Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η Ιστορικότητα του Ιησού Χριστού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η Ιστορικότητα του Ιησού Χριστού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Ιουνίου 08, 2013

Πάπυρος 1.200 ετών εξιστορεί τη Σταύρωση του Ιησού με πολύ διαφορετικό τρόπο



Ένας ξεχασμένος πάπυρος ηλικίας 1.200 ετών εξιστορεί την σταύρωση του Ιησού με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο από αυτόν που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με την Daily Mail στις γραμμές του αρχαίου παπύρου, ο άνθρωπος που έγραψε το κείμενο υποστηρίζει πως ο Ιησούς είχε την δυνατότητα να αλλάζει μορφή και περιγράφει πως το βράδυ που ο συνελήφθη από τους Ρωμαίους, δειπνούσε όχι με τους μαθητές του, αλλά με τον άνθρωπο που τον είχε καταδικάσει, τον Πόντιο Πιλάτο, ο οποίος προσφέρθηκε να θυσιάσει τον δικό του γιό στη θέση του Ιησού.
Η μετάφραση του κειμένου αποκαλύπτεται στην δημοσιότητα για πρώτη φορά μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του καθηγητή ιστορίας Roelof van den Broek, του πανεπιστημίου της Ουτρέχτης στην Ολλανδία.
Η περιγραφή της προδοσίας από τον Ιούδα αποδίδει στον Ιησού μοναδικές ικανότητες. Χαρακτηριστικά αναφέρει πως ο μαθητής του που τον πρόδωσε τον φίλησε όχι σε μια πράξη ενοχής ή συγχώρεσης αλλά για να αποκαλύψει στους ρωμαίους στρατιώτης ποιόν ήταν στην πραγματικότητα ο Ιησούς καθώς συνεχώς άλλαζε μορφή.
«Οι εβραίοι είπαν στον Ιούδα. Πως θα τον συλλάβουμε αφού μπορεί και αλλάζει συνέχεια τη μορφή του; Κάποιος φορές είναι κοκκινωπός, κάποιες λευκός, κάποιες μελαχρινός, κάποιες φορές είναι νέος και άλλες ηλικιωμένος...»
Η δυνατότητα του να αλλάζει μορφή δεν είναι η μόνη ανεξήγητη ικανότητα του Ιησού σύμφωνα με το αρχαίο χειρόγραφο. Στο κείμενο ο συγγραφέας υποστηρίζει πως τη νύχτα πριν από την σταύρωση, ο Ιησούς δείπνησε μαζί με τον Πόντιο Πιλάτο, με τον δικαστή να προσφέρει μάλιστα να θυσιάσει το γιο του για να πάρει την θέση του Μεσσία στο Σταυρό, μια πρόταση που ο Χριστός θα την αρνηθεί εξηγώντας στον Πιλάτο πως αν ήθελε θα μπορούσε να ξεφύγει από την μοίρα και τον θάνατο του.
«Ο Πιλάτος κοίταξε τον Ιησού και ξαφνικά εξαφανίστηκε από μπροστά του. Δεν μπορούσε να τον δει για πολύ ώρα...»
Το χειρόγραφο ηλικίας 1.200 ετών έχει γραφτεί σύμφωνα με τους ερευνητές από έναν μοναχό του μοναστηρίου του Αγίου Μιχαήλ στην έρημο του Καίρου. Το έγγραφο ανακαλύφθηκε το 1910 και το αγόρασε η JP Morgan, για ένα διάστημα φυλάχθηκε στην Βιβλιοθήκη της JP Morgan η οποία στη συνέχεια έδωσε όλες τις συλλογές της στο μουσείο της Νέας Υόρκης.

Δευτέρα, Απριλίου 29, 2013

ΤΟ ΕΓΓΡΑΦΟ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ



 Το συγκλονιστικό αυτό έγγραφο (αντίγραφο του οποίου βλέπετε στη φωτογραφία), παρέμεινε μέχρι το 1309 μ..Χ. τελείως άγνωστο... οπότε βρέθηκε στη γνωστή σε όλους σήμερα για τον καταστροφικο σεισμό πόλη (L'Aquila) της Κεντρικής Ιταλίας (κοντά στην οποία έχει ανακαλυφθει η αρχαία ρωμαϊκή πόλη του Αμιτερνο, όπου βρέθηκε το σπίτι του Πόντιου Πιλάτου). Το 1381 μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη επί των ημερών του Πατριάρχου Ιερεμίου.
Μεταφράστηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Διονύσιο, κατά το έτος 1643.



Μετάφραση:
"Τω εβδόμω και δεκάτω Τιβερίου Καίσαρος, Βασιλέως Ρωμαίων, μονάρχου ανικήτου,
Ολυμπιάδος διακοσιοστής πρώτης, Ηλιάδος ογδόης από κτίσεως κόσμου, κατά τον
ημέτερον μερισμόν των Εβραίων τετράκισχίλια και εκατόν εβδομήκοντα τέσσερα έτη και
καταβολής των Ρωμαίων βασιλείας έτη εβδομήκοντα τρία και από της ελευθερίας της
δουλωσύνης Βαβυλώνος έτη πεντακόσια εβδομήκοντα και καταστροφής του ιερού
βασιλείου έτη εννενήκοντα και επτά, επί υπάτου του λαού των Ρωμαίων Λουκίου Ζιζονίου
και Μάρκου Συννίου και ανθυπάτου του Ιλλιρικού Παλιστέρα, κοινού διοικητού της χώρας
των Ιουδαίων Κουίντου Φλαβίου, επί της διοικήσεως Ιερουσαλήμ ηγεμόνος κρατίστου
Ποντίου Πιλάτου, επιστάτου της Κάτω Γαλιλαίας Ηρώδου του Αντιπάτρου, της άκρας
αρχιερωσύνης Άννα και Καιάφα Αλλιάσου και Ματίλ μεγιστάνων εις τον ναόν, Ραμπάλ
Αμαμπέλ Πιοκτένου εκατόνταρχου υπάτου Ρωμαίων της πόλεως Ιερουσαλήμ Σουμπιμασάξιου Ποπιλίου Ρούφου.
Εγώ Πόντιος Πιλάτος, ηγεμών δια της βασιλείας των Ρωμαίων, επί του Πραιτωρίου της αρχιηγεμονίας, κρίνω και κατακρίνω και καταψηφίζω εις θάνατον σταυρικόν τον Ιησού λεγόμενον υπό του πλήθους Χριστόν, και από πατρίδος Γαλιλαίας, άνθρωπον στασιώτη κατά τον Νόμο του Μωσαϊκού και εναντίον του μεγαλοπρεπούς βασιλέως Ρωμαίων Τιβερίου Καίσαρος και ορίζω και αποφαίνομαι τον θάνατον αυτού σταυρικόν μετά των άλλων κατά το συνήθες των καταδίκων, επεί συνοίθρησεν αυτός πλήθος ανθρώπων πλουσίων και φτωχών, ουκ έπαυσε θορύβους εγείρων, ενοχλείν την Ιουδαίαν ποιών
εαυτόν Υιόν Θεού και βασιλέα της Ιερουσαλήμ, απειλών φθοράν της Ιερουσαλήμ και του Ιερού Ναού, απαρνούμενος τον φόρον του Καίσαρος και τολμήσας εισελθείν μετά βαϊων θριαμβευτής και πλείστου όχλου ώσπερ τις Ρήξ εντός της πόλεως Ιερουσαλήμ ως τον Ι. Ναόν και διορίζομεν τον ημέτερον πρώτον εκατόνταρχον Κουϊντον Κορνήλιον περιάξαι τούτον παρρησία εις την χώραν Ιερουσαλήμ δεδεμένον, μαστιζόμενον και ενδεδυμένον πορφύραν, εστεφανωμένον ακάνθινω στεφάνω και βαστάζοντα τον ίδιον σταυρόν επί ώμου αυτού, ίνα ει παράδειγμα τοις άλλοις και πάσι τοις κακοποιοίς μεθ’ ού βούλομαι συνάγεσθαι δύο ληστάς φονείς και εξέρχεσθαι δια της πύλης Γιαμπαρόλας, της νυν Αντωνιανής, αναχθήναι δε Αυτόν τον Χριστόν παρρησία επί το όρος των κακούργων ονόματι Κολβάριον, ούτινος σταυρωθέντος μείναι το σώμα εν τω σταυρώ εις κοινόν
θεώρημα πάντων των κακούργων, και άνω του σταυρού τίτλου τεθήναι γεγραμμένου τρισί γλώσσας τον ΙΗΣΟΥΣ ΑΛΟΝ Ο ΙΛΗΣ ΙΟΔΑΜ (Εβραϊστί) ΙΗΣΟΥΣ Ο ΝΑΖΩΡΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΙΟΥΔΑΙΩΝ (Ελληνιστί) ΙΕΖΟΥΣ ΝΑΖΩΡΑΙΟΥΣ ΡΕΞ ΙΟΥΔΑΙΟΡΟΥΜ (Ρωμαϊστί).
Ορίζομεν ουν μηδένα των ηστινοσούν τάξεις και ποιότητος τομήσαι απερισκέπτως της τοιαύτην εμποδίσαι δίκην, ως υπ’ εμού ωρισμένην μετά πάσης σεμνότητος εις ποινήν της αυτομολίας τούτου, Εβραίου όντος κατά τα ψηφίσματα και τους Νόμους της των Ρωμαίων Βασιλείας.
ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΗΜΕΤΕΡΑΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ
- Από της φυλής Ισραήλ: Ρωδιέ, Δανιήλ, Ραμπινήλ, Ιονακείν, Μπανικάν, Ροτάμ, Ιουταβέλ και Περκουλάμ.
- Από της Βασιλείας και ηγεμονίας Ρωμαίων: Λούκιος, Σεξτίλιος και Μαξιμίλιος.
- Από των Φαρισσαίων: Μπαρμπάς Συμεών και Μπονέλη.
- Από των υπάτων και δικαστών των Ρωμαίων: Λούκιος, Μπαντάνης, και Μακαρόλας.
- Από της αρχιερωσύνης: Ρωάν, Ιουάδους και Μπουκασόλης.
- Νομικός δημόσιος από των εγκλημάτων των Εβραίων: Μπουτάν".

__________________________ 

  

Κυριακή, Απριλίου 28, 2013

Η μαρτυρία των Ιουδαϊκών κειμένων για την ιστορικότητα του Ιησού.


Η ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
F.F. Bruce
Καθηγητής Πανεπιστημίου
Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΙΟΥΔΑΪΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ



     Ραββινικά κείμενα

     Όταν το 70 μ.Χ. έπεσε η Ιερουσαλήμ, μαζί με τον Ναό, και την κυριαρχία των ιερατικών οικογενειών, έπεσε και το ανώτατο δικαστήριο, το Συνέδριο. Το μόνο τμήμα του Ιουδαϊσμού που μπορούσε ν' αναλάβει την ανοικοδόμηση ήσαν οι Φαρισαίοι. Και πράγματι αυτό έκαναν, σε μια πνευματική κι όχι πολιτική βάση. Με την καθοδήγηση του Γιωχανάν, γιου του Ζακκά, κατασκεύασαν τα κεντρικά γραφεία τους στη Γιαβνέθ ή Γιάμνια, στα νοτιοδυτικά της Παλαιστίνης. Εδώ, λοιπόν, αναδιοργάνωσαν το Συνέδριο σαν ανώτατο δικαστήριο για την οργάνωση όλου του θρησκευτικού νόμου, πρώτος πρόεδρος του οποίου, στη νέα του μορφή, ήταν ο Yohanan. Ένας μεγάλος αριθμός νομοθετημάτων, «η παράδοση των πρεσβυτέρων», όπως αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη, είχε παραδοθεί από γενιά σε γενιά, προφορικά, κι αυξανόταν με το πέρασμα του χρόνου. Έγινε έτσι το πρώτο βήμα για την κωδικοποίηση όλου αυτού του υλικού. Το δεύτερο βήμα έγινε απ' τον μεγάλο Ραββίνο Ακίμπα, που πρώτος κατέταξε το υλικό, σύμφωνα με τα θέματα. Μετά τον ηρωικό του θάνατο, το 135 μ.Χ., στη διάρκεια της ήττας που υπέστη ο επαναστάτης κατά της Ρώμης Βαρ - Κοχεμπά, το έργο του αναθεωρήθηκε και συνεχίστηκε απ΄ τον μαθητή του, Ραββίνο Μέιρ. Το έργο της κωδικοποίησης ολοκληρώθηκε γύρω στο 200 μ.Χ απ' τον Ραββίνο Ιούδα, πρόεδρο του Συνεδρίου, απ' το 170 έως το 217. Ο όλος κώδικας του θρησκευτικού νομικού συστήματος, που συλλέχθηκε μ' αυτό τον τρόπο είναι γνωστός ως Μισνά.

Αυτός ο κώδικας Μισνά έγινε αντικείμενο μελέτης, και πολλά σχόλια εκφράσθηκαν μ' αυτόν από τις Ραββινικές σχολές τόσο της Παλαιστίνης όσο και της Βαβυλωνίας. Τα σχόλια αυτά ή Γκεμάρα αποτέλεσαν ένα είδος συμπληρώματος της Μισνά και η Γκεμάρα αποτέλεσαν το γνωστό Ταλμούδ. Το «Ταλμούδ της Ιερουσαλήμ», που αποτελείται από τη Μισνά, μαζί με την ογκώδη Γκεμάρα των Παλαιστινιακών σχολών, συμπληρώθηκε το 300 μ.Χ. περίπου. Το κατά πολύ μεγαλύτερο Βαβυλωνιακό Ταλμούδ συνέχισε ν' αυξάνει για δυο ακόμη αιώνες, πριν να καταγραφεί, γύρω στο 500 μ.Χ.
Καθώς η Μισνά είναι ένας νομικός κώδικας και το Ταλμούδ βιβλία με σχόλια πάνω σ' αυτό τον κώδικα, δεν υπάρχει περίπτωση αναφοράς στον Χριστιανισμό, κι όπου υπάρχουν αναφορές είναι εχθρικές. Όπως και νάναι όμως αυτές οι αναφορές δείχνουν τουλάχιστον πως δεν υπήρχε ούτε η παραμικρή αμφιβολία για τον ιστορικό χαρακτήρα του Ιησού.
     
        Σύμφωνα με τις γνώμες των πρώτων Ραββίνων που καταγράφονται σ' αυτά τα έργα, ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ ήταν ένας αμαρτωλός στο Ισραήλ, που ασχολήθηκε με τη μαγεία, περιφρόνησε τα λόγια των σοφών, παραπλάνησε τον κόσμο και είπε πως δεν ήρθε να καταστρέψει τον νόμο, αλλά να τον συμπληρώσει. Κρεμάσθηκε την παραμονή του Πάσχα, με την κατηγορία της αίρεσης και παραπλάνησης του λαού. Οι μαθητές του, πέντε απ΄ τους οποίους αναφέρονται με τα ονόματα τους, γιάτρευαν αρρώστους στ' όνομά του.

Είναι ολοφάνερο πως πρόκειται για ένα πορτραίτο του Κυρίου μας όπως ακριβώς θα το περιμέναμε από ένα έργο γραμμένο απ' τους Φαρισαίους, που ήσαν αντίπαλοί Του. Μερικά από τα ονόματα με τα οποία Αυτός αναφέρεται γίνονταν άμεσες ή έμμεσες μαρτυρίες για τις διηγήσεις των Ευαγγελίων. Η ονομασία Ha-Taluy («Ο κρεμασμένος») αναφέρεται ξεκάθαρα στον τρόπο με τον οποίο πέθανε. Ένα άλλο όνομα που Του δίνεται, Ben-Pantera («Γιος Παντέρα»), κατά πάσα πιθανότητα αναφέρεται, όχι (όπως υπονόησαν μερικοί) σ' έναν Ρωμαίο στρατιώτη, που ονομαζόταν Παντέρας, αλλά στη Χριστιανική πίστη για τη γέννηση του Κυρίου μας από παρθένο. Είναι δηλαδή η λέξη «παρθένος» . Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως όλοι όσοι τον ονόμαζαν έτσι πίστευαν στη γέννηση Του από παρθένο.
Στα τέλη περίπου του πρώτου αιώνα μ.Χ. και στις αρχές του δεύτερου, υπήρχε όπως φαίνεται κάποια διαφωνία στους Ιουδαϊκούς κύκλους, για το κατά πόσο μερικά Χριστιανικά έργα έπρεπε ν' αναγνωρισθούν ως κανονικά ή όχι. Αυτά τα έργα, όποια κι αν ήσαν, πήραν το Ελληνικό όνομα Ευαγγέλιο. Το αμφισβητούμενο Ευαγγέλιο ήταν κατά πάσα πιθανότητα μια Αραμαϊκή μορφή του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, του Ευαγγελίου που προτιμούσαν οι Ιουδαίοι Χριστιανοί της Παλαιστίνης και των γύρω περιοχών.
Λέγεται πως οι Ραββίνοι Γιωχανάν και Μέιρ έκαναν δυσμενή λογοπαίγνια με τη λέξη Ευαγγέλιο, υψώνοντας τα φωνήεντα της λέξης έτσι, ώστε να διαβάζεται Awen-gillayon ή Awon-gillayon, που σήμαιναν «Αμαρτία του Περιθωρίου» ή «Αμαρτία της Πλάκας του γραψίματος». Αυτές οι δυσνόητες αναφορές δείχνουν πως υπήρχε κάποια επαφή ανάμεσα στους ορθόδοξους Φαρισαίους και τους Ιουδαίους Χριστιανούς, που δεν πρέπει να μας εκπλήσσει αν σκεφθούμε ως η πρώτη Παλαιστινιακή εκκλησία περιλάμβανε πιστά μέλη, που προέρχονταν απ' την παράταξη των Φαρισαίων και πολλές χιλιάδες Ιουδαίων, που ήσαν «ζηλωτές του νόμου» (Πρξ. 15/5, 21/20). Μετά το 70 μ.Χ., πράγματι, μπορεί αυτοί οι Ιουδαίοι Χριστιανοί να είχαν περισσότερη επαφή με άλλους Ιουδαίου, παρά με τα μέλη των Εθνικών εκκλησιών, που ολοένα κι έκλιναν στο χαρακτηρισμό των Ιουδαίων Χριστιανών ως αιρετικών και ημι - Χριστιανών. Υπάρχουν βάσιμες πληροφορίες για να σκεφθούμε ότι αυτοί οι φυγάδες από την εκκλησία της Ιερουσαλήμ, που εγκαταστάθηκαν στην Υπεριορδανία, γύρω στο 70 μ.Χ., συνεργάστηκαν με ορισμένες ομάδες Εσσαίων, που πιθανώς περιλάμβαναν και τ' απομεινάρια της κοινότητας του Κουμράν.


     Ο Ιώσηπος

     Όμως, έχουμε και αρχαιότερη και πιο σπουδαία για μας Ιουδαϊκή φιλολογία απ' αυτή που βρίσκουμε στα Ταλμούδ. Ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος γεννήθηκε από ιερατική οικογένεια το 37 μ.Χ. Στην ηλικία των δεκαεννιά χρόνων προσχώρησε στην Φαρισαϊκή παράταξη. Σε μια επίσκεψή του στη Ρώμη, το 63 μ.Χ., μπόρεσε να εκτιμήσει την ισχύ της Αυτοκρατορία. Όταν ξέσπασε ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, το 66 μ.Χ., διορίστηκε διοικητής των Ιουδαϊκών δυνάμεων στη Γαλιλαία και υπερασπίστηκε τη στρατηγική θέση Jotapata εναντίον των Ρωμαίων μέχρις ότου η περαιτέρω αντίσταση ήταν ανώφελη. Διέφυγε τότε σε μια σπηλιά, μαζί μ' άλλους σαράντα, κι όταν αντιλήφθηκαν πως το καταφύγιό τους είχε κυκλωθεί σχεδίασαν μια ομαδική αυτοκτονία.
Ίσως, πιο πολύ από καλό χειρισμό του θέματος παρά από τύχη, ο Ιώσηπος ήταν ένας απ' τους δυο που επέζησαν. Έπεισε τον σύντροφο του να παραδοθούν στους Ρωμαίους κι όταν έγινε κι αυτό, κατάφερε να κερδήσει την εύνοια του Βεσπασιανού, του Ρωμαίου διοικητή, προλέγοντας την άνοδο του στον αυτοκρατορικό θρόνο, μια πρόβλεψη που εκπληρώθηκε το 69 μ.Χ. Ο Ιώσηπος προσλήφθηκε στο γενικό Ρωμαϊκό διοικητήριο, στη διάρκεια της πολιορκίας της Ιερουσαλήμ, ενεργώντας μάλιστα σαν διερμηνέας του Τίτου, γιου του Βεσπασιανού και διαδόχου του στη διοίκηση της Παλαιστίνης, όταν θέλησε να κάνει εξαγγελίες στους πολιορκούμενους κατοίκους. Μετά την πτώση της πόλης και την καταστολή της επανάστασης, ο Ιώσηπος εγκαταστάθηκε κανονικά στη Ρώμη, σαν δικηγόρος και συνταξιούχος του αυτοκράτορα παίρνοντας το οικογενειακό του όνομα, Φλάβιος, κι έτσι έγινε γνωστός, ως Φλάβιος Ιώσηπος.

Όπως είναι φυσικό, αυτή η ποικιλόμορφη καριέρα δεν ήταν δυνατό να τον κάνει δημοφιλή ανάμεσα στους συμπατριώτες του, πολλοί απ' τους οποίους τον θεωρούσαν - και τον θεωρούν ακόμα - έναν δις εις θάνατον προδότη. Παρόλα αυτά. Χρησιμοποίησε τα χρόνια που αναπαυόταν στη Ρώμη έτσι που να μπορεί ν' απαιτήσει την ευγνωμοσύνη τους, γράφοντας την ιστορία του έθνους τους. Το λογοτεχνικό του έργο περιλαμβάνει μια Ιστορία περί του Ιουδαϊκού Πολέμου, από το 170 π.Χ. μέχρι το 73 μ.Χ., που γράφτηκε πρώτα στ' Αραμαϊκά, προς όφελος των Ιουδαίων, που ζούσαν μέσα στην Αυτοκρατορία, κι έπειτα δημοσιεύτηκε μια Ελληνική μετάφραση. Επίσης, μια Αυτοβιογραφία στην οποία υπερασπίζεται τον εαυτό του εναντίον ενός άλλου Ιουδαίου ιστορικού, του Ιούστου, από την Τιβεριάδα, ο οποίος αναφερόμενος στον Πόλεμο εκφράστηκε δυσμενώς για τον ρόλο που είχε παίξει ο Ιώσηπος.
Ακόμα, δυο βιβλία Κατ' Απίωνος, στα οποία υπερασπίζεται το έθνος του εναντίον στις αντι-Σημιτικές συκοφαντίες (μερικές απ' τις οποίες υπάρχουν και σήμερα) του Απίωνα, ενός Αλεξανδρινού γυμνασιάρχη, και άλλων συγγραφέων. Τέλος, είκοσι βιβλία με τις Αρχαιότητες των Ιουδαίων,* όπου περιγράφεται η ιστορία του έθνους του απ' την αρχή της Γένεσης μέχρι την εποχή του. Όσο και να μη του άξιζε να διασώσει την ιστορία της πτώσης του έθνους του, πρέπει να είμαστε χαρούμενοι που το έκανε, γιατί, χωρίς τα ιστορικά του έργα, παρ' ότι έχουν πολλές ατέλειες, οι πηγές των πληροφοριών μας, σχετικά με την ιστορία της Παλαιστίνης την εποχή της Καινής Διαθήκης, θα ήσαν απίστευτα φτωχότερες.

        Στις σελίδες του Ιώσηπου συναντάμε πολλά πρόσωπα που μας είναι γνωστά απ' την Καινή Διαθήκη: Την ποικιλόμορφη οικογένεια του Ηρώδη, τους Ρωμαίους αυτοκράτορες Αύγουστο, Τιβέριο, Κλαύδιο και Νέρωνα, τον Κυρήνιο, κυβερνήτη της Συρίας∙ τον Πιλάτο, τον Φήλικα, τον Φήστο προκουράτορες της Ιουδαίας∙ τις οικογένειες του ανώτατου ιερατείου - Άννα, Καϊάφα, Ανανία και τους λοιπούς του Φαρισαίους και τους Σαδδουκαίους και ούτω καθεξής. Μπορούμε να διαβάσουμε την Καινή Διαθήκη συγκρίνοντάς την με το πλαίσιο που μας προσφέρει ο Ιώσηπος, πράγμα που την κάνει ακόμα πιο ενδιαφέρουσα και μας βοηθάει να την κατανοήσουμε καλύτερα.

      Όταν ο Γαμαλιήλ (στις Πράξεις 5/37), μιλάει για τον Ιούδα απ' τη Γαλιλαία που ήταν επικεφαλής μιας εξέγερσης την περίοδο της φορολογίας, γυρίζουμε στις σελίδες του Ιώσηπου και βρίσκουμε την ιστορία αυτής της εξέγερσης τόσο στο έργο του Πόλεμος (11/8) όσο και στις Αρχαιότητες (XVIII/1). Ο Ιώσηπος μας μιλάει, επίσης, για κάποιον αγύρτη, ονόματι Θευδά, (Αρχαιότ. ΧΧ/5,1) που εμφανίστηκε λίγο μετά το 44 μ.Χ., ο Θευδάς όμως τον οποίο αναφέρει ο Γαμαλιήλ έδρασε πριν απ' τον Ιούδα της Γαλιλαίας (6 μ.Χ.)∙ σ' οποιαδήποτε λοιπόν περίπτωση, ο λόγος του Γαμαλιήλ έλαβε χώρα ανάμεσα στο 30 και το 33. Δεν πρέπει όμως να σκεφθούμε πως ο Λουκάς διέπραξε κάποιον αναχρονισμό, επειδή διαβάζουμε τον Ιώσηπο λανθασμένα (το βάρος της μαρτυρίας είναι κατά του Λουκά να έχουμε διαβάσει προηγουμένως τον Ιώσηπο). Ο Ιώσηπος ο ίδιος μας λέει πως περίπου στην εποχή που πέθανε ο Ηρώδης ο Μέγας (4 μ.Χ.) υπήρχαν πολλά προβλήματα στην Ιουδαία, και η δραστηριότητα λοιπόν του Θευδά (που δεν ήταν και τόσο ασυνήθιστο όνομα) τον οποίο ανέφερε ο Γαμαλιήλ, ίσως ν' ανήκει σ' αυτή την περίοδο.

Η πείνα της εποχής του Κλαύδιου (Πρξ. 11/28) αναφέρεται και από τον Ιώσηπο. Αν ο Λουκάς μας λέει πως οι Χριστιανοί στην Αντιόχεια έστειλαν βοήθεια στην εκκλησία της Ιερουσαλήμ, σ' αυτή την περίπτωση, ο Ιώσηπος μας λέει πως η Έλενα, η Ιουδαία βασιλομήτορα της Αδιαβηνής, που βρίσκεται στα βορειοανατολικά της Μεσσοποταμίας, αγόρασε στην Αλεξάνδρεια καλαμπόκι και στην Κύπρο σύκα, για ν' ανακουφίσει την πείνα του λαού της Ιερουσαλήμ σ' αυτή την περίπτωση.

Ο ξαφνικός θάνατος του Ηρώδη Αγρίππα Α', τον οποίο διηγείται ο Λουκάς στις Πράξεις (12/19-23) καταγράφεται επίσης κι απ' τον Ιώσηπο (Αρχ. ΧΙΧ/8,2) σε μια μορφή που συμφωνεί με τις γενικές γραμμές του Λουκά, αν και οι δυο διηγήσεις είναι αρκετά ανεξάρτητες, η μια απ' την άλλη. Να πώς δίνει αυτήν την εξιστόρηση ο Ιώσηπος:

«Όταν ο Αγρίππας είχε συμπληρωθεί τρία χρόνια βασιλείας στην Ιουδαία, ήρθε στην Καισάρεια, που αρχικά ονομαζόταν Πύργος Στράτωνος. Εκεί έκανε γιορτές προς τιμήν του Καίσαρα, εγκαινιάζοντας ένα φεστιβάλ για τη μακροημέρευση του αυτοκράτορα. Εκεί, λοιπόν, κατέφθασε πλήθος τοπικών αρχόντων και άλλων που είχαν προαχθεί σε ανώτερα αξιώματα. Τη δεύτερη μέρα των εκδηλώσεων φόρεσε ένα μανδύα από ασήμι, με θαυμάσια ύφανση κι έφτασε στο θέατρο τα ξημερώματα. Το ασήμι έλαμπε καθώς οι αχτίνες του ήλιου έπεφταν πάνω του και γυάλιζε υπέροχα. Η αίγλη του ενέπνεε κάποιο φόβο και τρόμο σε όσους το κοιτούσαν. Ξαφνικά, οι κόλακές του άρχισαν να φωνάζουν απ' όλες τις μεριές, λόγια που στ' αλήθεια δεν ήσαν για το καλό του, κατονομάζοντάς τον θεό, και τον επικαλούνταν κραυγάζοντας, ‘'Δείξε ευμένεια! Αν μέχρι τώρα σ' αντιμετωπίζαμε σαν άνθρωπο, από δω και στο εξής θα ομολογούμε πως βρίσκεσαι πάνω απ' την ανθρώπινη φύση''.

Ο βασιλιάς δεν τους επέπληξε ούτε καταδίκασε την ασεβή κολακεία τους. Αλλά, κοιτάζοντας ψηλά είδε την κουκουβάγια να κάθεται σ' ένα σχοινί, πάνω απ' το κεφάλι του κι αμέσως τη θεώρησε μηνυτή κακού, όπως ακριβώς προηγουμένως είχε γίνει μηνυτής καλού, κι ένα βάρος θλίψης γέμισε την καρδιά του. Ξαφνικά τον έπιασε δυνατός πόνος στην κοιλιακή χώρα... Μεταφέρθηκε γρήγορα στο παλάτι και γρήγορα διαδόθηκε το νέο πως σίγουρα θα πέθαινε σύντομα... Όταν είχε πια υποφέρει πέντε μέρες από πόνο, έφυγε απ' αυτό τον κόσμο, στο πεντηκοστό τέταρτο της ζωής του και το έβδομο της βασιλείας του».

      Οι παραλληλίες ανάμεσα στις δυο διηγήσεις είναι ολοφάνερες, όπως επίσης είναι φανερή και η απουσία συνεννόησης μεταξύ τους. Ο Λουκάς περιγράφει το ξαφνικό χτύπημα του βασιλιά λέγοντας, στη βιβλική γλώσσα, πως «άγγελος Κυρίου επάταξε αυτόν». Δεν είναι ανάγκη να σκεφθεί κανείς πως υπάρχει κάποια σημασία στη χρήση της Ελληνικής λέξης «άγγελος», απ' τον Λουκά, που σημαίνει «αγγελιαφόρος», και τη λέξη «μηνυτής», που αποδίδεται απ' τον Ιώσηπο στην κουκουβάγια, παρόλο που μερικοί απ' τους πρώτους Πατέρες της Εκκλησίας υπέδειξαν κάτι τέτοιο. Οι Τύριοι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία της γιορτής για να συμφιλιωθούν δημόσια με το βασιλιά.

Γενικά, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τη σύγκριση των δυο διηγήσεων με τα λόγια ενός απροκατάληπτου ιστορικού, του Eduard Meyer: «Οι δυο διηγήσεις συμφωνούν απόλυτα στις γενικές γραμμές, τα δεδομένα και την όλη σύλληψη. Με τις τόσο ενδιαφέρουσες λεπτομέρειές της, που με κανένα τρόπο δεν μπορούν να εξηγηθούν σαν μια «τάση» ή σαν λαϊκή παράδοση∙ η διήγηση του Λουκά μπορεί μ' εγγύηση να θεωρηθεί τουλάχιστο τόσο αξιόπιστη, όσο κι αυτή του Ιώσηπου.

Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι το ότι ο Ιώσηπος αναφέρεται στον Ιωάννη τον Βαπτιστή και τον Ιάκωβο, αδελφό του Κυρίου, καταγράφοντας το θάνατό τους μ' έναν τρόπο ολοφάνερα διαφορετικό απ' την Καινή Διαθήκη, έτσι που δεν μπορούμε να υποψιαστούμε κάποια Χριστιανική παρεμβολή, σε κανένα από τα αποσπάσματα αυτά. Στις Αρχαιότητες (XVIII/5,2) διαβάζουμε πως ο Ηρώδης Αντύπας, τετράρχης της Γαλιλαίας, νικήθηκε στη μάχη απ' τον Αρέτα, βασιλιά των Αράβων της Νουβίας, πατέρα της πρώτης γυναίκας του Ηρώδη, την οποία παράτησε χάρη της Ηρωδιάδας. Ο Ιώσηπος συνεχίζει:

«Μερικοί από τους Ιουδαίους νόμισαν πως ο στρατός του Ηρώδη είχε καταστραφεί απ' τον Θεό κι ήταν αυτό μια τιμωρία για τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη, του επονομαζόμενου Βαπτιστή. Γιατί ο Ηρώδης είχε σκοτώσει, αν και ήταν καλός άνθρωπος και πρόσταζε στους Ιουδαίους να ζουν ενάρετα, να είναι δίκαιοι μεταξύ τους και προς τον Θεό και να βαπτίζονται. Δίδασκε πως το βάπτισμα ήταν αποδεκτό απ' τον Θεό, στην περίπτωση που αυτό γινόταν όχι για τη συγχώρηση συνειδητών αμαρτιών, αλλά για τον καθαρισμό του σώματος, ενώ η ψυχή είχε ήδη καθαρισθεί με δικαιοσύνη. Όταν άρχισαν πολλοί να μαζεύονται γύρω του (γιατί επηρεάζονταν πολύ σαν άκουγαν τα λόγια του), ο Ηρώδης φοβήθηκε τη δύναμη πειθούς, που διέθετε πάνω στους ανθρώπους, φοβήθηκε μήπως οδηγήσει σε κάποια στάση, καθώς ακολουθούσαν τη συμβουλή του για κάθε θέμα. Το θεώρησε, λοιπόν, καλό να τον συλλάβει και να τον σκοτώσει, πριν να προκαλέσει κάποια αναταραχή, παρά να μετανιώσει αργότερα μπαίνοντας σε τέτοια βάσανα, αφού δηλαδή ξεσπούσε η επανάσταση. Μ' αυτές τις υποψίες του Ηρώδη, ο Ιωάννης στάλθηκε αλυσοδεμένος στο Machaerus (Σημ.τ.μετ.:Μαχαίρους), ένα φρούριο που αναφέρθηκε πιο πάνω, και εκεί θανατώθηκε. Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, πίστεψαν πως εξαιτίας αυτής της θανάτωσης καταστράφηκε ο στρατός, γιατί ο Θεός ήθελε να φέρει κακό στον Ηρώδη».

Υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα σ' αυτήν τη διήγηση και σ' εκείνη των Ευαγγελίων : Σύμφωνα με τον Μάρκο (1/4), ο Ιωάννης «εκήρυττε βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών», ενώ ο Ιώσηπος λέει πως το βάπτισμα του Ιωάννη δεν είχε σκοπό την άφεση αμαρτιών. Επίσης, ο Ιώσηπος δίνει πολιτική σημασία στο θάνατο του Ιωάννη, ενώ στα Ευαγγέλια φαίνεται πως ήταν αποτέλεσμα της αντίθεσης του Ιωάννη για το γάμο του Ηρώδη με την Ηρωδιάδα. Είναι πολύ πιθανό ο Ηρώδης να θέλησε να πετύχει μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια φυλακίζοντας τον Ιωάννη. Όσο για την ασυμφωνία αναφορικά με τη σημασία του βαπτίσματος του Ιωάννη, οι ανεξάρτητες παραδόσεις που μπορούμε να βρούμε στην Καινή Διαθήκη είναι εντυπωσιακά ομόφωνες, κι εκτός του ότι είναι πρωιμότερες της διήγησης του Ιώσηπου (οι Αρχαιότητες δημοσιεύτηκαν το 93 μ.Χ.) δίνουν μια πιο αξιόπιστη περιγραφή από θρησκευτικο-ιστορική άποψη.

Όπως φαίνεται, ο Ιώσηπος αποδίδει πράγματι στον Ιωάννη το δόγμα των Εσσαίων για το βάπτισμα, όπως μας είναι γνωστό απ' τα κείμενα του Κουμράν. Το γενικό διάγραμμα όμως της ιστορίας του Ιώσηπου βεβαιώνει τη μαρτυρία των Ευαγγελίων. Αυτή η μαρτυρία του Ιώσηπου ήταν γνωστή τόσο στον Ωριγένη (230 μ.Χ., περίπου) όσο και στον Ευσέβιο (326 μ.Χ., περίπου).
Αργότερα, ο Ιώσηπος περιγράφει στις Αρχαιότητες (ΧΧ/9,1) τις αυθαίρετες πράξεις του αρχιερέα Άνανου, μετά το θάνατο του προκουράτορα Φήστου (61 μ.Χ.) με τα εξής λόγια:

«Ο νεότερος όμως Άνανος, ο οποίος, όπως είπαμε, ανέλαβε αρχιερέας, ήταν θρασύς και τολμηρός. Ακολούθησε την παράταξη των Σαδδουκαίων, που είναι οι πιο αυστηροί στην κρίση απ' όλους του Ιουδαίους, όπως δείξαμε πιο πάνω. Μ' αυτόν, λοιπόν, το χαρακτήρα που είχε ο Άνανος σκέφτηκε πως ήταν καλύτερη ευκαιρία, μια που ο Φήστος είχε πεθάνει κι ο Αλβίνος βρισκόταν ακόμα στο δρόμο∙ έτσι, συγκάλεσε συμβούλιο των κριτών και έφερε μπροστά τους τον αδελφό του Ιησού, τον λεγόμενο Χριστό, τον Ιάκωβο, μαζί με άλλους, κι αφού τους κατηγόρησε σαν παραβάτες του Νόμου, τους έστειλε για λιθοβολισμό».

Αυτό το απόσπασμα, όπως και το προηγούμενο ήταν γνωστό τόσο στον Ωριγένη όσο και στον Ευσέβιο. Την ιστορία του θανάτου του Ιακώβου, του Δίκαιου (όπως ονόμαζαν τον αδελφό του Κυρίου), διηγείται με περισσότερες λεπτομέρειες ο Ηγήσιππος, ένας Ιουδαίος Χριστιανός συγγραφέας του 170 μ.Χ. περίπου. Η διήγηση του Ιώσηπου παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθώς ο Ιώσηπος ονομάζει τον Ιάκωβο αδελφό του Ιησού, του λεγόμενου «Χριστού» με τέτοιο τρόπο, που υπονοείται πως έχει προηγουμένως αναφερθεί στον Ιησού. Βρίσκουμε επίσης κάποια μνεία για τον Ιησού και σ' ένα άλλο εκτεταμένο αντίτυπο του Ιώσηπου, το ονομαζόμενο Testimonium Flavianum, στις Αρχαιότητες (XVIII/3,3). Ο Ιώσηπος διηγείται εκεί μερικά από τα προβλήματα που σημάδεψαν τη διακυβέρνηση του Πιλάτου, και συνεχίζει:

«Περί την εποχή αυτή εμφανίστηκε ο Ιησούς, ένας σοφός άνθρωπος, αν βέβαια μπορούμε να τον ονομάσουμε έτσι. Γιατί έκανε θαύματα και δίδασκε τους ανθρώπους που δέχονταν με χαρά την αλήθεια. Παρέσυρε πολλούς Ιουδαίους, αλλά και Έλληνες. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Χριστός. Όταν λοιπόν τον καταδίκασε ο Πιλάτος σε σταυρικό θάνατο, αφού παραπέμφθηκε από τους άρχοντές μας, εκείνοι που τον αγαπούσαν δεν χάθηκαν. Γιατί εμφανίστηκε σ' αυτούς την τρίτη μέρα και πάλι ζωντανός, όπως οι προφήτες είχαν μιλήσει γι' αυτά και για χιλιάδες άλλα θαυμάσια σχετικά μ' αυτόν: Ακόμα και σήμερα η φυλή των Χριστιανών, όπως ονομάστηκαν απ' το όνομά Του, δεν έχει πεθάνει».

Αυτή είναι μετάφραση του κειμένου αυτού του αποσπάσματος, όπως έφτασε σε μας και ξέρουμε πως ήταν το ίδιο και στην εποχή του Ευσέβιου, ο οποίος το παραθέτει δυο φορές. Ένας λόγος για τον οποίο πολλοί θέλησαν να το χαρακτηρίσουν σαν μια Χριστιανική παρεμβολή, είναι το ότι ο Ωριγένης αναφέρει πως ο Ιώσηπος δεν πίστευε ότι ο Χριστός ήταν ο Μεσσίας, ούτε Τον ανακήρυττε τέτοιον. Το ότι ο Ιώσηπος δεν ήταν Χριστιανός είναι γνωστό. Είναι όμως παράξενο ένας μη-Χριστιανός συγγραφέας να γράφει τα παραπάνω υπογραμμισμένα λόγια. Παρόλα αυτά, δεν μπορούμε, από την άποψη της κριτικής του κειμένου, να πούμε τίποτε εναντίον αυτού του αποσπάσματος. Οι μαρτυρίες των χειρογράφων είναι ομόφωνες κι άφθονες, όπως άλλωστε για κάθε τι στον Ιώσηπο. Ίσως όμως να ήταν γνωστή στον Ωριγένη μια πρωιμότερη μορφή Του αποσπάσματος, απ' την οποία έλλειπαν τα υπογραμμισμένα μέρη. Καθώς το κείμενο του Ιώσηπου μεταδόθηκε από Χριστιανούς κι όχι από Ιουδαίους, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει αν η αναφορά στον Ιησού πήρε πιο Χριστιανικό χρώμα με το πέρασμα του χρόνου.
      Αν όμως, προσέξουμε πιο πολύ τα υπογραμμισμένα αυτά τμήματα, ίσως συμβεί ν' αναρωτηθούμε, μήπως ο Ιώσηπος έγραφε ειρωνικά. Η έκφραση «αν βέβαια μπορούμε να τον ονομάσουμε άνθρωπο, ίσως να είναι μια σαρκαστική αναφορά στη Χριστιανική πίστη, πως ο Ιησούς ήταν Γιος του Θεού. Η έκφραση «Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Χριστός», ίσως να σημαίνει πως αυτός ήταν ο Ιησούς, που συνήθως ονομαζόταν Χριστός. Κάποια τέτοιου είδους αναφορά, υπονοείται εν πάση περιπτώσει με τη μεταγενέστερη διακήρυξη ότι οι Χριστιανοί, ίσως ονομάστηκαν από το όνομά Του. Όσο για την τρίτη υπογραμμισμένη φράση, σχετικά με την ανάσταση, ίσως να καταγράφει απλά τι ο Χριστιανοί ισχυρίζονταν.
Μερικοί διακεκριμένοι κριτικοί δεν δυσκολεύτηκαν να δεχθούν το Testimonium Flavianum όπως έχει. Το απόσπασμα αυτό περιέχει οπωσδήποτε πολλά χαρακτηριστικά στοιχεία της γλώσσας του Ιώσηπου, όπως αποδείχθηκε απ' τον αείμνηστο Dr. H. St. John Thackeray (η κορυφαία αυθεντία στη Βρετανία σχετικά με τον Ιώσηπο τα τελευταία χρόνια) και άλλους.
Αποδείχθηκε, επίσης, πως η παράλειψη λέξεων και οι σύντομες φράσεις αποτελούν χαρακτηριστικό της παράδοσης των Αρχαιοτήτων, γεγονός που μας βοηθάει να δεχθούμε την άποψη πως η λέξη «λεγόμενος» εξαφανίσθηκε πριν απ' τη λέξη «Χριστός», και μια φράση όπως «έλεγαν» ή «καθώς τον λένε» εξαφανίστηκε πριν τη φράση «γιατί εμφανίστηκε σ' αυτούς». Και οι δυο αυτές τροποποιήσεις είναι ελκυστικές, ιδιαίτερα η πρώτη, γιατί και την ίδια τη φράση «ο λεγόμενος Χριστός» τη βρίσκουμε και στην ενότητα του Ιώσηπου τη σχετική με το θάνατο του Ιάκωβου.
Δυο άλλες τροποποιήσεις απαιτούν αρκετό σχολιασμό. Η μια έχει προταθεί απ' τον Trackeray, πως, δηλαδή, αντί να διαβάζουμε «την αλήθεια» (τ' αληθή), πρέπει να διαβάζουμε «πράγματα ασυνήθιστα» (αήθη). Η άλλη προτάθηκε απ' τον Δρα Robert Eisler, ότι δηλαδή έχουν παραλειφθεί μερικές λέξεις απ' την αρχή του αποσπάσματος, η οποία άρχιζε: «Εκείνη την εποχή εμφανίστηκε μια καινούργια πηγή προβλημάτων, κάποιος Ιησούς». Αν δεχθούμε αυτές τις τροποποιήσεις του κειμένου έχουμε το εξής αποτέλεσμα: 

«Τότε παρουσιάσθηκε μια νέα πηγή προβλημάτων, κάποιος Ιησούς, ένας άνθρωπος σοφός. Έκανε θαύματα και δίδασκε τους ανθρώπους οι οποίοι δέχονταν μ' ευχαρίστηση τα παράξενα πράγματα που τους έλεγε. Παρέσυρε πολλούς Ιουδαίους, αλλά και Έλληνες. Αυτός ο άνθρωπος ήταν εκείνος που λεγόταν Χριστός. Όταν, λοιπόν, ο Πιλάτος τον καταδίκασε σε σταυρικό θάνατο, αφού παραπέμφθηκε απ' τους άρχοντές μας, εκείνοι που τον αγαπούσαν δεν χάθηκαν. Γιατί ξαναπαρουσιάστηκε σ' αυτούς, όπως είπαν, την τρίτη μέρα και πάλι ζωντανός, όπως οι θείοι προφήτες είχαν πει, μαζί με χιλιάδες ακόμα θαυμαστά πράγματα σχετικά γι' αυτόν: Κι ακόμα, και σήμερα η φυλή των Χριστιανών, όπως ονομάστηκαν απ' τ' όνομά Του, δεν έχει χαθεί.»

Τα πλάγια γράμματα αυτή τη φορά σημειώνουν τις τροποποιήσεις του κειμένου (Η κυριότερη δυσκολία στο να δεχθούμε την τροποποίηση του Eisler, που από μόνη της πιθανόν να είναι επαρκής, καθώς κάνει το απόσπασμα πιο ταιριαστό στο όλο πλαίσιο, είναι ο απειθάρχητος περίγυρος που διατηρεί. Με βάση ένα ριζικά τροποποιημένο κείμενο του Testimonium Flavianum, κι ένα ριζικά τροποποιημένο κείμενο της πρόσφατης παρέκκλισης της Σλαβονικής μετάφρασης του έργου του Ιώσηπου Ιουδαϊκός Πόλεμος, ο Dr. Eisler προώθησε μια γενική αναδόμηση της ιστορίας των αρχών του Χριστιανισμού στο έργο του The Messiah Jesus and John the Baptist (1931). Η αναμόρφωσή του αυτή, αν κι έξυπνη, πνευματώδης κι ελκυστική, έχει αρκετά παρεκτραπεί και δεν είναι επιστημονική, γιατί βασίζεται σε κείμενα τα οποία προηγουμένως τροποποίησε, ώστε να ταιριάζουν στις θεωρίες που προσπαθεί να βγάλει απ' αυτές τις τροποποιήσεις.). Αυτή η μετάφραση απ' το Testimonium απαλλάχθηκε από ένα - δυο πολύ απλά τεχνάσματα, από τις δυσκολίες του παραδοσιακού κειμένου, ενώ διατηρεί (ή ακόμα κι αυξάνει) την αξία του αποσπάσματος ως ιστορικού ντοκουμέντου. Η ουσία της όλης προσπάθειας τονίσθηκε περισσότερο σαν αποτέλεσμα των προσθηκών. Και η τελική αναφορά στη «φυλή των Χριστιανών» συνοδεύεται από κάποια ελπίδα πως, κι αν δεν χάθηκαν ακόμα, σύντομα όμως θα χαθούν.
Επομένως, έχουμε σοβαρούς λόγους να πιστεύουμε πως ο Ιώσηπος, αναφερόμενος στον Ιησού, μαρτυρεί: (α) Για την εποχή που έζησε (β) για τη φήμη Του σαν θαυματοποιού, (γ) για το ότι ήταν αδελφός του Ιακώβου, (δ) για τη σταύρωσή Του απ' τον Πιλάτο, μετά από πληροφορίες των Ιουδαίων αρχόντων, (ε) για τον ισχυρισμό ότι ήταν Μεσσίας, (στ) για το ότι ήταν ιδρυτής της «φυλής των Χριστιανών» και πιθανώς (ζ) για την πίστη πως αναστήθηκε απ' τους νεκρούς.

Αν και το απόσπασμα της Σλαβονικής μετάφρασης του Ιουδαϊκού Πολέμου αντιμετωπίζεται γενικά σαν μια Χριστιανική παρέκκλιση, ο Trackeray κατέληξε να την αντιμετωπίζει ευνοϊκά (δες το έργο του. στο Loeb, Josephus, III, σελ. 648 επ.). Τοποθετείται στον Ιουδαϊκό Πόλεμο, μεταξύ του ΙΙ/9,3 και ΙΙ/9,4 κι έχει ως εξής:

«Εκείνη την εποχή παρουσιάσθηκε ένας συγκεκριμένος άνθρωπος, αν ταιριάζει βέβαια να τον ονομάσουμε άνθρωπο. Η φύση κι η μορφή του ήσαν ανθρώπινες, αλλά η εμφάνισή του ήταν κάτι παραπάνω από ανθρώπινη∙ τα έργα του όμως ήσαν θεϊκά. Έκανε θαύματα υπέροχα και μεγάλα. Γι' αυτό και αδυνατώ να τον ονομάσω άνθρωπο. Αλλά, απ' την άλλη, πλευρά, ρίχνοντας μια ματιά στη φύση του που τη μοιράζονταν κι άλλοι, δεν θα τον ονομάσω άγγελο.
Ο,τιδήποτε έκανε, το έκανε με μια ακατανίκητη δύναμη, μ' ένα λόγο, με μια διαταγή. Μερικοί είπαν,«Αναστήθηκε απ' τους νεκρούς ο πρώτος μας νομοθέτης, και κάνει σημεία και τέρατα». Άλλοι, όμως, σκέφθηκαν πως τον έστειλε ο Θεός. Σε πολλές περιπτώσεις πάντως ήρθε σ' αντίθεση με το Νόμο και δεν ακολουθούσε τα σάββατα, σύμφωνα με το Νόμο των προγόνων μας. Δεν έπραξε όμως με τα χέρια του τίποτα που να ήταν ντροπή, και το κάθε τι, το προετοίμαζε με τα λόγια του.
Πολλοί απ' τον όχλο τον ακολουθούσαν κι άκουγαν με προσοχή τη διδασκαλία του. Πολλές καρδιές τονώθηκαν, γιατί σκέφτηκαν πως οι Ιουδαϊκές φυλές θα μπορούσαν πλέον να ελευθερωθούν απ' τα Ρωμαϊκά χέρια. Συνήθιζε όμως ν' απομακρύνεται απ' την πόλη στο Όρος των Ελαιών. Εκεί επίσης θεράπευε ανθρώπους. Συγκεντρώθηκαν γύρω του περί τους εκατόν πενήντα βοηθοί, αλλά και πλήθος λαού. Όταν όμως είδαν τη δύναμή του, που μ' ένα λόγο έκανε ό,τι ήθελε, κι όταν τού γνωστοποίησαν την επιθυμία τους να κατεβεί στην πόλη και να καταστρέψει τα Ρωμαϊκά στρατεύματα και τον Πιλάτο και να τους κυβερνήσει, δεν έδωσε σ' αυτό προσοχή. Όταν, λοιπόν, τα νέα αυτά έγιναν γνωστά στους Ιουδαίους άρχοντες, συγκεντρώθηκαν μαζί με τον αρχιερέα κι είπαν: «Δεν έχουμε δύναμη ν' αντισταθούμε στους Ρωμαίους. Εφόσον, λοιπόν, το τόξο λύγισε θα πάμε στον Πιλάτο και θα του γνωστοποιήσουμε ό,τι ακούσαμε, για ν' απαλλαχτούμε απ' το πρόβλημα, μη και τ' ακούσει από άλλους και κλέψει τα αγαθά μας και μας σκοτώσει, και διασκορπίσει τα παιδιά μας». Πήγαν, λοιπόν, κι έκαναν αναφορά στον Πιλάτο. Κι εκείνος έστειλε κι έσφαξε πολλούς απ' το πλήθος. Και συνέλαβε αυτόν τον θαυματοποιό κι αφού τον ανέκρινε διακήρυξε την άποψή του, «Κάνει καλό κι όχι κακό, δεν είναι επαναστάτης ούτε σφετεριστής του θρόνου». Τον άφησε, λοιπόν, να φύγει γιατί είχε θεραπεύσει την ετοιμοθάνατη γυναίκα του. Όταν επέστρεψε στον τόπο του έκανε τα συνηθισμένα του θαύματα. Περισσότεροι και περισσότεροι άνθρωποι μαζεύτηκαν γύρω του δόξαζε τον εαυτό του με μεγαλύτερη δραστηριότητα απ' ό,τι πριν. Οι γραμματείς τον φθόνησαν κι έδωσαν στον Πιλάτο τριάντα αργύρια για να τον σκοτώσει. Εκείνος τα πήρε και τους άφησε ελεύθερους να κάνουν ό,τι θέλουν. Τον πήραν, λοιπόν, και τον σταύρωσαν αντίθετα με το Νόμο των πατέρων τους.»

     Μόνο μ' ένα ανήλεο κουτσούρεμα θα μπορούσε ο Eisler να μετατρέψει αυτό το απόσπασμα σε μια σαν κι αυτό που θα έγραφε ένας Ιουδαίος συγγραφέας. Ο Χριστιανός που παρεμβλήθηκε εισάγει αρκετά απομνημονεύματα απ' το Testimonium Flavianum σε καμιά όμως περίπτωση δεν μειώνει τη λάμψη του Πιλάτου και των Ρωμαίων για να τονίσει αυτή των Ιουδαίων.
Άλλα αποσπάσματα Χριστιανικής φύσης στη Σλαβονική μετάφραση του Ιουδαϊκού Πολέμου αναφέρονται στον Ιωάννη τον Βαπτιστή, τον Φίλιππο τον τετράρχη (συγκρ. Λκ 3/1), στους Χριστιανούς της Παλαιστίνης την εποχή του Κλαύδιου. Επίσης, σε μια επιγραφή στο Ναό, υποστηρίχθηκε ότι υπενθυμίζει τη σταύρωση του Ιησού, γιατί ο ίδιος είχε προφητεύσει την πτώση της πόλης και του Ναού, το σχισμένο καταπέτασμα και την ανάσταση του Ιησού.
Τέλος, στην προφητεία που αναφέρεται στη συνήθη έκδοση (στο VΙ/5,4), ότι απ' την Παλαιστίνη θα έβγαινε παγκόσμιος κυβερνήτης. Μια λεπτομερής εξέταση όλων αυτών των Σλαβονικών προσθηκών, καθώς και μια κριτική της θεωρίας του Eisler δίνει ο J.W. Jack, στο έργο του, Historic Christ (1933).


F.F. Bruce ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ Είναι άραγε αξιόπιστα; ΑΘΗΝΑ 2000

Παρασκευή, Απριλίου 12, 2013

Η ποινή της σταύρωσης ως μέσο βασανισμού (ιστορικές αναφορές)





Το δράμα του Γολγοθά, η σταύρωση του Ιησού Χριστού, ήταν μεν μια από τις πολλές σταυρώσεις της εποχής Του, ήταν όμως αυτή που είχε μοναδική σημασία για την ανθρώπινη Ιστορία σε νόημα και συνέπειες. Η εκούσια θυσία Του στο σταυρό πρόσφερε τη σωτηρία στον αμαρτωλό άνθρωπο και άνοιξε το δρόμο προς τον Πατέρα.
Αν και έχουν περάσει από το γεγονός της θυσίας Του τόσοι αιώνες, δεν έχει ακόμα εξαντληθεί το ενδιαφέρον των Χριστιανών για την εξακρίβωση των λεπτομερειών της σταύρωσης του Χριστού. Το ενδιαφέρον αυτό δεν βρίσκει επαρκή και πλήρη ικανοποίηση στη
λακωνική συντομία των Ευαγγελίων. Οι πληροφορίες τους για τη σταύρωση Του Ιησού και των ληστών που σταυρώθηκαν μαζί Του είναι λιγοστές, πιθανώς επειδή η διαδικασία αυτή ήταν γνωστή στους συγχρόνους τους, προς τους οποίους και απευθύνονταν τα Ευαγγέλια. Η λακωνικότητα των πληροφοριών αφήνει πάρα πολλά κενά και δεν προσφέρει σαφή και πλήρη εικόνα της σταύρωσης. Για παράδειγμα, μόνον η αφήγηση του Ιωάννη γι’ αυτά που ειπώθηκαν μεταξύ του αναστημένου Ιησού και του Θωμά που δυσπιστούσε, η οποία αναφέρει για τον «τύπο των ήλων», μας δίνει την πληροφορία της «καθήλωσης», της σταύρωσης δηλαδή με το κάρφωμα των χεριών και των ποδιών Του, αν και μερικοί αμφισβητούν την καθήλωση των ποδιών. Με τον ίδιο τρόπο και η πράξη του βουλευτή από την Αριμαθαία αποκτά την έννοια της «αποκαθήλωσης».
Η προ-ρωμαϊκή προέλευση και εξέλιξη του σταυρού και της σταύρωσης
1) Οι αρχαίοι Έλληνες, από τον Όμηρο και πέρα, ονόμαζαν σταυρούς τους ξύλινους πασσάλους, τους οποίους έμπηγαν στο έδαφος και χρησίμευαν για περίφραξη (σταύρωση, σταύρωμα) διαφόρων χώρων (οικιών, αυλών, στρατοπέδων, κτημάτων, κήπων, στάβλων ή ναυστάθμων). Οι Έλληνες δεν είχαν όρο που να αποδίδει τον σύνθετο δίξυλο σταυρό. Η πήξη των πασσάλων αυτών κι η περιχαράκωση αποδιδόταν με το ρήμα «σταυρόω», η περίφραξη λεγόταν «σταύρωση» και το περίφραγμα «σταύρωμα». Οι σταυροί ή πάσσαλοι, με την παραπάνω έννοια, ήταν κλαδιά και κορμοί δένδρων. Οι έννοιες «σταυρός» και «δένδρο» ήταν συγγενείς κι αλληλοεξαρτώμενες, πριν ακόμα συνδεθούν με την ποινική τιμωρία. Κατά μια άποψη η λέξη «σταυρός» προέρχεται από τη ρίζα «σταF» του ρήματος «ίστημι». Αντίστοιχη είναι στην ινδική σανσκριτική η ρίζα stav- στη λέξη stavaras (σταθερός) και στο γλωσσικό ιδίωμα Zend των Ιρανών στη λέξη stavra (σταθερός, άτεγκτος, αυστηρός, δυνατός). Επίσης στις λατινικές λέξεις stiva και instauro και στη γοτθική sturjan (ιστάναι, μεταφορικά: διαβεβαιώνω).
Σχεδόν ταυτόσημες έγιναν οι έννοιες σταυρός – δένδρο, όταν η ανθρωπότητα, από την πρώιμη κιόλας ιστορία της, χρησιμοποίησε το δένδρο για κάποιου είδους μαρτύριο, του οποίου ο σκοπός ήταν να συνδυάζει όσο το δυνατόν σφοδρότερους πόνους με τον όσο το δυνατόν μεγαλύτερο εξευτελισμό. Το μαρτύριο αυτό ήταν η ανάρτηση προς βαθμιαία θανάτωση. Το πιο πρόχειρο μέσο γι’ αυτό ήταν το δένδρο, ο αρχαίος σταυρός. Σταύρωση από τότε ονομάστηκε η ανάρτηση πάνω σε κορμό δένδρου προς βαθμιαία θανάτωση. Έτσι, ο κορμός του δένδρου είναι το πιο αρχαίο σχήμα του σταυρού σαν θανατικού οργάνου, η σύνδεση δε σταυρού και δένδρου μεταφυτεύθηκε στην ποινική πρακτική των λαών.
Όπου δεν υπήρχαν δένδρα, στερέωναν στο έδαφος ξύλα υψηλά, όμοια με κορμούς δένδρων, και τέτοιοι «σταυροί» (μονόξυλα ικριώματα) εξυπηρετούσαν πιο πρόχειρες λύσεις και η σταύρωση πάνω σ’ αυτούς (η δια αναρτήσεως θανάτωση) γινόταν σε ομαδικές σταυρώσεις, γιατί ήταν πιο απλή διαδικασία κι απαιτούσε λιγότερο χρόνο. Τέτοιου είδους σταυροί χρησιμοποιούνταν όπου δεν υπήρχαν δενδρόφυτες εκτάσεις, ακόμα και σε εποχές που το σχήμα του σταυρού είχε εξελιχτεί.
Έτσι, ο Δαρείος μετά την κατάκτηση της Βαβυλώνας «ανασκολόπισε (κάρφωσε, παλούκωσε, σταύρωσε) τρεις χιλιάδες άνδρες, τους κορυφαίους από τους Βαβυλωνίους»[1] (Ηρόδοτος, Γ,159). Ο Αλέξανδρος ο Ιαννέας ή Ιανναίος, βασιλιάς και αρχιερέας των Ιουδαίων (103-76 π.Χ.), μετά την κατάκτηση της Βεθόμης, «ανασταυρώσαι πρόσταξε αυτών ως οκτακόσιους» (Ιώσηπος, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία 13,14,2). Ο Γκουιντίλιους Βάρους, ανθύπατος της Συρίας, «ανεσταύρωσε περί δισχιλίους» (Ιώσηπος, Ιουδαϊκοί Πόλεμοι 2,5,2). Ο Τίτος για πολλούς μήνες πάνω από 500 αιχμαλώτους καθημερινά, έξω από την Ιερουσαλήμ, «μαστιγούμενοι δε και προβασανιζόμενοι του θανάτου πάσαν αικίαν, ανεσταυρούντο του τείχους αντίκρυ» (Ιώσηπος, Ιουδαϊκοί Πόλεμοι 5,11,1).
Για το σχήμα του σταυρού, σαν αυτό που εμείς σήμερα εννοούμε με τη λέξη αυτή, αποτελούμενο από δυο ξύλα συναρμοσμένα, οι αρχαίοι δεν είχαν ξεχωριστή λέξη. Η ετυμολογία της λέξης crux είναι άγνωστη. Οι Ρωμαίοι μεταχειρίζονται τη λέξη palus, που είναι ταυτόσημη με τη λέξη crux.
2) Στους Αιγύπτιους η σταύρωση με την έννοια της ανάρτησης πάνω σε κάθετα μπηγμένο στο έδαφος ξύλου, ήταν γνωστή ήδη από τα μέσα του 17ου π.Χ. αιώνα. Επιβαλλόταν σαν ποινή σε πρόσωπα που ήταν κάτω από κυρίους και αυθέντες. Αυτό συνάγεται από τη Γένεση 40:18-19, όπου ερμηνεύοντας ο Ιωσήφ στη φυλακή το όνειρο του αρχισιτοποιού του Φαραώ είπε: «Εντός τριών ημερών ο Φαραώ θα σε καλέσει και θα σε κρεμάσει σε δένδρο, τα δε πτηνά θα φάνε τη σάρκα σου από πάνω σου».[2]
Οι Ισραηλίτες στην Αίγυπτο γνώριζαν τη σταύρωση σαν θανάτωση πάνω σε κάθετο ξύλο, όταν βρίσκονταν στη Γεσέν κάτω από την ισχυρή προστασία του Ιωσήφ. Δεν την συμπεριέλαβαν όμως στις θανατικές ποινές και περιορίστηκαν στην ανάρτηση επί ξύλου των νεκρών σωμάτων αυτών που είχαν ήδη θανατωθεί με άλλον τρόπο, χάριν ονειδισμού.
3) Στους Πέρσες συναντάμε τη σταύρωση και σαν μεταθανάτια ανάρτηση πάνω σε ξύλο για παραδειγματισμό και σαν τρόπο θανάτωσης. Κατά τον Ηρόδοτο (Ζ,238), ο Ξέρξης, μετά τη μάχη στις Θερμοπύλες (480 π.Χ.), «διήλθε δια μέσου των νεκρών και την κεφαλή του Λεωνίδα, μόλις άκουσε ότι ήταν αρχηγός και βασιλιάς των Λακεδαιμονίων, διέταξε, αφού την κόψουν, να την κρεμάσουν σ’ ένα πάσσαλο (ανασταυρώσαι)».[3]
Είναι γνωστό το περιστατικό με πρωταγωνιστή τον Ιουδαίο αυλικό Μαρδοχαίο, ο οποίος το 484 π.Χ. αποκάλυψε συνωμοσία κατά της ζωής του Ξέρξη. Μετά από δέκα χρόνια, ο Αμάν, ύπατος αξιωματούχος της αυλής, ετοίμαζε την εξόντωση του Μαρδοχαίου κι όλων των Ιουδαίων του Βασιλείου. Η Εσθήρ άσκησε όλη την επιρροή της στον βασιλιά να αλλάξει γνώμη. Πράγματι αυτό έγινε, όταν ο Ξέρξης ξαναθυμήθηκε την προ δεκαετίας πολύτιμη υπέρ της ζωής του υπηρεσία που του είχε προσφέρει ο Μαρδοχαίος. «Είπε δε Βουγαθάν (εβραϊκό κείμενο: Αρβωνά), ένας από τους ευνούχους, προς τον βασιλέα: Ιδού και ξύλο, πενήντα πήχεις ύψος, ετοίμασε Αμάν για τον Μαρδοχαίο, ο οποίος μίλησε για το καλό του βασιλιά, και στέκεται στο σπίτι του Αμάν. Είπε δε ο βασιλιάς: Κρεμάστε τον (σταυρωθήτω) πάνω σ’ αυτό. Και κρέμασαν τον Αμάν πάνω στο ξύλο» (Εσθήρ 7:9-10).
Η εποχή αυτή της Περσικής ακμής είναι για την ιστορία της σταύρωσης μεταβατική εποχή στην περιοχή της Ανατολής. Αρχίζει να εφαρμόζεται σαν θανατική ποινή βαρύτατης μορφής και όχι απλά σαν επίταση του ονειδισμού κάποιου, που είχε προηγουμένως θανατωθεί με άλλο τρόπο. Έτσι αποκρυσταλλώθηκε η σημασία του όρου «σταύρωση», που σήμαινε πλέον τη θανάτωση με την ανάρτηση κάποιου σε μονόξυλο σταυρό (ικρίωμα).
Στους Έλληνες και στους Ρωμαίους σταύρωση ονομαζόταν και ο ανασκολοπισμός. «Σκόλοψ» ήταν το θανατικό ξύλο, λεπτότατο και αιχμηρό στην πάνω του άκρη για να εισχωρεί ευκολότερα με τα χτυπήματα του πέλεκυ στα σπλάγχνα του ανασκολοπιζόμενου και να τον διαπερνά σουβλίζοντάς τον. Στη συνέχεια ο «σκόλοψ» στερεωνόταν στο έδαφος. Από τη διάτρηση αυτή μπορεί κάποιος να φανταστεί τη φλόγωση των σπλάγχνων και τη δριμύτητα των πόνων. Το μόνο ελαφρυντικό αυτού του μαρτυρίου ήταν ότι ο θάνατος ερχόταν ταχύτερα από τη συνήθη σταύρωση.
Και αυτοί που σταυρώνονταν και αυτοί που ανασκολοπίζονταν, εφόσον έμεναν εκτεθειμένοι πάνω στο ξύλο, γίνονταν βορά των γυπών και των αρπακτικών ορνέων.
4) Οι Έλληνες γνώρισαν τη σταύρωση και με την αρχαία μορφή θανάτωσης με την ανάρτηση πάνω σε μονόξυλο, και με τη μορφή του ανασκολοπισμού, ήδη από τον 6ο π.Χ. αιώνα στη Μ. Ασία από τους ανατολικούς λαούς.
Στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, ο βασιλιάς Κρέων απειλεί αυτούς που φρουρούσαν το πτώμα του Πολυνείκη: «Δεν θα είναι αρκετός μόνος ο Άδης για σας, αλλά θα σας κρεμάσω πρώτα ζωντανούς ώσπου να μου φανερώσετε ποιος έκανε αυτή την αισχρή πράξη» (Αντιγόνη, 308-309).
Ο σταυρός και η σταύρωση στους Ρωμαίους
Στο ρωμαϊκό κράτος η ιστορία της σταύρωσης παρουσιάζει άφθονες περιπτώσεις, γιατί για την ποινική αυτή πράξη έχουμε πάρα πολλές μαρτυρίες και γιατί το Ρωμαϊκό Δίκαιο, που αποτέλεσε την πηγή και τη βάση όλων των μετέπειτα Δικαίων, ερευνήθηκε κι ερευνάται ακόμα και σήμερα περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο Δίκαιο.
Οι Ρωμαίοι διέκριναν τα εγκλήματα: α) σε criminal capitalia, τα οποία τιμωρούνταν με κάποια poena capitalis, δηλαδή με κάποια ποινή που στερούσε τον κατάδικο και από την προσωπική του κατάσταση (status) και τη ζωή του, εξαφανίζοντας και την ηθική του υπόσταση και τη φυσική του ύπαρξη, και β) σε delicta publica, τα οποία διώκονταν από τη δημόσια κατηγορία (accusatio publica), σαν εγκλήματα που πρόσβαλλαν την κοινή ασφάλεια.
Στην Καινή Διαθήκη περιέχονται αρκετές πληροφορίες για τη προφυλάκιση των κατηγορουμένων και τον τρόπο διαβίωσης στις φυλακές. Όσοι συλλαμβάνονταν προφυλακίζονταν μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσή τους (Πράξεις 12:4). Μπορούσαν μάλιστα να εκμισθώνουν δικό τους διαμέρισμα, όπου εξέτιαν την προφυλάκισή τους (Πράξεις 28:16), και να δέχονται επισκέψεις, κατά τις οποίες συνομιλούσαν ελεύθερα (Πράξεις 28:30-31) και μέσω των οποίων επικοινωνούσαν με τον έξω κόσμο (Ματθαίος 11:2-4, Πράξεις 24:23, Φιλιππισίους 1:12). Από τον Ιησού Χριστό επιβάλλονταν τέτοιες επισκέψεις σε όσους βρίσκονταν στις φυλακές, σαν εκδήλωση φιλαλληλίας και χριστιανικής αγάπης (Ματθαίος 25:36). Οι κρατούμενοι μπορούσαν να ψάλλουν στα κελιά τους (Πράξεις 16:25). Επίσημους κρατουμένους, των οποίων η απόδραση θα είχε συνέπειες, τους έδεναν με αλυσίδες (Πράξεις 28:20, Εφεσίους 6:20, Φιλήμονας 9, Κολοσσαείς 4:3,18), στις οποίες δένονταν μαζί του και οι φρουροί εναλλάξ (Πράξεις 12:6), άλλοι δε φρουροί φρουρούσαν τις πόρτες εσωτερικά κι εξωτερικά (Πράξεις 12:10). Αν υπήρχε ανάγκη, έπαιρναν ακόμα πιο αυστηρά μέτρα φρούρησης (Πράξεις 12:4, 16:24).
Οι πριν από τη σταύρωση θανατικές ποινές ήταν:
1) Η κρήμνιση από την Ταρπηία πέτρα. Πριν την περίοδο της Δημοκρατίας (510 π.Χ.), η θανατική ποινή εκτελείτο με την κατακρήμνιση του κατάδικου από υψηλό βράχο, στη Ρώμη από την Ταρπηία πέτρα.
2) Η furca (φούρκα). Η στήριγξ, στην ελληνική γλώσσα, ήταν τριγωνική σύνθεση τριών ξύλων, βρισκόταν συνήθως στα αγροκτήματα και χρησίμευε για τη στήριξη του άξονα των τροχοφόρων, όταν δεν ήταν ζεμένα στα ζώα. Το απλό και αθώο αυτό αγροτικό αντικείμενο, λόγω του ότι ήταν πρόχειρο και άφθονο στην ύπαιθρο, χρησίμευε σαν μέσο τιμωρίας των δούλων, που όμως στην αρχή δεν έφτανε μέχρι τη θανάτωση. Δεν ήταν θανατική, αλλά μόνο διαπομπευτική, χλευαστική, ατιμωτική ή απλώς πειθαρχική ποινή που εφαρμοζόταν στους δούλους. Τους ξεγύμνωναν, πάνω στον τράχηλό τους τοποθετούσαν την πάνω γωνία της furca, στους δυο πλάγιους δοκούς έδενε με σχοινί ο ραβδούχος (lictor) τα μπράτσα του δούλου, έτσι ώστε η υποτείνουσα του τριγώνου να είναι προς τα εμπρός. Έτσι το θύμα, σκύβοντας από το βάρος της, διαπομπευόταν εκτεθειμένος σε γέλια και χλευασμούς, «καλείτο δε furcifer» (Πλούταρχος, Γάιος Μάρκιος Κοριολανός, 24). Αυτή η τιμωρία θεωρείτο πολύ εξευτελιστική, επειδή στερούσε από αυτόν που τιμωρείτο κάθε τιμή και εμπιστοσύνη.
Αργότερα, για να αυξηθεί η ατίμωση, η ad furcam damnatio συνδυάστηκε με ραβδισμούς (virgis verberatio), οι οποίοι, σε ηλικία πέρα από την εφηβική, θεωρούνταν πολύ προσβλητικοί και ατιμωτικοί. Για ακόμα μεγαλύτερη αύξηση της ατίμωσης συνδυάστηκε με μαστίγωση (verberatio, flagellatio), η οποία, όταν οι δούλοι είχαν υποπέσει σε θανάσιμο έγκλημα, συνεχιζόταν μέχρι θανάτωσης.3) Το patibulum (πατίμπουλουμ). Όσο πρόχειρη ήταν η furca στην ύπαιθρο, τόσο πρόχειρο ήταν στις πόλεις το patibulum. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα patere (είναι ανοικτό) και δηλώνει κατά αντίφραση (a non patendo, είναι στο μη ανοικτό), το κλείστρο, αυτό που στην ύπαιθρο χρησιμοποιείται με την ονομασία μάνταλο, το επίμηκες ξύλο με το οποίο οι αρχαίοι Ρωμαίοι και μερικοί από τους ανατολικούς λαούς ασφάλιζαν εσωτερικά τις πόρτες σε όλο το μήκος τους. Αυτό ή παρόμοιο ξύλο τοποθετούσαν στη ράχη του θύματος και τα τεντωμένα μπράτσα του έδεναν στα άκρα από τη μια και την άλλη μεριά. Το θύμα κάτω από το βάρος του patibulum κι ενώ μαστιγωνόταν, περιφερόταν δια μέσου του όχλου, εκτεθειμένο στη χλεύη, την περιφρόνηση και τον εξευτελισμό. Συνήθως το θύμα υπέκυπτε σύντομα στον βασανισμό αυτόν.Η σταύρωση
Το patibulum διαδέχτηκε σαν ποινή η ανάρτηση πάνω σε δένδρο, δηλαδή ο πιο αρχαίος τύπος σταύρωσης. Σκοπός της σταύρωσης ήταν ο συνδυασμός όσο το δυνατόν πιο σφοδρών πόνων με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο εξευτελισμό.
Σαν θανατική ποινή η σταύρωση επιβαλλόταν:
α) Από τα ιεροδικαστήρια στους ιερόσυλους, σε αυτούς δηλαδή που πρόσβαλλαν κάποια θεότητα. Η ποινή στην περίπτωση αυτή είχε εξιλαστήριο χαρακτήρα.
β) Σ’ αυτούς που πρόσβαλλαν με ανόσια συνουσία την τιμή των Εστιάδων, των αφιερωμένων δηλαδή στη θεά Εστία παρθένων. Αυτοί καταδικάζονταν σε θάνατο ή με μαστίγωση βρισκόμενοι κάτω από τη furca, ή με σταύρωση, οι δε παρθένες θάβονταν ζωντανές.
γ) Στους δούλους. Πριν από την εποχή των αυτοκρατόρων, ρωμαϊκή νομοθεσία επέβαλλε την ποινή της σταύρωσης μόνο στους δούλους. Η σκληρότητα πάνω τους ήταν παροιμιώδης. Σαν επίταση της μαστίγωσης προστέθηκε η στίξη γραμμάτων με πυρακτωμένο σίδερο στο μέτωπο των δούλων (literati).
δ) Σε αυτούς που συνέτασσαν, υπεξαιρούσαν, αντικαθιστούσαν ή παραβίαζαν διαθήκες και σε όσους χρησιμοποιούσαν πλαστές σφραγίδες.
ε) Στις γυναίκες που ατιμάζονταν κι εκπαρθενεύονταν και στους κίναιδους άνδρες.
στ) Στους υπαίτιους για το θάνατο γυναίκας από έκτρωση ή από πόση φίλτρου και γενικά στους μάγους και συνεργούς μαγείας.
ζ) Σ’ αυτούς που παραβίαζαν τα ιερά και τα όσια κάποιου ή αποκάλυπταν απόρρητα για δυσφήμιση, βλάβη ή εκβιασμό.
η) Στους ένοχους έσχατης προδοσίας για εγκλήματα που στρέφονταν κατά της αυτοκρατορικής ιδιότητας και εξουσίας.
θ) Στους πιο διάσημους ληστές. Οι άσημοι θανατώνονταν με αποκεφαλισμό με πέλεκυ.
ι) Στους στρατιώτες, σε περίπτωση βαριάς αμέλειας στην εκτέλεση των καθηκόντων τους.
ια) Στους εχθρούς που έπεφταν στα χέρια τους αιχμάλωτοι.
ιβ) Στους Ρωμαίους πολίτες που ήταν ένοχοι βαρύτατων εγκλημάτων, κυρίως από την εποχή των αυτοκρατόρων και μετά. Πρέπει να σημειωθεί ότι γενικά απαγορευόταν αυστηρά η δέσμευση, μαστίγωση και θανάτωση, και μάλιστα σταύρωση, Ρωμαίου πολίτη.
Η εξέλιξη του σχήματος του σταυρού και οι αντίστοιχοι τρόποι σταύρωσης
1) Ο αρχαιότερος σταυρός ήταν μονόκερως (simplex crux), ξύλο υψηλό κάθετα μπηγμένο στο έδαφος, συνήθως κορμός δένδρου. Όπου δεν υπήρχαν δένδρα, σε μέρη δημόσιας θέας που επιλέγονταν ειδικά για σταυρώσεις, στερέωναν στο έδαφος δοκούς.
Δυο ειδών σταυρώσεις πάνω σε μονόξυλο, του κυρίως «σταυρού», αναφέρονται:
α) Ο ανασκολοπισμός. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το αιχμηρό στην πάνω κορυφή του μονόξυλο (acuta crux) διατρυπούσε το υπογάστριο και τα εντόσθια του θύματος, με ισχυρά κτυπήματα με τον πέλεκυ διαπερνούσε τα σπλάγχνα και τη θωρακική κοιλότητα κι έβγαινε από τον θώρακα ή τη ράχη. Έπειτα στερεωνόταν στο έδαφος με τον ανασκολοπισμένο πάνω του.
β) Η ανασταύρωση. Η ανάρτηση και η πρόσδεση ή καθήλωση πάνω στον μονόξυλο σταυρό. Άλλοτε αυτόν που σταυρωνόταν τον κρεμούσαν νεκρό, αφού πρώτα είχε θανατωθεί με άλλον τρόπο, οπότε η ανασταύρωση ήταν αύξηση της ατίμωσης και αποσκοπούσε στον παραδειγματισμό των θεατών, άλλοτε πάλι το θύμα κρεμιόταν ζωντανό, για να πεθάνει στο σταυρό με «αργό θάνατο». Τέλος, το θύμα μπορούσε να κρεμαστεί στο σταυρό μόνο για να μαστιγωθεί, μετά το κατέβαζαν και το θανάτωναν με άλλον τρόπο.
2) Ο σύνθετος σταυρός σε σχήμα Τ (crux comissa). Αποτελείτο από ένα κάθετο ξύλο (staticulum) κι ένα οριζόντιο (antemna). Είναι μεταγενέστερη εξέλιξη του σχήματος του σταυρού. Το νέο αυτό σχήμα («ξύλο δίδυμο», «δίγλυφος δοκός») εμφανίζεται στην ακμή του Ρωμαϊκού κράτους, λίγο πριν την εποχή του Χριστού. Πάνω στον κυρίως σταυρό, δηλαδή στο κάθετο ξύλο (lignum, palus, crux) ανάρτησαν και προσάρμοσαν το patibulum, που ο καταδικασμένος πηγαίνοντας προς τον τόπο της σταύρωσης που ήταν έξω από την πόλη, το κουβαλούσε πάνω στους μαστιγωμένους ώμους του, έχοντας τα χέρια του σε έκταση δεμένα πάνω του από τη μια και την άλλη μεριά. Έτσι λοιπόν ο νέος αυτός τύπος του σταυρού σε σχήμα Τ ήταν η σύνθεση του crux και του patibulum (crux patibulata). Στο νέο αυτό σχήμα προσαρμόζεται νέος τρόπος σταύρωσης. Αυτός που κρεμιέται δεν προσδένεται, αλλά καθηλώνεται, δηλαδή καρφώνεται στο σταυρό. Πάνω στο οριζόντιο σκέλος απλώνονται τα χέρια του και στερεώνονται στα άκρα με ένα καρφί στο καθένα. Με τον ίδιο τρόπο καρφώνονται και τα πόδια στο κάθετο ξύλο, με ένα καρφί στο καθένα ή με ένα καρφί και στα δυο.
3) Άλλο σχήμα σταυρού είναι ο σταυρός Χ (crux decussata), ο λεγόμενος και Ανδρεανός (crux Andreana), γιατί σύμφωνα με την παράδοση, σε τέτοιο σταυρό υπέστη το σταυρικό μαρτύριο ο απόστολος Ανδρέας.
4) Σύνθετος σταυρός + (crux immissa). Πάνω στο σταυρό έπρεπε να υπάρχει αναρτημένη πινακίδα (titulus, δελτίο, αιτία, σανίδα), που ανέγραφε την κατηγορία που είχε σαν συνέπεια τη σταύρωση. Γι’ αυτό το λόγο κρίθηκε ότι το κάθετο σκέλος του σταυρού (stipes) έπρεπε να προεξέχει λίγο πάνω από το οριζόντιο. Έτσι προήλθε το νέο σχήμα του σταυρού (crux immissa), το οποίο έκτοτε επικράτησε και το οποίο εμείς σήμερα ονομάζουμε «σταυρό» στην κυριολεξία, και από αυτόν σχηματίσαμε τις λέξεις «διασταυρώνω» και «διασταύρωση». Το σχήμα αυτό είναι το πιο πιθανό να είχε ο σταυρός του Χριστού.
Περιγραφή της σταύρωσης
Μετά την εξαγγελία από τη ρωμαϊκή αρχή της διοικητικής ή δικαστικής απόφασης για σταύρωση, που γινόταν με διαταγή («ibis in crucem») που απευθυνόταν προς τον κατηγορούμενο, ακολουθούσε η μαστίγωση πριν από τη σταύρωση (verberatio, flagellatio). Η μαστίγωση ή φραγγέλωση εφαρμοζόταν από τους Ρωμαίους σαν αυτοτελής ποινή, σαν ανακριτικό μέσο για εκβιασμό απάντησης ή ομολογίας και σαν αιματηρή εισαγωγή στη σταύρωση. Σαν προοίμιο της φρικτής τραγωδίας καθιερώθηκε από τον Πόρκιο Νόμο (lex Porcia). Ο καταδικασμένος ξεγυμνωνόταν και μαστιγωνόταν δεμένος σε χαμηλή στήλη ή σε πάσσαλο ή στο δοκό (patibulum). Η μαστίγωση γινόταν συνήθως από δούλους, οι οποίοι χρησιμοποιούνταν συνήθως σαν εκτελεστικά όργανα της σταύρωσης κάτω από τη εποπτεία ενός ραβδούχου σαν δημίου. Η φραγγέλωση ήταν σκληρή και επώδυνη. Με τα πρώτα κιόλας πλήγματα η ράχη κοκκίνιζε από το αίμα που ανάβλυζε από τις σάρκες. Η διατάραξη που επερχόταν στην κυκλοφορία του αίματος και την ισορροπία του οργανισμού, η δοκιμασία της καρδιάς και του νευρικού συστήματος ήταν τόσο μεγάλη, ώστε πολλές φορές ο καταδικασμένος υπέκυπτε στη μαστίγωση.
Μετά τη μαστίγωση ακολουθούσε πορεία διαπόμπευσης. Οδηγούσαν τον κατάδικο στον τόπο της εκτέλεσης μέσα από τους δρόμους της πόλης υπό συνεχή και πάλι μαστιγώματα και κτυπήματα της πληγωμένης του πλάτης με αιχμηρές ράβδους. Κάτω από τα χλευαστικά σχόλια του όχλου, έφερε ο ίδιος είτε ολόκληρο το σταυρό, είτε το οριζόντιο σκέλος του , στο οποίο ήταν δεμένα τα χέρια του.
Από τον τράχηλο του κατάδικου ήταν κρεμασμένη κι έπεφτε στο στήθος του η επιγραφή (δελτίο, σανίδα, αιτία, τίτλος, titulus), που ανέγραφε το έγκλημά του, για προφύλαξη ή προειδοποίηση των θεατών από τις συνέπειες παρόμοιου εγκλήματος.
Όταν η αποτροπιαστική πομπή έφτανε στον τόπο της σταύρωσης, είχε ήδη στηθεί το ικρίωμα, σπανιότερα μπηγόταν εκείνη την ώρα στο έδαφος το κάθετο ξύλο, που αποτελείτο είτε από ακατέργαστο κορμό δένδρου, είτε από κατεργασμένο (ιστός). Στη συνέχεια ανύψωναν το θύμα μαζί με το patibulum πάνω στο κάθετο ξύλο με τη βοήθεια σχοινιών, σταθεροποιούσαν τα δύο ξύλα και κάρφωναν τα χέρια και τα πόδια του (καθήλωση ή προσήλωση). Για να αποφύγουν το ενδεχόμενο της απόσχισης των καθηλωμένων άκρων, λόγω των σπασμών του σώματος από τους πόνους, μερικές φορές τα έδεναν και με σχοινιά. Για τον ίδιο λόγο παρέστη ανάγκη να σφηνώσουν μικρό πάσσαλο (cornu, κέρας, sedile, σκαλμός, πήγμα) στη μέση του κάθετου ξύλου, μεταξύ των μηρών του σταυρωμένου, για να μπορεί αυτός να στηρίζεται, ιππεύοντας πάνω στο στήριγμα αυτό. Το υποπόδιο (suppedaneum), στο οποίο υποτίθεται ότι καρφώνονταν τα πόδια, είναι μεταγενέστερη επινόηση αυτών που απεικονίζουν τη σταύρωση, που οφειλόταν στο ότι, επειδή το sedile δεν μπορούσε να ζωγραφιστεί, κάτι έπρεπε να φαίνεται ότι στηρίζει το σώμα. Η εικονογραφία λοιπόν δεν συμβαδίζει με την πραγματικότητα.
Οι πόνοι του σταυρού ήταν φοβεροί. Η βεβιασμένη και μόνο στάση του σώματος, χωρίς τη δυνατότητα αλλαγής θέσης, συνεπαγόταν φρικτούς πόνους. Η ματωμένη και, από τις πληγές που προκάλεσε η μαστίγωση, ανοιχτή πλάτη, τα διάτρητα σε έκταση άκρα, η στενοχώρια των σπλάγχνων, η εναλλαγή φλόγωσης και κρύας εφίδρωσης, οι σπασμοί της ακινησίας, η ανωμαλία της κυκλοφορίας του αίματος επέτειναν τη δριμύτητα των πόνων. Τα καρφωμένα άκρα ήταν πιο ευαίσθητα, γιατί έφεραν το βάρος όλου του σώματος, το οποίο είχε συσπάσεις από το φρικτό πόνο. Ακολουθούσαν καρδιολογικές επιπλοκές. Ο ισχυρός πυρετός που εισέβαλλε και η δίψα που κατάκαιγε επαύξανε την οδύνη. Το σώμα μελάνιαζε, τα νεύρα και οι μύες εξείχαν συσπασμένοι, οι φλέβες διογκώνονταν τα μάτια φλογισμένα πρόβαλλαν εξογκωμένα. Συμφορήσεις του εγκεφάλου, των πνευμόνων και της καρδιάς διαδέχονταν η μία την άλλη. Τα σκέλη, μετά τους σπασμούς, τα καταλάμβανε ακαμψία, λόγω της αφύσικης θέσης του σώματος, η δύσπνοια μαρτυρούσε επιθανάτιο άγχος κι όμως ο θάνατος, ιδίως σε ισχυρές κράσεις, δεν ερχόταν γρήγορα. Στις περιπτώσεις αυτές ο θάνατος επισπευδόταν με τη σκελοκοπία (crurifragium), δηλαδή με θλάση των κνημών ή με πλήγματα κάτω από τις μασχάλες ή με διάτρηση του στήθους ή της πλευράς του σταυρωμένου με το δόρυ ή με στραγγαλισμό με τη χρήση σχοινιού ή με το κάψιμό του μαζί με το σταυρό. Αλλιώς ήταν δυνατό να παρατείνεται η ζωή για δυο και τρεις μέρες, παράταση που επέτεινε τη σκληρότητα της ποινής. Η κύρια αιτία επέλευσης του θανάτου ήταν η παρά φύση θέση του σώματος, η εξαιτίας αυτής διαταραχή της κυκλοφορίας του αίματος, οι τρομεροί πόνοι στο κεφάλι, η εξασθένηση της καρδιάς και τέλος η ακαμψία των σκελών.
Διατυπώσεις μετά τη σταύρωση
Ο ρωμαϊκός νόμος «De bonis damnatotum» εκχωρούσε στο δήμιο και στους εκτελεστές της σταύρωσης τα ρούχα του σταυρωμένου. Η ταφή απαγορευόταν για τους σταυρωμένους. Την παρείχαν μόνο στους έντιμους ανθρώπους. Οι σταυρωμένοι έμεναν κρεμασμένοι μέχρι να αποσυντεθούν και πολλές φορές γίνονταν βορά των ορνέων. Για να εμποδίζονται οι συγγενείς στην προσπάθειά τους να παρατείνουν τη ζωή του θύματος, με την ελπίδα της απονομής χάρης και της αποδέσμευσης από το σταυρό, ενώ ακόμα ο κατάδικος ήταν ζωντανός, υπήρχε φρουρά στρατιωτών για τη φύλαξή του. Στην Παλαιστίνη επέτρεψαν την αποκαθήλωση του Ιησού από σεβασμό στην τοπική γιορτή των Ιουδαίων και στην ειδική σχετική διάταξη του νόμου τους (Δευτερονόμιο 12:13, Ιώσηπος ΙΙΙ, 4,5,2), σύμφωνα με την πολιτική της Ρώμης απέναντι στους υποτελείς λαούς.
Επίλογος
Το παιδί του Θεού πο έχει δεχθεί με πίστη τη θυσία του Υιού Του πάνω στο σταυρό του Γολγοθά, ευγνωμονεί με ακόμα μεγαλύτερη ζέση το Σωτήρα του, διαβάζοντας αυτό το μικρό πόνημα. Το μυαλό τρέχει σε εκείνες τις ατέλειωτες ώρες του μαρτυρίου, τότε που «αυτός τραυματίστηκε για τις παραβάσεις μας, ταλαιπωρήθηκε για τις ανομίες μας, η τιμωρία, που έφερε την ειρήνη μας, ήταν πάνω σ’ αυτόν και διαμέσου των πληγών του εμείς γιατρευτήκαμε» (Ησαΐας 53:5).
Η καρδιά καταθέτει στα πόδια Του το αιώνιο «ευχαριστώ» της, καθώς πλέον «εξάλειψε το χειρόγραφο με τα διατάγματα που ήταν εναντίον μας, και το αφαίρεσε από το μέσον, καρφώνοντάς το επάνω στο σταυρό» (Κολοσ.2:14). 


[1] Μετάφραση από το αρχαίο κείμενο, από τον Κ. Αραπόπουλο.
[2] Μετάφραση από το εβραϊκό κείμενο, από τον Αθ. Χαστούπη.
[3] Μετάφραση από το αρχαίο κείμενο, από τον Κ. Αραπόπουλο.


Σάββατο, Νοεμβρίου 24, 2012

ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΘΕΙ ΠΛΕΟΝ Η ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ;




ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΘΕΙ ΠΛΕΟΝ
Η ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ;
Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου

   Αρκετές φορές διαβάζουμε στο διαδίκτυο ή σε βιβλία και άρθρα «μορφωμένων» ερευνητών ότι ο Ιησούς Χριστός στην πραγματικότητα δεν υπήρξε, αλλά ήταν το δημιούργημα Ιουδαϊκών θρησκευτικών ομάδων ή προήλθε από συνθέσεις εθνικών μύθων και διάφορες άλλες ανιστόρητες εικασίες. Σε επίπεδο πανεπιστημιακών καθηγητών κανείς σοβαρός ειδικός στα πρωτοχριστιανικά χρόνια δεν μπορεί να αγνοήσει πλέον την μοναδικά σημαντική ιστορική προσωπικότητα του Ιησού από την Ναζαρέτ, που χώρισε τα ημερολόγια του κόσμου στα χρόνια πριν και μετά Χριστόν. Ούτε η διδασκαλία, ούτε τα θαύματα του Ιησού, ούτε η ανάστασή του έχει κάτι το αντίστοιχο με την γενικότερη θρησκευτική ιστορία των Εβραίων ή τη φιλοσοφία του εθνικού κόσμου, για να ισχυριστεί κάποιος ότι προήλθε τάχα από μια παρόμοια σύνθεση. 
Και δεν μπορούμε φυσικά να μιλάμε για μύθους στην εποχή των αυτοκρατόρων Αυγούστου και Τιβέριου! Οι χρόνοι της Καινής Διαθήκης (Κ.Δ.) είναι φωτισμένοι και φιλοσοφημένοι, όχι μυθικοί. Άλλωστε οι Ιουδαίοι και οι χριστιανοί δεν ήσαν ευκολόπιστοι και αφελείς, αλλά άνθρωποι του μόχθου και έξυπνοι βιοπαλαιστές. Οι συνθέσεις μύθων πάνω σε παλαιοδιαθηκικά ή εθνικά καθοδηγητικά μοτίβα δεν ανήκαν στην πρωτοχριστιανική ψυχοσύνθεση. Απόδειξη είναι ότι η Εκκλησία απέρριψε τα λεγόμενα ‘απόκρυφα ευαγγέλια’, που ήταν μερικές δεκάδες, γιατί αλλοίωναν την γνήσια εικόνα του Χριστού και εισήγαγαν μύθους περί της ζωής και διδασκαλίας του. Και κράτησε τέσσερα μόνο Ευαγγέλια, που περιέσωζαν την αυθεντική εικόνα και την αποστολή του Μεσσία πάνω στη γη. Πότε εξάλλου να προλάβουν να φτιαχτούν οι υποτιθέμενοι θρύλοι αυτοί στην νεοσύστατη Εκκλησία, αφού το Ευαγγέλιο του Μάρκου γράφτηκε 35 περίπου χρόνια μετά το γεγονός της ανάστασης του Ιησού, οι επιστολές του Παύλου 20 μόλις χρόνια μετά (στις οποίες ολοκάθαρα αναφέρεται και στην ανάσταση του Κυρίου) και η μεταστροφή του στον Χριστιανισμό έγινε 2-5 χρόνια μετά το θάνατο του Χριστού; Μήπως ακόμη οι απόστολοι και οι μαθητές του Ιησού δεν πρόσφεραν τα πάντα για το όνομά του και μαρτύρησαν με την ίδια τους τη ζωή για το πρόσωπό του και τη διδασκαλία του; Πρόσφεραν πράγματι το αίμα τους για τον Χριστό, σύμφωνα με όσα είδαν και έζησαν οι ίδιοι, και όχι επειδή άκουσαν και έμαθαν γι’ Αυτόν από δεύτερα και τρίτα χείλη: «Τον είδαμε από κοντά και τα χέρια μας τον ψηλάφησαν. Όταν η ζωή φανερώθηκε τον είδαμε με τα μάτια μας. Καταθέτουμε λοιπόν τη μαρτυρία μας και σας μιλάμε για την αιώνια ζωή (τον Θεάνθρωπο Ιησού) που ήταν με τον Πατέρα, φανερώθηκε όμως σε μας. Αυτό που είδαμε και ακούσαμε το αναγγέλλουμε ….. και αυτά σας τα γράφουμε για να είναι ολοκληρωμένη η χαρά σας» (Α΄ Ιω. 1,1-4). Γνώριζαν δηλαδή από πρώτο χέρι ποιος ήταν, όπως τα παιδιά σε μια οικογένεια γνωρίζουν καλύτερα από όλους ποιος είναι ο πατέρας τους και δεν χρειάζεται να ρωτήσουν τους γείτονες και ακόμα χειρότερα άγνωστους συμπολίτες τους γι’ αυτόν. Οι Ιουδαίοι και οι πρώτοι χριστιανοί δεν ήσαν λοιπόν μυθομανείς και αφελείς τύποι, αλλά έξυπνοι και ρεαλιστές ψαράδες, έμποροι, (πονηροί στην αρχή και μεταμελημένοι αργότερα) τελώνες κ.λπ., που ένοιωθαν την ανάγκη να διαπιστώσουν (και διαπίστωσαν) ιδίοις όμασι τα γεγονότα γύρω από την ανάσταση, να πιάσουν με τα χέρια τους τα σημάδια των καρφιών στο σώμα του αναστημένου Ιησού (απόστολος Θωμάς), αφού πρώτα έτρεξαν στον κενό τάφο οι ίδιοι (αρχικά Πέτρος και Ιωάννης), μη πιστεύοντες ακουστικά και μόνο τις ανακοινώσεις περί αναστάσεως των Μυροφόρων.
Απλοί και καθημερινοί ψαράδες όπως ήσαν οι απόστολοι, ή προσγειωμένοι στην καθημερινότητα φοροεισπράκτορες όπως άλλοτε ο Ματθαίος, δεν είχαν τις προϋποθέσεις ή την αχαλίνωτη φαντασία, όπως προαναφέραμε, να κατασκευάσουν προσωπικότητα τέτοιου μεγαλείου όπως ο Χριστός, τον  οποίο εξάλλου θεωρούν Θεό επί της γης, σκέψη που ήταν βλάσφημη για Εβραίο να την κάνει και να την υιοθετήσει στη ζωή του. Μήπως δεν είχαν δουλειά να κάνουν οι απόστολοι και έψαχναν για υψηλές φιλοσοφικές και μυθολογικές αναζητήσεις, ερευνούσαν για ηλιακές θεότητες, και έβλεπαν οπτασίες και αλληγορικά οράματα; Αντίθετα, όπως φαίνεται από τη θαυμαστή διδασκαλία τους και τη συμπεριφορά τους δεν ήσαν ονειροπαρμένοι, ούτε νευρολογικά πειραγμένοι, αλλά καλά προσανατολισμένοι στα πρακτικά προβλήματα, των οποίων καθημερινών αναγκών και ο Χριστός υπήρξε ιατρός και θεραπευτής. Θα μπορούσε τέτοιος μύθος, εντελώς διαφορετικός από το περιβάλλον των Γραμματέων και Φαρισαίων να ευδοκιμήσει στα εδάφη τους; Και να ξεσηκώσει ανθρώπους οι οποίοι γνώριζαν από πρώτο χέρι τα όσα συνέβαιναν ώστε να δώσουν τη ζωή τους για ένα ψέμα, να μην φοβηθούν βασανιστήρια, φυλακίσεις, εξορίες και θάνατο, όπως οι πρώτοι χριστιανοί; Όχι βέβαια!            
Όλα αυτά, και το πόσο θρησκευτικά ορθολογιστές υπήρξαν οι Ιουδαίοι, φαίνεται σε ορισμένες περιπτώσεις στα Ευαγγέλια όταν προσπάθησαν να λιθοβολήσουν και φονεύσουν τον Χριστό επειδή ισχυριζόταν ότι είναι Υιός του Θεού (π.χ. Ιω. 5,16-18/ 7,1/ 7,25/ 8,58-59) και όταν οι Ναζαρηνοί, οι συγχωριανοί του, δεν δέχτηκαν τον αυτοχαρακτηρισμό Του και την αποστολή Του (13,58). Ο λαός μάλιστα ήταν διχασμένος (7,40-44) και αναρωτιόντουσαν αν είναι αυτός ο υιός της Μαρίας και του Ιωσήφ. Πως παρουσιάζεται τώρα, έλεγαν, ως μέγας προφήτης; Διότι ήξεραν από πού κατάγεται και πίστευαν ότι από Ναζαρέτ τίποτε καλό δεν μπορεί να βγει (Ιω. 1,47). Μάλιστα, ακόμη και τα αδέλφια Του αρχικά δεν πίστευαν σ’ αυτόν (Ιω. 7,5). Δεν κρύβει λοιπόν τίποτα η Κ.Δ., ούτε προσπαθεί να παρουσιάσει παραμύθια σαν αληθινές ιστορίες. Δεν εξωραΐζει το κακό, αλλά παρουσιάζει τον Ιησού Χριστό όπως πραγματικά είναι. Ακόμη, τόσο τα χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας που ανακαλύφθηκαν το 1947, όσο και οι σύγχρονες αρχαιολογικές, πολιτιστικές και ανθρωπιστικές έρευνες στην αρχαία Παλαιστίνη, αποκαλύπτουν ότι η ζωή του Χριστού και το περιβάλλον στο οποίο έζησε, όπως περιγράφονται στην Καινή Διαθήκη, είναι αυθεντικά (βλ. και Ιωάννη Δ. Καραβιδόπουλου, άρθρο: ‘H μεταμοντέρνα «γέννηση» του Ιησού’, ΤΟ ΒΗΜΑ γνώμες, www. tovima.gr/ opinions/article/? aid=163219).
Άλλωστε τα τέσσερα Ευαγγέλια και οι επιστολές του αποστόλου Παύλου θεωρούνται βάσιμα πλέον ιστορικά κείμενα, όσο κι αν προσπάθησαν να τα μειώσουν κάποτε ορισμένοι ερευνητές. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι ότι την εποχή που κήρυξε και έδρασε και θαυματούργησε ο Χριστός, τους ανθρώπους ενδιέφεραν τα προβλήματα καθημερινής βιοπάλης και όχι τα θεωρητικά και βιογραφικά. Υπήρχαν βέβαια αρκετοί ιστορικοί, που καταπιάνονταν όμως με πολιτικά και κοινωνικά κυρίως θέματα και όχι τόσο θρησκευτικά και μάλιστα ιουδαϊκά. Οι Ρωμαίοι ιστορικοί, διανοούμενοι, στρατιωτικοί αλλά και πολιτικοί, έβλεπαν στον Χριστό έναν ακόμη Ιουδαίο προφήτη ή ταραχοποιό και δεν τους κίνησε στην αρχή την περιέργεια. Ήταν εποχή καταπίεσης και ξεσπούσαν εύκολα τα μεσσιανικά και επαναστατικά κινήματα. Γνωρίζουμε μάλιστα ότι ιστορικοί της εποχής δεν αναφέρουν ούτε προηγούμενους από τον Χριστό επαναστάτες ψευτομεσσίες, όπως τον Θευδά, τον Ιούδα τον Γαυλωνίτη και τον Μπαρ-Κοχέμπα, των οποίων τα κινήματα καταπνίγηκαν στο αίμα από τις ρωμαϊκές δυνάμεις. Μην ξεχνάμε ακόμη πως, όταν άρχισε να κηρύττει για πρώτη φορά δημόσια ο απ. Πέτρος μετά την Πεντηκοστή, οι χριστιανοί ήσαν γύρω στις 3.000 ενώ οι Εβραίοι στο Ρωμαϊκό κράτος πολλές χιλιάδες ψυχές. Πώς να φανταστούν οι συγγραφείς της εποχής ότι κάτι πολύ σπουδαίο εκκολαπτόταν στη φάση εκείνη, που θα επηρέαζε τις κατοπινές γενεές; Επιπρόσθετα, το βέβαιο είναι ότι μισούσαν οι περισσότεροι τους Εβραίους και θα προτιμούσαν να μην τους αναφέρουν καθόλου στα γραπτά τους. Ένοιωθαν γι’ αυτούς αποστροφή και περιφρόνηση. Την δε χριστιανική πίστη έβλεπαν σαν μια ακόμη δεισιδαιμονία.  
Ο Ιησούς εξάλλου εμφανίζεται στα Ευαγγέλια ως εκπληκτική προσωπικότητα, με στάση θρησκευτικής αναρχίας θα λέγαμε απέναντι στο κατεστημένο της εποχής Του, ανένταχτος στους καταδυναστευτικούς τύπους της πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας, ενώ μιλάει με αυθεντία και εκπληρώνει στο πρόσωπό Του το Νόμο του Μωυσή και τις προφητείες. Ένα τέτοιο πρόσωπο δεν το δημιουργείς από το τίποτε, αλλά είναι γενικά παραδεκτό πως οπωσδήποτε υπήρξε. Φαίνεται να εξορκίζει με μοναδική δύναμη, να ξεπερνά πάνω στην αγαθοεργία του τους φραγμούς του Σαββάτου, να θεωρεί τους συνανθρώπους του αδελφούς και αδελφές και όχι μόνο τούς κατά φύσιν συγγενείς Του, να αντιμετωπίζεται από όλους με δέος και θαυμασμό, να διχάζει με την αποστολή του τους Ιουδαίους, να θεραπεύεται γυναίκα που τον αγγίζει, να συγκρούεται με τους Φαρισαίους και να τους διδάσκει. Άλλοτε να μην δέχεται να πράξει θαύματα για το θεαθήναι, να κατηγορεί τον ίδιο τον μαθητή του (τον Πέτρο) ότι είναι ‘σατανάς’ (αφού δεν σκεπτόταν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού), να ζητάει από τους μαθητές Του να σηκώσουν τον σταυρό τους και να μην ντρέπονται γι’ Αυτόν. Να ζώνεται ποδιά και να πλένει τα πόδια των αποστόλων, να θεωρεί τα παιδιά πρώτα στη βασιλεία των ουρανών, να καταφέρεται με τις παραβολές Του εναντίον της ψεύτικης και συμφεροντολογικής διδασκαλίας των αρχιερέων και πρεσβυτέρων, να θεωρεί τον εαυτόν του Κύριο και Μεσσία, και τέλος να δέχεται να συζητεί και να συντρώει με πόρνες και αμαρτωλούς. Μοναδική προσωπικότητα ο Ιησούς, που και μόνο ως άνθρωπο αν τον δούμε, ξεπερνά κατά πολύ την εποχή Του. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να είναι πλαστό το πρόσωπό Του. 
Μπορούσαν οι απόστολοι να είχαν επινοήσει τέτοιες θαυματουργικές ιστορίες τη στιγμή που απευθύνονταν σε Ιουδαίους, που ήσαν γνώστες όλων των, στην Ιερουσαλήμ διαδραματιζόμενων, γεγονότων σχετικά με τον Ιησού; Δεν θα είχαν οι συμπατριώτες τους αλλά και οι θρησκευτικές Αρχές σταματήσει εξαρχής κιόλας το κήρυγμά τους, παρουσιάζοντας αποδείξεις περί των αληθινά γεγενημένων; Μπορείς να ορθώσεις ανάστημα σε ακροατήριο που σε θεωρεί ανόητο; Λέγοντας οι απόστολοι επίπλαστες διηγήσεις θα είχε διαδοθεί το μήνυμα του Χριστιανισμού σε όλο τον κόσμο και σε όλες τις χρονικές περιόδους; Να ήσαν τόσο ανόητοι οι ακροατές, και οι δια των ιδίων οφθαλμών παρακολουθούντες συνάνθρωποί τους τα θαυμαστά σημεία τους, ώστε να πείθονται χωρίς να χρησιμοποιήσουν καμία κριτική τους ικανότητα; Έχουν καμία σχέση οι ανατολικοί μύθοι, οι γεμάτοι από τέρατα, παθιασμένους θεούς και πολέμους θεοτήτων μεταξύ τους, με τον ένα και γεμάτο αγάπη Θεό της Καινής Διαθήκης, που πεθαίνει για να λυτρώσει τον άνθρωπο; Συμβολικοί μύθοι και θρύλοι ελληνικοί μπορούν να συγκριθούν με το ασύγκριτο, πρακτικό, στα σωστά όρια λογικής και συναισθήματος, αλλά και τόσο λιτά περιγραφόμενο (χωρίς εξάρσεις και ωραιοποιήσεις ηρώων) μήνυμα αλήθειας, αγάπης και ζωής του Θεανθρώπου; Σαφώς και κατηγορηματικά όχι! Ο ειδικός και λόγιος της φιλολογίας, καθηγητής μεσαιωνικής και αναγεννησιακής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, C.S. LEWIS, και συγγραφέας των «Χρονικών της Νάρνια», αναφέρει σχετικά: «Όλη μου τη ζωή διαβάζω ποιήματα, μυθιστορήματα, θρύλους και μύθους. Ξέρω πώς είναι. Ξέρω πως κανένα τους δεν είναι σαν το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο» («Ζητώ Αποδείξεις»,  εκδ. ‘Ο Λόγος’, 2005, σελ. 39-41).
Αν δεν υπήρχε  η ιστορική προσωπικότητα του Ιησού, δεν θα μπορούσαν να συλλάβουν τις μεγαλειώδεις διδασκαλίες του Χριστιανισμού μικρές ομάδες απλοϊκών ανθρώπων, με δάνεια και συνθέσεις εθνικών ηρώων ή θρησκειολογικών δοξασιών. Και πόσο ανόητη θα έπρεπε να ήταν η πρώτη χριστιανική κοινότητα για να δεχθεί κάθε φανταστική επινόηση ως αληθινή; Ή πόσο μωροπίστευτοι θα πρέπει να ήσαν οι πρώτοι πιστοί για να λατρεύσουν κάποιον που πέθανε προδίδοντας τις ελπίδες τους; Πόσο μπορούσε να επεκταθεί μια θρησκεία που την μισούσαν εθνικοί, Ιουδαίοι και Ρωμαίοι και όμως κατάφερε να κερδίσει τον κόσμο όλο, αν δεν είχε την αρχή της και δεν βασιζόταν σε μια ισχυρή προσωπικότητα σαν τον Ιησού και τους άμεσους μαθητές Του; Πώς κυριάρχησε ο Χριστιανισμός μέσα από τόσο πόνο, μαρτύρια, δάκρυα και φόνους; Ήταν τόσο μικροπρεπής ο Παύλος, που εγκατέλειψε τη σταδιοδρομία του και υπέφερε τόσα και τόσα για χάρη ενός φαντάσματος, που δεν είχε ακούσει ούτε δει ποτέ; Θα άφηναν τις περιουσίες τους οι μαθητές Εκείνου, θα σύρονταν στα δικαστήρια, θα εξουθενώνονταν τόσο πολύ, θα μαστιγώνονταν και θα θανατώνονταν για ένα μύθο και μια εικασία; Θα έδειχναν τόσο ζήλο στη διάδοση του Ευαγγελίου και τέτοιο θάρρος έμπροσθεν τοιούτου μεγέθους απειλών; Αλλά και μια αντικειμενική ματιά αν ρίξει κάποιος στις ευαγγελικές διηγήσεις θα διαπιστώσει ότι όχι μόνο είναι ανεπιτήδευτες, φυσικές, δεν περιέχουν συναισθηματικές εξάρσεις, δεν ηρωοποιούν τον Χριστό, δεν τον εκθειάζουν με ωραιολογίες και βερμπαλισμούς και δεν επιθυμούν να συγκινήσουν, αλλά ταυτόχρονα δεν κατηγορούν ούτε τον Ιούδα, ούτε τους σταυρωτές του Χριστού.
Ακόμη, δεν διστάζουν οι ευαγγελιστές να αποκαλύψουν την αλήθεια για την προδοσία του Χριστού από ένα στενό μαθητή Του, αλλά και την τριπλή άρνηση του κορυφαίου αποστόλου Πέτρου. Δεν φοβούνται να δείξουν την ανωριμότητα των μαθητών όταν ζητούσαν πρωτοκαθεδρίες στην βασιλεία Του, την σύγχυσή τους όταν δεν δίστασαν κάποτε να ζητήσουν τιμωρία εξ ουρανού για όσους δεν δέχονταν το κήρυγμά τους και τη συχνή τους αδυναμία να κατανοήσουν το βάθος της διδασκαλίας του Θεανθρώπου. Αν ήθελαν εξάλλου οι ευαγγελιστές να παρουσιάσουν κάτι ψεύτικο ως αληθινό, δεν θα περιόριζαν τα λόγια του Χριστού ώστε να αρκούν 6 ώρες στην Κ.Δ. για να ειπωθούν, ούτε θα συμπύκνωναν το σύνολο της ιεραποστολικής ζωής Του μέσα σε 40 ημέρες και ούτε θα αλληλοσυμπληρώνονταν οι 4 ευαγγελιστές στις αλήθειες που παρουσιάζουν. Θα ήσαν συνεννοημένοι εξαρχής για το τι θα πουν και το πώς θα το «σερβίρουν». Επίσης, τα θαύματα του Ιησού όχι μόνο περιγράφονται και από εξωχριστιανικές πηγές, αλλά και δεν διαψεύδονται από κανέναν που ζούσε στα χρόνια εκείνα. Σημάδι αληθείας και αυθεντικότητας τόσο του ιδρυτή του Χριστιανισμού, όσο και της πρώτης Εκκλησίας που γεννήθηκε από το αίμα Του ως νέα Εύα (βλ. και Παν. Ν. Τρεμπέλα, «Απολογητικαί Μελέται Ε’», εκδ. ‘Ο Σωτήρ’, Αθ. 1994). 
Τέλος, ο Ιησούς Χριστός γεννήθηκε, σύμφωνα και με τον μεγάλο ιστορικό και γιατρό της Πρώτης Εκκλησίας Λουκά, στα χρόνια του αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου (31 π.Χ. – 14 μ.Χ.). Στον Χριστό αναφέρονται οι τέσσερις ευαγγελιστές: Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς και Ιωάννης. Με ακράδαντη πίστη για την ενσάρκωση, ανάσταση και θεότητά Του γράφτηκαν οι Πράξεις των αποστόλων, οι 7 Καθολικές επιστολές, οι 14 επιστολές του αποστόλου Παύλου και η Αποκάλυψη του Ιωάννου. Στον Ιησού ως ιστορική προσωπικότητα αναφέρονται ακόμη οι ιστορικοί: Ιώσηπος (Ιουδαίος), Τάκιτος και Σουετώνιος (Ρωμαίοι), Πλίνιος ο νεώτερος (110 μ.Χ.), διοικητής της Βιθυνίας, το εβραϊκό Ταλμούδ -δέχεται χωρίς ενδοιασμούς την ιστορική Του ύπαρξη, ενώ περιγράφει και την θαυματουργική δράση του Ιησού- ο ειδωλολάτρης Θαλλός (55 μ.Χ.), καθώς και οι αιρετικές πρωτοχριστιανικές ομάδες. Ο Πλίνιος αναφέρει μάλιστα σε επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Τραϊανό ότι οι χριστιανοί λάτρευαν τον Χριστό ως Θεό. Και αυτή η πληροφορία έρχεται 10 μόλις χρόνια μετά τη συγγραφή του 4ου Ευαγγελίου. Ακόμη και ο Κέλσος, ο πλατωνικός φιλόσοφος του β’ μισού του 2ου αιώνα, δεν αμφέβαλε για την ιστορικότητα του Χριστού, αν και επιτίθεται στο έργο του «Αληθής Λόγος» κατά της διδασκαλίας της Εκκλησίας και εναντίον των θαυμάτων του Κυρίου. Ο Λουκιανός, από τα Σαμόσατα της Συρίας (125-195 μ.Χ.), σοφιστής του 2ου μ.Χ. αιώνα, αναφέρει ότι ο «πρώτος νομοθέτης» των χριστιανών, «ο ανεσκολοπισμένος εκείνος σοφιστής», σταυρώθηκε στην Παλαιστίνη επειδή δίδαξε μια νέα θρησκεία στον κόσμο (στο έργο του ‘Περί της Περεγρίνου τελευτής’). Ολόκληρη δε σειρά αιρετικών των πρωτοχριστιανικών χρόνων δεν αμφισβήτησαν ποτέ την ιστορικότητα του Ιησού Χριστού, όπως οι Γνωστικοί (Βασιλείδης, Σατουρνείλος, Βαλεντίνος) ο Μαρκίωνας, ο Μάνης, ο Μοντανός κ.α.   (βλ. και Λεωνίδου Κ. Διαμαντόπουλου: «Ιησούς ο Χριστός, ως ιστορική προσωπικότης», εκδ. ‘Ο Σωτήρ’, Αθ. 1996). 

ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
  • Αντωνόπουλου Ιωάννου, πρωτοπρ.: “Ιστορική Ύπαρξη και Θεότητα του Ιησού Χριστού”, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθ. 2001
  • Bruce F.F.: “Τα Κείμενα της Καινής Διαθήκης, Είναι Άραγε Αξιόπιστα;”, εκδ. Πέργαμος, Αθ. 2000
  • Διαμαντόπουλου Κ. Λεωνίδου: “Ιησούς ο Χριστός, ως Ιστορική Προσωπικότης”, εκδ. ‘Ο Σωτήρ’, Αθ. 1996) 
  • Ιεράς Μητροπόλεως Σύρου: “Ελληνοκεντρικός Πολυθεϊσμός ή Ελληνοχριστιανισμός;”, Μιχαήλ Χούλη, Ερμούπολη 2003
  • Καραβιδόπουλου Ιωάννη: άρθρο: “H Μεταμοντέρνα «Γέννηση» του Ιησού”, ΤΟ ΒΗΜΑ γνώμες, www. tovima.gr/ opinions/article/? aid=163219
  • Mcdowell Josh: “Ζητώ Αποδείξεις”, εκδ. ‘Ο Λόγος’, 2005 Πειραιάς
  • Ορθόδοξης Ομάδας Δογματικής Έρευνας: www.oodegr.com/oode/grafi/kd /exwxr.pig1.htm
  • Παπανικολάου Γ.Λ.: “Ο Ιστορικός Ιησούς & οι Αποδείξεις της Ανάστασής Του”, εκδ. ‘Ο Λόγος’, 2007
  • Στράτου Θεοδοσίου-Μάνου Δανέζη: “Στα ίχνη του Ι.Χ.Θ.Υ.Σ.”, εκδ. ‘Δίαυλος’, Αθ. 2000
  • Τρεμπέλα Π.: “Απολογητικαί Μελέται Ε’”, εκδ. ‘Ο Σωτήρ’, Αθ. 1994 
  • Χριστιανικής Φοιτητικής Ένωσης Θεσσαλονίκης: “Προβληματισμοί”, 1979,
 Εικόνα: orthodox-watch.blogspot.com


Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον       www.egolpion.com

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...