Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μοναχικό Τυπικό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μοναχικό Τυπικό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Ιανουαρίου 09, 2018

Ἡ ζωὴ στὸ Ἅγιον Ὅρος

Φωτογραφία «Ῥωμαίικου Ὁδοιπορικοῦ»: Καρυές - Ἅγιον Ὄρος
Γράφει ὁ Μοναχὸς Νεόφυτος Γρηγοριάτης 
Ἡ ζωή στό Ἅγιον Ὄρος εἶναι κεκρυμμένη ἐν τῷ Χριστῷ. Εἶναι μυστήριο πίστεως καί λογικῆς λατρείας. Χωρίς τήν αἴσθηση ὅτι ἡ ζωή τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶναι μυστηριακή, δηλαδή ἀσκητική καί λατρευτική, ἐκκλησιολογική καί Χριστοκεντρική, δέν μποροῦμε  νά κατανοήσουμε τίποτα ὅσον ἀφορᾶ τό Ἅγιον Ὄρος. 
Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι τό Ἅγιον Ὄρος εἶναι μοναστικό κέντρο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ ἴδια ἡ Παναγία Θεοτόκος Μαρία ὑποσχέθηκε στόν Ἅγιο Πέτρο τόν Ἀθωνίτη ὅτι ὁ Ἄθως θά γίνει κατοικητήριο μοναστῶν, ὅπου οἱ μοναχοί θά δοξολογοῦν ἀκατάπαυστα τόν Τριαδικό Θεό μέχρι τῆς συντέλειας τῶν αἰώνων. Ἡ ἴδια ἐβεβαίωσε ὅτι θά εἶναι τροφός, ἰατρός, μεσίτης καί Μητέρα τῶν Ἁγιορειτῶν, γιά τούς ὁποίους θά πρεσβεύσει κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ νά συγχωρεθοῦν ὅλες οἱ ἁμαρτίες τους.
Τό Ἅγιον Ὄρος διεμόρφωσε κατά τήν διάρκεια τῆς τελευταίας χιλιετίας τρεῖς δρόμους μοναχισμοῦ: τόν κοινοβιακό, τόν σκητιωτικό καί τόν ἡσυχαστικό ἤ ἀναχωρητικό...

α) Ὁ κοινοβιακός μοναχισμός στηρίζεται στή ρήση τοῦ ἁγίου Προφητάνακτος Δαυΐδ, ὁ ὁποῖος λέγει: «ἰδού δή τί καλόν ἤ τί τερπνόν, ἀλλ' ἤ τό κατοικεῖν ἀδελφούς ἐπί τό αὐτό»[1]; (Κοιτάξτε, λοιπόν, τί πιό ὡραῖο καί τί πιό πνευματικά ἀπολαυστικό ὑπάρχει, ἀπό τό γεγονός τῆς συγκατοικήσεως καί πνευματικῆς κοινωνίας ἀδελφῶν στό ἴδιο μέρος;). Καί στίς πρῶτες χριστιανικές κοινότητες ἀγάπης, ὅπου «ἥν ἅπαντα κοινά καί ἦσαν ὁμοθυμαδόν ἐπί τό αὐτό αἰνοῦντες καί εὐλογοῦντες τόν Θεόν διά παντός» (Καί τό πλῆθος ὅσων ἐπίστευσαν εἶχαν μιά ψυχή καί μιά καρδιά καί οὔτε ἕνας τους δέν ἐλογάριαζε μόνο δικό του κάτι ἀπό τά ὑπάρχοντά του, ἀλλά τα εἶχαν ὅλα κοινά. Καί ἦσαν ὅλοι μαζί οἱ πρῶτοι χριστιανοί στό ἴδιο μέρος, ψάλλοντας δοξολογίες καί εὐλογῶντας τόν Θεόν συνεχῶς)[2]. 

Βέβαια, πρότυπο τοῦ κοινοβίου εἶναι ἡ κοινωνία τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπου δεσπόζει ἡ ἀγάπη.
Ἕνα δεῖγμα τῆς ἀγάπης, πού ἐπικρατοῦσε καί ἐπικρατεῖ στά κοινόβια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, εἶναι καί τό ἑξῆς:
«Ἐλησμονοῦσε νά κοιμηθεῖ καί προσευχόταν ἀδιαλείπτως ὁ π. Ἰσαάκ ὁ Διονυσιάτης. Μάλιστα, προσευχόταν ἰδιαιτέρως τίς νύκτες ὑπέρ ὑγείας καί σωτηρίας τῶν ἐργατῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς του, συχνά μέ δάκρυα, μέ πόνον τῆς ἀγαπώσης καρδίας του.
Κατά τήν διάρκεια τῆς παραμονῆς του σέ ἕνα ἀπό τά μετόχια τῆς Μονῆς του στόν ἐπάνω ὄροφο, τόν ἄκουσαν οἱ ἐργάτες νά προσεύχεται μέ θρῆνο καί φωνές : Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον τούς ἐργάτες. Χάρισέ τους τό ψωμάκι τους. Ἐλέησέ τους, πού τόσο κοπιάζουν, γιά νά ὑπανδρεύσουν τά κορίτσια τους, γιά νά σπουδάσουν τά παιδιά τους»[3].

Βλέπουμε ἐδῶ ὅτι ὁ μοναχός εἶναι «καῦσις καρδίας ὑπέρ πάσης τῆς κτίσεως καί ὑπέρ τῶν δαιμόνων» (Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος).
Οἱ μοναχοί ἀποτάσσονται τόν κόσμο (φεύγουν μακρυά ἀπό τόν κόσμο καί πᾶνε σέ ἔρημους τόπους), ὄχι γιατί τόν μισοῦν, ἀλλά γιατί θέλουν νά ἀντικαταστήσουν τήν ἐμπαθή σχέση, πού ἔχουν μαζί του, μέ μιά εὐλογημένη καί μεταμορφωμένη καί ὑπερβατική ἀγάπη, πού νά εἶναι ἀπόρροια τῆς ἀγάπης τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ (ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής). Ξένος πρός ὅλους καί φίλος μέ ὅλους.

Ἡ ἀγάπη, πού εἴδαμε στόν π. Ἰσαάκ τόν Διονυσιάτη, καλλιεργεῖται εἰς βάρος τῆς φιλαυτίας, τῶν παθῶν, τοῦ διαβόλου καί τῆς ἁμαρτίας, μέ τήν ὑπακοή πρός ὅλους, πού σημαίνει θάνατος τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καί γέννηση νέου, κατά τό ρῆμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ : «Ἰδού ποιῶ πάντα καινά» (κοιτάξτε ὅτι ὅλα ἐγώ ὡς Θεός τά κάνω καινούργια, νέα, μεταμορφωμένα, ἁγιασμένα)[4]. Ἡ Ἀγάπη πηγάζει μόνο ἀπό τήν ἀληθινή καί ἀδιάκριτη ὑπακοή στόν Γέροντα καί στούς ἀδελφούς, μοναχούς καί λαϊκούς.

Λέγει πολύ χαρακτηριστικά ὁ παπά–Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης, ἕνας ἀπό τούς ἐναρέτους, διορατικούς καί προορατικούς Γέροντες τοῦ Ἁγίου Ὄρους :
«Δέν πᾶς νά μεταλαμβάνεις δέκα φορές τήν ἡμέρα; Δέν πᾶς νά κάνεις νοερά προσευχή; Δέν πᾶς νά κάνεις ἀγρυπνία; Δέν πᾶς νά κάνεις νηστεία; Δέν κάνουν τίποτες. Ἡ ὑπακοή. Ἔκανες ὑπακοή, θά πᾶς στόν Παράδεισο. Ἔκανες παρακοή, θά πᾶς στήν Κόλαση. Μέσος ὄρος δέν ὑπάρχει. Ὁ Ἀδάμ ἔκανε παρακοή: ἔξω ἀπό τόν Παράδεισο. Δέν ἔχει μέσον ὅρον. Ἔτσι εἶναι.

Τόν μόνον ἄνθρωπο, τόν ὁποῖο ἀγάπησα, καί τόν μόνον ἄνθρωπο, τόν ὁποῖον ἐφοβήθηκα, ἤτανε ὁ Γέρων Ἰωσήφ ὁ Σπηλαιώτης. Μπορεῖ ἕνα λόγο νά σοῦ εἰπεῖ ὁ Γέροντας καί ἐπιφανειακῶς νά εἶναι στραβό. Ἐσύ κάνε τήν ὑπακοή σου˙ κάνε τελεία ὑπακοή˙ τόν καρπό τῆς τελείας ὑπακοῆς ἐδοκίμασα στόν Γέροντα. Δέν φοβόμουνα τόν Θεό. Τό στόμα τοῦ Γέροντος τί λέγει; Συγχωρεμένος. Νά ’ναι ἐὐλογημένον»[5].

Ἡ ὑπακοή τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ στόν Θεό Πατέρα, ἡ ὑπακοή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν Υἱό, ἡ ὑπακοή τῶν Ἀποστόλων στόν Χριστό καί στό Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ ὑπακοή τῶν πατέρων, τῶν μαρτύρων, τῶν ὁμολογητῶν, τῶν ἱεραρχῶν, τῶν μοναχῶν στούς Ἀποστόλους, ἡ ὑπακοή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν Παράδοση, ἐξασφαλίζει τήν συνέχεια, τήν ἑνότητα, τήν πιστότητα, τήν ὁμαλή λειτουργία τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, πού ὁδηγεῖ σύντομα καί σίγουρα στήν θέωση.

Ὁ παπά–Χαράλαμπος Διονυσιάτης, προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους, εἶπε τά ἑξῆς: «Στό κοινόβιο, ἄν θέλεις νά σωθεῖς, ὀφείλεις νά κάνεις ὑπακοή καί προσευχή. 50% τῆς σωτηρίας ἐξασφαλίζεται μέ τήν ὑπακοή καί 50% μέ τήν προσευχή. Βέβαια, καί ἡ προσευχή κατά βάθος εἶναι ὑπακοή, ἄν γίνεται μέ τήν εὐλογία τοῦ Γέροντος.

Ἄλλωστε, ἐντολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἶναι «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι, ἐν παντί καιρῷ καί τόπῳ εὐχαριστεῖτε τόν Θεόν» (Νά προσεύχεσθε συνέχεια, σέ κάθε καιρό καί τόπο νά εὐχαριστεῖτε, δοξολογῶντας τόν Θεό)[6].

Στά τρισευλογημένα Κατουνάκια τοῦ Ἁγίου Ὄρους πνέει ἡ ἑρημητική αὔρα τῆς προσευχῆς. Ἐκεῖ ἐζοῦσε πρό πολλῶν ἐτῶν ἕνας ἡσυχαστής, ὁ π. Ἄνθιμος. Ἀσκήτευσε σέ μία καλύβη πάνω ἀπό τούς Δανιηλαίους. Ἔλεγε συχνά : «Ἡ εὐχή τοῦ Ἰησοῦ θεώνει τόν ἄνθρωπο, ἐνῶ ἡ προσευχή πρός τήν Παναγία τόν ἑτοιμάζει γιά τήν θέωση»[7].

Ἐκτός ἀπό τήν ὑπακοή καί τήν προσευχή ὁ κοινοβιάτης μοναχός ἔχει καί ἐργασία σωματική, διακόνημα: «Σῶμα ἐργάζου, ἵνα τραφῆς, ψυχή νῆφε, ἵνα σωθῆς». Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας κάποτε ἔπεσε σέ ἀκηδία (πνευματική τεμπελιά καί ἀδράνεια). Παρεκάλεσε τόν Θεό νά τόν λυτρώσει ἀπό τόν κίνδυνο. Ὁ Θεός ἔστειλε ἕνα ἄγγελο ὑπό τήν μορφήν του Ἁγίου Ἀντωνίου, ὁ ὁποῖος πότε καθότανε καί ἐργαζότανε καί πότε σηκωνότανε καί προσευχότανε. Μετά τοῦ εἶπε : «Τοῦτο ποίει καί σώζου» (Αὐτό θά κάνεις καί θά σωθείς).

Στό κοινόβιο ξυπνᾶμε στίς 3:00 π.μ., γιά νά κάνουμε τόν κανόνα τῆς προσευχῆς γιά μιά ὥρα. Ὁ κανόνας τῆς προσευχῆς ἀποτελεῖται ἀπό (12) δώδεκα κομβοσχοίνια μέ σταυρό, λέγοντας τήν νοερά προσευχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καί (120) ἑκατόν εἴκοσι στρωτές μετάνοιες τό λιγότερο. Βέβαια, καθορίζεται ἀπό τόν Γέροντα ὁ κανόνας. Μετά ὅλοι οἱ μοναχοί μαζεύονται στόν κεντρικό ναό τῆς Μονῆς γιά τήν καθημερινή ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ, Ὄρθρου, Ὡρῶν καί Θείας Λειτουργίας. 

Ἡ παρακολούθηση καί συμμετοχή στήν κοινή λατρεία τῆς ἐκκλησίας ὅλων τῶν μοναχῶν τῆς Μονῆς βοηθάει πολύ νά βιώσουμε τό Μυστήριο τῆς θεώσεως, τῆς ἑνώσεως μέ τόν Θεό. Γι' αὐτό οἱ ἀκολουθίες γίνονται μέ κατάνυξη, ἐνεργό δράση ὅλων τῶν μοναχῶν καί βαθειά εὐλάβεια, προσοχή καί προσευχή. Δηλαδή, ἄλλος κανοναρχεῖ, ἄλλος ψάλλει, ἄλλος εἶναι νεωκόρος, ἄλλος στό στασίδι του. Μετά τήν Θεία Λειτουργία ἀκολουθεῖ κοινή τράπεζα, πού εἶναι συνέχεια τῆς ἀκολουθίας. 

Κατ' ἀρχήν τρέφουμε ψυχή καί σῶμα μέ ἀνάγνωση πατερικῶν κειμένων καί φαγητό νηστίσιμο ἤ ἀρτίσιμο ἀνάλογα μέ τήν ἡμέρα. Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή τρῶμε ἀλάδωτα, κάνουμε τήν παράκληση τῆς Παναγίας μία ὥρα μετά τήν Θεία Λειτουργία καί ἔχουμε μία ἐπίσημη Τράπεζα. Τήν Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο καί Κυριακή κοινωνοῦμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ συχνή Θεία Κοινωνία εἶναι τό σημαντικότερον γεγονός τῆς ζωῆς τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ. Χωρίς αὐτό δέν μποροῦμε νά κάνουμε τίποτε. «Ἄνευ ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν», λέγει ὁ Χριστός. (Χωρίς ἐμένα δέν μπορεῖτε νά κάνετε τίποτε σωστό)[8].

Διηγεῖτο ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Καππαδόκης ὁ Ἁγιορείτης γιά τόν ἀείμνηστο ἀσκητή παπα–Τύχωνα, ὁ ὁποῖος ἀσκήτευσε δεκαπέντε χρόνια στήν βαθύτερη ἔρημο, τά Καρούλια, τρώγοντας παξιμάδι, καί ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ σέ ἕνα κάθισμα, δηλαδή σπίτι ἐρημιτικό τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα.

Ὅταν λειτουργοῦσε ὁ παπα–Τύχων, συχνά ἁρπαζόταν σέ θεωρία. Μερικές φορές, μισή ὥρα ἤ καί περισσότερο, ἐλέγαμε τό Χερουβικό καί τό ἐπαναλαμβάναμε πολλές φορές, μέχρις ὅτου συνέλθει καί ἀπαντήσει. Μιά φορά τόν παρακάλεσα θερμά νά μοῦ πεῖ τί συμβαίνει καί μοῦ εἶπε τά ἑξῆς: «Νά, παιδί μου, ὁ ἄγγελός μου μέ ἁρπάζει ἐπάνω ἐκεῖ, ὅπου τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ ὑμνοῦν τόν Θεόν. Κατόπιν, μέ κατεβάζει καί συνέρχομαι καί βλέπω ὅτι εἶμαι στήν Θεία Λειτουργία, στήν ἐκκλησία».
Δέν ἄφηνε κανένα νά εἶναι μέσα στό Ἱερό Βῆμα κατά τήν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας[9].

Ἡ ἐμπειρία τοῦ μακαριστοῦ παπα–Τύχωνος δέν εἶναι ἡ μοναδική. Τέτοιες ἐμπειρίες ἔχουν καί πολλοί κοινοβιάτες, στούς ὁποίους ὁ Θεός ἀποκαλύπτει τά μυστήριά του καί οἱ ὁποῖοι δέν ἀποκαλύπτουν στόν καθένα τίς ἐμπειρίες τους, παρά μόνον στόν πνευματικό τους.

Μετά τήν Τράπεζα οἱ μοναχοί ἀσχολοῦνται μέ τά διακονήματά τους. Ἀρχονταρίκι (ξενώνας), μαγειρεῖο, κολλυβάδικο, δοχειό (ἀποθήκη τροφίμων), καθαριότητα αὐλῶν καί τῆς ἐκκλησίας, ραφεῖο, γραφεῖο, θυρωρεῖο, βιβλιοθήκη, βιβλιοδετεῖο κλπ. μέχρι τόν ἑσπερινό, πού γίνεται στίς 4:00 μ.μ. συνήθως. Ἀκολουθεῖ Τράπεζα, μιά ὥρα ἐλεύθερη καί Ἀπόδειπνο μέ Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας. Στό τέλος τοῦ Ἀποδείπνου ὅλοι οἱ μοναχοί βάζουν στρωτή μετάνοια ὁ ἕνας πρός ὅλους καί ὅλοι πρός ἕναν καί λέγουν ἐσωτερικά : Συγχωρῆστε μέ καί ὁ Θεός νά σᾶς συγχωρέσει. Ἔτσι, ἀγαπημένοι, συγχωρημένοι καί ἑνωμένοι πνευματικά μέ τόν Γέροντα καί τούς πατέρες πηγαίνουμε γιά δύωρη προσευχή καί ἀνάγνωση στό κελλί μας, χωρίς ὁμιλίες μεταξύ μας. Μετά ἀκολουθεῖ ἀνάπαυση.

β) Αὐτή μέ λίγα λόγια εἶναι ἡ ζωή στό κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἄς δοῦμε τώρα καί τόν σκητιωτικό βίο:
Σκήτη εἶναι χωριό μέ σπίτια μοναχῶν, πού μένουν ὁ ἕνας κοντά στόν ἄλλο. Εἶναι σάν χωριό. Μένουν ἕνας–ἕνας, δύο–δύο, μέχρι δέκα μαζί, σέ ἕνα σπίτι. Κάθε σπίτι ἔχει τόν Γέροντά του. Στό κέντρο τῆς Σκήτης ὑπάρχει τό Κυριακό, δηλαδή ὁ Κεντρικός ναός τῆς Σκήτης, ὅπου ὅλοι οἱ Σκητιῶτες μαζεύονται τίς Κυριακές καί τίς μεγάλες γιορτές, γιά νά γιορτάσουν ὅλοι μαζί ἀδελφωμένοι καί ἀγαπημένοι.

Κάθε κελλί–σπίτι κάνει μόνο του ἀκολουθίες ὅλη τήν ἑβδομάδα, σύντομες. Λειτουργίες γίνονται μία φορά τήν ἑβδομάδα. Ἡ ζωή ἐδῶ εἶναι πιό ἡσυχαστική ἀπό τά κοινόβια καί δίνεται προσοχή στήν καλλιέργεια τῆς νοερᾶς προσευχῆς κατά μόνας, στήν ψαλμωδία καί στό ἐργόχειρο, δηλαδή ἐργασία κατάλληλη γιά μοναχούς, ὅπως ἁγιογραφία, ξυλογλυπτική, κομβοσχοίνια, σταυρουδάκια κλπ. Ἕνας σκητιώτης ἀναλαμβάνει πολλά διακονήματα μέσα στό κάθε σπίτι, ἀλλά καί, ἄν χρειασθεῖ, ὑπηρετεῖ στό Κυριακό τῆς Σκήτης. 

Ἡ ζωή εἶναι πιό σκληρή, τραχεῖα ἀπό τό κοινόβιο, ἔχει λιγότερες κατ' ἄνθρωπον παρηγορίες, ἡ νηστεία εἶναι αὐστηρότερη καί οἱ σχέσεις μεταξύ τῶν σκητιωτῶν εἶναι μέσα στά πλαίσια τοῦ ἡσυχαστικοῦ προγράμματος. Στή Σκήτη οἱ μοναχοί ἀσκοῦν βέβαια τήν ὑπακοή, ἀκτημοσύνη, παρθενία καί προσευχή, ὅπως στά κοινόβια, μέ τή διαφορά ὅτι στή Σκήτη κάθε σπίτι εἶναι αὐτοδιοίκητο πνευματικά καί οἰκονομικά, μέ τήν προϋπόθεση πάντοτε ὅτι τό κάθε σπίτι μνημονεύει τόν οἰκεῖο ἐπίσκοπο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, δηλαδή τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη. 

Ὑπάρχουν ζηλωτές, δηλαδή σχισματικοί Παλαιοημερολογίτες στίς Σκῆτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Αὐτό συμβαίνει, διότι, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Καππαδόκης Ἁγιορείτης, ὅταν ἕνας εἶναι αὐτοδιοίκητος, πέφτει πολύ πιό εὔκολα στήν πλάνη, παρά ἄν κάνει ὑπακοή στήν Ἐκκλησία. Ἤ τοῦ ὕψους ἤ τοῦ βάθους. Πάντως, ὅπου ἐπισκιάζει ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐκεῖ ὑπάρχουν καί οἱ καρποί του, δηλαδή χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία καί κυρίως ἑνότητα στήν πίστη, στήν διοίκηση καί λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνῶ, ὅπου ἐπισκιάζει ἡ ἐνέργεια τοῦ διαβόλου, ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ διάσπαση, τό σχῖσμα, ἡ ταραχή, ἡ ὑποκρισία καί τό μίσος. Ἄς εὐχηθοῦμε ὅτι θά συνέλθουν καί θά αἰσθανθοῦν τήν πλάνη τους οἱ ζηλωτές καί θά ἑνωθοῦν μέ τήν Ἐκκλησία.

«Ὑπῆρξεν ἕνας ἀσκητής στά Καρούλια, ὀνόματι Παχώμιος, ὁ ὁποῖος εἶχε πέσει σέ φοβερή πλάνη (λανθασμένη ἐγωϊστική γνώμη). Ὑπεστήριζεν ὅτι δέν ὑπάρχει ἱερεύς ἄξιος νά τόν κοινωνήσει. Ἐπερίμενε, λοιπόν, ἄγγελον ἐξ οὐρανοῦ νά τοῦ φέρει τά Ἅγια Μυστήρια, γιά νά κοινωνήσει. Τό τέλος ἦταν τραγικό. Ἔπεσε σέ ἕναν γκρεμμό καί πνίγηκε στήν θάλασσα. Τόν βρῆκαν μισοφαγωμένο ἀπό τά μεγάλα ψάρια στήν ἀπέναντι ἀκτή τῆς Συκιᾶς, χωριό τῆς Σιθωνίας Χαλκιδικῆς»[10].

Ὅμως, δέν λείπει ἡ ἀρετή ἀπό τίς Σκῆτες: «Στήν καλύβη τῆς «Ἁγίας Τριάδος» τῆς Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννας, ἐζοῦσαν πρίν πολλά χρόνια πέντε κατά σάρκα ἀδελφοί. Ἀπό φθόνο τοῦ διαβόλου ἔπεσαν σέ κάποια φιλονικία μεταξύ τους, ὥστε μερικοί τούς ἀποκαλοῦσαν ταραχοποιούς. Κάθε βράδυ, ὅμως, αὐτοί ἔβαζαν μετάνοια καί συνεχωροῦντο μεταξύ τους.

Πέρασαν πολλά χρόνια σέ αὐτή τήν κατάσταση. Κάποτε δέν ἀκουγόταν ἀπό τήν ταραχοποιό ἐκείνη καλύβη οὔτε φωνή, οὔτε ἀκρόαση. Ὁ Δικαῖος τῆς Σκήτης, δηλαδή ὁ Πρόεδρος τοῦ χωριοῦ τῶν μοναχῶν ἐκεῖ, ἀφοῦ πληροφορήθηκε, σέ ὄνειρο πού εἶδε, ὅτι οἱ ἀδελφοί αὐτοί ἐκοιμήθησαν ἐν Κυρίῳ, ἔτρεξε μέ ἄλλους πατέρες στήν καλύβη τους καί τί νά δοῦν; Οἱ πέντε ἐκεῖνοι κατά σάρκα ἀδελφοί ἦσαν κεκοιμημένοι τήν στιγμή, πού ἔβαζαν μετάνοια στρωτή, γονατιστοί καί μέ τό μέτωπο ἀκουμπισμένο στό πάτωμα μετά τό Ἀπόδειπνο καί ἐζητοῦσαν ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο συγχώρεση, τούς ἐπῆρε ὁ Θεός τίς ψυχές τους, γιά νά σωθοῦν. Ὁ Θεός τούς συγχώρεσε»[11].

γ) Ἄς δοῦμε τώρα καί τόν ἡσυχαστικό ἤ ἀναχωρητικό μοναχισμό τοῦ Ἁγίου Ὄρους:
Οἱ ἀναχωρητές ἤ ἡσυχαστές μοναχοί στό Ἅγιον Ὄρος εἶναι λίγοι καί ἐκλεκτοί. Ἀκολουθοῦν τήν μέθοδο τῆς σιωπῆς, τῆς προσευχῆς καί τῆς θεωρίας τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Ἀσκοῦνται ὡς ἑξῆς : Κάνουν μόνοι τους ὅλη τήν ἑβδομάδα τήν ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ, Ὄρθρου, Ὡρῶν, Ἑσπερινοῦ καί Ἀποδείπνου μέ κομβοσχοίνι, λέγοντας νοερῶς τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με». Ὕστερα ψάλλουν. Ὅταν κουρασθοῦν, διαβάζουν κάτι πατερικό. Μετά κάνουν ἐργόχειρο γιά λίγο καί μετά ἀσχολοῦνται μέ τήν νοερά προσευχή.

Ὁ μακαριστός παπα–Τύχων ὁ Ρῶσσος ἔλεγε: «Μιά ὥρα ἐργασία, μιά ὥρα προσευχή» κλπ. Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Καππαδόκης Ἁγιορείτης ἔχει χωρίσει τό 24ωρο κατά μία–μία ὥρα καί προσευχόταν μία ὥρα γιά κάθε κατηγορία ἀνθρώπων : Γιά τούς ἐργαζομένους, γιά τούς ἱερωμένους καί μοναχούς, γιά τήν νεολαία, γιά τό ἔθνος κλπ.

Νά, ἕνα θαῦμα τῆς προσευχῆς τοῦ ἁγίου Παϊσίου: «Ἕνας πατέρας μέ τό ἀγοράκι του ἐταξίδευε ἀπό τήν Ἀθήνα, πηγαίνοντας πρός Θεσσαλονίκη. Στή Λάρισα, ὡς συνήθως, ἔκανε στάση τό λεωφορεῖο, γιά νά ἀνασάνουν λίγο οἱ ἐπιβάτες. Κατέβηκαν ἀπό τό λεωφορεῖο καί ὁ πατέρας καί τό παιδί του καί ἐπῆγαν νά περάσουν ἀπέναντι. Τό παιδί ἐξέφυγε ἀπό τόν πατέρα μιά στιγμή καί βρέθηκε στή μέση τοῦ δρόμου. Τότε ἐπέρασε ἕνα φορτηγό αὐτοκίνητο πάνω ἀπό τό παιδί. Ὁ πατέρας εἶπε: «Παναγία μου, τό παιδί μου»! Τό παιδί δέν ἔπαθε τίποτε. Μόλις συνῆλθε, εἶπε στόν πατέρα του: «Πατέρα, τήν ὥρα, πού ἐπέρασε τό φορτηγό ἀπό πάνω μου, ἕνας καλόγερος ἔπεσε ἀπό πάνω μου καί μέ ἐσκέπασε καί ἔτσι ἐγλύτωσα». Ὁ πατέρας εἶπε : «Ποιός καλόγερος, παιδί μου; Δέν εἶδα, οὔτε ἐπέρασε ἀπό ἐδῶ καλόγερος». «Ὄχι, πατέρα, εἶδα τόν καλόγερο, τό πρόσωπό του ἦταν φωτεινό», εἶπε τό παιδί.

Ἄρχισε, λοιπόν, ὁ πατέρας νά πηγαίνει σέ διάφορα ἀνδρικά μοναστήρια μέ τό παιδί του, ψάχνοντας τόν σωτῆρα τοῦ παιδιοῦ του. Ἐπῆγε κάποτε στήν Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα τοῦ Ἁγίου Ὄρους σέ μιά ἀγρυπνία, ὅπου ἦταν καί ὁ ἅγιος Παΐσιος. Μόλις τό παιδί εἶδε τόν ἅγιο Παΐσιο, ἐφώναξε δυνατά: «Αὐτός, πατέρα, εἶναι ὁ καλόγερος, πού μέ ἐσκέπασε, καί δέν σκοτώθηκα». Ἀμέσως ὁ πατέρας ἐρώτησε τόν ἅγιο Παΐσιο ποιός εἶναι καί πῶς βρέθηκε στή Λάρισα ἐκεῖνο τό βράδυ. Ὁ ἅγιος Παΐσιος τοῦ εἶπε τό ὄνομά του καί τόν ἐρώτησε λεπτομέρειες. Ὁ πατέρας ἐξήγησε στόν ἅγιο Παΐσιο τό περιστατικό καί ὁ ἅγιος Παΐσιος τόν ἐρώτησε: «Τί ὥρα συνέβη τό παρ' ὀλίγον δυστύχημα»; Αὐτός εἶπε: «Μία ἡ ὥρα τό πρωΐ». Ὁ ἅγιος Παΐσιος εἶπε: «Ἐκείνη τήν ὥρα προσεύχομαι γιά τούς ταξιδιῶτες».

Καί ἄλλα πολλά μποροῦμε νά ποῦμε γιά τόν ἅγιο Παΐσιο, ἀλλά θά ξεφύγουμε ἀπό τό θέμα. Ἐκεῖνο, πού θέλουμε νά τονίσουμε γιά τούς σωστούς ἡσυχαστές, εἶναι ὅτι ἔχουν σέ μεγάλο βαθμό τήν ταπείνωση.
Λέγει κάποιος γέρων ἡσυχαστής: «Μπορεῖ κάποιος νά ἀγωνίζεται πού καί πού μέ φιλότιμο, ἀλλά νά μήν ἔχει μεγάλη πρόοδο, διότι δέν ἔχει ταπείνωση. Ἐνῶ ἄλλοι ἀγωνίζονται λιγότερο στήν ἄσκηση καί τή νηστεία καί προοδεύουν πολύ περισσότερο, διότι ἔχουν πολλή ταπείνωση καί αὐτή ἀναπληρώνει πολλά»[12].

Ἄλλωστε, ὁ Χριστός λέγει ὅτι «Μάθετε ἀπ' ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ καί εὑρήσεται ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαίς ὑμῶν» (Μάθετε ἀπό ἐμένα ὅτι εἶμαι πρᾶος καί ταπεινός στήν καρδιά καί τότε θά βρεῖτε ἀνάπαυση πνευματική στίς ψυχές σας)[13].

Ἄν ὁ ἡσυχαστής, δέν ἀσκεῖται στήν ταπείνωση, θά πλανηθεῖ καί θά γίνει παίγνιο δαιμόνων. Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Καππαδόκης Ἁγιορείτης συνιστᾶ τήν ἑξῆς μέθοδο, γιά νά ἔλθει ἡ ταπείνωση καί ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος : Ἐνθύμηση ἁμαρτιῶν, μετά αὐτοκατηγορία γιά τίς ἁμαρτίες μας, μνήμη θανάτου, Κρίσεως καί Κολάσεως, καί ταπείνωση, ἡ ὁποία ἑλκύει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, εἶναι ἕτοιμος κανείς νά ἀρχίσει τό κύριο ἔργο τοῦ ἡσυχαστῆ, πού εἶναι ἡ νοερά προσευχή, χωρίς κίνδυνο νά πλανηθεῖ. Βέβαια, πρέπει ὁ ἡσυχαστής νά ἐξομολογεῖται τούς λογισμούς, τά λόγια καί τίς πράξεις του σέ κάποιον διακριτικό Γέροντα καί νά μεταλαμβάνει συχνά τά Θεία Μυστήρια, γιά νά λαμβάνει θεία ἡδονή καί παρηγορία ἀπό τόν ἠγαπημένο Νυμφίο του, Χριστό.

Οἱ σωστοί ἡσυχαστές βλέπουν καί ὁράματα ἤ ἀποκαλύψεις, ὅποτε τό ἐπιτρέψει ὁ Θεός πρός παρηγορίαν τους ἤ γιά νά τούς ἑτοιμάσουν γιά κάποιο θλιβερό γεγονός.
Μέ πλῆθος ἱερῶν ἀποκαλύψεων εἶναι γεμᾶτος ὁ ἔνθεος βίος τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Ζωγραφίτου, Βουλγάρου Ἁγιορείτου. Ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος τό 1280. Ἀφοῦ ἐκοινοβίασε γιά λίγο διάστημα στήν Ἱερά Μονή Ζωγράφου, ἡσύχασε σέ ἕνα κοντινό ἀσκητήριο. Ἀξιώθηκε νά ἔχει τό διορατικό καί προορατικό. Εἶδε τήν ψυχή τοῦ ἡγουμένου τοῦ Χιλιανδαρίου νά βασανίζεται ἀπό τούς δαίμονες. Εἶδε τήν Παναγία στό Βατοπέδι κατά τήν ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ νά ὑπηρετεῖ στήν Ἐκκλησία καί στήν Τράπεζα. Ὑπέστη πολλές δαιμονικές ἐπιθέσεις.

Ὅταν στήν ἐπικήδειο ἀκολουθία τοῦ ὁσίου ἔψαλλον οἱ ἀδελφοί, συγκεντρώθηκαν ὅλα τά ζῶα τῆς περιοχῆς, χερσαῖα καί πετεινά, καί, μετά τήν ταφή, ἐφώναξε τό καθένα μέ τήν δική του φωνή, σάν νά ἤθελαν νά δώσουν στόν ἅγιον αὐτόν ἀσκητή τόν τελευταῖο ἀσπασμό. Τό λείψανό του, ἀφοῦ ἀναζητήθηκε κατά τήν ἐκταφή, δέν βρέθηκε[14].
Ὁ ἡσυχασμός εἶναι τό κέντρον τοῦ σκητιώτικου μοναχισμοῦ. Ὁ σκητιώτικος μοναχισμός εἶναι τό κέντρο τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ. Καί τό κέντρο τοῦ ἐν Χριστῷ γάμου εἶναι ὁ κοινοβιακός μοναχισμός. «Φῶς μοναχοῖς ἄγγελοι. Φῶς κοσμικῶν ἡ μοναδική (μοναχική) πολιτεία». (Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος).

Ὁ ἐν Χριστῷ γάμος καί ἡ ἐν Χριστῷ παρθενία δέν ἔρχονται σέ ἀντίθεση, ἀλλά ἀλληλοσυμπληρώνονται καί ἀλληλοβοηθοῦνται μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι μόνο γιά τούς μοναχούς ἤ μόνο γιά τούς λαϊκούς χριστιανούς. Εἶναι γιά ὅλους ὅσοι ἐπιθυμοῦν τήν σωτηρία τους. Ἔτσι, τό Ἅγιον Ὄρος δέν ἀνήκει μόνο στούς Ἁγιορεῖτες, οὔτε σώζει μόνο αὐτούς, ἀλλά καί ὅσους συνδέονται μαζί τους μέ ὁποιονδήποτε θεμιτό καί κατά Χριστόν τρόπο. Τό Ἅγιον Ὄρος δέν εἶναι ὑπεράνω τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε κάτι παράλληλο πρός τήν Ἐκκλησία, οὔτε ἕνα τμῆμα της ἐκφράζει, ἀλλά ἀποτελεῖ τήν αὐθεντικότερη μορφή τῆς μοναδικότητος, τῆς ἁγιότητος, τῆς καθολικότητος καί τῆς Ἀποστολικότητος τῆς Ἐκκλησίας.

Αὐτή εἶναι ἡ ζωή στό Ἅγιον Ὄρος μέ δυό λόγια. Ἄς κλείσουμε τό παρόν κείμενο μέ τήν σημασία τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιά τήν σύγχρονη κοινωνία.
Ὄλοι γνωρίζουμε τά ἀδιέξοδα τῆς σύγχρονης κοινωνίας. Ἡ τεχνολογία καί ἡ ἐπιστήμη, ἡ πολιτική καί ἡ φιλοσοφία, ἡ τέχνη καί ἡ παιδεία προσπάθησαν φιλότιμα νά λύσουν τά ἀνθρωπολογικά καί κοινωνικά προβλήματα, μέ σκοπό νά καλλιτερεύσουν τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων. Βασίστηκαν, ὅμως, στήν αὐτονομία τοῦ λογικοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί στή δύναμη, ὄχι στήν ἀγάπη. Γι' αὐτό ἀνεζήτησαν οἱ ἀνεπτυγμένοι κυρίως λαοί νά βροῦν τήν ψυχοσωματική τους ἰσορροπία στίς ἀνατολικές θρησκεῖες, στή μαγεία, στό σέξ καί στόν ἀποκρυφισμό. Προσπάθησαν νά καλύψουν τό κενό τῆς ψυχῆς, τήν ἀπουσία τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς καί τήν ἀπουσία τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ἐνέργεια τοῦ διαβόλου. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά περιπλεχθοῦν περισσότερο, νά διασπασθοῦν ἐσωτερικά καί ἐξωτερικά, νά μήν ἔχουν εἰρήνη, χαρά καί ἀγάπη.

Ἡ ζωή τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶναι ἡ μόνη διέξοδος στά ἀδιέξοδα τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου, ὄχι διότι μόνο στό Ἅγιον Ὄρος ὑπάρχει αὐτή ἡ ζωή, ἀλλά διότι ἡ ζωή τοῦ Ἁγίου Ὄρους φανερώνει γνήσια καί αὐθεντικά τήν ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί κατ' ἐπέκτασιν τήν ζωή τῆς Ἁγίας Τριάδος. Στό Ἅγιον Ὄρος διατηρεῖται ἀκόμη ἡ ζωή αὐτή, διότι οἱ Ἁγιορεῖτες δίνουν αἷμα καί λαμβάνουν Πνεῦμα Ἅγιο.

Ἡ νηστεία π. χ. τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶναι ἡ μόνη λύση γιά τήν σωστή διατροφή τοῦ ἀνθρώπου σωματικῶς καί ψυχικῶς.
Ἡ ἀρχιτεκτονική δομή τῆς ὁποιασδήποτε Μονῆς ἤ Καθίσματος ἤ Κελλιοῦ εἶναι ἡ μόνη λύση γιά τήν σωστή πολεοδομία τῶν οἰκισμῶν, πού κατασκευάζουν οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι.
Ἡ νήψη καί ἡ προσευχή τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶναι ἡ μόνη λύση γιά τό πλήρωμα (τό γέμισμα) τῆς ψυχῆς τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν κάλυψη τοῦ κενοῦ, πού προκαλεῖ ἡ τεχνολογία καί ἡ ἐπιστήμη. Πολλά ψυχολογικά προβλήματα θά λυθοῦν ἀπό τήν ἕνωση Θεοῦ καί ἀνθρώπου διά τῆς προσευχῆς μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Ἡ λειτουργική καί λατρευτική ζωή τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶναι ἡ μόνη λύση τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος, μέ τό νά μάθουμε νά χρησιμοποιοῦμε τήν κτίση τοῦ Θεοῦ ὡς δῶρον Θεοῦ, τό ὁποῖο θά προσφέρουμε στόν Θεό, γιά νά τήν ἁγιάσει, μεταμορφώσει καί ξαναδώσει στούς ἀνθρώπους μεταμορφωμένη καί ἁγιασμένη.
Τέλος, ἄς ποῦμε τό ἑξῆς : Ὁ τρόπος ζωῆς εἶναι, πού ἁγιάζει, καί ὄχι ὁ τόπος. Ἑπομένως, ὁπουδήποτε στή γῆ καί ἄν ἐφαρμοσθεῖ ἡ ζωή τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πιστεύω ὅτι θά πᾶμε πολύ καλύτερα καί θά διατηρήσουμε ἕνα βιώσιμο κόσμο, πού θά εἶναι ὁ προθάλαμος τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, τῆς ὁποίας, μακάρι, νά ἀξιωθοῦμε ὅλοι μας. Ἀμήν.

[1] Ψαλμ. 132, 1.
[2] Πράξ. 2, 44. 4,32. 1,14. 2,1. 5,12.
[3] ΑΡΧΙΜ. Π. ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ, Ἀθωνικόν Γεροντικόν, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 19-20.
[4] Ἀποκ. 21,5.
[5] ΑΡΧΙΜ. Π. ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ, ἔνθ' ἀνωτ., σσ. 376-377.
[6] Α' Θεσ. 5, 17-18.
[7] ΑΡΧΙΜ. Π. ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ, ἔνθ' ἀνωτ., σσ. 209-210.
[8] Ἰω. 15, 5.
[9] ΑΡΧΙΜ. Π. ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ, ἔνθ' ἀνωτ., σ. 193.
[10] ΑΡΧΙΜ. Π. ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 300 – 301.
[11]ΑΡΧΙΜ. Π. ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 251.
[12] ΑΡΧΙΜ. Π. ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 351.
[13] Ματθ. 11, 29.
[14] ΑΡΧΙΜ. Π. ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 267-268
το μεταφέρουμε από εδώ

Τρίτη, Μαρτίου 15, 2016

Βιώνοντας τὴν λειτουργικὴ ἡμέρα τῆς Τεσσαρακοστῆς στὸ Ἅγιον Ὅρος


Τοῦ Ἰωάννου Μ. Φουντούλη, Λογικὴ Λατρεία, Θεσσαλονίκη 1971


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
Ἂν θέλει νὰ ζήσει κανεὶς τὸ λειτουργικὸ πλοῦτο, τὸ θαυμαστὸ μυστικὸ μεγαλεῖο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, πρέπει νὰ προσπαθήσει νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειά της. Ἐπιφάνεια εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπομε καὶ ποὺ γνωρίζομε ὅλοι μας κατὰ τὶς Κυριακές τῆς Τεσσαρακοστῆς. Ἔχουν πράγματι κάτι ἰδιαίτερο οἱ Κυριακὲς αὐτὲς ἀπὸ τὶς ἄλλες Κυριακές τοῦ ὑπολοίπου ἔτους. Τὰ εἰδικὰ ἐορτολογικὰ θέματα, ἡ ὑμνογραφία των, ἡ λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου, ποὺ τελεῖται ἀντὶ τῆς λειτουργίας τοῦ Χρυσοστόμου, δίνουν σ’ αὐτὲς ἕνα ξεχωριστὸ χρῶμα. Ἀλλὰ οἱ Κυριακές τῆς Τεσσαρακοστῆς εἶναι ὀάσεις μέσα σ’ αὐτήν. Κατ’ οὐσίαν βρίσκονται ἔξω ἀπὸ αὐτήν. Τὴ γοητεία τῆς ἀληθινῆς Τεσσαρακοστῆς θὰ τὴν αἰσθανθεῖ κανεὶς μέσα στὸ «πέλαγος» ἢ στὴν «αὐχμηρὰ ἔρημο», ὅπως τὴν ὀνομάζουν οἱ Πατέρες, αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Τεσσαρακοστῆς, δηλαδὴ τῶν καθημερινῶν, ἀπὸ τὴ Δευτέρα ὡς τὴν Παρασκευὴ τῶν ἔξι ἑβδομάδων ποὺ τὴν ἀποτελοῦν.
Ἡ Ἐκκλησία μας στὶς μοναστηριακὲς ἀκολουθίες εἶδε πάντοτε ἕνα ἰδεώδη τρόπο λατρείας, γι΄αὐτὸ καὶ σὺν τῷ χρόνω ἀντικατέστησε τὶς παλαιὲς ἰδιαίτερες ἐνοριακὲς ἀκολουθίες μὲ τὶς μοναχικές. Ἰδιαιτέρως ὅμως κατὰ τὴν Τεσσαρακοστὴ προσπάθησε νὰ μεταφέρει...
τὴ λατρεία τῶν μοναστηριῶν στοὺς κοσμικοὺς ναούς. Ἀφοῦ οἱ πιστοὶ δὲν μποροῦσαν νὰ βγοῦν στὴν ἔρημο, μετέφερε τὶς ἀκολουθίες τῆς ἐρήμου στὶς πόλεις. Θέλησε τὶς κατανυκτικὲς αὐτὲς ἡμέρες νὰ κάμει τὰ λαϊκὰ μέλη της νὰ γευθοῦν τὶς μυστικὲς καλλονὲς τῶν μοναστηριακῶν ἀκολουθιῶν· νὰ κάμει λίγο μοναχούς τούς λαϊκοὺς πιστούς. Καὶ δὲν εἶχε ἄδικο. 

Στὸ σύστημα τῶν μοναχικῶν ἀκολουθιῶν τῆς περιόδου τῆς Νηστείας βρίσκεται τὸ ἀποκορύφωμα ὁλοκλήρου τοῦ ἔτους. Λίγοι ἀπὸ τὸ λαὸ μποροῦν νὰ τὶς παρακολουθήσουν. Δὲν ἔχουν οὔτε τὸ διαθέσιμο χρόνο, οὔτε πολλὲς φορὲς καὶ τὴν ἀπαραίτητη ψυχικὴ διάθεση. Ἀντιθέτως στὶς μονές, ὅπου ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς ζωῆς τῶν μοναχῶν καὶ τὸ βασικὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἀφιερωμένων αὐτῶν ἀνθρώπων, ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀκολουθία τῆς περιόδου τῆς Τεσσαρακοστῆς γίνεται τὸ ἐντρύφημα καὶ ἡ μοναδικὴ σχεδὸν ἀπασχόληση τῶν πατέρων.


Θὰ προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε μία ἀσθενικὴ σκιαγραφία τοῦ λειτουργικοῦ περιεχομένου μίας ἡμέρας τῆς Τεσσαρακοστῆς.
Κατὰ βάση οἱ ἀκολουθίες τῆς Τεσσαρακοστῆς εἶναι καὶ κατὰ τὸν ἀριθμὸ καὶ κατὰ τὸ διάγραμμα οἱ ἴδιες μὲ τὶς μοναχικὲς ἀκολουθίες τοῦ ὑπόλοιπου ἔτους. Ἐκεῖνο ποὺ τὶς διακρίνει εἶναι τὸ πιὸ ἀρχαϊκό τους περιεχόμενο, ἡ παρεμβολὴ κατανυκτικῶν τροπαρίων καὶ τὸ ἰδιαίτερο μῆκος ποὺ προσλαμβάνουν μὲ τὴν προσθήκη περισσότερων ψαλμῶν, ἀναγνώσεων καὶ ἄλλων λειτουργικῶν στοιχείων. 

Οἱ ἀκολουθίες ἀριθμοῦνται σὲ ἑπτά, κατὰ τὸ ψαλμικὸ «Ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ἤνεσά σὲ» (Ψαλ. 118,164), ἀλλὰ στὴν οὐσία εἶναι περισσότερες. Ἡ εὐλάβεια τῶν μοναχῶν θέλησε νὰ τὶς ἐπαυξήσει μὲ προσθῆκες καὶ ἄλλων ἀκολουθιῶν, ἔτσι ὥστε ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν πιὸ ἱερὴ περίοδο τοῦ ἔτους νὰ εἶναι σχεδὸν ἀκατάπαυστη. Κάθε μία ἀκολουθία ἀντιστοιχεῖ σὲ μία ὠρισμένη περίοδο τῆς ἡμέρας ἢ τῆς νύκτας. Εἶναι ἕνας σταθμὸς προσευχῆς ποὺ καθαγιάζει ἕνα τμῆμα τοῦ εἰκοσιτετραώρου.

Ἡ προσευχὴ ἀρχίζει μὲ τὴν ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ· τὰ μεσάνυκτα θεωροῦνται ὡς ὁ πιὸ κατάλληλος γιὰ τὴν προσευχὴ χρόνος. Μέσα στὴν ἡσυχία καὶ στὴ γαλήνη τοῦ κόσμου οἱ μοναχοὶ ἀγρυπνοῦν καὶ προσεύχονται. Περιμένουν τὴν ἔλευση τοῦ Νυμφίου, τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔρχεται κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο, «μέσης νυκτὸς» (Ματθ. 25,6).

Στὴν ἀκολουθία τοῦ μεσονυκτικοῦ συνάπτεται ἡ ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, ἡ ἑωθινὴ (πρωϊνὴ) προσευχή. Ἀπὸ τὶς ἰδιορρυθμίες ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν Τεσσαρακοστὴ θὰ δοῦμε δύο χαρακτηριστικὰ σημεῖα· τὴν ψαλμωδία τοῦ «Ἀλληλούϊα» μὲ τὰ τριαδικὰ καὶ τὸ φωταγωγικό. Τὸ «Ἀλληλούϊα» ψάλλεται στὸν ἦχο τῆς ἑβδομάδας σὰν ἐπωδὸς τῆς ὠδῆς τοῦ Ἠσαΐα «ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμα μου πρὸς σὲ ὁ Θεὸς»( Ἠσ. 26, 9-15). Τὰ τροπάρια ποὺ τὸ συνοδεύουν, τὰ τριαδικά, ἀποτελοῦν μία θαυμαστὴ συμφωνία μὲ τὸ «Ἀλληλούϊα» καὶ τὴν ὠδὴ τοῦ Ἠσαΐα. Εἶναι ἡ πρώτη ψαλμωδία ποὺ ἀκούεται στοὺς ναοὺς μέσα στὸ σκοτάδι καὶ στὴ σιγὴ τῆς νύχτας. 

Ὅλα μαζὶ συνιστοῦν μία προτροπή, μία πρόσκληση πρὸς δοξολογία τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ ἀπὸ ὁλόκληρη τὴ κτίση. Οἱ ἄνθρωποι ἑνώνονται μὲ τοὺς ἀγγέλους γιὰ νὰ ψάλλουν τὸν τρισάγιο ὕμνο στὴν τρισυπόστατη Θεότητα· «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος». Πιὸ κατάλληλος ἐναρκτήριος ὕμνος γιὰ τὴν ἀπαρχὴ τῆς δοξολογίας δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ βρεθεῖ. «Ἀλληλούϊα»- Αἰνεῖτε τὸν Θεόν. Ἡ Τεσσαρακοστὴ εἶναι ἡ περίοδος τοῦ «Ἀλληλούϊα»- τοῦ αἴνου τοῦ Θεοῦ.

Πρὸς τὸ τέλος τοῦ ὄρθρου χαιρετίζεται ἡ ἔλευση τοῦ φωτὸς τῆς ἡμέρας. Τότε ψάλλονται τὰ φωταγωγικὰ τροπάρια, ἕνα γιὰ κάθε ἦχο. Ἀποτελοῦν εὐχαριστία γιὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ ὑλικοῦ φωτὸς καὶ δέηση γιὰ τὴν ἔκχυση τοῦ νοητοῦ φωτός, τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Χριστοῦ στὶς ψυχές μας.

Οἱ ἀκολουθίες τῶν ὡρῶν εἶναι τέσσερεις.
ἡ Α΄ (Πρώτη), ποὺ ἀποτελεῖ μία ἐπέκταση τοῦ ὄρθρου καὶ μία αἴτηση εὐλογίας τῶν ἔργων μας, ποὺ ἀρχίζουν τὴν ὥρα αὐτὴ- 7 π.μ περίπου.

Η Γ΄ (Τρίτη), 9 π.μ, εἶναι ἡ ὥρα τῆς καθόδου τοῦ ἁγίου Πνεύματος στοὺς ἀποστόλους κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Στοὺς ψαλμούς, στὰ τροπάρια καὶ τὶς εὐχὲς τῆς ἀκολουθίας τῆς ὥρας αὐτῆς κυριαρχεῖ τὸ θέμα αὐτό. Ἡ δοξολογία καὶ ἡ δέηση γιὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ σ’ ἐμᾶς.

Ἡ Στ΄ (Ἕκτη) ὥρα (12 τὸ μεσημέρι) καὶ ἡ Θ΄ (Ἐννάτη- 3 μ.μ) παίρνουν τὰ θέματά τους ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ Κυρίου. Ἡ Στ΄ εἶναι ἡ ὥρα τῆς σταυρώσεως καὶ ἡ Θ΄ ἡ ὥρα τοῦ θανάτου- τοῦ «Τετέλεσται». 

Στὴν Θ΄ ὥρα συνάπτεται καὶ ἡ ἀκολουθία τῶν Τυπικῶν. Καὶ σ’ αὐτή, σὰν συνέχεια τοῦ θέματος τῆς Θ΄ ὥρας, ἀκούεται ἡ ψαλμωδία τῆς φωνῆς τοῦ ληστῆ στὸ σταυρὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τὴ βασιλεία σου» (Λουκ. 23,42), ποὺ ψάλλεται σὰν ἐπωδὸς τῶν μακαρισμῶν τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου. Εἶναι μία ὑπενθύμηση τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου, ἀλλὰ καὶ μία ἀπάντηση τοῦ ταπεινοῦ πιστοῦ στὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: Εἶπες, Κύριε, ὅτι εἶναι μακάριοι – εὐτυχεῖς οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, οἱ πραεῖς, οἱ ἐλεήμονες… Ἐγὼ δὲν εἶμαι τίποτε ἀπ’ αὐτά, γι’ αὐτό σοῦ φωνάζω σὰν τὸν ληστὴ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε».

Δὲν μᾶς μένει καιρὸς νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν ἀκολουθία τοῦ κατανυκτικοῦ ἑσπερινοῦ μὲ τὰ θαυμαστά του τροπάρια, τοὺς ψαλμοὺς καὶ τὰ ἀναγνώσματα, οὔτε γιὰ τὴν καρδιὰ τῶν ἡμερῶν τῶν Νηστειῶν, τὴ λειτουργία τῶν Προηγιασμένων δώρων.

Μόνο δύο λόγια γιὰ τὸ Μέγα Ἀπόδειπνο, τὴν ἀκολουθία ποὺ κατακλείει τὴν ἡμέρα. Εἶναι μία μακρὰ ἀκολουθία, ποὺ συνιστᾶ δέηση γιὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τῆς ἡμέρας καὶ τὴν εἰρηνικὴ καὶ ἀσκανδάλιστη διέλευση τῆς νύκτας.


Τελειώσαμε τὴ σύντομη ἀναδρομὴ στὸ λειτουργικὸ περιεχόμενο τῶν ἱερῶν ἡμερῶν τῆς Τεσσαρακοστῆς. Δὲν ἦταν παρὰ μία ἀσθενικὴ σκιαγραφία. Μία μικρὴ ἀνθοδέσμη ἀπὸ τὸν ἀπέραντο ἀνθόκηπό της. Μία παρόρμηση γιὰ νὰ θελήσομε νὰ μποῦμε σ’ αὐτὸν καὶ νὰ τὸν γνωρίσομε προσωπικά, ἐμπειρικὰ οἱ ἴδιοι.
πηγή

Τρίτη, Απριλίου 21, 2015

Η ζωή του Αγιορείτη μοναχού

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ !!!
ΑΛΗΘΩΣ Ο ΚΥΡΙΟΣ!!!

Η αρχή της ημέρας βρίσκει ξύπνιους του μοναχούς, με διάθεση εσωτερικής συνοχής, έτοιμους για τον αγώνα της καθημερινότητας.
Η ζωή τους φωτίζει το σκοτάδι της νύχτας, που το ζωογονεί με τους αναστεναγμούς της προσευχής, αφήνοντας για τη μέρα καθετί που υπηρετεί την αναγκαιότητα της επιβίωσης, ακόμα και αυτή την ανάπαυση.
Είναι πολύ σοφή η επιλογή της βυζαντινής ώρας, τόσο συμβατή με την προσευχή και την ταπείνωση του μοναχού. Το πρόγραμμα είναι σταθερό και επακριβώς προσδιορισμένο από το τυπικό:
Ακολουθίες, κανόνας προσευχής στο κελί, διακονήματα, εργασίες, παραγωγή μοναστηριακών προϊόντων, αγιογραφία. Τα καθορισμένα αυτά σημεία αναφοράς στο Άγιον Όρος, επαναλαμβανόμενα καθημερινά, διευκολύνουν τον αγιορείτη μοναχό να μη διασκορπίζεται ο νους του και τον κάνουν να είναι πολύ πιο παραγωγικός από τον άνθρωπο που διαλύεται μέσα στις αναρίθμητες «επιλογές» που προσφέρει ο πολιτισμός και οι προτεινόμενες πολλαπλές «εμπειρίες».
Δεν πρόκειται λοιπόν για μια ανούσια επανάληψη ή για μια προσπάθεια για απόλυτη συνέπεια. Η επανάληψη στην μοναχική ζωή κάνει ικανό τον άνθρωπο να πραγματοποιεί τις απλές βιολογικές καθημερινές στιγμές και έτσι να τις ανυψώνει μέσα σε μια ατμόσφαιρα δοξολογίας. Αντίθετα η αταξία και η σύγχυση που αυτή προκαλεί είναι ένδειξη φιλαυτίας.
Το εάν ο μοναχός δουλέψει στον κήπο, στην τράπεζα ή στην βιβλιοθήκη δεν έχει τόση σημασία. Αν γράψει, κτίσει, αγιογραφήσει ή ψάλλει, ή δεν κάνει τίποτε εξωτερικά - σε περίπτωση αδυναμίας - δεν έχει σημασία. Μέσα από όλα αυτά, όσα κάνει και όσα δεν κάνει, ένα ώριμος μοναχός ακτινοβολεί! Μεταγγίζει τη χάρη και την ηρεμία και τη δοξολογία προς τον Θεό, που πλημμυρίζει την καρδιά του.
Οι μοναχοί έχουν τη δική τους αντίληψη του χρόνου. Προγραμματίζουν τις ημέρες, τα χρόνια, τη ζωή τους. Και εμπιστεύονται ένα μέτρο χρόνου που αποδείχτηκε στη διάρκεια εκατονταετιών, η καλύτερα χιλιετιών, ουσιώδες και σωτήριο. Κάθε ώρα έχει τη δική της ποιότητα. Υπάρχει έτσι η εναλλαγή προσευχής και εργασίας. Υπάρχει ο ίδιος πάντοτε ρυθμός σιωπής και ακολουθιών, νηστείας και εορτών, ήχων και οσμών. Ανατολή και δύση του ηλίου. Μεσημέρι και μεσάνυχτα, φως και σκοτάδι.
Για τους μοναχούς αποτελούν ιερές ώρες και ιερά σημεία - ξεχωριστές αλλά και δεμένες στο καθημερινό κύκλο προσευχής και λατρείας - οι στιγμές που παράγουν τα προϊόντα του Αγίου Όρους. Είτε πρόκειται για την παραγωγή της βυζαντινής τέχνης της αγιογραφίας, είτε για την συγγραφή βιβλίων σχετικών με την ορθοδοξία, είτε εργασίες για την απλή μοναστηριακή διατροφή, είτε για άλλα εργόχειρα. Στη διαφορετικότητα αυτής της πνευματικής και μυστηριακής δραματουργίας κρύβεται η ουσία και η ζωντάνια της ύπαρξης των μοναχών. Και στη γνώση της πορείας η σιγουριά τους.
Ο μοναχός δεν στρέφει το μάτι του συνεχώς στην ώρα και το χρόνο της ημέρας που περνάει, αν και είναι ο κατ' εξοχήν τύπος ανθρώπου που προσδοκά το μέλλον. Αλλά αυτό το κάτι που μας κάνει να καταλαβαίνουμε καλύτερα το πώς βιώνουν οι μοναχοί την ημέρα τους, δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από την έλευση της Βασιλείας του Θεού.
Ο χρόνος για τον μοναχό επομένως έχει σημασία σαν μια ευκαιρία να κάνει ο άνθρωπος την αρχή μιας καινούργιας προσωπικής πνευματικής πορείας. Να εντάξει την προσωπική του ιστορία στην αιωνιότητα. Αυτό ισχύει για όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 25, 2015

Βιώνοντας τὴν λειτουργικὴ ἡμέρα τῆς Τεσσαρακοστῆς στὸ Ἅγιον Ὅρος

Orthodox deacon 
Holy Mount Athos - Greece Τοῦ Ἰωάννου Μ. Φουντούλη, Λογικὴ Λατρεία, Θεσσαλονίκη 1971, σελ.40-48
ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
Ἂν θέλει νὰ ζήσει κανεὶς τὸ λειτουργικὸ πλοῦτο, τὸ θαυμαστὸ μυστικὸ μεγαλεῖο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, πρέπει νὰ προσπαθήσει νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειά της. Ἐπιφάνεια εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπομε καὶ ποὺ γνωρίζομε ὅλοι μας κατὰ τὶς Κυριακές τῆς Τεσσαρακοστῆς. Ἔχουν πράγματι κάτι ἰδιαίτερο οἱ Κυριακὲς αὐτὲς ἀπὸ τὶς ἄλλες Κυριακές τοῦ ὑπολοίπου ἔτους. Τὰ εἰδικὰ ἐορτολογικὰ θέματα, ἡ ὑμνογραφία των, ἡ λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου, ποὺ τελεῖται ἀντὶ τῆς λειτουργίας τοῦ Χρυσοστόμου, δίνουν σ’ αὐτὲς ἕνα ξεχωριστὸ χρῶμα. Ἀλλὰ οἱ Κυριακές τῆς Τεσσαρακοστῆς εἶναι ὀάσεις μέσα σ’ αὐτήν. Κατ’ οὐσίαν βρίσκονται ἔξω ἀπὸ αὐτήν. Τὴ γοητεία τῆς ἀληθινῆς Τεσσαρακοστῆς θὰ τὴν αἰσθανθεῖ κανεὶς μέσα στὸ «πέλαγος» ἢ στὴν «αὐχμηρὰ ἔρημο», ὅπως τὴν ὀνομάζουν οἱ Πατέρες, αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Τεσσαρακοστῆς, δηλαδὴ τῶν καθημερινῶν, ἀπὸ τὴ Δευτέρα ὡς τὴν Παρασκευὴ τῶν ἔξι ἑβδομάδων ποὺ τὴν ἀποτελοῦν.

Ἡ Ἐκκλησία μας στὶς μοναστηριακὲς ἀκολουθίες εἶδε πάντοτε ἕνα ἰδεώδη τρόπο λατρείας, γι΄αὐτὸ καὶ σὺν τῷ χρόνω ἀντικατέστησε τὶς παλαιὲς ἰδιαίτερες ἐνοριακὲς ἀκολουθίες μὲ τὶς μοναχικές. Ἰδιαιτέρως ὅμως κατὰ τὴν Τεσσαρακοστὴ προσπάθησε νὰ μεταφέρει...
τὴ λατρεία τῶν μοναστηριῶν στοὺς κοσμικοὺς ναούς. Ἀφοῦ οἱ πιστοὶ δὲν μποροῦσαν νὰ βγοῦν στὴν ἔρημο, μετέφερε τὶς ἀκολουθίες τῆς ἐρήμου στὶς πόλεις. Θέλησε τὶς κατανυκτικὲς αὐτὲς ἡμέρες νὰ κάμει τὰ λαϊκὰ μέλη της νὰ γευθοῦν τὶς μυστικὲς καλλονὲς τῶν μοναστηριακῶν ἀκολουθιῶν· νὰ κάμει λίγο μοναχούς τούς λαϊκοὺς πιστούς. Καὶ δὲν εἶχε ἄδικο. Στὸ σύστημα τῶν μοναχικῶν ἀκολουθιῶν τῆς περιόδου τῆς Νηστείας βρίσκεται τὸ ἀποκορύφωμα ὁλοκλήρου τοῦ ἔτους. Λίγοι ἀπὸ τὸ λαὸ μποροῦν νὰ τὶς παρακολουθήσουν. Δὲν ἔχουν οὔτε τὸ διαθέσιμο χρόνο, οὔτε πολλὲς φορὲς καὶ τὴν ἀπαραίτητη ψυχικὴ διάθεση. Ἀντιθέτως στὶς μονές, ὅπου ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς ζωῆς τῶν μοναχῶν καὶ τὸ βασικὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἀφιερωμένων αὐτῶν ἀνθρώπων, ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀκολουθία τῆς περιόδου τῆς Τεσσαρακοστῆς γίνεται τὸ ἐντρύφημα καὶ ἡ μοναδικὴ σχεδὸν ἀπασχόληση τῶν πατέρων.

Θὰ προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε μία ἀσθενικὴ σκιαγραφία τοῦ λειτουργικοῦ περιεχομένου μίας ἡμέρας τῆς Τεσσαρακοστῆς.
Κατὰ βάση οἱ ἀκολουθίες τῆς Τεσσαρακοστῆς εἶναι καὶ κατὰ τὸν ἀριθμὸ καὶ κατὰ τὸ διάγραμμα οἱ ἴδιες μὲ τὶς μοναχικὲς ἀκολουθίες τοῦ ὑπόλοιπου ἔτους. Ἐκεῖνο ποὺ τὶς διακρίνει εἶναι τὸ πιὸ ἀρχαϊκό τους περιεχόμενο, ἡ παρεμβολὴ κατανυκτικῶν τροπαρίων καὶ τὸ ἰδιαίτερο μῆκος ποὺ προσλαμβάνουν μὲ τὴν προσθήκη περισσότερων ψαλμῶν, ἀναγνώσεων καὶ ἄλλων λειτουργικῶν στοιχείων. Οἱ ἀκολουθίες ἀριθμοῦνται σὲ ἑπτά, κατὰ τὸ ψαλμικὸ «Ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ἤνεσά σὲ» (Ψαλ. 118,164), ἀλλὰ στὴν οὐσία εἶναι περισσότερες. Ἡ εὐλάβεια τῶν μοναχῶν θέλησε νὰ τὶς ἐπαυξήσει μὲ προσθῆκες καὶ ἄλλων ἀκολουθιῶν, ἔτσι ὥστε ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν πιὸ ἱερὴ περίοδο τοῦ ἔτους νὰ εἶναι σχεδὸν ἀκατάπαυστη. Κάθε μία ἀκολουθία ἀντιστοιχεῖ σὲ μία ὠρισμένη περίοδο τῆς ἡμέρας ἢ τῆς νύκτας. Εἶναι ἕνας σταθμὸς προσευχῆς ποὺ καθαγιάζει ἕνα τμῆμα τοῦ εἰκοσιτετραώρου.
Ἡ προσευχὴ ἀρχίζει μὲ τὴν ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ· τὰ μεσάνυκτα θεωροῦνται ὡς ὁ πιὸ κατάλληλος γιὰ τὴν προσευχὴ χρόνος. Μέσα στὴν ἡσυχία καὶ στὴ γαλήνη τοῦ κόσμου οἱ μοναχοὶ ἀγρυπνοῦν καὶ προσεύχονται. Περιμένουν τὴν ἔλευση τοῦ Νυμφίου, τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔρχεται κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο, «μέσης νυκτὸς» (Ματθ. 25,6).
Στὴν ἀκολουθία τοῦ μεσονυκτικοῦ συνάπτεται ἡ ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, ἡ ἑωθινὴ (πρωϊνὴ) προσευχή. Ἀπὸ τὶς ἰδιορρυθμίες ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν Τεσσαρακοστὴ θὰ δοῦμε δύο χαρακτηριστικὰ σημεῖα· τὴν ψαλμωδία τοῦ «Ἀλληλούϊα» μὲ τὰ τριαδικὰ καὶ τὸ φωταγωγικό. Τὸ «Ἀλληλούϊα» ψάλλεται στὸν ἦχο τῆς ἑβδομάδας σὰν ἐπωδὸς τῆς ὠδῆς τοῦ Ἠσαΐα «ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμα μου πρὸς σὲ ὁ Θεὸς»( Ἠσ. 26, 9-15). Τὰ τροπάρια ποὺ τὸ συνοδεύουν, τὰ τριαδικά, ἀποτελοῦν μία θαυμαστὴ συμφωνία μὲ τὸ «Ἀλληλούϊα» καὶ τὴν ὠδὴ τοῦ Ἠσαΐα. Εἶναι ἡ πρώτη ψαλμωδία ποὺ ἀκούεται στοὺς ναοὺς μέσα στὸ σκοτάδι καὶ στὴ σιγὴ τῆς νύχτας. Ὅλα μαζὶ συνιστοῦν μία προτροπή, μία πρόσκληση πρὸς δοξολογία τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ ἀπὸ ὁλόκληρη τὴ κτίση. Οἱ ἄνθρωποι ἑνώνονται μὲ τοὺς ἀγγέλους γιὰ νὰ ψάλλουν τὸν τρισάγιο ὕμνο στὴν τρισυπόστατη Θεότητα· «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος». Πιὸ κατάλληλος ἐναρκτήριος ὕμνος γιὰ τὴν ἀπαρχὴ τῆς δοξολογίας δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ βρεθεῖ. «Ἀλληλούϊα»- Αἰνεῖτε τὸν Θεόν. Ἡ Τεσσαρακοστὴ εἶναι ἡ περίοδος τοῦ «Ἀλληλούϊα»- τοῦ αἴνου τοῦ Θεοῦ.
Πρὸς τὸ τέλος τοῦ ὄρθρου χαιρετίζεται ἡ ἔλευση τοῦ φωτὸς τῆς ἡμέρας. Τότε ψάλλονται τὰ φωταγωγικὰ τροπάρια, ἕνα γιὰ κάθε ἦχο. Ἀποτελοῦν εὐχαριστία γιὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ ὑλικοῦ φωτὸς καὶ δέηση γιὰ τὴν ἔκχυση τοῦ νοητοῦ φωτός, τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Χριστοῦ στὶς ψυχές μας.
Οἱ ἀκολουθίες τῶν ὡρῶν εἶναι τέσσερεις.
ἡ Α΄ (Πρώτη), ποὺ ἀποτελεῖ μία ἐπέκταση τοῦ ὄρθρου καὶ μία αἴτηση εὐλογίας τῶν ἔργων μας, ποὺ ἀρχίζουν τὴν ὥρα αὐτὴ- 7 π.μ περίπου.
Η Γ΄(Τρίτη), 9 π.μ, εἶναι ἡ ὥρα τῆς καθόδου τοῦ ἁγίου Πνεύματος στοὺς ἀποστόλους κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Στοὺς ψαλμούς, στὰ τροπάρια καὶ τὶς εὐχὲς τῆς ἀκολουθίας τῆς ὥρας αὐτῆς κυριαρχεῖ τὸ θέμα αὐτό. Ἡ δοξολογία καὶ ἡ δέηση γιὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ σ’ ἐμᾶς.
Ἡ Στ΄ (Ἕκτη) ὥρα (12 τὸ μεσημέρι) καὶ ἡ Θ΄ (Ἐννάτη- 3 μ.μ) παίρνουν τὰ θέματά τους ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ Κυρίου. Ἡ Στ΄ εἶναι ἡ ὥρα τῆς σταυρώσεως καὶ ἡ Θ΄ ἡ ὥρα τοῦ θανάτου- τοῦ «Τετέλεσται». Στὴν Θ΄ ὥρα συνάπτεται καὶ ἡ ἀκολουθία τῶν Τυπικῶν. Καὶ σ’ αὐτή, σὰν συνέχεια τοῦ θέματος τῆς Θ΄ ὥρας, ἀκούεται ἡ ψαλμωδία τῆς φωνῆς τοῦ ληστῆ στὸ σταυρὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τὴ βασιλεία σου» (Λουκ. 23,42), ποὺ ψάλλεται σὰν ἐπωδὸς τῶν μακαρισμῶν τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου. Εἶναι μία ὑπενθύμηση τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου, ἀλλὰ καὶ μία ἀπάντηση τοῦ ταπεινοῦ πιστοῦ στὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: Εἶπες, Κύριε, ὅτι εἶναι μακάριοι – εὐτυχεῖς οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, οἱ πραεῖς, οἱ ἐλεήμονες… Ἐγὼ δὲν εἶμαι τίποτε ἀπ’ αὐτά, γι’ αὐτό σοῦ φωνάζω σὰν τὸν ληστὴ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε».
Δὲν μᾶς μένει καιρὸς νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν ἀκολουθία τοῦ κατανυκτικοῦ ἑσπερινοῦ μὲ τὰ θαυμαστά του τροπάρια, τοὺς ψαλμοὺς καὶ τὰ ἀναγνώσματα, οὔτε γιὰ τὴν καρδιὰ τῶν ἡμερῶν τῶν Νηστειῶν, τὴ λειτουργία τῶν Προηγιασμένων δώρων.
Μόνο δύο λόγια γιὰ τὸ Μέγα Ἀπόδειπνο, τὴν ἀκολουθία ποὺ κατακλείει τὴν ἡμέρα. Εἶναι μία μακρὰ ἀκολουθία, ποὺ συνιστᾶ δέηση γιὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τῆς ἡμέρας καὶ τὴν εἰρηνικὴ καὶ ἀσκανδάλιστη διέλευση τῆς νύκτας.
Τελειώσαμε τὴ σύντομη ἀναδρομὴ στὸ λειτουργικὸ περιεχόμενο τῶν ἱερῶν ἡμερῶν τῆς Τεσσαρακοστῆς. Δὲν ἦταν παρὰ μία ἀσθενικὴ σκιαγραφία. Μία μικρὴ ἀνθοδέσμη ἀπὸ τὸν ἀπέραντο ἀνθόκηπό της. Μία παρόρμηση γιὰ νὰ θελήσομε νὰ μποῦμε σ’ αὐτὸν καὶ νὰ τὸν γνωρίσομε προσωπικά, ἐμπειρικὰ οἱ ἴδιοι.
Το είδαμε εδώ

Τετάρτη, Ιουλίου 09, 2014

Η ζωή στο Άγιο Όρος


Μοναχική μύηση - Κουρά

Ο µοναχός, όπως και κάθε πλάσµα, του Θεού γεννιέται και πεθαίνει.
Όµως η γέννηση του µοναχού δεν ταυτίζεται µε τη βιολογική γέννηση, αλλά µε µια νέα ταυτότητα που αποκτά κατόπιν µακροχρόνιας και έντονης µύησης και δοκιµασίας. Τα θέσµια του Ορθόδοξου µοναχισµού και κατεξοχήν του Αγίου Όρους, προϋποθέτουν µια τέτοια πορεία.
  • Ο υποψήφιος αρχικά εντάσσεται δοκιµαστικά σε µια αδελφότητα. Εκεί, υπό την καθοδήγηση του Γέροντα - Ηγουµένου, ακολουθεί ένα πρόγραµµα προσευχής και διακονίας και συνυφασµένης κατήχησης, που τηρείται για ένα χρόνο ή και περισσότερο. Ως δόκιµος, συνήθως ο υποψήφιος δε φέρει παρά µόνο "σκουφάκι", κατόπιν ευχής που του διαβάζεται.
  • Ύστερα από απόφαση του ηγουµενοσυµβουλίου ορίζεται η στιγµή της κουράς του υποψήφιου µοναχού. Την ιεροτελεστία θα τελέσει κάποιος ιεροµόναχος, ενώ ο ηγούµενος θα παραστέκεται στον προσερχόµενο µοναχό ως ανάδοχός του. Ο υποψήφιος, φορώντας συνήθως λευκές κάλτσες και λευκή φανέλλα, µετά την είσοδο του ευαγγελίου στη Θεία Λειτουργία, οδηγούµενος υπό του ηγουµένου, φέρεται από τη θύρα του ναού κάτω από τον πολυέλαιο. Εκεί, αφού βάλει µετάνοια προς τα τέσσερα σηµεία του ορίζοντα, προχωρεί και βάζει τρεις µετάνοιες στις εικόνες του Χριστού, της Θεοτόκου και του αγίου που τιµάται το Καθολικό. Έπειτα βάζει µετάνοια, παίρνει την ευχή του Ηγουµένου και στέκεται στα αριστερά του µε σταυρωµένα τα χέρια.
  • Μετά την ψαλµωδία των διατεταγµένων απολυτικίων, ο ιερέας κατηχεί τον µέλλοντα µοναχό διαβάζοντας την ευχή "Άνοιξον τα της καρδίας σου ώτα, Αδελφέ,…". Ακολουθούν ερωταποκρίσεις ανάµεσα στον ιερέα και τον υποψήφιο που βεβαιώνουν την εκούσια προσέλευσή του στη µοναχική πολιτεία. Σ' όσες ερωτήσεις απαντά θετικά ακούµε την ευλογηµένη απόκριση "Ναι, του Θεού συνεργούντος µοι, τίµιε Πάτερ". Αµέσως µετά τις ερωταποκρίσεις συνεχίζεται η κατήχηση υπό του ιερέως. Νέα στιχοµυθία έπεται. Μετά και το πέρας αυτής της στιχοµυθίας, ο ιερέας απευθύνει ευχή ζητώντας τη βοήθεια του Θεού για τον κειρόµενο µοναχό. Ακολουθεί η εκφώνηση του ονόµατος του µοναχού. Ο ιερέας τότε τρεις φορές θα δώσει στον κειρόµενο µοναχό το ψαλίδι της κουράς του και ο µοναχός άλλες τρεις αντίστοιχα θα αντιδώσει το ψαλίδι διαµέσου του Ηγουµένου στον ιερέα. Ο ιερέας κείρει την κόµη του γονυκλινή υποψήφιου στο όνοµα της Αγίας Τριάδος, ενώ οι χοροί ψάλλουν τρεις φορές το "Κύριε Ελέησον". Ο τυπικάρης (µοναχός υπεύθυνος για την τήρηση του τυπικού) στη συνέχεια φέρνει τα µοναχικά ενδύµατα από το Ιερό Βήµα και τα επιδίδει στον ιερέα. Αυτός, αφού τα ευλογήσει τα παραδίδει στον Ηγούµενο, ο οποίος και ντύνει το νέο µοναχό. Έτσι µε τη σειρά του φορά το ζωστικό, το αγγελικό σχήµα, το πολυσταύρι, τη ζώνη, το ράσο, τα υποδήµατα, το καλυµµαύχι, το κουκούλι και τέλος τον µανδύα. Συνεχίζεται η Θεία Λειτουργία ψαλλοµένου του "Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε..". Θα ακολουθήσουν τα αναγνώσµατα και ο ιερέας θα δώσει στο νέο µοναχό σταυρό, κοµποσχοίνι και λαµπάδα αναµµένη. Ο νέος µοναχός θα µεταλάβει πρώτος χωρίς να βγάλει το κουκούλι του. Οι άλλοι µοναχοί µε τη σειρά πηγαίνουν στο νέο αδελφό που στέκεται σε στασίδι, ασπάζονται το σταυρό που κρατά και του εύχονται "καλό παράδεισο" ή άλλες αρµόζουσες ευχές. Ακολουθεί η τράπεζα, όπου ο νεοκαρείς µοναχός κάθεται πλησίον του ηγουµένου.
Τα µοναχικά ενδύµατα είναι µαύρα. Το µεγάλο σχήµα που µοιάζει µε πετραχήλι είναι µαύρο κεντηµένο µε κόκκινο ή άσπρες και χρωµατιστές κλωστές.
Πάνω του αναπαρασταίνονται ο σταυρός του Κυρίου µε τη λόγχη και τον σπόγγο εκατέρωθεν και από κάτω µια νεκροκεφαλή. Αριστερά και δεξιά έχει σε συντοµογραφίες τις επιγραφές:

ΜΙΧΑΗΛ ΓΑΒΡΙΗΛ
ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΝΙΚΑ
Τούτο το Σχήµα δαίµονες φρίτουσσι
Θεού θέα Θείον Θαύµα
Χριστός Χριστιανοίς χαράν χαρίζει
Φως Χριστού φαίνει πάσι
Τόπος Κρανίου Παράδεισος γέγονε Αδάµ


Ο Λειτουργικός Κύκλος µιας Ηµέρας

Η νύχτα και ο έναστρος ουρανός κρατύνουν πάνω από τα κτίσµατα του µοναστηριού. Είναι ώρα προσευχής, εγρήγορσης και ανάτασης της ψυχής προς τις θείες διακοσµήσεις.

Στις 7:30΄ µε τη Βυζαντινή ώρα, ο εκκλησιαστικός θα σηµάνει το πρώτο τάλαντο, θα ανάψει τις κανδήλες, τις λουσέρνες, τα φανάρια και τους φανούς του Καθολικού. Στις 7:45΄ σηµαίνει το δεύτερο τάλαντο και στις 8:00΄ το τρίτο. Ο εφηµέριος βάζει το πετραχήλι και το Μεσονυκτικό αρχίζει. Τούτη η ακολουθία φέρνει εγρήγορση στην ανύστακτη ψυχή που προσµένει στο µεσονύκτιο το Νυµφίο Χριστό. Αποτελεί σηµείο διαχωριστικό του σκότους της πλάνης που ο χριστιανός και ειδικά ο µοναχός άφησε πίσω του και της ζωής του φωτός που αναµένεται να ανατείλει την επόµενη ηµέρα. Καθώς αρχίζει ο "Άµωµος" ο εκκλησιαστικός βάζει µετάνοια στον Ηγούµενο και χτυπά µε την σειρά τον κόπανο και το καθηµερινό σιδεράκι.

Μετά το τρίτο κατανυκτικό τροπάριο ο εκκλησιαστικός ανοίγει τη Βασιλική Πύλη. Ο ιερέας εισέρχεται στον κυρίως ναό και ποιεί "Ευλογητόν" ιστάµενος έµπροσθεν του τέµπλου. Κατά τη διάρκεια ανάγνωσης του "Επακούσαι σου.." θα θυµιατίσει το ναό. Ο "Εξάψαλµος" θα διαβαστεί από τον Ηγούµενο. Με το πέρας της έκτης Ωδής διαβάζεται το Συναξάρι της ηµέρας και ο εκκλησιαστικός και πάλι θα χτυπήσει το σιδεράκι. Στην εννάτη Ωδή, "Την Τιµιωτέραν", ο ιερέας θυµιάζει το ναό, ενώ οι µοναχοί αποκουκουλίζονται και κατεβαίνουν από τα στασίδια τους. Μια στάση που εύγλωττα φανερώνει την ξεχωριστή τιµή που οι µοναχοί αποτίουν στην Κυρία Θεοτόκο.
Προς το τέλος του Όρθρου σηµαίνει ένα τάλαντο σε τρεις στάσεις κύκλω του ναού. Γίνεται απόλυση και µεταβαίνουν στο παρεκκλήσι που θα τελεσθεί η Θεία Λειτουργία. Εκεί πρωτίστως αναγιγνώσκεται η τρίτη και έκτη Ώρα. Στο "∆όξα" της έκτης Ώρας ο εκκλησιαστικός σηµαίνει το σιδεράκι. Τότε περίπου θα σηµάνει και ο ιερέας τον κωδωνίσκο της προθέσεως και οι πατέρες αποκουκουλισµένοι και έχοντας κατεβεί από τα στασίδια τους µνηµονεύουν µυστικά τα ονόµατα που ο καθείς φέρει στη µνήµη του, ζώντων και κεκοιµηµένων. Σε λίγο ο εκκλησιαστικός ανάβει τα δρακόντια από το τέµπλο του παρεκκλησιού και ακολουθεί η Θεία Λειτουργία. Τα βηµόθυρα παραµένουν κλειστά, για να ανοίξουν µόνο στις δύο εισόδους και την ώρα της Θείας Μετάληψης.
Στο τρίτο αντίφωνο γίνεται η µικρή είσοδος υπό του ιερέως φέροντος το ευαγγέλιο, προηγουµένου του εκκλησιαστικού µε αναµµένο εισοδικό. Ακολουθούν τα αναγνώσµατα, ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο. Λίγο µετά ψάλλεται ο χερουβικός ύµνος, γίνεται η µεγάλη είσοδος όπου τα Τίµια ∆ώρα διακοµίζονται από την Πρόθεση στην Αγία Τράπεζα. Τα Λειτουργικά και οι αιτήσεις του ιερέως δηµιουργούν θεία ένταση φτάνοντας ως την Κυριακή προσευχή. Προ της Μεταλήψεως οι µοναχοί χαιρετούν τις εικόνες. Ακολουθεί η κοινωνία του Σώµατος και Αίµατος του Χριστού, το κέντρο της ζωής του µοναχού και κάθε χριστιανού. Έπεται η απόλυση. ∆ιανέµεται το αντίδωρο και κατά την έξοδο λαµβάνεται και ο αγιασµός που φυλάγεται σε ειδικό σκεύος στη λιτή.

Στη συνέχεια, αν δεν είναι µέρα νηστείας κατά την οποία απουσιάζει το πρωινό γεύµα, εισέρχονται στην Τράπεζα. Αρχίζει προσευχή, και ενώ οι παρευρισκόµενοι τρώνε, ο αναγνώστης διαβάζει αποσπάσµατα από πατερικά κείµενα ή βίους αγίων. Ο εφηµέριος, αν απουσιάζει ο ηγούµενος, δια ξυλίνου σφυρίδος σηµαίνει το τέλος του φαγητού και ευλογεί τα περισεύµατα ευχαριστώντας τον Θεό. Στην έξοδο της τράπεζας ο ιερέας ευλογεί τους εξερχόµενους και οι διακονητές, κάµπτοντες την οσφύ, ζητούν συγχώρεση από τους αδελφούς για τυχόν λάθη και παραλλείψεις. ∆ίωρη ή τρίωρη ξεκούραση προηγείται της επιστροφής των µοναχών στο διατεταγµένο για τον καθένα διακόνηµα.

Όπως µια µικρή κοινότητα για να ζήσει χρειάζεται σωστή κατανοµή εργασιών, έτσι και ένα κοινόβιο µοναστήρι ή σκήτη ή κελλί επιβιώνει και προοδεύει και εκπληρώνει τη σωστική αποστολή του µε την ανάθεση των διαφόρων διακονηµάτων στους εκεί εγκαταβιούντας µοναχούς.
Ο αρχοντάρης περιµένει να προσφέρει ξεκούραση στους νεοφερµένους προσκυνητές, να τους σερβίρει τον κλασικό δίσκο µε το νερό, το ρακί και το λουκούµι και να τους τακτοποιήσει στα δωµάτιά τους. Άλλοι αδελφοί ασχολούνται µε τους λαικούς εργάτες που δουλεύουν εκεί, φροντίζουν τους γεροντότερους, επιµελούνται τα ζώα, φτιάχνουν ψωµί και ετοιµάζουν το φαγητό στο µαγειρείο. Ο εκκλησιάρχης ευπρεπίζει το ναό, ενώ άλλοι έχουν για εργόχειρο το πλέξιµο κοµποσχινιών, την αγιογραφία, την ξυλογλυπτική και την αργυροχοία, την παρασκευή θυµιάµατος και σπάνια την ιεροραπτική και τη βιβλιοδεσία.
Οι γεροντότεροι, που προσµένουν τη µετάβασή τους στην αγήρω µακαριότητα, σµίγουν σε κουβέντες πνευµατικές, στρέφονται σε µνήµες του παρελθόντος και του µέλλοντος, ενώ ο τριγύρω χώρος εµµένει να διαιωνίζει µια ειρήνη αταλάντευτη που περιαυγάζει τους τρούλλους, τους σταυρούς, τη φιάλη και την κρήνη που κοσµούν το φυσικό περίγυρο.
Στις 8:30΄ κατά τη Βυζαντινή Ώρα ο εκκλησιαστικός θα σηµάνει το πρώτο τάλαντο, στις 8:45΄ το δεύτερο και στις 9:00΄ το τρίτο. Τότε στο χώρο της λιτής αρχίζει η εννάτη Ώρα. Στο "∆όξα" της εννάτης ο εκκλησιαστικός θα βγει από το ναό για να κρούσει τον κόπανο και κατόπιν το σιδεράκι. Με το τέλος της εννάτης Ώρας ο ιερέας, ιστάµενος έµπροσθεν του Ιερού Βήµατος, αρχίζει τον Εσπερινό. Η ακολουθία αυτή κατά αρχαία χριστιανική συνήθεια, έχοντας ιουδαικές καταβολές, αποτελεί το προοίµιο της επόµενης ηµέρας. Τον "Προοιµιακό" θα διαβάσει ο πρώτος στην τάξη µοναχός. Στο "Κύριε εκέκραξα.." ο ιερέας θυµιάζει το ναό. Μετά το "Νυν απολύεις…" ο εκκλησιαστικός σβήνει τα λαδοκέρια και λίγο µετά ακολουθεί η απόλυση.
Οι µοναχοί εξέρχονται του ναού κατευθυνόµενοι προς την Τράπεζα. Και πάλι λόγοι προσευχητικοί και διδακτικοί ανακρώνται µε το φαγητό.
Στις 12:00΄ ο εκκλησιαστικός θα κρούσει το σιδεράκι για το Απόδειπνο που λαµβάνει χώρα στη λιτή. Είναι ώρα για προσευχή και δέηση προς το Θεό να τηρήσει όσους πάνε να κοιµηθούν ασφαλείς υπό τη σκέπη Του. Μετά το "Σύµβολο της Πίστεως" ανάβεται το λαδοκέρι της εικόνας της Θεοτόκου και ένας µοναχός ασκεπής απαγγέλει τους "Χαιρετισµούς". Στη διάρκεια του Αποδείπνου, ή αµέσως µετά, οι προσκηνυτές έχουν την ευλογία να χαιρετίσουν τα άγια λείψανα στον κυρίως ναό. Πρό του τέλους του αποδείπνου µοναχοί και προσκηνυτές ασπάζονται τις εικόνες και παίρνουν την ευχή του ηγουµένου ή του ιερέως και γίνεται απόλυση.
Ύστερα άλλοι θα προτιµήσουν µια διδακτική συζήτηση, άλλοι την ανάγνωση και άλλοι την ξεκούραση. Τέλος όλοι θα πάνε στα κελλιά τους. Οι µοναχοί από νωρίς, µετά τα µεσάνυχτα, πριν προσέλθουν στο ναό, θα ξυπνήσουν για την επιτέλεση του προσωπικού τους κανόνα, που περιλαµβάνει συνήθως µετάνοιες, προσευχή µε κοµποσχοίνι και ανάγνωση ψυχωφελών βιβλίων.

Κατ' αυτόν τον τρόπο αρχίζει και κλείνει µια ηµέρα, η καθηµερινότητα του µοναχικού βίου στον Άθω, εδώ και χίλια χρόνια. Και έχεις την έντονη εντύπωση πως η νύχτα που εξουσιάζει και στην έναρξη και στη λήξη, δεν είναι ο ζόφος που συρρικνώνει και συστέλλει τη ζωή, αλλά η φερέλπιδη ησυχία που βιώνει τη ζωηφόρο νέκρωση, η ταφή που κυοφορεί σαν το σπόρο τη ζωή και η νύχτα µε το σκοτάδι που θα δώσει τόπο στην πληρότητα του φωτός της Τρισηλίου Θεότητος.


Κηδεία Μοναχού
Όταν επισυµβεί να κοιµηθεί ένα γεροντάκι ή οποιοσδήποτε µοναχός (συνήθως φθάνουν σε µεγάλη ηλικία, γιατί δεν κάνουν καταχρήσεις και τρώνε υγιεινές τροφές), δεν του κάνουν λουτρό, αλλά τον σφουγγίζουν µε χλιαρό νερό σταυροειδώς στο µέτωπο, το στήθος, τα χέρια, τα γόνατα και τα πόδια. Χωρίς να τον δει γυµνό ο µοναχός που θα τον ντύσει, τον αλλάζει, του φοράει κάλτσες καθαρές, εσώβρακο µακρύ, φανέλλα, το σχήµα, το πολυσταύρι, του σταυρώνει τα χέρια και τα δένει µε επίδεσµο. Του περνάει µετά ένα κοµποσχοινάκι σ' αυτό, του βάζει σκούφο και του σκεπάζει µε το κουκούλι, που του βάζει, το πρόσωπο σχηµατίζοντας σταυρό. Τον τοποθετεί στο σάγισµα (τρίχινο ή ψαθί), αφού τον περιζώσει µε το λουρί και του φορέσει καινούργια υποδήµατα. Μετά ρίχνει πάνω του το ράσο µε σχιστά τα µανίκια, που τα τοποθετεί διαγωνίως και το ράβει όλο, ώστε να περιλάβει µέσα όλο το λείψανο, µε µαύρη κλωστή. Με άσπρη κάνει τρεις σταυρούς στο κεφάλι, το στήθος και τα πόδια. Αν έχει κοιµηθεί στο Νοσοκοµείο ή το Γηροκοµείο, έρχεται ένας ιερέας και κάνει τρισάγιο. Αν ο ίδιος ο νεκρός είναι ιεροµόναχος, του βάζουν από πάνω ένα πετραχήλι. Αν είναι ηγούµενος δεν του σκεπάζουν το κεφάλι. Με ξύλινο φορείο (νεκροκράβατο) µεταφέρεται στο νάρθηκα. Όσον καιρό µένει εκεί, καίει λαµπάδα και αδελφοί εναλλάξ διαβάζουν το ψαλτήρι. Η νεκρώσιµη (εξοδιαστική) ακολουθία ιεροµονάχου ψάλλεται στο µέσο του καθολικού, ενώ απλού µοναχού στο µέσο της λιτής.

Κατά τη διάρκεια της ακολουθίας όλοι οι αδελφοί κρατούν αναµµένα κεριά. Πάνω στο στήθος του νεκρού υπάρχει η τρίµορφη εικόνα. Η ακολουθία είναι πολύ µεγαλύτερη από τη συνήθη.

Αµέσως µετά, ενώ ψέλνεται το Τρισάγιο, το λείψανο µεταφέρεται στο κοιµητήρι. Μπρος πηγαίνουν οι εκκλησιαστικοί κρατώντας φανάρια, ακολουθούν οι χοροί των ψαλτών, των ιερέων και των άλλων αδελφών και καθ' οδόν γίνονται στάσεις, για ν'αναπεµφθούν αιτήσεις. Αφού τοποθετηθεί το λείψανο χωρίς το σάγισµα στο µνήµα, ο ιερέας ρίχνει σταυροειδώς χώµα και λάδι απ' το καντήλι του Χριστού (στο Κοιµητήρι)… Μετά οι αδελφοί κάνουν κοµποσχοίνι 100άρι υπέρ αναπαύσεως… Ύστερα γίνεται το Τρισάγιο…και ο Ηγούµενος εκφωνεί λόγο εξαίροντας την αρετή και τους πνευµατικούς αγώνες του µοναχού που κοιµήθηκε.

Επί 40 µέρες οι αδελφοί του µοναστηριού κάνουν στον κανόνα τους κοµποσχοίνι "υπέρ αναπαύσεως" του αδελφού που κοιµήθηκε. Ο νεκρός µνηµονεύεται επί 40 µέρες µετά την ταφή του κατά τη µεγάλη είσοδο. Αν είναι Ηγούµενος, πολύ περισσότερο χρόνο. Αναγράφεται στα δίπτυχα (ο κάθε µοναχός που απήλθε) και µνηµονεύεται καθηµερινά στην προσκοµιδή κατά τη Θεία Λειτουργία (καθολικό, παρεκκλήσια).

Ονομασίες διακονημάτων στο Άγιον Όρος
Έχει καλλιεργηθεί από ορισμένους η άποψη ότι οι Ορθόδοξοι μοναχοί, αντίθετα προς εκείνους της δυτικής Εκκλησίας που αναπτύσσουν κοινωνικό έργο, ακολουθώντας τον δρόμο του αναχωρητισμού δεν προσφέρουν τίποτε στο κοινωνικό σύνολο κλπ. Την ανυπόστατη αυτή άποψη διαψεύδει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο η μακρόχρονη προσφορά του Αγίου Όρους στα Γράμματα, την Τέχνη, ακόμη και σε πλείστους άλλους τομείς. Ο επισκέπτης ενός αθωνικού μοναστηριού, αλλά και μιάς σκήτης, διαπιστώνει αμέσως ότι εκτός από τα λατρευτικά και άλλα πνευματικά τους καθήκοντα οι μοναχοί μέσα στο κοινόβιο έχουν συγκεκριμένο διακόνημα, με το οποίο συμβάλλουν στη λειτουργία του, και ως σκητιώτες ή κελλιώτες έχουν κάποιο εργόχειρο, από το οποίο αποζούν. Μεγάλο μέρος των λειτουργικών αναγκών μιάς μονής καλύπτεται από τα διακονήματα των μοναχών της. Ο χρόνος που αναπαύονται είναι συνήθως ελάχιστος κι όταν έχουν λίγη ελεύθερη ώρα κι αυτή την αξιοποιούν δημιουργικά με κάποια άλλη ενασχόληση. Λ.χ. κάποιος αγιογραφεί όχι για να διαθέσει τις εικόνες του, αλλά για προσωπική ευχαρίστης, άλλος συγγράφει κλπ.
Υπάρχουν μοναχοί που επιφορτίζονται με περισσότερα από ένα διακονήματα. Ορισμένες ασχολίες δεν είναι δυνατόν να γίνουν από ένα άτομο και σ’ αυτές συμμετέχουν οι περισσότεροι μοναχοί του κοινοβίου.
Πρόκειται για τη λεγόμενη «παγκοινιά» (την ακούμε κι ως «παγκενιά» κλπ). Π.χ. στον τρύγο, τις ελιές, τα φουντούκια κλπ.
Ακολουθεί η καταγραφή  διακονημάτων, που αναλαμβάνουν στα κοινόβια οι διάφοροι μοναχοί.
Αγιογράφος: ο καταγινόμενος με την ιστόρηση ιερών εικόνων και γενικά την αγιογραφία.

Αμπελικός: ο επιμελούμενος τον αμπελώνα.

Αντιπρόσωπος: ο εκπρόσωπος της Μονής στην Ιερά Κοινότητα.

Αρσανάρης: ο υπεύθυνος για τον αρσανά, λιμενίσκο γενικά της Μονής.

Αρχειοφύλαξ: ο υπεύθυνος του αρχείου.

Αρχοντάρης: ο αρμόδιος για το αρχονταρίκι και τη φιλοξενία των επισκεπτών και προσκυνητών.

Βαγενάρης: ο υπεύθυνος του βαγεναριού (κρασαριού).

Βδομαδιάρης: ο ιερομόναχος που εφημερεύει τη βδομάδα.

Βηματάρης: ο επιμελούμενος το ιερό βήμα του καθολικού με τα ιερά λείψανα, σκεύη, άμφια κλπ.

Βιβλιοφύλαξ: ο βιβλιοθηκάριος.

Βορδονάρης: ο ημιονηγός, επιμελείται και τον σταύλο και τη χορταποθήκη.

Γηροκόμος: ο μοναχός που περιποιείται τους γέροντες μοναχούς στο γηροκομείο.

Γραμματικός: ο επιμελούμενος τη γραμματεία, αλληλογραφία κλπ της Μονής.

Δευτερεύων: ο αναπληρωτής του διαβαστή.

Διαβαστής: ο αναγνώστης στην τράπεζα.

Δοχειάρης: ο υπεύθυνος του δοχειού (αποθήκης τροφίμων).

Εκκλησιαστικός: ο αρμόδιος για το ναό.

Επιστάτης: ο μοναχός ή ιερομόναχος που στέλνεται από τα 15 μοναστήρια που δικαιούνται κάθε 5 χρόνια συμμετοχή στην Επιστασία.

Επιστημονάρχης: ο επόπτης των διαφόρων διακονημάτων.

Ηγούμενος: ο αρχιμανδρίτης, ο πνευματικός ηγέτης του μοναστηριού ιερομόναχος, ο πατέρας όλων των μοναχών.

Ηγουμενιάρης: ο εντεταλμένος με τη φροντίδα του ηγουμένου.

Ιεροψάλτης: καλλίφωνος μοναχός που ψέλνει στο δεξιό ή αριστερό αναλόγιο.

Κανονάρχης: ο μοναχός που κανοναρχεί τους ψάλτες.

Κηροπλάστης: ο μοναχός που κατασκευάζει τα κεριά.

Κοιμητηριάρης: ο υπεύθυνος για το κοιμητήριο και οστεοφυλάκιο της μονής.

Κολλυβάς: καλλιτέχνης μοναχός που φτιάχνει τα κόλλυβα των πανηγύρεων.

Κονακτζής: ο επιμελούμενος το Αντιπροσωπείο (κονάκι) της μονής στις Καρυές, όπου διαμένει ο αντιπρόσωπος της μονής στην Ιερά Κοινότητα.

Κουρτζής: ο υπεύθυνος για το δάσος της μονής.

Κωδωνοκρούστης: ο μοναχός που κρούει τις καμπάνες.

Μάγειρος: ο μοναχός που ετοιμάζει το φαγητό για την τράπεζα.

Μάγκιπος: ο φούρναρης.

Νοσοκόμος: ο μοναχός που φροντίζει τους ασθενείς στο νοσοκομείο της μονής.

Οικονόμος: ο υπεύθυνος για τους εργάτες και τις γενικές εργασίες της μονής, εκτελεί και χρέη δοχειάρη. Στη Μεγίστη Λαύρα ο οικονόμος λέγεται παρα-οικονόμος, γιατί Οικονόμισσα θεωρείται η Παναγία.

Περβολάρης: ο κηπουρός.

Πνευματικός: ο εξομολόγος.

Πορτάρης: ο φύλακας του πυλώνα της μονής.

Προσμονάριος: διακονητής σε θαυματουργή εικόνα.

Προσφοριάρης: ο μοναχός που παρασκευάζει τα πρόσφορα.

Πρώτος: ο μοναχός ή ιερομόναχος που στέλνει μια από τις 5 μονές που δικαιούνται για πρωτεπιστάτη, κάθε 5 χρόνια όταν έχει σειρά το μοναστήρι.

Ράφτης: ο μοναχός που ράβει τα ζωστικά, τα άμφια κλπ των αδελφών.

Σκευοφύλαξ: ο υπεύθυνος για το σκευοφυλάκιο (κειμηλαρχείο) της μονής.

Τραπεζάρης: ο διακονητής της τράπεζας.

Τυπικάρης: ο αρμόδιος για το τυπικό και επιμελούμενος το τυπικαριό.

Ωρειάριος: ο υπεύθυνος για το ωρειό (αποθήκη σιταριού).


Διατροφή 
Οι αγιορείτες μοναχοί ακόμα και τις ημέρες του Πάσχα δεν τρώνε κρέας και προτιμούν το ψάρι. Καθόλου κρέας όλο τον χρόνο, πολλά χορταρικά και φρούτα.
Το διαιτολόγιο των μοναχών, εκτός από πιστό στους κανόνες της Εκκλησίας, αποδεικνύεται και… αντικαρκινικό, όπως διαπιστώνουν οι επιστήμονες. Οι αγιορείτες μοναχοί καταναλώνουν με μέτρο τις τροφές τους, ενώ χαρακτηριστικά της διατροφής τους είναι η εναλλαγή ημερών με κατανάλωση τροφών με και χωρίς λάδι, οι περίοδοι νηστείας.
Μοναχός Επιφάνιος 
Ο μοναχός Επιφάνιος ζει στο Aγιο Όρος εδώ και 35 χρόνια και από την αρχή της μοναχικής ζωής του είναι μάγειρας. Στο Aγιο Όρος, αναφέρει, οι μοναχοί σπάνια τρώνε κρέας. Η διατροφή τους περιλαμβάνει κυρίως ψάρια, θαλασσινά, όσπρια και λαχανικά. Δεν λένε όχι στα τηγανιτά, ιδιαίτερα στα αυγά και τα ψάρια, πίνουν καφέ, τσάι, αλλά και κόκκινο κρασί που φτιάχνουν οι ίδιοι. Το ίδιο συμβαίνει και με το ψωμί. Το παρασκευάζουν οι ίδιοι και το ψήνουν, όπως όλα τα φαγητά, σε φούρνους με ξύλα, χωρίς να χρησιμοποιούν ρεύμα ή φυσικό αέριο. Αυτό που αποκλείεται από τη διατροφή τους είναι το βούτυρο, τα μαγειρικά λίπη και οι μαργαρίνες, η κρέμα γάλακτος, η μπεσαμέλ και παρόμοια προϊόντα. Για όλα σχεδόν τα φαγητά χρησιμοποιούν ελαιόλαδο.
ΑΓΝΑ ΥΛΙΚΑ
"Τα υλικά που χρησιμοποιούμε", τονίζει ο μοναχός Επιφάνιος, "είναι αγνά και η μαγειρική τους δεν είναι περίπλοκη, αλλά όσο απλούστερη γίνεται. Η ομορφιά στις γεύσεις, άλλωστε, δεν προκύπτει από την ποικιλία, τα πολλά καρυκεύματα και τους περίτεχνους τρόπους μαγειρέματος. Όταν τα υλικά είναι αγνά, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια, για να αναδειχτούν. Για να φτιάξουμε πατάτες γιαχνί, για παράδειγμα, αν οι πατάτες είναι νόστιμες, το φαγητό θα γίνει καλό. Χρειαζόμαστε ένα κρεμμύδι, λάδι και λίγη ντομάτα. Το πολύ πολύ να βάλει κανείς λίγο μαυροπίπερο ή λίγη ρίγανη. Δεν απαιτείται τίποτα ιδιαίτερο. Επιπλέον, παίζει ρόλο το ότι μαγειρεύουμε τα πάντα σε φούρνους με ξύλα".

Ταξιδεύοντας συχνά στην Κωνσταντινούπολη και στην Αίγυπτο, στην Αγία Αικατερίνη του Σινά, ο μοναχός Επιφάνιος έχει εξοικειωθεί πάντως με το κύμινο, ένα ιδιαίτερα δημοφιλές μπαχαρικό στην κουζίνα των λαών στους τόπους αυτούς. Πλέον το χρησιμοποιεί ακόμη και σε φαγητά που δεν συνηθίζεται. "Όπως μαθαίνω και από βιβλία μαγειρικής που κυκλοφορούν, το κύμινο βοηθά πολύ τη χώνεψη", αναφέρει.

Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Συχνά το πρώτο γεύμα της ημέρας στα μοναστήρια σερβίρεται στις 8 το πρωί. Όσο περίεργο και αν φαίνεται στον κόσμο, αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι οι μοναχοί ξυπνούν στις 3 το πρωί και εκκλησιάζονται συνήθως για 3-4 ώρες. Συνεπώς, από το δείπνο που έχουν πάρει γύρω στις 6 το απόγευμα την προηγούμενη μέρα, έχουν περάσει αρκετές ώρες, ώστε να πεινούν.
Η διαδικασία του φαγητού στις μονές του Αγίου Όρους δεν είναι μονοδιάστατη. Σύμφωνα με τον μοναχό Επιφάνιο, σημαντικό ρόλο παίζει η ηρεμία, η καλή ψυχική κατάσταση και γενικότερα ο τρόπος ζωής. "Έχει σημασία η διάθεση που έχει κανείς όταν κάθεται στο τραπέζι. Το ίδιο ισχύει και για το χώρο όπου τρώμε. Στις μονές οι τραπεζαρίες είναι διακοσμημένες με αγιογραφίες, με μορφές αγίων τους οποίους οι μοναχοί προσπαθούν να μιμηθούν. Κατά τη διάρκεια των γευμάτων επικρατεί απόλυτη ησυχία και ακούγεται μόνο αυτός που διαβάζει εκκλησιαστικά κείμενα, ομιλίες, ή κείμενα σχετικά με την εκάστοτε επίκαιρη γιορτή. Όσο για τον μάγειρα μοναχό, μαγειρεύει για ανθρώπους που αγαπάει. Όχι για να τον συγχαρούν για το ωραίο φαγητό, ούτε για να πληρωθεί για αυτό. Αυτή ακριβώς είναι η ομορφιά της μαγειρικής του".

Εκατόν είκοσι έξι συνταγές μαγειρικής με τα μυστικά της υγιεινής διατροφής των Μοναχών του Αγίου Όρους, όπως πρώτη φορά τα αποκαλύπτει ο Μοναχός Επιφάνιος Μυλοποταμινός.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...