Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασσίου Ιερόθεος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασσίου Ιερόθεος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Απριλίου 01, 2016

Έθνος και Εθνικισμός: Η αίρεση του Εθνικισμού


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο.
Η αίρεση του Εθνικισμού

 Ενώ η Ρωμηοσύνη αποτελεί την αναίρεση του εθνικισμού, και είναι η μόνη υγιής έκφραση του αληθινού εθνισμού, αφού συνδέθηκε με το άγιο έθνος, στο οποίο οι άνθρωποι δεν διακρίνονταν βάσει φυλετικών διαφορών, ο εθνοφυλετισμός αντίθετα είναι αίρεση της πραγματικής Ρωμηοσύνης, και θα μπορούσα να ισχυρισθώ ακόμη ότι είναι κατάργηση και αυτού του ιδίου του γνησίου και αυθεντικού ανθρωπισμού.
Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να δούμε τις απόψεις του Οικουμενικού (Ρωμαίϊκου) Πατριαρχείου για τον εθνοφυλετισμό. Πραγματικά το 1872 το Οικουμενικό Πατριαρχείο καταδίκασε τον φυλετισμό ως αίρεση. Πριν όμως εξετάσουμε αναλυτικότερα το κείμενο της καταδίκης αυτής, νομίζω πρέπει να δούμε τα γεγονότα που προηγήθηκαν, καθώς επίσης και όσα επηκολούθησαν από την απόφαση αυτή, που συντονίζονταν προς την έξαρση του εθνοφυλετισμού, ο οποίος στην πραγματικότητα είναι αναίρεση της Ρωμηοσύνης.
Συγκεκριμένα, της ιστορικής αποφάσεως αυτής προηγήθηκαν η επανάσταση της Ελλάδος, η Βουλγαρική εξαρχία, και ακολούθησε σαν συνέπεια όλων αυτών των ιδεολογιών η κατάληψη του Ρωμαίϊκου Πατριαρχείου της Αντιοχείας από τους Άραβες, αφού, κατόπιν ρωσικής επεμβάσεως, υποδαυλίστηκε ο εθνικισμός των Αράβων.
α) Η Ελληνική επανάσταση του 1821 εντάσσεται μέσα στην προοπτική που είχε αναπτυχθή την εποχή εκείνη, δηλαδή, της καταργήσεως της Ρωμηοσύνης και της αναπτύξεως μικρών εθνικών κρατιδίων.
Κατά την διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρχε ανεπτυγμένη η τάση των υποδούλων Ρωμαίων για την απελευθέρωσή τους, και την εκ νέου ανασύσταση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, του λεγομένου Βυζαντίου. Την ιδέα αυτή καλλιεργούσε έντονα το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και όλοι όσοι διαπνέονταν από βαθειά ρωμαίϊκη συνείδηση. Έτσι και κατά τις παραμονές της Ελληνικής επαναστάσεως κυριαρχούσε η αντίληψη ότι «ήταν δυνατόν η Οθωμανική αυτοκρατορία να αλωθή εκ των έσω από τους Έλληνες με την πάροδο του χρόνου, βαθμιαία και ειρηνικά, σύμφωνα με το ιστορικό προηγούμενο του ανατολικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας»11. Μέσα στην προοπτική αυτή πρέπει να τοποθετηθούν τα κηρύγματα του Ρήγα Φεραίου, των κολυβάδων Πατέρων και ακόμη του λαού που συμμετέσχε στην Επανάσταση12.
Όμως οι Φράγκοι είχαν διαφορετικά σχέδια, αφού απέβλεπαν κυρίως στην κατάργηση του οράματος της αναβίωσης της Ρωμηοσύνης. Και αφού δεν επέτυχαν την τελεία καταστροφή της Ρωμηοσύνης με τις σταυροφορίες και την Φραγκοκρατία, ούτε με τους μισσιοναρίους και όλες τις δυτικές θρησκευτικές προπαγάνδες, «έμενε η λύση του εθνικού κράτους, για να επιτύχει ο βασικότερος στόχος της Φραγκιάς από το σχίσμα και εδώ»13.
Καλλιεργήθηκε έντονα η θεωρία ότι όλες οι ρωμαίϊκες εθνότητες ήταν υποδουλωμένες στους Βυζαντινούς. Έτσι αναπτύχθηκε ο εθνικισμός «και προωθήθηκε η σύσταση μικρών εθνικών κρατών, με βάση τη διάλεκτο – γλώσσα, με παράλληλη κατάλυση της μακραίωνης συνειδησιακής τους ενότητας»14.
Τα σχέδια των Φράγκων για την ανασύσταση του Ελληνικού Κράτους προωθήθηκαν σημαντικά από τον «πατριάρχη» του ελληνικού διαφωτισμού, Αδαμάντιο Κοραή. Επηρεασμένος από τον αντιβυζαντινισμό που είχε επικρατήσει στον δυτικό χώρο από το μίσος των Φράγκων, απέβλεπε στην ανασύσταση της αρχαίας Ελλάδος και στην αναβίωση του πολιτισμού της, που όμως, όπως έλεγε, είχε φθαρή από τον «βυζαντινισμό και τον τουρκισμό». Κατά τον Κοραή η Ελλάδα έπρεπε να εξευρωπαϊστεί. Αυτή είναι η περίφημη αρχή της μετακένωσης σύμφωνα με την οποία όλος ο ευρωπαϊκός πολιτισμός ήταν στην βάση του ελληνικός, και επομένως αυτός ο πολιτισμός πρέπει να επανέλθη στην κοιτίδα του, την Ελλάδα, να περάση δηλαδή «από τα κοφίνια των αλλογενών εις τα κοφίνια των Ελλήνων»15.
Όμως η πραγματικότητα ήταν ότι και οι κάτοικοι της Ελλάδος, κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, όπως και οι κάτοικοι άλλων περιοχών είχαν έντονα ανεπτυγμένη την συνείδηση ότι είναι Ρωμηοί, δηλαδή έλληνες, που όμως ανήκουν στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Στην συνείδησή τους δεν υπήρχε διάσταση μεταξύ των Ελλήνων και των Ρωμηών. Επίσης δεν μπορούσαν να βλέπουν τους αρχαίους μεγάλους έλληνας φιλοσόφους, ανεξάρτητα από τους Πατέρας της Εκκλησίας. Με αυτήν την προοπτική έκαναν την επανάσταση, γι’ αυτό και μετά από αυτήν υπήρχε η μεγάλη ιδέα, η ανασύσταση όλου του Ρωμαίϊκου.
Η Φραγκική όμως προπαγάνδα, που απέβλεπε στην μη αναβίωση της Ρωμαίϊκης ιδέας, φαίνεται εκτός των άλλων και από δύο γεγονότα.
Το πρώτο είναι η προσπάθεια να επικρατήση ο όρος Έλληνες και να καθορισθή η ετυμολογία του, αφού βέβαια αντιπαρατεθή προς το Ρωμηός. Την προσπάθεια αυτή την βλέπουμε καθαρά στις συζητήσεις που έγιναν στην επαναστατημένη Ελλλάδα σχετικά με το σύνταγμα. Γίνεται δηλαδή μεγάλη συζήτηση για να καθορισθή ποιοί ακριβώς πρέπει να θεωρούνται Έλληνες. Η μελέτη των συνταγμάτων και των σχετικών συζητήσεων στις εθνοσυνελεύσεις της επαναστατημένης Ελλάδος αποδεικνύει ότι Έλληνες θεωρούνται όσοι κατοικούν μόνιμα στον χώρο της Ελλάδος και πιστεύουν στον Χριστό. Αυτοί μπορεί να είναι είτε αυτόχθονες είτε ετερόχθονες, που όμως αγωνίστηκαν για την ελευθερία και πολιτογραφήθηκαν στο Ελληνικό Κράτος. Αυτό σημαίνει ότι έξω από την Ελλάδα δεν υπάρχουν Έλληνες. Σαφώς, λοιπόν, γίνεται ο διαχωρισμός μεταξύ Ελλήνων και Ρωμηών και οπωσδήποτε φαίνεται καθαρά η φραγκική προπαγάνδα να αποξενωθούν οι Έλληνες από τους Ρωμηούς, ώστε να μην υπάρχη και η παραμικρά κίνηση για την ανασύσταση της Ρωμαίϊκης Αυτοκρατορίας16.
Το δεύτερο γεγονός είναι η απόσχιση της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Πρόκειται πραγματικά για την θλιβερή ιστορία του ελλαδικού αυτοκεφάλου, το οποίο δυστυχώς μιμήθηκαν μετά και άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες που αποσχίσθηκαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Και βέβαια θα μπορούσε να δοθή από το Πατριαρχείο στην Εκκλησία της Ελλάδος το αυτοκέφαλο μετά την απελευθέρωση, αλλά αυτό έπρεπε να γίνη κατόπιν συμφωνίας και με ομαλές συνθήκες και όχι με βίαιες ενέργειες και μάλιστα μέσα στην όλη νοοτροπία των Ελλήνων διαφωτιστών, κυρίως τις απόψεις του Αδαμαντίου Κοραή17. Το θλιβερό στην περίπτωση αυτή είναι ότι χρησιμοποιήθηκε η Εκκλησία για την έξαρση και ανάπτυξη του εθνοφυλετισμού. Αυτό είναι φοβερό αν σκεφθή κανείς ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί να είναι εθνική με την άποψη του εθνικισμού, αφού στην πραγματικότητα είναι υπερεθνική.
Έτσι, λοιπόν, η ελληνική επανάσταση, παρά τα ευεργετικά της αποτελέσματα, παρά την ελευθερία από την τυραννία των Τούρκων, εν τούτοις ανέπτυξε και την αίρεση του εθνοφυλετισμού, δηλαδή του εθνικισμού. Στην πραγματικότητα ήταν άρνηση της Ρωμηοσύνης, εντεταγμένη στα σχέδια των Φράγκων για την αναβίωση των μικρών εθνικών κρατιδίων. Είναι πολύ χαρακτηριστικός ο λόγος του Toynbee ότι οι Έλληνες «έκαναν (με το ’21) μισν άφρονη ενέργεια και έχασαν ολόκληρη αυτοκρατορία»18.
β) Ο δεύτερος εθνικισμός που αναπτύχθηκε τον ΙΘ’ αιώνα στα Βαλκάνια ήταν ο βουλγαρικός, όπως το βλέπουμε χαρακτηριστικά στην Βουλγαρική Εξαρχία και όσα ακολούθησαν από αυτήν. Δεν πρόκειται βέβαια, να αναφερθούμε διεξοδικά στο σοβαρό αυτό θέμα, αλλά να τονίσουμε την άποψη ότι και αυτή η κίνηση εντάσσεται στην προσπάθεια καταλύσεως και καταργήσεως της Ρωμηοσύνης και της αναπτύξεως του εθνικισμού.
Είναι γνωστό ότι η ρωσική πολιτική, ενώ μέχρις ενός σημείου υποστήριζε τις ελληνικές επαναστάσεις για την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αργότερα χρησιμοποίησε τους βουλγάρους, στους οποίους ανέπτυξε την εθνική συνείδηση. Ουσιαστικά δεν βοήθησε την επανάσταση και δεν ήθελε την επέκταση του πρώτου τότε ελληνικού Κράτους. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του Τσάρου Νικολάου του Α’, που είπε στον Πρεσβευτή της Αγγλίας Σέϋμουρ, όπως τον διατύπωσε ο τελευταίος σε έκθεσή του προς τον Υπουργό των Εξωτερικών της Αγγλίας: «Δεν θέλω επιτρέψη ποτέ ούτε απόπειραν ανοικοδομήσεως Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ούτε τοιαύτην επέκτασιν της Ελλάδος ήτις να καταστήση αυτήν ισχυρόν Κράτος»19. Επομένως η ρωσική πολιτική είναι συντονισμένη στην όλη τότε δυτική πολιτική για την ανάπτυξη μικρών εθνικών κρατιδίων και την κατάργηση της ιδέας περί ανασυστάσεως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1827 οι Ρώσοι συνάντησαν βορείως του Αίμου έναν αγροτικό λαό που μιλούσε μια γλώσσα που ομοίαζε με την δική τους. Οι περισσότεροι από αυτούς όταν ρωτήθηκαν τι είναι απήντησαν ότι είναι Ρωμηοί. Ωστόσο οι Ρώσοι μελέτησαν το θέμα και απεκάλυψαν ότι ήταν απόγονοι των παλαιών Βουλγάρων, που όμως είχαν εκρωμαϊσθή, και απεφάσισαν να τους αναπτύξουν την εθνική συνείδηση για να τους χρησιμοποιήσουν για την επιτυχία των σχεδίων τους, να κατέλθουν στο Αιγαίο20.
Βέβαια, πρέπει να λεχθή ότι και προηγουμένως είχαμε προσπάθειες αναπτύξεως της εθνικής συνειδήσεως των Βουλγάρων. Κυριότερος εκπρόσωπος θεωρείται ο βουλγαρικής καταγωγής μοναχός Παΐσιος, ο οποίος στον πρόλογο σχετικού βιβλίου του γράφει τα εξής: «Βούλγαρε, μάθε να γνωρίζης την φυλήν σου και την γλώσσαν σου. Αγάπα την πατρίδα σου και απόθανε δι’ αυτήν. Προσπάθησε να διδαχθής πώς ήτο ωργανωμένος ο λαός σου, μάθε ότι είχες Βασιλείς, Πατριάρχας και Αγίους. Οι Έλληνες και οι Σέρβοι μας εμπαίζουν διότι είμεθα ταπεινής καταγωγής άνευ Τσάρων, Πατριαρχών και Αγίων, άνευ Ιστορίας. Εγώ όμως δια τούτο αγωνίζομαι να αποδείξω το εναντίον και γράφω την ιστορίαν ταύτην»21.
Δυστυχώς και στην περίπτωση αυτή η Εκκλησία, που από την φύση της είναι υπερεθνική, χρησιμοποιήθηκε για να προωθήση τα εθνικιστικά σχέδια των Βουλγάρων. Η δυσαρέσκεια του Σουλτάνου για την Κρητική επανάσταση, η επιθυμία του να εκδικηθή τους Έλληνες έγινε εκμεταλλεύσιμο υλικό από την ρωσική πολιτική και έτσι εκδόθηκε Φιρμάνι με το οποίο ιδρυόταν ανεξάρτητη Βουλγαρική Εξαρχία και για πρώτη φορά αναγνωριζόταν βουλγαρική εθνότητα. Ταυτόχρονα χορηγείται άδεια για την ίδρυση Σχολείων22.
Τότε, σε πολλές περιοχές παρατηρήθηκε έντονη δράση των Βουλγάρων για την ανάπτυξη της μεγάλης Βουλγαρίας. Η Βουλγαρική Εξαρχία έγινε το 1870. Δεν πρόκειται να μελετήσουμε εδώ όλο το πρόβλημα που δημιουργήθηκε, αλλά να δούμε μερικά χαρακτηριστικά σημεία από την δράση των Βουλγάρων, όπως διασώθηκαν στον κώδικα αλληλογραφίας του Μητροπολίτου Βοδενών (Εδέσσης) Αγαθαγγέλου. Ο Κώδιξ αυτός μετά από περιπετειώδη περιπλάνηση τελικά εκδόθηκε και αποτελεί σοβαρό αρχειακό υλικό για την μελέτη των βιαιοπραγιών της Βουλγαρικής Εξαρχίας στην περιοχή της Μητροπόλεως Βοδενών.
Το πρώτο σημείο που φαίνεται καθαρά από την μελέτη του Κώδικος είναι ότι στα Βοδενά υπήρχαν ολίγοι βουλγαρίζοντες, οι οποίοι δημιουργούσαν πολλά προβλήματα στους ήσυχους κατοίκους της πόλεως και της επαρχίας αυτής. Σε μια επιστολή λέγεται: «η Κοινότης της πόλεως Βοδενών έβλεπεν, ότι ως εκ της των ταραχών των εκάστοτε προκαλουμένων υπό των ολίγων ενταύθα οπαδών του βουλγαρισμού...»23. Το κακό του βουλγαρισμού ήλθε στα Βοδενά με την οικογένεια Τζανεσαίων την 11ην Νοεμβρίου 1858. Γι’ αυτό χαρακτηρίζεται «μόλυσμα» και αλλού «βουλγαρικόν μόλυσμα»24. Η επαρχία ήταν ήσυχη και ειρηνική και δεν δημιουργείτο κανένα πρόβλημα. Αυτό σημαίνει ότι όλοι ανεγνώριζαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο είχε υπερεθνικό χαρακτήρα. Μάλιστα πληροφορούμαστε ότι η ανάγνωση στις Εκκλησίες των Βοδενών της καθαιρέσεως του Χατζή Παύλου, βουλγαριστού ιερέως που δημιουργούσε πολλά προβλήματα, έγινε «με γενική και ενθουσιώδη ευχαρίστηση των χριστιανών, και χωρίς να συμβή καμμία ταραχή υπό των βουλγαριστών...»25.
Δεν πρέπει να υποθέση κανείς ότι οι απόψεις αυτές του Βοδενών Αγαθαγγέλου είναι αποκλειστικά δικές του εκτιμήσεις, και ότι υπερβάλλονται τα πράγματα, γιατί και από άλλες μαρτυρίες φαίνεται ότι πραγματικά οι βουλγαριστές ήταν ελάχιστοι και απομονώθηκαν από τους φιλήσυχους κατοίκους της πόλεως, που υπήκουαν στο Πατριαρχείο και είχαν συνείδηση της Ρωμηοσύνης. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή που απέστειλαν οι κάτοικοι της πόλεως Βοδενών στο Οικουμενικό Πατριαρχείο την 10ην Φεβρουαρίου 1872, στην οποία ομολογούσαν ότι ανήκουν στο Ρωμαϊκό Πατριαρχείο και δεν επιθυμούν να συμπεριληφθούν στην Βουλγαρική Εξαρχία. Η επιστολή έχει ως εξής:
«Παναγιώτατε,
Άπαντες εσμέν υποκείμενοι τω ρωμαϊκώ πατριαρχείω και υμέτερα πνευματικά τέκνα. Ως και άλλοτε επανειλημμένως είχομεν κοινοποιήσει, ούτω, και σήμερον, δια τηλεγράφου ημών απάντων, ανηγγείλαμεν τη υψ. Πύλη ότι ουδέποτε θέλομεν παραδεχθή όπως το εν Ορτάκιοϊ εδρεύον προσωρινόν βουλγαρικόν συμβούλιον συμπεριλάβη την επαρχίαν ημών εις την εξαρχίαν, δια ταύτα απαγγέλοντες αυτή την απόφασιν ημών, εξαιτούμεθα τας ευχάς της»26.
Το δεύτερο σημείο από τον κώδικα αλληλογραφίας του Μητροπολίτου Βοδενών Αγαθαγγέλου είναι ότι οι βουλγαρίζοντες δρούσαν στην περιοχή εκείνη με την συνεργασία των ουνιτών, δηλαδή των παπιστών. Φαίνονται εδώ οι κοινές ενέργειες Φράγκων και Βουλγάρων για την μη αναβίωση της Ρωμηοσύνης. Στην Κουμένιτσαν (Γουμένισαν) αποστέλλεται από τους βουλγαρίζοντας διδάσκαλος για να μάθη στα παιδιά τα Ελληνικά και τα Σερβικά. Ο Αγαθάγγελος λέγει ότι «είναι ου μόνον εκ της Βουλγαρικής προπαγάνδας, αλλά και παπιστής»27. Αλλά και στα Γιαννιτσά υπάρχουν ουνίτες τους οποίους ο Αγαθάγγελος προσπαθεί να πλησιάση και να φέρη στην Εκκλησία28.
Το τρίτο σημείο είναι ότι περιγράφονται με τρόπο ρεαλιστικό όλες οι επεμβάσεις και οι βιαιοπραγίες των βουλγαριστών για να προσελκύσουν στην Βουλγαρική Εξαρχία τους κατοίκους της περιοχής, ώστε στην συνέχεια να διεκδικήσουν βουλγαρική εθνότητα. Επανειλημμένως με την βία καταλαμβάνουν τον Ιερό Ναό των αγίων Αναργύρων Βοδενών κατά την διάρκεια της νυκτός, αλλά τελικά απομακρύνονται από τους Ρωμηούς κατοίκους της πόλεως. Η αγωνία του Αγαθαγγέλου είναι έντονη. Στις επιστολές του διεκτραγωδείται η κατάσταση αυτή, καθώς επίσης και οι βίαιες ενέργειες των βουλγαριστών.
Το τέταρτο σημείο που φαίνεται από τον κώδικα αλληλογραφίας είναι ότι ο Μητροπολίτης Βοδενών Αγαθάγγελος κινείται περισσότερο ως Ρωμηός, εντεταγμένος οργανικά μέσα στην ρωμαίϊκη ατμόσφαιρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αυτό φαίνεται από το ότι δεν τον ενοχλεί τόσο η γλώσσα και η τοπική διάλεκτος με την οποία θα ψάλλεται η θεία Λειτουργία, όσο η μη αναγνώριση από όλους του Οικουμενικού Πατριαρχείου που εκφράζει την συνείδηση του Έθνους των Ρωμηών.
Οι βουλγαριστές των Βοδενών ζήτησαν από τον Μητροπολίτη Αγαθάγγελο να αναγνωρίση τον ιερέα τους, και να τους παραχωρήση Ιερό Ναό για να τελούν την λατρεία τους στην βουλγαρική γλώσσα. Η απάντηση του Μητροπολίτου είναι χαρακτηριστική: «Εις απάντησιν δε τοις είπον, ότι πρέπει να αναφερθώσι δι’ αναφοράς των περί τούτου, εν ή πρώτον θα δείξωσιν, ότι αναγνωρίζουσι την Εκκλησίαν, συνεπώς δε και εμέ ως κυριάρχην των, και ότι το ζήτημά των είναι γλώσσης μόνον ζήτημα και ουχί θρησκευτικόν, και τότε αφού γίνη σύσκεψις μετά των προυχόντων της πόλεως, αν θα κριθή εύλογον, ημπορεί να τοις δοθή άδεια»29. Φαίνεται ότι εκείνο που ενδιέφερε τότε τους Ρωμηούς δεν ήταν τόσο η γλώσσα, όσο η αναγνώριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, επομένως η μη προσχώρηση στον εθνοφυλετισμό, που καλλιεργούσε έντονα η Βουλγαρική Εξαρχία.
γ) Μετά τον ελληνικό και τον βουλγαρικό εθνοφυλετισμό, αναπτύχθηκε και ο αραβικός εθνοφυλετισμός, που υποκινήθηκε πάλι από την ρωσική πολιτική για την αφάνιση της ιδέας της ανασυστάσεως της Ρωμηοσύνης. Δυστυχώς, η καταδίκη του εθνοφυλετισμού από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που έγινε το 1872 και θα αναλύσουμε πιο κάτω δεν μπόρεσε να αποτρέψη και τα γεγονότα που συνδέονται με την έξαρση του αραβικού εθνοφυλετισμού.
Είναι γνωστό ότι το έτος 1898 εξαναγκάστηκε σε παραίτηση ο τελευταίος των Ελλήνων Πατριάρχης Αντιοχείας Σπυρίδων και το επόμενο έτος εξελέγη ο πρώτος Άραβας Πατριάρχης Αντιοχείας, ο από Λαοδικείας Μελέτιος. Τα γεγονότα τα οποία προηγήθηκαν είναι πολύ σημαντικά, γιατί είναι καρπός και αποτέλεσμα της αφυπνίσεως του φυλετισμού των Αράβων. Περιγράφονται δε πολύ γλαφυρά στο ημερολόγιο του Κωνσταντίνου Μυριανθοπούλου, του οποίου ο πατέρας ήταν παιδικός φίλος του Πατριάρχου Αντιοχείας Σπυρίδωνος. Εκείνη την κρίσιμη εποχή ο συντάκτης του ημερολογίου βρέθηκε κοντά στον Πατριάρχη. Το ανέκδοτο κείμενό του δημοσιεύθηκε με ικανά εισαγωγικά από τον αείμνηστο Βενέδικτο (Αρχιμ. Παύλο) Εγγλεζάκη. Τόσο στο κείμενο του ημερολογίου όσο και στις εισαγωγικές σημειώσεις βρίσκουμε άφθονο υλικό για το θέμα που μας απασχολεί30.
Δεν πρόκειται, βέβαια, να αναφερθούμε διεξοδικά στα γεγονότα που προηγήθηκαν της παραιτήσεως του τελευταίου Έλληνος Πατριάρχου Αντιοχείας και της αναρρήσεως του πρώτου Άραβος Πατριάρχου. Εδώ θα υπογραμμίσουμε μερικά σημεία που θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε το θέμα που μας απασχολεί, ότι, δηλαδή, ο φυλετισμός αποτελεί αίρεση της Ρωμηοσύνης.
Το πρώτο σημείο είναι ότι, από το έτος 1724 έως την παραίτηση του Πατριάρχου Αντιοχείας Σπυρίδωνος, όλοι οι Πατριάρχες αποστέλλονταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Και αυτό έγινε ύστερα από την ατυχή εκλογή ενός δεδηλωμένου Ουνίτου επισκόπου στον Πατριαρχικό θρόνο Αντιοχείας. Με την παρέμβαση αυτή το Οικουμενικό Πατριαρχείο διέσωσε την Ορθοδοξία και την οικουμενικότητα31.
Μελετώντας το ημερολόγιο διαπιστώνουμε ότι πραγματικά πολλοί Έλληνες Πατριάρχες και Επίσκοποι ενεργούσαν όχι τόσο φυλετικά, αλλά οικουμενικά, υπερεθνικά. Ο Μυριανθόπουλος στο ημερολόγιό του διαμαρτύρεται ότι οι Πατριάρχες Αντιοχείας που προέρχονταν από τον ιεροσολυμιτικό κλήρο βοηθούσαν περισσότερο από ό,τι έπρεπε τους Άραβας Κληρικούς. Για παράδειγμα γράφεται ότι ο Πατριάρχης Ιερόθεος (1850-1885) «έστελλε τους υποτρόφους εις την Θεολογικήν Σχολήν της Χάλκης ιθαγενείς, καλώς μεν ποιών, αλλά ουδένα Έλληνα»32. Ο δε Γεράσιμος (1885-1891) «εχειροτόνησε τέσσαρες ιθαγενείς Αρχιερείς, και έστειλεν ως υποτρόφους εις Χάλκην άλλους 4, και ουδένα Έλληνα»33. Δεν αποκλείεται στην πληροφορία αυτή να υπάρχη δόση υπερβολής, ίσως και προσωπικού παραπόνου, αλλά πάντως δείχνει την πραγματικότητα ότι, έστω και αν ήταν Έλληνες οι Πατριάρχες, δεν είχαν φυλετική νοοτροπία και γι’ αυτό ανεδείκνυαν και Άραβες στον αρχιερατικό βαθμό.
Αυτό διαπιστώνεται από το ότι την εποχή αυτή που μελετάμε (1897-1899) στην διαμάχη για την κατάληψη του Πατριαρχικού θρόνου Αντιοχείας από Άραβες, οι περισσότεροι που πρωτοστάτησαν ήταν Άραβες Αρχιερείς. Ο διάδοχος του Σπυρίδωνος, ο από Λαοδικείας Μελέτιος, είχε προσληφθή από παιδί στο Πατριαρχείο, όπου έμαθε την ελληνική γλώσσα34. Το ίδιο συνέβαινε και με άλλους Αρχιερείς. Επίσης είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο Σπυρίδων μόλις εξελέγη Πατριάρχης διόρισε ως Σχολάρχη Δαμασκού τον Άραβα Αρχιμανδρίτη Παύλο, τον οποίο έκανε και Αρχιγραμματέα της Συνόδου35. Φαίνεται από τα λίγα αυτά παραδείγματα ότι δεν ενεργούσαν οι Ρωμηοί Αρχιερείς φυλετικά, αλλά υπερεθνικά.
Το δεύτερο σημείο που πρέπει να υπογραμμισθή είναι ότι ο φυλετικός αραβισμός που είχε αρχίσει προηγουμένως υποδαυλίστηκε τελικά και υποκινήθηκε από την ρωσική πολιτική. Στο ημερολόγιο φαίνεται πολύ καθαρά ο ενεργός ρόλος του ρώσου Προξένου Αλεξίου Belyaev, ο οποίος, όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του, είχε θέσει ως σκοπό την άνοδο ιθαγενούς Πατριάρχου στον θρόνο της Αντιοχείας36. Θα ήθελα στην συνέχεια να αναφέρω μερικά πρόχειρα παραδείγματα στα οποία αποδεικνύεται αυτή η αλήθεια.
Ο Ρώσος Πρόξενος παρακινούσε τους Αρχιερείς να κηρύξουν έκπτωτο τον Πατριάρχη Σπυρίδωνα. «Οι Αρχιερείς εκήρυξαν έκπτωτον τον Πατριάρχην Σπυρίδωνα τη υποκινήσει του Ρώσσου Προξένου Αλεξίου Μπηλάγιεφ, όστις σπεύσας μετέβη εις Σεϊδνάγιαν προς επίσκεψιν και παραπλάνησιν του Πατριάρχου, όστις όμως δεν εδέχθηκε τούτον»37. Σε άλλο σημείο αναφέρεται ότι ο Ρώσος Πρόξενος μετέβη «εις το Πατριαρχείον, όπου συνωμίλησε μετά των ιθαγενών Αρχιερέων»38. Άλλοτε σε σχετική συνομιλία με τον Μητροπολίτη Σελευκείας «εχειρονόμει, ωσεί επιτάσσων, ίνα γένηταί τι προς διαφώτισιν του λαού, και διεγείρων αυτόν κατά των Ελλήνων»39. Αναφέρονται πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες γινόταν θεία Λειτουργία με αφορμή κάποια ρωσικά γεγονότα και ότι τα περισσότερα λέγονταν στην ρωσική γλώσσα. Κάπου σημειώνεται «Εγένετο δοξολογία προς τιμήν της μητρός του Τσάρου, ής μετέσχον μόνον οι ιθαγενείς Αρχιερείς»40.
Η ενεργός δε συμμετοχή της ρωσικής πολιτικής φαίνεται από ένα άλλο χαρακτηριστικό γεγονός. Θα το παραθέσω γιατί είναι αρκετά εύγλωττο: «εορτή του Τσάρου Νικολάου. Ο Ρώσος Πρόξενος Α. Μπηλάγιεφ προσεκάλεσεν, αντί του κανονικού Τοποτηρητού, τον Λαοδικείας, συλειτουργήσαντα μετά των Σελευκείας και Τύρου και Σιδώνος. Εκήρυξεν ο Επιφανείας. Ετελέσθη δοξολογία. Τα πάντα εψάλησαν ρωσσιστί, ιδίως υπό μαθητριών. Κατά την δοξολογίαν εχοροστάτησεν ο Αρκαδίας. Μετά ταύτα οι ιθαγενείς Αρχιερείς μετέβησαν εις το Ρωσσικόν Προξενείον, και εχαιρέτησαν. Οι ημέτεροι ούτε εις την εκκλησίαν ούτε εις το Προξενείον, αλλ’ ετηλεγράφησαν απ’ ευθείας προς τον Τσάρον συγχαρητήρια, καθώς και εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον τα γιγνόμενα»41.
Επίσης είναι χαρακτηριστικά δύο γεγονότα τα οποία αποδεικνύουν την ενεργοποίηση της ρωσικής πολιτικής στην εκδίωξη του τελευταίου Έλληνος Πατριάρχου Σπυρίδωνος και την κατάληψη του Πατριαρχικού θρόνου Αντιοχείας από Άραβα Πατριάρχη.
Το ένα γεγονός είναι ότι, ενώ η Οθωμανική κυβέρνηση δεν δεχόταν ακόμη να ενθρονισθή ο νέος εψηφισμένος Πατριάρχης, ο ρωσικός στόλος της Μεσογείου έπλευσε στην Βηρυττό και ο Ρώσος Ναύαρχος πήγε στην Δαμασκό για να χαιρετίση τον εψηφισμένο Άραβα Πατριάρχη42. Αυτό, βέβαια, ήταν μια πράξη που έδειχνε την υποστήριξη της Ρωσίας στον νέο Πατριάρχη.
Το άλλο γεγονός είναι ότι κατά την ενθρόνιση του νέου Άραβος Πατριάρχου Μελετίου παρίστατο ο Ρώσος Πρόξενος καταλαμβάνοντας σημαντική θέση στον Ναό, λόγω δε της επιτυχίας του αυτής βραβεύθηκε από την Ρωσική Κυβέρνηση. Στο ημερολόγιο του Μυριανθοπούλου λέγεται: Η ενθρόνιση έγινε στον Πατριαρχικό Ναό «προεξάρχοντος του Ρώσου Προξένου Αλεξίου Μπηλιάγιεφ, όστις, ειρήσθω εν παρόδω, αμειφθείς δι’ όσα διέπραξεν, ώστε να εκλεγή ιθαγενής Πατριάρχης Αντιοχείας, προήχθη εις Γενικόν Γραμματέα της εν Ρωσσία Παλαιστινείου Εταιρείας»43.
Από όλα αυτά φαίνεται ότι ο εθνοφυλετισμός είτε είναι ελληνικός, είτε βουλγαρικός, είτε αραβικός είναι διάσπαση της Ρωμηοσύνης και αίρεση της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Δεν είναι δυνατόν η φυλή να τίθεται υπεράνω της ενότητος την οποία διασφαλίζει η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Εκκλησία.


11. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΒ’, Εκδοτική Αθηνών, σελ. 9.
12. βλ. Γεωργίου Μεταλληνού: Παράδοση και αλλοτρίωση, εκδ. Δόμος, σελ. 193 και εξής.
13. ένθ. ανωτ. σελ. 197.
14. ένθ. ανωτ. σελ. 198.
15. ένθ. ανωτ. σελ. 141-145.
16. βλ. Ιωάννου Ρωμανίδου, Ρωμηοσύνη, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 190 και εξής.
17. βλ. Γεωργίου Μεταλληνού, ένθ. ανωτ. σελ. 227 και εξής.
18. Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνού: Ελληνισμός μετέωρος, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1992, σελ. 26.
19. Γεωργίου Λεβέντη: Η κατά της Μακεδονίας επιβουλή, εκδ. Νέα Θέσις, Αθήνα 1991, σελ. 26.
20. ένθ. ανωτ. σελ. 20.
21. ένθ. ανωτ. σελ. 22.
22. ένθ. ανωτ. σελ. 31-32.
23. Αρχιμ. Τίτου Καράτζαλη – Δημ. Γόνη, Κώδιξ της Αλληλογραφίας του Βοδενών Αγαθαγγέλου, Μακεδονική Βιβλιοθήκη, Δημοσιεύματα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 105-106.
24. ένθ. ανωτ. σελ. 58, 98 και 105.
25. ένθ. ανωτ. σελ. 62.
26. Εφημ. Παλιγγενεσία 22 Φεβρουαρίου 1872.
27. Αρχιμ. Τίτου Καράτζαλη – Δημ. Γόνη, Κώδιξ της Αλληλογραφίας του Βοδενών Αγαθαγγέλου, ένθ. ανωτ. σελ. 58.
28. ένθ. ανωτ. σελ. 62.
29. ένθ. ανωτ. σελ. 64.
30. Βενεδίκτου Εγγλεζάκη: Το αντιοχιανόν ζήτημα κατά τα έτη 1897-1899, Ανέκδοτον ημερολόγιον Κ. Μυριανθοπούλου, Ανατύπωσις εκ του ΜΖ’ (1983) τόμου του Δελτίου της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών, Λευκωσία 1983.
31. ένθ. ανωτ. σελ. 113-114.
32. ένθ. ανωτ. σελ. 160.
33. ένθ. ανωτ. σελ. 160.
34. ένθ. ανωτ. σελ. 134.
35. ένθ. ανωτ. σελ. 120.
36. ένθ. ανωτ. σελ. 126.
37. ένθ. ανωτ. σελ. 148.
38. ένθ. ανωτ. σελ. 150.
39. ένθ. ανωτ. σελ. 156.
40. ένθ. ανωτ. σελ. 158.
41. ένθ. ανωτ. σελ. 164.
42. ένθ. ανωτ. σελ. 133.
43. ένθ. ανωτ. σελ. 185.
το είδαμε εδώ

Έθνος και Εθνικισμός Ο όρος της τοπικής Συνόδου του 1872


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο.
Ο όρος της τοπικής Συνόδου του 1872

Προηγουμένως είχαμε αναφερθή σε μερικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στα Βοδενά (Έδεσσα) κατά την εποχή της δημιουργίας της Βουλγαρικής Εξαρχίας, που κέντρο τους είχαν τον εθνοφυλετισμό. Έγινε λόγος για το ότι η Σύνοδος του έτους 1872 στην Κωνσταντινούπολη κατεδίκασε τον φυλετισμό που εισέρχεται στα ενδότερα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και θέλει τα πάντα να ρυθμίζωνται βάσει αυτού. Η απόφαση αυτή είναι πολύ σημαντική γι’ αυτό θα ήθελα να την αναλύσουμε περισσότερο.
Του όρου της Συνόδου αυτής προηγείται ευρεία έκθεση που μας διαφωτίζει γύρω από την ετεροδιδασκαλία του φυλετισμού. Η Έκθεση της Επιτροπής χωρίζεται σε τρία βασικά τμήματα. Το πρώτο αναφέρεται στο γεγονός ότι οι αποσκιρτήσαντες Βούλγαροι από την εξάρτηση της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως «αρχικήν ιδέαν έχουσι την αρχήν του φυλετισμού». Στο δεύτερο τμήμα αναπτύσσεται η άποψη ότι η αρχή του φυλετισμού αντιβαίνει στην διδασκαλία του Ευαγγελίου και είναι εντελώς άγνωστη στην Εκκλησία του Χριστού, ανατρέπει δε το ιερό της πολίτευμα. Και στο τρίτο τμήμα γίνεται λόγος για τις αντικανονικές ενέργειες που έγιναν από αυτούς που αποσκίρτησαν από την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως44.
Μετά την έκθεση της αρμοδίας Επιτροπής παρατίθεται ο όρος της τοπικής αυτής Συνόδου. Σε αυτόν φαίνεται ποια είναι η άποψη της Ορθοδόξου Εκκλησίας πάνω στο σοβαρό αυτό ζήτημα, που απασχολεί και την εποχή μας, δεδομένου μάλιστα ότι και σήμερα, με διαφορετική βεβαίως μορφή, επικρατεί ο εθνοφυλετισμός. Οι διενέξεις στα Βαλκάνια δεν είναι άσχετες από αυτό το γεγονός.

a) Διαίρεση του Συνοδικού όρου45

Στην αρχή προτάσσεται ο απαραίτητος πρόλογος που δικαιολογεί τον λόγο για τον οποίο συνήλθαν οι Πατέρες στην Σύνοδο εκείνη. Αναφέρεται ο αποστολικός λόγος: «προσέχειν εαυτοίς και παντί τω πομνίω, εν ω υμάς το Πνεύμα το άγιον έθετο επισκόπους ποιμαίνειν την Εκκλησίαν του Θεού. ην περιεποιήσατο δια του ιδίου αίματος». Οι ποιμένες εντέλλονται να γρηγορούν για την διαφύλαξη της ποίμνης από τους λύκους που λαλούν διεστραμμένα. Αυτό είναι ένα από τα βασικότερα καθήκοντά τους.
Στην συνέχεια λέγεται ότι στην κατηγορία των αιρετικών ανήκουν και οι Βούλγαροι εκείνοι που κηρύττουν «την καινήν δόξαν» του φυλετισμού και σύστησαν φυλετική παρασυναγωγή. Γι’ αυτό και συνήλθαν οι Πατέρες σε Σύνοδο για να αντιμετωπίσουν την παράδοξη αυτή διδαχή.
Διακηρύσσεται ότι ο φυλετισμός είναι όχι μόνον ξένος προς την Εκκλησία, αλλά και πολέμιος. Δηλαδή ο εθνοφυλετισμός δεν μπορεί να συμβιβασθή με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Δεν είναι δυνατόν να προτάσσεται η ιδιαίτερη φυλή και το ιδιαίτερο έθνος σε βάρος της Καθολικής Πίστεως, γιατί αυτό διασπά την ενότητα της Εκκλησίας, την οποία στηρίζει η Χάρη του Θεού και οι αγώνες των αγίων Πατέρων.
Μετά από αυτά ακολουθεί η καταδίκη και η αποκήρυξη τόσο του φυλετισμού όσο και αυτών που τον αποδέχονται και δημιουργούν φυλετικές παρασυναγωγές, καθώς επίσης και όλων εκείνων που συμφωνούν με τις αντικανονικές ενέργειες των εθνοφυλετιστών. Όλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ξένοι προς την Εκκλησία του Χριστού και επομένως σχισματικοί.
Ο επίλογος του όρου είναι μια προσευχή προς τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό για να διατηρή την Εκκλησία «άμωμον και αλώβητον από πάσης νεωτερικής λύμης, ερηρεισμένην επί τω θεμελίω των αποστόλων και των προφητών», καθώς επίσης να δώση μετάνοια σε όσους αποσκίρτησαν από την Εκκλησία, ώστε να επιστρέψουν σε αυτήν και να δοξάζουν με όλα τα άλλα μέλη της «τον μέγαν της ειρήνης άγγελον και Θεόν».
Παρά το ευσύνοπτο του όρου, όπως ακριβώς συμβαίνει με όλους τους όρους των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, είναι αξιοπρόσεκτος και περιέχει τα βασικά σημεία πάνω στο θέμα που απησχόλησε τότε την Εκκλησία του Χριστού.

b) Ανάλυση του Συνοδικού όρου

Κατ’ αρχάς το Συνοδικό αυτό κείμενο δεν το υπέγραψε μόνον ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος, αλλά και οι πρώην Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Άνθιμος, Γρηγόριος και Ιωακείμ. Πέρα από αυτούς υπογράφηκε από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο, τον Πατριάρχη Αντιοχείας Ιερόθεο, τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Σωφρόνιο και πολλούς άλλους Μητροπολίτας του Κλίματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Επομένως το κείμενο αυτό έχει καθολική ισχύ.
Επίσης εκείνο που παρατηρούμε είναι ότι οι Πατέρες έχουν συνείδηση ότι ενεργούν ως φορείς της Παραδόσεως, εμπνεόμενοι από την Χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Γράφουν και ενεργούν με τον ίδιο τρόπο που θα έγραφαν και θα ενεργούσαν για κάποια αίρεση. Αυτό είναι σημαντικό γιατί δείχνει ότι ο φυλετισμός τελικά είναι μια εκκλησιολογική αίρεση, αφού διασπά την ενότητα της Εκκλησίας, που είναι το Σώμα του Χριστού. Και ξέρουμε πολύ καλά ότι κάθε Χριστολογική αίρεση είναι ταυτόχρονα και εκκλησιολογική όπως και κάθε εκκλησιολογική αίρεση είναι και Χριστολογική. Λέγεται στο κείμενο ότι όπως οι άγιοι Πατέρες στις Οικουμενικές Συνόδους «εξ ενός και του αυτού Πνεύματος αυγασθέντες ώρισαν τα συμφέροντα», έτσι και αυτοί αποφαίνονται εν Αγίω Πνεύματι.
Στο κείμενο δίνεται ο ορισμός του φυλετισμού. Οι Πατέρες καταδικάζουν τον φυλετισμό, «τουτέστι τας φυλετικάς διακρίσεις και τας εθνικάς έρεις και ζήλους και διχοστασίας εν τη του Χριστού Εκκλησία». Φυσικά, όπως φαίνεται στην φράση αυτή, δεν καταδικάζεται η φυλή και η πατρίδα κάθε Χριστιανού, αλλά οι φυλετικές διακρίσεις και οι εθνικές έριδες, που γίνονται μέσα στην Εκκλησία. Όταν υποστηρίζεται ότι μια φυλή είναι ανώτερη από την άλλη, και όταν αυτό γίνεται σε βάρος της ενότητος της Εκκλησίας, αυτό δεν συνιστά εκκλησιαστικό φρόνημα και ορθόδοξο ήθος.
Αυτό είναι συνάρτηση των όσων λέγαμε προηγουμένως ότι στην Ρωμηοσύνη δεν υπήρχαν φυλετικές διακρίσεις, δηλαδή η Εκκλησία του Χριστού, όπως εκφραζόταν στην Ρωμαίϊκη Αυτοκρατορία ήταν στην πραγματικότητα υπερεθνική. Οι εθνικιστές Βούλγαροι προήλθαν «εκ μέσου του ευσεβούς βουλγαρικού λαού». Ο Βουλγαρικός λαός ανήκε στην Ρωμηοσύνη και είχε ενότητα με όλες τις άλλες λαότητες που υπήρχαν στην Ρωμαίϊκη Αυτοκρατορία. Για τον φυλετισμό λέγεται ότι αποτελεί «καινήν τινα δόξαν», πρόκειται «διά την του κακού διάδοσιν», είναι πρωτοφανής «φυλετική παρασυναγωγή» που έγινε με αθέτηση των ιερών Κανόνων της Εκκλησίας, και φυσικά όσοι επεχείρησαν την δημιουργία αυτής της παρασυναγωγής είναι «απαυθαδιάσαντες». Ο φυλετισμός είναι «ξένος» προς την παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι «νεωτερική λύμη».
Δεν διστάζουν οι Πατέρες της Συνόδου αυτής να χαρακτηρίσουν την Βουλγαρική Εξαρχία παρασυναγωγή και φυσικά τους εξαρχικούς ως «αλλοτρίους της μιάς, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας και αυτό δη τούτο Σχισματικούς». Αυτό σημαίνει ότι δεν ενεργεί η Χάρη του Θεού σε τέτοιες παρασυναγωγές. Γι’ αυτό και οι ευχές και ευλογίες τους είναι ανίερες.
Ο Συνοδικός αυτός όρος είναι πολύ σημαντικός για το ορθόδοξο ήθος. Δείχνει ότι η Εκκλησία διέβλεψε τον μεγάλο κίνδυνο του φυλετισμού, που στην πραγματικότητα συνιστά τον εθνικισμό. Δεν μπορεί να διασπάται η ενότητα της Εκκλησίας με κριτήρια κτιστά και πεπερασμένα, δεν μπορεί η Εκκλησία να γίνη εθνική, δηλαδή από υπερεθνική να περιπέση στον φυλετισμό. Ουσιαστικά στο κείμενο αυτό βλέπουμε την παράδοση της Ρωμηοσύνης.


44. Μ. Γεδεών: Έγγραφα Πατριαρχικά και συνοδικά περί του Βουλγαρικού Ζητήματος (1852-1873), Εν Κωνσταντινουπόλει εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, 1908, σελ. 392-426.
45. ένθ. ανωτ. σελ. 427 και εξής.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 16, 2016

Η μυστική φωνή του Αγίου Όρους


O Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος, ομιλεί για την μυστική κραυγή του Αγίου Όρους.

Μια ζωντανή παράδοση αιώνων, που μεταδίδεται απο γενιά σε γενιά, μέσω των Πατέρων που μπόρεσαν να απολέσουν εαυτό, να απαλλαγούν απο την φιλαυτία τούς, και να παραδωθούν Στόν Θεό.
Αξιώθηκαν έτσι, μέσα απο τούς ασκητικούς αγώνες τούς, κράζωντας ανελειπώς πρός τον Κύριο: »Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με», να ακούσουν αυτή την μυστική κραυγή, που ομιλεί μέσα στήν καρδιά του ανθρώπου, το φως, που φωτίζει εσωτερικά τον άνθρωπο, και εκδειλώνεται μέσα απο αυτόν, και πρός τα εξω. Μεταμορφώνοντας τον ίδιο, και συνεργίας της χάριτος και αλλήλους.
Metropolitan of Nafpaktos and Ayios Vlasios, Ierotheos, speaks on Mount Athos’s secret cry.
(Original Greek -English Subtitles)
πηγή: εδώ
το είδαμε εδώ

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 01, 2016

Ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Χριστοῦ ,Ἱεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου

Σαράντα ἡμέρες ἀπὸ τὴν κατὰ σάρκα Γέννησή Του ὁ Χριστὸς προσφέρθηκε στὸν Ναό, σύμφωνα μὲ τὰ καθιερωμένα ἀπὸ τὸν νόμο. Καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖ στὸν Ναὸ τοῦ ἔγινε ὑποδοχὴ ἀπὸ πνευματοκίνητους ἀνθρώπους, καὶ μάλιστα ἐπειδὴ ὁ Συμεὼν τὸν πῆρε στὴν ἀγκαλιά του, γι᾿ αὐτὸ καὶ λέγεται Ὑπαπαντή. Ἡ λέξη προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα ὑπαντάω καὶ σημαίνει ἔρχομαι σὲ συνάντηση κάποιου.
Ἡ Ἐκκλησία καθόρισε ἡ μεγάλη αὐτὴ Δεσποτικοθεομητορικὴ ἑορτὴ νὰ ἑορτάζεται τὴν 2α Φεβρουαρίου, γιατὶ αὐτὴ ἡ ἡμέρα εἶναι ἡ τεσσαρακοστὴ ἀπὸ τὴν 25η Δεκεμβρίου, ποὺ ἑορτάζεται ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ κατὰ σάρκα. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο διαιρεῖ τὸν ἐτήσιο χρόνο μὲ τοὺς σταθμοὺς τῆς θείας οἰκονομίας καὶ τὸν εὐλογεῖ. Ταυτόχρονα δίνει στὸν ἄνθρωπο τὴν δυνατότητα νὰ μυηθῇ στὸ μεγάλο μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ θεοῦ.
Τὸ περιστατικὸ τῆς προσφορᾶς τοῦ Χριστοῦ στὸν Ναό, κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἀπὸ τὴν Γέννησή Του περιγράφεται μόνον ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ (Λουκ. β´ 22-39).

α´

Ὁ ἴδιος ὁ Θεός, δηλαδὴ ὁ ἄσαρκος Λόγος τοῦ θεοῦ, ἔδωσε τὴν ἐντολὴ τοῦ καθαρισμοῦ κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα στὸν Μωϋσῆ καὶ εἶχε καθιερωθῆ γιὰ ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας. Καὶ μάλιστα ἡ ἐντολὴ αὐτὴ δόθηκε στὸν Μωϋσῆ πρὶν ἀκόμη γίνῃ ἡ ἔξοδος τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, δηλαδὴ πρὶν τὴν διάβασή τους ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα.
Ἡ σχετικὴ ἐντολὴ εἶναι ἡ ἑξῆς: «Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωϋσῆν λέγων ἁγίασόν μοι πᾶν πρωτότοκον πρωτογενὲς διανοϊγον πάσαν μήτραν ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους, ἐμοὶ ἐστίν» (Ἐξ. ιγ´ 1-2). Αὐτὴ ἡ ἐντολὴ ἀναφερόταν καὶ στὰ πρωτότοκα ἀρσενικὰ τῶν ζώων, τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ ξεχωρίζωνται καὶ νὰ προσφέρωνται στὸν Θεό. Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ἦταν σαφής: «καὶ ἀφελεῖς πᾶν διανοῖγον μήτραν, τὰ ἀρσενικά, τῷ Κυρίῳ» (Ἐξ. ιγ´ 12).
Αὐτὴ ἡ ἀφιέρωση ἦταν σημεῖο ἀναγνωρίσεως τῆς εὐεργεσίας τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπόδειξη ὅτι ἀνήκουν σὲ Αὐτόν. Εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ ἐντολὴ τῆς ἀφιερώσεως τοῦ πρωτοτόκου ἀρσενικοῦ παιδιοῦ δόθηκε στὸν Ἰσραηλιτικὸ λαό, διὰ τοῦ Μωϋσέως, ἀμέσως μετὰ τὴν πάταξη τῶν πρωτοτόκων παιδιῶν τῶν Αἰγυπτίων, ὅποτε ὁ Φαραὼ ἀμέσως ἔδωσε τὴν ἄδεια τῆς ἐξόδου, καὶ βέβαια πρὶν ἀκόμη περάσουν τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ αἰτιολογία τῆς πράξεως αὐτῆς: «ἐν γὰρ χειρὶ κραταιᾷ ἐξήγαγέ σε Κύριος ὁ Θεὸς ἐξ Αἰγύπτου» (Ἐξ. ιγ´ 9).
Σὲ ἄλλο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στὸ Λευιτικό, φαίνεται ὅτι ὁ Θεὸς δίνει περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὴν τελετὴ τῆς ἀφιερώσεως καὶ τῆς εὐγνωμοσύνης. Ἡ γυναίκα ποὺ θὰ γεννήσῃ ἀρσενικὸ παιδὶ θὰ τοῦ κάνῃ τὴν περιτομὴ τὴν ὀγδόη ἡμέρα καὶ κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα θὰ τὸ προσφέρῃ στὸν Ναό. Καὶ μαζὶ μὲ τὴν προσφορὰ τοῦ γεννηθέντος «προσοίσει ἀμνὸν ἐνιαύσιον ἄμωμον εἰς ὁλοκαύτωμα, καὶ νεοσσὸν περιστερᾶς ἡ τρυγόνα περὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου πρὸς τὸν ἱερέα» (Λευιτ. ιβ´ 1-6).
Ἀφοῦ Αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔδωσε τὸν νόμο στὸν Μωϋσῆ, ὅταν προσέλαβε τὴν ἀνθρωπινὴ σάρκα ἔπρεπε νὰ τὸν ἐφαρμόση, γιὰ νὰ μὴ φανῇ παραβάτης τοῦ νόμου. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας λέγει ὅτι ὅταν βλέπῃ κανεὶς τὸν Χριστὸ νὰ τηρῇ τὸν νόμο αὐτὸν δὲν πρέπει νὰ σκανδαλισθῇ, οὔτε Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἐλεύθερος νὰ τὸν θεωρήσῃ δοῦλο, ἀλλὰ νὰ ἐννοήσῃ περισσότερό «της οἰκονομίας τὸ βάθος».
Καὶ ἡ τήρηση τοῦ νόμου τῆς προσφορᾶς στὸν Ναὸ ὑπάγεται στὸ μυστήριο τῆς θείας κενώσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ἐπίσης, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά, ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε ἀνάγκη καθαρισμοῦ, ἀφοῦ ὁ καθαρμὸς νομοθετήθηκε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ γιὰ τοὺς γεννήτορας καὶ γιὰ τὰ γεννώμενα, ἀλλὰ τὸ ἔκανε χάριν ὑπακοῆς στὸν Νόμο ποὺ Αὐτὸς ὁ Ἴδιος ἔδωσε. Δὲν εἶχε ἀνάγκη καθαρμοῦ ὁ Χριστός, γιατὶ συνελήφθη ἀσπόρως καὶ γεννήθηκε ἀφθόρως. «Πάντως οὐκ ἦν χρεία καθαρισμοῦ, ἀλλ᾿ ὑπακοῆς ἦν ἔργον». Βέβαια, ἡ ὑπακοὴ ἔχει τὴν ἔννοια τῆς ὑπακοῆς στὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ὑπακοῆς τοῦ νέου Ἀδάμ, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὴν ἀνυπακοὴ τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ. Καὶ ἐὰν ἡ ἀνυπακοὴ τοῦ πρώτου Ἀδὰμ εἶχε συνέπεια τὴν πτώση καὶ τὴν φθορά, ἡ ὑπακοὴ τοῦ νέου Ἀδάμ, τοῦ Χριστοῦ, ἐπανέφερε τὴν παρακούσασα ἀνθρώπινη φύση στὸν Θεὸ καὶ θεράπευσε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν εὐθύνη τῆς παρακοῆς.

β´

Ἡ προσαγωγὴ τῶν παιδιῶν στὸν Ναὸ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἦταν ἑορτὴ καθαρισμοῦ. Ἡ μητέρα καὶ τὸ παιδὶ ἔπρεπε νὰ καθαρισθοῦν ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς γεννήσεως.
Βεβαίως, ἡ γέννηση τῶν παιδιῶν εἶναι εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ ἁγνοῆται ὅτι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο γεννᾶται ὁ ἄνθρωπος εἶναι καρπὸς καὶ ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως, εἶναι οἱ λεγόμενοι δερμάτινοι χιτῶνες, ποὺ φόρεσε ὁ Ἀδὰμ μετὰ τὴν πτώση καὶ τὴν ἀπώλεια τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ πρέπει νὰ δοῦμε τὸ ψαλμικό: «Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50, 7). Τελικά, ὁ Θεὸς εὐλόγησε αὐτὸν τὸν τρόπο γεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου, κατὰ παραχώρηση, ἀλλὰ ὅμως εἶναι καρπὸς τῆς πτώσεως. Τόσο οἱ γονεῖς ὅσο καὶ τὰ παιδιὰ πρέπει νὰ ἐνθυμοῦνται αὐτὴν τὴν πραγματικότητα. Μέσα στὰ θεολογικὰ αὐτὰ πλαίσια πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ ἡ τελετὴ τοῦ καθαρισμοῦ.
Ὅταν σκεφθοῦμε αὐτὲς τὶς θεολογικὲς ἀλήθειες μποροῦμε νὰ δοῦμε ὅτι οὔτε ὁ Χριστὸς οὔτε ἡ Παναγία εἶχαν ἀνάγκη καθαρισμοῦ. Ἡ ἄσπορη σύλληψη καὶ ἡ ἄφθορη γέννηση δὲν συνιστοῦν ἀκαθαρσία.

γ´

Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ δόθηκε στὸν Μωϋσῆ ἔλεγε: «Γυνή, ἥτις ἐὰν σπερματισθῇ καὶ τέκῃ ἄρσεν, καὶ ἀκάθαρτος ἔσται ἑπτὰ ἡμέρας» (Λευτ. ιβ´ 2). Αὐτὸ τὸ χωρίο ἐμμέσως δείχνει τὴν καθαρότητα τῆς Παναγίας, γιατὶ ἀκάθαρτος εἶναι ἡ γυναίκα ποὺ θὰ γεννήσῃ ἀφοῦ σπερματωθῇ ἀπὸ ἄνδρα. Ἡ Παναγία, ὅμως, συνέλαβε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ ὄχι σπερματικῶς, καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν ἦταν ἀκάθαρτη. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν ὑπαγόταν στὴν περίπτωση αὐτή, ἀλλὰ πῆγε στὸν Ναὸ γιὰ νὰ τηρήσῃ τὸν νόμο.
Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ἦταν σαφής: «ἁγίασόν μοι πᾶν πρωτότοκον πρωτογενὲς διανοῖγον πᾶσαν μήτραν» (Ἐξ. ιγ´ 2). Αὐτὴ ἡ ἐντολὴ ταυτόχρονα εἶναι προφητεία, ποὺ ἀναφέρεται στὴν σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἔχει ἀπόλυτη ἐφαρμογὴ σὲ κάθε πρωτότοκο ἀρσενικὸ παιδί.
Τὸ χωρίο αὐτὸ δὲν ἔχει ἀπόλυτη σχέση μὲ τὶς γεννήσεις τῶν ἄλλων πρωτοτόκων, γιατὶ κανεὶς ἄνθρωπος, οὔτε ὁ πρωτότοκος, ἀνοίγει τὴν μήτρα τῆς μητέρας του. Ὁ Μ. Ἀθανάσιος σὲ σχετικὴ ὁμιλία τοῦ λέγει ὅτι δὲν ἀνοίγουν τὰ βρέφη τὴν μήτρα τῆς μητέρας τους, «ἀλλ᾿ ἡ τοῦ ἀνδρὸς πρὸς τὴν γυναίκα συνέλευσις». Ἡ μήτρα ἀνοίγει κατὰ τὴν συνέλευση τοῦ ἀνδρογύνου καὶ τὴν σύλληψη τοῦ παιδιοῦ. Μόνον ὁ Χριστὸς ἄνοιξε τὴν μήτρα τῆς μητέρας Του, χωρὶς βεβαίως νὰ καταστρέψῃ τὴν παρθενία, ἀφοῦ τὴν ἄφησε καὶ πάλιν κεκλεισμένη. «Ὅταν μηδενὸς ἔξωθεν κρούσαντος, αὐτὸ τὸ βρέφος ἔσωθεν διανοίγει».
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης, ἀφοῦ ἀναφέρει ὅτι αὐτὸ ποὺ γινόταν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἦταν τύπος τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, στὴν συνέχεια λέγει ὅτι μόνο ὁ Χριστὸς ἄνοιξε τὴν παρθενικὴ μήτρα «θεοπρεπῶς καὶ ὑπὲρ κατάληψιν ἀνοίξας γὰρ αὐτὴν ἐν τῷ γεννᾶσθαι, κεκλεισμένην πάλιν διεφύλαξεν, ὥσπερ ἦν πρὸ τοῦ συλληφθῆναι καὶ γεννῆσαι».
Ὁ Χριστὸς εἶναι πρωτότοκος, καὶ ἔτσι χαρακτηρίζεται στὴν Ἁγία Γραφή. Βέβαια, αὐτὸς ὁ χαρακτηρισμὸς δὲν δηλώνει ὅτι ὑπάρχει καὶ δευτερότοκος καὶ τριτότοκος, ἀλλὰ ὅτι γεννήθηκε πρῶτος, ἀνεξάρτητα ἂν ὑπάρχῃ δεύτερος ἢ τρίτος. Ὁ ὅρος «πρωτότοκος» πρέπει νὰ συνδεθῇ μὲ τὸ «μονογενής», ὅπως καὶ πάλι χαρακτηρίζεται ὁ Χριστὸς στὴν Ἁγία Γραφή.
Ὁ ὅρος πρωτότοκος ἀναφέρεται καὶ στὶς δύο γεννήσεις τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ στὴν προαιώνια ἀπὸ Παρθένο Πατέρα, χωρὶς μητέρα, καὶ τὴν ἐν χρόνῳ γέννηση ἀπὸ Παρθένο Μητέρα, χωρὶς πατέρα (ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς).
Ὁ Χριστὸς λέγεται πρωτότοκος κατὰ τρεῖς τρόπους. Πρῶτον, γιατὶ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «ὃς ἐστὶν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως» (Κολ. α´ 15). Καὶ ὅπως εἴδαμε προηγουμένως τὸ «πρωτότοκος» ταυτίζεται μὲ τὸ «μονογενής». Δεύτερον, λέγεται πρωτότοκος κατὰ τὴν ἀνθρώπινη γέννηση, καὶ ἀνεξάρτητα ἂν γεννήθηκε ἄλλος ἀπὸ τὴν Παναγία. «Καὶ ἔτεκεν τὸν Υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον» (Λουκ. β´ 7). Καὶ τρίτον, λέγεται πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν, γιατὶ πρῶτος Αὐτὸς ἀναστήθηκε, καὶ ἔτσι ἔδωσε τὴν δυνατότητα σὲ κάθε ἄνθρωπο νὰ ἀναστηθῇ στὸν κατάλληλο καιρό. Ὁ χαρακτηρισμὸς «γέννηση» λέγεται καὶ γιὰ τὴν ἀνάσταση, γιατὶ ἡ ἀνάσταση θεωρεῖται γέννηση. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «ὁς ἐστὶν ἀρχή, πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν» (Κολ. α´ 18). Ἡ πρώτη ἔννοια τοῦ πρωτότοκου συνδέεται μὲ τὴν κατὰ φύση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ γέννηση, ὁ ὅρος, δηλαδή, ἀναφέρεται στὴν θεολογία, καὶ οἱ ἄλλες δύο συνδέονται μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου καὶ ἀναφέρονται στὴν οἰκονομία.
Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ ζωοποιήσῃ τὴν δική μας ἀνθρώπινη φύση ἔγινε πρωτότοκος κατὰ τρεῖς τρόπους. Φυσικά, μὲ αὐτὸ ποὺ λέγει, δὲν ἐννοεῖ τὴν πρὸ πάντων τῶν αἰώνων γέννησή Του ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ἔτσι, ὅπως ἡ δική μας ἀνθρώπινη φύση ζωοποιειται μὲ τρεῖς γεννήσεις, ἤτοι τὴν ἀπὸ τὴν μητέρα μας, τὴν ἀπὸ τοῦ Βαπτίσματος καὶ τὴν ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ποὺ ἐλπίζουμε νὰ γίνῃ στὸ μέλλον, τὸ ἴδιο καὶ ὁ Χριστὸς ἔγινε πρωτότοκος γιὰ μᾶς μὲ τρεῖς τρόπους, ὥστε νὰ ζωοποιηθῇ καὶ νὰ θεοποιηθῇ ἡ δική μας ἀνθρώπινη φύση. Διότι, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν σωματικὴ γέννηση πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ἀκολουθήση καὶ ἡ πνευματική.

δ´

Εἶναι συγκινητικὴ ἡ σκηνὴ ποὺ ὁ Χριστὸς προσφέρεται ὡς νήπιο, ὡς βρέφος στὸν Ναό. Ὁ προαιώνιος Θεός, ποὺ ταυτόχρονα ὡς Λόγος τοῦ Θεοῦ ἦταν πάντοτε ἑνωμένος μὲ τὸν Πατέρα Του καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, καὶ διηύθυνε τὸν κόσμο, ὅλα τὰ σύμπαντα, παρουσιάζεται ὡς βρέφος στὸν Ναό, εὐρισκόμενος στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας Του.
Καίτοι ὁ Χριστὸς ἦταν νήπιο, ταυτόχρονα ἦταν «πρὸ αἰώνων Θεός», καὶ γι᾿ αὐτὸ ἦταν σοφώτερος ἀπὸ κάθε ἄλλον. Γνωρίζουμε ὅτι ἀπὸ τὴν ἕνωση θείας καὶ ἀνθρωπινῆς φύσεως στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, μέσα στὴν κοιλία τῆς Θεοτόκου, ἡ ἀνθρώπινη φύση θεώθηκε, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ ἦταν πλουτισμένη μὲ τὸ πλήρωμα τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως. Μόνο ποὺ ἡ σοφία αὐτὴ ἐκφραζόταν ἀνάλογα μὲ τὴν ἡλικία Του, γιατὶ ἂν γινόταν διαφορετικὰ θὰ φαινόταν ὅτι ἦταν τέρας (ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός). Πάντως, καίτοι ὁ Χριστὸς ἦταν νήπιος, ἐν τούτοις ἦταν Θεός, ἔχοντας ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς καὶ ὅλη τὴν ἀνθρώπινη σοφία καὶ γνώση, δυνάμει τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως θείας καὶ ἀνθρωπινῆς φύσεως.
Μὲ τὴν νηπιότητα αὐτὴ θεράπευσε τὸ «νηπιῶδες φρόνημα» τοῦ Ἀδάμ. Ὅταν ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο, ὁ Ἀδὰμ ἦταν νήπιος ὡς πρὸς τὴν Χάρη καὶ τὸν ἁγιασμό. Εἶχε, βέβαια, φωτισμὸ νοός, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ δοκιμασθῇ καὶ νὰ φθάση στὴν θέωση. Ἐπειδὴ ἦταν ἄπλαστος καὶ νήπιος πνευματικά, ἐπειδὴ εἶχε νηπιῶδες φρόνημα, γι᾿ αὐτὸ εὔκολα ἀπατήθηκε ἀπὸ τὸν πονηρὸ δαίμονα, ποὺ ἐγήρασε στὴν ἁμαρτία καὶ τὴν πονηρία. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστός, ἔχοντας τὴν σωματικὴ νηπιακὴ ἡλικία, θεράπευσε ὄχι μόνον τὸ νηπιῶδες φρόνημα τοῦ Ἀδάμ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση, καὶ ἔκανε αὐτὸ ποὺ δὲν κατόρθωσε νὰ κάνῃ ὁ πρῶτος Ἀδάμ. Ἔτσι, μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ Του, ὁ Θεὸς Πατὴρ ἔκανε πιὸ σίγουρη καὶ ἀποτελεσματικὴ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν μποροῦσε πιὰ ὁ διάβολος νὰ πλανήσῃ τὴν ἐν Χριστῷ ἀνθρώπινη φύση, ὅπως τὸ ἔκανε μὲ εὐχέρεια στὸν πρῶτο Ἀδάμ.
Ἡ κένωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοί, ὅπως φαίνεται καὶ στὴν περίπτωση τῆς προσφορᾶς Του στὸν Ναό, ὑπερέβη καὶ τὴν ἀντίληψη τῶν ἀγγέλων, ἀφοῦ καὶ αὐτοὶ ἐξεπλάγησαν ἀπὸ τὴν ἄπειρη συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ. Ὁ Προφήτης Ἀββακοὺμ προφητεύει τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ: «ὁ Θεὸς ἀπὸ Θαιμᾶν ἤξει, καὶ ὁ ἅγιος ἐξ ὅρους κατασκίου δασέος· ἐκάλυψεν οὐρανοὺς ἡ ἀρετὴ αὐτοῦ, καὶ αἰνέσεως αὐτοῦ πλήρης ἡ γῆ» (Ἀββακ. γ´ 3). Μὲ τὴν λέξη ἀρετὴ ἐννοεῖται ἡ ἐνανθρώπηση καὶ ἡ θεία κένωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Τὸ «ἐκάλυψε τοὺς οὐρανοὺς» δηλώνει ὅτι ἐκάλυψε, σκέπασε καὶ τὸ ὕψος τῶν ἀγγέλων, ἀφοῦ καὶ οἱ ἄγγελοι ἐξεπλάγησαν, βλέποντας τὴν ἄπειρη καὶ ἀνέκφραστη συγκατάβαση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ.

ε´

Ὁ Θεὸς εἶχε καθορίσει ὥστε ἡ προσφορὰ τοῦ ἀρσενικοῦ πρωτοτόκου νὰ συνοδεύεται μὲ προσφορὰ ἀμνοῦ ἄμωμου ἡ ζεύγους τρυγόνων ἡ δύο νεοσσῶν περιστερῶν. Στὸ Λευιτικὸ γράφεται: «προσοίσει ἀμνὸν ἐνιαύσιον ἄμωμον εἰς ὁλοκαύτωμα καὶ νεοσσὸν περιστερᾶς ἡ τρυγόνα περὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου πρὸς τὸν ἱερέα» (Λευϊτ. ιβ´ 1-6). Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς λέγει ὅτι οἱ γονεῖς τοῦ Χριστοῦ τὸν ὁδήγησαν στὸν Ναὸ «τοῦ δοῦναι θυσίαν κατὰ τὸ εἰρημένον ἐν νόμω Κυρίου, ζεῦγος τρυγόνων ἡ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν» (Λουκ. β´ 24).
Οἱ γονεῖς τοῦ Χριστοῦ δὲν πρόσφεραν ἀμνό, ὅπως ἔδινε τὴν δυνατότητα ὁ νόμος, ἐπειδὴ ἦσαν πτωχοί. Οἱ πλούσιες τάξεις προσέφεραν ἀμνὸ ἐνιαύσιο καὶ ἄμωμο, ἐνῶ οἱ πτωχότερες τάξεις ἕνα ζευγάρι τρυγόνων ἢ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν (Προκόπιος). Πραγματικά, ὁ Χριστὸς γεννήθηκε σὲ πτωχικὴ οἰκογένεια καὶ μεγάλωσε ὡς πτωχός. Τελικά, ὅμως, ἡ πτωχεία τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔγκειται μόνο στὸ ὅτι γεννήθηκε καὶ ἔζησε πτωχός, ἀλλὰ κυρίως στὸ ὅτι ἐνανθρώπησε καὶ προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἐνῶ ἦταν πλούσιος, ἐπτώχευσε γιὰ νὰ πλουτίσουμε ἐμεῖς μὲ τὴν θεότητά Του.
Ὁ νόμος προέβλεπε νὰ προσφέρεται ζεῦγος τρυγόνων ἡ δύο νεοσσοὶ περιστερῶν, γιατὶ μὲ τὸ πρῶτο (ζεῦγος τρυγόνων) δηλωνόταν ἡ σωφροσύνη τῶν γονέων, ποὺ εἶχε σχέση μὲ τοὺς συνεζευγμένους κατὰ τὸν νόμο τοῦ γάμου, ἐνῶ τὸ δεύτερο (νεοσσοὶ περιστερῶν) ἀναφερόταν στὴν Παναγία καὶ τὸν Χριστό, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ Αὐτὸς παρέμεινε ὡς τὸ τέλος Παρθένος. Ἔτσι, ἐνῶ τὸ πρῶτο δήλωνε τὸν τίμιο καὶ εὐλογημένο γάμο, τὸ δεύτερο προτύπωνε τὴν παρθενία τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Χριστοῦ (ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς).
Ἡ προβλεπομένη ἀπὸ τὸν νόμο τοῦ Κυρίου προσφορὰ ἦταν τύπος τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, «ἡ τρυγὼν λαλίστατον ἐστὶν ἐν στρουθίοις ἀγροῦ, ἡ δὲ περιστερά, ἤπιόν τε καὶ πράον». Αὐτὸ συμβόλιζε τὸν Χριστό, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς σὰν τρυγόνι κατακελάϊδησε σὲ ὅλη τὴν γῆ καὶ γέμισε μὲ τὴν καλλιφωνία του τὸν δικό Του ἀμπελώνα, δηλαδὴ ἐμᾶς ποὺ πιστεύουμε σὲ Αὐτόν, καὶ σὰν περιστέρι εἶχε τὴν πραότητα στὸν τέλειο βαθμό. Σαφῶς, λοιπόν, αὐτὴ ἡ προσφορὰ ἀναφερόταν στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ ἐλεήμονος θεοῦ.

στ´

Ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικὰ καὶ κεντρικὰ πρόσωπα τῆς Ὑπαπαντῆς, ἐκτὸς βέβαια, ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία, ἦταν καὶ ὁ Συμεών, «ὁ δίκαιος καὶ εὐλαβής», ποὺ ἀξιώθηκε νὰ προϋπαντήσῃ τὸν Χριστό, νὰ τὸν λάβῃ στὰ χέρια του καὶ νὰ τὸν ἀναγνωρίσῃ μὲ τὴν δύναμη καὶ ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Πραγματικά, πρόκειται γιὰ μία μεγάλη προσωπικότητα, τόσο γιὰ τὸ ὅτι εἶδε τὸν Χριστό, ὅσο καὶ γιὰ τὰ ὅσα εἶπε τὴν στιγμὴ ἐκείνη.
Τὸ ὄνομα Συμεὼν ἀνταποκρίνεται στὴν ζωὴ καὶ τὴν προσδοκία του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτόν, γιατὶ στὴν ἑβραϊκὴ γλώσσα ἡ λέξη Συμεὼν ἑρμηνεύεται ὑπακοή (ὅσιος Νικήτας) ἢ «οὗ ἤκουσε Κύριος» (ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος).
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς τὸν χαρακτηρίζει ἄνθρωπο ποὺ κατοικοῦσε στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἦταν δίκαιος καὶ εὐλαβής, «προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ Ἰσραήλ». Συγχρόνως λέγεται ὅτι εἶχε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ τοῦ δόθηκε πληροφορία ὅτι δὲν θὰ πεθάνῃ πρὶν δῇ τὸν Χριστὸ Κυρίου (Λουκ. β´ 25-26). Ὅλα αὐτὰ τὰ γνωρίσματα εἶναι χαρακτηριστικὰ ἑνὸς πνευματεμφόρου ἀνθρώπου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν κατ᾿ ἄνθρωπον καταγωγὴ καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς ἀνθρωπίνης συγκροτήσεώς του, ἀφοῦ εἶχε μία ἄλλη ζωή, ζωὴ πνεύματος.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης συνέλεξε ἀπόψεις τῶν ἑρμηνευτῶν γιὰ τὸ τί ἀκριβῶς ἦταν ὁ Συμεών. Καὶ αὐτὸ γιατὶ στὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἀναφέρεται ρητῶς ἂν ἦταν ἱερεὺς ἢ ὄχι, ἀφοῦ ἀποκαλεῖται ἄνθρωπος. Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Ἰωσὴφ ὁ ὑμνογράφος τὸν ἀποκαλεῖ «Ἱερουργόν, Ἱερώτατον», ὁ Ἱερομάρτυς Μεθόδιος «ἱερέα ἄριστον», ὁ Ἱερὸς Φώτιος καὶ ὁ Ἱερὸς Θεοφύλακτος λέγουν ὅτι δὲν ἦταν Ἱερεύς, ἀλλὰ ἀνώτερος τοῦ Ἱερέως, ἄλλοι λέγουν ὅτι ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα ἑρμηνευτὲς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ ὁποῖος ἀπίστησε, ὅταν ἑρμήνευε τὴν προφητεία τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου «ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἔξει...». Τότε ἀκριβῶς ἔλαβε πληροφορία ὅτι θὰ ζήσῃ ἕως ὅτου λάβῃ τὸν Χριστὸ στὶς ἀγκάλες του. Ἄλλοι ἰσχυρίζονται ὅτι ἦταν υἱὸς τοῦ Πατριάρχου τῶν Ἑβραίων Χιλλὲλ καὶ πατέρας τοῦ νομοδιδασκάλου Γαμαλιήλ, καὶ ἄλλοι ὅτι ἦταν Πρόεδρος τοῦ Συνεδρίου τῶν Ἑβραίων. Ἐπίσης λέγεται ὅτι ἦταν πάνω ἀπὸ διακοσίων ἑβδομήκοντα (270) χρονῶν. Ἀναφέροντας αὐτὰ ὁ ἅγιος Νικόδημος γράφει ὅτι ὅσοι θέλουν ἀσφαλῶς νὰ ἀκολουθοῦν τὸ Εὐαγγέλιο γεραίρουν τὸν Συμεὼν τὸν Θεοδόχον «ὡς ἄνδρα ἁπλῶς πνευματοκίνητον».
Πραγματικά, ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Θεοδόχος ἦλθε στὸ ἱερὸ μὲ τὴν δύναμη καὶ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶχε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἔλαβε τὴν πληροφορία ὅτι θὰ δὴ τὸν Χριστὸ πρὶν πεθάνη, καὶ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἦλθε στὸ ἱερὸ (Λουκ. β´ 25-27). Αὐτὸ ἐκφράζει τὴν ἀλήθεια ὅτι πρέπει νὰ ἔχῃ κανεὶς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ νὰ διδάσκεται ἀπὸ Αὐτό. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν ἀποκαλύπτει τὰ μυστήρια σὲ ἀνθρώπους ποὺ εἶναι ἀκάθαρτοι καὶ δὲν τὸ εἶχαν προηγουμένως.
Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας προφητεύει: «ἰσχύσατε, χεῖρες ἀνειμέναι, καὶ γόνατα παραλελυμένα... ισχύσατε, μὴ φοβεῖσθε» (Ἡσ. λε´ 3-4). Αὐτὸ συνέβη κυρίως στὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Θεοδόχο, ἀφοῦ, ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, «ἦλθεν ἐν τῷ πνεύματι εἰς τὸ Ἱερόν». Ὄχι μόνο τὸν καθοδηγοῦσε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐνίσχυε. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ δὴ τὸν θεό, ἂν δὲν ἔχη δυνάμεις πνευματικές, δηλαδὴ ἂν δὲν ἐνισχύεται ἀπὸ τὴν δύναμη καὶ ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἔτσι, λοιπόν, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐνίσχυσε τὰ πόδια του γιὰ νὰ πορευθοῦν στὸ ἱερό, ἀλλὰ καὶ τὰ χέρια του γιὰ νὰ κρατήσουν τὸν Χριστό. Ὁ Γεώργιος Νικομηδείας λέγει ὅτι δὲν χρησιμοποίησε τὰ δικά του πόδια γιὰ νὰ προσέλθῃ στὴν διακονία τοῦ μυστηρίου, ἀφοῦ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἔγινε σὲ αὐτὸν ἅρμα, ποὺ τὸν μετέφερε.
Ἐρχόμενος στὸ Ἱερὸ ὁ δίκαιος Συμεών, μὲ τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀναγνώρισε τὸν σαρκωθέντα Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ θεοῦ. Ὅποτε ἀξιώθηκε νὰ δῇ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ποὺ προφητικῶς ἔβλεπαν ὅλοι οἱ Προφῆτες. Ὅπως λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ Συμεὼν καὶ ἡ Ἄννα εἶδαν τὴν θεία δύναμη ποὺ ὑπῆρχε στὸν Χριστὸ «ὥσπερ φῶς δι᾿ ὑαλίνων ὑμένων διὰ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος». Ὅπως ἐμεῖς μέσα ἀπὸ τὰ παράθυρα βλέπουμε τὸ φῶς ποὺ ὑπάρχει στὸ σπίτι, ἢ ὅπως ἀπὸ τὶς γυάλινες λάμπες βλέπουμε τὸ φῶς ποὺ ὑπάρχει ἐκεῖ, ἔτσι καὶ οἱ καθαροὶ στὴν καρδιὰ βλέπουν διὰ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ τὸ φῶς τῆς θεότητος, αὐτὸ ποὺ γιὰ τοὺς ἄλλους εἶναι ἄγνωστο καὶ ἀθέατο.
Ό Μ. Ἀθανάσιος πλέκει τὸ ἐγκώμιο τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ θεοδόχου, ἐπειδὴ ἐκινεῖτο ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἀξιώθηκε αὐτῆς τῆς μεγάλης τιμῆς. Λέγει ὅτι ὁ Συμεὼν καίτοι ἦταν ἄνθρωπος κατὰ τὸ φαινόμενο, ἐν τούτοις ἦταν ὑπὲρ ἄνθρωπος κατὰ τὸ νοούμενο. Κατ᾿ οὐσίαν ἦταν ἄνθρωπος, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἀξία ὑπερκείμενος, πολὺ πάνω ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του. Ὡς πρὸς τὴν φύση ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ὡς πρὸς τὴν ἀρετὴ ἄγγελος. Εἶχε ὡς ἐνδιαίτημα τὴν αἰσθητὴ Ἱερουσαλήμ, ἀλλ᾿ ὡς μητρόπολη εἶχε τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Ὄχι μόνο ἦταν ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ «καὶ τῶν ἀγγέλων ὁ Συμεὼν ὑπέρτερος».

ζ´

Ἕκτος ἀπὸ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Θεοδόχο, στὸν Ναὸ παρευρέθηκε καὶ ἡ Ἄννα, ἡ Προφήτις, ποὺ ἀξιώθηκε νὰ ἀναγνωρίσῃ τὸν Θεὸ καὶ νὰ διακηρύξῃ ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ λυτρωτής της. Ἡ Ἄννα βρισκόταν στὴν ἡλικία τῶν ὀγδόντα τεσσάρων ἐτῶν, καὶ ἦταν χήρα, ἀφοῦ εἶχε ζήσει μὲ τὸν ἄνδρα της ἑπτὰ χρόνια (Λουκ. β´ 36).
Τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς Ἄννας ἦταν ὅτι βρισκόταν μέρα νύκτα στὸν Ναὸ καὶ δὲν ἀπομακρυνόταν ἀπὸ αὐτόν. Ἔτσι, ἐνῶ ὁ Συμεὼν ὁδηγήθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα στὸν ναό, αὕτη ἔμενε ἐκεῖ καὶ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀναγνώρισε τὸν Θεό.
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς τὴν ἀποκαλεῖ Προφήτιν, διότι εἶχε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ὁ Ἱερὸς Κοσμᾶς ὁ ὑμνογράφος λέγει ὅτι ἡ Ἄννα «ἱερῶς ἀνθωμολογεῖτο ὑποφητεύουσα». Ὑπάρχει δὲ διαφορὰ μεταξὺ προφήτου καὶ ὑποφήτου, κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν ἁγιορείτη. Ὁ Προφήτης ἀναγγέλλει αὐτὰ ποὺ πρόκειται νὰ γίνουν μετὰ ἀπὸ ἀρκετὸ καιρό, ἐνῶ ὁ ὑποφήτης ἐξηγεῖ τὰ παρόντα ἢ τὰ παρελθόντα ἢ ἀκόμη καὶ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα πρόκειται νὰ γίνουν μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό. Φαίνεται δὲ ὅτι ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς χρησιμοποιεῖ τὴν λέξη προφήτης μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ὑποφήτου, ἀφοῦ ἡ Ἄννα ἀναγνώρισε μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τὴν ἔλευση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ἄλλωστε, ἡ προφητεία στὴν Καινὴ Διαθήκη ἔχει καὶ τὴν ἔννοια τῆς ἐξηγήσεως, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, τοῦ βαθύτερου νοήματος τοῦ νόμου καὶ γενικότερά της Ἁγίας Γραφῆς. Γι᾿ αὐτό, Προφῆτες στὴν γλώσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι οἱ θεολόγοι, ποὺ διακρίνουν τὰ πνεύματα.
Ἡ ἀνθομολόγηση τῆς Ἄννης εἶναι ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ δοξολογία γιὰ τὴν ἀποστολὴ τῆς λυτρώσεως τοῦ Ἰσραήλ. Ἡ ἐνέργειά της συνδυάζει εὐχαριστία καὶ διακήρυξη, ἀφοῦ «ἐλάλει περὶ αὐτοῦ».

η´

Ἡ παρουσία τοῦ δικαίου Συμεὼν καὶ τῆς Προφήτιδος Ἄννης φανερώνει καὶ μία ἄλλη πραγματικότητα, ὅτι, δηλαδή, αὐτοὶ ἦταν τὸ λογικὸ ζεῦγος τρυγόνων ποὺ ὑποδέχθηκε τὸν Χριστό, ὅταν ἀνέβηκε στὸν Ναό. Ἔτσι μαζὶ μὲ τὸ ἄλογο ζεῦγος τρυγόνων, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἔστειλε καὶ πνευματικὸ καὶ πνευματέμφορο ζεῦγος τρυγόνων, τὸν Συμεὼν καὶ τὴν Ἄννα.
Αὐτὸ φανερώνει, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, ποιοὶ καὶ πῶς πρέπει νὰ εἶναι αὐτοὶ ποὺ πρόκειται νὰ δεχθοῦν τὸν Χριστό. Ἡ ἕνωση μὲ τὸν Χριστὸ προϋποθέτει ἀνάλογο βίο. Ὁ Συμεὼν ἦταν δίκαιος καὶ δὲν μνημονεύεται ἂν εἶχε δεχθῇ προηγουμένως τὴν ἔγγαμη ζωή, ἐνῷ ἡ Ἄννα μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της, ζοῦσε τὴν εὐλογία τῆς χηρείας, εἶχε ἄμωμο καὶ καθαρὸ βίο.
Ἐν Χριστῷ ζωὴ εἶναι ἡ παρθενία κατὰ Χριστὸν ἢ ἡ συζυγία ἡ θεοσδοτη, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Μάλιστα σὲ ὁμιλία του στὴν ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς κάνει μεγάλη ἀναφορὰ στὸ τί κακὸ προξενεῖ ἡ πορνεία, καὶ ὅτι δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἔχῃ σχέση μὲ τὸν Χριστό, ὅταν πορνεύῃ. Χρειάζεται σταύρωση τῆς σάρκας μαζὶ μὲ τὶς ἐπιθυμίες της.
Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ εἶδος τοῦ βίου ποὺ ἐκλέγει κανείς, δηλαδὴ γάμο ἢ παρθενία, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς, ἀπὸ τὴν σχέση ποὺ ἔχει μὲ τὸν Χριστό. Καὶ στὴν μία καὶ στὴν ἄλλη περίπτωση ἀπαιτεῖται παρθενία καὶ σωφροσύνη. Σὲ αὐτὸ κατευθύνει ἡ μυστηριακὴ καὶ ἡ ἀσκητικὴ ζωή, σὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ζωῆς ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο ὁ Θεάνθρωπος Χριστός.

θ´

Ὅταν ὁ δίκαιος Συμεὼν συνάντησε τὴν Παναγία ποὺ κρατοῦσε τὸν Χριστό, ἔλαβε τὸ θεῖο βρέφος στὴν ἀγκαλιά του. «Καὶ αὐτὸς ἐδέξατο αὐτὸ εἰς τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ καὶ εὐλόγησε τὸν Θεὸν» (Λουκ. β´ 28). Αὐτὴ ἡ σκηνὴ εἶναι συγκλονιστική. Καί, βέβαια, δὲν μποροῦσε νὰ γίνῃ αὐτό, ἂν οἱ βραχίονές του δὲν ἐνισχύονταν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
Ἡ σκηνὴ αὐτὴ μας ὑπενθυμίζει τὸ ὅραμα τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου. Ἀφοῦ ὁ Προφήτης εἶδε «τὸν καθήμενον ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ ἐπηρμένου» καὶ τὰ Σεραφεὶμ νὰ εὑρίσκωνται γύρω ἀπὸ Αὐτόν, καὶ ὁμολόγησε τὴν ἀκαθαρσία τῶν χειλέων του, συνέβη τὸ ἑξῆς καταπληκτικό. «Καὶ ἀπεστάλη πρός με ἓν τῶν Σεραφεὶμ καὶ ἐν τῇ χειρὶ εἶχεν ἄνθρακα, ὃν τῇ λαβίδι ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου καὶ ἥψατο τοῦ στόματός μου καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἥψατο τοῦτο τῶν χειλέων σου καὶ ἀφελεῖ τὰς ἀνομίας σου καὶ τὰς ἁμαρτίας σου περικαθαριεῖ» (Ἡσ. στ´ 6-7).
Ἡ ὅραση αὕτη ἀναφέρεται στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ, ἄλλωστε, ὁ Προφήτης Ἡσαΐας ἐκλήθη νὰ κηρύξῃ στὸν Ἰσραηλιτικὸ λαὸ τὴν ἔλευση τῆς παρακλήσεως, δηλαδὴ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, γι᾿ αὐτὸ καὶ θεωρεῖται ὡς ὁ μεγαλοφωνότατος τῶν Προφητῶν καὶ πέμπτος Εὐαγγελιστής. Μὲ μεγάλη καθαρότητα καὶ ἀκρίβεια περιέγραψε σκηνὲς τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως.
Τὸ ὅτι ἡ ὅραση αὐτὴ συνδέεται μὲ τὴν ἐνανθρώπηση φαίνεται ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑρμηνευτικὴ παράδοση. Σὲ ἕνα τροπάριο τῶν μεγαλυναρίων τῆς ἑορτῆς λέγεται: «Ἡ λαβὶς ἡ μυστικὴ ἡ τὸν ἄνθρακα Χριστόν, συλλαβοῦσα ἐν γαστρὶ σὺ ὑπάρχεις Μαριάμ». Ὅλες οἱ ἀποκαλύψεις στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι ἀποκαλύψεις τοῦ ἄσαρκου Λόγου, στὶς περισσότερες ἀπὸ τὶς ὁποῖες φανέρωνε τὴν ἐνανθρώπησή Του, τὴν ἔλευσή Του ἐν σαρκί. Ἔτσι, λοιπόν, ἐδῶ λέγεται ὅτι ὁ ἄνθρακας εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ μυστικὴ λαβίδα ποὺ κρατεῖ τὸν ἀνθράκα εἶναι ἡ Παναγία, ποὺ τὸν συνέλαβε στὴν κοιλία της. Καὶ ἡ Παναγία δίνει τὸν ἄνθρακα αὐτὸν στὸν δίκαιο Συμεών. Οὐράνιο θυσιαστήριο εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ὁ οὐρανός. Γι᾿ αὐτὸ ψάλλουμε: «Κατελθόντ᾿ ἐξ οὐρανοῦ τὸν Δεσπότην τοῦ παντός, ὑπεδέξατο αὐτὸν Συμεὼν ὁ Ἱερεύς».
Ὅπως ὁ Προφήτης Ἡσαΐας δέχθηκε τὸν ἄνθρακα καὶ δὲν κατακάηκε, ἀλλὰ καθαρίστηκε καὶ ἔγινε Προφήτης, ἔτσι καὶ ὁ δίκαιος Συμεὼν δέχθηκε τὸν ἄνθρακα Χριστὸ ἀπὸ τὴν Παναγία καὶ δὲν κατακάηκε, ἀλλὰ καθαρίστηκε κατὰ τὸν λόγο: «ἰδοὺ ἥψατο τῶν χειλέων σου καὶ ἀφελεῖ τὰς ἀνομίας σου καὶ τὰς ἁμαρτίας σου περικαθαριεῖ».
Ἡ τελευταία αὐτὴ φράση εἶναι δεῖγμα ὅτι τὸ ὅραμα τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου ἀναφερόταν στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία καθόρισε ὥστε ἡ φράση αὐτὴ νὰ λέγεται ἀπὸ τὸν λειτουργοῦντα Ἱερέα, μετὰ τὴν θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Συνδεδεμένη αὐτὴ ἡ προφητικὴ εἰκόνα μὲ τὸν δίκαιο Συμεών, ἀναφορικὰ μὲ τὴν θεία Κοινωνία, δείχνει ὅτι γιὰ νὰ μὴ κατακαύσῃ τὸν ἄνθρωπο ἡ θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ ἔχῃ Πνεῦμα Ἅγιον, ὅπως ἀκριβῶς ὁ δίκαιος Συμεών.
Ἔτσι, λοιπόν, ὁ φλεγόμενος ἄνθρακας εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Χριστός, θυσιαστήριο ἡ κοιλία τῆς Παναγίας, τὰ Σεραφεὶμ εἶναι ἡ ἴδια ἡ Θεοτόκος, λαβὶς μυστικὴ τὰ χέρια τῆς Παναγίας, ποὺ δίνουν τὸν ἄνθρακα στὸν δίκαιο Συμεών.

ι´

Μόλις ὁ δίκαιος Συμεὼν ἔλαβε στὴν ἀγκαλιά του τὸν Χριστὸ ἀνεφώνησε: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἠτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραὴλ» (Λουκ. β´ 29-31). Πρόκειται γιὰ μία μεγαλειώδη φράση, τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία παρέλαβε καὶ ἔθεσε στὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ἑσπερινοῦ, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες ἀκολουθίες, ὅπως τὴν εὐχαριστία μετὰ τὴν μετάληψη τῶν Τιμίων Δώρων. Θὰ ἐπιχειρήσουμε μία μικρὴ ἑρμηνευτικὴ ἀνάλυση αὐτοῦ του λόγου.
Ὁ δίκαιος Συμεὼν ἦταν πληροφορημένος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὅτι θὰ δῇ ὁπωσδήποτε τὸν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο τοῦ Θεοῦ πρὶν πεθάνη, καὶ αὐτὸ πραγματοποιήθηκε, ἀφοῦ ἦταν «προφητικῇ χάριτι τετιμημένος» (ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας). Ὅταν εἶδε τὸν Χριστό, ζητᾶ λύση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, ὅποτε γίνεται ἀντιληπτὸ ὅτι οἱ ἅγιοι «δεσμὸν λογίζονται τὸ σῶμα» (Ἱερὸς Θεοφύλακτος), καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν φοβοῦνται τὸν θάνατο.
Τὸ «κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ» δηλώνει ὅτι ζητεῖ τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, «διὰ τὸν χρησμὸν ὃν ἔλαβεν» καὶ μάλιστα αὐτὸ θεωρεῖ ἀνάπαυση, γιατὶ τὸ «ἐν εἰρήνῃ» ἰσοῦται μὲ τὸ «ἐν ἀναπαύσει» (Ἱερὸς Θεοφύλακτος). Ἡ ἀνάπαυση ἔχει σχέση καὶ μὲ τὴν εἰρήνη τῶν λογισμῶν, γιατὶ ὅσο περνοῦσαν οἱ ἡμέρες ὁ δίκαιος Συμεὼν τὸ ἀνέμενε «ἀεὶ φροντίζων πότε ἐλεύσεται» (Ἱερὸς Θεοφύλακτος). Καί, βέβαια, τὸ σωτήριο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση, τὴν ὁποία ἑτοίμαζε ὁ Θεὸς πρὸ πάντων τῶν αἰώνων. Πραγματικά, προετοιμαζόταν τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ «καὶ πρὸ αὐτῆς τῆς τοῦ κόσμου καταβολῆς» (ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας).
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἦταν καὶ εἶναι φῶς στὰ ἔθνη, ἐπειδὴ οἱ Ἐθνικοί, οἱ εἰδωλολάτρες ἦταν πεπλανημένοι, βρίσκονταν στὰ σκοτάδια καὶ εἶχαν πέσει στὰ χέρια τῶν δαιμόνων (ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας), ἀλλὰ καὶ δόξα τοῦ Ἰσραήλ, γιατὶ ὁ Χριστὸς ἀνέτειλε καὶ προῆλθε ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτες. Ὅσοι, λοιπόν, εἶναι εὐγνώμονες τὸ αἰσθάνονται αὐτό (Ἱερὸς Θεοφύλακτος).
Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ ἁγίου Συμεὼν εἶναι ἕνας ἐπινίκιος ὕμνος μετὰ τὴν ἀποκάλυψη σὲ αὐτὸν τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔβλεπαν τὰ ὀπίσθια του Θεοῦ, τὴν ἔλευσή Του, ποὺ θὰ γινόταν στὸ μέλλον, αὐτὸς τὴν βλέπει κατὰ πρόσωπον. Πραγματικά, ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ὄχι τὸ αἰσθητὸ καὶ ἠθικό, ὄχι τὸ συμβολικό, ἀλλὰ τὸ πραγματικό, ποὺ ἐκδιώκει τὸ σκότος τῆς ἀγνοίας καὶ τοῦ νοῦ, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἡ δόξα ὄχι μόνο τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἀλλὰ ὁλόκληρης της ἀνθρώπινης φύσεως. Χωρὶς καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι ἄδοξη, ἀνείδεη, ἀόριστη καὶ ἀνώνυμη. Μὲ τὸν Χριστὸ ἀποκτᾶ «εἶδος καὶ ὅρο» (ἱερὸς Νικόλαος Καδάσιλας).
Τὸ ὅτι ὁ Συμεὼν μόλις εἶδε τὸν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο τοῦ Θεοῦ ζήτησε τὴν ἀπόλυση, τὸν θάνατο, ἑρμηνεύεται ἀπὸ τὴν μεγάλη χαρὰ γι᾿ αὐτὸ τὸ ὁποῖο στὴν συνέχεια ἔπρεπε νὰ ἐπιτελέσῃ. Ἤθελε νὰ πορευθῇ στὸν Ἅδη καὶ νὰ ἀναγγείλῃ τὴν χαρμόσυνη ἀγγελία ὅτι ἦλθε ὁ Μεσσίας, ὁ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου, καὶ αὐτῶν τῶν δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ βρίσκονταν στὸν Ἅδη. Μάλιστα, λέγει ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὅτι ὁ Συμεὼν βιαζόταν γιὰ νὰ μὴ προλάβουν νὰ ἀναγγείλουν τὸ γεγονὸς τὰ νήπια, τὰ ὁποῖα ἐπρόκειτο νὰ σφαγοῦν ἀπὸ τὸν Ἡρώδη. Καὶ αὐτὸ τὸ ζητεῖ, γιατὶ τὰ νήπια εἶναι γοργὰ καὶ εὐκίνητα, αὐτὸς δὲ «γέρων καὶ βραδὺς καὶ δυσκίνητος». Ὁ Χριστὸς ἱκανοποιεῖ τὸ αἴτημά του, γιατὶ, ὅπως λέγει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, φαίνεται σὰν νὰ τοῦ εἶπε νὰ πάῃ νὰ ἐμφανισθῇ φαιδροπρεπῶς στὸν Ἀδὰμ ποὺ ζοῦσε στὸν Ἅδη σκυθρωπῶς, καὶ νὰ ἀναγγείλῃ τὴν χαρὰ στὶς ὠδίνες τῆς Εὔας, λέγοντας: «ἥκει ἡ λύτρωσις, ἥκει ὁ ρύστης, ἥκει ἡ ἄφεσις, ἥκει ὁ ἐλευθερωτής. Μηκέτι θρηνεῖ, φύσις ἡ ἀνθρωπεία· ἥκει γὰρ ὁ ἀντιληψόμενος ὑμῶν, ἥξει καὶ οὐ χρονιεῖ».
Ἑπομένως, ὁ δίκαιος Συμεὼν εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ ἀνήγγειλε στοὺς δέσμιούς του Ἅδου, σὲ ὅλους τοὺς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ βρίσκονταν στὸν Ἅδη, ἐπειδὴ δὲν εἶχε καταργηθῇ ὀντολογικὰ ὁ θάνατος, ὅτι ἦλθε ὁ Χριστὸς τὸν ὁποῖο ἐκεῖνοι περίμεναν, καὶ ὅτι γρήγορα θὰ ἔλθη καὶ στὸν Ἅδη γιὰ νὰ τοὺς ἀπελευθερώσῃ.

ια´

Ὁ δίκαιος Συμεὼν εὐλόγησε τὴν Θεοτόκο καὶ τὸν Ἰωσήφ, ποὺ παρακολουθοῦσαν τὰ γεγονότα αὐτὰ μὲ θαυμασμὸ καὶ ἔκπληξη. Καὶ τότε στράφηκε στὴν Θεοτόκο γιὰ νὰ τῆς πῇ δύο θαυμαστὲς Προφητεῖες.
Ἡ πρώτη ἀναφερόταν στὸ Πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. «Ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λουκ. β´ 34). Αὕτη ἡ προφητεία πραγματοποιήθηκε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἐξακολουθεῖ νὰ πραγματοποιῆται στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας καὶ στὴν προσωπικὴ ζωὴ κάθε ἀνθρώπου.
Ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς εἶναι πτώση τῶν ἀπίστων, τῶν μὴ πιστευόντων σὲ Αὐτόν, καὶ ἀνάσταση αὐτῶν ποὺ πιστεύουν σὲ Αὐτόν. Ἕνα παράδειγμα εἶναι ὁ Γολγοθᾶς. Ὁ ἕνας ληστὴς πιστεύει καὶ σώζεται, ὁ ἄλλος ἀμφισβητεῖ καὶ καταδικάζεται. Συμβαίνει αὐτὸ καὶ στὴν ἐσωτερική μας ζωή, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς πίπτει ὅταν ἐμεῖς οἱ βαπτισμένοι πέφτουμε μὲ τὴν πορνεία, καὶ ἀνίσταται μὲ τὴν σωφροσύνη. Ἐπίσης, αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἐννοηθῇ ὅτι πρόκειται ὁ Χριστὸς νὰ πάθῃ καὶ νὰ πέσῃ στὸν θάνατο, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀναστηθοῦν πολλοὶ μὲ τὴν δική του πτώση, καὶ τὸν δικό του θάνατο (ἱερὸς Θεοφύλακτος).
Ὁ Χριστὸς εἶναι καὶ «σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Ἡ λέξη «σημεῖον» μπορεῖ νὰ ἐννοηθῇ μὲ πολλοὺς τρόπους καὶ πολλὲς ἔννοιες. Κατ᾿ ἀρχὰς σημεῖο εἶναι ἡ σάρκωση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Κατὰ τὴν ἐνανθρώπηση ἔγιναν πολλὰ παράδοξα καὶ παράξενα πράγματα. Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, ἡ Παρθένος μητέρα. Ἀκριβῶς δὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀντιλέγεται καὶ ἀμφισβητεῖται ἀπὸ πολλοὺς ἀνθρώπους. Ἄλλοι ὑποστηρίζουν ὅτι ἔλαβε πραγματικὸ σῶμα, καὶ ἄλλοι ὅτι ἔλαβε φανταστικό, ὅτι δηλαδὴ τὸ σῶμά Του ἦταν φανταστικὸ καὶ ὅλα τὰ ἔκανε φανταστικά. Ἄλλοι θεωροῦν ὅτι εἶναι χοϊκὸ σῶμα, ἄλλοι ἐπουράνιο. Ἄλλοι θεωροῦν ὅτι ὁ Χριστὸς ὡς Θεὸς ἔχει προαιώνια ὕπαρξη καὶ ἄλλοι νομίζουν ὅτι ἔλαβε ἀρχὴ τῆς ὑπάρξεώς του ἀπὸ τὴν παρθένο καὶ ἄχραντη Μαρία (ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας).
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης, ἀναλύοντας τὴν ἑρμηνεία τοῦ ἱεροῦ Θεοφύλακτου, ὅτι ὡς σημεῖο ἀντιλεγόμενο ἐννοεῖται ἡ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, λέγει ὅτι ὁ αἱρετικὸς ποὺ βλέπει τὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔχει διπλὲς ἐνέργειες, τὴν θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη, καὶ ἄλλοτε ὡς ἄνθρωπος πεινᾶ, διψᾶ, δέχεται τὸ μαρτύριο, σταυρώνεται, πάσχει κλπ., καὶ ἄλλοτε ὡς Θεὸς κάνει θαύματα, ἐκδιώκει δαίμονες καὶ ἀνίσταται κλπ., ἀμφιταλαντεύεται ἂν ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς ἡ ἄνθρωπος. Ὅμως ὁ Χριστιανὸς δὲν ἔχει τέτοιες ἀμφιβολίες, γιατὶ γνωρίζει ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν θεουμένων ἁγίων ὅτι καίτοι ὁ Χριστὸς εἶχε δύο φύσεις, θεία καὶ ἀνθρώπινη, ἐν τούτοις εἶναι ἕνας κατὰ τὴν ὑπόσταση καὶ τὸ πρόσωπο, καὶ ἔτσι ὁ ἕνας καὶ Αὐτὸς Χριστὸς ἐνεργεῖ ἄλλοτε τὰ θεοπρεπῆ καὶ ἄλλοτε τὰ ἀνθρωποπρεπῆ. Καὶ βέβαια, ὅταν ἐνεργεῖ κάθε φύση, ἐνεργεῖ «μετὰ τῆς θατέρου κοινωνίας».
Ἔπειτα, σημεῖο ἀντιλεγόμενο εἶναι καὶ ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, «ἀντιλεγόμενον σημεῖον τὸν τίμιον ὀνομάζει σταυρόν». Ἄλλοι δέχονται τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ θεωροῦντες αὐτὴν ὡς σωτηρία, ὅτι στὸν Σταυρὸ νίκησε τὶς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες τοῦ σκότους, καὶ ἄλλοι ἀρνοῦνται τὸν Σταυρό. Δὲν μποροῦν νὰ ἀντιληφθοῦν πῶς ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε. Γι᾿ αὐτό, ὅπως εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Σταυρὸς εἶναι γιὰ τοὺς Ἰουδαίους σκάνδαλο, γιὰ τοὺς Ἕλληνες μωρία. Γιὰ μᾶς ὅμως τοὺς πιστοὺς ὁ Σταυρὸς εἶναι «Θεοῦ δύναμις καὶ Θεοῦ σοφία» (Α´ Κορ. α´ 23-24).

ιβ´

Ἡ δεύτερη προφητεία τοῦ ἁγίου Συμεών, ποὺ ἀναφερόταν στὴν Παναγία, εἶναι ἡ ἑξῆς: «καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοὶ» (Λουκ. β´ 35).
Προφανῶς ἡ προφητεία αὐτὴ ἀναφέρεται στὸν πόνο καὶ τὴν θλίψη τῆς Θεοτόκου, ὅταν θὰ ἔβλεπε τὸν Υἱό της πάνω στὸν Σταυρό, ποὺ εἶναι ταυτόχρονα Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, νὰ πάσχῃ καὶ νὰ ὑποφέρῃ. Ἡ Παναγία δὲν ὑπέφερε, οὔτε πόνεσε κατὰ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἀκριβῶς γιατὶ τὸν συνέλαβε ἀσπόρως καὶ τὸν γέννησε ἀφθόρως. Ἔπρεπε, λοιπόν, νὰ πονέσῃ πολὺ κατὰ τὸν καιρὸ τῆς ἐξόδου.
Ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ῥομφαία, ποὺ θὰ διέλθη τὴν ψυχὴ τῆς Θεοτόκου κατὰ τὸν σταυρικὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ, θὰ ἀποκαλύψῃ τοὺς διαλογισμοὺς πολλῶν ἀνθρώπων, ποὺ βρίσκονταν κεκρυμένοι στὴν καρδιά τους. Αὐτοὶ ἀμφιβάλλουν ἂν εἶναι γνήσια καὶ ἀληθινὴ μητέρα. Ἀλλὰ ἀπὸ τὸν πόνο ποὺ αἰσθάνθηκε καταλαβαίνουν ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν φυσική του μητέρα.
Αὐτὸ μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν περίπτωση τῶν δύο γυναικῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ποὺ διεκδικοῦσαν ἕνα βρέφος καὶ παρουσιάσθηκαν στὸν Σολομῶντα γιὰ νὰ τοὺς λύσῃ τὴν διὰ-φορᾶ. Ὁ Σολομῶν ζήτησε μαχαίρι γιὰ νὰ τὸ τεμαχίσῃ καὶ νὰ δώσῃ ἀπὸ ἕνα μέρος σὲ κάθε μία γυναίκα. Τότε ἡ μία ζήτησε νὰ μὴ τὸ σφάξῃ, ἀλλὰ νὰ τὸ δώσῃ ὁλόκληρο στὴν ἄλλη. Καὶ ἡ ἄλλη ζήτησε νὰ τὸ σφάξῃ, ὥστε νὰ μὴ τὸ πάρῃ καμμιὰ ἀπὸ αὐτές. Ὁ βασιλεὺς ἔδωσε τὸ παιδὶ σὲ αὐτὴν ποὺ προτίμησε νὰ ζήσῃ τὸ παιδί, ἔστω κι ἂν τὸ πάρῃ ἡ ἄλλη γυναίκα. Αὐτὸ ἦταν δεῖγμα ὅτι ἦταν ἡ φυσική του μητέρα. (Γ´ Βασιλ. γ´ 16-28).
Ἔτσι καὶ ὁ πόνος τῆς Παναγίας στὸν Σταυρὸ ἔδειξε ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικὴ μητέρα, ὅτι ἀπὸ αὐτὴν ὁ Κύριος παρέλαβε τὴν σάρκα. Γιατὶ, ἀφοῦ ἡ Παναγία εἶναι ἡ πραγματικὴ μητέρα, σημαίνει ὅτι καὶ ὁ Χριστὸς ἔχει πραγματικὸ σῶμα καὶ δὲν εἶναι ἄνθρωπος κατὰ φαντασία.
Ό Μ. Ἀθανάσιος λέγει ὅτι ἡ φράση «ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοὶ» σημαίνει ὅτι ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, τὸ Πάθος Του, θὰ ἀποκαλύψῃ ὅλες τὶς ἐσωτερικὲς διαθέσεις τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ ὁ Πέτρος ἀπὸ θερμὸς καὶ ζηλωτής, θὰ τὸν ἀρνηθῇ, οἱ Μαθητὲς θὰ τὸν ἐγκαταλείψουν, ὁ Πιλᾶτος θὰ μεταμεληθῇ μὲ τὴν νίψη τῶν χεριῶν, ἡ γυναίκα του θὰ πιστεύση μὲ τὸ νυκτερινὸ ὄνειρο, ὁ ἑκατόνταρχος θὰ ὁμολογήσῃ ἀπὸ τὰ σημεῖα, ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος θὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὰ τῆς κηδείας, ὁ Ἰούδας θὰ πνιγῇ, οἱ Ἰουδαῖοι θὰ δώσουν ἀργύρια στοὺς φρουροὺς γιὰ νὰ ἀποκρύψουν τὴν Ἀνάσταση. Καί, πραγματικά, «μάχη τις ἔσται καὶ στάσις λογισμῶν τε καὶ διαλογισμῶν ἐναντίων».
Ἡ προφητεία αὐτὴ δὲν ἀναφέρεται μόνο στὴν σάρκωση καὶ τὴν σταύρωση, ἀλλὰ καὶ στὴν ὅλη ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι τὸ πραγματικὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλοι σώζονται παραμένοντας στὴν Ἐκκλησία καὶ ἄλλοι καταδικάζονται, ἀρνούμενοι τὸ σωτηριῶδες ἔργο της. Ἐπίσης, ἐπειδὴ μὲ τὸ Βάπτισμα δεχθήκαμε τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν καρδιὰ καὶ δὲν φεύγει ποτέ, ἀλλὰ ἁπλῶς μὲ τὰ πάθη καλύπτεται, γι᾿ αὐτὸ ὅταν ἁμαρτάνουμε, πίπτουμε, καὶ ὅταν ἀγωνιζόμαστε καὶ μετανοοῦμε, ἀνασταινόμαστε.
Ὁ Χριστὸς θὰ εἶναι «εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν» καὶ στὴν ἄλλη ζωή, ἀφοῦ ὅλοι θὰ δοῦν τὸν Χριστό, ἀλλὰ γιὰ ἄλλους θὰ εἶναι Παράδεισος καὶ γιὰ ἄλλους Κόλαση.

ιγ´

Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ τελευταῖο δείχνει ὅτι ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς δὲν εἶναι ἁπλῶς μία ἑορτὴ ποὺ ἀναφέρεται ἁπλῶς στὸν Δεσπότη Χριστὸ καὶ ὑποδηλώνει ἕναν ἀπὸ τοὺς σταθμοὺς τῆς θείας Οἰκονομίας, ἀλλὰ καὶ μία ἑορτὴ τοῦ ἄνθρωπου ποὺ ζῇ μὲ τὸν Χριστό.
Ἡ Ἐκκλησία τὴν ἑορτὴ τοῦ σαραντισμοῦ τοῦ Χριστοῦ τὴν ἔκανε καὶ τελετή, ἀκολουθία σαραντισμοῦ κάθε ἄνθρωπου, μετὰ τὴν γέννησή του. Τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἀπὸ τὴν γέννηση προσφέρεται τὸ βρέφος στὸν Ναὸ ἀπὸ τὴν μητέρα του. Αὐτὴ ἡ προσφορὰ ἔχει διπλὴ σημασία καὶ ἔννοια. Πρῶτον, εὐλογεῖται ἡ μητέρα γιὰ τὸ τέλος τοῦ καθαρισμοῦ της ἀπὸ τὰ αἵματα τῆς λοχείας. Ἡ Ἐκκλησία, ὅπως εὔχεται γιὰ κάθε ἀσθένεια, ἔτσι καὶ εὔχεται γιὰ τὴν γυναίκα ποὺ γέννησε καὶ εἶναι φυσικὸ νὰ αἰσθάνεται κόπο καὶ σωματικὴ ἀδυναμία. Προσεύχεται νὰ τὴν καθαρίσῃ καὶ γιὰ τὸν λόγο ὅτι ὁ τρόπος γεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τὸν γνωρίζουμε σήμερα, εἶναι μεταπτωτικός. Δεύτερον, εἶναι τελετὴ εὐχαριστήρια γιὰ τὴν γέννηση ἑνὸς παιδιοῦ. Ἐπειδὴ ἡ σύλληψη καὶ ἡ γέννηση ἑνὸς ἄνθρωπου δὲν εἶναι ἁπλῶς ἔργο τῆς φύσεως, ἀλλὰ τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτὸ αἰσθανόμαστε ὅτι ἀνήκει στὸν Θεό. Ἔτσι, τὸ προσφέρουμε στὸν Θεὸ καὶ Ἐκεῖνος διὰ τοῦ Ἱερέως μᾶς τὸ παραχωρεῖ ἐκ νέου γιὰ νὰ τὸ μεγαλώσουμε. Ὅμως στὴν πραγματικότητα ἀνήκει στὸν Θεό.
Πρέπει ὅμως νὰ προσφέρουμε στὸν Θεό, στὸ ἄνω θυσιαστήριο, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ἀντὶ τοῦ ζεύγους τρυγόνων τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, καὶ ἀντὶ τῶν δύο νεοσσῶν περιστερῶν νὰ προσέχουμε πολὺ ὄχι μόνο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων. Καί, ὅπως ὁ Χριστὸς ἐτέλεσε ὅλα τὰ τοῦ νόμου καὶ ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα Του, πληρούμενος καὶ προκύπτοντας στὴν σοφία, ἔτσι καὶ ἐμεῖς νὰ ἐπιστρέψουμε στὴν ἀληθινή μας πατρίδα, ποὺ εἶναι ἡ ἐπουράνιος Ἱερουσαλήμ, ἀφοῦ ζήσουμε πνευματικῶς κατὰ τὸν θεῖο νόμο καὶ προκόψουμε στὴν σοφία καὶ τὴν χάρη καὶ φθάσουμε στὸ μέτρο τῆς ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, τελειούμενοι κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπο καὶ γενόμενοι ἐνδιαίτημα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Εἶναι καθῆκον μας, κατὰ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, νὰ ὁμοιάσουμε μὲ τὸν δίκαιο Συμεὼν καὶ τὴν Προφήτιδα Ἄννα. Πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ συναντήσουμε τὸν Χριστὸ μὲ σωφροσύνη, καθαρότητα, ἀκακία, ἀμνηστία, καὶ γενικῶς μὲ φιλοθεΐα καὶ φιλανθρωπία. Δὲν μπορεῖ κανεὶς μὲ ἄλλο τρόπο νὰ συναντήσῃ τὸν Χριστό, τὴν ἀληθινὴ ζωή.
Ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Χριστοῦ δείχνει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ζωὴ καὶ τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἀποβλέπη στὴν ἀπόκτηση αὐτοῦ του ἐνυποστάτου φωτὸς καὶ τῆς ἐνυποστάτου ζωῆς. Ἡ Ἐκκλησία ψάλλει παρακλητικά: «Λάμπρυνόν μου τὴν ψυχὴν καὶ τὸ φῶς τὸ αἰσθητόν, ὅπως ἴδω καθαρῶς καὶ κηρύξω σὲ Θεόν». Γιὰ νὰ κηρύξῃ κανεὶς τὸν Θεὸ πρέπει νὰ τὸν δῇ καθαρά. Μόνον οἱ ὀρῶντες τὸν Θεὸ ἢ τουλάχιστον ἐκεῖνοι ποὺ δέχονται τὴν πείρα τῶν ὀρώντων, μποροῦν νὰ γίνωνται διδάσκαλοι. Ἀλλά, γιὰ νὰ δῇ κανεὶς τὸν Θεὸ πρέπει προηγουμένως νὰ λαμπρυνθῇ, νὰ φωτισθῇ ὡς πρὸς τὴν ψυχὴ καὶ τὶς σωματικὲς αἰσθήσεις. Τότε ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Χριστοῦ γίνεται καὶ ἑορτὴ τῆς ὑπαπαντῆς τοῦ κάθε πιστοῦ.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 10, 2015

Μητρ.Ιερόθεος Βλάχος- Τό Μυστήριο της Παιδείας του Θεού



Παιδεία του Θεού είναι οι ελεύσεις και οι αποκρύψεις της Χάριτος και όλη η γνώση περί του Θεού και της αιωνίου ζωής πού προσφέρεται στον άνθρωπο ο οποίος δέχεται αυτές τις ελεύσεις και τις αποκρύψεις της Ακτίστου Χάριτος. Αυτή η παιδεία του Θεού, όπως παρατηρήθηκε προηγουμένως, είναι ένα μυστήριο, αφού ό,τι γίνεται και ενεργείται μέσα στην Εκκλησία είναι μυστήριο. Στηριζόμαστε πολύ στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων πού είναι «οι πείρα μεμυημένοι» και έχουν δεχθή την αποκάλυψη του Θεού γύρω από αυτές τις πραγματικότητες.

Για την παιδεία του Θεού υπάρχουν πολλά χωρία μέσα στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη. Δεν έχουμε πρόθεση να τα αναλύσουμε διεξοδικά. Απλώς και μόνον αναφερόμαστε στην προς Εβραίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Εισαγωγικά μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι οι εξ Εβραίων Χριστιανοί, προς τους οποίους απευθύνεται  ο  Απόστολος  Παύλος,  εδέχθησαν  την  Χάρη  του Χριστού και αμέσως μετά αντιμετώπισαν διωγμούς εκ μέρους των άλλων συμπατριωτών τους. Και επειδή είχαν λίγο κλονισθή, γι’ αυτό συγγράφει την επιστολή αυτή ο Απόστολος τονίζοντας μερικές αλήθειες μεταξύ των οποίων, ότι ο διωγμός και γενικά ο πειρασμός είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με τα παιδιά του Θεού. Σ' αυτό το μυστήριο της παιδείας αναφέρεται όλο το ΙΒ' κεφάλαιο της προς Εβραίους επιστολής.
 
Ο ιερός Θεοφύλακτος αναλύοντας το περιεχόμενο του πειρασμού πού αντιμετώπιζαν οι Χριστιανοί εξ Εβραίων, αλλά και τον σκοπό της συγγραφής της επιστολής από τον Απόστολο Παύλο παρατηρεί: 
«Αναγκαίως λοιπόν γράφει ο Παύλος εις τους εν Ιερουσαλήμ Εβραίους,  δια  να  τους  παρηγορήση  όπου  ήτον  λελυπημένοι  και πολλά κατειργασμένοι και αποκαμωμένοι από τας θλίψεις και κακώσεις, όπου επροξένησαν εις αυτούς οι ομογενείς των άπιστοι Εβραίοι, ωσάν όπου τότε οι Εβραίοι είχον εξουσίαν εις τα Ιεροσόλυμα να κρίνουν και να φυλακώνουν και να κακοποιούν εκείνους όπου ήθελαν. Και τούτο θέλοντας να φανερώση ο Παύλος έλεγεν   «τας   παρειμένας   χείρας   και   τα   παραλελυμένα   γόνατα  ανορθώσατε». (Έβρ. ΙΒ' 12), Επειδή οι Εβραίοι ούτοι, αγκαλά και ήτον πιστοί, ηξεύροντες όμως ότι οι Προπάτορες των Εβραίων ογλίγωρα απελάμβανον τα αγαθά, δια τούτο πολλά ελυπούντο, διατί και αυτοί δεν ελάμβανον άνεσιν και παρηγορίαν εις τας θλίψεις των ως εκείνοι, όθεν και πολλά λέγει εις αυτούς ο μακάριος Απόστολος περί πίστεως εν τη επιστολή ταύτη, και περί των παλαιών Αγίων και Δικαίων, αποδεικνύων, ότι και αυτοί ακόμη δεν έλαβον τα αγαθά οπού  ήλπιζον,  κατασκευάζοντας  με  τούτο  δύο  τινά,  ένα  μεν,  ότι πρέπει και οι Χριστιανοί να υποφέρουν ανδρείως όλα τα δεινά οπού ακολουθούν εις αυτούς, και άλλο δε, ότι πρέπει να ελπίζουν την αμοιβήν, δια όλα τα κακά όπου πάσχουν, επειδή ο Κύριος δεν θέλει παραβλέψει τους απ’ αιώνος Αγίους αυτού, ώστε τότε, λέγει, και εσείς θέλετε απολαύσετε μαζί με αυτούς τα αγαθά». [Νικόδημου Αγιορείτου: Ερμηνεία εις τας ΙΔ' Επιστολάς του Παύλου, τόμος Γ σελ. 261].

Αλλά ο πειρασμός αυτός δεν ήταν μόνον εξωτερικός. Ήταν και εσωτερικός. Δηλ. οι πρώτοι Χριστιανοί αντιμετώπισαν το πρόβλημα της άρσεως της Χάριτος του Θεού από την καρδιά τους και δεν μπορούσαν να αντιληφθούν την εγκατάλειψη αυτή του Θεού. Ήταν εντελώς   αδύνατοι   να   ερμηνεύσουν   το   φαινόμενο   αυτό   της πνευματικής ζωής, της συμμετοχής δηλ. στον Σταυρό του Χριστού. Σ' αυτόν τον σκοπό αποβλέπει ο των Εθνών Απόστολος Παύλος. Μπορούμε να πούμε ότι, σύμφωνα με την μαρτυρία των αγίων μας, σ’ αυτήν κυρίως την παιδεία αναφέρεται ο Απόστολος. Γιατί ο Θεός εργάζεται κατά τρόπον ακατανόητο για την ανθρώπινη λογική. 
 
Στην συνέχεια λίγα λόγια θα λεχθούν μέσα από την πείρα των αγίων Πατέρων γύρω από την παιδεία του Θεού, γύρω από το μυστήριο της  πνευματικής  ζωής.  Είναι  απαραίτητη  αύτη  η  ανάλυση,  γιατί πολλοί σύγχρονοι Χριστιανοί υποφέρουν από την κατάσταση αυτή και συγχρόνως δεν μπορούν να δώσουν καμιά ερμηνεία και έτσι πέφτουν σε απόγνωση και απελπισία.
Στα έργα των αγίων Πατέρων η πνευματική ζωή παρουσιάζεται ότι έχει πολλά στάδια. Κυρίως τα Διακρίνουν σε τρία, στην κάθαρση της καρδιάς, στον φωτισμό του νου και στην θέωση. Ο άγιος Μάξιμος τα ονομάζει «πρακτική φιλοσοφία», «φυσική θεωρία» και «μυστική θεολογία». Αύτη η διαίρεση ξεκινά από τον Αριστοτέλη και συνεχίζεται στους αγίους Πατέρας με άλλο όμως περιεχόμενο. Ο καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου αναπτύσσοντας την «μέθοδο της θρησκευτικής εμπειρίας», περιγράφει την διάκριση των τριών φάσεων στον θρησκευτικό βίο.[2.   Παναγιώτου Χρήστου: Το Μυστήριο του Θεού, Πατριαρχ. Ίδρυμα Πατερικών μελετών, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 156 κ.έ.].   Ο Αριστοτέλης διαιρεί τις φάσεις του θρησκευτικού βίου στην ηθική, την φυσική και την θεολογία. «Ο Ωριγένης κατά την προσφιλή του μεταφορική μέθοδο λέγει ότι ο Χριστιανός αποκτά τον Χριστόν δια μεν της πρακτικής ως οικοδεσπότη, δια της φυσικής ως Βασιλέα και δια της θεολογίας ως Θεό».  [ένθ. άνωτ. σελ. 157]

Οι βαθμίδες της πνευματικής ζωής είναι τρεις, σύμφωνα με τον λόγο του Χριστού «εγώ ειμί η οδός (ηθική) και η αλήθεια (φυσική) και η ζωή (θεολογία)» (Ίω. 14, 6). Ο Ευάγριος ορίζει τον Χριστιανισμό ως «δόγμα τον Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εκ πρακτικής και φυσικής και θεολογικής συνεστώς» 

Η ίδια διάκριση παρατηρείται στον άγιο Διάδοχο τον Φωτικής, στον άγιο Συμεών τον νέο Θεολόγο (πού χώρισε τα κεφάλαια του σε πρακτικά, γνωστικά, θεολογικά) και ακόμη στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, πού χρησιμοποίησε την ίδια διάκριση στα κεφάλαια του (ηθικά, φυσικά, θεολογικά). Για την λεπτομερέστερη κατανόηση αυ τών των βαθμίδων της πνευματικής ζωής μπορεί ο αναγνώστης να ανατρέξη στο μνημονευθέν βιβλίο του καθηγητού Παναγιώτου Χρήστου. 

Μελετώντας όμως τα έργα των αγίων Πατέρων και κυρίως των λεγομένων νηπτικών, συναντούμε και μία άλλη διαβάθμιση της πνευματικής ζωής. Αυτή η διαβάθμιση είναι βαθύτερη χωρίς να καταργή τα προηγούμενα στάδια της πνευματικής ζωής. Γιατί πράγματι, σύμφωνα με την εμπειρία πολλών αγίων Πατέρων, η μετάβαση από το ένα στάδιο στο άλλο, γίνεται με την ενέργεια της Χάριτος του Θεού και με τον πόνο από την στέρηση της Χάριτος μέχρι της εκ νέου ελεύσεώς της. Έτσι μπορούμε, σύμφωνα με αυτά, να διακρίνουμε την πνευματική ζωή σε τρία στάδια. Στην έλευση της Χάριτος, στην απόκρυψη της από τον άνθρωπο και στην εκ νέου έλευση της στην καρδιά του ανθρώπου. Αυτήν την βαθειά πείρα την εκφράζουν   στα   έργα   τους   οι   Θεοφόροι   Πατέρες   και   θα 
επιχειρήσουμε στην συνέχεια να την παρουσιάσουμε, όσο βεβαίως είναι δυνατόν.

Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος στις πνευματικές του ομιλίες αναφέρεται σ' αυτό το γεγονός. Γράφει: 

«Ο ακούων λόγον έρχεται εις κατάνυξιν και μετά τούτο, υποστελλούσης της χάριτος κατ’ οικονομίαν πρός το συμφέρον τω ανθρώπω, εισέρχεται εις γυμνασίαν και παιδείαν πολέμου και ποιεί πάλην και αγώνα προς τον σατανάν και μετά πολλού δρόμου και αγώνος αποφέρεται τα νικητήρια και γίνεται χριστιανός». [4. Μακαρίου Αιγυπτίου: Ομιλίαι Πνευματικοί, έκδ. Σχοινά, σελ. 127.] 

Αυτή η παρατήρηση είναι αξιοσημείωτη. Γιατί φανερώνει αυτό πού ελέχθη προηγουμένως ότι δηλ. η παιδεία είναι ο πόλεμος στον καιρό της άρσεως της Χάριτος και ακόμη δείχνει καθαρά ότι τα στάδια της πνευματικής ζωής ταυτίζονται με την έλευση, την υποστολή και την εκ νέου έλευση της Χάριτος του Θεού. Μάλιστα σημειώνει χαρακτηριστικά ότι ο άνθρωπος γίνεται Χριστιανός όχι με την κατά- νυξη πού θα δημιουργηθεί από την έλευση της Χάριτος, αλλά από τον αγώνα πού θα ακολουθήσει. Τότε αποκτά, όπως θα λεχθεί πιο κάτω, πείρα και γνώση Θεού. 


Την ίδια εμπειρία εκφράζει και ο Γέροντας Σιλουανός σύμφωνα με τα γραφόμενα από τον βιογράφο του Αρχιμ. Σωφρόνιο: «Είχε έμπειρη γνώση της πνευματικής πορείας ο Γέροντας. Έδειχνε τρία ουσιώδη στάδια της: πρώτο, τη λήψη της χάρης, δεύτερο, την άρση της και τρίτο, την επιστροφή της χάρης, την ξαναπόκτησή της με αγώνα ταπεινώσεως. Πολλοί έλαβαν τη χάρη, κι όχι μόνο απ’ όσους μένουν στην Εκκλησία, αλλά κι απ’ όσους βρίσκονται έξω απ’ αυτήν 
—γιατί δεν υπάρχει προσωποληψία στον Κύριο— αλλά κανένας δεν διεφύλαξε την πρώτη χάρη και μόνο λίγοι την ξαναπέκτησαν. Όποιος αγνοεί την περίοδο του δεύτερου ερχομού της χάρης, όποιος δεν πέρασε τον αγώνα για την επιστροφή της, αυτός ουσιαστικά έχει μια λειψή πνευματική πείρα.

Ο   Γέροντας   Σιλουανός   ήταν   πλούσιος,   όχι   μόνον   από   την προσωπική του εσωτερική πείρα, αλλά ήταν και θεωρητικά καλά καταρτισμένος στην ασκητική γραμματεία των Πατέρων της Εκκλησίας και με την δωρεά του Θεού δεν ήταν μόνο πιστός στην  παράδοση της Εκκλησίας, αλλά επαναλήφθηκε στον ίδιο η πείρα των μεγάλων Πατέρων».  [5.  Άρχιμ.  Σωφρονίου:  Γέροντας  Σιλουανός,  Εκδ.  Ιεράς  Μονής  Τιμίου Προδρόμου-Έσσεξ Αγγλίας 1978, σελ. 192.] 

Ας δούμε όμως αναλυτικότερα αυτά τα τρία στάδια της πνευματικής ζωής. 

Πρώτη έλευση της Χάριτος 

Από τα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης βλέπουμε καθαρά το γεγονός ότι ο Θεός εμφανίζεται με διαφόρους τρόπους στους Προφήτας. 
«Πολυμερώς και πολυτρόπως πάλαι ο Θεός λαλήσας τοις πατράσιν εν τοις προφήταις έπ' εσχάτων των ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν υιώ» (Έβρ. α' Ι)

Συνάπτει με τον κάθε άνθρωπο προσωπική διαθήκη. Δεν θέλει να εχουμε γνώσεις γι' Αυτόν από τις μαρτυρίες άλλων, αλλά ο Ίδιος εμφανίζεται και δίδει την δική Του γνώση και ο άνθρωπος αποκτά δι- κή του προσωπική μαρτυρία περί του Θεού. Αυτή η πρώτη προσωπική γνωριμία με τον Θεό, γίνεται σε περίοδο πού δεν περιμένει ο άνθρωπος ή ακόμη ύστερα από οδυνηρή αναζήτηση. Μπορεί ακόμη να συμβή σε άνθρωπο πού Τον πολεμάει. Αυτό το βλέπουμε στην περίπτωση του Αποστόλου Παύλου, πού βλέπει τον Θεό, ο ίδιος ο Χριστός εμφανίζεται και συνάπτει προσωπική διαθήκη μαζί του, την στιγμή πού εκείνος πορεύεται για να Τον πολεμήση. Αυτή η προσωπική Έλευση της Χάριτος είναι μια ιερή κατάσταση. Η ψυχή του ανθρώπου, έστω και αμυδρώς, γνωρίζει τον Θεό ως Πρόσωπο.  Καταλαβαίνει  με  την  καρδιά  του,  τον  νου  του,  όπως λέγουν οι άγιοι Πατέρες, ότι ο Θεός δεν είναι μια αφηρημένη κατάσταση, ούτε μια απρόσωπη δύναμη ή μεγάλη αξία, αλλά είναι Πρόσωπο. Στον Μωυσή, όταν απεκαλύφθη του είπε ότι «εγώ ειμί ο Ων» (Εξοδος γ' 14). Και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ερμηνεύοντας αυτήν την εμφάνιση και φανέρωση του Θεού λέγει ότι του είπε 
«Εγώ ειμί ο Ων» και όχι εγώ ειμί η ουσία, ώστε να αντιληφθούμε ότι εκ του όντος η ουσία και όχι ο ων εκ της ουσίας. Το βαθύτερο είναι του Θείου Είναι, δεν είναι η ουσία του Θεού, αλλά ο Ων δηλ. ο Πατήρ πού γεννά προαιωνίως τον Υιό και εκπορεύει το Πανάγιο Πνεύμα.


Η πρώτη αυτή έλευση της Χάριτος του Θεού, πού την γεύεται ο κάθε ένας διαφορετικά, είναι ζωή γεμάτη από καρδιακά βιώματα και ζωή μυστικής ευωχίας. Ο άγιος Διάδοχος ο Φωτικής γράφει ότι 
«η Χάρις την αρχήν εν αισθήσει πολλή την ψυχήν τω οικείω είωθε περιαυγάζειν φωτί» [Θεοκλήτου μον. Διονυσιάτου: Αγ. Διαδόχου Φωτικής, Τα εκατόν «Γνωστικά Κεφάλαια», 1977, σελ. 152.]


Σε άλλο σημείο γράφει ο ίδιος: 


«Γεύει μεν ούν το άγιον Πνεύμα εν αρχαίς της προκοπής, είπερ θερμώς  ερασθώμεν  της  αρετής  τον  Θεού,  την  ψυχήν  εν  πάση αισθήσει και πληροφορία της γλυκύτητος τον Θεού, ίνα έχη ειδέναι ο νους εν ακριβεί επιγνώσει το τέλειον έπαθλον των φιλόθεων πόνων». [ενθ. άνωτ. κεφ. 90, σελ. 205.] 


Με αυτήν την πρώτη περίοδο της ελεύσεως του Θεού λαμβάνουμε ένα κεφάλαιο της νέας ζωής, ένα κεφάλαιο της Χάριτος. Μας ελκύει ο Θεός προς τον Εαυτό Του, ώστε μετά από αγώνες και θυσίες πολλές να Τον οικειοποιηθούμε. Γι' αυτόν τον πόνο και τον αγώνα θα αναφερθούμε πιο κάτω. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτή η νέα περίοδος της κλήσεως από τον Θεό, είναι περίοδος γλυκύτητας, ευφροσύνης πνευματικής, περίοδος, όπως σημειώθηκε, καρδιακών βιωμάτων. 
Σ'  αυτά  τα  γεγονότα  και  ειδικότερα  στο  ερώτημα  τι  προηγείται πρώτα η Χάρη ή ο πειρασμός αναφέρεται και ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος:


« Ερώ: Τι ούν λοιπόν, πρώτον ο πειρασμός, και τότε το χάρισμα· ή το χάρισμα, πρώτον, και ούτως οπίσω αυτού ο πειρασμός; 
Απόκ: Ουκ έρχεται ο πειρασμός, ει μη πρώτον δέξεται η ψυχή εν τω κρύπτω μέγεθος υπέρ το μέτρον αυτής, και το πνεύμα της χάριτος, όπερ εδέξατο πρώτον. Και μαρτυρεί περί τούτον ο πειρασμός του Κυρίου, ομοίως και οι πειρασμοί των Αποστόλων. Ου γαρ παρεχωρήθησαν εισελθείν εις πειρασμούς, έως αν εδέξαντο τον παράκλητον.  Οι  γαρ  κοινωνούντες  τοις  αγαθοίς,  αρμόζει  αυτοίς
υπομείναι τους πειρασμούς αυτών, ότι μετά τον αγαθόν η θλίψις αυτών. Ούτω γαρ ήρεσε τω σοφώ Θεώ εν πάσι ποιείν. Και ει τούτο ούτω, τουτέστιν η χάρις προ του πειρασμού, άλλ' όμως πάντων προηγήσατο η αίσθησις των πειρασμών της αισθήσεως της χάριτος, δια την δοκιμήν της ελευθερίας. Ουδέποτε γαρ η χάρις προλαμβάνει εις τίνα, προ του γεύσασθαι των πειρασμών. Προηγείται μεν ουν η χάρις εν τω νοΐ, εν δε τη αισθήσει βραδύνει».[Ισαάκ του Σύρου, Ασκητικά, δκδ. Β. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη  1977, σελ. 192-193]



Την πασχάλεια αυτή ατμόσφαιρα ζουν πολλοί. Ας αρκεσθούμε σε μια έγγραφη μαρτυρία, για την κατάσταση πού ζούσε ο μακάριος Γέροντας Σιλουανός μετά την εμφάνιση του Χριστού σ' αυτόν. «Τη στιγμή της Επιφάνειας του Θεού ολόκληρη η ύπαρξή του πληροφορήθηκε πώς του συγχωρέθηκαν οι αμαρτίες του. Χάθηκαν οι φλόγες του άδη πού βρυχόταν γύρω του, έπαψε η κόλαση πού δοκίμαζε μισό χρόνο. Τώρα του δόθηκε να ζήση την ιδιαίτερη χαρά και την μεγάλη ανάπαυση της ειρηνεύσεως με τον Θεό. Στην ψυχή του κυριαρχούσε το νέο γλυκύ αίσθημα της αγάπης για τον Θεό και τους ανθρώπους, για κάθε άνθρωπο. Έπαψε η προσευχή της μετά- νοιας, έφυγε εκείνη η αβάστακτη πύρινη αναζήτηση της αφέσεως, πού δεν άφηνε τον ύπνο να’ ρθη στα βλέφαρα του. Άραγε αυτό σήμαινε πώς τώρα μπορούσε να παραδοθή ήσυχα στον ύπνο; Όχι βέβαια. 
Τον  πρώτο  καιρό  μετά  την  επιφάνεια  η  ψυχή  του  Συμεών,  πού γνώρισε την ανάστασή της και είδε το φως της αληθινής και αιώνιας υπάρξεως, έζησε σ' ένα πασχαλινό πανηγύρι. Όλα ήταν ωραία: ο κόσμος  μεγαλειώδης,  οι  άνθρωποι  ευχάριστοι,  η  φύση  ανείπωτα όμορφη, το σώμα άλλαξε κι έγινε ανάλαφρο, προστέθηκαν δυνάμεις, ο λόγος του Θεού έδινε χαρά στην ψυχή, οι ολονύχτιες αγρυπνίες στην εκκλησία και κυρίως οι προσευχές στο κελλί έγιναν γλυκείες. Ξέχειλη από χαρά η ψυχή σπλαχνιζόταν τους ανθρώπους και δεόταν για όλο τον κόσμο». [ Άρχιμ. Σωφρονίου, ένθ. άνωτ. σελ. 33-34.]


Είναι αδύνατον να περιγραφή αυτή η κατάσταση με λόγια. Η βίωση της Ακτίστου Χάριτος δεν μπορεί να περικλεισθή σε κτιστά ρήματα. Μόνον ο αναγεννημένος, ο μεμυημένος με την πείρα, μπορεί να αντιληφθή αυτήν την πραγματικότητα. Την εποχή αύτη όλα είναι καινούργια. Αισθάνεται την παρουσία του Θεού σαν προσωπική παρουσία, θεωρεί τους λόγους των όντων σε όλη την δημιουργία. 
Όλα είναι καθαρά. Τα πουλιά, τα δένδρα αποκτούν μια άλλη διάσταση. Όλα τα βλέπει κάτω από το αιώνιο, κάτω οπό την ενέργεια της Ακτίστου Χάριτος και του Ακτίστου Φωτός. Παύουν να τον απα- σχολούν τα κοινά προβλήματα της καθημερινότητας. Δεν ενδιαφέρεται για την γνώμη πού οι άλλοι έχουν γι’ αυτόν. Περιφρονεί κάθε ταλαιπωρία. Μοναδική απασχόληση η προσευχή και η κοινωνία με τον Θεό. Είναι μια ζωή ερωτικής αναφοράς. Και αυτός ο έρωτας γεννήθηκε από την έλευση της Χάριτος.
«Μακάριος όστις τοιούτον προς Θεόν εκτήσατο πόθον, οίον μανικός εραστής προς την εαυτόν ερωμένην κέκτηται... Τούτω τις τω βέλει τρωθείς, έλεγε περί εαυτού (όπερ θαυμάζω), ως «εγώ καθεύδω» δια την χρείαν της φύσεως,
«η δέ καρδία μου γρηγορεί», δια το πλήθος του έρωτος». [Κλίμαξ Ιωάννου του
Σιναΐτου, έκδ.«Αστήρ», Παπαδημητρίου 1970, Λόγος Λ', ε και ζ σελ. 168.]


Τα πάθη δεν ενεργούν. Ο άνθρωπος «πάσχει την θέωσιν». 


Η ευλογημένη αυτή κατάσταση με υπερβαίνει, δηλ. δεν έχω πραγματικά  βιώματα  αυτής  της  ζωής. Γι’ αυτό  παρακάλεσα  έναν εκλεκτό φίλο μου μοναχό, πού ασκείται στον Ιερόν Άθωνα, να μου πή τα γνωρίσματα της. Γνώριζα ότι είχε πολλές τέτοιες ευλογημένες εμπειρίες. Με αγάπη πολλή ανταποκρίθηκε στο αίτημά μου και έτσι καταγράφω εδώ την περιγραφή πού κάνει γι’ αυτήν την πρώτη έλευση της θείας Χάριτος. 


«Από την αρχή της μοναχικής μου ζωής ζούσα μια ήσυχη, καλή ζωή. Οι ακολουθίες στο Μοναστήρι και η Μυστηριακή ζωή με θέρμαιναν, με ανέπαυαν. Αυτό μέχρι την ώρα πού γεννήθηκε μέσα μου κάτι άλλο, μέχρι την  ώρα  πού αναπτύχθηκε η  εσωτερική  ζωή. Ξαφνικά αισθάνθηκα  ένα κάψιμο εσωτερικό, ένα κάψιμο θείας αγάπης. Η φυσική και καλή ζωή πού ζούσα μέχρι τότε, φαινόταν τώρα πολύ σκοτεινή, χωρίς νόημα και περιεχόμενο. Άρχισα να βρίσκω τον χώρο της καρδιάς, το κέντρο της υπάρξεως, τον ευλογημένο εκείνο χώρο πού ανακαλύπτεται με την εν Χάριτι άσκηση και μέσα στον όποιο αποκαλύπτεται ο Ίδιος ο Θεός. Αυτή η καρδιά είναι το πρόσωπο, γιατί πρόσωπο είναι «ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος εν τω αφθάρτω του πνεύματος... ο εστίν ενώπιον του Θεού πολυτελές» (Α' Πέτρου γ' 4). Μέχρι τότε διάβαζα αυτά στα βιβλία, τώρα τα έβλεπα στην πραγματικότητα.  Ένοιωθα  αυτό  πού  λέγει  ο  Αββάς  Παμβώ  «ει  έχεις καρδίαν δύνασαι σωθήναι», αυτό πού λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος 
«Θεός θεοίς ενούμενός τε και γνωριζόμενος εν καρδία» και ο Απόστολος
Παύλος «ος έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών». Η καρδιά πού είναι τα άγια των αγίων «της μυστικής ενώσεως Θεού και ανθρώπου, αυτής της ενυποστάτου δι' Αγίου Πνεύματος ελλάμψεως»    ανακαλύφθηκε. Αισθανόμουν την καρδιά σαν Ναό μέσα στον οποίο λειτουργούσε ο αληθινός Ιερεύς της θείας Χάριτος. Παράλληλα με τον κτύπο του σαρκικού οργάνου της καρδίας ακουγόταν και ένας άλλος κτύπος βαθύτερος και γρηγορότερος. Αυτός ο κτύπος συντονιζόταν με την ευχή του Ιησού. Ή μάλλον η ίδια η καρδιά έλεγε την ευχή. Όλη αύτη η κατάσταση συνδεόταν με μερικά χαρακτηριστικά.


Αναπτύχθηκε μια ερωτική κοινωνία με τον Θεό. Τότε καταλάβαινα γιατί οι Πατέρες ονόμαζαν τον Θεό έρωτα. «Ο Θεός έρως εστί και εραστόν» (Μάξιμος ο Ομολογητής) και «ο εμός έρως εσταύρωται» (αγ. Ιγνάτιος Θεοφόρος). Κάθε μέρα αισθανόμουν την περίπτυξη του Θεού. Αυτή η αγάπη εκείνο τον καιρό με είχε τρελλάνει. Ό Θεός βιωνόταν ως ελεήμων, ως γλύκα και γλυκασμός. Άναψε μέσα στην καρδιά μου το ευλογημένο πυρ, πού έκαιγε τα πάθη και δημιουργούσε ανέκφραστη πνευματική ηδονή. 
Αναζητούσα ησυχία, σκοτάδι, ηρεμία εξωτερική. Τα μικρά κελλιά, οι τρύπες των βράχων, ο ανοιχτός ορίζοντας της φύσεως, τα σκοτεινά μέρη με δέ- χονταν σαν φιλοξενούμενο. Την νύκτα έβγαινα στις ερημιές του Άθωνα. Μαγεία! Ευλογία! Μέθη! Στην μοναξιά και στην πολυκοσμία, στην έρημο και στα κοινόβια ζούσα την παρουσία του Θεού, την θεία περίπτυξη. Αναπτύχθηκαν  τότε  άλλες  αισθήσεις,  αισθήσεις  πνευματικές,  η  νοερά αίσθηση, η νοερά δράση και ακοή. Όλος ο νους ήταν συγκεντρωμένος μέσα στο βάθος της καρδιάς και άκουγε εν ακορέστω γλυκασμώ την ευχή πού λεγόταν μέσα εκεί. Όλος ο εσωτερικός κόσμος ενοποιημένος. Όλα έδειχναν ότι γεννήθηκε ένας καινούργιος άνθρωπος, ένας καινούργιος κόσμος και μια καινή ζωή. Μια θερμότητα έκαιγε τα πάντα. «Ουχί η καρδία ημών καιομένη ην εν ημίν ως ελάλει ημίν εν τη οδώ...;» Η αίσθηση των μαθητών αυτών υπήρξε δική μου βίωση. Αισθανόμουν καλά τον λόγο του Χριστού: «πυρ ήλθον βαλείν επί την γην και τι θέλω ει ήδη ανήφθη;» Και τον λόγον ότι ο Θεός «πυρ εστί καταναλίσκον». Άλλοτε αύτη η θέρμη και αυτή η φωτιά μετατρεπόταν σε πληγή βαθειά. Αισθανόμουν ότι αύτη η θερμότητα αναγεννούσε την ύπαρξή μου, πρώτα την ψυχή και μετά επεκτεινόταν και στο σώμα. Η αίσθηση ότι τώρα γεννήθηκα σε άλλον κόσμο ήταν διαρκής. Χοροπηδούσα σαν μικρό παιδί. Ακόμη υπήρξαν μερικές φορές πού ένοιωσα και την σάρκα μου σαν μικρού παιδιού, πού μόλις βγήκε από την μήτρα της μάνας  του.  Αυτό  δημιουργούσε  βαθύτατη  ειρήνη  λογισμών.  Ο  νους
καθοριζόμενος διαρκώς απέβαλε όλα τα ξένα στοιχεία τα οποία σαν λέπια τον εκάλυπταν.  Γινόταν  έτσι  ελαφρός  και  πάντοτε  εύρισκε  καταφύγιο  στην καρδιά. Εκεί παρέμεινε και ευφραινόταν πνευματικά. Εκεί μερικές φορές άκουγε και την φωνή του Θεού, πού ήταν πολύ συνταρακτική και δη- μιουργούσε πηγές δακρύων. Η γνωριμία με τον Θεό ήταν προσωπική. Η γνώση του Θεού πραγματικό γεγονός.


Μερικές φορές βυθιζόμουν σε βαθειά μετάνοια. Ο νους μπαίνοντας στην καρδιά εν Χάριτι έβλεπε το σκοτάδι, την βρωμιά της ψυχής και όλη η ύπαρξή ξεχυνόταν σε καυτά δάκρυα. Έκλαιγε η καρδιά. Τα δάκρυα της καρδιάς  ξεχύνονταν  επάνω  της  και  την  ξέπλεναν  από  την  αμαρτία. Παράλληλα άνοιγαν και τα μάτια και γίνονταν πηγές δακρύων. Άλλοτε έκλαιγε μόνον η καρδιά και άλλοτε και το σώμα. Θρήνος βαθύς από την αποκάλυψη της ασωτίας... Κλάμα πολύ, αλλά όχι με απελπισία. Ήταν συνδεδεμένο με την αίσθηση της αγάπης του Θεού. 


Εκείνο τον καιρό όλα ήταν ωραία. Η λέξη ωραία δεν έχει σχέση με την αισθητική, αλλά με την οντολογική πραγματικότητα. Έβλεπα τους λόγους των όντων σε όλη την δημιουργία. Και αυτό προξενούσε άρρητη ευφροσύνη. Όλα εξέφραζαν την αγάπη του Θεού. Η ανάγνωση της Γραφής έτρεφε την καρδιά. Οι λέξεις δεν πήγαιναν στην λογική, αλλά εισχωρούσαν στην καρδιά και την ζωογονούσαν. Όπως το μωρό ρουφά το γάλα από τον μαστό της μάνας του και τρέφεται, έτσι αισθανόταν η καρδιά τρεφόταν από το λόγο του Θεού. Γινόταν μετάγγιση αίματος. Τα βιβλία των Πατέρων τα διάβαζα με άλλο πρίσμα. Γνωστά κείμενα τότε τα έβλεπα διαφορετικά. Σαν να είχα αποκτήσει καινούργια μάτια και σαν να είχα μάθει καινούργια γλώσσα. Αισθανόμουν συγγενής πνευματικά με τους Πατέρας. Όμως τις πιο πολλές φορές  δεν  ήθελα  να  διαβάζω  ακόμη  και  βιβλία  πατερικά.  Σαν  να σταματούσαν την προσωπική επικοινωνία με τον εράσμιο Νυμφίο, σαν να διέκοπταν τη ζωντανή επικοινωνία με τον Δημιουργό του παντός. 


Τα πάθη δεν ενεργούσαν τότε. Ένοιωθα όχι ηθικές αναστολές, αλλά την  αναγέννηση  μου.  Ήμουν  τόσο  μεθυσμένος,  ώστε  δεν  με ενδιέφερε απολύτως τίποτε. Υπήρχε μέσα μου μια ακατάσχετη αναζήτηση και επιθυμία να μη με αγαπούν οι άνθρωποι και μάλιστα να με περιφρονούν. Αφού είχα την αγάπη του Θεού, δεν με ενδιέφερε τίποτε άλλο. Ζούσα μια ερωτική ζωή, ζωή δακρύων... Η μόνη απασχόληση εγώ και ο Θεός. Ζητούσα την μοναξιά πού ήταν κοινωνία. 
«Ενώπιος Ενωπίω», «πρόσωπον προς Πρόσωπον». Αλλά και όταν ευρισκόμουν σε πολυκοσμία η εσωτερική φωνή ήταν ισχυρότερη. Και όταν κατά την διάρκεια ακολουθίας ο Γέροντας με έβαζε να ψάλλω, εγώ συγχρόνως άκουγα και αυτήν την εσωτερική φωνή της καρδιάς να επαναλαμβάνη την ευχή πού έγινε το εντρύφημά μου.
Αυτή η κατάσταση κράτησε περίπου τέσσερα χρόνια. Μέρα-νύχτα έλεγα την
ευχή. Και την ώρα πού κοιμόμουν η καρδιά προσευχόταν. Την άκουγα καθαρά να αδολεσχή με τον Θεό.
Όποιος θέλει να διαπίστωση αν υπάρχη Θεός, ας δοκιμάση. Θα συνάντηση ένα ζωντανό Θεό! Η Χάρη του Θεού με αξίωσε εμένα το έκτρωμα όλου του κόσμου να αποκτήσω μια μικρή σταγόνα γνώσεως Θεού».


Μακαρίζω και ζηλεύω αυτόν τον εκλεκτό φίλο μου. Και τον θεωρώ σαν την μεγαλύτερη ευεργεσία του Θεού σε μένα. 
Αντιγράφοντας αυτά θυμάμαι τους λόγους των Πατέρων για τον θειο έρωτα. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει:


«Ου γαρ έστιν ουκ εστίν ουδέν, ο μη νικά πόθος, όταν δε και Θεού πόθος ή, πάντων εστίν υψηλότερος, και ούτε πυρ, ον σίδηρος, ου πενία, ουκ αρρώστια, ου  θάνατος,  ουκ  άλλο  τι  των  τοιούτων  φανείται  δεινόν  τω  τοιούτον κεκτημένω έρωτα, αλλά πάντων καταγελάσας, προς τον ουρανόν πτήσεται και των εκεί διατριβόντων ουδέν έλαττον διακείσεται, ουδέν έτερον ορών, ουκ ουρανόν, ου γήν, ου θάλατταν, αλλά προς ένα κάλλος τεταμένος το της δόξης εκείνης... ερασθώμεν τοίνυν τούτον τον έρωτα (τούτον γαρ ίσον ουδέν)... τούτων γαρ απάντων μείζον, το τον Χριστόν ερωμένον έχειν και εραστήν». [Νικόδημου Αγιορείτου: Νέα Κλίμαξ, έκδ. Σχοινά, Βόλος 1956, σελ. 36-37.] 


Τα ίδια λέγει και ο Μ. Βασίλειος: 


«μακάριοι οι του αληθινού κάλλους φιλοθεάμονες, οιονεί γαρ προσδεθέντες αυτώ δια της αγάπης, και τον επουράνιον και μακαριστόν ερώντες έρωτα, επιλανθάνονται μεν οικείων και φίλων, επιλανθάνονται δε οίκου και πε- ριουσίας απάσης, εκλαθόμενοι δε και της σωματικής εις το εσθίειν και πίνειν ανάγκης, μόνω τω θείω και καθαρώ προστετήκασιν έρωτι».[ ενθ. άνωτ. σελ. 39.] 
Άρση της Χάριτος - Πορεία στην έρημο




Αυτή όμως η κατάσταση δεν πρόκειται να διαρκέση πολύ. Για τον κάθε άνθρωπο διάφορος είναι ο χρόνος παραμονής της Χάριτος με την πρώτη έλευση. Αυτό εξαρτάται από διαφόρους παράγοντες. Από το ζήλο του, την οικονομία του Θεού, τον τρόπο ζωής του κ.λ.π. Πάντως μετά από ένα διάστημα η Χάρη υποστέλλεται. 
Στα έργα των αγίων Πατέρων είναι γνωστή η κατάσταση αυτή. Διαφορετική όμως είναι η ορολογία. Υποστολή, άρση, εγκατάλειψη, Θεοεγκατάλειψη, κ.λ.π. Πάντως πρόκειται για το ίδιο πράγμα, πού γίνεται όμως για διαφόρους λόγους.


Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής κάνει λόγο γι’  αυτήν την εγκατάλειψη λέγοντας: 


«Τέσσαρες είσι γενικοί εγκαταλείψεως τρόποι, η οικονομική, ως επί τον Κυρίου,  ίνα  δια  της  δοκούσης  εγκαταλείψεως,  οι  εγκαταλελειμμένοι σωθώσιν.  Η  δε  προς  δοκιμήν,  ως  επί  του  Ιώβ  και  Ιωσήφ,  ίνα  ο  μεν ανδρείας,  ο  δε  σωφροσύνης  στήλαι  αναφανώσιν,  η  δε,  προς  παίδευσιν πατρικήν ως επί του Αποστόλου, ίνα, ταπεινοφρονών, την υπερβολήν φύ- λαξη της χάριτος, η δε κατά αποστροφήν, ως επί των Ιουδαίων, ίνα κολαζόμενοι, προς μετάνοιαν κατακαμφθώσιν. Σωτήριοι δε πάντες οι τρόποι υπάρχουσι και της θείας αγαθότητας και φιλανθρωπίας ανάμεστοι».[Φιλοκαλία, έκδ. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1958, Β' τόμος, σελ. 51.] 

Οι εγκαταλείψεις αυτές της Χάριτος είναι μέσα στο σχέδιο του Θεού, για  να  μας  βοηθήσουν  στην  σωτηρία  και  στην  πρόοδο  την πνευματική. Και όσο μεγαλύτερη είναι αυτή η κένωση, τόσο μεγαλύτερη είναι η δόξα πού μας περιμένει. 


Τι είναι όμως αυτή η άρση της Χάριτος; Είναι πραγματική άρση και εγκατάλειψη; Και πώς είναι δυνατόν ο Θεός να εγκαταλείψη τελείως τον άνθρωπο; 


Στο σημείο αυτό οι Πατέρες είναι εκφραστικοί. 
«Δεν πρόκειται βέβαια για αντικειμενική πλήρη αφαίρεση της Χάρης, αλλά  υποκειμενικά  η  ψυχή  βιώνει  την  μείωση  της  ενέργειας  της Χάρης σαν εγκατάλειψη από τον Θεό». [Αρχιμ. Σωφρονίου, ενθ. άνωτ. σελ. 26.]
Η «θεωρία» του Θεού κατά διαφόρους βαθμούς μειώνεται και αυτήν την μείωση ο άνθρωπος την βιώνει ως εγκατάλειψη Θεού.
Ο   Διάδοχος   ο   Φωτικής   κάνει   λόγο   για   την   παιδευτική παραχώρηση και την κατά αποστροφή. Η πρώτη γίνεται για λόγους πού ο Θεός θέλει, πού συντελούν στην σωτηρία μας και στην παιδεία μας, η δε δεύτερη για τις αμαρτίες μας. Γράφει:
«Η μεν γαρ παιδευτική παραχώρησις ουδαμώς την ψυχήν του θείου φωτός αποστερεί κρύπτει δε μόνον, ως και ήδη είπον τα πολλά τον νουν την εαυτής παρουσίαν η χάρις, ίνα προωθοίτο ώσπερ την ψυχήν τη πικρία των δαιμόνων δια το μετά παντός φόβου και πολλής ταπεινώσεως εκζητείν αυτήν, την εκ του Θεού βοήθειαν, την του εχθρού  αυτής  επιγινώσκουσαν  κατ'ολίγον  κακίαν,  ον  τρόπον  αν μήτηρ ατακτούν το οικείον περί τους θεσμούς της γαλουχίας βρέφος βραχύ των εαυτοίς εξωθοίη αγκαλών, ίνα καταπληττόμενον υπό τίνων περιεστώτων αυτό σαπροειδών ανθρώπων ή θηρίων οιωνδήποτε μετά φόβου πολλού και δακρύων εις τους μητρώους ανθυποστρέφοι κόλ- πους. Η δε κατά αποστροφήν γινομένη παραχώρησις ωσανεί δέσμιον παραδίδωσι την μη θέλουσαν έχειν ψυχήν τον Θεόν τοις δαίμοσιν».[Θεοκλήτου μον. Διονυσιάτου: Ενθ. άνωτ. κεφ. πστ', σελ. 193.]


Τα ίδια περίπου λέγει και σε άλλο κεφάλαιο ο ίδιος μυστικός Πατήρ: 
«Πλην δει ειδέναι ότι, όταν κατά ουσιώδη συμβολήν τη ψυχή και τω Σατανά η μάχη γίνηται, επί της παιδευτικής δε λέγω παραχωρήσεως, υποστέλλει μεν, ως και ήδη είπον, η χάρις εαυτήν, αγνώστω δε τη ψυχή συνεργεί βοήθεια, ίνα την νίκην της ψυχής είναι μόνον επίδειξη τοις εχθροίς αυτής». [Ενθ. άνωτ. κεφ. κζ' σελ. 196. Π. ένθ. άνωτ. κεφ. ξθ' σελ. 152.]
Σε άλλη συνάφεια πάλι τονίζει:
«...προϊόντων δε των αγώνων αγνώστως τα πολλά ενεργεί τη θεολογώ ψυχή τα εαυτής μυστήρια...».
Με όλα αυτά φαίνεται καθαρά ότι ή Χάρη δεν απομακρύνεται ολοσχερώς  από  τον  άνθρωπο,  αλλά  κρύπτει  τον  εαυτό  της  ή καλύτερα υποστέλλει τον εαυτό της, για να δώση την δυνατότητα στον άνθρωπο να παλαίψη εναντίον της αμαρτίας, να αγωνισθή κατά των παθών και να αναζήτηση σφοδρώς την εκ νέου έλευση της. Αυτός ο αγώνας, όπως θα αποδειχθή κατωτέρω είναι οδυνηρός και διαρκεί διαφορετικά σε κάθε άνθρωπο. Πάντως πολλά χρόνια ο άνθρωπος βρίσκεται στην έρημο... Αισθάνεται σαν να βαδίζη σε έρημο πνευματική, σε χώρα πού δεν υπάρχει η ζωογόνος πνοή της θείας
Χάριτος.  Ποια  είναι  η  σκοπιμότης  της  υποστολής  της  Χάριτος;
Γράφει πάλι ο άγιος Διάδοχος:
«...βρέφη γνήσια της του Θεού είναι Χάριτος, πιστεύομεν μικραίς παραχωρήσεσι και πυκναίς παρακλήσεσιν παρ’ αυτής γαλουχούμενα, ίνα δια της χρηστότητας αυτής φθάσωμεν ελθείν εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας».[ ενθ. άνωτ. κεφ. πστ' σελ. 194.]


Με  αυτό  τον  τρόπο  μεγαλώνουμε  πνευματικά  και  από  βρέφη 
«υπομάζια» φθάνουμε στην ηλικία του πληρώματος του Χριστού, δηλ. αποκτούμε κοινωνία με τον Χριστό. Και αυτή η κοινωνία είναι η σωτηρία   του   ανθρώπου.   Άλλωστε,   επειδή   είμαστε   εμπαθείς άνθρωποι, γι' αυτό και δεν μπορούμε να συγκρατήσουμε την Χάρη του Θεού. Η Χάρη μας υποδεικνύει τον δρόμο και το τέλος και έπειτα μας αφήνει να καθαριστούμε, ώστε να αποκτήσουμε αυτό το
«τέλος». Πολλές δε φορές στην πνευματική μας ζωή αισθανόμαστε το σώμα να μην μπορή να παρακολούθηση την πορεία της ψυχής προς την Θέωση.
«Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής» (Ματθ. κστ’ 41).


Με την παιδεία αυτή του Θεού και το σώμα αποκτά κάποια δυνατότητα να παρακολουθή την πορεία της ψυχής. 
Ο  άγιος  Νικόδημος  ο  αγιορείτης  μιλώντας  για  την  πορεία  των μάγων, για να προσκυνήσουν τον Χριστό και μάλιστα αναφερόμενος στο γεγονός πού έχασαν το αστέρι πού τους καθοδηγούσε γράφει: «... καθώς ο λαμπρός αστήρ όπου ωδήγει και επαρηγόρει τους μάγους εις την οδοιπορίαν εκρύβη από αυτούς, δια να δοκιμάση την υπομονήν   και   ανδρείαν   τους   και   πάλιν   φανείς   εις   αυτούς, περισσότερον από το πρώτον τους εχαροποίησεν, «ιδόντες γαρ φησι τον αστέρα, εχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα» (Ματθ. β' 10) τοιουτοτρόπως και η χάρις του Θεού συνηθίζει να κάμνη με τους δούλους και φίλους της, ως λέγουσιν οι θείοι πατέρες οι καλούμενοι νηπτικοί, και μάλιστα ο άγιος Διάδοχος. Και ποτέ μεν αύτη ωσάν φιλότεκνος  μήτηρ  παρηγορεί  και  ευφραίνει  τα  τέκνα  της  με  τάς νεαρός της ελλάμψεις και θείας ενεργείας και δώρα της, φωτίζουσα τον νουν τους, κατανύγουσα γλυκύτατα την καρδίαν τους και θερμαίνουσα και προς αγάπην του Θεού διεγείρουσα, ποτέ δε κρύπτεται από αυτούς και τραβίζεται, ήγουν αφήνει τους πειρασμούς να έρχωνται εις αυτούς, καθώς κάμνει και η μήτηρ πολλαίς φοραίς
κρυπτομένη από τα τέκνα της δια να δοκιμάση την υπομονήν και γενναιοκαρδίαν τους, δια να γένουν άνδρες με τους πειρασμούς και τας θλίψεις και όχι να ήναι πάντοτε νήπια δια να κλαύσουν και να ζητήσουν θερμώς την θείαν χάριν όπου έχασαν. Και ούτως αφ’ ου πάλιν την απολαύσουν, να χαρούν περισσότερον, καθώς και το παιδίον, όταν χάση την μητέρα του, ζητεί να την εύρη με κλαυθμούς και δάκρυα, και ευθύς όπου την ίδη να φανή από κανένα μέρος, τρέχει με ανεκδιήγητον χαράν, και κλαίον εν ταύτη και γελών την εναγκαλίζεται». [Νικόδημου Αγιορείτου: Γυμνάσματα Πνευματικά σελ. 176.]
Ο άγιος Ισαάκ αναφερόμενος στο πώς ενεργεί η Χάρη του Θεού στην ψυχή του ανθρώπου γράφει:
«Ουδέ η Χάρις προσάπαξ έρχεται τελείως, και οικεί εν τη ψυχή, αλλά κατά μικρόν, και μικρόν. Και εκ ταύτης, εκείνη. Εν καιρώ πειρασμός, και εν καιρώ, παράκλησις. Και εν τούτοις επιμένει έως της εξόδου. Αλλοτριωθήναι γαρ τελείως εκ τούτον μη προσδοκήσωμεν ώδε, ουδέ παρακληθήναι τελείως».[Ισαάκ του Σύρου: ενθ. άνωτ. σελ. 233.]


Ο άγιος Διάδοχος ο Φωτικής πάλι γράφει: 
«Κρύπτει δε λοιπόν επί πολύ την του ζωοποιού τούτον δώρου πολυτέλειαν, ίνα καν πάσας τας αλλάς αρετάς κατεργαζώμεθα, μηδέν όλως εαυτούς υπονοώμεν είναι δια το μηδέπω ώσπερ εις έξιν έχειν την αγίαν αγάπην». [Θεοκλήτου μον. Διονυσιάτου: ένθ. άνωτ. κεφ. 90, σελ. 205.]


Άλλος ένας σκοπός της υποστολής της Χάριτος αναφέρεται πάλι από τον ίδιο άγιο Πατέρα: 
«...προϊόντων δε των αγώνων αγνώστως τα πολλά ενεργεί τη θεολόγω ψυχή τα εαυτής μυστήρια, ίνα τότε μεν ημάς χαίροντας εις το ίχνος επιβάλλοι των θείων θεωρημάτων ως εξ αγνοίας εις γνώσιν καλουμένους,  εν  δε  τω  μέσω των  αγώνων  ακενόδοξον  ημών  την γνώσιν διαφυλάττοι». [ενθ. άνωτ. κεφ. ξθ' σελ. 152.]


Η  περίοδος  αυτή  είναι  περίοδος  αφομοιώσεως  της  Χάριτος,  την οποία δοκίμασεν ο άνθρωπος με την πρώτη επαφή μαζί της. Από την αφομοίωση αύτη γεννιέται η δογματική συνείδηση. Και αύτη η αφομοίωση διαρκεί πολλά χρόνια στον ασκητή και αθλητή της πνευματικής αυτής πορείας. 
«Βασιζόμενοι στα δεδομένα της Ιστορίας της εκκλησίας και στην επικοινωνία μας με πολλούς ασκητές, καταλήξαμε στο συμπέρασμα πώς η πείρα της χάρης αφομοιώνεται βαθύτερα και παίρνει μορφή πνευματικής  γνώσεως  σ' όσους αξιώθηκαν  μεγάλες επισκέψεις και οράσεις μόνο αφού περάσουν πολλά χρόνια ασκήσεως. Αυτήν ακριβώς τη γνώση θέλουμε να ορίσουμε σαν «δογματική συνείδηση». Η Ιστορική πείρα της Εκκλησίας, στην οποία περιλαμβάνουμε τους Αγίους   Αποστόλους   και   τους   μεγάλους,   παλαιούς   και   νέους, Πατέρες, παρέχει την δυνατότητα να καθορίσωμε σαν χρόνο απαραίτητο για την αφομοίωση της χάρης 15 έτη και άνω. Έτσι η πρώτη επιστολή του Αποστόλου Παύλου (Α' προς Θεσσαλονικείς) γράφτηκε 15 περίπου έτη μετά την εμφάνιση του Κυρίου σ' αυτόν στην οδό προς την Δαμασκό. Σε πολλούς ο χρόνος παρατείνεται σε
20, 25, 30, κι ακόμα περισσότερα έτη. Οι  ευαγγελιστές και οι άλλοι Απόστολοι έγραψαν τις μαρτυρίες και τις επιστολές τους μετά παρέλευση πολλών ετών από την Ανάληψη του Κυρίου. Οι άγιοι Πατέρες μας πληροφόρησαν για τις οράσεις και τα βιώματα τους συνήθως κατά το τέλος της ασκητικής τους πορείας. Βλέπουμε στη ζωή του Γέροντα Σιλουανού πώς πέρασαν πάνω από τριάντα χρόνια, προτού εκμυστηρευθή την πείρα του γραπτώς με ώριμη δογματική συνείδηση. Τόσο μακρόχρονη είναι η πορεία της αφομοιώσεως της χάρης.


Η δογματική συνείδηση πού έχουμε υπόψη μας είναι καταστάλαγμα μακροχρόνιας πείρας της χάρης κι όχι διανοητικής εργασίας. Η έκφραση της πείρας στα λόγια των αγίων δεν έχει το χαρακτήρα σχολαστικών έργων, αλλά είναι αυτοαποκάλυψη της ψυχής. Ο λόγος για το Θεό και τη ζωή κοντά Του προχωρεί χωρίς επίπονους στοχασμούς  απλώς  γεννιέται  ως  εκ  περισσού  στην  ψυχή».  [Αρχιμ. Σωφρονίου: ενθ. ανωτ. σελ. 212-213.] 

Αλλά  δεν  είναι  τόσο  εύκολη  αυτή  η  κατ'  εξοχήν  ευλογημένη περίοδος. Διέρχεται ο άνθρωπος μέσα από οδυνηρούς πόνους και μεγάλη λύπη. Και αυτήν την πλευρά τονίζουν στα έργα τους οι θείοι Πατέρες ομιλούντες από προσωπική πείρα. 


Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος περιγράφει ένα μέρος αυτού του πόνου: 
«Και γαρ εν καιρώ τινι πνίγεται η ψυχή ημών, και γίνεται ως εν κύμασι. Και εάν αναγνώ τις εις γραφήν, και εάν λειτουργήση, και εν
παντί πράγματι, ω προσέγγιση σκότωσιν επί σκοτώσει λαμβάνει. Και εξέρχεται ο τοιούτος, και πολλάκις ουδέ προσεγγίσαι αφίεται. Και ου πιστεύει παντελώς ούτος, ότι δέχεται αλλοίωσιν, και γίνεται εν ειρήνη. Αυτή  η  ώρα  πεπλήραιται  απογνώσεως  και  φόβου,  και  ελπίς  του Θεού, και η παράκλησις της πίστεως αυτού, τελείως εκβάλλεται εκ της ψυχής,και όλη εξ όλον πληρούται δισταγμού και φόβου». [Ισαάκ του Σύρου: ενθ. άνωτ. σελ. 232.]


Ο άγιος Διάδοχος ο Φωτικής γράφει: 
«Η παιδευτική παραχώρησις φέρει μεν λύπην πολλήν και ταπείνωσιν και απελπισμόν δε σύμμετρον τη ψυχή, ίνα το φιλόδοξον αυτής και ευπτόητον μέρος πρεπόντως εις ταπείνωσιν έρχηται, ευθέως δε φόβον Θεού και δάκρυον εξομολογήσεως επάγει τη καρδία και της καλλίστης σιωπής πολλήν επιθυμίαν. Η δε κατά αποστροφήν του Θεού γινομένη απελπισμού ομού και απιστίας και οργής και τύφου την ψυχήν πληρωθήναι παραχωρεί». [Θεοκλήτου μον. Διονυσιάτου: ενθ. άνωτ. κεφ. πζ', σελ. 196.]

Ο πόνος είναι μεγάλος. Η ψυχή γνώρισε τον Θεό και τώρα έχασε αυτήν την κοινωνία. Πριν γνωρίση τον Θεό, όλα ήταν ευχάριστα. Η ανθρώπινη ζωή με τις λεπτομέρειες της και τις ευχάριστες στιγμές την  χαροποιούσαν.  Τώρα  αυτά  δεν  την  χαροποιούν.  Συγχρόνως έχασε και την Χάρη του Θεού και είναι απαρηγόρητη. Πέφτει σε μια κατά Θεόν απελπισία. Αυτό είναι το προνόμιο της απελπισίας. Το κλάμα είναι τρόπος ζωής. Η μετάνοια ακόρεστη. Η Χάρη του Θεού πού μυστικά βρίσκεται στην καρδιά του ανθρώπου, τον κάνει να μη απελπίζεται. Έτσι αρχίζει σύντονη προσευχή, ακράτητος στεναγμός, αστείρευτη πηγή δακρύων. Βοά διαρκώς προς τον Θεό. Η ζωή του είναι ποτισμένη με τον πόνο. 


Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος περιγράφει παραστατικά αυτή την εμπειρία: 


«Ω, τι το πράγμα το κρυπτόν πάση κτιστή ουσία; 
Και τι το φως το νοητόν, ο τινί ούχ οράται;
Και τις ο πλούτος ο πολύς, ον ουδείς εν τω κοσμώ Ευρείν όλως έξίσχυσεν, ή κατασχείν εισάπαν; Εστί γαρ πασιν άλητος, αχώρητος τω κοσμώ, Εστί και ποθεινότατος υπέρ άπαντα κόσμον,
Εστί και επιθυμητός, καθ' όσον υπερέχει Των ορωμένων ο αυτά Θεός κατασκενάσας. Κατά τούτο τιτρώσκομαι τη αγάπη εκείνου,
Καθ' όσον δ' ούχ οράται μοι, εκτήκομαι τας φρένας, Τον νουν, και την καρδίαν μου φλεγόμενος και στενών Περιπατώ και καίομαι ζητώ ώδε, κακείσε,
Και ουδαμού τον εραστήν ευρίσκω της ψυχής μου, Και περιβλέπομαι συχνώς ιδείν τον ποθητόν μου, Κακείνος ως αόρατος ούχ οράταί μοι όλως».
[Συμεών του νέου Θεολόγου: Τα ευρισκόμενα, έκδ. Β. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1969, Μέρος Β' Λόγος
έβδομος, σελ. 13.]


Ο  Αρχιμ. Σωφρόνιος μιλώντας για  τους μοναχούς εκείνους, πού γνώρισαν από την αρχή της μοναχικής τους ζωής την Χάρη των τελείων, γράφει: «Όσοι ασκητές ανήκουν σ' αυτό το τελευταίο είδος υποφέρουν περισσότερο απ’ όλους, γιατί μετά τη γεύση της χάρης, μετά τη θεωρία του Θείου φωτός βιώνουν πιο βαθειά και με μεγαλύτερη οδύνη την οξεία αντίθεση, το σκότος της εγκαταλείψεως από τον Θεό και την ταραχή των παθών: μόνον αυτοί ξέρουν ΤΙ έχασαν. Κι εκτός απ’ αυτό, η βίωση της χάρης μεταβάλλει με την επενέργεια της ολόκληρο τον άνθρωπο και τον κάνει ασυγκρίτως ευαίσθητο σε ΚΑΘΕ πνευματικό φαινόμενο. 


Αυτή η τελευταία τάξη πάσχει περισσότερο από τους άλλους, επειδή η αγάπη του Χριστού υπόκειται στόν παρόντα κόσμο σε μια εξαιρετικά ισχυρή «πύρωσιν προς πειρασμόν» (Α' Πέτρ. δ' 12). Γιατί η αγάπη του Χριστού στον κόσμο δεν μπορεί παρά να πάσχη (Πράξ. κστ' 23). 


Ο μακάριος Γέροντας Σιλουανός άνηκε σ' αυτό το τελευταίο είδος κι έτσι καταλαβαίνουμε τα λόγια του: 


«εσείς δεν μπορείτε να καταλάβετε τη λύπη μου» ή «όποιος δεν εγνώρισε τον Κύριο, αυτός δεν μπορεί να Τον αναζητή με θρήνο». Όταν περιγράφη την απαρηγόρητη λύπη και τον θρήνο του Αδάμ μετά την έξωση από τον Παράδεισο, περιγράφει ουσιαστικά τον δικό του θρήνο και την θλίψη της δικής του ψυχής για την χαμένη χάρη» [Αρχιμ. Σωφρονίου: ενθ. άνωτ. σελ. 26-27.] 
Εκφραστικώτερος  είναι  στο  πιο  κάτω  απόσπασμα:  «Ψυχή  πού γνώρισε  τον  Θεό, υψώθηκε στη  θεωρία  του κόσμου του αιωνίου φωτός και μετά έχασε αυτή τη χάρη, βρίσκεται σε μια τέτοια κατάσταση, που ούτε καν να την φανταστή μπορεί όποιος δεν την γνώρισε προσωπικά. Το μαρτύριο και η θλίψη ΜΙΑΣ τέτοιας ψυχής είναι ανείπωτα, αισθάνεται ένα ιδιαίτερο μεταφυσικό άλγος. Για τον άνθρωπο πού εβίωσε την απερίγραπτη γλυκύτητα της αγάπης του Θεού, δεν απομένει τίποτα σ’ αυτό τον κόσμο πού να μπορή να τον γοητεύση. Κατά κάποιο τρόπο η επίγεια ζωή γίνεται καταθλιπτικό φορτίο και αυτός κλαίγοντας ξαναζητά πάλι εκείνη τη ζωή πού ψηλάφησε. Σύζυγος πού χάνει τη γυναίκα του, πολυαγαπημένη ύπαρξη, ή μητέρα πού χάνει τον μονάκριβο γυιό της, μπορούν να καταλάβουν κάπως —κι αυτό μερικώς— την οδύνη του. Γιατί η αγάπη του Θεού με τη δύναμη και την αξία της, με το ασύγκριτο κάλλος και την επιβολή της ξεπερνά απείρως κάθε άλλη ανθρώπινη αγάπη. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει για όσους έχασαν τη χάρη πώς το βασανιστήριο τους ξεπερνά το βασανιστήριο όσων καταδικάστηκαν  σε  θάνατο  και  το  πένθος  τους  το  πένθος  «των νεκρούς κοπτωμένων».


Το μέγεθος της απώλειας και οι θλίψεις πού συνδέονται μ' αυτήν ωθούν σ' εξαιρετικούς αγώνες. Η αγωνιζομένη ψυχή φθάνει μέχρις εξαντλήσεως των δυνάμεων της και όμως δεν πετυχαίνει το πο- θούμενο. Η χάρη μόνο μερικές στιγμές και για λίγο μαρτυρεί πώς βρίσκεται κοντά και φεύγει ξανά. Ο ασκητής υποφέρει φρικτά από τον ζόφο της Θείας εγκαταλείψεως. Ο νους του, παρ' όλο τον άθλο της αδιάλειπτης εσωτερικής προσευχής, χάνει την διαύγεια του. Τις νύχτες οι δαίμονες προσπαθούν να αποσπάσουν τον μοναχό από την προσευχή  ή  τουλάχιστο  να  μην  τον  αφήσουν  να  προσεύχεται καθαρά. Πολλά πράγματα παραμένουν ασαφή, η ψυχή βυθίζεται σε απορία και αναζητεί επίμονα τον Θεό. Γύρω της βρίσκει μόνον αναιδείς δαίμονες. 
«Συ δε Κύριε, έως πότε.,, ίνα τι με εγκατέλειπες»;. [ενθ. άνωτ. σελ. 40-41.]




Τότε μπορούμε να μιλούμε για τον θρήνο του Αδάμ στα όρια της προσωπικής μας ζωής. Τότε μπορούμε να καταλάβουμε την θλίψη του Αδάμ μετά την διάπραξη της αμαρτίας. Έτσι την ένοιωθε ΚΙ ο 
Γέροντας Σιλουανός. Την απώλεια της Χάριτος ή την υποστολή της Χάριτος την βίωνε όπως ο ίδιος ο Προπάτορας Αδάμ. Γι’ αυτό γράφει πονεμένα και παρακλητικά:
«Ο Αδάμ, ο πατέρας της οικουμένης, εγνώριζε στον Παράδεισο τη γλυκύτητα της θείας αγάπης. Ετσί, μετά την έξωσή του από τον Παράδεισο για το αμάρτημά του, εγκαταλειμμένος από την αγάπη του Θεού, θλιβόταν πικρά και οδυρόταν με βαθείς στεναγμούς. Όλη η έρημος αντηχούσε από τους λυγμούς του. Η ψυχή του βασανιζόταν με τη σκέψη: «Ελύπησα τον αγαπημένο μου Θεό». Δεν μετάνιωνε τόσο για την Εδέμ και το κάλλος της, όσο ΓΙΑ την απώλεια της θείας αγάπης, πού τραβά αχόρταγα την ψυχή στον Θεό.


Το ίδιο και κάθε ψυχή πού γνώρισε με το Άγιο Πνεύμα το Θεό κι' υστέρα έχασε τη χάρη, δοκιμάζει το αδαμιαίο πένθος. Θλίβεται η ψυχή και μεταμελείται σφοδρώς, όταν προσβάλλη τον αγαπημένο Κύριο. 
Βασανιζόταν κι οδυρόταν στη γη ο Αδάμ κι η γη δεν του έδινε χαρά.
Νοσταλγούσε το Θεό κι εφώναζε:
«Διψά η ψυχή μου τον Κύριο και Τον αναζητώ με δάκρυα.
Πώς να μη Τον ζητώ;
Όταν ήμουν μαζί Του, αγαλλόταν ειρηνικά η ψυχή μου και ήμουν απρόσιτος για τους εχθρούς.


Τώρα όμως απέκτησε εξουσία πάνω μου το πονηρό πνεύμα και κλονίζει και τυραννεί την ψυχή μου. Γι’ αυτό λυώνει η ψυχή μου για τον Κύριο μέχρι θανάτου. Το πνεύμα μου ορμά προς τον Θεό και τίποτε  το  γήϊνο  δεν  με  παρηγορεί,  κι  η  ψυχή  μου  δεν  βρίσκει πουθενά παρηγοριά, αλλά ποθεί διψασμένα να Τον δη και να Τον απόλαυση ωσότου χόρταση. 
Δεν μπορώ να Τον λησμονήσω ούτε στιγμή κι από τον πολύ μου πόνο στενάζω και οδύρομαι; «Ελέησόν με, ο Θεός, το παραπεσόν Σου πλάσμα».


Έτσι οδυρόταν ο Αδάμ κι έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα από το πρόσωπο του κι έπεφταν στο στήθος του και στη γη. 
Με δέος άκουγε όλη η έρημος τους στεναγμούς του.
Ζώα και πουλιά σιωπούσαν από θλίψη.
Κι ο Αδάμ οδυρόταν, γιατί με το αμάρτημά του στερήθηκαν όλοι την ειρήνη και την αγάπη...
Κι εγώ έχασα τη χάρη και φωνάζω μαζί με τον Αδάμ: «Σπλαχνίσου με, Κύριε. Δώσε μου πνεύμα ταπεινώσεως και αγάπης».
Ω αγάπη του Κυρίου! Όποιος σε γνώρισε, σ' αναζητεί ακούραστα και φωνάζει μέρα και νύχτα:
«Σε ποθώ, Κύριε, και Σ’ αναζητώ με δάκρυα. Πώς να μη Σε ζητώ; Εσύ μου έδωσες να Σε γνωρίσω με το Άγιο Πνεύμα, κι αυτή η θεία γνώση τραβά αδιάκοπα την ψυχή μου κοντά Σου».
Θρηνεί ο Αδάμ:
«Δεν με τέρπει η σιγή της ερήμου.
Δεν με τραβούν των βουνών τα ψηλώματα.
Δεν μ’ αναπαύει η ομορφιά των δασών και των λειβαδιών.
Δεν καταπραύνει τον πόνο μου των πουλιών το κελάδημα.
Τίποτε, τίποτε δεν μου δίνει τώρα χαρά.
Η ψυχή μου ράγισε από την πολύ στενοχώρια.
Τον αγαπημένο Θεό μου επρόσβαλα.
Κι αν με ξανάπαιρνε στον παράδεισο ο Κύριος και εκεί θα θρηνούσα λυπητερά, πονεμένα:
Γιατί πίκρανα τον αγαπημένο μου Θεό».


Διωγμένος από τον Παράδεισο ο Αδάμ ανάβλυζε πηγές από δάκρυα από την πληγωμένη του καρδιά. Το ίδιο κάθε ψυχή πού γνώρισε τον Κύριο θρηνεί γι' Αυτόν και λέει: 


«Που είσαι, Κύριε; 
Γιατί κρύβεις το πρόσωπο Σου;
Πολύν καιρό τώρα δεν βλέπει το Φως Σου η ψυχή μου και Σ’
αποζητά θλιμμένη.
Που είναι ο Κύριος μου;
Γιατί δεν Τον βλέπω στην ψυχή μου;
Τι Τον εμποδίζει να κατοική εντός μου;
Δεν υπάρχει μέσα μου, λοιπόν, η ταπείνωση του Χριστού και η αγάπη για τους εχθρούς.
Γιατί ο Θεός είναι αγάπη, άπειρη και ανερμήνευτη». [Ενθ. άνωτ. σελ. 487-489.] Βιώνει τότε ο αθλητής υπαρξιακά τον θάνατο. Γιατί ο πραγματικός θάνατος είναι ο χωρισμός του ανθρωπου από τον Θεό. Ο Θεός είναι η ζωή. Και η απομάκρυνση από τη ζωή φέρει αναπόφευκτα τον
θάνατο. Σ' αυτήν την περίοδο μπορεί ο αθλητής να βιώνη την μνήμη του θανάτου σαν χάρισμα. Επαναλαμβάνουμε, δεν πρόκειται για απελπισία κατά άνθρωπον, αλλά για κατά Θεόν απελπισία. Δεν πρό- κειται για φόβο του Θεού κατά άνθρωπον, αλλά για φόβο Θεού κατά Χάρη. Αυτό το καταλαβαίνουμε γιατί στην δεύτερη περίπτωση δημιουργείται έμπνευση, προσευχή! Πραγματικά η μνήμη του θανά- του, κατά τους Πατέρας, δεν είναι μια ανάμνηση του θανάτου, γιατί αυτό  μπορεί  να  το  έχουν  όλοι  οι  άνθρωποι  βλέποντας  την φθαρτότητα του κόσμου. Είναι και αυτό. Αλλά κυρίως η μνήμη του θανάτου είναι χάρισμα.


«Μ’  αυτό τον όρο (μνήμη του θανάτου) η ασκητική γραμματεία των Πατέρων εννοεί όχι τη συνηθισμένη συνείδηση του ανθρώπου για τη θνητότητα του, δηλ. την απλή σκέψη πώς θα πεθάνωμε, αλλά μιαν ιδιαίτερη πνευματική αίσθηση, πού εμπνέεται από τη χάρη. Η μνήμη του θανάτου αρχίζει με τη συναίσθηση της συντομίας της επίγειας υπάρξεως μας. Άλλοτε αδυνατίζοντας και άλλοτε δυναμώνοντας, γίνεται τελικά βαθύ «αίσθημα» της φθοράς και της παροδικότητας κάθε τι του επιγείου, πού μεταβάλλει έτσι τη στάση του ανθρώπου απέναντι σ’ ο,τιδήποτε υπάρχει στον κόσμο. Όσα δεν μένουν αιώνια χάνουν γι' αυτόν την αξία τους κι εμφανίζεται η συναίσθηση πώς όλα τα γήινα αποκτήματα είναι μάταια. Η προσοχή του νου φεύγει από τον εξωτερικό κόσμο πού τον περιβάλλει και συγκεντρώνεται προς τα μέσα, όπου η ψυχή αντιμετωπίζει κατά πρόσωπο την ακατάληπτη άβυσσο του σκότους. Αυτό το θέαμα τρομάζει την ψυχή μα και γεννά σύντονη προσευχή, πού διαρκεί συνεχώς, μέρα και νύχτα. Ο χρόνος χάνει τη διάσταση του —στην αρχή όχι διότι η ψυχή είδε το φως της αιώνιας ζωής, άλλ' αντίθετα επειδή το αίσθημα του αιώνιου θανάτου καταβρόχθισε τα πάντα. Τελικά, αφού περάσει πολλά και διάφορα στάδια, η ψυχή μπαίνει με την επενέργεια της χάρης στη σφαίρα του άναρχου Θείου φωτός. Αυτό όμως δεν είναι φιλοσοφική 
«υπέρβαση», αλλά η ζωή στην πραγματική της εκδήλωση, πού δεν έχει ανάγκη από διαλεκτικές «αποδείξεις». Γνώση απροσδιόριστη, αναπόδεικτη, ανεκδήλωτη, παρ' όλο όμως πού είναι απροσδιόριστη, όπως η πραγματική ζωή, είναι ασύγκριτα πιο δυνατή και πιο πειστική εσωτερικά απ’ ότι η πιο άψογη αφηρημένη διαλεκτική». [ενθ. άνωτ. σελ. 112-
113.]
Ο Θεός γι' αυτόν πέθανε. Ο ίδιος ουσιαστικά πέθανε για τον Θεό. Βλέπει ο αθλητής της πνευματικής αυτής ζωής τον θάνατο μέσα στα έγκατα του, σε όλη την ύπαρξη. Και όπως, όταν αισθάνεται την Χάρη μέσα του, ζή μια πασχάλεια εμπειρία και όλα έξω είναι λαμπερά, έτσι αντίστροφα συμβαίνει με την αίσθηση του θανάτου πού κυριαρχεί στην ύπαρξή του. Όλα είναι πεθαμένα. Δεν τον ικανοποιεί τίποτε. Βλέπει τον θάνατο παντού. Όλους τους ανθρώπους τους βλέπει θνητούς. Γι’ αυτό και δεν επιζητεί εξουσία πάνω σε θνητούς. Δεν ζητάει εξουσία από θνητούς. Δεν είναι μακάβριο θέαμα να βλέπης κάποιον να είναι άρχοντας θνητών και πεθαμένων, να κάνη τον άρχοντα σε ένα νεκροταφείο;
Αύτη είναι η κένωση του ανθρώπου κατά το πρότυπο της κενώσεως του Χριστού. Οι άγιοι περνούν οπωσδήποτε οπό την κατάσταση αύτη. Είναι ένας άδης, είναι μια βίωση της κολάσεως. Οι φλόγες της κολάσεως καίγουν τα πάντα. Την εσωτερική διάθεση, την επιθυμία, ακόμη και αυτό το σώμα.


Ο άγιος Ανδρέας, επίσκοπος Κρήτης, ερμηνεύοντας το χωρίο του Αποστόλου Πέτρου ότι ο Χριστός «και τοις εν φυλακή γαρ πνεύματι πορευθείς εκήρυξε», δηλ. κατέβηκε στον Άδη, γράφει: 


«Πώς ουκ αν είη τούτο σαφές και παντελώς αναντίρρητον, ως και νυν απάντων των ανθρώπων, και μέντοι και των αγίων αι ψυχαί τόν αειδή τόπον εκείνον διέρχονται μεν, ου κατέχονται δέ, πλην των όσαι τη κατά τον βίον ραστώνη τον δι' αμαρτίας θάνατον επεσπάσαντο;... Ώστε διελεύσονται μεν αι των αγίων ψυχαί, καθά δέδεικται, δια των τον άδου πυλών. «Ου γαρ εστί μαθητής υπέρ τον διδάσκαλον». Ου μην οίμαι κατασχεθήσονται καθά και πρώην, ότε, κατά το γεγραμμένον, «εβασίλευσε συν τω θανάτω η αμαρτία». Διελεύσονται δε (άκουε συνετώς) ούχ ώστε διολεσθήναι, αλλ' ώστε διερευνήσαι και μυηθήναι κακεί το ξένον της θείας οικονομίας μυστήριον (λέγω δε την εις άδου κατάβασιν, ην υπέρ ημών εκών ο ζωαρχικός Ιησούς εποιήσατο, τον δια σταυρού θάνατον υπομείνας, ο απαθής και ανώλεθρος), προσέτι και των εκείσε τελεσθέντων τον υπερφυά λόγον εκδιδαχθήναι, όση τε και οία δια της συμβολής ή νίκη γέγονε τω Σωτήρι,   τους αιωνίους καθαιρούντι μοχλούς». [Ρ. ΜΙGΝΕ, τόμος 97, 1049-1052.] 
Ένας νέος μοναχός σε γράμμα πού έστειλε στον πνευματικό του
Πατέρα ως έξης εκφράζεται για την κατάσταση αυτή πού ζούσε:


«...Όπως  ξέρετε  είχα  αρχίσει  να  χάνω  την  προσευχή.  Τώρα  την έχασα τελείως. Προσπαθώ να κάνω την ευχή, αλλά κουράζομαι και δεν έχω την ζέση πού είχα προηγουμένως... Το ότι έχασα την προσευχή με στενοχωρεί αφάνταστα. Νοιώθω σαν ένα ζώο πού κοιμάται και τρώει. Έχω βαθειά θλίψη. Με παρηγορεί κάπως το γεγονός ότι έτσι θέλει ο Θεός και κάνω υπομονή. Αλλά και αύτη η υπομονή έχει τα όριά της. Πονάω πολύ. Κλαίω μέρα-νύχτα. Περισσότερο κλαίει η καρδιά μου. Αισθάνομαι κενός, άδειος. Δεν μπορώ να προσευχηθώ και αισθάνομαι πεθαμένος. Τίποτε άλλο δεν με ικανοποιεί στον κόσμο. Δίπλα μου και γύρω μου τα βλέπω όλα νεκρά. Τους ανθρώπους πού συναντώ στον δρόμο τους βλέπω όλους θνητούς, πεθαμένους, νεκρούς. Όλα μιλούν για την παρουσία και την αγάπη του Θεού, αλλά και όλα μιλούν για την απουσία Του. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί οι άνθρωποι γελάνε, διασκεδάζουν, χαίρονται. Πώς μπορούν να το κάνουν; Τους βλέπω να γελάνε, να τραγουδάνε, να χορεύουν και εγώ κλαίω. Γιατί βλέπω να τα κάνουν αυτά νεκροί και πεθαμένοι άνθρωποι! 
Έχω την εντύπωση πώς η σωματική κόπωση προέρχεται από αυτό. Έχασα   την   προσευχή,   τον   Θεό,   την   αγάπη.   Είμαι   νεκρός. Θλιμμένος. Οι γύρω μου δεν καταλαβαίνουν τίποτε. Μάλιστα με μακαρίζουν. Εγώ όμως είμαι πικραμένος. Έχασα το παν. Την ζωή. Δεν συγκρίνεται η θλίψη πού έχω με την θλίψη της μητέρας πού έχασε το παιδί της ή της γυναίκας πού έχασε τον άνδρα της.
Σχεδόν τρία χρόνια ήμουν ωραία. Όλα ήταν ευχάριστα. Πανηγύριζα. Γλεντούσα με την παρουσία του Θεού. Η ημέρα γινόταν νύχτα και η νύχτα ημέρα. Η χαρά ήταν ανέκφραστη. Τώρα είμαι ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Υπάρχει κάποιος πού να μπόρεση να με καταλάβη; Ξέρω βεβαιότατα ότι υπάρχει Θεός. Υπάρχει Θεός, γεμάτος αγάπη, αλλά εγώ δεν υπάρχω γι’ Αυτόν. Είμαι νεκρός!
Δεν ξέρω τι να κάνω. Περιμένω, κάνω υπομονή, προσπαθώ να γεμίσω τις ώρες μου με κάτι πού θα με ξεκουράση. Όμως όλα είναι ψευτοφάρμακα. Μικροχαρές. Κίβδηλα. Εφήμερα. Πρώτα με ευχα- ριστούσαν, τώρα όχι. Με κουράζουν.
Σαν να μην είμαι φυσικός άνθρωπος. Ναι, δεν είμαι. Δεν μοιάζω καθόλου με τους άλλους. Τουλάχιστον οι άλλοι άνθρωποι έχουν μερικά πράγματα με τα οποία μπορούν να χαίρονται. Εγώ ούτε έχω, ούτε μπορώ. Σαν να έγινα ανίκανος για όλα. Είμαι ένα ζώο πού τρώει,  κοιμάται,  μιλάει,  ζη  με  τους  ανθρώπους  κλπ.  αλλά  δεν χαίρεται, δεν αισθάνεται τίποτε, χάθηκε η ευαισθησία. Κάθε στιγμή πού περνάει χωρίς την προσευχή είναι κόλαση. Νοιώθω τις φλόγες της κολάσεως να με κατατρώγουν. Γέροντα τι φταίει; Τι πρέπει να κάνω; Πώς να ζω; Πώς να προφυλαχθώ, για να μην πέσω στην α- πελπισία κατά άνθρωπο; Υπάρχει θεραπεία; Δεν ξέρω ακόμη τι να ρωτήσω. Τα έχω χαμένα.
Γράφω το γράμμα αυτό σαν χαμένος, θλιμμένος και πικραμένος, ζητώντας μια βοήθεια. Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς εσωτερική προσευχή. Αυτό τα λέει όλα. Η καρδιά ξεράθηκε. Είμαι νεκρός. Και μαζί μου όλοι είναι νεκροί, πεθαμένοι. Ο Θεός είναι μακρυά μου. Είμαι ένα μηδέν...»


Είναι σημαντικό να αναφερόμαστε και να προσπαθούμε να εξηγήσουμε αυτήν την περίοδο της πνευματικής ζωής, γιατί πολλοί την διέρχονται, αλλά δεν γνωρίζουν τι ακριβώς είναι αυτή η κατάστα- ση. Φθάνουν μέχρι τελείας απελπισίας, αγνοούντες τον χαρακτήρα της πνευματικής ζωής, αγνοούντες την παιδεία του Θεού. Έτσι τα χάνουν, απελπίζονται. Υπάρχουν περιπτώσεις πού μοναχοί εγκατα- λείπουν την μοναχική τους ζωή και φεύγουν στον κόσμο παραβαίνοντες τις υποσχέσεις, πού έδωσαν στον Θεό κατά την μοναχική κούρα. Άλλοι τρέχουν στους ψυχιάτρους, για να δώσουν μια ερμηνεία των καταστάσεων αυτών και μερικοί ακόμη παρα- φρονούν. 
Σ' όλους αυτούς λέμε ότι αυτή είναι μία φυσική κατάσταση. Όλοι όσοι  αγωνίζονται  τον  καλό  αγώνα  διέρχονται  από  αυτόν  τον πειρασμό. Με αυτόν τον τρόπο αποκτούν πείρα πνευματική. Γι’ αυτό χρειάζεται υπομονή πολλή, προσευχή έντονη και σύντονη. Ο Απόστολος Παύλος γράφει: «Ει παιδείαν υπομένετε, ως υιοίς υμίν προσφέρεται ο Θεός' τις γαρ εστίν υιός ον ου παιδεύει πατήρ; ει δε χωρίς έστε παιδείας, ης μέτοχοι γεγόνασι πάντες, άρα νόθοι έστε και ούχ υιοί» (Εβρ. ιβ 7-9).
Πρέπει να λεχθή ότι και λίγη προσευχή κατ' αυτήν την περίοδο, αντιστοιχεί με προσευχή πολλών ωρών κατά την προηγουμένη περίοδο. Μαθαίνει ο  άνθρωπος  αυτόν  τον  καιρό  να  προσεύχεται νοερά. Μαθαίνει πολλούς τρόπους νοεράς προσευχής. Ο νους του αθλητού από τον πολύ πόνο, την μεγάλη μετάνοια συγκεντρώνεται στην καρδιά. Κλαίει. Όπως το πλοίο ρίπτει την άγκυρα στον πυθμένα της θαλάσσης, έτσι και ο νους ρίπτεται στην καρδιά. Παραμένει εκεί και αυτό είναι νοερά προσευχή. Αφού γνωρίσουμε ότι αύτη ή κατάσταση είναι φυσική, πρέπει να γνωρίσουμε και τους τρόπους της αντιμετωπίσεως. Θα ήθελα στην συνέχεια να αναφέρω μερικές πατερικές διδασκαλίες για το θέμα αυτό.


Ο άγιος Ιωάννης ο Καρπάθιος γράφει: 
«Ο  χρόνον  τινά  υπό  της  θείας  φωτιζόμενος  και  αναπαυόμενος χάριτος, μετά δε την ταύτης υποστολήν ρεμβασμοίς περιπίπτων και γογγύζων δια τούτο και μη ανδριζόμενος δια της ικεσίας πάλιν επανακαλέσασθαι την σωτήριον εκείνην πληροφορίαν, άλλ' αποδυσπετών, ομοιός εστί πτωχώ λαβόντι ελεημοσύνην από του παλατιού και δυσανασχετούντι, διότι ουκ εισήλθεν έσω συναριστήσαι τω βασιλεί». [Φιλοκαλία, έκδ. Παπαδημητρίου, τόμος Α' σελ. 291.]



Ο άγιος Διάδοχος Φωτικής έχοντας υπ' όψη του την παιδευτική παραχώρηση και την κατά αποστροφήν του Θεού περιγράφει την αντιμετώπιση κάθε μιας από αυτές: 
«Εκεί μεν γαρ (στην παιδευτική) ευχαριστίαν μετά της απολογίας προσάγειν αυτώ οφείλομεν ως το της γνώμης ημών ακόλαστον τη σχολή της παρακλήσεως κολάζοντι, ίνα αρετής ημάς και κακίας ως πατήρ αγαθός διδάσκοι την διαφοράν' ενταύθα (στην κατά αποστροφή) δε εξαγόρευσιν των αμαρτημάτων  άπαυστον  και  δάκρυον  ανελλιπές  και  αναχώρησιν  πλείονα, όπως αν ούτω δυνηθώμεν τη προσθήκη των πόνων δυσωπήσαί ποτέ τον Θεόν επιβλέψαι ως το πριν εις τας καρδίας ημών». [Θεοκλήτου μον. Διονυσιάτου: ενθ. άνωτ. κεφ. πζ' σελ. 196.]


Ο ίδιος δε Πατήρ γράφει ότι πρέπει να λυπούμαστε συμμέτρως: 
«Δει ουν λυπείσθαι μεν ημάς συμμέτρως ως εγκαταλειφθέντας, ίνα πλέον ταπεινωθώμεν και υποταγώμεν τη δόξη του Κυρίου, χαίρειν δε ευκαίρως τη αγαθή ελπίδι πτερουμένους. Ως γαρ η πολλή λύπη εις απελπισμόν και απιστίαν την ψυχήν περιίστησιν, ούτως και η πολλή χαρά εις οίησιν αυτήν
προκαλείται, επί των έτι δε νηπιαζόντων λέγω, φωτισμού μεν γαρ και εγκαταλείψεως  το  μέσον  πείρα,  λύπης  δε  και  χαράς  το  μέσον  ελπίς.
«Υπομένων γαρ, φησίν, υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι» και πάλιν,
«Κατά το πλήθος των οδυνών μου εν τη καρδία μου αι παρακλήσεις σου ηύφραναν την ψυχήν μου». [ενθ. άνωτ. κεφ. ξθ' σελ. 152.]


Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος σ’ αυτήν την περίπτωση συνιστά να μην ταραχθούμε: 
«Και έν τω καιρώ, εν ω γινόμεθα εν τη σκοτώσει, μη ταραχθώμεν, και μάλιστα εάν μη εξ ημών η αίτια ταύτης ή. Τη πρόνοια δε του Θεού λογίζου ταύτην, δια τας αιτίας, ας οίδεν αυτός μόνος ο Θεός». [Ισαάκ του Σύρου: ενθ. άνωτ. Σελ. 232.]


Σε άλλη περίπτωση ο ίδιος άγιος Πατήρ συνιστά: 
«Λοιπόν πρέπει ημάς εν τοις καιροίς τούτων των πειρασμών έχειν δύο τινά εναντία αλλήλοις, και κατά μηδέν ομοιούντα. Ταύτα δε είσι χαρά, και φόβος. Χαρά μεν, άτι εν τη οδώ τη πατηθείση οπό των αγίων, μάλλον δε υπό του ζωοποιούντος τα πάντα, ευρέθης βαδίζων. Και τούτο δήλον εκ της διαγνώσεως των πειρασμών. Τον φόβον δέ οφείλομεν έχειν, ότι μήπως εκ της αιτίας της υπερηφανίας πειραζόμεθα εν τούτοις. Όμως σοφίζονται υπό της χάριτος οι ταπεινόφρονες του δύνασθαι ταύτα πάντα διακρίναι, και γνώναι τις εστίν ο πειρασμός ο εκ του καρπού της υπερηφανίας, και τις ο εκ των ραπισμάτων των τυπτομένων εκ της αγάπης, διακέκρινται γαρ οι πειρασμοί τον εκβιβασμού, και της αυξήσεως της πολιτείας εν τω αγαθώ, εκ των πειρασμών της παραχωρήσεως της εις παιδείαν, δια την υπερηφανίαν της καρδίας».


Χαρακτηριστικά και πατερικά είναι και τα όσα λέγει ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης αναφερόμενος στον αστέρα πού έχασαν οι μάγοι οδεύοντες προς τον Χριστό: «Αλλα συ αδελφέ, πόσαις φοραίς ωλιγοψύχησες, όταν έλειψεν από εσένα ο ουράνιος αστήρ όπου σε ωδήγει; πόσαις φοραίς εγόγγυσες και ηθέλησες να στραφής εις τα οπίσω, ήγουν να αφήσης τον δρόμον της αρετής όπου απεφάσισες να περιπατήσης, και να γυρίσης πάλιν εις την προτέραν σου στράταν της αμαρτίας, όταν η χάρις του Θεού ετραβήχθη από εσένα προς ώραν και σε άφησε να δοκιμάσης κανένα παραμικρόν πειρασμόν ή πικρότητα της καρδίας ή σκότος του νοός; Όθεν από ταύτην την μικροψυχίαν και ανυπομονησίαν σου, συμπέραναι πώς εις την στάσιν 
της αρετής ακόμη είσαι βρέφος και νήπιον και δια τούτο πάντοτε θέ- λεις  να  τρώγης  γάλα,  ήγουν  να  αισθάνεσαι  τας  γλυκύτητας  της χάριτος και ευθύς όπου ολίγον τας υστερηθής γίνεσαι ανυπομόνητος, χάνεσαι και απελπίζεσαι και φωνάζεις κι εσύ με τον Πέτρον, όταν εκινδύνευε να βυθισθή εις την θάλασσαν «Κύριε σώσόν με» (Ματθ. ιδ'
30). Αλά σου αποκρίνομαι και εγώ, καθώς τότε απεκρίθη εις τον Πέτρον ο Ιησούς, «ολιγόπιστε, εις τι εδίστασας»; (αυτόθι). Και τι θαυμαστόν είναι ον ακολουθής τον Ιησούν, όταν πηγαίνει εις το Θαβώριον όρος δια να μεταμορφωθή; ήγουν τι θαυμαστόν είναι αν κάμνης την αρετήν και φυλάττης τας έντολάς του Κυρίου, όταν η χάρις του Θεού φωτίζη τον νουν σου με τας θείας ελλάμψεις της; Τι μεγάλον πράγμα είναι, εάν δείχνης υπομονήν και ανδρείαν όταν η χάρις του Θεού γλυκαίνει την καρδίαν σου με την ομαλήν θέρμην της, με την γλυκείαν κατάνυξιν και με τα φωτολαμπή της νοήματα; Το θαυμαστόν είναι να ακόλουθης τον Ιησούν, όταν πηγαίνη εις το όρος του Γολγοθά δια να σταυρωθή ήγουν το θαυμαστόν είναι να κάμνης την αρετήν και από αυτήν να μη εκκλίνης, όταν έλθουν αι θλίψεις και οι πειρασμοί, τόσον οι εξωτερικοί όσον και οι εσωτερικοί, καθώς είναι αι πνευματικοί ξηρότητες της καρδίας και η στέρησις της κατανύξεως. Η μεγάλη ανδρεία τότε δοκιμάζεται, όταν σε υστερήση η χάρις του Θεού τας γλυκύτητας της και εσύ δεν μικροψυχήσης ολότελα.
Μετανόησαι λοιπόν διότι εφάνης μικρόψυχος και ανυπομόνητος εις τους πειρασμούς όπου απήντησες εις την στράταν της αρετής και δεν εστάθης ανδρείος, όταν η χάρις του Θεού ετραβίχθη ολίγον από λόγου σου δια να σε δοκιμάση και ταπεινώσου έως εδάφους. Ευχαρίστησαι  τον  Κύριον,  όπου  πάλιν  με  την  χάριν  του  σε επεσκέφθη και δεν σε άφηκε να χαθής ολότελα, ψάλλωντας με τον Δαβίδ «ειμή ότι Κύριος εβοήθησέ μοι παρά βραχύ παρώκησε τω άδη η ψυχή μου» (ψαλμ. 93, 17) και παρακάλεσαί τον να σου δώση πάλιν τας πρώτας γλυκύτητας και χαράς της χάριτός του, καθώς τον παρεκάλει περί τούτου και ο Δαβίδ «απόδος μοι την αγαλλίασιν του σωτηρίου σου» (ψαλμ. ν') ποίησον και κάποια αισθητά κινήματα, κτύπησαι το στήθος σου με τα χέρια σου, εναγκάλισαι τον σταυρόν του Κυρίου, ή την αγίαν εικόνα του (εάν όμως δεν ήναι τινάς να σε βλέπη) και φώναξαι και εσύ και ειπέ του εκείνα τα λόγια όπου του είπεν ο Ιακώβ. Κύριε δεν σε αφήνω και δεν φεύγω από εδώ έως ου να με ευλόγησης και να μου θερμάνης την καρδίαν μου και να μου
γλυκάνης την ψυχήν μου με την κατάνυξιν και με την θείαν σου χάριν
«ου μη σε αποστείλω εάν μη με ευλόγησης» (Γεν. λβ' 26). Ειπέ του και τα λόγια της Χαναναίας, «ναι, Κύριε και τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών» (Ματθ. κε' 27)' ήγουν δός μοι Κύριε ολίγον τι από εκείνας τας παρηγοριάς όπου δίδεις εις τους κατά πνεύμα υιούς και φίλους σου, και ζήτησε του να προλαμβάνη κρυφίως να σε ενδυναμώνη με την χάριν του όσαις φοραίς αποφασίση να σου ακολουθήσουν πειρασμοί, καθώς το λέγει ο άγιος Ισαάκ δια να μπορής με την δύναμίν του να τους υπομένης ευχαρίστως». [Νικόδημου του Αγιορείτου: Γυμνάσματα Πνευματικά, ένθ. ά- νωτ. σελ. 176-177 & 178.]

Η πατερική διδασκαλία συνιστά υπομονή, προσευχή, και αναφορά σε διδασκάλους πού γνωρίζουν εκ πείρας αυτές τις ευλογημένες πραγματικά καταστάσεις. Και φυσικά χρειάζονται άνθρωποι πού να έχουν περάσει αυτά τα στάδια. Αυτοί είναι αληθινοί και σωστοί πνευματικοί πού μπορούν να καθοδηγούν τον λαό του Θεού. Αυτήν την μεγάλη αξία έχουν οι μοναχοί στην σύγχρονη εποχή. Αυτοί ανα- παύουν, καθοδηγούν, εμπνέουν και ηρεμούν τον άνθρωπο. 

Ο  άγιος  Διάδοχος  κοντά  σε  όσα  πνευματικά  μας  είπε  και παραθέσαμε στις σκέψεις αυτές, τονίζει ότι είναι αδύνατον να αποκτήσουμε την τελειότητα της θείας Χάριτος. Γι' αυτό και πονά η ψυχή, γι’ αυτό και χρειάζεται να αγωνίζεται, ώστε ολίγον κατ' ολίγον να δέχεται την Χάρη έως ότου αποκτήση ο άνθρωπος την ζωή και καταποθή το θνητόν: 


«Όθεν πλέον αλγύνεται η ψυχή φέρουσα μεν την μνήμην της πνευματικής αγάπης, μη δυναμένη δε αυτήν εν αισθήσει κτήσασθαι δια την των τελειότατων πόνων υστέρησιν. Χρεία ούν εκ βίας αυτήν τέως κατεργάζεσθαι, ίνα εις την γεύσιν αυτής εν πάση αισθήσει καταφθάσωμεν και πληροφορία. Το γαρ τέλειον αυτής ουδείς εν τη σαρκί ων ταύτη δύναται κτήσασθαι, ει μόνον οι άχρι μαρτυρίου και τελείας ανθομολογήσεως ελθόντες άγιοι. Επειδή ο τούτον τυχών αλλάσσεται όλος και ούτε τροφής ευχερώς ορέγεται. Τω γαρ υπό της θείας  αγάπης  τρεφομένω  ποία  έσται  επιθυμία  των  εν  τω  κοσμώ καλών;  Δια  τούτο  ο  σοφώτατος  Παύλος,  το  μέγα  δοχείον  της γνώσεως την μέλλουσαν τροφήν των πρώτων δικαίων ημάς εκ της αυτού  πληροφορίας  ευαγγελιζόμενος  ούτως  λέγει:  «ουκ  εστίν  η 
βασιλεία των ουρανών βρώσις και πόσις, αλλά δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά εν πνεύματι αγίω», άτινά εστίν ο καρπός της τελείας αγάπης. Ώστε ούν γενέσθαι μεν αυτής ενταύθα συνεχώς οι εις τελειότητα προκόπτοντες δύνανται, τελείως δε αυτήν ουδείς δύναται κτήσασθαι, ει μη όταν καταποθή το θνητόν υπό της ζωής». [Θεοκλήτου μον. Διονυσιάτου: ένθ. άνωτ. κεφ. 90 σελ. 205.]


Κλείνοντας το κεφάλαιο αυτό σαν σύνοψη μπορούμε να γράψουμε τον λόγο του Αρχιμ. Σωφρονίου: «Όσο μεγάλο όμως και να είναι το πρώτο δώρο της Θείας χάρης, αν δεν αφομοιωθή, είναι δυνατό να υποστή ό άνθρωπος όχι μόνο κλονισμό, αλλά και πτώση. Έξοχο σχετικό παράδειγμα έχομε στο πρόσωπο του Αποστόλου Πέτρου. Πάνω στο Θαβώρ βρίσκεται σε μακάρια απορία. Μετά στον καιρό του πάθους του Χρίστου αρνείται. Όμως όταν πέρασε ο χρόνος, θυμίζει στην επιστολή του τη θαβώρια «εποπτεία» (πρβλ. Β' Πέτρου α' 16) του σαν μαρτυρία για την αλήθεια. 

Η διάρκεια της αφομοιώσεως της χάρης δεν είναι για όλους η ίδια. Η κανονική πορεία αυτής της αφομοιώσεως είναι σε γενικές γραμμές η εξής: Η πρώτη πείρα θείας επισκέψεως χτυπά βαθειά ολόκληρο τον άνθρωπο και τον παρασύρει τελείως προς την εσωτερική ζωή, την προσευχή, τον αγώνα κατά των παθών. Είναι περίοδος πλούσια σε καρδιακά αισθήματα και γεμάτη από τόσο ισχυρά βιώματα, πού προσελκύουν όλο το νου να συμμετάσχη σ' αυτά. Η επομένη περίοδος, της άρσεως της χάρης, βυθίζει τον άνθρωπο σε μεγάλη θλίψη και αμήχανη αναζήτηση των αιτίων της απώλειας και της οδού για την επιστροφή στη δωρεά του Θεού. Και μόνο όταν περάσουν πολλά χρόνια με εναλλαγή πνευματικών καταστάσεων, πού συνοδεύονται συνήθως από ανάγνωση της Αγίας Γραφής και των έργων των Πατέρων της Εκκλησίας, από συνομιλίες με πνευματικούς οδηγούς,   και   άλλους   εργάτες   της   ευσέβειας,   υστέρα   από μακροχρόνιο πόλεμο κατά των παθών ανακαλύπτει ο άνθρωπος μέσα του το φως της γνώσεως των οδών του Πνεύματος, πού ήλθε μυστικά 
«άνευ παρατηρήσεως» (Λουκ. ιζ' 20). Αυτή είναι η δογματική συνείδηση, όπως την αποκαλέσαμε, η βαθειά ζωή του πνεύματος και όχι η αφηρημένη γνώση». [Αρχιμ. Σωφρονίου: Ενθ. άνωτ. σελ. 215-216.]


Η εκ νέου έλευση της Χάριτος 

Μετά  από  αγώνα  πολλών  ετών  έρχεται  εκ  νέου  η  Χάρη  στον άνθρωπο και τον πληροί εσωτερικής χαράς. Του φέρει δε γνώση του Θεού και όλων των θείων. Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος είναι φορεύς αυτής της παραδόσεως και ζωής. 

Γράφει σε ποίημα του: 

«Ότε δε άρξομαι θρηνείν, ως απελπίσας, τότε οράταί μοι και βλέπει με ο καθαρών τα πάντα. Θαυμάζων καταπλήττομαι κάλλους την ευμορφίαν, Και πώς ανοίξας ουρανούς διέκυψεν ο κτίστης, και δόξαν μοι παρέδειξε την άφραστον, και ξένην; Και τις άρα γενήσεται εγγύτερον εκείνου; Ή πώς ανενεχθήσεται εις αμέτρητον ύψος λογιζομένου μου; αυτός ευρίσκεται εντός μου, ένδον εν τη ταλαίνη μου  καρδία  απαστράπτων,  πάντοθεν  περιλάμπων  με  τη  αθανάτω αίγλη, άπαντα δε τα μέλη μου ακτίσι καταυγάζων, όλος περιπλεκόμενος, όλον καταφιλεί με, όλον τε δίδωσιν αυτόν εμοί τω αναξίω. Και εμφορούμαι της αυτού αγάπης, και τον κάλλους, Και ηδονής, και γλυκασμού εμπίπλαμαι τον θείου. Μεταλαμβάνω του φωτός, μετέχω και της δόξης, Και λάμπει μου το πρόσωπον, ως και τον ποθητού μου, Και άπαντα τα μέλη μου γίνονται φωτοφόρα. Ωραίων ωραιότερος τότε αποτελούμαι. Πλουσίων πλουσιώτερος, και δυνατών απάντων Υπάρχω δυνατώτερος και βασιλέων μείζων, Και τιμιώτερος πολύ των ορωμένων πάντων, Ουχί της γης, και των της γης, αλλά και ουρανού δε, Και πάντων των εν ουρανώ τον πάντων έχων κτίστην. 
Ω  πρέπει δόξα, και τιμή νυν και εις τους αιώνας, Αμήν». [Συμεών του νέου
Θεολόγου: Ενθ. άνωτ. σελ. 14.]


Και σε άλλο ποίημα του ο ίδιος Πατήρ γράφει: 
«Πάλιν εκλάμπει μοι το φώς' πάλιν τρανώς οράται,
Πάλιν ανοίγει ουρανούς, πάλιν τέμνει την νύκτα. Πάλιν παράγει άπαντα, πάλιν οράται μόνον. Πάλιν απάντων έξω με ποιεί των δρωμένων». [ένθ. άνωτ. σελ. 21.]


Ένας σεβαστός αγιορείτης μοναχός μου περιέγραψε αυτήν την νέα έλευση της Χάριτος και όσα προσφέρει στον άνθρωπο. 
«Πέρασα με την Χάρη του Θεού αυτήν την έρημο της πνευματικής ζωής. Τότε ο Θεός φαινόταν για μένα σαν να μην υπήρχε. Τώρα είναι διαφορετικά τα πράγματα. Ο Χριστός με την δύναμη Του με έβγαλε από τον Άδη στον όποιο βρισκόμουν. Και αυτός ο άδης είναι ο τόπος πού δεν εισχωρούν οι ακτίνες της ακτίστου Χάριτος ή καλύτερα βιώνονται σαν φωτιά. Ο Άδης της προσωπικής μου ζωής έγινε πάμφωτος με την έλευση της Χάριτος. Όπως τότε ο Χριστός με την κάθοδο Του στον Άδη ελευθέρωσε τους δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης, έτσι και τώρα ο Ίδιος με ανέσυρε από τη νέκρωσή μου. Η φωτιά της κολάσεως και της απελπισίας πού προηγουμένως με κατάκαιε,  τώρα  μεταβλήθηκε  σε  φως  αιώνιας  ζωής.  Απέκτησα αίσθηση της αιωνίου ζωής και γνώση Θεού. Τώρα αντιλαμβάνομαι καλά την διαφορά της εγκεφαλικής γνώσεως και της εμπειρικής γνώσεως του Θεού. Η γνώση του Θεού προσφέρεται με τον φωτισμό του νου (την νοερά προσευχή ) και την θεωρία του Θεού.

Αυτή  η  νέα  έλευση  της  Χάριτος  έχει  μεγάλες  συνέπειες.  Με κατέκλυσε βαθύτατη ηρεμία πού δεν κλονίζεται με τίποτε. Αυτή η εσωτερική ηρεμία δεν επηρεάζεται από τίποτε το εξωτερικό. Όλα τα ψυχολογικά  μετατράπηκαν  σε  πνευματικά  βιώματα.  Τα συναισθήματα έγιναν βαθειά αισθήματα. Η Χάρη του Θεού ενώθηκε με την φύση μου και την έκανε φως. 

Παλαιότερα ζούσα έντονες μεταπτώσεις και αλλαγές. Πότε φωτιά, πότε φως. Πότε σε ύψη πνευματικής ζωής και πότε στο βάθος της κολάσεως. Τα ανοίγματα ήταν μεγάλα. Τώρα ήλθε μια ισορροπία εσωτερική. Δεν επικρατούν μεγάλες αλλαγές πού συγκλονίζουν την ύπαρξη. Υπάρχει μια ισορροπία πνευματική, σταθερότητα, αλήθεια. Γιατί η αλήθεια είναι η ανυπαρξία της λήθης και επομένως η ύπαρξη σταθερότητας. 

Όσα έζησα προηγουμένως με την πρώτη έλευση της Χάριτος για ένα μικρό διάστημα τώρα τα ζω μόνιμα και σταθερά. 
Η καρδιά γνώρισε την απάθειά της. Έφθασε στον φωτισμό πού δεν είναι η γνώση των αρχετύπων των όντων, αλλά η εσωτερική νοερά προσευχή. Αυτή γίνεται ακατάπαυστα. Η καρδιά μιλά και ακούει. Απέκτησε τις νοερές της αισθήσεις και με αυτές οσφραίνεται, ακούει, βλέπει και ψηλαφά τον Θεό. Την κάθαρση της καρδίας την νοιώθω
όχι μόνον σαν απαλλαγή από τα πάθη και τις παραφύσιν κινήσεις, αλλά και σαν συγκέντρωση (συνέλιξη) όλων των δυνάμεων της ψυχής. Απαλλάχτηκα από το ειδεχθές προσωπείον, πού δημιουργείται από την κάτω περιπλάνηση. Σταθερό κέντρο όλων των δυνάμεων έγινε ο Θεός, ο Οποίος πια δεν είναι μια αξία, ούτε κάποιος πού κατοικεί στους Ουρανούς, αλλά η ζωή μου. Δεν αισθάνομαι κανέναν άλλον πού να μπορή να συγκριθή μαζί Του. Αυτός είναι τα πάντα.

Η ύπαρξη μου θεραπεύτηκε. Η πάλη με τον Θεό έπαψε να υπάρχει. Δεν υπάρχουν τώρα αγωνιώδη ερωτήματα, ούτε αβεβαιότητα των ενεργειών Του. Η ψυχή γνωρίζει καλά τον Θεό. Τον νοιώθει σαν ιατρό. Η καρδιά συνεχώς μίλα και προσεύχεται. Προφέρει την ευχή αδιάλειπτα. Πολλές φορές αρκείται στην επανάληψη της λέξεως Ιησούς και ευφραίνεται. Ψηλαφά τον Θεό. Βέβαια αισθάνομαι πώς είμαι ο μεγαλύτερος αμαρτωλός. Δεν υπάρχει αμαρτία πού δεν έχω διαπράξει στην ζωή μου είτε με τον λογισμό, είτε με την επιθυμία, είτε με την πράξη. Αλλά αισθάνομαι συγχρόνως σαν κάποιος άλλος να έχει αμαρτήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Δηλ. σαν να υπήρχε άλλο σώμα πού αμάρτησε. Έτσι η μετάνοια καίτοι υπάρχει έχει αλλάξει χαρακτήρα. 

Το σώμα έχει και αυτό μεταμορφωθεί και μπορεί να αντέξη στην καινούργια ζωή. Όλα μαρτυρούν την ύπαρξη του Θεού. 
Γενικά αισθάνομαι αυτόν τον καιρό βαθύτατη ηρεμία και ισορροπία πνευματική. Απέκτησα άλλη αίσθηση των πραγμάτων. Απέκτησα άλλους οφθαλμούς με τους οποίους βλέπω όλη την δημιουργία και τους ανθρώπους.
Ο Χριστός έγινε η ζωή μου, το εντρύφημά μου, η ειρήνη μου, η χαρά μου. Ακατάπαυστα Τον υμνώ. Δεν βρίσκω λόγους να Τον ευχαριστήσω.


Ζω διαρκώς το «ευλογεί η ψυχή μου τον Κύριον και πάντα τα εντός μου το Όνομα το Άγιον αυτού». 
Καθημερινά ηχούν δυνατά στην καρδιά οι λόγοι του Αγίου Ιωάννου του  Χρυσοστόμου:  «Ανέστη  Χριστός  και  πεπτώκασι  δαίμονες. Ανέστη Χριστός και χαίρουσιν άγγελοι. Ανέστη Χριστός και ζωή πολιτεύεται.  Ανέστη  Χριστός  και  νεκρός  ουδείς  επί  μνήματος.
Χριστός γαρ εγερθείς εν νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο.
Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».


Σ' αυτή την κατάσταση ο άνθρωπος καθίσταται θεολόγος ή μάλλον πηγή θεολογίας. Τότε η θεολογία πηγάζει, αναβλύζει από όλη του την ύπαρξη. 

Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος γράφει: 

«Αύξησις φόβου, αρχή αγάπης, τέλος δε αγνείας, θεολογίας υπόθεσις. Ο Θεώ τελείως τας αισθήσεις ενώσας, τους λόγους αυτού μυσταγωγείται υπ' αυτού' τούτων γαρ μη συναφθέντων, χαλεπόν περί Θεον διαλέγεσθαι. Ενούσιος μεν Λόγος, τέλειοι αγνείαν, παρουσία έαντον νεκρώσας τον θάνατον' τούτου δε νεκρωθέντος, ο της θεολογίας μαθητής πεφώτισται. Ο Λόγος Κυρίου, ο εκ Κυρίου Πατρός, αγνός, διαμένων εις αιώνα αιώνος, ο γαρ Θεόν μη γνούς, στοχαστικώς αποφθέγγεται. Αγνείαν μαθητήν θεολόγον ειργάσατο, δι' εαυτού κρατύναντα της Τριάδος τα δόγματα». [Κλίμαξ Ιωάννου του Σιναΐτου: ενθ. άνωτ. Λόγος Λ' κεφ. ιβ, ιγ, ιδ.] 

Αυτός πού πέρασε από αυτήν την πορεία γίνεται «βίβλος τοις άλλοις θεόπνευστος» κατά τον λόγο του Αγίου Συμεών του νέου θεολόγου. Γράφει ο άγιος Πατήρ: 

« Ο τον δίδοντα ανθρώποις γνώσιν Θεόν γνωστώς εν εαυτώ κτησάμενος, πάσαν αγίαν διήλθε γραφήν και πάσαν την εκ της αναγνώσεως ωφέλειαν εκαρπώσατο και ουκέτι βιβλίων αναγνώσεως δεηθήσεται. Πώς γαρ; ο τον εμπνεύσαντα τοις τας θείας γεγραφόσι γραφάς συνόμιλον κεκτημένος και παρ' εκείνου μνούμενος τα των αποκεκρυμμένων  μυστηρίων  απόρρητα,  αλλά  βίβλος  ούτος  τοις άλλοις θεό-πνευστός έσται, καινά τε και παλαιά φέρουσα μυστήρια γεγραμμένα   δακτύλφ   Θεόν   εν   αυτώ,   ως   πάντα   τελέσας   και καταπαύσας εν Θεώ τη αρχική τελειότητι από πάντων των έργων αυτού». [S.C. 51, σελ. 113] 

Αν ο άνθρωπος δεν πέραση από αυτά τα στάδια, κατά τον λόγο του αγίου Μακαρίου πού αναφέραμε στην αρχή των σκέψεων αυτών, δεν μπορεί να θεωρήται Χριστιανός. Τότε «γίνεται Χριστιανός». Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να θεωρηθή κάποιος Ιερεύς Πνευματικός 
Πατέρας, αν δεν γνωρίση τις ελεύσεις, τις αποκρύψεις και τις εκ νέου ελεύσεις της θείας Χάριτος. Διότι τότε θα έχει ακρωτηριασμένη πνευματική πείρα. Βέβαια είναι δυνατόν ο άνθρωπος να φύγη από τον κόσμο αυτόν όντας στην Έρημο της πνευματικής ζωής, δηλ. στην περίοδο της άρσεως της Χάριτος. Αυτό γίνεται με τους περισσότε- ρους Χριστιανούς. Παρά ταύτα, αν κάνη υπομονή και αν διαθέτη επιμονή, θα εισέλθη και αυτός στην Βασιλεία του Θεού, όπως έγινε με τον Μωυσή. Δεν εισήλθε στην γη της επαγγελίας, αλλά είναι ο Μέγας Μωυσής πού έχει τόση δόξα, αφού εμφανίσθηκε και κατά την Μεταμόρφωση του Χριστού.

Πρέπει να ευχόμαστε στον Θεό να άνοιξη τον δρόμο της γνώσεως Του,   έστω   κι   αν   περάσουμε   από   τόσες   πνευματικές   οδύνες. Συγχρόνως πρέπει να Τον παρακαλούμε να μη μας εγκαταλείπη τελείως, αλλά να μας δίδη παρηγοριά και παράκληση αυτές τις ώρες, ώστε να μπορέσουμε να αντέξουμε στο μεγάλο βάρος των θλίψεων. 
Ο δρόμος προς την Βασιλεία του Θεού διέρχεται από μυστηριώδεις οδούς. Η παιδεία του Θεού είναι ακατανόητη για την ανθρώπινη λογική και για τα κριτήρια του κόσμου τούτου, αλλά είναι η μόνη ασφαλής μέθοδος για την θεοκοινωνία.


Θα  ήθελα να  τελειώσω  αυτές  τις  λίγες  σκέψεις  πάνω  σ' αυτό  το μεγάλο μυστήριο, αντιγράφοντας ολόκληρο το ΙΒ' κεφάλαιο της προς  Εβραίους  επιστολής  πού  ανακεφαλαιώνει  όλα  όσα  είπαμε μέχρι τώρα και δίδει συμβουλές και καθοδηγήσεις: 

«τοιγαρουν και ημεις τοσουτον εχοντες περικειμενον ημιν νεφος μαρτυρων ογκον  αποθεμενοι  παντα  και  την  ευπεριστατον  αμαρτιαν  δι  υπομονης τρεχωμεν  τον  προκειμενον ημιν  αγωνα αφορωντες εις  τον  της πιστεως αρχηγον  και  τελειωτην  ιησουν  ος  αντι  της  προκειμενης  αυτω  χαρας υπεμεινεν σταυρον αισχυνης καταφρονησας εν δεξια τε του θρονου του θεου κεκαθικεν. αναλογισασθε γαρ τον τοιαυτην υπομεμενηκοτα υπο των αμαρτωλων εις αυτον αντιλογιαν ινα μη καμητε ταις ψυχαις υμων εκλυομενοι ουπω μεχρις αιματος αντικατεστητε προς την αμαρτιαν ανταγωνιζομενοι και εκλελησθε  της  παρακλησεως  ητις  υμιν  ως  υιοις  διαλεγεται  υιε  μου  μη ολιγωρει παιδειας κυριου μηδε εκλυου υπ αυτου ελεγχομενος ον γαρ αγαπα κυριος παιδευει μαστιγοι δε παντα υιον ον παραδεχεται ει παιδειαν υπομενετε 
ως υιοις υμιν προσφερεται ο θεος τις γαρ εστιν υιος ον ου παιδευει πατηρ ει δε χωρις εστε παιδειας ης μετοχοι γεγονασιν παντες αρα νοθοι εστε και ουχ υιοι.ειτα τους μεν της σαρκος ημων πατερας ειχομεν παιδευτας και ενετρεπομεθα ου  πολλω μαλλον υποταγησομεθα τω πατρι των πνευματων και ζησομεν οι μεν γαρ προς ολιγας ημερας κατα το δοκουν αυτοις επαιδευον ο δε επι το συμφερον εις το μεταλαβειν της αγιοτητος αυτου πασα δε παιδεια προς μεν το παρον ου δοκει χαρας ειναι αλλα λυπης υστερον δε καρπον ειρηνικον τοις δι αυτης γεγυμνασμενοις αποδιδωσιν δικαιοσυνης διο τας παρειμενας χειρας και τα παραλελυμενα γονατα ανορθωσατε και τροχιας ορθας ποιησατε τοις ποσιν υμων ινα μη το χωλον εκτραπη ιαθη δε μαλλον ειρηνην διωκετε μετα παντων και τον αγιασμον ου χωρις ουδεις οψεται τον κυριον επισκοπουντες μη τις υστερων απο της χαριτος του θεου μη τις ριζα πικριας ανω φυουσα ενοχλη και δια ταυτης μιανθωσιν πολλοι μη τις πορνος η βεβηλος ως ησαυ ος αντι βρωσεως μιας απεδοτο τα πρωτοτοκια αυτου ιστε γαρ οτι και μετεπειτα θελων κληρονομησαι την ευλογιαν απεδοκιμασθη μετανοιας γαρ τοπον ουχ ευρεν καιπερ μετα δακρυων εκζητησας αυτην ου γαρ προσεληλυθατε ψηλαφωμενω ορει και κεκαυμενω πυρι και γνοφω και σκοτω και θυελλη και σαλπιγγος ηχω και φωνη ρηματων ης οι ακουσαντες παρητησαντο   μη   προστεθηναι   αυτοις   λογον   ουκ   εφερον   γαρ   το διαστελλομενον καν θηριον θιγη του ορους λιθοβοληθησεται   και ουτω φοβερον ην το φανταζομενον μωυσης ειπεν εκφοβος ειμι και εντρομος αλλα προσεληλυθατε σιων ορει και πολει θεου ζωντος ιερουσαλημ επουρανιω και μυριασιν αγγελων πανηγυρει και εκκλησια πρωτοτοκων εν ουρανοις απογεγραμμενων ενα ουρανοις και κριτη θεω παντων και πνευμασι  δικαιων τετελειωμενων και διαθηκης νεας μεσιτη ιησου και αιματι ραντισμου κρειττον λαλουντι παρα τον αβελ βλεπετε μη παραιτησησθε τον λαλουντα ει γαρ εκεινοι ουκ εφυγον τον επι της γης παραιτησαμενοι χρηματιζοντα πολλω μαλλον ημεις οι τον απ ουρανων αποστρεφομενοι ου η φωνη την γην εσαλευσεν τοτε νυν δε επηγγελται λεγων ετι απαξ εγω σειω ου μονον την γην αλλα και τον ουρανον το δε ετι απαξ δηλοι των σαλευομενων την μεταθεσιν ως πεποιημενων ινα μεινη τα μη σαλευομενα διο βασιλειαν ασαλευτον παραλαμβανοντες εχωμεν χαριν δι ης λατρευομεν ευαρεστως τω θεω μετα αιδους και ευλαβειας και γαρ ο θεος ημων πυρ καταναλισκον» 


 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΠΑΙ∆ΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Αρχιμ. ΙΕΡΟΘΕΟΥ Σ. ΒΛΑΧΟΥ

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΓΕΝΕΘΛΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ Γ’ ΕΚΔΟΣΗ- 1991

Αφιερώνεται 

σ’ όσους ελευθερώθηκαν από τη  γη της Αιγύπτου 
και προχωρούν στην έρημο.


Ο ακούων  λόγον  έρχεται  εις  κατάνυξιν  και  μετά τούτο,  υποστελλούσης  της  χάριτος  κατ οικονομίαν  πρός  το συμφέρον  τω ανθρώπω, εισέρχεται  εις  γυμνασίαν  και  παιδείαν  πολέμου και  ποιεί  πάλην  και  αγώνα προς  τον σατανάν  και μετά πολλού δρόμου  και  αγώνος  αποφέρεται  τα νικητήρια  και  γίνεται  χριστιανός. 

Άγιος  Μακάριος  ο Αιγύπτιος 
Η παιδεία του Θεού

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...