Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θαυμαστές Διηγήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θαυμαστές Διηγήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Μαΐου 13, 2018

Γερόντισσα Μακρίνα: Μια γυναίκα που μοιάζει με την Παναγία κάθεται εδώ στο παγκάρι

798302
Σήμερα ήρθε ένας κύριος πού μόλις μπήκε μέσα στο Μοναστήρι, είπα: 
«Αύτός ό άνθρωπος κάτι καλό έχει μέσα στήν ψυχή του».
 Δέν ξέρω, μιά άλλοίωσι ήρθε μέσα στήν ψυχή μου. Είχε ένα προσωπάκι πού έλαμπε. Πριν έρθη στο αρχονταρίκι, μιλούσα μέ λαϊκούς γιά τήν προσευχή, τί δύναμι έχει ή προσευχή καί τί σοβαρό είναι όταν ό άνθρωπος προσέχη στο θέμα τής ψυχής.

Όχι προσευχή νά τελειώσουμε μόνο τα κομποσχοίνια μας -και αυτό βέβαια τό δέχεται- άλλα να νοιώσουμε τον Δεσπότη μας Χριστό, νά Τον νοιώσουμε στην καρδιά μας, αύτή είναι πραγματική προσευχή. Καθώς λοιπόν συζητούσαμε τί είναι ή προσευχή, ό άνθρωπος αύτός άκούγοντας προσευχή, μέσα του αλλοιώθηκε.
Τό πρόσωπό του έλαμψε περισσότερο- είδα σάν μία ακτίνα στο πρόσωπό του, καί μου είπε: «Γερόντισσα, μπορώ νά σάς μιλήσω;».
 «Ευχαρίστως, νά μου μιλήσετε», είπα. 
«Έγώ ήμουν δέκα χρόνων παιδάκι- ή μητέρα μου ήταν εύσεβεστάτη, πολύ άγια γυναίκα, τέτοια άκρίβεια πού είχε στή ζωή της, σάν νά ήταν μία κατά κόσμον μοναχή.
Καί αν δεν ζούσε στο Μοναστήρι, πολιτευόταν σάν νά ήταν μοναχή- τόσο ευλάβεια είχε. Καί μου λέει μιά μέρα: “Παιδάκι μου, νά πάμε στον Εσπερινό, νά πάμε στήν εκκλησία νά άνάψουμε ένα κεράκι;”. “Νά πάμε, μαννούλα”. Αφού φθάσαμε, μόλις μπήκαμε στήν έκκλησία, σάν νά μέ τράβηξε μία δύναμι στο παγκάρι. Καί βλέπω μία πανύψηλη μοναχή μέ κάλυμμα πού είχε ένα κόκκινο σταυρό. Έγώ Τήν κοίταζα, αύτή μέ κοίταζε- ή μητέρα πήγε νά προσκυνήση τις εικόνες. Κάτι άνεξήγητο μέ τραβούσε νά Τήν κοιτάζω όλο καί περισσότερο.
Αμα τό σκεφτώ σαλεύεται ό νους μου. Τέτοια ομορφιά, τέτοια ώραία μορφή, τέτοιο κάλλος, άστραφτε τό πρόσωπό Της- κι έγώ Τήν κοίταζα καί Αύτή μέ κοίταζε καί μου χαμογελούσε καί έγώ Τήν κοίταζα, Τήν κοίταζα καί δεν Τήν χόρταινα. Ελαμπε τό πρόσωπό Της! Κι αύτή ή άκτινοβολία πού έλαμπι στο πρόσωπό Της ήρθε στήν καρδιά μου. “Μαμά, μαμά, μαμά!”, φώναξα εκείνη τήν ώρα. “Τί είναι παιδάκι μου, τί έπαθες;”.
“Μία γυναίκα πού μοιάζει μέ τήν Παναγία κάθεται εδώ στο παγκάρι”. Καί μέ ρωτάει: «Πού είναι, παιδί μου; Πού είναι, παιδάκι μου;”, δέν τήν έβλεπε ή μητέρα μου. “Νά καλέ μαμά, εδώ στο παγκάρι, δέν Τήν βλέπεις; Κοίταξε τί άνάστημα, τί όμορφη πού είναι, πολύ ωραία, λάμπει, μαμά, λάμπει!”. Η γυναίκα αύτή, μόλις φώναξα, βάδισε σιγά-σιγά, άνοιξε τήν Ωραία Πύλη καί μπήκε μέσα στο Ιερό. Αυτό δέν μπορώ νά τό ξεχάσω, όπου πάω κι όπου σταθώ, αύτό τό πρόσωπο βλέπω μπροστά μου. Κι άπό τότε άρχισα νά κάνω τήν Παράκλησι τής Παναγίας. Πολύ τήν αγαπώ. Τέτοια αγάπη πού έχω στήν Παναγία, Γερόντισσα, μά δέν λέγεται».
«’Έ, είπα, αφού Τήν αγαπάς νά εύχεσαι καί γιά μένα». 
«Πολύ Τήν άγαπάω. Αλήθεια, δέν μπορώ νά σάς τό περιγράφω». 
Καί τού είπα: 
«Αφού τόσο Τήν άγαπάς άντί γιά μία φορά, τρεις φορές τήν ήμέρα νά Τής κάνης Παράκλησι». «Ναί; μέ ρώτησε, μπορώ;». 
«Πώς δέν μπορείς, τού απάντησα, τρεις φορές τήν ήμέρα Παράκλησι νά κάνης». 
Τί μεγαλείο, τί πίστι πού έχουμε!
Σκεφτείτε, αφού καί κόρα πού είναι μεγάλος άνθρωπος, Τήν βλέπει μπροστά του, μετά άπό τόσα χρόνια! Δέν μπορεί νά τού φύγη αύτή ή μορφή! Καί λέω, γιά κοίταξε τί κάνει ό Θεός. Τί εμφυτεύτηκε στήν ψυχή αυτού τού άνθρώπου άπό τήν παιδική του ήλικία. Κι όταν τά διηγείτο άστραφτε τό πρόσωπό του, κι έβλεπες τό θειο χορτασμό στήν καρδιά του.
Έμεινα άναλογιζομένη τί μπορεί νά συναντήση κανείς σ’ ένα κοσμικό άνθρωπο! 
Τα ματάκια του μέσα δάκρυζαν αφού μου ήρθε μέσα στην ψυχή μου ένα άλλο πράγμα- τόσο πολύ άντανάκλασε ή Χάρις τής Παναγίας μέσα στήν ψυχή μου. Τόση ευλάβεια αίσθάνθηκα, τόσο πολύ αλλοιώθηκα, πού, κατά κάποιον τρόπο, ή ψυχή μου ήθελε νά τον άγκαλιάση. Και ήθελα νά καταλήξω, τί ωραίο πράγμα ή Κυρία Θεοτόκος νά παρουσιάζεται σέ ώρισμένους άνθρώπους, γιά νά μάς δείξη τά μεγαλεία πού έχει ετοιμάσει ό Θεός στον ούρανό καί τήν άγάπη πού έχει προς έμάς! 
Τί σπουδαίο, πολύ σπουδαίο!

Σάββατο, Ιανουαρίου 27, 2018

''Στο δρόμο για την εξορία..'' - Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος


''Ιωάννη Χρυσόστομε, παμμακάριστε Όσιε, επαξίως ευφημούμεν σε,
υπάρχεις γάρ καθηγητής, ως τα θεία σαφών..''


Ένα βράδυ στον δρόμο για την εξορία ο διωχθείς από τον Αρχιεπισκοπικό θρόνο Ιωάννης Χρυσόστομος είδε μπροστά του τον Άγιο Βασιλίσκο που είχε μαρτυρήσει στα χρόνια του Μαξιμιανού να του λέει…

“Θάρρος, αδερφέ Ιωάννη, γιατί αύριο θα είμαστε μαζί”.

Εκεί κοντά, στα Κόμανα του Πόντου και στον τάφο του Αγίου Βασιλίσκου κοινώνησε για τελευταία φορά Σώμα και Αίμα Χριστόυ και αναφωνώντας «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν, Αμήν», παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Χριστού....

31 χρόνια μετά (438 μ.Χ) ο Αυτοκράτωρ Θεοδόσιος προσπάθησε να μεταφέρει το Άγιο Λέιψανο του Χρυσοστόμου στην Βασιλεύουσα χωρίς όμως επιτυχία αφού ο Άγιος αρνείτο μένοντας ακίνητος κατά τρόπο θαυματουργικό.

Τότε συνέβει κάτι το συγκλονιστικό.

Ο Αυτοκράτωρ συνέταξε γράμμα μετανοίας, που έλεγε τα εξής:
«Ἐπειδή νομίσαμε ὅτι καὶ τὸ δικό σου σῶμα,
τίμιε Πάτερ, εἶναι νεκρό σὰν τῶν ἄλλων,

θελήσαμε ἁπλὰ νὰ τὸ μεταφέρουμε κοντά μας.
Γι᾽ αὐτό καὶ εὔλoγα ἀποτύχαμε.                                                                                      
Ἐσὺ ὅμως, τιμιώτατε πάτερ,
ποὺ δίδαξες τὴ μετάνοια γιὰ ὅλους,
συγχώρεσε μας.

Χάρισέ μας τὸν ἑαυτό σου,
σὰν πατέρας στὰ παιδιά ποὺ τὸν ἀγαποῦν,
καὶ δῶσε μας χαρὰ μὲ τὴν παρουσία σου». 


Η Αυτοκρατορική επιστολή ταξίδεψε στο Πόντο και κατατέθηκε πάνω στο Ιερό λείψανο του Αγίου.

Και ώ του θαύματος η μεταφορά κατέστη δυνατή και ο Μέγας αυτός Άγιος της Οικουμένης γύρισε στην Αιώνια Βασιλεύουσα με βασιλικές τιμές και πομπή που οδηγούσε στο θρόνο του!

Εκεί στον καθεδρικό ναό της Αγίας Ειρήνης (η Αγιά Σοφιά του Ιουστινιανού θα χτιζότανε ένα αιώνα μετά) στον θρόνο του, τοποθετήθηκε το Αγιασμένο και άφθαρτο λείψανό του με τις ιαχές και επεφημίες του κόσμου να βροντοφωνάζουν:

«Ἀπόλαβέ σου τόν θρόνον, Ἅγιε».

Τρίτη, Ιανουαρίου 09, 2018

Γαντζωμένοι σὰν τὰ στρείδια




Στὰ Σεπτεμβριανὰ ὅλες οἱ ἐκκλησίες τῆς Πόλεως καὶ τῶν ὁμόρων Μητροπόλεων ὑπέστησαν δηώσεις, καταστροφὲς καὶ ἱεροσυλίες ἀφάνταστες. Μία, ὅμως, ἐγλύτωσε. Ποιά; Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι στὸ Φερίκιοϊ.

Τὸ τί θὰ συνέβαινε ἐκείνη τὴν φοβερὴ ἀποφράδα νύχτα, στοὺς λεγάμενους (στοὺς τούρκους δηλαδή) ἦταν γνωστὸ ἀπὸ ἡμερῶν πολλῶν. Ἔγινε θέμα συζητήσεως στοὺς θαμῶνες τοῦ ἀπέναντι τοῦ ἱεροῦ ναοῦ καφενείου. Ψιλοκουβεντιάζουν οἱ τοῦρκοι μεταξύ τους. Ἄλλοι ὑπέρ, ἄλλοι κατά. Κάποιος ἐπεμβαίνει.

—Πρέπει νὰ προστατέψουμε τὴν ρωμαίϊκη ἐκκλησία, διότι σ’ αὐτήν, τὸ ξέρετε ὅλοι, εἶναι ἕνας παπὰς ποὺ μᾶς βοηθάει στὶς ἀνάγκες μας, στὶς ἀρρώστιες μας, στὴν ἀνέχειά μας.

—Πάψε, ρέ! Παραμύθια! λένε οἱ φωνασκοῦντες ἀντιτιθέμενοι.

—Θὰ σᾶς τὸ ἀποδείξω! Ἀμέσως κιόλας. Δὲν ἔχω οὔτε μία λίρα πάνω μου, ψάξτε με! Θὰ πάω στὸ σπίτι τοῦ παπᾶ καὶ θὰ σᾶς φέρω 500 λίρες!

Πάει, λοιπόν, καὶ χτυπάει τὴν πόρτα. Ζητάει τὰ χρήματα παρακαλώντας, λέγοντας πὼς ἔχει μεγάλη ἀνάγκη, ἄρρωστη γυναίκα καὶ ἄλλα τέτοια. Ὁ παπὰς ἀπαντᾶ:

—Βρὲ παιδί μου, δὲν ἔχω τόσα χρήματα πάνω μου, καὶ μάλιστα τέτοια ὥρα. Θὰ ζητήσω καὶ ἀπὸ τὶς ἀδελφές μου, ὅμως. Περίμενε!
Συγκεντρώνει τὸ ποσὸν καὶ τοῦ τὸ δίδει. Τότε ὁ τοῦρκος τρέχει στὸ καφενεῖο καὶ κρατώντας τὰ χρήματα στὰ χέρια του ψηλὰ καὶ δείχνοντάς τα φωνάζει στοὺς ὁμοφύλους του:

—Βλέπετε, ὅλοι; Αὐτὸς εἶναι ὁ παπάς!

Ἔτσι, λοιπόν, ἐκεῖνο τὸ φρικτὸ βράδυ τοῦ 1955, ὅλοι οἱ τοῦρκοι γείτονες περικύκλωσαν τὴν ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ ὅταν ἄρχισαν νὰ ἔρχονται οἱ παρακρατικοὶ τραμποῦκοι καὶ ὁ μαινόμενος ὄχλος μὲ ρόπαλα καὶ μαχαίρια, βρῆκαν τοὺς ὁμοθρήσκους τους νὰ προασπίζονται ἀποφασισμένοι τὸν ἱερὸ ναό· «Θὰ περάσετε πάνω ἀπ’ τὰ πτώματά μας καὶ ὕστερα θὰ πειράξετε τὸν ναὸ καὶ τὸν παπά»!

Τὸ ὄνομα τοῦ ἐφημερίου; Δημήτριος Παπαδόπουλος. «Ἄνους», κατὰ τὸν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα. Ταπεινὸς καὶ ἀπέριττος, εὐλαβὴς καὶ ἀφανής. Ποιός Δημήτριος; Ὁ κατόπιν Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Δημήτριος! Ἀπὸ τοὺς καλυτέρους Πατριάρχας τοῦ 20οῦ αἰῶνος!

Ἂς εἶναι αὐτὰ τὰ ὀλίγα, ταπεινὸ μνημόσυνο γι’ αὐτὸν τὸν ὑπέροχο Πατριάρχη!

Αὐτοὶ οἱ πρεσβύτεροι ἀξίζουν τὸν θαυμασμό μας. Χωρὶς ποίμνιο, χωρὶς «τυχερά», χωρὶς κρατικὴ ἐνίσχυσι, χωρὶς καμμιὰ ἐξουσία (σημειωτέον πὼς ἡ κρατικὴ ἐξουσία ἐκεῖ δὲν ἀναγνωρίζει καθόλου τοὺς κληρικοὺς παρὰ μόνον τοὺς ἐφοροεπιτρόπους τῶν βακουφιῶν, οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἐπίσκοποι εἶναι ὡς μὴ ὑπάρχοντες), γαντζωμένοι σὰν τὰ στρείδια στὸν βράχο τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, χτυποῦν καμπάνα καὶ μ’ αὐτὴν διαλαλοῦν ὅτι ὑπάρχουν, ὅτι ἡ Ρωμηοσύνη ζῆ καὶ θὰ ζῆ ἕως ὅτου ἔλθη ὁ Εὐλογημένος. Ἀμήν

Δευτέρα, Ιανουαρίου 01, 2018

ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΠΟΥ ΣΟΚΑΡΕΙ: «Θα’ρθει καιρός που οι άνθρωποι θα…»


PROFITIA
Στο χωριό Κεφαλοχώρι που βρίσκεται στην περιοχή της Νίκαιας της Μικράς Ασίας, πριν από την Ανταλλαγή, ζούσε μία ευλαβής και χαριτωμένη νέα, η Ελένη. Την αποκαλούσαν Ελέναμπα, δηλαδή Ελένη που είχε γεροντική σύνεση, διάκριση και μιλούσε σαν Αββάς (Γέροντας).

Ήταν ορφανή από γονείς και εργαζόταν ως υπηρέτρια σ’ έναν πονόψυχο Τούρκο. Τη νύχτα η «Ελέναμπα» προσευχόταν πολλές ώρες.

 Ο Τούρκος την άκουγε που έλεγε στην προσευχή της: «Να πάρω και αυτουνού τις αμαρτίες». Προσευχόταν δηλαδή για άλλους ανθρώπους. Ο Τούρκος έβλεπε να έρχονται πολλοί άνθρωποι να την συμβουλευθούν και κατάλαβε ότι έχει ιδιαίτερη χάρη. Την είχε σε μεγάλη εκτίμηση και αισθανόταν ότι τον βοηθά ο Θεός για χάρη της «Ελέναμπα». Σημείωνε ο ίδιος τα γεγονότα και τις προφητείες της, γιατί ήταν πεπεισμένος ότι η «Ελέναμπα» είχε χάρισμα προορατικό.
Τότε πολλούς Έλληνες τους επεστράτευαν στον τουρκικό στρατό στα Τάγματα Εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού) για πέντε με δέκα χρόνια, με σκοπό την εξόντωση τους.

 Δεν έδιναν σημεία ζωής και οι οικογένειές τους ανησυχούσαν. Οι γυναίκες πήγαιναν και ρωτούσαν την «Ελέναμπα» αν ζουν ή αν έχουν σκοτωθή. Εκείνη για να μην αμφισβητήσουν ότι θα τους έλεγε, πρώτα περιέγραφε τον άνδρα.
Έλεγε π.χ.: «Ο άνδρας σου είναι ψηλός, ξανθός με μουστάκι». Πρόσθετε και άλλα χαρακτηριστικά και ύστερα έλεγε αν πέθανε ή αν ζη ή πότε θα γυρίσει.

 Επίσης έλεγε: «Θα ρθεί καιρός που οι άνθρωποι θα μπερδευτούν». (Εννοούσε πνευματικό η φυλετικό μπέρδεμα. Σήμερα και τα δυό υφίστανται).
Κάποια ημέρα είπε στους συγγενείς της: «Εσείς θα φύγετε και μένα θα μ’ αφήσετε εδώ. Πάλι θα ξαναρθήτε, αλλά αυτά τα μέρη θα αλλάξουν».
Πριν πεθάνει ζήτησε να τη ντύσουν με μαύρα ρούχα σαν μοναχή.
Πηγή 

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 29, 2017

Ο Όσιος Μάρκος ο νεκροθάφτης της Λαύρας των Σπηλαίων

Ο Όσιος Μάρκος ο νεκροθάφτης της Λαύρας των Σπηλαίων και οι Όσιοι Ιωάννης και Θεόφιλος
Αποτέλεσμα εικόνας για преподобный марк печерский гробокопатель
Ο ΜΑΚΑΡΙΟΣ Μάρκος, ασκήτεψε στη μονή των Σπηλαίων στα χρόνια του ηγουμένου Ιωάννου, τότε που έγινε η ανακομιδή των τιμίων λειψάνων του οσίου Θεοδοσίου από το σπήλαιο στη μεγάλη εκκλησία. Από τότε που έλαβε το άγιο αγγελικό σχήμα, δεν έδωσε «ύπνων τοις οφθαλμοίς και τοις βλεφάροις νυσταγμόν και ανάπαυσιν τοις κροτάφοις» του, αλλά τις περισσότερες ώρες της νύχτας αγρυπνούσε προσευχόμενος. Ελάχιστο χρόνο διέθετε νια σωματική ανάπαυση. Την ημέρα, όταν δεν συνέχιζε την προσευχή χωμένος βαθιά στο σκοτεινό του σπήλαιο, έσκαβε λάκκους για την ταφή των κεκοιμημένων αδελφών.

Ό όσιος Μάρκος ήταν ολιγαρκής και λιτοδίαιτος. Οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια του, φρόντιζε να το δώσει αμέσως σε κάποιο φτωχό. Όχι μόνο τροφή, αλλά και νερό γευόταν με μεγάλη εγκράτεια, πίνοντας πάντοτε λιγότερο απ’ όσο χρειαζόταν για να ξεδιψάσει. Και για μεγαλύτερη ακόμη άσκηση, τύλιξε το σώμα του, μέσα από το τριμμένο μοναχικό ένδυμα, με βαριά και βασανιστικά σίδερα. Αυτά τα σίδερα του πίεζαν το σώμα, τον βάραιναν, τον πλήγωναν, τον εμπόδιζαν στην εργασία και στη νυχτερινή ανάπαυση. Όμως ποτέ όσο ζούσε δεν τα έβγαλε από πάνω του.

Μ’ αυτή τη σκληρή ασκητική ζωή, με τις νυχθημερές προσευχές, με τις παθοκτόνες νηστείες, με τους σωματικούς κόπους, με την άσκηση της σιωπής, ο γενναίος Μάρκος, νέκρωσε τη σάρκα και το σαρκικό φρόνημα.
Κι άλλο πόθο δεν είχε, παρά να φύγει το συντομότερο για τον άλλο, τον ουράνιο κόσμο, και να συναντήσει τον Κύριο και Νυμφίο του.
Ο θάνατος όχι μόνο δεν τον τρόμαζε, αλλά τον γέμιζε χαρά και θεία προσδοκία. Γι` αυτό κι έλαβε από το Θεό το υπερφυσικό χάρισμα να συνομιλεί με τους νεκρούς!

Αποτέλεσμα εικόνας για преподобный марк печерский гробокопатель
Με φυσικότητα και απλότητα, όπως βίωνε ο ίδιος την πραγματικότητα του θανάτου και της άλλης ζωής, επικοινωνούσε με τους κεκοιμημένους σαν να ήταν ζωντανοί. Τους μιλούσε, τους έδινε εντολές, τους έστελνε μηνύματα και παραγγελίες. Κι εκείνοι, με παραχώρηση του Θεού, εκτελούσαν όλες τις εντολές του. Η απλότητα και η αγιότητα του μακαρίου, συνέτριβε κι αυτά τα άλυτα δεσμά του θανάτου!

Κάποτε ο όσιος, έσκαψε ένα τάφο για κάποιο κεκοιμημένο αδελφό. Εξαντλημένος όμως καθώς ήταν από τη νυχτερινή αγρυπνία και ορθοστασία, δεν μπόρεσε να τον κάνη αρκετά ευρύχωρο. Όταν έφεραν το σώμα του νεκρού και δοκίμασαν να το τοποθετήσουν στον τάφο, διαπίστωσαν ότι μόλις και μετά βίας χωρούσε μέσα. Άρχισαν τότε οι αδελφοί να παραπονιούνται και να βαρυγκωμούν κατά του οσίου Μάρκου.
—Αδελφέ, του έλεγαν, τι μνήμα είν’ αυτό που έσκαψες; Ούτε το νεκρό μπορούμε να θάψουμε καλά, ούτε να τον περιχύσουμε με λάδι, όπως συνηθίζεται. Γιατί το ‘ κάνες τόσο στενό;

Ό όσιος έβαλε ταπεινά μετάνοια.
— Συγχωρέστε με πατέρες, είπε, γιατί από σωματική αδυναμία δεν έκανα σωστά την εργασία.
Εκείνοι όμως δεν ησύχασαν, αλλά πολλαπλασίασαν τα παράπονα και τις διαμαρτυρίες.
Τότε ο όσιος στράφηκε στο νεκρό.
- Επειδή είναι στενός ο χώρος του τάφου σου αδελφέ, του είπε με απλότητα, βολέψου μόνος σου μέσα. Να, πάρε και το λάδι και χύσε στο σώμα σου όσο πρέπει.

Χωρίς δεύτερη προτροπή, ο νεκρός κινήθηκε και τακτοποίησε το σώμα του μέσα στο λάκκο. Έπειτα άπλωσε το χέρι, πήρε το λάδι κι έχυσε στο πρόσωπο και στο στήθος του σταυροειδώς. Έβαλε τέλος πάλι το δοχείο στα χέρια του οσίου, ξάπλωσε ήσυχα κι έμεινε ακίνητος.
Φόβος και τρόμος κυρίεψε όλους τους αδελφούς μ’ αυτό το εξαίσιο θαύμα. Δεν άργησαν όμως να δουν και άλλο παρόμοιο.

Αποτέλεσμα εικόνας για преподобный марк печерский гробокопатель
Συνέβη, δηλαδή, να πεθάνει κάποιος άλλος αδελφός μετά από μακροχρόνια ασθένεια. Ο ηγούμενος ανέθεσε σ’ ένα μοναχό να ετοιμάσει το νεκρό για την ταφή. Πράγματι, αφού εκείνος σκούπισε το λείψανο με το σφουγγάρι, πήγε στο σπήλαιο να δη τον τόπο της ταφής. Βρήκε τον όσιο Μάρκο και τον ρώτησε:
— Που θα βάλουμε πάτερ Μάρκε τον αδελφό μας που αναπαύτηκε; Δεν βλέπω να ‘χεις τόπο ετοιμασμένο.
— Πήγαινε και πες στον αδελφό να περιμένει μέχρι αύριο το πρωί, γιατί δεν έχω σκαμμένο τάφο. Ας μ’ αφήσει τη νύχτα να του ετοιμάσω το μνήμα, κι έπειτα αναχωρεί για τον ουρανό!
- Μα…, πάτερ Μάρκε, αποκρίθηκε σαστισμένος ο άλλος μοναχός, εγώ ο ίδιος σκούπισα κιόλας με τα χέρια μου το σώμα του νεκρού. Σε ποιόν μου λες να μεταφέρω την παραγγελία σου;
-Καλά, δεν Βλέπεις αδελφέ μου; ξαναείπε ο απλούστατος Μάρκος. Δεν είν’ ακόμα έτοιμος ο τόπος για την ταφή. Πήγαινε σου λέω και πες στο νεκρό: «Ο αμαρτωλός Μάρκος σε παρακαλεί να παραμείνεις σ’ αυτό τον κόσμο ακόμη μια μέρα. Ας είναι μέχρι αύριο το πρωί. Και τότε φεύγεις και πάς στον αγαπημένο σου Χριστό. Στο μεταξύ αυτός θα ετοιμάσει τον τάφο σου και θα σε ειδοποίηση».

Ο μοναχός γέμισε λογισμούς με την παράδοξη προσταγή του οσίου. Έκανε όμως υπακοή. Γύρισε στο μοναστήρι την ώρα που οι πατέρες έψελναν κιόλας την εξόδιο ακολουθία. Πλησίασε στο νεκροκρέβατο, έσκυψε στ’ αυτί του νεκρού και του ψιθύρισε:
— Αδελφέ, ο πατήρ Μάρκος με στέλνει να σου πω ότι ο τάφος σου δεν είναι έτοιμος. Γι’ αυτό σε παρακαλεί να περιμένεις τουλάχιστον μέχρι το πρωί, οπότε θα σε ειδοποίηση.

Αμέσως ο νεκρός άνοιξε τα μάτια! Με κατάπληξη οι πατέρες είδαν να επιστρέφει η ψυχή στο νεκρό σώμα, που άρχισε ν’ αναπνέει και να ζει κανονικά! Δεν κινήθηκε όμως καθόλου από τη νεκρική στάση, ούτε είπε σε κανένα τίποτε.

Έμεινε εκεί, ακίνητος και αμίλητος, αλλά ζωντανός μέχρι το πρωί. Τότε πήγε πάλι στο σπήλαιο ο ίδιος αδελφός.
— Είν’ έτοιμο το μνήμα; ρώτησε το μακάριο Μάρκο.
— Έτοιμο είναι. Πήγαινε τώρα και πες σ’ εκείνον που με περιμένει: «Ο αμαρτωλός Μάρκος σου παραγγέλλει ν’ αφήσεις πια το μάταιο κόσμο και να φύγεις για την αιωνιότητα. Παράδωσε το πνεύμα σου στα χέρια του Θεού και άφησε το σώμα σου να τοποθετηθεί στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου, μαζί με τους άλλους αγίους πατέρες. Ο τόπος σου είναι έτοιμος, δίπλα σ’ αυτούς».

Η παραγγελία του θεσπέσιου Μάρκου, μεταφέρθηκε αμέσως στον αδελφό που καθυστερούσε την αναχώρησή του. Κι εκείνος, μόλις την άκουσε, έκλεισε τα μάτια και ξεψύχησε οριστικά.

Το πρωτάκουστο αυτό θαύμα γέμισε δέος τους πατέρες της Λαύρας και όλους τους κατοίκους της χώρας του Κιέβου, που δεν άργησαν να το πληροφορηθούν. Όλοι δόξασαν το Θεό για τα θαυμαστά έργα που επιτελεί η πίστη και η αγιότητα των αγαθών δούλων Του.

Δεν πρέπει όμως ν’ αποσιωπήσουμε και τη διακριτική παιδαγωγία από τον Όσιο Μάρκο ενός αδελφού, που έπεσε κάποτε σε παράπτωμα, γιατί είναι πολύ μεγάλη η ωφέλεια που μας παρέχει το πάθημα, αλλά και η μετάνοιά του.

Αποτέλεσμα εικόνας για Шапка прп Марка


Σχετική εικόνα
Το λείψανο του Οσίου Μάρκου του νεκροθάφτη της Λαύρας των Σπηλαίων

Εγκαταβίωναν τότε στη μονή των Σπηλαίων δύο μοναχοί, ο Θεόφιλος και ο Ιωάννης.
Αυτοί, είχαν στενό ψυχικό σύνδεσμο από τα παιδικά τους χρόνια, πάντοτε «το αυτό εις αλλήλους φρονούντες», «εν τω αυτώ νοι και εν τη αύτη γνώμη». Μαζί ήρθαν και στο μοναστήρι, δίνοντας σ’ όλους το παράδειγμα της αδελφικής αγάπης και ομόνοιας.
Οι δύο αυτοί αδελφοί, παρακάλεσαν τον όσιο Μάρκο να ετοιμάσει ένα κοινό τόπο ταφής, για να είναι αχώριστοι ακόμη και στον τάφο, όταν ο Κύριος θα διέκοπτε την επίγεια ζωή τους.

Κάποτε ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Θεόφιλος, έφυγε από την Πετσέρσκαγια για υποθέσεις της μονής. Στη διάρκεια της απουσίας του ασθένησε ο μικρότερος, ο Ιωάννης, κι έφυγε απροσδόκητα για τον ουρανό. Όταν επέστρεψε ο Θεόφιλος, είχε ήδη τοποθετηθεί το νεκρό σώμα στον ετοιμασμένο από τον όσιο Μάρκο τόπο. Έκλαψε πικρά ο μακάριος Θεόφιλος τον αγαπημένο του αδελφό, παρηγορήθηκε όμως με τη σκέψη ότι η όσια ψυχή του, θ’ αναπαυόταν τώρα στους κόλπους του Κυρίου.
Θέλησε αμέσως να επισκεφθεί τον τάφο του νεκρού. Πήγε στο σπήλαιο με τη συνοδεία μερικών ακόμη πατέρων και βρήκε τον Ιωάννη τοποθετημένο στο διπλό τάφο, που είχε ανοίξει ο όσιος Μάρκος, αλλά στην πρώτη θέση.
Παρακινημένος τότε από τον πονηρό, αγανάκτησε κι έβαλε τις φωνές.

- Πάτερ Μάρκε, φώναξε στον όσιο, γιατί τον έβαλες σ’ αυτή τη θέση; Εγώ είμαι μεγαλύτερος και πρέπει να ταφώ στην πρώτη σειρά. Τι είν’ αυτά τα πράγματα; Δεν ήξερες ότι ο μακαρίτης ο Ιωάννης είναι νεώτερος μου;
Ό ταπεινός Μάρκος έβαλε μετάνοια και είπε απλά:
— Συγχώρεσέ με, πάτερ. Αμάρτησα.
Έπειτα στράφηκε στο νεκρό και τον πρόσταξε:
— Σήκω αδελφέ και παραχώρησε την πρώτη θέση στο μεγαλύτερό σου. Εσύ βολέψου στη δεύτερη σειρά.

Με φρίκη είδαν τότε οι πατέρες το νεκρό να σηκώνεται και ν’ αλλάζει θέση!
Αμέσως, ο μακάριος Θεόφιλος ήρθε στον εαυτό του, συναισθάνθηκε την αμαρτία του κι έπεσε στα πόδια του οσίου Μάρκου, θρηνώντας και λέγοντας:
— Αμάρτησα, πάτερ! Συγχώρεσέ με! Δεν έπρεπε να ζητήσω τη μετακίνηση του αδελφού. Σε ικετεύω, πες του να επιστρέψει πάλι στην πρώτη θέση!

Αλλά ο όσιος αποκρίθηκε:
—Δεν είμ’ εγώ που τον μετακίνησα, μα ο ίδιος ο Κύριος. Θέλησε να διαλύσει τη δυσφορία σου εναντίον μου και να σε διδάξει την ταπείνωση. Αλλά και ο μακάριος Ιωάννης σου έδειξε έτσι και μετά θάνατο, την αγάπη του, παραχωρώντας ταπεινά την πρώτη θέση σε σένα, σαν αρχαιότερο. Η έγερση των νεκρών είναι έργο του Θεού. Δεν μπορώ λοιπόν εγώ χωρίς την εντολή και τη βούλησή Του, να μετακινήσω πάλι το νεκρό. Πες του εσύ αν θέλεις, να επανέλθει στην προηγούμενη θέση του. Ίσως να σ’ ακούσει. Γνώριζε ωστόσο και τούτο: Θα έπρεπε εσύ να μη βγεις τώρα από δω μέσα, αλλά να ξαπλώσεις αμέσως σ’ αυτό το μνήμα και να κληρονομήσεις την ιεραρχική προτεραιότητα, που τόσο ζηλότυπα επιζητείς! Επειδή όμως δεν είσαι ακόμη έτοιμος για την έξοδό σου, πήγαινε και φρόντισε για τη σωτηρία της ψυχής σου. Πριν περάσει πολύς καιρός, θα σε φέρουν πάλι εδώ, οριστικά αυτή τη φορά!

Με τρόμο άκουσε τα λόγια του οσίου Μάρκου ο Θεόφιλος. Φοβήθηκε πως δεν θα προλάβει ούτε στο μοναστήρι να φτάσει, αλλά θα πέσει κάτω νεκρός, τιμωρημένος σκληρά, αλλά δίκαια, για την υπεροψία του, απέναντι στον κεκοιμημένο αδελφό.

Με δυσκολία έφτασε μέχρι το κελί του. Μοίρασε αμέσως στους άλλους πατέρες τα λίγα πράγματα που είχε — βιβλία, ρούχα, έπιπλα — κρατώντας μόνο το νεκρικό μανδύα για την ταφή του σώματός του. Την ίδια κιόλας ημέρα, κλείστηκε στο άδειο κελί του κι άρχισε να κλαίει και να οδύρεται νύχτα και μέρα, περιμένοντας κάθε στιγμή το θάνατο.
Κανείς δεν μπόρεσε να σταματήσει ή να μετριάσει τον ακατάπαυστο και γοερό θρήνο του ευλογημένου Θεοφίλου. Ούτε ο ηγούμενος ούτε κανένας άλλος αδελφός. Οι προσπάθειες όλων να τον παρηγορήσουν, γεννούσαν περισσότερα δάκρυα μετανοίας, μεγαλύτερη συντριβή και βαθύτερο ψυχικό πόνο στο μακάριο μοναχό.
Φαγητό μαγειρεμένο δεν ήθελε να γευτεί. Ελάχιστη μόνο ξερή τροφή έπαιρνε, κι αυτή μετά από αυστηρή εντολή του ηγουμένου. Τα δάκρυά του ήταν ο επιούσιος άρτος του. Κάθε πρωί, φώναζε θρηνώντας όπως ο ψαλμωδός: «Εγενήθη τα δάκρυα μου εμοί άρτος ημέρας και νυκτός», γιατί δεν γνωρίζω πόσες ώρες ζωής έχω ακόμη. Άραγε θα ζήσω μέχρι το βράδυ;
Κάθε βράδυ πάλι έσβηνε τη φλόγα της ψυχικής οδύνης του με άλλα δάκρυα ικεσίας:
— «Κύριε, μη τω θυμώ σου ελέγξης με, μηδέ τη οργή σου παίδευσης με… εκοπίασα εν τω στεναγμοί μου, λούσω καθ’ εκάστην νύκτα την κλίνην μου, εν δάκρυσί μου την στρωμνήν μου βρέξω», γιατί δεν γνωρίζω, θα ζήσω άραγε μέχρι την ανατολή του ήλιου;

Σ’ αυτή την κατάσταση της συντριβής έζησε ο μακάριος Θεόφιλος πολλά χρόνια. Από την εξάντληση της νηστείας και της αϋπνίας, το σώμα του αδυνάτισε τόσο, ώστε κάτω από το δέρμα μπορούσε κανείς να διακρίνει όλα τα κόκαλα.
Τελικά, από το αδιάκοπο κλάμα, έχασε την όρασή του και τυφλώθηκε εντελώς.
Αποτέλεσμα εικόνας για Шапка прп Марка

Αποτέλεσμα εικόνας για Шапка прп Марка

Αποτέλεσμα εικόνας για Шапка прп Марка
Το σιδερένιο''καπέλο''του του Οσίου Μάρκου του νεκροθάφτη της Λαύρας των Σπηλαίων

Κάποτε ο όσιος Μάρκος, πληροφορήθηκε από τον Κύριο ότι πλησίαζε η ώρα της κοιμήσεώς του. Κάλεσε τότε τον ευλογημένο Θεόφιλο και του είπε:
- Συγχώρεσέ με αδελφέ που σε λύπησα και σ’ έκανα να κλαις τόσα χρόνια. Προσευχήσου για μένα, γιατί αναχωρώ από τη γη. Κι αν βρω παρρησία στο Θεό, δεν θα ξεχάσω να Τον παρακαλέσω για σένα, ώστε ν’ αξιωθείς κι εσύ να κληρονομήσεις «τον θείον νυμφώνα της δόξης Αυτού» και να βλέπεις αιώνια, μαζί με τους οσίους πατέρες μας Αντώνιο και Θεοδόσιο, το άρρητο κάλλος του προσώπου του Θεού.

Τ’ ασταμάτητα δάκρυα του μακαρίου Θεοφίλου, έγιναν τώρα χείμαρρος ορμητικός.

- Γιατί πάτερ μ’ εγκαταλείπεις εδώ; παραπονέθηκε. Ή πάρε με μαζί σου ή χάρισέ μου πάλι το φως των ματιών μου. Είν’ αλήθεια πως αμάρτησα βαριά τότε στο σπήλαιο. Θα ‘πρεπε να είχα πεθάνει εκεί, μπροστά στα πόδια σου, όταν μετακίνησες για χάρη μου το λείψανο του αδελφού Ιωάννου. Αλλά ο Κύριος με λυπήθηκε και μου χάρισε καιρό μετανοίας. Τώρα όμως που φεύγεις, βοήθησε με.
Παρακάλεσε τον Κύριο ή να μου δώσει πάλι την όραση ή να μ’ αξιώσει να φύγω μαζί σου για την άλλη ζωή.

Αδελφέ, αποκρίθηκε ο όσιος Μάρκος, μη θλίβεσαι για την τύφλωσή σου. Ο Θεός επέτρεψε να τυφλωθούν τα σωματικά σου μάτια για ν’ ανοιχτούν τα πνευματικά. Δεν είμαι εγώ, ούτε ο Θεός, που σου στερήσαμε το φως σου. Η μεγάλη σου μετάνοια στο στέρησε. Έτσι όμως ταπεινώθηκες και κέρδισες την αιωνιότητα, γιατί «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει». Έτσι εξαγόρασες τον παράδεισο κι έσωσες την ψυχή σου. Δεν υπάρχει λοιπόν ανάγκη να δεις το πρόσκαιρο γήινο φως. Ο Κύριος θα σ’ αξιώσει να δεις το αιώνιο και αιδοίο φως της θείας δόξης Του. Και μην επιδιώκεις το θάνατο. Θα έρθει τη στιγμή που πρέπει, έστω κι αν δεν τον επιζήτησης. Μάθε όμως από τώρα ότι ο Κύριος θα σε προειδοποίηση για την αναχώρησή σου μ’ αυτό το σημείο: Τρεις ήμερες Πριν από την κοίμησή σου, θα ξαναβρείς το φως σου. Μετά θα φύγεις από δω και θα πας να συναντήσεις το Φως του κόσμου!

Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του οσίου Μάρκου προς τον ευλογημένο Θεόφιλο. Μετά από λίγο, έκλινε την οσία κεφαλή του και «παρέδωκε το πνεύμα», μεταβαίνοντας «εκ του θανάτου εις την ζωήν».

Τα τίμια λείψανά του, τοποθετήθηκαν μέσα στο σπήλαιο, στον τάφο που ο ίδιος είχε ανοίξει για τον εαυτό του, κι έγιναν αμέσως αστείρευτη πηγή θαυματουργιών και ιάσεων ψυχών και σωμάτων. Εδώ τοποθετήθηκαν επίσης τα σίδερα που φορούσε πάντοτε ο όσιος, καθώς και ο ορειχάλκινος θαυματουργός σταυρός του.
Αποτέλεσμα εικόνας για преподобный марк печерский гробокопатель
Μετά την κοίμηση του θεσπέσιου Μάρκου, ο μακάριος Θεόφιλος αύξησε τους θρήνους, τη νηστεία και τις ασκήσεις, περιμένοντας με πόθο και λαχτάρα την εκπλήρωση της προρρήσεως του οσίου. Έβαζε μπροστά του ένα μεγάλο πήλινο αγγείο κι έκλαιγε πάνω του, χύνοντας εκεί μέσα τα δάκρυα.
Όταν μετά από καιρό το σκεύος εκείνο γέμισε, ο όσιος απέκτησε την όρασή του! Κατάλαβε τότε ότι πλησίαζε το τέλος του. Ύψωσε τα χέρια στον ουρανό και προσευχήθηκε:
- Δέσποτα φιλάνθρωπε, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μου! Εσύ που δεν θέλεις το θάνατο του αμαρτωλού, αλλά περιμένεις μακρόθυμα τη μετάνοιά του, Εσύ που γνωρίζεις τα πανιά, ακόμη και τις πιο κρυφές προθέσεις μας, στείλε μου, Σε παρακαλώ, την ώρα τούτη το έλεός Σου! Δέξου τα πικρά μου δάκρυα, Παράκλητε αγαθέ και ευδόκησε να με σκεπάσει η χάρη Σου, με τις προσευχές των οσίων πατέρων Αντωνίου και Θεοδοσίου και πάντων των αγίων, για να μη μ’ αρπάξουν τα εναέρια τελώνια και με κερδίσει ο άρχοντας του σκότους.

Και να! Ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά στον προσευχόμενο όσιο, άγγελος Κυρίου, σαν νέος λευκοφορεμένος κι επιβλητικός.

- Θεοφιλώς προσεύχεσαι, Θεόφιλε! είπε με φωνή απόκοσμη, ουράνια. Γνώριζε ότι δεν είναι μόνο τα δάκρυα που μάζεψες εσύ στο σκεύος σου. Είναι κι εκείνα που μάζεψα εγώ, που ήμουν δίπλα σου όταν προσευχόσουν, εκείνα που σκούπιζες με την παλάμη ή με το μανίκι ή με την άκρη του ζωστικού σου. Όλ’ αυτά τα δάκρυα, βρίσκονται μέσα σε τούτο το αγγείο που κρατώ. Ο Θεός μ’ έστειλε τώρα να σου αναγγείλω τη χαρμόσυνη είδηση: Φεύγεις για τον Κύριό σου! Φεύγεις για Εκείνον που βεβαίωσε: «Μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται»! «Μακάριοι οι κλαίοντες νυν, ότι γελάσετε»! «Ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ Θεόφιλε! Είσελθε λοιπόν, εις την χαράν του Κυρίου σου»!

Και λέγοντες αυτά ο άγγελος, άφησε μπροστά στα πόδια του οσίου ένα μεγάλο αγγείο, που ανέδιδε άρρητη ευωδιά, κι έγινε άφαντος.

Συνεπαρμένος από το όραμα ο θαυμάσιος Θεόφιλος, κάλεσε τον ηγούμενο, του διηγήθηκε την εμφάνιση και αποκάλυψη του αγγέλου, και του έδειξε τα δυο σκεύη γεμάτα δάκρυα.
- Σε παρακαλώ, τίμιε Γέροντα, αν είν’ ευλογημένο, μόλις αναχωρήσει η ψυχή μου για τον ουρανό, ας περιχύσουν οι αδελφοί στο σώμα μου το περιεχόμενο του αγγελικού αγγείου.

Ο ηγούμενος αποδέχθηκε συγκινημένος την παράκληση του οσίου και τον ασπάστηκε με δέος και πνευματική ευφροσύνη.

Σε λίγο, η μακαρία ψυχή του αναχώρησε πράγματι για τους κόλπους του Αβραάμ, για τις ουράνιες σκηνές των δικαίων.

Ήταν η τρίτη μέρα από τότε που ξαναβρήκε την όρασή του.
Σχετική εικόνα
Τα άφθαρτα λείψανα των Οσίων Ιωάννη και Θεοφίλου

Το τίμιο σώμα του, τοποθετήθηκε στο σπήλαιο, δίπλα στο σκήνωμα του μακαριστού αδελφού Ιωάννου και όχι μακριά από το άγιο λείψανο του οσίου Μάρκου. Όταν το άλειψαν με το περιεχόμενο του αγγελικού αγγείου, ο τόπος γέμισε από μεθυστική, ουράνια ευωδία.

Κατόπιν έχυσαν επάνω του και το περιεχόμενο του δικού του δοχείου, τα δάκρυα με τα οποία πότισε τον αγρό της ψυχής του, για να θερίσει τα στάχυα της αιωνίας μακαριότητας, στον αγρό της βασιλείας του Θεού.
Η μνήμη των τριών αυτών αγίων τιμάται στις 29 Δεκεμβρίου

Τρίτη, Δεκεμβρίου 26, 2017

Ο άγνωστος συνταξιδιώτης

Αποτέλεσμα εικόνας για εικονα χριστουγεννων

Χριστουγεννιάτικες στορίες, ἀρ. 17

π. Δημητρίου Μπόκου
«Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον» (Ματθ. 2, 13)
Έκοψε το γρήγορο τρεχαλητό του, καθώς στο εξασκημένο αυτί του έφτασε χαρούμενο μουρμουρητό τρεχούμενου νερού. Χώθηκε στα χαμόκλαδα αναζητώντας με λαχτάρα την πηγή.

Ήπιε λαίμαργα, βρέχοντας ηδονικά τα φλογισμένα χείλη του. Γέμισε το απλόχερό του και έριξε το δροσερό νερό στο κάθιδρο, ξαναμμένο πρόσωπό του, ενώ το βλέμμα του αγριεμένο δεν έπαυε στιγμή να στρέφεται πίσω ερευνώντας επίμονα. Πώς έγινε να ξεφυτρώσουν ξαφνικά στην περιοχή του τόσοι στρατιώτες;
Ήταν γνωστός κακοποιός και επικηρυγμένος βέβαια. Ποτέ του δεν ησύχαζε. Μα απόφευγε πάντα τις κακοτοπιές και τα κατάφερνε πολύ καλά να ξεγλιστρά στα επικίνδυνα συναπαντήματα. Από τον φόβο της καταδίωξης ο ύπνος του δεν ήταν ποτέ ήρεμος, βαθύς, ειρηνικός. Ή μήπως να ’ταν τα μαστιγώματα της βαρυφορτωμένης του συνείδησης, που δεν τον άφηναν λεπτό να ησυχάσει;
Μα τί ωστόσο άλλαξε κι ολόκληρος στρατός ερχόταν καταπάνω του; Δεν του είχε ξανασυμβεί να αναμετρηθεί με τόσο πλήθος. Από όσο ήξερε, βρισκόταν μες στη σφαίρα επιρροής του ανελέητου Ηρώδη. Δικό του σχέδιο θα ήταν σίγουρα και τούτη η επιχείρηση. Τον τύλιξε βαθειά ανησυχία. Βάλθηκαν μήπως να τελειώνουν μια και καλή μαζί του;
Ξαναπήρε με βιάση τον ανήφορο, φροντίζοντας να κρύβεται καλά στους θάμνους και τα βράχια. Στη βάση του λοφίσκου χαμηλά, ασπίδες, κράνη και σπαθιά άστραφταν στον μεσημεριάτικο ήλιο. Η φάλαγγα των διωκτών συνέχιζε ακάθεκτη. Μα πώς έγινε μια τέτοια ανατροπή;
Ερχόταν να ληστέψει το μικρό χωριό. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής. Ο φοβερός ληστής που έτρεμαν οι πάντες στο άκουσμά του. Που δεν ήξερε τί θα πει έλεος για τα θύματά του. Και να που τώρα βρίσκεται κυνηγημένος αναπάντεχα, με ολόκληρο στράτευμα να επελαύνει πίσω του. Ήταν το τελευταίο που περίμενε να συναντήσει εδώ. Από διώκτης να βρεθεί διωκόμενος. Από θηρευτής θήραμα. Μα πώς βρέθηκαν ξοπίσω του; Πώς τον εντόπισαν, τη στιγμή που φρόντιζε προσεκτικά να μην αφήνει ίχνη πουθενά;
Δρασκέλισε την κορφή του λόφου και λοξοδρόμησε για να παρακάμψει το χωριό που απλωνόταν στην πλαγιά. Στρέφοντας πίσω του ξανά, είδε τους στρατιώτες να κατηφορίζουν και να σκορπίζουν στους δρόμους του οικισμού. Δεν τον πήραν είδηση. Κρύφτηκε πίσω απ’ τον μεγαλύτερο βράχο και σκαρφάλωσε προσεκτικά στην κορφή του. Από εκεί, χωρίς να φαίνεται, είχε την πλήρη εποπτεία της μικρής κοιλάδας.
Θα τον έψαχναν τώρα από σπίτι σε σπίτι. Θα έπαιρνε λιγάκι χρόνο αυτό. Μπορούσε να ανασάνει μια στιγμή. Η πανοπλία του τον βάραινε. Έγειρε στη σκιά του βράχου για μια λιγόλεπτη ανάπαυση. Μα σχεδόν αμέσως δυνατές φωνές ακούστηκαν απ’ το χωριό. Γυναικείες κραυγές και κλάματα παιδιών έσμιξαν με άγριες αντρικές φωνές. Θρήνοι γοεροί υψώθηκαν τελικά από παντού, πνίγοντας σιγά-σιγά ανάμεσά τους κάθε άλλη οχλοβοή.
Τινάχτηκε απορημένος ο ληστής, σκαρφάλωσε στου βράχου την κορφή ξανά. Μα σαν αντίκρυσε το θέαμα μπροστά του, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Τί ήταν πάλι τούτο; Απ’ όλες τις γωνιές πετάγονταν τρέχοντας με τα μωρά στην αγκαλιά τρομαγμένες μητέρες. Πίσω τους στρατιώτες με γυμνά σπαθιά τις κυνηγούσαν. Κι όταν τις έφταναν, αντί γι’ αυτές, άρπαζαν και σκότωναν τα νήπια. Μα αυτό κι αν ήταν απίστευτο! Από πότε τα βρέφη έγιναν απειλή για τον Ηρώδη; Ποια επιβουλή διέβλεπε σ’ αυτά για την εξουσία του; Ποιον επικίνδυνο «ύποπτο» καταζητούσε ανάμεσά τους; Κάποιον ίσως μελλοντικό βασιλιά; Αντί να βρει εξήγηση ο ληστής, μπερδεύτηκε περισσότερο. Το μόνο που κατάλαβε ήταν πως η τόση εκστρατεία στόχευε τελικά αλλού. Δεν ήταν αυτός στο στόχαστρο. Προσωρινά τουλάχιστον, μπορούσε να χαλαρώσει.
Απ’ την κρυψώνα του παρακολουθούσε με ασφάλεια την εξέλιξη. Και να! Ερχόταν τώρα προς το μέρος του, τρικλίζοντας μάλλον παρά τρέχοντας, μια έξαλλη μητέρα, με το βρέφος της στην αγκαλιά της. Μα η γριά Ελισάβετ είχε μετρημένες τις δυνάμεις της. Οι στρατιώτες την πλησίαζαν με γρηγοράδα. Κι ερχόντουσαν ίσια καταπάνω του. Ο ληστής τα χρειάστηκε. Πήδηξε κάτω, πίσω από τον βράχο κι έτρεξε γοργά προς το πλάι, δρασκελίζοντας σκυφτά πέτρες και χαμόκλαδα, να βγει απ’ την ακτίνα καταδίωξης.
Μα καθώς έβλεπε τους στρατιώτες να πλησιάζουν επικίνδυνα την άτυχη μάνα, κάτι σάλεψε μέσα του. Άρπαξε αστραπιαία το τόξο του, πέρασε γρήγορα ένα βέλος και σημάδεψε. Μα στη στιγμή το χαμήλωσε. Τί πήγαινε να κάνει; Τί ελπίδες μπορούσε να έχει απέναντι σε τόσους στρατιώτες; Θα ’ταν σίγουρα αυτοκτονία ν’ αναμετρηθεί με τόσο στράτευμα. Το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να προδώσει τη θέση του. Ελεεινολόγησε τον εαυτό του. Τί τον έπιασε τώρα; Αυτός, ο φοβερός λήσταρχος που έφαγε κόσμο και κοσμάκη δίχως έλεος, να προδοθεί έτσι, στα καλά καθούμενα, από ανόητα αισθήματα!
-Τα ’χω χάσει για τα καλά! μουρμούρισε ταραγμένος, βρίζοντας με θυμό τον εαυτό του.
Μα ό,τι ακολούθησε τον τάραξε ακόμα περισσότερο. Ο πρώτος στρατιώτης είχε φτάσει σχεδόν την ταλαίπωρη γραία, που σερνόταν αποκαμωμένη από τον τρόμο και την κόπωση. Ο βράχος που προστάτευε νωρίτερα τον ληστή, υψωνόταν βουνό μπροστά της και της έκοβε τον δρόμο. Ο στρατιώτης αμείλικτος άπλωσε το στιβαρό χέρι του να αποσπάσει το τρυφερό βρέφος από τη μητρική αγκαλιά. Στο άλλο χέρι του έσταζε γυμνό το ματωμένο ξίφος του. Ήταν φανερό το τί θα επακολουθούσε. Την ύστατη εκείνη στιγμή η τραγική μάνα ύψωσε χέρια και μάτια ψηλά και έκραξε γεμάτη αγωνία:
-Σώσε μας, Κύριε! Έδωσες υπόσχεση γι’ αυτό το παιδί!
Ο τεράστιος βράχος που έφραζε τον δρόμο της, άνοιξε αυτοστιγμεί στα δυο. Μάνα και γιος βρέθηκαν στην αγκαλιά του και τα δυο του κομμάτια ξανάκλεισαν ακαριαία. Ο στρατιώτης εμβρόντητος έβγαλε δυνατή κραυγή τρόμου και έκαμε άλμα προς τα πίσω, σαν να τον έσπρωξε αόρατη δύναμη. Κοκκάλωσε στον τόπο του κι έμεινε να κοιτάζει ενεός, αδυνατώντας να συλλάβει το τί μόλις παίχτηκε μπροστά του.
Μα και ο ληστής αναπήδησε και τα μάτια του πετάχτηκαν από τις κόγχες τους. Μόνο που δεν σάλεψαν τα λογικά του. Ακούσια στρατιώτης και ληστής, έγιναν ταυτόχρονα αυτόπτες μάρτυρες, ότι ο Ύψιστος την ημέρα εκείνη «επορεύθη εις την ορεινήν μετά σπουδής, εις πόλιν Ιούδα» και ήλθε «βοηθός και σκεπαστής εις σωτηρίαν» του αδύναμου βρέφους. Υπακούοντας στην εντολή Εκείνου που είχε τη δύναμη να «οπλοποιήσει την κτίσιν εις άμυναν εχθρών», ο σκληρός γρανίτης θα προστάτευε το εύθραυστο βρέφος. Γιατί το βρέφος της Ελισάβετ μόνο τυχαίο δεν ήταν. Είχε αποστολή. Ήταν ο εκλεκτός του Κυρίου πρόδρομος.
Ο Ηρώδης δεν άργησε να λάβει αναφορά για τα γενόμενα. Κατάλαβε πως το θεόσωστο εκείνο βρέφος δεν ήταν σαν τα υπόλοιπα. Σχετιζόταν σίγουρα με ό,τι τόσο έντονα απασχολούσε τον ίδιο. Να ήταν άραγε ο «καταζητούμενός» του; Ο μελλοντικός βασιλιάς; Ή μήπως ο κρίκος που θα τον οδηγούσε σ’ αυτόν; Αναζήτησε αμέσως τον πατέρα του. Ο γηραιός προφήτης Ζαχαρίας εκτελούσε στον ναό του Υψίστου την τάξη «της εφημερίας αυτού έναντι του Θεού». Οι στρατιώτες ζήτησαν να τους αποκαλύψει πού βρίσκεται κρυμμένος ο γιος του. Όμως εκείνος απάντησε πως δεν γνώριζε κάτι, αφού δεν βρισκόταν «εις τον οίκον αυτού, …εν τη ορεινή της Ιουδαίας», αλλά στα Ιεροσόλυμα περιμένοντας να συμπληρωθούν «αι ημέραι της λειτουργίας αυτού». Μα η απάνθρωπη καχυποψία του Ηρώδη δεν κάμφθηκε. Έδωσε εντολή να σφαγιασθεί ο προφήτης, πράγμα που έγινε αμέσως εκεί, στον άγιο τόπο του θείου θυσιαστηρίου. Ο Ζαχαρίας, σε αντίθεση με τον μικρό του γιο, είχε επιτελέσει την αποστολή του. Είχε φτάσει στο τέλος του δρόμου του.
Άγγελοι του Θεού έφεραν την αγία του ψυχή ενώπιον του θρόνου του Βασιλέως του μεγάλου, της έδωσαν θέση «υποκάτω του θυσιαστηρίου». Εκεί που οι ψυχές όλων «των εσφαγμένων διά τον λόγον του Θεού και διά την μαρτυρίαν του αρνίου», ντυμένες λευκές στολές, αναπαύονται και περιμένουν «έτι χρόνον μικρόν, έως πληρώσωσι και οι σύνδουλοι αυτών και οι αδελφοί αυτών οι μέλλοντες αποκτέννεσθαι ως και αυτοί».Μάζεψαν ευλαβικά το αίμα του και το έσμιξαν, μέσα σε ολόχρυση φιάλη, με το «αίμα αγίων και προφητών»,ώστε ενώπιον «του καθημένου επί του θρόνου» να βρίσκεται διαρκώς «παν αίμα δίκαιον εκχυνόμενον επί της γης από του αίματος Άβελ του δικαίου έως του αίματος Ζαχαρίου, υιού Βαραχίου», που μόλις είχε άδικα φονευτεί «μεταξύ του ναού και του θυσιαστηρίου».
Τα απρόσμενα γεγονότα συντάραξαν και έριξαν σε βαθειά συλλογή τον ληστή. Γιατί τόσο μένος απέναντι στα άκακα βρέφη; Όσο κι αν έξυσε με αμηχανία το κεφάλι του, το απλοϊκό του μυαλό δεν μπόρεσε να βρει την άκρη. Γι’ αυτό και έκρινε σωστό να δείξει φρόνηση. Γιατί να διακινδυνεύει σε μέρη τόσο επικίνδυνα; Καλύτερα να βγει από τα όρια της επιρροής του στρατού του Ηρώδη. Και πού αλλού θα εύρισκε καλύτερη ασφάλεια και ησυχία από τις αχανείς ερήμους του νότου, προς Αίγυπτο μεριά, όπου κάθε κατατρεγμένος εύρισκε από αιώνες καταφύγιο!
Ακολουθώντας λοιπόν την πάγια πεπατημένη βρέθηκε να πορεύεται κι αυτός μέρες αργότερα «κατά μεσημβρίαν επί την οδόν την καταβαίνουσαν από Ιερουσαλήμ εις Γάζαν». Στις έρημες καυτές περιοχές με την ελάχιστη βλάστηση, ακόμα και για έναν ρωμαλέο άντρα σαν αυτόν, η πορεία ήταν πάντα επίπονη. Μα ωστόσο ήταν τέλεια εξασκημένος στην κάθε κακουχία. Και γνώριζε να εφοδιάζεται καλά με την απαιτούμενη εφεδρεία. Όσο για τους κακοποιούς που καθ’ οδόν ενέδρευαν, όντας φόβητρο αυτός, αρματωμένος σαν αστακός, τον φοβόντουσαν αντί να τους φοβάται. Δεν περνούσε άλλωστε άγνωστα μέρη. Πολλές φορές είχε αναζητήσει καταφύγιο στις αφιλόξενες εκείνες ερημιές. Δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα. Κανόνιζε την πορεία του με βάση τις λιγοστές μα τόσο απαραίτητες πηγές, που γνώριζε καλά τη θέση τους.
Ο ήλιος είχε ανεβεί ψηλά μεταβάλλοντας την έρημο σε φλόγα, όταν ο ληστής αραξοβόλησε στην πρώτη δροσερή όαση. Μια πράσινη συστάδα δέντρων έριχνε την πολυπόθητη σκιά της γύρω από την πηγή, που ανέβλυζε πλούσια και ξαναχάριζε τη ζωογόνα φλέβα της στη διψασμένη γη. Δροσίστηκε, πλύθηκε, τίναξε τη σκόνη που είχε σκεπάσει τα ρούχα και την πανοπλία του.
Ξεκουραζόταν ακόμα στην απολαυστική σκιά, όταν στο βάθος του δρόμου παρατήρησε κίνηση. Μια συνοδεία πλησίαζε αργά μέσα στην πνικτική λαύρα της ερήμου. Κρύφτηκε γρήγορα στην πυκνή συστάδα και παραμόνευε προσεκτικά. Η συνοδεία, ιδιαίτερα μικρή -ένας σεβάσμιος πρεσβύτης, ένας μεσόκοπος άντρας, ένα νεαρό κορίτσι πάνω σε γαϊδουράκι με το μωρό της αγκαλιά- ήρθε κατ’ ευθείαν και πέζεψε στην πηγή. Ο ληστής τούς ζύγισε με μια και μόνο ματιά. Ήταν παιχνιδάκι γι’ αυτόν να τους βάλει στο χέρι του.
Ο μεσόκοπος, που τον φώναζαν Ιάκωβο και ήταν ο μεγάλος γιος του πρεσβύτη, βοήθησε τη νεαρή μητέρα να κατέβει. Έφερε νερό απ’ την πηγή και τους έδωσε να πιουν, πότισε και το διψασμένο ζώο. Άνοιξε το σακούλι του και έβγαλε τις λιγοστές τους προμήθειες.
-  Ελάτε, πατέρα! είπε μόνο.
Έφαγαν το λιτό φαγητό τους και η νεαρή μητέρα σηκώθηκε. Κατέβηκε στην πηγή και έπλυνε τα σπάργανα του μωρού της. Τα άπλωσε παραπέρα σε μια μεγάλη πέτρα, να στεγνώσουν στον ήλιο. Ο ληστής δεν έχανε κίνηση. Ετοιμαζόταν για την εξόρμησή του. Δεν χαριζόταν σε κανέναν. Η ληστεία ήταν η μόνη δουλειά που ήξερε για να ζει. Μα καθώς η ανύποπτη κόρη γύρισε προς το μέρος του, αντικρύζοντας το πρόσωπό της ο ληστής, καθηλώθηκε. Εντυπωσιάστηκε βαθιά. Τέτοια μορφή με τόση χάρη δεν είχε ξαναδεί ποτέ. Το πρόσωπό της, παιδικό σχεδόν, αχτιδοβολούσε παρθενική ανέγγιχτη ομορφιά. Φως υπερκόσμιο ξεχυνόταν, θεϊκό, απ’ το καλοσυνάτο βλέμμα της. Φάνταζε «περιβεβλημένη τον ήλιον και η σελήνη υποκάτω των ποδών αυτής». Μα ποια ήταν η κόρη αυτή, που έσταζε δροσιά σαν την αυγή;«Η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος»;
Η νεαρή μητέρα με ελαφρές κινήσεις πήρε το βρέφος στην αγκαλιά της. Έσκυψε, ακούμπησε απαλά το μάγουλό της στο πρόσωπό του, το φίλησε γλυκά. Βλέποντας το βρέφος και τη γλυκοφιλούσα μητέρα ο ληστής, ξέχασε τα σχέδιά του εντελώς. Έμεινε μόνο να παρατηρεί ασάλευτος, χωρίς αίσθηση τόπου και χρόνου. Το φωτεινό χαμόγελο του βρέφους και η απέραντη αγάπη που αντιφέγγιζε στο παιδικό ακόμα βλέμμα της μάνας, κάτι πρωτόγνωρο γέννησαν μέσα του. Ένοιωσε ανάλαφρος. Μια παραδεισιακή γλυκύτητα εισχώρησε στην καρδιά του, ανοίγοντας βαθειά ρωγμή στη γρανιτένια σκληράδα της. Τα πυκνά κλαδιά τον έκρυβαν κι όμως είχε την αίσθηση πως το βρέφος εκείνο, χωρίς να τον κοιτάζει, τον έβλεπε. Αισθανόταν γυμνός μπρος στο βλέμμα του και ήθελε να κρυφτεί, σαν τον πρωτόπλαστο μες στην Εδέμ μετά την παρακοή. Μα ταυτόχρονα μια έλξη μυστική τον τραβούσε προς το βρέφος και τη μητέρα του. Μια πρωτόφαντη μαγευτική έκσταση, παντελώς άγνωστη μέχρι τότε, αιχμαλώτιζε την καρδιά του.
Διαισθανόταν σχέση μυστική ανάμεσα στο βρέφος αυτό και σε εκείνο που θαυματουργικά σώθηκε απ’ τη σφαγή στην ορεινή της Ιουδαίας. Μυστικό νήμα ένωνε τις ζωές τους με τρόπο ανερμήνευτο. Θαυμαστό εκείνο, μα ετούτο πανθαύμαστο! Εκείνο λύχνος προδρομικός, ετούτο ήλιος ολοφώτεινος! Η βαθειά τους επιρροή αλλοίωνε τώρα και τη δική του ζωή. Η σκέψη του έπαιρνε δρόμους διαφορετικούς. Αυτός που δεν λογάριασε ποτέ την ανθρώπινη ζωή, ένοιωθε, για πρώτη φορά, πως δεν θα μπορούσε ποτέ να βλάψει τη μητέρα τούτη και το βρέφος της. Για πρώτη φορά πλημμύριζε από διάθεση να τους προστατεύσει. Για πρώτη φορά αισθάνθηκε την ανάγκη κι ευχήθηκε να ήταν κι αυτός καλός. Ένοιωσε ξαφνικά πως έχει τη δύναμη να αγαπήσει κι αυτός. Και τί παράξενο! Δεν νόμιζε πια αδυναμία την αγάπη. Το να ζει για το καλό, του φαινόταν τώρα υπέροχος σκοπός. Η ζωή του άλλαζε απρόσμενα. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό του!
Η μικρή συνοδεία συνέχισε τον δρόμο της. Βάδιζε για μέρες στους έρημους δρόμους, μα δεν ήταν πια μόνη. Κρυμμένος προσεκτικά πίσω τους, ακολουθούσε ένας άγνωστος συνταξιδιώτης. Ο ληστής τους πήρε κατά πόδι. Χωρίς να του το ζητήσει κανείς, αυτοανακηρύχτηκε μυστικά προσωπικός τους φρουρός. Γιατί το έκανε; Παραξενευόταν και ο ίδιος. Και τί δεν είδαν όμως τα μάτια του, στην παράξενη τούτη αποστολή του! Τα γεγονότα τον πήγαιναν από έκπληξη σε έκπληξη.
Θηρία τους πλησίαζαν, λέοντες και παρδάλεις, μα αντί να τους κατασπαράξουν, σέρνονταν σαν πιστά σκυλάκια στα πόδια τους, προσκυνούσαν υπάκουα κι έφευγαν. Φοβεροί ληστές πετάγονταν μπροστά τους, μα αντί να τους πειράζουν, γονάτιζαν μπροστά τους ταπεινά και φιλούσαν τα ίχνη τους στο χώμα, χωρίς να αγγίζουν ούτε τρίχα τους. Κι όπου πατούσαν τα ευλογημένα πόδια τους, φύτρωναν αμέσως σε μια ατέλειωτη σειρά πίσω τους ευωδιαστά πολύχρωμα λουλούδια. Πανύψηλοι φοίνικες λύγιζαν τις φορτωμένες τους κορφές, αποθέτοντας μπρος τους ώριμους γλυκύτατους καρπούς. Σε κάθε πηγή που σταματούσαν να δροσιστούν και να ξεκουραστούν, τα δέντρα έγερναν και τους προσκυνούσαν ευλαβικά.
Ο ληστής ακολουθούσε, παρακολουθούσε, αλλοιωνόταν. Κρυβόταν επιδέξια, μα ωστόσο αναρωτιόταν: Συνταξίδευε κρυμμένος μαζί τους, μα τους ήταν άραγε ακόμα άγνωστος; Είχε την αίσθηση πως του μικρού εκείνου βρέφους η ματιά δεν έφευγε από πάνω του, με όση φροντίδα κι αν έκρυβε τον εαυτό του. Πως το γλυκό του χαμόγελο προοριζόταν γι’ αυτόν. Κι όταν στην αγκαλιά της μάνας του κουνούσε στον αέρα τα μικρά του χέρια, νόμιζε πως ένευε προς το μέρος του, πως τον καλούσε μυστικά κοντά του.
Ο χρόνος υποτάχτηκε κι αυτός στην ακατανίκητη επιρροή του μυστηριώδους βρέφους. Οι μέρες του ταξιδιού ανεξήγητα συντομεύτηκαν. Ο ληστής τις μέτραγε, μα δεν κατάλαβε πότε βρέθηκαν κιόλας στα πρόθυρα της Θηβαΐδας, στην Ερμούπολη της Μέσης Αιγύπτου. Η θεϊκή συνοδεία δροσίστηκε για τελευταία φορά κάτω απ’ τη σκιά μιας περσικής τεράστιας μηλιάς, που λύγισε την κορφή της ως τη γη, για να τους υποδεχτεί και αυτή θεοπρεπώς. Ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων φάνηκε να έρχεται απ’ τη μεριά της πόλης. Ο ληστής τα χρειάστηκε. Τί ήθελαν όλοι αυτοί; Ποιες ήταν οι προθέσεις τους; Οχυρώθηκε αθέατος και έπιασε τα όπλα του. Θα υπερασπιζόταν το θεϊκό βρέφος και τηλοχεύουσα κόρη. Δεν φοβόταν πια να πεθάνει γι’ αυτούς.
Μα δεν χρειάστηκε. Οι άνθρωποι ήρθαν να τους αναγγείλουν συνταρακτικά νέα. Είπαν ότι κατάλαβαν τον ερχομό τους, γιατί έγινε στον τόπο τους την προηγούμενη νύχτα μια παράξενη καταστροφή. Τα είδωλα σ’ όλους τους ναούς τους έπεσαν και συντρίφτηκαν με φοβερό πάταγο στη γη. Και το απροσδόκητο αυτό γεγονός μια εξήγηση μόνο μπορούσε να έχει γι’ αυτούς: Πως ήλθε στη χώρα τους ένας μεγάλος, ανίκητος, μοναδικός, αληθινός Θεός. Που εμπρός του οι θεοί-δαιμόνια των εθνών δεν είχαν τόπο να σταθούν. Και οι άνθρωποι αυτοί, λυτρωμένοι πλέον από τη στυγερή καταδυνάστευσή τους, βγήκαν σε αναζήτηση αυτού του παντοδύναμου Θεού. Για να τον υποδεχθούν. Να τον προσκυνήσουν. Να τον κάμουν Θεό τους. Ο φωτισμός της αλήθειας είχε λάμψει ήδη και στη χώρα τους. Κατάλαβαν ότι ζούσαν μέχρι τότε στο σκοτάδι.
Ήταν τα παιδιά εκείνων που πεισματικά, αιώνες πριν, δείχτηκαν απειθάρχητοι στο άγιο θέλημά του και γεύτηκαν την αδέκαστη δικαιοσύνη του, τις δέκα φοβερές πληγές, τη μόνη γλώσσα που μπορούσαν τότε να καταλάβουν. Ο Κύριος «εν χειρί κραταιά και εν βραχίονι υψηλώ» έκαμε «θαυμάσια μεγάλα» απέναντί τους, μα αυτοί δεν άνοιξαν τα μάτια τους να δούν. Και τελικά ο Κύριος «επάταξε τα πρωτότοκα Αιγύπτου από ανθρώπου έως κτήνους. Εξαπέστειλε σημεία και τέρατα εν μέσω» της Αιγύπτου, «εν Φαραώ και εν πάσι τοις δούλοις αυτού. Επάταξεν έθνη πολλά και απέκτεινε βασιλείς κραταιούς».
Μα τώρα ο δυνατός Κύριος, βρέφος μικρό, κυνηγημένο, αδύναμο, επισκέπτεται ξανά τη χώρα τους. Ζητάει προστασία φαινομενικά, μα στην ουσία τούς καλεί σε νέα σχέση μαζί του. Έρχεται αδύναμος, για να ωθήσει την πέτρινη καρδιά τους σε κίνηση αγάπης απέναντί του. Και να, που αυτοί δεν κάνουν το λάθος των πατέρων τους. Αναγνωρίζουν ότι «ο υψηλός Θεός επί γης εφάνη ταπεινός άνθρωπος». Και αυτό έγινε αποκλειστικά για χάρη τους. Για να ονομάσει λαό του κι αυτούς, «τον ου λαόν» του.  Αποκρυπτογραφούν στη δική του κίνηση τη γλώσσα της άφατης αγάπης του, που αδυνατούσαν να διαβάσουν οι πατέρες τους.
Η άγνωστη ως τότε προοπτική μιας νέας κτίσης, πάνω στη θέση των αρχαίων πραγμάτων, ανέτελλε ήδη σαγηνευτική, ελπιδοφόρα, υπέροχη, από το βλέμμα του θείου βρέφους. Έβλεπαν τη μητροπάρθενη κόρη να βαστάζει «εν αγκάλαις», χωρίς να φλέγεται, άυλο πυρ, την θεότητα, όπως η άφλεκτος βάτος «πάλαι η εν Σινά». «Νεύματι θεαρχικώ» οδηγημένοι, γνώρισαν όλοι μυστικά και προσκύνησαν «παιδίον νέον, τον προ αιώνων Θεόν».Μια δοξολογική κραυγή υψώθηκε από όλα τα στόματα προς την άχραντη μητέρα του:
-  «Χαίρε, ανόρθωσις των ανθρώπων! Χαίρε, κατάπτωσις των δαιμόνων»!
Η ανύμφευτη νύμφη με τον άφθορο τοκετό της τους πρόσφερε σαρκοφόρο τον Θεό, αποδεικνύοντας απάτη, πλάνη, δόλιο ψεύδος τα είδωλα. Η ομορφιά της, πηγάζοντας έσωθεν, φάνταζε απύθμενη θάλασσα,«ποντίσασα Φαραώ τον νοητόν», όπως η Ερυθρά «πόντω εκάλυψε» τον ιταμό Αιγύπτιο δυνάστη άλλοτε. Στα μάτια τους δεν ήταν πια η εύθραυστη κόρη, αλλά βράχος, η πέτρα που ανέβλυζε ποταμούς «ύδατος ζώντος» για«τους διψώντας την ζωήν», όπως από την άλλη εκείνη πέτρα της ερήμου «ερρύησαν ύδατα και χείμαρροι κατεκλύσθησαν» για τον διψασμένο λαό του Θεού. Το ταπεινό της ανάστημα υψωνόταν τώρα πελώριο, νέος πύρινος στύλος «οδηγών τους εν σκότει», «σκέπη του κόσμου πλατυτέρα νεφέλης». Νέα «γη της επαγγελίας» η Θεοτόκος ανέβλυζε «μέλι και γάλα», «τον άρτον εκ του ουρανού τον αληθινόν», την αθάνατη ζωηφόρα τροφή που διαδέχτηκε «άρτον αγγέλων», το θεόσδοτο μάννα της ερήμου.
Πεσμένος στα γόνατα, προσκυνούσε μαζί τους το θείο βρέφος απ’ την αθέατη κρύπτη του και ο άγνωστος συνταξιδιώτης. Όχι τον ασήμαντο ληστή λοιπόν, αλλά αυτό το βρέφος, τον Βασιλέα των όλων και παντοδύναμο Θεό, κυνηγούσε απεγνωσμένα και ανόητα ο Ηρώδης. Έταξε τότε ο ληστής ενδόμυχα με ζέση, να μην εγκαταλείψει ποτέ τον Βασιλέα του, να συνταξιδεύει ισόβια μαζί του μυστικά. Και τέτοιος άνεμος χαράς τον συνεπήρε, που έλειωνε μέσα του, ριγούσε σαν του
Ἀντιύλη
Ἱ. Ν. Ἁγ. Βασιλείου, 481 00  Πρέβεζα
Τηλ. 26820 23075 / 25861 / 697-280.9268
μικρού παιδιού η σκληροτράχηλη καρδιά του.
Έστρεψε γελαστό το βρέφος τη ματιά του στον κρυφό του ακόλουθο, «φως ιλαρόν», αχτιδοβόλο, έπεμψε πάνω του.
Πρώτος, καλόδεχτος στον ουρανό, ακόμα κι ο ληστής που δέχεται με την καρδιά μικρού παιδιού τη Βασιλεία του Θεού!
Χριστούγεννα 2017

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...