμως ταυτόχρονα και θρησκευτική δικαίωση αυτής της επαγγελματικής ομάδας. Στη δεύτερη, μέσα από σειρά επεισοδίων παρουσιάζεται η συναναστροφή τους με τον Ιησού και οι συνέπειες που φέρνει αυτή. Είναι γνωστό πως γίνεται αφορμή ώστε να του αποδοθούν κατηγορίες από τις θρησκευτικές παρατάξεις της Παλαιστίνης. Τέλος η διήγηση για τους τελώνες που πηγαίνουν να βαπτισθούν από τον Ιωάννη και ο τελώνης της γνωστής παραβολής του Λουκά θα πρέπει να τοποθετηθούν ξεχωριστά από τις παραπάνω ομάδες,
Στη συνέχεια παρατίθενται τα σχετικά με τους τελώνες ευαγγελικά χωρία ανά ευαγγελιστή και ομάδα. Για διευκόλυνση η πρώτη ομάδα συμβολίζεται με τοΑ, η δεύτερη με το Β και οι δύο μεμονωμένες περιπτώσεις με το Γ

Ματθαίος

  1. 5,43-48.Οι τελώνες αγαπούν μόνο όσους τους αγαπούν Α
  2. 9,9-13.Η κλήση του Ματθαίου και το φαγητό με τους τελώνες Β
  3. 10,3. Ένας από τους μαθητές:Ματθαίος ο τελώνης Β
  4. 11,19. Ο Υιός του Ανθρώπου κατηγορείται πως συναναστρέφεται με τελώνες Β
  5. 18,17. Ο τελώνης είναι εξομοιωμένος με τους ειδωλολάτρες Α
  6. 21,31-32. Οι τελώνες και οι πόρνες θα εισέλθουν πριν από τους αρχιερείς και τους πρεσβύτερους του λαού, στη Βασιλεία του Θεού, γιατί πίστεψαν στον Ιωάννη το Βαπτιστή Α

Μάρκος

  1. 2,13-17. Η κλήση του Λευί και το τραπέζι με τους τελώνες Β

Λουκάς

  1. 3,12-13.Οι τελώνες στον Ιωάννη Γ
  2. 5,27-32. Η κλήση του Λευί και το τραπέζι με τους τελώνες Β
  3. 7,29-30. Ακόμη και οι τελώνες – σε αντίθεση με τους Φαρισαίους και τους Νομοδιδασκάλους –βαπτίζονται από τον Ιωάννη Α
  4. 7,34. Ο Υιός του Ανθρώπου κατηγορείται για συναναστροφή με τελώνες Β
  5. 15,1 κ.ε. Οι τελώνες και οι αμαρτωλοί που πλησιάζουν και ακούνε τον Ιησού γίνονται αφορμή για τις παραβολές του χαμένου προβάτου, της χαμένης δραχμής και του ασώτου υιού (ή του Πατέρα που αγαπάει εξίσου τα παιδιά του) Β
  6. 18,10-13. Παραβολή Τελώνη και Φαρισαίου Γ
  7. 19,1-10. Η συνάντηση του Ιησού με τον αρχιτελώνη Ζακχαίο Β
Στη συνέχεια θα δοθούν κάποια στοιχεία, απαραίτητα για την ορθή κατανόηση των παραπάνω ευαγγελικών εδαφίων. Έτσι, παράλληλα χωρία –με την στενή έννοια και μόνον σε ότι αφορά τους τελώνες –είναι τα εξής :
Η κλήση του Ματθαίου –εφόσον δεχόμαστε την ταύτισή του με τον Λευί –και το τραπέζι που γίνεται κατόπιν. (Ματθ. 9,9-13 = Μαρκ. 2,13-17 =Λουκ. 5,27-32)
Ο Υιός του Ανθρώπου κατηγορείται για συναναστροφή με τελώνες (Ματθ. 11,19 = Λουκ. 7,34)
Αυτοί οι στίχοι (Ματθ. 11,19 =Λουκ.7,34) ανήκουν στην ομάδα Β των χωρίων που αναφέρονται στους τελώνες. Μπορεί να φαίνεται εδώ η άποψη της ιουδαϊκής κοινωνίας γι’ αυτή την συναναστροφή, στηρίζεται όμως σε πραγματικό γεγονός. Δεν είναι ούτε αντίληψη κάποιων ούτε έκφραση που χρησιμοποιούνταν γι’ αυτή την επαγγελματική τάξη.
Το χωρίο Ματθ. 21,31- 32 είναι ουσιαστικά παράλληλο με το Λουκ. 7,29-30, έχοντας ως βάση το ίδιο λόγιο του Ιησού. Αντικαθίστανται όμως οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού με τους Φαρισαίους και τους Νομοδιδασκάλους. Ενώ το χωρίο Ματθ. 5,43-48 ανήκει στο μέρος της επί του Όρους ομιλίας που αναφέρεται στην αγάπη για το συνάνθρωπο. Έχει ως παράλληλό του το εδάφιο Λουκ. 6,27-28 ‘ 32-36. Εδώ όμως οι τελώνες αντικαθίστανται με τους αμαρτωλούς.
Το επάγγελμα του Ματθαίου παρατίθεται μόνο στον κατάλογο του στενού κύκλου των μαθητών (Ματθαίος ο τελώνης). Ενώ στο ευαγγέλιο του Λουκά αρκετές από τις αναφορές στους τελώνες ανήκουν στο ιδιαίτερο υλικό του ευαγγελιστή.
Σ’ αυτό το σημείο είναι απαραίτητη αυτή η γενική παρατήρηση: παντού λοιπόν, όπου γίνεται λόγος για τους τελώνες, σ’ όλα τα ευαγγελικά εδάφια, -εκτός από εκείνα που απηχούν αντιλήψεις της ιουδαϊκής κοινωνίας- αυτοί χρησιμοποιούνται για ν’ αποτελέσουν το “αντίπαλον δέος” στους Φαρισαίους και τους νομοδιδασκάλους και να δικαιώσουν τις επιλογές του Ιησού και την διδασκαλία του περί φανέρωσης των μυστικών της Βασιλείας του Θεού στα “νήπια” (Ματθ. 11,25= Λουκ.10,21). Αν μάλιστα στον όρο “νήπια” συμπεριληφθούν και τα άτομα, τα οποία η ιουδαϊκή κοινωνία τα αντιλαμβάνονταν ως πνευματικά ανώριμα, που, επειδή δεν μπορούσαν να πλησιάσουν το Θεό οδηγούνταν σε “ασεβή” επαγγέλματα μη αποδεκτά (τελώνες, πόρνες κ. α.), τότε φαίνεται η άμεση σχέση των “νηπίων” με αυτούς που ασκούσαν επονείδιστα επαγγέλματα.
Στην πρώτη ομάδα χωρίων που αναφέρθηκαν παραπάνω αποκαλύπτονται αντιλήψεις της ιουδαϊκής κοινωνίας της εποχής του Ιησού για τους τελώνες: αυτοί λοιπόν αγαπούν μόνο όσους τους αγαπούν και είναι όμοιοι με τους ειδωλολάτρες. Αυτές οι απόψεις μάλλον χρησιμοποιούνται από τον Ιησού για να χρωματίσουν το λόγο του και να κάνουν πιο κατανοητό το κήρυγμά του από το πλήθος που ασφαλώς θα τις γνώριζε. Όλη η δράση του Χριστού δεν επιτρέπει να θεωρηθεί πως Αυτός υιοθετούσε αυτές τις εκφράσεις, Άλλωστε είναι γνωστός ο πρωτοποριακός ρόλος που επιφύλασσε για τους τελώνες.
Το πρόβλημα που ξεπηδάει από την ανάγνωση των χωρίων της δεύτερης ομάδας είναι η λαχτάρα των τελωνών να πλησιάσουν τον Ιησού, να Τον ακούσουν και να καθίσουν να φάνε μαζί Του. Φανερώνει άραγε αυτή τους η συμπεριφορά γνήσιο ενδιαφέρον για το λόγο και το έργο του Χριστού ή απλά δείχνει τον πόθο τους να γίνουν αποδεκτοί από μία σημαίνουσα θρησκευτική προσωπικότητα και έτσι να καταξιωθούν και να δικαιωθούν –αν βέβαια μπορούσε να γίνει αυτό στ’ αλήθεια ή ήταν μόνο μία μύχια ελπίδα τους που δεν θα πραγματοποιούνταν ποτέ – από τη θεοκρατική ιουδαϊκή κοινωνία στην οποία θρησκεία και κοινωνικός σεβασμός συμβάδιζαν; Για ν’ απαντηθεί το ερώτημα νομίζουμε πως πρέπει να ερευνηθούν τα κίνητρα των τελωνών. Υπάρχουν λοιπόν περιπτώσεις όπως ο Ζακχαίος, του οποίου η λαχτάρα για συνάντηση με τον Ιησού τον κάνει να παραβλέψει και την ιλαρότητα που θα μπορούσε να προκαλέσει η συμπεριφορά του αλλά και τον πιθανό κίνδυνο που δημιουργούσε η ανάμειξή του με το πλήθος, εφ’ όσον θεωρούνταν άτομο που ασκεί αντιδημοφιλές επάγγελμα Εδώ φανερώνεται ένας άνθρωπος με γνήσια αγάπη για τον Ιησού και το κήρυγμά του. Το ίδιο συμβαίνει και με το Ματθαίο –και μάλιστα σε πολύ πιο έντονο βαθμό- ο οποίος για να ακολουθήσει τον Ιησού και να γίνει μαθητής του εγκαταλείπει τα πάντα και προσχωρεί στον αποστολικό όμιλο. Πάντως, ενδείξεις για άλλα κίνητρα των τελωνών δεν υπάρχουν στα ευαγγέλια. Δεν είναι όμως απίθανο, αν ληφθεί υπόψη και η κακή γνώμη που είχε η ιουδαϊκή κοινωνία γι’ αυτούς, κάποιους τελώνες να τους ενδιέφερε και το κύρος που θα αποκτούσαν από τη συντροφιά του Ιησού ή ακόμη και να αισθάνονταν δικαιωμένοι για τις επιλογές τους, όταν άκουγαν στο κήρυγμα, πως θα εισέλθουν στη Βασιλεία του Θεού πριν από τους Φαρισαίους και τους Γραμματείς.
Χαρακτηριστικός είναι ο αρνητικός σχολιασμός που κάνουν οι Φαρισαίοι για το κοινό δείπνο του Ιησού με τους τελώνες. Φτάνουν μάλιστα στο σημείο να μη μιλήσουν μαζί του αλλά να κάνουν έλεγχο στους μαθητές του, όχι μόνο για τη δική τους συμμετοχή αλλά και για τη συμμετοχή του δασκάλου τους σ’ αυτό το τραπέζι. Γιατί το κάνουν αυτό; Είναι γνωστό πως η τροφή εκτός των άλλων “καθόριζε τις σχέσεις των Ισραηλιτών μεταξύ τους και με το Θεό. Έτσι η τροφή μπορούσε να συμβολίζει ευλογία ή κρίση, αποδοχή ή απόρριψη ή αμφιβολία ….”. (19). Άρα, σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτές, τρώγοντας μαζί τους ο Ιησούς σημαίνει πως τους αποδέχεται και τους θεωρεί ανθρώπους του Θεού. Έτσι όμως, για τη θρησκευτική παράταξη των Φαρισαίων, εξισώνεται με τους τελώνες και θεωρείται ένας από αυτούς. Ενώ οι μαθητές κάθονται και τρώνε με αυτούς που θεωρούνται αμαρτωλοί ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του δασκάλου τους. Δεν φαίνεται να έχουν λοιπόν άμεση ευθύνη, μιας και όφειλαν υπακοή σ’ αυτόν. Ταυτόχρονα με αυτή την κίνηση των Φαρισαίων φανερώνεται η προσπάθειά τους να τους τραβήξουν μακριά από τον Ιησού. Ενώ δείχνουν να ελέγχουν, μέσω των μαθητών τον Ιησού, φανερώνουν και το δήθεν “ενδιαφέρον” τους για την αποστολική ομάδα, έχοντας βέβαια ως σκοπό να απομακρύνουν τους μαθητές από το Χριστό, παρουσιάζοντας την “παρακοή” Του στις καθιερωμένες αρχές του Ιουδαϊσμού.
Σημαντικό είναι να ερευνηθεί σε ποιο σκαλοπάτι της ιουδαϊκής κοινωνικής και θρησκευτικής κλίμακας βρίσκονταν οι τελώνες. Έπαιζαν κάποιο ρόλο τα χρήματα που σίγουρα είχαν, στην καταξίωσή τους; Η απάντηση, πιστεύουμε, είναι όχι. Γνωρίζουμε πως την εποχή του Ιησού οι κάτοικοι της Παλαιστίνης κατατάσσονταν στις εξής επτά κατηγορίες: α) Ιερείς, β) Λευίτες γ) ο λαός των Ισραηλιτών δ) τα παράνομα παιδιά των ιερέων, οι προσήλυτοι, οι πρώην ειδωλολάτρες που μεταστράφηκαν στον ιουδαϊσμό, οι απελεύθεροι ε) οι ευνούχοι, τα έκθετα βρέφη και όσοι είχαν γεννηθεί με παράνομο τρόπο στ) οι εκ γενετής ευνούχοι, οι παραμορφωμένοι σεξουαλικά και οι ερμαφρόδιτοι ζ) οι εθνικοί. (20). Δηλαδή οι ειδωλολάτρες βρίσκονταν στην τελευταία θέση και με το λόγιο του Ιησού “…ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης” (Ματθ.18,17), που απηχούσε την αντίληψη των Ιουδαίων, φαίνεται πως εδώ ανήκαν και οι τελώνες: Θεωρούνταν δηλαδή άνθρωποι χωρίς καμία κοινωνική ή θρησκευτική υπόληψη, παρόλη την προφανή οικονομική τους επιφάνεια ή τη λαχτάρα που εκδηλώνουν για θρησκευτικά ζητήματα. Το επάγγελμά τους λοιπόν είναι τόσο καθοριστικό που παραμερίζει όλα τα υπόλοιπα και δημιουργεί την περιφρόνηση των θρησκευτικών παρατάξεων και του λαού.

Τελώνες και Am- Haarez (21)

Στο γνωστό γεύμα που παρατίθεται στο σπίτι του Λευί, μετά την κλήση του, παρακάθησαν μαζί με τον Ιησού και τους μαθητές του στο τραπέζι πολλοί τελώνες και αμαρτωλοί. Σίγουρα γεννιέται το ερώτημα τι εννοείται με τον όρο “αμαρτωλοί”. Είναι άραγε ένας τεχνικός όρος που αναφέρεται σε άτομα ύποπτης ηθικής ή αφορά μία ειδική κοινωνική ομάδα; Προφανώς συμβαίνει το δεύτερο γιατί δεν μπορεί, μετά τη συγκεκριμένη αναφορά στους τελώνες να ακολουθεί κάποια αφηρημένη και γενική μνεία σε αμαρτωλούς. Το πιθανότερο είναι να πρόκειται για τους am- haarez, δηλαδή τους ανάμεικτους πληθυσμούς από Σαμαρείτες, Αραμαίους, Φιλισταίους, Μεσοποτάμιους που κατοικούσαν κυρίως στη Γαλιλαία, αδιαφορούσαν για την τήρηση των διατάξεων του νόμου και θεωρούνταν προσκολλημένοι σε δεισιδαιμονίες και προλήψεις. (22).
Επειδή δεν γνώριζαν το νόμο θεωρούνταν καταραμένοι και στο πρόσωπο τους συγκέντρωναν την περιφρόνηση των προνομιούχων θρησκευτικών ομάδων της Παλαιστίνης. Ειδικά για τους Φαρισαίους ήταν ο όχλος που δεν είχε καμμία σχέση με τις θρησκευτικές παραδόσεις (¨ο όχλος ούτος ο μη γινώσκων τον νόμον” Ιωάν. 7,49), και ο ραββίνος Χιλλέλ έλεγε γι’ αυτούς. “Δεν έχουν συνείδηση και είναι κάτι λιγότερο από άνθρωποι”, ενώ ο ραβίνος Ελεάζαρ κήρυττε. “Επιτρέπεται να διαμελίζουν έναν αμ- χάαρεζ την μέρα του Σαββάτου, ακόμη και κατά την γιορτή του εξιλασμού”.(23).
Γίνεται φανερή λοιπόν η δεινή θρησκευτική τους θέση που συμβάδιζε και με την κοινωνική τους κατάσταση: ποτέ δε θα γίνονταν αποδεκτοί και η περιθωριοποίησή τους ήταν δεδομένη, Εφόσον θεωρούνταν πως δεν τηρούν τις εντολές του Νόμου ήταν και εθνικά και κοινωνικά απόβλητοι. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η περιφρόνηση των Ιουδαίων για την Γαλιλαία, τον κατεξοχήν τόπο των am- haarez. Θεωρούνταν χώρα ειδωλολατρών, γη εθνών (24) που οι κάτοικοί της μισούσαν το νόμο.
‘Όμως αυτή η θρησκευτική και κοινωνική μειονεκτική θέση των am- haarez δε φαίνεται να συμβαδίζει υποχρεωτικά και με την οικονομική τους κατάσταση. Είναι γνωστό πως ένα μέρος τους ήταν πλούσιοι Χαναναίοι και ισραηλίτες γαιοκτήμονες (25). Δεν φαίνεται όμως ο πλούτος τους να τους βοηθούσε στην κοινωνική τους εξέλιξη. Μεγαλύτερη βαρύτητα είχε – χαρακτηριστικό άλλωστε της θεοκρατικής ιουδαϊκής κοινωνίας του 1ου αι. μ. Χ. - η προέλευσή τους.
Σίγουρα οι τελώνες θα προέρχονταν από τους am- haarez. Δεν είναι δυνατό άτομα από άλλη κοινωνική ομάδα να δέχονταν να αναλάβουν τέτοιο επονείδιστο έργο που θα τους έφερνε σε σύγκρουση με τον υπόλοιπο ιουδαϊκό πληθυσμό και θα δημιουργούσε τέτοιον εθνικό και κοινωνικό αποκλεισμό εναντίον τους, ενώ θα τους εξίσωνε με τους εθνικούς και τις πόρνες. Προς αυτή την άποψη συνηγορεί και η ιδιαίτερη συμπάθεια που έδειχναν στον Κύριο και τη διδασκαλία του οι τελώνες. Είναι γνωστό πως μόνο Αυτός απ’ όλους τους διδασκάλους αποδέχονταν και τους am- haarez και τους εισπράκτορες των τελών.(26).
Επομένως η προέλευση των τελωνών από τους am- haarez αποτελούσε έναν ακόμη παράγοντα που οδηγούσε τους Φαρισαίους, τους Γραμματείς και όλη την ιουδαϊκή κοινωνία να καταφέρεται εναντίον τους και να μην επιθυμεί την καταξίωσή τους.

Η αιτία του θρησκευτικού και κοινωνικού αποκλεισμού των τελωνών

Οι τελώνες λοιπόν τοποθετούνταν στην ίδια θρησκευτική και κοινωνική θέση με τους αμαρτωλούς, τους εθνικούς και τις πόρνες. Αιτία γι’ αυτό, όπως ειπώθηκε παραπάνω, δεν ήταν οι πράξεις τους αλλά κυρίως η άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος.
Από τις διηγήσεις των Ευαγγελίων όμως δεν φαίνεται να ήταν περισσότερο ή λιγότερο θεοσεβούμενοι από άλλα μέλη της ιουδαϊκής κοινωνίας. Αντίθετα σε πολλές από τις διηγήσεις που τους αφορούν, φαίνεται ο πόθος τους να γίνουν και αυτοί αποδεκτοί από τη θεοκρατική κοινωνία που ζούσαν. Έτσι, θέλουν να προσεύχονται στο Ναό (όπως συμπεραίνεται από την παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου) και επισκέπτονται θρησκευτικές προσωπικότητες με ευρύτερη αποδοχή σαν τον Ιωάννη το Βαπτιστή. ‘Επίσης πουθενά δεν φαίνεται ότι δεν τηρούσαν τις βασικές διατάξεις του νόμου, εκτός βέβαια από το κοινό φαγητό με τους θεωρούμενους αμαρτωλούς, κάτι για το οποίο όμως φαίνεται πως αναγκάζονταν από τις συνθήκες και την κοινωνική τους καταγωγή. Ταυτόχρονα δεν αποδεικνύεται πως δεν τηρούσαν την αργία του Σαββάτου συναλλασσόμενοι με εθνικούς εμπόρους. Άρα, είναι περίεργο να θεωρούνται αμαρτωλοί από μία κοινωνία, η οποία κατεξοχήν στηριζόταν σε μία θρησκεία τήρησης τυπικού και τελετουργικών διατάξεων, μόνο και μόνο γιατί εισέπρατταν το φόρο με σκληρό τρόπο, από τη στιγμή που η αγωνία τους για θρησκευτική ένταξη, τους οδηγούσε σε πράξεις ευλάβειας.
Σε προηγούμενο κεφάλαιο τονίστηκε πως η ιουδαϊκή κοινωνία φανέρωνε το θρησκευτικό της αποτροπιασμό για τους τελώνες, εξαιτίας του φόρου, εφόσον αυτή, ήταν αδύνατο να σταματούσε να τον πληρώνει χωρίς οδυνηρές συνέπειες. Επομένως εδώ πρέπει να αναζητηθεί η αιτία της άσχημης θρησκευτικής και κοινωνικής θέσης των τελωνών: Η λύση του προβλήματος έχει να κάνει με τα οφειλόμενα που εισέπρατταν. Αυτοί τα έπαιρναν όχι για το Ναό –δηλαδή για το Θεό- όπως έκαναν οι τα “δίδραχμα λαμβάνοντες” αλλά ενεργούσαν στο όνομα των κατακτητών και των ανθρώπων τους στην Παλαιστίνη, εισπράττοντας τους φόρους αντ’ αυτών. Δηλαδή οι τελώνες θεωρούνταν βλάσφημοι που δεν είχαν ούτε εθνική ούτε και θρησκευτική συνείδηση, αφού συνεργάζονταν με τον κατακτητή και τους ηγεμονίσκους της Παλαιστίνης σ΄ένα τόσο λεπτό ζήτημα που έθιγε τις ευαισθησίες των συμπατριωτών τους.
Άρα οι κατηγορίες που τους αποδίδονταν και τους είχαν οδηγήσει στο τελευταίο σκαλί της θρησκευτικής και κοινωνικής κλίμακας, ήταν η βλασφημία εναντίον του Θεού και η συνεργασία με τον κατακτητή. Έτσι, θα θεωρούνταν εκτός των άλλων, από τους Ιουδαίους, πως δεν αποδέχονταν τον Θεό ως κυρίαρχο της άγιας γης αλλά τους ρωμαίους, μιας και αυτή η αντίληψη είχε συνδεθεί με την εισφορά του φόρου. Κατανοείται λοιπόν η απέχθεια που ένοιωθαν γι’ αυτούς οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι: Αφού τα μέλη των θρησκευτικοκοινωνικών παρατάξεων ήταν τηρητές των παραδόσεων και ήθελαν μέσω αυτών να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα,(27)πως θα μπορούσαν να κάνουν αποδεκτούς τους τελώνες, οι οποίοι με την εργασία τους, φαίνονταν ν’ αναγνωρίζουν ως κυρίαρχους της Παλαιστίνης τους ρωμαίους και όχι το Θεό, όπως δίδασκε ο μωσαϊκός νόμος; Είναι λοιπόν απόλυτα φυσικό να τους εξισώνουν με τους εθνικούς –άποψη που είχε περάσει και στο λαό- μιας και θεωρούνταν, πως, αφού εισέπρατταν φόρους, όχι για το Θεό αλλά για τους κατακτητές, υπέσκαπταν την προσπάθεια για τήρηση των πατρώων αρχών, που εκτός των άλλων θα οδηγούσαν στην αναγέννηση του ιουδαϊκού έθνους, μετά την απαλλαγή από τους κατακτητές, σύμφωνα με τις αποκαλυπτικές αντιλήψεις. Αυτά οδηγούσαν, εκτός των άλλων και να μη γίνονται δεκτές οι εκδηλώσεις ευσέβειας των τελωνών.
Βεβαίως και στους υπόλοιπους κατακτημένους λαούς δεν ήταν δημοφιλείς οι συλλέκτες των φόρων, ούτε προκαλεί εντύπωση ο βίαιος τρόπος συλλογής των οφειλομένων. Πουθενά όμως δεν εντοπίζεται θρησκευτικός αποκλεισμός τους και κοινωνική απαξίωση στο βαθμό που αυτά συνέβαιναν στον ιουδαϊσμό. Φαίνονται λοιπόν ξεκάθαρα οι επιπτώσεις της θρησκευτικής σημασίας που είχε προσλάβει ο φόρος στην ιουδαϊκή κοινωνία.
Αλλά και η άμεση σχέση των τελωνών με τους am-haarez ήταν βασική αιτία για τη δημιουργία του αρνητικού κλίματος που επικρατούσε σε βάρος των εισπρακτόρων των έμμεσων φόρων. Και μόνο γι’ αυτό ήταν αδύνατο να γίνουν αποδεκτοί από τις θρησκευτικές παρατάξεις. Και η προσπάθειά τους όμως για θρησκευτική και κοινωνική καταξίωση, που θα τους έκανε να ξεφύγουν από το επίπεδο των ανθρώπων της γης (am-haarez), αποκλείεται να γίνονταν δεκτή, και έτσι υπήρχε κάθε λόγος να συντηρείται η δυσμενής θέση που τους απέκλειε από τα ανώτερα πνευματικά σκαλοπάτια της ιουδαϊκής κοινωνίας.

Συμπεράσματα

Η θρησκευτικά δεινή θέση των Τελωνών μέσα στο θεοκρατικό περιβάλλον της Παλαιστίνης του 1ου αι. μ. Χ. δεν μπορεί να οφειλόταν ούτε στον τρόπο είσπραξης των φόρων με βίαιο τρόπο ούτε στο συγχρωτισμό τους με τους Ρωμαίους. Τα παραπάνω ήταν μία πρακτική που τελικά δεν αφορούσε μόνο αυτούς. Η αρνητική λοιπόν εικόνα που είχε σχηματίσει γι αυτούς η ιουδαϊκή κοινωνία του 1ου αιώνα μ. Χ. ήταν αποτέλεσμα της αντίληψης, ότι αυτοί, εξ αιτίας της εργασίας τους, αναγνώριζαν ως κυρίαρχους της Αγίας Γης τους Ρωμαίους και όχι το Θεό. Μάλιστα αυτό τεκμηριωνόταν από τη θέση ότι η καταβολή του φόρου σε κάποιον, σήμαινε και αυτόματη αναγνώρισή του ως κυριάρχου, που είχε όμως και την αποδοχή των φορολογουμένων. Οι κάτοικοι της Παλαιστίνης μπορεί να έδιναν αυτά που ζητούσαν οι κατακτητές και τα ντόπια όργανά τους, οι Ηρώδες Αυτό όμως ήταν, όπως είναι φυσικό, πράξη εξαναγκασμού κάτι που μαρτυρούν οι εξεγέρσεις, που γίνονται με αφορμή τη φορολογία.
Παράλληλα ήταν αδύνατο, ένας ευσεβής Ιουδαίος, ενταγμένος στο σύστημα της ιουδαϊκής θεοκρατίας, να δεχόταν να γίνει τελώνης. Έτσι, είναι φυσικό αυτοί να προερχόταν από τους am- haarez. που δε φαίνεται να είχαν ούτε τις αντιλήψεις ούτε τους ενδοιασμούς των θρησκευτικοκοινωνικών ομάδων της Παλαιστίνης. Άλλωστε, εφόσον ανήκαν στο θρησκευτικό περιθώριο του Ιουδαϊσμού, μπορούσαν εύκολα να υποδυθούν ρόλους αδιανόητους για έναν ευσεβή.
Πάντως, τουλάχιστο από τις διηγήσεις των Ευαγγελίων, συνεχής φαίνεται να είναι η προσπάθειά των Τελωνών για αναγνώριση (και συνεπώς κοινωνική καταξίωση) από μία θρησκευτική προσωπικότητα. Επιζητούν λοιπόν τη συναναστροφή με χαρισματικές μορφές, συχνάζουν στο Ναό κάνουν αγαθοεργίες. Τα παραπάνω όμως δεν επιτυγχάνουν μία γενική αναστροφή του αρνητικού κλίματος που έχει δημιουργηθεί εναντίον τους ούτε βοηθούν στην αποδοχή τους, τουλάχιστο με τον τρόπο που αυτοί θα επιθυμούσαν.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. Στέργιου Ν Σάκκου: Οι Τελώναι. Συμβολή εις την ιστορίαν των χρόνων της Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 1968, ιδίως το κεφ. Δ' «Το ήθος των τελωνών» σελ. 115-116 και σελ. 161 όπου σημειώνεται: “ο λαός, όστις εμίσει τους τελώνας μόνον διά λόγους ουσιαστικούς (αδικία, βιαιοπραγία, αρπαγή, καταπίεσις)….” Στο ίδιο έργο αναφέρονται και οι εξής ακόμη αιτίες για την απέχθεια εναντίον των τελωνών : “Αλλ’ οι εγκρατείς του νόμου και τηρηταί των εντολών των πρεσβυτέρων νομοδιδάσκαλοι και φαρισαίοι είχον και άλλους λόγους να απεχθάνονται αυτούς. α) Εγνώριζον ότι ο μωσαϊκός νόμος δεν προέβλεπε φόρους κρατικούς οίοι ήσαν οι εις τους Ρωμαίους αποδιδόμενοι. Εμφορούμενοι υπό στρεβλού θεοκρατικού φρονήματος επεζήτουν μόνον τα προνόμια της θεοκρατίας, χωρίς να ενδιαφέρονται διά τας υποχρεώσεις. Είνε πλέον ή βέβαιον ότι δεν εθεώρουν εαυτούς ως αιτίους της εις Ρωμαίους και τους Ηρώδας δουλείας…..β) Οι τελώναι ήσαν όργανα των τετραρχών και των Ρωμαίων, έστιν ότε δε και θέσει Ρωμαίοι πολίται… γ) Διά τον συγχρωτισμόν και την αναστροφήν των μετά των προϊσταμένων ρωμαϊκών αρχών εθεωρούντο ως μεμολυσμένοι και σχεδόν εθνικοί….” (σελ. 161).
Στο γλωσσάριο της νεοελληνικής δημοτικής μετάφρασης της Καινής Διαθήκης (“Η Καινή Διαθήκη. Το πρωτότυπο κείμενο με νεοελληνική δημοτική μετάφραση, Αθήνα 1985) των καθηγητών Σ. Αγουρίδη, Π. Βασιλειάδη, Γ. Γαλάνη, Γ. Γαλίτη, Ι. Καραβιδόπουλου και Β. Στογιάννου (+) σημειώνεται για τους τελώνες: “Τελώνης, Ο επιφορτισμένος με την είσπραξη των φόρων. Στα χρόνια του Χριστού οι φόροι ήταν επαχθείς και οι τελώνες συνήθως ήταν άδικοι και άρπαγες, ώστε όχι μόνο ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις των άπληστων ρωμαϊκών αρχών αλλά και οι ίδιοι ικανοποιούνταν. Για το λόγο αυτό, στην κοινωνία της εποχής θεωρούνταν μισητοί και τοποθετούνταν στο ίδιο επίπεδο με τους αμαρτωλούς και τις πόρνες” (σελ. 526). Τα ίδια ακριβώς γράφονται και στη νεότερη μετάφραση της Καινής Διαθήκης των καθηγητών Π. Βασιλειάδη, Γ. Γαλάνη, Γ. Γαλίτη, Ι. Καραβιδόπουλου, Αθήνα 1989.
Αλλά και ο Ντ. Ροπς (“Η καθημερινή ζωή στην Παλαιστίνη στους χρόνους του Ιησού”,μετ. Έλλης Αγγέλου, Αθήνα 1988) τονίζει πως οι φόροι εισπράττονταν άσχημα από τους τελώνες, που πλούτιζαν σε βάρος των φορολογούμενων (σελ. 178)
Τέλος ο Ε,Π, Σάντερς στο έργο του “Το ιστορικό πρόσωπο του Ιησού” μετ. Γ. Βλάχος, Αθήνα 1998, σημειώνει: “Ωστόσο είναι αρκετό να πούμε πως οι φοροεισπράκτορες ήταν ύποπτοι για υπερβολικές χρεώσεις και επομένως για συστηματική εκμετάλλευση του πληθυσμού, Ζούσαν λοιπόν σαν να μην υπήρχε Θεός ή σαν να μην μπορούσε να τους εκδικηθεί, με άλλα λόγια ήταν 'άνομοι'”. (σελ. 374).
2. Για τις ιουδαϊκές θρησκευτικές και πολιτικές παρατάξεις βλ. Σ. Αγουρίδη: Ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 1980, σελ,326 –359 και Γ. Γαλίτη: Ιστορία εποχής της Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 19914, σελ. 107-122
3. Βλ. Π. Ν. Τρεμπέλα(+): Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Αθήναι 19894,σελ. 1704
4. Βλ. G. B. Caird: Saint Luke, Middlesex, England, 19652, σελ.95-96
5. Βλ. Ματθ. 9,9-13 =Μαρκ. 2,13-17=Λουκ. 5,27-32. Ματθ. 11,19. Λουκ, 7,34.
6. Κατάλογο των επονείδιστων επαγγελμάτων βλ. Στ. Σάκκος, οπ. παρ. σελ. 136-141, όπου και σχετική βιβλιογραφία.
7. Βλ. Ντ. Ροπς, τα κεφάλαια: “Οι κληρονόμοι του Ηρώδη κι οι επίτροποι” και “Κατακτητές και κατακτημένοι” σελ. 78-93.
8. “Ως δε τούτους είργεν της βίας Φλώρος, αμηχανούντες οι δυνατοί των Ιουδαίων, συν οις Ιωάννης ο τελώνης, πείθουσι τον Φλώρον αργυρίου ταλάντοις οκτώ διακωλύσαι το έργον” Ιώσηπου “Περί του Ιουδαϊκού πολέμου” ΙΙ 287.
9. Πολλαπλά χρήσιμη για την συγγραφή αυτού του κεφαλαίου ήταν η μελέτη των Peter Garnsey και Richard Saller: Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία, Οικονομία, κοινωνία και πολιτισμός, μετ. Β. Ι. Αναστασιάδης, Ηράκλειο 1995.
10. όπ. παρ. σελ. 274
11. Για το φόρο σε χρήμα, όπ. π. αρ. σελ. 67 κ.ε.
12. “…οι πόλεις καλούνταν επιπρόσθετα να ανταποκριθούν σε απαιτήσεις παροχής ζώων για μεταφορές, φιλοξενίας σε διερχόμενους αξιωματούχους ή καταλυμάτων και εφοδίων στους στρατιώτες”, όπ. παρ. σελ. 42 και σελ.66 και 111.
13. Είναι γνωστό πως οι κατακτημένες περιοχές είχαν υποχρέωση να παρέχουν τροφή και εξοπλισμό, φόρο υποτέλειας και συνεισφορές. Όπ. παρ. σελ. 128-129.
14. “Τα στρατεύματα,….που σταθμεύαν στην Παλαιστίνη ήταν λιγοστά. Οι λεγεώνες, που απαρτίζονταν από ρωμαίους, γαλάτες και, ιδιαίτερα από ισπανούς πολίτες, βρίσκονταν στη Συρία, σε κάποια απόσταση…..”. Ντ. Ροπς, όπ. παρ. σελ. 88.
14α. Για την Γαλιλαία στην εποχή του Ιησού βλ. Νικολάου Παύλου: Η Γαλιλαία στους χρόνους του Χριστού (Συμβολή στην ιστορική γεωγραφία της βιβλικής Παλαιστίνης), στο περιοδικό ΚΟΙΝΩΝΙΑ, τ. 4/1998, σελ. 366-371. Επίσης του ιδίου: Το πολιτικό πλαίσιο της δράσης του Ιησού (Η Ιουδαία και η Γαλιλαία τον 1ο αι. μ. Χ.), στην ιστοσελίδα http:/users.otenet.gr/~aper/articles/judea.htm
15. Βλ. Στ, Σάκκου σελ. 38. Πάντως μετά τους πρώϊμους αυτοκρατορικούς χρόνους φαίνεται να εγκαταλείπεται το σύστημα της συγκέντρωσης φόρων από τις ιδιωτικές εταιρείες. Βλ. Garnsey…, όπ. παρ. σελ. 26.
16. Για τα τέλη και τους φόρους στο αρχαίο Ισραήλ, βλ. Σάκκος, όπ. παρ. το κεφάλαιο “Η τελωνία εν τω Ισραήλ”, σελ. 82-114.
17. Ματθ. 22,15-22=Μαρκ.12,13-17=Λουκ. 20,20-26
18. Εξοδ. 20,17 ¨Ιωβ 31,1.
19. Βλ. Δημ. Πασσάκου: “Μετά των εθνών συνίσθιεν…” (Γαλ. 2,12). Ο συμβολισμός της τροφής στην ιουδαϊκή και στην πρωτοχριστιανική παράδοση. Η συνδρομή της πολιτιστικής ανθρωπολογίας”, στο συλλογικό έργο: Η προς Γαλάτας επιστολή του Απ. Παύλου, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 292.
20. Όπ. παρ.
21. Για τους am- haarez, κυρίως στην Παλαιά Διαθήκη βλ. Ιωάννη Μούρτζιου: Ο λαός της γης και η πολιτικο-θρησκευτική κατάσταση στο βασίλειο του Ιούδα, στο “Γρηγόριος Παλαμάς” 762(1996), σελ. 293 - 308
22. Βλ. Ντ. Ροπς, όπ. παρ. σελ.178. Πρβλ. και Χρ. Βούλγαρη: “Εσκυλμένοι και ερριμμένοι” Παρακμή και κατάπτωσις του Ιουδαϊσμού κατά τους χρόνους της Καινής Διαθήκης. Εν Επιστημονική Επετηρίς της Θεολ. Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΕΘΣΠΑ), τόμος ΚΔ, εν Αθήναις 1979-80, σελ. 533-534.
23. Βλ. Ροπς, όπ. παρ.
24. Ματθ. 4,15-16.
25. Ροπς, όπ. παρ.
26. Σύμφωνα με την άποψη του ραβίνου Ignatz Ziegler που παραθέτει ο καθηγητής Μάρκος Σιώτης “ο Ιησούς Χριστός προκάλεσε το μίσος των πολιτικών αρχόντων του Ισραήλ ένεκα της εκπεφρασμένης συμπάθειάς Του προς τους Am-Haarez”. Στο Μ.Α. Σιώτου: Ο πολιτικός χαρακτήρ των αντιπάλων του Απ. Παύλου (μαζί με την μελέτη του ιδίου καθηγητή: Προλεγόμενα εις την ερμηνείαν της προς Γαλάτας επιστολής) Αθήναι 1972, σελ. 109.
27. Όπως τονίζει ο Σ. Αγουρίδης : “(οι Φαρισαίοι) χρησιμοποιούσαν τη θρησκεία και το Θεό σαν μέσο επιβιώσεως και διασώσεως του έθνους” όπ. παρ. σελ. 332.

Παρασκευή, Απριλίου 13, 2012

Ο ΠΙΛΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ


πηγή


     
    Ένα ακόμη αμφιλεγόμενο πρόσωπο, εφάμιλλο του Ιούδα του Ισκαριώτη που πρόδωσε τον Χριστό, στην ιστορία του Χριστιανισμού, είναι αναμφίβολα και αυτό του Ρωμαίου διοικητή που καταδίκασε σε σταύρωση τον Χριστό. Και αυτό δεν είναι άλλο από τον γνωστό πλέον Πόντιο Πιλάτο. Αλλά, πέρα από τις διηγήσεις των κανονικών τεσσάρων Ευαγγελίων που μας δίνουν κάποιες πληροφορίες γι’ αυτόν, ποιος ήταν τελικά ο Πόντιος Πιλάτος και τι απέγινε μετά τα γεγονότα με τον Χριστό; Τον λόγο πλέον παίρνουν οι διηγήσεις της Ιστορίας καθώς και αυτές των απόκρυφων κειμένων της Καινής Διαθήκης. Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν μαζί πρώτα τις διηγήσεις της Ιστορίας και μετά αυτές των απόκρυφων κειμένων.

Ο ΠΙΛΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
       Ο Πόντιος Πιλάτος ήταν ο πέμπτος κατά σειρά επίτροπος που είδαν οι Ιουδαίοι να φτάνει στην χώρα τους, όταν θεσπίστηκε ο θεσμός αυτός το 6 μ.Χ., και διοίκησε από το 26 μ.Χ. έως το 36 μ.Χ. όταν αυτοκράτορας στην Ρώμη ήταν ο Τιβέριος. Λέγεται πως ανήκε στην τάξη των ιππέων, γιατί σ’ αυτή ανήκαν όσοι επιλέγονταν για να διοικήσουν την Ιουδαία και όχι αυτής των γερουσιαστών, και κατάγονταν από το σαμνιτικό γένος των Ποντίων, εξ ου και το πρώτο συνθετικό του ονόματός του. Αν και ανήκε στην τάξη των ιππέων διέθετε το δικαίωμα jus gladii να καταδικάζει δηλαδή κάποιον σε θάνατο και αυτό δείχνει πως η Ρώμη του αναγνώριζε πραγματική αυτονομία, αφού η Ιουδαία ανήκε διοικητικά στην επαρχία της Συρίας και ο διοικητής της έπρεπε να δίνει λόγο στον λεγάτο (διοικητή) αυτής. Όσον αφορά το δεύτερο συνθετικό Πιλάτος, μερικοί λέγουν πως είναι μια σύντμηση του «Pilaetus» δηλαδή του «κοκκινοσκούφη» που σήμαινε «απελεύθερος». Άλλοι λένε πως σήμαινε τον γιο του αξιωματικού που είχε τιμηθεί με τον τιμητικό «πίλον» (καπέλο).
       Κάποιοι άλλοι λένε πως ήταν γιος του Μάρκου Ποντίου, στρατηγού στην Ισπανία, στον πόλεμο του Αγρίππα εναντίον των κατοίκων της Κανταβρίας και πως η γυναίκα του Κλαύδια Πρόκουλα, ήταν κόρη της περίφημης Κλαυδίας της θυγατέρας του Αυγούστου. Λέγεται πως η σταδιοδρομία του Πιλάτου, οφείλεται στην ακολασία της συζύγου του που είχε τροφοδοτήσει τα σκανδαλοθηρικά χρονικά της Ρώμης καθώς και την δική της παρουσία στην Ιερουσαλήμ κατά παράβαση των κανονισμών. Η αλήθεια όμως είναι πως διορίστηκε επίτροπος της Ιουδαίας έπειτα από μεσολάβηση του Λουκίου Αίλιου Σηιανού, ανώτατου αξιωματούχου ευνοούμενου του Τιβέριου και ο οποίος εχθρεύονταν τους Ιουδαίους. Και ενώ ο Πιλάτος αναφέρεται από τον Ιουδαίο ιστορικό Ιώσηπο, Ιουδαϊκός Πόλεμος 2,169 και από τον Ρωμαίο ιστορικό Τάκιτο, Annales XV, 44 ως επίτροπος (procurator) σε μια επιγραφή που βρέθηκε το 1961 στην Καισάρεια αναφέρεται ως έπαρχος (praefectus).
       Ο Πιλάτος τελών υπό την προστασία του Σηιανού ακολούθησε πολιτική η οποία προκάλεσε την εχθρότητα των Ιουδαίων γιατί πρόσβαλλε επανειλημμένα το θρησκευτικό τους αίσθημα. Μεταξύ άλλων, έδωσε εντολή να αναρτηθούν λατρευτικές εικόνες του αυτοκράτορα στην Ιερουσαλήμ και έκοψε νομίσματα τα οποία έφεραν παραστάσεις με ειδωλολατρικά θρησκευτικά σύμβολα.
       Αλλά ας αφήσουμε τον εκκλησιαστικό ιστορικό Ευσέβιο Καισαρείας να μας τα διηγηθεί καλύτερα, ο οποίος αποδίδει τις συμφορές του Ιουδαϊκού Έθνους στην σταύρωση από αυτούς του Χριστού: «Συμφωνεί δε μ’ αυτόν και ο Ιώσηπος, δείχνοντας ομοίως πως οι συμφορές όλου του έθνους άρχισαν από τους χρόνους του Πιλάτου και των εγκλημάτων κατά του Σωτήρος. Άκου λοιπόν τι αναφέρει επί λέξει στο δεύτερο βιβλίο του Ιουδαϊκού πολέμου. “Ο δε Πιλάτος αποσταλείς ως επίτροπος στην Ιουδαία από τον Τιβέριο, μεταφέρει νύχτα καλυμμένες τις εικόνες του Καίσαρα στην Ιερουσαλήμ – πρόκειται για τα αποκαλούμενα εμβλήματα –. Αυτό την ημέρα προκάλεσε μεγάλη ταραχή στους Ιουδαίους, οι οποίοι αμέσως με τη θέα τους έμειναν κατάπληκτοι από την καταπάτηση των νόμων τους, οι οποίοι δεν επιτρέπουν να εισάγεται στην πόλη καμιά εικόνα.”» Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία Β 6, 3 – 4.
       Μια άλλη φορά, επειδή χρειαζόταν χρήματα για την κατασκευή ενός υδραγωγείου, τα αφαίρεσε από το ιερό θησαυροφυλάκιο του Ναού. Τότε ξέσπασε μεγάλη εξέγερση που για να την καταπνίξει σκέφτηκε να στείλει αστυνομικούς μεταμφιεσμένους σε Ιουδαίους, οι οποίοι ανακατεύτηκαν με τον όχλο και τον κατέσφαξαν. Όμως ο Ευσέβιος Καισαρείας θα μας τα πει καλύτερα επικαλούμενος και πάλι τον Ιώσηπο: «Έπειτα ο ίδιος συγγραφέας ιστορεί με τους παρακάτω λόγους πως και μια άλλη συμφορά επέπεσε κατ’ αυτών. “Μετά δε από αυτά ξεκίνησε μια άλλη ταραχή, δαπανήσας τον ιερό θησαυρό – ο οποίος καλείται κορβανάς – για την κατασκευή υδραγωγείου προς μεταφορά υδάτων από απόσταση τριακοσίων σταδίων. Το πλήθος αγανάκτησε από αυτό, όταν δε ο Πιλάτος ήρθε στην Ιερουσαλήμ, αυτοί τον κύκλωσαν κραυγάζοντας. Εκείνος δε – επειδή προέβλεψε την ταραχή αυτών – αναμίξας στο πλήθος ένοπλους στρατιώτες, ντυμένους με πολιτικά ρούχα, και αφού τους απαγόρευσε να χρησιμοποιούν ξίφος, τους διέταξε να χτυπάνε με ρόπαλα αυτούς που κραύγαζαν, έδωσε το σύνθημα από το βήμα. Αφού χτυπήθηκαν μ’ αυτό τον τρόπο οι Ιουδαίοι, πολλοί πέθαναν από τις πληγές, και πολλοί καταπατήθηκαν από άλλους που είχαν τραπεί σε φυγή. Τρομαγμένο το πλήθος από την συμφορά αυτών που σκοτώθηκαν σιώπησε.”» Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία Β 6, 6 – 7.
       Αλλά και ο Ευαγγελιστής Λουκάς μας διηγείται ένα ακόμη επεισόδιο από την απέχθεια και την εχθρότητα που είχε ο Πιλάτος για τους Ιουδαίους. Και αυτό συνέβη όταν έβαλε την αστυνομία του να σκοτώσει μερικούς Γαλιλαίους που έκαναν φασαρία με τις εκδηλώσεις τους στον Ναό: «Εκείνη τη στιγμή ήλθαν μερικοί και του είπαν (του Χριστού) για τους Γαλιλαίους, των οποίων το αίμα ο Πιλάτος ανέμιξε με τις θυσίες τους.» Κατά Λουκά 13:1.       
       Δέκα χρόνια αργότερα όμως, μετά την τοποθέτησή του ως επιτρόπου στην Ιουδαία, έμελλε ο αδέξιος χειρισμός ενός γεγονότος που συνέβη στη Σαμάρεια να τον καταστρέψει και να βάλει τέλος και στην καριέρα του αλλά και στην ίδια του τη ζωή. Τα γεγονότα έχουν ως εξής. Στην Σαμάρεια εμφανίστηκε ένας ακόμα «προφήτης», που βεβαίωνε πως στην κορυφή του όρους Γαριζίν ήταν θαμμένο το Σκήνωμα(σώμα) του Μωϋσή μαζί με τα λειτουργικά αντικείμενα, που είχε χρησιμοποιήσει και πως θα πήγαινε ο ίδιος να τα βρει. Την ορισμένη μέρα στους πρόποδες του βουνού συγκεντρώθηκε μεγάλο πλήθος, το οποίο άρχισε να ανεβαίνει στο βουνό ψέλνοντας. Ο Πιλάτος όμως είχε διατάξει να καταληφθεί η κορυφή και να διαλύσουν την εκδήλωση. Έτσι και έγινε αλλά με βαρύ αντίτιμο, αφού έγινε μεγάλη σφαγή. Το θλιβερό αυτό γεγονός καθώς και οι συνεχείς διαμαρτυρίες των Ιουδαίων για τις ατασθαλίες του και την προσβολή της θρησκευτικής πίστης τους προς τον προϊστάμενό του, τον λεγάτο της Συρίας Βιττέλιο, είχε ως αποτέλεσμα να καταγγελθεί στην Ρώμη από αυτόν, να καθαιρεθεί από τη θέση του και να κληθεί στη Ρώμη. Εκεί δεν καταφέρνει να απαλλαγεί από την κατηγορία που τον βαρύνει, άλλωστε ο Σηιανός ο ισχυρός άντρας που τον προστάτευε είχε πεθάνει πλέον, και εξορίζεται στην Γαλατία από τον αυτοκράτορα Γάιο Καλιγούλα. Σύμφωνα με τον Ευσέβιο, η μαρτυρία του οποίου στηρίζεται σε ένα ελληνικό χειρόγραφο το οποίο δυστυχώς δεν διασώθηκε, βάζει τέρμα ο ίδιος στη ζωή του αυτοκτονώντας: «Δεν είναι άξιο ν’ αγνοείται πως επίσης εκείνος ο Πιλάτος, ο επί του Σωτήρος ηγεμών, σε τόσες συμφορές περιέπεσε, όπως λένε, κατά τους χρόνους του Γαΐου τους οποίους εξετάζουμε, ώστε αναγκάστηκε ν’ αυτοκτονήσει και να γίνει τιμωρός του εαυτού του με το ίδιο του το χέρι, διότι όπως φαίνεται η θεία δίκη τον καταδίωκε από κοντά. Το γεγονός αυτό ιστορούν οι Έλληνες που σημείωσαν τις Ολυμπιάδες μαζί με τα γεγονότα που συνέβησαν κατά τους χρόνους αυτούς.» Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία Β 7.

Ο ΠΙΛΑΤΟΣ ΣΤΑ ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
       Το πρόσωπο και η καθοριστική συμβολή του Πιλάτου στην καταδίκη του Χριστού, όπως ήταν φυσικό, δεν μπορούσε να αφήσει αδιάφορες τις απόκρυφες διηγήσεις της Καινής Διαθήκης. Λέγοντας απόκρυφες διηγήσεις ή απόκρυφα είναι εκείνα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης τα οποία δεν περιλαμβάνονται στον κανόνα δηλαδή τον κατάλογο αυτής, όταν αυτός διαμορφώθηκε παντελώς και «έκλεισε» στα τέλη του 3ου αιώνα, περιλαμβάνοντας μόνο 27 βιβλία από τα εκατοντάδες που κυκλοφορούσαν μέχρι τότε. Τα απόκρυφα βιβλία αυτά μπορεί να ήταν ευαγγέλια, επιστολές, πράξεις, αποκαλύψεις κ.λ.π. και σκοπό είχαν να συμπληρώσουν τα κενά που υπήρχαν στα κανονικά βιβλία της Καινής Διαθήκης γύρω από τη ζωή του Χριστού, των μαθητών του, των στενών συγγενών του ή διαφόρων προσώπων που έπαιξαν σημαντικό ρόλο και είχαν σχέση με αυτόν. Για να γίνουν αποδεκτά από τους πιστούς, οι συγγραφείς τους – που πολλές φορές ήταν και αιρετικοί – χρησιμοποιούσαν  τα ονόματα των μαθητών ή Αποστόλων του Χριστού π.χ. ευαγγέλιο του Θωμά, καθώς επίσης γνωστών προσώπων της πρώτης Εκκλησίας π.χ. το ευαγγέλιο της Μαγδαληνής. Τα περισσότερα από αυτά είναι αφελή αναγνώσματα, με πολλά μυθολογικά και υπερβολικά στοιχεία, τα οποία όμως πολλά από αυτά, έχουν «περάσει» μέσα στον Χριστιανισμό, με αποτέλεσμα πολλοί πιστοί σήμερα να νομίζουν πως αποτελούν διδασκαλία του Χριστιανισμού. Βέβαια οφείλουμε να ομολογήσουμε πως κάποια από αυτά, μέχρι να διαμορφωθεί ο τελικός κανόνας της Καινής Διαθήκης έχαιραν μεγάλης εκτίμησης σε πολλές εκκλησίες των πρώτων Χριστιανικών αιώνων, όπως λόγου χάρη «ο Ποιμήν του Ερμά», ώστε να είναι αυτός ο λόγος της σύγχυσης πολλών Χριστιανών. Τέλος, τα βιβλία αυτά ονομάστηκαν «απόκρυφα», επειδή οι συγγραφείς τους ισχυρίζονται πως στηρίζονται σε απόκρυφες πηγές που είναι γνωστές, μόνον σ’ αυτούς.
       Τώρα όσον αφορά τις απόκρυφες διηγήσεις για το πρόσωπο του Πιλάτου, εμάς θα μας απασχολήσουν τρεις: «Επιστολές του Ηρώδη και του Πιλάτου», «Η δίκη και η καταδίκη του Πιλάτου» και «Ο θάνατος του Πιλάτου».
Επιστολές του Ηρώδη και του Πιλάτου
       Οι Επιστολές αυτές συνδέουν τη Ρωμαϊκή ιστορία με τα πάθη και το θάνατο του Ιησού Χριστού. Υπάρχουν γραμμένες στην συριακή γλώσσα, σε χειρόγραφα του 6ου ή 7ου αιώνα μ.Χ. και φυλάσσονται στο Βρετανικό μουσείο. Ο «πολύς» Τίσσεντορφ, αυτός που ανακάλυψε τον Σιναϊτικό κώδικα της Καινής Διαθήκης, αναφέρει στις «Απόκρυφες Αποκαλύψεις» του, πως είχε στην κατοχή του ένα αντίγραφο των επιστολών αυτών στην ελληνική γλώσσα. Διαβάζοντας κάποιος τις Επιστολές αυτές, δεν μπορεί παρά να μειδιάσει για την αφέλεια και την υπερβολή που τις διακρίνει:
1. Επιστολή του Ηρώδη προς τον κυβερνήτη Πιλάτο   
Την Επιστολή αυτή την στέλνει ο Ηρώδης – γιος του Ηρώδη του Μεγάλου – στον Πιλάτο για να μοιραστεί την αγωνία του και την θλίψη από τις συμφορές που τον βρήκαν, για τα όσα κακά έκανε στον Ιωάννη τον Βαπτιστή και επειδή χλεύασε τον Χριστό. Αναφέρει πως η κόρη του η Ηρωδιάδα, έπαιζε στην επιφάνεια μιας παγωμένης δεξαμενής, έσπασε όμως ο πάγος και το κορίτσι αποκεφαλίστηκε. Βλέπουμε δηλαδή στο σημείο αυτό την προσπάθεια του ανώνυμου συγγραφέα να συνδυάσει τον τρόπο θανάτου του κοριτσιού με το τρόπο θανάτου του Ιωάννη του Βαπτιστή, που είναι παρόμοιος. Ομοίως και ο γιος του Αζβόνιος βρίσκεται σε αγωνία στην ώρα του θανάτου του. Ο ίδιος ο Ηρώδης πάσχει από υδρωπικία και έχει αρχίσει το σώμα του να βγάζει σκουλήκια. Αλλά και η γυναίκα του έχασε το φως της από το αριστερό μάτι. Τέλος τον παρακινεί να θυμάται μαζί με την γυναίκα του Πρόκλα τον Ιησού μέρα και νύχτα και πως η Βασιλεία του Θεού θα ανήκει πλέον στους Εθνικούς (ειδωλολάτρες), επειδή οι Ιουδαίοι τον απέρριψαν.     
2. Επιστολή του Πιλάτου προς τον Ηρώδη
Απαντώντας ο Πιλάτος στον Ηρώδη βεβαιώνει την Ανάσταση του Χριστού και την εμφάνισή του στους μαθητές και πως η γυναίκα του Πρόκλα πήρε μαζί της τον εκατόνταρχο Λογγίνο και τους 12 στρατιώτες που φρουρούσαν τον τάφο του Ιησού και πήγαν να τον χαιρετήσουν εκεί που κάθονταν με τους μαθητές του! Μάλιστα ο ίδιος ο Πιλάτος επειδή ήταν άρρωστος πήρε μαζί του 50 στρατιώτες και πήγε και συνάντησε τον αναστημένο Ιησού και του ζήτησε να τον συγχωρήσει. Στη συνέχεια μιλάει ο Ιησούς, πως για το πρόσωπό του είχαν μιλήσει ο Ιουστίνος – προφανώς εννοεί τον Φιλόσοφο, που έζησε τον 2ο αιώνα μ.Χ. – κάποιον Θεόδωρο και τέλος τον Ιουδαίο ιστορικό Ιώσηπο!  
3. Η επιστολή του Πόντιου Πιλάτου προς τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα – σχετικά με τον Κύριο Ιησού Χριστό.
Είναι μια σύντομη επιστολή που υποτίθεται πως στέλνεται προς τον Τιβέριο, στην οποία ο Πιλάτος μιλάει για την καταδίκη που επέβαλε στον Χριστό, έστω παρά τη θέλησή του και πως οι μαθητές του πρόκοψαν και κάνουν έργα αγαθά στο όνομά του.
4. Η αναφορά του Πόντιου Πιλάτου προς τον Αύγουστο Καίσαρα της Ρώμης, για τον Ιησού Χριστό.
Διαβάζοντας κάποιος την αναφορά αυτή, νομίζει πως διαβάζει την αναφορά κάποιου μαθητή ή έστω κάποιου οπαδού του Χριστού. Μιλάει για τις θεραπείες που έκανε, τα θαύματά του, την Ανάσταση του Λαζάρου, την εκβολή των δαιμονίων από τους δαιμονισμένους και γενικά για τα θαύματά του που μας είναι γνωστά από τα Ευαγγέλια. Μιλάει για τα θαυμαστά γεγονότα που έγιναν κατά τη διάρκεια της σταύρωσης του Χριστού και πως και αυτός ο ίδιος είδε κάποιους από τους αναστημένους νεκρούς της Παλαιάς Διαθήκης. Συνεχίζει με υπερφυσικά γεγονότα που δεν αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη και πως πολλοί Ιουδαίοι έπεσαν μέσα σ’ ένα χάσμα που είχε ανοίξει στο ιερό του Ναού.
5. Η αναφορά του Πόντιου Πιλάτου προς τον Τιβέριο Καίσαρα της Ρώμης
Είναι μια παραλλαγή της παραπάνω αναφοράς οπότε δεν χρειάζεται να αναφέρουμε ξανά τα ίδια πράγματα.

Η δίκη και η καταδίκη του Πιλάτου
       Το κείμενο αυτό που συνήθως τιτλοφορείται «Η παράδοση του Πιλάτου» θεωρείται σαν μια ιστορική συνέχεια των επιστολών και υπάρχει στο ίδιο χειρόγραφο με τις επιστολές, χωρίς όμως κάποιο τίτλο. Ξεκινάει με την κλήση του Πιλάτου στη Ρώμη για να δικαστεί, επειδή μετά την καταδίκη του Ιησού είχε πέσει σκοτάδι σ’ όλο τον κόσμο και είχαν γίνει σεισμοί, τρομοκρατώντας έτσι τον κόσμο. Η δίκη γίνεται από τον ίδιο τον αυτοκράτορα – ο οποίος έχοντας διαβάσει τις αναφορές του Πιλάτου – τον καλεί να απολογηθεί γιατί καταδίκασε ένα αθώο. Ο Πιλάτος απαντάει πως δεν φταίει αυτός αλλά οι Ιουδαίοι. Ο αυτοκράτορας του λέει πως έπρεπε να στείλει τον Ιησού στον ίδιο να τον δικάσει. Μόλις όμως αναφέρει το όνομα του Χριστού τα αγάλματα των θεών που υπήρχαν στην αίθουσα έγιναν συντρίμμια  και όλους τους κυρίεψε ο φόβος. Την επόμενη μέρα ο Καίσαρας τον καλεί να του πει για μια ακόμη φορά ποιος ήταν τελικά αυτός, στο όνομα του οποίου συντρίφτηκαν τα αγάλματα των θεών. Ο Πιλάτος απαντάει πως έχει πειστεί πως ο Χριστός είναι μεγαλύτερος από τους θεούς τους και για μια ακόμη φορά ρίχνει το φταίξιμο στους Ιουδαίους για την σταύρωση του. Τότε ο Καίσαρας γεμάτος οργή στέλνει διάταγμα στον Λικιανό διοικητή της Ανατολικής Επαρχίας να διαλύσει το έθνος των Ιουδαίων. Μάλιστα στο διάταγμα αυτό ο Καίσαρας αναγνωρίζει πως σταυρώθηκε ένας θεός. Ο Λικιανός εκτελεί την εντολή του Καίσαρα και διαλύει το έθνος των Ιουδαίων. Ο Καίσαρας ανακρίνει για μία ακόμη φορά τον Πιλάτο και διατάζει έναν αξιωματικό ονόματι Άλβιους να τον αποκεφαλίσει λέγοντας: «Όπως σκότωσε τον δίκαιο άνθρωπο που ονομάζεται Χριστός έτσι θα πέσει κι αυτός με τον ίδιο τρόπο και δεν θα βρει λυτρωμό». Ο Πιλάτος πριν αποκεφαλιστεί προσευχόμενος ζητάει από τον Χριστό να τον συγχωρήσει και μάλιστα ζητάει να συγχωρήσει και τη σύζυγό του Πρόκλα που βρίσκονταν δίπλα του. Αξίζει πιστεύουμε σ’ αυτό το σημείο να δούμε πως τελειώνει το απόκρυφο αυτό: «Μόλις τέλειωσε ο Πιλάτος την προσευχή του, ακούστηκε μια φωνή απ’ τον ουρανό να λέει, “Όλες οι γενεές και οι οικογένειες των Εθνικών θα σε αποκαλούν μακάριο, γιατί με σένα εκπληρώθηκαν όλα όσα είχαν ειπωθεί για μένα από τους προφήτες. Εσύ πρέπει να είσαι μάρτυράς μου στη δεύτερη παρουσία μου όταν θα κρίνω τις 12 φυλές του Ισραήλ κι εκείνους που δεν ομολόγησαν το όνομά μου”. Και ο διοικητής έκοψε το κεφάλι του Πιλάτου και τότε ένας άγγελος Κυρίου το παρέλαβε. Και όταν η Πρόκλα, η σύζυγός του, είδε τον άγγελο να έρχεται και να παίρνει το κεφάλι του, άφησε γεμάτη χαρά το πνεύμα της και θάφτηκε μαζί με τον σύζυγό της».
  
Ο θάνατος του Πιλάτου
        Το απόκρυφο αυτό, σε σχέση με το προηγούμενο, στέκεται παντελώς αρνητικά απέναντι στον Πιλάτο. Ξεκινάει με τον αυτοκράτορα Τιβέριο που έπασχε από μια σοβαρή ασθένεια, να στέλνει τον Βολουσιανό έναν από τους αυλικούς του στον Πιλάτο να του στείλει τον Ιησού για τον οποίο είχε ακούσει πως μπορεί να το θεραπεύσει, μη γνωρίζοντας πως ο Πιλάτος τον είχε θανατώσει. Απολογούμενος στον αγγελιοφόρο ο Πιλάτος λέει πως τον σταύρωσε επειδή ήταν κακοποιός και λαοπλάνος. Επιστρέφοντας ο Βολουσιανός στεναχωρημένος που δεν μπορεί να εκπληρώσει την αποστολή του, συναντά την Βερονίκη η οποία είχε πάει σ’ ένα ζωγράφο για να της φτιάξει την εικόνα του Ιησού για παρηγοριά, αλλά πηγαίνοντας με τον καμβά στον ζωγράφο συνάντησε τον Ιησού. Μαθαίνοντας αυτός που πηγαίνει η Βερονίκη, της ζήτησε τον καμβά και όταν της τον ξανάδωσε ήταν πάνω του αποτυπωμένο το πρόσωπό του. Αν λοιπόν ο Τιβέριος κοίταζε με θέρμη την εικόνα θα γινόταν καλά. Ο Βολουσιανός επιστρέφει με την Βερονίκη στη Ρώμη και εξηγεί τα καθέκαστα για τον Πιλάτο και την εικόνα στον Τιβέριο, ο οποίος πράγματι κοιτώντας τη ξαναβρίσκει την υγεία του. Γεμάτος οργή ζητάει να φέρουν τον Πιλάτο στη Ρώμη, ο οποίος παρουσιάζεται μπροστά του κρατώντας τον χιτώνα του Χριστού. Αμέσως η οργή του εξανεμίστηκε και αυτό γινόταν κάθε φορά που ο Πιλάτος εμφανίζονταν μπροστά του με τον χιτώνα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τον τιμωρήσει. Κάποιος χριστιανός όμως αποκάλυψε την αιτία αυτής της συμπεριφοράς του και αφού αφαίρεσε τον χιτώνα αποφάσισε να τον τιμωρήσει με τον πιο ατιμωτικό τρόπο. Όταν το έμαθε ο Πιλάτος αυτοκτόνησε με μαχαίρι. Έδεσαν τότε στο σώμα του ένα βράχο και τον βύθισαν στον ποταμό Τίβερη. Όμως οι δαίμονες δημιουργούσαν προβλήματα με αστραπές, θύελλες κ.λ.π. προκαλώντας τον φόβο σε όλους. Τότε οι Ρωμαίοι έβγαλαν το σώμα του από τον Τίβερη και τον μετέφεραν στην Βιέννη, στον ποταμό Ρον, γιατί η ονομασία Βιέννη – όπως λέει και το απόκρυφο – σημαίνει «τόπος της Κόλασης». Τα ίδια πράγματα όμως συνέβαιναν και εκεί, όπως και στην περιοχή της Λωζάνης, όταν μεταφέρθηκε εκ νέου. Τελικά το βύθισαν σε μια δεξαμενή που περιβάλλονταν από βουνά, που όπως λένε εξακολουθούν να συμβαίνουν τα ίδια διαβολικά τεχνάσματα.   

       Πάντως και με την συνδρομή των απόκρυφων διηγήσεων, αλλά και την Χριστιανική παράδοση που δημιουργήθηκε με το πέρασμα του χρόνου ο Πιλάτος τιμάται ως άγιος από την Αιθιοπική Εκκλησία, ενώ η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη σύζυγό του Πρόκλα στις 27 Οκτωβρίου.  

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Απόκρυφα Κείμενα Καινής Διαθήκης, Τόμος 2, Εκδόσεις «Πύρινος Κόσμος»
2. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα
3. Ελληνική Εκπαιδευτική Εγκυκλοπαίδεια
4. Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, Εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς»
5. Ντανιέλ Ροπς, Η καθημερινή ζωή στην Παλαιστίνη στους χρόνους του Χριστού, Εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...