Είναι μερικές ημερομηνίες, κρίσιμες για τα έθνη. Σηκώνονται βουνοκορφές στην μέση του δρόμου της ιστορίας τους και από εκεί κατεβαίνει το κάλεσμα για τα ύψη. Οι λαοί στέκονται με συγκίνηση, ακουμπούν στο ραβδί της πορείας και πάνω από τούτες τις πανύψηλες βίγλες αγναντεύουν με αναγάλλιασμα τα περασμένα, που ψηλώνουν την καρδιά τους για τα μελλούμενα.
Υπάρχουν λαοί, που τους λείπουν αυτοί οι εγκαρδιωτικοί σταθμοί του ύψους. Το περπάτημά τους, μέσα στον χωροχρόνο των αιώνων, ήταν πορεία στην έρημον. Εν άχαρο σαλάγημα κοπαδιού, που πηγαίνει σκυφτό, με σμιχτά τα κεφάλια, στο βόσκημα. Καμμιά ανάταση δεν έκαμε τους σπονδύλους του τραχήλου να σφίξουν και να πονέσουν, κανένα δράμα δεν ανασήκωσε από χάμου τα προβατίσια μάτια τους. Δεν ξέρουν καν το γαλάζιο χρώμα που παίρνουν τα βουνά, τα δάση, το στερέωμα, κοιταγμένα από ψηλά, σχεδιασμένα στους μακρινούς και φαρδείς ορίζοντες. Δεν υποπτεύονται τα σχήματα του ονείρου, που γράφουν τα σύννεφα των μεγάλων αποστάσεων. Εμείς οι Έλληνες έχουμε μιαν ατέλειωτη σειράν από τέτοιες βίγλες, μέσα στην μακρινή διαδρομή της φυλής μας.
Σε κάθε λεύκα, στέκεται μια κοσμοϊστορική ημερομηνία, βουνό ολόκληρο. Θέλει κόπο ν’ ανεβείς, όπως γίνεται με την κάθε ανηφοριά. Όμως, από εκεί πάνω, το αγνάντεμα γίνεται λουτρό αρετής και φρονηματισμού. Κατεβαίνει κανείς με την χαρά του μεγάλου χρέους. Η χαρά αυτή είναι μεγάλη για τις αρσενικές καρδιές, για τις αρσενικές φυλές.
Τέτοια ημερομηνία είναι κι αυτή, της 25ης Μαρτίου. Ανατέλλει και πάλι χαρμόσυνο στους ουρανούς της ιστορικής αιωνιότητος, το άστρο της ελληνικής Ανεξαρτησίας. Ξεδιπλώνεται ανάμεσα στις πρώτες ανοιξιάτικες ριπές σαν σημαία. Υμνολογεί σήμερα ο Ρωμιός δύο έννοιες που εξιδανικεύουν την αποστολή του στον κόσμον: Την ηθική και εθνικήν ελευθερίαν. Ένας Θεός κατεβαίνει στην γη, να γίνει Άνθρωπος. Ένας λαός, ανεβαίνει στους ουρανούς, με την καθολική θυσία του στον βωμό της λευτεριάς.
Με το ανάλογο δέος σκύβουμε πάνω στην Μνήμη του ’21:
– Μα, ίσως αναρωτηθείτε, τι το νέο έχουμε πια να μάθουμε από την Επανάσταση, εκτός από το να θυμηθούμε; Όμως, πάντοτ’ έχουμε να μάθουμε από αυτά την γνώση που δεν τελειώνει ποτέ, από αυτόν τον άγνωστο που δεν θα τον κατακτήσουμε ίσως ποτέ: από τον εαυτό μας. Απ’ ό,τι μας συνθέτει ως άτομα και ως έθνος. Από τις απίθανες παρορμήσεις, πότε προς τα πάνω, πότε προς την άβυσσον, αυτές που γίνονται πότε μεγαλείο, πότε τραγωδία. Πολλά τα μεγάλα όσα τότε έγιναν, μα κι οι αδυναμίες μέσα στην έξαρση πολλές.
Σ’ αυτή την ανεμόδαρτη και θαλασσόδαρτη πετρογωνιά της Βαλκανικής, άναψε πριν 192 χρόνια η θρυαλίδα της Ανεξαρτησίας. Άνθρωποι του λαού, διανοούμενοι, γραφειοκράτες, μεταπράττες στα παζάρια Δύσης - Ανατολής, καραβοκύρηδες, κληρικοί, αγρότες, προύχοντες, έγιναν πολέμαρχοι, μάρτυρες, ποιητές, ήρωες, προτομές της ελληνικής Ιστορίας.
– Πως άραγε μπορεί να πλέξει κανείς στεφάνια για τις κεφαλές αυτές, που αγίασε του μπαρουτιού η φλόγα; Για πρόσωπα που έχουμε ήδη τοποθετήσει στο υπερώο της συνειδήσεώς μας; Γι’ ανθρώπους που έψαλλαν την ζωή και τον θάνατο στον ίδιο φθόγγο, τον προαιώνιο φθόγγο της Ελευθερίας, όταν «στα ολόασπρά της δεφτέρια γερμένη, πρωτοχάραξε η Ελλάδα το όνομά της»;! Είχαν σαν έπαλξη το σώμα τους, την καρδιά τους, τις πεδιάδες, τις βουνοκορφές, τ’ αρχαία μνημεία, την χριστιανική πίστη, τις βίγλες και τα μετερίζια, τα κύματα του Αιγαίου, τ’ άπαρτα κάστρα.
Ξεκινούν μόνοι, μέσα στους εναντίους ανέμους. Άντρες περήφανοι και αποφασισμένοι να πεθάνουν, για να ξαναζήσει η Ελλάδα. Λεγεώνα ηρωική.
Ξεχνούν τα πάντα. Ο Θούριος του Ρήγα είναι η τροφή τους, η Φιλική εταιρεία κατευθυντήρια γραμμή τους κι ο όρκος τους στον Σταυρό, κάτω από το πετραχήλι, η ματωμένη πορεία τους. Ορκίζονται θάνατο κι ο θάνατος είναι σκληρό νόμισμα που εξαγοράζει την ελευθερίαν. Αξίζει να σημειωθεί πως 450 Έλληνες ξεκίνησαν πεζοί απ’ τις Ινδίες να έλθουν στην πατρίδα να πολεμήσουν! Είχαν όλοι τους μια γενναιότητα εμπνευσμένη από την αρετή. Το εορτολόγιο της Νίκης χαλύβδωνε το όραμα της ελληνικής αιωνιότητας. Δεν είχαν δικαίωμα να ηττηθούν αν ήθελαν ν’ αναστηθεί από τις αρχαίες πέτρες της η Ελλάδα. Γνώριζαν πως η Επανάσταση ήταν ηθικό έργο κι είχαν μάθει από την Εκκλησία που άγγιζε τις πιο ευαίσθητες χορδές του υποδούλου πως «η επιτυχία κάθε ηθικού έργου δεν στηρίζεται σε αριθμούς». Πραγματικά! Το ’21 είναι η αποθέωση του παράτολμου ηρωισμού, απέναντι σε κάθε λογική πρόβλεψη. Δεν είναι χρονολογία η περίοδος, είναι η απάντηση στο 1453. Τα κατορθώματα των Αγωνιστών, δεν είναι δυνατό να γίνουν νοητά με την απλή λογικήν. Απαιτείται η ενδοστρέφεια, η επίγνωσις, η με δέος προσήλωση, το σεβαστικό αντίκρυσμα των ιερών σκιών των θανόντων. Η θέα του κόσμου του ’21 δεν μπορεί να είναι μόνον εξωτερική· προπάντων εσωτερική πρέπει να είναι. Γιατί το όνομα της Ελλάδος, αναστήθηκε με το πνεύμα της.
Ακατάλυτο εγώ και δεν πεθαίνω.
Το ανέσπερο είμαι Πνεύμα της φυλής.
Καιρούς και χρόνους μ’ έλεγες χαμένο.
Με γύρεψες; Στα στήθια σου με κλεις!
Η ιστορική αυτεπίγνωσις, η καλλιέργεια της εθνικής συνειδήσεως, η ιχνηλασία του παρελθόντος της φυλής, αποβαίνουν αιτήματα επιτακτικά. Πρέπει ν’ αντιληφθούμε σε όλη την έκταση κι ένταση, ότι το Γένος μας –Γένος ηρωισμών και ολοκαυτωμάτων– αποφάσισε να καταθέσει την ύπαρξή του, ενέχυρο της λευτεριάς. Η συνέχεια της Ιστορίας είναι ο δεσμός που μένει στο βάθος της εθνικής ζωής, όχι οι μορφές που παίρνει. Τις μορφές τις κουμαντάρει η εξέλιξη· Τους αρμούς η παράδοση. Μακάριοι οι λαοί που συνθέτουν και την παράδοση και την εξέλιξη σ’ ενότητα δημιουργίας.
Η αναδρομή μας στην Ιστορία της Παλιγγενεσίας, γίνεται όχι απλώς μία γνώση αλλά ένας δεσμός με το χώμα, με το παρελθόν, με την περηφάνεια του, με την καρτερία. Πουθενά αλλού στον κόσμο, το ταξίδι δεν είναι τόσον ουσιαστική κατάκτηση, όσο στην Ελλάδα του πάθους. Εδώ, όλα γίνονται συνείδηση, κάτι βαθύτερο και διαρκέστερον. Όλα, παρελθόν, η φύση, αιωνιότητα, γίνονται με τον πιο απροσδιόριστο τρόπον Ιδέα, ύλη γόνιμη, αίσθηση διαρκείας, πίστις. Η Επανάσταση υπήρξε το σημαντικότερο γεγονός του 19ου αιώνος. Ήταν ένας ολυμπιακός άθλος του ευρωπαϊκού πνεύματος, που λικνίσθηκε στην κλασσικήν Ελλάδα. Ένας θρίαμβος της ελευθερίας, στον δυσμενή συσχετισμό των δυνάμεων. Συγχορδία τιμής και θυσίας, ευγνωμοσύνης και λεβεντιάς. Μέσα σ’ επτά χρόνια, η Ιδέα της Ανεξαρτησίας δεν έσπασε μόνο τις κλειδώσεις και τα δεσμά, αλλά και το τείχος της Συμμαχίας. Οι Ευρωπαίοι παρηκολούθησαν στην αρχή με αδιαφορίαν, έπειτα με κατάπληξη κι επιτέλους με θαυμασμό την ανθρωποθυσία που από το 1821 μέχρι το ’28 είχε σαν αποτέλεσμα ν’ απωλεσθή στα πεδία των μαχών το 1/4 του ελληνικού πληθυσμού· Πάνω από 6.000 ήσαν μόνον οι κληρικοί που θυσιάσθηκαν. Όσοι απέμειναν ζωντανοί, δεν έμοιαζαν πια με ανθρώπους, αλλά με Ιδέες! Οι χορτασμένοι της Δύσης παραδέχθηκαν –είτε το ήθελαν είτε όχι– ότι το ’21 αξιολογείται σαν θρίαμβος όλης της ανθρωπότητος. Το νόημα στο μήνυμά του, συγκλόνισε ολόκληρη την οικουμένη και ανέστησε την εθνική συνείδηση των λαών. Ο αγώνας είναι απόλυτος και ζωηφόρος. Άρχισε την προπαρασκευή του στα 1453, με την υψηλοφάνταστη δημιουργία ενός θρύλου. Προκάλεσε την έκρηξή του στα 1821, με το ενθουσιαστικό σάλπισμα του Γερμανού. Ο θρύλος τώρα γίνεται Ιστορία.
Το πανάχραντο ’21 μας έδωσε βέβαια τον γλυκύ του καρπό, την ελευθερία. Δεν πρέπει όμως σαν άλλοι λωτοφάγοι να χάσουμε την ιστορική μνήμη και –το χειρότερο– ν’ ασεβήσουμε σ’ αυτή. Μεγαλύνουμε όσους έπεσαν στο πολύαθλο χρέος. Μνήμη άλλωστε κι ευγνωμοσύνη, είναι τα δείγματα ενός υπευθύνου, εν δόξου λαού και τα συστατικά του ιστορικού δυναμισμού του.
Γνήσια όμως γιορτάζουμε, αν η συγκίνησή μας είναι σεισμική! Μια τέτοια συγκίνηση πρέπει να μας αρπάζει με τα φτερά της, και να μας ξενοδοχεί στους ιερούς τόπους και χρόνους της Παλιγγενεσίας. Ψηλαφούμε έτσι την μεγαλωσύνη της κι επιψαύουμε τις αθλιότητες που απείλησαν θανάσιμα να την παγιδεύσουν. Αντλούμε βασικά υποδείγματα ηθικής στάσεως και ζωής και κοινωνούμε με τις πολύτιμες αξίες που κομίζει.
Αλλά το ύψιστο κριτήριο του γνησίου εορτασμού, είναι η επίγνωση της νεοελληνικής ευθύνης απέναντι στην αναστάσιμη εκείνην ημέρα, που θήλασε την αιμάσουσαν ελευθερία της από το προγονικό της παρελθόν, «απ’ τα κόκκαλα των Ελλήνων». Φοβερό, πράγματι, το ιστορικό βάρος με το οποίο φορτώνονται οι συνειδήσεις μας. Αν αστόχαστα εθελοτυφλούμε «σπερμολογώντας άρρητ’ αθέμιτα» για την Επανάσταση, διχάζουμε τον λαό και του ετοιμάζουμε το οστεοφυλάκιο στο κοιμητήριο της Ιστορίας.
Μόνον Έλληνες ανεξάρτητοι από τίτλους, αξιώματα, ταξικές κατατάξεις και κοινωνικές διακρίσεις, μπορούν να συλλάβουν την έννοια της Εθνεγερσίας που συνοψίζεται σε 12 λέξεις: «Για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία». Μόνον Έλληνες αποξενωμένοι από κάθε σφαλερή κοσμοπολίτικην ιδέαν, αποτοξινωμένοι από κάθε ψεύτικη κοινωνική κοσμοθεωρίαν, Έλληνες στην σκέψη και στην ψυχή, πρέπει να είν’ εκείνοι που θα συλλάβουν την ξέχωρη σημασία που προσπαθούν να κλονίσουν οι λογής-λογής παραχαράκτες. Αυτό, βεβαίως, ίσως φαίνεται ουτοπία. Μα η Ελλάς ξέρει και ουτοπίες να πραγματοποιεί! Ας μη λησμονούμε πως ο αγώνας για την ελευθερία δεν σταματά μονάχα όταν διώχνουμε τους κατακτητές από τους θαλασσόδαρτους βράχους μας και συνεχίζεται και σε καιρούς ειρηνικούς. Γιατί είναι αγώνας Αληθείας και Δικαιοσύνης. Το Έθνος αυτό που ζει κάτω από το μόνιμον αστερισμό του 1821, πρέπει να ετοιμάσει μία νέα γενιά ανθρώπων που πνευματοποιούν την ζωή... Έτσι, δίνει σε όλους τους Έλληνες την ευχάριστη αίσθηση της γνησιότητός τους, καθώς τους φέρνει σ’ επικοινωνίαν από την μία μεριά μ’ ένα πλήθος αναμνήσεων που δεν αποτελούν απλώς λαογραφικό υλικό, αλλά βιωμένες υπερήφανες καταστάσεις και από την άλλη, με μορφές που τις κατευθύνει η ίδια βασική θέληση, κάνοντάς τις να παίρνουν την ίδιαν ηρωική στάση σε όλες τις μεγάλες κρίσεις που αντιμετωπίζει ο αγώνας για την ελεύθερη ζωή. Με άλλα λόγια, το 1821 δένεται με τις ρίζες μας, ακουμπά στα θεμέλιά μας. Ιστορικώς τοποθετείται ανάμεσα στις αντιπροσωπευτικότερες, στις κατηγορηματικότερες ελληνικές βεβαιώσεις. Κρατά τον ιδιάζοντα τόνο τους, εκείνον που εξασφαλίζει την διάρκεια στο ασύγκριτο ελληνικό πνεύμα, που είναι ο αιώνιος, ο ακατανίκητος πόθος για την ελευθερία· πάντα γι’ αυτήν. Εκεί μέσα περιλαμβάνονται σε υψηλή παρότρυνση, σε ζωική ώθηση, όλα τα ιδιαίτερα συστατικά που διακρίνουν την ποιότητα της ελληνικής ιδιοσυγκρασίας και ανανεώνουν τις πνευματικές διεκδικήσεις που εξευγενίζουν τον άνθρωπον.
Ας δούμε, λοιπόν, ξάστερα την ελληνική μνήμη που γονατίζει και πάλι ευλαβικά, κρατώντας το θυμιατήρι των ιερών αναμνήσεων και της ευγνωμοσύνης που καίει ακοίμητο, αναγνωρίζοντας δόξα και τιμή στο αιώνιο ελληνικό πνεύμα, το «ακούραστο και οιστρήλατο και πράο».
Ας αφουγκρασθούμε τον ποιητή, που δοκιμάζοντας την χαλύβδινα βελόνα του στις ραφές του κρανίου μας, απαγγέλει το τραγούδι των Ελλήνων:
Το δέντρο το βαθύρριζο αν ξεράθηκε,
πλήθος ξετίναξε καταβολάδες.
– Ποιός είπε την Ελλάδα μας πως πέθανε;
Ζει και βασιλεύει στις πολλές Ελλάδες.
Κι έχει πολλές μαλαματένιες κάνουλες
η μαργαριταρένια κρήνη
και της Ελλάδας μία η βασίλισσα:
η Ρωμιοσύνη!
Το κριάρι σε βωμό θυσίας κι αν εσφάγηκεν,
έσπειρε της αρνάδας τις μανάδες.
– Ποιός είπε την Ελλάδα μας πως πέθανε;
Ζει και βασιλεύει στις πολλές Ελλάδες.
Στης καρυδιάς, πολλοί τ’ αγιόκλημα
χωρούν να κελαϊδήσουν σπίνοι.
Και της Ελλάδας δυο οι βασίλισσες:
Ορθοδοξία και Ρωμιοσύνη.
_______
Το είδαμε εδώ