Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μέγας Αθανάσιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μέγας Αθανάσιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Ιανουαρίου 19, 2012

Απόδειξη Μεγάλου Αθανασίου για την Ανάσταση του Χριστού




Προχωρώντας τον λόγο Περί Ενανθρωπήσεως και αφού απέδειξε ότι ο Χριστός κατήργησε τον θάνατο, ο Μέγας Αθανάσιος προσκομίζει απόδειξη περί της Αναστάσεως του Κυρίου.
«Εάν δε εις κάποιον δεν είναι αρκετή αυτή η απόδειξις περί της αναστάσεως αυτού, ας βεβαιωθή από αυτά που συμβαίνουν εμπρός εις τα μάτια μας.
Όταν ένας είνε νεκρός, δεν δύναται να ενεργήση˙ η ικανότης του υφίσταται μέχρι το μνήμα, πέραν δε αυτού παύει.  Αι πράξεις και αι ενέργειαι προς τους ανθρώπους είνε ιδιότητες μόνον των ζωντανών. Ας προσέξη λοιπόν αυτός που θέλει, και ας κρίνη από όσα βλέπει, δια να ομολογήσει την αλήθειαν.
Όταν βεβαίως ο Σωτήρ ενεργή εις τους ανθρώπους τόσον μεγάλα, και καθημερινώς πείθει αοράτως να προσέλθουν εις την πίστιν του και να υπακούουν όλοι εις την δικήν του διδασκαλίαν, τόσον μέγα πλήθος από όλα τα μέρη και από εκείνους που κατοικούν εις την Ελλάδα και από εκείνους που κατοικούν εις βαρβαρικάς χώρας, άραγε αμφιβάλλει ακόμη κανείς, ότι ανεστήθη ο Σωτήρ και ζη ο Χριστός, ή μάλλον ότι αυτός είναι η ζωή;
Μήπως είνε ίδιον νεκρού να συγκινή βαθύτατα τας διανοίας των ανθρώπων, ώστε να αρνούνται την θρησκείαν των προγόνων και να προσκυνούν ως διδάσκαλον τον Χριστόν;
Ή, αν δεν ενεργή, εφ΄ όσον είνε νεκρός, πως αυτός σταματά τας ενέργειας εκείνων που ζουν και ενεργούν, ώστε ο μοιχός να μη μοιχεύη πλέον, ο φονεύς να μη φονεύη, ο άδικος να μη πλεονεκτή, και ο ασεβής εις το εξής να είνε ευσεβής;
Εάν πάλι δεν ανεστήθη, αλλ’  είνε νεκρός, πως εκδιώκει και καταδιώκει και καταβάλλει τους ψευδοθεούς και λατρευομένους δαίμονας, δια τους οποίους οι άπιστοι λέγουν ότι ζουν;
Διότι όπου προφέρεται το όνομα Χριστός και η πίστις του, εκκαθαρίζεται απ’  εκεί κάθε ειδωλολατρία, ξεσκεπάζεται κάθε απάτη των δαιμόνων, και κάθε δαίμων ούτε το όνομα δεν υποφέρει, αλλά και μόνον εάν το ακούση, αμέσως τρέπεται εις φυγήν.
Αυτό, βεβαίως δεν είναι έργον νεκρού, αλλά ζώντος και μάλιστα Θεού. Εξ άλλου θα ήτο γελοίον να λέγωμεν ότι είνε μεν ζωντανοί οι δαίμονες οι οποίοι εκδιώκονται υπ’  αυτού και τα είδωλα τα οποία καταργούνται, είνε δε νεκρός αυτός ο οποίος τους εκδιώκει και με την δύναμίν του δεν τους αφήνει να φανούν, αυτός, τον οποίον όλοι ομολογούν ότι είνε Υιός του Θεού.
Κεφ. 31. Όσοι απιστούν εις την ανάστασιν προκαλούν σφοδρόν έλεγχον εναντίον των, αφού όλοι οι δαίμονες και οι θεοί τους οποίους προσκυνούν δεν εκδιώκουν τον Χριστόν, αλλ’ ο Χριστός τους αποδεικνύει όλους νεκρούς.
Διότι εάν είναι αλήθεια ότι ο νεκρός δεν ενεργεί καμμίαν ενέργειαν, ενώ ο Σωτήρ καθημερινώς κάνει τόσα πολλά, ήτοι ελκύει εις ευσέβειαν, πείθει εις αρετήν, διδάσκει περί αθανασίας, ωθεί εις τον πόθον των ουρανίων, αποκαλύπτει την γνώσιν περί του Πατρός, εμπνέει την δύναμιν κατά του θανάτου, φανερώνει εις τον καθένα τον εαυτόν του, και κρημνίζει την αθεΐαν των ειδώλων.
Από αυτά τίποτα δεν δύνανται να πράξουν οι θεοί και δαίμονες των απίστων, αλλά μάλλον νεκρώνονται με την παρουσίαν του Χριστού, διότι η εμφάνισίς των είναι άνευ έργου και κούφια.
Δια του σημείου  όμως του σταυρού παύεται κάθε μαγεία, καταργείται κάθε μαγγανεία, και όλα τα είδωλα ερημώνονται και εγκαταλείπονται˙ παύει κάθε ανόητη ηδονή, και ο καθένας στρέφει το βλέμμα από την γην προς τον ουρανόν.
Ποιον θα ονομάση κανείς νεκρόν; Τον Χριστόν, ο οποίος ενεργεί τόσον μεγάλα; Αλλά δεν είνε ίδιον του νεκρού να εργάζεται. Ή αυτόν που δεν ενεργεί καθόλου, αλλά μένει άψυχος, πράγμα το οποίον είνε ιδιότης των δαιμόνων και των ειδώλων, αφού είναι νεκρά;
Διότι ο Υιός του Θεού είνε ζωντανός και δραστήριος και καθημερινώς εργάζεται και ενεργεί την σωτηρίαν όλων˙ ενώ καθημερινώς αποδεικνύεται ότι ο θάνατος έχει αδυνατήσει και ότι τα είδωλα και οι δαίμονες είνε νεκροί˙ δια τούτο κανείς πλέον δεν αμφιβάλλει περί της αναστάσεως του σώματος αυτού» .
(μετ. Στέργιου Σάκκου, Μεγάλου Αθανασίου Έργα, εκδόσεις Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1973, τομ. 1 σελ. 303-307)
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Πέραν της απολογητικής αξίας του κειμένου, μπορούμε να βγάλουμε κι ένα ιστορικό συμπέρασμα. Ανακαλύπτουμε με έκπληξη και αντίθετα στις ψευδολογίες των νεοπαγανιστών, ότι ο Μέγας Αθανάσιος αποκαλεί την Ελλάδα … Ελλάδα και όχι Ρωμανία. Ίσως, απαιτούν οι νεοπαγανιστές, σε ένα κρεσέντο εθνικισμού, ν’ αποκαλείται ολόκληρη η ρωμαϊκή αυτοκρατορία Ελλάδα, δηλ. και η Αίγυπτος και η Ισπανία και όλες οι άλλες χώρες που αποτελούσαν το οικουμενικών διαστάσεων κράτος. Αυτό ούτε στέκει ιστορικά, ούτε και μπορεί να γίνει αποδεκτό. Η κάθε χώρα, ως επαρχία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας διατήρησε την ονομασία της, αλλά η ίδια η αυτοκρατορία είχε όνομα και αυτό ήταν Ρωμανία. Το όνομα δεν το έδωσε ο Μέγας Αθανάσιος. Θα ήταν ανόητο να πούμε ότι ένας άνθρωπος επέβαλε την ονομασία «Ρωμιός» σε εκατομμύρια πολίτες ανά μέσω των αιώνων. Οι ίδιοι οι πολίτες, ως Ρωμαίοι πολίτες από το 212 μ.Χ και μετά ονόμασαν εαυτούς Ρωμιούς και διατήρησαν την ονομασία για τους επόμενους 18 αιώνες, μέχρι που ο Κοραής διέταξε να ξαναγίνουν Γραικοί.

οι συγκλονιστικές αποκαλύψεις του Μεγάλου Αθανασίου για τις προφητείες των Ελλήνων!

πηγή


Οι συγκλονιστικές αποκαλύψεις του Μεγάλου Αθανασίου για τις προφητείες των Ελλήνων!

Διαβάστε τι αποκαλύπτει ο ίδιος ο Μέγας Αθανάσιος, ένας από τους σημαντικότερους Πατέρες της Εκκλησίας μας, για τις προφητείες των Ελλήνων σχετικά με την Έλευση του Κυρίου  ή του ονόματος της Μητέρας του Χριστού που θα λέγεται Μαρία!. Ένα κείμενο όπως ακριβώς διασώζεται στην Ελληνική Πατρολογία του J. Migne, υπό τον τίτλον: «Περί του Ναού (τω αγνώστω Θεώ) και περί των διδασκαλείων, και των θεάτρων των εν Αθήναις»!..

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ!..
ΟΙ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΜΑΝΤΕΙΟΥ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑΣ!..

Το έτος 2000, με την είσοδον της τρίτης χιλιετίας, ο γράφων είχε την χαράν και την τιμήν να συγγράψει ένα έργον το οποίον πραγματικά το αγκάλιασαν όλοι οι αναγνώστες. Το βιβλίο αυτό έφερε τον τίτλον: «Ιησούς Χριστός: Ελληνισμός-Χριστιανισμός» (πρώτη έκδοσις Αθήνα 2000, δεύτερη έκδοσις Θεσσαλονίκη 2003).
Μέσα στο έργο αυτό υπήρχε ένα κεφάλαιο υπό τον τίτλον: «Η ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΤΟΥ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΟΥ ΜΕΣΣΙΑ!.. Προρρήσεις Αρχαίων Ελλήνων και Βιβλικών Προφητών», το οποίον, ομολογουμένως, προξένησε μεγάλη εντύπωση εις τον κόσμο, με αποτέλεσμα να γίνουν αλλεπάλληλες τηλεοτπικές εκπομπές, δημοσιεύματα εις τον Τύπο, διαλέξεις κλπ.
Λόγοι, λοιπόν, που έχουν να κάνουν με την δημοσιογραφική και συγγραφική συνέπειαν, καταχωρίζω στις σελίδες που ακολουθούν:
α) Το κείμενο του Μεγάλου Αθανασίου, έτσι όπως διασώζεται στην Ελληνική Πατρολογία του J. Migne, υπό τον τίτλον: «Περί του Ναού (τω αγνώστω Θεώ) και περί των διδασκαλείων, και των θεάτρων των εν Αθήναις», 
β) Την νεοελληνικήν απόδοσιν του κειμένου υπό του γνωστού γλωσσολόγου, φιλολόγου και ιστορικού κ Γεωργίου Ντελοπούλου. 
γ) Την νεοελληνικήν απόδοσιν του κειμένου υπό του ιδίου φιλολόγου, έτσι όπως διασώζεται το κείμενον του Αγίου Αθανασίου μέσα εις το ηλεκτρονικόν πρόγραμμα «Μουσαίος»:
Α. «Περί του Ναού (τω αγνώστω Θεώ) και περί των διδασκαλείων, και των θεάτρων των εν Αθήναις»,
«Και ταύτα μεν προς τους αφρονεστέρους των Ελλήνων επιφέρωμεν εις θεογνωσίαν υποδείγματα. Προς δε τους παρ’ αυτοίς σοφούς εκ φιλοσόφων αρχαίων και δυνατών μαρτυρίας πολλάς περί θεοσεβείας τινές Ελλήνων σοφοί είπον και την του Χριστού οικονομίαν αμυδρώς προεμήνυσαν. Και γαρ προ πολλών χρόνων της Χριστού επιδημίας σοφός τις ονόματι Απόλλων θεόθεν, ως είμαι, κινηθείς έκτισε τον εν Αθήναις ναών, γράψας εν αυτώ βωμώ Αγνώστω Θεώ. Εν τούτω τοίνυν συνήχθησαν οι πρώτοι των Ελλήνων φιλόσοφοι ερωτήσοντες αυτόν περί του ναού ων και τα ονόματα εισιν αυτά Τιτάν, Βίας, Σόλων, Χίλων, Θουκυδίδης, Μένανδρος και Πλάτων.
Συναχθέντες δε οι σοφοί είπον τω Απόλλωνι προφήτευσον ημάς (sic) λέξας, ω Άπολλον, τίνος μετά σε ο δόμος ούτος έσται; Απόλλων αποκρινάμενος τούτοις έφη Όσα μεν προς αρετήν και κόσμον όρωρε ποιείν, ποιείτε, εγώ δε εφετμεύω τρεις ένα μούνον υψιμέδοντα θεόν, ου λόγος άφ<θεγκτος, εν αδαεί κόρη έγκυμος γενόμενος, εν άπαντι κόσμω ώσπερ πυρφόρον τόξον διαδραμών αλιεύσει τους ανθρώπους ώσπερ ιχθύας βυθού εκ της απιστίας, ους και ζωγρήσας πατρί προσάξει δώρον Μαρία δε τούνομα αυτής. Και ταύτα προφητεύσας Απόλλων είπε;
Τιτάν ούτως είπε Ήξει ανίσχουσα εν ημίν κόρη η άνανδρος, η μέλλουσα τον ουράνιον του θεού και πατρός παίδα φύειν.
Ο Βίας είπεν Ουκ εφικτόν μεν ταύτα προς ανοήτους ειπείν, πλην τω νοΐ ακούσατε, ότι ούτός εστιν ο απ’ ουρανού μεγάλως βεβηκώς, φλογός αθάνατον αένναον υποβαλών πυρ, ον τρέμει ουρανός γαίά τε και θάλασσα και τάρταρος βύθιος δαίμουσιν (sic), αυτοπάτωρ, τρισόλβιος.
Της σοφωτάτης Σιβύλλης. Οψέ ποτε επί την πολυσχεδή ταύτην ελάσειε θεός γην και δίχα σφάλματος σαρξ γενήσεται ακαμάτοις θεότητητος όροις ανιάτων παθών λύσει φθοράς. Και τούτω φθόνος λαού γενήσεται και προς ύψος κρεμασθήσεται ως θανάτου κατάδικος και πάντα πραέως πείσεται.
Σόλων είπε Γόνος εκ γόνου κατελθών του γεννήτορος γόνιμον ύδωρ εποίησε το της γης.
Χείλων έφη Ακάματος φύσις θεού γενήσεται εξ αυτού δε ο αυτός ουσία και λόγος.
Θουκυδίδης ο ρήτωρ είπε Θεόν σέβου και μάνθανε, και μη ζήτει, οποίος εστιν ως όντα τούτον και σέβου και γνώθι ευσεβής γαρ τον νουν ο θέλων μανθάνειν θεόν. Και ταύτα μεν Θουκυδίδης είπε.
Ο Μένανδρος έφη Ο παλαιός νέος και ο νέος αρχαίος ο πατήρ γόνος και ο γόνος πατήρ έν τρία άσαρκον σαρκικόν. Γη τέτοκε τον ουράνιον βασιλέα.
Ο Πλάτων είπε Επειδή ο θεός αγαθός εστι, ου πάντων ην αίτιος, ως οι πολλοί νομίζουσιν, πολλών δε αναίτιος και των μεν αγαθών ουδέν άλλο φαμέν ή αίτιον μόνον είναι <των αγαθών>, κακών δε ουκέτι.
Βλέπε ουν ο αναγινώσκων και ο ακροώμενος, ότι και οι των Ελλήνων καλώς τινες εξ αυτών προεφήτευσαν και τον προάναρχον Θεόν και τον συνάναρχον Υιόν και το ομοούσιον και σύνθρονον αυτού Πνεύμα εκήρυξαν και την παναγίαν Παρθένον ωνόμασαν και αυτά τα τίμια του Χριστού πάθη τα εν σταυρώ γεγονότα προείπον.
Έτεροι χρησμοί του Ερμού του Έλληνος περί θεότητος Ακοιμήτου πυρός όμμα, γρήγορε, δρόμον αιθέρος ζωογονών, ηλίου θέρμην κρατύνων, λαίλαπι μεθιστών νέφη, τούνομα μη χωρούν εν κόσμω, άφθιτον, αένναον, παντεπίσκοπον, επίφοβον όνομα.
Έτερος χρησμός Απόλλωνος εν Δελφοίς, εν ω και ερώτησίς τις βασιλέωςΙάσωνος, ότε εκτίζετο ο ναός του Απόλλωνος εις το Πύθιον εις το Άργος Είς με βιάζεται ουράνιος φως και ο παθών θεός εστιν και ου θεότης έπαθεν άμφω γαρ βροτός ομώς και άβροτος, ο αυτός θεός ή και ανήρ , πάντα φέρων παρά πατρός, έχων δε της μητρός άπαντα, πατρός δε ζώων αλκήν, μητρός δε θνητής σταυρόν, τάφον, ύβριν αλίτην του και από βλεφάρων ποτέ χεύατο δάκρυα θερμά. Ος πέντε χιλιάδας εκ πέντε πυρών κορέσατο, θελητήν άβροτος αλκήν. Χριστός ομώς θεός εστιν, εν ξύλω τανύσθη, ος θάνεν, ος ετάφη, εις πόλον ώρτο.
Βίβλος αύτη τετέλεσθαι.».
Β. Νεοελληνική απόδοσις υπό Γεωργίου Ντελοπούλου, ερευνητού της Ακαδημίας Αθηνών, φιλολόγου-γλωσσολόγου-ιστορικού:

«Και αυτά μεν ας τα προβάλουμε, ως παραδείγματα που οδηγούν στη γνώση του Θεού, στους πιο ανοήτους από τους Έλληνες (ειδωλολάτρες). Όμως για τους σοφούς που έχουν κοντά τους, μερικοί σοφοί από τους Έλληνες ανέφεραν για την θεοσέβεια πολλές μαρτυρίες, προερχόμενες από αρχαίους και επιφανείς φιλοσόφους, ενώ αμυδρά προείπαν όσα αφορούν τον Χριστό.
Πολλά χρόνια λοιπόν πριν από την έλευση του Χριστού, κάποιος σοφός, ονομαζόμενος Απόλλων, με θεϊκή, όπως πιστεύω, παρακίνηση έκτισε στην Αθήνα ναό και έγραψε πάνω στον βωμό του «ΣΤΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΘΕΟ». Εκεί συγκεντρώθηκαν για τον λόγο αυτό οι πρώτοι μεταξύ των Ελλήνων φιλόσοφοι, για να ρωτήσουν αυτόν για τον ναό. Τα ονόματά τους είναι τα ακόλουθα: Τιτάν, Βίας, Σόλων, Χίλων, Θουκυδίδης, Μένανδρος και Πλάτων.
Αφού συγκεντρώθηκαν οι σοφοί είπαν στον Απόλλωνα: «προφήτευσε για εμάς, αφού πεις, ω Απόλλωνα, σε ποιον μετά από σένα θα ανήκει αυτό το κτίσμα»;
Απαντώντας σ’ αυτούς ο Απόλλωνας είπε: Όσα έχει ορίσει να κάνετε για την αρετήν και την ευκοσμία, να τα κάνετε, εγώ όμως αναγγέλλω ως τρεις ένα μόνο Θεό στα ύψη κατοικούντα, του οποίου ο ανείπωτος Λόγος σε κόρη, που δεν ξέρει, αφού συλληφθεί, όλον εν γένει τον κόσμο διαπερνώντας τον σαν πυροφόρο τόξο, θα αλιεύσει τους ανθρώπους από την απιστία, όπως τα ψάρια από τον βυθό. Αυτούς δε έχοντας συλλάβει θα τους φέρει προς το Θεό ως δώρο. Το όνομα δε αυτής είναι Μαρία. Κι αυτά είπε ο Απόλλωνας προφητεύοντας.
Ο Τιτάν έτσι μίλησε: Θα έλθει σε μας η χωρίς άνδρα κόρη, αυτή που πρόκειται να γεννήσει το ουράνιο παιδί του Θεού και Πατέρα. Ο Βίας είπε: Το να λες αυτά σε ανόητους είναι ανέφικτο, όμως με το νου, ας ακούσετε, ότι αυτός είναι που μεγαλόπρεπα κατέβηκε από τον ουρανό, αφού έβαλε κάτω από την φλόγα το αθάνατο και αεικίνητο πυρ κι αυτόν τον τρέμει η γη και η θάλασσα μαζί με τους βυθισμένους στα τάρταρα δαίμονες, αυτόν που είναι πατέρας του εαυτού του και τρισευτυχισμένος.
Η Σοφώτατη Σιβύλλη είπε: Αργά θα έλθει ο Θεός επάνω σ’ αυτή την κατακερματισμένη γη και χωρίς σφάλμα θα γίνει σάρκα, ενώ θα απαλλάσσουν από την φθορά των ανιάτων ασθενειών οι ακάματες φροντίδες της θεότητας. Και γι’ αυτό φθόνος σε λαό θα προκληθεί και ψηλά θα κρεμασθεί σαν κατάδικος σε θάνατο και όλα με πραότητα θα υποφέρει.
Ο Σόλων είπε: Αφού κατήλθε ο ζωοδότης από ζωοδότη γεννήτορα, έδωσε ζωή και στο νερό της γης.
Ο Χείλων είπε: η φύση του Θεού θα γίνει ακούραστη, από τον ίδιον δε είναι ο ίδιος, ύπαρξη και λόγος.
Ο ρήτορας Θουκυδίδης είπε: Τον Θεό να σέβεσαι και να μαθαίνεις και να μην επιζητείς το ποιός είναι. Να τον σέβεσαι και να τον γνωρίζεις ως υπαρκτόν, γιατί είναι στο νου ευσεβής αυτός που θέλει να μαθαίνει τον Θεό. Αυτά μεν είπε ο Θουκυδίδης.
Ο Μένανδρος είπε: Ο παλαιός είναι νέος και ο νέος αρχαίος. Ο πατέρας είναι γονεύς και το τέκνον γονεύς. Το ένα είναι τρία και το άσαρκο είναι σαρκικό. Η γη έχει γεννήσει τον ουράνιο βασιλέα.
Ο Πλάτων είπε: Επειδή ο Θεός είναι αγαθός δεν ήταν η αιτία για τα πάντα, όπως νομίζουν οι πολλοί, αφού για πολλά δεν είναι αίτιος. Τίποτε άλλο δεν ισχυριζόμαστε παρά το ότι ο Θεός είναι ο αίτιος μόνο για τα αγαθά, όχι όμως και για τα κακά.
Ας καταλάβει λοιπόν αυτός που διαβάζει και αυτός που ακούει προσεκτικά ότι και μερικοί από τους Έλληνες σωστά προφήτευσαν και για τον προάναρχο Θεό και για τον συνάναρχο Υιό και εκήρυξαν το ομοούσιο και σύνθρονο με Αυτόν Πνεύμα και είπαν το όνομα της Παναγίας Παρθένου και προείπαν τα τίμια πάθη απάνω στο σταυρό του Χριστού.
Άλλοι χρησμοί του Ερμή του Έλληνα για την θεότητα: Μάτι του ακοίμητου πυρός, ακοίμητε, τον δρόμο του αιθέρα ζωογονείς, εσύ που δυναμώνεις τη θερμότητα του ηλίου και με λαίλαπα μετακινείς τα νέφη, έχεις όνομα που δεν χωράει στον κόσμο και είναι άφθαρτο, αένναο, παντεπίσκοπο και φοβερό.
Άλλος χρησμός του Απόλλωνα των Δελφών (δοσμένος μετά) από κάποια ερώτηση σ’ αυτόν από τον βασιλέα Ιάσωνα, όταν κτιζόταν ο ναός του Απόλλωνα στο Πύθιο του Άργους.
«Σε μένα κατατρύχεται το ουράνιο φως και Θεός είναι αυτός που έπαθε, μαζί με τα δύο θνητός και αθάνατος, ο ίδιος Θεός, αλλά και άνθρωπος, φέρει τα πάντα από τον Πατέρα, από την μητέρα όμως έχει όλα εν γένει, από τον πατέρα την ζωική δύναμη, από τη θνητή όμως μητέρα έχει τον σταυρό, τον τάφο, την ανόσια κακομεταχείρισίν του και τα θερμά δάκρυα που έχυσε κάποτε από τα βλέφαρα. Αυτός που χόρτασε πέντε χιλιάδες με πέντε άρτους, αθάνατος με δύναμη δική του.
Ο Χριστός όμως είναι θεός, σε ξύλο εκρεμάσθη, αυτός απέθανε, αυτός ετάφη, έχει σε σημείο γίνει ορατός.
Αυτή η Βίβλος έχει τελειώσει.».

Γ Νεοελληνική απόδοση του κειμένου του Μ. Αθανασίου, που δημοσιεύθηκε στο βιβλίο μας «Ιησούς Χριστός: Ελληνισμός-Χριστιανισμός», υπό του ιδίου φιλολόγου Γεωργίου Ντελοπούλου, ερευνητού της Ακαδημίας Αθηνών:
«Έχουμε υποχρέωση να πείσουμε εκείνους που δεν γνωρίζουν τις θεϊκές γραφές να ομιλούν στο εξής με βάση την ίδια την φύση των πραγμάτων.
Βλέπουμε λοιπόν, μερικά όντα στην Κτίση να μην είναι σύμφωνα με την φυσική τάξη, αλλά να εξαρτώνται το ένα από το άλλο με υπέρβαση της φύσης. Ως τέτοιο παράδειγμα αναφέρω την φυσική κατάσταση των υδάτων που είναι ρευστή και κατωφερική. Όμως βλέπουμε τους ονομαζόμενους ανεμοστρόβιλους να σηκώνουν το νερό από την θάλασσα προς τα σύννεφα. Δεν πρέπει να σημειώσουμε ως πράγμα θαυμαστό το ότι αυτό που ανυψώνεται ως αλμυρό νερό κατεβαίνει λόγω της βροχής πάνω στη γη ως γλυκό;
Κι ακόμη παρά τη φυσική ιδιότητα που έχουν τα πράγματα, ώστε να βυθίζονται, όμως αυτά παρουσιάζονται και ως αβύθιστα και δεν καταδύονται, όπως συμβαίνει στα νερά της Πεντάπολης στη θάλασσα του Μαρμαρά;
Και όχι μόνον αυτό. Παρά την αντίθετη φύση που έχουν η φωτιά και το νερό, αυτά όμως συνυπήρχαν στο λεγόμενο όρος Όλυμπος της Λυκίας, φαινόμενο που μυριάδες ανθρώπων έχουν ειδεί και το βλέπουν μέχρι τώρα.
Και άλλα παράδοξα που παρατηρούνται στην Κτίση και θαυμάζονται, αυτά δεν επρόκειτο να παραβιάζουν με τέτοιο τρόπο την φύση εάν δεν υπήρχε κάποια θεϊκή ουσία για να τα κυβερνά και να τους επιτρέπει να μην βρίσκονται σε αντιπαράθεση το ένα με το άλλο.
Ω παιδιά των Ελλήνων, όταν γίνει μια δυνατή βροντή πώς τρέμει όλη η υπόσταση του ανθρώπου, πώς νιώθει φρίκη και ξεσηκώνεται δείχνοντας με την περίτρομη εμφάνισή της ότι εξουσιάζεται από τον κυρίαρχο και δημιουργό των βροντών;
Και αυτά μεν λέγονται στους πιο απλοϊκούς από τους Έλληνες, δηλαδή τους αγράμματους, ως υποδείξεις που θα τους οδηγήσουν στη γνώση του θεού.
Για τους σοφούς όμως που βρίσκονται κοντά τους, ως συνεχιστές των αρχαίων επιφανών φιλοσόφων, μερικοί σοφοί από τους Έλληνες ανέφεραν πολλές μαρτυρίες για τη θεοσέβεια.
Όμως έστω και αμυδρά προείπαν και για την τάξη των πραγμάτων του Χριστού, αφού πολλά χρόνια πριν από την έλευση του Χριστού κάποιος σοφός με το όνομα Απόλλων παρακινήθηκε, όπως πιστεύω, από τον θεό και έκτισε τον ναό στην Αθήνα, όπου στον εκεί βωμό χάραξε την επιγραφή: «Εις τον Άγνωστον Θεόν».
Τότε λοιπόν συγκεντρώθηκαν εκεί οι επιφανέστεροι από τους Έλληνες φιλόσοφοι, για να ρωτήσουν για τον ναό αυτό και για την προφητεία και τη θεοσέβεια. Θα αναφέρουμε τα ονόματά τους που είναι αυτά: πρώτος ο Τίτων, δεύτερος ο Βίας, τρίτος ο Σώλων (1), τέταρτος ο Χείλων, πέμπτος ο Θουκήδης, έκτος ο Μένανδρος, έβδομος ο Πλάτων.
Αυτοί οι επτά φιλόσοφοι είπαν στον Απόλλωνα: «Προφήτευσε για μας, ω προφήτη Απόλλων, ποιος είναι αυτός για τον οποίον είπα: σε ποιόν ακόμη μετά από σένα ανήκει ο βωμός αυτός;»
Προς αυτούς ο Απόλλων είπε: «Όσα φοβάστε να κάνετε για την αρετή και την τάξη, να τα κάνετε. Εγώ λοιπόν αναγγέλλω τον Τριαδικόν που κατοικεί στα ύψη, του οποίου ο Λόγος, που δεν μπορεί να ειπωθεί, σε άγαμο κόρη θα γίνει γόνιμος και αφού κυριεύσει όλο τον κόσμο σαν πυροφόρο τόξο θα τον φέρει ως δώρο στον Πατέρα.
»Το όνομα αυτής είναι Μαρία και η σημασία της προφητείας έχει ως εξής... ο πρώτος λόγος αφορά τον ναό. Όσα λέγει για τον στολισμό του ναού και την ομορφιά εσείς μπορείτε να τα πραγματοποιήσετε, αυτά που αρέσουν στον θεό και τους ανθρώπους.
»Εγώ λοιπόν πιστεύω ότι υπάρχει στον ουρανό τρισυπόστατος, μέγας, ύψιστος Βασιλέας. Αυτού ο άναρχος θεός και ο Λόγος λαμβάνει σάρκα σε άγαμο κόρη και σαν πυροφόρο τόξο, κι ακόμη πιο δυνατό, θα φανερωθεί σε όλο τον κόσμο αλιεύοντας τους ανθρώπους σαν τα ψάρια, από τον βυθό της απιστίας και της άγνοιας κι αυτούς θα τους φέρει με δώρο στον Πατέρα Του.
»Το όνομα αυτής είναι Μαρία». Κι αυτό είπε ο Απόλλων προφητεύοντας.
Ο Τίτων είπε: «Ιδού αυτή που κρατάει για μας και πρόκειται να κυοφορήσει τον ουράνιο Υιό του Θεού και Πατέρα, η κόρη χωρίς άνδρα γεννά».
Ο Βίας είπε: «Αυτός είναι που έκανε φλόγα το αθάνατο πυρ έχοντας έλθει από τους ουρανούς βαδίζοντας, αυτός που τον τρέμει ο ουρανός και η γη, η θάλασσα, τα τάρτατα. Οι δαίμονες των βυθών, ο τρισευτυχής Πατέρας εξ ιδίου (αυτοπάτωρ)».
Ο Σόλων είπε: «Αργά κάποτε απάνω σ’ αυτή την πινακίδα ο Θεός θα δώσει ώθηση στην γη και χωρίς σφάλμα θα γίνει η σάρκα της ακατάβλητης θεότητας, έχοντας απάνω της τις θεραπείες από ανίατα πάθη και μετά από λίγο θα προκαλέσει τον φθόνο ενός λαού και ψηλά αφού κρεμασθεί σαν καταδικασμένος σε θάνατο, προς όλα θα επέλθει ως πράος, αγαθός».
Ο Χείλων είπε: «Ακατάβλητος θα γίνει η φύση του θεού. Από Αυτόν και ο ίδιος, η ουσία και ο Λόγος».
Ο Θουκήδης (2) είπε: «Τον Θεό να σέβεσαι και να γνωρίζεις. Να μην προσπαθείς να μάθεις ποιος είναι και πώς. Γιατί το πότε δεν υπάρχει –δεν υφίσταται, γι’ αυτό να σέβεσαι Αυτόν ως Υπάρχοντα και να προσπαθείς να Τον γνωρίζεις μόνον έτσι, αφού αυτός που θέλει να μαθαίνει τον Θεόν είναι στο νου ασεβής».
Ο Μένανδρος είπε: «Ο παλαιός είναι νέος και ο νέος αρχαίος, ο Πατέρας είναι μόνος και ο μόνος που είναι Πατέρας. Το ένα είναι τρία και τα τρία ένα, άσαρκο σαρκικό. Η Γη εγέννησε τον ουράνιο βασιλέα».
Ο Πλάτων είπε: «Επειδή ο Θεός είναι αγαθός γι’ αυτό δεν είναι αίτιος για τα πάντα, όπως λέγουν οι πολλοί. Είναι αναίτιος για πολλά. Και από μεν τα αγαθά για τίποτε άλλο δεν ισχυριζόμαστε ότι είναι αίτιος, παρά μόνο για τα καλά, όχι όμως και για τα κακά».
Και πάλι μίλησαν αυτοί οι επτά και είπαν: «Εάν αναφέραμε για την τάξη πραγμάτων του Χριστού, αυτά αναφέραμε και για την Αγία Τριάδα».
Όταν κάποιος άλλος από τους Έλληνες σοφούς, λεγόμενος Ασκληπιός, μαζί με μερικούς άλλους ζήτησαν να πούνε σ’ αυτούς για την φύση του Θεού με φιλοσοφικότερη εξήγηση, από εκείνη όλων των άλλων φιλοσόφων, ο Ερμής αφού πήρε δέρμα για γράψιμο έτσι έγραψε σ’ αυτό:
«Εάν δεν υπήρχε κάποια πρόνοια από τον Κύριο των πάντων, δεν θα επιθυμούσαν βέβαια να αποκαλύψουν τον λόγο αυτό, ούτε εμείς δεν αφιερωνόμαστε σε τέτοια έργα, ώστε να τεθεί για αυτά τέτοιο ερώτημα. Δεν είναι βέβαια κατορθωτό να προσφέρεις τέτοια μυστήρια σε αμύητους, αλλά εσείς να ακούστε με το νου εκείνων που άκουσαν.
Ένα μόνο υπήρξε, το νοερό φως, πριν από το νοερό φως, και αυτά ήταν η ένωση από το νου με το φως και το πνεύμα. Τα πάντα προέρχονται από αυτό και εις αυτό οδηγούνται, στο γόνιμο από το γόνιμο, αφού κατέβηκε σε γόνιμο ύδωρ έκανε το ύδωρ ικανό να κυοφορήσει...».
Γνωρίζεις τώρα πώς προφήτευσαν οι υιοί των Ελλήνων και προείπαν για τον προάναρχο Θεό, τον συνάναρχο με Αυτόν Υιόν και Λόγον και στον ίδιον με αυτό θρόνο το ομοούσιο Πνεύμα, ενώ προείπαν και τα τίμια πάθη του σταυρού.
Εις Αυτόν ανήκει η δόξα και το κράτος μαζί με τον άναρχον Πατέρα και το Πανάγιο Πνεύμα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Σώλων: Πιστή αναγραφή του ονόματος εκ του πρωτοτύπου του Μ. Αθανασίου.
2. Θουκήδης: Πιστή αναγραφή του ονόματος εκ του πρωτοτύπου του Μ. Αθανασίου.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 18, 2012

Ἐπιλεγμένα κείμενα Ἁγίου Ἀθανασίου



Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Μέγας
 


 



Μέσα στὰ πάντα καὶ ἔξω ἀπὸ ὅλα 


ΑΠΑΞ εἰς αἰσθητὰ πεσούσης τῆς διανοίας τῶν ἀνθρώπων͵ ὑπέβαλεν ἑαυτὸν διὰ σώματος φανῆναι ὁ Λόγος͵ ἵνα μετενέγκῃ εἰς ἑαυτὸν ὡς ἄνθρωπον τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰς αἰσθήσεις αὐτῶν εἰς ἑαυτὸν ἀποκλίνῃ καὶ λοιπὸν ἐκείνους ὡς ἄνθρωπον αὐτὸν ὁρῶντας͵ δι΄ ὧν ἐργάζεται ἔργων πείσῃ μὴ εἶναι ἑαυτὸν ἄνθρωπον μόνον͵ ἀλλὰ καὶ Θεὸν καὶ Θεοῦ ἀληθινοῦ Λόγον καὶ Σοφίαν. Τοῦτο δὲ καὶ ὁ Παῦλος βουλόμενος σημᾶναί φησιν· Ἐν ἀγάπῃ ἐρριζωμένοι καὶ τεθεμελιωμένοι͵ ἵνα ἐξισχύσητε καταλαβέσθαι σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις τί τὸ πλάτος καὶ μῆκος καὶ ὕψος καὶ βάθος͵ γνῶναί τε τὴν ὑπερβάλλουσαν τῆς γνώσεως ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, ἵνα πληρωθῆτε εἰς πᾶν τὸ πλήρωμα τοῦ Θεοῦ. Πανταχοῦ γὰρ τοῦ Λόγου ἑαυτὸν ἁπλώσαντος͵ καὶ ἄνω καὶ κάτω καὶ εἰς τὸ βάθος καὶ εἰς τὸ πλάτος - ἄνω μὲν εἰς τὴν κτίσιν͵ κάτω δὲ εἰς τὴν ἐνανθρώπησιν͵ εἰς βάθος δὲ εἰς τὸν ᾅδην͵ εἰς πλάτος δὲ εἰς τὸν κόσμον - τὰ πάντα τῆς περὶ Θεοῦ γνώσεως πεπλήρωται. ... Οὐ γὰρ δὴ περικεκλεισμένος ἦν ἐν τῷ σώματι· οὐδὲ ἐν σώματι μὲν ἦν͵ ἀλλαχόσε δὲ οὐκ ἦν. Οὐδὲ ἐκεῖνο μὲν ἐκίνει͵ τὰ ὅλα δὲ τῆς τούτου ἐνεργείας καὶ προνοίας κεκένωτο· ἀλλὰ τὸ παραδοξότατον͵ Λόγος ὤν͵ οὐ συνείχετο μὲν ὑπό τινος, συνεῖχε δὲ τὰ πάντα μᾶλλον αὐτός. Καὶ ὥσπερ ἐν πάσῃ τῇ κτίσει ὤν͵ ἐκτὸς μέν ἐστι τοῦ παντὸς κατ΄ οὐσίαν͵ ἐν πᾶσι δέ ἐστι ταῖς ἑαυτοῦ δυνάμεσι τὰ πάντα διακοσμῶν καὶ εἰς πάντα ἐν πᾶσι τὴν ἑαυτοῦ πρόνοιαν ἐφαπλῶν καὶ ἕκαστον καὶ πάντα ὁμοῦ ζωοποιῶν͵ περιέχων τὰ ὅλα καὶ μὴ περιεχόμενος͵ ἀλλ΄ ἐν μόνῳ τῷ ἑαυτοῦ Πατρὶ ὅλος ὢν κατὰ πάντα. Οὕτως καὶ ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ σώματι ὢν καὶ αὐτὸς αὐτὸ ζωοποιῶν͵ εἰκότως ἐζωοποίει καὶ τὰ ὅλα καὶ ἐν τοῖς πᾶσιν ἐγίνετο͵ καὶ ἔξω τῶν ὅλων ἦν. Καὶ ἀπὸ τοῦ σώματος δὲ διὰ τῶν ἔργων γνωριζόμενος͵ οὐκ ἀφανὴς ἦν καὶ ἀπὸ τῆς τῶν ὅλων ἐνεργείας. Ψυχῆς μὲν οὖν ἔργον ἐστὶ θεωρεῖν μὲν καὶ τὰ ἔξω τοῦ ἰδίου σώματος τοῖς λογισμοῖς͵ οὐ μὴν καὶ ἔξωθεν τοῦ ἰδίου σώματος ἐνεργεῖν ἢ τὰ τούτου μακρὰν τῇ παρουσίᾳ κινεῖν. Οὐδέποτε γοῦν ἄνθρωπος διανοούμενος τὰ μακρὰν ἤδη καὶ ταῦτα κινεῖ καὶ μεταφέρει· οὐδὲ εἰ ἐπὶ τῆς ἰδίας οἰκίας καθέζοιτό τις καὶ λογίζοιτο τὰ ἐν οὐρανῷ͵ ἤδη καὶ τὸν ἥλιον κινεῖ͵ καὶ τὸν οὐρανὸν περιστρέφει. Ἀλλ΄ ὁρᾷ μὲν αὐτὰ κινούμενα καὶ γεγονότα͵ οὐ μὴν ὥστε ἐργάζεσθαι αὐτὰ δυνατὸς τυγχάνει. Οὐ δὴ τοιοῦτος ἦν ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐν τῷ ἀνθρώπῳ· οὐ γὰρ συνεδέδετο τῷ σώματι͵ ἀλλὰ μᾶλλον αὐτὸς ἐκράτει τοῦτο͵ ὥστε καὶ ἐν τούτῳ ἦν καὶ ἐν τοῖς πᾶσιν ἐτύγχανε καὶ ἔξω τῶν ὄντων ἦν͵ καὶ ἐν μόνῳ τῷ Πατρὶ ἀνεπαύετο.




Ἐξάπλωσε τὶς δυνάμεις Του παντοῦ


ΕΙ ΜΕΝ ἄλογος ἦν ἡ τῆς κτίσεως κίνησις͵ καὶ ἁπλῶς ἐφέρετο τὸ πᾶν, καλῶς ἄν τις καὶ τοῖς λεγομένοις ἠπίστησεν· εἰ δὲ λόγῳ καὶ σοφίᾳ καὶ ἐπιστήμῃ συνέστηκε καὶ παντὶ κόσμῳ διακεκόσμηται͵ ἀνάγκη τὸν ἐπικείμενον καὶ διακοσμήσαντα τοῦτον οὐκ ἄλλον τινὰ ἢ Λόγον εἶναι τοῦ Θεοῦ. Λόγον δέ φημι οὐ τὸν ἐν ἑκάστῳ τῶν γενομένων συμπεπλεγμένον καὶ συμπεφυκότα͵ ὃν δὴ καὶ σπερματικόν τινες εἰώθασι καλεῖν͵ ἄψυχον ὄντα καὶ μηδὲν λογιζόμενον μήτε νοοῦντα͵ ἀλλὰ τῇ ἔξωθεν τέχνῃ μόνον ἐνεργοῦντα κατὰ τὴν τοῦ ἐπιβάλλοντος αὐτὸν ἐπιστήμην· οὐδὲ οἷον ἔχει τὸ λογικὸν γένος λόγον τὸν ἐκ συλλαβῶν συγκείμενον͵ καὶ ἐν ἀέρι σημαινόμενον, ἀλλὰ τὸν τοῦ ἀγαθοῦ καὶ Θεοῦ τῶν ὅλων ζῶντα καὶ ἐνεργῆ Θεὸν αὐτολόγον λέγω͵ ὃς ἄλλος μὲν ἔστι τῶν γενητῶν καὶ πάσης τῆς κτίσεως͵ ἴδιος δὲ καὶ μόνος τοῦ ἀγαθοῦ Πατρὸς ὑπάρχει Λόγος͵ ὃς τόδε τὸ πᾶν διεκόσμησε καὶ φωτίζει τῇ ἑαυτοῦ προνοίᾳ. Ἀγαθοῦ γὰρ Πατρὸς ἀγαθὸς Λόγος ὑπάρχων͵ αὐτὸς τὴν τῶν πάντων διεκόσμησε διάταξιν͵ τὰ μὲν ἐναντία τοῖς ἐναντίοις συνάπτων͵ ἐκ τούτων δὲ μίαν διακοσμῶν ἁρμονίαν. Οὗτος͵ Θεοῦ δύναμις καὶ Θεοῦ σοφία ὤν͵ οὐρανὸν μὲν περιστρέφει͵ γῆν δὲ ἀναρτήσας͵ καὶ ἐπὶ μηδενὸς κειμένην τῷ ἰδίῳ νεύματι ἥδρασε. Τούτῳ φωτιζόμενος ἥλιος τὴν οἰκουμένην καταυγάζει καὶ σελήνη μεμετρημένον ἔχει τὸ φῶς. Διὰ τοῦτον καὶ τὸ ὕδωρ ἐπὶ νεφελῶν κρεμᾶται καὶ ὑετοὶ τὴν γῆν ἐπικλύζουσι καὶ ἡ μὲν θάλαττα περιορίζεται͵ ἡ δὲ γῆ παντοίοις φυτοῖς κομᾷ καὶ χλοηφορεῖ. Καὶ εἴ τις ἄπιστος ζητοίη περὶ τῶν λεγομένων͵ εἰ ὅλως ἐστὶ Λόγος Θεοῦ͵ μαίνοιτο μὲν ὁ τοιοῦτος ἀμφιβάλλων περὶ Λόγου Θεοῦ, ἔχει δὲ ὅμως ἐκ τῶν ὁρωμένων τὴν ἀπόδειξιν͵ ὅτι πάντα Λόγῳ Θεοῦ καὶ Σοφίᾳ συνέστηκε καὶ οὐκ ἂν ἡδράσθη τι τῶν γενομένων͵ εἰ μὴ Λόγῳ ἐγεγόνει καὶ Λόγῳ τῷ θείῳ͵ καθάπερ ἐλέχθη.




Ὁ Ἀδὰμ δὲν δημιουργήθηκε γιὰ νὰ ἐργάζεται


ΤΑ γινόμενα καὶ κτιζόμενα προηγουμένως ἕνεκα τοῦ εἶναι καὶ τοῦ ὑπάρχειν πεποίηται͵ καὶ δεύτερον ἔχουσι τὸ ποιεῖν͵ περὶ ὧν ἂν αὐτοῖς ὁ Λόγος προστάττῃ͵ ὡς ἐπὶ πάντων ἔστιν ἰδεῖν τὸ τοιοῦτον. Ἀδὰμ γὰρ ἐκτίσθη οὐχ ἵνα ἐργάζηται͵ ἀλλ΄ ἵνα πρῶτον ὑπάρχῃ ἄνθρωπος· μετὰ ταῦτα γὰρ ἔλαβε τὴν ἐντολὴν τοῦ ἐργάζεσθαι. Νῶε δὲ ἐκτίσθη οὐ διὰ τὴν κιβωτὸν ἀλλ΄ ἵνα πρῶτον ὑπάρχῃ καὶ ἄνθρωπος γένηται· μετὰ ταῦτα γὰρ ἔλαβεν ἐντολὴν κατασκευάσαι τὴν κιβωτόν· καὶ ἐφ΄ ἑκάστου δὲ ζητῶν ταῦτα εὕροι τις. Καὶ γὰρ καὶ Μωϋσῆς ὁ μέγας πρῶτον ἄνθρωπος γέγονε͵ καὶ δεύτερον τὴν ἡγεμονίαν τοῦ λαοῦ πεπίστευται. Οὐκοῦν καὶ ἐνταῦθα τοῦτο νοεῖν ἔξεστιν· ὁρᾷς γὰρ ὅτι οὐκ εἰς τὸ εἶναι κτίζεται͵ ἀλλ΄ ἐν ἀρχῇ μὲν ἦν ὁ λόγος͵ μετὰ ταῦτα δὲ εἰς τὰ ἔργα πέμπεται καὶ τὴν τούτων οἰκονομίαν· καὶ γὰρ πρὶν γενέσθαι τὰ ἔργα͵ ἦν μὲν ἀεὶ ὁ Υἱὸς οὔπω δὲ χρεία ἦν αὐτὸν καὶ κτισθῆναι. Ὅτε δὲ ἐκτίσθη τὰ ἔργα καὶ χρεία μετὰ ταῦτα γέγονε τῆς εἰς διόρθωσιν αὐτῶν οἰκονομίας· τότε δὴ καὶ ὁ Λόγος δέδωκεν ἑαυτὸν εἰς τὸ συγκαταβῆναι καὶ ὁμοιωθῆναι τοῖς ἔργοις· ὅπερ διὰ μὲν τῆς ἔκτισε λέξεως͵ ἡμῖν δεδήλωκε͵ διὰ δὲ τοῦ προφήτου Ἡσαΐου τὸ ὅμοιον σημᾶναι θέλων͵ πάλιν λέγει· Καὶ νῦν οὕτω λέγει Κύριος͵ ὁ πλάσας με ἐκ κοιλίας δοῦλον ἑαυτῷ͵ τοῦ συναγαγεῖν τὸν Ἰακὼβ πρὸς αὐτὸν καὶ Ἰσραήλ· συναχθήσομαι καὶ δοξασθήσομαι ἐναντίον Κυρίου. Ἰδοὺ καὶ ἐνταῦθα οὐκ εἰς τὸ εἶναι πλάττεται͵ ἀλλ΄ ἕνεκα τοῦ συναγαγεῖν τὰς φυλάς͵ τὰς καὶ πρὸ τοῦ πλασθῆναι τοῦτον ὑπαρχούσας. Ὥσπερ γὰρ ἐκεῖ τὸ ἔκτισεν͵ οὕτως ὧδε τὸ ἔπλασε· καὶ ὡς ἐκεῖ͵ εἰς τὰ ἔργα͵ οὕτως ὧδε͵ εἰς τὸ συναγαγεῖν· ὥστε πανταχόθεν φαίνεσθαι τοῦ εἶναι τὸν Λόγον δεύτερον λέγεσθαι τὸ ἔκτισε καὶ τὸ ἔπλασε. Καὶ γὰρ ὥσπερ πρὸ τῆς πλάσεως ὑπῆρχον αἱ φυλαὶ δι΄ ἃς καὶ ἐπλάσθη, οὕτως ὑπάρχειν καὶ τὰ ἔργα φαίνεται͵ εἰς ἃ καὶ ἐκτίσθη. Καὶ ὅτε μὲν ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος͵ οὔπω ἦν τὰ ἔργα͵ καθὰ προεῖπον· ὅτε δὲ τὰ ἔργα γέγονε καὶ ἡ χρεία ἀπῄτησε͵ τότε τὸ ἔκτισεν εἴρηται.




Πῶς ἔγινε στὴν ἀρχὴ ὁ ἄνθρωπος


Ο ΜΕΝ τοῦ παντὸς δημιουργὸς καὶ παμβασιλεὺς Θεός͵ ὁ ὑπερέκεινα πάσης οὐσίας καὶ ἀνθρωπίνης ἐπινοίας ὑπάρχων͵ ἅτε δὴ ἀγαθὸς καὶ ὑπέρκαλος ὤν͵ διὰ τοῦ ἰδίου Λόγου τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τὸ ἀνθρώπινον γένος κατ΄ ἰδίαν εἰκόνα πεποίηκε· καὶ τῶν ὄντων αὐτὸν [τὸν ἄνθρωπον] θεωρητὴν καὶ ἐπιστήμονα διὰ τῆς πρὸς αὐτὸν ὁμοιώσεως κατεσκεύασε, δοὺς αὐτῷ καὶ τῆς ἰδίας ἀϊδιότητος ἔννοιαν καὶ γνῶσιν͵ ἵνα͵ τὴν ταυτότητα σώζων, μήτε τῆς περὶ Θεοῦ φαντασίας ποτὲ ἀποστῇ͵ μήτε τῆς τῶν ἁγίων συζήσεως ἀποπηδήσῃ͵ ἀλλ΄ ἔχων τὴν τοῦ δεδωκότος χάριν͵ ἔχων καὶ τὴν ἰδίαν ἐκ τοῦ πατρικοῦ Λόγου δύναμιν͵ ἀγάλληται καὶ συνομιλῇ τῷ Θείῳ͵ ζῶν τὸν ἀπήμονα καὶ μακάριον ὄντως ἀθάνατον βίον. Οὐδὲν γὰρ ἔχων ἐμπόδιον εἰς τὴν περὶ τοῦ Θείου γνῶσιν͵ θεωρεῖ μὲν ἀεὶ διὰ τῆς αὐτοῦ καθαρότητος τὴν τοῦ Πατρὸς εἰκόνα͵ τὸν Θεὸν Λόγον, οὗ καὶ κατ΄ εἰκόνα γέγονεν· ὑπερεκπλήττεται δὲ κατανοῶν τὴν δι΄ αὐτοῦ εἰς τὸ πᾶν πρόνοιαν͵ ὑπεράνω μὲν τῶν αἰσθητῶν καὶ πάσης σωματικῆς φαντασίας γινόμενος͵ πρὸς δὲ τὰ ἐν οὐρανοῖς θεῖα νοητὰ τῇ δυνάμει τοῦ νοῦ συναπτόμενος. Ὅτε γὰρ οὐ συνομιλεῖ τοῖς σώμασιν ὁ νοῦς ὁ τῶν ἀνθρώπων͵ οὐδέ τι τῆς ἐκ τούτων ἐπιθυμίας μεμιγμένον ἔξωθεν ἔχει͵ ἀλλ΄ ὅλος ἐστὶν ἄνω ἑαυτῷ συνὼν ὡς γέγονεν ἐξ ἀρχῆς, τότε δή͵ τὰ αἰσθητὰ καὶ πάντα τὰ ἀνθρώπινα διαβάς͵ ἄνω μετάρσιος γίνεται͵ καὶ τὸν Λόγον ἰδών͵ ὁρᾷ ἐν αὐτῷ καὶ τὸν τοῦ Λόγου Πατέρα͵ ἡδόμενος ἐπὶ τῇ τούτου θεωρίᾳ καὶ ἀνακαινούμενος ἐπὶ τῷ πρὸς τοῦτον πόθῳ. Ὥσπερ οὖν τὸν πρῶτον τῶν ἀνθρώπων γενόμενον͵ ὃς καὶ κατὰ τὴν Ἑβραίων γλῶτταν Ἀδὰμ ὠνομάσθη͵ λέγουσιν αἱ ἱεραὶ Γραφαὶ κατὰ τὴν ἀρχὴν ἀνεπαισχύντῳ παρρησίᾳ τὸν νοῦν ἐσχηκέναι πρὸς τὸν Θεὸν καὶ συνδιαιτᾶσθαι τοῖς ἁγίοις ἐν τῇ τῶν νοητῶν θεωρίᾳ͵ ἣν εἶχεν ἐν ἐκείνῳ τῷ τόπῳ͵ ὃν καὶ ὁ ἅγιος Μωϋσῆς τροπικῶς παράδεισον ὠνόμασεν. Ἱκανὴ δὲ ἡ τῆς ψυχῆς καθαρότης ἐστὶ καὶ τὸν Θεὸν δι΄ ἑαυτῆς κατοπτρίζεσθαι͵ καθάπερ καὶ ὁ Κύριός φησι· Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ͵ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται.




Ἔμαθε νὰ φονεύει καὶ νὰ ἀδικεῖ


ΚΑΚΕΙΝΟΣ [ὁ πρωτόπλαστος]͵ ἕως μὲν τὸν νοῦν εἶχε πρὸς τὸ Θεὸν καὶ τὴν τούτου θεωρίαν͵ ἀπεστρέφετο τὴν πρὸς τὸ σῶμα θεωρίαν· ὅτε δὲ συμβουλίᾳ τοῦ ὄφεως ἀπέστη μὲν τῆς πρὸς τὸν Θεὸν διανοίας͵ ἑαυτὸν δὲ κατανοεῖν ἤρξατο͵ τηνικαῦτα καὶ εἰς ἐπιθυμίαν τοῦ σώματος ἔπεσαν καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν καὶ γνόντες ᾐσχύνθησαν. Ἔγνωσαν δὲ ἑαυτοὺς γυμνοὺς οὐ τοσοῦτον ἀπὸ ἐνδύματος͵ ἀλλ΄ ὅτι γυμνοὶ τῆς τῶν θείων θεωρίας γεγόνασι καὶ πρὸς τὰ ἐναντία τὴν διάνοιαν μετήνεγκαν. Ἀποστάντες γὰρ τῆς πρὸς τὸν ἕνα καὶ ὄντα͵ Θεὸν λέγω͵ κατανοήσεως καὶ τοῦ πρὸς αὐτὸν πόθου͵ λοιπὸν εἰς διαφόρους καὶ εἰς τὰς κατὰ μέρος ἐπιθυμίας ἐνέβησαν τοῦ σώματος. Εἶτα͵ οἷα φιλεῖ γίνεσθαι͵ ἑκάστου καὶ πολλῶν ἐπιθυμίαν λαβόντες͵ ἤρξαντο καὶ τὴν πρὸς αὐτὰς σχέσιν ἔχειν· ὥστε καὶ φοβεῖσθαι ταύτας καταλεῖψαι. Ὅθεν δὴ καὶ δειλίαι καὶ φόβοι καὶ ἡδοναὶ καὶ θνητὰ φρονεῖν τῇ ψυχῇ προσγέγονεν. Οὐ θέλουσα γὰρ ἀποστῆναι τῶν ἐπιθυμιῶν φοβεῖται τὸν θάνατον καὶ τὸν χωρισμὸν τοῦ σώματος. Ἐπιθυμοῦσα δὲ πάλιν καὶ μὴ τυγχάνουσα τῶν ὁμοίων, ἔμαθε φονεύειν καὶ ἀδικεῖν.




Διάβολος


ΕΚΡΟΥΣΕ ποτέ τις ἐν τῷ μοναστηρίῳ τὴν ἐμὴν θύραν καὶ ἐξελθὼν͵ εἶδόν τινα μακρὸν καὶ ὑψηλὸν φαινόμενον. Εἶτα πυθομένου μου· Σὺ τίς εἶ; ἔφη· Ἐγώ εἰμι ὁ Σατανᾶς. Εἶτα λέγοντός μου· Τί οὖν ἐνταῦθα πάρει; ἔλεγεν ἐκεῖνος· Τί μέμφονταί με μάτην οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ ἄλλοι πάντες Χριστιανοί; Τί μοι καταρῶνται καθ΄ ὥραν; Ἐμοῦ δὲ εἰπόντος· Τί γὰρ αὐτοῖς ἐνοχλεῖς; ἔφη· Οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ ἐνοχλῶν αὐτοῖς͵ ἀλλ΄ αὐτοὶ ταράττουσιν ἑαυτούς· ἐγὼ γὰρ ἀσθενὴς γέγονα. Οὐκ ἀνέγνωσαν͵ ὅτι Τοῦ ἐχθροῦ ἐξέλιπον αἱ ῥομφαῖαι εἰς τέλος καὶ πόλεις καθεῖλες; οὐκ ἔτι τόπον ἔχω͵ οὐ βέλος͵ οὐ πόλιν. Πανταχοῦ Χριστιανοὶ γεγόνασι, λοιπὸν καὶ ἡ ἔρημος πεπλήρωται μοναχῶν. Ἑαυτοὺς τηρείτωσαν καὶ μὴ μάτην με καταράσθωσαν. Τότε θαυμάσας ἐγὼ τοῦ Κυρίου τὴν χάριν͵ εἶπον πρὸς αὐτόν· Ἀεὶ ψεύστης ὢν καὶ μηδέποτε λέγων ἀλήθειαν͵ ὅμως τοῦτο νῦν καὶ μὴ θέλων εἴρηκας ἀληθές· ὁ γὰρ Χριστὸς͵ ἐλθὼν͵ ἀσθενῆ σε πεποίηκε καὶ καταβαλὼν ἐγύμνωσεν. Ἐκεῖνος͵ ἀκούσας τὸ τοῦ Σωτῆρος ὄνομα καὶ μὴ φέρων τὴν ἐκ τούτου καῦσιν͵ ἀφανὴς γέγονεν. Εἰ τοίνυν καὶ αὐτὸς ὁ διάβολος ὁμολογεῖ μηδὲν δύνασθαι͵ ὀφείλομεν παντελῶς καταφρονεῖν αὐτοῦ τε καὶ τῶν δαιμόνων αὐτοῦ. Ὁ μὲν οὖν ἐχθρὸς μετὰ τῶν ἑαυτοῦ κυνῶν τοσαύτας ἔχει τὰς πανουργίας· ἡμεῖς δὲ͵ μαθόντες αὐτῶν τὴν ἀσθένειαν͵ καταφρονεῖν αὐτῶν δυνάμεθα. Τοῦτον οὖν τὸν τρόπον μὴ προκαταπίπτωμεν τῇ διανοίᾳ͵ μηδὲ λογιζώμεθα ἐν τῇ ψυχῇ δειλίας͵ μηδὲ ἀναπλάττωμεν ἑαυτοῖς φόβους͵ λέγοντες· Μὴ ἄρα δαίμων ἐλθὼν ἀνατρέψῃ με· μὴ ἄρα βαστάξας καταβάλῃ͵ ἢ ἐξαίφνης ἐπιστὰς ἐκταράξῃ. Μηδ΄ ὅλως ἐνθυμώμεθα τοιαῦτα͵ μηδὲ λυπώμεθα ὡς ἀπολλύμενοι· θαῤῥῶμεν δὲ μᾶλλον καὶ χαίρωμεν ἀεὶ͵ ὡς σωζόμενοι, καὶ λογιζώμεθα τῇ ψυχῇ͵ ὅτι Κύριος μεθ΄ ἡμῶν ἐστιν͵ ὁ τροπώσας καὶ καταργήσας αὐτούς. Καὶ διανοώμεθα δὲ καὶ ἐνθυμώμεθα ἀεί͵ ὅτι͵ ὄντος τοῦ Κυρίου μεθ΄ ἡμῶν͵ οὐδὲν ἡμῖν οἱ ἐχθροὶ ποιήσουσιν.





Ἡ ψυχὴ γίνεται δρόμος γιὰ τὸν ἑαυτό της


ΟΤΙ καὶ ἀθάνατος γέγονεν ἡ ψυχή͵ καὶ τοῦτο ἀναγκαῖον εἰδέναι ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ διδασκαλίᾳ πρὸς ἔλεγχον τῆς τῶν εἰδώλων ἀναιρέσεως. Γένοιτο δ΄ ἂν οὖν ἡ περὶ τούτων γνῶσις ἐγγυτέρω μᾶλλον ἐκ τῆς περὶ τοῦ σώματος γνώσεως καὶ ἐκ τοῦ πρὸς τὸ σῶμα διαλλάττειν αὐτήν. Εἰ γὰρ ἄλλην αὐτὴν ὁ λόγος ἀπέδειξε παρὰ τὸ σῶμα͵ ἔστι δὲ τὸ σῶμα φύσει θνητόν, ἀνάγκη τὴν ψυχὴν ἀθάνατον εἶναι͵ τῷ μὴ εἶναι κατὰ τὸ σῶμα. Καὶ πάλιν εἰ ἡ ψυχὴ τὸ σῶμα κινεῖ͵ ὡς δέδεικται͵ καὶ οὐχὶ ὑπὸ ἄλλων αὐτὴ κινεῖται͵ ἀκόλουθόν ἐστιν ὑφ΄ ἑαυτῆς κινουμένην τὴν ψυχήν͵ καὶ μετὰ τὴν εἰς γῆν ἀπόθεσιν τοῦ σώματος κινεῖσθαι πάλιν αὐτὴν ἀφ΄ ἑαυτῆς. Οὐ γὰρ ἡ ψυχή ἐστιν ἡ ἀποθνήσκουσα, ἀλλὰ διὰ τὴν ταύτης ἀναχώρησιν ἀποθνήσκει τὸ σῶμα. Εἰ μὲν οὖν καὶ αὕτη ὑπὸ τοῦ σώματος ἐκινεῖτο͵ ἀκόλουθον ἦν͵ ἀναχωροῦντος τοῦ κινοῦντος ἀποθνήσκειν αὐτήν· εἰ δὲ ἡ ψυχὴ κινεῖ καὶ τὸ σῶμα͵ ἀνάγκη μᾶλλον αὐτὴν ἑαυτὴν κινεῖν. Ἑαυτῇ δὲ κινουμένη͵ ἐξ ἀνάγκης καὶ μετὰ τὸν τοῦ σώματος θάνατον ζῇ. Ἡ γὰρ κίνησις τῆς ψυχῆς οὐδὲν ἕτερόν ἐστιν ἢ ἡ ζωὴ αὐτῆς· ὥσπερ ἀμέλει καὶ τὸ σῶμα τότε ζῇν λέγομεν ὅτε κινεῖται καὶ τότε θάνατον αὐτοῦ εἶναι ὅτε τῆς κινήσεως παύεται. Τοῦτο δὲ καὶ ἀπὸ τῆς ἐν σώματι καθάπαξ ἐνεργείας αὐτῆς φανερώτερον ἄν τις ἴδοι.




Ἐνανθρώπηση


ΩΣΠΕΡ ταῖς ἑαυτοῦ δυνάμεσιν ὅλος ἐν ἑκάστῳ καὶ πᾶσιν ἐπιβαίνων καὶ πάντα διακοσμῶν ἀφθόνως͵ εἰ ἤθελε͵ διὰ ἡλίου ἢ σελήνης ἢ οὐρανοῦ ἢ γῆς ἢ ὑδάτων ἢ πυρὸς οὐκ ἄν τις ἀτόπως αὐτὸν φωνῇ χρήσασθαι καὶ γνωρίσαι ἑαυτὸν καὶ τὸν αὐτοῦ Πατέρα ἔφησε πεποιηκέναι, ἅπαξ πάντα αὐτοῦ συνέχοντος καὶ μετὰ πάντων καὶ ἐν αὐτῷ τῷ μέρει τυγχάνοντος καὶ ἀοράτως ἑαυτὸν δεικνύντος· οὕτως οὐκ ἄτοπον ἂν εἴη διακοσμοῦντα αὐτὸν τὰ πάντα καὶ τὰ ὅλα ζωοποιοῦντα καὶ θελήσαντα δι΄ ἀνθρώπων γνωρίσαι͵ εἰ ὀργάνῳ κέχρηται ἀνθρώπου σώματι πρὸς φανέρωσιν ἀληθείας καὶ γνῶσιν τοῦ Πατρός. Μέρος γὰρ τοῦ ὅλου καὶ ἡ ἀνθρωπότης τυγχάνει. Καὶ ὥσπερ ὁ νοῦς δι΄ ὅλου τοῦ ἀνθρώπου ὤν͵ ἀπὸ μέρους τοῦ σώματος͵ τῆς γλώττης λέγω͵ σημαίνεται͵ καὶ οὐ δήπου τις ἐλαττοῦσθαι τὴν οὐσίαν τοῦ νοῦ διὰ τοῦτο λέγει, οὕτως ὁ Λόγος͵ διὰ πάντων ὤν͵ εἰ ἀνθρωπίνῳ κέχρηται ὀργάνῳ͵ οὐκ ἀπρεπὲς ἂν φαίνοιτο τοῦτο. Εἰ γάρ͵ ὡς προεῖπον͵ ἀπρεπὲς ὀργάνῳ χρήσασθαι σώματι͵ ἀπρεπὲς καὶ ἐν τῷ ὅλῳ αὐτὸν εἶναι. Διατί οὖν͵ ἐὰν λέγωσιν͵ οὐχὶ δι΄ ἄλλων μερῶν καλλιόνων τῆς κτίσεως ἐφάνη͵ καὶ καλλίονι ὀργάνῳ οἷον ἡλίῳ ἢ σελήνῃ ἢ ἄστροις ἢ πυρὶ ἢ αἰθέρι οὐ κέχρηται͵ ἀλλὰ ἀνθρώπῳ μόνῳ͵ γινωσκέτωσαν ὅτι οὐκ ἐπιδείξασθαι ἦλθεν ὁ Κύριος͵ ἀλλὰ θεραπεῦσαι καὶ διδάξαι τοὺς πάσχοντας. ... Εἰ γὰρ δὴ καὶ ὁ παρὰ τοῖς Ἕλλησι θαυμαζόμενος Πλάτων φησὶν ὅτι ὁρῶν τὸν κόσμον ὁ γεννήσας αὐτὸν χειμαζόμενον καὶ κινδυνεύοντα εἰς τὸν τῆς ἀνομοιότητος δύνειν τόπον͵ καθίσας ἐπὶ τοὺς οἴακας τῆς ψυχῆς βοηθεῖ͵ καὶ πάντα τὰ πταίσματα διορθοῦται, τί ἄπιστον λέγεται παρ΄ ἡμῖν͵ εἰ πλανωμένης τῆς ἀνθρωπότητος ἐκάθισεν ὁ Λόγος ἐπὶ ταύτην͵ καὶ ἄνθρωπος ἐπεφάνη͵ ἵνα χειμαζομένην αὐτὴν περισώσῃ διὰ τῆς κυβερνήσεως αὐτοῦ καὶ ἀγαθότητος;

Αθανασία και η βασιλεία των ουρανών - Μέγας Αθανάσιος


πηγή

Να χαίρεσαι και να ελπίζεις ότι καρπός της πίστης και λατρείας του Θεού είναι η αθανασία και η βασιλεία των ουρανών. Αρκεί η ψυχή να είναι στολισμένη με την τήρηση των δικών του εντολών. Και όπως το βραβείο γι' αυτούς που ζουν σύμφωνα με τις εντολές του είναι η αιώνια ζωή, έτσι και όσους βαδίζουν τον αντίθετο και όχι τον ενάρετο δρόμο, τους περιμένει μεγάλη ντροπή και ασυγχώρητος κίνδυνος καταδίκης την ημέρα της κρίσεως· διότι, παρόλο που γνώρισαν τον αληθινό τρόπο ζωής, έπραξαν αντίθετα των όσων γνώρισαν.

Μέγας Αθανάσιος

Τρίτη, Ιανουαρίου 17, 2012

Μέγας Αντώνιος, «Σε όποιον ο νους υγιαίνει, σε αυτόν δεν είναι αναγκαία τα γράμματα»


Απόσπασμα από τον Βίο του αγίου Αντωνίου του Μεγάλου 
που συνέγραψε ο Μέγας Αθανάσιος
«Κάποτε λοιπόν δύο φιλόσοφοι ήλθαν προς αυτόν, ειδωλολάτρες, που νόμιζαν ότι μπορούν να ελέγξουν τον Αντώνιο. Ήταν στο όρος το έξω. Ο Αντώνιος κατάλαβε ποιοί άνθρωποι είναι όταν τους είδε και εξήλθε προς αυτούς και είπε με διερμηνέα: “Γιατί τόσο πολύ κοπιάσατε να έλθετε, ω φιλόσοφοι, προς ανόητο άνθρωπο;” Όταν είπαν αυτοί ότι δεν είναι ανόητος, αλλά και πολύ φρόνιμος, είπε προς αυτούς: “Αν μεν προς ανόητο ήλθατε, περιττός ο κόπος σας. Αν όμως θεωρείτε ότι είμαι φρόνιμος, να γίνετε όπως είμαι εγώ. Επειδή πρέπει να μιμούμαστε τα καλά. Και αν μεν εγώ ερχόμουν προς εσάς, τότε θα εμιμόμουν εσάς. Αν όμως εσείς (ήλθατε) προς εμένα, να γίνετε όπως εγώ. Επειδή είμαι Χριστιανός. Αυτοί θαυμάζοντας ανεχώρησαν επειδή έβλεπαν και τους δαίμονες να φοβούνται τον Αντώνιο...

Όταν άλλοι από αυτούς τον συνάντησαν προς το όρος το έξω και νόμισαν ότι θα τον χλευάσουν επειδή δεν είχε μάθει γράμματα, είπε προς αυτούς ο Αντώνιος: “Εσείς τι λέτε; Ποιό είναι πρώτο, ο νους ή τα γράμματα; και ποιό είναι αίτιο ποίου, ο νους των γραμμάτων, ή τα γράμματα του νου;” Όταν αυτοί απάντησαν ότι πρώτος είναι ο νους και αυτός είναι ο εφευρέτης των γραμμάτων, τους είπε ο Αντώνιος: “Σε όποιον λοιπόν ο νους υγιαίνει, σε αυτόν δεν είναι αναγκαία τα γράμματα”. Με αυτό και τους παρόντες και αυτούς εξέπληξε. Απήλθαν λοιπόν θαυμάζοντας, επειδή τόση πολλή σύνεση έβλεπαν σε αγράματο άνθρωπο. Και επειδή δεν είχε άγριο το ήθος, λόγω του ότι ανατράφηκε στο όρος και εκεί εγέρασε, αλλά ήταν γεμάτος χάρη και κοινωνικός. Και τον λόγο τον είχε νοστιμίσει με το θείο αλάτι, έτσι ώστε κανείς δεν τον φθονούσε, αλλά να χαίρονται με αυτόν, όλοι όσοι έρχονταν προς αυτόν. 
Μετά από αυτά έτυχε να έλθουν πάλι μερικοί από αυτούς. Κι ήταν από αυτούς που οι ειδωλολάτρες θεωρούσαν σοφούς. Και απαιτούσαν λόγο από αυτόν λόγο περί της πίστης μας στον Χριστό. Και επεχείρησαν να μιλήσουν για το κήρυγμα του Θείου Σταυρού και ήθελαν να χλευάσουν. Ο Αντώνιος λυπήθηκε την άγνοιά τους, έλεγε με διερμηνέα, που καλώς διερμήνευε: “Τι είναι καλύτερο; Να ομολογούμε τον Σταυρό ή μοιχείες και δολοφονίες παιδιών να προσάπτετε σε αυτούς που ονομάζετε θεούς; Επειδή το πρώτο που λέμε εμείς είναι απόδειξη ανδρείας και γνώρισμα καταφρονήσεως θανάτου, ενώ τα δικά σας είναι ασέλγειας πάθη. Έπειτα τι είναι καλύτερο να λέμε, ότι ο Λόγος του Θεού δεν μεταβλήθηκε, αλλά παραμένοντας ο Ίδιος, για την σωτηρία και την ευεργεσία των ανθρώπων, έλαβε σώμα ανθρώπινο, έτσι ώστε να κοινωνήσει την ανθρώπινη φύση και να κάνει τους ανθρώπους να κοινωνήσουν την θεία και νοερή φύση, ή να εξομοιώνετε τον Θεό με άλογα ζώα, και για αυτό να σέβεστε τετράποδα κι ερπετά και ομοιώματα από ανθρώπους; Επειδή αυτά είναι τα σεβάσματα σε εσάς τους σοφούς. Και πως τολμάτε να μας χλευάζετε εμάς επειδή λέμε ότι ο Χριστός φανερώθηκε σαν άνθρωπος, όταν εσείς λέτε ότι η ψυχή χωρίστηκε από τον ουρανό, και λέτε ότι πλανήθηκε η ψυχή και έπεσε από την αψίδα των ουρανών σε σώμα, και μακάρι σε ανθρώπινο, και όχι και σε τετράποδα και σε ερπετά να έρχεται και να πέφτει. Επειδή η δική μας πίστη λέει την παρουσία του Χριστού λόγω της της σωτηρίας των ανθρώπων. Εσείς όμως πλανάσθε όταν λέτε για ψυχή αγέννητη (αδημιούργητη). Και εμείς πιστεύουμε στο δυνατό και φιλάνθρωπο της Πρόνοιας, ότι και αυτό δεν ήταν αδύνατο στον Θεό, όμως εσείς, λέτε ότι η ψυχή είναι εικόνα του Νου, και της προσάπτετε πτώσεις και μυθολογείτε ότι είναι μεταβλητή. Και λοιπόν λόγω της ψυχής και τον νουν τον θεωρείτε τρεπτό. Επειδή όποια είναι… ’ρα λοιπόν είναι άξιος χλεύης τούτος (ο Σταυρός) ή μάλλον αυτά που καταργήθηκαν από αυτόν και αποδείχτηκαν αδύναμα; Επειδή και τούτο είναι αξιοθαύμαστο: ότι τα δικά σας ουδέποτε εδιώχθηκαν, αλλά σε κάθε πόλη τιμώνται από τους ανθρώπους, ενώ οι (πιστοί) του Χριστού διώκονται και περισσότερο τα δικά μας από τα δικά σας ανθούν και πληθαίνουν. Και τα δικά σας, αν και τιμώνται και προφυλάσσονται, καταστρέφονται, αλλά η πίστη και διδασκαλία του Χριστού, αν και χλευάζεται από εσάς και πολλές φορές εδιώχθηκε από τους βασιλείς, έχει γεμίσει την οικουμένη. Επειδή πότε (άλλοτε) εξέλαμψε έτσι η θεογνωσία; Και πότε φανερώθηκε έτσι η σωφροσύνη και η αρετή της παρθενίας; Και πότε περιφρονήθηκε έτσι ο θάνατος παρά τότε που πραγματοποιήθηκε ο Σταυρός του Χριστού; Για τούτο κανείς δεν αμφιβάλλει όταν βλέπει τους μάρτυρες για τον Χριστό να περιφρονούν τον θάνατο και όταν βλέπει τις παρθένες (μοναχές) της Εκκλησίας για τον Χριστό να φυλάνε καθαρά και αμόλυντα τα σώματα».

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 09, 2011

Διδαχὲς τῆς Ὁσίας Συγκλητικῆς

Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Μέγας




Παιδιά μου, ὅλοι ξέρομε, πὼς θά σωθοῦμε, ἀλλά χάνομε τήν σωτηρία μας ἀπό τήν πνευματική μας ἀμέλεια. Πρέπει λοιπόν, ἀρχικά, νά τηροῦμε μέ ἀκρίβεια τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου» «καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Ματθ. 22, 37-39). Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ νόμου καί τό πλήρωμα τῆς χάριτος. Λίγα λόγια, ἀλλά μέ πολλή καί μεγάλη δύναμι. Ὅλες οἱ ἀρετές ἐξαρτῶνται ἀπ᾽ αὐτή, γι᾽ αὐτό καί ὁ Ἀπ. Παῦλος ὀνομάζει τήν ἀ γ ά π η τέλος τοῦ νόμου. Αὐτή εἶναι ἑπομένως ἡ σωτηρία μας, ἡ διπλῆ ἀγάπη, ἡ ἀρχή καί τό τέλος κάθε καλοῦ ἔργου τῶν ἀνθρώπων.

Ὑπάρχει λύπη ὠφέλιμη καί λύπη καταστρεπτική. Γνωρίσματα τῆς καλῆς λύπης εἶναι ἡ θλῖψι γιά τά δικά μας ἁμαρτήματα, ἡ λύπη γιά τήν ἄγνοια, πού ἔχουν οἱ ἀδελφοί μας καί ὁ φόβος μήπως χάσουμε τήν ἀγαθή προαίρεσι καί δέν φθάσουμε στόν σκοπό τῆς σωτηρίας. Ἐνῶ τῆς ἄλλης, πού δημιουργεῖ ὁ ἐχθρός, εἶναι ἡ παράλογη καί ὑπερβολική θλῖψι, πού οἱ πατέρες τήν ὀνομάζουν ἀκηδία. Τό πνεῦμα αὐτό τῆς ἀκηδίας καί τῆς λύπης, πρέπει νά τό διώχνουμε μέ τήν προσευχή καί τήν ψαλμωδία.

Ἄς προσέχῃ, λοιπόν, ὅποιος νομίζει πώς στέκεται, γιά νά μή πέσῃ. Γιατί αὐτός πού ἔπεσε, ἔχει μία μόνο φροντίδα, νά σηκωθῆ, ἐκεῖνος ὅμως, πού στέκεται, ἄς προσέχῃ νά μή πέσῃ, γιατί οἱ πτώσεις εἶναι διάφορες. Αὐτοί πού ἔπεσαν ἔχουν στερηθῆ τή θεία χάρι κι ὅταν σηκώθηκαν, ἡ ζημιά τους δέν ἦταν μικρή. Αὐτός πού στέκεται, ἄς μήν ἐξευτελίζη τόν ἄλλον πού ἔπεσε, μήπως πάθῃ κι αὐτός τά ἴδια καί βρεθῆ σέ χειρότερο βάραθρο. Εἶναι πολύ φυσικό, ἡ φωνή πού ἔρχεται ἀπό βαθύ πηγάδι καί καλεῖ σέ βοήθεια, νά μήν ἀκουσθῆ, ὅπως λέει καί ὁ ψαλμωδός: «Μή καταπιέτω με βυθός, μηδέ συσχέτω ἐπ᾽ ἐμέ φρέαρ τό στόμα αὐτοῦ» (Ψαλμ. 68,16). Ὁ πρῶτος πού ἔπεσε, ἔμεινε (μέσα στό πηγάδι), σύ ὅμως πρόσεχε τόν ἑαυτό σου, μήπως, ὅταν πέσῃς, δέν μπορέσης νά σηκωθῆς καί γίνης τροφή στά θηρία. Ἐκεῖνος, πού πέφτει δέν μπορεῖ νά κλείσῃ τήν πόρτα στόν πονηρό. Ἀλλά σύ μή νυστάξῃς καθόλου καί ψάλλε πάντοτε τό θεῖο ρητό: «Φώτισον τούς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον» (Ψαλμ. 22,4). Τέλος νά ἀγρυπνῆς συνέχεια, γιατί ὁ διάβολος σάν λέοντας ὠρύεται κοντά σου.

Τό πόσο καλή καί σωστική εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, φαίνεται καί ἀπό τό ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τήν ἐνδύθηκε γιά νά οἰκονομήση τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ μάλιστα εἶπε: «Μάθετε ἀπ᾽ ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. 11,29). Πρόσεχε ποιός εἶναι αὐτός, πού μιλεῖ καί γίνε τέλειος μαθητής Του. Ἡ ἀρχή καί τό τέλος στά καλά ἔργα ἄς εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, ἐννοῶ τό ταπεινό φρόνημα καί ὄχι μόνο τά σχήματα λόγου. Ὅταν ἡ ψυχή σκέπτεται ταπεινά, ταπεινές θά εἶναι καί οἱ ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις. Ἔχεις ἐφαρμόσει ὅλες τίς ἀρετές; Ὁ Κύριος τό ξέρει, ἀλλά ὁ Ἴδιος μᾶς λέει, ν᾽ ἀρχίζουμε πάλι ἀπό τήν ταπείνωση, λέγοντας, «ὅταν πάντα ποήσητε, εἴπατε. Δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν» (Λουκ. 17,10).

Ἡ ταπεινοφροσύνη ἀποκτᾶται μέ ὀνειδισμούς, μέ ὕβρεις καί πόνους, σέ σημεῖο πού νά σέ ποῦν τρελλό καί ἀνόητο, πτωχό, ἀδύνατο καί τιποτένιο, ἀπρόκοπτο σέ καλά ἔργα, ἀνίκανο νά μιλᾶς, ἀνυπόληπτο, ἐξουθενωμένο. Αὐτά εἶναι τά νεῦρα τῆς ταπεινοφροσύνης. Κι ὁ Κύριος τά ἴδια ἄκουσε καί ἔπαθε. Καί Σαμαρείτη τόν εἶπαν καί δαιμονισμένο. Πῆρε τήν μορφή δούλου, μαστιγώθηκε καί γέμισε στό σῶμα Του πληγές.

Πρέπει λοιπόν κι ἐμεῖς νά μιμούμεθα τίς πράξεις τῆς ταπεινοφροσύνης. Εἶναι μερικοί, πού μέ ἐξωτερικά σχήματα ὑποκρίνονται τόν ταπεινό ἀπό φιλοδοξία, ἀλλά φανερώνονται ἀπό τά ἀποτελέσματα. Ὅταν τύχη νά ὑβριστοῦν ἐλαφρά, δέν ὑπομένουν, χύνοντας ἀμέσως τό δηλητήριό τους, σάν τά δηλητηριώδη φίδια.

Ἡ ὀργή λοιπόν εἶναι μικρό ἁμάρτημα. Τό πιό βαρύ ὅμως ἁμάρτημα ἀπ᾽ ὅλα εἶναι ἡ μνησικακία. Γιατί ὁ θυμός διαλύεται σάν τόν καπνό, πού θολώνει γιά λίγο τήν ψυχή, ἡ μνησικακία ὅμως σάν μόνιμη κατάσταση ἐξαγριώνει τήν ψυχή περισσότερο κι ἀπό θηρίο. Καί ὁ σκύλος, ὅταν χτυπήση κάποιο μέ μανία, μέ λίγη τροφή μαλακώνει, ὅπως καί τά ἄλλα θηρία, πού πραΰνονται μέ τήν ἀγάπη. Ἐκεῖνος ὅμως, πού κυριεύεται ἀπό μνησικακία, οὔτε μέ παρακλήσεις ἀλλάζει, οὔτε μέ τροφή μαλακώνει, οὔτε μέ τόν χρόνο, πού μεταβάλλει τά πάντα, μπορεῖ νά θεραπευθῆ. Οἱ μνησίκακοι εἶναι οἱ πιό ἀσεβεῖς καί παράνομοι ἀπ᾽ ὅλους, γιατί δέν ὑπακούουν στά λόγια τοῦ Χριστοῦ πού λέει, «Ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου καί οὔτω προσάγαγε τό δῶρον» (Ματθ. 5,24) καί «μή ἐπιδυέτω ὁ ἥλιος ἐπί τῷ παροργισμῷ ὑμῶν» (Ἐφεσ. 4,26).

Πρέπει λοιπόν νά προσέχουμε τήν μνησικακία. Ἀπ᾽ αὐτή γεννῶνται πολλά κακά, ὅπως ὁ φθόνος, ἡ λύπη καί ἡ καταλαλιά. Ἡ ζημιά πού κάνουν, ἄν καί φαίνεται μικρή, ὅπως τά λεπτά βέλη τοῦ ἐχθροῦ, εἶναι θανατηφόρα. Πολλές φορές τά τραύματα, πού προξενεῖ ἕνα δίκοπο μαχαίρι, ἤ ἕνα μεγάλο ξίφος, πού εἶναι ἡ πορνεία, ἡ πλεονεξία καί ὁ φθόνος, μποροῦν νά θεραπευθοῦν μέ τό σωτήριο φάρμακο τῆς μετανοίας. Ἡ ὑπερηφάνεια ὅμως, ἡ μνησικακία καί ἡ κατάκρισι, ἐπειδή θεωροῦνται μικρά βέλη, ξεφεύγουν ἀπό τήν προσοχή καί πληγώνουν τήν ψυχή θανατηφόρα, στά πιό σπουδαῖα μέρη. Κι αὐτά τήν φονεύουν, ὄχι τόσο μέ τίς μεγάλες πληγές, πού ἄνοιξαν, ὅσο μέ τήν ἀμέλεια, στήν ὁποία ρίχνουν τούς πληγωμένους. Γιατί, ἐπειδή περιφρόνησαν τήν καταλαλιά καί τά ἄλλα, σάν ἀσήμαντα, σιγά σιγά ἀπό τά ἴδια νικήθηκαν.

Στ᾽ ἀλήθεια ἡ κατάκρισι εἶναι βαρύ καί φοβερό ἁμάρτημα. Κι ὅμως εἶναι τροφή καί ἀνάπαυσι γιά πολλούς ἀνθρώπους. Σύ μή δεχθῆς ποτέ ν᾽ ἀκούσης κάτι σέ βάρος ἄλλου. Μή κάνεις τήν ψυχή σου δοχεῖο ἀπό ξένες κακίες. Κράτησε τήν ψυχή σου ἁπλῆ, γιατί ἄν δεχθῆς τήν ἀκαθαρσία τῶν κακῶν λόγων, μέ τίς σκέψεις θά φέρης ἐμπόδια στήν προσευχητική σου διάθεσι καί θά μισήσης χωρίς αἰτία, ὅσους συναντᾶς. Ἀφοῦ πρῶτα ἡ ἀκοή σου θά ἔχη μολυνθῆ μέ τίς κακολογίες, ὅλους θά τούς κοιτᾶς μέ ἀγένεια, ὅπως παθαίνει ὁ ὀφθαλμός, ὅταν κοιτάξη στό ἔγχρωμο δυνατό φῶς καί δέν μπορεῖ νά δῆ καθαρά τό σχῆμα αὐτῶν, πού βλέπει.

Γι αὐτό πρέπει νά προσέχουμε πολύ τήν γλῶσσα καί τήν ἀκοή μας. Νά μή λέμε τίποτα ἀλλά καί νά μήν ἀκοῦμε, μέ ἐμπάθεια· γιατί ἔχει γραφῆ, «Μή ἀκοήν ματαίαν παραδέξασθαι» (Ἐξ. 23,1) καί «τόν καταλαλοῦντα λάθρα τῷ πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον» (Ψαλμ. 100,5). Καί στό ψαλτήρι, «ὅπως λαλήσῃ τό στόμα μου τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ 16,4). Ἐμεῖς συνήθως μιλᾶμε, χωρίς νά ξέρουμε. Πρέπει λοιπόν νά μήν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη σέ ὅσα λέγονται, οὔτε νά κατακρίνουμε ὅσους κατακρίνουν, ἀλλά σύμφωνα μέ τήν Γραφή νά ἐφαρμόζουμε τό «Ἐγώ δέ ὡσεί κωφός οὐκ ἤκουον καί ὡσεί ἄλαλος οὐκ ἀνοίγων τό στόμα μου» (Ψαλμ. 37,14).

Σέ καμμιά περίπτωσι δέν κάνει νά χαιρώμαστε στήν δυστυχία κάποιου ἀνθρώπου, ὅσο ἁμαρτωλός κι ἄν εἶναι. Μερικοί μάλιστα, ὅταν βλέπουν κάποιο νά μαστιγώνεται ἤ νά φυλακίζεται ἀπό ἄγνοια, λένε «Ὁ στρώσας κακῶς ταλαιπωρήσει ἐν τῷ δεινῶ», δηλ. ὅποιος δέν στρώσει καλά, θά κοιμηθῆ καί ἄσχημα. Σύ λοιπόν, πού ἔχεις τακτοποιήσει καλά τά θέματά σου, νομίζεις πώς θά ἀναπαυθῆς στήν ζωή σου; Καί τί θά ποῦμε γι᾽ αὐτό, πού λέει ἡ Γραφή, «ἕν συνάντημα τῷ δικαίῳ καί τῷ ἁμαρτωλῷ»; Ἡ ζωή μας πάνω στή γῆ εἶναι ἴδια, ἄσχετα ἄν ἡ πολιτεία μας εἶναι διαφορετική.

Ὅπως δέν κάνει νά μισοῦμε τούς ἐχθρούς μας, τό ἴδιο δέν κάνει νά περιφρονοῦμε καί νά ἐξευτελίζουμε τούς ραθύμους στήν ἀρετή. Μερικοί γιά (νά δικαιολογήσουν) τούς ἑαυτούς τους χρησιμοποιοῦν τό Γραφικό,«Μετά ὁσίου ὅσιος ἔσῃ» καί «μετά στρεβλοῦ συνδιαστρέψεις» (Ψαλμ. 17, 26-27) καί λένε ὅτι πρέπει ν᾽ ἀποφεύγουμε τούς ἁμαρτωλούς γιά νά μή διαστραφοῦμε. Ἀλλά ἐξ ἀγνοίας πράττουν τά ἀντίθετα. Τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἐδῶ δέν παραγγέλλει τήν ἀποφυγή, γιά νά μή γίνουμε στρεβλοί, ἀλλά τήν προσπάθεια (πού πρέπει νά δείξουμε) γιά τήν διόρθωσί τους. Τό «συνδιαστρέψεις» θά πῆ νά στρέψης τόν κακό (ἄνθρωπο) στόν ἑαυτό σου, στήν ἀρετή, ἀπό ἀριστερά στά δεξιά.

Εἶναι πολύ ἐπικίνδυνο νά προσπαθῆ νά διδάσκη, ὅποιος δέν μπόρεσε νά ζήση ἔμπρακτα τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ὅπως αὐτός πού ἔχει παλαιό σπίτι καί ἑτοιμόρροπο, ὅταν φιλοξενήση ξένους, κινδυνεύει νά τούς βλάψη μέ τήν πτώση τοῦ οἰκήματος, τό ἴδιο κι αὐτοί, ἐπειδή δέν ἔκτισαν σταθερά τό πνευματικό τους οἰκοδόμημα, θά ὁδηγήσουν στήν καταστροφή ὅσους τούς πλησιάζουν νά ὠφεληθοῦν μαζί μέ τούς ἑαυτούς τους. Γιατί, ἐνῶ μέ τά λόγια τους τούς κάλεσαν στήν σωτηρία, μέ τό κακό τους παράδειγμα τούς σκανδάλισαν πολύ. Τά καλά καί θεωρητικά λόγια μοιάζουν μέ εἰκόνα ζωγραφικῆς, πού ἔχει γίνει ἀπό χρώματα, ἕτοιμα νά διαλυθοῦν σέ λίγο χρόνο ἀπό τούς ἀνέμους καί τίς σταγόνες τῆς βροχῆς. Τήν πρακτική ὅμως διδασκαλία οὕτε ὁλόκληρος αἰώνας δέν θά μπορέση νά διαλύση. Γιατί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, λαξεύοντας τά πιό σκληρά μέρη τῆς ψυχῆς, χαρίζει στούς πιστούς τήν αἰώνια μορφή τοῦ Χριστοῦ.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 30, 2011

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ο Μέγας Ἐγκώμιον εἰς τὸν Ἅγιον Ανδρέαν τὸν Ἀπόστολον


Α' . Ὁρῶν τὴν λαμπρὰν ταύτην ἀγέλην τοῦ Πνεύματος καὶ εἰς τὸ γαληνὸν ἀληθῶς καὶ ἀκύμαντον πέλαγος, ἀποστολικὴν ὑπερβεβλημένην σαγήνην, τῆς δεσποτικῆς φωνῆς ὑπομιμνήσκομαι βοώσης• «Δεῦτε ὀπίσω μου, καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων»(2). Ὢ φωνῆς ἐνεργοῦς! Ὢ ρημάτων διὰ πραγμάτων γνωριζομένων! Ὢ τῆς ἀληθοῦς ὑποσχέσεως καθ' ἡμέραν αὐξανομένης! Τίνος γὰρ ἡ πολυάνθρωπος αὕτη θήρα; Τὶς ὁ τὴν περιφανῆ ταύτην ἀθροίσας πανήγυριν, ἢ δῆλον, ὡς ὁ περιφανὴς τῶν ἀποστόλων Ἀνδρέας; ὁ ἁπλώσας τῆς γλώττης καὶ τῆς μνήμης τὰ θήρατρα• ἵνα, τὴν ἱεράν ταύτην ἐμπλήσας ὁλκάδα(3) τοῖς οἴαξι(4) τῆς ἀποστολῆς, πρὸς οὐρανὸν ἰθύνη(5) τὸ σκάφος. Καὶ ποῖα τὰ τῆς ἄγρας πρωτεῖα; Ποῖα δὲ τῶν καμάτων τὰ ἀκροθίνια(6); Οἱ τὸν τῆς ἱερωσύνης περίβολον ταῖς ἀρεταῖς περιφαιδρύνοντες. Οἱ πρῶτοι τὰς ἀποστολικὰς ταύτας ὑπερθέντες(7) ἀγκάλας, καὶ τοὺς ἔξω πλανωμένους πρὸς σωτηρίαν ἀγρεύσαντες. Ἀλλ' ἢ καὶ τῆς παρούσης ἡμῖν πανηγύρεως ὁ μέγας οὗτος Ἀνδρέας τὰς προφάσεις δέδωκεν• ἀλλ' ὅ γε πᾶς τῶν ἀποστόλων συνεκτιμᾶται χορός. Οὕς γὰρ ἡ χάρις συνῆψεν, οὐ διίστησι τόπος. Καὶ καθάπερ εἴ τις τῶν ἐκ πολυτελείας διηνθισμένων λίθων ἐπαινεῖν ἐθελήσειε στέφανον, ὅτου ἂν τοῖς ἐπαίνοις περιδράξηται μέρους, τὸν ὅλον συνθαυμάζει τοῖς μέρεσι• ἢ καθάπερ, χρυσῆν τινα σειρὰν ὁρῶν τις, ὅπη(8) ἂν ἅψαιτο(9), τὸ πᾶν συνεκίνησεν• οὕτω καὶ ὁ πρὸς ἕνα τῶν ἀποστόλων λόγος βαδίζων δι' αὐτοῦ συνέχει τοὺς ἅπαντας κατὰ τὴν τοῦ θεσπεσίου Παύλου φωνὴν• «Εἰ χαίρει ἕν μέλος, συγχαίρει πάντα τὰ μέλη»(10). Ποίαν γὰρ ἂν μελῶν ἁρμονίαν οὕτως ἡ φύσις ἐξύφηνεν, ὡς τὴν τῶν ἀποστόλων χορείαν ἡ τοῦ Πνεύματος χάρις συνήρμοσε; Μία γὰρ ὄντως χάρις, ἡ τοὺς ἀποστόλους τῷ Δεσπότῃ στρατολογήσασα.

Β' . Δεῦρο οὖν ἐπὶ τοὺς πάντας, καὶ διὰ πάντων τὸν καθ' ἕνα θαυμάσωμεν. Ἀνδρέας ὁ τῆς ἀποστολικῆς ἀνδρείας ἐπώνυμος, ὁ πρῶτος διδάσκαλον τὸν Δεσπότην ἐπιγραψάμενος• ἡ τῆς ἀποστολικῆς χορείας ἀρχή• ὁ πρὸς τὴν δεσποτικὴν παρουσίαν ὀξυδερκής, ὁ τῆς Ἰωάννου μαθητείας τὴν Χριστοῦ διδασκαλίαν ἀνταλλαξάμενος• ἡ τῶν τοῦ Βαπτιστοῦ ρημάτων σφραγίς. Ἦν μὲν γὰρ τῶν Ἰωάννου μαθητῶν ὁ δοκιμώτατος• ἐν λυχνιαίῳ φέγγει ζητῶν τοῦ φωτὸς τὴν ἀλήθειαν, ὥσπερ τις ἐν ἀμυδροτέραις αὐγαῖς πρὸς τὰς Χριστοῦ μαρμαρυγὰς ἐθιζόμενος. Ἀλλ' ὁ μὲν Ἰωάννης τέως τοῖς Ἰορδάνου νάμασιν(11) ἐφεστὼς(12) τὰς Ἰουδαίων ἀγέλας ἐβάπτιζε, τοῖς Μωσέως προστάγμασιν ἀντιφάρμακον ἐν ὕδασι κατασκευάζων μετάνοιαν, καὶ Μωσαϊκοῦ ξίφους τὴν ἀκμὴν ἀνακόπτων τοῖς ρεύμασιν. Οἷς γὰρ ἡ τοῦ νόμου παράβασις θάνατον ἔτεκε, τούτους προεξαρπάζων ὁ Βαπτιστὴς τῇ μετανοίᾳ προέπεμπεν. Ἐπειδὴ γὰρ μήπω παρῆν(13) ὁ καταλύων τὸν θάνατον, ταῖς διὰ τοῦ βαπτίσματος ὑπερθέσεσιν(14) ὁ θάνατος ἐπραΰνετο, ἀκούσιον φιλανθρωπίαν διὰ μετανοίας ἐκπαιδευόμενος. Ὅτε δὲ παρῆν ὁ Δεσπότης κρυπτόμενος τῇ τῆς οἰκονομίας σοφίᾳ, καὶ κρύπτων τῆς ἀξίας τὴν ἀστραπὴν ἐν περιβολαίῳ θνητῷ, γνοὺς ὁ Ἰωάννης, εὐθὺς τὸν παιδευτὴν εἰς δορυφόρον μετέβαλε, καὶ τὴν χεῖρα συστείλας κῆρυξ τοῦ παρόντος ἐγένετο• «Ἴδε, ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου»(15). Οὗτος, φησίν, ὁ τοῦ θανάτου λυτήρ. Οὗτος ὁ τῆς ἁμαρτίας ἀναιρέτης. Ἐγὼ δὲ νυμφαγωγός, οὐ νυμφίος ἀπέσταλμαι. Δορυφόρος, οὐ Δεσπότης ἐλήλυθα.

Γ'. Τούτοις τοῖς ρήμασιν ὁ τῶν ἀποστόλων περιφανέστατος Ἀνδρέας νυττόμενος(16), τὸν παιδευτὴν καταλείψας πρὸς τὸν κηρυττόμενον ἔδραμε• καὶ δεξάμενος τοῦ λόγου τὸ σύνθημα, γίνεται τῆς Ἰωάννου γλώσσης ὀξύτερος• καὶ τῷ Δεσπότῃ προσελθών, ἐδείκνυ τὸν πόθον τῷ σχήματι, κοινωνὸν τοῦ δρόμου τὸν εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην συναπαγόμενος• καὶ ἄμφω(17), τὸν λύχνον ἀφέντες, ἐπὶ τὸν ἥλιον φέρονται. Ἀνδρέας ἡ πρώτη τῶν ἀποστόλων φυτεία• οὗτος ἀνεωξε τῆς Χριστοῦ μαθητείας τὰς πύλας• πρῶτος τῆς προφητικῆς γεωργίας τοὺς καρποὺς ἐτρύγησε, καὶ τὰς ἁπάντων ἐλπίδας ὑπερδραμών(18), πρῶτος τὸν παρὰ πάντων προσδοκώμενον περιπτύσσεται. Πρῶτος ἔδειξε τὰ τοῦ νόμου προστάγματα προθεσμίᾳ μετρούμενα. Πρῶτος τὴν Μωσέως ἔστησε(19) γλῶτταν, μετὰ Χριστὸν λαλούσης οὐκ ἀνασχὀμενος(20), οὐχ ὑβριζόμενος, οὐχ ὑβρίζων τῶν Ἰουδαίων τὸν παιδευτὴν• ἀλλὰ προτιμῶν τοῦ πεμφθέντος τὸν πέμψαντα• μᾶλλον δὲ πρῶτος ὤφθη τὸν Μωσέα τιμῶν• Ὁ πρῶτος ἐπέγνω τὸν ὑπ' ἐκείνου προφητευόμενον• «Προφήτην ὑμῖν ἀναστήσει Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐκ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν ὡς ἐμέ• αὐτοῦ ἀκούετε»(21). Παραιτεῖται τὸν νόμον τῷ νόμῳ πειθόμενος. Ἤκουσε Μωσέως λαλοΰντος• «Αὐτοῦ ἀκούετε.» Ἤκουσεν Ἰωάννου βοῶντος. «Ἴδε ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ»• καὶ γέγονε πρὸς τὴν δεῖξιν αὐτόμολος. Ἐπιγνοὺς δὲ τὸν προφητευθέντα προφήτην, χειραγωγεῖ τὸν ἀδελφὸν πρὸς τὴν εὕρεσιν. Ἅγνοοῦντι τῷ Πέτρῳ τὸν θησαυρὸν δείκνυσιν «Εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν»(22) ὅν ἐποθοῦμεν. Οὗ τὴν παρουσίαν ἠλπίσαμεν, τούτου τὴν θεωρίαν ἁρπάσωμεν. Εὑρήκαμεν ὅν προφητικαὶ βοῶσαι σάλπιγγες ἀναμένειν ἐκέλευον. Ἤνεγκεν(23) ὁ χρόνος ὅν ἡ χάρις ἐκήρυττεν, ὅν ἤλπισεν ὁ πόθος ἰδεῖν ὄμμασιν. Εὗρε γάρ, φησίν, οὗτος τὸν ἀδελφον τὸν ἴδιον Σίμωνα, καὶ μερίζεται πρὸς αὐτὸν τῆς θεωρίας τὸν θησαυρόν. Χειραγωγεῖ πρὸς τὸν Δεσπότην τὸν Πέτρον. Ὢ παραδόξου θαύματος! Οὕτω μαθητὴς Ἀνδρέας καὶ καθηγητὴς ἀνθρώπων καθίσταται. Ἀπὸ τοῦ διδάσκειν τοῦ μανθάνειν ἀπήρξατο• ἁρπάζει τῆς ἀποστολῆς τὴν ἀξίαν. Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν. Ὢ πόσας νύκτας ἀύπνους ἀνύσαντες(24) παρὰ τοῖς Ἰορδάνου ρείθροις, νῦν ὅν ἐποθοῦμεν εὑρήκαμεν! Οὐκ ἦν βραδὺς μετὰ τὴν φωνὴν ὁ Πέτρος• Ἀνδρέου γὰρ ἦν ἀδελφός• καὶ θερμῇ τῇ γνώμῃ τὰς ἀκοὰς ἐκπετάσας ἠπείγετο.

Δ'. Λαβὼν τὸν Πέτρον ὁ Ἀνδρέας τῷ Δεσπότῃ προσάγει τὸν μεριστήν(25)τῆς φύσεως, κοινωνὸν τῆς μαθητείας ἀπεργασάμενος. Τοῦτο πρῶτον Ἀνδρέου κατόρθωμα. Ηὔξησε τῶν ἀποστόλων τὸν ἀριθμὸν προσήνεγκε Πέτρον, ἵν' εὕρη Χριστὸς τὸν τῶν μαθητῶν κορυφαῖον. Ὥστε καὶ ἐν οἷς ὕστερον εὐδοκιμῶν ὁ Πέτρος εὑρίσκεται, παρὰ Ἀνδρέου τῆς εὐδοκιμήσεως ἔχει τὰ σπέρματα. Ἀλλ' ἡ τῶν ἐπαίνων ἰσόρροπος ἐξ ἑκατέρων πρὸς ἀλλήλους ἀντίδοσις γίνεται. Οἰκειοῦνται γὰρ τὰ ἀλλήλων ἀγαθά, καὶ τοῖς ἀλλήλων ἀγαθοῖς ἐναβρύνονται(26). Πόσην γοῦν ἤνεγκε τοῖς πᾶσι χαρὰν ὁ Πέτρος πρὸς τὰς δεσποτικὰς ἐρωτήσεις ὀξέως(27) ἀποκρινόμενος, καὶ λύσας σιωπὴν μαθητῶν ἐρυθριῶσαν; «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;»(28). Καὶ ὡς αὐτὸς ὢν τῶν ἐρωτηθέντων ἡ γλώττα, ἢ ὡς ἁπάντων ἐν ἐκείνῳ λαλούντων, μόνος ὑπὲρ πάντων ἐφθέγγετο• «Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»(29), μιᾷ φωνῇ καὶ τὸν οἰκονομοῦντα, καὶ τὴν οἰκονομίαν ἀποφθεγξάμενος. Ὢ συμφωνίας ρημάτων! οἷς γὰρ Ἀνδρέας τὸν Πέτρον ἐχειραγώγησε ρήμασι, τούτοις ἄνωθεν ὁ Πατὴρ τὸν Πέτρον ἐνηχῶν καθυπέγραφεν. Ἐκεῖνος ἔλεγεν «Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν». Ὁ Πατὴρ ὑπέβαλλε λέγων• «Σὺ εἶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»• μόνον οὐχὶ ταῦτα πρὸς τὸν Πέτρον έγκελευσάμενος(30). Φθέγξαι, ὦ Πέτρε, τὰς Ἀνδρέου φωνὰς ἐρωτώμενος• φάνηθι τοῦ Διδασκάλου πρὸς ἀπόκρισιν ἑτοιμότερος. Οὐκ ἐψεύσατο πρὸς σὲ λέγων• «Τὸν Μεσσίαν εὑρήκαμεν». Σύ, τὴν Ἑβραΐδα φωνὴν εἰς Ἑλλάδα μεταστήσας, ἀναβόησον• «Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ Υἱός τοῦ Θεοΰ τοῦ ζῶντος». Ὁρᾷς ὅσοις εὐθὺς ἐν προοιμίοις τῆς μαθητείας ὁ Ἀνδρέας ἐγκαλλωπίζεται.

Ε'. Ἀλλ' ἐπειδὴ τὰς πόλεις καταλιμπάνων(31) ὁ Σωτὴρ περιενόστει(32)τὴν ἔρημον, συμπεριήει(33) αὐτῷ τῶν ἀνθρώπων τὰ γένη, μηδὲ πρὸς βραχὺ τὸν χωρισμὸν ὑπομένοντα. Ἦν ἐν ἐρημίᾳ καὶ τροφῆς ἀπορία, καὶ ἡ γαστὴρ οὐκ ἐσπένδετο(34). Ὁ δὲ Σωτήρ, τῆς ἐρήμου λαβόμενος, θαῦμα παλαιὸν ἀνεζωπύρει" καὶ τῶν ἐν ἐρήμῳ ποτὲ θαυμάτων μάρτυρα πάλιν ἐποιεῖτο τὴν ἔρημον• καὶ τοὺς μαθητὰς ἐστιάτορας(35)προύβαλλετο(36), καὶ πρὸς αὐτοσχέδιον εὐωχίαν(37) τὰ πλήθη προτρέπεται. Τὸ τοίνυν(38) τῶν μαθητῶν πλῆθος πρὸς τὴν ἔνδειαν ἐταράττετο, καὶ πρὸς ἀλλήλους ὁρῶντες, τὸ δὲ μέλλον οὐκ ἐννοοῦντες τοῖς ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς ἐλυμαίνοντο(39). Ἄλλος μὲν οὗν ἄλλο τι τῶν μαθητῶν ἐφθέγγετο, τὴν παροῦσαν ἀπορίαν ἐπαγγέλλοντες. Ἀνδρέας δέ, τῶν προσόντων, τὴν εὐτέλειαν ἐλέγχων, ἔλαθε(40) διδοὺς τῷ Σωτήρι τὰς προφάσεις τοῦ θαύματος. Τί γάρ φησιν; Οὐκ εἰσίν εἰ μὴ πέντε ἄρτοι, καὶ ὀλίγα ἰχθύδια. Τί οὖν ὁ Σωτήρ; Φέρετέ μοι αὐτὰ ὧδε. Καὶ γέγονεν ἡ τῆς σπάνεως ὁμολογία τῶν ἀγαθῶν περιουσία.

ΣΤ' . Ἀλλὰ γὰρ ὁ Σωτὴρ ἤδη λοιπόν, τὰς ἐν γῇ διατριβὰς ἀνύσας, καὶ τὸν αὐτάρκη τοῖς μαθηταῖς συνδιατρίψας χρόνον, πρὸς οὐρανοὺς ἐκομίζετο• ἀπόστολοι δέ, τὴν οἰκουμένην διαλαβόντες, καὶ τοῖς σώμασι μερισθέντες, ἄλλος ἀλλαχόσε(41) τὰ τῆς χάριτος μετοχετεύων νάματα. Ἐνταῦθα τοίνυν ὁ μακάριος οὗτος Ἀνδρέας, Ἑλλάδα τε ὁμοῦ καὶ βάρβαρον ἐμπλήσας τῆς χάριτος καὶ δυσωπήσας πρὸς πίστιν τὰ ἔθνη τοῖς θαύμασιν, ἐπὶ τὸ τῆς ἀπιστίας μαχιμώτατον, τὴν Ἀχαΐαν λέγω, ἐπεστέλλετο. Ἔνθα δὴ πολλοὺς οὐρανῷ προσγράψας, εἷς διὰ τῆς πίστεως, σταυρῷ παραδίδοται• καὶ τρόπω τῆς τελευτῆς τὸν Δεσπότην μιμούμενος, ἵνα τῇ κοινωνίᾳ τοῦ πάθους δείξῃ τοῦ πόθου τὸ μέγεθος. Σταυρὸς οὗν ἐπὶ μέσῃ Ἑλλάδος ἐπήγνυτο, καὶ Ἀνδρέας ἐκρεμᾶτο, σταυρῷ τὸν σταυρωθέντα κηρύσσων, καὶ τοῖς ἥλοις(42) τοὺς ἥλους πιστούμενος, καὶ τῷ πάθει τὸ πάθος μαρτυρούμενος. Πέρας δὲ τοῦτο τῆς θνητῆς ζωῆς εὐράμενος, ἐνεργεστέραν(43) τῆς διδασκαλίας διὰ τοῦ πάθους τὴν δύναμιν ἐνδεικνύμενος. Οὕς γὰρ οὐκ ἔπεισε δημηγορῶν, τούτους ἀναιρεθεὶς ἐδυσώπησεν(44)• καὶ οὓς λαλῶν οὐχ εἵλκυσε, παθὼν ἐσαγήνευσε. Μερισθεὶς γὰρ οὐρανῷ καὶ γῇ, σώματι μὲν ἔχων τὴν γῆν, ψυχῇ δὲ τὸν οὐρανόν κληρωθείς, ἐποπτεύει τὰς τῶν ἀνθρώπων ἀγέλας, ἰάμασι καὶ θαύμασι τοὺς ἐπὶ γῆς δεξιούμενος. Ἐκείνης τῆς γεωργίας οἱ παρόντες ἀνεβλάστησαν στάχυες• ἐκ τῆς ἐκείνου διδασκαλίας οἱ τῆς πίστεως ἤνθησαν βότρυες(45). Καὶ ὑμεῖς οἱ τῆς εὐσεβείας διδάσκαλοι ἀπηντήκατε, οἱ τῆς τῶν οὐρανῶν βασιλείας ἔμποροι πρὸς τὸν οὐρανῷ θαυμαζόμενον συνεληλύθατε. Χριστοῦ γὰρ ἔστι διὰ τοῦ μακαρίου Παύλου φωνή• «Εἰ ὑπομένομεν, καὶ συμβασιλεύσομεν»(46). Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Σημειώσεις

1. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, πατριάρχης Ἀλεξανδρείας (328-335, 337-340, 346-356, 362, 363-365, 366-373 μ.Χ.), κατέστη «ζῶσα ἔκφρασις καὶ ἑρμηνεία τῆς ὀρθῆς πίστεως», καὶ οἱ ἀγῶνες του τὸν ἀνέδειξαν «τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας ἀληθῆ στύλον καὶ θεμέλιον, Πατέρα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἄχρι τερμάτων πάσης τῆς γῆς ἔνδοξον». Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 18η Ἰανουαρίου.
2. Μάτθ. δ' 19.
3. Μεγάλο ἱστιοφόρο πλοῖο.
4. Μοχλὸς μετακινῶν τὸ πηδάλιο, κν. τὸ πηδάλιο.
5. Ἐνεστ. τοῦ ρ. ἰθύνω: διευθύνω, κυβερνῶ.
6. Τὸ ἀνώτερο καὶ κάλλιστο μέρος τῶν θινῶν (σωρῶν σίτου ἢ κριθῆς).
7. Μτχ. ἀορ. β' τοῦ ρ. ὑπερτίθημι: θέτω ὑπεράνω.
8. Ἀναφορικὸ ἐπίρρημα: ὅπου, ὅπως.
9. Εὐκτ. μέσ. ἀορ. τοῦ ρ. ἅπτω: ἀγγίζω, συνάπτω.
10. Α' Κόρ. ιβ' 26.
11. Ρέον, ὑγρό, ὕδωρ. Ἐκ τοῦ ρ. νάω: ρέω.
12. Μτχ. παρακ. τοῦ ρ. ἐφίσταμαι: στέκομαι ἐπὶ τινος.
13. Παρατ. τοῦ ρ. πάρειμι: εἶμαι παρών.
14. Διάβασις ὑπεράνω τινός, ὑπερύψωσις, ὑπεράνω τοποθέτησις.
15. Ἰωαν. α' 29.
16. Μτχ. μέσ. ἐνεστ. τοῦ ρ. νύττω - νύσσω: κεντῶ, τρυπῶ, πλήττω.
17. Καὶ οἱ δύο, ἀμφότεροι.
18. Μτχ. ἀορ. β' τοῦ ρ. ὑπερτρέχω: ξεπερνῶ τρέχων, ὑπερβαίνω.
19. Ἀορ. τοῦ ρ. ἵστημι: στήνω, ἐμποδίζω κάποιον, σταματῶ.
20. Μτχ. ἀορ. β' τοῦ ρ. ἀνέχομαι.
21. Δεύτ. ιη’ 15.
22. Ἰωάν. α’ 42.
23. Ἀορ. β' τοῦ ρ. φέρω.
24. Μτχ. ἀορ. β' τοῦ ρ. ἀνύω: διανύω, καταναλίσκω.
25. Ὁ μερίζων, ὁ διανέμων.
26. Ἐνεστ. τοῦ ρ. ἐναβρύνομαι: σεμνύνομαι διὰ τι.
27. Ταχέως.
28. Μτθ. ιστ' 13.
29. Μτθ. ιστ' 16.
30. Μτχ. μέσ. ἄορ. τοῦ ρ. ἔγκελευω: προτρέπω, παρακινῶ, διατάσσω.
31. Μτχ. ἐνεστ. τοῦ ρ. καταλιμπάνω: ἐγκαταλείπω, ἀφήνω.
32. Παρατ. τοῦ ρ. περινοστέω -ῶ: περιέρχομαι, περιφέρομαι.
33. Παρατ. τοῦ ρ. συμπερίειμι: ὁμοῦ μετὰ τινος περιέρχομαι.
34. Παρατ. τοῦ ρ. σπένδομαι: συνθηκολογῶ, εἰρηνεύω.
35. Οἱ προσφέροντες γεῦμα.
36. Παρατ. τοῦ ρ. προβάλλομαι: παρουσιάζω.
37. Πλούσιο, γεΰμα, μτφ. ἐντρύφησις.
38. Ὅθεν, λοιπόν, δι' ὅ.
39. Παρατ. τοῦ ρ. λυμαίνομαι: ἐπιφέρω βλάβη σὲ κάποιον.
40. Ἀορ. β' τοῦ ρ. λανθάνω: διαφεύγω τὴν προσοχὴ κάποιου, μένω ἄγνωστος. Μὲ μτχ. μεταφράζεται ὡς ἐπίρρημα («ἔλαθε διδούς»: ἔδωσε κρυφά).
41. Εἰς ἄλλο μέρος, ἄλλον τόπο.
42. Τὰ καρφιά.
43. Ἀποτελεσματικώτερα πρὸς τι.
44. Ἀορ. τοῦ ρ. δυσωπέω -ῶ: ἐξευμενίζω κάποιον.
45. Οἱ καρποὶ τῆς ἀμπέλου.
46. Β' Τίμ. β' 12.

Ἑλληνικὴ Πατρολογία Μιγνίου (Migne), τ. 28ος, σ. 1101 κ' ἑξῆς, ἢ ΒΕΠΕΣ, τ. 36ος, σ. 303-306.

Πηγή: www.myriobiblos.gr

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...