Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυριακοδρόμιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυριακοδρόμιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Δεκεμβρίου 05, 2020

Τύπος καὶ Οὐσία (Λουκ. 13, 10-17)

 Μία ξεκάθαρη καὶ σαφέστατη καταδίκη τῆς θρησκευτικῆς τυπολατρίας ἀποτελεῖ ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή. Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς λέει ὅτι ὁ Χριστὸς θεραπεύει τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου καὶ αὐτὸ γίνεται ἀφορμὴ νὰ συγκρουστεῖ μὲ τὸν Ἰουδαϊσμὸ τῆς ἐποχῆς του, ποὺ εἶχε μετατρέψει τὶς ἐντoλὲs τοῦ Δεκαλόγου καὶ τοῦ Νόμου σὲ ἕνα στεῖρο σύστημα ὑποχρεώσεων καὶ περιορισμῶν. Ὁ παραλογισμὸς στὶς ἀντιδράσεις τοῦ θρησκευτικοῦ κατεστημένου τραγικός. Ὁ ἀρχισυνάγωγoς ἀγανακτεῖ, γιατί τὸ θαῦμα τοῦ Χριστοῦ καταργεῖ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸ μήνυμα, ἑπομένως, τῆς σημερινῆς περικoπῆς μᾶς ἀγγίζει καὶ μᾶς ἀφορᾶ ὅλoυς, ἀφοῦ συχνά, ἴσως καὶ ἀσυναίσθητα, προτάσσουμε κάποιους θpησκευτικoὺς καὶ τελετουργικoὺs τύπους xωρὶς ἀντίκρισμα καρδιᾶς καὶ ζωῆς. Οἱ θεραπεῖες τοῦ Χριστοῦ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου φανερώνουν τὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπηs καὶ τῆς ἐλευθερίας, ποὺ πρέπει νὰ ὑπάρχει πάντοτε στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἂν καὶ ἡ οὐσία ὑπερβαίνει τὸν τύπο, παρόλ’ αὐτὰ ὁ τύπος χρειάζεται στὸ βαθμὸ καὶ στὸ μέτρο ποὺ περιφρουρεῖ καὶ ἐκφράζει τὴν οὐσία.



Τύπος, ἀγάπη καὶ ἐλευθερία

Ἡ τυπολατρία, ὡς ροπὴ τοῦ ἀνθρώπου νὰ προσηλώνεται στοὺς τύπους καὶ νὰ ἀρνεῖται τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων, τῶν γεγονότων καὶ τῶν καταστάσεων, ἀποτελεῖ τὴν παθολογία τῆς θρησκευτικῆς μας ζωῆς. Αὐτὴ ἡ ἀνθρώπινη τάση εἶναι μιὰ μορφὴ σκλαβιᾶς τοῦ πνεύματος, ποὺ βάζει, στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, κανόνες πάνω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὶς ἀνάγκες του. Βέβαια, δὲν μποροῦμε νὰ διανοηθοῦμε τὴν ὁμαλὴ ὀργάνωση καὶ λειτουργία τῆς κοινωνίας, ἀλλὰ καὶ τὴ δομὴ κάθε θρησκευτικῆς ζωῆς, xωρὶς τυπικὲς διατάξεις, θεσμoὺs καὶ νόμoυς. Ἐλευθερία δὲν σημαίνει ἀσύδοτη καὶ ἀνεύθυνη παραβίαση τοῦ τύπου, ἀλλὰ προτίμηση τῆς οὐσίας, ὅταν αὐτὴ ἀχρηστεύεται ἀπὸ τὸν τύπο. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου πρέπει νὰ εἶναι φτερὰ ποὺ μᾶς ἀνεβάζουν στὴν κατὰ Θεὸ ζωὴ καὶ ὄχι βαρίδια ποὺ μᾶς καταπιέζουν καὶ πνίγουν τὴν ἐλευθερία μας καὶ τὴν ψυχή μας. Πρέπει νὰ εἶναι σκαλοπάτια, γιὰ νὰ ἀνακαλύπτουμε τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων, καὶ ὄχι ἐμπόδια ποὺ μᾶς παγιδεύουν καὶ μᾶς κλειδώνουν στὴν τυπικότητά τους. Γιὰ τὸν θρησκευόμενο ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς, ὁ ἐξωτερικὸς θρησκευτικὸς τύπος εἶναι ἀπαραίτητος ἀλλὰ καὶ κρίσιμoς. Εἶναι ἡ λυδία λίθos ποὺ δοκιμάζει τὴν ἐσωτερική μας σχέση μὲ τὸν Θεό, τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ἄλλους.

Σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο, ὅπου δὲν θέλει νὰ προχωρήσει στὸν ἀπαιτητικὸ δρόμο τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης ποὺ κοστίζει πολλά, κλείνεται καὶ περιχαρακώνεται στὸν ἐξωτερικὸ τύπο ποὺ δὲν κοστίζει τίποτε. Νά, γιατί ἡ τυπολατρία εἶναι ἑλκυστική, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ὀλέθρια, ἀφοῦ ἡ στείρα εὐσέβεια εἶναι τὸ ἡμίμετρο τῆς εὔκoληs θpησκευτικότητάs μας. Ὅπου διαστρεβλώνει καὶ κακοποιεῖ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ μένει τελικὰ μὲ τὸ ἄδειο κέλυφός της. Ἀλλὰ ἡ ἐμμονὴ στοὺς θpησκεuτικoὺς τύπους κρύβει κάτι ἀκόμη πιὸ ἀπειλητικό. Πρόκειται γιὰ μιὰ νέου εἴδους εἰδωλολατρία, ποὺ γίνεται πιὸ τρομακτική, ὅταν ἐμφανίζεται μέσα στὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι ἡ ἀντικατάσταση τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ φύλαξη τοῦ Σαββάτου, δηλαδὴ τοῦ κάθε ἐξωτερικοῦ τύπου. Αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολεῖ ἰδιαίτερα, γιὰ νὰ προσέχουμε, κάθε φορὰ ποὺ μπαίνουμε στὸν πειρασμὸ νὰ μένουμε στὴ μορφὴ καὶ στὸν τύπο, ἀλλὰ νὰ χάνουμε τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ἀγάπη. Σὲ ἄλλη περίπτωση ὁ Χριστὸς εἶχε πεῖ ὅτι «τὸ Σάββατο ἔγινε γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπoς γιὰ τὸ Σάββατο» (Μάρκ. 2,27)· καὶ δυστυχῶς σήμερα βλέπουμε τὸ θρίαμβο τοῦ «Σαββάτου» πάνω στὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸς ὁ θρίαμβos τῆς τυπoλατρίας ἐκδηλώνεται συχνὰ μὲ τὸ φανατισμὸ καὶ τὴ διάσπαση τῶν πιστῶν σὲ φατρίες, οἱ ὁπoῖες καταδικάζουν ὅλους τοὺς ἄλλouς ποὺ σκέπτονται διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτούς. Συγκρούονται μεταξὺ τους καὶ ἐξαντλοῦν τὸ ζῆλο τους στὴν ὀρθότητα τῶν τυπικῶν διατάξεων καὶ κανονισμῶν, στὴ βαρύτητα τῶν περιορισμῶν καὶ τῶν ἀπαγορεύεων, στὴν αὐστηρότητα τοῦ ἀσκητισμοῦ καὶ τῶν κανόνων.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἂs ἀναρωτηθοῦμε, ὁ τύπος τῆς εὐσέβειάς μας ἀνταποκρίνεται στὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ γιὰ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο; Ποῦ, ἄραγε, μέσα στὴν εὐσέβειά μας βρίσκεται ὁ ἀνθρωπos γιὰ τὸν ὁποῖο ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο; Ἄν, ἴσως, μέσα στοὺς τύπους τῆς εὐσέβειάς μας ὑπάρχει ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό, πῶς ἐκδηλώνεται ἡ ἄγαπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο; Οἱ γιορτὲs ποὺ ἔρχονται εἶναι μιὰ εὐκαιρία νὰ τὸ ἀνακαλύψουμε καὶ νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσουμε. Ἀμήν.

Ἡ σώζουσα ἑνότητα (Ἐφεσ. δ΄1-7)

 



Γράφοντας ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς Ἑβραίους λέει ὅτι «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι πιὸ κοφτερὸς κι ἀπὸ κάθε δίκοπο μαχαίρι» (4,12). Σήμερα δὲν συνηθίζεται ἡ χρήση δίκοπων μαχαιριῶν. Πιὸ συχνὰ τὰ συναντᾶμε σὲ μουσειακὲς συλλογὲς ἢ σὰν διακοσμητικὰ σὲ σαλόνια. Ἀλίμονο, ὅμως, ἂν καταντήσουμε τὴν «μάχαιραν τοῦ Πνεύματος» διακοσμητικό τοῦ σαλονιοῦ. «Τί νόημα ἔχει μία θεολογία, ποὺ δὲν εἶναι πράξη;» δικαιολογημένα ἀναρωτιέται σύγχρονος θεολόγος. «Μὰ καὶ τί νόημα ἔχει μία θεολογία, ποὺ κραδαίνεται σὰν ὅπλο κατὰ ἀπίστων καὶ δὲν ζυμώνει αὐτοὺς ποὺ τὴ διατυπώνουν»;


Οἱ καρποὶ τῆς ταπεινοφροσύνης

Τέτοιο κίνδυνο θέλει νὰ ἀποσοβήσει ὁ Παῦλος ἀρχίζοντας στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τὸ δεύτερο μέρος τῆς πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολῆς του. Στὸ πρῶτο ἐξέθεσε τὴ διδασκαλία γιὰ τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀγκαλιάζει χωρὶς διακρίσεις Ἰουδαίους καὶ ἐθνικούς. Τώρα ἐκθέτει τὶς πρακτικὲς συνέπειες αὐτῆς τῆς διδασκαλίας. Γιὰ τὸν Ἀπόστολο, δόγμα καὶ ζωὴ εἶναι δύο ὄψεις τῆς ἴδιας πραγματικότητας. Γι’ αὐτὸ εἶναι πολὺ φυσικὸ νὰ δίνει ἔμφαση στὶς προτροπές του μὲ τὸ νὰ ὑπενθυμίζει καὶ πάλι ὅτι εἶναι «δέσμιος ἐν Κυρίῳ». «Ἀρκετὴ εἶναι ἡ μνήμη τῶν δεσμῶν», θὰ ἐπισημάνει καὶ ὁ Θεοδώρητος, «γιὰ νὰ διεγείρει πρὸς τὴν ἐργασία τῶν ἀρετῶν καὶ τοὺς πιὸ ἀναίσθητους. Ἀξίζει δὲ νὰ θαυμάσει κανεὶς ὅτι ὁ Ἀπόστολος καμαρώνει γιὰ τὰ δεσμὰ του περισσότερο ἀπὸ ὅσο ἕνας βασιλιὰς γιὰ τὰ διαδήματά του». Καὶ πῶς νὰ μὴ καυχᾶται γι’ αὐτὰ ὁ Παῦλος, ὅταν μαζὶ μὲ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο θυμᾶται ὅτι «ἐδέθη καὶ ὁ ἡμέτερος Δεσπότης, ὁ τὴν οἰκουμένην λύσας τῶν ἁμαρτημάτων». Γι’ αὐτὸ «ἂς χαιρόμαστε κι ἐμεῖς, ἔστω κι ἂν δὲν βρισκόμαστε σὲ αἰσθητὰ δεσμά, μὲ τὸ νὰ εἴμαστε δεμένοι στὴν ὑπακοὴ τῶν ἐντολῶν του». Μόνο μὲ τέτοιο δέσιμο, μποροῦμε νὰ ἀκολουθήσουμε τρόπο ζωῆς ἄξιο τῆς ὑψηλῆς κλήσης μας. Ὑπάρχει ὑψηλότερη κλήση, ρωτάει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, ἀπὸ τὸ «νὰ συγκαθίσουμε μὲ τὸν Χριστὸ στὸν θρόνο του καὶ νὰ συμβασιλεύσουμε»;

Ὅμως, ἀντίθετα μὲ τὶς βασιλικὲς ἐνθρονίσεις, αὐτὸ τὸ τιμητικὸ κάλεσμα προϋποθέτει πρωτίστως ἄσκηση στὴν ταπεινοφροσύνη. Ἡ ταπεινοφροσύνη, ὡς «ἀρετῆς πάσης ὑπόθεσις» κατὰ τὸν Χρυσορρήμονα, εἶναι τὸ πρῶτο ποὺ ζητάει ὁ Ἀπόστολος. Οἱ λέξεις «ταπεινὸς» καὶ «ταπείνωση», καθὼς μεταφυτεύθηκαν ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο στὸν χριστιανικό, ἄλλαξαν νόημα δείχνοντας ὁλοκάθαρα πῶς μετέπλασε τὸ χριστιανικὸ πνεῦμα τὴν ἀνθρώπινη κοινωνία. Στὴν ἀρχαιοελληνικὴ γραμματεία ἡ λέξη ταπεινὸς συνήθως σημαίνει τὸν κοινωνικὰ ἀσήμαντο καὶ ταιριάζει κυρίως σὲ δούλους. Γιὰ πρώτη φορὰ ἀποκτᾶ πλήρως θετικὸ περιεχόμενο στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅπου ὡς ὑπόδειγμα ταπεινώσεως προβάλλεται ὁ Χριστὸς (Φιλ. 2,6)· καὶ στὴ συνέχεια ἡ ταπείνωση θεωρεῖται θεμελιῶδες γνώρισμα τοῦ «καινοῦ» (καινούργιου) ἀνθρώπου. Οἱ ἑπόμενες ἀρετὲς ποὺ παραθέτει ὁ Παῦλος, ἡ πραότητα, ἡ μακροθυμία, ἡ ἀνοχὴ καὶ ἡ ἀγάπη, δὲν μποροῦν νὰ «ἀνθίσουν» χωρὶς τὴν ταπεινοφροσύνη.


Τὸ «πῦρ» ποὺ ἑνώνει

Ἡ εἰκόνα, βέβαια, τῶν ἀνθέων ἐνέχει τὸν κίνδυνο τοῦ ἀνταγωνισμοῦ γιὰ τὸ «ποιὸ εἶναι πιὸ ὄμορφο καὶ πιὸ εὐῶδες»· καὶ ἔτσι ματαιώνεται ὁ ἐπιδιωκόμενος «σύνδεσμος τῆς εἰρήνης». Ἴσως γι’ αὐτὸ ὁ Χρυσορρήμων Ἰωάννης, ἀντὶ γιὰ τὴν εἰκόνα τῆς δροσερῆς ἀνθοδέσμης προτιμάει τὴν εἰκόνα τῶν ξερῶν ξύλων, γιὰ νὰ παρομοιάσει τὶς ταπεινὲς καὶ τὶς ἀπαλλαγμένες ἀπὸ τὴν «ὑγρασία» καὶ τὸ φούσκωμα τῆς ἔπαρσης ψυχές· ἔτσι, σὰν εὔφλεκτες, εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὴ φωτιὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: Ἡ φωτιά, ὅταν βρεῖ ξερὰ τὰ ξύλα, «μίαν τὰ πάντα ἐργάζεται πυράν· ὅταν δὲ ὑγρά, οὐδὲ ἐνεργεῖ οὐδὲ συγκολλᾶται».

«Πυρπολημένος» ἀπὸ αὐτὴ τὴ φωτιὰ ὁ Ἀπόστολος θὰ ξεσπάσει στὸν πιὸ ὑπέροχο ὕμνο τῆς ἑνότητας τῶν χριστιανῶν μὲ λέξεις ποὺ μόνο πανηγυρικοὺς κανονιοβολισμοὺς θυμίζουν: «Ἕνα σῶμα, ἕνα Πνεῦμα, μία ἐλπίδα, ἕνας Κύριος, μία πίστη, ἕνα βάπτισμα, ἕνας Θεός». Τὴν ἴδια ἠχηρὴ διακήρυξη θὰ κάνει -ἐδῶ μὲ πολὺ πόνο- στοὺς ἀπειλούμενους ἀπὸ διασπαστικὲς τάσεις Κορινθίους: «Πάντες ἡμεῖς ἐν ἑνὶ Πνεύματι εἰς ἕν σῶμα ἐβαπτίσθημεν». Τὸν πόνο του θὰ μοιραστεῖ καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ρωτώντας: «Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχετε διχόνοιες ἐσεῖς ποὺ ἕνα Πνεῦμα λάβατε, ἀπὸ μία πηγὴ ποτισθήκατε καὶ στὴν ἴδια ἐλπίδα στηρίζεσθε; Ὁ Θεὸς θέλει ὄχι ἁπλῶς νὰ εἴμαστε δεμένοι μεταξύ μας, ὄχι ἁπλῶς νὰ εἰρηνεύουμε καὶ νὰ ἔχουμε ἀγάπη μεταξύ μας, ἀλλὰ νὰ εἴμαστε ὅλοι μία ψυχὴ καὶ ἕνα σῶμα».


Ἑνωμένοι καὶ ξεχωριστοὶ

Ἡ θαυμαστὴ αὐτὴ ἑνότητα τῶν χριστιανῶν δὲν εἶναι ἀνθρώπινο κατόρθωμα ἀλλὰ ἔργο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Οἱ ἅγιοι Πατέρες, μὲ πρῶτο τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ἑρμηνεύοντας τὰ λόγια του Παύλου «εἷς Θεὸς καὶ πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων καὶ διὰ πάντων καὶ ἐν πᾶσιν» λένε: «Ἐπὶ πάντων ὡς Πατήρ, ὡς ἀρχὴ καὶ πηγή, διὰ πάντων δὲ διὰ τοῦ Λόγου, ἐν πᾶσι δὲ ἐν τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ». Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι μέσα στὴν Ἐκκλησία ζοῦμε τὸ μυστήριο τῆς ἑνότητας καὶ στὶς δύο της διαστάσεις: καὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ μὲ τὸν Θεό. Καὶ στὶς δύο ὅμως «ἑνότητες» ὁ ἄνθρωπος δὲν χάνει τὴν ἀκεραιότητα, τὴν αὐτοσυνειδησία καὶ τὴν ἐλευθερία του· οὔτε στὴν ἕνωσή του μὲ τοὺς ἄλλους γίνεται ἕνα ἄβουλο κομμάτι μίας ἄμορφης καὶ ἀπρόσωπης μάζας, οὔτε στὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Θεὸ διαλύεται, ὅπως μία σταγόνα ποὺ πέφτει στὸν ὠκεανό.

Περίτρανη ἀπόδειξη ὅτι ἡ ἑνότητα τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὸ ἰδανικότερο «θερμοκήπιο» γιὰ νὰ ἀναπτυχθεῖ ἡ ξεχωριστὴ ὀμορφιὰ τοῦ κάθε ἀνθρώπινου προσώπου ἀποτελεῖ ὁ τελευταῖος στίχος τῆς σημερινῆς περικοπῆς, ὅπου ὁ Ἀπόστολος ἀναφέρεται στὴν ποικιλία τῶν χαρισμάτων, ποὺ δίνονται ἀπὸ τὸν Θεὸ «καλῶς καὶ συμφερόντως» στὸν καθένα καὶ «ἐπ’ ἀγαθῷ» τῆς ὅλης Ἐκκλησίας.

Ἡ θεραπεία τῆς συγκυπτούσης. (Λουκ.13,10 —17)

 


Ἡ θεραπεία αὕτη ἐγένετο ὡς ἑξῆς: Ὀλίγον χρόνον μετὰ τὰ ἀνωτέρω, ὁ Κύριος «ἦν διδάσκων ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς Σάββασι». Κάποιο Σάββατον ὁ Κύριος ἐδίδασκεν εἰς κάποιαν Συναγωγὴν «Ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ». Αἰφνιδίως ἐμφανίζεται μία γυναῖκα ἀσθενὴς ἐπὶ 18 ἔτη, τῆς ὁποίας ἡ νόσος προήρχετο ἐκ δαιμονικῆς ἐνεργείας. Ἡ γυνὴ αὕτη ἦτο εὐσεβής, διότι παρὰ τὴν νόσον της μετέβη εἰς τὴν Συναγωγήν, ἵνα ἀκούσῃ τὸν Θεῖον λόγον. Αὕτη «ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές». Ἔπασχε δηλαδὴ ἐκ ραχιτικῆς τινος νόσου, ἦτο κεκυφυῖα τὸν κορμόν, μὴ δυναμένη νὰ ἀνακύψῃ οὐδόλως τὴν κεφαλὴν ἄνω˙ ἦτο διπλωμένη εἰς τὰ δύο ἐπὶ δεκαοκτὼ ἔτη.

«Ἰδὼν αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς» εὐσπλαγχνισθεὶς αὐτὴν καὶ ἄνευ παρακλήσεώς της ἀμείβει τὴν εὐσέβειάν της, διότι παρ' ὅλην τὴν παραμορφωτικὴν νόσον δὲν ἀπουσιάζει τῆς Συναγωγῆς «προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ» τὴν ἐκάλεσε καὶ τῆς εἶπε «γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου» ἔσο ἐλευθέρα ἐκ τῆς νόσου. «Καὶ ἀπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας» ἀκούμπησε τὰς χεῖρας Του εἰς αὐτὴν πρὸς ἐνίσχυσιν τῆς συγκυπτούσης καὶ εἰς δήλωσιν, ὅτι ἡ θεραπεία προήρχετο ἐκ τῶν παναχράντων χειρῶν Του.

«Καὶ παραχρῆμα» ἀμέσως «ἀνωρθώθη» ἐσηκώθη «καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν». Θεραπευθεῖσα δηλαδὴ αὕτη, ἀνακύψασα καὶ ἰδοῦσα τὸν Χριστὸν πρῶτον δοξάζει τὸν Θεὸν διὰ τὴν θεραπείαν της.

Ὁ Ἀρχισυνάγωγος, πλήρης Φαρισαϊκῶν προλήψεων, ἀγανακτεῖ ἀπὸ φθόνον διὰ τὴν θεραπείαν ταύτην κατὰ τὸ Σάββατον καὶ μὴ δυνάμενος νὰ ἀπευθυνθῇ πρὸς τὸν Ἰησοῦν ἀπ' εὐθείας λέγει πρὸς τὸν λαὸν πομπωδῶς καὶ ἀνοήτως «ἓξ ἡμέραι εἰσίν, ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι˙ ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι, θεραπεύεσθε καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Σαββάτου». Ἓξ ἡμέραι τῆς ἑβδομάδος εἶναι ἐργάσιμοι. Κατ' αὐτὰς γίνονται καὶ θεραπεῖαι. Κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου ἀπαγορεύεται ἡ θεραπεία. Ἔγινε ὅμως! Εἶχε τὴν ἀπαίτησιν οὗτος ἀπὸ τὴν γυναῖκα νὰ ἀναβάλῃ τὴν ἀνόρθωσίν της διὰ τὴν ἑπομένην ἡμέραν, ἐπειδὴ ἦτο ἀργία!

Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ Κύριος καὶ εἶπεν «ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ Σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον» κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου ὁ Ἑβραῖος δὲν λύει τὸ βόδι του ἢ τὸ γαϊδούρι του «ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν» καὶ ὁδηγὼν αὐτὸ εἰς τὴν βρύσην «ποτίζει αὐτό; ταύτην δὲ θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν» αὐτὴ ἡ ὁποία εἶναι ἄνθρωπος καὶ Ἑβραία, ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, «ἣν ἔδησεν ὁ Σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη» τὴν ὁποίαν διὰ νόσου ἔδεσεν ὁ Σατανᾶς 18 ἔτη, «οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Σαββάτου;» δὲν ἔπρεπε νὰ λυθῇ τῆς νόσου ἐκ δαιμονικῆς ἐνεργείας κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου; Ὁ Κύριος ὀνομάζει τὸν Ἄρχοντα τῆς Συναγωγῆς ὑποκριτήν, διότι εἰς μὲν τὰ χείλη εἶχε τὴν εὐσέβειαν εἰς δὲ τὴν καρδίαν τὸν φθόνον. Ὁ Νόμος ἐπέτρεπε τὸ λύσιμον καὶ πότισμα τῶν ζώων κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου. Τὸ μέγεθος τοῦ συλλογισμοῦ τοῦ Κυρίου ἀφ' ἑνὸς καὶ τῆς ὑποκρισίας καὶ τοῦ φθόνου τῶν Φαρισαίων ἀφ' ἑτέρου φαίνεται ἐκ τῶν ἀντιθέσεων ὡς ἑξῆς: Κόρη Ἀβραὰμ ἡ μέν, ζῶον ἄλογον τὸ δέ! Δέσιμον τῆς μὲν ἦτο ἀσθένεια φρικτή, δέσιμον τοῦ ζώου ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου διὰ σχοινίου! Ἐπὶ δεκαοκτὼ ἔτη ἡ μὲν δεμένη εἰς τὴν ἀσθένειαν, οὔτε μίαν ἡμέραν τὸ ζῶον δεμένον! Καὶ ὅμως διὰ τὸ ζῶον παρεβαίνετο ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου διὰ νὰ ποτισθῇ!

«Καὶ ταῦτα λέγοντος Αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι Αὐτῷ καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ' Αὐτοῦ». Ἡ ἐντύπωσις εἰς τὸν λαὸν ὑπῆρξε τεραστία καὶ εἰς τὰς δύο μερίδας ἐχθρικὰς καὶ φιλικὰς πρὸς τὸν Ἰησοῦν. Καὶ οἱ μὲν ἐχθρικῶς διακείμενοι ἔμειναν βωβοὶ ἀπὸ ἐντροπήν, οἱ δὲ φιλικῶς διακείμενοι ἦσαν πλήρεις χαρᾶς καὶ θαυμασμοῦ.


Θέμα: Περὶ Κατακρίσεως

Ὁ Κύριος θεραπεύει τὴν συγκύπτουσαν. Ὁ Ἀρχισυνάγωγος ὅμως τὴν ἀγαθοεργίαν ταύτην τοῦ Κυρίου θεωρήσας ὡς ἁμαρτίαν κατακρίνει Αὐτόν. Θέλων δὲ νὰ δικαιολογήσῃ τὴν κατάκρισίν του ταύτην καταφεύγει εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν. «Ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι...» καὶ ἔτσι δικαιολογεῖ τὴν κατάκρισίν του. Ὁ Κύριος θέλων νὰ θεραπεύσῃ τὴν κατάκρισιν τοῦ Ἀρχισυναγώγου δὲν ὁμιλεῖ ὄπισθεν τοῦ Ἀρχισυναγώγου, ἀλλὰ κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ ἀποκαλύπτων τὴν κακίαν του διὰ τοῦ «ὑποκριτὰ» καὶ ἀνατρέπων τὴν δικαιολογίαν τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου δι' ἄλλων Γραφικῶν χωρίων συνιστώντων τὴν διὰ λόγους ἀνάγκης εἴς τινας περιστάσεις κατάργησιν τῆς ἀργίας ταύτης.

Ἔχομεν ἑπομένως ἐνώπιόν μας τὸν Ἀρχισυνάγωγον κατακρίνοντα καὶ τὸν Κύριον ἐλέγχοντα αὐτόν. Ἔχομεν τὸν Ἀρχισυνάγωγον διαπομπεύοντα τὴν θεραπείαν τοῦ Κυρίου καὶ ἐν ἀπουσίᾳ τοῦ θύματός του, τὸν δὲ Ἰησοῦν ἀποκαλύπτοντα τὴν κακίαν αὐτοῦ. Συνεπῶς δυνάμεθα νὰ ὁμιλήσωμεν περὶ κατακρίσεως ἔχοντες ὑπ' ὄψιν μας τὸν πρῶτον, τὸν Ἀρχισυνάγωγον, περὶ θεραπείας ταύτης ἔχοντες ὑπ' ὄψιν μας τὸν δεύτερον, τὸν Ἰησοῦν, τὸν Σωτῆρα.

Α'. Κατάκρισις: Κατάκρισις εἶναι ἡ ἐν ἀπουσίᾳ τινὸς διαπόμπευσις τῶν κατὰ τὴν γνώμην μας κακιῶν του. Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι πάντες ἔχομεν τὰς ἀσθενεῖς μας πλευράς, τὰ σφάλματά μας καὶ ἡ κρίσις εἶναι αὐτόματος λειτουργία τοῦ μυαλοῦ μας. Ἑπομένως ἡ κατάκρισις φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως θεμιτή. Ἂν δὲ λάβωμεν ὑπ' ὄψιν μας, ὅτι εἴμεθα κατ' εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τοῦ κρίνοντος τὸν κόσμον, θέλει φανῇ, ὅτι καὶ ἡμεῖς ὡς κατ' εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἔχομεν τὸ δικαίωμα νὰ κρίνωμεν.

Βεβαίως τὸ δικαίωμα καὶ ἡ ἱκανότης νὰ κρίνωμεν μίαν πρᾶξιν, ἂν εἶναι καλὴ ἢ κακή, εἶναι δῶρον Θεοῦ, διότι κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον θὰ γίνωμεν ἐνάρετοι, διότι θὰ ἀποφεύγωμεν τὸ κακὸν καὶ θὰ πράττωμεν τὸ καλόν. Ἀπὸ τοῦ σημείου ὅμως τοῦ νὰ χωρίζωμεν μίαν πρᾶξιν καλὴν ἀπὸ τὴν κακὴν μέχρι τοῦ σημείου νὰ διαπομπεύωμεν τὸν πράττοντα ὑπάρχει μεγάλη διαφορά. Ἡ κατάκρισις, ἡ διαπόμπευσις τῶν κακιῶν τοῦ ἄλλου δὲν εἶναι μόνον δημοσίευσις τῶν κακιῶν τούτου, ἀλλὰ ἔκφρασις καὶ τῆς ἰδικῆς μας κακίας, εἶναι ἐμπάθεια! Τότε ἡ γλῶσσα τοῦ κατακρίνοντος γίνεται «πῦρ καὶ ὁ κόσμος τῆς ἀδικίας», κατὰ τὸν Ἀπόστολον Ἰάκωβον.

Ὁ Ἀρχισυνάγωγος κατακρίνει τὸν Ἰησοῦν ὄχι κατὰ πρόσωπον, ἀλλὰ ὄπισθεν «τῷ ὄχλῳ» ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστής. Τὸ αὐτὸ συμβαίνει καὶ παρ' ἡμῖν. Ἡ κατάκρισις γίνεται ὄπισθεν τοῦ κατακρινομένου. Ἡ κατάκρισις εἶναι πολύμορφος, εὔκολος καὶ δικαιολογήσιμος.

Ἡ κατακρίνουσα γλῶσσα εἶναι πολύμορφος, διότι εἶναι πλήρης πάσης κακίας. Καὶ πράγματι. Ἡ γλῶσσα εἶναι φωτιά˙ Ἡ φωτιά, ὅ,τι δὲν δύναται νὰ κάψῃ, τὸ μαυρίζει. Τὸ ἴδιον κάμνει καὶ ἡ γλῶσσα, ἡ ὁποία κατακρίνει. Ἡ κατάκρισις εἶναι μῖσος, τὸ ὁποῖον σκορπίζει τὴν χολὴν τῆς καρδίας, εἰς τὰ λόγια ὅλων, εἶναι χαμερπὴς ζηλοτυπία, ἡ ὁποία πληγωμένη ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ ἄλλου, μεταβάλλει αὐτὰ εἰς ψεγάδια, εἶναι ἀπεχθὴς διπροσωπία, ἡ ὁποία ἐνῶ ἔμπροσθεν ἐπαινεῖ, ὄπισθεν ξεσχίζει. Ἡ κατάκρισις εἶναι ἐλαφρότης ἀνυπόφορος μὴ δυναμένη νὰ περιορίσῃ τὰ λόγια της, βαρβαρότης, διότι δυσφημεῖ ἀπόντας. Ἡ κατάκρισις εἶναι ἀδικία, διότι ἀφαιρεῖ τὸ πολυτιμότερον ἀγαθόν, τὴν ὑπόληψιν, εἶναι τυφλότης, διότι δὲν βλέπει τὰ ἴδια σφάλματα. Οἱ ἔπαινοί της εἶναι δηλητήριον καὶ ἡ σιωπή της φαρμάκι! Ἰδοὺ ἡ πολυμορφία τοῦ κακοῦ τούτου τῆς κατακρίσεως.

Ἀλλὰ τὸ κακόν τῆς κατακρίσεως αὐξάνει μὲ τὴν εὐκολίαν ποὺ γίνεται καὶ διαδίδεται. Εἰς ἕνα μόνον ἔμπιστόν σου ἀπεκάλυψας σὺ καὶ ἕνα μόνον ἁμάρτημα τοῦ πλησίον σου. Ὁ ἔμπιστός σου εὑρῆκε ἄλλον ἔμπιστον ἰδικόν του καὶ φανεὶς ἀδιάκριτος ὅπως καὶ σὺ ἀνεκοίνωσεν εἰς αὐτὸν τὸ ἁμάρτημα εἰς δευτέραν ἔκδοσιν ἐπηυξημένην δι' ἀτομικῶν σχολίων, τὰ ὁποῖα ἤντλησε ἐκ τοῦ πάθους του, τοῦ συμφέροντός του. Ὁ ἰδικός σου ἔμπιστος θὰ ἔχῃ τὸν ἰδικόν του ἔμπιστον, ἐκεῖνος πάλιν τὸν γνωστόν, συγγενῆ καὶ φανερῶς ἢ ὑπὸ τύπον ἐχεμυθείας θὰ ἀνακοινώσῃ εἰς αὐτὸν τὸ κακὸν καὶ ἔτσι τὸ κακὸν ἁπλώνεται. Ὁμοιάζει σὰν μία σπίθα, σὰν ἕνα σπίρτο κατ' ἀρχάς, τὸ ὁποῖον ἄναψε καὶ ἀργότερα μεταβάλλεται εἰς πυρκαϊὰν καὶ καίει δάση καὶ χωριά. Ὁμοιάζει σὰν ἕνα ρυάκιον κατ' ἀρχάς, τὸ ὁποῖον δεχόμενον καθ' ὁδὸν τὰ νερὰ ἄλλων ρυακίων, γίνεται σιγὰ — σιγὰ ποτάμι ὁρμητικόν, τὸ ὁποῖον κατακλύζει πόλεις καὶ χωριά. Τὸ ἴδιον εἶναι καὶ ἡ κατάκρισις.

Κατ' ἀρχὰς μία ἀστειότης, μία ἐπιπολαιότης, μία ἁπλῆ ὑπόθεσις, μία ἁπλῆ σκέψις, ἕνας ἐλαφρὸς λόγος. Κατόπιν γίνεται κραυγή, κατάρα, θέμα πάντων, ὑπόθεσις γενική. Ὥστε τὸ ἕνα ἁμάρτημα ἔγινε πολλά, ὁ ἕνας σὺ ἔγιναν πολλοί. Πηγὴ ὅλων αὐτῶν; Ἡ ἀδιακρισία σου καὶ ἡ εὐκολία τοῦ κακοῦ τούτου!

Ἀλλὰ τὸ μέγεθος τοῦ κακοῦ τούτου δὲν φαίνεται μόνον ἐκ τῆς πολυμορφίας καὶ εὐκολίας του ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς δ ι κ α ι ο λ ο γ ί α ς. Λέγουν οἱ κατακρίνοντες δικαιολογούμενοι. Δὲν μιλοῦμεν περὶ μεγάλων ἁμαρτημάτων, ἀλλὰ περὶ μικρῶν, ὄχι διὰ νὰ σκοτώσωμέν τινα, ἀλλὰ διὰ νὰ περάσωμεν τὴν ὥραν, νὰ γελάσωμεν, νὰ διασκεδάσωμεν. Δὲν ἔχομεν, λέγουν, κακὴν διάθεσιν. Μὲ τὴν δικαιολογίαν αὐτὴν αὐξάνουν τὰ παραγεμίσματα, μεγαλοποιοῦν τὸ κακόν. Πῶς; Μὲ μορφασμούς, χειρονομίας, μειδιάματα, ὑπομειδιάματα, ἱστορίας φιλοτεχνημένας ἐπὶ παραγγελίᾳ, ὥστε νὰ ἀρέσουν. Κάμνουν νύξεις διὰ νὰ ἀνοίξωσι περισσότερον τὸ πνεῦμα τοῦ ἄλλου σὲ χίλιες δύο ὑπόνοιες, σιωπῶσιν διὰ νὰ τὸν ἀφίσωσιν νὰ ἐννοήσῃ περισσότερα ἀπ' ὅ,τι θέλουν νὰ εἴπωσιν. Ἰδοὺ τὸ κακόν της κατακρίσεως. Ἰδοὺ ἡ πολυμορφία, ἡ εὐκολία, ἡ δικαιολογία. Πῶς θὰ θεραπευθῇ τὸ κακὸν τοῦτο;

Ἡ θ ε ρ α π ε ί α. Ὁ Κύριος, ὁ ἔνσαρκος λόγος, ἤλεγξε τὸν Ἀρχισυνάγωγον ἀποκαλύψας εἰς αὐτὸν τὴν κρυμμένην κακίαν του καὶ ἀνατρέψας τὸ δικαιολογητικὸν ἐκ τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐπιχείρημα τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Καὶ ἡμεῖς, ἂν ἐπιθυμῶμεν νὰ θεραπευθῶμεν ἐκ τοῦ κακοῦ τῆς κατακρίσεως, ἂς τεθῶμεν ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ Προφορικοῦ καὶ Γραπτοῦ λόγου τοῦ Κυρίου καὶ ἂς ἐλέγξωμεν τὴν κακίαν τῆς κατακρίσεως εἰς τὸ σαθρὸν τῶν δικαιολογιῶν.

Τ ὸ σ α θ ρ ὸ ν τ ῶ ν δ ι κ α ι ο λ ο γ ι ῶ ν: Λέγεις ὅτι ὁμιλεῖς περὶ μικρῶν ἁμαρτημάτων. Ἀπάντησις: Δὲν γνωρίζεις ὅτι ὅσο μικρότερα εἶναι τὰ σφάλματα τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὰ ὁποῖα κατακρίνεις, τόσον πονηρότερος εἶσαι, διότι δείχνεις μὲ αὐτὸ ὅτι τίποτα δὲν σοῦ διαφεύγει; Ὅ,τι κατακρίνεις σὺ τοὺς ἄλλους, εἶναι μηδαμινό, ὅ,τι μηδαμινὸν ἰδικόν σου κατακρίνουν οἱ ἄλλοι, εἶναι ἀνυπόφορον. Λέγεις ὅτι κατακρίνεις διὰ νὰ γελάσῃς, διασκεδάσῃς. Ἀπάντησις: Ποία εἶναι αὐτὴ ἡ σκληρὴ χαρά, ἡ ὁποία στάζει φαρμάκι εἰς τοὺς ἄλλους καὶ βγαίνει ἀπὸ τὴν δυστυχίαν τοῦ ἄλλου; Λέγεις ὅτι ἡ πρόθεσίς σου εἶναι ἁγνή. Ἀπάντησις: Πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ καρδία σου νὰ εἶναι ἁγνή, τὴν στιγμὴν κατὰ τὴν ὁποίαν τὰ χείλη σου στάζουν δηλητήριον; Λέγεις ὅτι κουτσομπολεύεις, διὰ νὰ σκοτώσῃς τὴν ὥραν. Ὄχι. Σκοτώνεις τὴν πολύτιμην ὥραν, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀδελφόν σου. Οἱ υἱοὶ τοῦ Νῶε ἐτιμωρήθησαν, διότι δὲν ἐσκέπασαν τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρός των, ὅταν ἐκεῖνος ἐμέθυσε. Πόσον θὰ τιμωρηθῶμεν ἡμεῖς, ὄχι ὅταν δὲν σκεπάζωμεν τὴν γύμνωσιν τοῦ ἀδελφοῦ μας, ἀλλὰ ὅταν διὰ τῆς κατακρίσεως ξεσκεπάζωμεν τὴν ψυχικήν του γυμνότητα;

Ἀλλὰ θὰ σὲ ἐρωτήσω κάτι ἄλλο. Ὅλας αὐτὰς τὰς δικαιολογίας θὰ τὰς ἐθεώρεις ὡς σοβαρὰς ὄχι ὅταν σὺ ἐνεργῇς τὴν κατάκρισιν, ἀλλὰ ὅταν γίνεσαι θῦμα κατακρίσεως, ὅταν κατακρίνεσαι; Ὅταν μάθῃς, δηλαδή, ὅτι ἄλλοι ἀσχολοῦνται μὲ τὰς ἀσθενεῖς σου πλευρὰς διὰ νὰ γελάσουν ἐπιπολαίως πῶς δὲν θὰ ἀγανακτήσῃς; Ἀσφαλῶς. Διατί δὲν σέβεσαι τὴν ἀπουσίαν τοῦ ἄλλου; Ἰδοὺ ἑπομένως τὸ σαθρὸν τῶν δικαιολογιῶν σου.

Τ ό μέγεθος τοῦ κακοῦ. Δὲν εἶναι εὔκολον νὰ ἐπανορθωθῇ τὸ γενόμενον κακόν. Ἔσπειρες εἰς τοὺς ἀνέμους. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ περιμαζέψῃς τὸ σπαρὲν κακόν, διότι τοῦτο ἐμεγάλωσε καὶ ξέφυγε ἀπὸ τὰ χέρια σου. Μεγάλωσε διὰ τῶν διαφόρων ἐκδόσεων, τὰς ὁποίας θὰ ἔχῃ διερχόμενον ἀπὸ στόματος εἰς στόμα. Ἐξέφυγε ἀπὸ τὸ στόμα σου καὶ ἀπὸ τὰ χέρια σου, διότι δὲν σοῦ εἶναι δυνατὸν νὰ συναντήσῃς τὰ πρόσωπα, εἰς τὰ ὁποῖα περιῆλθε, ὥστε νὰ διορθώνῃς τὰς ἐξογκώσεις τοῦ κακοῦ, τὸ ὁποῖον ἐξεστόμισες. Πῶς θὰ περιμαζέψῃς τὰς κατὰ τῶν ἄλλων κατακρίσεις σου; Τρόπος θεραπείας τοῦ κακοῦ, τὸ ὁποῖον κατακρίνεις δὲν εἶναι τὸ κουτσομπολιό, ἀλλὰ εἴς τινας περιστάσεις ὁ ἔλεγχος. Ὁ ἔλεγχος διαφέρει τῆς κατακρίσεως, διότι γίνεται ἐνώπιον τοῦ πταίσαντος ἀδελφοῦ καὶ πρὸς διόρθωσιν αὐτοῦ. Ἐνῶ ἡ κατάκρισις γίνεται ὄπισθεν καὶ ἄνευ ὠφελείας.

Εἶναι γνωστὸν τὸ ἁπλοῦν παράδειγμα τῆς ὄρνιθος, τὸ ὁποῖον ἀνέφερε Πνευματικὸς πρός τινα ἐξομολογούμενον, ὁ ὁποῖος ἐδικαιολογεῖτο διὰ τὰς κατακρίσεις του. Κάποιος δηλαδὴ ἐξομολογούμενος ἐδικαιολόγει εἰς τὸν Πνευματικόν του τὴν κατάκρισίν του, ὅτι αὕτη δὲν ἔχει σημασίαν. Ὁ Πνευματικὸς τοῦ ἀπήντησε: Λάβε μίαν ὄρνιθα καὶ βαδίζων ἀπὸ ἑνὸς χωρίου εἰς ἄλλον ἀνὰ ἑκατὸν μέτρα ἀπόσπα, σκόρπιζε ἀνὰ ἕνα πτερὸν τῆς ὄρνιθος. Ὅταν φθάσῃς εἰς τὸ χωρίον σου, ἐπίστρεψε, εὑρὲ τὰ πτερὰ καὶ θέσε αὐτὰ εἰς τὴν θέσιν των. Ὁ ἐξομολογούμενος ἀπαντᾷ: Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον, διότι τὰ πτερὰ ἐξηφάνισεν ὁ ἄνεμος. Καὶ ὁ Πνευματικὸς λέγει: τὸ αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὴν κατάκρισιν. Εἶναι ἀδύνατον νὰ περιμαζεύσῃς, ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐσκόρπισες. Ἂς προσέχωμεν λοιπὸν τὴν κατάκρισιν.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 04, 2020

Κυριακή Ι Λουκά Ἀνόρθωσόν με, Κύριε



Ὁ Χριστὸς διδάσκοντας στὴ συναγωγὴ συναντάει μία γυναίκα, ποὺ δεκαοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια ταλαιπωρεῖται ἀπὸ «πνεῦμα ἀσθενείας» καὶ εἶναι συγκύπτουσα. Ἡ γυναίκα δὲν πῆγε στὴ συναγωγὴ γιὰ νὰ ζητήσει τὴ θεραπεία της. Προφανῶς δὲν ἤξερε οὔτε ποιὸς ἦταν ὁ Χριστός. Πῆγε γιὰ νὰ προσευχηθεῖ καὶ νὰ δοξάσει τὸν Θεό. Ποιὸς ἄλλος θὰ δώσει «δόξαν καὶ δικαίωμα τῷ Κυρίῳ»; Μήπως «οἱ πεποιθότες ἐπὶ τῇ δυνάμει αὐτῶν καὶ ἐπὶ τῷ πλήθει τοῦ πλούτου αὐτῶν» (Ψαλμ. 48,7); Ὄχι, ἀλλὰ «ἡ ψυχὴ ἡ λυπουμένη ἐπὶ τὸ μέγεθος ὃ βαδίζει κύπτον καὶ ἀσθενοῦν, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ οἱ ἐκλείποvτες καὶ ἡ ψυχὴ ἡ πεινῶσα δώσει σοι δόξαν καὶ δικαιοσύνην, Κύριε» (Βαροὺχ 2,17).


Ἡ παραφροσύνη τοῦ φθόνου

Μία τέτοια πονεμένη καὶ πεινασμένη ψυχή, σκυφτὴ ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, μὲ μάτια ποὺ κουράστηκαν νὰ βλέπουν μόνο τὸ χῶμα, τὴ σπλαχνίστηκε ὁ Χριστός· καὶ χωρὶς νὰ τοῦ τὸ ζητήσει, τὴ θεράπευσε μὲ τὴ «θεοπρεπέστατη καὶ ἐξουσιαστικὴ φωνή του καὶ μὲ τὸ βασιλικό του νεῦμα» (ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξαvδρείας). Ὁ σατανᾶς ὅμως ποὺ τόσα χρόνια τὴν ταλαιπωροῦσε, διωγμένος τώρα ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ θέλοvτας νὰ μειώσει τὴ δόξα τοῦ θαύματος, «δεσμεῖ τὸν ἀρχισυνάγωγον φθόνῳ» (ἅγιος Θεοφύλακτος)· τὸν βρῆκε διαθέσιμο, γιατί ἡ ὑποκριτικὴ ζωὴ του τὸν εἶχε καταντήσει «συγκύπτοντα» πολὺ χειρότερα ἀπὸ τὴ γυναίκα. Ἐκείνη εἶχε δεσμευτεῖ ἀκούσια, ἐνῶ αὐτὸς -παρερμηνεύοντας τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο- ἑκούσια σκύβει κάτω ἀπὸ ἀσήκωτη σωρεία τύπων ψευτοευσέβειας. Καὶ δὲν ταλαιπωρεῖ μόνο τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ «δεσμεύει φορτία βαρέα καὶ δυσβάστακτα καὶ ἐπιτίθησιν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων» (Ματθ. 23,4).

Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι τὴν ἐξωφρενικὴ σύστασή του τὴν ἀπευθύνει μόνο στὸν ὄχλο. Δὲν τολμάει νὰ στραφεῖ καθόλου στὸν Χριστό, τὸν ὁποῖο φθονεῖ πλέον ἀφάνταστα, βλέποντάς τον νὰ κερδίζει τὸν θαυμασμὸ καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ κόσμου. Κατὰ τὴν παράλογη, λοιπόν, ἀπαίτησή του θὰ ἔπρεπε ἡ ταλαίπωρη συγκύπτουσα νὰ ἀπαντήσει στὸ σωτήριο πρόσταγμα τοῦ Κυρίου: «Ὄχι, Κύριε, εἶναι Σάββατο σήμερα καὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀνορθωθῶ. Πρέπει νὰ ἀναβάλεις γιὰ αὔριο τὴ θεραπεία μου». Ὁ Χριστὸς ἐλέγχει τὸν ἀρχισυνάγωγο σὲ αὐστηρότατο τόνο. Τὸν ἀποκαλεῖ «ὑποκριτὴ» καὶ ἐπισημαίνει τὸ κατάντημά του νὰ θεωρεῖ «ἀτιμότερον τοῦ κτήνους τὸν ἄνθρωπον», ἀφοῦ τὰ ζῶα του δὲν τὰ ἀφήνει οὔτε γιὰ μία μέρα ἀπότιστα, ἐνῶ τὴν -γιὰ δεκαοκτὼ χρόνια- ἄρρωστη γυναίκα «οὐ βούλεται ἁπαλλαγῆναι τῆς ἀσθεvείας»· καὶ μάλιστα μία ψυχή, ποὺ «ὄχι τόσο ἐξαιτίας τῆς καταγωγῆς, ἀλλὰ ἐξαιτίας τῆς πίστης της εἶναι θυγατέρα τοῦ Ἀβραὰμ» (ἅγιος Κύριλλος).


«Ἁγιασμὸς τοῦ Σαββάτου» καὶ «σύνδρομο τῆς Κυριακῆς»

Φυσικὰ δὲν παρερμήνευε μόνο ὁ συγκεκριμένος ἀρχισυvάγωγoς τὸν Νόμο σχετικὰ μὲ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου. Σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις ποὺ ὁ Χριστὸς τέλεσε θαῦμα τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, ἡ ἀντίδραση ἦταν τόσο ἔντονη, ὥστε «ἐδίωκον τὸν Ἰησοῦν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἐζήτουν αὐτὸν ἀποκτεῖναι, ὅτι ταῦτα ἐποίει ἐν σαββάτῳ» (Ἰωάν. 5,16). Ἡ πώρωση στὴν ὁποία τοὺς εἶχε ὁδηγήσει ἡ ὑποκρισία τους δὲν τοὺς ἄφηνε νὰ δεχθοῦν ὅτι «τὸ Σάββατο ἔγινε γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸ Σάββατο», οὔτε πολὺ περισσότερο νὰ πιστέψουν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ νομοθέτης καὶ ὁ κύριος καὶ τοῦ Σαββάτου. Γι’ αὐτὸ δὲν ἤθελαν νὰ καταλάβουν ὅτι «τὸ ἁγιάζειν τὴν ἡμέραν τῶν σαββάτων» (Ἔξοδ. 20,8) δὲν ἔχει σχέση μὲ μία στείρα καὶ τυπικὴ ἀργία «τοῦ γράμματος», ἀλλὰ μὲ τὴν ἐν Πνεύματι λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ φιλάνθρωπη ἀγαθοποιία.

Στὴ σημερινὴ ἐκκοσμικευμένη κοινωνία αὐτὰ φαίνονται μᾶλλον ἀκατανόητα. Σήμερα ἡ ἀργία τῆς Κυριακῆς, ἀποκομμένη ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ τὸ Κυριακὸ Δεῖπνο τῆς Λειτουργίας, κατάντησε ἁπλῶς μία ἄδεια μέρα, ποὺ μάταια προσπαθεῖ ὁ ἀλειτούργητος ἄνθρωπος νὰ τὴ γεμίσει μὲ διασκεδάσεις, δηλαδὴ μὲ ἄγονο διασκορπισμὸ vοὸς καὶ καρδίας. Αὐτὰ τὰ ἄγονα κενὰ ἐκδικοῦνται μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ «συνδρόμου τῆς Κυριακῆς», μίας παράξενης ἀρρώστιας, ποὺ ἐδῶ καὶ χρόνια ἔχουν παρατηρήσει ψυχίατροι σὲ ὅλο τὸν σύγχρονο κόσμο. Τὰ συμπτώματα αὐτοῦ τοῦ συνδρόμου εἶναι: πλήξη, ἀνία, τάση φυγῆς, νευρικότητα καὶ ἀπρόβλεπτα ξεσπάσματα.


Τὰ ἄνω ζητεῖτε

Ἡ βασικὴ αἰτία τοῦ κακοῦ βρίσκεται στὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος βγάζοντας τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴ ζωὴ του ἔπαψε νὰ ζητεῖ καὶ νὰ φρονεῖ τὰ ἄνω, ὅπου «ὁ Χριστὸς ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος» (Κολ. 3,1) καὶ κατάντησε «συγκύπτων», κοιτάζοvτας μόνο τὰ χοϊκὰ καὶ τὰ γήινα. Ὁ μακαριστὸς Ρουμάνος Γέροντας Κλεόπας Ἰλίε ἀναφέρεται σὲ κάποιον ποὺ εἶχε ὑποδουλωθεῖ στὸ πάθος τῆς κλοπῆς. Κάποτε πῆγε νὰ κλέψει θημωνιὲς ἀπὸ τὸ ἀγρόκτημα ἑνὸς πλουσίου παίρνοντας μαζὶ καὶ τὴν πεντάχρονη κορούλα του, ποὺ ζητοῦσε ἐπίμονα περίπατο. Φθάνοντας στὸν τόπο τῆς κλοπῆς ἄρχισε προσεκτικὰ νὰ κοιτάζει δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ μήπως τὸν δεῖ κανένας. Τότε τὸ μικρὸ κοριτσάκι, ποὺ δὲν εἶχε καταλάβει τί γινόταν, «θείᾳ νεύσει» τοῦ λέει μὲ ἁπλότητα: «Μπαμπά, κοίταξες σὲ ὅλα τὰ μέρη, ἀλλὰ ξέχασες νὰ κοιτάξεις στὸν οὐρανό». Ἡ ἀθώα ὑπόδειξη τῆς μικρῆς τὸν συγκλόνισε καὶ τὸν ἀφύπνισε. «Παραχρῆμα ἀνωρθώθη» καὶ κατάλαβε ὅτι μόνο φρονώντας καὶ ζητώντας τὰ ἄνω, πλουτίζει ἀληθινὰ ὁ ἄνθρωπος.

Μαζὶ μὲ τὸν μετανοήσαντα κλέφτη ἂς παρακαλοῦμε τὸν Χριστὸ μὲ τὰ λόγια της Παρακλητικῆς: «Ὡς τὴν συγκύπτουσαν πρὶν ἀνόρθωσόν με, τοῦ βηματίζειν ὀρθῶς πρὸς τὰς τρίβους σου, Φιλάνθρωπε».

Θαύματα τοῦ Χριστοῦ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου

 





Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ξανὰ καὶ ξανὰ διαβάζουμε στὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὴν ὀργὴ ποὺ προκάλεσε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς πραγματοποιώντας μιὰ πράξη ἐλέους, ἕνα θαῦμα τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Καὶ δὲν βοηθάει σὲ κάτι ἄν θέσουμε στὸν ἑαυτό μας τὴν ἐρώτηση: Γιατί τὸ ἔκανε αὐτὸ συνεχῶς, μὲ τέτοια ἐπιμονή; Θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε γίνει γιὰ νὰ ἀμφισβητήσει ἐκείνους ποὺ βρίσκονταν γύρω Του; Γιὰ νὰ τοὺς προκαλέσει; Θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἁπλὰ μιὰ παιδαγωγικὴ πράξη;

Πιστεύω ὅτι κρύβονται πολὺ περισσότερα στὴν πράξη Του. Ὁ Κύριος δημιούργησε τὸν κόσμο σὲ ἕξι ἡμέρες· τὴν ἕβδομη ἡμέρα ἀναπαύτηκε ἀπὸ τὸν κόπο καὶ τὸν μόχθοΤου. Ἀλλὰ τι συνέβη τότε στὸν κόσμο; Ἡ ἕβδομη ἡμέρα ἦταν ἡ μέρα ποὺ ὁ κόσμος περιῆλθε στὰ χέρια τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν ὁλοκλήρωση του καὶ ἡ ἕβδομη ἡμέρα, τὸ Σάββατο τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία καταρέει ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν ἄφησε τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐργασθεῖ μόνος του, καθὼς λέει ὁ Κύριος Ἰησοῦς στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη, «Ὁ πατὴρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι», δείχνει τὴν ἐργασία Του στὸν Υἱό Του γιὰ νὰ τὴν ὁλοκληρώσει. Καὶ σὲ ἕνα ἄλλο ἐδάφιο μᾶς διδάσκει, μᾶς λέει ὅτι ἡ κρίση Του εἶναι ἀληθινὴ ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἡ δική Του κρίση· ἀκούει τὰ λόγια τοῦ Πατέρα καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ κρίση ποὺ κηρύττει.

Καὶ ἔτσι, ἡ ἱστορία εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ ὁδηγηθεῖ ἀπὸ τὴ σοφία, ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Συμβαίνει αὐτὸ ἐπειδὴ τόσο συχνὰ ἀναζητοῦμε τοὺς δικούς μας δρόμους, ἐπειδὴ δὲν ἀναρωτιόμαστε ποιὸς εἶναι ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ, πῶς ὁ κόσμος ἔχει γίνει τόσο ἄσχημος, τόσο τρομακτικὸς, καὶ τραγικός.

Ὑπάρχει ἕνα Ἑβραϊκὸ ποίημα ποὺ περιγράφει τὴν δυστυχία αὐτοῦ τοῦ κόσμου ὅπου ὁ ἄνθρωπος δὲν φέρει τὴν χαρὰ τοῦ Θεοῦ· λέει τὸ ποίημα ὅτι ὁ Ἄνθρωπος ἔπαψε νὰ πιστεύει στὸν Θεὸ καὶ ἡ ἀγάπη ἄφησε αὐτὸν τὸν κόσμο. Οἱ ἄνθρωποι κρεμάστηκαν στὰ δάση, πνίγηκαν στὶς λίμνες, στὰ ποτάμια. Ὀ Οὐρανὸς δὲν καθρεφτίζεται στὶς λίμνες, στὰ δάση· τὸ πουλὶ δὲν τραγουδάει πιὰ τραγούδια τοῦ παραδείσου, καὶ ἴδιος ὁ Προφήτης ἔγινε στὸ βάθρο του ἕνα ἁπλὸ ἄγαλμα.

Αὐτὸ δὲν ἔχουμε γίνει; Ὄχι ἀγάλματα ἀλλὰ τόσο ὅμοιοι μὲ τὴν γυναίκα τοῦ Λὼτ ποὺ στράφηκε πρὸς τὰ πίσω κι ἔγινε στήλη ἅλατος. Παραμείναμε ἁλάτι καὶ ἀκόμα εἴμαστε ἀπολιθωμένοι, ἀκίνητοι, δὲν φέρουμε εἰς πέρας τὸ ἔργο μας. Καὶ ὁ Χριστὸς μᾶς δείχνει ξανὰ καὶ ξανὰ, καθὼς ἐργάζεται μέσα ἀπὸ τὰ θαύματα Του, τὶς πράξεις τῆς ἀγάπης καὶ τῆς συμπόνιας τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, αὐτὸς ποὺ εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος, ὁ μόνος ἄνθρωπος ποὺ βρίσκεται σὲ πλήρη ἑνότητα μὲ τὸν Θεό, ποιὸς θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ὁ ρόλος μας: νὰ ἀναλάβουμε τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας,σὲ ὅποια περίπτωση κι ἄν βρισκόμαστε, καὶ νὰ τὴν βαστάξουμε στοὺς ὤμους μας μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη ἀγάπης καὶ ἐλέους.

Ἕνας Δυτικὸς συγγραφέας ἔχει πεῖ ὅτι Χριστιανὸς εἶνει ἐκεῖνος στὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἔχει ἀναθέσει τὴν φροντίδα τοῦ κόσμου Του καὶ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ἐκπληρώνουμε τούτη τὴ βασικὴ, κεντρικὴ ἐντολή, νοιαζόμαστε; Ἴσως νοιαζόμαστε δείχνοντας φροντίδα, ἴσως νοιαζόμαστε μὲ αὐστηρότητα, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἔχουμε ἔννοια. Καὶ τότε, αὐτὴ ἡ ἕβδομη ἡμέρα ποὺ ὁ Θεὸς ανέθεσε μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη ἐλέους καὶ ἀγάπης αὐτὸν τὸν κόσμο στὴν φροντίδα μας, μπορεῖ νὰ γίνει ἀκόμα ἡμέρα τοῦ Κυρίου. Καὶ ἡ Πόλη τοῦ ἀνθρώπου ποὺ χτίστηκε δίχως Θεό, ποὺ τόσο συχνὰ μοιάζει μὲ τὸν Πύργο τῆς Βαβέλ, ἴσως ἀκόμα ν’ ἀποκαλυφθεῖ καὶ νὰ πλησιάσει τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς Πόλης τοῦ Θεοῦ ὅπου ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἀληθινὸς Θεὸς ἀλλὰ καὶ ἄνθρωπος, καλεῖται νὰ γίνει πολίτης, νὰ γίνει ἡ καρδιά της, ἀλλὰ ἐπίσης ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς.

Δὲν εἶναι αυτὸ τὸ κάλεσμα ἀρκετὰ σπουδαῖο; Δὲν μᾶς ἐμπνέει ἀρκετὰ ἡ πίστη τοῦ Θεοῦ σ’ ἐμᾶς; Πρόκειται ν’ ἀπορρίψουμε τὴν ἐλπίδα Του, ν’ ἀπορρίψουμε τὴν ἀγάπη Του γιὰ μᾶς ἤ γιὰ τοὺς ἄλλους; Ἤ πρόκειται νὰ μάθουμε ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ ὁ Χριστὸς ἐκπληρώνει τὸν ἀνθρώπινο προορισμό Του τὴν ἡμέρα του Κυρίου, δὲν θὰ μάθουμε ἀπὸ Αὐτὸν καὶ μαζὶ μ’ Ἐκεῖνον νὰ κτίζουμε τὸν κόσμο ποὺ ὁ Θεὸς ὀνειρεύτηκε καὶ ποὺ ἀκόμα ἀγαπᾶ μέσα στὶς θλίψεις του καὶ τόσο συχνὰ στὴν προδοσία μας!

Ἄς μάθουμε ν’ ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ἐνεργά, νὰ σηκώνουμε τὸ φορτίο ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, ν’ ἀκοῦμε τὸν ζωντανὸ Θεὸ ὅταν μιλάει, ν’ ἀκοῦμε μὲ ὅλη μας τὴν ἐνέργεια, νὰ κοιτάζουμε τὸν τρόπο τῆς ζωῆς Του καὶ ἄς γίνουμε ἐκείνοι ποὺ θὰ φέρουν εἰς πέρας τὸ θέλημα Του καὶ θὰ ὁδηγήσουν τὸν κόσμο στὴν τέλεια ὀμορφιὰ ποὺ εἶναι τὸ θέλημά Του! Ἀμὴν.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 03, 2020

Κυριακή Ι΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιγ΄ 10-17)

 


5 Δεκεμβρίου 1965

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ὁ Θεὸς δὲν ἀγαπᾶ τίποτα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲ μισεῖ τίποτα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ὑποκρισία. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅταν ἦταν ἐδῶ στὴ γῆ, στάθηκε ἀπέναντι σ' ὅλους τοὺς ἀνθρώπους γεμάτος ἀγάπη καὶ μόνο ἦταν σκληρὸς ἀπέναντι στοὺς ὑποκριτάς. Τοὺς ἁμαρτωλούς, ποὺ ἐρχότανε ζητώντας τὸ ἔλεός του, τοὺς δεχότανε μὲ καλωσύνη· τοὺς ὑποκριτάς, ποὺ ἦσαν μέσ' ἁμαρτωλοὶ κι ἔκαναν ἔξω τοὺς ἁγίους, τοὺς ἐμαστίγωνε ἀλύπητα. Ἂς ἀκούσουμε τί μᾶς λέγει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἐδίδασκε ὁ Ἰησοῦς σὲ μία ἀπὸ τὶς συναγωγὲς κι ἦταν ἡμέρα Σάββατο. Κι ἦταν ἐκεῖ μία γυναίκα, ποὺ εἶχε πονηρὸ πνεῦμα κι ἦταν ἄρρωστη δεκαοκτὼ χρόνια κι ἦταν σκυφτὴ καὶ δὲ μποροῦσε νὰ σηκώση τὸ κορμὶ της καθόλου. Κι ὅταν τὴν εἶδε, ὁ Ἰησοῦς τῆς μίλησε καὶ τῆς εἶπε· Γυναίκα, εἶσαι λυμένη ἀπὸ τὴν ἀρρώστια σου· κι ἀκούμπησε ἀπάνω της τὰ χέρια του κι ἀμέσως ἐκείνη ἀνασηκώθηκε καὶ δόξαζε τὸ Θεό. Καὶ ἀποκρίθηκε ὁ ἀρχισυνάγωγος μὲ ἀγανάκτηση, γιατί τὸ Σάββατο ἔκαμε τὴ θεραπεία ὁ Ἰησοῦς, κι ἔλεγε στὸ λαό. Ἕξη ἥμερες εἶναι, ὅπου σ' αὐτὲς πρέπει νὰ ἐργαζώμαστε, σ' αὐτὲς λοιπὸν νὰ 'ρχεσθε καὶ νὰ θεραπευώσαστε κι ὄχι στὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Τοῦ ἀποκρίθηκε λοιπὸν ὁ Κύριος καὶ εἶπε· Ὑποκριτή, ὁ καθένας σας τὸ Σάββατο δὲ λύνει τὸ βόδι του καὶ τὸν ὄνο ἀπὸ τὸ παχνὶ καὶ τὰ πάει καὶ τὰ ποτίζει; Κι αὐτὴ ἐδῶ ποὺ εἶναι κόρη τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τὴν ἔδεσε ὁ Σατανᾶς δεκαοχτὼ χρόνια, δὲν ἔπρεπε νὰ λυθῆ ἀπὸ τοῦτο τὸ δέσιμο τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου; Κι ἐνῶ ἔλεγε τοῦτα ὁ Ἰησοῦς καταντροπιαζότανε ὅλοι οἱ ἐχθροὶ του· κι ὅλος ὁ λαὸς εἶχε χαρὰ γιὰ τὰ θαύματα ποὺ γινότανε ἀπ' αὐτόν.

Αὐτὴ ἡ ἄρρωστη γυναίκα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ποὺ βρέθηκε κεῖνο τὸ Σάββατο στὴ συναγωγή, μᾶς εἶν' ἕνα καλὸ παράδειγμα. Μᾶς διδάσκει πὼς κι ἐμεῖς τὴν Κυριακὴ πρέπει νὰ ἐρχώμαστε στὴν Ἐκκλησία γιὰ τὴν προσευχὴ καὶ γιὰ τὸ θεῖο κήρυγμα. Γι' αὐτὰ τὰ δύο πῆγε στὴ συναγωγὴ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἡ συγκύπτουσα γιὰ νὰ 'βρη παρηγοριὰ στὴν ταλαιπωρία της. Καὶ βρῆκε πολὺ περισσότερο ἀπ' ὅ,τι περίμενε· λυτρώθηκε ἀπὸ τὴν ἀρρώστια ποὺ τὴν βασάνιζε δεκαοκτὼ χρόνια.

Θὰ πρέπει νὰ αἰσθανότανε κατάνυξη, καθὼς ἄκουε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ διδάσκη· θὰ πρέπει νὰ καθότανε ταπεινὴ σὲ κάποια γωνιά, βασανισμένη μέσα στὴν πολύχρονη ἀρρώστια της, ζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ κι ἕτοιμη νὰ δεχθῆ τὴ θεία χάρη. Μετὰ τὸ κήρυγμα, πλησίασε τὸ Χριστὸ κι ἐκεῖνος ποὺ τὴν εἶδε, ὄχι μόνο μὲ σκυφτὸ καὶ καμπουριασμένο τὸ κορμί της, μὰ καὶ μὲ τὴν ψυχὴ της γονατιστὴ καὶ σκυμμένη, τῆς μίλησε καὶ τῆς εἶπε· «Εἶσαι λυμένη ἀπὸ τὴν ἀρρώστια σου». Καὶ γιὰ νὰ τῆς μεταδοθῆ ἡ θεία δύναμη, ἀκούμπησε τὰ χέρια του ἐπάνω της. Κι ἐπειδὴ ὁ θεῖος λόγος τὴν ἴδια ὥρα εἶναι καὶ ἔργο, ἡ γυναίκα ἔγινε ἀμέσως καλά.

Νά, χριστιανοί μου, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πῶς φανερώνεται καὶ πῶς ξεχύνεται στὸν ἄνθρωπο. Κανένα ἐμπόδιο δὲ μπορεῖ νὰ μπῆ ἀνάμεσα στὸ Θεὸ ποὺ ζητάει τὸν ἄνθρωπο καὶ στὸν ἄνθρωπο ποὺ ζητάει τὸ Θεό. Οὔτε καὶ τὸ Σάββατο. Γιατί παραπάνω ἀπ' ὅλα εἶναι ὁ ἄνθρωπος, παραπάνω κι ἀπὸ τὸ νόμο καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὁ νόμος κι οἱ ἐντολὲς καὶ τὸ Σάββατο δόθηκαν ὅλα γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν ἔγινε ὁ ἄνθρωπος γιὰ ὅλα ἐτοῦτα. Μέσα στὸ νόμο καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο· καὶ μέσα σ' ὅλους τοὺς νόμους τῶν ἀνθρώπων πρέπει νὰ ὑπάρχη ὁ ἄνθρωπος, ἀλλιῶς εἶναι ἄδικοι οἱ νόμοι καὶ ἀπάνθρωποι. Οἱ νόμοι εἶναι γιὰ τοὺς κακούς· γιὰ νὰ μὴν ἀφίνουν τοὺς κακοὺς νὰ κάνουν τὸ κακό. Γιὰ τοὺς καλοὺς δὲν ὑπάρχουν νόμοι. Ἕνας νόμος ὑπάρχει γιὰ τοὺς καλούς, ὁ νόμος τῆς ἀγάπης. Αὐτὸς ὁ νόμος λέγει, ὄχι νὰ μὴν κάνης τὸ κακό, μὰ παντοῦ καὶ πάντα νὰ κάνης τὸ καλό. Ἐμπόδιο δὲ μπορεῖ νὰ σταθῆ στὸ νόμο τοῦ καλοῦ.

Κι ὅμως πολλὰ ἐμπόδια, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, βγαίνουνε μπροστά, γιὰ νὰ σταματήσουν τὸ καλό. Πρῶτο ἀπὸ τὰ ἐμπόδια ἐτοῦτα εἶναι ἡ ὑποκρισία. Ὑποκρισία εἶναι νὰ φαίνεσαι ἐκεῖνο ποὺ δὲν εἶσαι, νὰ λὲς πὼς ἐνδιαφέρεσαι γιὰ τὸν νόμο καὶ γιὰ τὴν ἐντολή, μὲ σκοπὸ νὰ ματαίωσης τὸ καλό. Νὰ παρασταίνης τὸ φρουρὸ τοῦ θείου νόμου, νὰ κόβεσαι καὶ γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νόμο, νὰ κάνης ἐπανάσταση, νὰ βάζης φωτιά, νὰ ξεθεμελιώνης τὰ πάντα, γιατί σὲ πῆρε ὁ πόνος γιὰ τὸ νόμο. Πὼς χάνονται ἄνθρωποι, πὼς ἀδικιέται ἡ ἀλήθεια, πὼς σταυρώνονται ἀθῶοι, πὼς γκρεμίζονται ἱεροὶ θεσμοί, πὼς χαίρουν οἱ ἐχθροί, πὼς χορεύει ὁ διάβολος, τίποτ' ἀπ' ὅλα ἐτοῦτα δὲ σὲ τρομάζει.

Ὁ ἀρχισυνάγωγος, χριστιανοί μου, ἐκείνη τὴν ἡμέρα στὴν συναγωγή, γιὰ χάρη τάχα τοῦ Σαββάτου, ἦταν ἕτοιμος, ἂν μποροῦσε, νὰ σφάξη καὶ τὸ Χριστὸ καὶ τὴ συγκύπτουσα. Δὲν τὸν συγκίνησε τὸ καλὸ ποὺ γίνηκε ἐμπρὸς στὰ μάτια του. Ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἔτρωγε μέσα του ἦταν ὁ φθόνος, μὰ σκέπαζε τὸ πάθος του μὲ τέχνη κι ἔδειχνε πὼς γνοιάζεται γιὰ τὸ Σάββατο καὶ γιὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ὁποῖος δὲν τὸν ἤξερε θὰ τὸν πίστευε, μὰ ὁ Χριστὸς τὸν ξεσκέπασε καὶ τὸν ἀποστόμωσε. Τὸν εἶπε ὑποκριτή, ψεύτη δηλαδὴ καὶ θεατρίνο, ποὺ ἄλλα αἰσθανότανε κι ἄλλα ἔλεγε, ἄλλα εἶχε μέσα του κι ἄλλα ἔδειχνε στοὺς ἀνθρώπους.

Τέτοιους ὑποκριτάς, χριστιανοί, εἶναι πάντα γεμάτος ὁ κόσμος καὶ πρέπει νὰ τοὺς φυλαγώμαστε. Ἀπ' ἔξω φαίνονται ἅγιοι καὶ μέσα τους εἶναι γεμάτοι μ' ὅλες τὶς κακίες. Μὰ εἶναι τεχνίτες καὶ δὲν τὸ δείχνουνε· σκεπάζονται μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς εὐσέβειας καὶ δὲν τὸ 'χουνε γιὰ τίποτα νὰ κάμουνε κάθε κακό. Νὰ τοὺς πῆς λόγο, δὲν ἀκοῦνε· νὰ τοὺς κάμης καλό, δὲ συγκινοῦνται. Πάνω ἀπ' ὅλα, λένε, εἶναι ὁ νόμος, οἱ ἐντολές, οἱ ἱεροὶ Κανόνες, ἡ τάξη κι ἡ ἀλήθεια. Ποιὸς τὸ ἀρνήθηκε; Μὰ ὁ νόμος κι οἱ ἐντολὲς κι οἱ Κανόνες εἶναι ὅλα γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὅταν σκοτώνης τὸν ἄνθρωπο, τί σοῦ χρειάζεται ὁ νόμος; Ὅταν γκρεμίζης τὴν Ἐκκλησία, τί τοὺς θέλεις τοὺς κανόνες; Ὅσο γιὰ τὴν τάξη καὶ τὴν ἀλήθεια, ὅποιοι τὰ πολυφωνάζουνε αὐτὰ τὰ δυό, αὐτοὶ μήτε τὰ ξέρουν μήτε τὰ 'μαθαν μήτε τὰ σεβάστηκαν ποτέ τους.

Τὸ σκάνδαλο τῆς ἀσθένειας

 


Ἀκούγοντας πολλές φορές τά αἰτήματα τῶν χριστιανῶν μας καί τούς λόγους γιά τούς ὁποίους προσεύχονται, διακρίνει κανείς νά κυριαρχεῖ τό αἴτημα ὑπέρ ὑγείας. Χιλιάδες χαρτάκια ἔρχονται στήν Ἁγία Πρόθεση ὅλων τῶν Ναῶν μέ δεδηλωμένο τό αἴτημα αὐτό. Ἀλλά καί στήν καθημερινότητά μας, στήν ἀποστροφή τοῦ λόγου γιά ὅσα συμβαίνουν γύρω μας, συνήθης εἶναι ἡ κατακλείδα « τήν ὑγειά μας νά ’χουμε, νά μποροῦμε νά τά βγάλουμε πέρα». Ἰσχυρό πρόταγμα τό αἴτημα τῆς ὑγείας. Καί πολλοί, ἰδίως ἀπό ὅσους ἔχουν συγκεχυμένη ἀντίληψη περί Ἐκκλησίας καί τήν ἀντιμετωπίζουν μέ μιά διάσταση μαγείας, τό δηλώνουν ξεκάθαρα ὅτι πάνε Ἐκκλησία γιά νά τούς ἔχει ὁ Θεός «γερούς», θεωρώντας τή Θεία Χάρη ὡς μορφή ἀσπίδας ἐναντίον τῆς ὅποιας ἀσθένειας.

Κι ἐκεῖ ἀρχίζει τό σκάνδαλο. Φαίνεται τό αἴτημα νά μήν εἰσακούεται, καθώς καί οἱ Ναοί εἶναι γεμάτοι ἀσθενεῖς, καί οἱ Χριστιανοί ἀρρωσταίνουν καί τελικά τόσες παρακλήσεις καί προσευχές ὑπέρ ὑγείας φαίνεται νά μήν εἰσακούονται, καθώς τά ἀντίστοιχα αἰτήματα δέν ἐκπληρώνονται πάντα. Γιατί λοιπόν, ἐνῶ ἀπό τή μιά ἡ Ἐκκλησία προβάλλει τά πολλά θαύματα τοῦ Χριστοῦ μας, πού χάρισαν τήν ὑγεία σέ ὅσους τά ἀπόλαυσαν, ἀπό τήν ἄλλη σήμερα φαίνεται σάν νά μή γίνονται θαύματα, ἤ τουλάχιστον σάν νά μήν προστατεύει ὁ Ἅγιος Θεός τούς δικούς του ἐπαρκῶς; Ἡ ἀπάντηση θά μποροῦσε νά εἶναι πολύ εὔκολη. Πῶς ζητᾶμε τά ἴσα μέ παλαιότερες ἐποχές, τότε πού ἡ πίστη τῶν ἀνθρώπων, γνήσια καί ἄδολη, κόχλαζε στίς καρδίες καί τούς ὁδηγοῦσε σέ ὁμολογίες «μέχρις αἵματος»; Γιατί ζητᾶμε θαύματα ὅταν ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μας καί ἡ ποιότητα τῶν ἠθῶν μας, τά ἀποκλείει; Μήν ξεχνᾶμε ὅτι τό θαῦμα, ἐκτός ἀπό πίστη, χρειάζεται καί ἀρετή.


Ἡ θεραπεία τῆς «συγκύπτουσας» γυναίκας

Στό σημερινό Εὐαγγέλιο ὁ Χριστός μᾶς δίνει ἀνάγλυφα μιά διαφορετική καί πρωτότυπη ἀπάντηση στό ἐρώτημα πού παραπάνω διατυπώσαμε. Περιγράφεται ἡ θεραπεία τῆς συγκυπτουσας, δηλαδή τῆς γυναίκας ἐκείνης πού δέν μποροῦσε καθόλου νά σηκώσει τό κεφάλι της πρός τά ἐπάνω, καθώς τό κυρτωμένο ἀπό τήν ἀσθένεια σῶμα τήν ὑποχρέωνε νά εἶναι διαρκῶς σκυμμένη. Ἡ ὁποιαδήποτε τάση γιά ἀνόρθωση ἐπέφερε φοβερούς πόνους, οἱ ὁποῖοι περιόριζαν τό εὖρος τῶν δραστηριοτήτων της. Κι ὅμως, αὐτή ἡ γυναίκα δέν ντρεπόταν στήν κατάστασή της νά κυκλοφορεῖ. Δέν δίσταζε νά ταλαιπωρηθεῖ. Καί μάλιστα κυρίως πηγαίνοντας στή Συναγωγή γιά ν’ ἀκούει τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ καί τήν ἑρμηνεία του.

Πολλές φορές κάποια ἀσθένεια καί οἱ συνέπειές της δημιουργοῦν ἄσχημη ψυχολογία στόν ἀσθενῆ καί τόν ὁδηγοῦν στό νά ντρέπεται γιά τό σῶμα του ἤ τοῦ ἀποστεροῦν τήν ὄρεξη γιά τή ζωή. Ἐάν ὁ ἀσθενής δέν ἔχει ψυχικά ἀποθέματα ἀντοχῆς, τά ὁποῖα κυρίως ἐπαυξάνει ἡ πίστη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, συνήθως ὁδηγεῖται σέ ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, ἀκόμη καί ἀκραῖες, μέ συνέπεια νά καθιστᾶ τή ζωή ἀκόμη πιό μαρτυρική καί γιά τόν ἴδιο καί γιά τούς δικούς του. Συνήθως τίς σχετικές ἀπαισιόδοξες σκέψεις τίς καλλιεργεῖ ἡ ἴδια ἡ κοινωνία ὅταν ἐμφορεῖται ἀπό ἀπαράδεκτα πιστεύματα λατρείας τοῦ νιτσεϊκοῦ ὑπερανθρώπου, ὅταν γεμάτη μικροψυχία ἀντιμετωπίζει τούς ἀσθενεῖς ὡς ὑποδεέστερους καί βάρος, ὅταν ὑποκριτικά κλείνει τά ματιά στόν πόνο ἀρνούμενη νά ἑτοιμάσει τά μέλη της γιά τήν ἀντιμετώπισή του, προπαγανδίζοντας ἀντ’ αὐτοῦ, τό μάταιο κυνήγι τῆς φρούδας ἐλπίδας τῆς ἀπόλυτης εὐτυχίας ἐπί γῆς.

Ἡ συγκυπτουσα τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου ὅμως δέν συμπεριφέρεται ἔτσι. Ὁμολογεῖ τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα της στόν Θεό, κυρίως μέ αὐτό πού κάνει, νά πηγαίνει δηλαδή μέ κόπο καί πόνο στή λατρεία τοῦ Θεοῦ, νά συμμετέχει καί νά ἀντλεῖ ἀπό ἐκεῖ δύναμη. Δέν μιλᾶ καθόλου γιά νά ξέρουμε τό περιεχόμενο τῆς προσευχῆς της, τό εἶδος τῶν αἰτημάτων της, ἡ ἀκόμη καί τά παράπονά της. Σπάνιο πράγμα ἄρρωστος ἄνθρωπος νά σιωπᾶ. Συνήθως σημαίνει ἀποθέματα ψυχικῆς δύναμης καί ὑπομονῆς, πού τοῦ ὑπαγορεύουν νά μήν κουράζει ἄλλους, ἀλλά νά βαστάζει μόνος μέ θάρρος τόν σταυρό τῆς ὅποιας ἀσθένειας.


Ἰησοῦς Χριστός, ὁ «ἰατρός ψυχῶν καί σωμάτων»

Καί ὁ Χριστός μας ἀπό τήν ἄλλη, δρᾶ πρωτότυπα. Βλέπει τή συγκυπτουσα καί διακόπτει τό κήρυγμά του, ἀποδείξη τοῦ ἐνδιαφέροντος τοῦ Πλάστη γιά τό πλάσμα του. Χωρίς ἡ γυναίκα νά τοῦ μιλήσει ἤ νά τοῦ ζητήσει τίποτε, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἀκουμπώντας τό κεφάλι της ἀμέσως τῆς λέει: γυναίκα εἶσαι λυμένη καί ἐλευθερωμένη ἀπό τήν ἀρρώστια σου. Κανείς δέν τοῦ ζήτησε τίποτε κι ὅμως ὁ Χριστός ἐνεργεῖ εὐεργετικά. Εἶναι ὁ τρόπος πού μέχρι σήμερα ἐνεργοῦν οἱ Ἅγιοί μας, ἀκόμη καί σέ ὅσους δέν τούς γνωρίζουν, ἀκόμη καί σέ ὅσους δέν τούς ἔχουν ζητήσει τίποτε.

Σέ ἄλλες περιπτώσεις ὁ Χριστός διεκδίκει νά διαπιστώσει τήν πίστη ὅποιου τοῦ ζητᾶ ἕνα θαῦμα. Ἐδῶ, δέν τό κάνει, γιατί δέν χρειάζεται νά διαπιστώσει τίποτε. Ἡ ὑπομονή στήν ἀσθένεια καί τό συνακόλουθο σμίλεμα τῆς ψυχῆς, εἶναι ὑπεραρκετά γιά νά μαρτυρήσουν τήν ὁλοκληρωτική ἐξάρτηση ἀπό τόν Ἅγιο Θεό, ὡς τόν μόνον ἱκανό ὄχι ἁπλῶς νά παραχωρήσει τήν ἴαση τοῦ σώματος, ἀλλ’ ἐπιπλέον καί τόν ἁγιασμό τῆς ψυχῆς. Γι’ αὐτό καί Ἐκεῖνος πού γνωρίζει καλά τά μύχια τῶν καρδιῶν τῶν ἀνθρώπων καί μπορεῖ νά διαπιστώσει τή γνήσια καί ἀνιδιοτελῆ τους ἀγάπη πρός Αὐτόν, ξέρει νά διακριβώνει ὄχι μόνο τήν κάθε ἀνάγκη τοῦ πλάσματός του, ἀλλά καί νά ἐπεμβαίνει κατά τό πνευματικῶς συμφέρον καί νά ἀποδίδει στόν καθένα ὅ,τι τοῦ χρειάζεται.

Ἀδελφοί μου, πολλές φορές οἱ Ἅγιοι τῆς πίστης μας ἀντιμετώπιζαν τήν ἀσθένεια στή ζωή τους ὡς ἐπίσκεψη Θεοῦ, ὡς ἀφορμή ἐντονότερης καί θερμοτερης προσευχῆς, ὡς αἰτία ὑπομονῆς καί συνακόλουθα εὐλογίας. Τό παράδειγμά τους ὑπάρχει γιά νά μᾶς μάθει πῶς μποροῦμε καί ἀπό τέτοιες δύσκολες καταστάσεις, ὅπως τῆς ἀσθένειας, νά λαμβάνουμε ἀφορμές πρακτικῆς φιλοσοφίας καί θεολογίας, γιά νά πλησιάζουμε ἀκόμη περισσότερο τόν Θεό, κατανοώντας τή θεία παντοδυναμία καί τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, συναισθανόμενοι ὅτι πατρίδα μας εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὄχι ἡ γῆ αὐτή, καί αἰώνια κληρονομιά μας ἡ ἀποκατάστασή μας στήν ἀγκάλη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός. Ἀμήν.

Σάββατο, Νοεμβρίου 14, 2020

Κυριακὴ Η΄ Λουκᾶ (Λουκ. ι΄ 25-37)

 




 
14 Νοεμβρίου 1965



Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς διδάσκει σήμερα στὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον καὶ τί πρέπει νὰ κάνουμε γιὰ τὸν πλησίον. Καὶ γιὰ νὰ μᾶς διδάξη αὐτό, εἶπε μία παραβολή, τὴν παραβολὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν. Ἂς ἀκούσουμε στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα τὰ λόγια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ κάποιος νομικὸς πλησίασε τὸν Ἰησοῦ πειράζοντάς τον καὶ λέγοντας. Διδάσκαλε, τί ἂν θὰ κάμω θὰ κληρονομήσω αἰώνιο ζωή; Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε· Τί εἶναι γραμμένο στὸ Νόμο; Πῶς διαβάζεις; Κι ὁ νομικὸς ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε· Θὰ ἀγαπήσης τὸν Κύριο ποὺ εἶν' ὁ Θεός σου μὲ ὅλη σου τὴν καρδιὰ καὶ μὲ ὅλη σου τὴν ψυχὴ καὶ μὲ ὅλη σου τὴ δύναμη καὶ μὲ ὅλη σου τὴν σκέψη καὶ τὸν πλησίον σου σὰν τὸν ἑαυτό σου. Τότε τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς· ὀρθὰ ἀποκρίθηκες· αὐτὸ νὰ κάνης καὶ θὰ ζήσης. Μὰ ὁ νομικός, θέλοντας νὰ δείξη πὼς καταλαβαίνει εἶπε στὸν Ἰησοῦ· καὶ ποιὸς εἶναι πλησίον μου; Τότε παίρνοντας τὸ λόγο ὁ Ἰησοῦς εἶπε. Ἕνας ἄνθρωπος κατέβαινε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα στὴν Ἱεριχώ, κι ἔπεσε στὰ χέρια ληστῶν· οἱ ληστὲς ἀφοῦ τὸν ἔγδυσαν καὶ τὸν ἔδειραν, ἔφυγαν καὶ τὸν ἀφῆκαν μισοπεθαμένο. Ἔτυχε τότε καὶ κατέβαινε στὸ δρόμο ἐκεῖνο ἕνας ἱερέας ποὺ τὸν εἶδε καὶ προσπέρασε· τὸ ἴδιο κι ἕνας λεβίτης, ποὺ βρέθηκε σ' ἐκεῖνο τὸν τόπο, ἦλθε, εἶδε καὶ προσπέρασε. Καὶ κάποιος Σαμαρείτης, ποὺ ὡδοιποροῦσε ἦλθε πρὸς τὰ κεῖ κι ὅταν τὸν εἶδε πόνεσε μέσα του· κι ἀφοῦ πλησίασε τοῦ ἔδεσε καλὰ τὰ τραύματα πλένοντάς τα μὲ κρασὶ καὶ βάζοντας ἐπάνω λάδι· κι ἀφοῦ τὸν ἀνέβασε στὸ ζῶο του τὸν ἔφερε στὸ πανδοχεῖο καὶ τὸν φρόντισε. Καὶ τὴν ἄλλη μέρα ποὺ ἔφυγε ἔβγαλε κι ἔδωκε δύο δηνάρια στὸν πανδοχέα καὶ τοῦ εἶπε· φρόντισέ τονε κι ἂν τύχη καὶ ξοδέψης κάτι παραπάνω, ἐγὼ στὸ γυρισμό μου θὰ στὸ πληρώσω. Ποιὸς λοιπόν σοῦ φαίνεται πὼς ἀπ' αὐτοὺς τοὺς τρεῖς ἔγινε πλησίον σ' ἐκεῖνον ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν; Κι ὁ νομικὸς εἶπε· ἐκεῖνος ποὺ τὸν πόνεσε καὶ τὸν κοίταξε. Τοῦ εἶπε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς· πήγαινε καὶ κᾶνε καὶ σὺ τὸ ἴδιο.

Αὐτὸς ὁ νομικός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ποὺ πλησίασε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὸν ρώτησε τάχατες τί νὰ κάμη γιὰ νὰ κληρονομήση τὴν αἰώνιο ζωή, αὐτὸς λοιπὸν δὲν ρωτοῦσε γιὰ νὰ μάθη, μὰ ἤθελε νὰ πειράξη τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Αὐτὸς ἦταν διαβασμένος ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του μελετοῦσε κι ἐξηγοῦσε τὸ Νόμο καὶ θὰ μποροῦσε νὰ μπλέξη τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ σὲ καμμιὰ συζήτηση. Μὰ πῆρε τὸ μάθημα ποὺ τοῦ χρειαζότανε. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τοῦ 'δωσε καὶ κατάλαβε πὼς ἄλλο νὰ 'σαι τάχα διαβασμένος καὶ νὰ κάνης τὸν ἔξυπνο κι ἄλλο νὰ 'σαι καλὸς καὶ χρήσιμος ἄνθρωπος. Σοφία δὲν εἶναι νὰ ξέρης ποιὸς εἶν' ὁ πλησίον, μὰ νὰ ξέρης τί πρέπει νὰ κάνης γιὰ τὸν πλησίον. Ὅλοι ξέρουνε καὶ λένε πολλά, μὰ λίγοι κάνουνε ὅ,τι πρέπει. Γι' αὐτὸ βλέπουμε στὴν παραβολὴ πὼς ἀλλιῶς ρωτᾶ ὁ νομικὸς κι ἀλλιῶς τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Χριστός. Ὁ νομικὸς ρωτᾶ· «Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον μου;». Κι ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπαντᾶ· «Πήγαινε καὶ κάνε καὶ σὺ τὸ ἴδιο». Ὁ νομικὸς ρωτᾶ γιὰ νὰ μάθη τάχα ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον κι ὁ Χριστὸς τὸν στέλνει νὰ πάη νὰ δείξη τὴν ἀγάπη του σὲ κάθε ἄνθρωπο. Γιατί κάθε ἄνθρωπος εἶναι πλησίον. Δὲν τοῦ λέει πὼς πλησίον εἶναι κάθε ἄνθρωπος, μὰ τί πρέπει νὰ κάνη γιὰ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ 'ναι ὁ πλησίον. Κι αὐτὸ εἶναι, χριστιανοί μου, ποὺ μᾶς χρειάζεται κάθε φορά· ὄχι νὰ ξέρουμε πολλὰ καὶ νὰ 'μαστε σοφοί, μὰ νὰ 'χουμε ἀγάπη καὶ νὰ κάνουμ' ἐκεῖνα ποὺ πρέπει.

Πολλοὶ τώρα τελευταία, ποὺ δὲν εἶναι δὰ καὶ σοφοί, κάθουνται μέρα νύχτα στὸ καφενεῖο καὶ λένε λόγια· λένε γιὰ δικαιοσύνη, γιὰ ἰσότητα, γιὰ εἰρήνη, γιὰ δημοκρατία καὶ γιὰ ἄλλα τέτοια πολλά. Ὁ Χριστὸς θὰ τοὺς πῆ. Πᾶτε νὰ ἐργασθῆτε, γιατί ἐκεῖνο ποὺ σᾶς λείπει δὲν εἶναι τὰ λόγια, μὰ ἡ ἐργασία καὶ ἡ νοικοκυροσύνη. Πᾶτε λοιπὸν νὰ ἐργασθῆτε αὐτὰ ποὺ λέτε καὶ νὰ δείξετε στὴν πράξη καὶ τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν ἰσότητα καὶ τὴν εἰρήνη καὶ τὴ δημοκρατία ποὺ φωνάζετε. Στὸ δάσκαλο, ποὺ ἄλλα λέει καὶ ἄλλα κάνει, οἱ ἄλλοι θὰ τοῦ ποῦνε καὶ θὰ γελάσουνε μαζὶ του· «Δάσκαλε, ποὺ δίδασκες...».

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, σ' αὐτὴ τὴν παραβολὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν, μᾶς δίδαξε κάτι καινούργιο, ποὺ δὲν τὸ 'ξερε ὥς τὰ τότε ὁ κόσμος. Μᾶς δίδαξε τί θὰ πῆ πλησίον, τί θὰ πῆ ἕνας ἄνθρωπος. Καὶ μᾶς εἶπε πὼς πλησίον εἶναι ὄχι μόνο ὁ κάθε ἄνθρωπος, μὰ πὼς πλησίον εἶναι κάθε φορὰ ὁ ἕνας ἄνθρωπος. Στὸν καιρὸ μας ὅλα εἶναι γεμάτα ὑποκρισία· μᾶς πῆρε ὁ πόνος γιὰ τὸ τί γίνεται στὴν ἄκρη τοῦ κόσμου, φωνάζουμε γιὰ σκλάβους ποὺ δὲν τοὺς εἴδαμε, σκοτωνόμαστε γιὰ λαοὺς ποὺ δὲν τοὺς ξέρουμε, ὅταν τὴν ἴδια στιγμὴ μπροστὰ στὰ μάτια μας εἶναι κάθε φορὰ ὁ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ περιμένει ἀπό μᾶς. Φωνάζουμε γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ξεχνοῦμε τὸν ἄνθρωπο· σκοτωνόμαστε γιὰ ξένους λαοὺς καὶ ρημάζουμε τὸν τόπο μας· θέλουμε ἰσότητα κι ὅσοι εἶναι στὴ δούλεψή μας τοὺς ἔχουμε γιὰ δούλους· τάχα ζητοῦμε δικαιοσύνη καὶ τρῶμε τὸν κόπο τοῦ ἐργάτη μας· κηρύττουμε δημοκρατία κι εἴμαστε τυραννικοὶ στοὺς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ μας. Ὅλα ἐτοῦτα γίνονται, γιατί ξεκινοῦμε ἀνάποδα· ἀφίνουμε τὰ κοντινά μας καὶ πᾶμε στὰ μακρινὰ· βάζουμε σκοπό μας τὴν ἀνθρωπότητα κι ἀφίνουμε τὸν ἄνθρωπο· ἀγνοοῦμε τὸν πλησίον καὶ γνοιαζόμαστε γιὰ κεῖνον ποὺ 'ναι μακρυά. Στ' ἀλήθεια δὲ γνοιαζόμαστε γιὰ τίποτα καὶ τὸ βρήκαμ' ἔξυπνο καὶ βολικὸ νὰ φωνάζουμε γιὰ ἰδεολογίες καὶ νὰ κάνουμε τὴ δουλειά μας. Μὰ ὁ Χριστὸς δὲ μᾶς θέλει ἰδεολόγους, μὰ πιστούς· δὲ μᾶς θέλει νὰ φωνάζουμε γιὰ δικαιοσύνη, μὰ νὰ 'μαστε δίκαιοι· δὲ μᾶς στέλνει νὰ βροῦμε κείνους ποὺ εἶναι μακρυά, μὰ νὰ κοιτάξουμε αὐτοὺς ποὺ εἶναι κοντά μας. Ὁ Χριστὸς δὲν ξέρη τί θὰ πῆ ἀνθρωπότης, ξέρει ποιὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος κι ὁ πλησίον· κι ἀκόμη πιὸ ἁπλὰ καὶ πιὸ πρακτικὰ ξέρει τί θέλει ὁ ἄνθρωπος κι ὁ πλησίον. Γι' αὐτὸ στὸν καθένα, ποὺ ὑποκριτικὰ ρωτᾶ σὰν τὸν νομικό, τὸν στέλνει, ὄχι μόνο γιὰ νὰ μάθη ποιὸς εἶν' ὁ πλησίον, μὰ καὶ γιὰ νὰ πράξη ὅ,τι χρειάζεται ὁ πλησίον. Ἄκουε, χριστιανέ μου, ἐκεῖνο πού σοῦ λέει ὁ Χριστός, κάνε ὅ,τι ἔκαναν μέχρι τώρα κι οἱ πατέρες σου. Ψέματα δὲ μᾶς εἶπε ὁ Χριστὸς κι οἱ πατέρες μας, ἂς μὴν ἤξεραν πολλά, ὅμως εἶχαν πρακτικὴ σοφία· πίστευαν στὸ Θεό, σέβονταν τὴν Ἐκκλησία, ἀγαποῦσαν τὸν τόπο τους, κοίταζαν τὴ δουλειά τους καὶ δὲν ἤξεραν ἀπὸ ἰδεολογίες.


Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ἂς μὴν πηγαίνουμε μακρυὰ κι ἂς μὴ χανώμαστε σὲ λόγια. Κοντὰ μας εἶναι ὁ πλησίον καὶ μπρὸς στὰ μάτια μας εἶναι οἱ ἀνάγκες του. Ἂς κάνουμε ὁ καθένας μάς ὅ,τι μποροῦμε, ὄχι γιὰ νὰ μάθουμε τάχα ποιὸς εἶν' ὁ πλησίον μὰ γιὰ νὰ βοηθοῦμε στ' ἀλήθεια τὸν πλησίον. Τότε νιώθουμε καλὰ τὸν ἑαυτό μας, ὅταν αἰσθανώμαστε κοντά μας τὸν πλησίον. Κι ἡ ἐντολὴ εἶναι ν' ἀγαποῦμε τὸν πλησίον σὰν τὸν ἑαυτό μας, γιὰ νὰ 'χουμε ζωὴ αἰώνιο. Ἀμήν.

Ἡ σύνεση τοῦ Χριστοῦ (Λουκ ι΄ 25-37)

 







«Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως»


Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δημόσιας τριετοῦς δράσεως τοῦ Κυρίου, «λογοποιεί τινες ἀθυροστομεῖν εἰωθότες» (ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας), δηλ. ἄνθρωποι κουτσομπόληδες ποὺ εἶχαν συνηθίσει νὰ λέγουν ἀθυροστομίες, διέδιδαν εἰς βάρος Του τὰ ἀκόλουθα: Ἔλεγαν πὼς ὁ Χριστὸς περιφρονεῖ τὸ Μωσαϊκὸ Νομό, «καινὰ δὲ αὐτὸς εἰσφέρει διδάγματα», δηλ. καινούργια διδάγματα εἰσάγει στὸ βίο τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ ἔρχεται ὁ σημερινὸς νομικός τοῦ Εὐαγγελίου καὶ προσπαθεῖ νὰ παρασύρει τὸν Ἰησοῦ σὲ κάποια συζήτηση, ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ ἐπιτύγχανε δύο πράγματα, θὰ ἔκανε τὸ Χριστὸ νὰ ὁμολογήσει πὼς ὁ Νόμος τοῦ Μωυσῆ εἶναι παρωχημένος, ἐνῶ ὁ ὑποτιθέμενος δικός Του εἶναι σωστός. Ἀγνοοῦσε πὼς ὁ νομοθέτης καὶ τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἂς παρακολουθήσουμε, λοιπόν, τὴ συνετὴ συμπεριφορὰ τοῦ Κυρίου ἀπέναντι στὸ νομικό.


Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ νομικοῦ

Εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὴ διήγηση τοῦ Εὐαγγελίου πὼς ὁ νομικὸς πλησίασε τὸ Χριστὸ μὲ διάθεση ὄχι νὰ μάθει, ἀλλὰ νὰ πειράξει. Τὸν ἀποκαλεῖ διδάσκαλο: «Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» (Λουκ. 10,25). Ἡ πρόθεση τοῦ νομικοῦ δὲν ἦταν νὰ μάθει κάτι περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἤξερε, ἀλλὰ «συναρπάσαι προσδοκῶν», ἤθελε νὰ παγιδεύσει τὸ Χριστό, κατὰ τοὺς Πατέρες. Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς συνεχῶς μιλοῦσε στὰ κηρύγματά Του γιὰ τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὁ «περίαυτος» (ἐγωιστὴς) νομικὸς χρησιμοποιεῖ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ Τὸν δελεάσει. Ἐδῶ εἶναι καὶ ἡ σύνεση τοῦ Χριστοῦ. Δὲν τὸν ἀποκαλύπτει. Δὲν ξεσκεπάζει τὴν ὑποκρισία του οὔτε τὸν περιφρονεῖ. Ὁ νομικὸς καυχιόταν γιὰ τὴ γνώση του πάνω στὸ Μωσαϊκὸ Νόμο. Ὁ Χριστὸς τὸν παραπέμπει ἐκεῖ. «Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτὸν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις;» (ὅπ. π. στίχ. 26). Μάλιστα ὅταν ἀποκρίθηκε σωστά, τὸν ἐπαίνεσε ὁ νομοδότης Κύριος. «Ὀρθῶς ἀπεκρίθης» (ὅπ. π. στίχ. 28). Δὲν τὸν ἐξερέθισε· ἀντίθετα χωρὶς φθόνο καὶ κακότητα τὸν ἐπαίνεσε δημόσια. Ὁ νομικὸς στὴ συνέχεια, γιὰ νὰ μὴ φανεῖ πὼς εἶναι κάποιος τυχαῖος, ρώτησε ποιὸς μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους «πλησίον» (ὅπ. π. στίχ. 29). Ὁ νομικὸς ἦταν δοχεῖο γνώσεων, ἀλλὰ δὲν ἦταν σκεῦος ἀρετῶν.

Ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος λέγει πὼς ἡ ἀρετὴ δὲ συναντᾶται πάντοτε ὅπου ὑπάρχει γνώσει καὶ ὅπου λάμπει τὸ ἀξίωμα. «Ἡ ἀρετὴ εἶναι εἰς τὴν πρᾶξιν, εἰς τὴν ἐφαρμογὴν ἐκείνων ποὺ λέγομεν ὅτι πιστεύομεν, εἰς τὴν πραγμάτωσιν τῶν ἰδεῶν ποὺ ἐκπροσωποῦμεν, εἰς τὴν ἐκτέλεσιν τῶν θείων ἐντολῶν καὶ ὄχι ἁπλῶς εἰς τὴν γνώση των». Ὁ νομικὸς ἤθελε νὰ δείξει στὸ Χριστὸ πὼς δὲν εἶναι τόσο ἁπλὰ τὰ πράγματα, ὅπως τὰ λέγει, ἀλλ’ ἔχουν βάθος. Ἤθελε νὰ παρουσιάσει τὶς ἰδέες του, νὰ δείξει πὼς ὑπερέχει ὅλων. «Ὤιετο γὰρ πάντων ὑπερέχειν», κατὰ τὴν πατερικὴ γραμματεία. Ὁ νομικὸς ρωτάει γιὰ τὸν πλησίον καὶ ὁ Κύριος τοῦ δείχνει τί κάνει ὁ πλησίον.

Ὁ ἕνας ἤθελε γνώσεις κι ὁ Ἄλλος τοῦ ὑπέδειξε τὴν πράξη. Μὲ τὴ φιλάνθρωπη διάθεση ἀποδεικνύουμε ἐὰν νιώθουμε τὸ διπλανό μας ὡς πλησίον.


«Εἶδα τὸν ἀδελφό μου, εἶδα Κύριον τὸν Θεὸ μου»

Οἱ διάφοροι φιλόσοφοι τοῦ κόσμου τούτου λένε πὼς «ὁ ἄλλος εἶναι ἡ κόλαση μου». Ἀντίθετα οἱ Ἅγιοι ἔλεγαν: «εἶδα τὸν ἀδελφό μου, εἶδα Κύριον τὸν Θεό μου». Ὁ Θεὸς γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους εἶναι ὁ μεγάλος Πλησίον, ἀλλὰ γιὰ τὸν καθένα μας ὁ συνάνθρωπος ἂς γίνει πλησίον. Μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ καθένας ἑνώνεται μὲ τὸ Θεὸ καὶ μὲ τὸ συνάνθρωπό του. Δὲν μᾶς ὠφελοῦν τὸ πλῆθος τῶν θεολογικῶν γνώσεων, ὅταν εἴμαστε στεγνοὶ ἀπὸ αἰσθήματα φιλανθρωπίας καὶ ἀγάπης γιὰ τὸ διπλανό μας.

Μάλιστα οἱ πολλὲς γνώσεις χωρὶς τὴν πρακτικὴ ἐφαρμογὴ τους γίνονται καὶ ἀφορμὴ κατακρίσεώς μας: «Ἐκεῖνος δὲ ὁ δοῦλος, ὁ γνοὺς τὸ θέλημα τοῦ κυρίου ἑαυτοῦ καὶ μὴ ἑτοιμάσας μηδὲ ποιήσας πρὸς τὸ θέλημα αὐτοῦ, δαρήσεται πολλάς›› (Λουκ. 12,47). Ὁ προμνημονευθεὶς Μητροπολίτης λέγει πὼς τὸ νέο ποὺ κόμισε ὁ Χριστὸς γιὰ τὸ Θεὸ εἶναι πὼς ὁ Θεὸς εἶναι πατέρας. Καὶ τὸ νέο ποὺ κόμισε γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι πὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλησίον. Κανένα πολιτικὸ ἢ κοινωνικὸ σύστημα δὲν ἔφτασε σ’ αὐτὴν τὴν πληρότητα τοῦ Εὐαγγελίου. Νὰ βλέπουμε τὸν κάθε ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα τὰ πολιτικὰ συστήματα ὁμιλοῦν γιὰ παρατάξεις, γιὰ ὁμάδες, γιὰ ὀπαδοὺς καὶ ἀκολούθους. Ἡ Ἐκκλησία μας, ποὺ εἶναι «ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰῶνες», ὁμιλεῖ γιὰ πλησίον, γιὰ ἀδελφούς, γιὰ εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, γιὰ ἀγάπη χωρὶς διάκριση, γιὰ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.


Ἀδελφοί μου,

Ὁ μέγας Ἀντώνιος ἔλεγε: «Οὐδέποτε προτίμησα τὸ προσωπικό μου συμφέρον ἀπὸ τὴν ὠφέλεια τοῦ ἀδελφοῦ μου». Ἐπίσης ὁ ἀββὰς Ἀγάθων συμπληρώνει: «Ἀγάπη εἶναι νὰ βρῶ ἕναν λεπρὸ καὶ νὰ τοῦ δώσω εὐχαρίστως τὸ σῶμα μου καί, ἂν εἶναι δυνατό, νὰ πάρω τὸ δικὸ του». Ἂς τὰ ἔχουμε ὅλα αὐτὰ ὑπόψη μας, γιὰ νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς ὅ,τι μποροῦμε γιὰ τὸν πλησίον μας, ποὺ εἶναι ὁ ἀδελφός μας.

Παραβολὴ τοῦ σπλαχνικοῦ Σαμαρείτη (Λουκ ι΄25-37)

 


 
Κήρυγμα στὶς 30/11/1997

 
Εἰς τὸ Ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ Τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


Ἐν συντομίᾳ, τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο ἐμπεριέχει ὅλα ὅσα ἀποτελοῦν τὸν τρόπο ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ.

Ἡ πρώτη ἐντολὴ εἶναι ὅτι θὰ πρέπει ν’ ἀγαπᾶμε τὸ Θεὸ μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά, μὲ ὅλη μας τὴ διάνοια, μὲ ὅλη μας τὴ δύναμη, μὲ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή μας καὶ τὸν πλησίον μας ὡς τὸν ἑαυτὸν μας. Τὸ ν’ ἀγαπᾶμε σημαίνει νὰ προτιμοῦμε ὅλα ὅσα εἶναι ἀγαπητὰ στὸ ἀγαπώμενο πρόσωπο, ἀπ’ αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀγαπητὰ σέ μᾶς. Τὸ ν’ ἀγαπᾶμε τὸ Θεὸ σημαίνει ὅτι θὰ πρέπει νὰ ζήσουμε, καὶ νὰ εἴμαστε ἀληθινὰ ἔτσι ὥστε Αὐτὸς νὰ μπορεῖ νὰ εἶναι εὐχαριστημένος ἀπ’ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε, ὅτι δὲν θὰ πρέπει νὰ ὑπάρχει τίποτα ξένο σὲ Αὐτὸν στὶς ζωές μας.

Καὶ τότε ἔρχεται ἡ δεύτερη ἐντολή, τὴν ὁποία δὲν κατανοοῦσε ὁ νομικός: ὅτι θὰ πρέπει ν’ ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον μας ὅπως τὸν ἑαυτό μας. Νὰ ξανα-ἀγαπήσουμε τὸν πλησίον μας, ξεχνώντας τὸν ἑαυτό μας. Πολὺ συχνὰ νομίζουμε ὅτι εἴμαστε ἄξιοι χριστιανοί, ἂν αἰσθανόμαστε μία ζεστασιὰ στὴν καρδιά μας, νομίζουμε ὅτι ἀγαπᾶμε τὸ Θεό. Ὅμως αὐτὸ δὲν εἶναι ἀρκετό. Ἡ δοκιμασία αὐτῆς τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ μοιρασιὰ τῆς μοναδικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν καθένα ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους μας.

Θυμᾶμαι μιὰ θλιβερὴ στιγμὴ στὴ ζωή, ὅταν ὁ πατέρας μου μὲ ρώτησε ποιὸ εἶναι τὸ ὄνειρο τῆς ζωῆς μου, ἤμουν νέος τότε, κι ἐγὼ εἶπα: «Νὰ εἶμαι μόνο μὲ τὸ Θεό», καὶ αὐτὸς μὲ κοίταξε λυπημένα καὶ μοῦ εἶπε: Δὲν ἔχεις ἀρχίσει ἀκόμη νὰ γίνεσαι χριστιανός. Ἐπειδὴ ἂν ἀγαπᾶμε τὸν Θεὸ πρέπει νὰ μοιραζόμαστε μαζί του ὅλες τὶς φροντίδες του γιὰ ὁλόκληρο τὸν κόσμο καὶ γιὰ κάθε πρόσωπο ξεχωριστὰ σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο.

Ἂς λάβουμε ὑπόψη μας λοιπὸν σὰν γνώμονα αὐτὸ τὸ σύντομο γεγονὸς στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν παραβολή. Δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ καταλάβουμε ποτὲ πόσο πολὺ ἀγαπᾶμε τὸ Χριστό. Εἶναι δύσκολο, γιατί εἶναι τόσο εὔκολο νὰ ξεγελάσεις κάποιον. Ἀκόμα κι ὅταν λέμε ὅτι ἀγαπᾶμε κάποιον, μπορεῖ νὰ ἔρθει μία στιγμὴ ἐγωισμοῦ, διαφωνίας, ἕνας καυγᾶς μπορεῖ νὰ τελειώσει, τουλάχιστον γιὰ λίγο, μία κοινή μας φιλία καὶ ζεστασιὰ.

Ὑπάρχει ὡστόσο ἕνα ἀντικειμενικὸ κριτήριο. Πῶς συμπεριφέρεσαι στὸν πλησίον; Τί σημαίνει αὐτὸς γιὰ σένα; Ἂν δὲν σημαίνει τίποτα, ἂν εἶναι ἕνας περαστικός, ἂν εἶναι ἁπλὰ κάποιος στὸ δρόμο σου, ἢ ἂν εἶναι κάποιος ποὺ μπορεῖ νὰ τραβήξει τὴν προσοχή σου, ὅταν ἐσὺ εἶσαι σὲ καλὴ διάθεση, τότε δὲν ἀρχίσαμε ν’ ἀγαπᾶμε τὸ Θεὸ καὶ τὸν κόσμο μαζὶ μ’ Αὐτόν.

Ἂς τὸ ἀναλογιστοῦμε λοιπόν, ἂς κάνουμε στοὺς ἑαυτοὺς μας σχετικὲς ἐρωτήσεις, καὶ ἂς διορθώσουμε τὴ ζωή μας. Ἀμήν.

Καθαρὰ κίνητρα καὶ σαφὴς σκοπός (Λουκ. ι΄25-37)

 



Πρόβλημα μεγάλο ἡ ποιότητα τῶν κινήτρων μέ τά ὁποία πλησιάζουμε οἱ ἄνθρωποι ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Κι ὅσο παγώνει ἡ ἀγάπη, κι ὅσο κλεινόμαστε στόν ἑαυτό μας, κι ὅσο πορευόμαστε μέ οἰκονομίστικα προτάγματα συμφέροντος, τόσο θεριεύει ἡ καχυποψία, τόσο ἐντείνεται ἡ διάθεση ὑπονόμευσης τοῦ πλησίον, τόσο τείνουμε νά χαιρόμαστε μέ τόν πόνο, τόν καημό, τό πάθημα τοῦ ἄλλου. Κι ἀντί νά πορευόμαστε στίς διαπροσωπικές μας σχέσεις μέ καλή διάθεση ἁπλότητος καί ἀλληλοσεβασμοῦ, προτάσσουμε τήν ὑποκρισία, τήν ἰδιοτέλεια καί τή σκοπιμότητα, ξεχνώντας τόν πνευματικό νόμο τῆς ταυτοπάθειας.

Ἀκόμη καί σέ ἐποχές κρίσης, ὁπότε ἀπαιτεῖται ἡ ἀλληλεγγύη, ἡ συναντίληψη καί ἡ συγκατάβαση γιά νά ὑπερβαθοῦν οἱ ὅποιες δυσκολίες, μπορεῖ νά παρουσιάζουμε προσωπεῖο τέτοιων διαθέσεων, ὅσο εἶναι ἀναμμένοι οἱ προβολεῖς τῆς δημοσιότητας, μόλις ὅμως αὐτοί σβήσουν, ἐμμένουμε στήν ἐσωστρέφειά μας, τόν φόβο καί τήν ἀπόρριψη τοῦ ὅποιου ἄλλου.


Πνευματικό ξεκαθάρισμα

Ἕνας νεαρός πού παριστάνει τόν ἔξυπνο, ἑρμηνευτής τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου δίνει τήν ἀφορμή γιά τή σημερινή παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη, μία ἀπ’ τίς πιό γνωστές του ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Νομίζοντας ὅτι μπορεῖ νά παρασύρει τόν Χριστό σέ ἀντιφάσεις, θέτει μέ ἐξωτερικό σεβασμό κάποιες ἐρωτήσεις. Ὅταν μέ ἀντερωτήσεις ὁ Χριστός τόν ἀναγκάζει νά ἀπαντήσει μόνος του, ἀποκαλύπτεται ὅτι δέν ρωτοῦσε ἀπό γνήσιο ἐνδιαφέρον, ἀλλά μέ ὑποβολιμαία σκοπιμότητα. Καί πάλι, ἀντί νά σιωπήσει τουλάχιστον, ὁ νομικός ἐπιμένει νά ρωτᾶ πονηρά σέ μία ὕστατη προσπάθεια νά ἐκθέσει τόν Χριστό ἀπό τά λεγόμενά του.

Τήν εὐκαιρία αὐτή, τῆς ἀνθρώπινης κακοπιστίας, ἁρπάζει ὁ Χριστός γιά νά ξεκαθαρίσει τά ὅσα παρακάτω θά θίξουμε. Ξεκινᾶ μ’ ἕναν ταξιδιώτη, ὁ ὁποῖος κατεβαίνοντας ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ στήν Ἱεριχῶ ἔπεσε στά χέρια ληστῶν, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τόν καταλήστεψαν, τόν κακομεταχειρίστηκαν, τόν γέμισαν πληγές καί τόν παράτησαν μισοπεθαμένο. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύοντας τήν ἀλληγορία τῆς παραβολῆς, ἀναγνωρίζουν στόν καταπληγωμένο καί μισοπεθαμένο ταξιδιώτη τή σύνολη ἀνθρωπότητα, ἡ ὁποία πέφτοντας θύμα τοῦ διαβόλου, κατέβηκε ἀπό τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς, στήν ἀρένα τῆς παρούσης ζωῆς, καταληστεμένη ἀπό τήν πρώτη ὀμορφιά τοῦ καλοῦ λίαν δημιουργήματος τοῦ Θεοῦ, καταπληγωμένη ἀπό τή φθορά καί τόν θάνατο, καί μισοπεθαμένη ἀπό τήν πνευματική κυριαρχία τῆς ἁμαρτίας.

Καθώς κείτεται ἀνήμπορος ὁ ταξιδιώτης, ἀκούει βήματα καί βλέπει νά πλησιάζουν πρῶτα ἕνας Ἱερέας καί μετά ἕνας Λευίτης, πνευματικοί ἡγέτες τοῦ Ἰσραήλ, οἱ ὁποῖοι ὅμως, συμπεριφέρονται ἀκριβῶς τό ἴδιο. Πλησιάζουν, βλέπουν καί ἀπομακρύνονται χωρίς νά βοηθοῦν. Γιά τούς ἀκροατές τῆς παραβολῆς, ἡ συμπεριφορά τοῦ νομικοῦ Ἱερέα καί τοῦ Λευίτη ἦταν ἡ ἀναμενόμενη. Οἱ μωσαικές διατάξεις ἀπαγόρευαν στόν καθένα γενικά, ἰδίως ὅμως σέ ὑπηρέτη τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομώντα, ν’ ἀκουμπήσουν πτῶμα καθώς μετά θεωροῦνταν «ἀκάθαρτοι», ἐνῶ ἔπρεπε καί νά τελέσουν θυσία ἐξιλασμοῦ γιά νά «καθαρισθοῦν». Μέ πόση ἄνεση ἡ τυπολατρία καί ἡ ἐκνομίκευση ὅταν κυριαρχοῦν, μέ πρόφαση νά προφυλάξουν, ἀναιροῦν τόν Θεόσδοτο νόμο τῆς ἀγάπης, καί νομιμοποιοῦν τή σκληρότητα. Κι ἐδῶ οἱ Πατέρες ἑρμηνεύοντας βλέπουν στό πρόσωπο τοῦ Ἱερέα καί τοῦ Λευίτη, τό Νόμο καί τούς Προφῆτες, οἱ ὁποῖοι δέν στάθηκαν ἱκανοί νά σώσουν τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τόν πνευματικό θάνατο καί τήν ἀπώλεια.


Ἡ λυτρωτική θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ

Καί ἔρχεται ὁ Σαμαρείτης… Ἀπό αὐτόν ὁ πληγωμένος ταξιδιώτης μοιάζει νά μήν περιμένει τίποτε. Εἶναι ἀλλόφυλος, ἀλλόθρησκος, ἐχθρός… Κι ὅμως, αὐτός σταματᾶ στόν ἐπικίνδυνο τόπο, φροντίζει τόν πληγωμένο καί τόν περιμαζεύει. Οἱ Πατέρες πάλι, στό πρόσωπο τοῦ Σαμαρείτη βλέπουν τόν ἴδιο τόν Χριστό. Καί τοῦτο διότι, ἄν καί τόν περίμενε, ἡ ἀνθρωπότητα δέν μπόρεσε νά τόν ἀναγνωρίσει ὡς τόν Σωτήρα της. Τόν περίμενε μέ κοσμικά μεγαλεῖα, μέ πολιτικές ἀνατροπές, μέ «οἰκονομικά θαύματα» καί ἦλθε ἁπλός, χωρίς διεκδικήσεις ἤ ἐγκοσμιοκρατικό προσανατολισμό.

Τί κάνει ὁ Σωτήρας μας; Ἐπιχέει στό καταπληγωμένο σῶμα τῆς ἀνθρωπότητας «ἔλαιον καί οἶνον». Στήν περίδεση τῶν τραυμάτων οἱ Πατέρες ψηλαφοῦν τήν ἀναίρεση τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς πτώσης τῶν Πρωτοπλάστων μέ τό σωστικό ἔργο καί τή λυτρωτική θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί στό «ἔλαιον καί τόν οἶνον» βλέπουν τά ἱερά Μυστήρια καί τό θεῖο Κήρυγμα, ὡς τά δύο θεοπαράδοτα μέσα πού θεραπεύουν τόν ἄνθρωπο καί τόν ἀποκαθιστοῦν πνευματικά ὑγιῆ.

Ὁ Χριστός μας μεταφέρει τόν ἀσθενῆ στό πανδοχεῖο, τήν Ἐκκλησία του, ὅπου μέ ἀσφάλεια καί ἄνεση μπορεῖ νά γίνει ἡ ἀποθεραπεία. Τόν ἐπιμελεῖται ὅλη νύκτα, σύμβολό του ὅτι ὁ Χριστός μας δέν φείδεται κόπων καί θυσιῶν χάριν τοῦ ἀνθρώπου, προβαίνοντας μάλιστα στήν ὑπέρτατη θυσία τοῦ σταυρικοῦ θανάτου. Καί φεύγοντας ἀπό τό πανδοχεῖο, ἀποσυρόμενος ἀπό τό ἱστορικό προσκήνιο, παραγγέλλει στόν πανδοχέα, στούς Ἀποστόλους καί τούς διαδόχους τους, νά ἐπιμεληθοῦν τόν ἄρρωστο, νά καταβάλουν κάθε δυνατή φροντίδα γιά τήν πνευματική ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου μέσα στήν Ἐκκλησία. Παραδίδει καί δύο δηνάρια, στά ὁποῖα οἱ Πατέρες ἀναγνωρίζουν τήν Ἱερά Παράδοση καί τήν Ἁγία Γραφή, πού ἔχουν παραδοθεῖ στήν Ἐκκλησία ὡς ἀπλανεῖς καθοδηγοί στήν πνευματική τελείωση καί ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου. Προειδοποιεῖ ὅτι θά ἐπανέλθει γιά νά ἐλέγξει καί νά ἀποδώσει τήν «ἔνδικον μισθαποδοσίαν».

Τί ξεκαθαρίζει ὁ Χριστός μέ τήν παραβολή αὐτή; Ξεκαθαρίζει ὅτι ὁ ἴδιος ἦλθε στή γῆ καί ἡ Ἐκκλησία του ὑπάρχει γιά νά σώζεται ὁ κάθε ἄνθρωπος πού ἀναγνωρίζει τήν ἀρρωστημένη πνευματική του κατάσταση καί ἀποζητᾶ τή θεραπεία. Δέν διεκδικεῖται οὔτε πολιτική ἀνάμειξη, οὔτε μερίδιο πλούτου, οὔτε κομμάτι ἐξουσίας, γιατί ὅλα αὐτά εἶναι πολύ μικρά καί ἀσήμαντα. Σήμερα ὁ Χριστός δηλώνει σαφῶς καί μέ κατηγορηματικό τρόπο πώς τό ἔργο του ἔγινε καί ἡ Ἐκκλησία του ὑπάρχει γιά νά διασφαλίζουν τή σωτηρία καί τή λύτρωση τοῦ ἀνθρώπινου γένους, τό πιό σπουδαῖο καί αἰώνιο κατόρθωμα. Ἄς μήν ἑρμηνεύουμε τήν παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη μέ ὅρους κοινωνικοῦ καί προνοιακού ἔργου. Ἡ φιλανθρωπία τῆς Ἐκκλησίας δέν περιορίζεται στούς ἐμπερίστατους καί φτωχούς. Ἡ φιλανθρωπία ἔχει νά κάνει μέ τήν ἀνόρθωση τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, μέ τή θεραπεία τῶν ἀρρωστημένων πιστευμάτων του, μέ τήν πνευματική ἴαση καί ἀποκατάστασή του ὡς τέκνου Θεοῦ. Γι’ αὐτό μᾶς ἀφορᾶ, καθώς ἀπευθύνεται σέ ὅλους.

Συνεργοὶ στὴν δωρεάν σωτηρία (Ἐφεσ. β΄4-10)

 


Συνηθισμένος τρόπος προσέλκυσης τοῦ καταναλωτικοῦ κοινοῦ εἶναι ἡ ἀναγραφὴ τῶν λέξεων «δωρεὰν» ἢ «προσφορὰ» πάνω στὰ διάφορα προϊόντα. Προφανῶς ἀποτελεῖ ἀπατηλὸ διαφημιστικὸ τέχνασμα, καὶ ὄχι βέβαια φιλανθρωπικὴ πρωτοβουλία τῆς παραγωγοῦ ἑταιρείας.


Ἀλήθεια ἢ παραπλάνηση;

Στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος μὲ χειμαρρώδη λόγο προβάλλει τὸ ὕψιστο «προϊόν» τῆς θείας ἀγάπης, τὴ σωτηρία μας· καὶ ἐπαναλαμβάνοντας δύο φορὲς τὴ φράση «χάριτι ἐστε σεσωσμένοι» καὶ μία φορὰ ἀναφέροντας ὅτι «Θεοῦ τὸ δῶρον» τονίζει πρωτίστως ὅτι πρόκειται γιὰ «δωρεὰν» σωτηρία». Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ἡ ἐπανάληψη γίνεται προκλητικὴ εἶναι ἡ ἀναφορὰ στὸν ποικίλο πλοῦτο τοῦ Θεοῦ· ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐπιστολῆς του πρὸς τοὺς Ἐφεσίους ἔχει τέσσερις φορὲς μιλήσει γι’ αὐτόν: «πλοῦτον χάριτος», «πλοῦτον ἐλέους», «πλοῦτον ἀγάπης», «πλοῦτον κληρονομίας». Ἔτσι ἕνας ἐπιπόλαιος ἀναγνώστης τῆς ἐπιστολῆς θὰ μποροῦσε ἄνετα νὰ ἐνθουσιαστεῖ ἐκτιμώντας ὅτι μὲ ἕνα τόσο πλούσιο καὶ τόσο εὔσπλαχνο δωρεοδότη Κύριο, ὁπωσδήποτε εἶναι «πλατεῖα ἡ πύλη καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα» στὴ σωτηρία.

Σίγουρα μία τέτοια ἐκτίμηση ἀποτελεῖ ὀλέθρια διαστρέβλωση τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος, ποὺ δυστυχῶς «εὐδοκίμησε» στὴ δυτικὴ χριστιανοσύνη. Ἕνας Ἀμερικανός, ποὺ μεταστράφηκε στὴν Ὀρθοδοξία, γράφει χαρακτηριστικά: «Μία θλιβερὴ συνέπεια τῆς σύγχρονης προτεσταντικῆς σύγχυσης εἶναι ἡ ἀπογοήτευση ἐκείνων, στοὺς ὁποίους δόθηκε ἕνας ψεύτικος κατάλογος ἀγαθῶν, μὲ πρώτη στὴ σειρὰ τὴν ἄμεση καὶ εὔκολη σωτηρία καὶ δεύτερη τὴν ὑπόσχεση γιὰ χωρὶς κόπο μετάνοια καὶ ἐσωτερικὴ ἀλλαγὴ· τοὺς δόθηκε νὰ καταλάβουν ἐσφαλμένα ὅτι μὲ ἕναν ἀνώδυνο καὶ ἁπλοποιητικὸ τύπο ἀναγέννησης ὅλα θὰ πᾶνε καλά». Ἰδοὺ τὰ παραπλανητικὰ «δωρεάν», ποὺ ἀναφέρθηκαν στὴν ἀρχή.


Χάρη καὶ χρέος

Ὁπωσδήποτε δὲν εἶχε καμιὰ πρόθεση ὁ Παῦλος νὰ «διαφημίσει» τέτοια σωτηρία, ὅταν ἔγραφε στοὺς Ἐφεσίους. Σαφῶς θὰ ἔφριττε ἀκούγοντας τὴν ἀπαράδεκτη παρερμηνεία τῶν λόγων του. Καὶ εἶναι μὲν πρόδηλο τὸ κεντρικὸ μήνυμα ὅλης τῆς περικοπῆς ὅτι ἡ σωτηρία δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα ἀνθρώπινων προσπαθειῶν, ἀλλὰ δωρεὰ τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Οὔτε οἱ ἀρετές, ὅπως τὶς δίδασκαν οἱ ἐθνικοὶ φιλόσοφοι, οὔτε ἡ τήρηση τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου (ποιὸς ἄραγε τὸν τηροῦσε τέλεια;) μποροῦσαν νὰ σώσουν τὸν ἄνθρωπο. Ναί, ἤμασταν «υἱοὶ τῆς ἀπειθείας» καὶ «τέκνα φύσει ὀργῆς»· ἤμασταν «νεκροὶ τοῖς παραπτώμασι καὶ ταῖς ἁμαρτίαις». Καί, ναί, ὁ Θεὸς μᾶς «συνεζωοποίησεν... συνήγειρεν καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουραvίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Ἂς φανταστοῦμε δικαστὴ νὰ δικάζει κατηγορούμενο, ἔνοχο γιὰ πολλὰ ἐγκλήματα, καὶ ἀπὸ τὴν πολλή του εὐσπλαχνία ὄχι μόνο νὰ τὸν ἀθωώνει ἀλλὰ νὰ τὸν κάνει συμπάρεδρο στὸν θρόνο του. Καὶ μάλιστα γιὰ νὰ συμβεῖ αὐτό, δέχεται ὁ ἐπουράνιος Κριτὴς καὶ Θεὸς νὰ γίνει «κατακριτος» καὶ νὰ καταδικαστεῖ ἀπὸ ἐμᾶς ὡς κακοῦργος στὴν ἐσχάτη τῶν ποινῶν. Πῶς νὰ μὴ χαρακτηρίσει ὁ Παῦλος «ὑπερβάλλοντα» τὸν πλοῦτο τῆς χάριτός του; Ἡ ὑπερβολή, βέβαια, αὐτοῦ τοῦ πλούτου θὰ φανεῖ κυρίως μετὰ τὴ μελλοντικὴ ἔλευση τοῦ Σωτῆρος, ὅταν καὶ ὁ πρώην διώκτης θὰ καθίσει, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, σὲ θρόνο, γιὰ νὰ κρίνουν τὶς φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ. Ὅμως ἤδη μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀπολαμβάνουμε τὴν πρόγευση τοῦ μεγάλου πλούτου τῆς χάριτος.

Καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, προχωρώντας τὴ σκέψη τοῦ Παύλου, ὑπερθεματίζει: «Ὄντως ὑπερβάλλων ὁ πλούτος· ὄντως ὑπερβάλλον τὸ μέγεθος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. Κι ἂν ἀκόμα εἶχες μυριάδες ζωές, δὲν θὰ τὶς θυσίαζες γιὰ Ἐκεῖνον; Δὲν θὰ ἔπρεπε γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ στὴ φωτιὰ νὰ εἶσαι ἕτοιμος νὰ πέσεις;». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης, αὐθεντικὸ «ἠχεῖο» τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν, ἀβίαστα ὁδηγεῖται στὴν ἀνάγκη καὶ τῆς δικῆς μας «συνεργίας», στὴ δική μας εὐθύνη γιὰ τὴν προσοικείωση τῆς σωτηρίας. Τὸ λέει ξεκάθαρα καὶ ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος ὅτι σωζόσαστε ὄχι μόνο «χάριτι» Θεοῦ ἀλλὰ καὶ «διὰ τῆς πίστεως» τῆς δικῆς μας. Ἡ σωτηρία, λοιπόν, δίδεται μὲν δωρεάν, ἀλλὰ οὔτε μαγικὰ οὔτε ὑποχρεωτικὰ σὲ ὅλους. Μία ἐξαναγκαστικὴ σωτηρία, λέει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, θὰ «ἐλυμαίνετο τὸ αὐτεξούσιον» τοῦ ἀνθρώπου· θὰ καταργοῦσε τὴν ἐλευθερία μας. Θὰ τὸ πεῖ καὶ στοὺς Ρωμαίους ὁ Παῦλος ὅτι ἡ σωτηρία προσφέρεται δωρεὰν ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ εἶναι «δύναμις Θεοῦ εἰς σωτηρίαν (ὄχι ὅμως σὲ ὅλους ἀπρoϋπoθέτως ἀλλὰ) παντὶ τῷ πιστεύοντι». Καὶ φυσικὰ «ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρὰ ἐστιν» (Ἰακ. 2,20).


Καρπὸς καὶ ὄχι προϋπόθεση

Μόνο ποὺ τὰ ἔργα δὲν προηγοῦνται ἀλλὰ ἕπονται τῆς σωτηριώδoυς δωρεᾶς τῆς θείας χάριτος. Μὲ αὐτὴ τὴν τόσο φωτεινὴ ἀποσαφήνιση κλείνει τὴ σημερινὴ περικοπὴ ὁ θεοφώτιστος Ἀπόστολος. Στὴ φράση «κτισθέντες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἐπὶ ἔργoις ἀγαθοῖς» προσδιορίζεται ἐπιγραμματικὰ ἡ σχέση ἔργων καὶ σωτηρίας μὲ τὴν ἔννοια ὅτι τὰ ἔργα δὲν ἀποτελοῦν προϋπόθεση ἀλλὰ συνέπεια τῆς σωτηρίας. Γίναμε, δηλαδή, καινούργια κτίση ὄχι μὲ τὰ ἔργα ποὺ κάναμε -τὰ ὁποῖα οὐσιαστικά μᾶς ὁδηγοῦσαν στὸν θάνατο- ἀλλὰ γιὰ νὰ κάνουμε καλὰ ἔργα, μὲ τὰ ὁποῖα φανερώνεται ἡ ἀναγέννησή μας. Ὅσο αὐτονόητη εἶναι ἡ ἀναπνοὴ γιὰ τὸν ζωντανὸ ἄνθρωπο, τόσο αὐτονόητη ἐκδήλωση τοῦ σωσμένου ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀγαθοεργία. Ὅταν στηρίζουμε τὴ σωτηρία μας στὰ ἔργα μας καὶ νομίζουμε ὅτι τὴν ὀφείλουμε σ' αὐτά, μεταβάλλουμε τὸν Χριστιανισμὸ σὲ ἀνθρωποκεντρικὸ θρήσκευμα, ποὺ καθιστᾶ περιττὴ τὴ θυσία τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.

Σὲ μία τέτοια περίπτωση, ἐλάχιστα θὰ διέφερε ὁ Χριστιανισμὸς ἀπὸ τὸν νομοκεντρικὸ ἰουδαϊσμὸ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀνθρωποκεντρικὴ προχριστιανικὴ εἰδωλολατρία. Οἱ δύο αὐτοὶ πειρασμοὶ δὲν εἶναι ἄγνωστοι στὴν ἐποχή μας. Καὶ σήμερα τὰ εἴδωλα ποὺ δημιουργεῖ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος νομίζει ὅτι τοῦ δίνουν περισσότερη ἀσφάλεια παρὰ ἡ ὑπεύθυνη ἀποδοχὴ τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ- καὶ ἐπίσης ἡ καταφυγὴ στὴν ἐξωτερικὴ μόνο τήρηση τοῦ θρησκευτικοῦ τύπου δημιουργεῖ μία στέγη αὐτοπροστασίας καὶ γεννάει μία ψευδὴ εὐφορία καὶ ἀτομικὴ ἱκανοποίηση. Ἐναντίον τῶν δύο αὐτῶν ἑλκυστικῶν πειρασμῶν στρέφεται ὁλόκληρη ἡ Καινὴ Διαθήκη.

Γίνε πλησίον

 


Ἕνας, διδάσκαλος μὲν τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, ἀπόγονος δὲ τοῦ πεπτωκότος Ἀδὰμ ποὺ δίδαξε «δικαιοῦν ἑαυτούς», ἔρχεται νὰ πειράξει τὸν Χριστό, κάνοντας πὼς δὲν ξέρει ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον ποὺ πρέπει νὰ ἀγαπᾶμε γιὰ νὰ κληρονομήσουμε τὴν αἰώνια ζωή. Αὐτὸ ποὺ σίγουρα δὲν ἤξερε ὁ ταλαίπωρος, ἦταν ὅτι μιλοῦσε μὲ τὸν νέο Ἀδάμ, πού, γιὰ νὰ μᾶς θεραπεύσει ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ τῆς αὐτoδικαίωσης καὶ νὰ μᾶς ἀναπλάσει, ἔγινε ὄχι ἁπλῶς «πλησίον» μας, ἀλλὰ καταδέχθηκε στὸ Πρόσωπό του νὰ ἑνωθεῖ ἡ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση.


«Πλησίον»: ὄχι τόπος, ἀλλὰ τρόπος

Ὁ Χριστὸς μετὰ τὴ διήγηση τῆς παραβολῆς, ἀνατρέποντας τὸ ὑποκριτικὸ ἐρώτημά του, τὸν ρώτησε: «Ποιὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ συνάντησαν τὸ θύμα τῶν ληστῶν, νομίζεις ὅτι ἔγινε πλησίον του;». Μὲ ἄλλα λόγια τοῦ εἶπε: "Πλησίον" δὲν εἶναι τόπος, ἀλλὰ τρόπος. Δὲν εἶναι κάποιος ἀναγκεμένος ποὺ βρέθηκε τυχαῖα κοντά σου. "Πλησίον" γίνεσαι ἐσὺ μὲ τὸν τρόπο τῆς συμπαράστασης καὶ τῆς ἀγάπης σου πρὸς αὐτόν. Ὁ "πλησίον" δὲν εἶναι ὁ ἄλλος. "Πλησίον" γίνεσαι ἐσὺ στὸν ἄλλον· καὶ μάλιστα πρὸς ὅλους ἀδιακρίτως ἐκείνους, ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἐλέους καὶ βοηθείας, δικούς σου καὶ ξένους, καλοὺς καὶ κακoύς· «οὔ γένει διορίζων, οὐκ ἀρετῇ δοκιμάζων, ἀλλὰ τῇ φύσει συνάπτων» (Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας). Τὸ ὅτι ὁ ἐμπερίστατος ἄλλος εἶναι ὁ συνάνθρωπός σου εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ τὸν θεωρήσεις «πλησίον» σου.


«Πλησίον» ὄχι στὰ λόγια, ἀλλὰ στὴν πράξη

Φυσικὰ ἕνα τέτοιο γνήσιο πλησίασμα στὸν ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ περιορίζεται μόνο σὲ λόγια τοῦ τύπου «ὑπάγετε ἐν εἰρήνῃ, θερμαίνεσθε καὶ χορτάζεσθε», χωρὶς νὰ δώσει κανεὶς «τὰ ἐπιτήδεια τοῦ σώματος» (Ἰακ. 2,16). Γιὰ νὰ γίνεις πλησίον στὸν ἄλλον, χρειάζεται νὰ βγεῖς ἀπὸ τὸ βόλεμά σου καὶ ἀπὸ τὸ πρόγραμμά σου, τὸ ὁποῖο θὰ ἤθελες ὅλοι καὶ ὅλα νὰ τὸ ὑπηρετοῦν. Ἴσως παραστεῖ ἀνάγκη καὶ νὰ διανυκτερεύσεις στὸ «πανδοχεῖο», ὅπου ἔφερες τὸν ἀδελφὸ γιὰ περίθαλψη. Καὶ ἴσως νὰ μὴ φτάσουν τὰ δύο δηνάρια καὶ νὰ χρειαστεῖ νὰ «προσδαπανήσεις» ἀρκετὰ γιὰ τὴν ἀποθεραπεία του.

Ὁ Ντοστογιέφσκι στοὺς «Ἀδελφοὺς Καραμάζωφ», καταγγέλλοντας τὸ ὄχι σπάνιο σύμπτωμα γενικῆς ἀγαπολογίας, χωρὶς ὅμως διάθεση ἔμπρακτης καὶ θυσιαστικὴς προσφορᾶς στὸν πλησίον, παρουσιάζει κάποιον γιατρὸ νὰ λέει: «Ἐγὼ ὅσο περισσότερο ἀγαπῶ τὴν ἀνθρωπότητα γενικά, τόσο λιγότερο ἀγαπῶ τὸν κάθε ἄνθρωπο χωριστά. Στὶς ὀνειροπολήσεις μου συχνὰ λαχταρῶ μέχρι πάθους νὰ ἐξυπηρετήσω τὴν ἀνθρωπότητα. Ὅμως δὲν μπορῶ οὔτε δύο μέρες νὰ ζήσω στὸ ἴδιο δωμάτιο μὲ ἄλλον ἄνθρωπο. Μόλις βρεθεῖ κάποιος κοντά μου, νιώθω πώς μοῦ πληγώνει τὴν ἀτομικότητά μου καὶ μοῦ περιορίζει τὴν ἐλευθερία μου. Μπορῶ μέσα σὲ ἕνα εἰκοσιτετράωρο νὰ μισήσω καὶ τὸν πιὸ καλὸ ἄνθρωπο, ἄλλον γιατί τρώει ἀργά, ἄλλον γιατί ἔχει συνάχι καὶ σκουπίζει συνεχῶς τὴ μύτη του. Γίνομαι -δὲν ξέρω πῶς- ἐχθρὸς τῶν ἀνθρώπων, μόλις οἱ σχέσεις μας γίνουν κάπως στενότερες. Μὰ γι’ αὐτό, ὅσο περισσότερο μισῶ ὁρισμένους ἀνθρώπους προσωπικά, τόσο πιὸ φλογερὰ ἀγαπῶ τὴν ἀνθρωπότητα στὸ σύνολό της».


«Οὐκ ἐκ Σαμαρείας, ἀλλ’ ἐκ Μαρίας»

Στὸ πρόσωπο τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη ἡ ἀλληγορικὴ πατερικὴ ἑρμηνεία ἀναγνωρίζει τὸν Χριστό. Αὐτὴ τὴν ἑρμηνεία ἀκολουθοῦν καὶ οἱ θεραπαινίδες τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, ὑμνογραφία καὶ ἁγιογραφία, χορταίνοντας τὸν νοῦ καὶ τὶς αἰσθήσεις μας μὲ θρεπτικότατους καρπούς. Ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος γιὰ ἄλλους λόγους κατηγορήθηκε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ὅτι εἶναι «Σαμαρείτης», δὲν ἀνέχθηκε ἁπλῶς... τὸ «συνάχι» μας ἀλλὰ -κατὰ τὸν προφήτη Ἠσαΐα- «τὰς ἀσθενείας ἡμῶν ἔλαβεν καὶ τὰς νόσους ἐβάστασεν». Καὶ ἀφοῦ ὁ ἱερέας καὶ ὁ λευΐτης, δηλαδὴ ὁ Μωσαϊκὸς νόμος καὶ οἱ προφῆτες, δὲν μπόρεσαν νὰ θεραπεύσουν τὴν καταπληγωμένη ἀπὸ τοὺς δαίμονες ἀνθρώπινη φύση μας, ἦλθε ὁ Ἴδιος «ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος» καὶ μᾶς βρῆκε πραγματικὰ «ἡμιθανεῖς». Καὶ ἀφοῦ πρῶτα καθάρισε τὰ τραύματά μας μὲ «ἔλαιον καὶ οἶνον», δηλαδὴ μὲ τὴν ἱλαρότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν αὐστηρότητα τῆς διδασκαλίας του, τὰ ἔδεσε μὲ τὰ θεραπευτικὰ δεσμὰ τῶν ἐντολῶν του. Μετά, ὄχι ἁπλῶς μᾶς ἀνέβασε «ἐπὶ τὸ ἴδιον ὑποζύγιον», ἀλλὰ «μᾶς φορτώθηκε» στὸ Σῶμα του, ἢ μᾶλλον κάτι ἀσύγκριτα ἀνώτερο: καταδέχθηκε νὰ μᾶς κάνει μέλη τοῦ Σώματός του.

Ἔτσι μᾶς ἔφερε στὸ «πανδοχεῖο», ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία του. Σ’ αὐτὴν καὶ στοὺς προεστῶτες της, ἁγίους ἀποστόλους καὶ τοὺς διαδόχους τους, μᾶς ἐμπιστεύθηκε ἀφήνοντας κατ’ ἀρχὴν γιὰ «ἔξοδα θεραπείας», ὡς «δύο δηνάρια», τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη. Αὐτὸν τὸν πλοῦτο οἱ ἁγιώτατοι ποιμένες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο, «μετὰ πόνων καὶ ἱδρώτων ἐπλάτυναν καὶ ηὔξησαν»· καί, ὅπου χρειάστηκε, «οἴκοθεν προσεδαπάνησαν», δηλαδὴ ἄσκησαν μὲ προσωπικὴ εὐθύνη ποιμαντικὴ οἰκονομία, ὥστε ἡ θεραπεία μας νὰ εἶναι ἀποτελεσματική. Καὶ τὴν τελευταία ἡμέρα, ποὺ θὰ ἐπανέλθει ὁ Δεσπότης, «ἀποδώσει πᾶσι τὰς ἀμοιβὰς» ἀπὸ τὸ ἀνεξάντλητο ταμεῖο τοῦ ἐλέους του. Ὄντως, πῶς νὰ μὴν εἶναι ἀνεξάντλητο, ἀφοῦ Αὐτός, ὁ Κύριος τοῦ Πανδοχείου, εἶναι -κατὰ τὸν ὑμνωδὸ- «ὁ τοῖς ἥλοις καὶ τῇ λόγχῃ τὸ Σῶμα τραυματισθεὶς ἑκουσίως διὰ ἁμαρτίας ἀνθρώπων, καὶ τὴν κοινὴν τελέσας διὰ Σταυροῦ σωτηρίαν ἐν Ἱερουσαλήμ».

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...