Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιωάννης Σιδηράς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιωάννης Σιδηράς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Αυγούστου 20, 2012

ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥΣ ΤΑΓΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ ΑΡΧΟΝΤΕΣ



Ιωάννη Σιδηρά
Θεολόγου-Νομικού
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ  ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ. 
Ο Άγιος Ιωάννης  ο Χρυσόστομος, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, αποδεικνύεται  ιδιαίτερα επίκαιρος στην εποχή μας, που χαρακτηρίζεται από  την έντονη πολιτική κρίση  στην πενόμενη Ελλάδα, καθώς  υπήρξε ο  πλέον  σκληρός επικριτής  των  ακροτήτων της  πολιτικής εξουσίας και  των  φορέων αυτής  που  διατιούσαν  contra στα  διδάγματα της Εκκλησίας και  σε  βάρος  του  πενόμενου  λαού.
Ο έλεγχός  του προς τους παρεκτρεπομένους πολιτικούς γινόταν χωρίς οργή και αλαζονεία, αλλά με αγάπη και ειλικρινές πατρικό ενδιαφέρον για την πνευματική κάθαρση του δημοσίου βίου, ο οποίος, όταν ήταν φαύλος είχε τις αρνητικές του επιπτώσεις και στο λαό που ήταν ταυτόχρονα και το πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο ιερός Χρυσόστομος ουδέποτε εχαρίστηκε στους άρχοντες του αιώνος τούτου και γι΄ αυτό το λόγο δεν τους ήταν αρεστός, θα λέγαμε ότι πολλοί εν των πολιτικών ηγητόρων της εποχής του, τον μισούσαν θανάσιμα επειδή δεν ανέχονταν τον οξύτατο δημόσιο έλεγχο που ασκούσε στα πρόσωπά τους για την φαυλοκρατία και την ανεντιμότητα τους. Ουδέποτε ο Ιερός Πατήρ εδίστασε να επιδείξει την αυστηρότητά του ακόμη και για το φαύλο και διεφθαρμένο προσωπικό βίο των αρχόντων, των πλουσίων και των ισχυρών της εποχής του, χωρίς να δέχεται κανένα συμβιβασμό ή να υπηρετεί ως άβουλο όργανο κάποια μικροπολιτική σκοπιμότητα. Με παρρησία και θάρρος αλλά και λεπτότητα αντιμετωπίζει και τους πολιτικούς άνδρες της ανωτάτης κρατικής βαθμίδος, της εξουσίας γενικότερα , ακόμη και το ίδιο το παλάτι.
Έτσι, δεν  άργησε να συγκρουστεί ευθέως και  χωρίς μισόλογα και με την ίδια την έξαλλη στην προσωπική της ζωή και στις εξεζητημένες δημόσιες απαιτήσεις και παραξενιές της αυτοκράτειρα, την Ευδοξία, της οποίας το όνομα ήταν συνώνυμο των αδικιών, της φιλοχρηματίας  και  της σπατάλης που έκανε ενώ πεινούσε ο λαός. 
Στυλίτευε την  μεγάλη και προκλητική  πολυτέλεια, τις ασυλόγιστες διασκεδάσεις  της  ανακτορικής  Αυλής, αλλά  και  του ευρύτερου  χώρου της ανωτέρας κοινωνίας, όπου  έβλεπε την επιδειξιομανία «…την κονίασιν των παρειών και τα ημαγμένα χείλη (βαμμένα), τας μυραλοιφάς (αρώματα), το χρυσοφορείν και μαργαριτοφορείν, την περίεργον αμφίεσιν και υπόδεσιν….» και όλες εκείνες  τις γελοίες ποικίλες επινοήσεις της ανθρώπινης ματαιοδοξίας, κενοδοξίας και πλεονεξίας.
Την ίδια παρρησία και τόλμη επέδειξε και για  τον πανίσχυρο αυλικό, τον πρωθυπουργό  της εποχής του, τον γνωστό Ευτρόπιο, στον οποίο έκανε αυστηρές παρατηρήσεις για την φαυλότητα και την απιστία του, να πωλεί δημόσιες θέσεις και κρατικά αξιώματα στους ημετέρους και φιλικά προσκείμενους προς αυτόν, να δημεύει παράνομα περιουσίες και επιπλέον να θέλει την κατάργηση του δικαιώματος του ασύλου των ιερών ναών. Και όμως, όταν ο Ευτρόπιος εξέπεσε του αξιώματος του και εζήτησε ταπεινωμένος άσυλο στην εκκλησία, ο Ιερός Χρυσόστομος τον προστάτευσε με σθένος και τότε εξεφώνησε τους περίφημους λόγους του «Εις Ευτρόπιον», που έχουν καταγραφεί ως  μοναδικής ρητορικής δεινότητος κείμενα της παγκοσμίου φιλολογίας.
Ο λαός επεδοκίμαζε τις ενέργειες αυτές του Χρυσοστόμου, του ποιμενάρχου  του, τον οποίο κυριολεκτικώς ελάτρευε. Και τούτο, διότι έβλεπε ότι τα μέτρα που είχε λάβει είχαν ως αποτέλεσμα να αρχίσει σιγά – σιγά να επιβάλλεται μία πειθαρχία στην αχαλίνωτη κατάσταση που επικρατούσε κατά τα προηγούμενα έτη σε πολλούς κοινωνικούς τομείς και να περιορίζονται οι κοινωνικές αδικίες που διεπράττοντο προηγουμένως.
Όμως  όπως είναι  γνωστό, όπου  υπάρχει  δράση  υπάρχει  και  αντίδραση. Έτσι, ο  ασυμβίβαστος και  ανυποχώρητος χαρακτήρας του Χρυσοστόμου ενώπιον των  οργανωμένων συμφερόντων, αλλά και  το γεγονός ότι  δεν  θέλησε και  δεν  επεδίωξε ποτέ  την φιλία ή  την εύνοια κανενός κοσμικού άρχοντος, όλα αυτά, είχαν ως αποτέλεσμα να προκληθεί εντονότατη και ισχυρή αντίδραση των θιγομένων ομάδων και συμφερόντων από τους λόγους και τα έργα του Χρυσοστόμου.
Τότε οι αντίπαλοι  του Χρυσοστόμου, όπως ήταν ο  λιθομανής και χρυσολάτρης Θεόφιλος Αλεξανδρείας, η ματαιόδοξη αυτοκράτειρα Ευδοξία, ο πρωθυπουργός Ευτρόπιος, πολλές από τις ματαιόδοξες κυρίες της ανακτορικής Αυλής, αλλά και πολλοί από τους επισκόπους που είχε καθαιρέσει ως αναξίους του εκκλησιαστικού τους αξιώματος, έθεσαν ως ανίερο στόχο να τον αφανίσουν. Έτσι όλη αυτή η παρασυναγωγή και φατρία, στο πρόσωπο κάποιων ψευδοεπισκόπων  με επικεφαλής τον Αλεξανδρείας Θεόφιλο, συγκάλεσαν αντικανονικά στην πόλη Δρυ, το έτος 403 μ.Χ. μία ψευτοσύνοδο, η οποία ονομάστηκε ληστρική σύνοδος, και κατεδίκασε άνευ λόγου και ερήμην τον Ιερό Χρυσόστομο.
Ο αγανακτισμένος από  την  άδικη  απόφαση  λαός, χιλιάδες λαού, έφθασαν  σε σημείο να καταλάβουν τα ανάκτορα και  να κατακρεουργήσουν τους πάντες για  την  εξορία του  φιλάσθενου Ποιμενάρχου τους. Τότε  η  ηθική  και  φυσική  αυτουργός, η αυτοκράτειρα Ευδοξία εζήτησε από τον σύζυγό της Αρκάδιο να επαναφέρει τον Χρυσόστομο στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Όταν ο Χρυσόστομος εισήρχετο στη Βασιλεύουσα ο λαός παραληρούσε από χαρά και εκείνος εύδακρυς βροντοφώναξε  «τι ποιήσω, ίνα υμίν αξίως αποδώσω της αγάπης την αμοιβήν;  Αγαπώ ετοίμως το αίμα μου εκχεείν υπέρ της υμετέρας σωτηρίας, λαέ μου …»
Το  δίκαιο επεκράτησε, αλλά δυστυχώς για  πολύ λίγο. Αφορμή για  τη νέα  και  τελευταία  δοκιμασία  του Ιερού  Πατρός εδόθη  όταν ο ίδιος δημόσια εστηλίτευσε τους προκλητικούς θορύβους και τις άμετρες μέχρι σημείου ειδωλολατρίας προκλητικές εκδηλώσεις που είχαν οργανωθεί για να τιμηθεί η ματαιόδοξη Ευδοξία, της οποίας ο αργυρός Ανδριάντας στήθηκε πλησίον του Ιερού Ναού της Αγίας Σοφίας) ο δεύτερος ναός επί του οποίου ανηγέρθη ο σημερινός και στο κέντρο της δημόσιας αγοράς. Ο ιστορικός Σωκράτης αναφέρει ότι τόσο σκληρός υπήρξε ο δημόσιος λόγος του μεγαλυτέρου εκκλησιαστικού ρήτορος όλων των αιώνων, ώστε και οι κίονες του ναού εφαίνοντο ότι θα λυγίσουν από το δριμύ κατηγορώ, που άρχιζε ως εξής: «Πάλιν Ηρωδιάς μαίνεται, πάλιν ταράσσεται, πάλιν ορχείται, πάλιν την κεφαλήν Ιωάννου ζητεί λαβείν επί πίνακι…..»
Όλα αυτά ως σεισμός τάραξαν τα ανάκτορα και ο Ιερός Χρυσόστομος οδηγείται και πάλι στην εξορία, κατά το έτος 404 μ.Χ. Η βεβαρυμμένη όμως υγεία του, μετά από τρία έτη σκληράς εξορίας, δεν άντεξε και το 407 μ.χ. ο άτλας αυτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας παρέδωσε το πνεύμα του λέγοντας μέχρι και την τελευταία στιγμή την φράση: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».
Το Οικουμενικό  Πατριαρχείο την 13 Νοεμβρίου  εκάστου  έτους  τιμά ιδιαιτέρως τον  Αρχιεπίσκοπο Κωσνταντινουπόλεως Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Την ημέρα αυτή  στον Πατριαρχικό θρόνο δεν  ανεβαίνει ο Πατριάρχης, αλλά τοποθετείται η εικόνα του Ιερού Πατρός, ενώ ο Πατριάρχης ίσταται στο παραθρόνιο, έχοντας στο χέρι του μαύρη ράβδο.
Ιδιαίτερη υπήρξε η τιμή και ευλογία  για τον  Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, όταν κατά τον Νοέμβριο του 2004 και  εν όψει της θρονικής εορτής του πανσέπτου Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά την παραμονή του Αγίου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, ιδρυτού της εκκλησίας της Κωσνταντινουπόλεως, μετέφερε στον πατριαρχικό ναό, μετά από επτά αιώνες τα λείψανα των Αγίων Αρχιεπισκόπων Κωσνταντινουπόλεως Ιωάννου του Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του Θεολόγου, τα οποία είχαν κλαπεί από του Λατίνους Σταυροφόρους και εφυλάσσοντο στο Βατικανό. Τα Ιερά λείψανα επέστρεψαν μόνιμα στον φυσικό τους χώρο στον πατριαρχικό ναό της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κωσνταντινουπόλεως, της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Το έτος 2007 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο αφιερώθηκε στην Ιερά μνήμη του Ιερού Χρυσοστόμου για τα τα 1600 έτη από της κοιμήσεώς του και διοργανώθηκε στην Κωσνταντινούπολη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Διεθνές Θεολογικό Συνέδριο για το πρόσωπο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 01, 2011

Μια σπιθαμή γης Καθέδρα της Ορθοδοξίας!


Γράφει ο θεολόγος - Εκκλησιαστικός Ιστορικός - Νομικός Ιωάννης Σιδηράς
«Όντως παράδοξο αγγέλοις είναι και ανθρώποις» μια σπιθαμή γης στο ακρότατο σημείο του Κεράτιου Κόλπου, όπου το λεγόμενο «διπλοφάναρον», το φανάριον του γένους ημών, να εγκολπώνει τα ιερά και όσια του γένους και της πατρώας Ορθοδόξου πίστεως, να είναι η ιερά Καθέδρα, το κέντρο της ορθοδοξίας.

Αυτό το μαρτυρικό και εσταυρωμένο Οικουμενικό Πατριαρχείο ωσάν μέσα σε «οστράκινο ταπεινό σκεύος» τρέφεται και ζωογονείται από το θερμουργό Αίμα και σώμα του αρχιθύτου μεγάλου αρχιερέως Ιησού Χριστού, και μεταβάλλει αυτή τη σπιθαμή γης της Πόλεως σε ουράνιο στερέωμα της καθόλου Ορθοδοξίας απ’ όπου εκπηγάζουν από αιώνων νάματα Ορθοδόξου Θεολογίας, αναδεικνύονται άγιοι πατριάρχες και μάρτυρες Χριστομίμητοι, εκπέμπεται το γνήσιο και ανόθευτο μήνυμα της Ορθοδοξίας προς όλους, τους εγγύς και τους μακράν, αφού Χριστός εσταυρωμένος και Αναστάς κηρύσσεται.

Το Κάστρομονάστηρο του Φαναρίου που είναι το μέγα και πρωτομονάστηρο της Ορθοδοξίας και του γένους έχει να επιδείξει διαχρονικά μέσα στο διάβα των αιώνων τα «στίγματα» του μαρτυρίου και της ακτίστου χάριτος του Τριαδικού Θεού που ενοικεί εν αυτώ και κατευθύνει τα διαβήματα κλήρου και λαού, ιεραρχών και πατριαρχών για ό,τι συμφέρει την Εκκλησία και το λαό του Θεού.

Στους μυριόκλαυστους εκείνους τοίχους που αναδύουν αδιαλείπτως την ευοδία του μοσχολίβανου από τα χέρια του μεγαλομάρτυρος και πρωθηγούμενου Πατριάρχου, ωσάν την κιβωτό του μαρτυρίου, εγκλωβίζονται οι κλαυθμοί, τα δάκρυα, τα όνειρα, τα ζώπυρα του γένους και των οικείων μας εν τη πίστει αδελφών της Πόλεως, των μαρτύρων κληρικών και των εκάστοτε μεγαλομαρτύρων Πατριαρχών.

Πρόταση ζωής από το μαρτυρικό Φανάριο

Σε πείσμα του πανδαμάτορος χρόνου και της αδηφάγου μανίας των ασεβών που καθ’ ημέραν σταυρώνουν το πάντιμο σώμα της Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, συνεχίζει θαυμαστά και για πολλούς ανεξήγητα, το Πατριαρχείο μας, την θυσιαστική και αγαπητική προσφορά, διακονία, πορεία, παρουσία και μαρτυρία στα αγιασμένα και μαρτυροαιματόβρεχτα χώματα της αγιοτόκου Πόλεως της Θεομήτορος, αλλά και σε όλο τον κόσμο που πάντοτε ευεργετείται από το ζωογόνο μήνυμα αιωνίου ζωής και γνησίου ευαγγελικού λόγου που προσφέρει ως πρόταση ζωής το μαρτυρικό Φανάριο.

Το Φανάρι δεν είναι απλώς μια σπιθαμή γης στα ιστορικά χώματα της βασιλίδος Πόλεως, είναι όντως «Παρεμβολή Θεού» που διχοτομεί την ιστορία και ενσπείρει στο εγκόσμιο ιστορικό γίγνεσθαι την «αυτοαλήθεια» της ζωής που είναι ο Χριστός. Πόσοι και πόσοι δεν προσπάθησαν να αλλώσουν αυτό το καστρομονάστηρο της Ορθοδοξίας, αλλά οι πολέμιοι απωλέσθησαν.
Πολλοί σήκωσαν μέσα στο διάβα των αιώνων ακόμα και δυσεβή χέρια, δολοφονικά, καταστροφικά χέρια επάνω στο πάντιμο σώμα της μαρτυρικής, καθαγιασμένης και εσταυρωμένης Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού εκκησίας της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά όμως σήμερα τα ονόματά τους έχουν λησμονηθεί κάτω από την ταφόπλακα, λησμονημένοι οι διαχρονικώς πολέμιοι του Φαναρίου και από ανθρώπους και από Θεό.

Όσο διώκεται το Φανάρι τόσο ισχυρότερο καθίσταται, όσο υβρίζεται τόσο λαμπρότερο αναδεικνύεται, όσο σταυρώνεται, τόσο περισσότερο βιώνει την Ανάσταση του Χριστού, εν τέλει, όσο βιώνει την Ανάσταση, τόσο επιβεβαιώνεται ότι είναι όντως «Παρεμβολή Θεού» επί της γης.

Ο θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως, που είναι κατά τον νομοδιδάσκαλο Βαλσαμώνα «το περιβόητον τούτο και πράγμα και όνομα», φέρει βαρύ τον σταυρό αυτής της υψηλής αποστολής και διακονίας προς το συμφέρον της καθόλου εκκλησίας του Χριστού στον κόσμο.

Γι’ αυτό, μεταξύ άλλων, στο υπόμνημα της εκλογής του Ματθαίου στον θρόνο της Αλεξάνδρειας, επί οικουμενικού Πατριάρχου Παϊσίου Β΄, αναγράφονται τα εξής: «Η αγία του Χριστού μεγάλη εκκλησία επιπροσθέτως στα άλλα προνόμια αυτής έχει και το πρώτιστο προνόμιο για την μέριμνα πασών των εκκλησιών. Τέτοια κοινή φιλόστοργη μητέρα και κεφαλή είναι, ώστε όχι μόνο τα εγγύτατα αλλά και τα απομεμακρυσμένα μέλη και μέρη αυτής με σοφία και κηδεμονία προνοητικά να φροντίζει και να ανοίγει τις μητρικές αγκάλες της προς όλους και προς όλες, και ανάλογα να επιχορηγεί τις δωρεές και χάριτες…..» (κ. Δελικάνη, πατριαρχικά έγγραφα, τομ. 2, σελ.39-52)

Σε άλλη εγκύκλιο του οικουμενικού Πατριάρχου Ιερόθεου (1852) αναφέρονται τα εξής: «Γι’ αυτό και ο καθ’ ημάς αγιώτατος αποστολικός, πατριαρχικός και οικουμενικός θρόνος, δεν καταγίνεται μόνο με την διάταξη των οικείων υποθέσεων αυτού και με την ευστάθεια των σχετικών εκκλησιαστικών πραγμάτων του, αλλά εκτείνει την πρόνοιαν και προς τα συμφέροντα των λοιπών αγιωτάτων θρόνων.
Δια τούτο και το «Οικουμενικός», προνόμιο έχει και δεν παρέλειψε άνωθεν και εξ αρχής σε πρόσφορους καιρούς να ενεργεί φιλαδέλφως και να συντρέχει εκ παντός τρόπου στις ανάγκες και χρειές των λοιπών αγιωτάτων θρόνων, σκοπό έχοντας την κατάρτιση και την ψυχική σωτηρία του Χριστωνύμου πληρώματος….» ( κ. Δελικάνη, πατριαρχικά έγγραφα, τομ. 2, σελ. 52)

Εύστοχα γράφει ο αοίδιμος μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιμος: «Η ορθοδοξία είναι ζωή, ως ζωή είναι οργανισμός, ως οργανισμός δε έχει κεφαλήν και κέντρον, το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, το οποίο έχοντας μοχθήσει τόσο, όσο ουδεμία άλλη εκκλησία υπέρ της ορθοδοξίας, υπομένοντας δε καθαρμούς μεγάλους, καθηγίασε στους αιώνες την θέση που κατέλαβε και κατέχει της Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας».

Η αδέκαστη ιστορία μαρτυρεί και εξαγγέλλει ότι η ζωή του οικουμενικού θρόνου επί τοσούτο είναι συνυφασμένη με την ζωή και την ιστορία του γνήσιου ορθόδοξου Χριστιανισμού των Αγίων οικουμενικών συνόδων και των προς διατήρηση της πίστεως και περιφρούρηση της κανονικής τάξεως συνεχών και σκληρών αγώνων, ώστε να μπορεί να λεχθεί ότι δι’ αυτής συμπληρούται και συνεχίζεται η όλη ιστορία της ορθοδόξου εκκλησίας.

Μαρτυρεί και εξαγγέλλει η αδέκαστη ιστορία, ότι: «η εν αρχή ταπεινή και ολιγότεκνος εκκλησία του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου του πρωτόκλητου, αθρόα μεγαλύνθηκε, υψώθηκε σε καθέδρα οικουμενική και κέντρο προς το οποίο βλέπει περιγραφόμενος ο θεοχάρακτος της ορθοδόξου εκκλησίας κύκλος, κέντρο θεοστήρικτο, στο οποίο συνεχίζονται και συγκρατούνται….όλες οι κατά τόπους και χώρες υφιστάμενες και περί την κανονική των εκκλησιαστικών πραγμάτων οικονομία αυτενεργοί και αυτοκέφαλοι ορθόδοξες εκκλησίες, που συναρμολογούμενες αποτελούν ενιαίο και αδιαίρετο σώμα.
Αυτή δε αναδέχθηκε και την των άλλων αδελφών εκκλησιών φροντίδα, όσες φορές, περιστάσεις έκτακτες παρακωλύουν την δια ποίμανση….» (πατριαρχική εγκύκλιος, Κυριακή της ορθοδοξίας, 1950).

Οικουμενική καθέδρα και κέντρο πανορθόδοξο το οικουμενικό πατριαρχείο υπήρξε και είναι, συγχρόνως, και κέντρο μεσιτείας προς τον Χριστό υπέρ της διατηρήσεως της πατρώας πίστεως και της κανονικής και εκκλησιαστικής θεσμοθεσίας, ευστάθειας των αγίων του Θεού εκκλησιών και της των πάντων ενώσεως.

Ο Οικουμενικός θρόνος πάντοτε απέβλεπε προς τα πρεσβεία αυτού, όχι ως μέσο ικανοποιήσεως φιλοδοξιών και επιβολής απολύτου εξουσίας στην εκκλησία και την εκκλησιαστική τάξη, επί ζημία των άλλων ορθοδόξων εκκλησιών, αλλά απλώς ως πρεσβεία της ταπεινής διακονίας εν πνεύματι αγάπης, ειρήνης και αμοιβαίου σεβασμού, υπέρ των συμφερόντων της δόξης και του μεγαλείου της κατ’ Ανατολάς Αγίας Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Αυτή είναι η φωνή των κανόνων και της ιστορίας και στην φωνή και την συνείδηση αυτών, τίποτε και κανείς δεν είναι δυνατόν να προσθέσει ή ν’ αφαιρέσει κάτι (Σάδρεων Μάξιμος).
Το Φανάρι είναι έννοια και φορέας υψίστων αγαθών

Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι τα γραφόμενα του αοιδίμου Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος (1913-1989), όταν αναφέρεται στον Ιερώτατο θεσμό του Φαναρίου και στην υπόσταση της εννοίας του Φαναριώτου κληρικού. Γράφει δε εύγλωττα τα εξής: «… Είναι ιδιότυπος είτε ο Ιεράρχης, είτε ο εν γένει κληρικός του Φαναρίου.
Αυτό το Φανάριον, είναι τι πλέον της καθεστηκυίας έδρας εν τη Πόλει ταύτη της Κεφαλής της Ορθοδοξίας. Είναι μια έννοια. Συμβολίζει την ικανότητα της ζωής να υπερβαίνη τον χαλασμόν, την δυνατότητα της επιβιώσεως εν τη συνυπάρξει. Το Φανάριον είναι η τέχνη του να εξάγη τις εκ των χειρίστων δεδομένων το άριστον δυνατόν. Το Φανάριον είναι φορεύς υψίστων αξιών. Είναι υπομονή. Είναι σιωπή. Είναι ευγένεια. Η ευγένεια των παλαιών. Όχι ναρκισσισμός και στατικότης.
Φύλαξ του θησαυρού της αμωμήτου ημών πίστεως και της ιεράς παραδόσεως της Ανατολής, επενδεδυμένης τας άλλας παραδόσεις του Γένους, όμως φύλαξ ενεργός και δυναμικός. Είναι η πύλη της Ανατολής, ανεωγμένη προς την Δύσιν. Είναι ο ευαίσθητος δέκτης των μηνυμάτων της Δύσεως. Ερμηνευτής των μεγάλων στροφών του βίου του κόσμου. Το Φανάριον είναι μια σχολή.
Και ο Φαναριώτης, ενώ είναι γέννημα της αναγκαιότητος μιας στιγμής της ιστορίας, αποβαίνει και αυτός έννοια, η οποία διαπορεύεται τας εποχάς, επίκαιρος εις μίαν εκάστην ως προς τα κύρια χαρακτηριστικά. Διότι ο Φαναριώτης εκπροσωπεί τον φορέα μιας μεγάλης κληρονομιάς, την οποίαν ο ίδιος διασώζει όχι δια της ταφής, αλλά δια της αξιοποιήσεως υπέρ των πολλών.
Ο Φαναριώτης είναι ο συγκερασμός της παραδόσεως και της προόδου, εν τη κατά πρόσωπον αντιμετωπίσει της πραγματικότητος, οποιαδήποτε και αν είναι…».

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...