Στο Αποστολικό Ανάγνωσμα της Β΄ Κυριακής των Νηστειών, ο Απόστολος Παύλος τεκμηριώνει την σημασία της αποκαλυφθείσας Ευαγγελικής Αλήθειας, ότι τα πάντα, επίγεια και ουράνια, δημιουργήθηκαν από τον Τριαδικό Θεό και ότι όλα έχουν ως τελικό σκοπό την ενότητα με Εκείνον, γευόμενα την θεία Χάρη Του. Όλα τα κτίσματα, ως δημιουργήματα του Λόγου του Θεού, ανάγουν την αιτία της υπάρξεώς τους στον Θεό και μαρτυρούν την ύπαρξή Του. Ο Θεός δεν δημιουργεί τον κόσμο για να επεκτείνει την δόξα Του ή να γίνει δέκτης δοξασιών και κατορθωμάτων, αλλά για να φανερώσει αυτή και να κάνει μέτοχο της ακτίστου Χάριτός Του τον όλο άνθρωπο, ο οποίος είναι μεν κτιστό αποτέλεσμα της θείας ενέργειας, αλλά αποτελεί ολοκλήρωση και κόσμημα της όλης δημιουργίας, αφού έχει το μοναδικό προνόμιο, ως κατ΄ εικόνα και καθ΄ ομοίωση δημιουργημένος, να έρχεται σε κοινωνία με το αληθινό Πρόσωπο, τον Θεό.
Με θαυμαστό αλληγορικό τρόπο, ο Απόστολος προβάλλει την απόσταση μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Η φθαρτότητα και η αλλοίωση είναι δύο στοιχεία που περικλείουν τον πεπτοκώτα άνθρωπο ως παλαιό ένδυμα, αλλά ο Άναρχος Υιός και Λόγος του Θεού παραμένει πάντοτε αιώνιος και αναλλοίωτος, δεν προσδιορίζεται ούτε κατά τον χρόνο, ούτε κατά τον τόπο, περικλείει πάντοτε με αγάπη και ελευθερία τον εν πίστη άνθρωπο ως εξωτερικό ένδυμα και οδηγεί αυτόν στην αληθινή μετάνοια. Ο Θεάνθρωπος είναι εκείνος, που εισήλθε λυτρωτικά σε κάποια ιστορική στιγμή στον κόσμο, αλλάζοντας την πορεία και το νόημα της ζωής και της ιστορίας. Ως μοναδικός και ασύγκριτος σαρκώθηκε, και αφού επιβεβαίωσε την υπόσχεση της ελεύσεώς Του μετά την πτώση των πρωτοπλάστων, επέφερε την πλήρη άρση των συνεπειών αυτής. Με την Σταύρωσή Του θανάτωσε την αμαρτία και με την Ανάστασή Του υπέδειξε την μοναδική σωτηριώδη εσχατολογική διαδρομή, την οδό της θεογνωσίας.
Η σωτηρία αυτή άρχισε να αποκαλύπτεται από τον ίδιο τον Κύριο σε εκείνους που την άκουσαν απ΄ ευθείας από το στόμα Του, δηλαδή τους Αποστόλους. Οι θεολόγοι Πατέρες της Εκκλησίας παρέλαβαν από τους Αποστόλους και χωρίς παρεκκλίσεις διετήρησαν ανόθευτο το περιεχόμενο της πίστεως, δηλαδή την ιερά μας Παράδοση. Και αυτή την κατεύθυνση, ακολούθησε μία από τις σημαντικότερες θεολογικές προσωπικότητες της υστεροβυζαντινής περιόδου, ο Γρηγόριος ο Παλαμάς, την μνήμη του οποίου, η Εκκλησία όρισε να τιμά την Β' Κυριακή των Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Ο Άγιος Γρηγόριος, ως κήρυξ της χάριτος, παραθέτει νέες ορολογίες στην θεολογική σκέψη και συνάμα χαράσσει την δική του μεγάλη συμβολή στα θεολογικά και ηθικά προβλήματα της εποχής Του. Ως φωτεινό παράδειγμα αγωνιστή Ιεράρχη και με μαχητικό πνεύμα αγωνίζεται να κρατήσει αναλλοίωτη την παρακαταθήκη της Ορθοδόξου Πίστεως, με αφορμή την φιλοσοφική πλάνη του βαρλααμιτισμού. Έμπλεος σοφίας πνευματικής καταλυτικά θεολογεί για την διασάφηση των εννοιών των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος.
Η πίστη στο αναλλοίωτο του Λόγου του Θεού καθίσταται το ασφαλές θεμέλιο για την επί γης ύπαρξη του ανθρώπου. Κατά τον Παλαμά, ισοδυναμεί με την υπεραπόδειξη αγάπης προς τον Θεό, υπερβαίνει όλες τις διανοητικές δυνάμεις της ψυχής, δεν αναφέρεται σε θεωρητικό επίπεδο αλλά βιώνεται για να αναχθεί ο άνθρωπος στη γνώση του Θεού. Αυτή η επίτευξη της γνώσης του Θεού συνειδητά, θα πρέπει να είναι το ισχυρό εφόδιο του δυναμισμού του ανθρώπου στην ραγδαία εξελισσόμενη επιδείνωση των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών, ώστε από αυτή να διαμορφωθεί η αληθινή ενότητα και αγάπη σε ολόκληρη την οικουμένη διότι «τό σώμα ουκ εστιν εν μέλος αλλά πολλά». Αυτή την πίστη επιβεβαίωσαν με την ζωή τους οι άγιοι της Εκκλησίας, μεταξύ των οποίων και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, η βιωτή και το φωτεινό παράδειγμά του οποίου συνιστούν τον πιο αυθεντικό δείκτη ζωής για τους πιστούς.