Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου Ιγνάτιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου Ιγνάτιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Μαΐου 16, 2016

«ΕΚΕΙ ΕΚΑΘΗΣΑΜΕΝ ΚΑΙ ΚΛΑΥΣΑΜΕΝ…» (Ψ.136,1)

                                                                                                          Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
Λαρίσης καὶ Τυρνάβου κ. Ἰγνατίου
Δὲν ξέρω ἂν μᾶς πέφτῃ λόγος νὰ ὑψώνουμε φωνὴ ὅταν ἕνα Στρατόπεδο κλείνῃ. Συνήθως μᾶς περιγελοῦν οἱ ἐπαΐοντες καὶ μᾶς σαρκάζουν οἱ κουλτουριάρηδες. «Ἔχουμε γνῶσι ἐμεῖς», λένε οἱ πρῶτοι. «Ἔγιναν μελέτες». «Ἐλήφθησαν ἀποφάσεις». «Ἂς μὴν ἀσχολοῦνται οἱ ἱερεῖς μὲ θέματα ποὺ δὲν εἶναι τῆς ἁρμοδιότητάς τους». «Τί τοὺς νοιάζει τοὺς παπάδες;» διερωτῶνται οἱ δεύτεροι. «Μήπως ἤθελαν νὰ τοὺς ρωτήσουν κιόλας;». Ἀντιμιλιταριστὲς βλέπεις «οἱ δικοί σου» ὅπως θἄλεγαν στὴν «ἴδια» τους διάλεκτο ἂν καὶ τοὺς βολεύει ἡ εἰρήνη τὴν ὁποία ἀπολαμβάνουν ἀλλὰ ποὺ ὅμως ἄλλοι τρέχουν γι’ αὐτήν. Ἐμεῖς ὅμως, ἂν καὶ δὲν παραιτούμεθα κι ἀπ’ τὸ δικαίωμα νὰ ὑψώνουμε φωνὴ ὅταν βλέπουμε συρρύκνωσι τῶν ἀμυντικῶν δυνάμεων τῆς χώρας, προβάλλουμε πρὸ πάντων τὸ δικαίωμά μας νὰ κλαῖμε καὶ νὰ θρηνοῦμε. Ναί, κλαῖμε καὶ θρηνοῦμε ὅταν περνᾶμε ἀπὸ ἕνα μεγάλο καὶ μὲ ἔνδοξο παρελθὸν Στρατόπεδο καὶ τὸ βλέπουμε κλειστό. Κι ὅταν μάλιστα πληροφορούμαστε ὅτι ἔχουν πέσει τὰ κοράκια νὰ τὸ φάνε. Ὅταν τὸ διεκδικοῦν διάφοροι, γιὰ νὰ τὸ μεταβάλλουν ποιός ξέρει σὲ τί. Μέσα λοιπὸν σ’ ὅλη τὴ δυστυχία ποὺ μᾶς βρῆκε κι ἔχουμε πικρὸ τὸ στόμα μας ἀπ’ τὶς καθημερινὲς ἀπογοητεύσεις, βλέπουμε νὰ πέφτουν καὶ κάστρα ποὺ φάνταζαν παντοδύναμα καὶ ἀπόρθητα στὸ φτωχό μας νοῦ.
Ἕνα Στρατόπεδο στὸ ὁποῖο μπήκαμε μὲ ὅλη τὴν ὁρμὴ τῆς νεότητος καὶ ἀσκηθήκαμε γιὰ νὰ γίνουμε καλοὶ Στρατιῶτες, τὸ ὁποῖο ὑποδεχόταν τότε σὲ κάθε ΕΣΣΟ χιλιάδες νεοσυλλέκτους, γιατί βλέπετε ἦταν τότε ἀνθηρὴ ἡ ἑλληνικὴ οἰκογένεια κι ἔδινε πρόθυμα τὰ παιδιά της τὰ ὁποῖα ἦταν πολλὰ νὰ ὑπηρετήσουν τὴν πατρίδα, τώρα πέρασα καὶ τὸ εἶδα κλειστό. Τὸ 6ον Σ.Π. ὅπως γράφαμε στὸν φάκελλο τῆς ἀλληλογραφίας. Τὸ 6ον Σύνταγμα Πεζικοῦ. Θυμᾶμαι πόσο δυσανασχετούσαμε μὲ τοὺς ἐκπαιδευτὲς ὑπαξιωματικοὺς τότε, ὅπως γίνεται πάντα μὲ τοὺς νέους ὅταν τοὺς ζορίζῃς, ἀλλὰ πόσο ὄμορφα αἰσθανόμαστε τὶς μεγάλες ὧρες κατὰ τὶς ὁποῖες τὸ Σύνταγμα βρισκόταν στὸν χῶρο τῆς ἀναφορᾶς καὶ προσευχόταν, κι ἔκανε ἔπαρσι τῆς Σημαίας, κι ἄκουγε ὅλο αὐτὸ τὸ πλῆθος τῶν νεοσυλλέκτων, τὴ φωνὴ τοῦ Διοικητοῦ τοῦ Στρατοπέδου ποὺ συνέπαιρνε τὶς καρδιές μας. Τώρα τὸ εἶδα κλειστό. Ἀνατρίχιασα. Δὲν μᾶς χρειάζεται λοιπόν. Κλείνει. Τὸ εἶπε ἡ Τρόικα. Τὄφαγαν οἱ δανειστές μας. Καὶ μπῆκαν ὑπογραφὲς γι’ αὐτὸ τὸ ἀνοσιούργημα. Ὢ τί θλῖψις μὲ κατέλαβε! Δὲν θέλω νὰ σκέπτωμαι πῶς θἆναι τώρα ὅλοι αὐτοὶ οἱ χῶροι στοὺς ὁποίους ζήσαμε καὶ ἀσκηθήκαμε. Θ’ ἀρχίζουν νὰ χορταριάζουν τὰ ὄμορφα γήπεδα καὶ οἱ μεγάλοι χῶροι τῶν ἀσκήσεων, ποὺ ποτίστηκαν μὲ τοὺς ἱδρῶτες τόσων νέων ἀνδρῶν ποὺ σφυρηλατήθηκαν ἐκεῖ κι ἔγιναν στρατιῶτες ἐξασκημένοι, ἡλιοψημένοι, γενναῖοι, θαρραλέοι μὲ ὑψηλὸ φρόνημα καὶ γενναία παρουσία. Θὰ ἀράχνιασαν ἤδη τὰ μεγάλα κτήρια καὶ θὰ ἀρχίζουν νὰ μουχλιάζουν καὶ νὰ φθείρωνται. Ἐκεῖ ποὺ ἐκινοῦντο τότε τόσοι νέοι ἄνθρωποι, θὰ σκηνώσουν νυχτερίδες καὶ τρωκτι- κά. Εἶδα σκοτεινοὺς τοὺς θαλάμους καὶ μελαγχόλησα. Ἐκεῖ συνάφθηκαν οἱ πιὸ ὡραῖες φιλίες. Ἐκεῖ ἄνθιζαν τὰ ὑψηλὰ συναισθήματα τῆς ἀγάπης στὴ μάννα, στὸν γονιό, στ’ ἀδέλφια, στὴν οἰκογένεια, στὴ γιαγιὰ καὶ στὸν παππού. Ἐκεῖ γράφτηκαν τὰ πιὸ γλυκὰ γράμματα στοὺς φίλους καὶ σὲ πρόσωπα ἀγαπημένα. Μόνοι θὰ συνομιλοῦν τώρα οἱ ἥρωες ποὺ ἦταν κρεμασμένοι στοὺς τοίχους, καὶ κανεὶς δὲν θὰ διαβάζῃ τὰ συνθήματα γιὰ τὴν ἀνδρεία, τὴν φιλοπατρία, τὴν ἀρετή, τὴν εἰρήνη, τὴν πειθαρχία στοὺς νόμους καὶ τὴν ἀγάπη στὸν Θεό. Κρεμασμένοι οἱ ὅρκοι καὶ οἱ προσευχὲς δὲν θἄχουν τώρα τοὺς ἀναγνῶστες τους. Τί κρῖμα! Τί πόνος! Τώρα εἶναι λοιπὸν ἀλλιῶς τὰ πράγματα. Φιλειρηνιστὲς τάχα τώρα. Δὲν χρειάζονται ὄπλα. Τώρα ἡ διπλωματία θὰ ἀναλάβῃ τὴν ἄμυνα καὶ τὴν ἀσφάλειά μας.
Γιατί ὅμως δὲν κάνουν τὸ ἴδιο οἱ ἑταῖροι μας; Γιατί αὐξάνουν τὸν Στρατό τους οἱ μουσουλμάνοι γείτονές μας, οἱ αἰώνιοι ἐχθροὶ τῆς Πατρίδος μας; Γιατί ἔχουν τέτοιες ὑποδομὲς τὰ ἀμερικανικὰ στρατόπεδα; Μοῦ τὰ περιέγραφε ἕνα παιδὶ καὶ τἄχασα. Τί πολυτέλεια ἐκεῖ! Τί χῶροι καταυλισμοῦ καὶ ἑστιάσεως καὶ ψυχα- γωγίας. Τί αἴθουσες ἐκπαιδεύσεων καὶ βιβλιοθῆκες καὶ τί ἀποθῆκες ὅπλων καὶ ὄρχοι ὀχημάτων! Κι ἐμᾶς, ποὺ ἡ πτωχὴ πατρίδα μας εἶχε τότε στὰ δικά μας δύστυχα χρόνια καὶ ροῦχα νὰ μᾶς ντύσῃ τὸ ἔνδοξο «χακί», ὅπως λέγαμε, καὶ φαΐ νὰ μᾶς ταΐσῃ, τώρα τἄκλεισε; Μακάρι νἆναι ὅπως τὰ λένε, ἀλλὰ πονάει ἡ ψυχή μας ὅταν σκεπτόμαστε πὼς αὐτὰ ὅλα γίνανε μὲ τὸν ἱδρῶτα ἑνὸς φτωχοῦ καὶ πονεμένου λαοῦ ποὺ τὸν εἶχε πολὺ ψηλὰ τὸν Στρατό! Πῶς τἄχτισε ὅλα αὐτὰ σ’ αὐτὲς τὶς δύστυχες ἐποχές; Μὰ κι οἱ μεγάλοι μας εὐεργέτες, πόσα δὲν πρόσφεραν κατὰ καιροὺς γιὰ τὴν ἐθνική μας ἄμυνα. Χρήματα ν’ ἀγορασθοῦν καράβια, οἰκόπεδα νὰ χτιστοῦν στρατόπεδα. Τὰ παιδιά τους τὰ ἴδια πρόσφεραν. Τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς τους. Κι ἐξαγόραζαν μ’ αὐτὲς τὶς θυσίες τὴν περηφάνεια τοῦ λαοῦ αὐτοῦ. Ὢ τί συμφορὰ μᾶς βρῆκε! Δὲν μὲ νοιάζει γιὰ τὶς ἐκτάσεις καὶ τὰ κτήρια. Θρηνῶ ὅμως γιὰ τὴν ἐθνικὴ συνοχὴ ποὺ χάνεται. Τότε ξέραμε ὅλοι μας ὅτι θὰ πᾶμε ὅλοι στρατιῶτες. Θὰ ἐκπαιδευτοῦμε. Θὰ ὑπηρετήσουμε τὴν πατρίδα. Ξέραμε πῶς θὰ ντροπιάζαμε καὶ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὴ φαμελιά μας ἂν κηρυσσόμεθα ἀνυπότακτοι ἢ λιποτάκτες. Μάλιστα στόχευαν στὸν ἀνδρισμό μας οἱ περιφρονητικοὶ λόγοι τῶν μεγάλων ἀπὸ τοὺς οἰκείους μας ὅταν μᾶς περιγελοῦσαν γιὰ κάθε δειλία μας σχετικὰ  μὲ τὴ θητεία μας στὸ Στρατό.
«Περνάει ὁ Στρατὸς τῆς Ἑλλάδος φρουρός, τοῦ κάθε μας ἐχθροῦ ὁ σκληρὸς τιμωρός», μᾶς μάθαινε ἡ δασκάλα ἀπ’ τὰ μαθητικὰ θρανία. Καὶ ἐνῷ εἴχαμε ὅλοι μας μιὰ συστολὴ ὅταν φεύγαμε γιὰ φαντάροι, δὲν μᾶς ἔπαιρνε νὰ τὴν φανερώνουμε καὶ τὴν κρύβαμε γιὰ νὰ καταξιώσουμε τὴν ὑπόστασί μας ὁ καθένας μας σὰν ἄνδρας, σὰν Ἕλληνας, σὰν πατριώτης. Μὲ δάκρυα στὰ μάτια διάβασα σ’ ἕνα χριστιανικὸ περιοδικὸ αὐτὰ ποὺ εἶπε ὁ Στρατηγὸς Γεώργιος Ντζιμάνης, (ὄνομα καὶ πρᾶγμα, ὅπως ἀποδεικνύεται), διοικητὴς τοῦ Α΄ Σώματος Στρατοῦ μὲ ἕδρα τὴν Κοζάνη, κατὰ τὴν τελετὴ κλεισίματος τοῦ Α΄ Σώματος ποὺ ἐπέβαλε ἡ τρόικα (καὶ δέχθηκαν οἱ δικοί μας) «γιὰ νὰ ἐξοικονομηθοῦν πόροι», εἶπε μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς «τσεκουράτα»: «Εὔχομαι αὐτοὶ ποὺ σχεδίασαν τὸ κλείσιμο τοῦ Σώματος νὰ μὴν τὸ μετανιώσουν, γιατί τὶς ὑποδομὲς ποὺ κτίσαμε μέσα σὲ 100 χρόνια, μποροῦμε νὰ τὶς κλείσουμε σὲ μία ὥρα. Δὲν μποροῦμε ὅμως νὰ ξανακτίσουμε ὑποδομές, ὅποτε καὶ ὅταν τὶς χρειαστοῦμε. Εὔχομαι νὰ μὴ μᾶς ξαναχρειαστῇ ποτὲ ἡ Ἑλλάδα, γιατί δὲν θὰ μποροῦμε νὰ ὑπάρχουμε». (Περιοδικὸ «Παρακαταθήκη» τεῦχος 91). Μὰ δὲν εἶναι μόνο οἱ ὑποδομές. Ἐδῶ συλλήθηκαν κάστρα πνευματικά.
Ξηλώνεται σιγὰ – σιγὰ ὅλο αὐτὸ τὸ οἰκοδόμημα ποὺ λέγεται Στρατός. Μειώθηκε ἡ θητεία, κλείνουν στρατόπεδα, βάζουμε ἔμμισθους στρατιῶτες, χάνουμε δυναμικό. Ἀπαξιώνουμε τὴν γενναιότητα, ρίχνουμε τὸ φρόνημα τῶν νέων μας. Σαρκάζουμε τὴν πειθαρχία. Βεβηλώνουμε μὲ διαμαρτυρίες τὶς παρελάσεις, περιφρονοῦμε τὰ πρόσωπα, ἐμπαίζουμε τὰ σύμβολα. Ἦταν ἰδανικὸ τῆς φυλῆς. Νἄχῃ νέους στρατευμένους. Ἐφέδρους ποὺ ἀφιερώνουν χρόνια ἀπ’ τὴ νεότητά τους γιὰ τὴν πατρίδα. Νέους ποὺ στρατεύονταν κι ἔπαιρναν μιὰ ἱκανὴ πεῖρα τῆς στρατιωτικῆς ζωῆς. Τὰ ὅπλα προϋποθέτουν ἀγῶνες. Οἱ ἀγῶνες προϋποθέτουν νῖκες καὶ δάφνες. Τώρα, δὲν ἔχουμε ἐχθρούς. Ὅποτε τί τὰ θέλουμε τὰ ὅπλα; Μακάρι νἆναι ἔτσι. Ποιός θέλει τὸν πόλεμο; Ποιός θέλει νὰ σκοτώνῃ καὶ νὰ σκοτωθῇ; Κανεὶς βέβαια, καὶ πρῶτοι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες. Δὲν εἶναι ὅμως καλύτερα νὰ μᾶς ξέρουν πάνοπλους καὶ γενναίους καὶ νὰ μᾶς φοβοῦνται; Οἱ σοφοὶ ἔλεγαν χάριν τῆς εἰρήνης, προετοιμάσου γιὰ πόλεμο. Si vis pacem bellum para. Ἐὰν θέλῃς εἰρήνη, παρασκεύαζε πόλεμο. Τώρα; Ὅλο τὸ σφρῖγος καὶ ἡ ἐνέργεια ἐξαντλεῖται ἄδικα ἐδῶ ἢ ἐκεῖ. Καὶ προετοιμάζουμε νωθρὰ στελέχη, ποὺ θὰ ξέρουν νὰ ὑποχωροῦν, νὰ ὑποχωροῦν, μέχρι τὴν ἀποδυνάμωσι. Τὰ τύμπανα τοῦ πολέμου ὅμως ἠχοῦν, δυστυχῶς. Καὶ θὰ κληθοῦμε σὲ λίγο νὰ συμμαζεύουμε τὴν συσσωρευμένη ἀδυναμία μας. Θὰ νοσταλγήσουμε τὶς ἐποχὲς ποὺ ὅλοι περνούσαμε ἀπ’ τὸν Στρατὸ καὶ πέρναμε μιὰ γεῦσι καλὴ τῆς ἀσκήσεως τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος καὶ ποὺ καμαρώναμε γιὰ τὴν Πατρίδα μας καὶ τὸν Στρατό της. Πονηρὰ οἱ ἑταῖροι μᾶς γκρεμίζουν τὰ τείχη. Μᾶς ρίχνουν τὰ σύνορα. Σὲ λίγο θ΄ ἁρπάζουν κομμάτια ἀπ’ τὴ γῆ τῶν πατέρων μας. Καὶ ’μεῖς «ἐν ὀνόματι τῆς εἰρήνης» θὰ ξεπουλᾶμε.
Ὄχι, ἀδελφοί μου, ὄχι. Νὰ ξαναχτιστοῦν τὰ στρατόπεδά μας καὶ νὰ ἐξωραϊσθοῦν. Νὰ ξανακουσθοῦν οἱ ἰαχὲς τῶν στρατιωτῶν κι οἱ σάλπιγγες τῆς πειθαρχημένης στρατιωτικῆς ζωῆς, νὰ πάρουν ζωὴ οἱ θάλαμοι καὶ οἱ σκοπιὲς καὶ νὰ ξαναφανῇ καταστόλιστος ἀπ’ τὴν σημαία μας ὁ ἱστός της ψηλά, νὰ δεσπόζῃ στοὺς λόφους, στὰ κάστρα, στὰ ψηλώματα, στοὺς ναυστάθμους καὶ στὰ ἀεροδρόμιά μας. Κι ὅποιος θέλει ἂς πῇ ὅτι δὲν μᾶς πέφτει λόγος νὰ μιλᾶμε. Σὰν ξεπεσμὸ καὶ σὰν ἔκπτωσι πάντως τὶς ζοῦμε ἐμεῖς οἱ Νεοέλληνες αὐτὲς τὶς ἀλλαγὲς κι ἂς λένε ὅ,τι θέλουνε. Καὶ δὲν  κάνουμε πολιτικὴ γράφοντας αὐτά, οὔτε κατηγοροῦμε ἢ ἀδειάζουμε τοὺς ἄρχοντές μας. Ὑπογραμμίζουμε μόνο μὲ πόνο τί εἴχαμε καὶ τί χάσαμε. Καὶ μακάρι νὰ μὴν ἔχουμε δίκιο. Κι ἂς εἶναι μόνο ἡ νοσταλγία ὅλων αὐτῶν ποὺ μᾶς ὑποκινεῖ, κι ἂς τὴ ζοῦμε μόνο ἐμεῖς οἱ μεγάλοι σὰν δρᾶμα δικό μας, αὐτὴν τὴ νοσταλγία. Γιατί ὅμως δὲν κάνουν τὸ ἴδιο κι ἄλλοι πλούσιοι λαοὶ γύρω μας; Ἀλλὰ ἀντίθετα, αὐτοὶ ποὺ πῆραν ἀπὸ μᾶς τὶς ἀρχὲς τοῦ ἡρωϊσμοῦ καὶ τῆς ἀρετῆς, αὐτοὶ ποὺ φωτίζονται ἀπ’ τὰ φῶτα μας, αὐξάνουν τὶς δυνάμεις τους. Κι ὅπως εἶναι ὑπερπολύτεκνοι κι ἔχουν πολλὰ παιδιὰ καὶ καλπάζουν πρὸς τὴν πρόοδο καὶ τὴν ἀνάπτυξι, μᾶς ὑποδουλώνουν κάθε μέρα. Γι’ αὐτὸ «ὥρα ἡμᾶς τοῦ ὕπνου ἐγερθῆναι». Ἡ ἐθνική μας ὑπερηφάνεια δὲν πρέπει νὰ μπῇ σὲ χειμέρεια νάρκη. Τὴν ἱστορία μας μόνο ἂν διαβάζουμε τὶς ἔνδοξες σελίδες της, θὰ ὁπλιζόμαστε μὲ δυνάμεις, μὲ θάρρος.
Γι’ αὐτὸ ἂς μὴν ἀποκάμουμε. Ἂς ἀναλάβουμε δυνάμεις. Δὲν μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς πνεῦμα δειλίας ἀλλὰ πνεῦμα δυνά- μεως καὶ σωφρονισμοῦ. (Β΄ Τίμ. Α.7). Καὶ βέβαια ἐμεῖς ξέρουμε ὅτι, ὅταν ἡ μεγάλη Μητέρα μας ἡ Ἁγία του Χριστοῦ Ἐκκλησία περνάει δυσκολίες, ἀντιμετωπίζει αἱρέσεις, διωγμοὺς καὶ σχίσματα, δίνει Ἁγίους. Κι ὅταν ἡ γλυκυτάτη Πατρίδα μας περνάει ἀπὸ δυσκολίες πολέμων, δυ- σπραγιῶν καὶ συμφορῶν, δίνει ἥρωες. Λένε πὼς ἕνα ρυάκι ὅταν τρέχῃ καὶ διαγράφῃ τὴ διαδρομή του, κάνει τὸ κελάηδημά του. Κάνει κελαρίσματα ποὺ ἀκούγονται σὰν μιὰ ὄμορφη μουσικὴ ποὺ προστιθέμενη στὶς ἄλλες φωνὲς τοῦ δάσους, συμμετέχει σ’ αὐτὴν τὴ μονα- δικὴ παναρμόνια συμφωνία. Καὶ λένε μάλιστα ὅτι ὅσα περισσότερα ἐμπόδια συναντάει στὴ διαδρομή του, τόσα πιὸ πολλὰ καὶ πιὸ γλυκὰ κελαρίσματα κάνει ὥστε ξετρελαίνει τὸν διαβάτη. Ἐδῶ συναντάει πέτρες, ἐκεῖ κλαδιά, πιὸ κάτω μερικὲς στροφὲς τοῦ δρόμου του. Κι ὅλα αὐτὰ τὸ ρυάκι τὰ προσπερνᾶ χαρούμενο καὶ κάνει ὑπερκόσμιο ἦχο ποὺ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ τὸν στολίζει καὶ τὸν ἀναδεικνύει σὲ γλυκὸ ἄκουσμα ποὺ σπάει τὴ μονοτονία τοῦ χώρου μὲ λυγιρὲς μολπὲς ποὺ βγαίνουν ἀπὸ στόμα ἄλλου κόσμου ποῦ ἐξυμνεῖ τὸν Πατέρα καὶ Δημιουργό του. Κάτι τέτοιο συνέβη μὲ τὸ Ἔθνος μας τὸ ἔνδοξο καὶ μὲ τὴν Πίστι μας τὴν Ἁγία καὶ Ὀρθόδοξη. Ἔτσι ὅπως περνοῦσαν μέσα ἀπ’ τὶς μέρες καὶ τοὺς μῆνες καὶ τοὺς χρόνους, ὅπου εὕρισκαν δυσκολίες, ἔδιναν στὴν Ἐκκλησία Ἁγίους καὶ στὸ Ἔθνος ἥρωες. Ἔτσι ὅπως στὸ αἷμα τοῦ Κυρίου θεμελιώθηκε ἡ σωτηρία μας, ἀκριβῶς καὶ ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὸ δάκρυ τοῦ Ἔθνους καὶ τῆς Ἐκκλησίας, ξεπήδησαν πρόσωπα ἱερά, ἅγια, μοναδικά, τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα στολίζουν τὶς χρυσὲς σελίδες τοῦ μεγαλωνύμου Ἔθνους μας καὶ τὰ Συναξάρια τῆς Ὀρθοδοξίας. Μέσα ἀπὸ τὶς δυσκολίες ἀναδύθηκαν ἥρωες καὶ Ἅγιοι. Μάρτυρες τοῦ Ἔθνους καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Πέρασε ἡ Ἑλλάδα μας ἡ πολυαγαπημένη μέσα ἀπὸ δύστυχες ἐποχὲς κι ὅμως θαρραλέοι Ἕλληνες ἄνδρες καὶ γυναῖκες τραγούδησαν τὴ δόξα τῆς Πατρίδος καὶ ἔψαλλαν τροπάρια δοξολογίας γιὰ τὴ δύναμι καὶ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἄνθρωποι στολισμένοι μὲ τὴν θυσία τὴν ὁποία τὴν καθαγίασαν μὲ τὰ αἵματα καὶ τοὺς ἱδρῶτες τους.
Δὲν μᾶς ἔδωσε λοιπὸν ὁ Θεὸς πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ πνεῦμα δυνάμεως καὶ ἀγάπης καὶ σωφρονισμοῦ. Αὐτὸ τὸ πνεῦμα ποὺ ἔτρεφε τὴν φιλοπατρία τῶν πατέρων μας ἂς πλημμυρίζῃ τὶς καρδιές μας, τὸ νοῦ μας, τὴ ζωή μας ὅλη κι ἂς ἀναφωνοῦμε κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς μας ὅπως τότε στὴν πρώτη νεότητά μας, μὲ θάρρος νεανικὸ μὲ ὁρμὴ καὶ μὲ παλλόμενο ἀπὸ ἐθνικὴ ὑπερηφάνεια στῆθος:
Ζήτω ὁ Ἑλληνικὸς Στρατός! Ζήτω ἡ αἰωνία Πατρίς μας!

το είδαμε εδώ

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 05, 2016

«ΗΜΕΙΣ ΜΩΡΟΙ…» του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Τυρνάβου κ. Ἰγνατίου


Untitled
Εἶναι διάχυτο ἕνα παράξενο πνεῦμα,τὸν τελευταῖο καιρό, στοὺς κύκλουςμας. Ἄνθρωποι διάφοροι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, εἰδικοὶ καὶ ἄσχετοι, προσπαθοῦν νὰ μᾶς περάσουν τὸ μήνυμα ὅτι τὰ πράγματα, εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ τὰ ἐκκλησιαστικά, καὶ εἰδικὰ στὶς σχέσεις μας μὲ τὴν Πολιτεία, ἄλλαξαν. Καὶ νομίζοντας ὅτι ἐμεῖς δὲν τὸ ἔχουμε πολυκαταλάβει αὐτό,προσπαθοῦν νὰ μᾶς τὸ περάσουν. Καὶ ἀκοῦμε σὲ διάφορους τόνους, σ’ ὅλους τοὺς ἤχους καὶ μὲ διάφορα ὑφάκια νὰ μᾶς τὸ λένε αὐτό, ἀπαξιώνοντάς μας καὶ λίγο,θέλοντας νὰ περάσουν τὸ μήνυμα ὅτι ζοῦμε στὸν κόσμο μας, ὅτι δὲν παίρνουμε χαμπάρι τί γίνεται γύρω μας, ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ προσαρμοσθοῦμε στὰ νέα δεδομένα κι ὅτι ἑπομένως ἀνάξια κρατᾶμε αὐτὲς τὶς θέσεις κι αὐτὰ τὰ πόστα, τὰ
ὁποῖα θἄπρεπε νὰ κατέχουν ἄνθρωποι σὰν κι αὐτούς, ἀτσίδες ποὺ πετοῦν σπίθεςκαὶ ποὺ χωρὶς νὰ λιμνάζουν καλπάζουνπρὸς τὰ ἐμπρός. Κι ἑπομένως, μ’ αὐτὴντὴ βραδύτητα στὴν ἀντίληψι ποὺ μᾶς καταλογίζουν, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, μᾶς θεωροῦν παρωχημένης ἐποχῆς ἀνθρώπους,ἐκπροσωποῦντας τὴν συντήρησι καὶ τὴνἀνάσχεσι τῆς προόδου.Κι ἐμεῖς οἱ «βραδύνοες» τρῶμε κατὰ πρόσωπο τὴν ταμπέλα τοῦ συντηρητικοῦ καὶ δὲν μιλᾶμε. Δὲν δικαιούμαστε νὰ μιλᾶμε, γιατὶ βλέπεις, μιλᾶνεαὐτοὶ ποὺ τὰ κατάλαβαν ὅλα καὶ μποροῦν καὶ ἐγκλιματίζονται εὔκολα στὰ νέα δεδομένα,αὐτοὶ ποὺ ζοῦν τὴν ἐποχὴ τους,ποὺ μποροῦν καὶ τολμοῦν πολλά,ποὺ δὲν ἀναζητοῦν χαμένους θησαυρούς, ἀλλὰ προσγειωμένοι στὰ σημεῖα τῶν καιρῶν μποροῦν νὰ ἐφεύρουν λύσεις γιὰ ὅ,τι πρόβλημα ἀνακύπτει καὶ τὰ καταφέρνουν θαυμάσια. Κι ἐνῷ ἔχουν τὴνφούρια νὰ τρέξουνπρὸς τὰ ἐμπρός,μπροστὰ στὰἔκπληκτα γι’ αὐτοὺς μάτια μας, ἀσχολοῦνται κάπου-κάπου καὶ μὲ μᾶς γιὰ νὰμᾶς ἀφυπνίσουν. Νὰ ξυπνήσουμε ἐπὶτέλους. Νὰ καταλάβουμε ὅτι ἄλλαξαν τὰπράγματα. Πᾶμε μπρός, δὲν πᾶμε πίσω.Κι ἐμεῖς, κουνῶντας συγκαταβατικὰ τὸκεφάλι, κάνουμε τὸν κουτὸ καὶ ἀκοῦμε,ἀκοῦμε, καὶ ὅσο ἀκοῦμε παίρνουν διαστάσεις. Γιατὶ σοῦ λέει, βλέπεις πῶς τὸν ἐκπλήσσω; Σιγὰ-σιγὰ θὰ τὸν κάνω νὰ καταλάβῃ. Κι ἔρχομαι τώρα καὶ τοῦ λέω:Τί νὰ καταλάβω, ἀδελφὲ μου; Τὶ κατάλαβες ἐσύ, κι ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω;Μᾶλλον πρέπει νὰ σοῦ πῶ ὅτι ἐσὺ ἀνεύθυνα, χαλαρὰ κι ἐπικίνδυνα εἶπες τὸ μεγάλο ναί. Ναί, «ἐλᾶτε καταστρέψτε μας κι ἐμεῖς θὰ ζοῦμε στὰ ἐρείπια». Θὰ μάθουμε νέες τεχνικὲς νὰ διορθώνουμε τὰ ἐρείπια. «Ἐλᾶτε, χαλάστε». «Τὸ ξέρουμε θὰ χαλάσετε. Ἀλλὰ ἐμεῖς σὰν ἔξυπνοι θὰ ἐξεύρουμε πρακτικὲς καινούργιες νὰ σαρώνουμε τὰ χαλάσματα. Καὶ στὸ κάτω-κάτω, τοὐλάχιστον ἔχουμε ἥσυχη τὴ συνείδησί μας γιατὶ ἐμεῖς δὲν χαλᾶμε. Ἐσεῖς χαλᾶτε. Ἐμεῖς δὲν καταστρέφουμε. Ἐσεῖς καταστρέφετε». Αὐτοὶ ὅμως ποὺ καταστρέφουν,
φίλε μου, δὲν εἶναι οἱ θεματοφύλακες αὐτῶν ποὺ καταστρέφουν. Ἡ ἐξυπνάδα σου δὲν πρέπει νὰ ἐξαντλεῖται στὸ γεγονὸς νὰ καταλάβῃς τὴν καταστροφή.

Ὁ Χριστὸς «ἡ Χώρα τῶν ζώντων»,
Ψηδιδωτό, Μονὴ τῆς Χώρας, Κωνσταντινούπολη, 1315-1320
Ὁ Χριστὸς «ἡ Χώρα τῶν ζώντων», Ψηδιδωτό, Μονὴ τῆς Χώρας, Κωνσταντινούπολη, 1315-1320

.Ἡ ἐξυπνάδα εἶναι νὰ λὲς ὄχι στὴν καταστροφή. Τώρα, ποιό εἶναι πιὸ βολικὸ βρές το ἐσύ. Γιατὶ ἂν ἔτσι τὰ μετρᾶς,ἐγὼ θέλω νἆμαι συντηρητικός. Ὅπως τὸν ἐννοεῖς ἐσὺ ὅμως «ὁ ἔξυπνος» τὸνσυντηρητισμό. Θέλω νὰ μὲ λὲς ἐσὺ συντηρητικό, γιατὶ ἔτσι φανατίζομαι στὸν συντηρητισμὸ μου καὶ τὸν ὑπερασπίζομαι. Ἂν εἶναι συντηρητικὸ νὰ θέλω νὰ διδάσκωνται οἱ νέοι βλαστοὶ τοῦ ἔθνους μας τὴν πίστι τῶν πατέρων τους, ναί,θέλω νὰ εἶμαι καὶ εἶμαι συντηρητικός.Ἂν εἶναι συντηρητισμὸς νὰ θέλω ἱερεῖς στὶς ἐνορίες καὶ θεολόγους στοὺς ἄμβωνες, ναί, εἶμαι συντηρητικὸς καὶ τὸ καυχιέμαι. Ἂν εἶμαι συντηρητικὸς γιατὶ θέλω νὰ μὴν καταργηθοῦν αὐτὰ ποὺ κερδιθήκανε μὲ ἀγῶνες καὶ αἵματα,ναί, θέλω ὣς καὶ τὸ αἷμα μου νὰ δώσω
καὶ ζητῶ τὴ θεία βοήθεια γι’ αὐτό, γιὰ νὰ μὴ καταλυθῆ τίποτε ἀπὸ ὅσα εἴχαμε!Ἀλλὰ ἀντίθετα, σήμερα ποὺ ἡ πρόοδος καλπάζει πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ τὰ διάφορα τεχνικὰ μέσα εἶναι στὴ διάθεσί μας, ναί, θέλω ὅλα νὰ τὰ χρησιμοποιήσω γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του. Δὲν θέλω νὰ ἀπαξιωθοῦν τὰ ἱερὰ
πρόσωπα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς καὶ ἱστορίας. Δὲν θέλω νὰ καταργηθοῦν οἱ Θεολογικὲς Σχολές, δὲν θέλω,δὲν θέλω. Ἀλλὰ βέβαια ἐσὺ θὰ πῇς, ὅτι«κι ἐγὼ τὰ θέλω αὐτά, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ τἄχω, γιατὶ τὰ πράγματα ἄλλαξαν».«Κι ἐγὼ» θὰ πῇς, «δὲν κυνηγάω χίμαι-ρες, προσγειώνομαι». Ἀλλὰ ἐμένα ὅμως,
ἀδελφὲ μου, γιατὶ μοῦ φαίνεται πὼς δὲν τὰ ἤθελες ὅλα αὐτὰ ὅπως τὰ εἴχαμε, καὶβρίσκεις εὐκαιρία νὰ τ’ ἀλλάξῃς; Καὶ ἄντε, ὅσον ἀφορᾶ τὰ δικὰ σου, κάνε ὅ,τι θέλῃς· ἄλλαξέ τα καὶ χαῖρε μέσα στοὺς νεωτερισμούς σου καὶ τὶς ἐκκοσμικεύσειςσου. Ἐμένα γιατὶ θέλεις σώνει καὶ καλὰ νὰ μὲ ἐντάξῃς στὴν ὁμάδα σου καὶ στοὺς ὁμοίους σου; Ἢ μήπως στὴν οὐσία δὲνμὲ θέλεις καθόλου, ἀλλὰ προτιμᾶς νὰ μὲ
βλέπῃ ἀφ’ ὑψηλοῦ καὶ νὰ μὲ οἰκτείρῃς δὲν μᾶς λὲς καλύτερα, ἀδελφὲ μου, ἀφοῦἐμεῖς δὲν καταλάβαμε, ἐσὺ τὶ κατάλαβες;Γιατὶ ἐγὼ πάλι νομίζω ὅτι οἰκειοποιήθηκες τὴ συμφορὰ καὶ τὴν ὑπερασπίζεσαι. Δὲν σὲ εἶδα νἄρθῃς νὰ κλάψουμε μαζὶ καὶ νὰ θρηνήσουμε γιὰ ὅ,τι χάνεται. Ἔ, λοιπὸν δὲν συμφωνοῦμε. Κι ἐγὼ
μὲν μένω «ἐν οἷς ἔμαθον καὶ ἐπιστώθην»(Β΄ Τιμ. γ.14), σὺ δὲ μακάρι νὰ βρῇςσὰν καλὸ παλληκάρι ἄλλο μονοπάτι νὰ φθάσῃς ἐκεῖ ποὺ ἐγὼ ἐπιθυμῶ νὰ φθάσω.Ξέρεις ὅμως, ἕνα παληὸ νομικὸ θέσφατο ἔλεγε: «τοῖς μὲν νόμοις παλαιοῖς χρῷτοῖς δ’ ὄψοις προσφάτοις». Ὅσον ἀφορᾶ τοὺς νόμους νὰ χρησιμοποιῇς παληοὺς νόμους καὶ νὰ ἐφαρμόζῃς. Ἀλλὰ τροφὲςνὰ τρῶς φρέσκες. Κι ὁ πιὸ παληὸς Νόμος,
ὅπως ξέρεις, εἶναι ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Νόμος Αὐτοῦ ποὺ εἶναι «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἐβρ. ιγ.8).Αὐτὸς ποὺ εἶναι «Παλαιὸς τῶν Ἡμερῶν»,(Δαν. ζ. 9) ἀλλά ποὺ εἶναι πιὸ σύγχρονος
ἀπ’ τὸν πιὸ σύγχρονο, ἀφοῦ μὲ τὴ θεία Πρόνοιὰ Του καλύπτει τὴ ζωὴ αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ θὰ τὴν κρατῇ πάντα.Αὐτὸς εἶναι λοιπὸν ὁ πολικὸς ἀστὴρ τῆς ζωῆς ὅλων μας. Καὶ μακάριοι ὅσοι Τὸν ἀκολουθοῦν. Καὶ ἦταν καλύτερα ὅταν εἴχαμε στὰ παιδικὰ μας χρόνια τὶς καλὲς μας γιαγιάδες ποὺ μᾶς δίδασκαν τὴν Πίστι ἁπλᾶ καὶ προσλαμβάναμε ὅλα τὰ στοιχεῖα της καὶ τὰ βιώναμε. Ἦταν καλύτερα ὅταν εἴχαμε τοὺς καλούς μας δασκάλους ποὺ μᾶς δίδασκαν τὴν Πίστι πρῶτα καὶ τὴν φιλοπατρία μετά. Εἶναι καλύτερα τὰ παληά, τὰ καθιερωμένα, καὶ μακάρι μ’ αὐτὰ νὰ ζήσουμε καὶ νἄχουμε τὴν παρρησία καὶ τὴ δύναμι νὰ τὰ ὑπερασπιστοῦμε καὶ νὰ μὴν τὰ προδώσουμε.Κι ἂς μᾶς λένε μωροὺς «οἱ φρόνιμοι». Ἐμεῖς μακάρι νἄμαστε «μω-ροὶ διὰ Χριστὸν». (Α΄ Κορ. δ.10)
το είδαμε εδώ

Κυριακή, Φεβρουαρίου 16, 2014

ΗΜΕΙΣ ΜΩΡΟΙ…Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Τυρνάβου κ. Ιγνατίου


MHTROPOLITHS LARISAS
Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
 Λαρίσης καὶ Τυρνάβου
κ. Ιγνατίου

Εἶναι διάχυτο ἕνα παράξενο πνεῦμα, τὸν τελευταῖο καιρό, στοὺς κύκλους μας. Ἄνθρωποι διάφοροι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, εἰδικοὶ καὶ ἄσχετοι, προσπαθοῦν νὰ μᾶς περάσουν τὸ μήνυμα ὅτι τὰ πράγματα, εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ τὰ ἐκκλησιαστικά, καὶ εἰδικὰ στὶς σχέσεις μας μὲ τὴν Πολιτεία, ἄλλαξαν. Καὶ νομίζοντας ὅτι ἐμεῖς δὲν τὸ ἔχουμε πολυκαταλάβει αὐτό, προσπαθοῦν νὰ μᾶς τὸ περάσουν. Καὶ ἀκοῦμε σὲ διάφορους τόνους, σ’ ὅλους τοὺς ἤχους καὶ μὲ διάφορα ὑφάκια νὰ μᾶς τὸ λένε αὐτό, ἀπαξιώνοντάς μας καὶ λίγο, θέλοντας νὰ περάσουν τὸ μήνυμα ὅτι ζοῦμε στὸν κόσμο μας, ὅτι δὲν παίρνουμε χαμπάρι τί γίνεται γύρω μας, ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ προσαρμοσθοῦμε στὰ νέα δεδομένα κι ὅτι ἑπομένως ἀνάξια κρατᾶμε αὐτὲς τὶς θέσεις κι αὐτὰ τὰ πόστα, τὰ ὁποῖα θἄπρεπε νὰ κατέχουν ἄνθρωποι σὰν κι αὐτούς, ἀτσίδες ποὺ πετοῦν σπίθες καὶ ποὺ χωρὶς νὰ λιμνάζουν καλπάζουν πρὸς τὰ ἐμπρός. Κι ἑπομένως, μ’ αὐτὴ τὴ βραδύτητα στὴν ἀντίληψι ποὺ μᾶς καταλογίζουν, οὔτε λίγο οὔτε πολὺ μᾶς θεωροῦν παρωχημένης ἐποχῆς ἀνθρώπους, ἐκπροσωποῦντας τὴν συντήρησι καὶ τὴν ἀνάσχεσι τῆς προόδου.
Κι ἐμεῖς οἱ «βραδύνοες» τρῶμε κατὰ πρόσωπο τὴν ταμπέλα  τοῦ συντηρητικοῦ καὶ δὲν μιλᾶμε. Δὲν δικαιούμαστε νὰ μιλᾶμε, γιατὶ βλέπεις μιλᾶνε αὐτοὶ ποὺ τὰ κατάλαβαν ὅλα καὶ μποροῦν καὶ ἐγκλιματίζονται εὔκολα στὰ νέα δεδομένα, αὐτοὶ ποὺ ζοῦν τὴν ἐποχὴ τους, ποὺ μποροῦν καὶ τολμοῦν πολλά, ποὺ δὲν ἀναζητοῦν χαμένους θησαυρούς, ἀλλὰ προσγειωμένοι στὰ σημεῖα τῶν καιρῶν μποροῦν νὰ ἐφεύρουν λύσεις δι’ ὅ,τι πρόβλημα ἀνακύπτει καὶ τὰ καταφέρνουν θαυμάσια. Κι ἐνῷ ἔχουν τὴν φούρια νὰ τρέξουν πρὸς τὰ ἐμπρός, μπροστὰ στὰ ἔκπληκτα γι’ αὐτοὺς μάτια μας, ἀσχολοῦνται κάπου-κάπου καὶ μὲ μᾶς γιὰ νὰ μᾶς ἀφυπνίσουν. Νὰ ξυπνήσουμε ἐπὶ τέλους. Νὰ καταλάβουμε ὅτι ἄλλαξαν τὰ πράγματα. Πᾶμε μπρός, δὲν πᾶμε πίσω. Κι ἐμεῖς, κουνῶντας συγκαταβατικὰ τὸ κεφάλι, κάνουμε τὸν κουτὸ καὶ ἀκοῦμε, ἀκοῦμε… καὶ ὅσο ἀκοῦμε παίρνουν διαστάσεις. Γιατὶ σοῦ λέει, βλέπεις πῶς τὸν ἐκπλήσσω; Σιγὰ-σιγὰ θὰ τὸν κάνω νὰ καταλάβῃ. Κι ἔρχομαι τώρα καὶ τοῦ λέω: Τί νὰ καταλάβω, ἀδελφὲ μου; Τὶ κατάλαβες ἐσύ, κι ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω; Μᾶλλον πρέπει νὰ σοῦ πῶ ὅτι ἐσὺ ἀνεύθυνα, χαλαρὰ κι ἐπικίνδυνα εἶπες τὸ μεγάλο ναί. Ναί, «ἐλᾶτε καταστρέψτε μας κι ἐμεῖς θὰ ζοῦμε στὰ ἐρείπια». Θὰ μάθουμε νέες τεχνικὲς νὰ διορθώνουμε τὰ ἐρείπια. «Ἐλᾶτε, χαλάστε». «Τὸ ξέρουμε θὰ χαλάσετε. Ἀλλὰ ἐμεῖς σὰν ἔξυπνοι θὰ ἐξεύρουμε πρακτικὲς καινούργιες νὰ σαρώνουμε  τὰ χαλάσματα. Καὶ στὸ κάτω-κάτω, τοὐλάχιστον ἔχουμε ἥσυχη τὴ συνείδησί μας γιατὶ ἐμεῖς δὲν χαλᾶμε. Ἐσεῖς χαλᾶτε. Ἐμεῖς δὲν καταστρέφουμε. Ἐσεῖς καταστρέφετε». Αὐτοὶ ὅμως ποὺ καταστρέφουν, φίλε μου, δὲν εἶναι οἱ θεματοφύλακες αὐτῶν ποὺ καταστρέφουν. Ἡ ἐξυπνάδα σου δὲν πρέπει νὰ ἐξαντλεῖται στὸ γεγονὸς νὰ καταλάβῃς τὴν καταστροφή. Ἡ ἐξυπνάδα εἶναι νὰ λὲς ὄχι στὴν καταστροφή. Τώρα, ποιό εἶναι πιὸ βολικὸ βρές το ἐσύ. Γιατὶ ἂν ἔτσι τὰ μετρᾶς, ἐγὼ θέλω νἆμαι συντηρητικός. Ὅπως τὸν ἐννοεῖς ἐσὺ ὅμως «ὁ ἔξυπνος» τὸν συντηρητισμό. Θέλω νὰ μὲ λὲς ἐσὺ συντηρητικὸ γιατὶ ἔτσι φανατίζομαι στὸν συντηρητισμὸ μου καὶ τὸν ὑπερασπίζομαι. Ἂν εἶναι συντηρητικὸ νὰ θέλω νὰ διδάσκωνται οἱ νέοι βλαστοὶ τοῦ ἔθνους μας τὴν πίστι τῶν πατέρων τους, ναὶ θέλω νὰ εἶμαι καὶ εἶμαι συντηρητικός. Ἂν εἶναι συντηρητισμὸς νὰ θέλω Ἱερεῖς στὶς Ἐνορίες καὶ Θεολόγους στοὺς Ἄμβωνες, ναὶ εἶμαι συντηρητικὸς καὶ τὸ καυχιέμαι. Ἂν εἶμαι συντηρητικὸς γιατὶ θέλω νὰ μὴν καταργηθοῦν αὐτὰ ποὺ κερδηθήκανε μὲ ἀγῶνες καὶ αἵματα, ναὶ θέλω ὣς καὶ τὸ αἷμα μου νὰ δώσω καὶ ζητῶ τὴ θεία βοήθεια γι’ αὐτό, γιὰ νὰ μὴ καταλυθῆ τίποτε ἀπὸ ὅσα εἴχαμε!
Ἀλλὰ ἀντίθετα, σήμερα ποὺ ἡ πρόοδος καλπάζει πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ τὰ διάφορα τεχνικὰ μέσα εἶναι στὴ διάθεσί μας, ναὶ θέλω ὅλα νὰ τὰ χρησιμοποιήσω γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του. Δὲν θέλω νὰ ἀπαξιωθοῦν τὰ ἱερὰ πρόσωπα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς καὶ ἱστορίας. Δὲν θέλω νὰ καταργηθοῦν οἱ Θεολογικὲς Σχολές, δὲν θέλω, δὲν θέλω… Ἀλλὰ βέβαια ἐσὺ θὰ πῇς, ὅτι «κι ἐγὼ τὰ θέλω αὐτά, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ τἄχω  γιατὶ τὰ πράγματα ἄλλαξαν». «Κι ἐγὼ» θὰ πῇς, «δὲν κυνηγάω χίμαιρες, προσγειώνομαι». Ἀλλὰ ἐμένα ὅμως, ἀδελφὲ μου, γιατὶ μοῦ φαίνεται πὼς δὲν τὰ ἤθελες ὅλα αὐτὰ ὅπως τὰ εἴχαμε, καὶ βρίσκεις εὐκαιρία νὰ τ’ ἀλλάξῃς; Καὶ ἄντε, ὅσον ἀφορᾶ τὰ δικὰ σου, κάνε ὅ,τι θέλῃς· ἄλλαξέ τα καὶ χαῖρε μέσα στοὺς νεωτερισμούς σου καὶ τὶς ἐκκοσμικεύσεις σου. Ἐμένα γιατὶ θέλεις σώνει καὶ καλὰ νὰ μὲ ἐντάξῃς στὴν ὁμάδα σου καὶ στοὺς ὁμοίους σου; Ἢ μήπως στὴν οὐσία δὲν μὲ θέλεις καθόλου, ἀλλὰ προτιμᾶς νὰ μὲ βλέπης ἀφ’  ὑψηλοῦ καὶ νὰ μὲ οἰκτείρεις γιὰ τὸν «συντηρητισμό μου»;
Ἀλλὰ δὲν μᾶς λὲς καλύτερα, ἀδελφὲ μου, ἀφοῦ ἐμεῖς δὲν καταλάβαμε, ἐσὺ τὶ κατάλαβες; Γιατὶ ἐγὼ πάλι νομίζω ὅτι οἰκειοποιήθηκες τὴ συμφορὰ καὶ τὴν ὑπερασπίζεσαι. Δὲν σὲ εἶδα νἄρθῃς νὰ κλάψουμε μαζὶ καὶ νὰ θρηνήσουμε γιὰ ὅ,τι χάνεται. Ἔ, λοιπὸν δὲν συμφωνοῦμε. Κι ἐγὼ μὲν μένω «ἐν οἷς ἔμαθον καὶ ἐπιστώθην» (Β’ Τιμ. γ.14), σὺ δὲ μακάρι νὰ βρῇς σὰν καλὸ παλληκάρι ἄλλο μονοπάτι νὰ φθάσης ἐκεῖ ποὺ ἐγὼ ἐπιθυμῶ νὰ φθάσω. Ξέρεις ὅμως, ἕνα παληὸ νομικὸ θέσφατο ἔλεγε: «τοῖς μὲν νόμοις παλαιοῖς χρῷ τοῖς δ’ ὄψοις προσφάτοις». Ὅσον ἀφορᾶ τοὺς νόμους νὰ χρησιμοποιῇς παληοὺς νόμους καὶ νὰ ἐφαρμόζῃς. Ἀλλὰ τροφὲς νὰ τρῶς φρέσκες. Κι ὁ πιὸ παληὸς Νόμος ὅπως ξέρεις εἶναι ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Ὁ νόμος Αὐτοῦ ποὺ εἶναι «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἐβρ. ιγ.8). Αὐτὸς ποὺ εἶναι «Παλαιὸς τῶν Ἡμερῶν», (Δαν. ζ. 9) ἀλλά ποὺ εἶναι πιὸ σύγχρονος ἀπ’ τὸν πιὸ σύγχρονο, ἀφοῦ μὲ τὴ θεία Πρόνοιὰ Του καλύπτει τὴ ζωὴ αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ θὰ τὴν κρατῇ πάντα. Αὐτὸς εἶναι λοιπὸν ὁ πολικὸς ἀστὴρ τῆς ζωῆς ὅλων μας. Καὶ μακάριοι ὅσοι Τὸν ἀκολουθοῦν. Καὶ ἦταν καλύτερα ὅταν εἴχαμε στὰ παιδικὰ μας χρόνια τὶς καλὲς μας γιαγιάδες ποὺ μᾶς δίδασκαν τὴν Πίστι ἁπλᾶ καὶ προσλαμβάναμε ὅλα τὰ στοιχεῖα της καὶ τὰ βιώναμε. Ἦταν καλύτερα ὅταν εἴχαμε τοὺς καλοὺς μας δασκάλους ποὺ μᾶς δίδασκαν τὴν Πίστι πρῶτα καὶ τὴν φιλοπατρία μετά. Εἶναι καλύτερα τὰ παληά, τὰ καθιερωμένα, καὶ μακάρι μ’ αὐτὰ νὰ ζήσουμε καὶ νἄχουμε τὴν παρρησία καὶ τὴ δύναμι νὰ τὰ ὑπερασπιστοῦμε καὶ νὰ μὴν τὰ προδώσουμε.
Κι ἂς μᾶς λένε μωροὺς «οἱ φρόνιμοι». Ἐμεῖς μακάρι νἄμαστε «μωροὶ διὰ Χριστὸν». (Α΄ Κορ. δ.10).

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...