Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Δοσίθεος Ηγούμενος Ιεράς Μονής Παναγίας Τατάρνης Ευρυτανίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Δοσίθεος Ηγούμενος Ιεράς Μονής Παναγίας Τατάρνης Ευρυτανίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Ιανουαρίου 09, 2018

Γαντζωμένοι σὰν τὰ στρείδια




Στὰ Σεπτεμβριανὰ ὅλες οἱ ἐκκλησίες τῆς Πόλεως καὶ τῶν ὁμόρων Μητροπόλεων ὑπέστησαν δηώσεις, καταστροφὲς καὶ ἱεροσυλίες ἀφάνταστες. Μία, ὅμως, ἐγλύτωσε. Ποιά; Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι στὸ Φερίκιοϊ.

Τὸ τί θὰ συνέβαινε ἐκείνη τὴν φοβερὴ ἀποφράδα νύχτα, στοὺς λεγάμενους (στοὺς τούρκους δηλαδή) ἦταν γνωστὸ ἀπὸ ἡμερῶν πολλῶν. Ἔγινε θέμα συζητήσεως στοὺς θαμῶνες τοῦ ἀπέναντι τοῦ ἱεροῦ ναοῦ καφενείου. Ψιλοκουβεντιάζουν οἱ τοῦρκοι μεταξύ τους. Ἄλλοι ὑπέρ, ἄλλοι κατά. Κάποιος ἐπεμβαίνει.

—Πρέπει νὰ προστατέψουμε τὴν ρωμαίϊκη ἐκκλησία, διότι σ’ αὐτήν, τὸ ξέρετε ὅλοι, εἶναι ἕνας παπὰς ποὺ μᾶς βοηθάει στὶς ἀνάγκες μας, στὶς ἀρρώστιες μας, στὴν ἀνέχειά μας.

—Πάψε, ρέ! Παραμύθια! λένε οἱ φωνασκοῦντες ἀντιτιθέμενοι.

—Θὰ σᾶς τὸ ἀποδείξω! Ἀμέσως κιόλας. Δὲν ἔχω οὔτε μία λίρα πάνω μου, ψάξτε με! Θὰ πάω στὸ σπίτι τοῦ παπᾶ καὶ θὰ σᾶς φέρω 500 λίρες!

Πάει, λοιπόν, καὶ χτυπάει τὴν πόρτα. Ζητάει τὰ χρήματα παρακαλώντας, λέγοντας πὼς ἔχει μεγάλη ἀνάγκη, ἄρρωστη γυναίκα καὶ ἄλλα τέτοια. Ὁ παπὰς ἀπαντᾶ:

—Βρὲ παιδί μου, δὲν ἔχω τόσα χρήματα πάνω μου, καὶ μάλιστα τέτοια ὥρα. Θὰ ζητήσω καὶ ἀπὸ τὶς ἀδελφές μου, ὅμως. Περίμενε!
Συγκεντρώνει τὸ ποσὸν καὶ τοῦ τὸ δίδει. Τότε ὁ τοῦρκος τρέχει στὸ καφενεῖο καὶ κρατώντας τὰ χρήματα στὰ χέρια του ψηλὰ καὶ δείχνοντάς τα φωνάζει στοὺς ὁμοφύλους του:

—Βλέπετε, ὅλοι; Αὐτὸς εἶναι ὁ παπάς!

Ἔτσι, λοιπόν, ἐκεῖνο τὸ φρικτὸ βράδυ τοῦ 1955, ὅλοι οἱ τοῦρκοι γείτονες περικύκλωσαν τὴν ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ ὅταν ἄρχισαν νὰ ἔρχονται οἱ παρακρατικοὶ τραμποῦκοι καὶ ὁ μαινόμενος ὄχλος μὲ ρόπαλα καὶ μαχαίρια, βρῆκαν τοὺς ὁμοθρήσκους τους νὰ προασπίζονται ἀποφασισμένοι τὸν ἱερὸ ναό· «Θὰ περάσετε πάνω ἀπ’ τὰ πτώματά μας καὶ ὕστερα θὰ πειράξετε τὸν ναὸ καὶ τὸν παπά»!

Τὸ ὄνομα τοῦ ἐφημερίου; Δημήτριος Παπαδόπουλος. «Ἄνους», κατὰ τὸν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα. Ταπεινὸς καὶ ἀπέριττος, εὐλαβὴς καὶ ἀφανής. Ποιός Δημήτριος; Ὁ κατόπιν Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Δημήτριος! Ἀπὸ τοὺς καλυτέρους Πατριάρχας τοῦ 20οῦ αἰῶνος!

Ἂς εἶναι αὐτὰ τὰ ὀλίγα, ταπεινὸ μνημόσυνο γι’ αὐτὸν τὸν ὑπέροχο Πατριάρχη!

Αὐτοὶ οἱ πρεσβύτεροι ἀξίζουν τὸν θαυμασμό μας. Χωρὶς ποίμνιο, χωρὶς «τυχερά», χωρὶς κρατικὴ ἐνίσχυσι, χωρὶς καμμιὰ ἐξουσία (σημειωτέον πὼς ἡ κρατικὴ ἐξουσία ἐκεῖ δὲν ἀναγνωρίζει καθόλου τοὺς κληρικοὺς παρὰ μόνον τοὺς ἐφοροεπιτρόπους τῶν βακουφιῶν, οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἐπίσκοποι εἶναι ὡς μὴ ὑπάρχοντες), γαντζωμένοι σὰν τὰ στρείδια στὸν βράχο τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, χτυποῦν καμπάνα καὶ μ’ αὐτὴν διαλαλοῦν ὅτι ὑπάρχουν, ὅτι ἡ Ρωμηοσύνη ζῆ καὶ θὰ ζῆ ἕως ὅτου ἔλθη ὁ Εὐλογημένος. Ἀμήν

Δευτέρα, Ιουνίου 20, 2016

ΜΗ ΛΕΣ ΕΜΕΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ Μ’ ΑΓΑΠΑ

239399-iisous_xristos.jpg (999×664)
Γέροντος Δωροθέου, ἱερομονάχου
Κανείς δέν δικαιοῦται νά λέει ἐμένα κανείς δέν μ’ ἀγαπᾶ. Ἀκόμη κι ἄν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σέ προδώσουν ὁ Χριστός σ’ ἀγαπᾶ. Ἀκόμη κι ὅταν ἐσύ ὁ ἴδιος σιχαίνεσαι τόν ἑαυτό σου, ὁ Χριστός σ’ ἀγαπᾶ.
Δέν μπορεῖ νά κάνει ἀλλοιῶς, ἀφοῦ εἶναι ἀγάπη. Ζητάει μόνο νά τόν δεχθεῖς. Τόν διώχνεις καί δέν φεύγει. Τόν κλείνεις ἔξω ἀπό τήν πόρτα κι ὅταν μετά ἀπό ὦρες ξανανοίγεις εἶναι ἐκεῖ καί σέ περιμένει.
Κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο“Ἐγώ πατήρ, ἐγώ ἀδελφός, έγώ νυμφίος, ἐγώ οικία, ἐγώ τροφεύς, ἐγώ ρίζα, ἐγώ θεμέλιος. Πᾶν ὅπερ ἄν θέλης ἐγώ. Μηδενός ἐν χρεία καταστής. Ἐγώ καί δουλεύσω. Ἦλθον γάρ διακονήσαι, οὐ διακονηθῆναι. Ἐγώ καί φίλος καί ξένος καί κεφαλή καί ἀδελφός καί ἀδελφή καί μήτηρ. Πάντα ἐγώ. Μόνον οἰκείως ἔχε πρός ἐμέ. Ἐγώ πένης διά σέ καἰ ἀλήτης διά σέ, ἐπί σταυροῦ διά σέ, ἐπί τάφου διά σέ, ἄνω ὑπέρ σοῦ ἐντυγχάνω τῶ Πατρί. Κάτω ὑπέρ σοῦ πρεσβευτής παραγέγονα παρά τοῦ Πατρός. Πάντα μοι σύ καί ἀδελφός καί συγκληρονόμος καί φίλος καί μέλος. Τί πλέον θέλεις;”
Κατά τὀν Ἀπόστολο Παῦλο: «μέλη ἐσμέν τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἐκ τῆς σαρκός αὐτοῦ καί ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ»(Ἐφ. 5,30). Ἄς σπεύσουμε νά ἑνωθοῦμε μαζί του γιά πάντα μέσω τῆς μετάνοιας, τῆς ταπείνωσης, τῆς ὑπομονῆς, διά μέσου τῶν θλίψεων, διά τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. 

Ὁ Χριστός εἶναι «τά πάντα ἐν πᾶσι».

Κυριακή, Ιουνίου 07, 2015

Η ΖΩΝΤΑΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ


  

ellas-ekklhsia

Όταν οι Ιουδαίοι ηττήθησαν και απήχθησαν βιαίως στην Βαβυλώνα, η γη τους δεν ερημώθηκε τελείως. Έμειναν αρκετοί. Άλλοι απ’ αυτούς σκορπίσθηκαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντος και απετέλεσαν την Ιουδαϊκή διασπορά. Στο τέλος, στην γη των πατέρων τους έμειναν ελάχιστοι, το ‘λείμμα’.  Αυτοί οι ολίγοι τηρούσαν με πείσμα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Καίτοι ο Ναός του Σολομώντος είχε δηωθή. Καίτοι τα ιερά του σκεύη είχαν απαχθή. Καίτοι η Αγία Γη γέμισεν από αλλοφύλους και αλλοθρήσκους.
 Εδουλώθηκαν διοικητικώς  αλλά πνευματικώς έμειναν αδούλωτοι. Ποτέ δεν μετριόνταν. Αγνοούσαν πόσοι είναι. Ήξεραν ότι είναι λίγοι αλλ΄ αυτό δεν παρέλυε την θέλησί τους.
       Κάποτε, κάποιος εδώ [στη Πόλη] στην επαρχία όπου εκμετρώ το ζην, όπου ωσαύτως έχουμε μείνει ελάχιστοι, με ρώτησε: ‘Πόσοι είναι οι κάτοικοι της Αθήνας;’ ‘Εκατό με εκατόν πενήντα’ απήντησα. ‘Με  κοροϊδεύεις;’ ήταν η πρώτη αντίδρασις. ‘Δεν σε κοροϊδεύω καθόλου. Μπορεί να είναι πολλά εκατομμύρια, αλλά εγώ τόσους γνωρίζω. Οι υπόλοιποι είναι για μένα σαν να μην υπάρχουν’.
       Το ίδιο συμβαίνει και στη Πόλη. Αυτοί οι λίγοι, οι απροσδιόριστοι σε αριθμούς Ρωμηοί, ζουν σ’ ένα περιβάλλον πολυπληθές. Εγγίζει τα είκοσι εκατομμύρια. Και όμως αυτοί οι λίγοι υπάρχουν, ζουν, κινούνται σαν να μην υπάρχουν αυτά τα εκατομμύρια. Η Κωνσταντινούπολις είναι γι’ αυτούς ένα χωριό με δύο, τρεις χιλιάδες κατοίκους.  Κι αυτοί οι λίγοι ζουν σαν να είναι πολλοί. Με όλα τα έθιμά τους. Έχουν επίγνωση της ευγενούς καταγωγής των. Γνωρίζουν ότι οι ‘άγγλοι’ [άλλη ονομασία των ‘λεγάμενων’] βλέπουν τον κάθε Ρωμηό σαν γίγαντα. Γνωρίζουν ότι είναι από μια ράτσα ανθρώπων με δυνάμεις και διαστάσεις απεριόριστες.  Γι’ αυτό και οι ‘λεγάμενοι’ στέκονται με δέος, με σέβας θα μπορούσε να πη κανείς μπροστά τους.
       Συνάντησα στα νησιά μια Ρωσσίδα. Παντρεμένη με Ρωμηό αρχιμουσικό, εδώ και χρόνια πολλά. Χήρα τώρα αλλ΄ όχι και απαρηγόρητη. Τα ελληνικά της άψογα και καθαρώς πολίτικα. Έχει ‘λέγειν’ ραπτομηχανής και δη ηλεκτρικής. Μας μιλούσε για ώρα πολλήν για τους ‘άγγλους’ και δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε για ποιούς μιλούσε. Αφού μας είπε πολλά κατέληξε [δηλαδή το ‘κατέληξε’ είναι τρόπος του λέγειν. Σφύριξε το καράβι και έπρεπε να βιαστούμε].. ‘Δεν θέλω να πηγαίνω στην Ελλάδα. Εκεί όλο Χριστό και Παναγία βρίζουν. Εδώ εσείς με το σεις και με το σας μας φέρονται’.
       Και πράγματι οι νουν έχοντες ΄΄λεγάμενοι” συμπεριφέρονται καλώς τους εναπομείναντες. Ίσως γιατί τους θεωρούν ακίνδυνους πια…και δεν είναι όλοι οι ”νουν έχοντες”. Θα ήθελα να μπω στο μυαλό ενός Τούρκου, ενός συγχρόνου, σοβαρού Τούρκου για να μάθω πώς σκέπτεται. Πώς αισθάνεται σε μια Πόλι όπου η ιστορία, μνημεία, κτίρια είναι όλα Ρωμαίικα. Αισθάνεται ντόπιος; Αισθάνεται ότι ο τόπος αυτός είναι δικός του; Αισθάνεται ιδιοκτήτης ή νοικάρης; Όχι να μου πη πώς σκέπτεται γιατί ξέρω καλά το τι θα μου πή. Θέλω να είμαι στο μυαλό του, ώστε να μη, μπορή να με ξεγελάση με ανατολίτικες διπλωματικές πονηριές.
       Πάντως εγώ περπατώντας στα σοκάκια του Beyoglu και του  Cihangir αισθάνομαι σαν να είμαι στην Ελλάδα. Σε μια συνοικία των Αθηνών όπου Αλβανοί, Βούλγαροι, Πακιστανοί, Κούρδοι και Μαύροι δίνουν άλλο χρώμα, εκτός από ελληνικό. Βλέπω παντού ελληνικές επιγραφές. Κυρίως εκεί που δεν φθάνουν για να τις αφανίσουν. Βλέπω χρονολογίες από Χριστού [έχει σημασία αυτό γιατί οι Τούρκοι χρησιμοποιούν την Εγείρα, 641 χρόνια μετά], του ΙΘ΄ αιώνος. Βλέπω πολυκατοικίες χτισμένες σε εποχή που στην Αθήνα τα διώροφα θεωρούνταν ουρανοξύστες. Περπατώ και αισθάνομαι ότι είμαι στον τόπο μου. Η γλώσσα άλλαξε. Η πίστις άλλαξε. Αλλά τα κτίρια μένουν. Κι αν ”οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών Αυτού αναγγέλλει το στερέωμα”. Δόξαν Ρωμηοσύνης και ποίησιν Ρωμηών αρχιτεκτόνων και μαστόρων αναγγέλλουν αυτά τα μεγαλοπρεπή οικοδομήματα.
       Όπως δεν είναι η Ακρόπολις που χαρακτηρίζει την Αθήνα, αλλ’ είναι και η Πλάκα, έτσι και την Πόλι δεν την χαρακτηρίζει μόνο η Αγία Σοφία ή τα κάστρα της, αλλά κι αυτές οι συνοικίες, αυτά τα κτίρια που αποπνέουν άρωμα Ρωμηοσύνης.
       Είναι αυτά τα κτίρια που χαμογελούν και αγάλλονται όταν βλέπουν κάποιο περαστικό να τ’ αποθαυμάζει και να τους μιλάη στη γλώσσα τους, στα ελληνικά. Είναι αυτά τα κτίρια που σε χαιρετούν εγκάρδια όταν κοντοστέκεσαι και τα δείχνεις με το δάχτυλο. Ήταν κι αυτό ρωμαίικο. Είναι αυτά τα κτίρια που κλαίνε όταν τα αντιπαρέρχεσαι, φεύγεις και χάνεσαι. Είσαι ο οικείος, ο δικός τους άνθρωπος. Είσαι αυτός που τα καταλαβαίνει. Αυτός που τον καταλαβαίνουν. Αν τα άψυχα είχαν ψυχή, στεναγμοί και δάκρυα θα έρρεαν από τα παράθυρα και τους εξώστες που δεν τα στολίζει πια βασιλικός και μαντζουράνα. Αυτοί οι ετοιμόρροποι τοίχοι δεν καταρρέουν γιατί περιμένουν τον ρωμηό τον μάστορα. Αυτές οι σαραβαλιασμένες πόρτες που χέρι στοργικό δεν τις έβαψε ποτέ από τότε..στέκουν ορθές και περιμένουν..Να έλθη ο νοικοκύρης. Να ‘ρθουν αυτοί που τα πονούσαν γιατί ήταν ο ιδρώτας τους, το αίμα τους, η ζωή τους. Παρακαλώ σας όταν περάσετε απ’ εκεί μη πείτε ότι οι νοικοκυραίοι δεν θα ξανάρθουν πια. Αφίστε να περιμένουν. Η προσμονή τα κρατάει όρθια.
       Αυτοί οι λίγοι δεν είναι οι κακομοίρηδες, αυτοί που δεν έφυγαν γιατί δεν μπορούσαν να φύγουν. Όχι! Οι περισσότεροι έμειναν γιατί δεν θέλησαν να φύγουν.. Στο προαύλιο του Πατριαρχικού ναού μια Πολίτισσα συζητεί με δυο κοπέλλες, πνευματικά μου τέκνα. Είναι κι αυτές ερωτευμένες με τη Πόλι. Λέγει λοιπόν η ελαφρώς ηλικιωμένη Πολίτισσα: ”Είδατε πώς κατήντησαν την Πόλι μας; Έπρεπε να την γνωρίζατε παληά, στις δόξες της. Εγώ είμαι απ’ εδώ. Εδώ γεννήθηκα, εδώ θα πεθάνω. Δεν έφυγα ποτέ απ’ εδώ. Ούτε που μ’ ενδιαφέρει να πάω πουθενά. Όταν με ρωτούν, δεν λέγω ότι είμαι Πολίτισσα, λέγω ότι είμαι Κωνσταντινουπολίτισσα. Κωνσταντινούπολις λέγεται η Πόλι μας. Ας λένε ότι θέλουν οι ΄λεγάμενοι’. Δεν λέγεται Ισταμπούλ. Κωνσταντινούπολις λέγεται”.
       Έχουν επίγνωσι αυτοί οι λίγοι. Έχουν πνευματική ταυτότητα.. Η συζήτησις στην Ρωμαίικη ψαροταβέρνα είχε ανάψει. Όσο να ψηθούν τα ψάρια. Τι σημαίνει Ρωμηός, τι Ρωμηοσύνη. Ποιοί είναι οι Ρωμηοί. Προσπαθούσα να βγάλω τους συνομιλητές μου απ’ τη στενότητα του ελλαδισμού. Αγωνιζόμουν να τους κάνω να καταλάβουν την Οικουμενικότητα της Ρωμηοσύνης. ”Και εμείς τί είμαστε;” επιμένει ο ελλαδικός. ΄΄Εμείς είμαστε Ρωμηοί, κάτοικοι της Ελλάδος. Και εφόσον είμαστε υπήκοοι αυτού του κράτους είμαστε, ή μάλλον λεγόμαστε και Έλληνες.” Ο ”Ρωμηός” έχει ευρύτερη έννοια από τον ΄΄Έλληνα”. Όπως ο Ρουμελιώτης ή ο Μωραΐτης είναι Έλληνας. Αλλά το ‘Ρουμελιώτης’ και το ‘Μωραΐτης’ είναι έννοιες στενότερες από το ‘Ελληνας’. ”Οι εδώ τί είναι;” ερωτά ο αεί επιμένων. ”Αυτοί εδώ είναι Ρωμηοί, το ίδιο με μας. Μόνο που έχουν τουρκικήν υπηκοότητα, εφ’ όσον μένουν εδώ”. Είμαστε όλοι το ίδιο. Ρωμηοί της Ελλάδος, Ρωμηοί της Κύπρου, Ρωμηοί της Πόλης. Δεν μπορούσε να καταλάβη. Εν τω μεταξύ έρχεται η πιατέλα με τα ψάρια. Ακούει ο εστιάτωρ τη συζήτησι. ‘Επεσε πάνω στην ερώτησι: ”Και ποιοί είναι οι Ρωμηοί”, απαντά ο εστιάτωρ αυτόκλητος: ”Εμείς είμαστε οι Ρωμηοί”. Η απάντησις εδόθη. Η συζήτησις τελείωσε. Primun edere, deide philosophare.
       Παρευρέθην σε δύο εκδηλώσεις: Η μία στα τέλη Φεβρουαρίου 2000. Στο Ελληνικό Προξενείο. Στο Πέραν. Ένα κτίριο του ΙΘ΄ αιώνος, πλήρως ανακαινισμένο, χάρμα οφθαλμών. Παλαιό μετόχι του Παναγίου Τάφου. Έχει μέσα παρεκκλήσιον του οσίου ημών Σάββα του Ηγιασμένου. Θα τιμούσαν την έξοδο από την υπηρεσία της γνωστής τοις πάσι διδασκαλίσσης Σουλτάνας Αμπατζή. Παρών ο Πατριάρχης, ιεράρχαι, λοιποί κληρικοί και το κυριώτερο, κόσμος πολύς. Κόσμος σοβαρός. Άνθρωποι απ’ όλα τα μέρη της Πόλης. Μέχρι στην σκάλα. Ομιλία του Προξένου, η ομιλία της τιμωμένης, η ομιλία του Πατριάρχου. Λόγια θερμά, ατμόσφαιρα ζεστή, άνθρωποι ζωντανοί, ανθοδέσμες, χαρά, συγκίνησις, δάκρυα, γέλια. ‘Ολα για τη δασκάλα που για πάνω από σαράντα χρόνια προσέφερε την καρδιά της, το είναι της, την ύπαρξί της για τα παιδιά της Ρωμηοσύνης. Για την γλώσσα, την πίστι, την ταυτότητα. Και μετά τα κεράσματα, ο μπουφές, τα παπιγιόν των γκαρσονιών. Τα αναψυκτικά, οι περιφερόμενοι [και αμέσως αδειάζοντες] δίσκοι. Χαιρετούρες, συστάσεις, χειροφιλήματα. Η Ρωμηοσύνη ζη και το χαίρεται…
        Η άλλη φορά ήταν στα Νοσοκομεία μας.  Στο Μπαλουκλή. Κυριακή των Μυροφόρων. Πρώτα Πατριαρχική και Συνοδική Θ. Λειτουργία στη Μονή. Μετά δεξίωσις. Τρισάγιον υπό του Πατριάρχου στο παρακείμενο κοιμητήρι. Κατόπιν στα Νοσοκομεία. Μια αίθουσα καινούργια, φρεσκαρισμένη ίσως, αλλά φαίνεται σαν καινούργια. Χωράει πάνω από τριακόσια άτομα. Τραπέζια, καρέκλες, τραπεζομάνδηλα. Τραπέζωμα πολυτελείας. Τα φαγητά ακόμη καλύτερα. Η ομογένεια παρούσα. Μια χαρμόσυνη αναστάσιμη ομήγυρις. Με ομιλίες, ευχές και..μπηχτές. Πώς θα ήταν ρωμαίικο πανηγύρι..  Διερωτώμαι: Πώς καταφέρνουν αυτοί οι άνθρωποι να διοργανώνουν τέτοιες συνεστιάσεις, να ξενίζουν τόσα άτομα και να σε κάνουν να ξεχνιέσαι ότι βρίσκεσαι σε τόπο πολλές φορές εχθρικό; Και τα γέλια, τα πειράγματα, τα αστεία είναι αυθόρμητα, γεμάτα ζωντάνια. Ζωντάνια που εκπλήσσει.  Τ’ ακούς γοργόνα;  Δεν σου είπα ψέματα..
       Νομίζω ότι την αγάπη του ”λείμματος” για την Πόλι του, όχι απλώς την Πόλι , την Πόλι ”του” εκφράζει κατά κάποιον μοναδικό τρόπον ένας γηραιός Μητροπολίτης του Θρόνου: ”Αρρώστησα βαρειά. Πήγα στην Αθήνα. Νοσηλεύθηκα σε Νοσοκομείο. Έφθασα μέχρι το θάνατο. Ένα μόνο σκεπτόμουν, ένα έλεγα στους συγγενείς μου. Για ένα προσευχόμουν. Να γυρίσω ζωντανός, να πεθάνω στη Πόλι, στην Πόλι μου”…
       Είχα μια ενδόμυχη επιθυμία. Να μπώ σε ρωμαίικο σπίτι. Δεν το είχα πει σε κανένα. Έλεγα εν εαυτώ: Θάρθη η ώρα που κι’ αυτό θα γίνη. Η επιθυμία μου αυτή δεν ήταν από περιέργεια. Ήθελα μόνον και μόνον να νοιώσω τη χαρά ότι υπάρχει στην Πόλι ρωμαίικο σπίτι. Ανοιχτό, πρόσχαρο, γεμάτο αισιοδοξία. Είχα δει σε βιβλία φωτογραφίες από κάποια ερείπια και κάποιες αχνές μορφές να κατοικούν μέσα σ’ αυτά. Είχα διαβάσει λεζάντες ”ο τελευταίος Ρωμηός ή Ρωμηά” και τα παρόμοια.  Μ’ αξίωσεν ο Θεός και μπήκα. Προσκεκλημένος. Δεν ξέρετε πόσο χάρηκα. Ήταν σαν να μπήκα στο Άγιο Βήμα. Ένα διαμέρισμα ολόφωτο. Με εικονοστάσι, με το καντήλι αναμμένο. Με ωραία κάδρα στους τοίχους από τα νησιά τα δικά μας, τα ελληνικά νησιά. Με γέλια, με κεράσματα, με καφεδάκι. Με τους αναπαυτικούς καναπέδες, με μπαλκονάκι γεμάτο λουλούδια. Στο τραπέζι του μπαλκονιού το πλεχτό, το κέντημα για τις ώρες της αναμονής. Του άντρα, του γιού. Η τηλεόρασι σε ειδήσεις ελληνικές. Μεγάλη ευλογία για τους ομογενείς. Ακούν την γλώσσα μας, μαθαίνουν τι γίνεται στον έξω κόσμο. Γελούν με τα παληά ελληνικά έργα. Με την Βασιλιάδου, τον Αυλωνίτη, τον Λογοθετίδη που ήταν και πατριώτης τους.  Η..θεία απ’ το Σικάγο γίνεται η δασκάλα της ελληνικής γλώσσης. Πού να το ήξερε η μακαρίτισσα..
        Τι κι αν στο πάνω πάτωμα μένει εβραϊκή οικογένεια; Τι κι αν στο κάτω πάτωμα μένουν Αρμένιοι; Τί κι αν στο διπλανό μένουν Τούρκοι; Μόλις με το ”καλώς ορίσατε, περάστε”, κλείνει και η πόρτα πίσω σου, όλα αλλάζουν, όλα ξεχνιούνται. Ζης, αναπνέεις άλλον αέρα. Αέρα ζείδωρο, ρωμαίικο.  Μεγάλη ευλογία να πιης καφέ σε σπίτι ρωμαίικο, εκεί στην καρδιά της Ρωμηοσύνης, στην Πόλι. Κι’ ακόμη όταν σε καλούν σε δείπνο. Με λακέρδα και γαράτα φτιαγμένα απ’ τον νοικοκύρη. Με γιαλαντζή ντολμάδες και σπανακόπιττα στο τέλος, για να φύγη το ψάρι’, φτιαγμένα απ’ την νοικοκυρά. Κι η τηλεόρασι να παίζει έργο με τον Λ. Κωνσταντάρα.  Σκέτη απόλαυσις.
       Έθιμα διατηρούνται πολλά. Βεβαίως όχι όλα. Ιδίως τα συλλογικά έθιμα, πανηγύρια, γλέντια, εξοχές και ξέφωτα. Διατηρούνται αυτά που δεν απαιτούν  ΄΄πολυκοσμία”…

                          ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΣΤΟΥΣ 1.830

        350.000. Τόσοι ήσαν κατά τους μετριωτέρους υπολογισμούς οι Ρωμηοί της Πόλης στις αρχές του εικοστού αιώνος. Και ήσαν τόσοι, όταν οι Τούρκοι ήσαν μόλις εξακόσιες χιλιάδες και οι υπόλοιποι, Αρμένιοι, Εβραίοι και Φραγκολεβαντίνοι εκατόν πενήντα χιλιάδες, όλοι μαζί. Τα χρόνια πέρασαν. Πέρασαν και οι δόξες. Πιέσεις, φόροι, στρατεύσεις, καταστροφές, απελάσεις. Φόβος και τρόμος έπεσε στην ομογένεια. Και συνεχώς αιμορραγούσε. Διαρκής συρρίκνωσις που άλλην όμοιά της η ιστορία δεν θα επιδείξη.
       Και εφέτος ήλθεν η είδησις. Εγράφη σε πολίτικες εφημερίδες που εκδίδονται στην Αθήνα: Οι ομογενείς στην Πόλι αριθμούνται σε 1.830. Δυσάρεστος η είδησις. Και την ώρα που ήλθε η εφημερίδα κρατούσα στα χέρια μου την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Διάβαζα το τελευταίο κεφάλαιό της. Την άμυνα της Ελλάδος απέναντι στον πανίσχυρο Άξονα. Γραμμή Μεταξά, οχυρά Ρούπελ. Απρίλιος του 1941. Η επίθεσις των Γερμανών ήτο λυσσαλέα. Αλλά και η άμυνα αποτελεσματική. Τέτοιαν άμυνα δεν την περίμεναν. Τα οχυρά ξερνούσαν φωτιά και σίδερο. Οι απώλειες μεγάλες. Η προέλασις καθυστερούσε. Οι Γερμανοί βιάζονταν να κάμψουν την αντίστασι. Να φθάσουν ως το Ταίναρο, ως την Κρήτη. Η Θεσσαλονίκη είχεν ήδη καταληφθή αλλ’ οι αμυνόμενοι στα οχυρά  συνέχιζαν απτόητοι την μάχη. Ώσπου η Γιουγκοσλαβία κατέρρευσε μέσα σε τρεις ημέρες. Τα οχυρά κυκλώθηκαν. Τα πυρομαχικά, τα τρόφιμα σώθηκαν. Και άρχισεν ένας άνισος αγώνας μέσα στις στοές, μέσα στα σκοτάδια, σώμα με σώμα. Οι λίγοι που απέμειναν αποκαμωμένοι από την  αϋπνία, νηστικοί, ψειριασμένοι, καταπληγωμένοι ,παραδόθηκαν. Και έκπληκτοι οι Γερμανοί αξιωματικοί είδαν να βγαίνουν απ’ τα οχυρά φαντάσματα. Και ήλθεν η διαταγή από το Βερολίνο: Τιμήστε αυτούς τους αγωνιστές. Τους πρέπει κάθε σεβασμός. Είναι ήρωες. Και έτσι αυτοί οι ηρωικοί μαχητές παρήλασαν με τον οπλισμό τους μπροστά στο γερμανικό σύνταγμα που απέδιδε τιμές.
       Συλλογίζομαι:  Σ’ αυτούς τους λίγους που απέμειναν στην Πόλι, σ’ αυτούς τους εκατόν πενήντα του Γηροκομείου, τους πενήντα του φρενοκομείου, σ’ αυτούς που μάχονται σε κάποια οχυρά, στο Κουρτουλούς, στο Τζιχανγκίρ, στον Άγιο Στέφανο και όπου αλλού, χωρίς βοήθεια ουδενός, χωρίς στοργή, χωρίς αγάπη, χωρίς συναίσθησι καθήκοντος, δεν τους πρέπει τιμή, δόξα, σεβασμός;
       Αν δεν μπορούμε να μιμηθούμε τον Χριστό μας γιατί τα πάθη μας μάς εμποδίζουν, ας μιμηθούμε τουλάχιστον εκείνους που απέδωσαν τιμές στους μαχητές του Ρούπελ!!

*[Αποσπάσματα από το βιβλίο  ”Μια γοργόνα στον Κεράτιο”, έκδοσις τρίτη. Του αρχιμ. Δοσιθέου, Ηγουμένου Ιεράς Μονής Τατάρνης Ευρυτανίας]

Παρασκευή, Μαΐου 29, 2015

Ιερείς της Κωνσταντινουπόλεως, “από του χρέους μη κινούντες”

Σεβασμιώτατε δέσποτα*, αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί και συλλειτουργοί, ευχαριστώ πολύ που με καλέσατε για να σας ομιλήσω. Δεν έρχομαι εν σοφία λόγων, ούτε ως επιστήμων θεολόγος, ούτε για να τριχάσω την τρίχα.
Είμαι ένας καλογερόπαπας και απευθύνομαι σε παπάδες, με την παλαιά έννοια του όρου «παπάς», κι όχι με τη μειωτική που μας αποδίδουν σήμερα με τη λέξι «παπαδαριό». «Παπάς» είναι λέξις τιμητική και είναι χαϊδευτικό της λέξεως «πατήρ», και μετάφρασις της αραμαϊκής λέξεως «αββάς». Και η λέξις «παπάς» ή «παπίας» δεν είναι μακριά ετυμολογικώς από τη λέξι «πάπας», που τόσον έχει παρεξηγηθή εξ αιτίας της χρήσεώς της από τον επίσκοπο Ρώμης.
ierkwn2
Τονίζω ότι ιερομόναχοι και έγγαμοι πρεσβύτεροι είμεθα ένα άνευ διακρίσεως «αγιότητος». Είμαι παπάς, είσθε παπάδες. Είμαι πρεσβύτερος, είσθε πρεσβύτεροι.
Δεν υπάρχει στην Εκκλησία του Χριστού διάκρισις μεταξύ έγγαμου και άγαμου κλήρου.
Όπου υπάρχει διάκρισις, εκεί υπάρχει αίρεσις. Διότι μία φορά, θυμάμαι, κάποιοι αρχιερείς, οι οποίοι προέρχονταν από οργανώσεις, είχαν επισκεφθεί το μοναστήρι όπου ήμουν καλόγηρος. Και λέγει τότε ο οικείος επίσκοπος, μακαριστός πλέον τώρα, πως την επομένη ημέρα θα ετελείτο μια «παρθενική Λειτουργία». Του λέγω:
—Τί εννοείτε;
Μου απαντά:
—Θα λειτουργήσουμε μόνον εμείς οι άγαμοι.
—Συγγνώμη, μα εγώ δεν θα λειτουργήσω, δεν θα έρθω.
—Γιατί; ερωτά.
Και του απαντώ:
—Πρώτον, διότι αυτό είναι εγκρατιτική αίρεσις, δεύτερον διότι οι Κανόνες της Εκκλησίας απαγορεύουν τη διάκρισι μεταξύ άγαμου και έγγαμου επί ποινή αφορισμού, και τρίτον διότι εγώ δεν είμαι παρθένος.
Εκεί τινάχτηκε! Λέει:
—Τι εννοείς;
—Εννοώ πως αν ο Μέγας Βασίλειος λέγει ότι «Και γυναίκα ου γινώσκω και παρθένος ουκ ειμί», εγώ δεν μπορώ να ισχυρισθώ πως είμαι παρθένος. Εξάλλου η Εκκλησία του Χριστού εκ των ανδρών μόνον ένα ονόμασε Παρθένο, τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και Ευαγγελιστή. Οι υπόλοιποι είμαστε καθ’ υπόνοιαν «παρθένοι».
Γι’ αυτό λοιπόν, αγαπητοί μου, αισθάνομαι πολλήν την οικειότητα ανάμεσά σας. Άλλωστε να ξέρετε πως οι καλύτεροί μου φίλοι είναι οι έγγαμοι κληρικοί. Και χαίρω ιδιαιτέρως όταν έρχονται στο μοναστήρι μας και λειτουργούν. Διότι δεν είναι σωστό κάποιοι αρχιμανδρίτες των 20 και 25 χρόνων να περιφρονούν κληρικούς έγγαμους 80 – 85 χρόνων.
Αλλά «περί την νύσσαν τον πώλον κεντώ», για να θυμηθώ τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο.
Ο νους μου πετά προς την Κωνσταντινούπολι την αγαπημένη. Εκεί θέλω να μεταφέρω και την αγάπη σας. Δεν θα σας μιλήσω για τους ναούς της, ούτε για τ’ αγιάσματά της, ούτε για τα κάστρα της. Δεν θα σας μιλήσω ούτε για τον Πατριάρχη και την πατριαρχική αυλή. Γι’ αυτά μιλούν πολλοί και έχουν γράψει πολλά και γράφουν εισέτι.
Θα σας απασχολήσω με κάτι, που κανείς μέχρι τώρα δεν καταπιάστηκε. Θα σας μιλήσω για συναδέλφους. Για τους δικούς σας ανθρώπους. Για τους παπάδες της Πόλης. Γι’ αυτούς τους ήρωες, για τους οποίους κανείς δεν ομιλεί, κανείς δεν γράφει. Θα σας μιλήσω για όσα έχω ακούσει, για όσα έχω δη, για όσα οι ίδιοι μου έχουν διηγηθή. Ιερείς με οικογένειες, σε μακρινές ξεχασμένες ενορίες, χωρίς ενορίτες, σ’ ένα περιβάλλον εχθρικό. Ιστορίες άγνωστες, άλλες συγκινητικές, άλλες ηρωικές, αλλά όλες ενδιαφέρουσες. Φυσικά θα αναφερθώ ενδεικτικά σε πολύ λίγα, διότι δεν θα ήτο δυνατόν να αναφέρω στην αγάπη σας όλα όσα γνωρίζω.
Για να κάνουμε και μια σύγκρισι μεταξύ αυτών και ημών. Διότι παραπονούμεθα πολλάκις, αλλά χωρίς λόγο και αιτία.
Ζούν οι ταπεινοί λευίτες της Κωνσταντινουπόλεως σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Δεν γνωρίζουν από που και από ποιόν θα έρθη η βρισιά, η πέτρα, το φτύσιμο. Λίγο να διαταραχθούν οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, αυτοί πληρώνουν τα σπασμένα.
Επίσης γνωρίζουν ότι εκεί είναι μόνιμοι. Κάθε φυγή προς τα εδώ ή το εξωτερικό σημαίνει καθαίρεσις. Και όμως, μένουν εκεί από του χρέους μή κινούντες. Ωσάν τον στρατιώτη μιας πύλης στην Πομπηία. Η λάβα του Βεζούβιου ήρθε και τον εκάλυψε, μα εκείνος έμεινε ακίνητος φρουρός μιας διαταγής, να μη εγκαταλείψη την πύλη. Και στις ανασκαφές βρέθηκε πετρωμένος απ’ τη λάβα με το δόρυ στο χέρι, στην πύλη.
[Συνεχίζεται]
* Ομιλία σε Ιερατική Σύναξη των εφημερίων της Ιεράς Μητροπόλεως Ιεραπύτνης και Σητείας, που πραγματοποιήθηκε στον Ιερό Καθεδρικό Ναό Αγίας Φωτεινής Ιεραπέτρας.

Τρίτη, Απριλίου 23, 2013

ΙΕΡΕΙΣ ΤΗΣ Κ/ΠΟΛΕΩΣ OMIΛΙΑ ΓΙΑ ΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟΝ Αρχιμ. Δοσιθέου Κανέλλου


IEREIS
Αρχιμ. Δοσιθέου Κανέλλου
Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Παναγίας Τατάρνης Ευρυτανίας

Σεβασμιώτατε[*] δέσποτα, αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί και συλλειτουργοί, ευχαριστώ πολύ που με καλέσατε για να σας ομιλήσω. Δεν έρχομαι εν σοφία λόγων, ούτε ως επιστήμων θεολόγος, ούτε για να τριχάσω την τρίχα.
Είμαι ένας καλογερόπαπας και απευθύνομαι σε παπάδες, με την παλαιά έννοια του όρου «παπάς», κι όχι με την μειωτική που μας αποδίδουν σήμερα με την λέξι «παπαδαριό». «Παπάς» είναι λέξις τιμητική και είναι χαϊδευτικό της λέξεως «πατήρ», και μετάφρασις της αραμαϊκής λέξεως «αββάς». Και η λέξις «παπάς» ή «παπίας» δεν είναι μακρυά ετυμολογικώς από την λέξι «πάπας» που τόσον έχει παρεξηγηθή εξ αιτίας της χρήσεώς της από τον επίσκοπο Ρώμης.
Τονίζω ότι ιερομόναχοι και έγγαμοι πρεσβύτεροι είμεθα ένα· άνευ διακρίσεως «αγιότητος». Είμαι παπάς, είσθε παπάδες. Είμαι πρεσβύτερος, είσθε πρεσβύτεροι.
Δεν υπάρχει στην Εκκλησία του Χριστού διάκρισις μεταξύ έγγαμου και άγαμου κλήρου. Όπου υπάρχει διάκρισις, εκεί υπάρχει αίρεσις. Διότι μια φορά, θυμάμαι, κάποιοι αρχιερείς οι οποίοι προέρχονταν από οργανώσεις είχαν επισκεφθεί το Μοναστήρι που ήμουν καλόγηρος. Και λέγει τότε ο οικείος επίσκοπος, μακαριστός πλέον τώρα, πως την επομένη ημέρα θα ετελείτο μια «παρθενική Λειτουργία». Του λέγω:
-Τι εννοείτε; Μου απαντά:
-Θα λειτουργήσουμε μόνον εμείς οι άγαμοι.
-Συγγνώμη, μα εγώ δεν θα λειτουργήσω, δεν θα έρθω.
-Γιατί; ερωτά. Και του απαντώ:
-Πρώτον, διότι αυτό είναι εγκρατιτική αίρεσις, δεύτερον διότι οι Κανόνες της Εκκλησίας απαγορεύουν την διάκρισι μεταξύ άγαμου και έγγαμου επί ποινή αφορισμού, και τρίτον διότι εγώ δεν είμαι παρθένος.
Εκεί τινάχτηκε! Λέει:
—Τί εννοείς;
—Εννοώ πως αν ο Μέγας Βασίλειος λέγει ότι «Και γυναίκα ού γινώσκω και παρθένος ούκ ειμί», εγώ δεν μπορώ να ισχυρισθώ πως είμαι παρθένος. Εξάλλου η Εκκλησία του Χριστού, εκ των ανδρών μόνον ένα ονόμασε Παρθένο∙ τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και Ευαγγελιστή. Οι υπόλοιποι είμαστε καθ’ υπόνοιαν «παρθένοι».
Γι’ αυτό λοιπόν, αγαπητοί μου, αισθάνομαι πολλήν την οικειότητα ανάμεσά σας. Άλλωστε να ξέρετε πως οι καλύτεροί μου φίλοι είναι οι έγγαμοι κληρικοί. Και χαίρω ιδιαιτέρως όταν έρχονται στο Μοναστήρι μας και λειτουργούν. Διότι δεν είναι σωστό κάποιοι αρχιμανδρίτες των 20 και 25 χρόνων να περιφρονούν κληρικούς έγγαμους 80 – 85 χρόνων.
Αλλά «περί την νύσσαν τον πώλον κεντώ» για να θυμηθώ τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο
Ο νους μου πετά προς την Κωνσταντινούπολι την αγαπημένη. Εκεί θέλω να μεταφέρω και την αγάπη σας. Δεν θα σας μιλήσω για τους ναούς της, ούτε για τ’ αγιάσματά της, ούτε για τα κάστρα της. Δεν θα σας μιλήσω ούτε για τον Πατριάρχη και την Πατριαρχική αυλή. Γι’ αυτά μιλούν πολλοί και έχουν γράψει πολλά και γράφουν εισέτι.
Θα σας απασχολήσω με κάτι που κανείς μέχρι τώρα δεν καταπιάστηκε. Θα σας μιλήσω για συναδέλφους. Για τους δικούς σας ανθρώπους. Για τους παπάδες της Πόλης. Γι’ αυτούς τους ήρωες για τους οποίους κανείς δεν ομιλεί, κανείς δεν γράφει. Θα σας μιλήσω για όσα έχω ακούσει, για όσα έχω δή, για όσα οι ίδιοι μου έχουν διηγηθή. Ιερείς με οικογένειες, σε μακρυνές ξεχασμένες ενορίες, χωρίς ενορίτες, σ’ ένα περιβάλλον εχθρικό. Ιστορίες άγνωστες, άλλες συγκινητικές, άλλες ηρωικές, αλλά όλες ενδιαφέρουσες. Φυσικά θα αναφερθώ ενδεικτικά, σε πολύ λίγα, διότι δεν θα ήτο δυνατόν να αναφέρω στην αγάπη σας όλα όσα γνωρίζω.
Για να κάνουμε και μια σύγκρισι μεταξύ αυτών και ημών. Διότι παραπονούμεθα πολλάκις αλλά χωρίς λόγο και αιτία.
Ζούν οι ταπεινοί λευίτες της Κωνσταντινουπόλεως σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Δεν γνωρίζουν από πού και από ποιόν θα έρθη η βρισιά, η πέτρα, το φτύσιμο. Λίγο να διαταραχθούν οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, αυτοί πληρώνουν τα σπασμένα.
Επίσης γνωρίζουν ότι εκεί είναι μόνιμοι. Κάθε φυγή προς τα εδώ ή το εξωτερικό σημαίνει καθαίρεσις. Και όμως μένουν εκεί από του χρέους μη κινούντες. Ωσάν τον στρατιώτη μιας πύλης στην Πομπηΐα. Η λάβα του Βεζούβιου ήρθε και τον εκάλυψε, μα εκείνος έμεινε ακίνητος φρουρός μιάς διαταγής· να μη εγκατάλειψη την πύλη. Και στις ανασκαφές βρέθηκε πετρωμένος απ’ την λάβα με το δόρυ στο χέρι, στην πύλη.
Ο εφημέριος της Παναγίας στο Πέραν μου έλεγε πριν μερικά χρόνια: «Είμαι εδώ εφημέριος επί 54 χρόνια». Αν ζη πρέπει να έχη ξεπεράση τα 60 χρόνια ιερατικής διακονίας. Και είδε δόξες να περνούν και να χάνονται…
Εμείς πολλές φορές έχουμε σαν όνειρο την συνταξιοδότησι. Να πάρουμε σύνταξι να γλυτώσουμε από τριμηνίες, προϋπολογισμούς και απολογισμούς. Γνώρισα τον πατέρα Φιλόθεο στην ηλικία των 92 ετών. Ήτο εφημέριος στον Άγιο Γεώργιο Εδίρνε Καπού (στην Πύλη της Αδριανουπόλεως). Ενορίτες; Αυτός, η παπαδιά του και μία κόρη, αν δεν απατώμαι. Ψάλαμε μαζύ σε μια Προηγιασμένη στο Αγίασμα των Βλαχερνών. Εθαύμασα την αντοχή του στο ψάλσιμο, παρ’ όλη την προχωρημένη ηλικία του. Μετά την απόλυσι, τον ερώτησα:
-Είσθε συνταξιούχος; Μου απήντησε:
Εμείς εδώ δεν γνωρίζουμε τι έστι σύνταξις· πεθαίνουμε στο Θυσιαστήριο!
Μετά τρία έτη έμαθα ότι εκοιμήθη. Όμως εκοιμήθη ως λειτουργός. Στο Θυσιαστήριο, από του χρέους μη κινών.
Ύστερα από το διάταγμα του Κεμάλ το 1934 η ρασοφορία εκτός του ναού απαγορεύεται. Οπότε οι ιερείς κυκλοφορούν με πολιτικά και εισερχόμενοι εις τον ναόν φορούν ράσο και καλυμαύχι. Διευκρινίζω πως η ρασοφορία έκτοτε απαγορεύθηκε για τους τούρκους υπηκόους και μόνον, κι όχι δι’ όσους απλώς επισκέπτονται την Τουρκία (εξ Ελλάδος φερ’ ειπείν ή όπου αλλού). Ενθυμούμαι, λοιπόν, τον μακαριστόν π. Μελέτιο Σακκουλίδη, τον Μεγάλον Οικονόμον. Ήτο εφημέριος σε 11 ναούς της περιφερείας Υψωμαθείων. Έζησε τα δραματικά γεγονότα του ’55 στους Αγίους Θεοδώρους Βλάγκας. Αυτός ποτέ δεν εκάθισε σε ώρα ακολουθίας η Θείας Λειτουργίας. Μέχρι τέλους. Και εντύπωσι μου είχε κάνει μεγάλη διότι δεν έκρυβε ποτέ την ιερωσύνη του. Και γένεια έτρεφε και κόμη διατηρούσε. Μάλιστα δε ο μακάριος εκείνος στο αριστερό πέτο του σακακιού του είχε πάντοτε καρφιτσωμένο ένα χρυσό σταυρό. Και πάντα έτσι κυκλοφορούσε εν μέσω αλλογενών και αλλοθρήσκων· με τον σταυρό να λάμπει.
Αυτό το διάταγμα του Κεμάλ, έφερε σε πολύ δύσκολη θέσι τους εφημέριους τότε, αλλά και τους πιστούς. Έχει καταγραφεί ότι ο Πατριάρχης Φώτιος ο Β’ (επί του οποίου βγήκε το διάταγμα) ουδέποτε εξήλθε του Πατριαρχείου, αρνούμενος και μη ανεχόμενος να συνοδεύεται από παντελονοφόρους κληρικούς.
Ο μακαριστός π. Γεώργιος Οκουμούσης εφημέριος στην Ίμβρο (εκοιμήθη πέρυσι) μου εδιηγείτο τα εξής: «Ο πατέρας μου ήταν παπάς. Όταν ήλθε ειδοποίησις από το Πατριαρχείο να βγάλουν οι ιερείς τα ράσα, να περιορίσουν κατά το δυνατόν την γενειάδα και να κόψουν την κοτσίδα (για να μη δίδουν στόχο, διότι τα πράγματα τότε ήσαν πολύ άγρια και επικίνδυνα) έπεσε θρήνος στο σπίτι μας. Ο πατέρας μου ήταν ιερεύς στους Αγ. Θεοδώρους και έπρεπε να συμμορφωθή. Με κλάμματα η μητέρα μου παπαδιά πήρε το ψαλίδι, έκοψε την κοτσίδα και την τοποθέτησε σ’ ένα κουτί. Την έβαλε κάτω άπ’ τα εικονίσματα, και όταν ο πατέρας μου εκοιμήθη, το μόνο κτέρισμα που τον συνώδευσε στον τάφο ήσαν τα μαλλιά του, η κοτσίδα του»…
Είπα και προηγουμένως· οι κίνδυνοι ελλοχεύουν πάντοτε. Οι ιερείς είναι στο στόχαστρο. Ας κυκλοφορούν με πολιτικά, τους διακρίνουν αμέσως. Ακόμα, θυμηθείτε, αγνοείται η τύχη του πτώματος του Ηγουμένου του Μπαλουκλή Χρύσανθου. Κάποιο πηγάδι κρατάει το μυστικό του βασανισμού του… Ο τέως Μέγας Εκκλησιάρχης π. Σεραφείμ όταν ήτο διάκονος, λειτουργούσε σε κάποιο ναό της περιφερείας του Βοσπόρου. Θες από άγνοια του κινδύνου, θες από αφέλεια φόρεσε γαλάζια διακονική στολή. Ήταν η εποχή μετά τα Σεπτεμβριανά. Ξαφνικά εισβάλλουν στον ναό τραμπούκοι εγκάθετοι και απήτησαν με κραυγές, βρίζοντας και απειλώντας, να βγάλη τα άμφια που θύμιζαν Ελλάδα…
Μου έλεγεν ο μακαρίτης παπα-Νεόφυτος εφημέριος στο Μπαλουκλή: «Κάποιος Χριστιανός με χάρισε ένα ρολόι χειρός που είχε στο κέντρο την Παναγία. Το φόρεσα και μπήκα στο λεωφορείο για να πάω στο σπίτι μου στα Ταταύλα. Το λεωφορείο γεμάτο ήταν, θέσεις δεν είχε, και στεκόμουν όρθιος. Πιάστηκα από την χειρολαβή να μη πέσω, τραβήχτηκε το μανίκι καί φάνηκε το ρολόϊ. Σαν κοράκια, σαν όρνια έπεσαν επάνω μου να με γδάρουν. Είδα κι έλαβα να γλυτώσω από τα χέρια τους. Και από τότε το έχω στην τσέπη του σακακιού μου». Εκείνο, αδελφοί μου, που είναι πολλές φορές ανυπόφορο για τους ιερείς της Πόλεως είναι η μοναξιά. Χωρίς οικογένεια, χωρίς ενορίτες.
Περιμένω μια φορά στον διάδρομο έξω από το Πατριαρχικό Γραφείο να με δεχθή ο Πατριάρχης. Δίπλα μου κάθεται ένας ηλικιωμένος ιερεύς. Περιμένει να δη κι αυτός τον Πατριάρχη. Πιάνουμε κουβέντα. «Είμαι Ίμβριος και εφημερεύω στον Άγιο Φωκά στο Ορτάκιοϊ (Μεσοχώρι). Έχω 15 ενορίτες, απ’ τους οποίους οι μισοί είναι κατάκοιτοι. Δύο θυγατέρες έχω, αλλά στην Αθήνα μένουν. Εδώ πιά μόνος μένω. Έχασα την παπαδιά μου εδώ και δέκα επτά χρόνια. Μόλις πέθανε η παπαδιά μου σκέφθηκα να φύγω. Πώς να έμενα πιά μόνος μου, με προβλήματα υγείας… Την ώρα που της έριχνα λίγο χώμα στον τάφο της, πάτερ μου, σαν να άκουσα την φωνή της: -Παπά μου, τόσα χρόνια σε υπηρετούσα πιστά, και τώρα φεύγεις και με αφήνεις μόνη; Ποιος θα μου ανάβη το καντήλι στον τάφο; Κι έτσι, πάτερ, αποφάσισα κι έμεινα μόνος μου δέκα επτά χρόνια, σ’ ένα κελλάκι του ναού, στο οποίο γυναίκα δεν πάτησε∙ μόνος μου τακτοποιούμαι και συντηρούμαι. Όμως έχει πολλά σκαλιά και δεν μπορώ πιά ν’ ανεβοκατεβαίνω. Δεν με βαστούν τα πόδια μου. Έχω και πολλές αρρώστιες… Γι’ αυτό ήλθα στον Πατριάρχη να με αφήση να φύγω, να πάω στις κόρες μου»…
Μπαίνει πρώτος στον Πατριάρχη. Εγώ δεύτερος. Μου λέγει ο Πατριάρχης: «Τον λυπούμαι, έχει πολλές αρρώστιες, είναι ηλικιωμένος, αλλά εάν φύγει θα κλείση ο Άγιος Φωκάς». Απαντώ: «Παναγιώτατε, όλοι έχουμε αρρώστιες. Άλλος λίγες, άλλος πολλές. Αλλά ο πατήρ έχει μια αρρώστια ανίατη∙ την μοναξιά!»…
Μετά από δύο χρόνια εκοιμήθη. Ένας νέος κληρικός εύελπις τον διεδέχθη και λειτουργεί τώρα στον Άγιο Φωκά στο Μεσοχώρι.
Κουβεντιάζω, πριν από χρόνια, με τον τότε εφημέριο της Παναγίας Χαντζεριώτισσας, τον μακαρίτη επίσης π. Γεώργιο. Ενορίται; Ουδείς. Μόνον οι νεωκόροι και αυτοί αραβόφωνοι. Χήρος με μια κόρη με ειδικές ανάγκες. Μου αφηγείται: «Ήλθε, πάτερ, η ημέρα της Πεντηκοστής. Χτύπησα την καμπάνα γιατί έπρεπε να την χτυπήσω· διότι αν δεν την χτυπήσω θεωρείται η εκκλησία έρημη, mazbut, και καταλαμβάνεται από την Γενική Διεύθυνση Βακουφιών. Διάβασα όσα διάβασα, μόνος κι έρημος. Έφθασα στις ευχές της γονυκλισίας. Γονάτισα. Κουτσά – στραβά τις διάβασα. Πήγα να σηκωθώ. Αδύνατον! Τα γόνατά μου δεν με ακολουθούσαν! Σύρθηκα σαν χελώνα μέσα στο ιερό. Βρήκα μια καρέκλα. Πιάστηκα και επιτέλους σηκώθηκα»…
Με μια συντροφιά πήγα προσκυνητής στον ναό του Ευαγγελισμού στο Βαφεοχώριον ή στους Ταξιάρχες Μεγάλου Ρεύματος, δεν ενθυμούμαι καλώς. Μεγάλη χαρά είχε ο εφημέριος που μας είδε. «Ελάτε να σας βλέπουμε! Να ακούμε ελληνικά! Δεν θέλουμε τίποτε. Μόνο λίγο λιβάνι, δυο καθαρές λαμπάδες, ένα πρόσφορο!».
Όμως υπάρχουν στην Πόλι και πολλοί τούρκοι, ίσως οι πλείστοι, που είναι άνθρωποι ταπεινοί, ευλαβείς. Και πολλές φορές ωφελείσαι απ’ αυτούς.
Όταν ο νύν Μητροπολίτης Καλλιουπόλεως και Μαδύτου Στέφανος ήτο Αρχιδιάκονος, μπήκε σ’ ένα ταξί για να πάη στους γονείς του, στα Ταταύλα. Κυκλοφορούσε, φυσικά, με τα πολιτικά. Ο ταξιτζής τον κοιτάζει από το καθρεφτάκι και τον ρωτάει, στα τούρκικα βεβαίως:
—Παπάς είσθε;
—Ναι, απαντά απορημένος (που τον κατάλαβε) ο Αρχιδιάκονος. Ο ταξιτζής κουνώντας το κεφάλι του συνεχίζει:
—Εσείς έχετε πολύ δύσκολη δουλειά.
—Εσείς ίσως δυσκολότερη, που όλη μέρα είσθε στο τιμόνι, στους δρόμους.
—Όχι, παπάζ εφέντη, η δική σας δουλειά είναι πιο δύσκολη. Εγώ αν κάνω καμμιά ζημιά θα πληρώσω στο συνεργείο ή στην τροχαία, κι αν κάνω κάτι σοβαρότερο ίσως μπώ και φυλακή. Εσείς, όμως, αν δεν κάνετε όπως πρέπει τα καθήκοντα σας, θα έχετε να κάνετε με τον Αλλάχ! Έκπληξις!
Άλλη περίπτωσις. Στην Αντιγόνη ήταν ένας εφημέριος με πέντε παιδιά. Τα ‘μπλεξε με μιάν Αρμένισσα και παρατάει την οικογένειά του. Το μαθαίνει ο χότζας του νησιού, τον πλησιάζει και τον νουθετεί: «Μεγάλη αμαρτία κάνεις, παπάζ εφέντη! Είσαι ιερεύς. Αυτό είναι μεγάλη υπόθεσις! Έχεις ευθύνη στον Θεό και στο Γένος σου. Τίποτε δεν σας λείπει. Ξέρουμε ότι το Πατριαρχείο σας φροντίζει. Ξανασκέψου το! Ντροπή, γιατί το κάνης αυτό;». Δυστυχώς ο ταλαίπωρος δεν τον άκουσε και καθηρέθη. Το παράδοξον και λυπηρόν του πράγματος είναι ότι αυτός τώρα κάνει τον ξεναγό στην Πόλι, ακόμα και μέσα στο Πατριαρχείο!
Γνωρίζω, όμως, και μια εντελώς αντίθετη ιστορία. Την έζησα προσωπικώς. Μια ιστορία μεγάλης μετανοίας. Φυσικά, δεν θα αναφερθώ σε ονόματα ή ναούς.
Βρίσκομαι σ’ ένα πανηγυρίζοντα ιερό ναό κάπου στην Πόλι. Μέσα στο ιερό βήμα βλέπω έναν (για νεωκόρος μου φάνηκε) που εγνώριζε τα πάντα από τάξη. Άριστος στην διακονία του. Στο τέλος, με την απόλυσι, τον πλησιάζω και τον συγχαίρω:
—Μπράβο! Είσαι ο καλύτερος νεωκόρος που έχω συναντήση!
Αμέσως αυτός άρχισε να κλαίη!
—Μήπως σε προσέβαλα, ζητώ συγγνώμη, του λέγω.
—Όχι, πάτερ. Αλλά δεν είμαι νεωκόρος. Είμαι καθηρημένος διάκονος, και μένω στην Ελλάδα χρόνια τώρα, δουλεύοντας ως καθηγητής.
Συζητήσαμε επ’ αρκετόν. Κατάλαβα ότι δεν υπήρχαν ηθικοί λόγοι. Μόνον λόγοι ανυπακοής.
—Άκου, του λέγω, αν διετηρήθης καθαρός, πήγαινε στον Πατριάρχη. Βάλε μετάνοια. Ζήτησε συγγνώμη. Αυτός θα σε δεχθή και θα σε επαναφέρη.
Είπαμε κι άλλα πολλά. Σκορπίσαμε. Μετά από 2-3 χρόνια βρέθηκα πάλι στην Πόλι σε κάποιον άλλο ναό. Διακονούσε ένας διάκονος. Δεν μου πήγε στο νού τίποτε. Μετά την απόλυσι με πλησιάζει, με αγκαλιάζει, με φιλάει, δακρύζει.
—Δεν με θυμάσαι; Είμαι ο τάδε, κι όλα έγιναν όπως μου είπες!
Τώρα πλέον ως ιερεύς άμισθος υπηρετεί με ζήλο πολύ σε εκκλησία της Πόλης! Καλή του ώρα!
Έχω δε διαπιστώσει ότι καλοί εφημέριοι διεμβολίζουν τους αλλόθρησκους και πολλάκις οι σχέσεις τους είναι φιλικές· εξαιρούνται βεβαίως οι γκρίζοι λύκοι.
Στα Σεπτεμβριανά όλες οι εκκλησίες της Πόλεως και των ομόρων Μητροπόλεων υπέστησαν δηώσεις, καταστροφές και ιεροσυλίες αφάνταστες. Μια, όμως, εγλύτωσε. Ποιά; Οι Άγιοι Απόστολοι στο Φερίκιοϊ.
Το τι θα συνέβαινε εκείνη την φοβερή αποφράδα νύχτα, στους λεγάμενους (στους τούρκους δηλαδή) ήταν γνωστό από ημερών πολλών. Έγινε θέμα συζητήσεως στους θαμώνες του απέναντι του ιερού ναού καφενείου. Ψιλοκουβεντιάζουν οι τούρκοι μεταξύ τους. Άλλοι υπέρ, άλλοι κατά. Κάποιος επεμβαίνει.
—Πρέπει να προστατέψουμε την ρωμαίϊκη εκκλησία, διότι σ’ αυτήν, το ξέρετε όλοι, είναι ένας παπάς που μας βοηθάει στις ανάγκες μας, στις αρρώστιες μας, στην ανέχειά μας.
—Πάψε, ρε! Παραμύθια! λένε οι φωνασκούντες αντιτιθέμενοι.
—Θα σας το αποδείξω! Αμέσως κιόλας. Δεν έχω ούτε μια λίρα πάνω μου, ψάξτε με! Θα πάω στο σπίτι του παπά και θα σας φέρω 500 λίρες!
Πάει, λοιπόν, και χτυπάει την πόρτα. Ζητάει τα χρήματα παρακαλώντας, λέγοντας πως έχει μεγάλη ανάγκη, άρρωστη γυναίκα και άλλα τέτοια. Ο παπάς απαντά:
—Βρε παιδί μου, δεν έχω τόσα χρήματα πάνω μου, και μάλιστα τέτοια ώρα. Θα ζητήσω και από τις αδελφές μου, όμως. Περίμενε!
Συγκεντρώνει το ποσόν και του το δίδει. Τότε ο τούρκος τρέχει στο καφενείο και κρατώντας τα χρήματα στα χέρια του ψηλά και δείχνοντας τα φωνάζει στους ομοφύλους του:
—Βλέπετε, όλοι; Αυτός είναι ο παπάς!
Έτσι, λοιπόν, εκείνο το φρικτό βράδυ του 1955, όλοι οι τούρκοι γείτονες περικύκλωσαν την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και όταν άρχισαν να έρχονται οι παρακρατικοί τραμπούκοι και ο μαινόμενος όχλος με ρόπαλα και μαχαίρια, βρήκαν τους ομοθρήσκους τους να προασπίζονται αποφασισμένοι τον ιερό ναό· «θα περάσετε πάνω άπ’ τα πτώματά μας και ύστερα θα πειράξετε τον ναό και τον παπά»!
Το όνομα του εφημερίου; Δημήτριος Παπαδόπουλος. «Άνους» κατά τον Πατριάρχη Αθηναγόρα. Ταπεινός και απέριττος, ευλαβής και αφανής. Ποιος Δημήτριος; Ο κατόπιν Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος! Από τους καλυτέρους Πατριάρχας του 20ού αιώνος!
Ας είναι αυτά τα ολίγα, ταπεινό μνημόσυνο γι’ αυτόν τον υπέροχο Πατριάρχη!
Υπάρχουν, αδελφοί συλλειτουργοί, και άλλα πολλά. Ενθυμούμαι όμως τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο που λέγει ότι ο λόγος δεν πρέπει να γίνεται «αηδής διά τον κόρον» διό και τελειώνω εδώ.
Αυτοί οι πρεσβύτεροι αξίζουν τον θαυμασμό μας. Χωρίς ποίμνιο, χωρίς «τυχερά», χωρίς κρατική ενίσχυσι, χωρίς καμμιά εξουσία (σημειωτέον πως η κρατική εξουσία εκεί δεν αναγνωρίζει καθόλου τους κληρικούς παρά μόνον τους εφοροεπιτρόπους των βακουφιών, οι ιερείς και οι επίσκοποι είναι ως μη υπάρχοντες), γαντζωμένοι σαν τα στρείδια στον βράχο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, χτυπούν καμπάνα και μ’ αυτήν διαλαλούν ότι υπάρχουν, ότι η Ρωμηοσύνη ζη και θα ζη έως ότου έλθη ο Ευλογημένος. Αμήν.

[*] Ομιλία του Γέροντος Δοσιθέου σε Ιερατική Σύναξη των Εφημερίων της Ιεράς Μητροπόλεως Ιεραπύτνης και Σητείας, που πραγματοποιήθηκε στον Ιερό Καθεδρικό Ναό Αγίας Φωτεινής Ιεράπετρας.

Δευτέρα, Απριλίου 15, 2013

Η “Εντός των τειχών “εκκοσμίκευσις” (Ἀρχιμ. Δοσιθέου Κανέλλου – Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Τατάρνης).


MakrLavd
Ἀπόσπασμα ἀπό τό κείμενο τοῦ π. Δοσιθέου «Ἡ “ἐντός τῶν τειχῶν” ἐκκοσμίκευσις» πού δημοσιεύεται στό βιβλίο «Ἐκκλησία καί ἐκκοσμίκευση», ἐκδόσεις Μυριόβιβλος, 2003.
“…Περικοπές ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, ἐκκοσμίκευσις τοῦ Τυπικοῦ, εἰσαγωγή νέων ὕμνων (τοῦ τύπου “Ἁγνή Παρθένε…”) εἶναι πλέον κάτι σύνηθες. Ἀκούονται διαταγές ἡγουμένης σάν αὐτή: “Ἀπόψε θά κάνουμε δυό (!) χαιρετισμούς, ἕναν στίς τέσσερις καί ἕναν στίς ἕξι, γιατί θά ἔλθουν τέσσερα πούλμαν”…
Σέ ἐρώτησή μου σέ γυναικεῖον μοναστήρι μέ πενήντα καί πλέον καλόγρηες, μετά τόν ἑσπερινό:
“Γιατί παραλείψατε τό ψαλτήρι” ἡ ἀπάντησις ἦταν ξερή: “γιατί παριμένουμε κόσμο”… Ὅποτε τό Μοναστήρι μεταβάλλεται σέ κατάστημα πωλήσεως ἐργοχείρων καί τά πάντα προσαρμόζονται βάσει ἑνός σκοποῦ:
Νά ἔρχεται κόσμος.
Τό μοναστήρι τότε μεταβάλλεται σέ ἐνορία. Πράγμα πού ἐκκλησιαστικῶς εἶναι ἀνεπίτρεπτον. Ἐπιφέρει δέ σύγχυσιν οὐ τήν τυχοῦσαν. Καί γι’ αὐτό ὑπεύθυνοι εἴμεθα ἐμεῖς οἱ μοναχοί. Ἀντί νά διδάσκωμε τούς Χριστιανούς νά ἔχουν ζωντανή σχέση μέ τήν ἐνορία τους, τούς διδάσκουμε νά ἔρχωνται σέ μας, γιατί ἐδῶ σ’ ἐμᾶς ὑπάρχει ἁγιότης, ὑπάρχει κατάνυξις, ὑπάρχει μισοσκόταδο.
Καί ὅλα αὐτά συμβαίνουν γιατί στίς μέρες μας ἡ καλογερική θεωρεῖται ὦς ἡ ἀφρόκρεμα (ἡ ἐλίτ) τῆς κοινωνίας. Κατά τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὁ μοναχός εἶναι κάτω πάντων. Γι’ αὐτό κατά τήν ἀρχαίαν πράξιν οὐδέποτε ἀπεσχηματίζετο. Ο,τιδήποτε καί ἄν διέπραττε. Καί τοῦτο διότι ἀποσχηματιζόμενος δέν τιμωρεῖται, τουναντίον ἀμείβεται, ἀνερχόμενος εἷς τήν τάξιν τῶν λαϊκῶν.
Τώρα πλέον στόν τύπο τοῦ σύγχρονου μοναχοῦ δέν ταιράζει τό “πολύθυρον τριβώνιον”, τό τρύπιο ράσο δηλαδή, οὔτε τά χονδροπάπουτσα, οὔτε οἱ “μαλλίνες” οὔτε τά τσουράπια οὔτε ὁ τορβάς.
Τώρα τό λόγον ἔχουν τά πτυχία, οἱ γνώσεις, οἱ δημόσιες σχέσεις. Καί κυρίως ὁ κοινωνικός μοναχισμός. Λίγη προσευχή (καί αὐτή σέ ζεστό ἤ δροσερό περιβάλλον, ἀναλόγως ἐποχῆς) καί πολλή δράσις. Πολλή φιλοσοφία καί ἐλάχιστη θεολογία, δηλαδή ζωή πνευματική. Πολλή κριτική ἐναντίον πάντων (μηδέ τοῦ Πατριάρχου ἑξαιρουμένου) καί καθόλου αὐτοκριτική. Ἀπαντήσεις γιά ὅλα τά θέματα (ἀπό ἀντισύλληψη μέχρι σύλληψι) καί, παρακαλῶ, ὄχι ἀντιρρήσεις. Ράσο ἀτσαλάκωτο καί ἀρίστης ποιότητος, κουκούλι γιά νεράϊδες… καί κυρίως ὄχι ζόρι. Καί ἔτσι, Θεοῦ παραχωρήσει, φθάσαμε σέ μοναχούς “ροκάδες” πού τραγουδοῦν λικνιζόμενοι τούς αἰσθησιακούς ρυθμούς τῆς “ρόκ” μουσικῆς, παίζοντας ἠλεκτρική κιθάρα γιά τό…. καλό μας καί γιά τό καλό της νεολαίας. Πῶς ἀλλιῶς θά γνωρίσουν τό Χριστό;”

Τρίτη, Φεβρουαρίου 14, 2012

Βίος τοῦ Ἁγίου Ὁσιομάρτυρος Δαμιανοῦ τοῦ Νέου


Δοσίθεος Κανέλλος (Ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μ. Παναγίας Τατάρνης Εὐρυτανίας )



Ὁ ὀρεινὸς ὄγκος τῶν Ἀγράφων, στὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς ἦταν ἑνιαῖος καὶ ἀδιαίρετος. Συγκροτοῦσε τὸ περίφημο ἀρματολίκι τῶν Ἀγράφων. Ὅταν μὲ μύρια βάσανα στήθηκε τὸ σημερινὸ Ἑλληνικὸ Κράτος, τὰ Ἄγραφα χωρίσθηκαν στὰ δύο. Τὰ μισά, τὰ νότια, μπῆκαν στὸ Ἑλληνικό, τ᾿ ἄλλα μισά, τὰ βόρεια, ἔμειναν στὸ Τουρκικό. Κι᾿ ὅταν ἀκόμη ἡ Θεσσαλία μπῆκε στὸ Ἑλληνικό, πενήντα περίπου χρόνια ἀργότερα, τὰ Ἄγραφα δὲν ἑνώθηκαν. Ἀνήκουν σὲ δύο νομούς. Καὶ ἔτσι ἔχουμε τοὺς τεχνητοὺς ὅρους· Εὐρυτανικὰ καὶ Θεσσαλικὰ Ἄγραφα. Ὅμως ὁ χῶρος εἶνα ἑνιαῖος γεωπολιτικῶς καὶ πολιτισμικῶς. Εἶναι τὰ θρυλικὰ καὶ ἀδιαίρετα Ἄγραφα. Ἀπὸ τὸν χῶρο ποὺ προῆλθαν πολλοὶ Ἅγιοι καὶ πρῶτος ὁ Ἅγιος Δαμιανὸς ἀπ᾿ τὸ Μυρίχοβο τῶν Θεσσαλικῶν Ἀγράφων. Οἱ γονεῖς του ἦσαν εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι, ἐκ ῥίζης εὐκλεοῦς καὶ ὁ καρπὸς εὐκλεής. Δὲν γνωρίζουμε πολλὰ ἀπὸ τὴν νεανική του ζωή, οὔτε ἄν ἔμαθε γράμματα στὴν πατρίδα του. Ἄν ὅμως λάβουμε ὑπ᾿ ὄψει ὅτι στὴν περιοχὴ ὑπῆρχαν κάποια μοναστήρια, μέσα στὰ ὁποῖα τὰ παιδιὰ τῶν γύρω χωριῶν θὰ μποροῦσαν νὰ μάθουν ἔστω καὶ τὰ κολυβογράμματα (ἢ ὀρθότερα κολοβογράμματα) ἀπὸ τὸ Ψαλτήρι καὶ τὸ Χτωήχι καὶ τὴν μετέπειτα δρᾶσιν αὐτοῦ, φαίνεται ὅτι ἦταν κάτοχος παιδείας ἔστω καὶ στοιχειώδους. Ἡ καρδιά του ἀπὸ νεότητος ἦταν δοσμένη ἀλλοῦ, στὸν Χριστό. Ἀπὸ μικρὸς πόθησε τὴν μοναχικὴ πολιτεία, τὸν ὄντως φιλόσοφον βίον. Γι᾿ αὐτὸν ὅταν ἔφθασε στὴν κατάλληλη ἡλικία, τὴν μετεφηβική, τίποτε δὲν μποροῦσε νὰ τὸν κρατήσῃ.

Ἐγκατέλειψε τὴν πατρίδα κόσμον καὶ τὰ τοῦ κόσμου καὶ ἐπορεύθη πρὸς τὸ Ἅγιον Ὄρος, τὴν κιβωτὸν αὐτὴ τοῦ Γένους καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐκεῖ κοινοβίασε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Φιλοθέου. Μετὰ τὴν κανονικὴ δοκιμασία ἐκάρη μοναχός. Ἀλλὰ οἱ δυσκολίες ποὺ περνοῦσαν τότε τὰ Ἁγιορείτικα μοναστήρια, ἕνεκα τῶν ἀφορήτων πιέσεων τῶν κρατούντων, ἡ εἴσοδος τῆς ἰδιοῤῥυθμίας πρὸς ἀντιμετώπισι τῆς καταστάσεως, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπιθυμία νὰ ζήσει αὐστηρότερη ζωὴ ἀπ᾿ αὐτὴ ποὺ ζοῦσε μέσα στὸ Μοναστήρι, τὸν ἔκαμαν νὰ ἀναχωρήσῃ διὰ τὴν ἐνδοτέραν ἔρημον.

Ἐκεῖ καὶ γιὰ τρία χρόνια ὑπετάγη σὲ κάποιον Δομέτιο, ἄνδρα ἄκρας ἀρετῆς καὶ ἀσκήσεως ἀλλὰ καὶ σημειοφόρο, θαυματουργό. Ἔτσι ἐμυήθη ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν ἅγιον ἄνδρα εἰς τὰ τῆς μυστικῆς θεολογίας καὶ τὶς πνευματικὲς ἀναβάσεις. Αὐτὰ τὰ τρία χρόνια ἦσαν γιὰ τὸν Δαμιανὸ χρόνια ἔντονης προπαρασκευῆς γιὰ κάτι ποὺ ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν προώριζε. Ὅταν πιὰ ἦταν ναῦς ἔμφορτος, καράβι γεμάτο ἀρετές, ἀξιώθηκε νὰ ἀκούσῃ θεία φωνή: Δαμιανέ, μὴ ζητᾷς μόνο τὸ δικό σου συμφέρον, ἀλλὰ καὶ τὸ συμφέρον τῶν ἄλλων. Ἀντελήφθη ὁ Ἅγιος ὅτι αὐτὴ ἡ φωνὴ δὲν ἦταν ἄλλη ἀπὸ φωνὴ Θεοῦ. Φωνὴ-ἐντολή. Τὸν διέτασσε νὰ ἀφίσῃ τὴν ἔρημο καὶ νὰ πορευθῇ στὸν κόσμο, νὰ διδάξῃ τοὺς ἀδελφοὺς Χριστιανούς.

Βρισκόμαστε στὸν 16ο αἰῶνα. Ἦταν αἰώνας δύσκολος, ἦταν αἰώνας ἀφανισμοῦ, καταστροφῶν, ἐξισλαμισμῶν. Οἱ γραμματιζούμενοι εἶχαν φύγει πρὸ πολλοῦ γιὰ τὴν Δύσι. Σχολεῖα δὲν ὑπῆρχαν, ἀλλὰ καὶ τὰ λίγα ποὺ ὑπῆρχαν ἦσαν τόσο πολυδάπανα καὶ τόσο μακρυά, ποὺ ἦσαν σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχαν.

Τὰ Ῥωμιόπουλα μάθαιναν γράμματα ἀπὸ τοὺς καλογήρους. Οἱ Ῥωμιοὶ μάθαιναν τὴν πίστι τους ἀπ᾿τοὺς φτωχοὺς καὶ ταπεινοὺς παπάδες. Ἀλλὰ καλόγηροι καὶ παπάδες πόσα ἤξεραν; Ἔχομε περιπτώσεις ἐπισκόπων ποὺ ἔκαμαν ὀρθογραφικὰ λάθη ἀκόμα καὶ στὴν ὑπογραφή τους. Πολὺ δύσκολα χρόνια.

Ἔτσι λοιπὸν ὁ Ἅγιος ἄφησε τὸ Ἁγιώνυμον Ὄρος καὶ ὁδοιπορώντας γιὰ μέρες πολλές, ἔφθασε στὰ μέρη τοῦ Ὀλύμπου. Ἐκεῖ ἐπικρατοῦσε μιὰ σχετικὴ ἐλευθερία. Οἱ Τοῦρκοι σπανίως ἐπισκέπτονταν τέτοια ὀρεινὰ καὶ δυσπρόσιτα μέρη. Ἂν ὅμως οἱ Τοῦρκοι δὲν πατοῦσαν, εἶχαν γιὰ καλὰ πατήσει ἡ ἀμάθεια, ἡ βαρβαρότης, ἡ ζωοκλοπή, ἡ μέθη, καὶ ὅ,τι ἄλλο κακὸ προκύπτει ἀπὸ τὴν ἄγνοια καὶ τὴν ἀγραμματοσύνη. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ τὸ μόνο ποὺ ἤξεραν γιὰ τὴν πίστι τους ἦταν τὸ ὅτι ἦσαν Χριστιανοί, καὶ ὄχι Μουσουλμάνοι. Τίποτε ἄλλο.

Ἄρχισε λοιπὸν ὁ Ἅγιος τὶς πεζοπορίες μέσα ἀπὸ μονοπάτια καὶ γιδόστρατες. Περιέρχεται ὅλα τὰ χωριὰ τοῦ Ὀλύμπου. Κηρύττει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Παρακινεῖ τοὺς Χριστιανοὺς νὰ μετανοήσουν, ν᾿ ἀλλάξουν τρόπο ζωῆς, νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὶς ἀδικίες, καὶ τὶς λοιπὲς κακίες, νὰ φυλάττουν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐργάζωνται τὰ καλὰ καὶ θεάρεστα ἔργα.

Ἀλλά. Ὅλα θὰ πήγαιναν καλὰ ἄν δὲν ὑπῆρχε τὸ ἀλλά! Ἐὰν ἕνα χωριὸ ἀλλάξῃ τρόπο ζωῆς πρὸς τὸ καλλίτερο, θίγονται πολλὰ συμφέροντα. Θίγεται ὁ κάπελας, θίγεται ὁ προαγωγός, θίγεται ὁ ἔμπορος, θίγεται ὁ τιμιουλκῶν σίτον, θίγεται ὁ τοκογλύφος, θίγεται ὁ ἐμπορευόμενος τὴν Κυριακή, θίγεται ὁ ζωοκλέπτης. Ὅλα ἀνατρέπονται. Μιὰ παγιωμένη κατάστασις παληανθρωπιᾶς ξαφνικὰ ἀνατρέπεται.

Αὐτὸ πάει πολύ.

Βρέθηκαν ὅθεν μερικοὶ μισόχριστοι μᾶλλον ἢ φιλόχριστοι καὶ τοῦ μισοκάλου συνεργοί, οἱ ὁποῖοι ἄρχισαν νὰ κατηγοροῦν τὸν Ἅγιο καὶ νὰ διαδίδουν ὅτι ἦταν ἀπατεώνας καὶ πλανεμένος. Δὲν ἀρκοῦνταν μόνο στὰ λόγια καὶ τὶς συκοφαντίες. Ἄρχισαν νὰ τὸν κατατρέχουν, νὰ τὸν ἀπειλοῦν, νὰ ἐμποδίζουν τοὺς Χριστιανοὺς ἀπὸ τὶς συνάξεις στὶς Ἐκκλησίες, ὅπου μαζεύονταν γιὰ νὰ ἀκούσουν τὸ κήρυγμά του, ἐπιβουλεύονταν ἀκόμη και τὴν ζωή του.

Στὰ χωριὰ ὑπῆρχεν ἀναβρασμός. Οἱ Τοῦρκοι δὲν ἦσαν καὶ πολλοὶ μακρυά. Καραδοκοῦσαν μάλιστα. Οἱ διαιρέσεις τῶν Χριστιανῶν γίνονταν αἰτία νὰ μπήγουν τὸ μαχαίρι βαθύτερα.

Ὁ Ἅγιος δὲν ἤθελαν τὶς διαμάχες. Ἤθελε οἱ χριστιανοὶ νὰ εἰρηνεύουν. Τίναξε λοιπόν, κατὰ τὸ Εὐαγγελικὸν παράγγελμα τὸν κονιορτὸν τῶν ὑποδημάτων του καὶ ἀναχώρησε ἀπ᾿ τὰ μέρη ἐκεῖνα. Τὸ πέρασμά του ἦταν ἕνα βότσαλο στὴν λίμνη. Ἔκαμνε μερικοὺς κύκλους, ἀνετάραξε τὰ στάσιμα νερά, καὶ μετά; Πάλι τὰ ἴδια. Τέλμα, ἕλος, τέναγος, πρασινισμένα, σάπια νερά.

Ἔρχεται ἀπέναντι. Στὰ μέρη τοῦ Κισσάβου καὶ τῆς Λάρισας. Ἐλπίζει ὅτι θὰ βρῇ κατανόησι καὶ εἰρήνη.

Ἀρχίζει τὶς περιοδεῖες καὶ τὸ κήρυγμα. Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ ζιζάνια καὶ ἐδῶ ἐπιβουλὲς καὶ ἀπειλές.

Φεύγει κι ἀπὸ κεῖ. Και ποῦ νὰ πάῃ; Τραβάει γιὰ τὴν πατρίδα του, τ᾿ Ἄγραφα. Ἐλπίζει ὅτι οἱ ἐκεῖ Χριστιανοί, θὰ εἶνα πιὸ ἥμεροι, πιὸ δεκτικοὶ στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.

Βλέπει ὅτι ὁ τόπος αὐτὸς ἀκμάζει. Μετὰ τὴν συνθήκη τοῦ Ταμασίου τὸ 1525, πνέει ἄνεμος κάποιας ἐλευθερίας. Χτίζονται καινούρια μοναστήρια, τῆς Ταρτάνης, τοῦ Σωτῆρος στὴν Φραγκίστα, τοῦ Τροβάτου, τῶν Βραγγιανῶν καὶ τόσα ἄλλα. Ὁ πληθυσμὸς αὐξάνεται, ἀλλὰ μαζὶ πληθαίνει καὶ ἡ φτώχεια. Ὁ τόπος δὲν μπορεῖ νὰ χορτάσῃ τόσον κόσμο. Καὶ τὸ χειρότερο, μαζὶ μὲ τὴν φτώχεια ὑπάρχει καὶ ἡ ἀγραμματοσύνη. Ἀρχίζει τὴν διδαχὴ ὁ Ἅγιος. Σὰν κέντρο ἔχει τὴν ἐμμονὴ στὴν Ὀρθόδοξη πίστι. Σαλπίζει ὁ μακάριος μετάνοια. Πολλοὶ ἀνταποκρίθηκαν, ἀλλὰ ὄχι ὅλοι.

Καὶ ἐδῶ ὁ διάβολος, μὴ ὑποφέροντας τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ἐφρύαξε. Βρῆκε συνεργάτες. Τὸν κατηγοροῦν καὶ πάλι σὰν πλανεμένο, ψευδοκαλόγηρο καὶ ἀπατεώνα. Σ᾿ ἀνθρώπους ἀγράμματους αὐτὲς οἱ συκοφαντίες πιάνουν. Ἀρχίζει νέο κυνηγητό. Καὶ πάλι φεύγει ὁ Ἅγιος καὶ πάλι ἔρχεται στὰ μέρη τοῦ Κισσάβου. Ἐκεῖ, γιὰ νὰ ἡσυχάσῃ ἐπὶ τέλους, χτίζει Μοναστήρι ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Μαζὶ μὲ κάποιους ἄλλους πατέρες ποὺ τὸν ἀκολούθησαν ζῇ τὴν ζωὴ προσευχῆς ἀδιαλείπτου καὶ ἀσκήσεως. Καὶ γρήγορα αὐτὸ τὸ μικρὸ μοναστήρι, γίνεται διδασκαλεῖον ἀρετῆς. Ἔρχονται πολλοὶ ἀπ᾿ τὰ γύρω χωριά, γιὰ ν᾿ ἀκούσουν τὶς πνευματικὲς νουθεσίες τοῦ Ἁγίου Πατρός. Ὁ λόγος του πέφτει στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων ὡς δρόσος ἐπ᾿ ἄγρωστιν καὶ ὡς νιφετὸς ἐπὶ χόρτον. Πολλοὶ πήγαιναν ἁπλῶς καὶ μόνον γιὰ νὰ δοῦν τὸν Ἅγιο, νὰ δοῦν και νὰ ἀπολαύσουν τὸ ἱλαρόν του πρόσωπον. Ἀρκεῖ ἡμῖν τὸ ὁρᾷν σε Πάτερ.

Ἀκτινοβολοῦσε ἁγιότητα τὸ τίμιο πρόσωπό του, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ θέα του μόνο εἰρήνευε τοὺς ἀνθρώπους.

Ὅλα ἦσαν ἥσυχα καὶ εἰρηνικά. Τίποτα δὲν προμήνυε τὴν θύελλα. Ὅμως δὲν ἄργησε νὰ ἔλθῃ.

Κάποτε ὁ Ἅγιος μετέβη στὸ χωριὸ Βουλγαρίνη γιὰ ὑποθέσεις τοῦ Μοναστηριοῦ. Κατὰ τὴν συνήθειά του, κηρύττει στοὺς κατοίκους τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ξαφνικά, χωρὶς καμμιὰ ἀφορμή, συλλαμβάνεται ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνοὺς τῆς περιοχῆς, και παραδίδεται στὸν ἐξουσιαστὴ τῆς Λαρίσης.

Ἀφορμὴ γιὰ τὴν σύλληψί του δὲν ὑπῆρχε, ὑπῆρχε ὅμως σοβαρὴ αἰτία. Καὶ ἐξηγοῦμαι.

Ἀναφέρεται στὸ συναξάρι του, ὅτι οἱ κατήγοροί του τὸν κατηγόρησαν στὸν ἐξουσιαστὴ ὅτι ἐμπόδιζε τοὺς χριστιανοὺς νὰ πωλοῦν καὶ ν᾿ ἀγοράζουν τὴν Κυριακή, καὶ ὅτι τοὺς διδάσκει νὰ μένουν σταθεροὶ στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ.

Προσεκτικὴ παρατήρησις ὁδηγεῖ στὰ ἑξῆς δύο συμπεράσματα. Ἡ πρώτη κατηγορία ἔχει σχέσι μὲ τοὺς Ἑβραίους, ἡ δεύτερη μὲ τοὺς Τούρκους.

Οἱ Ἑβραῖοι εἶχαν ἀνθοῦσα κοινότητα στὴν Λάρισα. Ἦσαν φανατικοὶ τηρητὲς τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Τὴν Παρασκευὴ εἶχαν ὡς ἀργία οἱ Τοῦρκοι. Πότε θὰ γίνονταν τὰ παζάρια; Τὴν Κυριακή, ἡμέρα ἀργίας τῶν Χριστιανῶν. Κι᾿ ἀφοῦ ὅμως αἱ ἀγοραπωλησίες γίνονταν στὸ παζάρι, ἀναγκαστικὰ οἱ Χριστιανοὶ δὲν πήγαιναν στὴν Ἐκκλησία. Οἱ Θεῖες Λειτουργίες γινόνταν σὲ ἄδειες -ἀπὸ ἄνδρες τουλάχιστον- Ἐκκλησίες. Κατεπατεῖτο ἀσυστόλως ἡ ἀργία τῶν Χριστιανῶν. Ὁ Ἅγιος βλέποντας τὸ κακὸ ποὺ γίνονταν, καταφέρετο δριμύτατα τῆς ὀλεθρίας αὐτῆς συνήθειας. Αὐτὸ ὅμως ἐρχόταν σὲ ἀντίθεσι μὲ τὸν φανατισμὸ τῶν Ἑβραίων. Δωροδοκία λοιπὸν εἰς ἐνέργειαν καὶ ξεπάστρεμα τοῦ Ἁγίου. Ἡ φωνὴ αὐτὴ ἔπρεπε νὰ σιγήσῃ.

Οἱ Τοῦρκοι τώρα, σὰν χθεσινοὶ κατακτητές, ἦθελαν ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ν᾿ ἀλλαξοπιστήσουν. Ὁ βίαιος ἐξισλαμισμὸς ἀπαγορευόταν ἀπ᾿ τὸ Κοράνιο, ἀλλ᾿ αὐτοὶ ἔβρισκαν τρόπους νὰ καταπατοῦν τὴν ἀπαγόρευσι. Ἔκαναν τὴν ζωὴ τῶν Χριστιανῶν ἀφόρητη. Διελογίζοντο ἐν ἑαυτοῖς· πόσο θ᾿ ἀντέξουν; Θὰ ὑποκύψουν. Ἡ ἀμάθεια κυριαρχοῦσε, λόγος Θεοῦ δὲν ἠκούετο, ἡ φτώχεια ἦταν κακὸς σύμβουλος, οἱ φόροι καὶ τὸ παιδομάζωμα, οἱ ἐξευτελισμοὶ καὶ οἱ αἰχμαλωσίες, οἱ ἐξανδραποδισμοί, οἱ βιασμοὶ γυναικῶν ἦσαν ἐξουθενωτικοί. Ἔρχεται λοιπὸν ἕνας καλόγηρος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ κηρύττει καὶ ξυπνᾷ συνειδήσεις, καὶ ὁμιλεῖ γιὰ ἐμμονὴ στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ὁ καλόγηρος μᾶς χαλάει τὰ σχέδια. Πρέπει νὰ ἀφανισθῇ.

Προστάζει λοιπὸν ὁ Εξουσιαστὴς τοὺς φύλακες νὰ δείρουν ἀνηλεῶς τὸν Ἅγιο. Ὅταν ἀπόκαμαν νὰ δέρνουν τοῦ πέρασαν βαρειὲς ἀλυσίδες στὸν τράχηλο καὶ στὰ πόδια καὶ τὸν ἔῤῥιξαν σὲ σκοτεινὴ φυλακή. Ἐπὶ δέκα πέντε μέρες τὸν βασανίζουν, μὲ ὅσα βάσανα ἔχει ἐφεύρει ἡ ἀῤῥωστημένη φαντασία τους.

Τὰ βασανιστήρια διαδέχονται οἱ κολακεῖες καὶ οἱ ὑποσχέσεις: Ἄλλαξε τὴν πίστι σου καλόγηρε, καὶ γίνε Τοῦρκος, καὶ θὰ ἔχεις ὅτι ἐπιθυμήσει ἡ ψυχή σου. Εἶναι τὰ γνωστά, αὐτὰ ποὺ σ᾿ ὅλους τοὺς Μάρτυρες ὑπόσχονται, μὲ σκοπὸ νὰ καταισχύνουν τὴν πίστι τῶν Χριστιανῶν. Ἀλλ᾿ ὁ μακάριος ἐκεῖνος μ᾿ ὅλη τὴν δύναμι ποὺ τοῦ ἀπέμενε, αἱμόφυρτος, καταξεσκισμένος στὰ ῥάσα καὶ στὴν σάρκα, διεκήρυττε τὴν πίστι του στὸν Χριστό, τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό.

Βλέποντας ὁ ἄρχων τῆς Λάρισας, ὅτι ἦταν ἀδύνατο νὰ καταπεισθῇ ὁ Ἅγιος καὶ νὰ ἐξομώσῃ, γεμάτος θυμὸ καὶ ὀργή, προστάζει μιὰ φρικτὴ καὶ διπλὴ τιμωρία: Νὰ θανατωθῇ πρῶτα στὴν ἀγχόνη καὶ μετὰ νὰ κάψουν τὸ πτῶμά του στὴ φωτιά.

Μὲ φωνὲς καὶ ἀλαλαγμούς, μὲ βρισιὲς καὶ δαρμούς, οἱ δήμιοι σέρνουν τὸν Μάρτυρα καὶ τὸν ὁδηγοῦν κατ᾿ εὐθείαν στὴν ἀγχόνη. Ἦταν πάντα ἕτοιμη νὰ δεχθῇ καταδικασμένους Χριστιανούς. Τοῦ περνοῦν τὴν θηλειὰ στὸ λαιμό. Μὲ μιὰ κλωτσιὰ ἀπομακρύνουν τὸ σκαμνί, καὶ τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου αἰωρεῖται στὸν ἀέρα. Τόση ὅμως εἶναι ἡ μανία τους ποὺ δὲν ἀρκοῦνται στο κρέμασμα. Ἕνας Ἀγαρηνός, τυφλὸς ἀπὸ μῖσος, χτυπάει τὸν Μάρτυρα μὲ τσεκούρι στὸ κεφάλι. Τὸ τσεκούρι χτυπάει τὸ κεφάλι, κόβει καὶ τὸ σχοινί. Τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου σωριάζεται στὴν γῆ. Δὲν ἔχει ἀκόμη ἀποθάνει. Ἀκόμη ἀναπνέει, αἰσθάνεται. Ἡμιθανῆ τὸν σέρνουν πρὸς τὴν φωτιά. Μετὰ ἀπὸ λίγη ὥρα, τὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρος γίνεται στάχτη.

Αὐτὴ τὴν στάχτη τὴν σκόρπισαν στὸν Πηνειὸ ποταμό. Φοβοῦνταν οἱ τάλαινες καὶ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου. Γνώριζαν τὴν τιμὴ ποὺ ἀπονέμουν οἱ Χριστιανοὶ στὰ Ἅγια Λείψανα. Γνώριζαν ὅτι ἡ ὕπαρξίς του θὰ διαιώνιζε τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου. Κι αὐτὴ την μνήμη ἤθελαν νὰ ἐξαλείψουν. Δὲν τὸ κατόρθωσαν ὅμως.

Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος. Μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Δαμιανὸς στὶς 14 Φεβρουαρίου τοῦ 1568ου ἔτους ἀπὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου μας. Ἦτο ὁ Ἅγιος ὁ πρόδρομος ὅλων τῶν μεγάλων διδασκάλων τοῦ Γένους. Προηγήθη τοῦ Εὐγενίου Αἰτωλοῦ κατὰ ἑκατὸ καὶ πλέον ἔτη, καὶ τοῦ Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ κατὰ διακόσια καὶ πλέον ἔτη.

Ὁ αἰώνας ποὺ ἔζησε ἦταν ὁ δυσκολότερος τοῦ Γένους μας. Προσπάθησε νὰ ὀργώσῃ ἕνα ἀπὸ χρόνια ἀκαλλιέργητο χωράφι. Τὸ καλλιέργησε μὲ τοὺς ἱδρῶτές του, τὸ ἔσπειρε μὲ τὴν διδασκαλία του, τὸ πότισε μὲ τὸ αἷμά του. Δὲν ἀξιώθηκε νὰ δῆ καρπούς. Αὐτοὶ ὅμως ἦλθαν. Πολὺ ἀργότερα, ἀλλὰ ἦλθαν. Ἄς μᾶς συνοδεύουν οἱ πρεσβεῖές του ἐν βίῳ, παντί.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...