Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυριακοδρόμιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυριακοδρόμιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Νοεμβρίου 14, 2020

Ἀδιαφορία: Ὁ ἐχθρός τῆς ἀγάπης (Λουκ. ι΄27-35)



 



Ἡ περίοδος τῆς προετοιμασίας γιὰ τὴ γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ποὺ ἀνοίγεται μπροστὰ μας μέσα ἀπὸ τὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα τῶν Κυριακῶν, στοχεύει κυρίως στὴν ἄσκηση τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀλληλεγγύης γιὰ τὸν «περιπεσόντα εἰς τοὺς ληστὰς» ἄνθρωπο. Αὐτὸ μᾶς λέει μὲ τὸν παραστατικό, ἀλληγορικὸ καὶ δυνατό της λόγο καὶ ἡ σημερινὴ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη. Σὲ αὐτή, λοιπόν, ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἀπελευθερώνει τὴν ἀγάπη ἀπὸ ὅρους καὶ προϋποθέσεις, ποὺ ἐμεῖς συνήθως θέτουμε, ἀνταλλάγματα καὶ ὑπολογισμούς, κρατούμενα καὶ ἐπιφυλάξεις, ποὺ κάποτε μᾶς δεσμεύουν καὶ μᾶς πολιορκοῦν.

Ὁ Σαμαρείτης, ἂν καὶ ἦταν ξένος καὶ ἀλλόθρησκος, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐχθρός τοῦ Ἰουδαίου, «ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη». Ἀπαγκιστρώνεται ἀπὸ ἐχθρικὲς ἀγκυλώσεις καὶ συμπλέγματα ἐμπάθειας καὶ μὲ μιὰ καθαρότητα νοῦ καὶ καρδίας ποὺ μᾶς ἐκπλήσσει, ζεῖ καὶ προσφέρει τὴ δύναμη καὶ τὴν εὐεργεσία τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης.

Τὸ μήνυμα, γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, εἶναι σαφὲς καὶ αὐτονόητο. Ἡ ἀγάπη εἶναι μιὰ ὀδυνηρὴ παραίτηση ἀπὸ πράγματα πού, ἴσως δικαιωματικά, μᾶς ἀνήκουν, χρόνος, ἄνεση, ἀσχολίες, χρῆμα καὶ ἄλλα. Ἐκεῖνο ποὺ βαρύνει στὴν ποιότητα τῆς συμπεριφορᾶς μας εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὡς εἰκόνα Θεοῦ, πέρα ἀπὸ γεωγραφικὲς καὶ ἐθνικὲς συναρτήσεις, πάνω ἀπὸ θρησκευτικοὺς διαχωρισμοὺς καὶ κοινωνικὲς προκαταλήψεις. Τὸ κομβικὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι ποιὸς εἶναι ὁ ἄγνωστος καὶ ἀνώνυμος πλησίον, ἀλλὰ πῶς θὰ γίνουμε πλησίον γιὰ αὐτοὺς ποὺ χρειάζονται τὴ βοήθεια μας· καὶ αὐτοὶ εἶναι πολλοί. Εἶναι πολλοὶ καὶ ἐμεῖς, θὰ πρέπει νὰ τὸ παραδεχθοῦμε, εἴμαστε «μικροί», «λιγοστοὶ» καὶ ἀνεπαρκεῖς, γιὰ νὰ ἐξοφλήσουμε τὸ χρέος τῆς ἀγάπης. Γι' αὐτό ταπεινωνόμαστε ἐν μετανοίᾳ γιὰ τὴν ἀνεπάρκειά μας.


Τὸ προσπέρασμα τῆς ἀδιαφορίας

Ἡ ἀδιάφορη στάση τοῦ ἱερέα καὶ τοῦ λευίτη ἀπέναντι στὸν πληγωμένο συνάνθρωπο εἶναι μιὰ κριτικὴ στὸ ἦθος πολλῶν θρησκευόμενων ἀνθρώπων. Πολλῶν ἀπὸ ἐμᾶς πού, ἐνῶ θεωροῦμε τὴν πίστη στὸν Θεὸ ἱερὴ ὑπόθεση, στὴν καθημερινότητά μας προσπερνᾶμε μὲ ἀδιαφορία τὸν ἄνθρωπο, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀρχίζει ἡ πνευματική μας φθορά.

Ἡ ὀργάνωση καὶ οἱ ρυθμοὶ τῆς ζωῆς μας, τὰ πυκνὰ προγράμματα καὶ οἱ πολλὲς καὶ ποικίλες ἀσχολίες μας εἶναι τέτοια καὶ τόσα, ποὺ ἐξανεμίζουν καὶ ἐξασθενοῦν τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἔχουν ἀνάγκη. Οἱ ἀφορμὲς καὶ οἱ προφάσεις εἶναι πολλὲς καὶ εὐλογοφανεῖς, ὅπως ὑπαινίσσονται οἱ ἑρμηνευτὲς τῆς παραβολῆς. Ὁ φόβος, ἡ ἀνασφάλεια καὶ ἡ ἀνάγκη αὐτοπροστασίας ἀπὸ ἐνδεχόμενο κίνδυνο ἢ ἀπειλὴ συντελοῦν ἀναπόφευκτα στὴν παράλειψη τῶν ἔργων τῆς ἀγάπης. Ἀλλὰ καὶ ἡ προσκόλληση στὸν τύπο, ποὺ συχνὰ ἐπικαλύπτει τὴν οὐσία πολλῶν πραγμάτων, συμπνίγει τὴν αὐθόρμητη ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης. Πολλὲς φορὲς ἰσχυριζόμαστε ὅτι θέλουμε ἢ θὰ μπορούσαμε νὰ κάνουμε τὸ καλό, ἀλλὰ νομίζουμε ὅτι δὲν πρέπει, γιατί ἴσως νὰ παρεξηγηθοῦμε. Ἀκόμη, τὰ ἐνδιαφέροντα καὶ οἱ ἀσχολίες μας, τὰ ἐπαγγελματικά μας καθήκοντα καὶ οἱ προσωπικές μας προτεραιότητες στέκονται, κάποτε, ἐμπόδια στὸ νὰ ἀφιερώσουμε χρόνο στὴ ζωή μας καὶ χῶρο στὴν καρδιά μας, στὸ νὰ σταθοῦμε κοντὰ καὶ δίπλα στὸν ἄλλον.

Ἡ συναισθηματικὴ ἀπάθεια καὶ ἡ ἠθικὴ ἀναλγησία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου εἶναι πλέον κραυγαλέες, ἀποτέλεσμα καὶ σύμπτωμα τῆς τραγικῆς ἀδιαφορίας του. Ἀπορροφημένος, λοιπόν, ἀπὸ τὸ ἄγχος καὶ τὴν προσπάθεια νὰ ἱκανοποιήσει τὶς ἀτομικὲς καὶ ἰδιοτελεῖς του ἀνάγκες, προσπερνᾶ τὴν εὐαισθησία καὶ τὴν ἀνθρωπιά. Ἐπιδιώκει μόνο τὸ χρήσιμο καὶ τὸ ὠφέλιμο. Δὲν διακρίνει ποιὸ εἶναι τὸ πλαστὸ καὶ ποιὸ τὸ νόθο, ποιὸ τὸ σαθρὸ καὶ ἐφήμερο καὶ ποιὸ τὸ γνήσιο στοιχεῖο τῆς ζωῆς. Μέσα στὸ τέλμα τῆς ἀδιαφορίας του, συμβάλλει στὴν ἐπικίνδυνη προσαρμογὴ τῶν σταθερῶν καὶ διαχρονικῶν χριστιανικῶν ἀρχῶν. Δὲν ἀγωνίζεται, ὅσο θὰ ἔπρεπε, γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς ἀνθρωπιᾶς, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀγάπης.

Στὴ φοβερὴ ἀδιαφορία καὶ φυγὴ τῶν πολλῶν, ἐμεῖς οἱ πιστοὶ ὀφείλουμε νὰ ἀναλαμβάνουμε τὶς εὐθύνες μας, γιατί δὲν εἴμαστε μόνοι σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο. Ὑπάρχουν καὶ οἱ ἄλλοι. Εἴμαστε ὑπεύθυνοι, ὄχι μόνο ὅταν διαπράττουμε τὸ κακό, ἀλλὰ καὶ ὅταν μὲ τὴν ἀδιαφορία, τὴν παθητικότητα καὶ τὴν οὐδετερότητά μας, ἀφήνουμε τοὺς ἄλλους νὰ τὸ διαπράξουν. Ἡ ἀδιαφορία φυγαδεύει τὴν ἀγάπη γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ διαστρέφει τὴν ἀνθρωπιὰ σὲ κυνικὴ ἀπανθρωπιὰ καὶ σκληροκαρδία.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅπου ἀγάπη, ἐκεῖ θυσίες καὶ κόποι. Ἐκεῖ ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ γενναιότητα καὶ μόνο τότε μπορεῖ κάποιος νὰ εἶναι βέβαιος ὅτι συνάντησε τὸν Θεό, γιατί πρῶτα συνάντησε, ἐνδιαφέρθηκε, πρόσφερε καὶ ἀγάπησε τὴν εἰκόνα Του, τὸν ἄνθρωπο. Ἀμήν.

Ἡ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου (Λουκ.ι΄25—37)

 




Εἴδομεν, ὅτι ὁ Κύριος εὑρισκόμενος εἰς τὴν Σαμάρειαν ἀπέστειλεν ἑβδομήκοντα μαθητάς, ἵνα κηρύξωσιν εἰς τὰ μεσημβρινὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας τὸν θεῖον λόγον. Κατόπιν συνεχίζει τὴν ὁδοιπορίαν Του πρὸς Ἱεροσόλυμα διὰ τὴν ἑορτὴν τῆς Σκηνοπηγίας.

Ὁ Κύριος προχωρεῖ Νοτίως καὶ ἤδη εὑρίσκεται πιθανώτατα εἰς τὸ μέρος, ὅπου γίνεται λόγος ἐν τῇ παραβολῇ ἤτοι ἐν τῇ ὁδῷ Ἱεριχοῦς πρὸς Ἱερουσαλήμ. Εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ ἐμφανίζεται «Νομικὸς» νομομαθὴς δηλαδὴ τις τοῦ Ἑβραϊκοῦ νόμου καθήμενος κἄπου. Οὗτος «ἀνέστη» ἠγέρθη «ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων! Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» Ὁ νομομαθὴς δηλαδὴ οὗτος ἔχων ὑπ’ ὄψιν, ὅτι ὁ Κύριος ἦτο κοσμοπολιτικοῦ χαρακτῆρος, ἐνῷ ὁ Ἑβραϊκὸς νόμος ἦτο Ἐθνικιστικός, Σωβινιστής, ἐρωτῶν τὸν Ἰησοῦν ἐσκόπει νὰ φέρῃ εἰς ἀντίθεσιν Αὐτὸν πρὸς τὸν Ἑβραϊκὸν νόμον ἤ ὁδηγήσῃ Αὐτὸν εἰς ἄλλην τινὰ ἀδιέξοδον.Ὁ Κύριος ὅμως καταφεύγει εἰς τὴν πηγὴν τῆς ἀληθείας, τὴν Βίβλον καὶ ἐρωτᾷ τὸν νομικόν: «ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις;» Τί γράφει ὁ νόμος περὶ τούτου καὶ ποία εἶναι ἡ γνώμη σου; Ὁ νομικὸς ἀπαντᾷ: «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ἰσχύϊ σου καὶ ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν»(1) Ἀγάπη δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ μὲ ὅλας τὰς φυσικάς, πνευματικάς καὶ ἠθικάς δυνάμεις ψυχῆς καὶ σώματος καὶ ἀγάπη τοῦ πλησίον μας ὅπως τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἰδοὺ αἱ δύο οὐσιωδέστεραι ἐντολαί. Ὁ Κύριος δευτερολογῶν λέγει: «ὀρθῶς ἀπεκρίθης˙» ὀρθῶς ἀπήντησες «τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ». Τοῦτο πάντοτε ἐφάρμοζε καὶ θὰ ἀποκτήσῃς τὴν αἰώνιον ζωήν.

Ὁ δὲ νομικὸς «θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν» θέλων δηλαδὴ νὰ ἀπόδειξῃ εἰς τὸν Χριστόν, ὅτι ἡ ἀπορία του παραμένει ἀκόμη δύσκολος εἰς ἀπάντησιν, ἂν καὶ τόσον εὐκόλως αὐτὸς ὁ ἴδιος ἀπήντησεν εἰς τὴν ἐρώτησιν τοῦ Ἰησοῦ «εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ τὶς ἐστίν μου πλησίον;» ἔμαθα, λέγει ὁ νομικός, πόσον πρέπει νὰ ἀγαπῶ. Δὲν γνωρίζω ὅμως ποῖον πρέπει νὰ ἀγαπῶ, ποῖος εἶναι πλησίον μου. Οἱ πλεῖστοι τῶν Ἑβραίων τότε ἔκλινον ὑπὲρ τῆς γνώμης, ὅτι πλησίον εἶναι μόνον οἱ Ἰουδαῖοι. Οἱ λοιποί, οἱ εἰδωλολάτραι οἱ λεγόμενοι ἐθνικοί, ἦσαν ἐχθροί. Ὁ Κύριος «ὑπολαβών» λαβών τὸν λόγον λέγει: «ἄνθρωπὸς τὶς κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν˙ οἵ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγάς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα». Κἄποιος Ἰουδαῖος δηλαδή, ἐνῷ κατήρχετο ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ διὰ τὴν Ἱεριχώ περιέπεσεν εἰς λῃστᾶς, οἱ ὁποῖοι ἐπειδὴ ἴσως ἔφερε ἀντίστασιν, ἀφοῦ τὸν ἐλῄστευσαν, τὸν ἐκτύπησαν καὶ τὸν ἀφῆκαν μισοπεθαμένον. «Κατὰ συγκυρίαν» κατὰ σύμπτωσιν, «ἱερεὺς τις» Ἰουδαῖος τις ἱερεὺς τελέσας πιθανῶς τὰ ἱερατικά του καθήκοντα ἐν Ἱερουσαλὴμ «κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ» βαδίζων τὴν ὁδὸν ἐκείνην μετέβαινε πρὸς τὴν Ἱεριχώ «καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν». «Ἀντιπαρῆλθε», σημαίνει, ὅτι ἐβάδισε τὴν ἄλλην ὁδὸν ἐκείνης ὅπου εὑρίσκετο ὁ πληγωμένος φοβηθείς τὴν ἐπικίνδυνον τοποθεσίαν ἐκείνην. Μετ’ ὀλίγον «καὶ Λευΐτης» Ἰουδαῖος δηλαδὴ διάκονος ἐν τῷ Ναῷ «γενόμενος κατὰ τὸν τόπον» διερχόμενος ἐκεῖθεν «ἐλθών» καὶ «ἰδὼν» τὸν Σαμαρείτην «ἀντιπαρῆλθεν». Ὁ Λευΐτης οὗτος ἐφάνη σκληρότερος τοῦ προηγουμένου, διότι εἶδε ἐκ τοῦ πλησίον τὴν ἀθλιότητα τοῦ δυστυχοῦς καὶ δὲν τὸν ἐβοήθησε, ἀλλὰ ἐπῆρε τὸν ἄλλον δρόμον.

«Σαμαρείτης δὲ τις ὁδεύων ἦλθε κατ’ αὐτὸν καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη καὶ προσελθών κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ». Ὁ Σαμαρείτης, ἰδιώτης, καὶ οὐχὶ κληρικός, ὡς ἦσαν οἱ ἄλλοι δύο, ἐχθρὸς τῶν Ἰουδαίων καὶ οὐχὶ συμπατριώτης τοῦ πληγωμένου «ὁδεύων» διερχόμενος ἐκεῖθεν, ἀδιαφορήσας διὰ τὸν κίνδυνον τοῦ τόπου, εὐσπλαγχνίζεται αὐτὸν καὶ «ἦλθε κατ’ αὐτὸν» τὸν ἐπλησίασε, πλύνει τὰς πληγάς του δι’ οἴνου, ἀλείφει αὐτάς μὲ ἔλαιον καὶ προχείρως «κατέδησε» δένει αὐτάς. Μετὰ ταῦτα λαμβάνει αὐτὸν εἰς τὰς ἀγκάλας του καὶ τὸν φορτώνει εἰς τὸ ζῷον του. Πεζῆ αὐτός, εἰς τὸ ὑποζύγιόν του ὁ ἐχθρός του, ὑποβαστάζων ὁ Σαμαρείτης τὸν φορτωμένον τραυματίαν ἔρχονται εἴς τι ξενοδοχεῖον, ὅπου ἐπεμελήθη αὐτοῦ καλλίτερον. «Καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλών δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ. Ἐπιμελήθητι αὐτοῦ καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι». Τὴν ἑπομένην ἡμέραν θέλων νὰ φύγῃ ὁ καλὸς Σαμαρείτης δίδει εἰς τὸν ξενοδόχον δύο δηνάρια, δύο προπολεμικάς δραχμάς, ὑποσχεθείς συμπλήρωμα διὰ τὰ περαιτέρω ἔξοδα. Ἔδωκε δὲ ταῦτα ἐξελθών τοῦ πανδοχείου, ἵνα μὴ θίξῃ τὸν ἐλεούμενον.

Καὶ ὁ Κύριος ἐρωτᾷ τὸν Νομικόν: «Τὶς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς;» Ποῖος νομίζεις, ὅτι ἐφάνη πλησίον, φίλος εἰς τὸν δυστυχῆ αὐτὸν Ἰουδαῖον; Ὁ νομικὸς ἠρώτησεν ἐν ἀρχῇ «τὶς ἐστί μου πλησίον». Ὁ Κύριος ἀντικαθιστᾷ τὴν ἐρώτησιν ταύτην διὰ τῆς ἐρωτήσεως, ποῖος ἐφάνηκε πλησίον εἰς τὸν ἐμπεσόντα εἰς τοὺς λῃστάς. Ἡ ἐρώτησις τοῦ Κυρίου εἶναι ὀρθοτέρα, διότι ἐπιβάλλει καθήκοντα. Ὁ νομικὸς ἐντροπιασμένος ἀπαντᾷ: «ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ’ αὐτοῦ» ὁ ἐλεήσας αὐτόν. Ἤτοι πλησίον ἦτο ὁ ἐχθρός του Σαμαρείτης. Ἑπομένως φίλος, πλησίον μας, τὸν ὁποῖον πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν εἶναι καὶ οἱ ἐχθροί μας, πᾶς ἄνθρωπος, ἀδιακρίτως γλώσσης, θρησκείας, ἐθνικότητος. Πόσον σοφῶς ὁ Κύριος ἠνάγκασε τὸν νομικὸν νὰ εἴπῃ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον, ἂν τὸ ἔλεγεν ὁ Ἰησοῦς, θὰ ἐσκανδάλιζε αὐτόν!

Δύο ἑρμηνείας ἔδωκαν τῆς ὡραίας ταύτης παραβολῆς οἱ πατέρες. Μίαν γραμματικὴν καὶ τὴν ἑτέραν ἀλληγορικήν. Ἡ πρώτη εἶναι δεοντολογικὴ καί λέγει τί πρέπει νὰ πράττωμεν, ἡ δευτέρα εἶναι Χριστολογικὴ καὶ λέγει τί πρέπει νὰ πιστεύωμεν.


α) Θ έ μ α:  Χριστολογικὸν

Εἰς τὴν Χριστολογικὴν ταύτην ὁμιλίαν θὰ ἴδωμεν ποία ἦτο ἡ πάσχουσα ἀνθρωπότης ὡς ὁ περιπεσών εἰς λῃστάς καὶ ποῖος ὁ θεραπεύσας ταύτην καλὸς Σαμαρείτης.

Α.΄ Ἡ πάσχουσα ἀνθρωπότης. Διπλοῦν πάθος εἶχε: Νόσον καὶ ἀδυναμίαν ἰάσεως.

α) Ν ό σ ο ς.  Ἡ ἀνθρωπότης πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν κόσμον «ὥδευε ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ» ἤτοι ἀπὸ τὴν πόλιν τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν πόλιν τῶν εἰδώλων, τὴν Ἱεριχώ, ἀπὸ τὴν ἀρετὴν εἰς τὴν κακίαν, ἀπὸ τὴν ἁγνότητα εἰς τὴν διαφθοράν. Οὕτω ὁδεύουσα ἡ ἀνθρωπότης «λῃσταῖς περιέπεσεν» περιέπεσεν εἰς τοὺς δαίμονας. Ὡς οἱ λῃσταὶ κρυπτόμενοι ἐπιπίπτουσιν αἰφνιδίως κατὰ τῶν ὁδοιπόρων καὶ ἀφαιροῦσι πᾶν πολύτιμον, κατὰ παρόμοιον τρόπον καὶ οἱ δαίμονες κεκαλυμμένοι λῃστεύουσι τοὺς ὁδοιπόρους τῆς ζωῆς διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Τί λῃστεύουσι; Οἱ λῃσταὶ τῆς παραβολῆς ἀφῄρεσαν ἀπὸ τοῦ ἀτυχοῦς ὁδοιπόρου: 1) ἐνδύματα «ἐκδύσατες αὐτὸν» ἀποκαλύψαντες τὴν αἰσχύνην αὐτοῦ. 2) τὴν ὑγείαν «καὶ πληγάς ἐπιθέντες», 3) τοῦ ἔδωκαν νὰ ἐννοήσῃ τὴν μόνωσιν ἐν τῇ ἐρημίᾳ «ἀφέντες αὐτὸν ἀπῆλθον» καὶ 4) τὸν ἀφῆκαν «ἡμιθανῆ τυγχάνοντα» χαροπαλαίοντα, ὁπότε ἡ μόνωσις ἦτο αἰσθητοτέρα. Τὸ αὐτὸ καὶ οἱ δαίμονες πράττουσιν εἰς τὰ θύματά των. Ἀφαιροῦν πᾶν πολύτιμον, τὸ ὁποῖον ἔχουν, πᾶσαν ἐντροπὴν διὰ τὸ κακόν, φροντίζοντες νὰ δικαιολογοῦν πᾶσαν ἁμαρτίαν. Μετὰ ταῦτα ἀκολουθοῦν αἱ σωματικαὶ βλάβαι, τῶν ὁποίων αἰτία εἶναι ἡ ἁμαρτία, διαφθορά, ἐξαχρείωσις. Κατόπιν ἔρχεται τὸ θῦμα, ὁ ἄνθρωπος, ὅταν χορτάσῃ τὴν ἁμαρτίαν, εἰς τὴν μόνωσιν, τὴν πλῆξιν, τὸν κόρον καὶ τὴν ἀηδίαν. Ἀποτέλεσμα ὅλων αὐτῶν εἶναι νὰ πατήσῃ ὁ ἁμαρτωλὸς τὸ κατώφλιον τοῦ θανάτου, ὅτε τὸ αἴσθημα τῆς μονώσεως εἶναι εἰς τὸ ὀξύτατον σημεῖον.

β) Θεραπεία. « Ἱερεὺς τις κατέβαινε...» Πάντες οἱ πρὸ Χριστοῦ καὶ οἱ μετὰ Χριστόν, ἀλλὰ ἄνευ Χριστοῦ ζῶντες ἱερεῖς καὶ φιλόσοφοι, συνοδοιπόροι ὄντες τῆς πασχούσης καὶ εἰς λῃστάς πεσούσης ἀνθρωπότητος, ἀντιπαρῆλθον τὸν πόνον της, διότι δὲν ἠδύναντο ἤ καὶ δὲν ἠθέλησαν νὰ καλύψουν τὴν αἰσχύνην τῆς γυμνότητος, νὰ θεραπεύσουν τὰς πληγάς, νὰ συντροφεύσουν τὴν μόνωσιν καὶ τέλος ν’ ἀπαλλάξουν ταύτην τοῦ ἐπιθανατίου ῥόγχου. Οὔτε ὁ παλαιὸς τῶν Ἑβραίων Νόμος μὲ τὴν ἀτελείωτον περιπτωσιολογίαν του, οὔτε οἱ φιλόσοφοι μὲ τὰς ὑψηλάς, ὡραίας λεπτάς, ἀλλὰ δυσκόλους ἰδέας των κατώρθωσαν ν’ ἀνταποκριθοῦν εἰς τοὺς βαθεῖς ἀνθρωπίνους πόνους καὶ πόθους. Ὁ Μωσαϊκὸς Νόμος ἦτο μόνον παιδαγωγὸς εἰς Χριστὸν παρέχων συνείδησιν ἁμαρτωλότητος ὄχι ὅμως καὶ θεραπείαν.

Ἡ φιλοσοφία καὶ γενικῶς ἡ ἀρχαία Ἑλληνικὴ θεολογία ὄχι μόνον δὲν ἐκάλυψαν τὴν αἰσχύνην τῆς γυμνώσεως, ἀλλὰ τοὐναντίον ἐθεοποίησαν τὸ σαρκικὸν πάθος διὰ τῆς Ἀφροδίτης, τὴν κλοπὴν διὰ τοῦ Ἑρμοῦ, τὰ ὄργια διὰ τοῦ Βάκχου, τὴν μέθην διὰ τοῦ Διονύσου κ.λ.π. Ὄχι μόνον δὲν ἐκάλυψαν τὴν αἰσχύνην, ἀλλὰ κατῄσχυναν διὰ τῆς ἀδιαντροπίας των τὸ ἀνθρώπινον γένος. Ἀλλὰ καὶ ἡ μεταπολεμικῶς καὶ ἄνευ Χριστοῦ ζῶσα ἀνθρωπότης; Κεῖται καὶ αὕτη κατὰ γῆς λῃστευομένη, μωλωπισμένη, ὀρφανεμένη καὶ ψυχορραγοῦσα. Ὁ πόλεμος, ὁ μέγας αὐτὸς λῄσταρχος, πόσους δὲν ἐμωλώπισε διὰ τῶν φονικῶν ὅπλων, πόσους δὲν ἐγύμνωσε, πόσους δὲν ἀπωρφάνισε καὶ ἀφῄρεσε φιλτάτους καὶ οὕτω ἔγινε ἡ μόνωσις αἰσθητή; Πόσους δὲν ἔκαμε, ὥστε νὰ εἰσέλθουν εἰς τὸ βασίλειον τοῦ θανάτου, ὅλους ἠνάγκασε νὰ πατήσουν τὸ κατώφλιον τοῦ θανάτου; Οὐδεὶς τῶν σοφῶν ἀπελύτρωσε ταύτην. Ποῖος ὁ Λυτρωτής; Ὁ Χριστός, ὁ καλὸς Σαμαρείτης.


Β΄. Ὁ Καλὸς Σαμαρείτης. Οὗτος εἶναι ὁ Χριστός, ἡ ἐκκλησία Του. Μὴ δυνηθείσης τῆς ἀνθρωπότητος νὰ εὕρῃ τὸν Θεόν, ὁ Θεὸς ἐνανθρωπήσας «ὁδεύων ἦλθε κατ’ αὐτὸν» εὗρε τὸν ἄνθρωπον. Ὁ Χριστὸς ἐλθών πλησίον τοῦ ἀνθρώπου καὶ «ἰδὼν αὐτὸν» ὡς «ὁ καλὸς Σαμαρείτης εὐσπλαγχνίσθη» τὸν ἄνθρωπον. Ὁ Σαμαρείτης δὲν περιορίζεται εἰς μόνον τὸ συναισθηματικὸν (τὸ ὁποῖον δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶχαν καὶ οἱ δύο Ἰουδαῖοι, Ἱερεὺς καὶ Λευΐτης, καὶ τὸ ὁποῖον ἐγείρεται εἰς τοὺς πλείστους ἐξ ἡμῶν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ὅταν ἴδωμεν πάσχοντα, γινόμενοι θρηνῳδοὶ ὄχι ὅμως καὶ βοηθοὶ τῆς δυστυχίας τοῦ ἄλλου) ἀλλὰ προβαίνει εἰς τὸ ἔργον «κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ καὶ κατέχυσεν ἔλαιον κ. λ. π. Μετὰ ταῦτα ἐναγκαλίζεται αὐτόν, θέτει ἐπ’ ὤμων...» Οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς ἀντὶ τῆς γυμνότητος, τὴν ὁποίαν ἐπροξένησεν ἡ ἁμαρτία, δίδει τὴν κάλυψιν διὰ τῆς ἀγκάλης, ἀντὶ τοῦ πόνου τὴν ἀνακούφισιν διὰ τῶν ὤμων καὶ ἐπὶ πλέον ἐφόρτωσεν αὐτὸν εἰς τὸ ἴδιον κτῆνος ἀναγκασθείς ὁ ἴδιος νὰ πεζοπορῇ, ἀντὶ τῆς μονώσεως τὴν συντροφιά, ἀντὶ τοῦ ψυχορραγήματος τὴν σωτηρίαν. Καθαρίζει τὰς πληγάς διὰ τοῦ οἴνου τῆς ἐξομολογήσεως, μαλακώνει διὰ τοῦ ἐλαίου τῆς θείας εὐσπλαγχνίας. Μόνον ὁ Χριστὸς θὰ μᾶς σώσῃ ἀπὸ τὰ δεινά τοῦ πολέμου, τῆς γυμνότητος, ἀδιαντροπίας, ψυχορραγήματος, διότι Αὐτὸς εἶναι ἡ πραγματικὴ αἰδημοσύνη, θεραπεία, ὑγεία, συντροφιὰ καὶ ζωή.

Ἡ Ἐκκλησία. Ὁ καλὸς Σαμαρείτης ὡδήγησε τὸν ψυχορραγοῦντα εἰς τὸ πανδοχεῖον, δώσας δύο δηνάρια εἰς τὸν πανδοχέα, τὸν ξενοδόχον. Πανδοχεῖον εἶναι ἡ ἐκκλησία, διότι δέχεται τοὺς πάντας, ἀνεξαρτήτου φύλου, φυλῆς, πτωχείας, πλούτου κ. λ. π. Πανδοχεῖς εἶναι οἱ κληρικοί, διότι δέχονται τοὺς πάντας, ἁμαρτωλοὺς καὶ δικαίους, μικροὺς καὶ μεγάλους. Δύο δηνάρια εἶναι αἱ δύο Διαθῆκαι, Παλαιὰ καὶ Καινή, ἔνθα ὑπάρχει ὁ θεῖος λόγος βάσει τοῦ ὁποίου πρέπει οἱ κληρικοὶ νὰ ἐπιμελῶνται τῶν εἰσερχομένων εἰς τὸ πανδοχεῖον, εἰς τὴν Ἐκκλησίαν.

Ὅ,τι ἄλλο ὁ καλὸς κληρικὸς προσδαπανήσῃ, κόπον, ἀγῶνα, μελέτην, διδασκαλίαν Ἁγίας Γραφῆς, ὁ Δίκαιος Κριτὴς ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαι Αὐτὸν ἀποδώσει εἰς ἐκεῖνον. Τὶς εἶναι ὁ πραγματικὸς πλησίον μας; ἠρώτησε τότε ὁ Κύριος. Ὁ νομικὸς ἀπήντησεν «πᾶς ἄνθρωπος». Τὶς ὁ πραγματικὸς πλησίον μας, ἐρωτῶμεν καὶ ἡμεῖς; Πᾶς ἄνθρωπος ἰδίως ὅμως ὁ Ἰησοῦς! Πρὸς Αὐτὸν ἂς στραφῶμεν!
Ὡραῖον παράδειγμα τῆς ἀρχαιότητος δεικνύοντὸν πόθον τῆς ἀπολυτρώσεως τῶν ἀνθρώπων δι’ εὐγενοῦς προσώπου εἶναι τὸ ἑξῆς:

Ὅταν πρὸ Χριστοῦ κατὰ τινα παράδοσιν ἐβασίλευεν εἰς Ἀθήνας ὁ Κόδρος, οἱ Δωριεῖς εἰσέβαλον εἰς τὴν περιοχὴν τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἠπείλουν τὰς Ἀθήνας. Τό Μαντεῖον τῶν Δελφῶν εἶπεν, ὅτι θὰ νικήσωσιν ἐκεῖνοι, τῶν ὁποίων ὁ βασιλεύς, θὰ φονευθῇ ἀπὸ ἐχθρικὸν χέρι. Ὁ βασιλεὺς Κόδρος μαθών τοῦτο ἐνδύεται τὰ ἐνδύματα δούλου τινὸς καὶ μεταβαίνει εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν ἐχθρῶν. Φιλονικεῖ μετὰ τινος καὶ φονεύεται. Ὅταν οἱ ἐχθροὶ ἔμαθον τὸν χρησμὸν καὶ εἶδον ποῖον ἐφόνευσαν, ἐτράπησαν εἰς φυγήν. Ἐδῶ Κόδρος εἶναι ὁ Χριστός. Ἀθηναῖοι εἶναι ἡ ἀνθρωπότης. Δωριεῖς εἶναι οἱ δαίμονες καὶ οἱ Χριστοκτόνοι Ἰουδαῖοι, ἐνδύματα δούλου τὰ ὁποῖα ἐφόρεσε ὁ Κόδρος εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύσις τοῦ Χριστοῦ. Θάνατος τοῦ Κόδρου εἶναι ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ. Μαντεῖον τῶν Δελφῶν εἶναι οἱ προφῆται. Ἀπαλλαγή τῶν Ἀθηναίων ἀπὸ τοὺς Δωριεῖς εἶναι ἀπαλλαγὴ τῆς ἀνθρωπότητος ἀπὸ τοὺς δαίμονας. Πόσον βαθὺς ἦτο ὁ πόθος τῆς ἀπολυτρώσεως πρὸ Χριστοῦ!


β) Θέμα: Ἠθικόν. Περὶ Ἀγάπης

Ὁ νομικὸς ἐζήτησε ποίους πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν. Ὁ Κύριος ἀπαντᾷ ὄχι μόνον ποίους πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν, ἀλλὰ καὶ πῶς νὰ ἀγαπῶμεν, ὄχι μόνον πόσους, ἀλλὰ πόσον νὰ ἀγαπῶμεν. Ἰδοὺ τὸ θέμα μας˙ ποίους καὶ πῶς νὰ ἀγαπῶμεν ἤτοι ἔκτασις καὶ βάθος ἀγάπης.

Α. Ἡ ἔκτασις τῆς ἀγάπης. Ἀφοῦ ὁ Σαμαρείτης ἠγάπησε τὸν ἐχθρόν του πρέπει καὶ ἡ ἰδικὴ μας ἀγάπη νὰ μὴ εἶναι ἀγάπη ἑνός, δύο, πολλῶν, ἀλλὰ πάντων, ἀφοῦ θὰ φθάνῃ μέχρι τῶν ἐχθρῶν μας. Καὶ ὅμως! Πολλοὶ περιορίζουν τὴν ἀγάπην μόνον εἰς τὸν ἑαυτόν τους. Ὑποκείμενον καὶ ἀντικείμενον ἀγάπης εἶναι τὸ ἴδιόν των πρόσωπον. Ἐὰν δὲ ἀγαπήσῃ τις ἄλλους, τοὺς ἀγαπᾷ ἐπειδὴ τὸν ἀγαποῦν, τὸν ἐξυπηρετοῦν, τὸν κολακεύουν. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἀγάπη τοῦ ἄλλου εἶναι κατ’ οὐσίαν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας κατ’ ἀντανάκλασιν. Νὰ περιορίζῃ ὅμως κανεὶς τὴν ἀγάπην μόνον εἰς τὸν ἀφέντην, τὸν ἑαυτόν του, πόσον στενή, στενόκαρδη εἶναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη! Ἀσφυξία, πλῆξις, μόνωσις! Δὲν κηρύττεται καὶ δὲν ἐπαινεῖται βέβαια ἐπισήμως αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς ἀγάπης, ἐφαρμόζεται ὅμως. Ὄχι μόνον ἀρετὴ δὲν εἶναι ἡ τοιαύτη ἀγάπη, ἀλλὰ λέγεται ἐγωϊσμὸς καὶ εἶναι ἁμαρτία!

Ἄλλοι ὅμως, ἡρωϊκώτεροι τῶν πρώτων φαινόμενοι, βγαίνουν ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τῆς ἀγάπης τοῦ ἑνός, τοῦ ἑαυτοῦ των καὶ ἡ ἀγάπη των περιλαμβάνει δύο διαφόρου φύλου πρόσωπα.

Ἡ ἀγάπη αὐτὴ λέγεται ἔρως. Οἱ τοιοῦτοι ὄχι μόνον ἐφαρμόζουν, ἀλλὰ καὶ κηρύττουν τὴν ἀγάπην αὐτήν. Αὕτη γίνεται ὑποκείμενον μεγάλων συγγραφικῶν, κινηματογραφικῶν, θεατρικῶν ἔργων. Φὶλμ καὶ διαφημήσεις, περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες γέμουν ἀσέμνων συμπλεγμάτων. Ἀλλὰ πόσον καὶ αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι στενὴ καὶ ἀσφυκτική! Εἶναι στενή, ὄχι μόνον, διότι δύο πρόσωπα κλείονται εἰς τὸν ἑαυτόν τους καὶ ἀδιαφοροῦν διὰ τοὺς ἄλλους, ὄχι μόνον, διότι στηρίζεται αὕτη εἰς τὴν ἀμοιβαίαν ἀπόλαυσιν καὶ ταύτην σαρκικὴν καὶ ἑπομένως αὕτη στερεῖται τοῦ οὐσιώδους χαρακτῆρος τῆς ἀνιδιοτελείας, ἀλλὰ κυρίως κατὰ ταύτην ἀπολαμβάνεται ἡ ἡδονὴ τῆς ἀμοιβαίας φυσιολογικῆς ἕλξεως, ἀποφεύγεται ὅμως ἡ εὐθύνη τοῦ καρποῦ, ἡ ἐκ τῆς φυσιολογικῆς ταύτης ἑνώσεως προερχομένη. Πόσον ἡδονιστικὸν καὶ ἑπομένως λίαν ἐγωϊστικὸν εἶναι νὰ ἀπολαμβάνῃ τις ἡδονὴν καὶ νὰ ἀποφεύγῃ τὴν ἐκ τῆς ἡδονῆς ταύτης φυσιολογικῶς ἀπορρέουσαν εὐθύνην! Αὐτὸς εἶναι ὁ ἔρως. Πόσον δὲ νευρασθενικὸν εἶναι ἡ οὔτε τελεία ἕνωσις οὔτε τελεία ἀπόστασις, τὸ ὁποῖον λέγεται ἔρως! Μάρτυρες τούτου εἶναι οἱ ἐρωτομανεῖς τοῦ φρενοκομείου, τοῦ νεκροταφείου, τῶν βράχων τῆς Ἀκροπόλεως, τὰ οἰκογενειακὰ δράματα κ.λ.π. Ἡ ζωὴ δι’ αὐτοὺς δὲν τίθεται ὡς πρόβλημα «ἡδονὴ καὶ εὐθύνη» ἀλλὰ παιγνίδι μόνον! Ὄχι! Αὐτὴ δὲν εἶναι ἀγάπη Χριστιανική. Εἶναι στενή, ἐγωϊστική, ἡδονιστική, νευρασθενείας πρόξενος, δειλή! Ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ ἐκλέξῃ ἕν ἀπὸ τὰ δύο ἤ ἡδονὴν καὶ εὐθύνην ἀναπτύξεως οἰκογενειακῆς ζωῆς, τὸ ὁποῖον λέγεται γάμος ἤ οὔτε τὸ ἕν οὔτε τὸ ἕτερον, τὸ ὁποῖον λέγεται παρθενία, ἀγνότης.

Ἄλλοι ὅμως, μὲ ὕφος σοβαρώτερον κηρύττουν τὴν ἀγάπην ὄχι βέβαια ἑνὸς ἤ δύο, ἀλλὰ πολλῶν. Ἀγαποῦν δηλαδὴ τοὺς γονεῖς, συγγενεῖς, συμπατριώτας, ὁμόφρονάς των, τοὺς ἔχοντας τὴν αὐτὴν πατρίδα, θρησκείαν, γλῶσσαν, τοὺς ἀνήκοντας εἰς τὸν αὐτὸν σύλλογον κ.λ.π. Εἶναι βέβαια εὐρύτερα ἡ ἀγάπη αὐτὴ τῶν δύο ἄλλων, τὰ ὁποῖα ἀνέφερα ἀνωτέρω, πάντως δὲν εἶναι ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης. Διότι αὕτη ἀφοῦ κατὰ τὴν παραβολὴν ταύτην περιλαμβάνει καὶ τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἀφοῦ κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην ἡ ἔκτασίς της πρέπει νὰ εἶναι ἄπειρος ὅσον καὶ ὁ Θεός—«ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶ»—πρέπει νὰ περικλείῃ ὄχι ἕνα, δύο, πολλούς, ἀλλὰ πάντας. Ἰδοὺ ἡ ἔκτασις, ἡ ὁριζοντία γραμμὴ τῆς ἀγάπης. Ἰδοὺ ποίους καὶ πόσους πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν. Ποῖον εἶναι ὅμως τὸ βάθος, ἡ κάθετος γραμμὴ τῆς ἀγάπης; Πῶς καὶ πόσον πρέπει νά ἀγαπῶμεν;

Β. Βάθος τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη κατὰ βάθος εἶναι θυσία.

1) Πνευματικῶν, 2) ὑλικῶν ἀγαθῶν, 3) τῆς ζωῆς μας!

α) Ἐκ τῆς Παραβολῆς. Ὁ Σαμαρείτης εἶχε καὶ αὐτὸς τὰς Ἐθνικάς πεποιθήσεις καὶ προλήψεις, ὅτι «οὐ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις». Καὶ ὅμως τὴν ὥραν αὐτὴν ἐφάνη ἀνώτερος αὐτῶν θυσιάσας αὐτάς εἰς τὴν ἀγάπην. Δὲν ἠρκέσθη εἰς τὴν θυσίαν τῶν πνευματικῶν, ἐθνικῶν καὶ ἐχθρικῶν του παραδόσεων, ἀλλὰ προέβη καὶ εἰς θυσίαν κόπων καὶ ὑλικῶν ἀγαθῶν, διότι κατέβη ἀπὸ τὸ κτῆνός του, περιποιεῖται τὸν ἐχθρὸν του προχείρως, τὸν φορτώνει εἰς τὸν ὦμόν του καὶ κατόπιν εἰς τὸ ζῷόν του καὶ πηγαίνουν εἰς τὴν πόλιν μαζὶ ὁ ἐχθρὸς καὶ φίλος, ὁ μὲν Σαμαρείτης πεζῇ, ὁ δὲ Ἰουδαῖος ἐποχούμενος. Ὄχι μόνον κόπος, ἀλλὰ καὶ θυσία χρήματος κατεβλήθη εἰς τὸ πανδοχεῖον. Ἔδωκε ὁ Σαμαρείτης δύο δηνάρια μὲ τὴν ὑπόσχεσιν νὰ συμπληρώσῃ «ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαι ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃ» ὁ πανδοχεύς. Ὁ Σαμαρείτης πράττων αὐτὰ ἐγνώριζεν, ὅτι διακινδυνεύει ἐκεῖ τὴν ζωήν του, διότι ὁ τόπος ἦτο λίαν ἐπικίνδυνος. Μάρτυρες τούτου ὁ ἱερεὺς καὶ Λευἶτης, οἱ ὁποῖοι ἰδόντες ἀντιπαρῆλθον καὶ ἡ κατάστασις τοῦ ἡμιθανοῦς Ἰουδαίου. Ὁ Σαμαρείτης ἀψηφᾷ ὅλα αὐτά, εἶναι πρόθυμος νὰ θυσιάσῃ τὴν ζωήν του.

β) Ἐκ τῆς ζωῆς:
 θυσία πνευματικῶν ἀγαθῶν. Πράγματι πρέπει νὰ θυσιάζεται ἡ γνῶσις καὶ αἱ ἄλλαι πεποιθήσεις, αἱ ὁποῖαι δὲν ἔχουν δογματικὸν ἤ ἠθικὸν χαρακτῆρα, εἰς τὴν ἀγάπην. Σημασία δὲν ἔχει τό πόσα ξεύρεις, ἀλλὰ τὸ πόσον ἀγαπᾷς. Τοῦτο ἔχων ὑπ’ ὄψιν του ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε: «ἡ γνῶσις φυσιοῖ, ἡ ἀγάπη οἰκοδομεῖ». Τοῦτο ἔχουσα ὑπ’ ὄψιν της καὶ ἡ Ἐκκλησία μας δὲν τιμᾷ τοὺς ἁγίους της διὰ τὸ ποσὸν τῶν γνώσεων, διότι ἐσκέφθησαν ὑψηλά, ἀλλὰ διὰ τὸ ποσὸν τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Σωτῆρα, διότι ἔζησαν ταπεινά. Τοῦτο ἔχουσα ὑπ’ ὄψιν της καὶ ἡ κοινὴ ἀνθρωπίνη ἀντίληψις ἀγαπᾷ τὸν ἀγαθὸν τῇ καρδία ἔστω καὶ ἐὰν στερῆται γνώσεων, μισεῖ δὲ τὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ γνώσεις, κακὸς ὅμως τῇ καρδίᾳ.

Θυσία ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ὄχι μόνον αἰσθηματολογία, ἀλλὰ καὶ πραγματικὴ βοήθεια πρέπει νὰ ὑπάρχῃ ἀνάλογος τῆς εὐπορίας σου καὶ τῆς ἀνάγκης τοῦ πτωχοῦ. Θὰ θυσιάσῃς ἀνάπαυσιν, χρήματα, διὰ νὰ ἐπισκεφθῇς, νὰ ἐνισχύσῃς, διὰ νὰ σπογγίσῃς τὰ δάκρυα καὶ τὸν ἱδρῶτα τῆς χήρας καὶ τοῦ ὀρφανοῦ, τοῦ φυλακισμένου, τοῦ ἀσθενοῦς. Θὰ ὑποβληθῇς εἰς κόπον καὶ ὑλικὴν θυσίαν. Ἡ τελειότατη ἐκδήλωσις τῆς ἐννοίας τῆς θυσίας συνίσταται εἰς τὴν θυσίαν τῶν πνευματικῶν καὶ ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἤτοι τῆς ζωῆς μας. Αὐτὴν πρέπει νὰ θυσιάζωμεν διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, διὰ τὴν ὑπεράσπισιν τῶν ἄλλων, ὅταν καλούμεθα νὰ ὁμολογήσωμεν, ὅταν ποιμαίνωμεν κ.λ.π. Ἰδοὺ ἡ ἀγάπη κατ’ ἔκτασιν καὶ ἔντασιν, ὁριζοντίαν καὶ κάθετον γραμμήν.

γ) Αὐτοεξέτασις. Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν τόσους καὶ τόσον; Ἀλλοίμονον! Ἡ ἡρωϊκωτέρα δι’ ἡμᾶς ἀγάπη εἶναι νὰ ἀγαπήσωμεν μόνον τοὺς ἀγαπῶντας ἡμᾶς. Ἀλλὰ καὶ τούτους ποσάκις δὲν ἐμισήσαμεν! Μία στοργικὴ παρατήρησις, ἕνας λόγος ὑπὲρ τὸ δέον ψυχρὸς ἤ θερμός, ἕνας χαιρετισμὸς τῶν ἄλλων ἀφελὴς καὶ ὄχι γελαστός, μία ἀφηρημάδα δὲν ἐδημιούργησαν ὄγκους ψυχρότητος, ἀντιπαθείας μεταξὺ ἀδελφῶν καὶ φίλων, τὰς ὁποίας οὔτε ἡ πλάκα τοῦ τάφου δὲν διέλυσε; Ὄχι! Ἂς ἀνοίξωμεν τὴν καρδίαν μας νὰ ἀγαπήσωμεν ὅλους, φίλους καὶ ἐχθρούς. Ἂς γίνωμεν πλατύκαρδοι καὶ ὄχι στενόκαρδοι. Ἂς χωροῦν μέσα μας ὄχι φίλοι, ἀλλὰ καὶ ἐχθροί. Ἂς μεγαλώσῃ ἡ καρδία μας καὶ ἂς γίνῃ ἄπειρος σἄν τὴν ἀγάπην, ἥτις εἶναι ἴση μὲ τὸν Θεόν. Ἂς πνιγοῦν ἐκεῖ μικροπαρεξηγήσεις, μικροπρέπειες, ἀπροσεξίες, ψυχρότητες καὶ θερμότητες τῶν ἄλλων.

Ὡραῖον παράδειγμα ἀγάπης ἐχθρῶν εἶναι τὸ ἀκόλουθον. Εἰς τὸν Κολοκοτρώνην παρουσιάσθηκε κἄποτε ὁ φονηάς τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ ἐζήτησε ἀπὸ αὐτὸν προσωπικὴν χάριν. Ὁ φονηᾶς ἐφοροῦσε καὶ τὸ ἔνδυμα τοῦ φονευθέντος. Ὁ Κολοκοτρώνης τὸν ἀνεγνώρισε, ἔστρεψε ἀλλοῦ τὸ πρόσωπόν του, ἐδάκρυσε καὶ εἶπε: Θεέ μου, συγχώρα τὸν φονηὰ τοῦ ἀδελφοῦ μου. Μετὰ ταῦτα γυρίζει πρὸς τὸν φονηὰ καὶ τοῦ κάμνει τὸ αἴτημά του. Ὁ Κολοκοτρώνης προσθέτει καὶ κἄτι ἄλλο. Τὴν ὥραν ἐκείνην ἐπρόκειτο νὰ φάγῃ. Τὸν καλεῖ εἰς τὸ τραπέζι του. Ἡ μητέρα τοῦ Κολοκοτρώνη λέγει εἰς αὐτόν: Τὸν φονηὰ ἀφίνεις καὶ μπαίνει εἰς τὸ σπίτι μας; Ὁ Κολοκοτρώνης ἀπαντᾷ. Σώπα, μητέρα. Τὸ καλλίτερον μνημόσυνον τοῦ σκοτωμένου εἶναι τὸ φαγητόν, ποὺ δίδομεν εἰς τὸν φονηά. Εἴθε ὁ Πανάγαθος Θεὸς νὰ δώσῃ καὶ εἰς ἡμᾶς τὴν δύναμιν ταύτην.


(1) Δευτερ. 6,5.

Σάββατο, Ιουνίου 27, 2020

Φῶς τοῦ σώματος εἶναι ὁ ὀφθαλμός Anthony Metropolitan of Sourozh

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Συναντᾶμε τὸν κόσμο, τὸν γνωρίζουμε μέσα ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις μας· καὶ μὲ τὶς αἰσθήσεις δὲν ἔχουμε μόνο ἐπίγνωση τοῦ κόσμου, ἀλλά ὑπάρχουμε κιόλας σ’ αὐτόν. Ὅλες οἱ αἰσθήσεις μᾶς φέρνουν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν κόσμο τῶν πραγμάτων γύρω μας, ἀλλὰ ἐπίσης μᾶς δημιουργοῦν ἄμεσα συναισθήματα καὶ ἐντυπώσεις ποὺ κάποιες φορὲς μᾶς ἀλλοιώνουν πολὺ βαθειά.



Ἡ ὅραση μας, γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶ ὁ Κύριος στὸ Εὐαγγέλιο Του, εἶναι ὁ μόνος δρόμος ἀπὸ τὸν ὁποῖο μποροῦμε νὰ ἔχουμε ἐπίγνωση τοῦ κόσμου μὲ ἠρεμία, μὲ πλήρη κατάπαυση ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἐπίσης ὑπὸ τὴν προυπόθεση, ὅπως ὁ Κύριος τὸ θέτει, ὁ ὀφθαλμὸς μας νὰ εἶναι ἁπλός, νὰ εἶναι φῶς, ποὺ θὰ ἐπιτρέπει νὰ εἰσέρχεται στὴν συνείδηση μας μόνο τὸ φῶς.

Ἕνας ἀπὸ τοὺς σύγχρονους Ἄγγλους συγγραφεῖς μᾶς δίνει δύο εἰκόνες ποὺ πιστεύω θὰ μᾶς ἐπιτρέψουν νὰ κατανοήσουμε κάτι ἀπὸ αὐτὸ τὸ κείμενο τοῦ Εὐαγγελίου· στὸ μυθιστόρημα του “All Hallows’ Eves”, ὁ Τσάρλς Οΐλιαμς μᾶς παρουσιάζει μιὰ νέα γυναῖκα ποὺ πεθαίνει σ’ ἕνα ἀτύχημα, καί τῆς ὁποίας ἡ ψυχὴ σταδιακὰ βρίσκει τὸν δρόμο πρὸς ἕναν νέο κόσμο.

Βρίσκει τὸν ἑαυτὸ της νὰ στέκεται στίς ὄχθες τοῦ Τάμεση· κοιτᾶ τὰ νερά, καὶ ξαφνικὰ βλέπει τὰ νερὰ, ὅπως δὲν τὰ εἶχε δεῖ ποτὲ στὸ παρελθόν, ὅταν ἡ ψυχή της ἦταν ἕνα μὲ τὸ σῶμα· τότε ἔνοιωθε μιὰν ἀποστροφὴ γιὰ αὺτὰ τὰ μαῦρα, βρώμικα, γλοιώδη νερά, γιατὶ στὴν φαντασία της συνδέονταν ἄμεσα μὲ τὶς αἰσθήσεις καὶ τὶς ἐντυπώσεις.

Ἀλλά τώρα ἡ ψυχή της εἶναι ἐλεύθερη ἀπὸ τὸ σῶμα, καὶ κοιτάζει τὰ νερὰ τοῦ Τάμεση ἐλεύθερα, ὅπως εἶναι, σάν ἕνα γεγονός· βλέπει τὰ νερὰ σὰν αὐτὸ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι, τὰ νερὰ ἑνὸς ποταμοῦ, ποὺ διασχίζει μιὰ μεγάλη πόλη, μαζεύοντας ὅλη τὴν βρωμιά της καὶ παρασύροντάς την μακριά. Κι ἐπειδὴ δὲν νοιώθει πιὰ τὴν φυσικὴ ἀποστροφὴ τοῦ σώματος ποὺ εἶχε πρίν, οὔτε τῆς φαντασίας, ἡ ψυχὴ της, μέσα ἀπὸ τὴν ἀδιαφάνεια αὐτῶν τῶν νερῶν, μπορεῖ νὰ δεῖ σὲ αὐτὰ ἕνα νέο, ἀκόμα πιὸ καινούργιο βάθος· πιὸ βαθειὰ ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἐπιφανειακὴ πυκνότητα, ἀνακαλύπτει ἕνα στρῶμα καθαρότερου νεροῦ, μιά ἡμιδιαφάνεια, καὶ πιὸ βαθιὰ - ἕνα διάφανο στρῶμα καὶ στὸν πυρήνα αὐτῶν τῶν νερῶν ποὺ διασχίζουν τὴν μεγάλη πόλη- κι αὐτή ἡ πόλη καλεῖται νὰ ὀνομαστεῖ μιὰ μέρα ἡ π ό λ η τοῦ Θεοῦ - βλέπει ἕνα ρεῦμα ἀπὸ ἀπίστευτα λαμπερὰ νερά· τὸ νερὸ τῆς αἰώνιας ζωῆς, τὸ ἀρχέγονο νερὸ τῆς δημιουργίας, τὸ νερὸ γιὰ τὸ ὁποῖο μίλησε ὁ Χριστός στὴν Σαμαρείτιδα. Ἐπειδή ἦταν ἐλεύθερη ἀπό κάθε προσωπικὴ ἀπέχθεια καὶ ἀντίδραση, ἡ νεκρὴ γυναῖκα μπόρεσε νὰ δεῖ μέσα ἀπὸ τὸ ἐπιφανειακὸ σκοτάδι, τὰ αὐξανόμενα στρώματα φωτός.

Ἐπειδὴ ἐμπλεκόμαστε συνεχῶς σὲ καταστάσεις ποὺ ἔχουν σὰν κέντρο τὸν ἑαυτό μας, καταφέρνουμε νὰ βλέπουμε μέσα ἀπὸ ἐπίπεδα φωτός, ἕνα σκοτάδι, τὸ ὁποῖο κάποιες φορές δημιουργοῦμε ἤ φανταζόμαστε· ἐπειδὴ τὸ βλέμμα μας εἶναι σκοτεινό, βλέπουμε σκοτάδι καὶ εἴμαστε ἀνίκανοι νὰ δοῦμε τὸ βάθος, τὴν διαύγεια καὶ τὴν λάμψη.

Μιάν ἄλλη εἰκόνα ποὺ βρίσκουμε στὸ ἴδιο βιβλίο εἶναι ἀκόμα πιὸ τραγική. Αὐτὴ ἡ νέα γυναῖκα βλέπει τὸν ἑαυτὸ της νὰ βρίσκεται σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς μεγάλες γέφυρες· ξέρει ὅτι αὐτὴ ἡ γέφυρα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄδεια, ὅτι ἄνθρωποι περπατοῦν, λεωφορεῖα τρέχουν, ὑπάρχει ζωή τριγύρω, κι ὅμως δὲν βλέπει καὶ δὲν ἀντιλαμβάνεται τίποτα, ἐπειδὴ ἔχει χωριστεῖ ἀπὸ τό σῶμα της. Μπορεῖ τώρα νὰ δεῖ μόνο ἐκεῖνα τὰ πράγματα, κι ἐκεῖνους τοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους συνδεόταν ἀγαπητικά, κι ἐπειδὴ δὲν εἶχε ἀγαπήσει παρά μόνο τὸν ἄνδρα της, εἶναι τυφλὴ σὲ ὁτιδήποτε ἄλλο γύρω της, ὑπάρχει μονάχα ἕνα κενό, τίποτα.

Καὶ μόνο ὅταν σταδιακὰ ἀποκτᾶ ἐπίγνωση, μέσα ἀπὸ τὴ μικρὴ ἀγάπη ποὺ εἶχε στὴ ζωή της καὶ μέσα ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὴ μοναδική της ἀγάπη, ὅσο μικρὴ κι ἄν ἦταν, τῆς σχέσης της μὲ ἄλλα πρόσωπα καὶ πράγματα ποὺ τῆς ἦταν ἀγαπητά, ἀρχίζει να βλέπει.

Αὐτός δὲν εἶναι κι ὁ τρόπος πού ζοῦμε; Ζοῦμε μέσα στὸ φῶς καὶ δὲν βλέπουμε τίποτα παρὰ σκιές ποὺ διαβαίνουν ἤ τὸ κενό· πόσες φορὲς ἕνας ἄνθρωπος περνᾶ ἀπὸ τὴ ζωή μας χωρὶς ν’ ἀφήσει κανένα ἴχνος; Περνᾶ ἀπαρατήρητος, παρόλο ποὺ ἔχει μιὰ ἀνάγκη, ἤ μιά ὀμορφιά ποὺ λάμπει· ἀλλὰ ἐπειδή δὲν εἶχε σχὲση μὲ μᾶς, ἡ καρδιά μας δεν βρῆκε κάτι γιὰ ν' ἀνταποκριθεῖ, κι ἐμεῖς εἴμαστε σὲ μιὰ ἐρημιά, ἀκόμα κι ὅταν μᾶς περιβάλλει πλοῦτος.

Αὐτὸ φαίνεται καὶ στὸν τρόπο ποὺ κοιτᾶμε, δὲν βλέπουμε τίποτα, γιατὶ μόνο ἡ ἀγάπη μᾶς ἀποκαλύπτει τὰ πράγματα· καὶ πάλι μποροῦμε νὰ βλέπουμε μ’ ἕνα σκοτεινὸ καὶ ἁμαρτωλὸ τρόπο· πόσο συχνὰ δίνουμε κακὴ ἑρμηνεία σ΄ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε; Ἀντί νὰ τὰ δοῦμε ὅπωςεἶναι, τὰ ἐξετάζουμε μὲ γνώμονα τὴν σκοτεινὴ ψυχὴ μας καὶ τὴ διεστραμμένη ἐμπειρία μας. Πόσο συχνά παρερμηνεύουμε τὶς πράξεις καὶ τὰ λόγια τῶν ἀνθρώπων, γιατὶ τὰ βλέπουμε μὲ ματιὰ ποὺ εἶναι ἤδη σκοτεινή.

Ὅμως, τὰ λόγια τοῦ Κυρίου σήμερα μᾶς καλοῦν νὰ δείξουμε μιὰ στάση ἐξαιρετικὰ προσεκτική ὡς πρὸς τὸν τρόπο ποὺ κοιτάζουμε καὶ βλέπουμε. Πρέπει νὰ θυμόμαστε ὅτι ἄν δὲν βλέπουμε τίποτα αὐτὸ προέρχεται πολὺ συχνὰ ἀπὸ τὴν τυφλότητα μας, ἄν βλέπουμε κακό, αὐτό ὀφείλεται στὸ σκοτάδι μέσα μας, ἄν νοιώθουμε μιάν ἀποστροφή ἀπέναντι σὲ πράγματα, συμβαίνει συχνά λόγω τοῦ τρόπου πού ἑστιάζουμε τὴ ζωὴ μας γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας καὶ δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε μὲ ἠρεμία, μὲ καθαρότητα καρδιᾶς. Γιατὶ τελικά, δὲν βλέπουμε μόνο μὲ τὰ μάτια μας ποὺ μεταφέρουν ἐντυπώσεις, βλέπουμε ἐπίσης καὶ μὲ τὴν καρδιὰ ποὺ μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν Θεὸ μόνο ὅταν εἶναι καθαρή, κι ὄχι μόνο τὸν Θεὸ στὴν μυστηριακή Του ὕπαρξη, ἀλλά τὸν Θεό μέσα ἀπὸ τὴν χάρη καὶ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν εὐλογία. Ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει καθαρὴ ματιὰ καὶ καθαρὴ καρδιὰ δὲν βλέπει πλέον τὸ σκοτάδι στὸν κόσμο, γιατὶ αὐτὸ τὸ σκοτάδι ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὴν λάμψη τῆς θείας Χάριτος ποὺ ἐνεργεῖ καὶ ἀναπαύεται σ’ ὅλα τὰ πράγματα, ὅσο σκοτεινὰ κι ἄν φαίνονται.

Ἄς πάρουμε τουλάχιστον αὐτὸ τὸ μάθημα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἄς φροντίζουμε νὰ βλέπουμε μὲ καθαρότητα, νὰ ἑρμηνεύουμε μὲ καθαρότητα καρδιᾶς καὶ νὰ ἐνεργοῦμε μέ ἀγάπη μέσα μας, καὶ τότε θὰ εἴμαστε ἱκανοί νὰ διακρίνουμε ἐλεύθερα τὴν διαύγεια καί τὴν λαμπρότητα τοῦ κόσμου, καὶ νὰ τὴν ἀγαπήσουμε, νὰ τὴν ὑπηρετήσουμε, καὶ νὰ βρισκόμαστε στὸν τόπο ποὺ μᾶς παραχώρησε ὁ Κύριος, εὐλογώντας στό ὄνομα Του, πιστεύοντας, ἐλπίζοντας, δίχως ποτὲ νὰ σταματήσουμε ν’ ἀγαπᾶμε, ἀκόμα κι ὅταν ἀγάπη σημαίνει νὰ θυσιάζουμε τὴν ζωή μας, εἴτε τὴ ζωὴ τοῦ παλαιοῦ Ἀδὰμ ποὺ πρέπει νὰ πεθάνει γιὰ νὰ ζήσει ὁ νέος Ἀδάμ, ἤ διαφορετικὰ, τὴ ζωή τοῦ Νέου Ἀδάμ ποὺ δίνει τὴ ζωή του γιὰ νὰ μπορέσει ὁ κόσμος καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι νὰ ζήσουν. Ἀμήν.





Πρωτότυπο Κείμενο



THE LIGHT OF THE BODY IS THE EYE
Matthew 6, 22-33.



In the name of the Father, of the Son and of the Holy Ghost.

We meet the world, we take cognisance of the world through our senses; and through all our senses we are not only aware of the world, but we are also involved in it, all our senses put us into contact with the world of objects, with all things around us, but also immediately introduce into us sensations and impressions which change us at times very deeply.

Our sight, of which the Lord speaks today in His Gospel, is the only way in which we can take cognisance of the world with serenity, in complete repose of all the powers of our human being, but also on condition, as the Lord puts it, that our eye be single, that it should be light, that is should allow only light to enter into our awareness through it.

One of the modern English writers gives us two images which I believe will allow us to understand something of this passage of the Gospel; in a novel ‘All Hallows Eve’, Charles Williams presents us with a young woman who had died in an accident and whose soul is gradually finding her way in the new world in which she has entered.

She finds herself standing on the banks of the Thames; she looks at the waters, and of a sudden she sees these waters of the Thames as she had never seen them in the past, when her soul was endowed with a body; (then) she had a revulsion against these dark, greasy, dirty waters because her imagination immediately connected them with touch and direct impressions of the body.

But now, this soul is free from the body and she sees these waters of the Thames freely, as they are, as a fact; she sees that these waters are exactly what they should be, being the waters of a river that runs through a great city, collecting all the dirt of it and carrying it away. And because she has no longer the usual revulsion of the body and of the imagination, this soul, through the opacity of these waters, begins to see in them new and new depth; deeper that this superficial opacity she discovers a layer of purer water, a greater translucence, and beyond and deeper again — a layer of transparency; and at the core of these waters that run across the great city — and this city is also called one day to become t h e city of God, — she sees a stream of incredibly shining water, the water of eternal life, the primordial water created by God, the water of which Christ speaks to the Samaritan woman; because she was free from personal reaction and revulsion, the dead woman could see across the superficial darkness, the (increasing?) layers of light.

Because we are continuously entangled in our own self-centred reactions, we manage to see through layers of light somewhere a darkness which at times, we create or imagine; because our eye is dark we see darkness and we are incapable of seeing the depth, the translucence and the shining.
Another image that we find in the same book is perhaps even more tragic. This young woman finds herself standing on one of the great bridges; she knows that this bridge cannot be empty, that people are walking, buses are running, there is life around, and yet, she sees and perceives nothing of it, because disengaged from the body she can see now only those things and those people with which, with whom she is connected through love, and as she loves no one except her husband, she is blind to all things around her, there is only emptiness, nothing.

And it is only when she becomes increasingly aware, through the small love she had in her life, of love altogether and through connection — with this unique love, however small, with other people and other things that were dear that she begins to see.

Is it not the way in which we live? We are surrounded with light and we see nothing but passing shadows or emptiness; how often a human being passes through our life without leaving any trace, passes unnoticed, in spite of the fact that there was a need, or there was a shining beauty; but it was irrelevant to us, our heart had nothing with which it could respond, and we are in a wilderness even when we are surrounded with richness.

This again comes from the way in which we look, we look without love and we see nothing because only love can reveal things to us; and again, we are capable of seeing in a dark and evil way: how often we put evil interpretations on things which we see? Instead of seeing them as facts we see them as we understand them from within our darkened soul and our distorted experience. How often we misinterpret the actions and words of people because we see with an eye which is already darkened!

So, that Christ's words today call us to an extremely careful attitude; to the way in which we look and see; we must remember that if we see nothing, it comes very often from our blindness; if we see evil — it comes from the darkness within; if we have a revulsion against things, it is so often from the way in which we are centred on ourselves and cannot look with serenity, with a purity of heart. Because ultimately, we see not only with our physical eyes which convey to us impressions, we see also with a heart that can see God only when it is pure and not only God in His mysterious being, but God in His presence through grace and beauty, and (blessing). Saint Isaac the Syrian says that a man who has got a clear eye and a pure heart does no longer see the darkness in the world because this darkness is superseeded by the shining of the divine grace at work and resting on all things, however dark they may appear.

Let us learn this lesson at least from the Gospel. Let us be so careful to see with purity, to interpret with purity of heart and to act from within love, and then we shall be able to see with freedom the transparenc(ies) and the shining of the world and in the world, and love it, and serve it, and be in this world in the place which Christ assigned us, blessing in His own name, believing things, hoping all things and never ceasing to love even if love means laying down our life, either the life of the old Adam who must die so that the new Adam should live, or else the life of the New Adam who gives his life that the world and others may live. Amen.

Εὐαγγέλιο Κυριακῆς Γ Ματθαίου «ἐάν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ἦ, ὅλον τό σῶμα σου φωτεινόν ἔσται»



 
«ἐάν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ἦ, ὅλον τό σῶμα σου φωτεινόν ἔσται»



Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τρεπτός. Μπορεῖ νά ἀνέλθει μέχρι τήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό («ἠλάττωσας αὐτόν βραχύ παρ΄ἀγγέλοις»), μπορεῖ, ὅμως, νά κατέλθει μέχρι τήν πλήρη ἐξαχρείωση, νά ὁμοιωθεῖ μέ τούς δαίμονες καί νά γίνει χειρότερος τῶν ζώων.

Ἔχοντας, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος τήν προίκα τοῦ αὐτεξουσίου καλεῖται νά πραγματώσει τό καθ’ὁμοίωσιν, νά γίνει θεοειδής, νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Σέ αὐτή τήν διαδικασία, τήν πνευματική, δηλαδή, ἐνηλικίωση, ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νά ἀξιολογήσει τίς προτεραιότητες τῆς ζωῆς του καί νά πορευθεῖ μέ βάση τίς ἐπιλογές του. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νά προσανατολίσει τήν ζωή του καί ὁ Θεός σέβεται τήν ἐλευθερία του.

Στό κέντρο λοιπόν τῆς ὕπαρξής του, στόν «λύχνο τοῦ σώματος», τόν ὀφθαλμό τῆς ψυχῆς, πού ἐδῶ νοεῖται ὁ νοῦς, πρέπει νά κατοικήσει ὁ Θεός. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου νά γίνει «λύχνος τοῖς ποσίν μου καί φῶς τοῖς τρίβοις μου»( Ψαλμ. 118, 105).

Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά θεωρήσει ὡς τήν πρώτη ἀγάπη τῆς ζωῆς του τόν Θεό. Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό ὑπερβαίνει τήν ἀγάπη πρός κάθε τι γήινο εἴτε αὐτό εἶναι ἡ οίκογένεια, ὁ πλοῦτος, ἡ δόξα, εἴτε εἶναι ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀγάπη. Αύτό ὀφείλει νά εἶναι μία ἥρεμη ἀπόφαση στόν νοῦ τοῦ ἄνθρώπου. Ó ἄνθρωπος μεγαλώνει τά παιδιά του προκειμένου νά τούς ἐμφυτεύσει τόν Χριστό, ἡ ἀγάπη τῶν συζύγων εἶναι πρός δόξαν Θεοῦ, ἡ μεταξύ μας ἀγάπη εἶναι ἡ ἐν Χριστῶ ἀγάπη. Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά δημιουργήσει μία πραγματικότητα ἔξω ἀπό τόν Θεό, αὐτό θά ἦταν εἰδωλολατρεία καί ἔμπαιγμός τῶν δαιμόνων. Ὁ ἄνθρωπος μεγαλώνει ἡλικιακά σύμφυρτος μέ τίς ἡδονές καί γι αύτό, κατά τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, δυσκολεύεται νά ἀποποιηθεῖ τό κριτήριο τῆς ἰδιοτέλειας, «τῆς ἡδονῆς καί τῆς ὀδύνης» κατά τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή ἐφόσον ὁ νοῦς καταδυναστεύεται ἀπό τίς αἰσθήσεις στήν πρώτη νεότητα τοῦ ἀνθρώπου( Γρηγόριος Νύσσης , 8η ὁμιλία στόν Ἐκκλησιαστή). Ἐνηλικιούμενος πνευματικά ὁ ἄνθρωπος θά συνειδητοποιήσει ὅτι δέν εἶναι τό κέντρο τοῦ σύμπαντος, ὅτι ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα εἶναι μία ὁλότητα καί ὡς ἐκ τούτου καθένας εἶναι συνυπεύθυνος γιά τόν ἄλλο, ὅτι τὀ «ὅντως ἐφετόν» εἶναι ὁ Θεός, ἡ πηγή κάθε ἀγαθότητος.

Ὅταν, λοιπόν, ὁ λύχνος τοῦ σώματος, ἤτοι ὁ νοῦς, εἶναι καθαρός δηλαδή δέν εἶναι ὑποταγμένος στήν δουλεία τῶν κτισμάτων, τότε ὅλο τό σῶμα, ὅλη ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι φῶς. Ὅταν ὁ νοῦς ἐγκαταλείψει τόν Θεό τότε σκοτίζεται καί προσκολᾶται στήν ἁμαρτία καί ὁ ἄνθρωπος λόγω τῆς τρεπτότητάς του ὁδηγεῖται στόν θάνατο τῆς ψυχῆς. Γι αὐτό εἶναι ἀπαραίτητη ἡ κατά τούς Πατέρες ἡ «φυλακή (δηλαδή ἐπιφυλακή) τοῦ νοός». Ὁ νοῦς εἶναι ἡ ἡγεμονική δύναμη τῆς ψυχῆς. Ἅλλωστε στους Ἁγίους ἡ ψυχή, κατά τούς Πατέρες, γίνεται ὅλη νοῦς καί αὐτές οἱ Ἀγγελικές δυνάμεις ὀνομάζονται νόες. Ὁμοίως, κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος «μοναχός εἶναι ἔκσταση τοῦ νοός». Ὁ διάβολος κατά τόν Ἅγιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη δέν μπορεῖ νά βλάψει τόν ἄνθρωπο. Μπορεῖ ὅμως νά τοῦ ὑποβάλει στόν νοῦ μιά ἁμαρτωλη ἰδέα καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος συγκατεθεῖ νά τόν ὁδηγήσει σέ πτώση.

Εἶναι φανερό τό πόσο ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἔχει τόν νοῦν του σέ ἐγρήγορση. Ὁ κόσμος σήμερα ἀλλά καί σέ κάθε ἐποχή εἶναι γεμᾶτος άνθρώπινες θεωρίες καί ἐπινοήσεις καί λανθασμένα συστήματα ἀξιῶν πού ὁδηγοῦν σέ σύγχυση. Στίς μέρες μας η τηλεὀραση εἶναι ἡ θύρα είσόδου στόν νοῦ τῶν ἀνθρώπων κάθε εἴδους πλάνης καί ἁμαρτίας. Προκειμένου νά ἀντισταθεῖ ὁ ἅνθρωπος ὀφείλει νά ἀπαρνηθεῖ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου καί νά ἐνστερνισθεῖ τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας.(«Τοίνυν ἐξερχόμεθα πρός αὐτόν ἔξω τῆς παρεμβολῆς τόν ὀνειδισμόν αὐτοῦ φέροντες» Ἐβρ. 13,13). Ἁπαραίτητη εἶναι ἡ προσευχή γιά τόν ἀγωνιζόμενο Χριστιανό καί ἱδίως ἡ νοερά προσευχή, ἡ εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με». Ἡ εὐχή έπαναφέρει τόν σωστό προσανατολισμό στήν ψυχή τοῦ ἀνθρὠπου, καί ὀδηγεῖ στήν εἴσοδο τοῦ νοῦ στήν καρδιά, δηλαδή στήν ἀποκατάσταση τῆς διασπασμένης ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα ἑνότητας τῆς ψυχῆς. Ἡ προσευχή δέν εἶναι πολυτέλεια οὔτε προσφέρομε χάρη στόν Θεό μέ αύτήν. Εἶναι ἀναγκαιότητα, τροφή τῆς ψυχῆς καί ὁδηγεῖ στήν κάθαρση τῆς ψυχῆς καί τόν φωτισμό τοῦ ἐσκοτισμένου νοός. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι θεραπευτήριο καί διαθέτει μέ τόν θεσμό τοῦ πνευματικοῦ Πατέρα, τό μυστήριο τῆς μετάνοιας-ἐξομολόγησης καί τή Θεία Εύχαριστία τά μέσα γιά τήν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπίσης, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ χῶρος ὀπου πραγματοποιεῖται ὁ σκοπός τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἡ θέωση.

Στόν κόσμο συγκρούονται δύο πνεύματα: τόν πνεῦμα τοῦ κόσμου καί τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας. Στήν Ἐκκλησία, πού εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τήν λύτρωση, τό νόημα τῆς ζωῆς, τήν «δικαίωση» κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, τῆς ὕπαρξής του.

Κυριακη Γ Ματθαίου Ὁ ἡγεμών νοῦς


Καυχῶνται οἱ ἀνθρωπολόγοι, καί δικαίως, γιά τό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος διακρίνεται ἀπό τά λοιπά εἴδη τοῦ ζωικοῦ βασιλείου, λόγω τῆς λογικῆς καί τῆς ἀντιληπτικῆς του ἱκανότητας. Ἀλλά καί πολλοί φιλοσοφοῦντες ἐπαίρονται γιά τή δυνατότητα τῆς σκέψης καί τήν παραγωγή τοῦ νοῦ. Κι εἶναι ἀλήθεια ὅτι καί οἱ θεολόγοι δοξάζουν τόν Ἅγιο Θεό γιά τό μεγάλο δῶρο του στόν ἄνθρωπο, τόν ἡγεμόνα νοῦ. Ἐκεῖνο πού δέν γίνεται ἀπολύτως κατανοητό εἶναι πώς μέ ὅλα αὐτά οἱ ἄνθρωποι ὄχι μόνον αὐτοθαυμαζόμαστε γιά τό μεγάλο προσόν τῆς λογικῆς, ἀλλά κυρίως αὐτοκατακρινόμαστε μιᾶς πού τό προνόμιο τῆς σκέψης καί τῆς ἐλεύθερης βούλησης μᾶς καθιστᾶ ὑπόλογους γιά τίς πράξεις, τούς λόγους, τίς ἐπιθυμίες, μ’ ἕνα λόγο τά ἐνεργήματά μας. Ἀκριβῶς δέ ἐπειδή μποροῦμε καί ἀντιλαμβανόμαστε τήν πραγματικότητα κι ἔχουμε συνείδηση τῶν πραττομένων μας, φέρουμε καί τήν εὐθύνη γιά ὅ,τι ἀρνητικό, ἀπάνθρωπο καί προσβλητικό συμβαίνει στόν πλανήτη αὐτόν, συνήθως ὡς ἀποτέλεσμα συλλογικῶν ἐπιλογῶν, τίς ὁποῖες ὅμως, ἔστω καί περιστασιακά ἤ παρορμητικά, στηρίζουμε.

Σπεύδουμε, βεβαίως, οἱ ἄνθρωποι νά κατηγορήσουμε ὅλους τους ὑπόλοιπους καί φορτώνουμε πάντα «στόν ἄλλον» τό ὅποιο φταίξιμο, μιᾶς πού ὁ ἐγωισμός μᾶς ἐμποδίζει νά ἀναλάβουμε τό μερίδιο τῆς εὐθύνης πού μᾶς ἀναλογεῖ, ἐνῶ ἡ δικαιολογία εἶναι μιά φοβερά ἀμυντική λειτουργία πού ἐπιτρέπει τόν ἐφησυχασμό καί τήν αὐτοδικαίωση. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει πώς δέν ὑπάρχει ἄν ὄχι συνενοχή, ὁπωσδήποτε συνυπευθυνότητα γιά τήν κατάσταση τοῦ κόσμου στόν ὁποῖο ζοῦμε. Τελικά, τί κάνουμε; Πῶς φθάνουμε σέ οὐσιαστικές ἐπιλογές πού οἰκοδομοῦν καί δέν καταστρέφουν; Πῶς βοηθᾶμε τόν κόσμο χωρίς νά κάνουμε ζημιά; Πῶς κατευθύνουμε τόν ἑαυτό μας, ὥστε νά εἴμαστε τά ἀντισώματα στή σήψη καί τή διαφθορά;


Τό κέντρο λήψης ἀποφάσεων

Στή σημερινή εὐαγγελική περικοπή βλέπουμε τόν Χριστό νά κάνει ἰδιαίτερη ἀναφορά στόν νοῦ, ὡς τό σημεῖο ὅπου ὁ ἄνθρωπος παίρνει τίς ἀποφάσεις του, ἀξιολογώντας δεδομένα, ἱεραρχώντας ἐπιθυμίες, σταθμίζοντας δυνατότητες. Καί μάλιστα ὁ Χριστός μᾶς μιλάει γιά τόν νοῦ χωρίς νά τόν κατονομάζει! Μιλάει μόνο γιά φῶς καί σκότος μέσα στόν ἄνθρωπο. Κι αὐτό τό κάνει ὄχι θεωρητικά ἤ μέ φιλοσοφική διάθεση, ἀλλά τελείως πρακτικά, ἀναφερόμενος στίς θυρίδες τῆς ψυχῆς καί τοῦ νοῦ, στά μάτια. Ἀναφέρεται δέ εἰδικά στά μάτια, καθώς αὐτά συλλέγουν τίς προσλαμβάνουσες παραστάσεις, αὐτά εἰσάγουν τήν ὅποια εἰκόνα ἐντυπωσιαζόμενα ἀπό τή δύναμή της κι αὐτά κατευθυνόμενα σημασιοδοτοῦν τίς ὅποιες ἀναζητήσεις τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν κόσμο γύρω του.

Μιλάει γιά ἁπλό καί πονηρό ὀφθαλμό, χρησιμοποιώντας ἐπίθετα πού προσδιορίζουν ἠθική, ὄχι μόνο γιά νά τονίσει τὸν μεταφορικό του λόγο, ἀλλά κυρίως γιά ν’ ἀναδείξει τίς συνέπειες τῆς ἐπιλογῆς τοῦ ἀνθρώπου καί τήν εὐθύνη του στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο βλέπει καί ἀντιμετωπίζει τά πράγματα. Μέ ἄλλα λόγια, ἐάν ὁ ἄνθρωπος μέ πονηρή διάθεση, ὑπό εὐρεία ἔννοια, περιεργάζεται τά πράγματα, ἐπιτρέποντας στά μάτια του ὄχι νά διαπιστώνουν αὐτό πού πραγματικά συμβαίνει, ἀλλά αὐτό πού ἡ προκατάληψη καί ἡ ὑστεροβουλία του θέλουν νά δοῦν, τότε δέν ὁδηγεῖται στήν ἁπλότητα τῆς πραγματικότητας, ἀλλά μέσα ἀπό τήν καχυποψία του φθάνει στή διαστροφή τῆς πλάνης καί ἐνέργει ἀνάλογα προξενώντας πόνο καί ζημιά.

Θά πεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «νοῦς ἀποστάς τοῦ Θεοῦ ἤ κτηνώδης γίνεται ἤ δαιμονιώδης». Κι αὐτό σημαίνει πώς ὁ ἄνθρωπος ὅταν δέν ἔχει στόν νοῦ τόν Θεό, τότε μοιάζει εἴτε στά ζῶα, εἴτε στούς δαίμονες. Πράγματι, ὁ χωρίς Θεό νοῦς τί ἀποζητᾶ καί τί ὑποβάλλει στόν ἄνθρωπο; Ἀφενός ἐπιθυμίες πονηρές, εἴτε σέ σχέση μέ σαρκικά πάθη εἴτε σέ σχέση μέ φιλαργυρία καί ἀπληστία, ἀφετέρου δαιμονικῆς διαστροφῆς ἰδέες καί θεωρήσεις σέ μιά προσπάθεια καταστροφῆς τῆς σχέσης Θεοῦ-ἀνθρώπου ἤ τῶν παντοδαπῶν ἀνθρώπινων σχέσεων σέ ὅλα τά ἐπίπεδα.


Ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ

Ὅταν θέλουμε στά ἑλληνικά νά χαρακτηρίσουμε κάποιον ὡς οὐσιαστικό ἄνθρωπο μέ μεγάλη ἀξία, τόν χαρακτηρίζουμε φωτισμένο. Δέν εἶναι μόνον ἡ ἐπίδραση τῆς ἡσυχαστικῆς παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας μας πού ὁδηγεῖ στόν ἀνωτέρω χαρακτηρισμό. Εἶναι ἡ ἀλήθεια πού διαπιστώνεται ὅποτε πλησιάζουμε ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο, μιᾶς πού ἡ αἴσθηση ἑνός κάποιου ὑπερκόσμιου φωτός πού τόν χαρακτηρίζει, μᾶς κατακλύζει καί μᾶς ἀναπαύει. Δέν εἶναι τυχαῖο τό ὅτι καί ἡ Ἐκκλησία μας ἁγιογραφεῖ τούς Ἁγίους περικοσμώντας τους μέ φωτοστέφανο ὡς δηλωτικό της κατάστασης τῆς ἁγιότητας, ἀλλά καί τῆς αἴσθησης πού οἱ ἴδιοι οἱ Ἅγιοι ἔχουν ἀπό τήν κοινωνία τους μέ τόν Ἅγιο Θεό.

Ἡ προσευχή πού γιά χρόνια ἀπηύθυνε στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμάς, κατά τήν ἐγκαταβίωσή του στό Ἁγιώνυμο Ὄρος, ἦταν: «φώτισόν μου τό σκότος»! Διεκδικοῦσε τόν φωτισμό τοῦ νοῦ, ὥστε ἐλεύθερος ἀπό τό σκότος τῶν παθῶν, τοῦ ἐγωισμοῦ καί τῶν προσωπικῶν ἐπιδιώξεων, νά μπορεῖ νά τόν κατευθύνει ἀπλανῶς στό θεῖο θέλημα, σέ ἀποφάσεις ἅγιες καί ἱερές, δηλαδή κατεξοχήν σωστές, χρήσιμες καί οὐσιαστικές γιά τόν ἴδιο καί τόν κόσμο στόν ὁποῖο ζοῦσε.

Ἄν δέν ἐπέλθει ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ, μετά τήν κάθαρσή του ἀπό ἐπιδιώξεις καί ἐπιθυμίες πονηρές καί ὑστερόβουλες, ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά πάρει ἀποφάσεις καταλυτικά οὐσιαστικές γιά τόν ἑαυτό του καί τήν κοινωνία. Γι’ αὐτό καί ὁ προσευχόμενος ἄνθρωπος εἶναι ὁ πλέον δυναμικά σκεπτόμενος, καθώς διεκδικεῖ τόν φωτισμό τοῦ ἡγεμόνα νοῦ ἀπό τή θεία χάρη, ὥστε νά καθοδηγεῖται ἀπλανῶς καί νά ἐνεργεῖ καί νά εὐεργετεῖ μέ κριτήριο τήν ἀλήθεια.

Κυριακή Γ΄ Ματθαίου- Ερμηνεία της Ευαγγελικής περικοπής από τον Ιερό Χρυσόστομο

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ[:Ματθ. 6,22-33]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
    «Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινόν ἔσται· ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον; (:και δεν είναι μικρή συμφορά να κολλήσει ο νους και η καρδιά σας στα γήινα και μάταια. Για να το καταλάβετε αυτό, σας φέρνω μια εικόνα: Το λυχνάρι που δίνει φως στο σώμα είναι το μάτι και το λυχνάρι που φωτίζει την ψυχή είναι ο νους. Εάν λοιπόν το μάτι σου είναι υγιές, όλο το σώμα σου θα είναι γεμάτο φως, σαν να ήταν ολόκληρο το σώμα σου μάτι

Έτσι θα φωτίζεται και η ψυχή σου, εάν ο νους σου και η καρδιά σου δεν έχουν τυφλωθεί απ’ τη φιλαργυρία και την προσκόλληση στα μάταια. Εάν όμως το μάτι σου είναι βλαμμένο και τυφλωμένο, όλο το σώμα σου θα είναι βυθισμένο στο σκοτάδι. Εάν λοιπόν εκείνο που σου δόθηκε για να σου μεταδίδει φως γίνει σκοτάδι, σε πόσο σκοτάδι θα βυθιστείς; Κάτι ανάλογο θα συμβεί, εάν και ο νους σκοτιστεί από την προσκόλληση στον πλούτο. Σε πόσο ηθικό σκοτάδι θα βυθιστεί τότε η ψυχή σου!)»[Ματθ.6,22-23].
     Επειδή προηγουμένως είχε αναφέρει τον νου και είπε γι’ αυτόν ότι γίνεται ολότελα υπόδουλος και αιχμάλωτος, αλλά αυτό δεν ήταν εύκολα κατανοητό από τους πολλούς ανθρώπους,  γι' αυτό στρέφει τη διδασκαλία προς τα εξωτερικά και τα πράγματα που βρίσκονται μπροστά μας και που είναι περισσότερο αντιληπτά με τις αισθήσεις μας και τα καθημερινά μας βιώματα, ώστε διαμέσου αυτών να κατανοήσουν και τα πνευματικά θέματα. «Εάν λοιπόν, δεν αντιλήφθηκες», λέγει, «τι είναι τέλος πάντων η βλάβη του νου, να το καταλάβεις από τα υλικά πράγματα, διότι ό,τι είναι ο οφθαλμός για το σώμα, αυτό είναι ο νους για την ψυχή».
   Όπως λοιπόν δεν θα προτιμούσες να στολίζεσαι με χρυσά κοσμήματα και να φορείς μεταξωτά ενδύματα, όμως τα μάτια σου να έχουν χάσει την όρασή τους, αλλά θεωρείς την υγεία αυτών πιο ποθητή από την αφθονία όλων αυτών των αγαθών(διότι εάν χάσεις και καταστρέψεις την όρασή σου, δεν έχεις πλέον καμία ωφέλεια από την υπόλοιπη ζωή σου)· όπως δηλαδή όταν τυφλωθούν τα μάτια σου, χάνουν ως επί το πλείστον την ενεργητικότητά τους και τα υπόλοιπα μέλη του σώματος, αφού θα σβήσει γι’ αυτά το φως, έτσι και όταν διαφθαρεί η διάνοιά σου, θα γεμίσει η ζωή σου από αμέτρητα κακά. Συνεπώς, όπως στη φροντίδα του σώματος, αυτό θέτουμε ως προτεραιότητα και αυτό κυρίως προσέχουμε, το να είναι υγιή τα μάτια μας, έτσι και στη φροντίδα της ψυχής πρέπει  ως προτεραιότητα να θέτουμε να διατηρείται ο νους υγιής.
    Εάν όμως τυφλώσουμε αυτόν, ο οποίος οφείλει να δίνει φως και στα άλλα μέλη του σώματος, τότε πώς θα βλέπουμε πλέον; Όπως εκείνος, που στέρεψε την πηγή, ξήρανε και τον ποταμό, κατά όμοιο τρόπο και εκείνος που αφάνισε τον νου του, έριξε στο σκοτάδι κάθε πράξη της επίγειας ζωής του. Γι' αυτό ο Κύριος λέγει: «εάν το εσωτερικό σου φως είναι σκοτάδι, σε πόσο μεγάλο σκοτάδι θα βυθιστείς;». Πραγματικά όταν ο κυβερνήτης του πλοίου πνιγεί, όταν ο λύχνος σβήσει και όταν ο αρχηγός αιχμαλωτιστεί, τότε ποια ελπίδα θα έχουν οι υπήκοοι;
     Για τον λόγο αυτόν, λοιπόν, αφού παρέλειψε να αναφέρει τώρα τους κινδύνους, τις διαμάχες και τις δίκες, οι οποίες προκαλούνται εξαιτίας του πλούτου( τις είχε υπονοήσει, βέβαια, αυτές και παραπάνω, όταν είπε: «Ἴσθι εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου ταχὺ ἕως ὅτου εἶ ἐν τῇ ὁδῷ μετ᾿ αὐτοῦ, μήποτέ σε παραδῷ ὁ ἀντίδικος τῷ κριτῇ καὶ ὁ κριτής σε παραδῷ τῷ ὑπηρέτη, καὶ εἰς φυλακὴν βληθήσῃ(:να είσαι συμβιβαστικός και να έχεις συμφιλιωτικές διαθέσεις απέναντι στο δανειστή με τον οποίο βρίσκεσαι σε δίκη. Και δείξε τις διαθέσεις σου αυτές γρήγορα, για όσο διάστημα βρίσκεσαι μαζί του στον δρόμο που οδηγεί στο δικαστήριο. Πρόλαβε, μην τυχόν σε παραδώσει ο αντίδικος στο δικαστή, κι ο δικαστής σε καταδικάσει και σε παραδώσει στον εκτελεστή των ποινών και σε ρίξει στη φυλακή)»[Ματθ.5,25], με το να αναφέρει τώρα τα χειρότερα από όλα, που συμβαίνουν, απομακρύνει με τον τρόπο αυτόν από την πονηρή επιθυμία.
    Πραγματικά, είναι πολύ χειρότερο το να υποδουλωθεί ο νους στο πάθος αυτό, παρά να κλειστεί στη φυλακή. Και το τελευταίο δεν συμβαίνει οπωσδήποτε, ενώ το πρώτο είναι συνδεδεμένο με την επιθυμία των χρημάτων.  Γι' αυτό και θέτει την υποδούλωση του νου, επειδή είναι βαρύτερο κακό, μετά τη φυλάκιση, που οπωσδήποτε βέβαια συμβαίνει. «Διότι ο Θεός», λέγει, «μας έδωσε τον νου, για να εξαλείψουμε την άγνοιά μας και να κρίνουμε ορθά τα πράγματα καιχρησιμοποιώντας τον νου σαν ένα όπλο και φως εναντίον του καθενός που μας λυπεί και μας βλάπτει, να παραμένουμε σε ασφάλεια». Εμείς ,όμως, σπαταλούμε την δωρεά αυτή για περιττά και ανώφελα πράγματα.
    Πραγματικά, τι ωφελούνται οι χρυσοντυμένοι στρατιώτες, όταν ο στρατηγός τους σύρεται στην αιχμαλωσία; Ποιο το κέρδος για ένα όμορφα διακοσμημένο πλοίο, όταν πνιγεί ο κυβερνήτης του; Τι αξία έχει ένα σώμα δυνατό, όταν τα μάτια έχουν στερηθεί την οπτική τους ικανότητα; Δηλαδή, όπως ακριβώς εάν κάποιος, τον γιατρό, ο οποίος οφείλει να παραμένει υγιής για να θεραπεύει τις ασθένειες, αφού τον κάνει να ασθενήσει, ορίσει έπειτα να τον ξαπλώσουν σε αργυρό κρεβάτι και να βρίσκεται μέσα σε χρυσό θάλαμο, δεν θα μπορεί πλέον άρρωστος ο γιατρός να προσφέρει καμία ωφέλεια στους ασθενείς,  κατά όμοιο τρόπο, αν και εσύ, αφού διαφθείρεις τον νου, ο οποίος έχει τη δύναμη να διαλύει τα πάθη, καθίσεις έπειτα κοντά στον θησαυρό σου, όχι μόνο δεν θα έχεις καμία ωφέλεια, αλλά θα πάθεις μεγάλη ζημία και την ψυχή ολόκληρη θα βλάψεις.
    Είδες ότι διαμέσου εκείνων, με τα οποία επιθυμούν σε κάθε περίπτωση οι άνθρωποι την πονηρία, απομακρύνει αυτούς από αυτήν και τους επαναφέρει στην αρετή; «Για ποιο λόγο», λέγει, «θέλεις τα χρήματα; Όχι για να απολαύσεις την ηδονή και την τρυφή; Αυτό λοιπόν δεν θα το επιτύχεις με τα χρήματα, αλλά με την τελείως αντίθετη κατάσταση». Πραγματικά, εάν όταν τυφλωθούμε, δεν αισθανόμαστε κανένα από τα ευχάριστα εξαιτίας της συμφοράς αυτής, πολύ περισσότερο θα πάθουμε το ίδιο, όταν διαστραφεί και διαφθαρεί ο νους μας. «Γιατί, πάλι, τα κρύβει μέσα στη γη; Για να προφυλάσσονται εκεί με τη μέγιστη δυνατή ασφάλεια; Αλλά και εδώ», λέγει, «το αντίθετο συμβαίνει.Όπως δηλαδή, εκείνον που νηστεύει, που ελεεί, που προσεύχεται για λόγους κενοδοξίας, διαμέσου εκείνων τα οποία προπάντων επιθυμεί, τον αποσπά από την κενοδοξία («Διότι, για ποιο λόγο προσεύχεσαι και ελεείς με τέτοιο τρόπο;», λέγει. «Επειδή επιθυμείς τη δόξα των ανθρώπων; Λοιπόν, μην προσεύχεσαι έτσι», λέγει, «και τότε θα επιτύχεις τη δόξα αυτήν κατά τη μελλοντική ημέρα της κρίσεως)», έτσι και τον φιλάργυρο διαμέσου εκείνων τα οποία προπάντων επιθυμεί, τον προσελκύει και τον αποσπά από το φοβερό αυτό πάθος του. «Τι θέλεις λοιπόνΝα φυλάσσονται τα χρήματά σου και να απολαμβάνεις την ηδονή; Και τα δύο αυτά θα σου τα δώσω με μεγάλη αφθονία, εάν καταθέσεις τα χρήματά σου εκεί που σε προτρέπω».
     Βέβαια, πιο καθαρά απέδειξε τη ζημία του νου, που προκαλείται από την αιτία αυτή, στη συνέχεια, όταν έκανε λόγο για τα αγκάθια. Αλλά και τώρα στην προκειμένη περίπτωση δεν έθιξε τυχαία αυτό, αφού έδειξε ότι έχει βυθιστεί στο σκοτάδι ο άνθρωπος που κατέχεται από τη μανία της φιλαργυρίας. Και όπως εκείνοι που βρίσκονται και βαδίζουν στο σκοτάδι δεν βλέπουν τίποτε καθαρά, αλλά εάν δουν ένα σχοινί, έχουν την πλανεμένη εντύπωση ότι είναι φίδι, κι αν πάλι δουν βουνά και χαράδρες πεθαίνουν από τον φόβο τους, έτσι και αυτοί εκείνα, που δεν προκαλούν φόβο σε όσους τα βλέπουν, τα υποψιάζονται ότι μπορεί να τους βλάψουν.
    Πραγματικά, φοβούνται την πενία. Ή μάλλον όχι την πενία μόνο, αλλά και την όποια ζημία θα τύχαινε να τους συμβεί. Και όταν χάσουν κάτι το ελάχιστο, λυπούνται και κλαίνε περισσότερο από εκείνους που δεν έχουν ούτε την αναγκαία τροφή. Εξάλλου, πολλοί πλούσιοι κατέφυγαν στον εκούσιο δια πνιγμού θάνατο, επειδή δεν μπόρεσαν να υποφέρουν τις δυσκολίες. Επίσης, θεωρούν τόσο σοβαρό το να υβρίζονται και να αδικούνται, ώστε και εξαιτίας αυτού, πάλι, πολλοί έθεσαν τέρμα βίαια στη ζωή τους· διότι ο πλούτος τούς κατέστησε αδύνατους για να αντιμετωπίσουν κάθε δυσχέρεια, εκτός από του να υπηρετούν τον ίδιο. Πραγματικά, όταν τους προστάζει να δουλεύουν σε αυτόν και τους φόνους αψηφούν και τις μαστιγώσεις και τις ύβρεις και κάθε προσβολή. Αυτό βέβαια είναι απόδειξη εσχάτης αθλιότητας, αφού σε εκείνα που έπρεπε να φιλοσοφούν, είναι πιο ανίσχυροι από όλους, ενώ σε εκείνα, που έπρεπε να είναι πιο προσεκτικοί, είναι πιο αναίσχυντοι και αυθάδεις. Ασφαλώς, με αυτούς συμβαίνει το ίδιο με εκείνο, το οποίο θα πάθει, όποιος ξόδεψε όλα τα χρήματά του σε ασήμαντα πράγματα. Αυτός λοιπόν όταν έλθει η στιγμή για την αναγκαία δαπάνη, επειδή δεν έχει τίποτε να ξοδέψει, υφίσταται τα ανίατα κακά, αφού όλη η περιουσία του δαπανήθηκε κακώς.
     Και όπως ακριβώς οι άνθρωποι του θεάτρου γνωρίζουν τις πονηρές εκείνες τέχνες επάνω στη σκηνή και κατά την ώρα της ασκήσεώς τους υπομένουν πολλά παράδοξα και επικίνδυνα, ενώ σε άλλα πράγματα χρήσιμα και αναγκαία είναι πιο γελοίοι από όλους, έτσι και αυτοί εδώ. Πραγματικά εκείνοι που βαδίζουν επάνω στο τεντωμένο σχοινί και δείχνουν τόση ανδρεία, όταν κάποιο αναγκαίο θέμα απαιτεί τόλμη και ανδρεία, δεν είναι σε θέση ούτε να σκεφτούν κάτι, ούτε μπορούν να ανεχθούν κάτι παρόμοιο. Κατά όμοιο τρόπο και οι πλούσιοι, ενώ τολμούν τα πάντα χάριν των χρημάτων, δεν ανέχονται, ούτε μικρό ούτε μεγάλο να υποστούν για να συνηθίσουν να ασκούνται στην πνευματική ζωή και τις θυσίες που αυτή απαιτεί. Και όπως όσοι εργάζονται σε θέατρα και σε τσίρκα ασκούν κάτι και επικίνδυνο και ανώφελο, έτσι και οι πλούσιοι υπομένουν πολλούς κινδύνους και δυσκολίες, χωρίς να φθάνουν ποτέ σε κάποιο χρήσιμο αποτέλεσμα, και συγχρόνως, βρίσκονται σε διπλό σκοτάδι, αφενός μεν το προερχόμενο από την τύφλωση, που προκαλεί η διαστροφή του νου, και αφετέρου υπομένοντας το μεγάλο σκοτάδι που δημιουργεί η απατηλή θολούρα των βιοτικών μεριμνών.  Γι' αυτό βέβαια δεν μπορούν να βλέπουν με ευκολία. Οπωσδήποτε, όποιος βρίσκεται στο σκοτάδι, απαλλάσσεται από το σκοτάδι, μόνο όταν φανεί ο ήλιος, ενώ όποιος έχει τυφλωθεί, δεν πετυχαίνει αυτό, ούτε και όταν ανατείλει ο ήλιος. Αυτό, λοιπόν, έπαθαν και αυτοί· διότι δεν ακούνε ούτε τον Ήλιο της δικαιοσύνης, ο οποίος έλαμψε και τους συμβουλεύει, επειδή ο πλούτος τούς έκλεισε τους οφθαλμούς.  Γι' αυτό και υπομένουν διπλό σκοτάδι, το ένα από τον εαυτό τους και το άλλο επειδή δεν προσέχουν στον Διδάσκαλο.
     Ας προσέχουμε, λοιπόν, σε Αυτόν με ακρίβεια, ώστε να αναβλέψουμε έστω και αργά. Και πώς είναι δυνατόν να αναβλέψεις; Εάν μάθεις το πώς τυφλώθηκες. Πώς τυφλώθηκες λοιπόν; Από την πονηρή επιθυμία. Όπως δηλαδή, ένα βλαβερό υγρό, όταν στάξει επάνω στην καθαρή κόρη ενός οφθαλμού, φέρει την τύφλωση, έτσι και ο έρωτας των χρημάτων δημιουργεί μπροστά στα μάτια μας πυκνή νεφέλη. Αλλά είναι εύκολο να διασκορπίσουμε και να διαλύσουμε τη νεφέλη αυτήν, εάν δεχτούμε την ακτίνα της διδασκαλίας του Χριστού, εάν ακούσουμε Αυτόν να μας συμβουλεύει και να λέγει:«Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς(:μη μαζεύετε για τον εαυτό σας θησαυρούς πάνω στη γη, όπου ο σκόρος και η φθορά της σαπίλας ή της σκουριάς αφανίζουν τα αποθηκευμένα είδη του πλούτου και όπου οι κλέφτες τρυπούν τους τοίχους των θησαυροφυλακίων και τα κλέβουν)»[Ματθ. 6,19].
      «Και τι θα κερδίσω», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, «από την ακρόαση του λόγου του Θεού, όταν με κατέχει η επιθυμία;». Μα προπάντων η συνεχής ακρόαση του θείου λόγου θα μπορέσει να νικήσει και να εξαλείψει και κάθε εμπαθή επιθυμία. Συνεπώς, εάν επιμένεις να κατέχεσαι από το πάθος αυτό, τότε σκέψου ότι δεν πρόκειται για επιθυμία· διότι τι είδους επιθυμία είναι αυτή να υπομένεις σκληρή δουλεία, να υφίστασαι την τυραννία, να δένεσαι από κάθε πλευρά, να παραμένεις στο σκοτάδι, να είσαι γεμάτος ταραχή, να υποβάλλεσαι σε ανωφελείς κόπους και να φυλάσσεις τα χρήματα  για τους άλλους, πολλές φορές μάλιστα ακόμα και για τους εχθρούς σου; Ποιας επιθυμίας είναι άξια αυτά; Ποια φυγή ή δρόμο δεν αξίζουν; Τι επιθυμία είναι αυτή να εμπιστεύεσαι τον θησαυρό σου στους κλέφτες; Εάν βέβαια επιθυμείς υπερβολικά τα χρήματα, να τα μεταφέρεις εκεί όπου είναι δυνατόν να παραμένουν ασφαλή και απείρακτα· διότι όσα κάνεις τώρα, δεν αποδεικνύουν άνθρωπο, ο οποίος επιθυμεί τα χρήματα, αλλά άνθρωπο που επιθυμεί τη δουλεία, την αδικία, τη ζημία και τη συνεχή οδύνη. Εσύ λοιπόν, εάν κάποιος άνθρωπος σού υποδείξει έναν τόπο ασφαλή πάνω στη γη, είτε σε οδηγήσει και στην έρημο ακόμη, υποσχόμενος ασφάλεια στη φύλαξη των χρημάτων, δεν διστάζεις, ούτε αρνείσαι, αλλά έχεις εμπιστοσύνη και μεταφέρεις εκεί τα χρήματα. Όταν όμως αντί των ανθρώπων, σου το υπόσχεται αυτό ο Θεός και σου προτείνει όχι την έρημο, αλλά τον ουρανό, εσύ δέχεσαι τα αντίθετα αυτού.
     Μολονότι, και αν ακόμη τα χρήματά σου βρίσκονται σε απόλυτη ασφάλεια εδώ στη γη, εντούτοις ουδέποτε θα μπορέσεις να απαλλαγείς από την φροντίδα. Και στην περίπτωση ακόμη που δεν τα χάσεις, δεν θα απαλλαγείς σε καμία περίπτωση από την έγνοια και την αγωνία να μη σου τα αρπάξουν. Στον ουρανό, όμως, εάν τα αποταμιεύεις, δεν θα πάθεις τίποτε από αυτά. Και επιπλέον θα ωφεληθείς, διότι δεν κρύβεις το χρυσάφι σου μόνο, αλλά και το φυτεύεις για να λάβεις εκατονταπλάσιο καρπό· διότι το ίδιο γίνεται και θησαυρός και σπόρος, μάλλον όμως κάτι ανώτερο και από τα δύο αυτά: διότι ο μεν σπόρος δεν διατηρείται συνεχώς, ενώ αυτό μένει παντοτινά, ο δε θησαυρός δεν βλαστάνει, ενώ η ενέργεια αυτή της τήρησης των εντολών του Θεού φέρει καρπούς αθάνατους.
      Εάν τώρα μου αναφέρεις τον χρόνο και την αναβολή της αποδόσεως, μπορώ και εγώ να σου δείξω και να σου πω όσα απολαμβάνεις και εδώ στη γη. Εκτός αυτών, θα προσπαθήσω να σου αποδείξω από τα ίδια τα επίγεια πράγματα και τις βιοτικές φροντίδες, ότι ματαίως προβάλλεις αυτές τις προφάσεις. Πραγματικά, πολλά πράγματα κατασκευάζεις και στην παρούσα ζωή, τα οποία δεν πρόκειται να τα απολαύσεις ο ίδιος. Και όταν σε κατηγορεί κανένας, προβάλλεις τα παιδιά σου και τα παιδιά εκείνων και έχεις την εντύπωση ότι βρίσκεις ικανοποιητική δικαιολογία για τους περιττούς κόπους στους οποίους υποβάλλεσαι. Όταν λοιπόν ενώ βρίσκεσαι σε βαθύ γήρας, οικοδομείς λαμπρές οικίες, πολλές μάλιστα φορές θα αποθάνεις προτού να τελειώσουν αυτές. Επίσης, όταν φυτεύεις δέντρα τα οποία θα καρποφορήσουν ύστερα από πολλά έτη (δηλαδή, όταν φυτεύεις σε ένα χωράφι δέντρα που ο καρπός τους θα έλθει ύστερα από αναρίθμητα έτη),όταν αγοράζεις περιουσίες και κτήματα, τα οποία θα περιέλθουν στην κυριότητά σου ύστερα από πολύ χρόνο, και άλλα πολλά παρόμοια με ζήλο εκτελείς, από τα οποία δεν θα λάβεις ο ίδιος την απόλαυση, άραγε για τον εαυτό σου ή για τους μεταγενέστερους τα κάνεις;
    Κατά ποια λογική, λοιπόν, δεν είναι απόδειξη μεγάλης ανοησίας, εδώ από τη μια πλευρά να μην αγανακτείς καθόλου για την αναβολή του χρόνου, και μάλιστα, όταν πρόκειται με την αναβολή αυτή να χάσεις ολόκληρη την αμοιβή των κόπων σου, και από την άλλη να σε κυριεύει η αδιαφορία από την εκεί αναβολή, όταν μάλιστα σου επιφέρει μεγαλύτερο κέρδος και δεν μεταβιβάζει τα αγαθά στους άλλους, αλλά μεταφέρει σε εσένα τις δωρεές;
     Πέραν τούτων, και η αναβολή δεν είναι μεγάλη· διότι τα πράγματα είναι πολύ κοντά μας, και δεν γνωρίζουμε, εάν δεν λάβουν τέλος όλα τα επίγεια κατά τη διάρκεια της δικής μας γενεάς και δεν έλθει η φοβερή εκείνη ημέρα, παρουσιάζοντας σε μας το φρικτό και αδέκαστο δικαστήριο· διότι πολλά από τα σημεία, που θα προηγηθούν αυτής, ήδη πραγματοποιήθηκαν, διότι και το Ευαγγέλιο κηρύχθηκε πλέον σε όλη την οικουμένη και οι πόλεμοι και οι σεισμοί και η πείνα συνέβησαν και δεν μας χωρίζει μεγάλη απόσταση από αυτήν. Αλλά δεν παρακολουθείς τα σημεία; Και αυτό είναι μέγιστο σημείο· διότι και οι άνθρωποι της εποχής του Νώε δεν αντιλήφθηκαν τα προμηνύματα της πανωλεθρίας εκείνης, αλλά ενώ διασκέδαζαν, έτρωγαν, νυμφεύονταν και ασχολούνταν με τις συνηθισμένες εργασίες, έτσι απροετοίμαστους τους κατέλαβε η καταστροφή εκείνη. Επίσης, και οι κάτοικοι των Σοδόμων κατά όμοιο τρόπο κατακάηκαν από τους κεραυνούς που έπεσαν τότε, ενώ ζούσαν απολαμβάνοντας, χωρίς να αντιληφθούν τίποτε από τα συμβαίνοντα.
      Όλα αυτά σκεπτόμενοι, λοιπόν, ας στρέψουμε την προσοχή μας στην προετοιμασία της αποδημίας μας από τη γη· διότι και αν ακόμη δεν έλθει ποτέ η κοινή ημέρα της συντέλειας, το τέλος του καθενός είναι κοντά μας, είτε είναι γέρος κανείς, είτε νέος. Και δεν είναι δυνατόν, όταν φύγουμε από τη γη, ούτε λάδι να αγοράσουμε πλέον, ούτε να παρακαλέσουμε και να βρούμε συγνώμη, είτε παρακαλεί για εμάς ο Αβραάμ, ο Νώε, ο Ιακώβ και ο Δανιήλ. Συνεπώς, εφόσον έχουμε ακόμη καιρό, ας αποταμιεύσουμε εκ των προτέρων μεγάλη παρρησία απέναντι στον Θεό, ας συγκεντρώσουμε άφθονο λάδι, ας μεταφέρουμε τα πάντα στον ουρανό, ώστε και στον κατάλληλο καιρό, κατά τον οποίο προπάντων χρειαζόμαστε αυτά, να απολαύσουμε τα πάντα, με την χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
                Επιλεγμένα αποσπάσματα από την ομιλία ΚΑ΄
                  του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
              στο Υπόμνημά του στο Κατά Ματθαίον ευαγγέλιον
    «Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ (:μην απατάτε τον εαυτό σας με την ιδέα ότι είναι δυνατόν να θησαυρίζει κανείς και στη γη και ταυτόχρονα να είναι προσκολλημένος και στον Θεό. Κανείς δεν μπορεί να είναι συγχρόνως δούλος σε δύο κυρίους· διότι ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο, ή θα προσκολληθεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλο. Δεν μπορείτε να είστε συγχρόνως δούλοι και του Θεού και του μαμωνά, δηλαδή του πλούτου. Ή θα μισήσετε τον πλούτο για να αγαπήσετε τον Θεό, ή θα προσκολληθείτε στον πλούτο και θα περιφρονήσετε τότε τον Θεό)» [Ματθ.6,24].             
     Βλέπεις με ποιο τρόπο μάς απομακρύνει σιγά-σιγά από τα υλικά πράγματα και με περισσότερα λόγια εισάγει την εντολή για την ακτημοσύνη και κατατροπώνει την τυραννία της φιλαργυρίας; Διότι δεν αρκέστηκε, βέβαια, σε όσα είπε προηγουμένως, αν και ήταν πολλά και σπουδαία, αλλά προσθέτει και άλλα περισσότερα και φοβερότερα· διότι τι είναι πιο φοβερό από όσα  τώρα έχουν λεχθεί, εάν βέβαια, επρόκειτο εμείς να σταματήσουμε να είμαστε δούλοι του Χριστού, εξαιτίας των χρημάτων; Και τι είναι πιο ποθητό, εάν, βέβαια, πρόκειται να περιφρονήσουμε την τάση μας να αποταμιεύουμε περιττά επίγεια αγαθά και να συσσωρεύουμε χρήματα,από το να διατηρήσουμε τέλεια την αφοσίωση και την αγάπη μας προς τον Κύριο; Διότι εκείνο το οποίο πάντοτε λέγω, το ίδιο θα επαναλάβω και τώρα, ότι δηλαδή, και με τα δύο παρωθεί τον ακροατή προς την υπακοή των λόγων Του και με τα ωφέλιμα και με τα βλαβερά, υποδεικνύοντας ως άριστος ιατρός και την νόσο που προέρχεται από την απροσεξία και την υγεία που χαρίζει η υπακοή.
    Πρόσεξε λοιπόν με ποιον τρόπο, πάλι, καθιστά φανερό το κέρδος αυτό και πώς αποδεικνύει το συμφέρον από την αποφυγή των αντίθετων πραγμάτων. Πραγματικά, «δεν μας προξενεί, μόνο αυτήν τη βλάβη», λέγει, «ο πλούτος, επειδή εξοπλίζει τους ληστές εναντίον μας, ούτε επειδή προκαλεί μεγάλο σκοτισμό στο μυαλό μας, αλλά και επειδή μας αποκόπτει από το να είμαστε δούλοι στον Θεό και μας καθιστά αιχμαλώτους των αψύχων χρημάτων και κατά συνέπεια μας βλάπτει διπλά, με το να μας υποδουλώνει σε εκείνα, που έπρεπε να εξουσιάζουμε, και με το να μας απομακρύνει από την υπηρεσία του θελήματος του Θεού, στον Οποίον προπάντων είναι ανάγκη να είμαστε δούλοι».
     Όπως δηλαδή προηγουμένως απέδειξε ότι είναι διπλή η ζημία, και όταν αποθησαυρίζουμε εδώ στη γη τα χρήματά μας, όπου ο σκόρος τα αφανίζει, και όταν δεν τα εναποθέτουμε στον ουρανό, όπου η φύλαξή τους είναι εξασφαλισμένη[πρβλ.Ματθ.6,19-21: «Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διαρύσσουσι καὶ κλέπτουσι·θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν· ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν(:Μη μαζεύετε για τον εαυτό σας θησαυρούς πάνω στη γη, όπου ο σκόρος και η φθορά της σαπίλας ή της σκουριάς αφανίζουν τα αποθηκευμένα είδη του πλούτου κι όπου οι κλέφτες τρυπούν τους τοίχους των θησαυροφυλακίων και τα κλέβουν. Μαζεύετε για τον εαυτό σας θησαυρούς στον ουρανό, όπου ούτε ο σκόρος ούτε η σαπίλα και η σκουριά αφανίζουν τους αποθηκευμένους θησαυρούς σας και όπου οι κλέφτες δεν τρυπούν τους τοίχους των θησαυροφυλακίων σας ούτε κλέβουν. Πρέπει λοιπόν να θησαυρίζετε θησαυρούς στον ουρανό, για να είναι και η καρδιά σας προσκολλημένη στο Θεό και στα ουράνια. Διότι εκεί όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας)»], κατά όμοιο τρόπο και εδώ δείχνει διπλή τη ζημία, αναφέροντας και εκείνα που απομακρύνουν από τον Θεό και εκείνα που υποτάσσουν στον μαμμωνά.
    Ωστόσο δεν το θέτει ευθέως αυτό, αλλά το παρουσιάζει σιγά-σιγά με απλούς συλλογισμούς, λέγοντας τα εξής: «Κανείς δεν μπορεί να δουλεύει σε δύο κυρίους»· και αποκαλεί δύο διαφορετικούς «κυρίους», εκείνους οι οποίοι δίδουν αντίθετα προστάγματα· διότι εάν δεν συνέβαινε αυτό, δεν θα ήσαν και δύο· πράγματι, όπως αναφέρεται στο βιβλίο των Πράξεων για τους πρώτους Χριστιανούς, «τοῦ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία(:συγχρόνως και το πλήθος εκείνων που είχαν πιστέψει στο Ευαγγέλιο είχαν αρμονική και αδιάσπαστη ομοφροσύνη, μια ψυχή και μια καρδιά ˙ διότι τόσο οι καρδιές τους όσο και ολόκληρη η πνευματική τους ύπαρξη ήταν ενωμένα. Επικρατούσε δηλαδή μεταξύ τους πλήρης συμφωνία και αρμονία φρονημάτων και συναισθημάτων. Και κανείς απ’ αυτούς δεν βρισκόταν να λέει ότι και το ελάχιστο από τα υπάρχοντά του και την περιουσία του ήταν δικό του, αλλά τα είχαν μεταξύ τους όλα σε κοινή ωφέλεια και χρήση)»[Πράξ.4,32] και μολονότι ήσαν διαιρεμένοι σε πολλά σώματα, ωστόσο η ομόνοια έκανε τους πολλούς σαν να ήταν ένας άνθρωπος.
   Έπειτα, προεκτείνοντας αυτά, λέγει: «Όχι μόνο δεν θα δουλέψει στον πλούτο, αλλά θα τον μισήσει και θα τον αποστραφεί· διότι ή τον ένα θα μισήσει», λέγει, «και θα αγαπήσει τον άλλο, ή θα προσκολληθεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλο. Δεν μπορείτε να είστε συγχρόνως δούλοι και του Θεού και του μαμωνά, δηλαδή του πλούτου. Ή θα μισήσετε τον πλούτο για να αγαπήσετε τον Θεό, ή θα προσκολληθείτε στον πλούτο και θα περιφρονήσετε τότε τον Θεό»[Ματθ.6,24]. Και εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι έχει λεχθεί το ίδιο πράγμα. Ασφαλώς, δεν το εξέθεσε τυχαία έτσι αυτό, αλλά για να αποδείξει ότι η μεταβολή προς το καλύτερο είναι εύκολη. Για να μη λες, λοιπόν, ότι «έγινα δούλος, βρίσκομαι υπό την τυραννία του χρήματος», σου υποδεικνύει ότι είναι δυνατή η αλλαγή θέσεως και όπως ακριβώς από τη μία κατάσταση πέρασες στην άλλη, έτσι και από αυτήν είναι δυνατόν να μεταπηδήσεις σε διαφορετική.
     Ο πλούτος είναι τα αγαθά της Γης σε σημαντική ποσότητα, που σκοπό έχει να καλύψει τις ανάγκες του ανθρώπου. Άρα ο πλούτος έρχεται να υπηρετήσει τις ανάγκες του. Και συνεπώς αφού υπηρετεί, είναι υπηρέτης και όχι αφεντικό του ανθρώπου, που δυστυχώς μετά την πτώση των πρωτοπλάστων, θεοποίησε την υλική δημιουργία εφόσον έχασε από τον οπτικό ορίζοντά του τον Θεό που ως τότε αναγνώριζε ως Δημιουργό, τροφέα και κυβερνήτη του.
    Είναι επομένως διπλή η ζημία, και όταν αποθησαυρίζουμε εδώ στη γη τα χρήματά μας, όπου ο σκόρος τα αφανίζει, και όταν δεν τα εναποθέτουμε στον ουρανό, όπου είναι η  φύλαξή τους εξασφαλισμένη, όπως λίγο πριν σε άλλο σημείο της επί του όρους ομιλίας Του μας είχε υποδείξει. Ο πλούτος, λοιπόν, εφόσον υπάρχει, θα πρέπει να χρησιμοποιείται στη φιλανθρωπία. Πρέπει να χρησιμοποιείται στη φιλανθρωπία. Δηλαδή ο πλούτος είναι θέμα χρήσεως, όχι υποδουλώσεως, αφού βεβαίως θα καλύπτει τις ανάγκες και όχι τις επιθυμίες εκείνου που κατέχει τον πλούτο.
    Αφού λοιπόν μίλησε γενικά και αόριστα, για να πείσει τον ακροατή να καταστεί αμερόληπτος κριτής των όσων λέγονται και να λάβει την απόφασή του επί τη βάσει της φύσεως των πραγμάτων, όταν πλέον τον έκανε να συμφωνήσει με τους λόγους Του[με τη γενική αρχή αυτή δηλαδή που εκφράστηκε μέσα από τα λόγια του Κυρίου στο Ματθ.6,24-βλ. και αμέσως παρακάτω], τότε αποκαλύπτει και την πραγματική Του σκέψη. Πρόσθεσε λοιπόν: «οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ(:Μην απατάτε τον εαυτό σας με την ιδέα ότι είναι δυνατόν να θησαυρίζει κανείς και στη γη και ταυτόχρονα να είναι προσκολλημένος και στο Θεό. Κανείς δεν μπορεί να είναι συγχρόνως δούλος σε δύο κυρίους· διότι ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο, ή θα προσκολληθεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλο. Δεν μπορείτε να είστε συγχρόνως δούλοι και του Θεού και του μαμωνά, δηλαδή του πλούτου. Ή θα μισήσετε τον πλούτο για να αγαπήσετε τον Θεό, ή θα προσκολληθείτε στον πλούτο και θα περιφρονήσετε τότε τον Θεό)»[Ματθ.6,24]. Ας αισθανθούμε φρίκη, αφού αντιληφθούμε τι διαπράξαμε ώστε ο Χριστός να πει και να τοποθετήσει τον χρυσό σε ίδια θέση με τον Θεό… Εάν όμως αυτό είναι φρικτό, ασφαλώς είναι πολύ πιο φρικτό να γίνεται στην πράξη και να προτιμούμε την τυραννία του χρυσού από τον φόβο του Θεού.
    Τι λοιπόν; Δεν υπήρξαν Δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης που να ήσαν πλούσιοι; Ο Αβραάμ, για παράδειγμα, ή ο Ιώβ δεν ήσαν πλούσιοι και μάλιστα πάρα πολύ; Και βέβαια. «Τότε με ποιον τρόπο», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, «προόδευσαν στην αρετή ο Αβραάμ και ο Ιώβ;»; Ναι· ήσαν πλούσιοι.Όμως ήσαν αφεντικά και όχι υπηρέτες του πλούτου, καταναλώνοντας τον πλούτο σε εκείνους που τον είχαν ανάγκη· διότι και ο Ιώβ ήταν πλούσιος, αλλά δεν ήταν δούλος στον μαμμωνά, μα τον είχε υπό την εξουσία του και ήταν κύριος και όχι δούλος του. Σαν να ήταν λοιπόν διαχειριστής ξένων χρημάτων, έτσι θεωρούσε τα αγαθά του, χωρίς να αρπάζει τα χρήματα των άλλων, αλλά έδινε και τα δικά του στους φτωχούς. Και το σπουδαιότερο, βέβαια, είναι ότι δεν χαιρόταν, όταν τα είχε, πράγμα το οποίο αποδείκνυε, όταν έλεγε «εἰ δὲ καὶ εὐφράνθην πολλοῦ πλούτου μοι γενομένου, εἰ δὲ καὶ ἐπ᾿ ἀναριθμήτοις ἐθέμην χεῖρά μου(:ποτέ δεν δοκίμασα υλόφρονη χαρά και αγαλλίαση για τον πλούτο, τον οποίο απέκτησα, ποτέ δεν άπλωσα το χέρι μου προς απόκτηση αναρίθμητου πλούτου)»[Ιώβ,31,25],γι’ αυτό και δεν λυπήθηκε, όταν τα έχασε.
    Δυστυχώς όμως οι περισσότεροι από τους σημερινούς πλουσίους δεν είναι παρόμοιοι με εκείνους τους δικαίους της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, αλλά έχουν γίνει χειρότεροι από κάθε δούλο, σαν να πληρώνουν φόρους σε κάποιο φοβερό τύραννο. Πραγματικά, ο έρωτας για την απόκτηση όλο και περισσότερων χρημάτων έχει κυριεύσει την διάνοιά τους, σαν να ήταν κάποια ακρόπολις, και από εκεί  εκδίδει κάθε μέρα τα παράνομα διατάγματά του και δεν υπάρχει κανένας, που να τα παρακούει. Δεν μπορούν να αναβλέψουν στον ουρανό, καθώς είναι μονίμως προσηλωμένοι και αγχωμένοι για τη συγκέντρωση επιγείων και μόνο θησαυρών. Και κατά κανόνα ποτέ δεν είναι ευτυχισμένοι, εφόσον έχουν χάσει από τον οπτικό τους ορίζοντα τον Θεό και δεν αξιοποιούν το χάρισμα (διότι περί ταλάντου πρόκειται κι εδώ) που τους εμπιστεύθηκε ο Θεός για ανακούφιση του πόνου του πλησίον, παρά μόνο στο να υπηρετούν αμέτρητες και βλαβερές επιθυμίες στις οποίες γίνονται ταλαίπωροι δούλοι.
      Μη φιλοσοφείς λοιπόν περιττά πράγματα, καθόσον μίλησε μία φορά ο ίδιος ο Θεός και είπε ότιείναι αδύνατο να συνυπάρχουν  η δουλεία προς τον πλούτο και η δουλεία προς τον Θεό. Μη λέγεις λοιπόν εσύ ότι είναι δυνατόν αυτό· διότι πώς είναι δυνατό να συνυπάρξουν, όταν ο μεν ένας αφέντης προστάζει να αρπάζεις όσα ανήκουν στους συνανθρώπους σου, ο δε άλλος να χαρίζειςακόμη και αυτά που εσύ έχεις στην κατοχή σου; Όταν  ο ένας αφέντης σού δίνει εντολή να σωφρονείς, ενώ ο άλλος να πορνεύεις; Όταν ο μεν ένας σού δίνει εντολή να εξουσιάζεις την κοιλιά σου  ενώ ο άλλος να μεθάς και να ζεις ζωή ακόλαστη; · και ο μεν ένας διδάσκει να περιφρονείς τα υλικά πράγματα, ο δε άλλος να προσηλώνεσαι στα γήινα; · ο μεν ένας να θαυμάζεις μάρμαρα και τοίχους και ορόφουςενώ ο άλλος και να περιφρονείς αυτά και να τιμάς την ευσέβεια;
     Σε αυτήν την περίπτωση ονόμασε τον μαμμωνά «κύριο», όχι επειδή εκ φύσεως είναι κύριος, αλλάεξαιτίας της ταλαιπωρίας αυτών που υποτάσσονται σ’ αυτόν. Κατά παρόμοιο τρόπο και την κοιλιά την ονομάζει «θεό», όχι από το αξίωμα του αφεντικού, αλλά από την αθλιότητα αυτών που γίνονται δούλοι σε αυτήν, πράγμα το οποίο είναι χειρότερο από κάθε τιμωρία και ικανό να τιμωρήσει πριν από την τελική κόλαση αυτόν που συλλαμβάνει στα δίχτυά της· διότι από ποιους καταδίκους δεν θα ήσαν αθλιότεροι αυτοί που, ενώ έχουν Κύριο τον Θεό, φεύγουν όμως οικειοθελώς από την ήμερη βασιλεία Του προς τη φοβερή και σκληρή εκείνη τυραννία, όταν μάλιστα όλα αυτά προξενούν ακόμη και σε αυτήν τη ζωή τόση ζημία; Διότι πράγματι είναι απερίγραπτη και ανυπολόγιστη η ζημία από αυτό το πράγμα, καθόσον λαμβάνουν χώρα εξαιτίας αυτού και δίκες και αδικίες και διαμάχες και κόποι και βλάβη της ψυχής· και το φοβερότερο από όλα είναι το ότι χάνει κανείς τα ουράνια αγαθά, που τα παρέχει η υπηρεσία στο θέλημα του Θεού.  
      Αφού δίδαξε λοιπόν με όλα αυτά το συμφέρον που έχει κανείς να περιφρονεί τα χρήματα και μίλησε και για τον τρόπο που μπορεί κανείς να ασφαλίσει τα χρήματα, καθώς και για την ηδονή της ψυχής και για την απόκτηση της ευσέβειας και με ποιον τρόπο θα ασφαλίσει κανείς την ευσέβεια, παρουσιάζει στη συνέχεια δυνατή την εφαρμογή της εντολής αυτής της συμβουλής. Διότι αυτό είναι προπάντων το δείγμα της άριστης νομοθεσίας, το να μην παραγγέλλει μόνο αυτά που συμφέρουν, αλλά και να παρέχει τη δυνατότητα να εφαρμοστούν.
     Για τον λόγο αυτό και συνεχίζει προσθέτοντας τα εξής: «Μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε(:η καρδιά σας λοιπόν πρέπει να ανήκει αποκλειστικά στο Θεό. Γι’ αυτό σας λέω, κόψτε τη ρίζα της πλεονεξίας˙ και μη φροντίζετε με αγωνία και στενοχώρια για τη ζωή σας τι θα φάτε και τι θα πιείτε, ούτε για το σώμα σας τι ένδυμα θα φορέσετε. Δεν αξίζει η ζωή περισσότερο από την τροφή, και το σώμα πιο πολύ από το ένδυμα; Ο Θεός λοιπόν που σας έδωσε αυτά τα ανώτερα, θα σας δώσει κα τα κατώτερα, την τροφή δηλαδή και το ένδυμα)»[Ματθ.6,25]. Για να μη λένε: «Τι λοιπόν; Πώς θα μπορέσουμε να ζήσουμε, εάν δώσουμε όλα τα χρήματά μας;». Σε αυτήν λοιπόν την αντίρρηση λαμβάνει θέση κατά τρόπο πολύ κατάλληλο. Όπως δηλαδή, εάν έλεγε από την αρχή «μὴ μεριμνᾶτε», θα φαινόταν ότι είναι βαριά η εντολή, κατά όμοιο τρόπο, αφού απέδειξε τη βλάβη που προκαλείται από τη φιλαργυρία, καθιστά πλέον στη συνέχεια ευπρόσδεκτη την παραίνεση αυτή.  Γι' αυτό ακριβώς και τώρα δεν είπε μόνο «μὴ μεριμνᾶτε», αλλά πρώτα ανέφερε την αιτία , και στη συνέχεια έδωσε αυτήν την εντολή.
    Πραγματικά αφού είπε: «Δεν μπορείτε να είστε συγχρόνως δούλοι του Θεού και δούλοι του πλούτου»[Ματθ.6,24], πρόσθεσε: «Αφού λοιπόν η καρδιά σας θα πρέπει να ανήκει αποκλειστικά στον Θεό, για τον λόγο αυτό σας λέγω να κόψετε τη ρίζα της πλεονεξίας και να μη φροντίζετε με αγωνία και στενοχώρια για τη ζωή σας, τι θα φάτε και τι θα πιείτε, ούτε και για το σώμα σας, τι θα ντυθείτε». Τι εννοεί με τη λέξη «τοῦτο», όταν λέγει «Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε»; Εννοεί το απερίγραπτο της ζημίας που προκαλούν όλα αυτά στην ψυχή μας· διότι η ζημία δεν περιορίζεται μόνο στα χρήματα, αλλά η πληγή αναφέρεται στα σπουδαιότερα σημεία και στην απώλεια της σωτηρίας μας, επειδή μας απομακρύνει από τον Θεό, ο οποίος μας δημιούργησε, μας φροντίζει και μας αγαπά.
     Επειδή λοιπόν απέδειξε ότι η ζημία είναι απερίγραπτη, επιτείνει πλέον την εντολή. Πραγματικά δεν μας εντέλλεται να αποβάλλουμε τα υπάρχοντά μας μόνο, αλλά να μη φροντίζουμε ούτε για την αναγκαία τροφή, λέγοντας τα εξής: «μη μεριμνάτε για την ψυχή σας τι θα φάτε», όχι επειδή η ψυχή έχει ανάγκη από τροφή, αφού είναι ασώματη, αλλά μίλησε σύμφωνα με την κοινή συνήθεια·διότι, μολονότι δεν χρειάζεται την τροφή, δεν θα μπορούσε να παραμείνει διαφορετικά στο σώμα, παρά μόνο όταν τρέφεται αυτό.
     Και αφού είπε αυτό, δεν το θέτει απλώς, αλλά και εδώ χρησιμοποιεί συλλογισμούς, άλλους μεν από όσα υπάρχουν σε εμάς, άλλους δε από άλλα παραδείγματα. Και από όσα συμβαίνουν σε εμάς λέγει: «οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος; (:η καρδιά σας λοιπόν πρέπει να ανήκει αποκλειστικά στο Θεό. Γι’ αυτό σας λέω, κόψτε τη ρίζα της πλεονεξίας˙ και μη φροντίζετε με αγωνία και στενοχώρια για τη ζωή σας τι θα φάτε και τι θα πιείτε, ούτε για το σώμα σας τι ένδυμα θα φορέσετε. Δεν αξίζει η ζωή περισσότερο από την τροφή, και το σώμα πιο πολύ από το ένδυμα; Ο Θεός λοιπόν που σας έδωσε αυτά τα ανώτερα, θα σας δώσει κα τα κατώτερα, την τροφή δηλαδή και το ένδυμα»[Ματθ.6,25]. «Συνεπώς, Αυτός που σας έδωσε το πολυτιμότερο, δε θα σας δώσει και το κατώτερο;» Αυτός που δημιούργησε που έπλασε τη σάρκα που τρέφεται, πώς δε θα δώσει την τροφή; Για το λόγο αυτό ακριβώς δεν είπε απλώς «μη μεριμνάτε τι θα φάτε και τι θα πιείτε και τι θα ντυθείτε», αλλά «για το σώμα σας» και «για την ψυχή σας» επειδή σκόπευε από αυτά να λάβει τις αποδείξεις, οδηγώντας τον λόγο επί τη βάσει της συγκρίσεως.
       Αλλά την μεν ψυχή την έδωσε μία φορά και παραμένει αναλλοίωτη, ενώ το σώμα κάθε μέρα δίνει και αυξάνει. Επεξηγώντας λοιπόν αυτά τα δύο, δηλαδή και της ψυχής την αθανασία  και του σώματος τη φθαρτότητα, πρόσθεσε τα εξής: «Τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα;(:και για να καταλάβετε πόσο ανόητη και ανίσχυρη είναι αυτή η μέριμνα, σας ρωτώ: Ποιος από σας, οσοδήποτε κι αν φροντίσει, μπορεί να προσθέσει στο ανάστημά του έναν πήχη; Κανένας. Τι κατορθώνετε λοιπόν με τη μέριμνά σας;)»[Ματθ.6,27].Και χωρίς να κάνει λόγο για την ψυχή, επειδή δεν λαμβάνει αύξηση, μίλησε μόνο για το σώμα, καθιστώντας φανερό από αυτό και εκείνο, ότι δηλαδή δεν θα το αυξήσει αυτό η τροφή, αλλά η πρόνοια του Θεού. Το ίδιο πράγμα δηλώνοντας ο Παύλος με άλλες λέξεις έλεγε: «ὥστε οὔτε ὁ φυτεύων ἐστί τι οὔτε ὁ ποτίζων, ἀλλ᾿ ὁ αὐξάνων Θεός(:συνεπώς ούτε εκείνος που φυτεύει αξίζει τίποτε, ούτε εκείνος που ποτίζει, αλλά ο Θεός που δίνει την αύξηση. Αυτός και μόνο είναι το παν)»[Α΄Κορ.3,7].
      Από αυτά λοιπόν που συμβαίνουν σε εμάς προέτρεψε κατ’ αυτόν τον τρόπο, ενώ από άλλα παραδείγματα προέτρεψε με τα εξής λόγια: «Ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ(:Κοιτάξτε τα πουλιά που πετούν στον αέρα και δείτε ότι αυτά δεν σπέρνουν ούτε θερίζουν ούτε μαζεύουν τροφές σε αποθήκες για το χειμώνα ή τον καιρό της στερήσεως. Κι όμως ο επουράνιος Πατέρας σας τα τρέφει. Εσείς δεν αξίζετε πολύ περισσότερα από αυτά;)»[Ματθ.6,26]. Για να μη λέγει λοιπόν κανείς ότι αποκομίζουμε ωφέλεια όταν μεριμνούμε, τους αποστομώνει και με το παράδειγμα του ανώτερου και με το παράδειγμα του κατώτερου. Το σπουδαιότερο βέβαια είναι η ψυχή και το σώμα, το κατώτερο δε τα πτηνά. «Εάν λοιπόν τόσο πολύ ενδιαφέρεται», λέγει, «για τα ελάχιστα, γιατί δεν θα δώσει σε εσάς;» Και προς αυτούς μεν έτσι μίλησε( επειδή ήταν όχλος αμόρφωτος), ενώ προς τον διάβολο δεν μίλησε με αυτόν τον τρόπο. Αλλά πώς; «Οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ(:είναι γραμμένο στο Δευτερονόμιο ότι ο άνθρωπος δεν θα διατηρηθεί στη ζωή μόνο με τον άρτο, αλλά με κάθε προσταγή που θα εξέλθει από το στόμα του Θεού. Όταν το πει ο Θεός, και χωρίς τροφή ακόμη θα ζήσει ο άνθρωπος)»[Ματθ.4,4].
     Εδώ αναφέρει τα πτηνά και μάλιστα με έντονο συμβουλευτικό χαρακτήρα, πράγμα το οποίο έχει μεγάλη δύναμη για να είναι αποτελεσματική η παραίνεση. Ωστόσο ορισμένοι από τους ασεβείς έφτασαν σε τόσο μεγάλη ανοησία, ώστε να αμφισβητούν την αξία του παραδείγματος. «Διότι» λέγουν, «δεν έπρεπε ομιλώντας για ενίσχυση της προαίρεσης, να προτρέπει προς τον σκοπό αυτόν με πλεονεκτήματα από τη φύση· διότι», λέγουν, «αυτό υπάρχει σε αυτά εκ φύσεως».
      Τι λοιπόν θα μπορούσαμε να πούμε σχετικά με αυτά; Ότι αν και αυτά υπάρχουν στα πτηνά εκ φύσεως, όμως είναι δυνατό και σε μας να συμβεί αυτό κατ’ ελεύθερη επιλογή· διότι δεν είπε «κοιτάξτε ότι τα πτηνά πετούν, πράγμα που ήταν αδύνατο στον άνθρωπο, αλλά ότι τρέφονται χωρίς φροντίδα, πράγμα που και εμείς εύκολα μπορούμε να το επιτύχουμε, εάν θέλουμε. Και αυτό το απέδειξαν έμπρακτα αυτοί που το κατόρθωσαν. Για τον λόγο αυτόν πρέπει προπαντός να θαυμάσει κανείς τη σύνεση του νομοθέτη, ότι δηλαδή αν και μπορούσε να λάβει το παράδειγμα από τους ανθρώπους και μπορούσε να αναφέρει τον Ηλία και τον Μωυσή και τον Ιωάννη και άλλους παρόμοιους, που δεν κατέβαλαν καμία μέριμνα, και να τους αναφέρει ως παράδειγμα, για να τους κατηγορήσει, όμως ανέφερε τα άλογα ζώα· διότι εάν μεν ανέφερε εκείνους τους δικαίους, θα μπορούσαν αυτοί να πουν ότι δεν γίναμε ακόμη όπως εκείνοι.
     Τώρα όμως αφού αποσιώπησε αυτούς και παρουσίασε τα πτηνά του ουρανού, αφαίρεσε από αυτούς τη δικαιολογία, μιμούμενος και εδώ παλαιό νόμο. Καθόσον μάλιστα και η Παλαιά Διαθήκη προτρέπει και προς τη μέλισσα και προς το μυρμήγκι και προς το τρυγόνι και προς το χελιδόνι. Και αυτό μάλιστα δεν είναι μικρή απόδειξη τιμής, όταν, αυτά που εκείνα έχουν εκ φύσεως, αυτά να μπορούμε εμείς να τα επιτύχουμε προαιρετικάΕάν λοιπόν τόσο πολύ φροντίζει για αυτά που προορίζονται για μας, πολύ περισσότερο θα φροντίσει για εμάς· εάν φροντίζει για τους δούλους, πολύ περισσότερο θα φροντίσει για τον κύριο. Για τον λόγο αυτόν είπε: «προσέξτε τα πτηνά» και δεν είπε ότι ούτε εκμεταλλεύονται κάτι, ούτε εμπορεύονται· διότι κάτι τέτοιο θα ήταν εντελώς απαράδεκτο· αλλά τι είπε: «Δεν σπείρουν, ούτε θερίζουν».
      «Τι λοιπόν;» θα ρωτήσει κάποιος· «δεν πρέπει να σπείρει κανείς;». Δεν είπε ότι δεν πρέπει να σπείρει κανείς, αλλά ότι δεν πρέπει να μεριμνά κανείς· ούτε ότι δεν πρέπει να εργάζεται κανείς, αλλά ότι δεν πρέπει κανείς να φρονεί μικρά και ταπεινά και να ασχολείται με όλη τη δύναμή του με τις φροντίδες· διότι έδωσε εντολή και να τρεφόμαστε αλλά όμως να μη μεριμνούμε. Αυτή την παραίνεση, εμπνεόμενος εξ ουρανού, προλέγει και ο Δαβίδ, λέγοντας τα εξής, κατά τρόπο αινιγματικό: «ἀνοίγεις σὺ τὴν χεῖρά σου καὶ ἐμπιπλᾷς πᾶν ζῷον εὐδοκίας(:ανοίγεις Εσύ τα παντοδύναμα και γενναιόδωρα χέρια Σου και γεμίζεις κάθε ζωντανό ον με όλα τα αγαθά, που του χρειάζονται)» [Ψαλμ.144,16]· και σε άλλο σημείο: «διδόντι τοῖς κτήνεσι τροφὴν αὐτῶν καὶ τοῖς νεοσσοῖς τῶν κοράκων τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν(:Δοξολογήσατε Αυτόν, ο οποίος παρέχει τροφή στα κτήνη, όπως επίσης και στα μικρά πουλιά των κοράκων, τα οποία με τους κρωγμούς τους φαίνεται σαν να Τον επικαλούνται)» [Ψαλμ.146,9].
    «Ποιοι λοιπόν», θα ρωτήσει κάποιος, «δεν μερίμνησαν;» Δεν άκουσες όλους εκείνους τους δικαίους που σου προανέφερα; Δεν βλέπεις μαζί με εκείνους τον Ιακώβ, ο οποίος αναχώρησε από την πατρική του οικία χωρίς τίποτε να έχει; Δεν ακούς τον Ιακώβ λοιπόν, ο οποίος προσεύχεται και λέγει: «ἐὰν ᾖ Κύριος ὁ Θεὸς μετ᾿ ἐμοῦ καὶ διαφυλάξῃ με ἐν αυτόςῇ ὁδῷ ταύτῃ, ᾗ ἐγὼ πορεύομαι, καὶ δῷ μοι ἄρτον φαγεῖν καὶ ἱμάτιον περιβαλέσθαι(: εάν ο Κύριος και Θεός είναι μαζί μου και θελήσει να με διαφυλάξει στον δρόμο τον οποίο εγώ βαδίζω, και μου δώσει άρτο Αυτός τροφή και ιμάτιο για ενδυμασία και μου δώσει όσα μου χρειάζονται κατά αυτούς τους χρόνους της ξενιτείας μου)»[Γέν.28,20];Και τα λόγια αυτά που προφέρει στην προσευχή του ο Ιακώβ δεν φανερώνουν μέριμνα, αλλά είναι δείγμα ενός ανθρώπου που εμπιστεύεται το παν στον Θεό. Αυτό και οι απόστολοι το πέτυχαν, αφού απέρριψαν τα πάντα και δεν μερίμνησαν, καθώς και οι πέντε χιλιάδες και οι τρεις χιλιάδες[πρβλ. Πράξ.2,41: «οἱ μὲν οὖν ἀσμένως ἀποδεξάμενοι τὸν λόγον αὐτοῦ ἐβαπτίσθησαν, καὶ προσετέθησαν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ψυχαὶ ὡσεὶ τρισχίλιαι(:κι αυτοί δέχθηκαν ολοκάρδια και γεμάτοι χαρά το λόγο και τη διδασκαλία του Πέτρου, και βαπτίστηκαν. Κι έτσι προστέθηκαν στα μέλη της Εκκλησίας την ημέρα εκείνη περίπου τρεις χιλιάδες άνθρωποι)» και Πράξ.4,4: «πολλοὶ δὲ τῶν ἀκουσάντων τὸν λόγον ἐπίστευσαν, καὶ ἐγενήθη ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀνδρῶν ὡσεὶ χιλιάδες πέντε(:παρόλα αυτά, πολλοί απ’ αυτούς που άκουσαν τον λόγο του Πέτρου πίστεψαν, και ο αριθμός των πιστών του Ιησού Χριστού που βρίσκονταν στα Ιεροσόλυμα έφθασε περίπου στους πέντε χιλιάδες άνδρες, εκτός από τις γυναίκες και τα παιδιά)»].
    Εάν όμως δεν δέχεσαι, ακούγοντας τόσα λόγια, να απαλλάξεις τον εαυτό σου από τα σκληρά αυτά δεσμά, κατάργησε τη φροντίδα, αφού πρώτα κατανοήσεις ότι αυτό αποτελεί ανοησία. «Διότι ποιος από σας», λέγει ο Κύριος, «μεριμνώντας μπορεί να προσθέσει ένα πήχυ στο ανάστημά του;». Βλέπεις πως από το γνωστό έκανε φανερό και το αόρατο; «Διότι όπως ακριβώς μεριμνώντας δεν θα μπορέσεις», λέγει, «να προσθέσεις στο σώμα ούτε το ελάχιστο, κατά τον ίδιο τρόπο δεν θα μπορέσεις ούτε τροφή να συγκεντρώσεις, έστω και αν έχεις αυτήν τη γνώμη». Από αυτό καθίσταται φανερό ότι δεν είναι η δική μας φροντίδα, αλλά η πρόνοια του Θεού είναι εκείνη που προξενεί το παν, ακόμη δε και εκεί όπου νομίζουμε ότι ενεργούμε μόνοι μας· ευθύς αμέσως αν ήθελε Εκείνος να μας εγκαταλείψει, ούτε φροντίδα, ούτε μέριμνα, ούτε πόνος, ούτε τίποτε άλλο από τα παρόμοια μπορεί να κάνει τίποτε, αλλά τα πάντα θα εξαφανιστούν.
       Ας μην νομίζουμε λοιπόν ότι είναι ανεφάρμοστα τα προστάγματα του Θεού· διότι είναι πολλοί αυτοί που τα επιτυγχάνουν και τώρα και ζουν ευσεβή και μετρημένη ζωή. Εάν όμως εσύ το αγνοείς, δεν είναι καθόλου παράδοξο· διότι και ο Ηλίας νόμιζε ότι είναι μόνος, αλλά άκουσε τα εξής:«Καὶ καταλείψεις ἐν Ἰσραὴλ ἑπτὰ χιλιάδας ἀνδρῶν, πάντα γόνατα, ἃ οὐκ ὤκλασαν γόνυ τῷ Βάαλ, καὶ πᾶν στόμα, ὃ οὐ προσεκύνησεν αὐτῷ(:θα αφήσεις όμως ζωντανούς και ασφαλείς μεταξύ των Ισραηλιτών, επτά χιλιάδες άντρες, όλους εκείνους οι οποίοι δεν έκαμψαν γόνυ για να προσκυνήσουν τον Βάαλ, και όλα τα στόματα εκείνα τα οποία δεν τον προσκύνησαν)» [Γ΄Βασ.19,18].
     Επομένως είναι ολοφάνερο ότι και τώρα υπάρχουν πολλοί που ζουν όπως τότε οι απόστολοι, όπως ακριβώς ζούσαν τότε οι τρεις χιλιάδες και οι πέντε χιλιάδες. Εάν όμως δεν πιστεύουμε, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν όσοι ασκούν την αρετή, αλλά ότι απέχουμε πάρα πολύ από την πραγματικότητα. Όπως ακριβώς λοιπόν αυτός που μεθά δεν θα μπορούσε να πιστέψει εύκολα, ότι υπάρχει κάποιος άνθρωπος που δεν γεύεται ούτε νερό, μολονότι βέβαια και αυτό που πέτυχαν πολλοί από τους δικούς μας μοναχούς· και αυτός που ζει με άπειρες γυναίκες, δεν μπορεί να πιστέψει, ότι είναι εύκολο κανείς να είναι παρθένος, ούτε και εκείνος που αρπάζει τα ξένα πράγματα, ότι και τα δικά του κάποιος εύκολα θα του τα αφαιρέσει, έτσι ούτε αυτοί που καταλιώνουν καθημερινά τους εαυτούς τους με μύριες φροντίδες δεν θα μπορούσαν εύκολα να το παραδεχτούν αυτό.
     Το ότι βέβαια υπάρχουν πολλοί που το επιτυγχάνουν αυτό, είναι δυνατό να το αποδείξουμε από αυτούς που ζουν και στις μέρες μας ευσεβή ζωή. Γνωρίζω πολύ καλά βέβαια ότι το φορτίο της ακτημοσύνης προς το παρόν υπερβάλλει τις δυνάμεις σας, όσο κι αν αυτό είναι το τέλειο για κάθε Χριστιανό. Εσείς όμως προς το παρόν αρκεί να μάθετε τουλάχιστον να μην είστε πλεονέκτες και ότι είναι μέγιστη αρετή η ελεημοσύνη, και επιπλέον να γνωρίζετε ότι πρέπει να δίδετε με προθυμία στους φτωχούς από αυτά που έχετεΑς απορρίψουμε, επίσης, την περιττή πολυτέλεια και να κρατήσουμε το μέτρο στη ζωή και τη συμπεριφορά μας και να μάθουμε να αποκτούμε με δικαίους κόπους όλα γενικώς εκείνα τα οποία μας είναι απαραίτητα.
     Ας θυμηθούμε ότι και ο μακάριος Ιωάννης ο Βαπτιστής, όταν συνομιλούσε με εκείνους που ασχολούνται με την είσπραξη των φόρων και με τους στρατευόμενους, έδινε εντολή να αρκούνται στους μισθούς τους [Λουκ.3,12-14: «ἦλθον δὲ καὶ τελῶναι βαπτισθῆναι, καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν· διδάσκαλε, τί ποιήσομεν; ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς· μηδὲν πλέον παρὰ τὸ διατεταγμένον ὑμῖν πράσσετε. ἐπηρώτων δὲ αὐτὸν καὶ στρατευόμενοι λέγοντες· καὶ ἡμεῖς τί ποιήσομεν; καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· μηδένα συκοφαντήσητε μηδὲ διασείσητε, καὶ ἀρκεῖσθε τοῖς ὀψωνίοις ὑμῶν(:Ήλθαν ακόμη ανάμεσα στους άλλους και κάποιοι τελώνες να βαπτιστούν και του είπαν: “Διδάσκαλε, τι να κάνουμε;” Και εκείνος τους είπε: “Μην εισπράττετε τίποτε παραπάνω από εκείνο που σας επιτρέπει ο νόμος να εισπράττετε”. Τον ρωτούσαν μάλιστα και κάποιοι στρατιωτικοί και του έλεγαν: “Κι εμείς τι να κάνουμε;” Και τους έλεγε: “Μην κατηγορήσετε με ψεύτικες κατηγορίες κανέναν και μην τον εκβιάσετε με το φόβο και την απειλή για να του αποσπάσετε χρήματα. Και να αρκείστε στο μισθό που παίρνετε”)»]· διότι πράγματι ήθελε να τους οδηγήσει και προς υψηλότερη φιλοσοφία, επειδή όμως δεν ήταν ακόμη προετοιμασμένοι για αυτά, τους λέγει τα απλούστερα, διότι εάν τους έλεγε τα υψηλότερα από αυτά, δεν θα πρόσεχαν σε αυτά, και δεν θα μπορούσαν να εφαρμόσουν και τα απλούστερα. Για τον λόγο αυτόν βέβαια και εγώ σας διδάσκω τα απλούστερα· διότι πράγματι γνωρίζω πολύ καλά ότι το φορτίο της ακτημοσύνης προς το παρόν υπερβάλλει τις δυνάμεις σας και όσο απέχει ο ουρανός από τη γη, τόσο απέχει και αυτή η φιλοσοφία από εσάς.
      Επομένως ας ασχολούμαστε τουλάχιστον με τις απλές εντολές· διότι ούτε αυτό είναι μικρή παρηγορία. Μολονότι βέβαια ορισμένοι από τους Έλληνες και αυτό το πέτυχαν, αν και όχι με την κατάλληλη διάθεση, και εγκατέλειψαν όλα τα υπάρχοντά τους. Όμως εγώ θα είμαι ευχαριστημένος με σας να προσφέρετε με αφθονία την ελεημοσύνη· διότι σύντομα και προς εκείνα θα έλθουμε, εάν βαδίζουμε κατ’αυτόν τον τρόπο. Εάν όμως δεν πράττουμε ούτε αυτό, ποιας συγχωρήσεως θα μπορούσαμε να ήμασταν άξιοι, εμείς οι οποίοι λαμβάνουμε εντολή να ξεπεράσουμε τους ανθρώπους του Νόμου και αποδεικνυόμαστε κατώτεροι και από τους Έλληνες φιλοσόφους;
     Εάν όμως δεν το πράττουμε ούτε αυτό, ποιας συγχωρήσεως θα μπορούσαμε να ήμασταν άξιοι εμείς, οι οποίοι λαμβάνουμε εντολή να είμαστε άγγελοι και τέκνα πιστά του Θεού, κι εμείς να μη φροντίζουμε να είμαστε έστω άνθρωποι; Διότι το να αρπάζει κανείς και να είναι αχόρταγος δεν είναι δείγμα της ημερότητας των ανθρώπων, αλλά της αγριότητας των θηρίων· μάλιστα δε είναι χειρότεροι και από εκείνα αυτοί που επιτίθενται εναντίον ξένων πραγμάτων· διότι στα θηρία μεν υπάρχει αυτή η ιδιότητα εκ φύσεως, εμείς όμως οι άνθρωποι, οι οποίοι τιμηθήκαμε με τη λογική και καταπίπτουμε σε αυτήν την παρά φύση άπρεπη ενέργεια να αρπάζουμε με πλεονεξία ακόμα και όσα ανήκουν στους άλλους, ποια συγχώρηση θα απολαύσουμε;
   Αφού λοιπόν κατανοήσουμε το ύψος της φιλοσοφίας που βρίσκεται μπροστά μας, τουλάχιστον ας φθάσουμε στη μέση, για να αποφύγουμε τη μέλλουσα τιμωρία και βαδίζοντας αυτήν την οδό να μπορέσουμε να φθάσουμε στην κορυφή των αγαθών, τα οποία μακάρι να επιτύχουμε όλοι μας  με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα κα η δύναμις στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
                Επιλεγμένα αποσπάσματα από την ομιλία ΚΒ΄
                  του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
              στο Υπόμνημά του στο Κατά Ματθαίον ευαγγέλιον
    «Καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ κρῖνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει·λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων(:αλλά και για το ένδυμα γιατί κυριεύεστε από ανήσυχη και αγωνιώδη φροντίδα; Παρατηρήστε τα αγριολούλουδα, που φυτρώνουν μόνα τους στον αγρό, με ποιο τρόπο αυξάνουν. Δεν κοπιάζουν ούτε γνέθουν˙κι όμως σας λέω ότι ούτε ο σοφός σε επινοήσεις Σολομώντας, με όλη την ξακουσμένη βασιλική του μεγαλοπρέπεια και τη λαμπρή και ένδοξη περιβολή και εμφάνισή του, δεν ντύθηκε με ένδυμα τόσο ωραίο και θαυμάσιο, όπως περιβάλλεται ένα από τα αγριολούλουδα αυτά)»[:Ματθ.6,28-29].
     Αφού μίλησε για την αναγκαία τροφή και απόδειξε ότι δεν πρέπει να μεριμνά κανένας ούτε γι’ αυτήν, προχωρεί λοιπόν προς το ευτελέστερο· διότι δεν είναι τόσο αναγκαία τα ρούχα όσο η τροφή. Εξαιτίας ποιου πράγματος λοιπόν δεν χρησιμοποιεί και εδώ το ίδιο παράδειγμα των πτηνών, ούτε μας αναφέρει το παγώνι και τον κύκνο και το πρόβατο; Καθόσον ήταν δυνατό πολλά τέτοια παραδείγματα να λάβει από τα πτηνά· επειδή θέλει και από τα δύο να αποδείξει την υπερβολή και από την ευτέλεια αυτών που έχουν τέτοια ευπρέπεια και από τη μεγαλοδωρία του καλλωπισμού που δόθηκε στα κρίνα.
     Για τον λόγο αυτόν όταν συμπλήρωσε τον λόγο Του, δεν τα ονομάζει πλέον κρίνα, αλλά «χορτάρι του αγρού». Και δεν αρκείται σε αυτό το όνομα, αλλά πάλι προσθέτει κι άλλη ακόμη ευτέλεια σε αυτό, ονομάζοντάς το «σήμερον ὄντα»: «και αν ο Θεός ντύνει με τόση μεγαλοπρέπεια τα αγριόχορτα, που φυτρώνουν μόνα τους στον αγρό και δεν έχουν προορισμό να ζήσουν αιώνια, όπως εσείς, αλλάσήμερα υπάρχουν και αύριο ρίχνονται στο φούρνο ως καύσιμη ύλη, δεν θα φροντίσει πολύ περισσότερο για σας και δεν θα σας δώσει ένδυμα, ολιγόπιστοι;)»[:Ματθ.6,30]. Και δεν είπε ότι και αύριο δεν θα υπάρχουν, αλλά και πάλι χρησιμοποιεί μια ευτελέστερη φράση ότι δηλαδή  «ρίχνονται στο φούρνο ως καύσιμη ύλη». Και δεν είπε απλώς «το ενδύει», αλλά ότι το ενδύει κατά τόσο ωραίο τρόπο.
     Βλέπεις ότι παντού χρησιμοποιεί τις υπερβολές και τις επιτάσεις; Και το κάνει αυτό για να τους ψέξει· γι΄ αυτό βέβαια και πρόσθεσε: «δεν θα φροντίσει πολύ περισσότερο για σας και δεν θα σας δώσει ένδυμα, ολιγόπιστοι;)». Πράγματι και αυτό έχει πάρα πολύ έμφαση·. διότι με το «σας» δεν εννοεί τίποτα άλλο παρά το πολυτίμητο και πάρα πολύ αξιόλογο του ανθρώπινου γένους· είναι σαν να τους λέει: «εσάς τους οποίους έδωσε ψυχή, στους οποίους διέπλασε το σώμα, για τους οποίους δημιούργησε όλα όσα βλέπουμε, για τους οποίους απέστειλε προφήτες και έστειλε τον νόμο και έκανε τόσα αμέτρητα καλά για τους οποίους έδωσε τον Μονογενή Υιό Του και δώρισε γι’ Αυτόν τα αμέτρητα χαρίσματά Του». Αφού λοιπόν τους έδωσε σαφείς αποδείξεις, στη συνέχεια τους επιπλήττει αποκαλώντας τους ως ολιγόπιστους· διότι τέτοιος πρέπει να είναι αυτός που δίνει συμβουλές· δεν συμβουλεύει μόνο αλλά και ψέγει, για να τους παρακινήσει περισσότερο ώστε να πιστέψουν στους λόγους Του.
      Με αυτά μας διδάσκει όχι μόνο να μη μεριμνούμε, αλλά ούτε να κατακυριευόμαστε από την πολυτέλεια των ενδυμάτων· διότι η ευπρέπεια είναι ιδιότητα της χλόης και το κάλλος του χόρτου· και μάλιστα έχει περισσότερη αξία το χορτάρι από μια τέτοιου είδους στολή. Γιατί λοιπόν μεγαλοφρονείς για πράγματα, μεταξύ των οποίων το βραβείο της νίκης το έχει η βοτάνι, με πολλή μάλιστα υπεροχή;
    Και πρόσεχε πως από την αρχή αποδεικνύει το πρόσταγμα εύκολο, και πάλι τους διδάσκει από τα αντίθετα και από εκείνα που φοβούνται· διότι αφού είπε «Παρατηρήστε τα αγριολούλουδα, που φυτρώνουν μόνα τους στον αγρό», πρόσθεσε· «Δεν κοπιάζουν ούτε γνέθουν». Ώστε έδωσε αυτήν την εντολή επειδή θέλει να μας απαλλάξει από τους κόπουςΔεν είναι λοιπόν κόπος το να μη μεριμνά κανείς γι’ αυτά, αλλά κόπος είναι το να μεριμνά κανείς. Και όπως ακριβώς με το να πει «δεν σπείρουν», δεν κατάργησε τον σπόρο αλλά την φροντίδα, έτσι λέγοντας «δεν κοπιάζουν, ούτε γνέθουν», δεν αφαίρεσε την εργασία αλλά την μέριμνα.
     Και αν ο Σολομών νικήθηκε από την ομορφιά αυτών, και όχι μόνο μια φορά ούτε δύο, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας του (διότι δεν μπορούσε κανείς να πει ότι κάποτε μεν ενδυόταν με παρόμοια, όχι όμως και στη συνέχεια, αλλά ότι δεν καλλωπίστηκε κατά αυτόν τον τρόπο ούτε μια μέρα· διότι αυτό το δήλωσε λέγοντας: «καθ’ όλη την βασιλεία του»). Και ούτε μπορεί να πει ότι από αυτό μεν το άνθος νικήθηκε, όμως το άλλο το απομιμήθηκε , αλλά  ότι νικήθηκε από όλα γενικώς· (γι’ αυτό και έλεγε ότι «(:δεν ντύθηκε με ένδυμα τόσο ωραίο και θαυμάσιο, όπως περιβάλλεται ένα από τα αγριολούλουδα αυτά)»· διότι όσο απέχει η αλήθεια από το ψεύδος, τόση είναι η απόσταση των ενδυμάτων εκείνων και αυτών των ανθών). Εάν λοιπόν εκείνος ομολόγησε την ήττα του, ο πιο ένδοξος από όλους που ποτέ γίνονταν βασιλείς, πότε εσύ θα μπορέσεις να υπερβάλλεις και μάλλον να πλησιάσεις, έστω και στο ελάχιστο, αυτού του είδους την ομορφιά; Από όλα αυτά μας διδάσκει να μην επιθυμούμε καθόλου αυτού του είδους τον καλλωπισμό· διότι πρόσεξε το τέλος αυτού:μετά τη νίκη, ρίπτεται στον φούρνο.
   Εάν λοιπόν για τα ευτελή και τα κανενός λόγου αξία, που παρέχουν κάποια τυχαία ωφέλεια, τόσομεγάλη πρόνοια απέδειξε ο Θεός, που θα εγκαταλείψει εσένα το σπουδαιότερο από όλες τις ζωντανές υπάρξεις; Και γιατί τότε τα δημιούργησε τόσο ωραία; Για να καταστήσει γνωστή την σοφία Του και τη μεγάλη δύναμη Του, για να γνωρίσουμε από παντού την δόξα Του· διότι δεν διηγούνταν μόνο οι ουρανοί την δόξα του Θεού[Ψαλμ.18,2: «Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα(:οι ουρανοί με τη μεγαλοπρεπή αρμονία και το κάλλος τους διηγούνται σε κάθε νοήμονα άνθρωπο την ένδοξη σοφία και δύναμη του Θεού που τους δημιούργησε. Την υπερθαύμαστη κτίση, την οποία δημιούργησαν οι χείρες Του, εξαγγέλλει ο ουρανός που ως απέραντος στερεωμένος θόλος εκτείνεται πάνω από εμάς)»], αλλά και η γη· και αυτό δηλώνοντας ο Δαυίδ, έλεγε: «(αἰνεῖτε τὸν Κύριον) τὰ ὄρη καὶ πάντες οἱ βουνοί, ξύλα καρποφόρα καὶ πᾶσαι κέδροι(: δοξολογείτε τον Κύριο τα όρη τα υψηλά και όλοι οι λόφοι, όλα τα καρποφόρα και όλα τα άγρια δέντρα όπως οι κέδροι)»[Ψαλμ.148,9]. Άλλα μεν με τον καρπό, άλλα πάλι με το μέγεθος και άλλα με το κάλλος  τους αναπέμπουν την δοξολογία προς Αυτόν που τα δημιούργησε·διότι και αυτό είναι απόδειξη πολλής αφθονίας της σοφίας, όταν και στα πάρα πολύ ευτελή (διότι τι πιο ευτελές από αυτό που σήμερα υπάρχει και αύριο δεν υπάρχει;) παρέχει τόσο πολύ κάλλος. Εάν λοιπόν στο χορτάρι έδωσε αυτό που δεν του είναι αναγκαίο (διότι σε τι συντελεί το κάλλος αυτού στην τροφή της φωτιάς;), πώς δεν θα δώσει σε εσένα ό,τι σου είναι αναγκαίο; Εάν το πλέον αφελές το στόλισε με αφθονία, και αυτό όχι για κάποια ανάγκη, αλλά το έκανε από γενναιοδωρία, πολύ περισσότερο θα δώσει σε εσένα, που είσαι ο σπουδαιότερος όλων των δημιουργημάτων, όλα εκείνα που σου είναι αναγκαία.
      Αφού λοιπόν απέδειξε ότι είναι πάρα πολύ μεγάλη η πρόνοια του Θεού, και επειδή έπρεπε να τους επιπλήξει στη συνέχεια, χρησιμοποιεί εδώ την επιείκεια κατηγορώντας αυτούς όχι για απιστία, αλλά για ολιγοπιστία. «Διότι εάν το χόρτο του αγρού» λέει «ο Θεός το ενδύει κατά αυτό τον τρόπο, πολύ περισσότερο θα ενδύσει εσάς ολιγόπιστοι». Και είναι αλήθεια πως όλα αυτά τα έκανε Αυτός:«πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν(:όλα τα δημιουργήματα δημιουργήθηκαν δι’ Αυτού, σε συνεργασία με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα˙ και χωρίς Αυτόν δεν έγινε το παραμικρό απ’ όλα όσα έχουν γίνει)»[Ιω.1,3], αλλά όμως στην αρχή πουθενά δεν μνημονεύει τον εαυτό Του· διότι ήταν αρκετό κατά αρχήν να αποδείξει την αυθεντία Του, το να λέει σε κάθε μια από τις εντολές: «Έχετε ακούσει από την ανάγνωση του Νόμου στις συναγωγές ότι είπε ο Θεός στους προγόνους μας - Εγώ όμως σας λέω…»[Ματθ.5,21,22ε].
    Μην απορήσεις λοιπόν όταν και στη συνέχεια αποκρύπτει τον εαυτό Του ή λέει κάτι ταπεινό για τον εαυτό Του· διότι στην αρχή ένα σκοπό είχε, να κάνει παραδεκτό τον λόγο Του σε αυτούς, και με όλα να αποδείξει ότι δεν είναι κάποιος αντίθετος, αλλά ότι βρίσκεται σε αρμονία και συμφωνία με τον Πατέρα· πράγμα βέβαια που κάνει και εδώ· διότι στον τόσο μακρό λόγο Του, συνεχώς αναφέρει τον Πατέρα Του, θαυμάζοντας την σοφία Αυτού, την πρόνοια, την μέριμνα Του για όλα, και για τα μεγάλα και για τα μικρά·διότι και όταν μιλάει για την Ιερουσαλήμ, ονόμασε αυτήν  «πόλη του μεγάλου βασιλέως»[Ματθ.5,35:«Μήτε εἰς Ἱεροσόλυμα, ὅτι πόλις ἐστὶ τοῦ μεγάλου βασιλέως(:μην ορκισθείτε ούτε στην Ιερουσαλήμ, διότι εξαιτίας του ναού του Θεού που είναι εκεί κτισμένος, είναι πόλη του μεγάλου βασιλέως Θεού)»· και όταν μνημόνευσε τον ουρανό, τον ονόμασε πάλι θρόνο του Θεού[βλ.Ματθ.5,34: «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως· μήτε ἐν τῷ οὐρανῷ, ὅτι θρόνος ἐστὶ τοῦ Θεοῦ (:Εγώ όμως σας λέω να μην ορκισθείτε καθόλου. Μην ορκιστείτε ούτε στον ουρανό, διότι ο ουρανός είναι θρόνος του Θεού)»] και όταν μιλούσε για την οικονομία στον κόσμο, σε Αυτόν πάλι αποδίδει το παν, λέγοντας ότι: «Για να μοιάσετε έτσι και να γίνετε παιδιά του Πατέρα σας που είναι στους ουρανούς· διότι και Αυτός τον ήλιο, που είναι δικός Του, τον ανατέλλει χωρίς διακρίσεις σε πονηρούς και καλούς, και βρέχει τη βροχή Του σε δικαίους και αδίκους»[Ματθ.5,45].
     Και στην προσευχή δίδασκε κανείς να λέει πως «ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν(:τα ζητούμε όλα αυτά από Εσένα, διότι δική Σου είναι η βασιλεία και η δύναμη και η δόξα στους ατελεύτητους αιώνες. Αμήν)»[Ματθ.6,13β]. Και εδώ μιλώντας για την πρόνοια Αυτού και αποδεικνύει ότι είναι αριστοτέχνης και στα ασήμαντα λέει ότι «ενδύει το χόρτο του αγρού». Και πουθενά δεν τον ονομάζει Πατέρα Του να μην αγανακτούν πλέον. Και αν για τα ασήμαντα και αναγκαία δεν πρέπει να μεριμνά κανείς, ποιας συγχώρησης θα μπορούσαν να τύχουν αυτοί που μεριμνούν για τα πολυτελή πράγματα; Μάλλον και ποιας συγχωρήσεως θα μπορούσαν να είναι άξιοι αυτοί που δεν κοιμούνται για να αφαιρέσουν τα πράγματα των άλλων;
   «Μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἢ τί πίωμεν ἢ τί περιβαλώμεθαπάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων(:μην καταληφθείτε λοιπόν ποτέ από αγωνιώδη φροντίδα λέγοντας: “τι θα φάμε, ή τι θα πιούμε, ή με ποιο ένδυμα θα ντυθούμε;” Διότι οι εθνικοί και ειδωλολάτρες, οι οποίοι αγνοούν εντελώς τα ουράνια αγαθά που έχουν ασυγκρίτως ανώτερη αξία, ζητούν όλα αυτά τα μάταια και φθαρτά ως τα μόνα σοβαρά και απαραίτητα. Εσείς όμως μην ανησυχείτε γι’ αυτά, διότι ο ουράνιος Πατέρας σας γνωρίζει ότι έχετε ανάγκη απ’ όλα αυτά και συνεπώς θα σας τα δώσει)»[Ματθ.6,31-32].
     Είδες πως πάλι η συμβουλή Του έγινε εντονότερη και κατέστησε γνωστό ότι δεν πρόσταξε τίποτα το ενοχλητικό, ούτε το δυσάρεστο; Όπως ακριβώς λοιπόν όταν έλεγε: «ἐὰν γὰρ ἀγαπήσητε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, τίνα μισθὸν ἔχετε; οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αὐτὸ ποιοῦσι; καὶ ἐὰν ἀσπάσησθε τοὺς φίλους ὑμῶν μόνον, τί περισσὸν ποιεῖτε; οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι οὕτω ποιοῦσιν;(:διότι εάν αγαπήσετε μόνο εκείνους που σας αγαπούν, ποια ανταμοιβή έχετε να πάρετε από τον Θεό; Δεν κάνουν το ίδιο και οι τελώνες; Κι αν χαιρετάτε μόνο τους φίλους σας Ιουδαίους, τι σπουδαίο κάνετε; Δεν κάνουν έτσι και οι τελώνες;)»[Ματθ.5,46-47], παρότρυνε αυτούς υπενθυμίζοντας τους εθνικούς, έτσι και τώρα αναφέρει εκείνους επιπλήττοντας εμάς και δείχνοντας ότι ζητάει από εμάς κάποιο αναγκαίο χρέος· διότι ενώ πρέπει να ξεπεράσουμε κατά πολύ περισσότερο τους Γραμματείς και Φαρισαίους, ποια αξία θα δικαιούμασταν εμείς, που όχι μόνο δεν ξεπεράσαμε εκείνους, αλλά και που παραμένουμε και στην ευτέλεια των εθνικών και μιμούμαστε τη μικροψυχία τους;
     Μάλιστα δεν αρκέστηκε μόνο στην επίπληξη, αλλά αφού τους επέπληξε με όλα αυτά και διήγειρε την προθυμία τους, και αφού τους έκανε να νιώσουν μεγάλη ντροπή, στη συνέχεια τους προτρέπει και με άλλο τρόπο λέγοντας: «Οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων(:εσείς όμως μην ανησυχείτε γι’ αυτά, διότι ο ουράνιος Πατέρας σας γνωρίζει ότι έχετε ανάγκη απ’ όλα αυτά και συνεπώς θα σας τα δώσει)». Δεν είπε: «γνωρίζει ο Θεός», αλλά «γνωρίζει ο Πατέρας σας ο ουράνιος», ώστε να δημιουργήσει σε αυτούς μεγαλύτερη ελπίδα· διότι εάν είναι Πατέρας μας και μάλιστα τέτοιος Πατέρας, δεν θα μπορέσει να αδιαφορήσει για τους υιούς Του να βρίσκονται στα χειρότερα κακά, κατά τη στιγμή μάλιστα που ούτε οι άνθρωποι που είναι πατέρες δεν το ανέχονται αυτό.
     Και μετά από αυτό προσθέτει και άλλον συλλογισμό. Ποιος λοιπόν είναι αυτός; «ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων (:ότι έχετε ανάγκη όλων αυτών)». Αυτό λοιπόν που λέγει σημαίνει το εξής. Μήπως δηλαδή αυτά είναι ασήμαντα για να τα περιφρονήσει ο Θεός; Και όμως ούτε τα ασήμαντα περιφρόνησε, όπως δηλαδή στην περίπτωση του χορταριού· στην παρούσα περίπτωση μάλιστα είναι και αναγκαία. Ώστε αυτό που θεωρείς ότι είναι αιτία της φροντίδας σου, αυτό είναι ικανό νομίζω να σε απομακρύνει από αυτήν τη φροντίδα· διότι αν ισχυρίζεσαι ότι «για τον λόγο αυτόν πρέπει να μεριμνώ, επειδή είναι αναγκαία», αντιθέτως εγώ λέγω ότι ακριβώς για τον λόγο αυτόν δεν πρέπει να μεριμνήσεις, επειδή είναι αναγκαία. Αλλά και αν ακόμη ήταν περιττά, πάλι δεν θα έπρεπε έτσι να οδηγούμαστε σε απόγνωση, αλλά θα έπρεπε να ελπίζαμε στη χορηγία τους·επειδή όμως είναι αναγκαία, δεν πρέπει καθόλου να αμφιβάλλουμε· διότι ποιος είναι εκείνος ο πατέρας, ο οποίος ανέχεται, ώστε να μην εξασφαλίσει στα παιδιά Του ούτε τα αναγκαία;
     Επομένως και γι΄αυτόν τον λόγο ο Θεός οπωσδήποτε θα σου χορηγήσει· καθόσον μάλιστα Αυτός είναι δημιουργός της φύσεως και γνωρίζει με ακρίβεια Αυτός την ανάγκη της. Φυσικά ούτε αυτό δεν θα μπορούσες να πεις, ότι είναι μεν Πατέρας και ότι αναγκαία είναι αυτά που ζητούμε, όμως αγνοεί ότι έχουμε την ανάγκη τους· διότι Αυτός που γνωρίζει τη φύση, και είναι δημιουργός αυτής, και διέπλασε αυτήν κατ’ αυτόν τον τρόπο, είναι ολοφάνερο ότι και την ανάγκη της γνωρίζει περισσότερο από εσένα που έχεις την ανάγκη αυτών· καθόσον έτσι έκρινε Αυτός σκόπιμο ώστε αυτή να βρίσκεται σε τέτοιου είδους ανάγκη. Δεν θα εναντιωθεί λοιπόν σε αυτά που θέλησε ο Ίδιος, που δημιούργησε μεν αυτή τη μεγάλη ανάγκη, και θα απαλλάξει πάλι αυτήν από τη φυσική ανάγκη και τα αναγκαία.
     Ας μη φροντίζουμε λοιπόν· διότι δεν θα κερδίσουμε τίποτε περισσότερο εκτός από το να βασανίζουμε τους εαυτούς μας· διότι όταν ο Θεός μάς δίνει και όταν μεριμνούμε και όταν δεν μεριμνούμε, και μάλιστα πολύ περισσότερο όταν δεν μεριμνούμε, ποιο είναι από τη φροντίδα επιπλέον κέρδος σου, παρά το να απαιτείς για τον εαυτό σου περιττή τιμωρία; Διότι ούτε όταν πρόκειται κάποιος να μεταβεί σε πλουσιοπάροχο γεύμα, θα φτάσει στο σημείο να φροντίζει για την τροφή, ούτε αυτός που πηγαίνει προς πηγή φροντίζει για νερό. Ας μη μεριμνούμε λοιπόν ούτε και εμείς και ας μη μικροψυχούμε τη στιγμή που έχουμε εμείς και από κάθε πηγή και από άπειρα προετοιμασμένα δείπνα, πλουσιότερη τη χορηγία της πρόνοιας του Θεού.
      Μετά λοιπό από όσα προειπώθηκαν, προσθέτει και άλλον πάλι συλλογισμό για να μη χάνουμε το θάρρος μας για τέτοια πράγματα. Λέγει: «Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν(:Να ζητάτε πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα τα πνευματικά αγαθά της βασιλείας του Θεού και την απόκτηση των αρετών που ο Θεός σάς ζητά ως όρο για να σας χαρίσει τα αγαθά αυτά. Και τότε αυτά τα επίγεια θα σας δοθούν μαζί με εκείνα)»[Ματθ.6,33].
     Αφού λοιπόν ελευθέρωσε την ψυχή από τη μέριμνα, μνημόνευσε τότε και τα σχετικά με τον ουρανό· διότι ήλθε να ελευθερώσει από τα παλαιά και να καλέσει προς μία μεγαλύτερη πατρίδα. Για τον λόγο αυτόν τα πράττει όλα ώστε να μας απαλλάξει από τα περιττά και από την προσήλωσή μας στα γήινα. Για τον λόγο αυτόν μνημόνευσε και τους εθνικούς, λέγοντας ότι οι εθνικοί τα επιζητούν αυτάοι οποίοι κοπιάζουν μόνο για την παρούσα ζωή και οι οποίοι δεν κάνουν κανένα λόγο για τα μελλοντικά αγαθάούτε έχουν ιδέα για τα ουράνια πράγματα. Σε σας όμως δεν είναι αυτά τα πρωτεύοντα πράγματα, αλλά άλλα· διότι δεν δημιουργηθήκαμε γι’ αυτό, για να τρώμε κα να πίνουμε και να ντυνόμαστε, αλλά για να γίνουμε αρεστοί στον Θεό και να επιτύχουμε τα μελλοντικά αγαθάΌπως ακριβώς αυτά καταλαμβάνουν κατά την προσπάθειά μας δευτερεύουσα θέση, έτσι και κατά την προσευχή μας ας είναι δευτερεύουσας σημασίας.  
     Γι' αυτό και έλεγε: «Να ζητείτε τη βασιλεία των ουρανών και όλα αυτά θα προστεθούν σε σας». Και δεν είπε «θα δοθούν» αλλά «θα προστεθούν», για να μάθεις ότι κανένα από αυτά που δίνονται κατά το παρόν δεν είναι μεγαλύτερο από το μέγεθος των μελλοντικών αγαθών. Για τον λόγο λοιπόν αυτόν προτρέπει να μην τα ζητεί κανείς αυτά, αλλά να ζητεί μεν άλλα, να έχει πίστη όμως ότικαι αυτά θα προστεθούν σε εκείναΕπομένως να ζητάς τα μελλοντικά αγαθά και θα λάβεις και τα παρόντα· να μη ζητάς αυτά που βλέπεις, οπωσδήποτε όμως να είσαι βέβαιος πως και εκείνα θα τα λάβεις. Καθόσον δεν σου ταιριάζει να ζητείς από τον Κύριο τέτοια πράγματα· διότι ενώ οφείλεις να δαπανάς όλη τη φροντίδα και τη μέριμνα για εκείνα τα απερίγραπτα αγαθά, ντροπιάζεις πάρα πολύ τον εαυτό σου, ξοδεύοντας αυτήν στην επιθυμία των εφήμερων πραγμάτων.
  «Μα τι λοιπόν;», θα ρωτήσει κάποιος· «δεν πρόσταξε να ζητεί κανείς στην προσευχή του τον άρτο;» Αλλά όμως πρόσθεσε «τόν ἐπιούσιον», και σε αυτόν πάλι πρόσθεσε το «σήμερον»[Λουκ.11,3]· πράγμα το οποίο βέβαια κάνει και τώρα· διότι δεν είπε: «μη μεριμνήσετε», αλλά «μη μεριμνήσετε για την αυριανή ημέρα»· και έτσι μας παρέχει και την ελευθερία και την ψυχή μάς προσηλώνει στα πλέον αναγκαία. Καθόσον και εκείνα πρόσταξε  γι' αυτό να τα ζητάει κανείς, όχι επειδή ο Θεός έχει ανάγκη της δικής μας υπενθυμίσεως, αλλά για να  μάθουμε ότι με τη δική Του τη βοήθεια επιτυγχάνουμε αυτά τα οποία επιτυγχάνουμε, και για να εξοικειωθούμε με τη συνεχή προσευχή γι΄αυτά.
    Είδες πώς τους έπεισε και σε αυτήν την περίπτωση ότι θα λάβουν οπωσδήποτε τα παρόντα αγαθά; Διότι Αυτός που χορηγεί τα μεγαλύτερα, θα δώσει πολύ περισσότερο τα μικρότερα· διότι, λέγει, «δεν είπα για τον λόγο αυτόν να μη μεριμνάτε ούτε και να ζητείτε για να ταλαιπωρείστε και να περιφέρεστε γυμνοί, αλλά για να έχετε και αυτά σε αφθονία· πράγμα που βέβαια περισσότερο από όλα ήταν ικανό να προσελκύσει αυτούς». Όπως ακριβώς λοιπόν στην περίπτωση της ελεημοσύνης αποτρέποντας αυτούς να επιδεικνύονται στους ανθρώπους, τους έπειθε περισσότερο με αυτόμε το ότι υποσχόταν ότι θα τους δίνει με περίσσεια γενναιοδωρία- «διότι ο Πατέρας σου», λέγει, «που βλέπει στα κρυφά, θα σου το αποδώσει στα φανερά)» [Ματθ.6,4] – έτσι και εδώ, αποτρέποντας αυτούς από το να ζητούν αυτά, με αυτό προπάντων τους πείθει, με το ότι δηλαδή υπόσχεται ότι θα δώσει με περίσσεια τα αγαθά σε αυτούς που δεν ζητούν· διότι λέγει, « γι' αυτό παραγγέλλω να μη ζητείς, όχι για να μη λάβεις, αλλά για να λάβεις με αφθονία· για να τα λάβεις όπως ακριβώς σου ταιριάζει, και με την ωφέλεια που σου αρμόζει· για να μην κάνεις τον εαυτό σου, με το να μεριμνάς και να καταπονείσαι με τη φροντίδα τους, ανάξιο και αυτών και των πνευματικών αγαθών· για να μην υπομείνεις περιττή ταλαιπωρία και εκπέσεις πάλι από αυτό που επιζητείς».
      «Μὴ οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον· ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς· ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς(:Μην κυριευτείτε λοιπόν από ανήσυχη φροντίδα για όσα ενδέχεται να παρουσιαστούν αύριο· διότι η αυριανή ημέρα θα φροντίσει για όλα όσα θα σας συμβούν τότε.Αρκεί για την κάθε ημέρα η δική της σκοτούρα και ταλαιπωρία)»[Ματθ.6,34], δηλαδή η ταλαιπωρία, η συντριβή. Δεν σου είναι αρκετό το να τρως τον άρτο σου με τον ιδρώτα του προσώπου σου; [Γέν.3,19: «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ(:σε όλο το διάστημα της ζωής σου θα τρως τον άρτο σου με τον ιδρώτα του προσώπου σου, μέχρι τη στιγμή που θα πεθάνεις και επιστρέψει το σώμα του στη γη, από την οποία έχει πλασθεί· διότι χώμα είναι το σώμα σου, στο χώμα θα καταλήξει και χώμα πάλι θα γίνει)» ], Γιατί προσθέτεις και άλλη, την ταλαιπωρία από τη φροντίδα, κατά την στιγμή που πρόκειται να ελευθερωθείς και από τους προηγούμενους κόπους;
   «Κακία» λοιπόν εδώ δεν ονομάζει την πονηρία, μη γένοιτο, αλλά την ταλαιπωρία και τον πόνο και τις συμφορές· όπως ακριβώς και αλλού λέγει: «Εἰ φωνήσει σάλπιγξ ἐν πόλει, καὶ λαὸς οὐ πτοηθήσεται; εἰ ἔσται κακία ἐν πόλει, ἣν Κύριος οὐκ ἐποίησε;(: είναι δυνατόν να σαλπίσει πολεμική σάλπιγγα σε κάποια πόλη και ο λαός να μην ταραχτεί; Είναι δυνατόν να υπάρξει κάποια σύμφορα σε μία πόλη, την οποία ο Κύριος να μην έχει παραχωρήσει;)»[Αμώς 3,6], που εννοεί όχι τις αρπαγές, ούτε τις πλεονεξίες, ούτε κανένα άλλο από τα παρόμοια, αλλά τις πληγές που προέρχονται από πάνω.
     Και αλλού λέγει: « ἐγὼ ὁ κατασκευάσας φῶς καὶ ποιήσας σκότος, ὁ ποιῶν εἰρήνην καὶ κτίζων κακά· ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν πάντα ταῦτα(:εγώ κατασκεύασα το φως και έκαμα το σκοτάδι. Επιφέρω και αποκαθιστώ ειρήνη αλλά και παραχωρώ να έρχονται συμφορές και θλίψεις. Εγώ είμαι Κύριος ο Θεός, ο οποίος κάνω όλα αυτά)» [Ησ. 45,7] · διότι ούτε εδώ εννοεί την κακία, αλλά τις ελλείψεις τροφών και τις ασθένειες, τα οποία θεωρούνται από τους πολλούς ότι είναι κακά· διότι συνηθίζεται από τον πολύ κόσμο να τα ονομάζει αυτά κακά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο λοιπόν και οι ιερείς και οι μάντεις των πέντε εκείνων σατραπειών, όταν έζεψαν στην κιβωτό της Διαθήκης τις αγελάδες και τις άφησαν να βαδίζουν χωρίς τις δαμάλεις, «κακία» ονόμαζαν τις θεόσταλτες εκείνες πληγές και την ολιγοψυχία και την οδύνη που συνέβη σε αυτούς εξαιτίας αυτών [πρβλ. Α΄Βασ. 6,1 κ.ε.]. Αυτό λοιπόν δηλώνει και εδώ λέγοντας: «Είναι αρκετή στην κάθε μέρα η κακία της»· διότι τίποτε δεν κάνει να πονέσει τόσο η ψυχή όσο η μέριμνα και η φροντίδα.
     Έτσι και ο Παύλος προτρέποντας για παρθενία έδινε την εξής συμβουλή: «θέλω δὲ ὑμᾶς ἀμερίμνους εἶναι. ὁ ἄγαμος μεριμνᾷ τὰ τοῦ Κυρίου, πῶς ἀρέσει τῷ Κυρίῳ(:θέλω λοιπόν να είστε ελεύθεροι από φροντίδες που σας ζαλίζουν και σας ρίχνουν σε μεγάλη ανησυχία. Ο άγαμος στρέφει ολόκληρη την προσοχή και την φροντίδα του σε όσα παραγγέλλει ο Κύριος· φροντίζει πολύ πώς να αρέσει στον Κύριο)»[Α΄Κορ.7,32]. Επίσης όταν ο Κύριος λέγει ότι η αυριανή ημέρα θα μεριμνήσει για τον εαυτό της, δεν εννοεί ότι η ημέρα θα μεριμνήσει γι' αυτά, αλλά επειδή μιλούσε προς ένα λαό πνευματικά ατελέστερο, θέλοντας να κάνει περισσότερο κατανοητά τα λεγόμενά Του, προσωποποιεί τον καιρό, ομιλώντας προς αυτούς σύμφωνα με τη συνήθεια των πολλών.
    Και εδώ μεν συμβουλεύει απλώς, στη συνέχεια όμως και νομοθετεί λέγοντας: «Μὴ κτήσησθε χρυσὸν μηδὲ ἄργυρον μηδὲ χαλκὸν εἰς τὰς ζώνας ὑμῶν, μὴ πήραν εἰς ὁδὸν μηδὲ δύο χιτῶνας μηδὲ ὑποδήματα μηδὲ ῥάβδον· ἄξιος γάρ ἐστιν ὁ ἐργάτης τῆς τροφῆς αὐτοῦ(:μην αποκτήσετε και μη φυλάγετε στις ζώνες σας χρυσά νομίσματα, ούτε αργυρά, ούτε χάλκινα. Ούτε να αποκτήσετε σάκο για να βάζετε σε αυτόν ψωμί για τον δρόμο που θα κάνετε. Ούτε δύο πουκάμισα να αποκτήσετε, ούτε υποδήματα εκτός από τα πέδιλα που θα φοράτε, αλλά ούτε και ραβδί. Αυτά σας είναι περιττά· διότι είστε εργάτες που εργάζεστε για την πνευματική ωφέλεια των ανθρώπων, και κάθε εργάτης δικαιούται να δέχεται την τροφή του από εκείνους για τους οποίους μοχθεί)»[Ματθ.10,9-10]. Αφού δηλαδή τα απέδειξε αυτά έμπρακτα, τότε πλέον εισάγει και τη νομοθεσία που ήταν εντονότερη από τους λόγους, όταν και ο λόγος έγινε ευπρόσδεκτος, αφού επιβεβαιώθηκε προηγουμένως με τα δικά Του έργα.
    Πού λοιπόν επιβεβαίωσε τους λόγους Του με τα έργα Του; Άκουσε Αυτόν που λέγει: «Καἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ(:οι αλεπούδες έχουν τρύπες που τις χρησιμοποιούν ως φωλιές, και τα πουλιά του ουρανού έχουν μέρη για να κουρνιάζουν, ενώ ο υιός του ανθρώπου -δηλαδή εγώ που γεννήθηκα από την Παρθένο και είμαι ο κατεξοχήν άνθρωπος γνωστός από τις υποσχέσεις του Θεού στον Αδάμ, και ως Μεσσίας πρόκειται να έλθω πάλι Κριτής ένδοξος πάνω στις νεφέλες του ουρανού- δεν έχει ούτε πού να ακουμπήσει το κεφάλι του. Μην περιμένεις λοιπόν κι εσύ να έχεις σωματικές ανέσεις και αναπαύσεις, αλλά πάρε τις αποφάσεις σου γνωρίζοντας από πριν ότι η ζωή των ακολούθων μου είναι γεμάτη από στερήσεις και θυσίες, όπως η δική μου)»[Ματθ. 8,20]. Και δεν αρκείται μόνο σε αυτό, αλλά παρέχει και στους μαθητές την δυνατότητα να αποδείξουν αυτά, διότι και αυτούς τους προετοίμασε έτσι και δεν τους άφησε να έχουν από τίποτε ανάγκη.
     Πρόσεξε επίσης και την κηδεμονία Του, που ξεπερνά τη φιλοστοργία κάθε πατέρα· «διότι», λέγει, «σας δίνω αυτήν την εντολή όχι για τίποτε άλλο, αλλά για να σας απαλλάξω από περιττές φροντίδες· διότι και αν σήμερα μεριμνήσεις για την επόμενη ημέρα, και αύριο πάλι θα μεριμνήσεις. Για ποιο λόγο λοιπόν το περιττό; Γιατί καταναγκάζεις την ημέρα να λαμβάνει περισσότερο από την ταλαιπωρία που έτυχε να έχει, και μαζί με τους δικούς της κόπους προσθέτεις και το φορτίο της επόμενης ημέρας, και όλα αυτά κατά τη στιγμή που ως προς τίποτε δεν πρόκειται να ανακουφίσεις την άλλη ημέρα από την προσθήκη που γίνεται, παρά μόνο θα φανερώσεις περίσσευμα περιττών κόπων;».
     Για να τους ψέξει επίσης περισσότερο, σχεδόν σαν να έδωσε ψυχή στον χρόνο, τον παρουσιάζει ως αδικούμενο και να φωνάζει ενάντια σε αυτούς για την περιττή καταπόνησή του. Και βέβαια έλαβες την ημέρα, για να φροντίζεις για όσα ανήκουν σε αυτήν. Εξαιτίας τίνος λοιπόν προσθέτεις σε αυτήν και όσα ανήκουν στην επόμενη; Μήπως δεν είναι αρκετό φορτίο η δική της φροντίδα; Για ποιον λόγο λοιπόν τη βαρύνεις περισσότερο;Όταν μάλιστα ο νομοθέτης τα λέγει αυτά, και αυτός που πρόκειται να σε δικάσει, αναλογίσου τις αγαθές ελπίδες που προβάλλει μπροστά μας, όταν ο Ίδιος επιβεβαιώνει ότι αυτή η ζωή είναι γεμάτη από ταλαιπωρίες και κόπους, ώστε να είναι αρκετή και η φροντίδα της μιας ημέρας να μας βλάψει και να μας συντρίψει.
    Παρ’ όλα αυτά όμως, αν και έχουν λεχθεί τόσα πολλά και τόσο σπουδαία, εμείς φροντίζουμε μεν για τα επίγεια, αλλά δεν φροντίζουμε καθόλου για τα ουράνια, αλλά αντιστρέψαμε την τάξη, πολεμώντας και από τις δύο πλευρές τους λόγους του Κυρίου. Πρόσεξε λοιπόν· «μη ζητείτε», μας λέγει, «καθόλου τα παρόντα»· εμείς όμως ζητούμε αυτά συνεχώς. «Ζητείτε», λέγει, «τα επουράνια»· εμείς όμως ούτε για ελάχιστη ώρα δεν ζητούμε εκείνα, αλλά αντιθέτως όση μέριμνα καταβάλλουμε για τα βιοτικά, τόση αδιαφορία επιδεικνύουμε για τα πνευματικά, και μάλιστα και πολύ μεγαλύτερη.
      Ωστόσο όμως δεν μπορεί να γίνεται πάντοτε αυτό, ούτε πάντοτε είναι δυνατό αυτά να συμβαίνουν. Καλά περιφρονούμε τους λόγους Του για δέκα μέρες, για είκοσι, για εκατό· μα δεν πρέπει τέλος πάντων να επιστρέψουμε και να πέσουμε στα χέρια Αυτού που δικάζει; Ίσως όμως παρέχει παρηγορία η αναβολή. Και ποια είναι η παρηγορία, το να αναμένεις καθημερινά κόλαση και τιμωρία; Διότι εάν θέλεις κάποια παρηγορία να έχεις από αυτήν την αναβολή, λάβε τη διόρθωση που προέρχεται από τη μετάνοια· διότι και αν νομίζεις ότι η αναβολή της τιμωρίας ότι σου παρέχει κάποια ανακούφιση, πολύ μεγαλύτερο είναι το κέρδος το να μην υποπέσεις στην τιμωρία.
       Ας χρησιμοποιήσουμε λοιπόν αυτήν την αναβολή που κάνει ο Θεός προκειμένου να μας τιμωρήσει για την αδιαφορία μας, ώστε να απαλλαγούμε εντελώς από τα επικείμενα κακά· διότι δεν είναι κανένα από τα παραγγέλματά Του ούτε φορτικό, ούτε και βαρύ, αλλά είναι όλα τόσο εύκολα και εφαρμόσιμαώστε εάν προσφέρουμε μόνο γνήσια προαίρεση, θα μπορέσουμε να τα εφαρμόσουμε και αν ακόμη είμαστε υπεύθυνοι μυρίων αμαρτημάτων.  
               
           ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
             επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

  ΠΗΓΕΣ:
·       https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf
·       Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα  έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλίες Κ΄, ΚΑ΄ και ΚΒ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 9 σελίδες 712-727 και τόμος 10,  σελίδες 9-27 και 30-53 αντίστοιχα.
·       Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 64, σελ. 183-212.
·       Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
·       Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
·       Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
·       http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...