Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κώστας Τσιρόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κώστας Τσιρόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Απριλίου 15, 2015

Ποιὰ εἶναι ἡ λέξη πού καίει;

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!

                  ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!
Ὑπάρχει μία λέξη πού ἀγκυλώνει, πού τρυπᾶ τίς συνειδήσεις σήμερα, μία λέξη πού ἐνοχλεῖ, πού προκαλεῖ ἔξαψη, λοιδορία, ἐχθρότητα, μίσος τυφλό, μία λέξη πού καίει, πού ἐξαγριώνει τούς πολλούς τῶν καιρῶν μας, λέξη-καρφί, λέξη-μαχαίρι, λέξη-πυρακτωμένη βουκέντρα πού ἐξεγείρει, πού ἐρεθίζει, πού γεννᾶ μανία σατανική καί λύσσα.



Δέν πρόκειται γιά τίς τρέχουσες ἤ τίς νεόκοπες λέξεις τῆς πολιτικῆς προπαγάνδας καί τῆς δημοσιογραφικῆς ἀοριστολογίας. Ἀντίθετα, εἶναι λέξη παλιά κι ὅμως αἰώνια ἐπίκαιρη, λέξη πού πιάνει πολύ χῶρο στή ζωή μιᾶς κοινωνίας, ὅποιας κοινωνίας, ὅποιου πολιτικοῦ συστήματος γέννημα κι ἄν εἶναι αὐτή, λέξη πού πάνω της στηρίζεται ἡ ζωή κι ὁ θάνατος, δυναμική, ἐκρηκτική, τελεσφόρα, ἐρεθιστική. Εἶναι ἡ λέξη: Θεός.


Ποτέ ἄλλοτε οἱ ἄνθρωποι δέν τόν εἶχαν μισήσει, δέν τόν εἶχαν ἀρνηθεῖ καί δέν τόν εἶχαν καταδικάσει σέ θάνατο μέ τέτοια λυσσαλέα ἐπιμονή καί τόσο ἀβυσσαλέο μίσος, ὅσο στή δική μας ἐποχή. Καί ποτέ ἄλλοτε οἱ ἄνθρωποι δέν εἶχαν, ὅσο οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας, τήν ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ. Γιατί τώρα ὄχι πιά μοναχικές συνειδήσεις ἀλλά ὁλάκερες κοινωνικές ὁμάδες, στρώματα λαοῦ, αὐτή ἡ ἴδια ἡ ἱστορία γιά πρώτη ἀπό τότε πού πλάστηκε ὁ κόσμος φορά, ζοῦν μέ τόσο ἐξουθενωτική ἔνταση κι ἐνάργεια ὁριακές καταστάσεις, καταστάσεις πού συντρίβουν θεσμούς, μορφές ζωῆς, τύπους κοινωνιῶν, καταστάσεις πού ὑψώνουν τό φάσγανο τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ θανάτου τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου — θανάτου αὐτοῦ του δεύτερου, ὄχι λιγότερο τραγικοῦ.


Ὅσοι ἀγρυπνοῦν, πιστοί, δύσπιστοι, ὀλιγόπιστοι ἤ καί ἄπιστοι, ἐπισημαίνουν πιά μέ κατάθλιψη κι ἕνα αἴσθημα δεινῆς ἠθικῆς ἀμηχανίας πώς ὁ κόσμος θά καταστραφεῖ ἄν δέν ξανακερδίσει ὁ ἄνθρωπος μέσα του νόμο ἠθικό, ἄν δέν ξαναστηριχτεῖ σέ μιὰν Ἀρχή πού νά ἀναδομήσει τόν κόσμο καί νά ἀνακαθορίσει τίς προσωπικές σχέσεις τῶν ἀνθρώπων καί τίς σχέσεις τῆς κοινωνίας. Ὁ κόσμος θά χαθεῖ καί ὁ ἄνθρωπος θά βυθιστεῖ στή βαρβαρότητα χωρίς Θεό.


Ὕστερα ἀπό τίς φωταψίες τῆς Ἀναγέννησης, τά πυροτεχνήματα τοῦ Διαφωτισμοῦ, τίς ἰαχές τοῦ ἐπιστημονικοῦ καλπασμοῦ καί τῆς τεχνολογίας τοῦ αἰώνα μας, νά πού βρισκόμαστε πάλι στήν πικρή ἀνάγκη ν’ ἀναθεωρήσουμε τή δομή τοῦ κόσμου καί νά τήν ξανακάνουμε θεοκεντρική, ἄν δέν εἴμαστε ἀποφασισμένοι ν’ αὐτοκτονήσουμε.


Μία τέτοια δομή ὅμως, προϋποθέτει πώς ἡ λέξη Θεός θά ξανακερδίσει τήν κοινωνική καί ὑπαρξιακή της ἐγκυρότητα πού ὁ καιρός τῆς ἀποστασίας προσπάθησε νά τῆς ἀφαιρέσει.


Ἀκριβῶς, αὐτὴ τή στενή, τή δύσκολη ὥρα, τήν ὥρα τῆς μεγάλης ταπείνωσης τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἀτομικῆς ἐποχῆς, μέ τίς δαντικές πυρηνικές φωταύγειες, κολλημένοι κυριολεκτικά στόν τοῖχο ἀπό τήν ἀποτυχία τους, οἱ ἄνθρωποι τῶν καιρῶν λυσσοῦν ὅταν ἀκοῦν τή λέξη τοῦ Θεοῦ. Νά ξανάρθει Αὐτός; Νά ξαναεφορεύσει Αὐτός ὁλόκληρη τή ζωή; Αὐτός ποὺ τόν διώξαμε, Τόν καταδικάσαμε, Τόν ἐκτελέσαμε;


 


Τό μίσος ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τό μίσος ἐναντίον τῆς λέξης -γιατί ποιός, στ’ ἀλήθεια, ταλαίπωρος ἔχει τή δύναμη νά μισήσει τό Θεό; -ἐξακτινώνεται καί ἐναντίον ὅσων ἐκφράζουν μέ λόγο ἤ μ’ ἔργο τό Θεό.


Ἐμεῖς πού μ’ ὅλες μας τίς καταθλιπτικές ἀδυναμίες, τά λάθη, τή μηδαμινότητά μας, τολμοῦμε ἀκόμα νά πιστεύουμε στό Θεό, ζοῦμε μία κατάσταση ἀληθινά παράλογη: ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ὑπάρχουν δυνάμεις πού μᾶς μισοῦν ἔστω κι ἄν δέν μᾶς εἶδαν ποτέ, ἔστω κι ἄν ποτέ οἱ δρόμοι μας δέν ἀντάμωσαν, ἔστω κι ἄν δέν ἔχουμε καμιά σχέση μέ τά ἐνδιαφέροντα, τίς βλέψεις, τίς μανίες τους. Μᾶς μισοῦν μόνο γιατί ξέρουν πώς ἐμεῖς πιστεύουμε σ’ αὐτὴ τή λέξη πού τούς τρυπᾶ, πού τούς καίει, πού τούς ἀναστατώνει. Μᾶς συκοφαντοῦν καί μᾶς λοιδοροῦν γιατί ἐμεῖς, μέ τό ἀγκίστρι Ἐκείνου στήν καρδιά, ὅπου κι ἄν πᾶμε, ὅσο κι ἄν περιπλανηθοῦμε, ξέρουν πώς ἔχουμε τό δικό Του γνώρισμα πάνω μας, τό βλέπουν ἴσως, τό μυρίζονται. Καί δέν μᾶς τό συγχωροῦν.


«Τό μεγάλο Θέατρο τοῦ κόσμου» τοῦ Καλντερόν, εἶναι σήμερα θέατρο καί τῆς οἰκουμένης καί τῆς μοναχικῆς μας ψυχῆς. Ἐδῶ ὁ ἀγώνας κορυφώνεται. Καί κορυφώνεται κι ἡ ἀγωνία τοῦ κόσμου, σ’ Ἀνατολή καί Δύση, σέ Βορρᾶ καί Νότο, ὅταν παλεύει νά σβήσει τή λέξη αὐτή, νά ξεφύγει ἀπό τό νόμο τῆς Δημιουργίας. Ἡ ἀγωνία αὐτή σ’ ἀναφορά πρός τό Θεό, συνιστᾶ τήν κρίση τοῦ πολιτισμοῦ μας καί τήν ἀχίλλεια φτέρνα τῆς Δύσης. Πάνω στή λέξη αὐτή, σ’ αὐτή τήν μαλτεζόπετρα συντρίβονται ἄνθρωποι, ἰδεολογίες, κοινωνικά συστήματα, διεθνεῖς ἀπάτες, ψευδαισθήσεις.


Ἐμεῖς οἱ θνητοί, μέ τό θάνατο νά χτυπᾶ σά βόμβα ὡρολογιακή στό κορμί μας, στίς φλέβες μας, θέλουμε ν’ ἀρνηθοῦμε τό Θεό. Κι ἀρνούμαστε τόν ἑαυτό μας. Θέλουμε νά χτυπήσουμε τό Θεό καί χτυποῦμε τούς ἄλλους ἀνθρώπους, καί πληγώνουμε τόν ἑαυτό μας. Θέλουμε νά ὑψώσουμε χωρίς Αὐτόν εἰρήνη, ἐλευθερία, πολιτισμό, καί βυθιζόμαστε στή θανάσιμη ἀγωνία τῆς ἱστορίας.


Ἡ λέξη αὐτή καίει, φωτίζει, συντρίβει, ἐγκαρδιώνει. Εἶναι τοῦ ἀνθρώπου ἡ λέξη, τῆς μύχιας ἀλήθειάς του, τῆς ἀγάπης ἡ λέξη.
το είδαμε εδώ

Τρίτη, Φεβρουαρίου 10, 2015

Η μεταφυσική αξία των δακρύων




          Οι Πατέρες της Εκκλησίας ακόμη μια φορά βρήκαν στη διαγωγή του σώματος μιαν ευθύνη και μιαν άμεση, μοναδική επίδραση στο μέλλον της ψυχής. Τα δάκρυα δεν είναι ένα τυχαίο και διαβατικό φαινόμενο του ανθρώπινου οργανισμού, ούτε απλά και μόνο μια έκφραση συναισθηματικού κραδασμού. Είναι, όταν χύνονται με την πλήρη συμπαράσταση της συνείδησης, πράξη που βαραίνει την αιωνιότητα του ανθρώπου, που αλλοιώνει το περιεχόμενό της, που συντελεί, δηλαδή, στην σωτηρία, στην κάθαρση της πάσχουσας, από ανομήματα, ψυχής. Οι δακρυγόνοι αδένες βρίσκονται σε άμεση και μοναδική σχέση με την ανθρώπινη καρδιά. Κι όταν αυτή η καρδιά γνωρίζει να υποφέρει και ν’ αθλεί όχι μονάχα συναισθηματικά αλλά και ηθικά, όταν δεν κατέχεται και δεν υποφέρει μονάχα από δίψα ανθρώπων, αλλά κι από δίψα Θεού, τότε τα δάκρυά της έχουν μιαν επίδραση απροσδόκητη στη ζωή και στο μέλλον της…
          Η δωρεά των δακρύων, η συμπαράσταση δια των δακρύων, η αυτοαγωγή και η αυτοεύρεση, η κατάκτηση μιας σοβαρότερης αυτοσυνείδησης δια των δακρύων, είναι πράγματα που μας λείπουν. Χάσαμε τη δυνατότητα της αναγωγής των βιολογικών φαινομένων του ανθρώπου σε πνευματικά αποτελέσματα κι έτσι χάσαμε και την ενότητα του εαυτού μας και την ενότητα της ζωής. Το να μιλάει κανείς σήμερα για την μυστική αξία των δακρύων είναι και παράδοξο και ξεπερασμένο για τους πολλούς.   Αλλ’ αυτοί οι πολλοί ας μη λησμονούν πως αυτό το «σήμερα» είναι μετά Χριστόν.
Κ. ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΥ,  «Αυτοψία Της Εποχής»
πηγή

Παρασκευή, Ιουνίου 27, 2014

Ἡ ἐξορία τοῦ κόσμου τούτου κι ἡ ἐλπίδα στό Θεό

Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ξένοι καί παρεπίδημοι στόν κόσμο αὐτό. Ἀλλά ἡ γοητεία τῆς ζωῆς αὐτῆς καί οἱ πειρασμοί μᾶς κρύβουν ἀπό τά μάτια τῆς ψυχῆς τήν μέγιστη αὐτή ἀλήθεια καί μᾶς προσκολλοῦν σέ πρόσωπα καί πράγματα, σέ ἔργα τῆς ματαιότητας. Ὁ ἀληθινός ὅμως χριστιανός ἔχει κατανικήσει, κατανικᾶ ἀδιάκοπα, μέ πόνους καί στερήσεις τή μαγεία τοῦ πρόσκαιρου αὐτοῦ κόσμου γιά ν’ ἀφοσιωθεῖ στό Χριστό. Ἐκεῖνος μονάχα ἀγωνιζόμενος ἀντιλαμβάνεται πώς ἡ ζωή αὐτή εἶναι μιὰ ἐξορία γιά τόν πιστό, ἕνας τόπος δοκιμασιῶν πικρίας καί πώς ἡ ἀληθινή του πατρίδα εἶναι ἡ ἄλλη ζωή• εἶναι ὁ Θεός πού μέ τήν ἀγάπη καί τή Χάρη του κρατᾶ τή χριστιανική ψυχή ὀρθή καί ἀνθεκτική. Ἔχει δικαίωμα κι ὁ χριστιανός νά ζήσει νά χαρεῖ τή ζωή αὐτή ἀλλά χωρίς ν’ ἀφοσιωθεῖ, χωρίς νά περιμένει τίποτε ἀπό τόν ἐδῶ κόσμο. Ἡ ἐλπίδα του, ἡ ἀγάπη του, ἡ ἀφοσίωσή του εἶναι σταθερά δοσμένα στό Θεό. Καί χωρίς Αὐτόν, ἡ ζωή εἶναι ἔρημος καί ἐξορία.


Στή «Μίμηση τοῦ Χριστοῦ». τοῦ Τόμας Κέμπις, διαβάζουμε: «Ὅπου βρίσκεται ὁ Ἰησοῦς, ὅλα πηγαίνουν καλά καί τίποτε δέ φαίνεται δύσκολο. Ἀπ’ ὅπου ὅμως ἀπουσιάζει, ὅλα εἶναι ὀχληρά καί κουραστικά. Κάθε λογῆς παρηγοριά εἶναι χωρίς ἀξία, ἄν ἡ φωνή τοῦ Ἰησοῦ δέν φθάνει ὡς μέσα μας. Ὡστόσο, καί μία μονάχα λέξη του εἶναι ἀρκετή νά μᾶς παρηγορήσει ἀπόλυτα. Δέ σηκώθηκε ἀμέσως ἡ Μάρθα ἀπό τόν τόπο ὅπου ἔκλαιγε ὅταν ἡ Μαρία τῆς εἶπε: ὁ Διδάσκαλος πάρεστι καί φωνεῖ σε.; Μακαρία ἡ ὥρα πού ὁ Ἰησοῦς σέ προσκαλεῖ ἀπό τά δάκρυα στήν πνευματική χαρά. Πόσο στεγνή καί ἄγονη εἶναι ἡ ζωή σου χωρίς τόν Ἰησοῦ! Καί πόσο ἀνώφελο καί μάταιο νά ζητᾶς ὁτιδήποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπό τόν Ἰησοῦ! Εἶναι μεγαλύτερη ζημιά, παρά ἄν εἶχες κι ἔχανες ὁλόκληρο τόν κόσμο. Τί μπορεῖ τάχα νά σοῦ δώσει ὁ κόσμος χωρίς τόν Ἰησοῦ; Χωρίς αὐτόν ἡ ζωή εἶναι μία κόλαση ἀνυπόφορη. Μέ τόν Ἰησοῦ, εἶναι παράδεισος τερπνός».


Χωρίς τό Χριστό ἡ ζωή δέν θά εἶχε κανένα νόημα. Ἐκεῖνος ἀρδεύει τή ψυχή μέ τίς δωρεές τῆς ἀγάπης του, τήν κάνει ἱκανή ν’ ἀκούει τό θέλημά του καί νά ὑποτάσσεται. Καί νά μή ἐλπίζει, παρά μονάχα σ’ Αὐτόν. Ἔτσι, ἡ ζωή αὐτή φαίνεται ἀληθινή ἐξορία. Γιατί ἡ ἕνωση ἀγάπης τῆς ψυχῆς μέ τόν Κύριό της κάθε τόσο κινδυνεύει, κάθε τόσο διακόπτεται ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀπό τούς ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ. Γιατί κάθε τόσο, ἡ γοητεία τοῦ κόσμου αὐτοῦ ἐφορμᾶ καί ζητεῖ νά πλανέψει τή ψυχή, νά τήν ὑποδουλώσει στά ἐγκόσμια, νά σβήσει ἀπό μέσα της τόν ἀκοίμητο λύχνο τῆς ἐλπίδας της στό Θεό.

Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος λέει: «Οἱ Χριστιανοί σά νήπια νιώθουν καί κοιτάζουν τόν κόσμο κατά τό μέτρο τῆς χάρης, γιατί εἶναι ξένοι πρός αὐτό τόν κόσμο, καί ἡ πόλη καί ἡ ἀνάπαυσή τους εἶναι ἄλλη. Γιατί ἔχουν οἱ χριστιανοί τή παρηγοριά τοῦ πνεύματος, δάκρυα καί πένθος καί στεναγμό, καί αὐτά τά δάκρυα εἶναι χαρά γι’ αὐτούς. Ἔχουν καί φόβο καί χαρά κι ἀγαλλίαση. Κι ἔτσι, εἶναι σάν ἄνθρωποι πού κρατᾶνε στά χέρια τούς τό αἷμα τους τό ἴδιο, μή ἔχοντας θάρρος στόν ἑαυτό τους εἴτε νομίζοντας πώς εἶναι κάτι τι, ἀλλά ὄντας παραπεταμένοι καί παραριγμένοι περισσότερο ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτός ὁ κόσμος πού φαίνεται μέ τά μάτια, ἀπό τόν ἄρχοντα ὡς τό φτωχό, βρίσκεται σέ θόρυβο, σέ ἀκαταστασία καί σέ πόλεμο, καί κανένας ἀπό αὐτούς δέν ξέρει τήν αἰτία, δηλαδή, πώς τό κακό μπῆκε στό κόσμο μέ τή παρακοή, τό κεντρί τοῦ θανάτου».


Εὐτυχῶς πού σέ αὐτή τή σκληρή ἐξορία πού ζοῦν, ἔχουν οἱ Χριστιανοί τήν παρηγοριά τοῦ Πνεύματος. Γιατί οἱ πίκρες πού περνοῦν εἶναι βαθιές καί ἔντονες. Οἱ ἀπογοητεύσεις πού γεύονται ἀπό τήν κακία, τήν ὑποκρισία, τό φθόνο καί τήν ἀφιλία τῶν ἀνθρώπων πού βρίσκονται κοντά τους, ἀκόμα καί τῶν συγγενῶν τους, θά τούς εἶχαν βυθίσει σέ δεινή ἀπελπισία. Ἀλλά νά, πού ὁ Θεός ρίχνει πλούσιο κι ἐγκαρδιωτικό φῶς στά στήθη τους, τούς παρηγορεῖ, ἐπιδένει τίς πληγές τους καί τούς μαθαίνει τό μέγιστο μάθημα• τό μάθημα τῆς ματαιότητας τοῦ κόσμου τούτου καί τῆς ξενιτιᾶς τοῦ εὐσεβοῦς ἀνθρώπου, τό μάθημα τό μυστικό τοῦ ἔρωτα πρός Αὐτόν πού εἶναι ἡ ἀρχή καί τό τέλος τῶν πάντων. Ἡ μέσα τους πίκρα, ἡ θλίψη καί ἡ ἀποκαρδίωση γίνεται γλυκύς καρπός ἀγάπης καί ἀφοσίωσης πρός Αὐτόν.

Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις ἔγραφε: «Βρισκόμαστε κι ἐμεῖς στήν κατάπικρη ἔρημο τῆς Μερράν. Στό τόπο δηλαδή τοῦ πόνου. Ποιός, λοιπόν, Μωϋσῆς ὑπάρχει καί γιά μᾶς πού νά προσπέσουμε στά πόδια του καί νά τοῦ ἐξομολογηθοῦμε τό καημό καί τή δυστυχία μας; Ποιός εἶναι ὁ μεσίτης πού θά παρακαλέσει καί γιά μᾶς τόν Κύριο; Μέ ποιό τρόπο θά μπορέσουμε κι ἐμεῖς νά γλυκάνουμε τό πικρό φαρμάκι ποὺ ποτιζόμαστε; Ποῦ θά βρεθεῖ καί γιά μᾶς, ὅπως τότε γιά τούς Ἑβραίους, μιὰ χώρα δροσόλουστη καί κατάρρυτη σάν τήν Αἰλείμ, πού νά μᾶς παρηγορήσει καί νά μᾶς ξεκουράσει; Διψοῦν οἱ Χριστιανοί στή ζωή μας αὐτή τά γλυκύτατα νάματα τοῦ θείου λόγου, μά δέν βρίσκουνε τρεχούμενες πηγές γιά νά πιοῦνε καί νά σωθοῦνε. Ὅπου καί νά πᾶνε, ὅπου καί νά γυρίσουνε τά μάτια τους, βλέπουν μπροστά τους αὐτή τή Μερρὰν καί τά πικρά νερά της νά κυλοῦνε. Νερά φαρμακερά, πού φέρνουνε τήν ἀρρώστια καί τό θάνατο. Ἄν βγοῦν στήν ἀγορά, δέν ἀκοῦνε παρά ψέματα καί λόγια πανούργα. Καί δέ βλέπουμε τίποτε ἄλλο παρά πλεονεξία καί φιλοχρηματίες. Ἄν πάλι πλησιάσουνε στ’ ἀρχοντικά, δέ μαθαίνουν καί δέ διδάσκονται παρά ραδιουργίες καί σοφιστεῖες, καί ἁρπαγές, καί ἀδικίες. Κι ἄν μποῦνε σέ φτωχικά σπίτια κι ἐκεῖ παραδείγματα φαυλότητας καί ἄτακτης ζωῆς… Ἐπιστάτα! ποῦ νά πορευθοῦμε; σύ μπορεῖς νά μᾶς πεῖς λόγια αἰώνιας ζωῆς, Ἄνοιξε, λοιπόν, τίς πηγές τῆς σωτηρίας καί δρόσισε τή φλογερή μας δίψα γιατί καιγόμαστε καί δέν ἀντέχουμε πλέον οἱ δυστυχισμένοι».


Ἀφοῦ ἀρκετά ἐξαπατηθοῦν ἀπό τό κόσμο καί πικραθοῦν, καί πληγωθοῦν ἐσωτερικά, πρέπει οἱ χριστιανοί νά τό πάρουν ἀπόφαση: νά μή περιμένουν σχεδόν τίποτα ἀπό τό κόσμο αὐτό, ἀλλά νά περιμένουν τά πάντα ἀπό τό δωρεοδότη Κύριο. Στό τόπο αὐτό τῆς ἐξορίας πού εἶναι ἡ ζωή αὐτή, θά βασανιστοῦν, θά πειρασθοῦν, θά ἀπομείνουν μονάχοι, ἀλλά εἶναι ἀνάγκη ν’ ἀντέξουν ὅλους αὐτούς τούς πειρασμούς, ν’ ἀπαρνηθοῦν τ’ ἀγαθά τῆς φθαρτῆς αὐτῆς ζωῆς γιά νά κερδίσουν τήν ἀγάπη καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ.

Στόν «Λειμώνα» τοῦ Ἰωάννη Μόσχου διαβάζουμε: «Κάποιος ἀββᾶς, μᾶς διηγήθηκε καί μᾶς εἶπε: Ἄκουσα ἀπό τόν πατέρα Ἰωάννη τόν Μωαβίτη ὅτι ἔμενε στήν Ἁγία Πόλη μιὰ μονάστρια πού ἦταν πολύ εὐλαβική καί πρόκοβε στό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Τή φθόνησε λοιπόν ὁ διάβολος τήν ἁγία αὐτή κόρη κι ἔβαλε σ’ ἕνα νέο, σατανικό ἔρωτα γι’ αὐτή. Ἡ θαυμαστή ὅμως ἐκείνη κόρη, ὅταν εἶδε τήν ἐπιβολή τοῦ διαβόλου καί τήν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς τοῦ νέου ἐξαιτίας της, πῆρε ἕνα ζεμπίλι μέ βρεγμένα κουκιά καί τράβηξε στήν ἔρημο γιά νά γλυτώσει καί τή ψυχή τοῦ νέου ἀπό τόν πονηρό, καί τόν ἑαυτό της στήν ἀσφάλεια τῆς μοναξιᾶς. Ὕστερα ἀπό πολλά λοιπόν χρόνια -ἀπό οἰκονομία τοῦ Θεοῦ καί γιά νά μή ἀπομένει ἄγνωστη ἡ ἐνάρετη πολιτεία της- τήν εἶδε ἕνας ἀναχωρητής στήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη καί τῆς εἶπε: 

– Τί κανείς μητέρα μου, μέσα σ’ αὐτή τήν ἐρημιά; 

Κι αὐτή, ἐπειδή ἤθελε ν’ ἀποφύγει νά πεῖ τήν ἀλήθεια στόν ἀναχωρητή, τοῦ ἀποκρίθηκε: 

-Συγχώρεσέ με, πατέρα μου, γιατί ἔχασα τό δρόμο μου. Κάνε ὅμως, γιά τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἔλεος καί δεῖξε μου τή στράτα.


Αὐτός ὅμως πού ἀπό φώτιση τοῦ Θεοῦ κατάλαβε τήν ἀλήθεια, τῆς εἶπε:


-Οὔτε τή στράτα σου ἔχασες, οὔτε καί ζητᾶς ἄλλο δρόμο. Πές μου μέ εἰλικρίνεια, τήν ἀφορμή πού σ’ ἀνάγκασε νάρθεις ἐδῶ.


Κι ἐκείνη τότε ὁμολόγησε τήν ἀλήθεια. Κι ὁ Γέροντας τήν ξαναρώτησε:


- Καί πόσο καρό ἔχεις ἐδῶ;


Κι αὐτή τοῦ ἀπάντησε: 

-Μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, δεκαεφτά χρόνια.


Καί τῆς ξαναλέει ὁ ἀναχωρητής: 

-Ἀπό ποῦ βρίσκεις τροφή; 

Τότε αὐτή τούδειξε τό ζεμπίλι καί εἶπε: 

-Κοίταξε αὐτό τό ζεμπίλι πού εἶναι μπροστά σου. Μέ συντρόφευσε ἀπό τότε πού ἦλθα μέ τά λιγοστά αὐτά βρεχτοκούκια. Κι ὁ ἅγιος Θεός τά οἰκονόμησε ἔτσι γιά μένα τήν ταπεινή, ὥστε χρόνια τώρα ὁλόκληρα τρώγω ἀπό αὐτά κι ὅμως δέ λιγόστεψαν. Καί μάθε ἀκόμα, Πατέρα μου, καί τοῦτο: ὁ Πανάγαθος Θεός μέ σκέπασε μέ τέτοιο τρόπο πού στά δεκαεφτά αὐτά χρόνια εἶναι σήμερα ἡ πρώτη φορά πού μέ βλέπει ἀνθρώπου μάτι. Ἐγώ ὅμως τούς ἔβλεπα ὅλους.


Κι ὁ ἀναχωρητής δόξασε τό Θεό».


Μέ τέτοια θαυμαστή δύναμη ἀπάρνησης ζοῦσαν ἄλλοτε οἱ χριστιανοί. Ἤξεραν πολύ καλά πόσο ἄξενη γιά τά πνευματικά πετάγματα εἶναι τούτη ἡ ζωή, τούς εἶχαν ποτίσει πίκρα καί πόνο οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά ἐκεῖνοι εἶχαν ἀποφασίσει κι εἶχαν μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ προετοιμαστεῖ νά ὑποστοῦν αὐτή τήν ἐξορία, κι ἀκόμη περισσότερες θυσίες νά προσφέρουν γιά νά μπορέσουν νά συζήσουν μυστικά μέ τό Θεό. Ἐκεῖνος ἦταν ἡ σταθερή τους ἐλπίδα, τό μοναδικό φῶς μέσα στή μαύρη καί χαμηλή ζωή τοῦ κόσμου τούτου. Σήμερα, αὐτό τό πνεῦμα ὅλο καί περισσότερο σπανίζει ἀνάμεσα στούς χριστιανούς. Συμφιλιωμένοι μέ τόν κόσμο, λένε πώς πιστεύουν στό Χριστό, πώς εἶναι δικοί Του, ἀλλά λαχταροῦν τά ἐγκόσμια πράγματα, ἐνδιαφέρονται γιά τιμές, γι’ ἀξιώματα καί γιά πλούτη, μέ τήν ἴδια μανία πού δείχνουν γι’ αὐτά τ’ ἀπατηλά πράγματα οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου. Ἄλλοτε, τά παιδιά τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἕτοιμα ν’ ἀναχωρήσουν τήν κάθε στιγμή ἀπό τόν κόσμο αὐτό. Σήμερα, χωρίς νά τό λένε, μέ τά ἔργα τους, δείχνουν πώς ἔχουν μυστικά συμμαχήσει, ἐνδιαφερόμενοι γιά τόν ἔπαινο τῶν πολλῶν, ἐνῶ ὁ Κύριος βροντοφωνεῖ ὅτι ἀφοῦ Ἐκεῖνον μίσησε ὁ κόσμος, δέ μπορεῖ παρά νά μισήσει καί τούς ὀπαδούς Του.

Ὁ Φώτης Κόντογλου ἔγραφε: «Ὅποιος ἀξιώθηκε ν’ ἀγαπήσει τό Θεό, δηλαδή ν’ ἀγαπηθεῖ ἀπό τόν Θεό, χωρίζει ἀπό τόν κόσμο, ἐπειδή δέν παραδέχεται τή σοφία του κι ὁ κόσμος τόν μισεῖ καί τόν κοροϊδεύει. Τόν βγάζει τρελό γιά νά μή χάσει τήν πίστη του στή δική του λογική καί νιώσει τή δική του ἀθλιότητα. Ἔτσι θά γίνεται στόν αἰώνα, γιατί δέ θά ξημερώσει ποτέ ἡ μέρα πού θά καταλάβει ὁ κόσμος πώς αὐτοί οἱ τρελοί δέν εἶναι τρελοί γιατί τότε θά ἔρθει στή γῆ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἐπειδή δέ θά ὑπάρχει κανένας πονηρός γιά νάναι καί τά μάτια τοῦ πονηρά ἀλλά ὅλοι θάναι ἀθῶοι σάν παιδιά. Μά τοῦτο δέν θά γίνει ποτέ σ’ αὐτό τόν κόσμο, ὅπως εἶπε τό ἀλάθευτο στόμα τοῦ Κυρίου. Ὁ Χριστός μιλᾶ στούς ἀνθρώπους ἁπλά καί καθαρά, κι ἐμεῖς οἱ πονηροί κάνουμε πώς δέν καταλαβαίνουμε. Μᾶς ἐξαγόρασε μέ τόν θάνατό του, μᾶς ἀνάγγειλε τήν αἰώνια ζωή καί μᾶς δίδαξε νά ἑτοιμάσουμε τόν ἑαυτό μας γι’ αὐτή, κι ἐμεῖς γυρίσαμε τή διδαχή του στά δικά μας θελήματα καί δέν πάψαμε νά πιστεύουμε μονάχα σέ τούτη τή ζωή»,


Ἡ διδαχή τοῦ Χριστοῦ εἶναι σαφής: στό κόσμο αὐτό θά ἔχουμε θλίψεις, θά ζοῦμε σ’ ἐξορία, θά μᾶς μισοῦν καί θά μᾶς καταδιώκουν. Πρέπει νά σφίγγουμε τή καρδιά μας, ν’ ἀντέχουμε τίς δοκιμασίες χωρίς νά ἐκπλησσόμαστε, χωρίς ν’ ἀδημονοῦμε, ἀκόμα κι ὅταν πρόκειται γιά δοκιμασίες καί πίκρες ἀπροσδόκητες, πού προέρχονται ἀπό «ἐν Χριστῷ» ἀδελφούς μας, ἀπό ἐκείνους πού θά ἔπρεπε νά μᾶς βοηθούv μέ τήν ἀγάπη καί τήν εὐλογητή ἐπιείκειά τους. Ὁ κόσμος αὐτός εἶναι ἔρημος καί μοναξιά. Καί μονάχα ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς δίνει τήν ἀντοχή νά ζοῦμε, ν’ ἀγαποῦμε τούς ἄλλους καί μάλιστα τούς ἐχθρούς μας, νά πράττουμε τό καλό, ὁ καθείς κατά τό μέτρο τῆς δωρεᾶς πού ἔλαβε, καί νά προσκαρτεροῦμε τήν ὥρα πού θ’ ἀστράψει ἐμπρός μας ὁ Θεός σέ ὅλη του τή δόξα.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει: «Ἐπειδή ὁ Θεός τῶν θεῶν καί ὁ Κύριος τῶν κυρίων ἔκαμε τή ψυχή σου γιά κατοικία καί ναό ἰδικόν του, πρέπει νά τήν ἔχεις εἰς τόσον μεγάλη τιμήν ὅπου νά μή τήν ἀφήσεις νά χαμηλώσει καί νά ἀποκλίνει εἰς ἄλλα πράγματα. Οἱ ἐπιθυμίες καί οἱ ἐλπίδες σου ἄς εἶναι πάντοτε εἰς τόν ἐρχομό τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἄν δέν εὕρη τήν ψυχήν, δέν θέλει ἔλθη νά τήν ἐπισκεφθῆ. Αὐτός τήν θέλει μοναχήν ἀπό λογισμούς, καί ὅσον ἠμπορεῖ μοναχήν παντελῶς ἀπό ἐπιθυμίας καί πολύ περισσότερον, μοναχήν ἀπό τήν ἰδίαν της θέλησιν… Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ἐλευθερία τῆς καρδίας καί μοναξιά• τό νά μή δεσμεύεται μέ τόν νοῦν ἤ τήν θέλησιν εἰς κανένα πράγμα. Λοιπόν, ἄν δώσης εἰς τόν Θεόν τήν ψυχήν σου οὕτω λελυμένην, ἐλευθερίαν καί μοναχήν, θέλεις ἴδη θαύματα ὅπου αὐτός θέλει ἐνεργήση εἰς αὐτήν».


Ὅσο ἐνδιαφέρει τόν αὐθεντικό χριστιανό ὁ κόσμος, οἱ χαρές τοῦ κόσμου, τά ἀγαθά τῆς ζωῆς αὐτῆς, τόσο καί ἡ ψυχή τοὒ δεσμεύεται ἀπό τή γοητεία τῶν πρόσκαιρων καί χάνει τήν ἐλευθερία ἐκείνη πού τήν ὠθεῖ πρός τό θρόνο τοῦ Κυρίου της. Ὅπου βρίσκεται ὁ θησαυρός σου, ἐκεῖ καί ἡ καρδιά σου, λέει τό Εὐαγγέλιο. Χρειάζεται, λοιπόν, μακρυά ἀπό συναισθηματισμούς καί ρηχές, ἀνούσιες ἠθικολογίες, ν’ ἀναρωτηθεῖ γενναῖα ὁ χριστιανός ποῦ βρίσκεται στ’ ἀλήθεια ὁ θησαυρός του: στή ζωή αὐτή, στίς τιμές, στό χρῆμα, στή δόξα, στίς ἡδονές ποῦ προσφέρει ὁ κόσμος, ἤ ψηλά, στόν οὐρανό; Τόν οὐρανό, τό Θεό πού τόν γεμίζει μέ τό μεγαλεῖο του, δέ μπορεῖ κανείς νά τόν κατακτήσει ἄν δέν ἐλευθερωθεῖ ἀπ’ τά ἐγκόσμια, ἄν δέν ἀντικρύσει τή ζωή αὐτή ὡς ξένος, ὡς ἐξόριστος, Ὅσο ὁ χριστιανός κερδίζει στό κόσμο αὐτό, τόσο χάνει στόν ἄλλο. Κι ὅσο ἀποξενώνεται ἀπό αὐτόν ἐδῶ τό κόσμο, τόσο περισσότερο προσεγγίζει ψηλά, στό Θεό, στήν ἀληθινή του πατρίδα.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 12, 2013

Βίος Ἀπαρηγόρητος



Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε ὡς παρεπίδημος τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Καὶ ἀκριβῶς, ἡ τραγικὴ ἐτούτη πραγματικότητα συνιστᾶ τὴν ριζική του ἔγνοια, τὸν ἀκοίμητο καημό του: ὅπως καὶ νὰ ζήσει, ὅσα κι ἂν δημιουργήσει, ὅλα μιὰ μέρα θὰ τὰ ἀφήσει γιὰ νὰ ξαναβυθισθεῖ στὸ χῶμα ἀπὸ ὅπου προῆλθε. Στὴν συγκλονιστική του, ὡστόσο, ἀπορία γιὰ ποιὸ σκοπὸ πλάσθηκε, γιὰ ποιὸ σκοπὸ ζεῖ καὶ ποιὸν σκοπὸ ὑπηρετεῖ ἀποχωρώντας ἀπὸ τὸν κόσμο, μόνο ἡ θρησκεία δίδει ὁλοκληρωτικὴ ἀπόκριση. Καὶ μόνο ὁ Χριστὸς ἀποκάλυψε πὼς τὸ ἔργο τῆς Δημιουργίας ἦταν καὶ παραμένει τὸ ἔργο Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Μιᾶς Ἀγάπης ποὺ ὑπερβαίνει τὸ νοῦ, ποὺ συνιστᾶ τὸν μυστηριώδη ρυθμὸ τῆς ὕπαρξής μας ὡς Ἀνθρώπων.

Αὐτὸ τὸν ρυθμό, τὸν ἅγιο ρυθμό, συνέλαβε ἐδῶ καὶ αἰῶνες ἡ Εὐρώπη βιώνοντας τὴν χριστιανοσύνη της μὲ τρόπους λατρευτικὰ ἐνθουσιαστικούς, διότι λειτούργησε μέσα στὸ πρόσταγμα τοῦ Μυστηρίου ποὺ ψυχώνει ὁλόκληρη τὴν Δημιουργία, καὶ τὸν Ἄνθρωπο τελικά. Μέσα στὸ πρόσταγμα τῆς διαδρομῆς, τῆς μετάβασης ἀπὸ τὸν κόσμο ἐτοῦτο τῶν αἰσθήσεων στὸν κόσμο τοῦ πνεύματος, τὸν ὑπεραισθητό, ποὺ συνιστᾶ τὸν ἀκήρατο κόσμο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὴ τὴν ἁγία προσδοκία ἡ Εὐρώπη ἄρχισε νὰ τὴν προσβάλει καὶ τελικά, νὰ τὴν ποδοπατάει, ἄλλοτε μὲ Σταυροφορίες, ἄλλοτε μὲ Ἱερὲς Ἐξετάσεις, καὶ στὸν περασμένο αἰώνα μὲ φριχτοὺς πολέμους χριστιανῶν κατὰ χριστιανῶν. Κι αἰφνίδια, ἔνιωσε ἡ Εὐρώπη νὰ χάνει τὴν ἀθάνατη, ἱερὴ πνοή της, εἶδε τὸν Ἄνθρωπο νὰ ἐξευτελίζεται, νὰ ποδοπατεῖται, νὰ ἐκμηδενίζεται, τὸν πολιτισμό της ὡς κανόνα συμπεριφορᾶς καὶ ζωῆς νὰ θρυμματίζεται καὶ νὰ ἀνακύπτει ἀπὸ τὰ φριχτὰ ἐρείπια τοῦ 20οῦ αἰώνα τὸ δυσπερίγραπτο σκιάχτρο τοῦ Μηδενισμοῦ. Αὐτοῦ τοῦ τραγικοῦ κενοῦ, ποὺ ἄδειασε τὸν Ἄνθρωπο, ἄδειασε τὴν ζωὴ καταντώντας τὴν ἀναιτιολόγητη, ἄδειασε τὸν πνευματικὸ πολιτισμό, ἄδειασε καὶ τὴν ἱστορία ὁλόκληρη. Καὶ οἱ πολίτες τοῦ εὐρωπαϊκοῦ 21ου αἰώνα βιώνουν ἕναν βίο ἀναιτιολόγητο, ἀπαρηγόρητο, μιὰν ὕπαρξη πλασμένη τελικὰ γιὰ τὸν θάνατο, ὄχι γιὰ τὴν ζωή.

Καὶ τί ἀπόγινε ἡ ζωὴ χάνοντας τὸν ἱερό της σκοπὸ ποὺ τῆς ἐνέπνεε ὁ Θεός; Κατακλύστηκε ἀπὸ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀπὸ μηχανές, ἀπὸ διασκεδάσεις ποὺ ἐπιδιώκουν ν' ἀποσπάσουν ἀπὸ τὸν ἐρημωμένο Ἄνθρωπο τὴν τραγικὴ ἔγνοια τοῦ θανάτου του, ὡς ἀναπότρεπτου καθήκοντος τοῦ ὑπάρχειν. Ἡ ἀδιόρατη ἀλλὰ στυγνὴ καὶ τυραννικὴ συνωμοσία κατὰ τῆς Ἱερότητας τοῦ Ἀνθρώπου ποὺ ὀνομάστηκε «καταναλωτικὴ κοινωνία» παλεύει νὰ ἀποσπάσει τὴν προσοχὴ τοῦ θνητοῦ ἀπὸ τὴν θνητότητά του, νὰ τὸν πείσει γιὰ τὴν μηδαμινότητά του καὶ γιὰ τὴν μηδενικότητα καὶ τοῦ κόσμου, καὶ τὴν δική του, νὰ ἐξανεμίσει τὴν ἱερότητα τοῦ προσώπου του καὶ νὰ ρίξει τὸν ἄνθρωπο στὰ ἀπορρίματα ἑνὸς αἰώνα ποὺ ἦλθε λατρεύοντας τὸν Μηδενισμό.

Μέσα σ' ἐτούτη τὴν ὀδυνηρὰ ἀσφυκτικὴ κατάσταση τοῦ νέου αἰώνα, εἶναι ἀνάγκη ζωῆς ἢ θανάτου νὰ ὀρθωθεῖ καὶ πάλι ἡ ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ὑψώνοντας καὶ πάλι τὴν ἀλήθεια τῆς Ἀγάπης, νὰ ἐξορκίσει τὸ βασίλειο τῆς μηχανῆς, τὸν παροξυσμὸ τῆς κατανάλωσης, τὸ θράσος τοῦ μηδενισμοῦ ποὺ ἀπειλεῖ νὰ θρυμματίσει τὴν Δημιουργία τοῦ Θεοῦ —καὶ τὸν Ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα Θεοῦ, ὡς Ὑπόμνημα Θεοῦ, ὡς ταξιδιώτη τοῦ κόσμου ἐτούτου, μὲ προορισμὸ νὰ ὑπερβεῖ τὰ ἐγκόσμια γιὰ νὰ ἐπιζήσει αἰώνια. Ὁ Ἄνθρωπος, τελικά, εἶναι ἕνα Μυστήριο, δὲν εἶναι ἕνας ἀριθμός. Καὶ μιὰ κοινωνία ποὺ μετρᾶ νυχθημερόν, κοινωνία ἀριθμηστική, ὑπηρετεῖ τὸν θάνατο. Ἂν ὅμως ὁ Ἄνθρωπος ὑπηρετεῖ μὲ τὸν λυσσαλέο καταναλωτισμὸ τὸν θάνατό του, τότε, ποιὸ νόημα δίδει στὴν ζωή του;

Ἰδοὺ πού, τελικά, ἀνακύπτει τὸ τραγικὸ αἴτημα νὰ νοηματισθεῖ καὶ πάλι ὁ Ἄνθρωπος, νὰ νοηματισθεῖ καὶ ὁ βίος του. Γιὰ νὰ νικηθεῖ, τελικά, ὁ Χρόνος ὁ τυραννικὸς μὲ τὴν Ἀνάσταση.

πηγή

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 08, 2012

Οἱ πρόθυμοι δοῦλοι Τσιρόπουλος Κώστας




Ἔζησε καὶ ξαναέζησε ἡ ἀνθρωπότητα καιρούς, καιροὺς δουλείας ποὺ ξεσηκώνονταν οἱ λαοὶ γιὰ νὰ τὴν ἀποτινάξουν, καὶ καιροὺς ἐλευθερίας ποὺ ἐπλήγωνε καὶ τελικὰ δηλητηρίαζε ὁ ἀτομικισμὸς —ἀφοῦ, κατὰ τὴν ἀθάνατη ρήση τοῦ Μακρυγιάννη, ἡ ἐλευθερία —καὶ ἡ Δημοκρατία— στηρίζεται στὸ «ἐμεῖς» καὶ ποτὲ στὸ «ἐγώ».

Καὶ ἦλθαν πάλι καιροί, μετὰ τὸν Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, καὶ μετὰ τὸν «Ψυχρὸ» λεγόμενο Πόλεμο, ποὺ ἡ ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη ἔμοιαζε νὰ νοσταλγεῖ γιὰ Ἐλευθερία καὶ Δημοκρατία. Δὲν εἶχε κατορθώσει νὰ διακρίνει πὼς πίσω ἀπὸ τὶς εὐγενεῖς καὶ ὁλόφωτες ἐτοῦτες προσδοκίες, μία νέα μορφὴ κοινωνίας πρόβαλε —κοινωνίας θρεμένης, εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἀπὸ τὴν πείνα, τὴν στέρηση καὶ τὴν λαχτάρα μιᾶς ζωῆς περισσότερο ἀνθρώπινης — ἡ καταναλωτική, μὲ μοναδικὸ στόχο: τὴν ἀπόλαυση τῆς ζωῆς αὐτῆς. Καὶ μὲ ταυτόχρονη σκίαση μιᾶς ἄλλης ζωῆς ποὺ ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ τὴν φύση του θνητός, ὀνειρευόταν, εὐχόταν, προσδοκοῦσε θρησκεύοντας. Καὶ μὲ τὴν θρησκεία, γινόταν τελικὰ ἄνθρωπος αὐθεντικὸς —ἐκεῖνος ποὺ τὰ ἄνω θωροῦσε.

Στὴν ἐπίμονη ἐτούτη λαχτάρα τοῦ μεταπολεμικοῦ ἀνθρώπου ἦλθε συνεπίκουρος ἡ ὑψηλὴ τεχνολογία ἁπλώνοντας ἕνα δίχτυ μηχανιστικῶν προτάσεων, δελεαστικῶν τρόπων ζωῆς καὶ κοινωνίας, ἀνθρωπίνων σχέσεων καὶ σταθερῶν σκοπῶν συμπεριφορᾶς. Καὶ δὲν κατόρθωσε νὰ διακρίνει πὼς μέσα ἀπὸ ἐτοῦτες, τὶς καθαρὰ γήινες βλέψεις καὶ τὶς βαθύτατα ἀρνητικὲς τῶν ἀξιώσεων τοῦ πνεύματος θέσεις, τοῦ προτεινόταν μία νέα μορφὴ δουλείας: ἡ δουλεία στὴν ὑψηλὴ λεγόμενη τεχνολογία. Ἀφοσιώθηκε σ' αὐτὴν μὲ μία περιπάθεια συγκλονιστικὴ γιὰ τὶς ἀθάνατες ἀξιώσεις τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀξιοπρέπειάς του, τὶς ἀθάνατες ἀξιώσεις βίου πνευματικοῦ, καί, χωρὶς νὰ τὸ συνειδητοποιήσει, ἔχασε τὴν ἐλευθερία του, ἔχασε τὴν ἀξιοπρέπειά του καὶ τὸν ἱερὸ χαρακτήρα τοῦ Προσώπου του.

Δὲν εἶχε καθόλου ὑποψιαστεῖ πὼς σὲ κάποια καμπὴ τῆς ζωῆς του αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἀξιολάτρευτη μορφὴ δουλείας θὰ τὸν ἀπειλοῦσε, θὰ τὸν ταπείνωνε καί, ὑπαρξιακά, θὰ τὸν ἐξευτέλιζε.
 
Καὶ κατέφθασε, ὡς γέννημα ἀκόρεστης ἐγκοσμιότητας καὶ ὡς καταρράκωση τῆς πνευματικῆς του ὕπαρξης, ἡ κρίση, ἀκριβῶς, τῆς κατανάλωσης, ὅπου ὁ δοῦλος - Ἄνθρωπος εἶχε στηρίξει ὁλόκληρη τὴν εὐδαιμονία του —πεπεισμένος πλέον ἀπὸ τὸν πνευματικὸ μηδενισμὸ γιὰ τὸν τελικὸ του θάνατο.

Καὶ τώρα, μέσα σ' ἐτούτη τὴν παγκόσμια ἀμηχανία πού βρίσκονται οἱ «ἰσχυροὶ» τῆς γῆς; Μὲ τὸ πρόσωπο στὸν τοῖχο παλεύουν νὰ ἀνακαλύψουν μία διέξοδο, μία διαφυγὴ ἀπὸ τὸν κλοιὸ τῆς τόσο ἐπιθυμητῆς τους δουλείας, διαφυγὴ ποὺ θὰ διασώσει τὴν κατανάλωση καὶ συνακόλουθα τὴν πνευματικὰ μηδενιστικὴ ὑλιστικὴ τους ἐγκοσμιότητα, ποὺ δὲν θὰ ἐπιτρέψει στὸν σημερινὸ πολίτη τοῦ κόσμου νὰ βιώσει τὴν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς του καὶ τὴν σωστικὴ ἀνάγκη ἐπανεύρεσης τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ ξαναρχίσει ὁ ἱερὸς ἐκεῖνος διάλογος τοῦ πλάσματος μὲ τὸν Πλάστη του. Ποὺ θὰ ἀφήσει νὰ πνεύσει πάλι ὁ ἄνεμος τῆς ἐλευθερίας του, τῆς ἀξιοπρέπειάς του, τῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας ποὺ θὰ ξαναποκαλύψει τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν συγκλονιστικὴ πραγματικότητα πὼς εἴμαστε ὄχι κάτοικοι ἀλλὰ διαβάτες, περαστικοί τοῦ κόσμου ἐτούτου: Τὸ σκίρτημα τῶν ψυχῶν.
πηγή

Σάββατο, Ιουνίου 23, 2012

Ἡ ἐξορία τοῦ κόσμου τούτου κι ἡ ἐλπίδα στό Θεό




Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ξένοι καί παρεπίδημοι στόν κόσμο αὐτό. Ἀλλά ἡ γοητεία τῆς ζωῆς αὐτῆς καί οἱ πειρασμοί μᾶς κρύβουν ἀπό τά μάτια τῆς ψυχῆς τήν μέγιστη αὐτή ἀλήθεια καί μᾶς προσκολλοῦν σέ πρόσωπα καί πράγματα, σέ ἔργα τῆς ματαιότητας. Ὁ ἀληθινός ὅμως χριστιανός ἔχει κατανικήσει, κατανικᾶ ἀδιάκοπα, μέ πόνους καί στερήσεις τή μαγεία τοῦ πρόσκαιρου αὐτοῦ κόσμου γιά ν’ ἀφοσιωθεῖ στό Χριστό. Ἐκεῖνος μονάχα ἀγωνιζόμενος ἀντιλαμβάνεται πώς ἡ ζωή αὐτή εἶναι μιὰ ἐξορία γιά τόν πιστό, ἕνας τόπος δοκιμασιῶν πικρίας καί πώς ἡ ἀληθινή του πατρίδα εἶναι ἡ ἄλλη ζωή• εἶναι ὁ Θεός πού μέ τήν ἀγάπη καί τή Χάρη του κρατᾶ τή χριστιανική ψυχή ὀρθή καί ἀνθεκτική. Ἔχει δικαίωμα κι ὁ χριστιανός νά ζήσει νά χαρεῖ τή ζωή αὐτή ἀλλά χωρίς ν’ ἀφοσιωθεῖ, χωρίς νά περιμένει τίποτε ἀπό τόν ἐδῶ κόσμο. Ἡ ἐλπίδα του, ἡ ἀγάπη του, ἡ ἀφοσίωσή του εἶναι σταθερά δοσμένα στό Θεό. Καί χωρίς Αὐτόν, ἡ ζωή εἶναι ἔρημος καί ἐξορία.


Στή «Μίμηση τοῦ Χριστοῦ». τοῦ Τόμας Κέμπις, διαβάζουμε: «Ὅπου βρίσκεται ὁ Ἰησοῦς, ὅλα πηγαίνουν καλά καί τίποτε δέ φαίνεται δύσκολο. Ἀπ’ ὅπου ὅμως ἀπουσιάζει, ὅλα εἶναι ὀχληρά καί κουραστικά. Κάθε λογῆς παρηγοριά εἶναι χωρίς ἀξία, ἄν ἡ φωνή τοῦ Ἰησοῦ δέν φθάνει ὡς μέσα μας. Ὡστόσο, καί μία μονάχα λέξη του εἶναι ἀρκετή νά μᾶς παρηγορήσει ἀπόλυτα. Δέ σηκώθηκε ἀμέσως ἡ Μάρθα ἀπό τόν τόπο ὅπου ἔκλαιγε ὅταν ἡ Μαρία τῆς εἶπε: ὁ Διδάσκαλος πάρεστι καί φωνεῖ σε.; Μακαρία ἡ ὥρα πού ὁ Ἰησοῦς σέ προσκαλεῖ ἀπό τά δάκρυα στήν πνευματική χαρά. Πόσο στεγνή καί ἄγονη εἶναι ἡ ζωή σου χωρίς τόν Ἰησοῦ! Καί πόσο ἀνώφελο καί μάταιο νά ζητᾶς ὁτιδήποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπό τόν Ἰησοῦ! Εἶναι μεγαλύτερη ζημιά, παρά ἄν εἶχες κι ἔχανες ὁλόκληρο τόν κόσμο. Τί μπορεῖ τάχα νά σοῦ δώσει ὁ κόσμος χωρίς τόν Ἰησοῦ; Χωρίς αὐτόν ἡ ζωή εἶναι μία κόλαση ἀνυπόφορη. Μέ τόν Ἰησοῦ, εἶναι παράδεισος τερπνός».


Χωρίς τό Χριστό ἡ ζωή δέν θά εἶχε κανένα νόημα. Ἐκεῖνος ἀρδεύει τή ψυχή μέ τίς δωρεές τῆς ἀγάπης του, τήν κάνει ἱκανή ν’ ἀκούει τό θέλημά του καί νά ὑποτάσσεται. Καί νά μή ἐλπίζει, παρά μονάχα σ’ Αὐτόν. Ἔτσι, ἡ ζωή αὐτή φαίνεται ἀληθινή ἐξορία. Γιατί ἡ ἕνωση ἀγάπης τῆς ψυχῆς μέ τόν Κύριό της κάθε τόσο κινδυνεύει, κάθε τόσο διακόπτεται ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀπό τούς ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ. Γιατί κάθε τόσο, ἡ γοητεία τοῦ κόσμου αὐτοῦ ἐφορμᾶ καί ζητεῖ νά πλανέψει τή ψυχή, νά τήν ὑποδουλώσει στά ἐγκόσμια, νά σβήσει ἀπό μέσα της τόν ἀκοίμητο λύχνο τῆς ἐλπίδας της στό Θεό.

Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος λέει: «Οἱ Χριστιανοί σά νήπια νιώθουν καί κοιτάζουν τόν κόσμο κατά τό μέτρο τῆς χάρης, γιατί εἶναι ξένοι πρός αὐτό τόν κόσμο, καί ἡ πόλη καί ἡ ἀνάπαυσή τους εἶναι ἄλλη. Γιατί ἔχουν οἱ χριστιανοί τή παρηγοριά τοῦ πνεύματος, δάκρυα καί πένθος καί στεναγμό, καί αὐτά τά δάκρυα εἶναι χαρά γι’ αὐτούς. Ἔχουν καί φόβο καί χαρά κι ἀγαλλίαση. Κι ἔτσι, εἶναι σάν ἄνθρωποι πού κρατᾶνε στά χέρια τούς τό αἷμα τους τό ἴδιο, μή ἔχοντας θάρρος στόν ἑαυτό τους εἴτε νομίζοντας πώς εἶναι κάτι τι, ἀλλά ὄντας παραπεταμένοι καί παραριγμένοι περισσότερο ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτός ὁ κόσμος πού φαίνεται μέ τά μάτια, ἀπό τόν ἄρχοντα ὡς τό φτωχό, βρίσκεται σέ θόρυβο, σέ ἀκαταστασία καί σέ πόλεμο, καί κανένας ἀπό αὐτούς δέν ξέρει τήν αἰτία, δηλαδή, πώς τό κακό μπῆκε στό κόσμο μέ τή παρακοή, τό κεντρί τοῦ θανάτου».


Εὐτυχῶς πού σέ αὐτή τή σκληρή ἐξορία πού ζοῦν, ἔχουν οἱ Χριστιανοί τήν παρηγοριά τοῦ Πνεύματος. Γιατί οἱ πίκρες πού περνοῦν εἶναι βαθιές καί ἔντονες. Οἱ ἀπογοητεύσεις πού γεύονται ἀπό τήν κακία, τήν ὑποκρισία, τό φθόνο καί τήν ἀφιλία τῶν ἀνθρώπων πού βρίσκονται κοντά τους, ἀκόμα καί τῶν συγγενῶν τους, θά τούς εἶχαν βυθίσει σέ δεινή ἀπελπισία. Ἀλλά νά, πού ὁ Θεός ρίχνει πλούσιο κι ἐγκαρδιωτικό φῶς στά στήθη τους, τούς παρηγορεῖ, ἐπιδένει τίς πληγές τους καί τούς μαθαίνει τό μέγιστο μάθημα• τό μάθημα τῆς ματαιότητας τοῦ κόσμου τούτου καί τῆς ξενιτιᾶς τοῦ εὐσεβοῦς ἀνθρώπου, τό μάθημα τό μυστικό τοῦ ἔρωτα πρός Αὐτόν πού εἶναι ἡ ἀρχή καί τό τέλος τῶν πάντων. Ἡ μέσα τους πίκρα, ἡ θλίψη καί ἡ ἀποκαρδίωση γίνεται γλυκύς καρπός ἀγάπης καί ἀφοσίωσης πρός Αὐτόν.

Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις ἔγραφε: «Βρισκόμαστε κι ἐμεῖς στήν κατάπικρη ἔρημο τῆς Μερράν. Στό τόπο δηλαδή τοῦ πόνου. Ποιός, λοιπόν, Μωϋσῆς ὑπάρχει καί γιά μᾶς πού νά προσπέσουμε στά πόδια του καί νά τοῦ ἐξομολογηθοῦμε τό καημό καί τή δυστυχία μας; Ποιός εἶναι ὁ μεσίτης πού θά παρακαλέσει καί γιά μᾶς τόν Κύριο; Μέ ποιό τρόπο θά μπορέσουμε κι ἐμεῖς νά γλυκάνουμε τό πικρό φαρμάκι ποὺ ποτιζόμαστε; Ποῦ θά βρεθεῖ καί γιά μᾶς, ὅπως τότε γιά τούς Ἑβραίους, μιὰ χώρα δροσόλουστη καί κατάρρυτη σάν τήν Αἰλείμ, πού νά μᾶς παρηγορήσει καί νά μᾶς ξεκουράσει; Διψοῦν οἱ Χριστιανοί στή ζωή μας αὐτή τά γλυκύτατα νάματα τοῦ θείου λόγου, μά δέν βρίσκουνε τρεχούμενες πηγές γιά νά πιοῦνε καί νά σωθοῦνε. Ὅπου καί νά πᾶνε, ὅπου καί νά γυρίσουνε τά μάτια τους, βλέπουν μπροστά τους αὐτή τή Μερρὰν καί τά πικρά νερά της νά κυλοῦνε. Νερά φαρμακερά, πού φέρνουνε τήν ἀρρώστια καί τό θάνατο. Ἄν βγοῦν στήν ἀγορά, δέν ἀκοῦνε παρά ψέματα καί λόγια πανούργα. Καί δέ βλέπουμε τίποτε ἄλλο παρά πλεονεξία καί φιλοχρηματίες. Ἄν πάλι πλησιάσουνε στ’ ἀρχοντικά, δέ μαθαίνουν καί δέ διδάσκονται παρά ραδιουργίες καί σοφιστεῖες, καί ἁρπαγές, καί ἀδικίες. Κι ἄν μποῦνε σέ φτωχικά σπίτια κι ἐκεῖ παραδείγματα φαυλότητας καί ἄτακτης ζωῆς… Ἐπιστάτα! ποῦ νά πορευθοῦμε; σύ μπορεῖς νά μᾶς πεῖς λόγια αἰώνιας ζωῆς, Ἄνοιξε, λοιπόν, τίς πηγές τῆς σωτηρίας καί δρόσισε τή φλογερή μας δίψα γιατί καιγόμαστε καί δέν ἀντέχουμε πλέον οἱ δυστυχισμένοι».


Ἀφοῦ ἀρκετά ἐξαπατηθοῦν ἀπό τό κόσμο καί πικραθοῦν, καί πληγωθοῦν ἐσωτερικά, πρέπει οἱ χριστιανοί νά τό πάρουν ἀπόφαση: νά μή περιμένουν σχεδόν τίποτα ἀπό τό κόσμο αὐτό, ἀλλά νά περιμένουν τά πάντα ἀπό τό δωρεοδότη Κύριο. Στό τόπο αὐτό τῆς ἐξορίας πού εἶναι ἡ ζωή αὐτή, θά βασανιστοῦν, θά πειρασθοῦν, θά ἀπομείνουν μονάχοι, ἀλλά εἶναι ἀνάγκη ν’ ἀντέξουν ὅλους αὐτούς τούς πειρασμούς, ν’ ἀπαρνηθοῦν τ’ ἀγαθά τῆς φθαρτῆς αὐτῆς ζωῆς γιά νά κερδίσουν τήν ἀγάπη καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ.

Στόν «Λειμώνα» τοῦ Ἰωάννη Μόσχου διαβάζουμε: «Κάποιος ἀββᾶς, μᾶς διηγήθηκε καί μᾶς εἶπε: Ἄκουσα ἀπό τόν πατέρα Ἰωάννη τόν Μωαβίτη ὅτι ἔμενε στήν Ἁγία Πόλη μιὰ μονάστρια πού ἦταν πολύ εὐλαβική καί πρόκοβε στό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Τή φθόνησε λοιπόν ὁ διάβολος τήν ἁγία αὐτή κόρη κι ἔβαλε σ’ ἕνα νέο, σατανικό ἔρωτα γι’ αὐτή. Ἡ θαυμαστή ὅμως ἐκείνη κόρη, ὅταν εἶδε τήν ἐπιβολή τοῦ διαβόλου καί τήν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς τοῦ νέου ἐξαιτίας της, πῆρε ἕνα ζεμπίλι μέ βρεγμένα κουκιά καί τράβηξε στήν ἔρημο γιά νά γλυτώσει καί τή ψυχή τοῦ νέου ἀπό τόν πονηρό, καί τόν ἑαυτό της στήν ἀσφάλεια τῆς μοναξιᾶς. Ὕστερα ἀπό πολλά λοιπόν χρόνια -ἀπό οἰκονομία τοῦ Θεοῦ καί γιά νά μή ἀπομένει ἄγνωστη ἡ ἐνάρετη πολιτεία της- τήν εἶδε ἕνας ἀναχωρητής στήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη καί τῆς εἶπε: 

– Τί κανείς μητέρα μου, μέσα σ’ αὐτή τήν ἐρημιά; 

Κι αὐτή, ἐπειδή ἤθελε ν’ ἀποφύγει νά πεῖ τήν ἀλήθεια στόν ἀναχωρητή, τοῦ ἀποκρίθηκε: 

-Συγχώρεσέ με, πατέρα μου, γιατί ἔχασα τό δρόμο μου. Κάνε ὅμως, γιά τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἔλεος καί δεῖξε μου τή στράτα.


Αὐτός ὅμως πού ἀπό φώτιση τοῦ Θεοῦ κατάλαβε τήν ἀλήθεια, τῆς εἶπε:


-Οὔτε τή στράτα σου ἔχασες, οὔτε καί ζητᾶς ἄλλο δρόμο. Πές μου μέ εἰλικρίνεια, τήν ἀφορμή πού σ’ ἀνάγκασε νάρθεις ἐδῶ.


Κι ἐκείνη τότε ὁμολόγησε τήν ἀλήθεια. Κι ὁ Γέροντας τήν ξαναρώτησε:


- Καί πόσο καρό ἔχεις ἐδῶ;


Κι αὐτή τοῦ ἀπάντησε: 

-Μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, δεκαεφτά χρόνια.


Καί τῆς ξαναλέει ὁ ἀναχωρητής: 

-Ἀπό ποῦ βρίσκεις τροφή; 

Τότε αὐτή τούδειξε τό ζεμπίλι καί εἶπε: 

-Κοίταξε αὐτό τό ζεμπίλι πού εἶναι μπροστά σου. Μέ συντρόφευσε ἀπό τότε πού ἦλθα μέ τά λιγοστά αὐτά βρεχτοκούκια. Κι ὁ ἅγιος Θεός τά οἰκονόμησε ἔτσι γιά μένα τήν ταπεινή, ὥστε χρόνια τώρα ὁλόκληρα τρώγω ἀπό αὐτά κι ὅμως δέ λιγόστεψαν. Καί μάθε ἀκόμα, Πατέρα μου, καί τοῦτο: ὁ Πανάγαθος Θεός μέ σκέπασε μέ τέτοιο τρόπο πού στά δεκαεφτά αὐτά χρόνια εἶναι σήμερα ἡ πρώτη φορά πού μέ βλέπει ἀνθρώπου μάτι. Ἐγώ ὅμως τούς ἔβλεπα ὅλους.


Κι ὁ ἀναχωρητής δόξασε τό Θεό».


Μέ τέτοια θαυμαστή δύναμη ἀπάρνησης ζοῦσαν ἄλλοτε οἱ χριστιανοί. Ἤξεραν πολύ καλά πόσο ἄξενη γιά τά πνευματικά πετάγματα εἶναι τούτη ἡ ζωή, τούς εἶχαν ποτίσει πίκρα καί πόνο οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά ἐκεῖνοι εἶχαν ἀποφασίσει κι εἶχαν μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ προετοιμαστεῖ νά ὑποστοῦν αὐτή τήν ἐξορία, κι ἀκόμη περισσότερες θυσίες νά προσφέρουν γιά νά μπορέσουν νά συζήσουν μυστικά μέ τό Θεό. Ἐκεῖνος ἦταν ἡ σταθερή τους ἐλπίδα, τό μοναδικό φῶς μέσα στή μαύρη καί χαμηλή ζωή τοῦ κόσμου τούτου. Σήμερα, αὐτό τό πνεῦμα ὅλο καί περισσότερο σπανίζει ἀνάμεσα στούς χριστιανούς. Συμφιλιωμένοι μέ τόν κόσμο, λένε πώς πιστεύουν στό Χριστό, πώς εἶναι δικοί Του, ἀλλά λαχταροῦν τά ἐγκόσμια πράγματα, ἐνδιαφέρονται γιά τιμές, γι’ ἀξιώματα καί γιά πλούτη, μέ τήν ἴδια μανία πού δείχνουν γι’ αὐτά τ’ ἀπατηλά πράγματα οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου. Ἄλλοτε, τά παιδιά τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἕτοιμα ν’ ἀναχωρήσουν τήν κάθε στιγμή ἀπό τόν κόσμο αὐτό. Σήμερα, χωρίς νά τό λένε, μέ τά ἔργα τους, δείχνουν πώς ἔχουν μυστικά συμμαχήσει, ἐνδιαφερόμενοι γιά τόν ἔπαινο τῶν πολλῶν, ἐνῶ ὁ Κύριος βροντοφωνεῖ ὅτι ἀφοῦ Ἐκεῖνον μίσησε ὁ κόσμος, δέ μπορεῖ παρά νά μισήσει καί τούς ὀπαδούς Του.

Ὁ Φώτης Κόντογλου ἔγραφε: «Ὅποιος ἀξιώθηκε ν’ ἀγαπήσει τό Θεό, δηλαδή ν’ ἀγαπηθεῖ ἀπό τόν Θεό, χωρίζει ἀπό τόν κόσμο, ἐπειδή δέν παραδέχεται τή σοφία του κι ὁ κόσμος τόν μισεῖ καί τόν κοροϊδεύει. Τόν βγάζει τρελό γιά νά μή χάσει τήν πίστη του στή δική του λογική καί νιώσει τή δική του ἀθλιότητα. Ἔτσι θά γίνεται στόν αἰώνα, γιατί δέ θά ξημερώσει ποτέ ἡ μέρα πού θά καταλάβει ὁ κόσμος πώς αὐτοί οἱ τρελοί δέν εἶναι τρελοί γιατί τότε θά ἔρθει στή γῆ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἐπειδή δέ θά ὑπάρχει κανένας πονηρός γιά νάναι καί τά μάτια τοῦ πονηρά ἀλλά ὅλοι θάναι ἀθῶοι σάν παιδιά. Μά τοῦτο δέν θά γίνει ποτέ σ’ αὐτό τόν κόσμο, ὅπως εἶπε τό ἀλάθευτο στόμα τοῦ Κυρίου. Ὁ Χριστός μιλᾶ στούς ἀνθρώπους ἁπλά καί καθαρά, κι ἐμεῖς οἱ πονηροί κάνουμε πώς δέν καταλαβαίνουμε. Μᾶς ἐξαγόρασε μέ τόν θάνατό του, μᾶς ἀνάγγειλε τήν αἰώνια ζωή καί μᾶς δίδαξε νά ἑτοιμάσουμε τόν ἑαυτό μας γι’ αὐτή, κι ἐμεῖς γυρίσαμε τή διδαχή του στά δικά μας θελήματα καί δέν πάψαμε νά πιστεύουμε μονάχα σέ τούτη τή ζωή»,


Ἡ διδαχή τοῦ Χριστοῦ εἶναι σαφής: στό κόσμο αὐτό θά ἔχουμε θλίψεις, θά ζοῦμε σ’ ἐξορία, θά μᾶς μισοῦν καί θά μᾶς καταδιώκουν. Πρέπει νά σφίγγουμε τή καρδιά μας, ν’ ἀντέχουμε τίς δοκιμασίες χωρίς νά ἐκπλησσόμαστε, χωρίς ν’ ἀδημονοῦμε, ἀκόμα κι ὅταν πρόκειται γιά δοκιμασίες καί πίκρες ἀπροσδόκητες, πού προέρχονται ἀπό «ἐν Χριστῷ» ἀδελφούς μας, ἀπό ἐκείνους πού θά ἔπρεπε νά μᾶς βοηθούv μέ τήν ἀγάπη καί τήν εὐλογητή ἐπιείκειά τους. Ὁ κόσμος αὐτός εἶναι ἔρημος καί μοναξιά. Καί μονάχα ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς δίνει τήν ἀντοχή νά ζοῦμε, ν’ ἀγαποῦμε τούς ἄλλους καί μάλιστα τούς ἐχθρούς μας, νά πράττουμε τό καλό, ὁ καθείς κατά τό μέτρο τῆς δωρεᾶς πού ἔλαβε, καί νά προσκαρτεροῦμε τήν ὥρα πού θ’ ἀστράψει ἐμπρός μας ὁ Θεός σέ ὅλη του τή δόξα.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει: «Ἐπειδή ὁ Θεός τῶν θεῶν καί ὁ Κύριος τῶν κυρίων ἔκαμε τή ψυχή σου γιά κατοικία καί ναό ἰδικόν του, πρέπει νά τήν ἔχεις εἰς τόσον μεγάλη τιμήν ὅπου νά μή τήν ἀφήσεις νά χαμηλώσει καί νά ἀποκλίνει εἰς ἄλλα πράγματα. Οἱ ἐπιθυμίες καί οἱ ἐλπίδες σου ἄς εἶναι πάντοτε εἰς τόν ἐρχομό τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἄν δέν εὕρη τήν ψυχήν, δέν θέλει ἔλθη νά τήν ἐπισκεφθῆ. Αὐτός τήν θέλει μοναχήν ἀπό λογισμούς, καί ὅσον ἠμπορεῖ μοναχήν παντελῶς ἀπό ἐπιθυμίας καί πολύ περισσότερον, μοναχήν ἀπό τήν ἰδίαν της θέλησιν… Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ἐλευθερία τῆς καρδίας καί μοναξιά• τό νά μή δεσμεύεται μέ τόν νοῦν ἤ τήν θέλησιν εἰς κανένα πράγμα. Λοιπόν, ἄν δώσης εἰς τόν Θεόν τήν ψυχήν σου οὕτω λελυμένην, ἐλευθερίαν καί μοναχήν, θέλεις ἴδη θαύματα ὅπου αὐτός θέλει ἐνεργήση εἰς αὐτήν».


Ὅσο ἐνδιαφέρει τόν αὐθεντικό χριστιανό ὁ κόσμος, οἱ χαρές τοῦ κόσμου, τά ἀγαθά τῆς ζωῆς αὐτῆς, τόσο καί ἡ ψυχή τοὒ δεσμεύεται ἀπό τή γοητεία τῶν πρόσκαιρων καί χάνει τήν ἐλευθερία ἐκείνη πού τήν ὠθεῖ πρός τό θρόνο τοῦ Κυρίου της. Ὅπου βρίσκεται ὁ θησαυρός σου, ἐκεῖ καί ἡ καρδιά σου, λέει τό Εὐαγγέλιο. Χρειάζεται, λοιπόν, μακρυά ἀπό συναισθηματισμούς καί ρηχές, ἀνούσιες ἠθικολογίες, ν’ ἀναρωτηθεῖ γενναῖα ὁ χριστιανός ποῦ βρίσκεται στ’ ἀλήθεια ὁ θησαυρός του: στή ζωή αὐτή, στίς τιμές, στό χρῆμα, στή δόξα, στίς ἡδονές ποῦ προσφέρει ὁ κόσμος, ἤ ψηλά, στόν οὐρανό; Τόν οὐρανό, τό Θεό πού τόν γεμίζει μέ τό μεγαλεῖο του, δέ μπορεῖ κανείς νά τόν κατακτήσει ἄν δέν ἐλευθερωθεῖ ἀπ’ τά ἐγκόσμια, ἄν δέν ἀντικρύσει τή ζωή αὐτή ὡς ξένος, ὡς ἐξόριστος, Ὅσο ὁ χριστιανός κερδίζει στό κόσμο αὐτό, τόσο χάνει στόν ἄλλο. Κι ὅσο ἀποξενώνεται ἀπό αὐτόν ἐδῶ τό κόσμο, τόσο περισσότερο προσεγγίζει ψηλά, στό Θεό, στήν ἀληθινή του πατρίδα.

Τρίτη, Μαΐου 08, 2012

Ποιὰ εἶναι ἡ λέξη πού καίει; Τσιρόπουλος Κώστας




Ὑπάρχει μία λέξη πού ἀγκυλώνει, πού τρυπᾶ τίς συνειδήσεις σήμερα, μία λέξη πού ἐνοχλεῖ, πού προκαλεῖ ἔξαψη, λοιδορία, ἐχθρότητα, μίσος τυφλό, μία λέξη πού καίει, πού ἐξαγριώνει τούς πολλούς τῶν καιρῶν μας, λέξη-καρφί, λέξη-μαχαίρι, λέξη-πυρακτωμένη βουκέντρα πού ἐξεγείρει, πού ἐρεθίζει, πού γεννᾶ μανία σατανική καί λύσσα.



Δέν πρόκειται γιά τίς τρέχουσες ἤ τίς νεόκοπες λέξεις τῆς πολιτικῆς προπαγάνδας καί τῆς δημοσιογραφικῆς ἀοριστολογίας. Ἀντίθετα, εἶναι λέξη παλιά κι ὅμως αἰώνια ἐπίκαιρη, λέξη πού πιάνει πολύ χῶρο στή ζωή μιᾶς κοινωνίας, ὅποιας κοινωνίας, ὅποιου πολιτικοῦ συστήματος γέννημα κι ἄν εἶναι αὐτή, λέξη πού πάνω της στηρίζεται ἡ ζωή κι ὁ θάνατος, δυναμική, ἐκρηκτική, τελεσφόρα, ἐρεθιστική. Εἶναι ἡ λέξη: Θεός.


Ποτέ ἄλλοτε οἱ ἄνθρωποι δέν τόν εἶχαν μισήσει, δέν τόν εἶχαν ἀρνηθεῖ καί δέν τόν εἶχαν καταδικάσει σέ θάνατο μέ τέτοια λυσσαλέα ἐπιμονή καί τόσο ἀβυσσαλέο μίσος, ὅσο στή δική μας ἐποχή. Καί ποτέ ἄλλοτε οἱ ἄνθρωποι δέν εἶχαν, ὅσο οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας, τήν ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ. Γιατί τώρα ὄχι πιά μοναχικές συνειδήσεις ἀλλά ὁλάκερες κοινωνικές ὁμάδες, στρώματα λαοῦ, αὐτή ἡ ἴδια ἡ ἱστορία γιά πρώτη ἀπό τότε πού πλάστηκε ὁ κόσμος φορά, ζοῦν μέ τόσο ἐξουθενωτική ἔνταση κι ἐνάργεια ὁριακές καταστάσεις, καταστάσεις πού συντρίβουν θεσμούς, μορφές ζωῆς, τύπους κοινωνιῶν, καταστάσεις πού ὑψώνουν τό φάσγανο τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ θανάτου τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου — θανάτου αὐτοῦ του δεύτερου, ὄχι λιγότερο τραγικοῦ.


Ὅσοι ἀγρυπνοῦν, πιστοί, δύσπιστοι, ὀλιγόπιστοι ἤ καί ἄπιστοι, ἐπισημαίνουν πιά μέ κατάθλιψη κι ἕνα αἴσθημα δεινῆς ἠθικῆς ἀμηχανίας πώς ὁ κόσμος θά καταστραφεῖ ἄν δέν ξανακερδίσει ὁ ἄνθρωπος μέσα του νόμο ἠθικό, ἄν δέν ξαναστηριχτεῖ σέ μιὰν Ἀρχή πού νά ἀναδομήσει τόν κόσμο καί νά ἀνακαθορίσει τίς προσωπικές σχέσεις τῶν ἀνθρώπων καί τίς σχέσεις τῆς κοινωνίας. Ὁ κόσμος θά χαθεῖ καί ὁ ἄνθρωπος θά βυθιστεῖ στή βαρβαρότητα χωρίς Θεό.


Ὕστερα ἀπό τίς φωταψίες τῆς Ἀναγέννησης, τά πυροτεχνήματα τοῦ Διαφωτισμοῦ, τίς ἰαχές τοῦ ἐπιστημονικοῦ καλπασμοῦ καί τῆς τεχνολογίας τοῦ αἰώνα μας, νά πού βρισκόμαστε πάλι στήν πικρή ἀνάγκη ν’ ἀναθεωρήσουμε τή δομή τοῦ κόσμου καί νά τήν ξανακάνουμε θεοκεντρική, ἄν δέν εἴμαστε ἀποφασισμένοι ν’ αὐτοκτονήσουμε.


Μία τέτοια δομή ὅμως, προϋποθέτει πώς ἡ λέξη Θεός θά ξανακερδίσει τήν κοινωνική καί ὑπαρξιακή της ἐγκυρότητα πού ὁ καιρός τῆς ἀποστασίας προσπάθησε νά τῆς ἀφαιρέσει.


Ἀκριβῶς, αὐτὴ τή στενή, τή δύσκολη ὥρα, τήν ὥρα τῆς μεγάλης ταπείνωσης τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἀτομικῆς ἐποχῆς, μέ τίς δαντικές πυρηνικές φωταύγειες, κολλημένοι κυριολεκτικά στόν τοῖχο ἀπό τήν ἀποτυχία τους, οἱ ἄνθρωποι τῶν καιρῶν λυσσοῦν ὅταν ἀκοῦν τή λέξη τοῦ Θεοῦ. Νά ξανάρθει Αὐτός; Νά ξαναεφορεύσει Αὐτός ὁλόκληρη τή ζωή; Αὐτός ποὺ τόν διώξαμε, Τόν καταδικάσαμε, Τόν ἐκτελέσαμε;


 


Τό μίσος ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τό μίσος ἐναντίον τῆς λέξης -γιατί ποιός, στ’ ἀλήθεια, ταλαίπωρος ἔχει τή δύναμη νά μισήσει τό Θεό; -ἐξακτινώνεται καί ἐναντίον ὅσων ἐκφράζουν μέ λόγο ἤ μ’ ἔργο τό Θεό.


Ἐμεῖς πού μ’ ὅλες μας τίς καταθλιπτικές ἀδυναμίες, τά λάθη, τή μηδαμινότητά μας, τολμοῦμε ἀκόμα νά πιστεύουμε στό Θεό, ζοῦμε μία κατάσταση ἀληθινά παράλογη: ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ὑπάρχουν δυνάμεις πού μᾶς μισοῦν ἔστω κι ἄν δέν μᾶς εἶδαν ποτέ, ἔστω κι ἄν ποτέ οἱ δρόμοι μας δέν ἀντάμωσαν, ἔστω κι ἄν δέν ἔχουμε καμιά σχέση μέ τά ἐνδιαφέροντα, τίς βλέψεις, τίς μανίες τους. Μᾶς μισοῦν μόνο γιατί ξέρουν πώς ἐμεῖς πιστεύουμε σ’ αὐτὴ τή λέξη πού τούς τρυπᾶ, πού τούς καίει, πού τούς ἀναστατώνει. Μᾶς συκοφαντοῦν καί μᾶς λοιδοροῦν γιατί ἐμεῖς, μέ τό ἀγκίστρι Ἐκείνου στήν καρδιά, ὅπου κι ἄν πᾶμε, ὅσο κι ἄν περιπλανηθοῦμε, ξέρουν πώς ἔχουμε τό δικό Του γνώρισμα πάνω μας, τό βλέπουν ἴσως, τό μυρίζονται. Καί δέν μᾶς τό συγχωροῦν.


«Τό μεγάλο Θέατρο τοῦ κόσμου» τοῦ Καλντερόν, εἶναι σήμερα θέατρο καί τῆς οἰκουμένης καί τῆς μοναχικῆς μας ψυχῆς. Ἐδῶ ὁ ἀγώνας κορυφώνεται. Καί κορυφώνεται κι ἡ ἀγωνία τοῦ κόσμου, σ’ Ἀνατολή καί Δύση, σέ Βορρᾶ καί Νότο, ὅταν παλεύει νά σβήσει τή λέξη αὐτή, νά ξεφύγει ἀπό τό νόμο τῆς Δημιουργίας. Ἡ ἀγωνία αὐτή σ’ ἀναφορά πρός τό Θεό, συνιστᾶ τήν κρίση τοῦ πολιτισμοῦ μας καί τήν ἀχίλλεια φτέρνα τῆς Δύσης. Πάνω στή λέξη αὐτή, σ’ αὐτή τήν μαλτεζόπετρα συντρίβονται ἄνθρωποι, ἰδεολογίες, κοινωνικά συστήματα, διεθνεῖς ἀπάτες, ψευδαισθήσεις.


Ἐμεῖς οἱ θνητοί, μέ τό θάνατο νά χτυπᾶ σά βόμβα ὡρολογιακή στό κορμί μας, στίς φλέβες μας, θέλουμε ν’ ἀρνηθοῦμε τό Θεό. Κι ἀρνούμαστε τόν ἑαυτό μας. Θέλουμε νά χτυπήσουμε τό Θεό καί χτυποῦμε τούς ἄλλους ἀνθρώπους, καί πληγώνουμε τόν ἑαυτό μας. Θέλουμε νά ὑψώσουμε χωρίς Αὐτόν εἰρήνη, ἐλευθερία, πολιτισμό, καί βυθιζόμαστε στή θανάσιμη ἀγωνία τῆς ἱστορίας.


Ἡ λέξη αὐτή καίει, φωτίζει, συντρίβει, ἐγκαρδιώνει. Εἶναι τοῦ ἀνθρώπου ἡ λέξη, τῆς μύχιας ἀλήθειάς του, τῆς ἀγάπης ἡ λέξη.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 14, 2011

Βίος Ἀπαρηγόρητος

Τσιρόπουλος Κώστας



Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε ὡς παρεπίδημος τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Καὶ ἀκριβῶς, ἡ τραγικὴ ἐτούτη πραγματικότητα συνιστᾶ τὴν ριζική του ἔγνοια, τὸν ἀκοίμητο καημό του: ὅπως καὶ νὰ ζήσει, ὅσα κι ἂν δημιουργήσει, ὅλα μιὰ μέρα θὰ τὰ ἀφήσει γιὰ νὰ ξαναβυθισθεῖ στὸ χῶμα ἀπὸ ὅπου προῆλθε. Στὴν συγκλονιστική του, ὡστόσο, ἀπορία γιὰ ποιὸ σκοπὸ πλάσθηκε, γιὰ ποιὸ σκοπὸ ζεῖ καὶ ποιὸν σκοπὸ ὑπηρετεῖ ἀποχωρώντας ἀπὸ τὸν κόσμο, μόνο ἡ θρησκεία δίδει ὁλοκληρωτικὴ ἀπόκριση. Καὶ μόνο ὁ Χριστὸς ἀποκάλυψε πὼς τὸ ἔργο τῆς Δημιουργίας ἦταν καὶ παραμένει τὸ ἔργο Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Μιᾶς Ἀγάπης ποὺ ὑπερβαίνει τὸ νοῦ, ποὺ συνιστᾶ τὸν μυστηριώδη ρυθμὸ τῆς ὕπαρξής μας ὡς Ἀνθρώπων.

Αὐτὸ τὸν ρυθμό, τὸν ἅγιο ρυθμό, συνέλαβε ἐδῶ καὶ αἰῶνες ἡ Εὐρώπη βιώνοντας τὴν χριστιανοσύνη της μὲ τρόπους λατρευτικὰ ἐνθουσιαστικούς, διότι λειτούργησε μέσα στὸ πρόσταγμα τοῦ Μυστηρίου ποὺ ψυχώνει ὁλόκληρη τὴν Δημιουργία, καὶ τὸν Ἄνθρωπο τελικά. Μέσα στὸ πρόσταγμα τῆς διαδρομῆς, τῆς μετάβασης ἀπὸ τὸν κόσμο ἐτοῦτο τῶν αἰσθήσεων στὸν κόσμο τοῦ πνεύματος, τὸν ὑπεραισθητό, ποὺ συνιστᾶ τὸν ἀκήρατο κόσμο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὴ τὴν ἁγία προσδοκία ἡ Εὐρώπη ἄρχισε νὰ τὴν προσβάλει καὶ τελικά, νὰ τὴν ποδοπατάει, ἄλλοτε μὲ Σταυροφορίες, ἄλλοτε μὲ Ἱερὲς Ἐξετάσεις, καὶ στὸν περασμένο αἰώνα μὲ φριχτοὺς πολέμους χριστιανῶν κατὰ χριστιανῶν. Κι αἰφνίδια, ἔνιωσε ἡ Εὐρώπη νὰ χάνει τὴν ἀθάνατη, ἱερὴ πνοή της, εἶδε τὸν Ἄνθρωπο νὰ ἐξευτελίζεται, νὰ ποδοπατεῖται, νὰ ἐκμηδενίζεται, τὸν πολιτισμό της ὡς κανόνα συμπεριφορᾶς καὶ ζωῆς νὰ θρυμματίζεται καὶ νὰ ἀνακύπτει ἀπὸ τὰ φριχτὰ ἐρείπια τοῦ 20οῦ αἰώνα τὸ δυσπερίγραπτο σκιάχτρο τοῦ Μηδενισμοῦ. Αὐτοῦ τοῦ τραγικοῦ κενοῦ, ποὺ ἄδειασε τὸν Ἄνθρωπο, ἄδειασε τὴν ζωὴ καταντώντας τὴν ἀναιτιολόγητη, ἄδειασε τὸν πνευματικὸ πολιτισμό, ἄδειασε καὶ τὴν ἱστορία ὁλόκληρη. Καὶ οἱ πολίτες τοῦ εὐρωπαϊκοῦ 21ου αἰώνα βιώνουν ἕναν βίο ἀναιτιολόγητο, ἀπαρηγόρητο, μιὰν ὕπαρξη πλασμένη τελικὰ γιὰ τὸν θάνατο, ὄχι γιὰ τὴν ζωή.

Καὶ τί ἀπόγινε ἡ ζωὴ χάνοντας τὸν ἱερό της σκοπὸ ποὺ τῆς ἐνέπνεε
ὁ Θεός; Κατακλύστηκε ἀπὸ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀπὸ μηχανές, ἀπὸ διασκεδάσεις ποὺ ἐπιδιώκουν ν' ἀποσπάσουν ἀπὸ τὸν ἐρημωμένο Ἄνθρωπο τὴν τραγικὴ ἔγνοια τοῦ θανάτου του, ὡς ἀναπότρεπτου καθήκοντος τοῦ ὑπάρχειν. Ἡ ἀδιόρατη ἀλλὰ στυγνὴ καὶ τυραννικὴ συνωμοσία κατὰ τῆς Ἱερότητας τοῦ Ἀνθρώπου ποὺ ὀνομάστηκε «καταναλωτικὴ κοινωνία» παλεύει νὰ ἀποσπάσει τὴν προσοχὴ τοῦ θνητοῦ ἀπὸ τὴν θνητότητά του, νὰ τὸν πείσει γιὰ τὴν μηδαμινότητά του καὶ γιὰ τὴν μηδενικότητα καὶ τοῦ κόσμου, καὶ τὴν δική του, νὰ ἐξανεμίσει τὴν ἱερότητα τοῦ προσώπου του καὶ νὰ ρίξει τὸν ἄνθρωπο στὰ ἀπορρίματα ἑνὸς αἰώνα ποὺ ἦλθε λατρεύοντας τὸν Μηδενισμό.

Μέσα σ' ἐτούτη τὴν ὀδυνηρὰ ἀσφυκτικὴ κατάσταση τοῦ νέου αἰώνα, εἶναι ἀνάγκη ζωῆς ἢ θανάτου νὰ ὀρθωθεῖ καὶ πάλι ἡ ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ὑψώνοντας καὶ πάλι τὴν ἀλήθεια τῆς Ἀγάπης, νὰ ἐξορκίσει τὸ βασίλειο τῆς μηχανῆς, τὸν παροξυσμὸ τῆς κατανάλωσης, τὸ θράσος τοῦ μηδενισμοῦ ποὺ ἀπειλεῖ νὰ θρυμματίσει τὴν Δημιουργία τοῦ Θεοῦ —καὶ τὸν Ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα Θεοῦ, ὡς Ὑπόμνημα Θεοῦ, ὡς ταξιδιώτη τοῦ κόσμου ἐτούτου, μὲ προορισμὸ νὰ ὑπερβεῖ τὰ ἐγκόσμια γιὰ νὰ ἐπιζήσει αἰώνια. Ὁ Ἄνθρωπος, τελικά, εἶναι ἕνα Μυστήριο, δὲν εἶναι ἕνας ἀριθμός
. Καὶ μιὰ κοινωνία ποὺ μετρᾶ νυχθημερόν, κοινωνία ἀριθμηστική, ὑπηρετεῖ τὸν θάνατο. Ἂν ὅμως ὁ Ἄνθρωπος ὑπηρετεῖ μὲ τὸν λυσσαλέο καταναλωτισμὸ τὸν θάνατό του, τότε, ποιὸ νόημα δίδει στὴν ζωή του;

Ἰδοὺ πού, τελικά, ἀνακύπτει τὸ τραγικὸ αἴτημα νὰ νοηματισθεῖ καὶ πάλι ὁ Ἄνθρωπος, νὰ νοηματισθεῖ καὶ ὁ βίος του. Γιὰ νὰ νικηθεῖ, τελικά, ὁ Χρόνος ὁ τυραννικὸς μὲ τὴν Ἀνάσταση.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...