Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Δημήτριος Μπόκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Δημήτριος Μπόκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Ιανουαρίου 02, 2023

Ο ΣΩΣΤΟΣ ΧΡΟΝΟΣ

 

Του π. Δ. Μπόκου / Πέρα από το άτομο

Ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι: «Τὸ ρόδον ἀκμάζει βαιὸν χρόνον» (ἀνθίζει γιὰ πολὺ λίγο χρόνο). Ἂν ὅμως τὸ ψάχνεις μετὰ τὴν περίοδο τῆς ἀνθοφορίας του, «εὑρήσεις οὐ ρόδον, ἀλλὰ βάτον». Θὰ βρεῖς μόνο τὰ ἀγκάθια τῆς τριανταφυλλιᾶς.

Τί μᾶς λέει τὸ σοφὸ γνωμικό; Ὅτι ὁ χρόνος δὲν μᾶς περιμένει. Γιὰ νὰ κάνουμε κάτι, πρέπει νὰ τὸ κάνουμε στὸν καιρό του. «Καιρὸς παντὶ πράγματι ὑπὸ τὸν οὐρανόν». Γιὰ κάθε πράγμα ὑπάρχει ὁ σωστὸς χρόνος. «Τοῖς πᾶσι χρόνος». Ὑπάρχει καιρὸς τῆς σπορᾶς καὶ καιρὸς τοῦ θερισμοῦ. Δὲν μποροῦμε νὰ τοὺς ἀντιστρέψουμε. Δὲν γίνεται στὸν καιρὸ τῆς σπορᾶς νὰ πᾶμε γιὰ θερισμὸ καὶ στὸν καιρὸ τοῦ θερισμοῦ νὰ σπέρνουμε. Ἂν περάσει ὁ καιρὸς τῆς σπορᾶς καὶ ὁ γεωργὸς ἀμελήσει καὶ βαρεθεῖ νὰ σπείρει, δὲν θὰ ἔχει σοδειά. «Ὀχτώβρης καὶ δὲν ἔσπειρες, σιτάρι λίγο θά ’χεις».

Ὥστε λοιπὸν χρειάζεται σωστὴ ἀξιοποίηση τοῦ χρόνου. Ὅταν τὸν ἀφήνουμε καὶ φεύγει ἄσκοπα, ὅταν σκοτώνουμε τὸν χρόνο μας καὶ τρέχουμε στὸ τέλος νὰ τὰ προλάβουμε ὅλα, δὲν θὰ πηγαίνει τίποτε καλά. Ὅλα θὰ πηγαίνουν ἀνάποδα. Ἐπειδὴ θὰ γίνονται παράκαιρα. Ἔξω ἀπ’ τὴν κανονική τους στιγμή. Καὶ μερικὰ δὲν θὰ μποροῦν νὰ πραγματοποιηθοῦν καθόλου. Ὁ χρόνος τρέχει ἀμείλικτος. Λέει ὅμως κάποιος: «Τὰ ἄσχημα νέα εἶναι ὅτι ὁ χρόνος πετάει. Τὰ καλὰ νέα εἶναι ὅτι ἐσὺ εἶσαι ὁ πιλότος».

Ἐδῶ λοιπὸν βρίσκεται τὸ κλειδὶ τοῦ προβλήματος. Πόσες φορὲς λέμε: Μὰ πότε πέρασε ἡ ὥρα; Πότε πέρασε ὁ χρόνος; Πότε πέρασε ἡ ζωή μου; Λέει ὅμως ἕνας ξένος συγγραφέας: «Ποτὲ μὴ λὲς ὅτι δὲν ἔχεις ἀρκετὸ χρόνο. Ἔχεις ἀκριβῶς τὸν ἴδιο ἀριθμὸ ὡρῶν ἀνὰ ἡμέρα ποὺ διέθεταν ὁ Παστέρ, ὁ Μιχαὴλ Ἄγγελος, ἡ Μητέρα Τερέζα, ὁ Λεονάρντο Ντὰ Βίντσι, ὁ Τόμας Τζέφερσον καὶ ὁ Ἀινστάιν» (H. Jackson Brown).

Μᾶς δόθηκε λοιπὸν ἀρκετὸς χρόνος. Τὸ θέμα εἶναι ἂν τὸν χρησιμοποιοῦμε ἐπωφελῶς, γιατὶ λέει πάλι ὁ Ρωμαῖος ἱστορικὸς Τάκιτος: «Ἐὰν ἐξετάζετε τὴν κάθε μέρα χωριστά, θὰ διαπιστώσετε πὼς δὲν ὑπάρχει ἡμέρα ποὺ νὰ μὴν εἶναι γεμάτη. Ἑνῶστε τις καὶ θὰ ἐκπλαγεῖτε βλέποντας πόσο κενὲς εἶναι». Μπορεῖ νὰ εἶναι γεμάτος ἀπασχόληση ὁ χρόνος μας, νὰ μᾶς δίνει τὴν ψευδαίσθηση πὼς δὲν ἔχουμε καιρὸ γιὰ τίποτε καὶ ὅμως τὸ τελικὸ ἐπίτευγμα μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς νὰ εἶναι ἕνα τεράστιο κενό. Τί τραγικό!

Τὸ θέμα δὲν εἶναι ἂν τρέχει ὁ χρόνος, πράγμα ποὺ δὲν εἶναι στὸ χέρι μας ν’ ἀλλάξει, ἀλλὰ τὸ τί κάνουμε ἐμεῖς στὴ ροὴ αὐτὴ τοῦ χρόνου. Ὁ Κύριος μᾶς προειδοποιεῖ, ὅτι ὁ χρόνος δὲν εἶναι πάντοτε ὁ ἴδιος. Οἱ καιροὶ ἀλλάζουν. Μετὰ τὴν ἡμέρα ἔρχεται ἡ νύχτα, κατὰ τὴν ὁποία «οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι… Περιπατεῖτε ἕως τὸ φῶς ἔχετε, ἵνα μὴ σκοτία ὑμᾶς καταλάβῃ· καὶ ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει» (Ἰω. 9, 4. 12, 35). Ἂν δὲν γίνουν στὸν καιρὸ ποὺ πρέπει τὰ ἔργα μας, θὰ ζημιωθοῦμε. Καὶ ἂν μὲν πρόκειται γιὰ πράγματα τῆς ζωῆς αὐτῆς, ἴσως λίγο τὸ κακό. Ἂν ὅμως πρόκειται γιὰ πράγματα ποὺ ἀφοροῦν τὴν ψυχή μας καὶ τὴ μέλλουσα ζωή, τὸ κακὸ ἴσως γίνει ἀνεπανόρθωτο. Ἡ βλάβη «ἀνήκεστος», μὴ ἀναστρέψιμη.

Μᾶς τὸ θυμίζει κι αὐτὸ ὁ Κύριός μας, ὅταν μιλάει γιὰ κάποιον πλούσιο, ποὺ ὅσο ἔκαιγε τὸ καντηλάκι τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, γλεντοῦσε μόνο ἀνόητα, ἀντὶ νὰ ἐργάζεται πνευματικά. Ὅταν ὅμως βρέθηκε στὴ ζοφερὴ νύχτα τοῦ ἅδη, θρηνοῦσε ἀνόνητα, μετανοοῦσε ἀνώφελα. Ἐπειδὴ ὁ καιρὸς τῆς μετάνοιας εἶχε παρέλθει. Τὰ ρόδα εἶχαν πλέον μαραθεῖ. Στὴν τριανταφυλλιὰ εἶχαν μείνει μόνο τὰ ἀγκάθια.

Τὸ ἀεροσκάφος πετάει, μὰ τὸ πηδάλιο εἶναι στὰ χέρια τοῦ πιλότου. Καὶ στὸν χρόνο μας κουμάντο κάνουμε ἐμεῖς.

(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 462, Ἰαν. 2022)

Τρίτη, Δεκεμβρίου 26, 2017

Ο άγνωστος συνταξιδιώτης

Αποτέλεσμα εικόνας για εικονα χριστουγεννων

Χριστουγεννιάτικες στορίες, ἀρ. 17

π. Δημητρίου Μπόκου
«Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον» (Ματθ. 2, 13)
Έκοψε το γρήγορο τρεχαλητό του, καθώς στο εξασκημένο αυτί του έφτασε χαρούμενο μουρμουρητό τρεχούμενου νερού. Χώθηκε στα χαμόκλαδα αναζητώντας με λαχτάρα την πηγή.

Ήπιε λαίμαργα, βρέχοντας ηδονικά τα φλογισμένα χείλη του. Γέμισε το απλόχερό του και έριξε το δροσερό νερό στο κάθιδρο, ξαναμμένο πρόσωπό του, ενώ το βλέμμα του αγριεμένο δεν έπαυε στιγμή να στρέφεται πίσω ερευνώντας επίμονα. Πώς έγινε να ξεφυτρώσουν ξαφνικά στην περιοχή του τόσοι στρατιώτες;
Ήταν γνωστός κακοποιός και επικηρυγμένος βέβαια. Ποτέ του δεν ησύχαζε. Μα απόφευγε πάντα τις κακοτοπιές και τα κατάφερνε πολύ καλά να ξεγλιστρά στα επικίνδυνα συναπαντήματα. Από τον φόβο της καταδίωξης ο ύπνος του δεν ήταν ποτέ ήρεμος, βαθύς, ειρηνικός. Ή μήπως να ’ταν τα μαστιγώματα της βαρυφορτωμένης του συνείδησης, που δεν τον άφηναν λεπτό να ησυχάσει;
Μα τί ωστόσο άλλαξε κι ολόκληρος στρατός ερχόταν καταπάνω του; Δεν του είχε ξανασυμβεί να αναμετρηθεί με τόσο πλήθος. Από όσο ήξερε, βρισκόταν μες στη σφαίρα επιρροής του ανελέητου Ηρώδη. Δικό του σχέδιο θα ήταν σίγουρα και τούτη η επιχείρηση. Τον τύλιξε βαθειά ανησυχία. Βάλθηκαν μήπως να τελειώνουν μια και καλή μαζί του;
Ξαναπήρε με βιάση τον ανήφορο, φροντίζοντας να κρύβεται καλά στους θάμνους και τα βράχια. Στη βάση του λοφίσκου χαμηλά, ασπίδες, κράνη και σπαθιά άστραφταν στον μεσημεριάτικο ήλιο. Η φάλαγγα των διωκτών συνέχιζε ακάθεκτη. Μα πώς έγινε μια τέτοια ανατροπή;
Ερχόταν να ληστέψει το μικρό χωριό. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής. Ο φοβερός ληστής που έτρεμαν οι πάντες στο άκουσμά του. Που δεν ήξερε τί θα πει έλεος για τα θύματά του. Και να που τώρα βρίσκεται κυνηγημένος αναπάντεχα, με ολόκληρο στράτευμα να επελαύνει πίσω του. Ήταν το τελευταίο που περίμενε να συναντήσει εδώ. Από διώκτης να βρεθεί διωκόμενος. Από θηρευτής θήραμα. Μα πώς βρέθηκαν ξοπίσω του; Πώς τον εντόπισαν, τη στιγμή που φρόντιζε προσεκτικά να μην αφήνει ίχνη πουθενά;
Δρασκέλισε την κορφή του λόφου και λοξοδρόμησε για να παρακάμψει το χωριό που απλωνόταν στην πλαγιά. Στρέφοντας πίσω του ξανά, είδε τους στρατιώτες να κατηφορίζουν και να σκορπίζουν στους δρόμους του οικισμού. Δεν τον πήραν είδηση. Κρύφτηκε πίσω απ’ τον μεγαλύτερο βράχο και σκαρφάλωσε προσεκτικά στην κορφή του. Από εκεί, χωρίς να φαίνεται, είχε την πλήρη εποπτεία της μικρής κοιλάδας.
Θα τον έψαχναν τώρα από σπίτι σε σπίτι. Θα έπαιρνε λιγάκι χρόνο αυτό. Μπορούσε να ανασάνει μια στιγμή. Η πανοπλία του τον βάραινε. Έγειρε στη σκιά του βράχου για μια λιγόλεπτη ανάπαυση. Μα σχεδόν αμέσως δυνατές φωνές ακούστηκαν απ’ το χωριό. Γυναικείες κραυγές και κλάματα παιδιών έσμιξαν με άγριες αντρικές φωνές. Θρήνοι γοεροί υψώθηκαν τελικά από παντού, πνίγοντας σιγά-σιγά ανάμεσά τους κάθε άλλη οχλοβοή.
Τινάχτηκε απορημένος ο ληστής, σκαρφάλωσε στου βράχου την κορφή ξανά. Μα σαν αντίκρυσε το θέαμα μπροστά του, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Τί ήταν πάλι τούτο; Απ’ όλες τις γωνιές πετάγονταν τρέχοντας με τα μωρά στην αγκαλιά τρομαγμένες μητέρες. Πίσω τους στρατιώτες με γυμνά σπαθιά τις κυνηγούσαν. Κι όταν τις έφταναν, αντί γι’ αυτές, άρπαζαν και σκότωναν τα νήπια. Μα αυτό κι αν ήταν απίστευτο! Από πότε τα βρέφη έγιναν απειλή για τον Ηρώδη; Ποια επιβουλή διέβλεπε σ’ αυτά για την εξουσία του; Ποιον επικίνδυνο «ύποπτο» καταζητούσε ανάμεσά τους; Κάποιον ίσως μελλοντικό βασιλιά; Αντί να βρει εξήγηση ο ληστής, μπερδεύτηκε περισσότερο. Το μόνο που κατάλαβε ήταν πως η τόση εκστρατεία στόχευε τελικά αλλού. Δεν ήταν αυτός στο στόχαστρο. Προσωρινά τουλάχιστον, μπορούσε να χαλαρώσει.
Απ’ την κρυψώνα του παρακολουθούσε με ασφάλεια την εξέλιξη. Και να! Ερχόταν τώρα προς το μέρος του, τρικλίζοντας μάλλον παρά τρέχοντας, μια έξαλλη μητέρα, με το βρέφος της στην αγκαλιά της. Μα η γριά Ελισάβετ είχε μετρημένες τις δυνάμεις της. Οι στρατιώτες την πλησίαζαν με γρηγοράδα. Κι ερχόντουσαν ίσια καταπάνω του. Ο ληστής τα χρειάστηκε. Πήδηξε κάτω, πίσω από τον βράχο κι έτρεξε γοργά προς το πλάι, δρασκελίζοντας σκυφτά πέτρες και χαμόκλαδα, να βγει απ’ την ακτίνα καταδίωξης.
Μα καθώς έβλεπε τους στρατιώτες να πλησιάζουν επικίνδυνα την άτυχη μάνα, κάτι σάλεψε μέσα του. Άρπαξε αστραπιαία το τόξο του, πέρασε γρήγορα ένα βέλος και σημάδεψε. Μα στη στιγμή το χαμήλωσε. Τί πήγαινε να κάνει; Τί ελπίδες μπορούσε να έχει απέναντι σε τόσους στρατιώτες; Θα ’ταν σίγουρα αυτοκτονία ν’ αναμετρηθεί με τόσο στράτευμα. Το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να προδώσει τη θέση του. Ελεεινολόγησε τον εαυτό του. Τί τον έπιασε τώρα; Αυτός, ο φοβερός λήσταρχος που έφαγε κόσμο και κοσμάκη δίχως έλεος, να προδοθεί έτσι, στα καλά καθούμενα, από ανόητα αισθήματα!
-Τα ’χω χάσει για τα καλά! μουρμούρισε ταραγμένος, βρίζοντας με θυμό τον εαυτό του.
Μα ό,τι ακολούθησε τον τάραξε ακόμα περισσότερο. Ο πρώτος στρατιώτης είχε φτάσει σχεδόν την ταλαίπωρη γραία, που σερνόταν αποκαμωμένη από τον τρόμο και την κόπωση. Ο βράχος που προστάτευε νωρίτερα τον ληστή, υψωνόταν βουνό μπροστά της και της έκοβε τον δρόμο. Ο στρατιώτης αμείλικτος άπλωσε το στιβαρό χέρι του να αποσπάσει το τρυφερό βρέφος από τη μητρική αγκαλιά. Στο άλλο χέρι του έσταζε γυμνό το ματωμένο ξίφος του. Ήταν φανερό το τί θα επακολουθούσε. Την ύστατη εκείνη στιγμή η τραγική μάνα ύψωσε χέρια και μάτια ψηλά και έκραξε γεμάτη αγωνία:
-Σώσε μας, Κύριε! Έδωσες υπόσχεση γι’ αυτό το παιδί!
Ο τεράστιος βράχος που έφραζε τον δρόμο της, άνοιξε αυτοστιγμεί στα δυο. Μάνα και γιος βρέθηκαν στην αγκαλιά του και τα δυο του κομμάτια ξανάκλεισαν ακαριαία. Ο στρατιώτης εμβρόντητος έβγαλε δυνατή κραυγή τρόμου και έκαμε άλμα προς τα πίσω, σαν να τον έσπρωξε αόρατη δύναμη. Κοκκάλωσε στον τόπο του κι έμεινε να κοιτάζει ενεός, αδυνατώντας να συλλάβει το τί μόλις παίχτηκε μπροστά του.
Μα και ο ληστής αναπήδησε και τα μάτια του πετάχτηκαν από τις κόγχες τους. Μόνο που δεν σάλεψαν τα λογικά του. Ακούσια στρατιώτης και ληστής, έγιναν ταυτόχρονα αυτόπτες μάρτυρες, ότι ο Ύψιστος την ημέρα εκείνη «επορεύθη εις την ορεινήν μετά σπουδής, εις πόλιν Ιούδα» και ήλθε «βοηθός και σκεπαστής εις σωτηρίαν» του αδύναμου βρέφους. Υπακούοντας στην εντολή Εκείνου που είχε τη δύναμη να «οπλοποιήσει την κτίσιν εις άμυναν εχθρών», ο σκληρός γρανίτης θα προστάτευε το εύθραυστο βρέφος. Γιατί το βρέφος της Ελισάβετ μόνο τυχαίο δεν ήταν. Είχε αποστολή. Ήταν ο εκλεκτός του Κυρίου πρόδρομος.
Ο Ηρώδης δεν άργησε να λάβει αναφορά για τα γενόμενα. Κατάλαβε πως το θεόσωστο εκείνο βρέφος δεν ήταν σαν τα υπόλοιπα. Σχετιζόταν σίγουρα με ό,τι τόσο έντονα απασχολούσε τον ίδιο. Να ήταν άραγε ο «καταζητούμενός» του; Ο μελλοντικός βασιλιάς; Ή μήπως ο κρίκος που θα τον οδηγούσε σ’ αυτόν; Αναζήτησε αμέσως τον πατέρα του. Ο γηραιός προφήτης Ζαχαρίας εκτελούσε στον ναό του Υψίστου την τάξη «της εφημερίας αυτού έναντι του Θεού». Οι στρατιώτες ζήτησαν να τους αποκαλύψει πού βρίσκεται κρυμμένος ο γιος του. Όμως εκείνος απάντησε πως δεν γνώριζε κάτι, αφού δεν βρισκόταν «εις τον οίκον αυτού, …εν τη ορεινή της Ιουδαίας», αλλά στα Ιεροσόλυμα περιμένοντας να συμπληρωθούν «αι ημέραι της λειτουργίας αυτού». Μα η απάνθρωπη καχυποψία του Ηρώδη δεν κάμφθηκε. Έδωσε εντολή να σφαγιασθεί ο προφήτης, πράγμα που έγινε αμέσως εκεί, στον άγιο τόπο του θείου θυσιαστηρίου. Ο Ζαχαρίας, σε αντίθεση με τον μικρό του γιο, είχε επιτελέσει την αποστολή του. Είχε φτάσει στο τέλος του δρόμου του.
Άγγελοι του Θεού έφεραν την αγία του ψυχή ενώπιον του θρόνου του Βασιλέως του μεγάλου, της έδωσαν θέση «υποκάτω του θυσιαστηρίου». Εκεί που οι ψυχές όλων «των εσφαγμένων διά τον λόγον του Θεού και διά την μαρτυρίαν του αρνίου», ντυμένες λευκές στολές, αναπαύονται και περιμένουν «έτι χρόνον μικρόν, έως πληρώσωσι και οι σύνδουλοι αυτών και οι αδελφοί αυτών οι μέλλοντες αποκτέννεσθαι ως και αυτοί».Μάζεψαν ευλαβικά το αίμα του και το έσμιξαν, μέσα σε ολόχρυση φιάλη, με το «αίμα αγίων και προφητών»,ώστε ενώπιον «του καθημένου επί του θρόνου» να βρίσκεται διαρκώς «παν αίμα δίκαιον εκχυνόμενον επί της γης από του αίματος Άβελ του δικαίου έως του αίματος Ζαχαρίου, υιού Βαραχίου», που μόλις είχε άδικα φονευτεί «μεταξύ του ναού και του θυσιαστηρίου».
Τα απρόσμενα γεγονότα συντάραξαν και έριξαν σε βαθειά συλλογή τον ληστή. Γιατί τόσο μένος απέναντι στα άκακα βρέφη; Όσο κι αν έξυσε με αμηχανία το κεφάλι του, το απλοϊκό του μυαλό δεν μπόρεσε να βρει την άκρη. Γι’ αυτό και έκρινε σωστό να δείξει φρόνηση. Γιατί να διακινδυνεύει σε μέρη τόσο επικίνδυνα; Καλύτερα να βγει από τα όρια της επιρροής του στρατού του Ηρώδη. Και πού αλλού θα εύρισκε καλύτερη ασφάλεια και ησυχία από τις αχανείς ερήμους του νότου, προς Αίγυπτο μεριά, όπου κάθε κατατρεγμένος εύρισκε από αιώνες καταφύγιο!
Ακολουθώντας λοιπόν την πάγια πεπατημένη βρέθηκε να πορεύεται κι αυτός μέρες αργότερα «κατά μεσημβρίαν επί την οδόν την καταβαίνουσαν από Ιερουσαλήμ εις Γάζαν». Στις έρημες καυτές περιοχές με την ελάχιστη βλάστηση, ακόμα και για έναν ρωμαλέο άντρα σαν αυτόν, η πορεία ήταν πάντα επίπονη. Μα ωστόσο ήταν τέλεια εξασκημένος στην κάθε κακουχία. Και γνώριζε να εφοδιάζεται καλά με την απαιτούμενη εφεδρεία. Όσο για τους κακοποιούς που καθ’ οδόν ενέδρευαν, όντας φόβητρο αυτός, αρματωμένος σαν αστακός, τον φοβόντουσαν αντί να τους φοβάται. Δεν περνούσε άλλωστε άγνωστα μέρη. Πολλές φορές είχε αναζητήσει καταφύγιο στις αφιλόξενες εκείνες ερημιές. Δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα. Κανόνιζε την πορεία του με βάση τις λιγοστές μα τόσο απαραίτητες πηγές, που γνώριζε καλά τη θέση τους.
Ο ήλιος είχε ανεβεί ψηλά μεταβάλλοντας την έρημο σε φλόγα, όταν ο ληστής αραξοβόλησε στην πρώτη δροσερή όαση. Μια πράσινη συστάδα δέντρων έριχνε την πολυπόθητη σκιά της γύρω από την πηγή, που ανέβλυζε πλούσια και ξαναχάριζε τη ζωογόνα φλέβα της στη διψασμένη γη. Δροσίστηκε, πλύθηκε, τίναξε τη σκόνη που είχε σκεπάσει τα ρούχα και την πανοπλία του.
Ξεκουραζόταν ακόμα στην απολαυστική σκιά, όταν στο βάθος του δρόμου παρατήρησε κίνηση. Μια συνοδεία πλησίαζε αργά μέσα στην πνικτική λαύρα της ερήμου. Κρύφτηκε γρήγορα στην πυκνή συστάδα και παραμόνευε προσεκτικά. Η συνοδεία, ιδιαίτερα μικρή -ένας σεβάσμιος πρεσβύτης, ένας μεσόκοπος άντρας, ένα νεαρό κορίτσι πάνω σε γαϊδουράκι με το μωρό της αγκαλιά- ήρθε κατ’ ευθείαν και πέζεψε στην πηγή. Ο ληστής τούς ζύγισε με μια και μόνο ματιά. Ήταν παιχνιδάκι γι’ αυτόν να τους βάλει στο χέρι του.
Ο μεσόκοπος, που τον φώναζαν Ιάκωβο και ήταν ο μεγάλος γιος του πρεσβύτη, βοήθησε τη νεαρή μητέρα να κατέβει. Έφερε νερό απ’ την πηγή και τους έδωσε να πιουν, πότισε και το διψασμένο ζώο. Άνοιξε το σακούλι του και έβγαλε τις λιγοστές τους προμήθειες.
-  Ελάτε, πατέρα! είπε μόνο.
Έφαγαν το λιτό φαγητό τους και η νεαρή μητέρα σηκώθηκε. Κατέβηκε στην πηγή και έπλυνε τα σπάργανα του μωρού της. Τα άπλωσε παραπέρα σε μια μεγάλη πέτρα, να στεγνώσουν στον ήλιο. Ο ληστής δεν έχανε κίνηση. Ετοιμαζόταν για την εξόρμησή του. Δεν χαριζόταν σε κανέναν. Η ληστεία ήταν η μόνη δουλειά που ήξερε για να ζει. Μα καθώς η ανύποπτη κόρη γύρισε προς το μέρος του, αντικρύζοντας το πρόσωπό της ο ληστής, καθηλώθηκε. Εντυπωσιάστηκε βαθιά. Τέτοια μορφή με τόση χάρη δεν είχε ξαναδεί ποτέ. Το πρόσωπό της, παιδικό σχεδόν, αχτιδοβολούσε παρθενική ανέγγιχτη ομορφιά. Φως υπερκόσμιο ξεχυνόταν, θεϊκό, απ’ το καλοσυνάτο βλέμμα της. Φάνταζε «περιβεβλημένη τον ήλιον και η σελήνη υποκάτω των ποδών αυτής». Μα ποια ήταν η κόρη αυτή, που έσταζε δροσιά σαν την αυγή;«Η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος»;
Η νεαρή μητέρα με ελαφρές κινήσεις πήρε το βρέφος στην αγκαλιά της. Έσκυψε, ακούμπησε απαλά το μάγουλό της στο πρόσωπό του, το φίλησε γλυκά. Βλέποντας το βρέφος και τη γλυκοφιλούσα μητέρα ο ληστής, ξέχασε τα σχέδιά του εντελώς. Έμεινε μόνο να παρατηρεί ασάλευτος, χωρίς αίσθηση τόπου και χρόνου. Το φωτεινό χαμόγελο του βρέφους και η απέραντη αγάπη που αντιφέγγιζε στο παιδικό ακόμα βλέμμα της μάνας, κάτι πρωτόγνωρο γέννησαν μέσα του. Ένοιωσε ανάλαφρος. Μια παραδεισιακή γλυκύτητα εισχώρησε στην καρδιά του, ανοίγοντας βαθειά ρωγμή στη γρανιτένια σκληράδα της. Τα πυκνά κλαδιά τον έκρυβαν κι όμως είχε την αίσθηση πως το βρέφος εκείνο, χωρίς να τον κοιτάζει, τον έβλεπε. Αισθανόταν γυμνός μπρος στο βλέμμα του και ήθελε να κρυφτεί, σαν τον πρωτόπλαστο μες στην Εδέμ μετά την παρακοή. Μα ταυτόχρονα μια έλξη μυστική τον τραβούσε προς το βρέφος και τη μητέρα του. Μια πρωτόφαντη μαγευτική έκσταση, παντελώς άγνωστη μέχρι τότε, αιχμαλώτιζε την καρδιά του.
Διαισθανόταν σχέση μυστική ανάμεσα στο βρέφος αυτό και σε εκείνο που θαυματουργικά σώθηκε απ’ τη σφαγή στην ορεινή της Ιουδαίας. Μυστικό νήμα ένωνε τις ζωές τους με τρόπο ανερμήνευτο. Θαυμαστό εκείνο, μα ετούτο πανθαύμαστο! Εκείνο λύχνος προδρομικός, ετούτο ήλιος ολοφώτεινος! Η βαθειά τους επιρροή αλλοίωνε τώρα και τη δική του ζωή. Η σκέψη του έπαιρνε δρόμους διαφορετικούς. Αυτός που δεν λογάριασε ποτέ την ανθρώπινη ζωή, ένοιωθε, για πρώτη φορά, πως δεν θα μπορούσε ποτέ να βλάψει τη μητέρα τούτη και το βρέφος της. Για πρώτη φορά πλημμύριζε από διάθεση να τους προστατεύσει. Για πρώτη φορά αισθάνθηκε την ανάγκη κι ευχήθηκε να ήταν κι αυτός καλός. Ένοιωσε ξαφνικά πως έχει τη δύναμη να αγαπήσει κι αυτός. Και τί παράξενο! Δεν νόμιζε πια αδυναμία την αγάπη. Το να ζει για το καλό, του φαινόταν τώρα υπέροχος σκοπός. Η ζωή του άλλαζε απρόσμενα. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό του!
Η μικρή συνοδεία συνέχισε τον δρόμο της. Βάδιζε για μέρες στους έρημους δρόμους, μα δεν ήταν πια μόνη. Κρυμμένος προσεκτικά πίσω τους, ακολουθούσε ένας άγνωστος συνταξιδιώτης. Ο ληστής τους πήρε κατά πόδι. Χωρίς να του το ζητήσει κανείς, αυτοανακηρύχτηκε μυστικά προσωπικός τους φρουρός. Γιατί το έκανε; Παραξενευόταν και ο ίδιος. Και τί δεν είδαν όμως τα μάτια του, στην παράξενη τούτη αποστολή του! Τα γεγονότα τον πήγαιναν από έκπληξη σε έκπληξη.
Θηρία τους πλησίαζαν, λέοντες και παρδάλεις, μα αντί να τους κατασπαράξουν, σέρνονταν σαν πιστά σκυλάκια στα πόδια τους, προσκυνούσαν υπάκουα κι έφευγαν. Φοβεροί ληστές πετάγονταν μπροστά τους, μα αντί να τους πειράζουν, γονάτιζαν μπροστά τους ταπεινά και φιλούσαν τα ίχνη τους στο χώμα, χωρίς να αγγίζουν ούτε τρίχα τους. Κι όπου πατούσαν τα ευλογημένα πόδια τους, φύτρωναν αμέσως σε μια ατέλειωτη σειρά πίσω τους ευωδιαστά πολύχρωμα λουλούδια. Πανύψηλοι φοίνικες λύγιζαν τις φορτωμένες τους κορφές, αποθέτοντας μπρος τους ώριμους γλυκύτατους καρπούς. Σε κάθε πηγή που σταματούσαν να δροσιστούν και να ξεκουραστούν, τα δέντρα έγερναν και τους προσκυνούσαν ευλαβικά.
Ο ληστής ακολουθούσε, παρακολουθούσε, αλλοιωνόταν. Κρυβόταν επιδέξια, μα ωστόσο αναρωτιόταν: Συνταξίδευε κρυμμένος μαζί τους, μα τους ήταν άραγε ακόμα άγνωστος; Είχε την αίσθηση πως του μικρού εκείνου βρέφους η ματιά δεν έφευγε από πάνω του, με όση φροντίδα κι αν έκρυβε τον εαυτό του. Πως το γλυκό του χαμόγελο προοριζόταν γι’ αυτόν. Κι όταν στην αγκαλιά της μάνας του κουνούσε στον αέρα τα μικρά του χέρια, νόμιζε πως ένευε προς το μέρος του, πως τον καλούσε μυστικά κοντά του.
Ο χρόνος υποτάχτηκε κι αυτός στην ακατανίκητη επιρροή του μυστηριώδους βρέφους. Οι μέρες του ταξιδιού ανεξήγητα συντομεύτηκαν. Ο ληστής τις μέτραγε, μα δεν κατάλαβε πότε βρέθηκαν κιόλας στα πρόθυρα της Θηβαΐδας, στην Ερμούπολη της Μέσης Αιγύπτου. Η θεϊκή συνοδεία δροσίστηκε για τελευταία φορά κάτω απ’ τη σκιά μιας περσικής τεράστιας μηλιάς, που λύγισε την κορφή της ως τη γη, για να τους υποδεχτεί και αυτή θεοπρεπώς. Ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων φάνηκε να έρχεται απ’ τη μεριά της πόλης. Ο ληστής τα χρειάστηκε. Τί ήθελαν όλοι αυτοί; Ποιες ήταν οι προθέσεις τους; Οχυρώθηκε αθέατος και έπιασε τα όπλα του. Θα υπερασπιζόταν το θεϊκό βρέφος και τηλοχεύουσα κόρη. Δεν φοβόταν πια να πεθάνει γι’ αυτούς.
Μα δεν χρειάστηκε. Οι άνθρωποι ήρθαν να τους αναγγείλουν συνταρακτικά νέα. Είπαν ότι κατάλαβαν τον ερχομό τους, γιατί έγινε στον τόπο τους την προηγούμενη νύχτα μια παράξενη καταστροφή. Τα είδωλα σ’ όλους τους ναούς τους έπεσαν και συντρίφτηκαν με φοβερό πάταγο στη γη. Και το απροσδόκητο αυτό γεγονός μια εξήγηση μόνο μπορούσε να έχει γι’ αυτούς: Πως ήλθε στη χώρα τους ένας μεγάλος, ανίκητος, μοναδικός, αληθινός Θεός. Που εμπρός του οι θεοί-δαιμόνια των εθνών δεν είχαν τόπο να σταθούν. Και οι άνθρωποι αυτοί, λυτρωμένοι πλέον από τη στυγερή καταδυνάστευσή τους, βγήκαν σε αναζήτηση αυτού του παντοδύναμου Θεού. Για να τον υποδεχθούν. Να τον προσκυνήσουν. Να τον κάμουν Θεό τους. Ο φωτισμός της αλήθειας είχε λάμψει ήδη και στη χώρα τους. Κατάλαβαν ότι ζούσαν μέχρι τότε στο σκοτάδι.
Ήταν τα παιδιά εκείνων που πεισματικά, αιώνες πριν, δείχτηκαν απειθάρχητοι στο άγιο θέλημά του και γεύτηκαν την αδέκαστη δικαιοσύνη του, τις δέκα φοβερές πληγές, τη μόνη γλώσσα που μπορούσαν τότε να καταλάβουν. Ο Κύριος «εν χειρί κραταιά και εν βραχίονι υψηλώ» έκαμε «θαυμάσια μεγάλα» απέναντί τους, μα αυτοί δεν άνοιξαν τα μάτια τους να δούν. Και τελικά ο Κύριος «επάταξε τα πρωτότοκα Αιγύπτου από ανθρώπου έως κτήνους. Εξαπέστειλε σημεία και τέρατα εν μέσω» της Αιγύπτου, «εν Φαραώ και εν πάσι τοις δούλοις αυτού. Επάταξεν έθνη πολλά και απέκτεινε βασιλείς κραταιούς».
Μα τώρα ο δυνατός Κύριος, βρέφος μικρό, κυνηγημένο, αδύναμο, επισκέπτεται ξανά τη χώρα τους. Ζητάει προστασία φαινομενικά, μα στην ουσία τούς καλεί σε νέα σχέση μαζί του. Έρχεται αδύναμος, για να ωθήσει την πέτρινη καρδιά τους σε κίνηση αγάπης απέναντί του. Και να, που αυτοί δεν κάνουν το λάθος των πατέρων τους. Αναγνωρίζουν ότι «ο υψηλός Θεός επί γης εφάνη ταπεινός άνθρωπος». Και αυτό έγινε αποκλειστικά για χάρη τους. Για να ονομάσει λαό του κι αυτούς, «τον ου λαόν» του.  Αποκρυπτογραφούν στη δική του κίνηση τη γλώσσα της άφατης αγάπης του, που αδυνατούσαν να διαβάσουν οι πατέρες τους.
Η άγνωστη ως τότε προοπτική μιας νέας κτίσης, πάνω στη θέση των αρχαίων πραγμάτων, ανέτελλε ήδη σαγηνευτική, ελπιδοφόρα, υπέροχη, από το βλέμμα του θείου βρέφους. Έβλεπαν τη μητροπάρθενη κόρη να βαστάζει «εν αγκάλαις», χωρίς να φλέγεται, άυλο πυρ, την θεότητα, όπως η άφλεκτος βάτος «πάλαι η εν Σινά». «Νεύματι θεαρχικώ» οδηγημένοι, γνώρισαν όλοι μυστικά και προσκύνησαν «παιδίον νέον, τον προ αιώνων Θεόν».Μια δοξολογική κραυγή υψώθηκε από όλα τα στόματα προς την άχραντη μητέρα του:
-  «Χαίρε, ανόρθωσις των ανθρώπων! Χαίρε, κατάπτωσις των δαιμόνων»!
Η ανύμφευτη νύμφη με τον άφθορο τοκετό της τους πρόσφερε σαρκοφόρο τον Θεό, αποδεικνύοντας απάτη, πλάνη, δόλιο ψεύδος τα είδωλα. Η ομορφιά της, πηγάζοντας έσωθεν, φάνταζε απύθμενη θάλασσα,«ποντίσασα Φαραώ τον νοητόν», όπως η Ερυθρά «πόντω εκάλυψε» τον ιταμό Αιγύπτιο δυνάστη άλλοτε. Στα μάτια τους δεν ήταν πια η εύθραυστη κόρη, αλλά βράχος, η πέτρα που ανέβλυζε ποταμούς «ύδατος ζώντος» για«τους διψώντας την ζωήν», όπως από την άλλη εκείνη πέτρα της ερήμου «ερρύησαν ύδατα και χείμαρροι κατεκλύσθησαν» για τον διψασμένο λαό του Θεού. Το ταπεινό της ανάστημα υψωνόταν τώρα πελώριο, νέος πύρινος στύλος «οδηγών τους εν σκότει», «σκέπη του κόσμου πλατυτέρα νεφέλης». Νέα «γη της επαγγελίας» η Θεοτόκος ανέβλυζε «μέλι και γάλα», «τον άρτον εκ του ουρανού τον αληθινόν», την αθάνατη ζωηφόρα τροφή που διαδέχτηκε «άρτον αγγέλων», το θεόσδοτο μάννα της ερήμου.
Πεσμένος στα γόνατα, προσκυνούσε μαζί τους το θείο βρέφος απ’ την αθέατη κρύπτη του και ο άγνωστος συνταξιδιώτης. Όχι τον ασήμαντο ληστή λοιπόν, αλλά αυτό το βρέφος, τον Βασιλέα των όλων και παντοδύναμο Θεό, κυνηγούσε απεγνωσμένα και ανόητα ο Ηρώδης. Έταξε τότε ο ληστής ενδόμυχα με ζέση, να μην εγκαταλείψει ποτέ τον Βασιλέα του, να συνταξιδεύει ισόβια μαζί του μυστικά. Και τέτοιος άνεμος χαράς τον συνεπήρε, που έλειωνε μέσα του, ριγούσε σαν του
Ἀντιύλη
Ἱ. Ν. Ἁγ. Βασιλείου, 481 00  Πρέβεζα
Τηλ. 26820 23075 / 25861 / 697-280.9268
μικρού παιδιού η σκληροτράχηλη καρδιά του.
Έστρεψε γελαστό το βρέφος τη ματιά του στον κρυφό του ακόλουθο, «φως ιλαρόν», αχτιδοβόλο, έπεμψε πάνω του.
Πρώτος, καλόδεχτος στον ουρανό, ακόμα κι ο ληστής που δέχεται με την καρδιά μικρού παιδιού τη Βασιλεία του Θεού!
Χριστούγεννα 2017

Δευτέρα, Μαρτίου 28, 2016

Οι Αγιασμένοι

Οι Αγιασμένοι
π. Δημητρίου Μπόκου
Εννιά στον αριθμό, έξι αγόρια και τρία κορίτσια απ’ τα Γραμμενοχώρια των Ιωαννίνων οι θρυλικοί Ζωσιμάδες (1750-1840 περίπου), αποτελούν μια εντελώς εξαιρετική περίπτωση μοναδικών ανθρώπων.
Τα κορίτσια (Αλεξάνδρα, Ζωή, Αγγελική) έμειναν στα Γιάννενα, ενώ τα αγόρια (Ιωάννης, Αναστάσιος, Νικόλαος, Θεοδόσιος, Ζώης, Μιχαήλ) κατέφυγαν στη Ρωσία και αλλού, ασχολούμενοι με το εμπόριο. Και ο πλούτος τους, σαν ευλογημένος, αύξανε και εξέπληττε τον κόσμο. Μα εκείνοι δεν ξιπάστηκαν.
Αντιθέτως, ενσυνείδητα δοσμένοι στον Θεό και στην πατρίδα, έταξαν σκοπό της ζωής τους την ωφέλεια της Ελλάδας, με τίμημα τη δική τους ασκητική ζωή. Προτίμησαν να μένουν στο μετόχι της Μονής των Ιβήρων στη Μοσχα, αν και θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν δικά τους παλάτια (στο ίδιο μοναστήρι ζούσε, εξίσου ασκητικά, ο άλλος μεγάλος εθνικός ευεργέτης από το χωριό τους Ζώης Καπλάνης).
Επέλεξαν τη ζωή του εργένη, αν και είχαν κάθε δυνατότητα και άνεση να χαρούν μια ήρεμη ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή. Επέδειξαν εκούσια σταυρική αγάπη, ώστε η περιουσία τους, απαλλαγμένη από (τις νόμιμες) διεκδικήσεις κληρονόμων, να μεταβιβαστεί απρόσκοπτα ολόκληρη στην πάσχουσα πατρίδα τους.
Χιλιάδες ρωσικά ρούβλια έφταναν στα Γιάννενα και κάλυπταν όλες τις ανάγκες: προικίζονταν ορφανά η φτωχά κορίτσια, περιμαζεύονταν εγκαταλελειμμένα παιδιά, τρόφιμα και ρούχα μοιράζονταν τα Χριστούγεννα και το Πασχα σε όλους τους φτωχούς και φυλακισμένους της πόλης, Χριστιανούς, Εβραίους, Μουσουλμάνους, ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Η αληθινή αγάπη, αυτη που δίδαξε ο Χριστός, απέχει από κάθε υπόνοια ρατσισμού. Από τα χρήμα-τα που η αδελφότητα των Ζωσιμάδων έστελνε κάθε χρόνο στα Γιάννενα, πληρώνονταν οι γιατροί της πόλης, για να επισκέπτονται δωρεάν τους φτωχούς αρρώστους.
Ήταν τέτοια η έκταση της φιλανθρωπίας τους, που γεμάτοι ευγνωμοσύνη οι Γιαννιώτες δεν τους έλεγαν πιά με το όνομά τους, αλλά τους αποκαλούσαν: «οι αγιασμένοι» (Ηπειρωτικοί Αντίλαλοι, τεύχος 95, σ. 8).
Οι ευεργεσίες τους προς την πατρίδα ξεπερνούν κάθε φαντασία. Είναι φυσικά αδύνατο να απαριθμηθούν εδώ. Στεκόμαστε μόνο με ανυπόκριτο θαυμασμό μπροστά στο περίλαμπρο παράδειγμά τους. Αναγνωρίζουμε ανεπιφύλακτα τη γνήσια διάθεσή τους για ολοκληρωτική προσφορά και αγάπη. Τόσο διαφορετική από τη δική μας, μίζερη συνήθως, διάθεση! Οι Ζωσιμάδες και αλλοι μεγάλοι ευεργέτες του γένους μας αποτελούν το «μοναδικό παγκόσμιο φαινόμενο», που ακούει στο όνομα «Ηπειρώτες Εθνικοί Ευεργέτες» (Περιοδ. «Ζωσιμάδες», Μαρτ. 2013, σ. 5).
Στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε σήμερα, οι αγιασμένοι Ζωσιμάδες είναι φωτεινό ορόσημο και οδηγητικός φάρος μας. Τώρα καλείται σε συναγερμο η δική μας καλοσύνη και ευσπλαχνία. Τα χέρια που απλώνονται ικετευτικά προς το μέρος μας πληθαίνουν αδιάκοπα. Τίποτε δεν μας δικαιολογεί να παραμένουμε αδιάφοροι και αδρανείς.
Δεν έχουμε πολλά για να δώσουμε; Μα ο Θεός μας είναι πλούσιος. Και πτώχευσε για να πλουτίσουμε.Με τη σταυρική του θυσία πήρε προσωπικά ε-πάνω του τον πόνο και τη φτώχεια μας. Πάψαμε πιά να είμαστε φτωχοί.
Αν ο πατέρας είναι πλούσιος, δεν θα ’ναι και τα παιδιά του πλούσια; Αν λοιπόν έχει ο Θεός, αλλά εμείς δεν έχουμε, τι συμβαίνει; Φαίνεται ότι απολέσαμε την υιοθεσία μας. Δεν είμαστε πιά παιδιά του Θεού. Τα γνήσια τέκνα του Θεού είναι «ως πτωχοί, πολλούς δε πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες» (Β΄ Κορ. 6, 10).
Ας δίνουμε λοιπόν εμείς από τα λίγα που έχουμε και Εκείνος που γνωρισε από κοντά τις ανάγκες μας και έχει τη δύναμη να κάνει το λίγο πολύ, τιμώντας ιδιαίτερα το δίλεπτο της χήρας (Μαρκ. 12, 42), θα ευλογεί αφειδώλευτα και τα δικά μας πενιχρά μέσα. Θα τα πολλαπλασιάζει σαν τους πέντε άρτους. Και θα συντηρούνται από αυτά πολλοί άλλοι γύρω μας. Εκείνος ξέρει να διαχειρισθεί πολύ καλά τα δίλεπτά μας. Θα κάμει θαύματα μ’αυτά. Με λίγη καλή διάθεση λοιπόν θα βρεθούν χίλιοι τρόποι ν’ ανταποκριθούμε.
Ο καιρός της όποιας κρίσης γεννάει γενικευμένη ανασφάλεια. Οδηγεί σε έσχατη απόγνωση τον υλικά και πνευματικά αδύναμο άνθρωπο. Ακόμα και στην αυτοκτονία. Είμαστε κι εμείς ένοχοι κάθε φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Συνυπεύθυνοι. 
Ας αντιστρέψουμε λοιπόν τα πράγματα. Πως; Προσβλέποντας με βαθειά εμπιστοσύνη στο φιλεύσπλαχνο πρόσωπο του Χριστού. Εν συνεχεία, ας μεταγγίζουμε στους ελαχίστους αδελφούς του (Ματθ. 25, 40) τη σιγουριά και ευσπλαχνία που απορρέει από το πρόσωπο αυτό.
Και ας δείχνουμε και το δικό μας φιλότιμο με έργα, όχι μόνο με λόγια, κατά το μέτρο της τρέχουσας ανάγκης. «Πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστι» (Ιακ. 2, 14-26).
Το θέλει αυτό από μας. Γι’ αυτό άλλωστε μας άφησε αποστόλους στο πόδι του. Είναι δική μας τώρα αποστολή να δείξουμε το εύσπλαχνο πρόσωπό του στον απελπισμένο άνθρωπο, όπως τόσο υπέροχα το έδειξαν τότε, σε πολύ χαλεπώτερους καιρούς, οι αγιασμένοι Ζωσιμάδες.
Θα αδιαφορήσουμε;
το είδαμε εδώ

Δευτέρα, Μαΐου 18, 2015

Ποιον έχεις Δάσκαλο;

Ποιον έχεις Δάσκαλο;
Ο άγιος Πορφύριος (1906-1991) φανέρωσε στην εποχή μας με πολύ δυναμικό τρόπο τη γνήσια μορφή του αληθινού ανθρώπου.
Δίδαξε με έργο και λόγο. Με τη διακριτική του συμπεριφορά, την ήρεμη διδασκαλία και τα αναρίθμητα θαύματά του έγινε οδηγός πολύτιμος στα δύσκολα μονοπάτια της εποχής μας.
Συνέβη κάποτε να ταξιδεύει από Θεσσαλονίκη για Άγιον Όρος. Έφτασε όμως στον σταθμό λεωφορείων καθυστερημένα. Δε βρήκε εισιτήριο και αναγκάστηκε να ταξιδέψει όρθιος. Δίπλα του καθόντουσαν κάποιοι νεαροί που αστειζόντουσαν μεταξύ τους και γελούσαν. Η συμπεριφορά τους εξόργισε έναν επιβάτη, που δεν κρατήθηκε και επέπληξε τους νεαρούς, επειδή έβλεπαν όρθιο μπροστά τους ένα γέροντα ιερέα και εν τούτοις συνέχιζαν να κάθονται αδιάφοροι. Παρά την επίπληξη όμως οι νεαροί παρέμειναν ασυγκίνητοι και κανένας δεν σηκώθηκε να δώσει τη θέση του.
Τότε ο οργισμένος επιβάτης σηκώθηκε και παραχώρησε τη δική του θέση στον γέροντα Πορφύριο. Εκείνος τον ευχαρίστησε, αλλά δεν δέχτηκε να καθίσει. Ταξίδεψε όρθιος μέχρι την Ιερισσό (δύο ώρες περί-που). Όταν κατέβηκαν, ο επιβάτης τον ρώτησε γιατί δεν δέχτηκε τη θε-ση που του πρόσφερε.
- Έκαμα μια θυσία για τα παιδιά, απάντησε ο γέροντας.
Ο άνθρωπος δεν κατάλαβε τα αινιγματικά του λόγια. Ο άγιος τοτε του εξήγησε: 
- Δεν έκανες καλά που μάλωσες τα παιδιά. Έκαμαν βέβαια μια κακή πράξη: Άφησαν όρθιο έναν ηλικιωμένο και δεν του παραχώρη-σαν από μόνα τους τη θέση, όπως θα ’πρεπε. Αν λοιπόν σηκώνονταν όταν τα κατσάδιασες και καθόμουν εγώ στη θέση τους, η αν δεχόμουν τη θέση που μου πρόσφερες εσύ, τα παιδιά δεν θα καταλάβαιναν την κακή πράξη τους. Αντίθετα θα ένοιωθαν δικαιωμένα, αφού, είτε έτσι είτε αλλιώς, θα είχε τακτοποιηθεί το θέμα. Τώρα όμως που έμεινα ορθιος και μ’ έβλεπαν μπροστά τους τόσες ώρες, σηκώθηκε η ίδια η συνείδησή τους από μέσα τους και σιωπηλά τα κατηγόρησε για την πράξη τους. Μόνο έτσι μπορεί ο άνθρωπος να σωθεί: όταν διορθώνεται, επειδή τον κατηγορεί, όχι ο άλλος απ’ έξω, αλλά η συνείδησή του από μέσα.
Ο καλύτερος οδηγός δηλαδή είναι η συνείδηση. Ένας δάσκαλος που τον έβαλε στην καρδιά του ανθρώπου ο Θεός. Ας έλθουμε τώρα και σε σένα…
Βρίσκεσαι προ των εξετάσεων. Διάβασες, καταρτίστηκες, ετοιμά-στηκες. Από μικρό παιδί δεν κάνεις άλλη δουλειά, απ’ το να τρέχεις απο δάσκαλο σε δάσκαλο για να διδαχτείς. Πέρασες από πολλούς δα-σκάλους. Πήρες μαθήματα πολλά.
Ανάμεσα στους τόσους δασκάλους που επέλεξες να σε μορφώσουν, συγκαταλέγεται άραγε και ο δάσκαλος που έβαλε μέσα σου ο Θεος; Τι μαθήματα σού έδωσαν οι δάσκαλοί σου απ’ το νηπιαγωγείο με-χρι τώρα; Σίγουρα πήρες γνώσεις πολλές. Έλαβες όμως και μαθήματα ανθρωπιάς;
Καλές οι γνώσεις. Απαραίτητες. Μα πιο απαραίτητα είναι τα μαθήματα ανθρωπιάς. Πού σε κάνουν όντως άνθρωπο. Οι γνώσεις μόνο, χωρίς μαθήματα ανθρωπιάς, μπορεί να σε κάνουν ακόμα και απάν-θρωπο. Μηχανή. Ρομπότ. Ολοθρευτή.
Γι’ αυτό χρειάζεται και ο δάσκαλος που διορίζεται απ’ τον Θεό στο σχολείο της ψυχής σου. Η συνείδηση. Γιά να σε διδάξει και καλά μαθήματα. Να σού δώσει και μια άλλη παιδεία. Να σε οδηγήσει στα-διακά και στους άλλους δασκάλους που άφησε στο πόδι του ο Χριστός: «Τούς ασφαλείς και θεοφθόγγους κήρυκας», τους σοφούς απεσταλμένους του Θεού κάθε εποχής, που εμφορούμενοι από θεικό πνεύμα, αλή-θεια και αγάπη, μεταφέρουν μέχρι εσένα και μένα τα «γράμματα» και τα «πράγματα» του Θεού, τον τρόπο δηλαδή για να γίνουμε οι αληθινοί άνθρωποι που ονειρευόταν ο Θεός, όταν μας έπλαθε. Σαν τον αγιο Πορφύριο. Καί αφού ο Θεός διορίζει δασκάλους, ορίζει και εξετάσεις.
Κάποτε λοιπόν θα μας εξετάσει και ο Θεός. Δεν θα ’θελες να περάσεις και τότε; Οι τωρινές σου εξετάσεις, μπροστά σ’ εκείνες του Θεού, είναι μια λεπτομέρεια. Δεν αξίζει να επικεντρώνεσαι μόνο σ’ αυτές. Κιν-δυνεύεις για ένα δέντρο να χάσεις το δάσος. Δεν θα ’ναι κρίμα;
Στις εξετάσεις του Θεού, μα και σε τούτες τώρα τις εξετάσεις σου και σε κάθε καλό εγχείρημα στη ζωή σου, εύχομαι να ’χεις πάντα μια πολύ μεγάλη και
ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ!
π. Δημήτριος Μπόκος
Μάιος 2015

Τρίτη, Μαρτίου 31, 2015

Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα των Εντολών του Θεού π. Δημητρίου Μπόκου


π. Δημητρίου Μπόκου
Κάποτε τὰ πουλιὰ περπατοῦσαν στὴ γῆ σὰν ὅλα τὰ ζῶα. Μιὰ μέρα ὅμως ὁ Θεὸς τοὺς εἶπε: 
«Πάρτε αὐτὰ τὰ φορτία καὶ πηγαίνετέ τα παραπέρα». Καὶ ἔβαλε πάνω στοὺς ὤμους τους ἕνα βάρος, ποὺ δὲν ἦταν ἄλλο ἀπὸ τὶς δύο φτεροῦγες.
Στὴν ἀρχὴ τὰ πουλιὰ ἔνοιωθαν τὶς φτεροῦγες πράγματι σὰν βάρος, μά, καθὼς προχωροῦσαν, αὐτὸ ὅλο καὶ λιγόστευε. Ὥσπου στὸ τέλος, τὰ φτερὰ ἀπὸ φορτίο ἔγιναν ἡ δύναμη ποὺ τὰ ἀπογείωσε. Ἀντὶ νὰ σηκώνουν τὰ πουλιὰ τὶς φτεροῦγες, σήκωναν οἱ φτεροῦγες τὰ πουλιά. Τὰ φτερὰ ἀπὸ βάρος ἔγιναν ἡ δύναμη ποὺ χάρισε ἀπεριόριστη ἐλευθερία στὰ πουλιά.
Τί θαυμαστὴ ἀλλαγή!


Τὸ ἴδιο κάνει ὅμως καὶ σὲ μᾶς ὁ Θεός.
– Ἐλᾶτε ἐδῶ, μᾶς λέει. Σκύψτε, γιὰ νὰ βάλω στὸν τράχηλό σας τὸν ζυγό μου. Πάρτε στοὺς ὤμους σας αὐτὸ τὸ βάρος καὶ προχωρῆστε. Μὴν τὸ φοβᾶστε, εἶναι μικρὸ βάρος.
Ὅμως ἐμεῖς; Ἀκοῦμε γιὰ βάρος; Ἀντιδροῦμε ἀμέσως. Ἀδύνατον! Πῶς θὰ ἀντέξουμε νὰ κουβαλᾶμε συνέχεια ἕνα ζυγό; Δὲν μᾶς φτάνουν τὰ βάρη ποὺ μᾶς φορτώνει ἡ ζωή; Πρέπει νὰ μᾶς φορτώνει καὶ ὁ Θεός;
Ποιὰ εἶναι τὰ βάρη τῆς ζωῆς; Τὰ ποικίλα βάσανα καὶ οἱ δυσκολίες της. Καὶ ἐπιπλέον τὰ βάρη ποὺ φορτώνουμε στὸν ἑαυτό μας μὲ τὶς ἁμαρτίες μας.

Ποιὸ εἶναι τὸ βάρος ποὺ μᾶς βάζει ὁ Θεός; Εἶναι ὁ νόμος του, οἱ ἐντολές του. Τὸ φορτίο μὲ τὸ ὁποῖο ὑπόσχεται ὁ Θεὸς νὰ ἐλαφρύνει τὰ ὑπόλοιπα φορτία μας.

– Ἐλᾶτε σὲ μένα, λέει, ὅλοι «οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι» καὶ ἐγὼ θὰ σᾶς ἀναπαύσω. Γιατὶ τὸ δικό μου φορτίο εἶναι ἐλαφρύ. «Ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς» καὶ θὰ βρεῖτε ἀνάπαυση καὶ εἰρήνη στὶς ψυχές σας. Θὰ δεῖτε στὴν πράξη πόσο πράος καὶ ταπεινὸς πατέρας σας εἶμαι. Θὰ γνωρίσετε ἐκ τῶν πραγμάτων ὅτι «ὁ ζυγός μου χρηστός». Εἶναι μαλακὸς στὸν τράχηλο καὶ ὠφέλιμος στὴν ψυχή σας. «Καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν» (Ματθ. 11,29-30). Ὑπόσχεται ὅτι «αἱ ἐντολαὶ αὐτοῦ βαρεῖαι οὐκ εἰσὶν» (Α΄ Ἰω. 5, 3).

Ἐμεῖς νομίζουμε πὼς ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀσήκωτο βάρος. Ἕνας τεράστιος κώδικας μὲ ἀτέλειωτες προσταγὲς καὶ ἀπαγορεύσεις. Ὅμως ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι βασικὰ μία καὶ μόνο ἐντολή: «Αὕτη ἐστὶν ἡ ἐντολή… ἣν εἴχομεν ἀπ’ ἀρχῆς, ἵνα ἀγαπῶμεν ἀλλήλους. Καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ ἀγάπη, ἵνα περιπατῶμεν κατὰ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ» (Β΄ Ἰω. 5-6)Ὅλες οἱ ἐντολές του συνοψίζονται στὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης. Καὶ πάλι, ἀγάπη εἶναι τὸ νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ ὅλες τὶς ἐντολές του. Γιατὶ τότε μόνο ἐνεργοῦμε σωστὰ ἀπέναντι σὲ ὅλους. Καὶ στὸν Θεὸ καὶ στοὺς ἀνθρώπους.

Τὸ βάρος δηλαδὴ ποὺ μᾶς φορτώνει ὁ Θεός, εἶναι ἡ πρόσκληση σὲ ἀγαπητικὴ ἐλεύθερη σχέση πρὸς ὅλους. Οἱ ἐντολές του δὲν εἶναι παρὰ τὰ ἁπλᾶ βήματα στὸ ξεδίπλωμα τῆς σχέσης αὐτῆς. Τὸ ρίσκο μιᾶς σχέσης ἀγάπης εἶναι τὸ βάρος ποὺ βάζει πάνω μας ὁ Θεός. Καὶ στὴν ἀρχὴ φαίνεται ὄντως δύσκολο. Πῶς νὰ τοὺς ἀγαπήσεις ὅλους; Ἀκόμα καὶ τὸν ἐχθρό σου; Μὰ ὅσο προσπαθεῖς, τὸ βάρος ὅλο καὶ λιγοστεύει. «Ὀλίγον ἐκοπίασα καὶ εὗρον ἐμαυτῷ πολλὴν ἀνάπαυσιν» (Σοφ. Σειρὰχ 51, 27). Καὶ στὸ τέλος τὸ βάρος ἐξαφανίζεται ἐντελῶς. Σοῦ γίνεται χαρὰ τὸ ν’ ἀγαπᾶς. Σὲ κάνει νὰ πετᾶς.

Θὰ δέχονταν τώρα τὰ πουλιὰ νὰ τοὺς ἀφαιρέσουμε τὰ φτερά τους; Ποτὲ καὶ μὲ τίποτα. Ἐμεῖς γιατί προτιμᾶμε νὰ σερνόμαστε, ἐνῶ μποροῦμε νὰ πετάξουμε στὰ ὕψη;
Οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ «βαρεῖαι οὐκ εἰσίν». Ἔτσι λοιπὸν ἂς τὶς βλέπουμε κι ἐμεῖς. Ὄχι σὰν βάρος, μὰ σὰν φτερὰ ἀνάλαφρα, ποὺ μᾶς ἀνεβάζουν στὸν οὐρανό. Στὸ χέρι μας εἶναι νὰ πραγματοποιήσουμε αὐτὴ τὴ θαυμαστὴ ἀλλαγή.

Ἡ κλίμακα τοῦ Ἰακὼβ - π. Δημητρίου Μπόκου



Διαβάζουμε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὅτι ὁ Ἰακώβ, γιὸς τοῦ Ἰσαάκ, φοβούμενος τὴν ὀργὴ τοῦ ἀδελφοῦ του Ἠσαῦ, ἐπειδὴ τοῦ ἔκλεψε τὰ πρωτοτόκια καὶ τὴν πατρικὴ εὐλογία, ζήτησε προστασία στὸν θεῖο του Λάβαν, μακριὰ στὴ Χαρρὰν τῆς Μεσοποταμίας. Τὸ βράδυ τῆς πρώτης ἡμέρας τοῦ ταξιδιοῦ του ἔγειρε νὰ κοιμηθεῖ στὴν ἐρημιά, βάζοντας γιὰ προσκεφάλι μιὰ πέτρα. Τὴ νύχτα ἐκείνη εἶδε ἕνα ὄνειρο.

Μιὰ τεράστια κλίμακα, δηλ. σκάλα, στηριζόταν στὴ γῆ καὶ ἡ κορυφή της ἔφτανε στὸν οὐρανό. Τὴν ἀνεβοκατέβαιναν ἄγγελοι, ἐνῶ στὴν κορυφή της στηριζόταν ὁ Θεός. Τὸν εὐλόγησε καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε, ὅτι τὴ γῆ ὅπου κοιμόταν, θὰ τὴ δώσει σ’ αὐτὸν καὶ τοὺς ἀπογόνους του, ποὺ θὰ πληθυνθοῦν σὰν τὴν ἄμμο τῆς θάλασσας. Καὶ ὅτι θὰ τὸν διαφυλάττει σὲ ὅλο τὸ ταξίδι του καὶ θὰ τὸν ἐπαναφέρει μὲ ἀσφάλεια πίσω.

Ὁ Ἰακὼβ ξύπνησε ἔντρομος καὶ ἀναφώνησε: «Σ’ αὐτὸν τὸν τόπο κατοικεῖ ὁ Κύριος. Αὐτὸς ὁ τόπος εἶναι οἶκος Θεοῦ καὶ πύλη τοῦ οὐρανοῦ». Ἔστησε ὄρθια τὴν πέτρα ὅπου κοιμόταν, τὴν ἔχρισε μὲ λάδι καὶ ὀνόμασε τὸν τόπο ἐκεῖνο Βαιθὴλ (=οἶκο Θεοῦ) (Γεν. 28, 10-22).

Τὸ γε­γο­νὸς αὐ­τὸ θε­ω­ρή­θη­κε σὰν μιὰ ἀ­π’ τὶς πολ­λὲς προ­τυ­πώ­σεις τοῦ με­γά­λου γε­γο­νό­τος τῆς ἐ­ναν­θρω­πή­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ κλί­μα­κα ἐ­κεί­νη «ἡ με­τάρ­σιος», τὴν ὁποία «ὁ Ἰ­α­κὼβ ἐ­θε­ά­σα­το», ἔ­γι­νε σύμ­βο­λο τῆς Πα­να­γί­ας (Προσόμ. Ἑσπερινοῦ Εὐαγγελισμοῦ).

Γι’ αὐ­τὸ καὶ στὸν Ἀ­κά­θι­στο Ὕμνο, ποὺ σ’ ὅ­λη τὴ διά­ρκεια τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς, κά­θε Πα­ρα­σκευ­ὴ βρά­δυ, ψάλ­λε­ται στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, οἱ ἀ­να­φο­ρὲς στὸν συμ­βο­λι­σμὸ αὐ­τὸν τῆς Πα­να­γί­ας εἶναι πολ­λές. «Χαῖ­ρε κλῖμαξ ἐ­που­ρά­νι­ε, δι’ ἧς (=διὰ τῆς ὁποίας) κα­τέ­βη ὁ Θε­ός. Χαῖ­ρε γέ­φυ­ρα με­τά­γου­σα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐ­ρα­νόν», λέ­με στοὺς Χαι­ρε­τι­σμούς, ἐ­νῶ σὲ ἄλ­λα τρο­πά­ρια τοῦ κανόνα τοῦ Ἀ­κα­θί­στου ψάλ­λου­με: «Χαῖ­ρε κλῖμαξ γῆ­θεν (=ἀπὸ τὴ γῆ) πάν­τας ἀνυ­ψώ­σα­σα χά­ρι­τι· χαῖ­ρε ἡ γέ­φυ­ρα ὄν­τως ἡ με­τά­γου­σα ἐκ θα­νά­του πάν­τας πρὸς ζω­ὴν τοὺς ὑ­μνοῦν­τάς σε».

Ἡ Πα­να­γί­α δηλαδὴ εἶναι κλί­μα­κα καὶ γέ­φυ­ρα ποὺ ἕνω­σε γῆ καὶ οὐ­ρα­νό. Μὲ τὸν θεῖ­ο το­κε­τό της ἔ­φε­ρε κον­τὰ τὸν Θε­ὸ καὶ τοὺς ἀν­θρώ­πους. Κα­τέ­βα­σε τὸν Θε­ὸ στὴ γῆ καὶ ἀ­νέ­βα­σε τοὺς ἀν­θρώ­πους στὸν οὐ­ρα­νό. Μὲ αὐ­τὴν «ἀ­πὸ γῆς εἰς ὕ­ψος ἤρ­θη­μεν». Στὸ πρό­σω­πό της τὸ ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος κα­τα­ξι­ώ­θη­κε. Κα­τά­φε­ρε νὰ συ­νει­σφέ­ρει καὶ αὐ­τὸ κά­τι ἀ­πο­λύ­τως ση­μαν­τι­κὸ στὸ ἔρ­γο τῆς Θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας, στὸ σχέ­διο δη­λα­δὴ τοῦ Θε­οῦ γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ κό­σμου. Προ­σφέ­ρα­με οἱ ἄν­θρω­ποι στὸν Θε­ὸ τὴ βα­σι­κὴ προ­ϋ­πό­θε­ση γιὰ νὰ σαρ­κω­θεῖ: «Μη­τέ­ρα Παρ­θέ­νον».

Δι­ευ­κο­λύ­να­με ἔ­τσι τὸν Θε­ό, προ­σφέ­ρον­τάς του σὰν «ὄ­χη­μα πανάγιον», σὰν κλί­μα­κα τὴν Θε­ο­τό­κο, νὰ κα­τε­βεῖ ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ στὴ γῆ. Ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ νὰ γί­νει καὶ Υἱ­ὸς τοῦ Ἀν­θρώ­που. Ταυ­τό­χρο­να δό­θη­κε στὸν ἄν­θρω­πο ἡ δυ­να­τό­τη­τα, χρη­σι­μο­ποι­ών­τας πά­λι σὰν γέ­φυ­ρα καὶ κλί­μα­κα τὴν Θε­ο­τό­κο, νὰ ἀ­νέλ­θει ἀ­πὸ τὴ γῆ στὸν οὐ­ρα­νό. Ἡ Πα­να­γί­α ἔ­γι­νε πύ­λη τοῦ οὐ­ρα­νοῦ, ὅ­πως ὀ­νει­ρεύ­τη­κε ὁ Ἰ­α­κώβ. Ἐ­κεί­νη ποὺ ἐ­πι­τέ­λους κα­τά­φε­ρε «ἵ­να Θε­ὸν τὸν Ἀ­δὰμ ἀ­περ­γά­ση­ται», νὰ θεοποιήσει τὸν Ἀδὰμ (Δοξαστ. Αἴνων Εὐαγγελισμοῦ).

Ψάλ­λον­τας τὰ παμ­πλη­θῆ «Χαῖ­ρε» τῶν Χαι­ρε­τι­σμῶν στὴν ἐ­που­ρά­νια αὐ­τὴ κλί­μα­κα, τὴν ἀ­λη­θῆ Θε­ο­τό­κον, ἂς ἐ­πι­χει­ροῦ­με συγ­χρό­νως καὶ νὰ ἀ­νε­βαί­νου­με ἕ­να-ἕ­να τὰ σκα­λο­πά­τια της. Ποὺ δὲν εἶ­ναι τί­πο­τε ἄλ­λο, πα­ρὰ οἱ ἀ­ρε­τὲς τῆς Πα­να­γί­ας μας. Τό­σο πολ­λές, ποὺ ἐ­παρ­κοῦν γιὰ νὰ φτιά­ξουν μιὰ σκά­λα, ποὺ ἡ βάση της θὰ ἀ­κουμ­πά­ει στὴ γῆ, ἀλ­λὰ ἡ κο­ρυ­φή της θὰ φτά­νει στὸν οὐ­ρα­νό.

Ἀ­νε­βαί­νον­τάς την κι ἐ­μείς, μὲ τὴ στορ­γι­κὴ χει­ρα­γω­γί­α τῆς Θε­ο­μή­το­ρος, θὰ συ­ναν­τή­σου­με τὸ δί­χως ἄλ­λο στὴν κο­ρυ­φὴ τὸν Θε­ὸ τοῦ Ἰ­α­κώβ, τὸν Θε­ὸ τῶν πα­τέ­ρων μας, ποὺ στη­ρί­ζε­ται «ἐ­π’ αὐ­τῆς», μᾶς πε­ρι­μέ­νει μὲ ὑπομονὴ καὶ εὐ­λο­γεῖ τὴν ὅ­λη προ­σπά­θεια τῆς ἀ­νό­δου μας.

(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 344, Μάρτιος 2012

Σάββατο, Φεβρουαρίου 21, 2015

Ἡ ἐξορία τοῦ Ἀδὰμ καὶ ἡ δική μας (π. Δημητρίου Μπόκου)

 article_12878
Τὰ κά­τερ­γα τῆς Σι­βη­ρί­ας καὶ ὅ­που γῆς ἦ­ταν τὸ τε­λευ­ταῖ­ο μέ­ρος ποὺ θά ʾθε­λε νὰ βρε­θεῖ κα­νείς. Ὅ­ποι­ος κα­τα­δι­κα­ζό­ταν σ’ αὐ­τά, οὐ­σι­α­στι­κὰ ἀ­πο­χαι­ρε­τοῦ­σε τὴ ζω­ή. Ποι­ὸ αἴ­σθη­μα νὰ κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε στὴν ψυ­χὴ τῶν κα­τα­δί­κων; Ἀ­σφα­λῶς ἀ­πο­τρο­πια­σμὸς γιὰ τὴ φρι­χτὴ ἐ­ξο­ρί­α τους καὶ βα­θὺς πό­θος γιὰ ἐ­πι­στρο­φὴ στὸν τό­πο τους.
Τί θὰ λέ­γα­με ὅ­μως, ἂν κά­ποι­ος αἰ­σθα­νό­ταν τὸ ἀν­τί­θε­το; Ἂν τοῦ ἄ­ρε­σε δη­λα­δὴ ὁ τό­πος τοῦ βα­σα­νι­σμοῦ καὶ τὸν ἀ­γα­ποῦ­σε σὰν πα­τρί­δα του; Καὶ ἀν­τὶ νὰ φύ­γει ἀ­πὸ ᾿κεῖ τὸ τα­χύ­τε­ρο, αὐ­τὸς ἐ­πε­δί­ω­κε νὰ πα­ρα­μεί­νει ὅ­σο τὸ δυ­να­τὸν πε­ρισ­σό­τε­ρο; Σί­γου­ρα θὰ λέ­γα­με, πὼς ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς δὲν λει­τουρ­γεῖ κα­νο­νι­κά. Ὅ­τι κά­τι δὲν πά­ει κα­λὰ μ’ αὐ­τόν. Πὼς κά­τι ἀ­φύ­σι­κο, πα­ρά­λο­γο, πα­ρά­ξε­νο τοῦ συμ­βαί­νει. Καὶ δὲν θὰ εἴ­χα­με ἄ­δι­κο.
Ὅ­μως καὶ πά­λι τί θὰ λέ­γα­με, ἂν κά­ποι­ος μᾶς ἔ­λε­γε, ὅ­τι ἕ­νας τέ­τοι­ος ἄν­θρω­πος εἶ­ναι καὶ ὁ κα­θέ­νας ἀ­πό μᾶς; Μὰ εἶ­ναι δυ­να­τόν; Πῶς μπο­ρεῖ νὰ συμ­βαί­νει αὐ­τό;
Μὲ τὸ πταῖ­σμα τοῦ γε­νάρ­χη μας, τοῦ πρώ­του Ἀ­δάμ, ἔ­χου­με ἐ­ξο­ρι­σθεῖ ὅ­λοι μας στὴ γῆ. Καὶ  ὅ­μως δὲν ζοῦ­με πιὰ μὲ τὴ βα­θειὰ νο­σταλ­γί­α γιὰ ἐ­πι­στρο­φὴ στὴν ἀ­λη­θι­νή μας πα­τρί­δα, ποὺ εἶ­ναι ὁ Πα­ρά­δει­σος. Ἀ­γα­πή­σα­με τὸν τό­πο τῆς ἐ­ξο­ρί­ας μας, τὴ γῆ, σὰν νά ʾταν τὸ πα­τρι­κό μας σπί­τι. Πολ­λοὶ οὔ­τε πι­στεύ­ου­με κὰν πὼς ὑ­πάρ­χει αὐ­τὴ ἡ ἄλ­λη πα­τρί­δα μας.
Ὁ Ἀ­δάμ, ὅ­ταν βρέ­θη­κε δι­ωγ­μέ­νος ἀ­π’ τὸν Πα­ρά­δει­σο καὶ γυ­μνός, ἀ­φοῦ ἐκ­δύ­θη­κε «στο­λὴν θε­ο­ΰ­φαν­τον» καὶ στε­ρή­θη­κε «ἀ­γα­θῶν παν­τοί­ων», αἰ­σθα­νό­με­νος τὴν τρα­γι­κή του κα­τά­στα­ση, «ἐ­κά­θι­σεν ἀ­πέ­ναν­τι τοῦ Πα­ρα­δεί­σου καὶ θρη­νῶν ὠ­δύ­ρε­το», πο­θών­τας νὰ ἀ­πο­λαύ­σει ξα­νὰ τὴ μο­να­δι­κή του λαμ­πρό­τη­τα, τὸν πλοῦ­το καὶ τὴν ὀ­μορ­φιά του.
Ἐ­μεῖς ὅ­μως ἐ­νερ­γοῦ­με ἀν­τί­στρο­φα. Πο­θοῦ­με ὄ­χι νὰ ξα­να­γί­νου­με «Πα­ρα­δεί­σου οἰ­κή­το­ρες» (=κάτοικοι), ὄ­χι νὰ ἐ­πα­νέλ­θου­με στὸ «ἀρ­χαῖ­ον κάλ­λος», ἀλ­λὰ νὰ πα­ρα­τεί­νου­με, ὅ­σο γί­νε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο, τὴν πα­ρα­μο­νή μας στὴ γῆ τῶν ἀ­καν­θῶν, τῶν τρι­βό­λων καὶ τῶν βα­σά­νων.
Αὐ­τὸ συμ­βαί­νει για­τὶ στὴν ψυ­χή μας ση­μει­ώ­θη­κε μιὰ ἀλ­λοί­ω­ση. Μὲ τὴ δι­α­κο­πὴ τῆς κοι­νω­νί­ας μας μὲ τὸν Θε­ό, οἱ δυ­νά­μεις τοῦ κα­λοῦ ἀ­τό­νη­σαν μέ­σα μας. Ἀ­πέ­κτη­σαν ἀν­τί­θε­τη ρο­πή. Πρὸς τὸ κα­κό. Ἡ κα­θε­μιὰ ἔ­γι­νε τὸ ἀν­τί­θε­τό της. Δὲν ποθοῦμε πιὰ τὴ θέωση μέ­σω τῆς ἀ­γα­πη­τι­κῆς κοι­νω­νί­ας μὲ τὸν Θε­ὸ καὶ τὰ ὑ­πό­λοι­πα κτί­σμα­τα. Ὁραματιζόμαστε μιὰν αὐτοθέωση. Καὶ τὴν ἐπιδιώκουμε μ’ ἕναν δικό μας (ἐγωκεντρικὸ) τρόπο, ὄχι ὅπως μᾶς ὑπέδειξε ὁ Θεός. Νομίζουμε ὅτι, ἂν αὐτονομηθοῦμε ἀπ’ αὐτὸν καὶ κυριαρχήσουμε μὲ τὴ δύναμη πάνω στὸν κτιστὸ κόσμο, θὰ πραγματοποιήσουμε τὸ ὄνειρό μας. Θὰ γίνουμε θεοί. Ἡ ὕψιστη παντοδύναμη αὐθεντία.
Ὅ­μως πη­γὴ ζω­ῆς καὶ δύναμης εἶ­ναι μό­νο ὁ Θε­ός. Τὰ πάν­τα παίρ­νουν ζω­ὴ ἐκ τοῦ μη­δε­νὸς μό­νο ἀ­πὸ Αὐ­τόν. Ἡ σχέ­ση μὲ τὸν Θε­ὸ ση­μαί­νει με­το­χὴ στὴ ζω­ή. Ἡ ἀ­πο­κο­πὴ ἀ­πὸ αὐ­τὸν ση­μα­το­δο­τεῖ τὸν θά­να­το.
Ἔ­ξω δηλαδὴ ἀ­π’ τὸν Θε­ό, κα­νέ­νας ἄλ­λος δὲν ἔ­χει τί­πο­τε νὰ μᾶς δώ­σει. Μα­κριὰ ἀ­πὸ αὐ­τὸν ὁ ἄν­θρω­πος κα­ταν­τᾶ φτω­χός, γυ­μνός, ἀδύναμος καὶ ἐν τέ­λει νε­κρός. Καὶ εἶ­ναι τρα­γι­κό, ὁ ἄν­θρω­πος νὰ ἀ­γα­πᾶ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ γυ­μνό­τη­τα καὶ φτώ­χεια, τὴ στιγ­μὴ ποὺ εἶ­ναι στὸ χέ­ρι του νὰ ἀ­γα­πᾶ Ἐ­κεῖ­νον, ποὺ καὶ ἔ­χει καὶ μπο­ρεῖ νὰ τοῦ με­τα­δώ­σει πλοῦ­το καὶ ζω­ὴ καὶ «πε­ρισ­σὸν» ζω­ῆς (Ἰ­ω. 10, 10).
Ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸ Γε­ρον­τι­κό, πὼς ὁ ἀβ­βᾶς Μα­κά­ριος κά­πο­τε, περ­πα­τών­τας στοὺς δρό­μους τῆς Αἰ­γύ­πτου, ἄ­κου­σε ἕ­να παι­δὶ νὰ λέ­ει στὴ μά­να του: «Ἕ­νας πλού­σιος μὲ ἀ­γα­πά­ει, ἀλ­λὰ ἐ­γὼ τὸν μι­σῶ. Καὶ ἕ­νας φτω­χὸς μὲ μι­σεῖ, ἀλ­λὰ ἐ­γὼ τὸν ἀ­γα­πῶ». Ὁ ἀβ­βᾶς Μα­κά­ριος θαύ­μα­σε ἀ­κού­γον­τάς το. «Τί ση­μαί­νουν τὰ λό­για αὐ­τά, πά­τερ;» ρώ­τη­σαν οἱ συ­νο­δοί του ἀ­δελ­φοί. «Για­τί θαύ­μα­σες;»
Καὶ ἀ­παν­τᾶ ὁ γέ­ρον­τας: «Ἀ­λη­θι­νὰ ὁ Κύ­ριός μας καὶ πλού­σιος εἶ­ναι καὶ μᾶς ἀ­γα­πᾶ, ἀλ­λὰ ἐ­μεῖς δὲν θέ­λου­με νὰ τὸν ἀ­κο­λου­θή­σου­με. Ὁ δι­ά­βο­λος ὅ­μως, ὁ ἐ­χθρός μας, καὶ φτω­χὸς εἶ­ναι καὶ μᾶς μι­σεῖ. Ἀλ­λὰ ἐ­μεῖς ἀ­γα­ποῦ­με τὴν ἀ­κα­θαρ­σί­α του».
Και­ρός, μὲ τὴν ἀ­νά­μνη­ση τῆς ἐ­ξο­ρί­ας τοῦ Ἀ­δάμ, ποὺ προ­βάλ­λε­ται ἀ­π’ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α μας στὰ θυ­ρα­νοί­ξια τῆς Μεγάλης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς, νὰ ξα­να­θυ­μη­θοῦ­με κι ἐ­μεῖς, ποῦ εἶ­ναι ὁ πλοῦ­τος καὶ ποῦ ἡ φτώ­χεια, ποι­ὰ εἶ­ναι ἡ πα­τρί­δα μας καὶ ποι­ὸς ὁ τό­πος τῆς ἐ­ξο­ρί­ας μας.
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 343, Φεβ. 2012)

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 02, 2015

Η Έμπρακτη Αθεΐα των Χριστιανών

Πῶς ἀπορρίπτω τὸν Θεό; (π. Δημητρίου Μπόκου)
Ἡ γαλ­λί­δα συγ­γρα­φέ­ας καὶ φι­λό­σο­φος Σι­μὸν ντὲ Μπο­βου­άρ, μιὰ ἀ­πὸ τὶς κυ­ρι­ώ­τε­ρες ἐκ­προ­σώ­πους τοῦ κι­νή­μα­τος τοῦ φε­μι­νι­σμοῦ στὸν 20ό αἰ­ώ­να, στὸ αὐ­το­βι­ο­γρα­φι­κό της ἔρ­γο «Πῶς ἔ­γι­να συγ­γρα­φέ­ας» με­τα­ξὺ ἄλ­λων ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­ται:
«Πέ­ρα­σα πο­λὺ εὐ­τυ­χι­σμέ­να παι­δι­κὰ χρό­νια.Κοινωνοῦσα, ἐ­ξο­μο­λο­γι­ό­μουν, ἤ­μουν πο­λὺ εὐ­σε­βής. Ἤ­θε­λα νὰ ἀ­ρέ­σω στὸν κα­λὸ Θε­ὸ καὶ νὰ ἔ­χω μιὰ κα­τά­λευ­κη ἁ­γνὴ ψυ­χή… Μέ­χρι τὰ 12-13 μου ὅ­λα κυ­λοῦ­σαν ὑ­πέ­ρο­χα γιὰ μέ­να. Τὰ πράγ­μα­τα χά­λα­σαν λί­γο ὅ­ταν μπῆ­κα στὴν ἐ­φη­βεί­α. Ἔ­γι­να ἄ­τα­κτη, ἀ­νά­πο­δη καὶ χον­τρο­κέ­φα­λη – εἶ­χα ἀ­πο­κτή­σει κα­κὲς συ­νή­θει­ες καὶ τρω­γό­μουν μὲ τὰ ροῦ­χα μου. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ ὅ­μως, ἀ­να­πτυσ­σό­ταν τὸ κρι­τι­κό μου πνεῦ­μα καὶ ὅ­ταν ἡ μη­τέ­ρα ἔ­λε­γε «μὴ ἐ­κεῖ­νο, μὴ τὸ ἄλ­λο»…, δὲν τὴν ὑ­πά­κου­α πο­τὲ μὲ τὴ θέ­λη­σή μου.
Καὶ τε­λι­κὰ σ’ ἕ­να ση­μαν­τι­κὸ θέ­μα πῆ­ρα τὴν ἀ­πό­φα­ση νὰ μὴν ὑ­πα­κού­ω. Ἔ­λεγ­χαν μὲ ἄ­κρα αὐ­στη­ρό­τη­τα τὰ ἀ­να­γνώ­σμα­τά μου… Περ­νοῦ­σα τὶς δι­α­κο­πές μου στὴ Λι­μου­ζέν, σ’ ἕ­να ἰ­δι­ό­κτη­το κτῆ­μα τοῦ παπ­ποῦ, …καὶ στὴν ἐ­ξο­χὴ ξέ­με­να πάν­τα ἀ­πὸ ἀ­να­γνώ­σμα­τα. Ὑ­πῆρ­χαν στὴ βι­βλι­ο­θή­κη κά­ποι­ες δε­μέ­νες συλ­λο­γές… Μοῦ ὑ­πέ­δει­ξαν τὰ κομ­μά­τια ποὺ ἦ­ταν «γιὰ μέ­να», … καὶ μοῦ ἐ­πέ­τρε­ψαν νὰ πά­ρω τὸν τό­μο στὸ δά­σος ὅ­που κα­τα­σκή­νω­να γιὰ νὰ δι­α­βά­σω. Μιὰ ὡ­ραί­α ἡ­μέ­ρα ἄρ­χι­σα νὰ δι­α­βά­ζω τὰ κομ­μά­τια ποὺ δὲν ἦ­ταν γιὰ μέ­να… Καὶ ὅ­ταν ἐ­πι­στρέ­ψα­με στὸ Πα­ρί­σι, κα­τα­βρό­χθι­σα ὅ­λη τὴ βι­βλι­ο­θή­κη τοῦ πα­τέ­ρα μου, …ὁ­τι­δή­πο­τε ἔ­πε­φτε στὰ χέ­ρια μου.
Δὲν εἶ­χα κα­θό­λου τὴν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι ἔ­κα­να κά­τι κα­κό, δὲν περ­νοῦ­σε κἂν ἀ­πὸ τὸ μυα­λό μου ὅ­τι προ­σέ­βαλ­λα τὸ Θε­ό. Πρέ­πει νὰ πῶ ὅ­τι εἶ­χα τα­κτο­ποι­ή­σει -μὲ τὸν τρό­πο μου- τὶς σχέ­σεις μα­ζί του… Ὡ­στό­σο ἕ­να βρά­δυ στὴ Λι­μου­ζὲν ἔ­κα­να μέ­σα μου με­ρι­κὲς ἐ­ρω­τή­σεις… Εἶ­πα στὸν ἑ­αυ­τό μου: τὸ ὅ­τι δὲν ὑ­πα­κοῦς, τὸ ὅ­τι λὲς ψέ­μα­τα, εἶ­ναι κι αὐ­τὰ ἁ­μαρ­τί­ες. Καὶ τό­τε μοῦ ἔ­γι­νε μιὰ ἀ­πο­κά­λυ­ψη ἀ­πό­λυ­τα ἐκ­θαμ­βω­τι­κή: πο­τὲ δὲν ἀ­παρ­νι­ό­μουν πράγ­μα­τα ποὺ μ’ εὐ­χα­ρι­στοῦ­σαν ἐ­πει­δὴ δῆ­θεν ὁ Θε­ὸς τὰ ἀ­πα­γό­ρευ­ε. Ἄ­ρα δὲν πί­στευ­α πιὰ σ’ ἐ­κεῖ­νον!».
Ἐν­τυ­πω­σιά­ζει πράγ­μα­τι ἡ εὔ­στο­χη καὶ εἰ­λι­κρι­νὴς δι­α­πί­στω­ση τῆς συγ­γρα­φέ­ως! Ἀ­φοῦ ἔ­κα­νε αὐ­τὸ ποὺ τῆς ἄ­ρε­σε, δὲν εἶ­χε πλέ­ον καμ­μιὰ σχέ­ση μὲ τὸν Θε­ό.
Πό­σο τὸ ἔ­χου­με συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει αὐ­τὸ οἱ Χρι­στια­νοί; Ἔ­χου­με ἀν­τι­λη­φθεῖ ὅ­τι τὸ δι­κό μας θέ­λη­μα καὶ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ μπορεῖ νὰ εἶ­ναι δυ­ὸ δι­α­φο­ρε­τι­κὰ πράγ­μα­τα καὶ νὰ μὴ συμ­πί­πτουν πάντα με­τα­ξύ τους; Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστ. Παῦλος παρακινεῖ νὰ προσπαθοῦμε συνεχῶς νὰ βρίσκουμε ποιὸ εἶναι τὸ ἀγαθό, εὐάρεστο καὶ τέλειο θέλημα τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ προσαρμόζουμε κάθε δικό μας θέλημα, ὥστε νὰ μεταμορφώνουμε καὶ νὰ ἀνακαινίζουμε τὸν ἑαυτό μας, κάνοντάς τον ἔτσι θυσία ζωντανή, εὐάρεστη στὸν Θεὸ (Ρωμ. 12, 1-2). Ὅταν δίνουμε προτεραιότητα στὸ δικό μας θέλημα ποὺ δὲν συμπίπτει μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀ­κό­μα κι ἂν δε­χό­μα­στε θε­ω­ρη­τι­κὰ τὸν Θε­ό, οὐ­σι­α­στι­κὰ τὸν ἀ­πορ­ρί­πτου­με. Δὲν πι­στεύ­ου­με πιὰ σ’ αὐ­τόν. Δὲν ρυθ­μί­ζει Ἐ­κεῖ­νος τὴ ζω­ή μας. Εἶ­ναι ἕ­νας ξέ­νος γιὰ μᾶς. Θε­ός μας εἶ­ναι ὁ ἑ­αυ­τός μας μὲ ὅ­σα τοῦ ἀ­ρέ­σουν καὶ τὸν ἐ­ξυ­μνοῦν.
Αὐ­τή τὴν αὐ­το­θέ­ω­ση πό­θη­σε μά­ται­α ὁ Ἀ­δάμ, ἀ­πορ­ρί­πτον­τας τὸν δρό­μο ποὺ τοῦ ὑ­πέ­δει­ξε ὁ Θε­ός. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ὁ νέ­ος Ἀ­δάμ, ὁ Χρι­στός, ἀ­πέ­φυ­γε συ­στη­μα­τι­κὰ τὸ ἴ­διο λά­θος. Δὲν ζή­τη­σε τί­πο­τε δι­κό του, ἀλ­λὰ «ἑ­αυ­τὸν ἐ­κέ­νω­σε»(Φιλ. 2, 7), γιὰ νὰ γί­νει ἀ­πό­λυ­τα ὑ­πά­κου­ος στὸν Θε­ὸ-Πα­τέ­ρα. Γι’ αὐ­τὸ καὶ κά­θε Χρι­στια­νὸς ποὺ σκέ­πτε­ται μὲ«νοῦν Χρι­στοῦ» (Α΄ Κορ. 2, 16) καὶ δὲν θέ­λει δι­α­ζύ­γιο ἀ­π’ τὸν Θε­ό, προ­σπα­θεῖ νὰ ὑ­πο­τά­ξει ἐν­τε­λῶς τὸ δι­κό του θέ­λη­μα στὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Νὰ πε­θά­νει γιὰ τὸν κό­σμο. Νὰ ζή­σει γιὰ τὸν Θε­ό.
Πῶς θὰ τὸ πε­τύ­χου­με αὐ­τό, ἂν δὲν ἀ­παρ­νη­θοῦ­με ἑ­κού­σια τὸν ἑ­αυ­τό μας, κά­θε τὶ ποὺ θέ­λου­με; Κι ἂν δὲν γί­νει αὐ­τό, πῶς θὰ ἀ­κο­λου­θή­σου­με τὸν Χρι­στό; (Μάρκ. 8, 34).
Πηγή: ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 375, Ὀ­κτώ­βριος 2014 
Το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...