Φωτογραφία «Ῥωμαίικου Ὁδοιπορικοῦ»: Καρυές - Ἅγιον Ὄρος
Γράφει ὁ Μοναχὸς Νεόφυτος Γρηγοριάτης
Ἡ ζωή στό Ἅγιον Ὄρος εἶναι
κεκρυμμένη ἐν τῷ Χριστῷ. Εἶναι μυστήριο πίστεως καί λογικῆς λατρείας. Χωρίς τήν
αἴσθηση ὅτι ἡ ζωή τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶναι μυστηριακή, δηλαδή ἀσκητική καί
λατρευτική, ἐκκλησιολογική καί Χριστοκεντρική, δέν μποροῦμε νά κατανοήσουμε
τίποτα ὅσον ἀφορᾶ τό Ἅγιον Ὄρος.
Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι τό Ἅγιον Ὄρος
εἶναι μοναστικό κέντρο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ ἴδια ἡ Παναγία Θεοτόκος Μαρία
ὑποσχέθηκε στόν Ἅγιο Πέτρο τόν Ἀθωνίτη ὅτι ὁ Ἄθως θά γίνει κατοικητήριο μοναστῶν,
ὅπου οἱ μοναχοί θά δοξολογοῦν ἀκατάπαυστα τόν Τριαδικό Θεό μέχρι τῆς συντέλειας
τῶν αἰώνων. Ἡ ἴδια ἐβεβαίωσε ὅτι θά εἶναι τροφός, ἰατρός, μεσίτης καί Μητέρα τῶν
Ἁγιορειτῶν, γιά τούς ὁποίους θά πρεσβεύσει κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ
νά συγχωρεθοῦν ὅλες οἱ ἁμαρτίες τους.
Τό Ἅγιον Ὄρος διεμόρφωσε κατά τήν
διάρκεια τῆς τελευταίας χιλιετίας τρεῖς δρόμους μοναχισμοῦ: τόν κοινοβιακό,
τόν σκητιωτικό καί τόν ἡσυχαστικό ἤ ἀναχωρητικό...
α) Ὁ κοινοβιακός μοναχισμός στηρίζεται
στή ρήση τοῦ ἁγίου Προφητάνακτος Δαυΐδ, ὁ ὁποῖος λέγει: «ἰδού δή τί καλόν
ἤ τί τερπνόν, ἀλλ' ἤ τό κατοικεῖν ἀδελφούς ἐπί τό αὐτό»[1]; (Κοιτάξτε,
λοιπόν, τί πιό ὡραῖο καί τί πιό πνευματικά ἀπολαυστικό ὑπάρχει, ἀπό τό γεγονός
τῆς συγκατοικήσεως καί πνευματικῆς κοινωνίας ἀδελφῶν στό ἴδιο μέρος;). Καί στίς
πρῶτες χριστιανικές κοινότητες ἀγάπης, ὅπου «ἥν ἅπαντα κοινά καί ἦσαν ὁμοθυμαδόν
ἐπί τό αὐτό αἰνοῦντες καί εὐλογοῦντες τόν Θεόν διά παντός» (Καί τό πλῆθος ὅσων
ἐπίστευσαν εἶχαν μιά ψυχή καί μιά καρδιά καί οὔτε ἕνας τους δέν ἐλογάριαζε μόνο
δικό του κάτι ἀπό τά ὑπάρχοντά του, ἀλλά τα εἶχαν ὅλα κοινά. Καί ἦσαν ὅλοι μαζί
οἱ πρῶτοι χριστιανοί στό ἴδιο μέρος, ψάλλοντας δοξολογίες καί εὐλογῶντας τόν Θεόν
συνεχῶς)[2].
Βέβαια, πρότυπο τοῦ κοινοβίου εἶναι ἡ κοινωνία τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας
Τριάδος, ὅπου δεσπόζει ἡ ἀγάπη.
Ἕνα δεῖγμα τῆς ἀγάπης, πού ἐπικρατοῦσε
καί ἐπικρατεῖ στά κοινόβια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, εἶναι καί τό ἑξῆς:
«Ἐλησμονοῦσε νά κοιμηθεῖ καί
προσευχόταν ἀδιαλείπτως ὁ π. Ἰσαάκ ὁ Διονυσιάτης. Μάλιστα, προσευχόταν ἰδιαιτέρως
τίς νύκτες ὑπέρ ὑγείας καί σωτηρίας τῶν ἐργατῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς του, συχνά μέ δάκρυα,
μέ πόνον τῆς ἀγαπώσης καρδίας του.
Κατά τήν διάρκεια τῆς παραμονῆς
του σέ ἕνα ἀπό τά μετόχια τῆς Μονῆς του στόν ἐπάνω ὄροφο, τόν ἄκουσαν οἱ ἐργάτες
νά προσεύχεται μέ θρῆνο καί φωνές : Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον
τούς ἐργάτες. Χάρισέ τους τό ψωμάκι τους. Ἐλέησέ τους, πού τόσο κοπιάζουν, γιά
νά ὑπανδρεύσουν τά κορίτσια τους, γιά νά σπουδάσουν τά παιδιά τους»[3].
Βλέπουμε ἐδῶ ὅτι ὁ μοναχός εἶναι «καῦσις
καρδίας ὑπέρ πάσης τῆς κτίσεως καί ὑπέρ τῶν δαιμόνων» (Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος).
Οἱ μοναχοί ἀποτάσσονται τόν κόσμο
(φεύγουν μακρυά ἀπό τόν κόσμο καί πᾶνε σέ ἔρημους τόπους), ὄχι γιατί τόν μισοῦν,
ἀλλά γιατί θέλουν νά ἀντικαταστήσουν τήν ἐμπαθή σχέση, πού ἔχουν μαζί του, μέ
μιά εὐλογημένη καί μεταμορφωμένη καί ὑπερβατική ἀγάπη, πού νά εἶναι ἀπόρροια τῆς
ἀγάπης τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ (ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής). Ξένος πρός ὅλους καί φίλος
μέ ὅλους.
Ἡ ἀγάπη, πού εἴδαμε στόν π. Ἰσαάκ
τόν Διονυσιάτη, καλλιεργεῖται εἰς βάρος τῆς φιλαυτίας, τῶν παθῶν, τοῦ διαβόλου
καί τῆς ἁμαρτίας, μέ τήν ὑπακοή πρός ὅλους, πού σημαίνει θάνατος τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου
καί γέννηση νέου, κατά τό ρῆμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ : «Ἰδού ποιῶ πάντα
καινά» (κοιτάξτε ὅτι ὅλα ἐγώ ὡς Θεός τά κάνω καινούργια, νέα, μεταμορφωμένα,
ἁγιασμένα)[4]. Ἡ Ἀγάπη πηγάζει μόνο ἀπό τήν ἀληθινή καί ἀδιάκριτη ὑπακοή στόν Γέροντα
καί στούς ἀδελφούς, μοναχούς καί λαϊκούς.
Λέγει πολύ χαρακτηριστικά ὁ παπά–Ἐφραίμ
ὁ Κατουνακιώτης, ἕνας ἀπό τούς ἐναρέτους, διορατικούς καί προορατικούς Γέροντες
τοῦ Ἁγίου Ὄρους :
«Δέν πᾶς νά μεταλαμβάνεις δέκα
φορές τήν ἡμέρα; Δέν πᾶς νά κάνεις νοερά προσευχή; Δέν πᾶς νά κάνεις ἀγρυπνία;
Δέν πᾶς νά κάνεις νηστεία; Δέν κάνουν τίποτες. Ἡ ὑπακοή. Ἔκανες ὑπακοή, θά πᾶς
στόν Παράδεισο. Ἔκανες παρακοή, θά πᾶς στήν Κόλαση. Μέσος ὄρος δέν ὑπάρχει. Ὁ Ἀδάμ
ἔκανε παρακοή: ἔξω ἀπό τόν Παράδεισο. Δέν ἔχει μέσον ὅρον. Ἔτσι εἶναι.
Τόν μόνον ἄνθρωπο, τόν ὁποῖο ἀγάπησα,
καί τόν μόνον ἄνθρωπο, τόν ὁποῖον ἐφοβήθηκα, ἤτανε ὁ Γέρων Ἰωσήφ ὁ Σπηλαιώτης.
Μπορεῖ ἕνα λόγο νά σοῦ εἰπεῖ ὁ Γέροντας καί ἐπιφανειακῶς νά εἶναι στραβό. Ἐσύ κάνε
τήν ὑπακοή σου˙ κάνε τελεία ὑπακοή˙ τόν καρπό τῆς τελείας ὑπακοῆς ἐδοκίμασα στόν
Γέροντα. Δέν φοβόμουνα τόν Θεό. Τό στόμα τοῦ Γέροντος τί λέγει; Συγχωρεμένος. Νά
’ναι ἐὐλογημένον»[5].
Ἡ ὑπακοή τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ
Θεοῦ στόν Θεό Πατέρα, ἡ ὑπακοή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν Υἱό, ἡ ὑπακοή τῶν Ἀποστόλων
στόν Χριστό καί στό Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ ὑπακοή τῶν πατέρων, τῶν μαρτύρων, τῶν ὁμολογητῶν,
τῶν ἱεραρχῶν, τῶν μοναχῶν στούς Ἀποστόλους, ἡ ὑπακοή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν
Παράδοση, ἐξασφαλίζει τήν συνέχεια, τήν ἑνότητα, τήν πιστότητα, τήν ὁμαλή
λειτουργία τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, πού ὁδηγεῖ σύντομα καί σίγουρα στήν θέωση.
Ὁ παπά–Χαράλαμπος Διονυσιάτης,
προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους, εἶπε τά ἑξῆς: «Στό
κοινόβιο, ἄν θέλεις νά σωθεῖς, ὀφείλεις νά κάνεις ὑπακοή καί προσευχή. 50% τῆς
σωτηρίας ἐξασφαλίζεται μέ τήν ὑπακοή καί 50% μέ τήν προσευχή. Βέβαια, καί ἡ
προσευχή κατά βάθος εἶναι ὑπακοή, ἄν γίνεται μέ τήν εὐλογία τοῦ Γέροντος.
Ἄλλωστε, ἐντολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου
εἶναι «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι, ἐν παντί καιρῷ καί τόπῳ εὐχαριστεῖτε τόν Θεόν»
(Νά προσεύχεσθε συνέχεια, σέ κάθε καιρό καί τόπο νά εὐχαριστεῖτε, δοξολογῶντας
τόν Θεό)[6].
Στά τρισευλογημένα Κατουνάκια τοῦ
Ἁγίου Ὄρους πνέει ἡ ἑρημητική αὔρα τῆς προσευχῆς. Ἐκεῖ ἐζοῦσε πρό πολλῶν ἐτῶν ἕνας
ἡσυχαστής, ὁ π. Ἄνθιμος. Ἀσκήτευσε σέ μία καλύβη πάνω ἀπό τούς Δανιηλαίους. Ἔλεγε
συχνά : «Ἡ εὐχή τοῦ Ἰησοῦ θεώνει τόν ἄνθρωπο, ἐνῶ ἡ προσευχή πρός τήν Παναγία
τόν ἑτοιμάζει γιά τήν θέωση»[7].
Ἐκτός ἀπό τήν ὑπακοή καί τήν
προσευχή ὁ κοινοβιάτης μοναχός ἔχει καί ἐργασία σωματική, διακόνημα: «Σῶμα
ἐργάζου, ἵνα τραφῆς, ψυχή νῆφε, ἵνα σωθῆς». Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας κάποτε
ἔπεσε σέ ἀκηδία (πνευματική τεμπελιά καί ἀδράνεια). Παρεκάλεσε τόν Θεό νά τόν
λυτρώσει ἀπό τόν κίνδυνο. Ὁ Θεός ἔστειλε ἕνα ἄγγελο ὑπό τήν μορφήν του Ἁγίου Ἀντωνίου,
ὁ ὁποῖος πότε καθότανε καί ἐργαζότανε καί πότε σηκωνότανε καί προσευχότανε. Μετά
τοῦ εἶπε : «Τοῦτο ποίει καί σώζου» (Αὐτό θά κάνεις καί θά σωθείς).
Στό κοινόβιο ξυπνᾶμε στίς 3:00
π.μ., γιά νά κάνουμε τόν κανόνα τῆς προσευχῆς γιά μιά ὥρα. Ὁ κανόνας τῆς
προσευχῆς ἀποτελεῖται ἀπό (12) δώδεκα κομβοσχοίνια μέ σταυρό, λέγοντας τήν νοερά
προσευχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καί (120) ἑκατόν εἴκοσι
στρωτές μετάνοιες τό λιγότερο. Βέβαια, καθορίζεται ἀπό τόν Γέροντα ὁ κανόνας.
Μετά ὅλοι οἱ μοναχοί μαζεύονται στόν κεντρικό ναό τῆς Μονῆς γιά τήν καθημερινή ἀκολουθία
τοῦ Μεσονυκτικοῦ, Ὄρθρου, Ὡρῶν καί Θείας Λειτουργίας.
Ἡ παρακολούθηση καί
συμμετοχή στήν κοινή λατρεία τῆς ἐκκλησίας ὅλων τῶν μοναχῶν τῆς Μονῆς βοηθάει
πολύ νά βιώσουμε τό Μυστήριο τῆς θεώσεως, τῆς ἑνώσεως μέ τόν Θεό. Γι' αὐτό οἱ ἀκολουθίες
γίνονται μέ κατάνυξη, ἐνεργό δράση ὅλων τῶν μοναχῶν καί βαθειά εὐλάβεια, προσοχή
καί προσευχή. Δηλαδή, ἄλλος κανοναρχεῖ, ἄλλος ψάλλει, ἄλλος εἶναι νεωκόρος, ἄλλος
στό στασίδι του. Μετά τήν Θεία Λειτουργία ἀκολουθεῖ κοινή τράπεζα, πού εἶναι
συνέχεια τῆς ἀκολουθίας.
Κατ' ἀρχήν τρέφουμε ψυχή καί σῶμα μέ ἀνάγνωση πατερικῶν
κειμένων καί φαγητό νηστίσιμο ἤ ἀρτίσιμο ἀνάλογα μέ τήν ἡμέρα. Δευτέρα, Τετάρτη
καί Παρασκευή τρῶμε ἀλάδωτα, κάνουμε τήν παράκληση τῆς Παναγίας μία ὥρα μετά
τήν Θεία Λειτουργία καί ἔχουμε μία ἐπίσημη Τράπεζα. Τήν Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο
καί Κυριακή κοινωνοῦμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ συχνή Θεία Κοινωνία εἶναι
τό σημαντικότερον γεγονός τῆς ζωῆς τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ. Χωρίς αὐτό δέν
μποροῦμε νά κάνουμε τίποτε. «Ἄνευ ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν», λέγει
ὁ Χριστός. (Χωρίς ἐμένα δέν μπορεῖτε νά κάνετε τίποτε σωστό)[8].
Διηγεῖτο ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Καππαδόκης
ὁ Ἁγιορείτης γιά τόν ἀείμνηστο ἀσκητή παπα–Τύχωνα, ὁ ὁποῖος ἀσκήτευσε δεκαπέντε
χρόνια στήν βαθύτερη ἔρημο, τά Καρούλια, τρώγοντας παξιμάδι, καί ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε
ἐν Κυρίῳ σέ ἕνα κάθισμα, δηλαδή σπίτι ἐρημιτικό τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα.
Ὅταν λειτουργοῦσε ὁ παπα–Τύχων,
συχνά ἁρπαζόταν σέ θεωρία. Μερικές φορές, μισή ὥρα ἤ καί περισσότερο, ἐλέγαμε
τό Χερουβικό καί τό ἐπαναλαμβάναμε πολλές φορές, μέχρις ὅτου συνέλθει καί ἀπαντήσει.
Μιά φορά τόν παρακάλεσα θερμά νά μοῦ πεῖ τί συμβαίνει καί μοῦ εἶπε τά ἑξῆς: «Νά,
παιδί μου, ὁ ἄγγελός μου μέ ἁρπάζει ἐπάνω ἐκεῖ, ὅπου τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ
ὑμνοῦν τόν Θεόν. Κατόπιν, μέ κατεβάζει καί συνέρχομαι καί βλέπω ὅτι εἶμαι στήν
Θεία Λειτουργία, στήν ἐκκλησία».
Δέν ἄφηνε κανένα νά εἶναι μέσα στό
Ἱερό Βῆμα κατά τήν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας[9].
Ἡ ἐμπειρία τοῦ μακαριστοῦ παπα–Τύχωνος
δέν εἶναι ἡ μοναδική. Τέτοιες ἐμπειρίες ἔχουν καί πολλοί κοινοβιάτες, στούς ὁποίους
ὁ Θεός ἀποκαλύπτει τά μυστήριά του καί οἱ ὁποῖοι δέν ἀποκαλύπτουν στόν καθένα τίς
ἐμπειρίες τους, παρά μόνον στόν πνευματικό τους.
Μετά τήν Τράπεζα οἱ μοναχοί ἀσχολοῦνται
μέ τά διακονήματά τους. Ἀρχονταρίκι (ξενώνας), μαγειρεῖο, κολλυβάδικο, δοχειό (ἀποθήκη
τροφίμων), καθαριότητα αὐλῶν καί τῆς ἐκκλησίας, ραφεῖο, γραφεῖο, θυρωρεῖο,
βιβλιοθήκη, βιβλιοδετεῖο κλπ. μέχρι τόν ἑσπερινό, πού γίνεται στίς 4:00 μ.μ.
συνήθως. Ἀκολουθεῖ Τράπεζα, μιά ὥρα ἐλεύθερη καί Ἀπόδειπνο μέ Χαιρετισμούς τῆς
Παναγίας. Στό τέλος τοῦ Ἀποδείπνου ὅλοι οἱ μοναχοί βάζουν στρωτή μετάνοια ὁ ἕνας
πρός ὅλους καί ὅλοι πρός ἕναν καί λέγουν ἐσωτερικά : Συγχωρῆστε μέ καί ὁ Θεός νά
σᾶς συγχωρέσει. Ἔτσι, ἀγαπημένοι, συγχωρημένοι καί ἑνωμένοι πνευματικά μέ τόν Γέροντα
καί τούς πατέρες πηγαίνουμε γιά δύωρη προσευχή καί ἀνάγνωση στό κελλί μας, χωρίς
ὁμιλίες μεταξύ μας. Μετά ἀκολουθεῖ ἀνάπαυση.
β) Αὐτή μέ λίγα λόγια εἶναι ἡ ζωή
στό κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἄς δοῦμε τώρα καί τόν σκητιωτικό βίο:
Σκήτη εἶναι χωριό μέ σπίτια μοναχῶν,
πού μένουν ὁ ἕνας κοντά στόν ἄλλο. Εἶναι σάν χωριό. Μένουν ἕνας–ἕνας, δύο–δύο,
μέχρι δέκα μαζί, σέ ἕνα σπίτι. Κάθε σπίτι ἔχει τόν Γέροντά του. Στό κέντρο τῆς
Σκήτης ὑπάρχει τό Κυριακό, δηλαδή ὁ Κεντρικός ναός τῆς Σκήτης, ὅπου ὅλοι οἱ
Σκητιῶτες μαζεύονται τίς Κυριακές καί τίς μεγάλες γιορτές, γιά νά γιορτάσουν ὅλοι
μαζί ἀδελφωμένοι καί ἀγαπημένοι.
Κάθε κελλί–σπίτι κάνει μόνο του ἀκολουθίες
ὅλη τήν ἑβδομάδα, σύντομες. Λειτουργίες γίνονται μία φορά τήν ἑβδομάδα. Ἡ ζωή ἐδῶ
εἶναι πιό ἡσυχαστική ἀπό τά κοινόβια καί δίνεται προσοχή στήν καλλιέργεια τῆς
νοερᾶς προσευχῆς κατά μόνας, στήν ψαλμωδία καί στό ἐργόχειρο, δηλαδή ἐργασία
κατάλληλη γιά μοναχούς, ὅπως ἁγιογραφία, ξυλογλυπτική, κομβοσχοίνια, σταυρουδάκια
κλπ. Ἕνας σκητιώτης ἀναλαμβάνει πολλά διακονήματα μέσα στό κάθε σπίτι, ἀλλά καί,
ἄν χρειασθεῖ, ὑπηρετεῖ στό Κυριακό τῆς Σκήτης.
Ἡ ζωή εἶναι πιό σκληρή, τραχεῖα ἀπό
τό κοινόβιο, ἔχει λιγότερες κατ' ἄνθρωπον παρηγορίες, ἡ νηστεία εἶναι αὐστηρότερη
καί οἱ σχέσεις μεταξύ τῶν σκητιωτῶν εἶναι μέσα στά πλαίσια τοῦ ἡσυχαστικοῦ
προγράμματος. Στή Σκήτη οἱ μοναχοί ἀσκοῦν βέβαια τήν ὑπακοή, ἀκτημοσύνη, παρθενία
καί προσευχή, ὅπως στά κοινόβια, μέ τή διαφορά ὅτι στή Σκήτη κάθε σπίτι εἶναι αὐτοδιοίκητο
πνευματικά καί οἰκονομικά, μέ τήν προϋπόθεση πάντοτε ὅτι τό κάθε σπίτι μνημονεύει
τόν οἰκεῖο ἐπίσκοπο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, δηλαδή τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη.
Ὑπάρχουν
ζηλωτές, δηλαδή σχισματικοί Παλαιοημερολογίτες στίς Σκῆτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Αὐτό
συμβαίνει, διότι, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Καππαδόκης Ἁγιορείτης, ὅταν ἕνας
εἶναι αὐτοδιοίκητος, πέφτει πολύ πιό εὔκολα στήν πλάνη, παρά ἄν κάνει ὑπακοή στήν
Ἐκκλησία. Ἤ τοῦ ὕψους ἤ τοῦ βάθους. Πάντως, ὅπου ἐπισκιάζει ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἐκεῖ ὑπάρχουν καί οἱ καρποί του, δηλαδή χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία καί
κυρίως ἑνότητα στήν πίστη, στήν διοίκηση καί λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνῶ, ὅπου ἐπισκιάζει
ἡ ἐνέργεια τοῦ διαβόλου, ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ διάσπαση, τό σχῖσμα, ἡ ταραχή, ἡ ὑποκρισία
καί τό μίσος. Ἄς εὐχηθοῦμε ὅτι θά συνέλθουν καί θά αἰσθανθοῦν τήν πλάνη τους οἱ
ζηλωτές καί θά ἑνωθοῦν μέ τήν Ἐκκλησία.
«Ὑπῆρξεν ἕνας ἀσκητής στά Καρούλια,
ὀνόματι Παχώμιος, ὁ ὁποῖος εἶχε πέσει σέ φοβερή πλάνη (λανθασμένη ἐγωϊστική γνώμη).
Ὑπεστήριζεν ὅτι δέν ὑπάρχει ἱερεύς ἄξιος νά τόν κοινωνήσει. Ἐπερίμενε, λοιπόν, ἄγγελον
ἐξ οὐρανοῦ νά τοῦ φέρει τά Ἅγια Μυστήρια, γιά νά κοινωνήσει. Τό τέλος ἦταν
τραγικό. Ἔπεσε σέ ἕναν γκρεμμό καί πνίγηκε στήν θάλασσα. Τόν βρῆκαν μισοφαγωμένο
ἀπό τά μεγάλα ψάρια στήν ἀπέναντι ἀκτή τῆς Συκιᾶς, χωριό τῆς Σιθωνίας Χαλκιδικῆς»[10].
Ὅμως, δέν λείπει ἡ ἀρετή ἀπό τίς
Σκῆτες: «Στήν καλύβη τῆς «Ἁγίας Τριάδος» τῆς Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννας, ἐζοῦσαν
πρίν πολλά χρόνια πέντε κατά σάρκα ἀδελφοί. Ἀπό φθόνο τοῦ διαβόλου ἔπεσαν σέ κάποια
φιλονικία μεταξύ τους, ὥστε μερικοί τούς ἀποκαλοῦσαν ταραχοποιούς. Κάθε βράδυ, ὅμως,
αὐτοί ἔβαζαν μετάνοια καί συνεχωροῦντο μεταξύ τους.
Πέρασαν πολλά χρόνια σέ αὐτή τήν
κατάσταση. Κάποτε δέν ἀκουγόταν ἀπό τήν ταραχοποιό ἐκείνη καλύβη οὔτε φωνή, οὔτε
ἀκρόαση. Ὁ Δικαῖος τῆς Σκήτης, δηλαδή ὁ Πρόεδρος τοῦ χωριοῦ τῶν μοναχῶν ἐκεῖ, ἀφοῦ
πληροφορήθηκε, σέ ὄνειρο πού εἶδε, ὅτι οἱ ἀδελφοί αὐτοί ἐκοιμήθησαν ἐν Κυρίῳ, ἔτρεξε
μέ ἄλλους πατέρες στήν καλύβη τους καί τί νά δοῦν; Οἱ πέντε ἐκεῖνοι κατά σάρκα ἀδελφοί
ἦσαν κεκοιμημένοι τήν στιγμή, πού ἔβαζαν μετάνοια στρωτή, γονατιστοί καί μέ τό
μέτωπο ἀκουμπισμένο στό πάτωμα μετά τό Ἀπόδειπνο καί ἐζητοῦσαν ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο
συγχώρεση, τούς ἐπῆρε ὁ Θεός τίς ψυχές τους, γιά νά σωθοῦν. Ὁ Θεός τούς συγχώρεσε»[11].
γ) Ἄς δοῦμε τώρα καί τόν ἡσυχαστικό
ἤ ἀναχωρητικό μοναχισμό τοῦ Ἁγίου Ὄρους:
Οἱ ἀναχωρητές ἤ ἡσυχαστές μοναχοί
στό Ἅγιον Ὄρος εἶναι λίγοι καί ἐκλεκτοί. Ἀκολουθοῦν τήν μέθοδο τῆς σιωπῆς, τῆς
προσευχῆς καί τῆς θεωρίας τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Ἀσκοῦνται ὡς ἑξῆς : Κάνουν μόνοι
τους ὅλη τήν ἑβδομάδα τήν ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ, Ὄρθρου, Ὡρῶν, Ἑσπερινοῦ
καί Ἀποδείπνου μέ κομβοσχοίνι, λέγοντας νοερῶς τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ
τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με». Ὕστερα ψάλλουν. Ὅταν κουρασθοῦν, διαβάζουν κάτι πατερικό.
Μετά κάνουν ἐργόχειρο γιά λίγο καί μετά ἀσχολοῦνται μέ τήν νοερά προσευχή.
Ὁ μακαριστός παπα–Τύχων ὁ Ρῶσσος ἔλεγε: «Μιά ὥρα ἐργασία, μιά ὥρα προσευχή» κλπ. Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Καππαδόκης
Ἁγιορείτης ἔχει χωρίσει τό 24ωρο κατά μία–μία ὥρα καί προσευχόταν μία ὥρα γιά κάθε
κατηγορία ἀνθρώπων : Γιά τούς ἐργαζομένους, γιά τούς ἱερωμένους καί μοναχούς,
γιά τήν νεολαία, γιά τό ἔθνος κλπ.
Νά, ἕνα θαῦμα τῆς προσευχῆς τοῦ ἁγίου
Παϊσίου: «Ἕνας πατέρας μέ τό ἀγοράκι του ἐταξίδευε ἀπό τήν Ἀθήνα, πηγαίνοντας
πρός Θεσσαλονίκη. Στή Λάρισα, ὡς συνήθως, ἔκανε στάση τό λεωφορεῖο, γιά νά ἀνασάνουν
λίγο οἱ ἐπιβάτες. Κατέβηκαν ἀπό τό λεωφορεῖο καί ὁ πατέρας καί τό παιδί του καί
ἐπῆγαν νά περάσουν ἀπέναντι. Τό παιδί ἐξέφυγε ἀπό τόν πατέρα μιά στιγμή καί βρέθηκε
στή μέση τοῦ δρόμου. Τότε ἐπέρασε ἕνα φορτηγό αὐτοκίνητο πάνω ἀπό τό παιδί. Ὁ
πατέρας εἶπε: «Παναγία μου, τό παιδί μου»! Τό παιδί δέν ἔπαθε τίποτε. Μόλις
συνῆλθε, εἶπε στόν πατέρα του: «Πατέρα, τήν ὥρα, πού ἐπέρασε τό φορτηγό ἀπό πάνω
μου, ἕνας καλόγερος ἔπεσε ἀπό πάνω μου καί μέ ἐσκέπασε καί ἔτσι ἐγλύτωσα». Ὁ
πατέρας εἶπε : «Ποιός καλόγερος, παιδί μου; Δέν εἶδα, οὔτε ἐπέρασε ἀπό ἐδῶ καλόγερος».
«Ὄχι, πατέρα, εἶδα τόν καλόγερο, τό πρόσωπό του ἦταν φωτεινό», εἶπε τό παιδί.
Ἄρχισε, λοιπόν, ὁ πατέρας νά πηγαίνει
σέ διάφορα ἀνδρικά μοναστήρια μέ τό παιδί του, ψάχνοντας τόν σωτῆρα τοῦ
παιδιοῦ
του. Ἐπῆγε κάποτε στήν Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα τοῦ Ἁγίου Ὄρους σέ μιά
ἀγρυπνία, ὅπου
ἦταν καί ὁ ἅγιος Παΐσιος. Μόλις τό παιδί εἶδε τόν ἅγιο Παΐσιο, ἐφώναξε
δυνατά:
«Αὐτός, πατέρα, εἶναι ὁ καλόγερος, πού μέ ἐσκέπασε, καί δέν σκοτώθηκα».
Ἀμέσως ὁ
πατέρας ἐρώτησε τόν ἅγιο Παΐσιο ποιός εἶναι καί πῶς βρέθηκε στή Λάρισα
ἐκεῖνο
τό βράδυ. Ὁ ἅγιος Παΐσιος τοῦ εἶπε τό ὄνομά του καί τόν ἐρώτησε
λεπτομέρειες. Ὁ
πατέρας ἐξήγησε στόν ἅγιο Παΐσιο τό περιστατικό καί ὁ ἅγιος Παΐσιος τόν
ἐρώτησε: «Τί ὥρα συνέβη τό παρ' ὀλίγον δυστύχημα»; Αὐτός εἶπε: «Μία ἡ
ὥρα τό πρωΐ». Ὁ
ἅγιος Παΐσιος εἶπε: «Ἐκείνη τήν ὥρα προσεύχομαι γιά τούς ταξιδιῶτες».
Καί ἄλλα πολλά μποροῦμε νά ποῦμε
γιά τόν ἅγιο Παΐσιο, ἀλλά θά ξεφύγουμε ἀπό τό θέμα. Ἐκεῖνο, πού θέλουμε νά τονίσουμε
γιά τούς σωστούς ἡσυχαστές, εἶναι ὅτι ἔχουν σέ μεγάλο βαθμό τήν ταπείνωση.
Λέγει κάποιος γέρων ἡσυχαστής: «Μπορεῖ κάποιος νά ἀγωνίζεται πού καί πού μέ φιλότιμο, ἀλλά νά μήν ἔχει
μεγάλη πρόοδο, διότι δέν ἔχει ταπείνωση. Ἐνῶ ἄλλοι ἀγωνίζονται λιγότερο στήν ἄσκηση
καί τή νηστεία καί προοδεύουν πολύ περισσότερο, διότι ἔχουν πολλή ταπείνωση καί
αὐτή ἀναπληρώνει πολλά»[12].
Ἄλλωστε, ὁ Χριστός λέγει ὅτι «Μάθετε
ἀπ' ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ καί εὑρήσεται ἀνάπαυσιν ταῖς
ψυχαίς ὑμῶν» (Μάθετε ἀπό ἐμένα ὅτι εἶμαι πρᾶος καί ταπεινός στήν καρδιά καί
τότε θά βρεῖτε ἀνάπαυση πνευματική στίς ψυχές σας)[13].
Ἄν ὁ ἡσυχαστής, δέν ἀσκεῖται στήν
ταπείνωση, θά πλανηθεῖ καί θά γίνει παίγνιο δαιμόνων. Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Καππαδόκης
Ἁγιορείτης συνιστᾶ τήν ἑξῆς μέθοδο, γιά νά ἔλθει ἡ ταπείνωση καί ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος : Ἐνθύμηση ἁμαρτιῶν, μετά αὐτοκατηγορία γιά τίς ἁμαρτίες μας, μνήμη
θανάτου, Κρίσεως καί Κολάσεως, καί ταπείνωση, ἡ ὁποία ἑλκύει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι, εἶναι ἕτοιμος κανείς νά ἀρχίσει τό κύριο ἔργο τοῦ ἡσυχαστῆ, πού εἶναι ἡ
νοερά προσευχή, χωρίς κίνδυνο νά πλανηθεῖ. Βέβαια, πρέπει ὁ ἡσυχαστής νά ἐξομολογεῖται
τούς λογισμούς, τά λόγια καί τίς πράξεις του σέ κάποιον διακριτικό Γέροντα καί
νά μεταλαμβάνει συχνά τά Θεία Μυστήρια, γιά νά λαμβάνει θεία ἡδονή καί
παρηγορία ἀπό τόν ἠγαπημένο Νυμφίο του, Χριστό.
Οἱ σωστοί ἡσυχαστές βλέπουν καί ὁράματα
ἤ ἀποκαλύψεις, ὅποτε τό ἐπιτρέψει ὁ Θεός πρός παρηγορίαν τους ἤ γιά νά τούς ἑτοιμάσουν
γιά κάποιο θλιβερό γεγονός.
Μέ πλῆθος ἱερῶν ἀποκαλύψεων εἶναι
γεμᾶτος ὁ ἔνθεος βίος τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Ζωγραφίτου, Βουλγάρου Ἁγιορείτου. Ἦλθε
στό Ἅγιον Ὄρος τό 1280. Ἀφοῦ ἐκοινοβίασε γιά λίγο διάστημα στήν Ἱερά Μονή Ζωγράφου,
ἡσύχασε σέ ἕνα κοντινό ἀσκητήριο. Ἀξιώθηκε νά ἔχει τό διορατικό καί προορατικό.
Εἶδε τήν ψυχή τοῦ ἡγουμένου τοῦ Χιλιανδαρίου νά βασανίζεται ἀπό τούς δαίμονες.
Εἶδε τήν Παναγία στό Βατοπέδι κατά τήν ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ νά ὑπηρετεῖ στήν Ἐκκλησία
καί στήν Τράπεζα. Ὑπέστη πολλές δαιμονικές ἐπιθέσεις.
Ὅταν στήν ἐπικήδειο ἀκολουθία τοῦ
ὁσίου ἔψαλλον οἱ ἀδελφοί, συγκεντρώθηκαν ὅλα τά ζῶα τῆς περιοχῆς, χερσαῖα καί πετεινά,
καί, μετά τήν ταφή, ἐφώναξε τό καθένα μέ τήν δική του φωνή, σάν νά ἤθελαν νά δώσουν
στόν ἅγιον αὐτόν ἀσκητή τόν τελευταῖο ἀσπασμό. Τό λείψανό του, ἀφοῦ ἀναζητήθηκε
κατά τήν ἐκταφή, δέν βρέθηκε[14].
Ὁ ἡσυχασμός εἶναι τό κέντρον τοῦ
σκητιώτικου μοναχισμοῦ. Ὁ σκητιώτικος μοναχισμός εἶναι τό κέντρο τοῦ κοινοβιακοῦ
μοναχισμοῦ. Καί τό κέντρο τοῦ ἐν Χριστῷ γάμου εἶναι ὁ κοινοβιακός μοναχισμός. «Φῶς
μοναχοῖς ἄγγελοι. Φῶς κοσμικῶν ἡ μοναδική (μοναχική) πολιτεία». (Ἅγιος Ἰωάννης
τῆς Κλίμακος).
Ὁ ἐν Χριστῷ γάμος καί ἡ ἐν Χριστῷ
παρθενία δέν ἔρχονται σέ ἀντίθεση, ἀλλά ἀλληλοσυμπληρώνονται καί ἀλληλοβοηθοῦνται
μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι μόνο γιά τούς μοναχούς ἤ μόνο
γιά τούς λαϊκούς χριστιανούς. Εἶναι γιά ὅλους ὅσοι ἐπιθυμοῦν τήν σωτηρία τους. Ἔτσι,
τό Ἅγιον Ὄρος δέν ἀνήκει μόνο στούς Ἁγιορεῖτες, οὔτε σώζει μόνο αὐτούς, ἀλλά καί
ὅσους συνδέονται μαζί τους μέ ὁποιονδήποτε θεμιτό καί κατά Χριστόν τρόπο. Τό Ἅγιον
Ὄρος δέν εἶναι ὑπεράνω τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε κάτι παράλληλο πρός τήν Ἐκκλησία,
οὔτε ἕνα τμῆμα της ἐκφράζει, ἀλλά ἀποτελεῖ τήν αὐθεντικότερη μορφή τῆς μοναδικότητος,
τῆς ἁγιότητος, τῆς καθολικότητος καί τῆς Ἀποστολικότητος τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτή εἶναι ἡ ζωή στό Ἅγιον Ὄρος μέ
δυό λόγια. Ἄς κλείσουμε τό παρόν κείμενο μέ τήν σημασία τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους
γιά τήν σύγχρονη κοινωνία.
Ὄλοι γνωρίζουμε τά ἀδιέξοδα τῆς σύγχρονης
κοινωνίας. Ἡ τεχνολογία καί ἡ ἐπιστήμη, ἡ πολιτική καί ἡ φιλοσοφία, ἡ τέχνη καί
ἡ παιδεία προσπάθησαν φιλότιμα νά λύσουν τά ἀνθρωπολογικά καί κοινωνικά προβλήματα,
μέ σκοπό νά καλλιτερεύσουν τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων. Βασίστηκαν, ὅμως, στήν αὐτονομία
τοῦ λογικοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί στή δύναμη, ὄχι στήν ἀγάπη. Γι' αὐτό ἀνεζήτησαν οἱ
ἀνεπτυγμένοι κυρίως λαοί νά βροῦν τήν ψυχοσωματική τους ἰσορροπία στίς ἀνατολικές
θρησκεῖες, στή μαγεία, στό σέξ καί στόν ἀποκρυφισμό. Προσπάθησαν νά καλύψουν τό
κενό τῆς ψυχῆς, τήν ἀπουσία τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς καί τήν ἀπουσία τῆς Χάριτος
τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ἐνέργεια τοῦ διαβόλου. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά περιπλεχθοῦν
περισσότερο, νά διασπασθοῦν ἐσωτερικά καί ἐξωτερικά, νά μήν ἔχουν εἰρήνη, χαρά
καί ἀγάπη.
Ἡ ζωή τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶναι ἡ μόνη
διέξοδος στά ἀδιέξοδα τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου, ὄχι διότι μόνο στό Ἅγιον Ὄρος ὑπάρχει
αὐτή ἡ ζωή, ἀλλά διότι ἡ ζωή τοῦ Ἁγίου Ὄρους φανερώνει γνήσια καί αὐθεντικά τήν
ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί κατ' ἐπέκτασιν τήν ζωή τῆς Ἁγίας Τριάδος. Στό Ἅγιον
Ὄρος διατηρεῖται ἀκόμη ἡ ζωή αὐτή, διότι οἱ Ἁγιορεῖτες δίνουν αἷμα καί λαμβάνουν
Πνεῦμα Ἅγιο.
Ἡ νηστεία π. χ. τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶναι
ἡ μόνη λύση γιά τήν σωστή διατροφή τοῦ ἀνθρώπου σωματικῶς καί ψυχικῶς.
Ἡ ἀρχιτεκτονική δομή τῆς ὁποιασδήποτε
Μονῆς ἤ Καθίσματος ἤ Κελλιοῦ εἶναι ἡ μόνη λύση γιά τήν σωστή πολεοδομία τῶν οἰκισμῶν,
πού κατασκευάζουν οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι.
Ἡ νήψη καί ἡ προσευχή τοῦ Ἁγίου Ὄρους
εἶναι ἡ μόνη λύση γιά τό πλήρωμα (τό γέμισμα) τῆς ψυχῆς τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου ἀπό
τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν κάλυψη τοῦ κενοῦ, πού προκαλεῖ ἡ τεχνολογία καί ἡ ἐπιστήμη.
Πολλά ψυχολογικά προβλήματα θά λυθοῦν ἀπό τήν ἕνωση Θεοῦ καί ἀνθρώπου διά τῆς
προσευχῆς μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἡ λειτουργική καί λατρευτική ζωή
τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶναι ἡ μόνη λύση τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος, μέ τό νά μάθουμε
νά χρησιμοποιοῦμε τήν κτίση τοῦ Θεοῦ ὡς δῶρον Θεοῦ, τό ὁποῖο θά προσφέρουμε στόν
Θεό, γιά νά τήν ἁγιάσει, μεταμορφώσει καί ξαναδώσει στούς ἀνθρώπους μεταμορφωμένη
καί ἁγιασμένη.
Τέλος, ἄς ποῦμε τό ἑξῆς : Ὁ τρόπος
ζωῆς εἶναι, πού ἁγιάζει, καί ὄχι ὁ τόπος. Ἑπομένως, ὁπουδήποτε στή γῆ καί ἄν ἐφαρμοσθεῖ
ἡ ζωή τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πιστεύω ὅτι θά πᾶμε πολύ καλύτερα καί θά διατηρήσουμε ἕνα
βιώσιμο κόσμο, πού θά εἶναι ὁ προθάλαμος τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, τῆς ὁποίας,
μακάρι, νά ἀξιωθοῦμε ὅλοι μας. Ἀμήν.
[1] Ψαλμ. 132, 1.
[2] Πράξ. 2, 44. 4,32. 1,14.
2,1. 5,12.
[3] ΑΡΧΙΜ. Π. ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ, Ἀθωνικόν
Γεροντικόν, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 19-20.
[4] Ἀποκ. 21,5.
[5] ΑΡΧΙΜ. Π. ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ, ἔνθ'
ἀνωτ., σσ. 376-377.
[6] Α' Θεσ. 5, 17-18.
[7] ΑΡΧΙΜ. Π. ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ, ἔνθ'
ἀνωτ., σσ. 209-210.
[8] Ἰω. 15, 5.
[9] ΑΡΧΙΜ. Π. ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ, ἔνθ'
ἀνωτ., σ. 193.
[10] ΑΡΧΙΜ. Π. ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ, ἔνθ’
ἀνωτ., σσ. 300 – 301.
[11]ΑΡΧΙΜ. Π. ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ.,
σ. 251.
[12] ΑΡΧΙΜ. Π. ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ, ἔνθ’
ἀνωτ., σ. 351.
[13] Ματθ. 11, 29.
[14] ΑΡΧΙΜ. Π. ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ, ἔνθ’
ἀνωτ., σσ. 267-268
το μεταφέρουμε από εδώ