Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προφητείες περί του Ιησού Χριστού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προφητείες περί του Ιησού Χριστού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Δεκεμβρίου 23, 2017

Προσμένοντας τον Αναμενόμενο!..

Προσμένοντας τον Αναμενόμενο!..

Ας μην αυταπατώμεθα!.. Οι αρχαίοι Έλληνες προφήτες είχαν προβλέψει επακριβώς την Γέννηση του Ιησού Χριστού και μάλιστα ο Αισχύλος μέσα στον έργο του «Προμηθεύς Δεσμώτης» είχε αναφέρει πότε ακριβώς θα συντελεστεί το κοσμογονικό τούτο γεγονός της Γεννήσεως του Θεανθρώπου!.. Εάν υπολογίσουμε ότι το έργο «Προμηθεύς Δεσμώτης» διδάχθηκε περί το 455 π.Χ. και υπολογίσουμε 13 γενεές επί 35 έτη εκάστη γενεά (= 455 έτη), ασφαλώς και καταλήγουμε εις το ασφαλές συμπέρασμα ότι η εποχή εκείνη ήταν η χρονολογία, που γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός (!!)
ΕΙΝΑΙ γεγονός ότι με το θέμα των προφητειών των αρχαίων Ελλήνων έχουμε ασχοληθεί εκτενώς με σωρεία άρθρων, αλλά και με τη συγγραφή διαφόρων βιβλίων μας, πάνω στο θέμα αυτό. Πολλοί συμφωνούν με τον γράφοντα, αλλά υπάρχουν και άλλο Έλληνες που διαφωνούν.
Το θέμα, όμως, δεν είναι αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανένας (μη ξεχνάμε ότι ζούμε στον αιώνα της μεγάλης αμφισβήτησης των πάντων!), αλλά τι λέγουν τα αρχαία κείμενα. Και τα αρχαία κείμενα είναι αδιάψευστα.
Ας διαβάσουμε, λοιπόν, τι γράφουμε σε ένα εισαγωγικό σημείωμα μέσα στο βιβλίο μας «Ιησούς Χριστός: Ελληνισμός-Χριστιανισμός» και θα επανέλθουμε:
«γ) Η προσδοκία του Αναμενόμενου Μεσσία. Οι προρρήσεις αρχαίων ελληνικών θεοτήτων, οι προφητείες των Αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, οι διορατικότητες των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, αλλά και των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, δεν μπορούν να αγνοηθούν εις το εν λόγω βιβλίο. Ο ίδιος ο Σωκράτης, κατά την Απολογίαν του, απευθυνόμενος εις τους δικαστές είχε προφητεύσει: «… τον λοιπόν βίον καθεύδοντες διατελοίτε αν, ει μη τινα άλλον ο θεός υμίν επιπέμψειεν κηδόμενος υμών.».
Οι συγκλονιστικές προφητείες της Σιβύλλης της Κυμαίας, του Σόλωνος, του Αριστοτέλους, του Θουκυδίδου, του Αισχύλου (δια του Προμηθέως), αλλά και πλήθους άλλων Αρχαίων Ελλήνων, για τον Ερχομόν του Κυρίου, δεν μπορούσαν να αγνοηθούν εις το βιβλίο αυτό, την στιγμήν, κατά την οποίαν ούτε η Εκκλησία μας θέλησε να αποσιωπήση το γεγονός αυτό. Τουναντίον μάλιστα!...
Εις την Μονήν Φιλανθρωπηνών της νήσου των Ιωαννίνων, εις τον νότιον εξωνάρθηκα και εις τον νότιον και δυτικόν τοίχον, απεικονίζονται οι Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι: (κατεστραμμένη μορφή), 22, Πλάτων, Απολλώνιος ο Τυανεύς, Σόλων 23 ο Αθηναίος, Αριστοτέλης, Πλούταρχος, Θουκυδίδης, Χίλων ο Λακεδαιμόνιος.
Το κείμενο που συνοδεύει την τοιχογραφίαν της ως άνω Μονής με τους επτά Έλληνες σοφούς έχει ως εξής:
«[ Άνδρες] Έλληνες περί της θείας έναν(θρω)πίσεως Χ(ριστο)ύ του Θ(εο)ύ ημών και περί των Ζ΄ Χρησμών… Επτά φιλόσοφοι εν δόμω τινί/ των Αθηναίων προς αλλήλους συνεδριάσαντες λόγον σοφώτατον και απόρρητον κεκινήκασιν περί της παρουσίας Χ(ριστο)ύ του Θ(εο)ύ ημών Απολλώνιος και Σόλων, Θουκυδ(ίδης), Πλάτ(ων), Πλούταρχος, Αριστοτέλης, Χίλων.».
Όταν, λοιπόν, η ίδια η Εκκλησία μας όχι μόνο δεν αγνοεί τους Αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, αναφερόμενη μάλιστα εις τους χρησμούς αυτών, αλλά και τους προβάλλει με τόσο θριαμβικόν τρόπον, όπως, βεβαίως, και τους προφήτες της Βίβλου, είναι δυνατόν να αποστρέψωμεν τους οφθαλμούς μας από ένα τέτοιο συγκλονιστικό κεφάλαιο; Όχι δα…»
Όπως αντιλαμβάνονται οι φίλοι αναγνώστες και αναγνώστριες, μέσα σε ένα μικρό σχόλιο δεν μπορούμε να καταγράψουμε όλα όσα έχουμε επισημάνει σε εκατοντάδες άρθρα και βιβλία μας. Θα σταθούμε όμως σε ένα χαρακτηριστικό εδάφιο από το έργο του Αισχύλου «Προμηθεύς Δεσμώτης», ο οποίος, σε ένα διάλογο μεταξύ Ιούς και Προμηθέως*, αποκαλύπτει ότι ο θεός που θα γκρεμίσει τον Δία (για μας τους χριστιανούς ο θεός αυτός είναι ο Ιησούς) θα έλθει σε 13 γενεές! (Αισχύλου, Προμηθεύς Δεσμώτης στίχ. 770-774).
Εάν υπολογίσουμε ότι το έργο «Προμηθεύς Δεσμώτης» διδάχθηκε περί το 455 π.Χ. και υπολογίσουμε 13 γενεές επί 35 έτη εκάστη γενεά (= 455 έτη), ασφαλώς και καταλήγουμε εις το ασφαλές συμπέρασμα ότι η εποχή εκείνη ήταν η χρονολογία, που γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός (!!)
Γράφοντας ένα σχετικό άρθρο σε εβδομαδιαία εφημερίδα και διαβάζοντάς το ο γνωστός Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πήρε τηλέφωνο τον γράφοντα για να τον συγχαρεί για το άρθρο αυτό, πράγμα που έπραξε και από τηλεοράσεως αμέσως μετά σε σχετική εκπομπή μας! (Βλέπετε άρθρο με τίτλο: "Ποιος ελευθέρωσε τον Προμηθέα;")
Τι άλλο να πούμε; Χρόνια Πολλά και Καλά Χριστούγεννα!
Με σεβασμό και τιμή
ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΝ. ΣΑΚΚΕΤΟΣ
Σάββατο, 23 Δεκεμβρίου 2017

Ο ΠΛΑΤΩΝ 427-347 Π. Χ. (ΟΙ ΠΡΟΦΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΦΗΤΙΕΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΛΥΤΡΩΤΟΥ)

«ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ», σελ. 48, ἐκδ. 1998
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Π λ α τ ω ν

(427-347 π.Χ.)

κατάλογοςΟ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ μαθητὴς τοῦ Σωκράτους, ὁ Πλάτων, μὲ τὸν ἀριστοτεχνικόν του κάλαμο ἐζωγράφισε τὴν εἰκόνα τοῦ Δικαίου, ὁ ὁποῖος θὰ σώσῃ τὸν κόσμο.

  • Ὁ Δίκαιος, λέγει θὰ γυμνωθῇ, ἀλλ᾽ κανείς δεν θὰ μπορέση ν᾽ ἀφαιρέσῃ ἀπ᾽ αὐτὸν τὴν ἀρετήν. Καὶ ἐνῷ θὰ εἶνε ἀθῷος, χωρίς να έχη ἀδικήση κανέναν ποτέ, ἐν τούτοις θὰ δυσφημισθῇ σαν νὰ εἶχε διαπράξη «τὴν μεγίστην ἀδικίαν». Θὰ δικασθῇ, θὰ μαρτυρήσῃ ὑπὲρ τῆς ἀληθείας καὶ θὰ παραμείνῃ «ἀμετάστατος μέχρι θανάτου», δηλαδὴ δὲν θ᾽ ἀλλάξῃ γνώμην. Θὰ μείνῃ ὡς ἀκίνητος βράχος ἐν μέσῳ μαινομένης θαλάσσης. Θὰ βασανισθῇ πολύ. Θὰ μαστιγωθῇ καὶ θὰ τελειώσῃ τὴν ζωήν του μὲ θάνατο φρικτό. Ἐπὶ λέξει· «ἀνασχινδιλευθήσεται».

Ποῖος μελετῶν τὸ περίφημον αὐτὸ περὶ τοῦ Δικαίου χωρίον τῆς συγγραφῆς τοῦ Πλάτωνος δὲν ἐνθυμεῖται παρόμοιον χωρίον τοῦ προφήτου Ἠσαΐου; Ὁ Ἠσαΐας πρὸ 800 ἐτῶν προεφήτευσε τὴν ἔλευσιν τοῦ Λυτρωτοῦ λέγων·

  • «Καὶ εἴδομεν αὐτόν, καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος· ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καὶ ἐκλεῖπον παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων… Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἐν κακώσει. Αὐτὸς δὲ ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν καὶ μεμαλάκισται διὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν· παιδεία εἰρήνης ἡμῶν ἐπ᾽ αὐτόν, τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν. Πάντες ὡς πρόβατα ἐπλανήθημεν, ἄνθρωπος τῇ ὁδῷ αὐτοῦ ἐπλανήθη· καὶ Κύριος παρέδωκεν αὐτὸν ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν» (Ἠσ. 53, 2-6).

Π Λ Ο Υ Τ Α Ρ Χ Ο Σ (48 – 125 Μ.Χ.) (ΟΙ ΠΡΟΦΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΦΗΤΙΕΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΛΥΤΡΩΤΟΥ)

«ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ», σελ. 49, ἐκδ. 1998
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Π λ ο υ τ α ρ χ ο ς (48 – 125 μ.Χ.)

Plutarch_head_onlyΑΝ ΚΑΙ ὁ φιλόσοφος αὐτὸς ἔζησε κατὰ τὸν Α ΄ μ. Χ. αἰῶνα, ἐν τούτοις τὸν ἀναφέρουμε ἐδῶ, διότι ἀπηχεῖ τίς σκέψεις καὶ τὰ συναισθήματα τοῦ ἀρχαίου εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, ποὺ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του ὰρχισε νὰ καταρρέῃ. Ὁ Πλούταρχος βλέπει τὴν ἀθλιότητα τοῦ κόσμου, τῆς ὁποίας αἰτία εἶνε μία· πνεῦμα πονηρὸν εἰσῆλθεν, ἐτάραξε πάντα τὰ πράγματα, ἐνέπλησε κακῶν γῆν τε πᾶσαν καὶ θάλατταν. Ἀλλ᾽ ἡ δυναστεία αὐτοῦ, λέγει ἀλλαχοῦ ὁ Χαιρωνεὺς φιλόσοφος, θὰ διαλυθῇ. Μία νέα περίοδος ζωῆς θὰ ἀνατείλῃ. Ἔκ τινος μικρᾶς χώρας θὰ προέλθῃ ἀγαθὸν μέγα, τὸ ὁποῖον θὰ ἐπεκταθῇ εἰς ὅλην τὴν ἀνθρωπότητα, ὥστε «τῆς γῆς ὁμαλῆς γε καὶ ἐπιπέδου γενομένης ἕνα βίον καὶ πολιτείαν ἀνθρώπων μακαρίων καὶ ὁμογλώσσων ἁπάντων γενέσθαι».
Διαβάζοντας αυτα δὲν νομίζετε ὅτι ἀκοῦτε ὰπ μακριά την φωνὴν τοῦ προφήτη Ἠσαΐα που λέγει· «Ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Πᾶσα φάραγξ πληρωθήσεται καὶ πᾶν ὄρος καὶ βουνὸς ταπεινωθήσεται, καὶ ἔσται πάντα τὰ σκολιὰ εἰς εὐθεῖαν καὶ ἡ τραχεῖα εἰς ὁδοὺς λείας· καὶ ὀφθήσεται ἡ δόξα Κυρίου, καὶ ὄψεται πᾶσα σὰρξ τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ»; (Ἠσ. 40, 3-5· πρβλ. Λουκ. 3, 4-6). Κατὰ τοὺς λόγους τῆς προφητείας αύτης ὑπάρχουν ἀδικίαι – βουνὰ ποὺ φράσσουν τὴν ὁδὸν τῆς ζωῆς, ἀλλ᾽ αὐτὰ μὲ τὴν βαθμιαίαν ἐπίδρασιν τοῦ χριστιανισμοῦ θὰ καταπίπτουν συνεχῶς, καὶ ἡ κοινωνικὴ δικαιοσύνη καὶ πᾶσα ἄλλη ἀρετὴ θὰ ἐξαπλοῦται, καὶ ἡ συναδέλφωσις τῶν λαῶν ποὺ εἶνε τώρα ὅραμα θὰ γίνῃ πραγματικότης. Πᾶν ὅ,τι εἶνε ἀνώμαλον ὁπωσδήποτε θὰ ἐξαλειφθῇ καὶ θὰ ἐπικρατήσῃ ἡ θεία ἐκείνη ὁμαλότης, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει νὰ συναντώμεθα ὅλοι εἰς τὸ κοινὸν ἐπίπεδον τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ ὁ Χριστός, ποὺ βρίσκεται ὑπεράνω ὅλων, εἰς ὕψος ἀπερίγραπτον, «δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς», ἐχαμήλωσε τόσον, ὥστε κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἐπιγείου ζωῆς του συνανεστρέφετο καὶ τοὺς πλέον εὐτελεῖς καὶ ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους, ποῖος ὀπαδός του θὰ εἶνε ἐκεῖνος ποὺ θὰ κρατῇ τὸ ἰδικόν του ὕψος καὶ δὲν θὰ καταδέχεται νὰ καταβῇ ὀλίγας βαθμίδας διὰ νὰ χαιρετίσῃ καὶ ἐναγκαλισθῇ τὸν ἄλλον;

Ὁ χριστιανισμός, χωρὶς νὰ καταργῇ τὴν ἱεραρχίαν τῶν διαφόρων ἀξιωμάτων, ποὺ εἶνε ἀναγκαία διὰ τὴν διάρθρωσιν τῆς κοινωνίας, δημιουργεῖ ἐν ταυτῷ τὴν ὁμαλότητα, τὸ ἔδαφος ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἱστάμεθα καὶ γνωριζόμεθα ἅπαντες ὡς ἀδελφοί.
Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ Πλουτάρχου συνέβη καὶ γεγονὸς ποὺ ἐβύθισεν εἰς πένθος τοὺς εἰδωλολάτρας· ἔπαυσαν ἀποτόμως οἱ χρησμοὶ ποὺ ἐξέφερον τὰ διάφορα μαντεῖα τῆς εἰδωλολατρίας, τὸ δὲ γεγονὸς τοῦτο προκάλεσε τέτοια ἐντύπωσι εἰς τὸν φιλόσοφο, ὥστε συνέγραψε βιβλίο περὶ τῶν «ἐκλελοιπότων χρηστηρίων». Καὶ οἱ μὲν ὀπαδοὶ τῆς εἰδωλολατρίας προσεπάθησαν νὰ ἀποδώσουν ἀλλοῦ τὴν σιγὴν τῶν μαντείων, ἀλλὰ μία ἦτο ἡ ὀρθὴ ἑρμηνεία· ὅτι ὁ ἑωσφόρος, ὅστις ἕως τότε ἐπλάνα τὴν οἰκουμένην, ὑπέστη διὰ τῆς γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ τρομακτικὴν ἦτταν καὶ ἔντρομος ἀπεσύρθη ἀπὸ τὰ φρούριά του.

ΠΟΛΥΒΙΟΣ (204-120 Π. Χ.) ΟΙ ΠΡΟΦΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΦΗΤΙΕΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΛΥΤΡΩΤΟΥ

Π ο λ υ β ι ο ς

(204-120 π.Χ.)

πολυβιοςΟ ΠΟΛΥΒΙΟΣ, διάσημος ἱστορικός, ποὺ ἔβλεπε τὴν ῾Ρωμαϊκὴν αὐτοκρατορίαν νὰ ἐξαπλώνεται συνεχῶς, νὰ καταργῇ βασίλεια τὸ ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου, ἐθαύμαζε τὸ γεγονὸς αὐτὸ καὶ εἰς τὴν ταχυτάτης ἐξάπλωσιν τῆς ῾Ρώμης διέβλεπε τὸν δάκτυλον τῆς θείας προνοίας. Δὲν εἶνε, ἔλεγε, τυχαία ἡ ἐξάπλωσις αὕτη τῆς αὐτοκρατορίας. Κάτι μέγα ἐν τῷ κόσμῳ ἑτοιμάζεται. Τὰ γεγονότα, σημειώνει, ἐπάγουσιν ( = ὁδηγοῦν) τὸν κόσμον πρός κάποια ἑνότητα. Καὶ πράγματι· ἡ πολιτικὴ ἐκείνη ἑνότης ὑπὸ τὸ σκῆπτρον τῆς ῾Ρώμης ἐφάνη χρήσιμος διὰ τὴν διάδοσιν τοῦ χριστιανισμοῦ, ὅπως ἐπίσης χρήσιμος ἀπεδείχθη ἡ διὰ τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου διάδοσις τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης εἰς ὅλον τὸν τότεγνωστὸν κόσμον. Ἡ θεία πρόνοια προπαρεσκεύασε ποικιλοτρόπως τὸ ἔδαφος διὰ νὰ σπαρῇ ὁ θεῖος σπόρος τοῦ εὐαγγελίου.
Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν χριστιανὸς φιλόσοφος, ὁ Αὔγουστος Νικόλαος, κρίνων τὰ πρὸ καὶ τὰ μετὰ Χριστὸν ἱστορικὰ γεγονότα, γράφει τὰ ἑξῆς σπουδαιότατα.


«Ὅταν θεωρῶμεν ὑπὸ τοιαύτην ἔποψιν τὴν ἱστορίαν, εὑρισκόμεθα εἰς μίαν ἐκτεταμένην σκηνήν, ἔνθα λύονται ὅλαι αἱ περιπλοκαὶ τῆς πολιτικῆς τῶν ἀνθρώπων, ὅλαι αἰ τύχαι τῶν ἐθνῶν συνδέονται καὶ ἐξηγοῦνται, καὶ οἱ Κῦροι, οἱ Ἀλέξανδροι, οἱ Καίσαρες, οἱ Κωνσταντῖνοι, οἱ Κάρολοι δὲν εἶναι εἰμὴ οἱ ὑποκριταὶ ὑψηλοῦ δράματος λυομένου ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καὶ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ αὐτοῦ».
Ὁ ὑλιστὴς μελετᾷ τὴν ἱστορίαν καὶ δὲν βλέπει κανένα ἐκεῖ σκοπόν. Ἀλλ᾽ ὁ πιστεύων εἰς Θεὸν πατέρα, δημιουργὸν καὶ προνοητὴν τοῦ κόσμου, αὐτὸς βλέπει εἰς τὰ γεγονότα τὸν θεῖον παράγοντα ποὺ κατευθύνει διὰ ποικίλων τρόπων τὴν ἀνθρωπότητα πρὸς ὡρισμένην κατεύθυνσιν, πρὸς τὸν θρίαμβον τοῦ φωτὸς κατὰ τοῦ σκότους, τῆς ἀληθείας κατὰ τοῦ ψεύδους.
Ὑπὸ τοιαύτην ἔποψιν ἔβλεπε καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὴν παγκόσμιον ἱστορίαν καὶ ἔγραφε τοὺς ὐπερόχους ἐκείνους στίχους τῆς πρὸς Γαλάτας ἐπιστολῆς, τοὺς ὁποίους ἀκούομεν εἰς τὸν ἀπόστολον τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων· «Ὅτε ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν» (Γαλ. 4, 4-5).

Πέμπτη, Απριλίου 09, 2015

Προφητεῖαι περὶ τῶν Παθῶν καὶ τῆς Ἀναστάσεως



Ὡς διέγραψαν τὰς τοῦ Μεσαίου ἀρετὰς αἱ προφητεῖαι, οὕτω καὶ τὰ πάθη καὶ τὸν θάνατον αὐτοῦ· ἔμελλεν νὰ αὐξήσῃ ὡς τρυφερὸν βαλαστάριον ἐν γῇ ἀνύδρῳ, εἰσελάσῃ εἰς Ἱερουσαλὴμ ἐν μετριόφρονι θριάμβῳ ὀχούμενος ἐπὶ πώλου ὄνου, προδοθῇ καὶ πραθῇ ἐπὶ τριάκοντα ἀργυρίοις· νὰ μαστιγωθῇ, κολαφισθῇ, ἐμπτυσθῇ καὶ χλευασθῇ, τρηθῇ τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, ἀλλὰ μὴ κατεαγῇ τὰ ὀστᾶ· λογχευθῇ τὴν πλευράν, ποτισθῇ ὄξος μετὰ χολῆς· ἔμελλον νὰ διανεμηθῶσι τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ κληρώσωνται τὴν περιβολὴν αὐτοῦ· ἔμελλε νὰ ἀποθάνῃ καὶ ταφῇ, ἀλλὰ μὴ ἐγκαταλειφθῇ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ἐν διαφθορᾷ. Ταῦτα πάντα προελέχθησαν καὶ ἀπήντησαν πληρωθέντα ἐπὶ λέξεως, καθ’ ἃ ἐπροφητεύθη.



Ἠσ. νγ’. 1,2,3

Ησ. 53,1 Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν; καὶ ὁ βραχίων Κυρίου τίνι ἀπεκαλύφθη;
Ησ. 53,1 Κύριε, ποιός ἐπίστευσεν εἰς αὐτά, ποὺ ἡμεῖς ἠκούσαμεν ἀπό σὲ καὶ ἐκηρύξαμεν στοὺς ἀνθρώπους; Ἡ δύναμις τοῦ Κυρίου εἰς ποῖον ἐφανερώθη καὶ ἔγινεν πιστευτή καὶ παραδεκτή;

Ησ. 53,2 ἀνηγγείλαμεν ὡς παιδίον ἐναντίον αὐτοῦ, ὡς ῥίζα ἐν γῇ διψώσῃ. οὐκ ἔστιν εἶδος αὐτῷ οὐδὲ δόξα· καὶ εἴδομεν αὐτόν, καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος·
Ησ. 53,2 Ἀνηγγείλαμεν αὐτόν ὡσάν μικρόν καὶ ἄσημον παιδίον ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, σὰν ρίζαν εἰς γῆν διψασμένην καὶ ξηράν. Δὲν εἶχεν ὡραίαν, ἔνδοξον καὶ ἑλκυστικήν τὴν ἐμφάνισιν. Δὲν εἶχεν ὡραιότητα καὶ λαμπρότητα προσώπου. Τὸν εἴδομεν καὶ δὲν εἶχε πρόσωπον ἐμφανίσιμον, οὔτε κάλλος.

Ησ. 53,3 ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καὶ ἐκλεῖπον παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων· ἄνθρωπος ἐν πληγῇ ὢν καὶ εἰδὼς φέρειν μαλακίαν, ὅτι ἀπέστραπται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, ἠτιμάσθη καὶ οὐκ ἐλογίσθη.
Ησ. 53,3 Ἀλλὰ τὸ πρόσωπόν του ἦτο καταφρονημένον, χωρίς τιμήν καὶ δόξαν. Ὑπελείπετο ὡς πρὸς τὴν ὡραιότητα καὶ τὴν εὐπρεπῆ ἐμφάνισιν μεταξύ ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Αὐτός ἦτο ἄνθρωπος πληγωμένος, ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος γνωρίζει νὰ βαστάζη καὶ νὰ ὑπομένη ταλαιπωρίας καὶ πόνους. Ἀντικείμενον ἀποστροφῆς ἔγινε τὸ πρόσωπον του, ἐδέχθη ἐξευτελισμούς καὶ ταπεινώσεις ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων. Τὸν ἐλογάριασαν σὰν νὰ μὴ ὑπῆρχεν. 




Ζαχαρ. θ’. 9

Ζαχ 9.9 Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών, κήρυσσε, θύγατερ Ἱερουσαλήμ. Ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σου δίκαιος, καὶ σώζων αὐτὸς πραΰς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὑποζύγιον καὶ πῶλον νέον. 
Ζαχ. 9,9 Χαῖρε λοιπόν παρά πολύ, κόρη μου Σιών, διαλάλησε Ἱερουσαλήμ ἰδού ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται εἰς σὲ δίκαιος, λυτρωτής και σωτήρ, πρᾶος, καθήμενος ἐπάνω εἰς ἕνα ὑποζύγιον, εἰς ἕνα νεαρόν πωλάριον.

Ζαχαρ. ια΄. 12,13

Ζαχ. 11,12 καὶ ἔστησαν τὸν μισθόν μου τριάκοντα ἀργυροῦς.
Ζαχ. 11,12 Ὥρισαν λοιπόν καὶ ἐπλήρωσαν τὸν μισθόν μου, ἕνα εὐτελές πόσον, τριάκοντα ἀργυροῦς σίκλους.

Ζαχ. 11,13 καὶ ἔλαβον τοὺς τριάκοντα ἀργυροῦς καὶ ἐνέβαλον αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον Κυρίου εἰς τὸ χωνευτήριον.
Ζαχ. 11,13 Ἔλαβα πράγματι τοὺς τριάκοντα ἀργυροῦς σίκλους, τοὺς ἔρριψα στὸν οἶκον τοῦ Κυρίου στὸ χωνευτήριον.



Ψαλ. 21,7-9


Ψαλ. 21,7 ἐγὼ δέ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος, ὄνειδος ἀνθρώπων καὶ ἐξουθένημα λαοῦ.
Ψαλ. 21,7 Ἐγώ ὅμως εἶμαι ἄθλιος ὡσάν ἕνας σκώληξ, δὲν εἶμαι κἄν ἄνθρωπος. Ἔγινα χλευασμός καὶ περίγελως τῶν ἀνθρώπων. Σὰν μία τιποτένια ὕπαρξις θεωροῦμαι ἀπό τὸν λαόν.

Ψαλ. 21,8 πάντες οἱ θεωροῦντές με ἐξεμυκτήρισάν με, ἐλάλησαν ἐν χείλεσιν, ἐκίνησαν κεφαλήν·
Ψαλ. 21,8 Ὅλοι ὅσοι μὲ βλέπουν μὲ ἐμπαίζουν καὶ μὲ σαρκάζουν• μὲ ὑβρίζουν καὶ μὲ βλασφημοῦν, κινοῦν εἰρωνικῶς καὶ ἀπειλητικῶς τὴν κεφαλήν των λέγοντες•

Ψαλ. 21,9 ἤλπισεν ἐπὶ Κύριον, ῥυσάσθω αὐτόν· σωσάτω αὐτόν, ὅτι θέλει αὐτόν.
Ψαλ. 21,9 ἰσχυρίζεται ὅτι ἔχει στηρίξει τὰς ἐλπίδας του στὸν Κύριον. Ἄν αὐτό εἶναι ἀληθινόν, ἄς τὸν σώση ὁ Θεός ἀπό τὸν θάνατον. Ἄς τὸν σώση, διότι αὐτός ἰσχυρίζετο, ὅτι ὁ Κυριος τὸν θέλει, ὅτι ὁ Κυριος τὸν ἀγαπᾶ ἰδιαιτέρως”.



Ψαλ. 21,15-19

Ψαλ. 21,15 ἐγενήθη ἡ καρδία μου ὡσεὶ κηρὸς τηκόμενος ἐν μέσῳ τῆς κοιλίας μου·
Ψαλ. 21,15 Ἡ καρδία μου μέσα στὸ στῆθος μου εἶναι ὡσάν κερί, τὸ ὁποῖον λυώνει ἀπό τὴν φωτιάν.

Ψαλ. 21,16 ἐξηράνθη ὡσεὶ ὄστρακον ἡ ἰσχύς μου, καὶ ἡ γλῶσσά μου κεκόλληται τῷ λάρυγγί μου, καὶ εἰς χοῦν θανάτου κατήγαγές με.
Ψαλ. 21,16 Σὰν πήλινο σκεῦος, τὸ ὁποῖον χωρίς νερό ξηραίνεται στὸν φλογερόν ἥλιον, ἔτσι ἐξηράνθη καὶ ἐξέλιπεν ἡ δύναμίς μου. Ἡ γλῶσσα μου ἀπό τὴν δίψαν, ποὺ μὲ κατακαίει καὶ τὴν ἀγωνίαν, ἐκόλλησεν στὸν λάρυγγά μου. Καὶ σύ, Κύριε, φαίνεται σὰν νὰ μὲ ἄφησες, νὰ φθάσω στὸ χώμα τοῦ βαθέος τάφου.

Ψαλ. 21,17 ὅτι ἐκύκλωσάν με κύνες πολλοί, συναγωγὴ πονηρευομένων περιέσχον με, ὤρυξαν χεῖράς μου καὶ πόδας.
Ψαλ. 21,17 Διότι ἰδού, οἱ ἐχθροί μου σὰν ἀγέλη ἀγρίων κυνῶν μὲ ἔχουν περικυκλώσει. Ὁ συρφετός αὐτός τῶν κακούργων ἀνθρώπων σὰν μὲ φοβερά καρφιά ἔχουν διατρυπήσει τὰ χέρια μου καὶ τὰ πόδια μου.

Ψαλ. 21,18 ἐξηρίθμησαν πάντα τὰ ὀστᾶ μου, αὐτοὶ δὲ κατενόησαν καὶ ἐπεῖδόν με.
Ψαλ. 21,18 Ἀπό τὴν ἐξάντλησιν καὶ τὴν ἀδυναμίαν, εἰς τὴν ὁποίαν ἔχω καταντήσει, ἠμποροῦν ὅλοι νὰ διακρίνουν καὶ νὰ μετροῦν τὰ ὀστᾶ τοῦ σώματός μου. Οἱ ἐχθροί μου μὲ χαιρεκακίαν πολλήν κατέστησαν τὸν πόνον μου καὶ τὸν σπαραγμόν μου.

Ψαλ. 21,19 διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον.
Ψαλ. 21,19 Ἐμοιράσθησαν μεταξύ των τὰ ἐνδύματά μου καὶ διὰ τὸ ἀκριβώτερον ἔνδυμά μου- τὸν ἄρραφον χιτώνα- ἔβαλαν κλῆρον, ποιός θὰ τὸ πάρη.



Ψαλμ. ξη’. 8-13,20-22, 30

Ψαλ. 68,8 ὅτι ἕνεκά σου ὑπήνεγκα ὀνειδισμόν, ἐκάλυψεν ἐντροπὴ τὸ πρόσωπόν μου.
Ψαλ. 68,8 Μὴ μὲ ἐγκαταλείψης Κύριε, διότι ἐγώ πρὸς χάριν σου ὑπομένω ἐμπαιγμούς καὶ ὕβρεις. Τὸ πρόσωπόν μου ἐπλημμύρισεν ἀπό ἐντροπήν, ἔγινε κατακόκκινον.

Ψαλ. 68,9 ἀπηλλοτριωμένος ἐγενήθην τοῖς ἀδελφοῖς μου καὶ ξένος τοῖς υἱοῖς τῆς μητρός μου,
Ψαλ. 68,9 Ξένος καὶ ἀγνώριστος κατήντησα μεταξύ τῶν ἀδελφῶν μου. Ἄγνωστος καὶ ξένος καὶ εἰς αὐτούς ἀκόμη τοὺς ὁμομητρίους ἀδελφούς μου.

Ψαλ. 68,10 ὅτι ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου κατέφαγέ με, καὶ οἱ ὀνειδισμοὶ τῶν ὀνειδιζόντων σε ἐπέπεσον ἐπ᾿ ἐμέ.
Ψαλ. 68,10 Πάσχω δὲ ὅλα αὐτά, διότι ὁ φλογερός ζῆλος ὑπέρ τοῦ ναοῦ σου ὡς πῦρ μὲ ἔχει καταφλέξει• Αἱ ἀναίσχυντοι ὕβρεις, αἱ ὁποῖαι ἐκτοξεύονται ἐναντίον σου ἀπό τοὺς ἀσεβεῖς ἀνθρώπους, πίπτουν ὅλαι βαρεῖαι ἐπάνω μου.

Ψαλ. 68,11 καὶ συνεκάλυψα ἐν νηστείᾳ τὴν ψυχήν μου, καὶ ἐγενήθη εἰς ὀνειδισμοὺς ἐμοί·
Ψαλ. 68,11 Διὰ τὴν ἀσέβειάν των αὐτήν ἐπόνεσα βαθύτατα. Ἐταπείνωσα μὲ ἀσιτίαν τὴν ζωήν μου καὶ ἀντί τὸ πένθος μου δι' αὐτούς νὰ τοὺς συγκινήση, ἔγινεν ἐξ ἀντιθέτου αἰτία ὀνειδισμῶν ἐναντίον μου.

Ψαλ. 68,12 καὶ ἐθέμην τὸ ἔνδυμά μου σάκκον, καὶ ἐγενόμην αὐτοῖς εἰς παραβολήν.
Ψαλ. 68,12 Ἀντί τοῦ συνήθους ἐνδύματος ἐφόρεσα τρίχινον σάκκον θλίψεως καὶ μετανοίας. Κατήντησα δι' αὐτούς παροιμιῶδες πρόσωπον διακωμωδήσεως καὶ ὕβρεων.

Ψαλ. 68,13 κατ᾿ ἐμοῦ ἠδολέσχουν οἱ καθήμενοι ἐν πύλαις, καὶ εἰς ἐμὲ ἔψαλλον οἱ πίνοντες οἶνον.
Ψαλ. 68,13 Ἐναντίον μου ἐφλυαροῦσαν οἱ ἀργόσχολοι πρὸ τῶν πυλῶν τῶν τειχῶν. Καὶ εἰς βάρος μου ἐτραγουδοῦσαν οἱ μέθυσοι πίνοντες τὸν οἶνον.


Ψαλ. 68,20 σὺ γὰρ γινώσκεις τὸν ὀνειδισμόν μου καὶ τὴν αἰσχύνην μου καὶ τὴν ἐντροπήν μου· ἐναντίον σου πάντες οἱ θλίβοντές με.
Ψαλ. 68,20 Γρήγορα ἔλα εἰς βοήθειάν μου, Κύριε, διότι σὺ γνωρίζεις τοὺς ἐμπαιγμούς των, ποὺ ἐξαπολύουν ἐναντίον μου, τὴν αἰσχυνην καὶ τὴν ἐντροπήν μου ἐξ αἰτίας των. Ἐνώπιόν σου, Κύριε, εὑρίσκονται ὅλοι αὐτοί ποὺ μὲ θλίβουν καὶ τῶν ὁποίων ἡ κακία δέν σοῦ διαφεύγει.

Ψαλ. 68,21 ὀνειδισμὸν προσεδόκησεν ἡ ψυχή μου καὶ ταλαιπωρίαν, καὶ ὑπέμεινα συλλυπούμενον, καὶ οὐχ ὑπῆρξε, καὶ παρακαλοῦντας, καὶ οὐχ εὗρον.
Ψαλ. 68,21 Ὅπου καὶ ἄν στραφῆ ἡ πονεμένη μου ψυχή, δὲν περιμένει τίποτε ἄλλο παρά ὕβρεις καὶ ταλαιπωρίαν. Ἐπερίμενα νὰ εὐρεθῆ κάποιος, νὰ μὲ συμπονέση καὶ κανείς δὲν παρουσιάσθηκε. Ἀνεζήτησα κάποιον νὰ μὲ παρηγορήση, καὶ δὲν εὑρῆκα κανένα.

Ψαλ. 68,22 καὶ ἔδωκαν εἰς τὸ βρῶμά μου χολὴν καὶ εἰς τὴν δίψαν μου ἐπότισάν με ὄξος.
Ψαλ. 68,22 Ὅταν δὲ ἐπείνασα μοῦ ἔδωκαν ἀντί φαγητοῦ χολήν, καὶ ὅταν ἐδίψησα, μοῦ ἔδωκαν νὰ πιῶ ξίδι.


Ψαλ. 68,30 πτωχὸς καὶ ἀλγῶν εἰμι ἐγώ· ἡ σωτηρία σου, ὁ Θεός, ἀντιλάβοιτό μου.
Ψαλ. 68,30 Ἐγώ εἶμαι πτωχός καὶ ἀβοήθητος γεμάτος πόνους καὶ ὀδύνας. Ἡ σωτηρία σου, ὦ Θεέ μου, εἴθε νὰ μὲ στηρίξη καὶ μὲ βοηθήση.



Ὠσηέ. ιγ’. 14

Ωσ. 13,14 ποῦ ἡ δίκη σου, θάνατε; ποῦ τὸ κέντρον σου, ᾅδη; 
Ωσ. 13,14 ποῦ εἶναι ἡ καταδίκη σου, ὦ θάνατε, ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων; Ποῦ εἶναι τὸ δηλητηριῶδες κεντρί σου, ὦ ἅδη;


Κορινθ. Α’. ιε. 55.

Α Κορ. 15,55 ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος;
Α Κορ. 15,55 Ποῦ εἶναι, θάνατε, τὸ φαρμακερό κεντρί σου; Ἅδη, ποῦ εἶναι ἡ νίκη σου;



Ἠσ. νβ’. 13,14

Ησ. 52,13 ᾿Ἰδοὺ συνήσει ὁ παῖς μου καὶ ὑψωθήσεται καὶ δοξασθήσεται καὶ μετεωρισθήσεται σφόδρα.
Ησ. 52,13 Ἰδού, ὁ παῖς μου, ὁ Μεσσίας, θὰ γεμίση ἀπό σοφίαν καὶ σύνεσιν, διὰ νὰ ἐννοήση πλήρως καὶ ἐκπληρώση τὴν ἀποστολήν του. Θὰ ὑψωθῆ, θὰ δοξασθῆ, θὰ μεγαλυνθηθῆ στὸν ὑπέρτατον βαθμόν.

Ησ. 52,14 ὃν τρόπον ἐκστήσονται ἐπὶ σὲ πολλοὶ - οὕτως ἀδοξήσει ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων τὸ εἶδός σου καὶ ἡ δόξα σου ἀπὸ υἱῶν ἀνθρώπων 
Ησ. 52,14 Ὅπως θὰ μείνουν κατάπληκτοι πολλοί ἐμπρός εἰς τὰ φοβερά παθήματά σου, τόσον πολύ θὰ χάση ἡ μορφή σου τὴν λάμψιν τῆς ὡραιότητάς σου μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καὶ τόσον πολύ θὰ διασυρθῆ καὶ θὰ πέση ἡ ὑπόληψίς σου ἀπό τοὺς υἱούς τῶν ἀνθρώπων



Ἠσ. νγ’. 3-9, 12

Ησ. 53,3 ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καὶ ἐκλεῖπον παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων· ἄνθρωπος ἐν πληγῇ ὢν καὶ εἰδὼς φέρειν μαλακίαν, ὅτι ἀπέστραπται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, ἠτιμάσθη καὶ οὐκ ἐλογίσθη.
Ησ. 53,3 Ἀλλὰ τὸ πρόσωπόν του ἦτο καταφρονημένον, χωρίς τιμήν καὶ δόξαν. Ὑπελείπετο ὡς πρὸς τὴν ὡραιότητα καὶ τὴν εὐπρεπῆ ἐμφάνισιν μεταξύ ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Αὐτός ἦτο ἄνθρωπος πληγωμένος, ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος γνωρίζει νὰ βαστάζη καὶ νὰ ὑπομένη ταλαιπωρίας καὶ πόνους. Ἀντικείμενον ἀποστροφῆς ἔγινε τὸ πρόσωπόν του, ἐδέχθη ἐξευτελισμούς καὶ ταπεινώσεις ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων. Τὸν ἐλογάριασαν σὰν νὰ μὴ ὑπῆρχεν.

Ησ. 53,4 οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἐν κακώσει.
Ησ. 53,4 Αὐτός ὅμως φέρει ἐπάνω του τὸ βαρύ φορτίον τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἐβυθίσθη στὸν πόνον καὶ τὴν ὀδύνην, καὶ ἡμεῖς ἐν τῇ πλάνῃ μας ἐνομίσαμεν, ὅτι αὐτός εὑρίσκετο εἰς τὴν ὀδυνηράν αὐτήν πληγήν καὶ συμφοράν, ἐπειδή ἐτιμωρεῖτο ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ δι' ἰδικάς του ἁμαρτίας.

Ησ. 53,5 αὐτὸς δὲ ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν καὶ μεμαλάκισται διὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν· παιδεία εἰρήνης ἡμῶν ἐπ᾿ αὐτόν. τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν.
Ησ. 53,5 Αὐτός ὅμως ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἰδικάς μας ἁμαρτίας, ἐταλαιπωρήθη καὶ ὑπέφερε διὰ τὰς ἀνομίας μας. Παιδευτική τιμωρία ἔπεσεν ἐπάνω του διὰ τὴν ἰδικήν μας εἰρήνην καὶ σωτηρίαν. Χάρις δὲ εἰς τὴν πληγήν ἐκείνου ἡμεῖς ἐθεραπεύθημεν.

Ησ. 53,6 πάντες ὡς πρόβατα ἐπλανήθημεν, ἄνθρωπος τῇ ὁδῷ αὐτοῦ ἐπλανήθη· καὶ Κύριος παρέδωκεν αὐτὸν ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν.
Ησ. 53,6 Ὅλοι ὡσάν πρόβατα εἴχαμεν πλανηθῆ. Κάθε ἄνθρωπος στὸν δρόμον καὶ τὸν τρόπον τῆς ζωῆς του ἐπλανήθη. Διὰ τὰς ἰδικάς μας ἁμαρτίας ὁ Κυριος παρέδωκεν αὑτόν εἰς παθήματα καὶ θάνατον.

Ησ. 53,7 καὶ αὐτὸς διὰ τὸ κεκακῶσθαι οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ· ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα.
Ησ. 53,7 Καὶ αὐτός, παρ' ὅλας τὰς κακώσεις ποὺ ὑπέστη, δὲν ἤνοιξε τὸ στόμα αὐτοῦ• ὡσαν ἄφωνον πρόβατον ὡδηγήθη πρὸς σφαγήν. Ὡς ἀμνός ἄφωνος ἐνώπιον ἐκείνου, ὁ ὁποῖος τὸν κουρεύει, ἔτσι πορεύεται χωρίς νὰ ἀνοίγη τὸ στόμα του.

Ησ. 53,8 ἐν τῇ ταπεινώσει ἡ κρίσις αὐτοῦ ἤρθη· τὴν δὲ γενεὰν αὐτοῦ τίς διηγήσεται; ὅτι αἴρεται ἀπὸ τῆς γῆς ἡ ζωὴ αὐτοῦ, ἀπὸ τῶν ἀνομιῶν τοῦ λαοῦ μου ἤχθη εἰς θάνατον.
Ησ. 53,8 Μέσα εἰς τὴν ταπείνωσιν καὶ τὸν ἐξευτελισμόν, ποὺ ἐβυθίσθη, παρεγνωρίσθη καὶ κατεπατήθη τὸ δίκαιόν του ἐν τῆ κρίσει. Ὕστερα δὲ ἀπό τὰ παθήματά του καὶ τὸν ἄδικον θάνατόν του, ποιός θὰ ὑπάρξη καὶ ποιός θὰ τολμήση νὰ διηγηθῆ τὴν γενεάν αὐτοῦ; Διότι ἀφηρέθη βιαίως καὶ ἀδίκως ἀπό τὴν γῆν ἡ ζωή αὐτοῦ. Ἀλλὰ ὠδηγήθη εἰς θάνατον ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ λαοῦ μου.

Ησ. 53,9 καὶ δώσω τοὺς πονηροὺς ἀντὶ τῆς ταφῆς αὐτοῦ καὶ τοὺς πλουσίους ἀντὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ὅτι ἀνομίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ.
Ησ. 53,9 Ἐγώ δὲ εἰς ἐκδίκησιν τοῦ ἀδίκου θανάτου καὶ τῆς ταφῆς του, θὰ τιμωρήσω καὶ θὰ παραδώσω εἰς θάνατον τοὺς κακούς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὸν θάνατον αὐτοῦ θὰ παραδώσω τοὺς πονηρούς πλουσίους καὶ ἄρχοντας. Διότι ὁ παῖς μου αὐτός δὲν διέπραξε καμμίαν παρανομίαν, οὔτε εὑρέθη ποτέ δόλος καὶ ψεῦδος στὸ στόμα του.



Ησ. 53,12 διὰ τοῦτο αὐτὸς κληρονομήσει πολλοὺς καὶ τῶν ἰσχυρῶν μεριεῖ σκῦλα, ἀνθ᾿ ὧν παρεδόθη εἰς θάνατον ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, καὶ ἐν τοῖς ἀνόμοις ἐλογίσθη· καὶ αὐτὸς ἁμαρτίας πολλῶν ἀνήνεγκε καὶ διὰ τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν παρεδόθη.
Ησ. 53,12 Διὰ τοῦτο αὐτός θὰ πάρη ὡς ἰδικήν του πνευματικήν κληρονομίαν πολλούς• καὶ ἀπό τοὺς ἰσχυρούς θὰ πάρη καὶ θὰ διαμοιράση λάφυρα, διότι ἑκουσίως παρεδόθη στὸν λυτρωτικόν δι' ἡμᾶς θάνατον ἡ ζωή του. Κατετάχθη δὲ μεταξύ τῶν παρανόμων καὶ ὡς τοιοῦτος ἐθεωρήθη. Αὐτός ὅμως διὰ τῆς σταυρικῆς του θυσίας ἐπῆρεν ἐπάνω του τὰς ἀμαρτίας πολλῶν καὶ παρεδόθη στὸν σταυρικόν θάνατον διὰ τὰς ἁμαρτίας των.


Ψαλμ. ιε΄. 9-10

Ψαλ. 15,9 διὰ τοῦτο ηὐφράνθη ἡ καρδία μου, καὶ ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσά μου, ἔτι δὲ καὶ ἡ σάρξ μου κατασκηνώσει ἐπ᾿ ἐλπίδι,
Ψαλ. 15,9 Διὰ τοῦτο ἀκριβῶς καὶ εὐφράνθη ἡ καρδία μου, ἡ δὲ γλώσσα μου ἐλάλησε λόγους ἀγαλλιάσεως, ἀκόμη δὲ καὶ τὸ σῶμα μου, ὅταν ἀποθάνω, θὰ ἀποτεθῆ στὸν τάφον μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως.

Ψαλ. 15,10 ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδην, οὐδὲ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν.
Ψαλ. 15,10 Διότι σὺ ὁ Θεός μου δὲν θὰ ἐγκαταλείψης τὴν ψυχήν μου στὸν ἅδην, ὥστε νὰ φυλακισθῆ διὰ παντός εἰς αὐτόν, οὔτε θὰ ἐπιτρέψης, ἐγώ ἀφωσιωμένος εἰς σὲ νὰ δοκιμάσω τὴν φθοράν καὶ ἀποσύνθεσιν τοῦ τάφου. Θὰ μὲ ἀναστήσης.



Ταῦτα τὰ μὲν ὑπὲρ τὰ χίλια, τὰ δὲ ὑπὲρ τὰ ἑπτακόσια ἔτη πρὸ τῆς χριστιανικῆς ἐποχῆς γεγραμμένα, ἔκτοτε μέχρι δεῦρο τὰς Ἰουδαϊκὰς καὶ Χριστιανικὰς Ἱερὰς Γραφὰς ἀπαρτίζοντα, εἰσὶ προφητεῖαι διαγράφουσαι, ὡσεὶ ἦσαν αὐτόχρημα ἱστορία τῶν γεγονότων πρὸ ποδῶν τοῦ Σταυροῦ γραφεῖσαι, τὰ πάθη καὶ τὸν θάνατον τοῦ Χριστοῦ, τὸ ταπεινόφρον, τὸ πρᾶον, τὴν θλῖψιν καὶ ἀγωνίαν Αὐτοῦ· ὅτι ἀπεδοκιμάσθη καὶ ἀπερρίφθη ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων ὅτι οὐδένα ἔπειθε λέγων ὅτι καταπέπτωκεν ὑπὸ ἀλγεινῆς λύπης· ὅτι ἦτο ἄτιμον καὶ ἄδοξον τὸ πρόσωπον Αὐτοῦ παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων, καὶ ὅτι ταῦτα πάντα ὑπέστη σιγῶν, καὶ μόνον ὑπὲρ τῶν παρανόμων ἀρᾶς φωνήν, «πάτερ, ἀφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι». (Λούκ. κγ’ 34)· εἰσὶν ἐπὶ λέξεως προλεχθέντα, ἀλλ’ ἐπίσης καὶ γεγονότα. Καὶ μόνη δὲ ἡ τῶν ἐν ταῖς Ἰουδαϊκαῖς Γραφαῖς προφητειῶν τούτων περὶ τῆς ταπεινότητας τῶν παθῶν καὶ τῆς ἐκκοπῆς ἔκβασις δείκνυσιν, ὅτι οὗτος ἦν ὁ προσδοκώμενος Μεσσίας- αὐτὸ δὲ τὸ τοῦ Σταυροῦ σκάνδαλον πανδήμως μαρτυρεῖ περὶ τοῦ Ἰησοῦ· «Ὅτι οὕτω γέγραπται καὶ οὕτως ἔδει παθεῖν τὸν Χριστόν», ὅστις τὴν ὑπὲρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν, ἔργῳ ἐξεπλήρωσεν, ὅσα πάλαι ὁ Θεὸς διὰ τῶν προφητῶν προανήγγειλε τοῖς ἀνθρώποις.

Οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ ἄγρυπνοι φύλακες τῶν Γραφῶν, ἔσονται οἱ αἰώνιοι μάρτυρες τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀληθείας τῶν περὶ Μεσσίου προφητειῶν, καίτοι ἤκιστα πιστοὶ καὶ ἐχθροὶ ἄσπονδοι τοῦ Μεσσίου.


(Ἡ ἀπόδοση καὶ ἑρμηνεία τῶν πρωτοτύπων κειμένων εἶναι τοῦ Ἰωάννου Κολιτσάρα)

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 18, 2014

Περιµένοντας τόν Ἀναµενόµενο


 


Πλάτωνος, Ἀλκιβιάδης δεύτερος

(Ἀπόσπασµα ἀπό τό ἔξοχο βιβλίο «Ἰησοῦς Χριστός - ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν» ποὺ ἀναλύει µέρος ἑνός διαλόγου τοῦ Πλάτωνος (400 χρόνια π.Χ) στό ὁποῖο ὁ Σωκράτης διαλέγεται µέ τόν Ἀλκιβιάδη ἐπί τοῦ θέµατος τῆς προσευχῆς. Εἶναι ἐντυπωσιακό νά παρατηρεῖ κανείς τώρα τό πῶς ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἑτοίµασε τήν ἀνθρωπότητα δηµιουργώντας τήν προσδοκία γιά τήν ἔλευση τοῦ Κυρίου).



Καταπληκτικὴ εἶναι καὶ ἡ στιχοµυθία µεταξὺ τοῦ Σωκράτη καὶ τοῦ Ἀλκιβιάδη στὸ ἔργο τοῦ Πλάτωνος «Ἀλκιβιάδης δεύτερος» (ΧΙΙΙ-ΧIV, 150D ἐξ.), τὸ ὁποῖο εἶναι ἀφιερωµένο στὸ θέµα τῆς προσευχῆς. Ἐδῶ ὁ Σωκράτης ἀναπτύσσει µεταξὺ ἄλλων καὶ τὶς ἑξῆς ἀλήθειες:

α) Ὅτι οἱ προσευχόµενοι δὲν γνωρίζουν ποιὸ εἶναι τὸ πραγµατικό τους συµφέρον, ὥστε νὰ τὸ ζητοῦν ἀπό τούς θεούς, γι’ αὐτὸ πολλὲς φορὲς ζητοῦν πράγµατα ποὺ δὲν τοὺς συµφέρουν, ὅπως π.χ. τὴν βλάβη τῶν ἄλλων

β) ὅτι ἡ προσευχὴ δὲν µπορεῖ νὰ εἶναι ἀποτελεσµατικὴ ἂν ἡ ὑλικὴ θυσία ποὺ προσφέρεται µαζὶ µ’ αὐτὴν δὲν προέρχεται ἀπὸ ψυχή εὐσεβῆ καὶ δίκαιη- «θὰ ἦταν φοβερὸ ἐὰν οἱ Θεοὶ ἀπέβλεπαν στὰ δῶρα καὶ τὶς θυσίες µας καὶ ὄχι στὴν ψυχή, ἐὰν δηλαδὴ εἶναι κάποιος ὅσιος καὶ δίκαιος»,

καὶ γ) γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς ἡ ἐπικοινωνία µὲ τὸν Θεὸ διαµέσου τῆς προσευχῆς δὲν εἶναι τόσο εὔκολη ὅπως φαίνεται, δὲν εἶναι ἀπαλλαγµένη ἀπὸ σφάλµατα καὶ κινδύνους καὶ δὲν εἶναι πάντοτε ἀποτελεσµατική.

Ἀπὸ αὐτὰ ὁ Σωκράτης συµπεραίνει ὅτι τὸ µόνο ποὺ ἔχει νὰ κάνη ὁ ἄνθρωπος εἶναι νὰ περιµένη. µέχρις ὅτου φθάση ὁ καιρὸς νὰ διδαχθῆ ἀπὸ κάποιον πῶς πρέπει νὰ συµπεριφέρεται πρὸς τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς ἀνθρώπους: «ἀναγκαῖον οὖν ἐστι περιµένειν. ἕως ἂν τις µάθῃ ὡς δεῖ πρὸς θεοὺς καὶ πρὸς ἀνθρώπους διακεῖσθαι».

Μετὰ τὴν διαπίστωσι αὐτὴ στὴν ὁποία κατέληξε ὁ Σωκράτης, ὁ Ἀλκιβιάδης τὸν ἐρωτᾶ: «Πότε οὖν παρέσται ὁ χρόνος οὗτος, ὦ Σώκρατες, καὶ τὶς ὁ παιδεύσων; ἥδιστα γὰρ ἂν µοι δοκῶ ἰδεῖν τοῦτον τὸν ἄνθρωπον τὶς ἐστιν», δηλαδή: «Πότε θὰ ἔλθη αὐτὴ ἡ ὥρα, ὦ Σωκράτη, καὶ ποιὸς θὰ µᾶς τὸ µάθη αὐτό; Μὲ πολὺ πόθο θὰ ἔβλεπα, νοµίζω, αὐτόν τὸν ἄνθρωπο, ποιὸς εἶναι». Στὴν ἐρώτησι αὐτὴ ὁ Σωκράτης ἀπαντᾶ ὅτι ὁ Ἀναµενόµενος εἶναι «οὗτος ὧ µέλει καὶ περί σοῦ», δηλαδὴ «αὐτὸς ποὺ φροντίζει (νοιάζεται) καὶ γιὰ σένα». Τὸν χαρακτηρίζει µάλιστα στὸ σηµεῖο αὐτὸ Θεάνθρωπο: «Θεὸν ἠδὲ (καί) ἄνδρα».

Ἡ φροντίδα γιὰ ὅλους τούς ἀνθρώπους εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Ἀναµενόµενου Θεανθρώπου, ἀλλὰ γιὰ νὰ γνωρίση Αὐτὸν ὅποιος θέλει, πρέπει πρῶτα νὰ ἀφαιρέση ἀπὸ τὴν ψυχὴ του τὸ κάλυµµα, τὴν ὁµίχλη ποὺ τὸν ἐµποδίζει νὰ Τὸν δῆ. Σ’ αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Σωκράτη, ὁ Ἀλκιβιάδης ἀποκρίνεται: «Ἄς µοῦ ἀφαίρεση, ἐὰν θέλη, αὐτὸ τὸ κάλυµµα ἤ ὅ,τι ἄλλο, διότι ἐγὼ ἔχω ἀποφασίσει νὰ µὴν παραβῶ καµµία ἀπὸ τὶς προσταγὲς του, ὅποιος νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν πρόκειται νὰ γίνω καλλίτερος». Μὲ τὴν ὁµολογία αὐτὴ ὁ Ἀλκιβιάδης ἐκδηλώνει

α) τὸν πόθο του νὰ γίνη καλλίτερος,

β) τὴν πεποίθησι ὅτι αὐτὸ θὰ µπόρεση νὰ τὸ πραγµατοποίηση µόνον ὁ Ἀναµενόµενος Θεάνθρωπος,

γ) γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἐσωτερικὰ προπαρασκευασµένος νὰ ἀποδεχθῆ πλήρως τὶς ἐντολὲς τοῦ Διδασκάλου αὐτοῦ.

Στὸ ἄκουσµα τῆς τριπλῆς αὐτῆς ὁµολογίας ὁ Σωκράτης ἐπαναλαµβάνει ὅτι ὁ Ἀναµενόµενος «ἔχει ἀξιοθαύµαστη προθυµία γιὰ σένα». Ἡ χρῆσι τοῦ ἐνεστῶτος «ἔχει» ἐδῶ δείχνει τὴν βεβαιότητα, τὸ θεωρεῖ τετελεσµένο, εἶναι προφητική: ἔχει ἀξιοθαύµαστη φροντίδα γιὰ τὸν Ἀλκιβιάδη καὶ γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους ὁ Ἀναµενόµενος ἀκόµη καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐµφάνισί του στὸν κόσµο.

Αὐτὸ σηµαίνει - λέγει ὁ Ἀλκιβιάδης καὶ συµφωνεῖ ὁ Σωκράτης - ὅτι πρέπει νὰ ἀναβάλουµε τὴν προσφορὰ θυσίας «γιὰ τότε», µέχρι δηλαδὴ ὁ Ἀναµενόµενος νὰ µᾶς διδάξη πῶς πρέπει νὰ προσευχώµαστε καὶ νὰ προσφέρουµε θυσίες. Καὶ παρατηρεῖ συµπερασµατικὰ ὁ Ἀλκιβιάδης: «τοῖς θεοῖς δὲ καὶ στεφάνους καὶ τἄλλα πάντα νοµιζόµενα τότε δώσοµεν, ὅταν ἐκείνην τὴν ἡµέραν ἐλθοῦσαν ἴδω˙ ἤξει δ’ οὐ διὰ µακροῦ, τούτων θελόντων»- δηλαδὴ πρὸς τὸ παρὸν θὰ διακόψουµε τὴν λατρεία καὶ «θὰ προσφέρουµε στοὺς θεοὺς καὶ στεφάνια καὶ ὅλα τὰ ἄλλα, ὅταν δῶ νὰ ἔλθη ἐκείνη ἡ µέρα - καὶ δὲν θ’ ἀργήση νὰ ἔλθη, ἐὰν αὐτοί τὸ θέλουν». Δὲν φανερώνεται ὁ φωτισµὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος κι ἐδῶ ὅπως καὶ στὸν Ἀββακοὺµ ποὺ προφήτευσε «ἐὰν καθυστερήση, περίµενέ τον µὲ ὑποµονή, διότι θὰ ἔλθη σίγουρα καὶ δὲν θ’ ἀργήση» (β’ 3);

Στὸ τέλος δὲ τοῦ διαλόγου ὁ Σωκράτης λέγει ὅτι διατρέχουν περίοδο «κλύδωνος» (τρικυµίας).

Ἀπὸ τὸν διάλογο αὐτὸ προκύπτουν τὰ ἑξῆς συµπεράσµατα:

1) ὑπῆρχε ἔντονη ἡ προσδοκία ἑνὸς ξεχωριστοῦ στὴν δύναµι καὶ στὸν φωτισµὸ ἀνθρώπου, µὲ ἐντελῶς διαφορετικὲς ἰδιότητες, ποὺ θὰ ἔχη δικό του κῦρος καὶ θὰ εἶναι αὐθεντικὸς Παιδαγωγός· θὰ διδάξη τοὺς ἀνθρώπους ὅ,τι δὲν µποροῦσε νὰ τοὺς διδάξη κανεὶς µέχρι τότε. Θὰ τοὺς ἀπεκάλυπτε τὴν ἀληθινὴ Θρησκεία (πῶς πρέπει νὰ φερώµαστε στὸν Θεό) καὶ τὴν ἀληθινὴ Ἠθικὴ (πῶς πρέπει νὰ φερώµαστε στοὺς ἀνθρώπους),

2) ἡ ἔντονη αὐτή προσδοκία  τοῦ ὑπερανθρώπου Διδασκάλου ὠφειλόταν στὴν συναίσθησι τοῦ ἀνθρώπου ὅτι βρίσκεται µέσα στὴν ζωὴ σὰν σὲ τρικυµισµένη θάλασσα, στὴν ὁποία ἐπικρατεῖ τέτοια ὁµίχλη ποὺ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ δῆ τὴν ἀλήθεια - εἶναι ἕνα συναίσθηµα ἀνάλογο µὲ τοῦ µεγάλου Θεολόγου καὶ ἡσυχαστοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ, ὁ ὁποῖος ἐναγωνίως ἀπευθυνόταν πρὸς τὸν Θεὸ µὲ τὰ λόγια «φώτισόν µου τὸ σκότος, φώτισόν µου τὸ σκότος» ἔχοντας βαθιὰ πιστέψει ὅτι µόνον Αὐτός, ἡ Πηγὴ τοῦ ἄκτιστου Φωτός, µπορεῖ νὰ διαλύση τὴν ὁµίχλη ποὺ ἐπικρατεῖ µέσα στὸν ἄνθρωπο,

3) ὅτι ὁ Ἀναµενόµενος ὅπου νὰ εἶναι θὰ ἔλθη - καὶ µέχρι τότε πρέπει νὰ µὴ συνεχίζεται ἡ λατρεία, ἀφοῦ δὲν τελεῖται σωστά, ἀλλὰ κάθε λατρευτικὴ ἐκδήλωσι νὰ ἀναβληθῆ µέχρι νὰ ἔλθη ὁ Προσδοκώµενος Ὑπεράνθρωπος Διδάσκαλος καὶ νὰ διαφώτιση τὸν ἄνθρωπο πῶς νὰ τελῆ τὴν ἀληθινὴ καὶ Θεοπρεπῆ λατρεία.

Τὴν ἴδια ἀνησυχία εἶχε καὶ ἡ «αἱρετική» Σαµαρεῖτις, ὅταν ἀπηύθηνε στὸν Κύριο τούς θαυµαστοὺς λόγους: «οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται, ὁ λεγόµενος Χριστὸς. Ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡµῖν πάντα»(Ἰωαν. δ’ 25), ἀφοῦ προηγουµένως εἶχε προηγηθῆ ἡ ἐρώτησί της καὶ ἡ ἀπάντησί Του γιὰ τὴν ἀληθινὴ λατρεία. Καὶ στὸ τέλος τὴν τιµᾶ µὲ τὴν ἀποκάλυψι τῆς ταυτότητός Του, πρᾶγµα ποὺ συστηµατικὰ ἀπέφευγε νὰ τὸ κάνη ἄµεσα σὲ ἄλλες περιπτώσεις: «Λέγει αὐτῆ ὁ Ἰησοῦς, Ἐγώ εἰµι ὁ λαλῶν σοι» (Ἰωαν. δ’ 25).

Εὔλογα λοιπὸν ἀναφωνεῖ ὁ Κλήµης ὁ Ἀλεξανδρεὺς στοὺς Στρωµατεῖς (5, 13): «Δὲν εἶναι δυνατόν, νοµίζω, νὰ προαναγγελθῆ σαφέστερα ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ὁ Σωτῆρας µας».
πηγή

Παρασκευή, Απριλίου 11, 2014

Προφητεῖαι περὶ τῶν Παθῶν καὶ τῆς Ἀναστάσεως -Ἅγιος Νεκτάριος

Ὡς διέγραψαν τὰς τοῦ Μεσαίου ἀρετὰς αἱ προφητεῖαι, οὕτω καὶ τὰ πάθη καὶ τὸν θάνατον αὐτοῦ· ἔμελλεν νὰ αὐξήσῃ ὡς τρυφερὸν βαλαστάριον ἐν γῇ ἀνύδρῳ, εἰσελάσῃ εἰς Ἱερουσαλὴμ ἐν μετριόφρονι θριάμβῳ ὀχούμενος ἐπὶ πώλου ὄνου, προδοθῇ καὶ πραθῇ ἐπὶ τριάκοντα ἀργυρίοις· νὰ μαστιγωθῇ, κολαφισθῇ, ἐμπτυσθῇ καὶ χλευασθῇ, τρηθῇ τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, ἀλλὰ μὴ κατεαγῇ τὰ ὀστᾶ· λογχευθῇ τὴν πλευράν, ποτισθῇ ὄξος μετὰ χολῆς· ἔμελλον νὰ διανεμηθῶσι τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ κληρώσωνται τὴν περιβολὴν αὐτοῦ· ἔμελλε νὰ ἀποθάνῃ καὶ ταφῇ, ἀλλὰ μὴ ἐγκαταλειφθῇ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ἐν διαφθορᾷ. Ταῦτα πάντα προελέχθησαν καὶ ἀπήντησαν πληρωθέντα ἐπὶ λέξεως, καθ’ ἃ ἐπροφητεύθη.



Ἠσ. νγ’. 1,2,3

Ησ. 53,1 Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν; καὶ ὁ βραχίων Κυρίου τίνι ἀπεκαλύφθη;
Ησ. 53,1 Κύριε, ποιός ἐπίστευσεν εἰς αὐτά, ποὺ ἡμεῖς ἠκούσαμεν ἀπό σὲ καὶ ἐκηρύξαμεν στοὺς ἀνθρώπους; Ἡ δύναμις τοῦ Κυρίου εἰς ποῖον ἐφανερώθη καὶ ἔγινεν πιστευτή καὶ παραδεκτή;

Ησ. 53,2 ἀνηγγείλαμεν ὡς παιδίον ἐναντίον αὐτοῦ, ὡς ῥίζα ἐν γῇ διψώσῃ. οὐκ ἔστιν εἶδος αὐτῷ οὐδὲ δόξα· καὶ εἴδομεν αὐτόν, καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος·
Ησ. 53,2 Ἀνηγγείλαμεν αὐτόν ὡσάν μικρόν καὶ ἄσημον παιδίον ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, σὰν ρίζαν εἰς γῆν διψασμένην καὶ ξηράν. Δὲν εἶχεν ὡραίαν, ἔνδοξον καὶ ἑλκυστικήν τὴν ἐμφάνισιν. Δὲν εἶχεν ὡραιότητα καὶ λαμπρότητα προσώπου. Τὸν εἴδομεν καὶ δὲν εἶχε πρόσωπον ἐμφανίσιμον, οὔτε κάλλος.

Ησ. 53,3 ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καὶ ἐκλεῖπον παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων· ἄνθρωπος ἐν πληγῇ ὢν καὶ εἰδὼς φέρειν μαλακίαν, ὅτι ἀπέστραπται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, ἠτιμάσθη καὶ οὐκ ἐλογίσθη.
Ησ. 53,3 Ἀλλὰ τὸ πρόσωπόν του ἦτο καταφρονημένον, χωρίς τιμήν καὶ δόξαν. Ὑπελείπετο ὡς πρὸς τὴν ὡραιότητα καὶ τὴν εὐπρεπῆ ἐμφάνισιν μεταξύ ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Αὐτός ἦτο ἄνθρωπος πληγωμένος, ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος γνωρίζει νὰ βαστάζη καὶ νὰ ὑπομένη ταλαιπωρίας καὶ πόνους. Ἀντικείμενον ἀποστροφῆς ἔγινε τὸ πρόσωπον του, ἐδέχθη ἐξευτελισμούς καὶ ταπεινώσεις ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων. Τὸν ἐλογάριασαν σὰν νὰ μὴ ὑπῆρχεν.




Ζαχαρ. θ’. 9

Ζαχ 9.9 Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών, κήρυσσε, θύγατερ Ἱερουσαλήμ. Ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σου δίκαιος, καὶ σώζων αὐτὸς πραΰς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὑποζύγιον καὶ πῶλον νέον.
Ζαχ. 9,9 Χαῖρε λοιπόν παρά πολύ, κόρη μου Σιών, διαλάλησε Ἱερουσαλήμ ἰδού ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται εἰς σὲ δίκαιος, λυτρωτής και σωτήρ, πρᾶος, καθήμενος ἐπάνω εἰς ἕνα ὑποζύγιον, εἰς ἕνα νεαρόν πωλάριον.

Ζαχαρ. ια΄. 12,13

Ζαχ. 11,12 καὶ ἔστησαν τὸν μισθόν μου τριάκοντα ἀργυροῦς.
Ζαχ. 11,12 Ὥρισαν λοιπόν καὶ ἐπλήρωσαν τὸν μισθόν μου, ἕνα εὐτελές πόσον, τριάκοντα ἀργυροῦς σίκλους.

Ζαχ. 11,13 καὶ ἔλαβον τοὺς τριάκοντα ἀργυροῦς καὶ ἐνέβαλον αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον Κυρίου εἰς τὸ χωνευτήριον.
Ζαχ. 11,13 Ἔλαβα πράγματι τοὺς τριάκοντα ἀργυροῦς σίκλους, τοὺς ἔρριψα στὸν οἶκον τοῦ Κυρίου στὸ χωνευτήριον.



Ψαλ. 21,7-9


Ψαλ. 21,7 ἐγὼ δέ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος, ὄνειδος ἀνθρώπων καὶ ἐξουθένημα λαοῦ.
Ψαλ. 21,7 Ἐγώ ὅμως εἶμαι ἄθλιος ὡσάν ἕνας σκώληξ, δὲν εἶμαι κἄν ἄνθρωπος. Ἔγινα χλευασμός καὶ περίγελως τῶν ἀνθρώπων. Σὰν μία τιποτένια ὕπαρξις θεωροῦμαι ἀπό τὸν λαόν.

Ψαλ. 21,8 πάντες οἱ θεωροῦντές με ἐξεμυκτήρισάν με, ἐλάλησαν ἐν χείλεσιν, ἐκίνησαν κεφαλήν·
Ψαλ. 21,8 Ὅλοι ὅσοι μὲ βλέπουν μὲ ἐμπαίζουν καὶ μὲ σαρκάζουν• μὲ ὑβρίζουν καὶ μὲ βλασφημοῦν, κινοῦν εἰρωνικῶς καὶ ἀπειλητικῶς τὴν κεφαλήν των λέγοντες•

Ψαλ. 21,9 ἤλπισεν ἐπὶ Κύριον, ῥυσάσθω αὐτόν· σωσάτω αὐτόν, ὅτι θέλει αὐτόν.
Ψαλ. 21,9 ἰσχυρίζεται ὅτι ἔχει στηρίξει τὰς ἐλπίδας του στὸν Κύριον. Ἄν αὐτό εἶναι ἀληθινόν, ἄς τὸν σώση ὁ Θεός ἀπό τὸν θάνατον. Ἄς τὸν σώση, διότι αὐτός ἰσχυρίζετο, ὅτι ὁ Κυριος τὸν θέλει, ὅτι ὁ Κυριος τὸν ἀγαπᾶ ἰδιαιτέρως”.



Ψαλ. 21,15-19

Ψαλ. 21,15 ἐγενήθη ἡ καρδία μου ὡσεὶ κηρὸς τηκόμενος ἐν μέσῳ τῆς κοιλίας μου·
Ψαλ. 21,15 Ἡ καρδία μου μέσα στὸ στῆθος μου εἶναι ὡσάν κερί, τὸ ὁποῖον λυώνει ἀπό τὴν φωτιάν.

Ψαλ. 21,16 ἐξηράνθη ὡσεὶ ὄστρακον ἡ ἰσχύς μου, καὶ ἡ γλῶσσά μου κεκόλληται τῷ λάρυγγί μου, καὶ εἰς χοῦν θανάτου κατήγαγές με.
Ψαλ. 21,16 Σὰν πήλινο σκεῦος, τὸ ὁποῖον χωρίς νερό ξηραίνεται στὸν φλογερόν ἥλιον, ἔτσι ἐξηράνθη καὶ ἐξέλιπεν ἡ δύναμίς μου. Ἡ γλῶσσα μου ἀπό τὴν δίψαν, ποὺ μὲ κατακαίει καὶ τὴν ἀγωνίαν, ἐκόλλησεν στὸν λάρυγγά μου. Καὶ σύ, Κύριε, φαίνεται σὰν νὰ μὲ ἄφησες, νὰ φθάσω στὸ χώμα τοῦ βαθέος τάφου.

Ψαλ. 21,17 ὅτι ἐκύκλωσάν με κύνες πολλοί, συναγωγὴ πονηρευομένων περιέσχον με, ὤρυξαν χεῖράς μου καὶ πόδας.
Ψαλ. 21,17 Διότι ἰδού, οἱ ἐχθροί μου σὰν ἀγέλη ἀγρίων κυνῶν μὲ ἔχουν περικυκλώσει. Ὁ συρφετός αὐτός τῶν κακούργων ἀνθρώπων σὰν μὲ φοβερά καρφιά ἔχουν διατρυπήσει τὰ χέρια μου καὶ τὰ πόδια μου.

Ψαλ. 21,18 ἐξηρίθμησαν πάντα τὰ ὀστᾶ μου, αὐτοὶ δὲ κατενόησαν καὶ ἐπεῖδόν με.
Ψαλ. 21,18 Ἀπό τὴν ἐξάντλησιν καὶ τὴν ἀδυναμίαν, εἰς τὴν ὁποίαν ἔχω καταντήσει, ἠμποροῦν ὅλοι νὰ διακρίνουν καὶ νὰ μετροῦν τὰ ὀστᾶ τοῦ σώματός μου. Οἱ ἐχθροί μου μὲ χαιρεκακίαν πολλήν κατέστησαν τὸν πόνον μου καὶ τὸν σπαραγμόν μου.

Ψαλ. 21,19 διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον.
Ψαλ. 21,19 Ἐμοιράσθησαν μεταξύ των τὰ ἐνδύματά μου καὶ διὰ τὸ ἀκριβώτερον ἔνδυμά μου- τὸν ἄρραφον χιτώνα- ἔβαλαν κλῆρον, ποιός θὰ τὸ πάρη.



Ψαλμ. ξη’. 8-13,20-22, 30

Ψαλ. 68,8 ὅτι ἕνεκά σου ὑπήνεγκα ὀνειδισμόν, ἐκάλυψεν ἐντροπὴ τὸ πρόσωπόν μου.
Ψαλ. 68,8 Μὴ μὲ ἐγκαταλείψης Κύριε, διότι ἐγώ πρὸς χάριν σου ὑπομένω ἐμπαιγμούς καὶ ὕβρεις. Τὸ πρόσωπόν μου ἐπλημμύρισεν ἀπό ἐντροπήν, ἔγινε κατακόκκινον.

Ψαλ. 68,9 ἀπηλλοτριωμένος ἐγενήθην τοῖς ἀδελφοῖς μου καὶ ξένος τοῖς υἱοῖς τῆς μητρός μου,
Ψαλ. 68,9 Ξένος καὶ ἀγνώριστος κατήντησα μεταξύ τῶν ἀδελφῶν μου. Ἄγνωστος καὶ ξένος καὶ εἰς αὐτούς ἀκόμη τοὺς ὁμομητρίους ἀδελφούς μου.

Ψαλ. 68,10 ὅτι ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου κατέφαγέ με, καὶ οἱ ὀνειδισμοὶ τῶν ὀνειδιζόντων σε ἐπέπεσον ἐπ᾿ ἐμέ.
Ψαλ. 68,10 Πάσχω δὲ ὅλα αὐτά, διότι ὁ φλογερός ζῆλος ὑπέρ τοῦ ναοῦ σου ὡς πῦρ μὲ ἔχει καταφλέξει• Αἱ ἀναίσχυντοι ὕβρεις, αἱ ὁποῖαι ἐκτοξεύονται ἐναντίον σου ἀπό τοὺς ἀσεβεῖς ἀνθρώπους, πίπτουν ὅλαι βαρεῖαι ἐπάνω μου.

Ψαλ. 68,11 καὶ συνεκάλυψα ἐν νηστείᾳ τὴν ψυχήν μου, καὶ ἐγενήθη εἰς ὀνειδισμοὺς ἐμοί·
Ψαλ. 68,11 Διὰ τὴν ἀσέβειάν των αὐτήν ἐπόνεσα βαθύτατα. Ἐταπείνωσα μὲ ἀσιτίαν τὴν ζωήν μου καὶ ἀντί τὸ πένθος μου δι' αὐτούς νὰ τοὺς συγκινήση, ἔγινεν ἐξ ἀντιθέτου αἰτία ὀνειδισμῶν ἐναντίον μου.

Ψαλ. 68,12 καὶ ἐθέμην τὸ ἔνδυμά μου σάκκον, καὶ ἐγενόμην αὐτοῖς εἰς παραβολήν.
Ψαλ. 68,12 Ἀντί τοῦ συνήθους ἐνδύματος ἐφόρεσα τρίχινον σάκκον θλίψεως καὶ μετανοίας. Κατήντησα δι' αὐτούς παροιμιῶδες πρόσωπον διακωμωδήσεως καὶ ὕβρεων.

Ψαλ. 68,13 κατ᾿ ἐμοῦ ἠδολέσχουν οἱ καθήμενοι ἐν πύλαις, καὶ εἰς ἐμὲ ἔψαλλον οἱ πίνοντες οἶνον.
Ψαλ. 68,13 Ἐναντίον μου ἐφλυαροῦσαν οἱ ἀργόσχολοι πρὸ τῶν πυλῶν τῶν τειχῶν. Καὶ εἰς βάρος μου ἐτραγουδοῦσαν οἱ μέθυσοι πίνοντες τὸν οἶνον.


Ψαλ. 68,20 σὺ γὰρ γινώσκεις τὸν ὀνειδισμόν μου καὶ τὴν αἰσχύνην μου καὶ τὴν ἐντροπήν μου· ἐναντίον σου πάντες οἱ θλίβοντές με.
Ψαλ. 68,20 Γρήγορα ἔλα εἰς βοήθειάν μου, Κύριε, διότι σὺ γνωρίζεις τοὺς ἐμπαιγμούς των, ποὺ ἐξαπολύουν ἐναντίον μου, τὴν αἰσχυνην καὶ τὴν ἐντροπήν μου ἐξ αἰτίας των. Ἐνώπιόν σου, Κύριε, εὑρίσκονται ὅλοι αὐτοί ποὺ μὲ θλίβουν καὶ τῶν ὁποίων ἡ κακία δέν σοῦ διαφεύγει.

Ψαλ. 68,21 ὀνειδισμὸν προσεδόκησεν ἡ ψυχή μου καὶ ταλαιπωρίαν, καὶ ὑπέμεινα συλλυπούμενον, καὶ οὐχ ὑπῆρξε, καὶ παρακαλοῦντας, καὶ οὐχ εὗρον.
Ψαλ. 68,21 Ὅπου καὶ ἄν στραφῆ ἡ πονεμένη μου ψυχή, δὲν περιμένει τίποτε ἄλλο παρά ὕβρεις καὶ ταλαιπωρίαν. Ἐπερίμενα νὰ εὐρεθῆ κάποιος, νὰ μὲ συμπονέση καὶ κανείς δὲν παρουσιάσθηκε. Ἀνεζήτησα κάποιον νὰ μὲ παρηγορήση, καὶ δὲν εὑρῆκα κανένα.

Ψαλ. 68,22 καὶ ἔδωκαν εἰς τὸ βρῶμά μου χολὴν καὶ εἰς τὴν δίψαν μου ἐπότισάν με ὄξος.
Ψαλ. 68,22 Ὅταν δὲ ἐπείνασα μοῦ ἔδωκαν ἀντί φαγητοῦ χολήν, καὶ ὅταν ἐδίψησα, μοῦ ἔδωκαν νὰ πιῶ ξίδι.


Ψαλ. 68,30 πτωχὸς καὶ ἀλγῶν εἰμι ἐγώ· ἡ σωτηρία σου, ὁ Θεός, ἀντιλάβοιτό μου.
Ψαλ. 68,30 Ἐγώ εἶμαι πτωχός καὶ ἀβοήθητος γεμάτος πόνους καὶ ὀδύνας. Ἡ σωτηρία σου, ὦ Θεέ μου, εἴθε νὰ μὲ στηρίξη καὶ μὲ βοηθήση.



Ὠσηέ. ιγ’. 14

Ωσ. 13,14 ποῦ ἡ δίκη σου, θάνατε; ποῦ τὸ κέντρον σου, ᾅδη;
Ωσ. 13,14 ποῦ εἶναι ἡ καταδίκη σου, ὦ θάνατε, ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων; Ποῦ εἶναι τὸ δηλητηριῶδες κεντρί σου, ὦ ἅδη;


Κορινθ. Α’. ιε. 55.

Α Κορ. 15,55 ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος;
Α Κορ. 15,55 Ποῦ εἶναι, θάνατε, τὸ φαρμακερό κεντρί σου; Ἅδη, ποῦ εἶναι ἡ νίκη σου;



Ἠσ. νβ’. 13,14

Ησ. 52,13 ᾿Ἰδοὺ συνήσει ὁ παῖς μου καὶ ὑψωθήσεται καὶ δοξασθήσεται καὶ μετεωρισθήσεται σφόδρα.
Ησ. 52,13 Ἰδού, ὁ παῖς μου, ὁ Μεσσίας, θὰ γεμίση ἀπό σοφίαν καὶ σύνεσιν, διὰ νὰ ἐννοήση πλήρως καὶ ἐκπληρώση τὴν ἀποστολήν του. Θὰ ὑψωθῆ, θὰ δοξασθῆ, θὰ μεγαλυνθηθῆ στὸν ὑπέρτατον βαθμόν.

Ησ. 52,14 ὃν τρόπον ἐκστήσονται ἐπὶ σὲ πολλοὶ - οὕτως ἀδοξήσει ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων τὸ εἶδός σου καὶ ἡ δόξα σου ἀπὸ υἱῶν ἀνθρώπων
Ησ. 52,14 Ὅπως θὰ μείνουν κατάπληκτοι πολλοί ἐμπρός εἰς τὰ φοβερά παθήματά σου, τόσον πολύ θὰ χάση ἡ μορφή σου τὴν λάμψιν τῆς ὡραιότητάς σου μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καὶ τόσον πολύ θὰ διασυρθῆ καὶ θὰ πέση ἡ ὑπόληψίς σου ἀπό τοὺς υἱούς τῶν ἀνθρώπων



Ἠσ. νγ’. 3-9, 12

Ησ. 53,3 ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καὶ ἐκλεῖπον παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων· ἄνθρωπος ἐν πληγῇ ὢν καὶ εἰδὼς φέρειν μαλακίαν, ὅτι ἀπέστραπται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, ἠτιμάσθη καὶ οὐκ ἐλογίσθη.
Ησ. 53,3 Ἀλλὰ τὸ πρόσωπόν του ἦτο καταφρονημένον, χωρίς τιμήν καὶ δόξαν. Ὑπελείπετο ὡς πρὸς τὴν ὡραιότητα καὶ τὴν εὐπρεπῆ ἐμφάνισιν μεταξύ ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Αὐτός ἦτο ἄνθρωπος πληγωμένος, ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος γνωρίζει νὰ βαστάζη καὶ νὰ ὑπομένη ταλαιπωρίας καὶ πόνους. Ἀντικείμενον ἀποστροφῆς ἔγινε τὸ πρόσωπόν του, ἐδέχθη ἐξευτελισμούς καὶ ταπεινώσεις ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων. Τὸν ἐλογάριασαν σὰν νὰ μὴ ὑπῆρχεν.

Ησ. 53,4 οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἐν κακώσει.
Ησ. 53,4 Αὐτός ὅμως φέρει ἐπάνω του τὸ βαρύ φορτίον τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἐβυθίσθη στὸν πόνον καὶ τὴν ὀδύνην, καὶ ἡμεῖς ἐν τῇ πλάνῃ μας ἐνομίσαμεν, ὅτι αὐτός εὑρίσκετο εἰς τὴν ὀδυνηράν αὐτήν πληγήν καὶ συμφοράν, ἐπειδή ἐτιμωρεῖτο ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ δι' ἰδικάς του ἁμαρτίας.

Ησ. 53,5 αὐτὸς δὲ ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν καὶ μεμαλάκισται διὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν· παιδεία εἰρήνης ἡμῶν ἐπ᾿ αὐτόν. τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν.
Ησ. 53,5 Αὐτός ὅμως ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἰδικάς μας ἁμαρτίας, ἐταλαιπωρήθη καὶ ὑπέφερε διὰ τὰς ἀνομίας μας. Παιδευτική τιμωρία ἔπεσεν ἐπάνω του διὰ τὴν ἰδικήν μας εἰρήνην καὶ σωτηρίαν. Χάρις δὲ εἰς τὴν πληγήν ἐκείνου ἡμεῖς ἐθεραπεύθημεν.

Ησ. 53,6 πάντες ὡς πρόβατα ἐπλανήθημεν, ἄνθρωπος τῇ ὁδῷ αὐτοῦ ἐπλανήθη· καὶ Κύριος παρέδωκεν αὐτὸν ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν.
Ησ. 53,6 Ὅλοι ὡσάν πρόβατα εἴχαμεν πλανηθῆ. Κάθε ἄνθρωπος στὸν δρόμον καὶ τὸν τρόπον τῆς ζωῆς του ἐπλανήθη. Διὰ τὰς ἰδικάς μας ἁμαρτίας ὁ Κυριος παρέδωκεν αὑτόν εἰς παθήματα καὶ θάνατον.

Ησ. 53,7 καὶ αὐτὸς διὰ τὸ κεκακῶσθαι οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ· ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα.
Ησ. 53,7 Καὶ αὐτός, παρ' ὅλας τὰς κακώσεις ποὺ ὑπέστη, δὲν ἤνοιξε τὸ στόμα αὐτοῦ• ὡσαν ἄφωνον πρόβατον ὡδηγήθη πρὸς σφαγήν. Ὡς ἀμνός ἄφωνος ἐνώπιον ἐκείνου, ὁ ὁποῖος τὸν κουρεύει, ἔτσι πορεύεται χωρίς νὰ ἀνοίγη τὸ στόμα του.

Ησ. 53,8 ἐν τῇ ταπεινώσει ἡ κρίσις αὐτοῦ ἤρθη· τὴν δὲ γενεὰν αὐτοῦ τίς διηγήσεται; ὅτι αἴρεται ἀπὸ τῆς γῆς ἡ ζωὴ αὐτοῦ, ἀπὸ τῶν ἀνομιῶν τοῦ λαοῦ μου ἤχθη εἰς θάνατον.
Ησ. 53,8 Μέσα εἰς τὴν ταπείνωσιν καὶ τὸν ἐξευτελισμόν, ποὺ ἐβυθίσθη, παρεγνωρίσθη καὶ κατεπατήθη τὸ δίκαιόν του ἐν τῆ κρίσει. Ὕστερα δὲ ἀπό τὰ παθήματά του καὶ τὸν ἄδικον θάνατόν του, ποιός θὰ ὑπάρξη καὶ ποιός θὰ τολμήση νὰ διηγηθῆ τὴν γενεάν αὐτοῦ; Διότι ἀφηρέθη βιαίως καὶ ἀδίκως ἀπό τὴν γῆν ἡ ζωή αὐτοῦ. Ἀλλὰ ὠδηγήθη εἰς θάνατον ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ λαοῦ μου.

Ησ. 53,9 καὶ δώσω τοὺς πονηροὺς ἀντὶ τῆς ταφῆς αὐτοῦ καὶ τοὺς πλουσίους ἀντὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ὅτι ἀνομίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ.
Ησ. 53,9 Ἐγώ δὲ εἰς ἐκδίκησιν τοῦ ἀδίκου θανάτου καὶ τῆς ταφῆς του, θὰ τιμωρήσω καὶ θὰ παραδώσω εἰς θάνατον τοὺς κακούς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὸν θάνατον αὐτοῦ θὰ παραδώσω τοὺς πονηρούς πλουσίους καὶ ἄρχοντας. Διότι ὁ παῖς μου αὐτός δὲν διέπραξε καμμίαν παρανομίαν, οὔτε εὑρέθη ποτέ δόλος καὶ ψεῦδος στὸ στόμα του.



Ησ. 53,12 διὰ τοῦτο αὐτὸς κληρονομήσει πολλοὺς καὶ τῶν ἰσχυρῶν μεριεῖ σκῦλα, ἀνθ᾿ ὧν παρεδόθη εἰς θάνατον ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, καὶ ἐν τοῖς ἀνόμοις ἐλογίσθη· καὶ αὐτὸς ἁμαρτίας πολλῶν ἀνήνεγκε καὶ διὰ τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν παρεδόθη.
Ησ. 53,12 Διὰ τοῦτο αὐτός θὰ πάρη ὡς ἰδικήν του πνευματικήν κληρονομίαν πολλούς• καὶ ἀπό τοὺς ἰσχυρούς θὰ πάρη καὶ θὰ διαμοιράση λάφυρα, διότι ἑκουσίως παρεδόθη στὸν λυτρωτικόν δι' ἡμᾶς θάνατον ἡ ζωή του. Κατετάχθη δὲ μεταξύ τῶν παρανόμων καὶ ὡς τοιοῦτος ἐθεωρήθη. Αὐτός ὅμως διὰ τῆς σταυρικῆς του θυσίας ἐπῆρεν ἐπάνω του τὰς ἀμαρτίας πολλῶν καὶ παρεδόθη στὸν σταυρικόν θάνατον διὰ τὰς ἁμαρτίας των.


Ψαλμ. ιε΄. 9-10

Ψαλ. 15,9 διὰ τοῦτο ηὐφράνθη ἡ καρδία μου, καὶ ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσά μου, ἔτι δὲ καὶ ἡ σάρξ μου κατασκηνώσει ἐπ᾿ ἐλπίδι,
Ψαλ. 15,9 Διὰ τοῦτο ἀκριβῶς καὶ εὐφράνθη ἡ καρδία μου, ἡ δὲ γλώσσα μου ἐλάλησε λόγους ἀγαλλιάσεως, ἀκόμη δὲ καὶ τὸ σῶμα μου, ὅταν ἀποθάνω, θὰ ἀποτεθῆ στὸν τάφον μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως.

Ψαλ. 15,10 ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδην, οὐδὲ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν.
Ψαλ. 15,10 Διότι σὺ ὁ Θεός μου δὲν θὰ ἐγκαταλείψης τὴν ψυχήν μου στὸν ἅδην, ὥστε νὰ φυλακισθῆ διὰ παντός εἰς αὐτόν, οὔτε θὰ ἐπιτρέψης, ἐγώ ἀφωσιωμένος εἰς σὲ νὰ δοκιμάσω τὴν φθοράν καὶ ἀποσύνθεσιν τοῦ τάφου. Θὰ μὲ ἀναστήσης.



Ταῦτα τὰ μὲν ὑπὲρ τὰ χίλια, τὰ δὲ ὑπὲρ τὰ ἑπτακόσια ἔτη πρὸ τῆς χριστιανικῆς ἐποχῆς γεγραμμένα, ἔκτοτε μέχρι δεῦρο τὰς Ἰουδαϊκὰς καὶ Χριστιανικὰς Ἱερὰς Γραφὰς ἀπαρτίζοντα, εἰσὶ προφητεῖαι διαγράφουσαι, ὡσεὶ ἦσαν αὐτόχρημα ἱστορία τῶν γεγονότων πρὸ ποδῶν τοῦ Σταυροῦ γραφεῖσαι, τὰ πάθη καὶ τὸν θάνατον τοῦ Χριστοῦ, τὸ ταπεινόφρον, τὸ πρᾶον, τὴν θλῖψιν καὶ ἀγωνίαν Αὐτοῦ· ὅτι ἀπεδοκιμάσθη καὶ ἀπερρίφθη ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων ὅτι οὐδένα ἔπειθε λέγων ὅτι καταπέπτωκεν ὑπὸ ἀλγεινῆς λύπης· ὅτι ἦτο ἄτιμον καὶ ἄδοξον τὸ πρόσωπον Αὐτοῦ παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων, καὶ ὅτι ταῦτα πάντα ὑπέστη σιγῶν, καὶ μόνον ὑπὲρ τῶν παρανόμων ἀρᾶς φωνήν, «πάτερ, ἀφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι». (Λούκ. κγ’ 34)· εἰσὶν ἐπὶ λέξεως προλεχθέντα, ἀλλ’ ἐπίσης καὶ γεγονότα. Καὶ μόνη δὲ ἡ τῶν ἐν ταῖς Ἰουδαϊκαῖς Γραφαῖς προφητειῶν τούτων περὶ τῆς ταπεινότητας τῶν παθῶν καὶ τῆς ἐκκοπῆς ἔκβασις δείκνυσιν, ὅτι οὗτος ἦν ὁ προσδοκώμενος Μεσσίας- αὐτὸ δὲ τὸ τοῦ Σταυροῦ σκάνδαλον πανδήμως μαρτυρεῖ περὶ τοῦ Ἰησοῦ· «Ὅτι οὕτω γέγραπται καὶ οὕτως ἔδει παθεῖν τὸν Χριστόν», ὅστις τὴν ὑπὲρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν, ἔργῳ ἐξεπλήρωσεν, ὅσα πάλαι ὁ Θεὸς διὰ τῶν προφητῶν προανήγγειλε τοῖς ἀνθρώποις.

Οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ ἄγρυπνοι φύλακες τῶν Γραφῶν, ἔσονται οἱ αἰώνιοι μάρτυρες τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀληθείας τῶν περὶ Μεσσίου προφητειῶν, καίτοι ἤκιστα πιστοὶ καὶ ἐχθροὶ ἄσπονδοι τοῦ Μεσσίου.


(Ἡ ἀπόδοση καὶ ἑρμηνεία τῶν πρωτοτύπων κειμένων εἶναι τοῦ Ἰωάννου Κολιτσάρα)

πηγή

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 25, 2013

Προφητεία του Δαβίδ περί της επισκέψεως των μάγων στον Χριστό.


«Βασιλείς Θαρσίς και αι νήσοι δώρα προσοίσουσιν· Βασιλείς Αράβων και Σαβά δώρα προσάξουσιν και προσκυνήσουσιν Αυτώ πάντες οι βασιλείς, πάντα τα έθνη δουλεύσουσιν Αυτώ» 
(Ψαλμός 71: 10-11, κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα).

Όλος ο Ψαλμός 71 είναι προφητεία για τον Μεσσία, για τον Χριστό. Ανάμεσα σε αυτά που λέει,αναφέρεται και η επίσκεψη των μάγων, και η προσφορά των δώρων, που έχουν συμβολική σημασία αναφορικά με το πρόσωπο του Χριστού. Κατά τον Ζιγαβηνό, ο χρυσός είναι σύμβολο της Βασιλείας, ο λίβανος της θεότητας, και η σμύρνα της ανθρωπότητας του Χριστού.

Είναι συνηθισμένο στην Αγία Γραφή, κάτι να λέγεται μεν για κάποιο πρόσωπο της εποχής της συγκεκριμένης, αλλά ανάμεσα σε αυτά να λέγονται και πράγματα προφητικά, όχι πια για το συγκεκριμένο πρόσωπο αλλά για άλλο. Στον Ψαλμό αυτό, αναγράφεται στην αρχή ότι είναι για τον Σολομώντα. Αλλά, από ένα σημείο και μετά, τα λόγια αυτά λειτουργούν προφητικά, για άλλο πρόσωπο. Αυτά που αναφέρει, δεν είναι δυνατόν να προσαρμόζονται στον Σολομώντα ή σε κάποιον άλλο από τους βασιλείς που πέρασαν.


Λέει ο Ψαλμός, ότι το πρόσωπο αυτό θα παραμένει στις γενεές των γενεών, όπως ο ήλιος. (εδ. 5).

Ότι θα έρθει «ως υετός επί πόκο», και «ως σταγόνες που στάζουν» (εδ. 6).
Ότι στις μέρες του, θα ανατείλει η Δικαιοσύνη και η ειρήνη αιώνια (εδ. 7).
Ότι θα κυριεύσει όλη την γη (εδ. 8). Ότι θα είναι ευλογημένο το όνομά του στους αιώνες, το όνομά του διαμένει προ του ηλίου, ότι θα ευλογηθούν «εν Αυτώ» όλες οι φυλές της γης, ότι όλα τα έθνη θα Τον μακαρίζουν (εδ. 17). Αυτά φυσικά, ποτέ δεν εφαρμόστηκαν στον Σολομώντα, ούτε στον Δαβίδ, ούτε σε κανέναν άλλο επίγειο βασιλιά.

Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, απευθύνει ένα ερώτημα προς τους Ιουδαίους, αλλά και προς όσους αμφισβητούν ότι αυτά είναι προφητικά για τον Χριστό:

«Αν επιμένουν, ότι αυτά έχουν ειπωθεί για τον Δαβίδ ή για τον Σολομώντα ή για κάποιον άλλο από τους επόμενους, ας μας δείξουν πως ο θρόνος εκείνου, που αυτοί προφητεύουν, είναι αιώνιος σαν τις ημέρες του ουρανού και σαν τον ήλιο μπροστά στο Θεό, και σαν τη σελήνη που δημιουργήθηκε για να φωτίζει αιώνια»
(7η Κατήχηση, Γ. Μαυρομάτης, Ά Τόμος, σελ. 194).

Στην 12η  Κατήχηση (ίδιο έργο, σελ. 285), ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων αναφέρει περισσότερα πράγματα για τον Ψαλμό 71.

«‘’Καταβήσεται ως υετός επι πόκον’’‘’Απαλή βροχή’’ ως επουράνιος, ενώ το ‘’επάνω σε μαλλί’’συμβολίζει την ανθρωπότητα. Διότι η βροχή που πέφτει επάνω στο μαλλί, πέφτει απαλά, ώστε, καθώς το μυστήριο της γεννήσεως ήταν άγνωστο να ρωτούν οι μάγοι· ‘’Που είναι ο νεογέννητος βασιλιάς των Ιουδαίων;’’. Και ο Ηρώδης ταραγμένος εξέταζε τα σχετικά με τον γεννημένο και έλεγε· ‘’Που έχει γεννηθεί ο Χριστός;’’. Ποιος όμως είναι αυτός που κατεβαίνει; Το λέει στην συνέχεια· ‘’συμπαραμένει τω ηλίω και προ της σελήνης γενεάς γενεών’’».

Αλλά, και ο Μ. Αθανάσιος, στον Ά λόγο του «Κατά των Αρειανών», ανάμεσα στα επιχειρήματα που αναπτύσσει για την ομοουσιότητα του Θεού Λόγου με τον Πατέρα, χρησιμοποιεί και τον συγκεκριμένο Ψαλμό (ΕΠΕ 2, σελ. 143).

Ο Μέγας και ιερός Φώτιος, ερμηνεύει: «Μία είναι λοιπόν η ανατολή, αλλά είναι πολλές οι ακτίνες της, ακτίνες φιλανθρωπίας, θεραπείας, ειρήνης, ακτίνες δικαιοσύνης και αμέτρητων άλλων. Γι αυτό και ο Δαβίδ προλέγοντας αυτά έψαλλε· ‘’ ανατέλει εν ταις ημέραις αυτού δικαιοσύνη και πλήθος ειρήνης έως ου ανταναιρεθή η σελήνη’’. Αυτή λοιπόν η ανατολή ανέτειλε από ψηλά και από τη γη· από ψηλά ως προς τη θεότητα, και από τη γη ως προς την κατά οικονομία φανέρωσή του με ανθρώπινη φύση» (ΕΠΕ 3, σελ. 111).

Κλείνουμε, με την ερμηνεία του αγίου Ιουστίνου του Μάρτυρα, ο οποίος στο έργο του«Διάλογος προς Τρύφωνα», αποδίδει και αυτός, τα προφητικά λόγια του Ψαλμού στον Χριστό.

«Και όπου έχει λεχθεί, ‘’εις Σαλωμών ο Θεός το κρίμα σου τω βασιλεί’’, επειδή ο Σολομών έγινε βασιλεύς, λέγετε ότι δι’ αυτόν έχει λεχθεί ο ψαλμός, ενώ τα λόγια του Ψαλμού σαφώς μαρτυρούν ότι έχει λεχθεί δια τον αιώνιον Βασιλέα, δηλαδή τον Χριστόν [..]» (ΕΠΕ 1,σελ. 353).

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...