Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μέγας Βασίλειος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μέγας Βασίλειος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Μαρτίου 06, 2014

Η κοιλιά είναι ο πιο άπιστος μεσίτης


44784_107139969343386_100001421517087_66973_212533_n.jpg



Δεχθείτε την νηστεία, οι φτωχοί, την συγκάτοικό σας και ομοτράπεζο. Οι δούλοι, την ανάπαυση από τους συνεχείς καμάτους της υπηρεσίας. Οι πλούσιοι, αυτήν που σας γιατρεύει από την βλάβη του χορτασμού και με την μεταβολή κάνει πιο τερπνά αυτά που από την συνήθεια περιφρονούνται. Οι άρρωστοι, την μητέρα της υγείας. Οι υγιείς, το φυλακτήριο της υγείας.
Ρώτησε τους ιατρούς και θα σου απαντήσουν, ότι το περισσότερο σφαλερό από όλα είναι η άκρα παχυσαρκία. Για τούτο οι πιο έμπειροι με τη νηστεία αφαιρούν το πλεονάζον πάχος, ώστε να μην συντριβεί η δύναμη με το βάρος της παχυσαρκίας. Διότι εξεπίτηδες αφού με την στέρηση εξαφανίσουν την αμετρία του πάχους, προετοιμάζουν στην θρεπτική δύναμη κάποια άνεση και ανατροφή και αρχή για δεύτερη αύξηση. Έτσι σε κάθε έργο και σε κάθε σωματική ιδιοσυγκρασία βρίσκεται η ωφέλεια της νηστείας και σε όλα ομοίως αρμόζει, στα σπίτια, στις αγορές, στις νύκτες, στις ημέρες, στις πόλεις, στις ερημιές. Αυτήν λοιπόν που με τόσα μέσα χαρίζει σε μας το καλό, ας υποδεχθούμε με χαρά, κατά τον λόγο του Κυρίου, χωρίς να είμαστε κατηφείς, όπως οι υποκριτές, αλλά το χαρωπό της ψυχής χωρίς προσποίηση να δείχνουμε (Ματθ. 6, 16-17).
Και δεν νομίζω ότι χρειάζεται τόσον αγώνα η προτροπή για τη νηστεία, όσον το να μην περιπέσει σήμερα κάποιος στα κακά της μέθης. Διότι τη μεν νηστεία και για την συνήθεια και για την μεταξύ μας ντροπή, oι πολλοί την αποδέχονται. Φοβούμαι δε τη μέθη, που, σαν πατρική κληρονομιά, οι φίλοι του οίνου την διασώζουν. Όχι νηστεία με την μέθη. Όπως δηλαδή αυτοί που κάνουν μακρινά ταξίδια, έτσι και μερικοί ανόητοι σήμερα πίνουν οίνο σε αντάλλαγμα των πέντε ημερών της νηστείας‡ Ποιος είναι τόσον ανόητος, ώστε προτού αρχίσει να πίνει, να κάνει τις τρέλες των μεθυσμένων; Δεν γνωρίζεις ότι η κοιλιά δεν κάνει αποταμίευση; Η κοιλιά είναι ο πιο άπιστος μεσίτης. Είναι ταμείο αφύλακτο, διότι, όταν μπαίνουν πολλά, τη μεν βλάβη διατηρεί, τα φαγητά όμως δεν διαφυλλάττει‡ πρόσεχε μη τυχόν και σε σένα, αύριο που θα έλθεις από την μέθη λεχθούν αυτά που τώρα αναγνώσθηκαν. «Δεν διάλεξα αυτή τη νηστεία, λέγει ο Κύριος» (Ησ. 58, 5).
Γιατί αναμιγνύεις τα άμικτα; Ποια ή σχέση της νηστείας προς την μέθη; Ποια είναι η σχέση της μέθης προς την εγκράτεια; «Ποια η συμφωνία μεταξύ του ναού του Θεού και των ειδώλων;» (Β΄ Κορινθ. 6, 16). Διότι ναός του Θεού μεν είναι αυτοί στους οποίους κατοικεί το Πνεύμα του Θεού‡ ναός δε ειδώλων, είναι αυτοί που υποδέχονται με την μέθη το πλήθος της ακολασίας. Η σημερινή ημέρα είναι τα πρόθυρα των νηστειών. Αυτός δε που έχει βεβηλωθεί στα πρόθυρα βεβαίως δεν είναι άξιος να εισέλθει στα άγια. Κανείς δούλος θέλοντας να εξευμενίσει τον κύριό του, δεν μεταχειρίζεται τον εχθρό του σαν προστάτη και μεσίτη. Το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως στην Αρχαία Εκκλησία. Η μέθη είναι έχθρα στο Θεό‡ η νηστεία δε, αρχή της μετανοίας. Εάν λοιπόν θέλεις με την εξομολόγηση να γυρίσεις στο Θεό, να αποφεύγεις την μέθη, για να μην σου κάμει δυσκολότερη την αποξένωση. Δεν αρκεί βεβαίως μόνον η αποχή από τις τροφές, για την επαινετή νηστεία, αλλ΄ ας νηστεύσουμε νηστεία δεκτή, ευάρεστη στο Θεό. Αληθινή νηστεία είναι η αποξένωση από το κακό, η εγκράτεια της γλώσσας, η αποχή από το θυμό, ο χωρισμός από τις επιθυμίες, την καταλαλιά, το ψεύδος, την ψευδορκία. H στέρηση από αυτά είναι αληθινή νηστεία. Μέσα σ΄ αυτά λοιπόν η νηστεία είναι αγαθό. Η πνευματική νηστεία είναι η έλλειψη του ορθοδόξου λόγου που κάνει την ψυχή ατροφική και παγερή.

Μέγας Βασίλειος

Τετάρτη, Μαρτίου 05, 2014

Διαστάσεις της Νηστείας


Εγνωρίσαμε την χάρη των νηστειών από τον Ησαΐα, που απέρριψε μεν τον ιουδαϊκό τρόπο της νηστείας, την δε αληθινή νηστεία σε μας έδειξε. «Να μη νηστεύετε χάριν διαμάχης και έριδος», «αλλά να καταργήσεις κάθε σύνδεσμο αδικίας» (Ησ. 63, 6). Και ο Κύριος λέγει· «να μη γίνεσθε σκυθρωποί, αλλά να νίψεις το πρόσωπό σου, και να αλείψεις το κεφάλι σου» (Ματθ. 6, 16-17). Ας συμπεριφερθούμε λοιπόν, όπως εδιδαχθήκαμε, να μη φαινόμαστε σκυθρωποί για τις ημέρες που έρχονται, αλλά με φαιδρό πρόσωπο προς αυτές, όπως πρέπει στους αγίους, να συμπεριφερόμαστε. Κανείς άκαρδος δεν στεφανώνεται, κανείς κατηφής δεν στήνει τρόπαιο. Να μη σκυθρωπάσεις ενώ δέχεσαι περιποιήσεις.
Είναι άτοπο να μη χαιρόμαστε για την υγεία της ψυχής, αλλά να λυπόμαστε με την αλλαγή των τροφών και να φαινόμαστε ότι χαριζόμαστε στην ηδονή της σάρκας, παρά στην επιμέλεια της ψυχής. Διότι ο μεν κορεσμός σταματά την ευχαρίστηση στην κοιλιά, η δε νηστεία ανεβάζει το κέρδος στην ψυχή. Να χαίρεσαι διότι σου έχει δοθεί από τον ιατρό φάρμακο που καταστρέφει την αμαρτία. Διότι όπως ακριβώς στα έντερα των παιδιών τα αναζωογονούμενα σκουλήκια εξαφανίζονται με κάποια δραστικά φάρμακα, έτσι και την αμαρτία, πού βρίσκεται στο βάθος της ψυχής, την σκοτώνει η νηστεία που εισχωρεί στην ψυχή, η οποία νηστεία είναι πράγματι αξία του ονόματός της.
KyriakiTyrinis
…Να μην αλλοιώσεις το πρόσωπό σου όπως ακριβώς oι υποκριτές. Το πρόσωπο αμαυρώνεται, όταν η εσωτερική διάθεση επισκιάζεται με το επίπλαστο εξωτερικό σχήμα, καλυπτόμενη με το ψεύδος σαν με παραπέτασμα.Υποκριτής είναι αυτός που υποδύεται ξένο πρόσωπο στο θέατρο· ενώ είναι δούλος, πολλές φορές υποδύεται το πρόσωπο του κυρίου, και ενώ είναι πολίτης, το πρόσωπο του βασιλέως. Έτσι και στον βίο αυτό, σαν στη σκηνή της δικής τους ζωής, οι πολλοί παίζουν θέατρο, άλλα μεν φέροντας στην καρδιά, άλλα δε δεικνύοντας φανερά στους ανθρώπους. Να μην αλλοιώνεις λοιπόν το πρόσωπό σου. Όποιος είσαι, τέτοιος να φαίνεσαι· να μην υποκρίνεσαι τον σκυθρωπό, επιδιώκοντας την δόξα από του να φαίνεσαι εγκρατής. Διότι ούτε ευεργεσία που διατυμπανίζεται είναι όφελος, και κανένα κέρδος δεν προέρχεται από νηστεία που δημοσιεύεται. Διότι εκείνα που γίνονται επιδεικτικά δεν προεκτείνουν τον καρπό στη μέλλουσα ζωή, αλλά τον περιορίζουν στον έπαινο των ανθρώπων.
… Η νηστεία είναι η ευπρέπεια της πόλεως, η σταθερότητα της αγοράς, η ειρήνη των σπιτιών, η σωτηρία των υπαρχόντων. Θέλεις να δεις την μεγαλοπρέπειά της; Σύγκρινε, παρακαλώ, την σημερινή εσπέρα με την αύριο και θα δεις να μεταπίπτει η πόλη από την ταραχή και την ζάλη σε βαθειά γαλήνη. Εύχομαι δε η σημερινή να μοιάζει με την αυριανή κατά την σεμνότητα και η αυριανή να μην υπολείπεται σε φαιδρότητα από την σημερινή.
(Πηγή: Δύο λόγοι για τη νηστεία, Απόδοση: Δημήτριος Αθανασόπουλος, εκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος)
πηγή

Τρίτη, Μαρτίου 04, 2014

Ἄγγελοι εἶναι πού ἀπογράφουν σέ κάθε ἐκκλησία τούς νηστευτές





Η νηστεία μεν λοιπόν είναι ωφέλιμη για όλο τον χρόνο, για αυτούς που την προτιμούν
 (διότι ούτε η δαιμονική επήρεια δεν αποθρασύνεται κατά του νηστευτή, και οι φύλακες της
 ζωής μας άγγελοι με περισσότερη προθυμία παραμένουν στους καθαρισμένους στην ψυχή
 από τη νηστεία) πολύ δε περισσότερο τώρα, όποτε σε όλη την οικουμένη διαδίδεται το κήρυγμα.
Και ούτε κάποιο νησί, ούτε ήπειρος, ούτε πόλη, ούτε έθνος, ούτε άκρη της γης, υπάρχει που
 να μην ακούεται το κήρυγμα. Αλλά και τα στρατόπεδα και οι οδοιπόροι και oι ναύτες 
και οι έμποροι, όλοι ομοίως και ακούουν την διδασκαλία και με χαρά την υποδέχονται.
 Ώστε κανείς να μην εξαιρέσει τον εαυτό του από τον κατάλογο των νηστευτών, σ' αυτόν συμπεριλαμβάνονται όλα τα γένη και κάθε ηλικία και όλες οι διαφορές των αξιωμάτων.
Άγγελοι είναι που απογράφουν σε κάθε εκκλησία τους νηστευτές. 
Πρόσεχε μη στερηθείς για την μικρή ηδονή των φαγητών την απογραφή του αγγέλου,
 υπόδικο δε κάνεις τον εαυτό σου στο στρατολόγο, για δίκη επί λιποταξία.
 Μικρότερος είναι ο κίνδυνος κάποιου που πέταξε την ασπίδα στην μάχη να τιμωρηθεί 
παρά να φανεί ότι απορρίπτει το μεγάλο όπλο της νηστείας. 
Είσαι πλούσιος; 
Μην βρίζεις τη νηστεία, απαξιώνοντας να την κάνεις ομοτράπεζο μήτε να την αποπέμψεις 
από το σπίτι σου ατιμασμένη από την ηδονή, για να μην σε καταγγείλει κάποτε στο 
νομοθέτη των νηστειών και σου επιφέρει πολλαπλάσια την στέρηση από καταδίκη, 
η σωματική αρρώστια, ή κάποια άλλη δυσχερή περίσταση.
 O φτωχός να μην ειρωνεύεται τη νηστεία, διότι από πολύ παλαιά την έχει συγκάτοικο και ομοτράπεζο. 
Στις γυναίκες δε όπως η αναπνοή, έτσι και η νηστεία είναι οικεία και φυσιολογική. 
Τα παιδιά, όπως τα θαλερά από τα φυτά, με το νερό της νηστείας ας ποτίζονται.
 Στους μεγαλύτερους ελαφρώνει τον κόπο η παλαιά οικείωση με αυτή διότι οι κόποι
 που έχουν εμπεδωθεί κατόπιν μακράς συνηθείας, δεν προκαλούν τόσον πόνο
 στους γυμνασμένους. 
Στους οδοιπόρους η νηστεία είναι καλός συνταξιδιώτης.
 Διότι όπως ακριβώς η τρυφή τους αναγκάζει να σηκώνουν βάρη, 
κουβαλώντας μαζί τους τις απολαύσεις, έτσι η νηστεία τους κάνει ελαφρούς και ευκίνητους.
 Έπειτα, όταν αναγγελθεί εκστρατεία έξω από τα όρια της χώρας, τα αναγκαία,
 όχι εκείνα που είναι για τέρψη, προμηθεύονται οι στρατιώτες εμείς δε που εξερχόμαστε
 στον πόλεμο κατά των αοράτων εχθρών και μετά τη νίκη αυτών τρέχουμε προς την
 ουράνιο πατρίδα, δεν θα αρμόζει πολύ περισσότερο, σαν να τρεφόμαστε σε στρατόπεδο, 
να αρκούμαστε σ' αυτά τα αναγκαία; Να αθλείσαι σαν καλός στρατιώτης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
3. Κακοπάθησε σαν καλός στρατιώτης και άθλησε νόμιμα, για να στεφανωθείς, γνωρίζοντας
 εκείνο, ότι κάθε αγωνιζόμενος, πάντοτε εγκρατεύεται (Β΄ Τιμοθ. 2, 3-5‡ Α΄ Κορινθ. 9, 25).
 Αυτό που ήλθε στο νου μου τώρα που μιλώ, αξίζει να μην το παραβλέψουμε ότι δηλαδή
 στους κοσμικούς μας στρατιώτες ανάλογα με τους κόπους αυξάνεται το συσσίτιο, στους 
πνευματικούς δε οπλίτες, αυτός που έχει την λιγότερη τροφή έχει το μεγαλύτερο αξίωμα.
 Διότι όπως η περικεφαλαία μας διαφέρει κατά την φύση προς την φθαρτή, διότι η ύλη αυτής
 είναι ο χαλκός, η δε άλλη έχει συσταθεί από την ελπίδα της σωτηρίας (Α΄ Θέσσ. 5, 8) και η
 ασπίδα σ΄ εκείνους μεν έχει κατασκευασθεί από ξύλο και δέρμα, σε μας δε είναι το δόρυ της
 πίστεως, και εμείς μεν έχουμε περιφραχθεί με τον θώρακα της δικαιοσύνης, εκείνοι δε περιτυλίγουν
 κάποιον αλυσιδωτό χιτώνα, και για μας μεν μάχαιρα προς την άμυνα είναι αυτή του αγίου Πνεύματος
 (Εφεσ. 6, 16-17), οι δε προβάλλουν την σιδερένια, έτσι είναι φανερό ότι οι ίδιες τροφές δεν
 δυναμώνουν και τους δυο‡ αλλ' εμάς μεν τα δόγματα της ευσεβείας μας δυναμώνουν, 
σ' εκείνους δε το γέμισμα της κοιλιάς είναι αναγκαίο. Επειδή λοιπόν ο χρόνος που γυρίζει μας
 έφερε τις πολυπόθητες αυτές ημέρες, σαν παλαιές τροφούς, χαρούμενoι ας τις υποδεχθούμε‡ 
με αυτές η Εκκλησία μας ανέθρεψε στην ευσέβεια. Προκειμένου λοιπόν να νηστεύσεις μη 
σκυθρωπάσεις φαρισαϊκώς, αλλ' ευαγγελικώς λάμπρυνε τον εαυτό σου (Ματθ. 6, 16- 17)‡ 
δηλαδή να μην πενθείς για την στέρηση της κοιλιάς, αλλά να χαίρεσαι ολόψυχα τις πνευματικές 
απολαύσεις. 
Διότι γνωρίζεις ότι «η σάρκα επιθυμεί εναντίον του πνεύματος, το δε πνεύμα εναντίον της σάρκας»
 (Γάλ. 5, 17). Επειδή λοιπόν αυτά αντιτίθενται μεταξύ τους, ας μειώσουμε την αδυναμία της σάρκας, 
ας αυξήσουμε δε την δύναμη των ψυχών, ώστε με τη νηστεία αφού λάβουμε τα νικητήρια κατά των
 παθών, να φορέσουμε και τα στεφάνια της εγκράτειας. 
Η νηστεία χωρίς οινοποσία, χωρίς μέθη. 
Γι' αυτό στις ημέρες της νηστείας δεν επιτρέπεται η κατάλυση «oίνoυ και ελαίου». 
Διότι η νηστεία με κρασί, είναι νηστεία κίβδηλος.  


Μέγας Βασίλειος

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 12, 2014

Επειδή μας έχει προαγγελθεί, πέντε ημερών νηστεία, σήμερα ας βυθιστούμε στη μέθη

φανάριΕμπρός, κάμε λοιπόν τον εαυτό σου άξιο για την τόσο σεμνή νηστεία‡ μη διαφθείρεις με την σημερινή μέθη την αυριανή εγκράτεια. Κακός ο συλλογισμός, πονηρή η σκέψη‡ επειδή μας έχει προαγγελθεί, πέντε ημερών νηστεία, σήμερα ας βυθιστούμε στη μέθη. Κανείς, ενώ πρόκειται να νυμφευθεί γυναίκα σεμνή σύμφωνα με τους νόμους του γάμου, δεν βάζει στο σπίτι του προηγουμένως παλλακίδες και πόρνες. Διότι η νόμιμος σύζυγος δεν ανέχεται την συνοίκηση με τις διεφθαρμένες.
Μη λοιπόν και συ, ενώ αναμένεται νηστεία, οδηγείς πρώτα την μέθη, την δημόσια πόρνη, την μητέρα της αναισχυντίας, την φίλη του γέλωτα, την μανιακή, την εύκολη σε κάθε ιδέα ασχημοσύνης. Δεν θα μπει η νηστεία και η προσευχή σε ψυχή που λερώθηκε από την μέθη. Τον νηστευτή μέσα στις ιερές αυλές προσδέχεται ο Κύριος, τον μέθυσο σαν ακάθαρτο και ανίερο δεν τον δέχεται. Διότι εάν έλθεις αύριο μυρίζοντας κρασί και μάλιστα χωνεμένο, πως θα υπολογίσω την κραιπάλη σου ως νηστεία; Ότι δηλαδή πρόσφατα δεν κατανάλωσες πολύ κρασί, τούτο να μην το λογαριάζεις, αλλά ότι δεν είσαι καθαρός από κρασί. Πού να σε κατατάξω; Στούς μέθυσους ή στους νηστευτές;
H περασμένη μέθη σύρει προς τον εαυτό της‡ η παρούσα στέρηση επιβεβαιώνει τη νηστεία. Υποκείμενος είσαι στη μέθη, όπως ακριβώς ο δούλος, και δικαίως δεν θα σου απομακρυνθεί, διότι με το να παραμείνει η μυρωδιά του οίνου (στο στόμα) όπως ακριβώς στο αγγείο, παρέχει σαφείς αποδείξεις της δουλείας. Ευθύς αμέσως η πρώτη ημέρα των νηστειών θα σου είναι άκυρη, διότι μέσα σου μένουν τα υπόλοιπά της μέθης. Αυτών δε που η αρχή είναι άκυρη, και το όλο είναι φανερό ότι είναι απόβλητο. «Οι μέθυσοι δεν θα κληρονομήσουν την βασιλεία του Θεού» (Α΄ Κορινθ. 6, 10).
Εάν έρχεσαι μεθυσμένος στη νηστεία, ποιό είναι το όφελός σου; Διότι εάν σε αποκλείει η μέθη από την βασιλεία, που σου είναι λοιπόν χρήσιμη η νηστεία; Δεν βλέπεις ότι και οι πιο έμπειροι πουλαροδαμαστές, ενώ περιμένουν τους αγώνες, με την δίαιτα προετοιμάζουν τα άλογα που θ’ αγωνιστούν; Συ δε εξεπίτηδες καταπιέζεις τον εαυτό σου με τον χορτασμό‡ τόσο πολύ ξεπερνάς και τα άλογα στην γαστριμαργία. Η κοιλιά όμως βαρυφορτωμένη όχι μόνον για τον δρόμο, αλλά ούτε και για τον ύπνο είναι κατάλληλη‡ διότι καταπιεζόμενη, από το βάρος, δεν μπορεί να ηρεμήσει, αλλ’ αναγκάζεται πολλές φορές να γυρίζει πότε από την μία και πότε από την άλλη πλευρά.
Μέγας Βασίλειος
πηγη το είδαμε εδώ

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 05, 2014

ΑΝ ΦΘΕΙΡΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΘΕΝΙΑ ΤΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΑΓΙΟΣ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΙΕΡΕΑΣ

prosforoἹερεύς τιςἦτον εἰς τήν ἐπαρχίαν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καθαρός καί χρήσιμος, ὁ δέ παμπόνηρος διάβολος, ὅπου φθονεῖ πάντοτε τούς δούλους τοῦ Θεοῦ, τί ποιεῖ; Ἦτο τόν καιρόν ἐκεῖνονσιμά εἰς τό σπῆτι τοῦ Ἱερέως μία γυνή μοιχαλίς, καί ὅλως διόλου εἰς τήν διαβολικήν ἀγάπην τῆς μοιχείας παραδεδομένη καί τί ποιεῖ; Παρακινεῖ αὐτήν ὁ διάβολος εἰς ἔρωτα, νά κάμνη αἰσχράν μίξιν μέ τόν δοῦλο τοῦ Θεοῦ τόν Ἱερέα ἐκεῖνον, καί πολύν καιρόν ἐπείραξεν αὐτόν, ὁ δέ Ἱερεύς, ὅταν εἶδεν αὐτήν παντελῶς νικημένην ὑπό τοῦ διαβόλου, φοβούμενος τόν Θεόν, δέν ἔστερξε ποτέ νά συντύχη μέ ἐκείνην.
Καίὅτανεἶδεν  μισόκαλος  διάβολος  τήν ὑπομονήν τοῦ Ἱερέωςτ ίποιεῖ;  ἔφθασεν ἡ Ἑορτή τῶν Γενεθλίων τοῦ Χριστοῦ καί ἕνας χριστιανός καλέσας αὐτόν εἰς τήν τράπεζάν του, νά τόν φιλεύση,ὁ Ἱερεύς ἔπιεν οἶνον πολύν, καί ἐμέθυσε παραπολύ.  Ὅταν ἐπέρασε πολλή νύκτα, ἐσηκώθη ὁ Ἱερεύς καί ὑπῆγεν σπῆτι του καί ὅταν ἔφθασεν ἔκρουσε τήν θύραν καί δέν ἤκουσε τινάς, διότι ἡ πρεσβυτέρα του ἔτυχε τότε καί ἐκοιμάτο βαρέως, ἡ δέ πονηρά ἐκείνη μοιχαλίς γυνή, ὡς ἤκουσεν αὐτόν ἐχάρη παραπολύ.
Ὁ δέ Ἱερεύς, ἐπειδή ἦτον πολύ μεθυσμένος, ἔπεσεν ἐμπρός εἰς τήν θύραν τοῦ σπιτιοῦ του, καί ἐκοιμήθη.  Τότε ἐκείνη ἡ κακότροπος γυνή ἦλθε, καί ἔπεσε σιμά εἰς αὐτόν, καί αὐτός, ἀπό τήν πολλήν μέθην, ἐνομισεν ὅτι εἶναι ἡ πρεσβυτέρα του, καί ἐποίησεν (ἀλοίμονον) τήν πονηράν ἐκείνηνπράξιν τῆς ἁμαρτίας.
Μετά δέ ταῦτα ἐλησμόνησε τήν τόσην μεγίστην ἁμαρτίαν καί ἀφ΄ οὗ ἐπέρασαν ἡμέραις, ὑπῆγε νά λειτουργήση, καί ἐκεῖ ὅπου ἐλειτούργει μέσα εἰς τό ἅγιον Θυσιαστήριον (ὤ τοῦ θαύματος)τόν εἶδεν ἡ πρεσβυτέρα του ὡσάν ἀράπην μαῦρον, διότι προτήτερα ὅταν ἐλειτούργει, τόν ἔβλεπεν ὅπου ἔλαμπεν σάν τόν ἥλιον.
Λοιπόν ἡ πρεσβυτέρα αὐτοῦ ὅταν εἶδε τό τοιοῦτον μυστήριον, ἔλεγε μετά κλαυθμοῦ ἀλοίμονον, τί ἔπαθα ἡ ταλαίπωρος;τίς ἐξηπάτησε τόν ἄνδρα μου, καί δέν εἶναι δεκτός μέσα εἰς τόν Θεῖον Ναόν, ἐσιώπησεν ὅμως ἕως οὗ ἐτελείωσε τήν Θείαν Λειτουργίαν. Καί ἀφοῦ ἐτελείωσε καί ὑπῆγαν εἰς τό σπῆτι τους, λεγει πρός αὐτόν μετά δακρύων.
-Ἀλοίμονον εἰς ἐσένα, ἀλοίμονον, ποῖος ἤσουν πρῶτα, καί πῶς κατήντησες τώρα.  Ἀλοίμονον καί εἰς ἐμένα, διότι πρῶτα ἤσουν Ἄγγελος, τώρα ἔγινες διάβολος.
Λέγει της ὁ Ἱερεύς.
Τί λέγεις, ὦ ταλαίπωρη; πόθεν μέ γνωρίζεις ὅτι ἤμην Ἄγγελος, καί τώρα ἔγεινα διάβολος;
Λέγει του ἡ πρεσβυτέρα:
-ὅταν ἐλειτούργεις προτήτερα, εἶχες χάριν ἐκ Θεοῦ, καί ἔλαμπε τό πρόσωπόν σου ὡσάν τόν ἥλιον, τώρα δέ ἐλειτούργεις, καί ἐστεκόσουν μέσα εἰς τόν ναόν ὡσάν ἀράπης.
Τότε, ὁ Ἱερεύς μόλις ἐκατανόησε κί ἐνθυμήθη, ὅτι μή θέλων ἔκαμε τήν ἁμαρτίαν, ἐπειδή καί ἐκείνη ἡ κακότροπος γυνή τό ἔλεγε φανερά εἰς ὅλην τήν χώραν.
Τότε ὁ Ἱερεύς ἔλαβε τήν Πρεσβυτέραν του, καίὑπῆγαν εἰς τόν Μέγαν Βασίλειον καί ἐξωμολογήθηκανκαί ὁ Ἅγιος θέλοντας νά τούςθεραπεύση,τούς ἐκανόνισε νά κάμουν ἕνα χρόνον ξηροφαγίαν καί μετανοίας χιλίας πᾶσαν ἑσπέραν.
Τότε λέγει πρός αὐτούς, σύρετε, Τέκνα μου, καί ὅταν σωθῆ ὁ χρόνος, πάλιν νά ἐλθῆτε ἐδῶ,διά νά σοῦ συγχωρήσω νά λειτουργῆς.  Καί ὡσάν ἦλθεν ὁ χρόνος ὑπῆγεν ὁ Ἱερεύς μετά τῆς συζύγου αὐτοῦ εἰς τόν Μέγαν Βασίλειον καί πάλιν ὁ Ἅγιος, ὡς καλός Πατήρ καί διδάσκαλος ἐνουθέτησεν αὐτούς, καί τούς ἐπαρακάλεσε πολλά,νά κάμουν τόν αὐτόν κανόνα καί ἄλλον ἕνα χρόνον ἀκόμη.  Καί αὐτοί πάλιν ἐδέχθησαν τόν λόγον τοῦ Ἁγίου μετά χαρᾶς, καί ὑπῆγαν.
Καί ὡσάν ἐτελείωσαν καί ἐκεῖνον τόν χρόνον, ἦλθον πάλιν εἰς τόν Ἅγιον καί αὐτός μετά χαρᾶς τούς ἐδέχθη καί μέ πολλαῖς διδαχαῖς καί νουθεσίαςτούς ἐπαρακάλεσε νά κάμνουν καί ἄλλον χρόνον.
Καί ὡσάν ἐτελείωσαν καί ἐκεῖνον τόν χρόνον καί ἔγειναν τρεῖς χρόνοι, πάλιν ἦλθον εἰς τόν Ἅγιον, και ἔτυχε τήν ἡμέραν ἐκείνην, καί ἀπέθανεν ἕνας χριστιανός σιμά εἰς τήν Μητρόπολιν.  Ἦτον δέ μέγας ὁ Ἄρχων ἐκεῖνος, καί ἔκραξε καί τόν Μέγαν Βασίλειον μέ τούς κληρικούς του ὅλουςὁ δέ Ἅγιος ἔκραξε καί τοῦτον τόν Ἱερέα, τόν ποτέ ἀνάξιον, καί λέγει του:
-    σύρε, ὦ ἀδελφέ, καί λάβε καί σύ τό Ἐπιτραχήλιόν σου καί ἔλα εἰς τόν νεκρόν. 
Ὑπῆγε λοιπόν, καί ἐπῆρε τό Ἐπιτραχήλιόν του, καθώς τοῦ εἶπε ὁ  Ἅγιος, καί ὑπῆγε καί ηὗρε τούς Ἱερεῖς, ὅπου ἔψαλλαν τό λείψανον.  Καί πρῶτον μέν ὁ Ἀρχιερεύς εἶπε τήν εὐχήν ἐπάνω εἰς τό λείψανον, εἶτα, οἱ έπίλοιποι αὐτός δέ ὁ Ἱερεύς ἐφοβεῖτο διά τήν ἀναξιότητά του, καί ὅτι ὑπῆρχε καί ἐξ’ εὐτελοῦς Χωρίου, ἀπορρίψας ὅμως πάντα φόβον,ὑπῆγε καί αὐτός σιμά εἰς τόν νεκρόν καί λαβών τό θυμιατόν ἤρχισεν νά λέγη τήν εὐχήν.
Καί ὦ τοῦ θαύματος, ὅταν εἶπενὍτι σύ εἶ ἡ Ἀνάστασις, καί τά λοιπά τῆς εὐχῆς,εὐθέως ἀνέστη ὁ νεκρός, καί ἐκάθισε, καί ὅλοι ἄρχισαν καί ἔλεγαν, τό Κύριε ἐλέησον, καί ἐδόξασαν τόν Θεόν, ὅπου δίδει τοιαύτην ἐξουσίαν τοῖς ἀνθρώποις.
Ἄνθρωπος, ὅπου ἦτον ἀκόμη εἰς τήν ἁμαρτίαν, νά ἀναστήση νεκρόν;  Δόξα τῆ αὐτοῦ φιλανθρωπία καί εὐσπλαχνία.  Ἀφ’ οὗ δέ ἐκάθισεν ὁ νεκρός λέγει μεγαλοφώνως καί μετά παρρησίας μεγάλης πρός τόν Ἱερέα.
-  Τί οὖν ὦ Ἱερεύ; εἰ καί νεκρόν μέ ἀνέστησες, ἀλλά δέν εἶναι βολετόν νά λειτουργήσης, ούδέ νά ἐπιχειρησθῆς πλέον τά Θεία Μυστήρια, διότι ἐάν καί μέ ἀνέστησες, ἀλλά διά τόν πολύν μόχθον καί κόπον, καί ταῖς νηστείαις, καί ταῖς προσευχαῖς, καί ταῖς ξηροφαγίαις καί ἀγρυπνίαις, ὅπου ἐποίησας τούς τρεῖς χρόνους, παρακαλῶντας τόν Θεόν, διά τοῦτο δέν παρεῖδεν ὁ Κύριος, τήν δέησίν σου. 
Τότε ὁ ταπεινός ἐκεῖνος Ἱερεύς, λαβών την ἀπόφασιν, ἐπορεύθη εἰς τόν οἶκον αὐτοῦ, χαίρων καί εὐλογῶν τόν Θεόν.
Βλέπετε,ἀδελφοί,πῶς ἐάντις φθείρη τήν παρθενίαν του,δέν ἡμπορεῖ νά ἱερωθῆ,ἤ νά λειτουργῆ;νά γένη  Ἅγιος καί θαυματουργός δύναται,ἀλλά εἰς τόν βαθμόν τῆς Ἱερωσύνης δέν ἡμπορή νά ἔλθη.  Λοιπόν, ἀδελφοί, ἄς φύγωμεν τήν μέθην, ὅτι ἡ μέθη ἐποίησε τήν ἁμαρτίαν τοῦ Ἱερέως, καί ἄλλους πολλούς ἔκαμεν ἡ μέθη, καί ὄχι μόνον ἐποίησε ἁμαρτίαν, ἀλλά καί ἄλλα μύρια κακά ἔκαμαν, ὅπου δέν ἔχουν ἀριθμόν.  Διά τοῦτο, Ἀδελφοί,ὅσοι ἐμίαναν τόνβαθμόν τῆς Ἱερωσύνης, διά τῆς μέθης, ἤ διά ἑτέρου πάθους,ἄς παύσουν τῆς Λειτουργίας, διά νά μή πέσουν εἰς πάθη ἀτιμίας, καί ἐμπαίξωσιν αὐτούς οἱ δαίμονες, καθώς καί τινες ἔπαθον.  Καί ὄχι μόνον ἐδῶπαραδίδονται τῶ σατανᾶ, ἀλλά καί ἐκεῖ ἐν τῆ μελλούση διαγωγῆ θέλουν ἀκούσει,ἄπελθε ἀπ’ ἑμοῦ, λέγω σοι οὐκ οἶδασεκαί ἀπελεύσεται εἰς τόν τόπον τῆς βασάνου.  Ταῦτα ἡμεῖς, Ἀδελφοί, ἀκούοντες, ἄς ποιήσωμεν ἀγαθά, ἵνα ἀξιωθῶμεν τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ τῶ Κυρίω ἡμῶν, ὧ ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.
Η δακτυλογράφηση του κειμένου έγινε από την Πρεσβυτέρα Μαρία Σ. για το Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
  • Πηγή το βιβλίο: Μαργαρίται.: Ήτοι λόγοι διάφοροι του εν αγίοις πατρός ημών Ιωάννου, αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, του Χρυσοστόμου, Και ετέρων Αγίων Πατέρων, παρά Διαφόρων Διδασκάλων πεζευθέντες εις απλήν γλώσσαν, προς κοινήν των ευσεβών και ορθοδόξων Χριστιανών ωφέλειαν / Συλλεχθέτες Παρά του οσιωτάτου εν Μοναχοίς, Κυρίου, Παχωμίου του εκ της Πόλεως Τουρνάβου, ήτοι εκ της Μητροπόλεως Λαρίσσης, του εν τω Αγίω Όρει μονάζοντος. Νυν δε μετ’ επιμελείας μετατυπωθέντες. (1675) Διαβάστε ολόκληρο το βιβλίο στηνΑΝΕΜΗ

Κυριακή, Ιανουαρίου 05, 2014

Τί κάνεις γιά τούς ἀνθρώπους;


ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ;
Πες μου, τί λόγο θα δώσεις στο Θεό εσύ που ντύνεις τους τοίχους και όχι τους ανθρώπους; Εσύ που στολίζεις ένα ζώο και αδιαφορείς για τα κουρέλια που φοράει ο συνάνθρωπός σου; Εσύ που σου σαπίζουν τα φαγητά και δε δίνεις σ’ αυτούς που πεινάνε;
Μ. Βασίλειος
ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ ΣΕ ΠΡΟΔΙΔΕΙ
Βλέπεις αυτούς τους τοίχους που καταρρέουν από το χρόνο, και που τα ερείπιά τους ξεφυτρώνουν μέσα στην πόλη όπως οι σκόπελοι αναδύονται μέσα από το νερό; Όταν χτίζονταν, οι πλούσιοι νοιάζονταν για τους τοίχους και αδιαφορούσαν για τους φτωχούς. Πού πήγε λοιπόν η μεγαλοπρέπειά τους; Πού πήγε κι αυτός που περηφανευόταν γι’ αυτή τη μεγαλοπρέπεια;Βλέπεις πώς γκρεμίζονται και χάνονται σαν τα παλάτια που χτίζουν τα παιδιά στην άμμο για  να παίξουν; Κι ο πεθαμένος κλαίει στον Άδη για τη ζωή που χαράμισε σε μάταια πράγματα. Να έχεις ψυχή μεγάλη. Οι τοίχοι, οι μικροί και οι μεγάλοι, κάνουν την ίδια δουλειά.
Όταν μπω σε σπίτι ανθρώπου κακόγουστου και νεόπλουτου και το δω πνιγμένο στα στολίδια, ξέρω πως ο άνθρωπος αυτός δεν έχει τίποτα πιο πολύτιμο από αυτά που φαίνονται, και πως στολίζει τα άψυχα ενώ αφήνει αστόλιστη την ψυχή του . Πες μου ποιά ανάγκη εξυπηρετούν καλύτερα τα πολυτελή κρεβάτια ή τραπέζια , οι πολυθρόνες και τα αμάξια, ώστε να ,μην περνάει το χρήμα στους φτωχούς , που χιλιάδες παρακαλάνε έξω απ’ τις πόρτες με σπαρακτική φωνή; Και συ αρνείσαι να δώσεις , γιατί λες πως δεν έχεις για όλους αυτούς. Κι ενώ τα χείλη σου ορκίζονται, το χέρι σου σε προδίδει. Γιατί το χέρι σου σε διαψεύδει, φωνάζοντας χωρίς να μιλά, έτσι καθώς λάμπει πάνω του το δέσιμο του δαχτυλιδιού. Πόσους μπορεί να σώσει από τα χρέη ένα σου  δαχτυλίδι; Πόσα σπίτια που χάνονται θα έκανε να ορθοποδήσουν; Μία σου ντουλάπα μπορεί να ντύσει πόλη ολόκληρη που τρέμει από το κρύο. Κι εσύ κάθεσαι και διώχνεις το φτωχό αβοήθητο , χωρίς να φοβάσαι το Θεό που θα σε κρίνει. Δεν έδωσες συμπόνια , δε θα πάρεις συμπόνια. Δεν άνοιξες την πόρτα , θα σε διώξουν από τη Βασιλεία. Δεν έδωσες ψωμί, δε θα πάρεις αιώνια ζωή.
Μ. Βασίλειος

Κυριακή, Δεκεμβρίου 29, 2013

Ο χρόνος κατά τον Μέγα Βασίλειο

       Η πρωτοχρονιά, η αφετηρία της νέας ετήσιας κυκλικής κίνησης του χρόνου, που, προ ημερών γιορτάσαμε, προκαλεί σε όλους μας ποικίλες σκέψεις και συναισθήματα. Μπορεί να επενδύεται, από την πλασματική λαμπηδόνα του κόσμου, δεν παύει, όμως, να δημιουργεί διάθεση έντονης εσωστρέφειας και εσωτερικής αναζήτησης. Ο Μέγας Βασίλειος, κακοποιείται βάναυσα από το πνεύμα του κόσμου, καθώς προβάλλεται, αυθαίρετα, άλλοτε ως σύμβολο του καταναλωτισμού, και άλλοτε ως σύμβολο της κοσμικής ευδαιμονίας, σε μια εποχή, μάλιστα, κατά την οποία η ανθρωπότητα δοκιμάζεται από την φτώχεια, την ανέχεια και τη δυστυχία, ενώ ο ίδιος υπήρξε και είναι το πρότυπο του ασκητικού ιδεώδους.
          Οι σκέψεις του Αγίου Βασιλείουπερί χρόνου βοηθούν να κατανοήσουμε το μέγεθος αυτού του κορυφαίου δώρου που χάρισε ο Θεός στο πλάσμα Του, προκειμένου να το αξιοποιήσει, να το καλλιεργήσει, με σκοπό τη διαρκή του βελτίωση και την κατά το δυνατόν ομοίωση μαζί Του. Οι σκέψεις του Αγίου περί χρόνου είναι απάντηση – καταπέλτης στο πνεύμα του σύγχρονου κόσμου που διακρίνεται από μια τάση επιμελούς ισοπέδωσης εκείνων των στοιχείων που επιτρέπουν στον άνθρωπο να γνωρίσει τον εαυτό του και να πλησιάσει το Θεό. Είναι η απάντηση προς εκείνους που διακηρύσσουν ότι ο χρόνος περιορίζεται στα ευτελή και πεπερασμένα όρια αυτής της ζωής και δεν επεκτείνεται στην αιωνιότητα, για την κατάκτηση της οποίας απαιτούνται αγώνες, εσωτερικές αναμετρήσεις αλλά και διαρκής αντιπαράθεση με την υλικοβιοτική αντίληψη της ανθρώπινης ζωής.
          Η πρώτη διάσταση του χρόνου που καταγράφει ο Μέγας Βασίλειος στο περίφημο έργο του «Εις την Εξαήμερον» έχει σχέση με τον Θεό. Ο Θεός είναι υπεράνω του χρόνου και, ταυτόχρονα, είναι εκτός χρόνου, από την  άποψη ότι δεν έχει χρονική αρχή και δε θ’ αποκτήσει ποτέ χρονικό τέλος. Χρονική αρχή έχουν όλα τα δημιουργήματα, δεν έχουν, όμως, όλα χρονικό τέλος. Κάποτε ο Θεός σήμανε την έναρξη του υλικού κόσμου, κάποτε θα σημάνει το τέλος του. Αυτό, όμως, αφορά σταυλικά δημιουργήματά Του. Τα πνευματικά δημιουργήματα, όπως οι Άγγελοι και το ηγεμονικό μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης, η ψυχή, δε θα έχουν ποτέ τέλος. Δημιουργήθηκαν αλλά δεν εξαφανίζονται, δεν πεθαίνουν.
          Η δεύτερη διάσταση του χρόνου, κατά τον Μέγα Βασίλειο, σχετίζεται με την ύλη και την παρούσα ζωή. Ο χρόνος μοιάζει με μία σφαίρα που κυλά στον κατήφορο και δε σταματά. Ρέει ακατάπαυστα αποκαλύπτοντας ότι και όσα σχετίζονται μαζί του είναι ρέοντα και όχι σταθερά. Σα να ταξιδεύει κανείς με το τραίνο και βλέπει ν’ αποκαλύπτονται μπροστά του διαδοχικά υπέροχα τοπία, τα οποία, όμως, δεν είναι σταθερά, εξαφανίζονται πριν καν τα συνειδητοποιήσει αφήνοντας στη θέση τους άλλα που χάνονται, με τη σειρά τους, στο απύθμενο δοχείο του χρόνου, που έχει τη μοναδική δυνατότητα να μετατρέπει, αυτοστιγμεί, το παρόν σε παρελθόν. Αυτή η διάσταση του χρόνου αποκαλύπτει το χρέος του ανθρώπου που αφορά στην σωστή αξιοποίησή του προκειμένου αυτός να μην πάει χαμένος. Εκείνος που τον αντιμετωπίζει με αυτή η λογική μπορεί ν’ αντεπεξέλθει, με επιτυχία, στις θλίψεις και στα προβλήματα της ζωής. Αντιλαμβάνεται ότι ο χρόνος είναι ευκαιρία εσωτερικής καλλιέργειας και καιρός μετανοίας. Εξαγοράζει τον καιρό του, κατά την προτροπή του Αποστόλου Παύλου, μη αφήνοντας την κάθε στιγμή να περάσει αναξιοποίητη για την προσωπική του βελτίωση που συνιστά την απαρχή για τη βελτίωση του κόσμου.
          Η τρίτη παράμετρος του χρόνου, κατά τον Καππαδόκη Άγιο, σχετίζεται με την αιωνιότητα. Ο χρόνος της παρούσης ζωής είναι σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στο ατελεύτητο της αιωνιότητας. Κι όμως, εμείς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουμε το γεγονός εντελώς διαστρεβλωμένο. Δεν καταλαβαίνουμε ότι είμαστε «πάροικοι και παρεπίδημοι» στην γήινη πραγματικότητα, είμαστε περαστικοί, ανέστιοι διαβάτες που πορεύονται προς την πραγματικότητα της αιωνιότητας, γι’ αυτό και κάνουμε το παν για να χτίσουμε και να δημιουργήσουμε σ’ αυτή τη ζωή με τα καλύτερα υλικά, ξοδεύουμε τις δυνάμεις μας στα ευτελή και πεπερασμένα, αγνοώντας τις ανάγκες του έσω ανθρώπου που θα ζήσει αιώνια όταν το φθαρτό του σαρκίο πεθάνει. «Δεν είμεθα πλασμένοι για τη λίγη ζωή. Είμεθα πλασμένοι για την αιωνιότητα. Δεν είμεθα πλασμένοι για τη γη. Είμεθα πλασμένοι για τον ουρανό. Η γη είναι το φυτώριο. Κάποτε θα μεταφυτευτούμε από το φυτώριο στον κήπο του παραδείσου. Όσοι είναι πιστοί, όσοι έχουν το δένδρο της ζωής τους γεμάτο καρπούς, θα μεταφυτευτούν στον ουρανό. ‘Επειγόμεθα, λέγει ο Μέγας Βασίλειος, ίνα έγκαρποι και πλήρεις έργων αγαθών φυτευθέντες εν τω οίκω Κυρίου, εν ταις αυλαίς του Θεού ημών εξανθήσωμεν»[1]
          Αυτή η αντίληψη του χρόνου προσφέρει σε όλους μας τη δυνατότητα και να τον απολαύσομε σε αυτή τη ζωή και να τον αξιοποιήσουμε στην προοπτική της άλλης. Απομένει σε εμάς η επιλογή – πρόκληση, η δυσκολότερη ίσως αυτής της ζωής. Καλή χρονιά και Ευλογημένη!

Αρχιμ. Ε.Ο.




[1] Αρχιμ. Δανιήλ Αεράκης, «Άγιοι μόνον τότε;», σελ. 24

Σάββατο, Νοεμβρίου 16, 2013

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΡΗΤΟΝ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ· «ΚΑΘΕΛΩ ΜΟΥ ΤΑΣ ΑΠΟΘΗΚΑΣ ΚΑΙ ΜΕΙΖΟΝΑΣ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΩ» ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΡΗΤΟΝ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ·
«ΚΑΘΕΛΩ ΜΟΥ ΤΑΣ ΑΠΟΘΗΚΑΣ ΚΑΙ ΜΕΙΖΟΝΑΣ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΩ»
ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
 
       Η φύσις των πειρασμών είναι διπλή. Διότι ή αι θλίψεις βασανίζουν τας καρδίας, όπως τον χρυσόν εις την κάμινον, με το να δοκιμάζουν δια της υπομονής την ακε­ραιότητα των, ή πολλάς φοράς και αι ιδίαι αι αφθονίαι της ζωής γίνονται το δοκιμαστήριον δια τους περισσοτέρους. Διότι εξ ίσου είναι δύσκολον και να διαφυλαχθή αταπείνωτος η ψυχή εις τας δυσκολίας των πραγμάτων και να μη αλαζονευθή και εκτραπή προς αδικίαν εις τας ευτυχείς περι­στάσεις. Παράδειγμα δε από το πρώτον είδος των πειρασμών είναι ο μεγάλος Ιώβ. Αυτός ο ακαταμάχητος αθλητής. Ο οποίος με το να υποδεχθή με ακλόνητον καρδίαν και αμετάβλητον φρόνημα ολόκληρον την ωσάν ορμήν χειμάρρου σφοδρότητα του διαβόλου, απεδείχθη τόσον ανώτερος από τους πειρασμούς, όσον πιο μεγάλα και ανυπέρβλητα του εφάνησαν ότι είχαν προβληθή από τον εχθρόν τα αγωνί­σματα.
 
 Παραδείγματα δε από τους πειρασμούς που προέρχον­ται λόγω της ευημερίας εις την ζωήν είναι και μερικά άλλα, αλλά και αυτός εδώ ο πλούσιος που τώρα δα ανεγνώσαμεν. Αυτός, άλλον μεν πλούτον κατείχεν, άλλον δε ήλπιζεν ότι θα απόκτηση. Διότι ο φιλάνθρωπος Θεός από την αρχήν δεν τον κατηγόρησε δια αγνώμονα συμπεριφοράν, αλλά πάντοτε εις τον υπάρχοντα πλούτον επρόσθετε και άλλον, μήπως τυχόν, αφού του επροκαλούσε κάποτε κορεσμόν, θα ημπορούσε να προτρέψη την ψυχήν να γίνη κοινωνική και ήμερη. Διότι λέγει· «Ενός άνθρωπου πλουσίου τα χω­ράφια έφεραν μεγάλην εσοδείαν και εσκέπτετο μέσα του˙ τι να κάνω; Θα κατεδαφίσω τας αποθήκας μου και θα κτί­σω μεγαλυτέρας». Διατί λοιπόν έφεραν μεγάλην εσοδείαν τα χωράφια ενός άνθρωπου που δεν έμελλε να κάμη κανένα καλόν από την ευφορίαν; Δια να φανή καλύτερα η μακρο­θυμία του Θεού και ότι η αγαθότης του φθάνει μέχρι και του σημείου τούτου. Διότι «βρέχει δια τους δικαίους και αδί­κους και ανατέλλει τον ήλιόν του δια τους πονηρούς και αγαθούς». Η καλωσύνη όμως αυτή του Θεού επισωρεύει μεγαλυτέραν κόλασιν δια τους πονηρούς. Έρριξε τας βροχάς εις την γην που καλλιεργείται από τα αρπακτικά χέρια, έδωκε τον ήλιον δια να θερμαίνη τους σπόρους και να πολλαπλασιάζη δια της ευφορίας τους καρπούς. Και αυτά μεν που προέρχονται από τον Θεον είναι τέτοια˙ καταλληλότης γης, εύκρατοι καταστάσεις αέρων, αφθονίαι σπερμάτων, συνεργία βοδιών, και όλα τα άλλα με τα οποία εκ φύσεως η γεωργία ακμάζει. Από τον άνθρωπον όμως ποία; Η ακρότης του ήθους, η μισανθρωπία, η δυσκολία του να δώση.
 
 Αυτά εις τον ευεργέτην και εν συγκρίσει προς τα ιδικά του ανταπέδωκεν ο άνθρωπος. Δεν ενεθυμήθη την κοινήν φύσιν, δεν ενόμισεν ότι έπρεπε να διαμοιράση το πλεό­νασμα εις τους πτωχούς, δεν ελογάριασε καθόλου την εντολήν «μη αρνηθής βοήθειαν εις τους πτωχούς» και «το έλεος και η αγαθή πίστις ας μη σε εγκαταλείψουν» και «να διαμοιράζης τον άρτον σου μ' αυτόν που πείνα». Και μολονότι το διαλαλούν δυνατά όλοι οι προφήται και όλοι οι διδάσκαλοι, όμως δεν εισηκούοντο. Αλλ' αι μεν απο­θήκαι, στενοχωρούμεναι από το πλήθος των αποθηκευομένων αγαθών, έσπαζαν, η άπληστος όμως καρδία δεν εχόρταινε. Διότι με το να προσθέτη πάντοτε τα νέα εισοδήματα εις τα παλαιά και να αυξάνη την ευπορίαν με τας ετησίας συγκομιδάς περιέπεσεν εις την αδιέξοδον αυτήν δυσχέρειαν, να μη επιτρέπη δηλαδή λόγω της πλεονεξίας να ανακόπτη άφ' ενός μεν την ορμήν του ως προς τα παλαιά, άφ’ ετέρου δε να μη επαρκή εις το να αποθηκεύη τα νέα, λόγω του πλήθους. Δια τούτο τα σχέδια του ήταν ακατόρθωτα και ανυπέρβλητοι αι φροντίδες του. «Τι να κάνω»;
 
 Ποίος δεν θα ελεούσεν αυτόν που τόσον πολύ στενοχωρείται; Ταλαίπωρος εμπρός εις την μεγάλην εσοδείαν, ελεεινός εμ­πρός εις τα παρόντα αγαθά και ακόμη πιο ελεεινός εμπρός εις τα αναμενόμενα. Διότι η γη δεν του αποφέρει εισοδήματα· βλαστάνει δι' αυτόν στεναγμούς˙ δεν του συγκεντρώνει ευφορίαν καρπών, αλλά φροντίδας, λύπας και φοβεράν αμη­χανίαν. Θρηνεί παρομοίως με αυτούς που είναι φτωχοί. Ή μήπως και αυτός που στενοχωρείται λόγω της πτώχειας του δεν θα εκβάλη την ιδίαν κραυγήν «Τι να κάνω»; Από που τροφαί; από που ενδύματα; Τα ίδια λέγει και ο πλούσιος. Θλίβεται κατά την καρδίαν του, κατατρωγόμένος από την μέριμναν. Δηλαδή αυτό που ευφραίνει τους άλλους, στενοχωρεί τον πλεονέκτην. Διότι δεν χαίρει που όλα εις το σπί­τι του είναι γεμάτα προς χάριν του, αλλά ο πλούτος που τον περιβάλλει και ξεχειλίζει από τας αποθήκας του αγκυ­λώνει την ψυχήν, μη τύχη και σκύψη και προς τους έξω και γίνη αφορμή κάποιου καλού δια  τους πτωχούς.
 
 2. Και όμως μου φαίνεται πως το πάθος του ομοιάζει με το πάθος της ψυχής των κοιλιοδούλων, οι οποίοι προτι­μούν να σκάσουν καλύτερα παρά να δώσουν κάτι από τα υπολείμματα εις τους ενδεείς. Άκου, άνθρωπε, τον χορηγόν. Θυμήσου ποίος είσαι; τι διαχειρίζεσαι; από ποίον έλαβες; διατί επροτιμήθης ανάμεσα εις τους πολλούς; Εχεις γίνει υπηρέτης του αγαθού Θεού, οικονόμος των συνανθρώπων σου. Να μη νομίζης ότι όλα έχουν ετοιμασθή δια την ιδικήν σου κοιλίαν. Δι' αυτά που κρατάς εις τα χέρια σου να σκέ­πτεσαι, ωσάν να είναι ξένα. Σε ευφραίνουν δι’ ολίγον χρόνον και έπειτα ξεγλυστρούν και χάνονται· δι' αυτά όμως θα σου απαιτηθή λόγος με κάθε λεπτομέρειαν. Εσύ όμως όλα μαζί τα έχεις αμπαρώσει με θύρας και μοχλούς. Και αφού τα ασφάλισες καλά επαγρυπνείς με τας φροντίδας και σκέ­πτεσαι μέσα σου, χρησιμοποιών τον εαυτόν σου ασύνετον σύμβουλον. «Τι να κάνω»; Εύκολον ήταν να ειπή ότι θα χορτάσω τας ψυχάς αυτών που πεινούν, θα ανοίξω τας αποθήκας και θα προσκαλέσω όλους τους πτωχούς. Θα μιμηθώ τον Ιωσήφ εις το κήρυγμα της φιλανθρωπίας. Θα είπω γενναιόκαρδον λόγον. Όσοι δεν έχετε άρτον, ελάτε εις εμέ. Ο καθένας να λάβη από την δωρεάν που έχει δοθή από τον Θεόν, ωσάν από κοινήν πηγήν, όσον του είναι αρκετόν. Αλλά συ δεν είσαι τέτοιος. Από που; Συ ο οποίος φθονείς τους ανθρώπους δια την απόλαυσιν των αγαθών, που πο­νηρά βουλεύεσαι εις την ψυχήν σου και φροντίζεις όχι το πως θα δώσης εις τον καθένα τα αναγκαία, αλλά το πως αφού τα αποθήκευσης όλα, θα αποστέρησης όλους από την ωφέλειαν εξ αυτών. Εύρίσκοντο εμπρός του αυτοί που ζη­τούν την ψυχήν του και εκείνος διελέγετο με την ψυχήν του δια τα βρώματα. Την νύκτα αυτήν τον έπαιρνα και ε­κείνος εφαντάζετο πολυχρόνιον την απόλαυσιν. Του επε­τράπη να σκεφθή το κάθε τι και να γνωστοποίηση την γνώ­μην του, δια να δεχθή την απόφασιν που αξίζει εις την προαίρεσίν του.
 
3. Αυτό να μη το πάθης εσύ. Διότι δια τον λόγον αυ­τόν έχει γραφή, δια να αποφύγωμεν την ομοίωσίν με αυτόν. Να μιμήσαι την γην, άνθρωπε να καρποφορήσης όπως εκείνη. Να μη φανής κατώτερος από την άψυχον γην. Εκείνη λοιπόν εκτρέφει τους καρπούς, όχι δια να τους απολαμβάνη η ιδία, αλλά δια να υπηρέτηση εσέ. Εσύ όμως όποιον καρπόν της αγαθοεργίας και αν επίδειξης, δια τον εαυτόν σου τον μαζεύεις, διότι αι χάριτες των αγαθών έργων επι­στρέφουν εις αυτούς που δίδουν. Δίδεις εις αυτόν που πείνα και ιδικόν σου γίνεται αυτό που δίδεται, διότι επανέρχεται με προσθήκην. Διότι όπως ο σπόρος του σίτου, αφού πέση εις την γην, γίνεται κέρδος δια τον σπορέα, έτσι ο άρτος που κατετέθη εις τον πεινώντα αποφέρει ύστερα γόνιμον την ωφέλειαν. Να είναι λοιπόν δια σε το τέλος της γεωργίας αρχή της επουρανίου σποράς. Διότι λέγει «σπείρατε δια τον εαυτόν σας δικαιοσύνην». Διατί λοιπόν αγωνιάς; Διατί κόπτεσαι, προσπαθών να περίκλεισης τον πλούτον με πηλόν και πλίνθους; «Είναι προτιμότερον το καλόν ό­νομα από μεγάλα πλούτη». Εάν δε θαυμάζης τα χρήματα δια την τιμήν που λαμβάνεις από αυτά, σκέψου πόσον πολύ πιο ωφέλιμον δια δόξαν είναι να ονομάζεσαι πατέρας από μύρια παιδιά παρά να έχης μύριους στατήρας εις το βαλάντιόν σου.
 
 Τα χρήματα βεβαίως, και χωρίς να το θέλης, θα τα εγκατάλειψης εδώ, την υπόληψιν όμως δια τα κα­λά έργα θα την προσκόμισης εις τον Δεσπότην, όταν ολό­κληρος λαός αφού σταθή εμπρός εις τον κοινόν κριτήν θα σε αποκαλή τροφέα και ευεργέτην και θα σου αποδίδη όλα τα ονόματα της φιλανθρωπίας. Δεν βλέπεις αυτούς που εις τα θέατρα δωρίζουν τον πλούτον τους εις τους αθλητάς του παγκρατίου, εις τους γελωτοποιούς και εις μερικούς θηριομάχους ανθρώπους, που θα εσιχαίνετο κανείς και να τους αντικρύση ακόμη, δια την στιγμιαίαν τιμήν και δια τας ζητωκραυγάς και τα χειροκροτήματα εκ μέρους του λαού; Και συ που μέλλεις να απόλαυσης τόσην μεγάλην δόξαν είσαι σφικτός εις τας δαπανάς αυτάς; Ο Θεός θα είναι αυτός που θα σε υποδεχθή. Άγγελοι πού θα επευφημούν όλοι οι άνθρωποι από κτίσεως κόσμου θα σε μακαρίζουν. Δόξα αιώνιος, στέφανος δικαιοσύνης, ουράνιος βασιλεία θα είναι τα έπαθλα δια σε λόγω της καλής διαχειρίσεως των φθαρτών τούτων πραγμάτων. Δια κανένα από αυτά δεν φροντίζεις, διότι λόγω της φροντίδος σου δια τα παρόντα περιφρονείς τα ελπιζόμενα αγαθά. Εμπρός λοιπόν, να δια­θέτης ποικιλοτρόπως τον πλούτον, αφού γίνης φιλότιμος και λαμπρός εις τας δαπανάς δι’αυτούς που έχουν ανάγ­κην. Ας λέγεται και δια σε˙ «εσκόρπισεν ελευθέρως, έδωκεν εις τους πτωχούς, η δικαιοσύνη του θα παραμένη αιωνίως». Να μη είσαι πολυδάπανος με το να προσθέτης πάντοτε νέας ανάγκας. Να μη περιμένης έλλειψιν σιταριού δια να ανοίξης τας σιταποθήκας. Διότι «αυτός που υπερτιμά το σιτάρι είναι λαοκατάρατος». Μη περιμένης την πείναν δια να κερδίσης χρυσόν, μήτε την κοινήν στέρησιν δια να πλουτίσης ο ίδιος. Μη γίνεσαι έμπορος των ανθρωπίνων συμφορών. Μη εκμεταλλευθής τον καιρόν της οργής του Θεού δια να αποκτήσης χρηματικήν περιουσίαν. Να μη εξερεθίσης τα τραύματα αυτών που έχουν ταλαιπωρηθή με το μαστίγιον της συμφοράς. Εσύ όμως αποβλέπεις εις το χρήμα και δεν προσβλέπεις εις τον αδελφόν. Και γνωρίζεις από μεν το νό­μισμα, το χαρακτηριστικόν χάραγμα και ξεχωρίζεις το πλαστόν από το γνήσιον, αγνοείς όμως καθ' ολοκληρίαν τον α­δελφόν σου, όταν ευρίσκεται εις την ανάγκην.
 
 4. Και το μεν καλόν χρώμα του χρυσού σε υπερευχαριστεί, δεν λογαριάζεις όμως πόσον μεγάλος είναι ο στεναγμός ιού πτωχού που σε ακολουθεί. Πως να σου κάμω γνωστά τα βάσανα του πτωχού; Εκείνος, αφού παρατηρήση τα του σπιτιού του, βλέπει ότι ούτε χρυσός υπάρχει εις αυτόν ούτε θα υπάρξη ποτέ. Τα σκεύη δε και τα ενδύματα τέτοια, που αν γίνουν κτήματα των πτωχών, όλα όλα αξίζουν ο­λίγους άβολους. Τι λοιπόν; Στρέφει λοιπόν το βλέμμα του εις τα παιδιά και σκέπτεται να τα οδηγήση εις την αγοράν, δια να εύρη άπ' εδώ παρηγορίαν του θανάτου. Σκέψου εδώ τον αγώνα που επιβάλλεται από την ανάγκην της πείνης και από την πατρικήν στοργήν. Η μεν πείνα απειλεί τον οικτρότατον θάνατον, η δε φυσική στοργή των γο­νέων ανθίσταται και τον πείθει να πεθάνη μαζί με τα τέκνα του. Και αφού πολλάς φοράς ώρμησε και ωπισθοχώρησεν άλλας τόσας, τελικώς υπέκυψεν, εκβιασθείς από την αναγκαίαν και αμείλικτον στέρησιν. Και τι σκέπτεται ο πατέρας; Ποίον πρώτον να πωλήσω; Ποίον δε ο σιτοπώλης θα ιδή με ευχαρίστησιν; Να έλθω εις τον μεγαλύτερον; Εντρέπομαι όμως τα πρεσβεία του. Αλλά εις τον νεώτερον; Άλλ' ευσπλαγχνίζομαι την ηλικίαν του, διότι δεν ηξεύρει από συμφοράς. Το ένα φέρει ολοκάθαρα τα χαρακτηριστικά των γονέων. Εκείνος έχει καλήν επίδοσιν εις τα μαθήματα. Αχ τι αδιέξοδον! Τι να κάμω; Με ποίον από αυτούς να συγ­κρουσθώ; Ποίαν ψυχήν θηρίου να αναλάβω; Πως να λη­σμονήσω την φύσιν μου; Εάν όλους τους κρατήσω, θα τους ιδώ όλους να εξαντλούνται από την πείναν. Εάν ένα πωλήσω, με τι μάτια θα αντικρύσω τους υπολοίπους, εις τους οποίους θα έχω γίνει κιόλας ύποπτος δι' έλλειψιν εμπιστοσύνης; Πως θα κατοικήσω εις το σπίτι αφού κατέστησα τον εαυτόν μου άτεκνον; Πως θα έλθω να καθίσω εις το τραπέζι, που θα έχη τα αγαθά από μίαν τέτοιαν αιτίαν; Και αυτός μεν προσέρχεται να πωλήση με άφθονα δάκρυα το πιο αγαπητόν από τα παιδιά, εσύ δε δεν λυγίζεις από την συμφοράν; Δεν αναλογίζεσαι την φύσιν; Η πείνα συνθλίβει τον ταλαίπωρον και συ αναβάλλεις και ειρωνεύσαι, δια να κάμης διαρκεστέραν εις αυτόν την συμφοράν; Και αυτός μεν προσ­φέρει τα σπλάγχνα του τίμημα δια τας τροφάς, το ιδικόν σου όμως χέρι όχι μόνον δεν ξηραίνεται με το να δέχεται τι­μήματα από τέτοιας συμφοράς, αλλά και αγωνίζεσαι δια το πλεόνασμα και φιλονικείς πως να λάβης περισσότερα και να δώσης ολιγώτερα, επιβαρύνων από παντού την συμ­φοράν εις τον δυστυχή. Δεν σε μαλακώνουν ούτε τα θλιβερά δάκρυα, ούτε οι αναστεναγμοί της καρδίας, άλλ' είσαι αλύ­γιστος και σκληρός. Το κάθε τι το βλέπεις ως χρυσόν και παντού χρυσόν φαντάζεσαι. Αυτό σου έχει γίνει όνειρον όταν κοιμάσαι, και συνεχής έγνοια όταν είσαι ξύπνιος. Όπως δηλαδή αυτοί που παραφέρονται από τρέλλαν δεν βλέπουν τα πράγματα, αλλά φαντάζονται αυτά που τους υπαγορεύει το πάθος, έτσι και εις σε η ψυχή που έχει κατακυριευθή από την φιλαργυρίαν παντού χρυσόν, παντού άργυρον βλέπει. Περισσότερον ευχάριστα θα έβλεπες τον χρυσόν παρά τον ήλιον. Εύχεσαι όλα να αλλάξουν και να γίνουν χρυσός και όσον ημπορείς το εφευρίσκεις βέβαια.
 
5. Διότι τι δεν μηχανεύεσαι δια να αποκτήσης χρυ­σόν; Το σιτάρι σου γίνεται χρυσός, το κρασί μετατρέπεται εις χρυσόν, τα μαλλιά δια σε γίνονται χρυσός. Κάθε εμπορική δουλειά, κάθε εφεύρεσις σου αποφέρει χρυσόν. Ο ίδιος ο χρυσός αποφέρει χρυσόν με το να πολλαπλασιάζεται με τα δανείσματα. Και όμως δεν υπάρχει κορεσμός και η επι­θυμία δεν ευρίσκει τέλος. Εις τα λαίμαργα από τα παιδιά πολλάς φοράς ατσιγκούνευτα επιτρέπομεν να παραχορταίνουν από εκείνα που πολύ επιθυμούν, ώστε με τον υπερβολικόν κορεσμόν να τα κάνωμεν να σιχαθούν. Εις τον πλεονέκτην δεν συμβαίνει το ίδιον. Άλλ' όσον πιο πολλά αποκτά, τόσον περισσότερα επιθυμεί. «Εάν ο πλούτος αυξάνη, μη προσκολλάτε εις αυτόν την καρδίαν». Εσύ όμως κατέχεις τον πλούτον που όλον αυξάνει και περιφράσσεις τας διεξό­δους. Έπειτα με το να κρατήται και να λιμνάζη, τι σου δημιουργεί; Θραύει τα εμπόδια βεβαίως και τώρα που κατά τρόπον βίαιον έχει άμπαρωθή και πλημμυρίζει, κρημνίζει τας αποθήκας του πλουσίου, κατεδαφίζει τα χρηματοκι­βώτια, ωσάν να επέδραμε κάποιος εχθρός. Αλλά θα κτίση μεγαλυτέρας;  Δεν είναι φανερόν εάν δεν τας παραδώση κρημνισμένας εις τον κληρονόμου του. Διότι, πολύ πιο γρή­γορα ημπορεί να πεθάνη αυτός παρά να κτισθούν εκείναι σύμφωνα με τα σχέδια της πλεονεξίας. Άλλ' αυτός μεν έχει δια τα κακά του σχέδια ακόλουθον το τέλος, εσείς όμως, εάν με πιστεύσετε, αφού ανοίξετε όλας τα θύρας των χρηματο­κιβωτίων, θα προσφέρετε άφθονους διεξόδους εις τον πλού­του, και όπως εις μεγάλο ποτάμι που με πολυάριθμα κανάλια διοχετεύεται εις γην πολύκαρπον, έτσι και σεις να επιτρέ­πετε εις τον πλούτον να διασχίζη από διαφόρους δρόμους τα σπίτια των πτωχών. Τα πηγάδια όταν αντλούνται, δίδουν πιο άφθονον νερόν, όταν όμως εγκαταλείπωνται σα­πίζουν και στειρεύουν. Και ο πλούτος όταν στέκεται είναι άχρηστος, όταν όμως κινήται και μεταδίδεται, γίνεται και κοινωφελής και καρποφόρος. Ω πόσον μεγάλος είναι ο έπαι­νος που προέρχεται από τους ευεργετούμενους! Να μη τον καταφρόνησης. Και πόσον μεγάλος ο μισθός από τον δί­καιον κριτήν! Να μη απιστήσης εις αυτόν. Πανταχού το παράδειγμα του πλουσίου που κατηγορείται να σε συντροφεύη. Αυτός, με το να φυλάσση τα παρόντα και να αγωνιά δια τα ελπιζόμενα και με το να αγνοή, εάν θα ζήση την αυριανήν ημέραν, αμαρτάνει εκ των προτέρων σήμερον δια την αύριον. Δεν είχε προσέλθει ακόμη ο ζητιάνος και εκείνος προκαταβολικώς εφανέρωνε την αγριότητα. Δεν εμάζεψε τους καρπούς και είχε κιόλας το κατάκριμα της πλεονεξίας. Η γη μεν εχαιρέτιζε με τα προϊόντα της· προεφανέρωνε βαθειά εις τα οργώματα το σπαρμένον σιτάρι, επαρουσίαζε πλούσια τα σταφύλια επάνω εις τα κλήματα, παρείχε κατάφορτον την ελαίαν από καρπούς και υπέσχετο κάθε τρυφήν από τα καρποφόρα δένδρα. Εκείνος δε ήταν αφιλόφρων και άκαρ­πος· διότι ενώ ακόμη δεν έχει, φθονεί κιόλας αυτούς που έχουν ανάγκην. Και όμως πόσοι κίνδυνοι υπάρχουν προτού α­κόμη γίνη η συγκομιδή των καρπών! Διότι συνήθως και το χαλάζι κατατσακίζει και η ζέστη αρπάζει μέσα από τα χέ­ρια και βροχή που πίπτει παράκαιρα αχρηστεύει τους καρπούς. Δεν προσεύχεσαι λοιπόν εις τον Κύριον να ολοκληρωθή η δωρεά; Εσύ όμως εκ των προτέρων καθιστάς ανάξιον τον εαυτόν σου να υποδεχθής αυτά που σου έχουν φανερωθή.
 
6. Και συ μεν κρυφά συνομιλείς με τον εαυτόν σου, τα λόγια σου όμως κρίνονται εις τον ουρανόν. Δια τούτο από εκεί σου έρχονται αι απαντήσεις. Ποία όμως είναι αυ­τά που λέγει; «Ψυχή έχεις πολλά αγαθά δια πολλά χρό­νια φάγε, πίε, ευφραίνου» καθημερινώς. Ω τι παραλο­γισμός! Εάν είχες ψυχήν χοίρου, τι άλλο καλύτερον από αυτό θα ημπορούσες να της ευαγγελισθής; Πόσον κτη­νώδης είσαι, πόσον άμυαλος απέναντι των αγαθών της ψυχής, να χαιρετίζης αυτήν με τα βρώματα της σαρκός. Αυ­τά που καταλήγουν εις τον απόπατον, αυτά εσύ τα πα­ραπέμπεις εις την ψυχήν; Εάν μεν διαθέτη αρετήν, εάν είναι γεμάτος από αγαθά, εάν έχη προσοικειωθή τον Θεόν, έχει πολλά αγαθά και ας ευφρανθή την καλήν ευφροσύνην της ψυχής. Επειδή όμως σκέπτεσαι τα επίγειο και έχεις δια Θεόν την κοιλίαν και είσαι ολόκληρος σάρκες, υποδου­λωμένος εις τα πάθη, άκουε την προσωνυμίαν που σου αρμόζει και την οποίαν δεν σου την έδωσε κανείς από τους ανθρώπους, αλλά ο ίδιος ο Κύριος· «ανόητε αυτήν την νύ­κτα ζητούν από σε την ψυχήν σου. Αυτά που ετοίμασες, ποίος θα τα πάρη;». Το γέλιο της ανοησίας είναι μεγαλύτερον κακόν από την αιώνιον κόλασιν. Διότι αυτός που μέσα εις ολίγον μέλλει να αρπαγή, τι σκέπτεται; «θα κατεδαφίσω τας αποθήκας μου και θα κτίσω μεγαλυτέρας». Εσύ βέβαια κάμνεις καλά, θα ημπορούσα να του είπω. Διότι τα ταμεία της αδικίας αξίζει να κρημνισθούν. Ρίχνε κάτω με τα ίδια σου τα χέρια αυτά που κακώς έχεις οικο­δομήσει. Σπάσε τα αμπάρια του σιταριού από τα οποία κανένας ποτέ δεν έφυγε παρηγορημένος. Εξαφάνισε κάθε οίκη­μα που φυλάσσει την πλεονεξίαν, βγάλε την στέγην, γκρέ­μισε τους τοίχους, δείξε εις τον ήλιον το μουχλιασμένο σι­τάρι, βγάλε από την φυλακήν τον φυλακισμένον πλούτον, σύντριψε τα σκοτεινά καταγώγια του μαμμωνά. «Θα κατε­δαφίσω τας αποθήκας μου και θα κτίσω μεγαλυτέρας». Εάν όμως τας γεμίσης και αυτάς, τι λοιπόν θα διανοηθής; Ή μήπως πάλιν θα τας γκρεμίσης και πάλιν θα τας κτίσης; Και τι πιο ανόητον από αυτά, να κοπιάζης ατελεύτητα, να οικοδομής με βιασύνην και με βιασύνην να γκρεμίζης; Εάν θέλης, έχεις αποθήκας τα σπίτια των πτωχών. Θησαύ­ρισε, δια τον εαυτόν σου θησαυρούς εις τον ούρανόν. Αυτά που αποθηκεύονται εκεί ούτε ο σκόρος τα κατατρώγει, ούτε η σήψις τα σαπίζει, ούτε οι λησταί τα καταληστεύουν. Αλλά τότε θα δώσω εις αυτούς που έχουν ανάγκην, όταν γεμίσω τας δευτέρας αποθήκας. Έχεις προσδιορίσει δια τον εαυτόν σου χρόνια πολλά της ζωής. Κύττα να μη σε προλάβη αυτός που σύμφωνα με την προθεσμίαν επείγεται. Διότι η υπόσχεσις δεν είναι αγαθότης, αλλά απόδειξις της πονη­ρίας. Διότι υπόσχεσαι, όχι δια να δώσης κατόπιν, αλλά δια να αποφυγής το παρόν. Τι είναι αυτό που εμποδίζει τώρα την μετάδοσιν; Δεν είναι παρών ο πτωχός; Δεν είναι γεμάται αι αποθήκαι; Η αμοιβή έτοιμη; Δεν είναι ξεκάθαρη η εντολή; Αυτός που πεινά λυώνει. Ο γυμνός ξεπαγιάζει. Ο οφειλέτης καταπνίγεται και συ αναβάλλεις δια την αύριον την ελεημοσύνην; Άκου τον Σολομώντα «Να μη ειπής˙ πήγαινε και γύρισε, αύριον θα σου δώσω». Διότι δεν γνω­ρίζεις τι θα γέννηση η αυριανή ημέρα. Οποία παραγγέλ­ματα περιφρονείς με το να βουλώσης τα αυτιά σου με την φιλαργυρίαν!
 
 Πόσην μεγάλην χάριν έπρεπε να χρωστάς εις τον εύεργέτην, πόσον να είσαι χαρούμενος και να λαμπρύνεσαι με την τιμήν, διότι ο ίδιος δεν ενοχλείς την πόρταν των άλλων, αλλά άλλοι κρούουν τας ιδικάς σου! Τώρα δε είσαι κατσούφης και αποκρουστικός, αποφεύγων τας απαν­τήσεις μη τυχόν κάπου αναγκασθής να βγάλης έστω και ολίγον από τα χέρια σου. Μίαν λέξιν γνωρίζεις· δεν έχω· ούτε θα δώσω, διότι είμαι πτωχός. Πράγματι πτωχός είσαι και στερείσαι από όλα τα αγαθά. Πτωχός από φιλανθρωπίαν, πτωχός από πίστιν εις τον Θεόν, πτωχός από ελπίδα αιώνιον. Κάμε συμμέτοχους εις τα σιτηρά τους αδελφούς. Αυτό που αύριον σαπίζει, δώσε το σήμερον εις τον έχοντα ανάγκην. Η πιο χειρότερα μορφή της πλεονεξίας είναι το να μη δίδη κανείς εις τους ενδεείς ούτε από αυτά που φθεί­ρονται.
 
 7. Ποίον, λέγει, αδικώ με το να προστατεύω τα ιδικά μου; Ποία, πες μου, είναι ιδικά σου; Από που τα έλαβες και τα έφερες εις την ζωήν; Όπως όταν κάποιος, αφού καταλάβη εις το θέατρον θέσιν θέας, εμποδίζη έπειτα τους εισερχόμενους, με το να νομίζη ιδικόν του αυτό που είναι κοινόν κατά την χρήσιν εις όλους, τέτοιοι είναι και οι πλούσιοι. Δηλαδή αφού εκ των προτέρων εκυρίευσαν τα κοινά αγαθά, τα ιδιοποιούν­ται λόγω του ότι τα επρόλαβαν. Διότι εάν ο καθένας, κρα­τών αυτό που χρειάζεται δια να θεραπεύση τας ανάγκας του, άφηνε το περίσσευμα εις τον έχοντα ανάγκην, τότε κα­νένας δεν θα ήταν πλούσιος, κανένας δεν θα ήταν πτωχός. Δεν εξήλθες γυμνός από την κοιλίαν; Δεν θα επιστρέψης και πάλιν γυμνός εις την γην; Αυτά δε που έχεις τώρα, από που τα έχεις; Εάν μεν λέγης, ότι από την τύχην, είσαι άθεος, διότι δεν γνωρίζεις τον δημιουργόν, ούτε ευχαριστείς τον δοτήρα. Εάν δε παραδέχεσαι ότι από τον Θεόν είναι, πες μου τον λόγον δια τον οποίον τα έλαβες. Μήπως ο Θεός είναι άδικος που άνισα μοιράζει εις ημάς τα αναγκαία δια την ζωήν; Διατί εσύ πλουτείς και εκείνος είναι πτωχός; Δια κανένα άλλον λόγον παρά δια να λάβης εξάπαντος και εσύ τον μισθόν της αγαθότητος και της καλής διαχειρίσεως και εκείνος δια να τιμηθή με τα μεγάλα έπαθλα της υπομο­νής. Εσύ όμως, αφού τα περιέλαβες όλα εις τους αχόρταγους κόλπους της πλεονεξίας, νομίζεις ότι κανένα δεν αδικείς, όταν τόσους πολλούς αποστερής. Ποίος είναι ο πλεονέκτης; Αυτός που δεν αρκείται εις την αυτάρκειαν. Ποίος δε είναι ο άρπα­γας; Αυτός που αφαιρεί αυτά που ανήκουν εις τον καθένα. Δεν είσαι συ ο πλεονέκτης; Δεν είσαι συ ο άρπαγας, όταν ιδιοποιήσαι αυτά τα ίδια που εδέχθης προς διαχείρισιν; Ή αυτός μεν που απογυμνώνει τον ντυμένον θα ονομασθή λωποδύτης, εκείνος δε που δεν ενδύει τον γυμνόν, ενώ ημπο­ρεί να το κάμη, αξίζει να ονομασθή με άλλο όνομα; Το ψωμί που κρατάς εσύ, είναι αυτού που πείνα. Το ένδυμα που φυ­λάσσεις εις τας ιματιοθήκας είναι αυτού που γυμνητεύει. Τα παπούτσια που σαπίζουν εις σε είναι του ξυπόλυτου. Το αργύριον που έχεις παραχωμένον είναι αυτού που το χρειάζεται. Λοιπόν τόσους αδικείς, όσους ημπορούσες να ευεργετήσης!
 
 8. Καλά είναι τα λόγια, λέγει, αλλά ακόμη πιο καλός είναι ο χρυσός. Ωσάν αυτοί που διαλέγονται περί εγκρά­τειας εις τους ακόλαστους. Πράγματι και αυτοί, όταν εξυβρί­ζεται η πόρνη, από την ενθύμησιν φλέγονται προς την επιθυμίαν. Πως να σου καταστήσω γνωστά τα βάσανα του πτω­χού, δια να γνωρίσης από πόσον μεγάλους καημούς θησαυρί­ζεις δια τον εαυτόν σου; Ω πόσον πολύτιμος θα σου φανή κα­τά την ημέραν της κρίσεως ο λόγος αυτός· «ελάτε οι ευλογη­μένοι του Πατέρα μου, κληρονομήσατε την βασιλείαν, η οποία είναι ετοιμασμένη δια σας από τον καιρόν της δημιουργίας του κόσμου. Διότι επείνασα και μου εδώκατέ να φάγω, εδίψασα και μ' εποτίσατέ, γυμνός ήμουν και μ' ενδύσατε»; Πόσον δε μεγάλην φρίκην, και ιδρώτας και σκοτάδι θα σε περιβάλη, όταν ακούσης την καταδίκην «Φύγετε από εμέ, καταραμένοι, εις την αιωνίαν φωτιάν, που έχει ετοιμασθή δια τον διάβολον και τους αγγέλους του. Διότι επείνασα και δεν μου εδώκατε να φάγω, εδίψασα και δεν μ' εποτίσατέ, γυμνός ήμουν και δεν μ’ ενδύσατε». Διότι εκεί ούτε ο άρ­παγας κατηγορείται, αλλά αυτός που δεν κοινωνεί εις τας ανάγκας του πλησίον κατακρίνεται. Εγώ μεν είπα όσα ενόμιζα συμφέροντα, εις σε δε αφού πιστεύσης, ολοφάνερα είναι τα αγαθά που σύμφωνα με τας επαγγελίας σε αναμέ­νουν, αφού όμως παράκουσης η απειλή σου έχει γραπτώς διατυπωθή. Την εμπειρίαν αυτήν σου εύχομαι να διαφυγής, αφού λάβης καλυτέραν απόφασιν, δια να σου γίνη λύτρον ο ίδιος ο πλούτος και δια να βάδισης εις τα έτοιμα ουράνια αγαθά, με την χάριν αυτού που μας εκάλεσεν όλους εις την βασιλείαν του, εις τον οποίον ανήκει η δόξα και η δύναμις εις τους απέραντους αιώνας. Αμήν.

Κυριακή, Οκτωβρίου 06, 2013

Η πλάνη της αστρολογίας (Μ. Βασίλειος)

Αυτές μεν οι σοφίες των μοιάζουν με τα υφάσματα της αράχνης (Μ. Βασίλειος)
Ώστε, αν είναι αδύνατον να επιτύχει κανείς με ακρίβεια την ώρα, και αν η παραμικρή μεταβολή μας κάνει να πέσωμεν εντελώς έξω από τον στόχο, είναι καταγέλαστοι και αυτοί που ασχολούνται με την ανύπαρκτον αυτήν τέχνη (του αστρολόγου), και όσοι πιστεύουν ανοήτως ότι αυτοί έχουν την δύναμη να γνωρίζουν την τύχην των.
 Τι είναι και τα «αποτελεσματικά»; (22). Ο τάδε, λέγει, θα γίνει σγουρός εις τα μαλλιά και λαμπρός εις το βλέμμα, διότι εγεννήθη όταν ο ήλιος ήτο εις τον αστερισμό του κριού· και το ζώο κριός τέτοια περίπου όψη έχει. Θα γίνει και μεγαλόφρων, διότι ο κριός είναι ηγετικό ζώο. Αλλά και ανοιχτοχέρης, και εύκολα θα κερδίζει· διότι το ζώο αυτό και δίνει το μαλλί του ευχαρίστως και πάλι ενδύεται από την φύση ευκόλως. Αυτός που εγεννήθη εις τον αστερισμό του ταύρου θα γίνει, λέγει, βασανισμένος άνθρωπος και δουλικός, διότι ο ταύρος μπαίνει κάτω από ζυγό. Και ο γεννημένος εις τον αστερισμό του σκορπιού θα έχει την τάση να δαγκώνει, διότι θα ομοιάζει με αυτό το ζώο. Ενώ ο γεννημένος εις τον αστερισμό του ζυγού θα γίνει δίκαιος, διότι, καθώς γνωρίζομε, η ζυγαριά φέρνει την ισότητα. Τι πιο γελοίο υπάρχει από αυτά;
Ο κριός, από τον οποίον συμπεραίνεις την μέλλουσα ιστορία του ανθρώπου, είναι το ένα δωδέκατο του ουρανού, εις το οποίο όταν φθάσει ο ήλιος, φθάνει εις τα όρια της ανοίξεως. Και ο ζυγός και ο ταύρος επίσης, το καθένα τους είναι δωδεκατημόριο του λεγομένου ζωδιακού κύκλου. Πως λοιπόν, αφού λέγεις ότι απ’ εκείνα προέρχονται τα αίτια που ρυθμίζουν την ζωή των ανθρώπων, προλέγεις τον χαρακτήρα του ήθους των ανθρώπων που γεννώνται από τα επίγεια ζώα; Διότι λέγεις ότι ο γεννημένος εις τον αστερισμό του κριού θα γίνει ανοιχτοχέρης, όχι επειδή τέτοιο ήθος δημιουργεί το μέρος εκείνο του ουρανού που λέγεται κριός, αλλ’ επειδή τέτοιον χαρακτήρα έχει το πρόβατο. Γιατί λοιπόν από το ένα μέρος μας φοβερίζεις με την αξιοπιστία των άστρων και από το άλλο προσπαθείς να μας πείσεις με τα βελάσματα; Διότι αν ο μεν ουρανός πήρε αυτά τα ιδιώματα και τας συνηθείας από τα ζώα, τότε και αυτός εξαρτάται από ξένες επιδράσεις, αφού έχει τας αιτίας του από τα βοσκήματα. Αν όμως είναι γελοίο να το πεις αυτό, τότε είναι πολύ πιο γελοίο να προσπαθείς να μας πείσεις λαμβάνοντας επιχειρήματα από τα πλέον άσχετα πράγματα. Αλλά αυτές μεν οι σοφίες των μοιάζουν με τα υφάσματα της αράχνης, εις τα οποία όταν πιασθεί κανείς κώνωψ ή μύγα ή κάτι άλλο ανίσχυρο σαν αυτά, μένουν δεμένα και αιχμάλωτα· όταν όμως τα αγγίσει ένα ισχυρότερο ζώο, και το ίδιο περνά ευκόλως από το άλλο μέρος, και τα ασθενή υφάσματα τα συντρίβει και τα αφανίζει.
Και δεν αρκούνται μόνο εις αυτά, αλλά προχωρούν και εις εκείνα που εξαρτώνται και κατευθύνονται από την προαίρεσή μας, (εννοώ ακριβώς τας πράξεις της αρετής και της κακίας), και λέγουν ότι και αυτά έχουν τας αιτίας των εις τα ουράνια σώματα. Το να φέρω αντίρρηση εις αυτούς, υπό άλλες μεν συνθήκες θα ήτο πολύ γελοίο· επειδή όμως πολλοί είναι προκατειλημμένοι από την απάτη αυτή, είναι προφανώς αναγκαίο να μη προχωρήσω χωρίς να πω κάτι.
Και πρώτα – πρώτα ας τους ρωτήσουμε το εξής· Αλλάζουν ή δεν αλλάζουν αναρίθμητες φορές κάθε μέρα οι σχηματισμοί των αστέρων; Διότι καθώς οι λεγόμενοι πλανήτες κινούνται συνεχώς και περιφέρονται κυκλικώς άλλοι μεν ταχύτερα, ώστε να φθάνουν και να ξεπερνούν τους άλλους, άλλοι δε βραδύτερα, συμβαίνει κατά την ιδίαν πολλάκις ώρα και να αντικρίζουν ο ένας τον άλλο και να αποκρύπτονται ο ένας από τον άλλο· και λέγουν ότι έχει  πολύ μεγάλη επίδραση εις τον σχηματισμό της τύχης το να μεσουρανεί κατά την στιγμή της γεννήσεως αγαθοποιός ή κακοποιός αστήρ· και ότι πολλάκις (οι Χαλδαίοι) δεν μπόρεσαν να προσδιορίσουν με ακρίβεια τον μοιραίο χρόνο που υποδείκνυε για κάποιον άνθρωπο ο αγαθοποιός αστήρ, επειδή τους διέφυγε ένα δευτερόλεπτο, και τον ανέγραψαν εις τον πίνακα της κακοτυχίας. Αναγκάζομαι να χρησιμοποιήσω τα ίδια των τα λόγια. Αλλά εις αυτά ακριβώς τα λόγια υπάρχει πολύ ανοησία και πολύ περισσότερη ασέβεια.
Διότι εφόσον υπάρχουν κακοποιοί αστέρες, υποτίθεται ότι αίτιος της πονηρίας τους είναι ο Δημιουργός τους. Διότι, αν μεν έχουν το κακό εκ κατασκευής τους, ο Δημιουργός αποδεικνύεται δημιουργός του κακού· εάν δε γίνονται κακοί από την προαίρεσή τους, τότε πρώτα- πρώτα να είναι υπάρξεις με προαίρεση, που έχουν τάσεις ελευθέρας και αυτεξουσίους· το να λέγει όμως κανείς τέτοια ψεύδη δια τα άψυχα πράγματα είναι κάτι παραπάνω από τρέλα.
Έπειτα πόσο παράλογο είναι να μη μοιράζεται το κακό και το αγαθό εις τον καθένα σύμφωνα με την αξία του, αλλά να γίνεται κανείς αγαθοποιός, επειδή γεννήθηκε εις τον τάδε τόπο, και ο ίδιος πάλι να γίνεται κακοποιός, επειδή γεννήθηκε όταν μεσουρανούσε ο τάδε αστήρ, και αν τύχει να ξεφύγει ελάχιστα από τον τάδε σχηματισμό των αστέρων, να ξεφύγει πάραυτα και από την κακία; Και τόσα μεν δια το θέμα τούτο. Εάν σε κάθε στιγμή του χρόνου ο αστήρ σχηματίζει με τους άλλους διαφορετικό σχήμα, κατά τις αναρίθμητες αυτές μεταβολές γίνονται οι σχηματισμοί των βασιλικών γεννήσεων πολλάκις της ημέρας, γιατί δεν γεννιούνται βασιλείς κάθε μέρα; Ή γιατί γενικώς οι βασιλείς διαδέχονται την βασιλεία από τους πατέρες τους; Και φυσικά δεν είναι δυνατό να κανονίσουν οι βασιλείς εις ποιον σχηματισμό των αστέρων θα γεννηθεί ο υιός τους. Ποιος άνθρωπος δύναται να κατευθύνει αυτό το πράγμα; Πως λοιπόν ο Οζίας γέννησε τον Ιωάθαμ; Πως ο Ιωάθαμ τον Άχαζ; Πως ο Άχαζ τον Εζεκία; Και πως κανείς από αυτούς δεν συνέπεσε να γεννηθεί εις ώρα που γεννιούνται οι δούλοι; Έπειτα, αν ακόμη και εις τις πράξεις της κακίας και της αρετής τα αίτια δεν βρίσκονται εις την προαίρεσή μας, αλλά είναι αναπόφευκτα γεγονότα που οφείλονται εις την μοίρα μας, τότε περιττοί και οι νομοθέτες που νομοθετούν τι πρέπει να κάνουμε, περιττοί και οι δικαστές που τιμούν την αρετή και τιμωρούν την πονηρία. Διότι το αδίκημα δεν είναι του κλέφτη, ούτε του φονιά· διότι ασφαλώς ούτε και αν ήθελε μπορούσε να συγκρατήσει το χέρι του, αφού η μοίρα που τον εξανάγκαζε να κάνει αυτές τις πράξεις ήτο αναπόφευκτος. Πιο γελασμένοι από όλους είναι όσοι ασχολούνται με τα επαγγέλματα. Θα κερδίσει μεν ο γεωργός, χωρίς να σπείρει και χωρίς να ακονίσει δρέπανο, θα υπερπλουτίσει ο έμπορος, είτε το θέλει είτε όχι, αφού η ειμαρμένη θα του συγκεντρώνει τα χρήματα. Οι μεγάλες ελπίδες των Χριστιανών θα μας γίνουν άφαντες, διότι ούτε η δικαιοσύνη θα βραβεύεται, ούτε η αμαρτία θα τιμωρείται, αφού οι άνθρωποι δεν κάνουν τίποτε κατά την προαίρεσή τους. Διότι όπου επικρατεί η μοίρα και η ειμαρμένη, δεν υπάρχει καμία ανταπόδοση κατά την αξία, πράγμα που είναι αποκλειστικό γνώρισμα της δικαιοκρισίας.
(Έργα Μ. Βασιλείου, ΕΠΕ 4)
Σημείωση:
22: Τα «Αποτελεσματικά» ήταν κατά την αρχαιότητα βιβλία που εξηγούσαν τα ποικίλα προγνωστικά.

Διαφορά πτωχείας και πενίας

«Η Γραφή στους επαινουμένους θέτει την πτώχεια και την πενία, όπως το 
«Mακάριοι οι πτωχοί» (Ματθ.5, 3) και το «την επιθυμίαν των πενήτων
 εισήκουσε Κύριος» (Ψαλμ. 10, 17) και πάλι : «Πτωχός και πένης θα δοξάσουν
 τ’ όνομά σου» (Ψαλμ. 73, 21). Ποια είναι η διαφορά πτωχείας και πενίας;
 Και πώς λέει αλήθεια ο Δαβίδ λέγοντας: «Εγώ είμαι πτωχός και πένης»
 (Ψαλμ.39, 18); Ενθυμούμενος τον απόστολο που είπε για τον Κύριο, ότι 
«για μας πτώχευσε ενώ ήταν πλούσιος» (Β΄ Κορ. 8,9), συμπεραίνω ότι είναι 
πτωχός όποιος ξέπεσε από τον πλούτο στη φτώχεια, ενώ πένης είναι
 αυτός, που εξ αρχής ήταν πτωχός και ευχαρίστως εν Κυρίω ζούσε
 σ’ αυτή την κατάσταση. Ο Δαβίδ ομολογεί ότι είναι πτωχός και
 πένης, αναφερόμενος στο πρόσωπο του Κυρίου λέγοντας αυτό, πτωχός
 κατονομάζεται κατά το ότι Αυτός πτώχευσε, ενώ ήταν πλούσιος. Πένης
 καθ’ ότι δεν ήταν κανενός πλουσίου, αλλά υιός μαραγκού κατά την
 σαρκική του φύση. Ίσως ο Δαβίδ είπε τα παραπάνω αφού γνώριζε, 
κατά τον Ιώβ, να μη βάζει πλούτο σα δικό του, αλλά να οικονομεί 
και μοιράζει τα πάντα κατά το θέλημα του Κυρίου».

Πηγή: Μ. Βασιλείου, «ΟΡΟΙ ΚΑΤ’ ΕΠΙΤΟΜΗΝ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...