Ὁ ἀβάστακτος πόνος γιά τήν ἀρρώστεια τοῦ παιδιοῦ της, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ἔκανε τή δυστυχισμένη Μητέρα νά πάρει τούς δρόμους μακρυά ἀπό τό χωριό της πρός ἀναζήτηση τῆς τελευταίας της ἐλπίδος, τοῦ Ἰησοῦ. Τόν συνάντησε στά μέρη Τύρου καί Σιδῶνος καί μόλις ἀτένισε τήν φιλεύσπλαχνη μορφή Του ἔβγαλε σπαρακτικές φωνές καί κραυγές πόνου: «Ἐλέησόν με Κύριε, υἱέ Δαβίδ, ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται». Τόν παρακαλεῖ μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς της. Δέν ἀντέχει ἄλλο νά βλέπει τό κορίτσι της νά τυραννεῖται ἀπό τό δαιμόνιο. Εἶχε γυρίσει ὅλους τούς γιατρούς, εἶχε ξοδέψει ὅλη της τήν περιουσία μά κανείς δέν μπόρεσε νά τήν βοηθήσει. Ἀπογοητευμένη ἀπό τίς ἐγκόσμιες δυνάμεις καταφεύγει στόν Ἰησοῦ μέ τήν βεβαιότητα, ὅτι μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νά τήν θεραπεύσει.
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως σιωπᾶ. Προσποιεῖται τόν ἀδιάφορο. Δέν τῆς δίδει καμμιά σημασία. Ἐκείνη ὅμως τρέχει πίσω του καί φωνάζει μέχρι τέτοιου σημείου, ὥστε οἱ μαθηταί βλέποντας τή σιωπή τοῦ Ἰησοῦ καί νομίζοντας ὅτι προέρχεται ἀπό περιφρόνηση καί ἀδιαφορία πρός τήν ἐνοχλητική γυναίκα, τήν ἐπιτιμοῦν, τήν ἐμποδίζουν νά τόν πλησιάσει καί μή μπορώντας νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν πεισματική ἐπιμονή της καταφεύγουν στόν ἴδιο τόν Ἰησοῦ καί τοῦ λέγουν: «ἀπόλυσον αὐτήν ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν». Δέν μποροῦσαν οἱ ἁπλοϊκοί μαθηταί νά καταλάβουν τή σιωπή Του. Καί ὁ Ἰησοῦς στήν ὀρμητική πίστη τῆς Χαναναίας γίνεται πιό σκληρός. Δοκιμάζει τήν ἀντοχή της. Τήν ξεχωρίζει ἀπό τούς Ἰουδαίους χρησιμοποιώντας τό ἴδιο τό ἐπιχείρημα τῶν Ἰουδαίων. «Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μή εἰς τά πρόβατα τά ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ». Ἐκείνη δέν προσβάλλεται, γονατίζει πιό βαθειά, τόν προσκυνεῖ καί ἀναγνωρίζουσα τήν ἀδυναμία τῆς ψυχῆς της τόν παρακαλεῖ νά τή βοηθήσει. Ὁ Ἰησοῦς συνεχίζει νά τηρεῖ σκληρή στάση ἀπέναντί της. Τήν ταπεινώνει. Τήν ὀνομάζει σκυλί. Ἐκείνη παραδεχεται ὅτι δέν εἶναι ἀπό τόν ἐκλεκτό λαό τοῦ Θεοῦ, καί διακηρύττει ὅτι εἶναι ἕνα σκυλί, ἀλλά σκυλί στό σπίτι τοῦ Θεοῦ πού ἔχει δικαίωμα νά τρώει τά ψίχουλα πού πέφτουν ἀπό τό τραπέζι τοῦ κυρίου της. Τότε ὁ Ἰησοῦς συγκινημένος ἀπό τήν ταπείνωση καί τήν ἐπιμονή της διακόπτει τή σκληρή συμπεριφορά του καί ἀναφωνεῖ: «Ὦ γῦναι μεγάλη σου ἡ πίστις! Γενηθήτω σοι ὡς θέλεις». Καί ὅπως καταλήγει ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής ἀμέσως θεραπεύθηκε ἡ θυγατέρα της.
Ἡ σημερινή Χαναναία τοῦ Εὐαγγελίου μᾶς διδάσκει τρόπο προσευχῆς. Ἐκθέτει στόν ἰατρό τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων τό πρόβλημά της καί παρακαλεῖ νά τήν ἐλεήσει. Δέν ζητεῖ τή θεραπεία τῆς κόρης της. Ζητεῖ τό ἔλεος καί τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, στή δοκιμασία της. Ἔτσι πρέπει νά προσεύχεται κάθε χριστιανός. Ν΄ ἀφήνει τόν ἑαυτό του στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί νά λέγει: «Κύριε ὡς οἶδας καί ὡς θέλεις ἐλέησόν με». Μέ τήν προσευχή αὐτή ζητᾶ ὁ ἄνθρωπος νά τοῦ γίνει ὅ,τι κρίνει ὠφέλιμο ὁ Θεός. Ὅταν στήν ὥρα τῶν δοκιμασιῶν μας λέμε: «Κύριε γενηθήτω τό θέλημά σου» πολύ σύντομα θ΄ ἀκούσουμε ἀπό τόν ἴδιο τό Θεό: «γενηθήτω σοι ὡς θέλεις».
Ἡ ταπείνωση τῆς πονεμένης Μητέρας εἶναι ἀξιοθαύμαστη. Εἶναι ἀπόρροια τῆς ἀγάπης πρός τό παιδί της. Ἔτσι κάθε Μάνα ταπεινώνεται καί ἐξευτελίζεται ἀκόμα προκειμένου νά πετύχει τήν εὐτυχία τοῦ παιδιοῦ της. Προσευχή πού γίνεται χωρίς ταπείνωση εἶναι ἀνώφελη καί γίνεται πρόξενος ἐπάρσεως, ὅπως στόν Φαρισαῖο. Μόνο ἡ τελωνική προσευχή δικαιώνει καί σώζει τόν ἄνθρωπο.
Στήν προσευχή τῆς Χαναναίας ὁ Ἰησοῦς σιωποῦσε. Ἐδοκίμαζε τήν πίστη της. Κι ἄλλες φορές σέ ἱκετευτικές κραυγές ὁ Θεός σιωποῦσε. Στίς πολύχρονες προσευχές τοῦ Ζαχαρία καί τῆς Ἐλισάβετ, τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Ἄννας ὁ Θεός σιωποῦσε. Στίς ἀγωνιώδεις ἱκεσίες τῆς διωκόμενης Ἐκκλησίας ὁ Χριστός σιωποῦσε. Μέ τή σιγή του προετοίμαζε τόν θρίαμβο τῆς δυνάμεώς του. Καί ὅπως τή σιγή τοῦ τάφου διεδέχθη ὁ θρίαμβος τῆς Ἀναστάσεως ἔτσι καί κάθε περίοδο σιωπῆς του διαδέχεται μιά λαμπρή περίοδος δόξης καί μεγαλείου. Μή ἀδημονοῦμε στίς αἰτήσεις μας πρός τό Θεό. Ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα ὁ Θεός θά μιλήσει.
Ἐμεῖς ὅμως ε{ιμαστε βιαστικοί καί ἀνυπόμονοι. Θέλουμε νά μᾶς ἀπαντήσει ἀμέσως ὁ Θεός. Κι ἄν περάσει λίγος χρόνος σιωπῆς Του τόν ἐγκαταλείπουμε καί ἀναζητᾶμε ἄλλους τρόπους θεραπείας τῆς ἀνάγκης μας.
Ἀδελφοί μου,
Ὁ καθημερινός ἀγώνας μέ τόν πόνο γιά κάθε ἀνθρωπο εἶναι μεγάλο μαρτύριο. Στή μάχη αὐτή πολλές φορές γονατίζουμε. Ε{ιμαστε ἀδύναμοι καί πνευματικά ἀσθενικοί. Δέν θά πρέπει ὅμως νά ἀπογοητευόμαστε ἀπό τήν ὁρμή τῆς καταιγίδας. Ἔχουμε τή δύναμη τῆς προσευχῆς. Ἀς ἀφεθοῦμε στά χέρια τοῦ Θεοῦ κι ἄς ἀκολουθήσουμε τό δρόμο πού ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὑποδεικνύει μέ τό στόμα τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου: «Ταπεινώθητε οὖν ὑπό τήν κραταιάν χεῖρα τοῦ Θεοῦ, ἵνα ὑμᾶς ὑψώσῃ ἐν καιρῷ, πᾶσαν τήν μέριμναν ὑμῶν ἐπιρρίψαντες ἐπ΄ αὐτόν, ὅτι αὐτῷ μέλει περί ὑμῶν, νήψατε, γρηγορήσατε ... ὁ δέ Θεός πάσης χάριτος στηρίξει, σθενώσει, θεμελιώσει ὑμᾶς ...»