Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Ιουνίου 25, 2015

Δεν νοείται χριστιανός απογοητευμένος, ανυπόμονος, ανέλπιδος!



Πίσω από τον ανθρώπινο πόνο, την πικρή δοκιμασία, την κουραστική στενοχώρια και τη φοβερή θλίψη κρύβεται το φιλόστοργο μάτι του Θεού. Η αφύπνιση από τη ζωή της ύλης, της ηδονής, της καλοπέρασης και του ατομισμού θα φέρει τον άνθρωπο στην πνευματική ενατένιση, την ορθή όραση, την εγνωσμένη μελέτη, στην απομάκρυνση του θολού άγχους. Ο άνθρωπος έχει πολλές και άγνωστες εσωτερικές δυνάμεις. Μη λυγίζει εύκολα, μη πέφτει απερίσκεπτα, μη μένει κάτω, μη κυριεύεται από την απόγνωση. Μάλιστα δεν νοείται χριστιανός απογοητευμένος, ανυπόμονος, ανέλπιδος, κακομοίρης, κατσούφης και αγνώμων. Τώρα είναι η ώρα να φανεί η πίστη, να δοθούν εξετάσεις, να κριθεί η γνησιότητα της πίστεως του καθενός. Να μη μένει σε λόγια. Στους πειρασμούς, τις δοκιμασίες, τις θύελλες φαίνεται η αληθινότητα του πιστεύω μας. Ο πόνος φανερώνει τη νόσο. Ο πόνος μπορεί να γίνει ιατρός. Είναι ανάγκη να πονέσουμε για να συμπονέσουμε. Ο πόνος, είναι αλήθεια, μπορεί να μαλακώσει τον άνθρωπο και να γίνει ευλογία και μπορεί να τον σκληρύνει και να του γίνει μαρτύριο, βάσανο ή κατάρα. Όπως λένε, οι θερμές ακτίνες του ήλιου λιώνουν το κερί και σκληραίνουν τη λάσπη. Έχει ιδιαίτερη σημασία η ελεύθερη βούληση του κάθε ανθρώπου.
Είναι πολλοί οι λόγοι που θα έπρεπε ο άνθρωπος ανυποχώρητα να αγωνίζεται συνεχώς.Η απελπισία είναι ανεπίτρεπτη. Η υπομονή είναι πάντοτε απαραίτητη. Δεν είμαστε μόνοι αγωνιζόμενοι στη ζωή. Ο καλός καραβοκύρης στη φουρτούνα φαίνεται, λέει σωστά ο λαός μας. Φουρτούνα, συννεφιά, μπόρα είναι και θα περάσει. Ξεφύγαμε κι εμείς απρόσεκτα. Καιρός να επιστρέψουμε πιο συνετά στην ευθεία, στο μέσον, το μέτρο, τη μετρημένη ζωή. Είναι μία ευκαιρία. Μία ευκαιρία σημαντική.
+ μοναχός Μωυσής ο Αγιορείτης


Κυριακή, Ιουνίου 21, 2015

Δεν νοείται χριστιανός απογοητευμένος, ανυπόμονος, ανέλπιδος, κακομοίρης, κατσούφης και αγνώμων.




 
Δικαιολογημένα το θέμα των ημερών μας είναι η σοβαρή οικονομική κρίση που διέρχεται η πατρίδα μας. Γι' αυτό υπάρχει μεγάλη ανασφάλεια, ανησυχία, αγωνία, αγανάκτηση, σύγχυση, φόβος και άγχος. Οι καιροί είναι πράγματι χαλεποί. Σ' αυτή την κατάσταση καλούνται οι χριστιανοί να δώσουν τη μαρτυρία και ομολογία τους. Καταρρέουν κάστρα σαν πύργοι στην άμμο.
  Παγιδεύονται πλούσιοι, δημιουργούνται πολλά προβλήματα, ανατρέπονται ισορροπίες, γεννιούνται εκμεταλλεύσεις, πονηρές επιθυμίες. Αυξάνεται η ανεργία, η αβεβαιότητα, η εγκληματικότητα, η παρανομία και η φτώχεια. Όλα αυτά φανερώνουν καθαρά την πνευματική νωθρότητα και πενία πολλών. Μακάρι το ισχυρό αυτό τσουνάμι να δημιουργήσει έγερση από τον λήθαργο, σεισμό προς εγρήγορση, ρωγμές προς επίγνωση, τομές για υπεύθυνες αποφάσεις. Είναι ανάγκη να επανέλθει σύντομα η λησμονημένη αισιοδοξία, η κρυμμένη ελπίδα, η χαμένη χαρά και η ποθητή ειρήνη.
 Πίσω από τον ανθρώπινο πόνο, την πικρή δοκιμασία, την κουραστική στενοχώρια και τη φοβερή θλίψη κρύβεται το φιλόστοργο μάτι του Θεού. Η αφύπνιση από τη ζωή της ύλης, της ηδονής, της καλοπέρασης και του ατομισμού θα φέρει τον άνθρωπο στην πνευματική ενατένιση, την ορθή όραση, την εγνωσμένη μελέτη, στην απομάκρυνση του θολού άγχους. Ο άνθρωπος έχει πολλές και άγνωστες εσωτερικές δυνάμεις. Μη λυγίζει εύκολα, μη πέφτει απερίσκεπτα, μη μένει κάτω, μη κυριεύεται από την απόγνωση. Μάλιστα δεν νοείται χριστιανός απογοητευμένος, ανυπόμονος, ανέλπιδος, κακομοίρης, κατσούφης και αγνώμων.

Ο κόσμος προκαλεί και προσκαλεί συνεχώς στην κοινωνία της αφθονίας, του υπερκαταναλωτισμού, του κορεσμού και της πλησμονής. Η ζωή των πολλών είναι φιλοχρήματη, φιλόσαρκη, φιλήδονη και φιλόυλη. Η κοινωνία κατάντησε αισθησιοκρατούμενη και λατρεύουσα υπερβολικά τη σάρκα. Έχει δυστυχώς επέλθει ένα τρομερό μπλοκάρισμα, μία πονηρή παγίδευση, μία αποτελμάτωση και νάρκωση μόνο στα επίγεια αγαθά. Δεν υπάρχουν στοιχεία αντιστάσεως, αντιμετωπίσεως, μεταστροφής και μετάνοιας. Γι' αυτό και η οικονομική κρίση ενοχλεί τόσο μα τόσο πολύ. Δεν αρπάζεται σαν μία σημαντική ευκαιρία για μία ουσιαστική αλλαγή. Το ευαγγέλιο συνεχώς μιλά για άσκηση, εγκράτεια, απλότητα, λιτότητα και ελεημοσύνη. Μιλά για σταυρό, για θλίψη, για καρτερία, για μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον Θεό.

Τώρα είναι η ώρα να φανεί η πίστη, να δοθούν εξετάσεις, να κριθεί η γνησιότητα της πίστεως του καθενός. Να μη μένει σε λόγια. Στους πειρασμούς, τις δοκιμασίες, τις θύελλες φαίνεται η αληθινότητα του πιστεύω μας. Ο πόνος φανερώνει τη νόσο. Ο πόνος μπορεί να γίνει ιατρός. Είναι ανάγκη να πονέσουμε για να συμπονέσουμε. Ο πόνος, είναι αλήθεια, μπορεί να μαλακώσει τον άνθρωπο και να γίνει ευλογία και μπορεί να τον σκληρύνει και να του γίνει μαρτύριο, βάσανο ή κατάρα. Όπως λένε, οι θερμές ακτίνες του ήλιου λιώνουν το κερί και σκληραίνουν τη λάσπη. Έχει ιδιαίτερη σημασία η ελεύθερη βούληση του κάθε ανθρώπου.

Είναι πολλοί οι λόγοι που θα έπρεπε ο άνθρωπος ανυποχώρητα να αγωνίζεται συνεχώς.Η απελπισία είναι ανεπίτρεπτη. Η υπομονή είναι πάντοτε απαραίτητη. Δεν είμαστε μόνοι αγωνιζόμενοι στη ζωή. Ο καλός καραβοκύρης στη φουρτούνα φαίνεται, λέει σωστά ο λαός μας. Φουρτούνα, συννεφιά, μπόρα είναι και θα περάσει. Ξεφύγαμε κι εμείς απρόσεκτα. Καιρός να επιστρέψουμε πιο συνετά στην ευθεία, στο μέσον, το μέτρο, τη μετρημένη ζωήΕίναι μία ευκαιρία. Μία ευκαιρία σημαντική.


+ μοναχός Μωυσής ο Αγιορείτης 
 
 Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ την 5 Ιουνίου 2011

το είδαμε εδώ

Κυριακή, Ιουνίου 07, 2015

Η εξοικείωση με το θάνατο και η Ιατρική


Θεωρούμε πως η έξαρση της λογικής, ο υλικός ευδαιμονισμός, η άμβλυνση της πίστης, ο δυτικός τρόπος ζωής και στην ορθόδοξη Ανατολή δεν διαφωτίζουν ικανοποιητικά τον άνθρωπο και δεν τον βοηθούν ν’ αντιμετωπίσει ορθά τον θάνατο. Νομίζουμε πως με το να μετονομάσουμε τα γραφεία κηδειών σε τελετών απαλλαγήκαμε και από τη μνήμη του θανάτου. Στην Αμερική υπάρχει μια μεγάλη και δαπανηρή διαδικασία για την ωραιοποίηση των νεκρών. Δυσκολευόμαστε σήμερα και στην Ελλάδα άνετα να μιλήσουμε για την αθανασία της ψυχής, για τη δυνατή βεβαιότητα και την ελευθερώτρια χάρη της πίστης και θέλουμε να βρούμε μοντέρνους όρους εκφράσεως για να επικοινωνήσουμε μ’ εκείνους που δυσφορούν στο άκουσμα ότι υπάρχει και πέραν του τάφου ζωή. Αν ο άνθρωπος πιστέψει στην άλλη ζωή και ότι αυτή η ζωή έχει μία σίγουρη ημερομηνία λήξεως, πιστεύουμε ότι θα αισθανθεί πιο ελεύθερος, για να μπορέσει να ζήσει χαρούμενος την κάθε ώρα, μ’ ενδιαφέρον, δύναμη και αγάπη για τον εαυτό του και τους άλλους, δίχως ν’ αποθεώνει τα επιτεύγματά του και να θεωρεί τη στέρησή τους ανυπαρξία[7].
Hands closeup
Η Δύση επιμένει να μη θεωρεί αποτυχία της ιατρικής επιστήμης να θέλει, μα να μή μπορεί, να θεραπεύσει τα πάντα. Κατάφερε την παράταση της ζωής, αλλά όχι τη θανάτωση του θανάτου. Ο δυτικός άνθρωπος δεν ταπεινώνεται στην ιδέα ότι απέτυχε στην επίτευξη της επίγειας αθανασίας κι ελπίζει ότι θα τα καταφέρει. Ιδιαίτερα δε ο σύγχρονος αμερικανικός πολιτισμός επαναφέρει την ενασχόληση με τη μετεμψύχωση, τη μαγεία, την αστρολογία, την παραψυχολογία, την παρεμπόδιση του γήρατος διά βαφών κι εγχειρήσεων και νεανικών αμφιέσεων ή διά εγκλεισμού σε άσυλα και κλινικές. Αποφεύγεται συστηματικά η αναφορά του θανάτου, ως να πρόκειται για κάτι το βρωμερό, το αισχρό, το απρεπές. Όμως αυτό το πνεύμα δεν αρχίζει να επικρατεί και στην Ελλάδα;
Έτσι κι εδώ σπάνια αντιμετωπίζεται σωστά ένας θάνατος, ακόμη και αν είναι αναμενόμενος, κι έχουμε κατάθλιψη και όχι λύπη και θλίψη, που δικαιολογούνται από την πλούσια ελληνορθόδοξη παράδοσή μας.
Επειδή απόψε απευθύνομαι κυρίως σε ιατρούς, που το ενδιαφέρον τους για την επιστήμη και η αγάπη τους για τους ασθενείς τους σύναξε εδώ, ως ασθενής και ως συμπάσχων μιλώντας, επιτρέψτε μου να πώ, πως η οικογένεια του ασθενούς θέλει πάντα κοντά της τον ιατρό και μάλιστα στις δύσκολες τελευταίες ώρες. Ο ιατρός είναι ο καταλληλότερος για ν’ αναγγείλει τον θάνατο. Το περιβάλλον θέλει να έχει τη διαβεβαίωση ότι πρόσφερε ό,τι μπορούσε να προσφερθεί μέχρι την τελευταία του στιγμή. Είναι μια δικαιολογημένη ψυχολογική απαίτηση. Ο ιατρός που αναγγέλλει τον θάνατο βρίσκεται και αυτός σε μία δύσκολη θέση. Απέτυχε να παρατείνει τη ζωή. Δηλώνει την αδυναμία του. Μειώνεται η φαινομενική παντοδυναμία του. Αυτός που εξηρτάτο από αυτόν δεν υπάρχει. Το περιβάλλον έχει κλονισμένη τώρα εμπιστοσύνη. Τον βλέπει με άλλη ματιά. Η ταπεινότητα, η ειλικρίνεια, ο σεβασμός θα βοηθήσουν και τις δύο πλευρές σε μια καλύτερη αντιμετώπιση. Ο θάνατος επελθών δηλώνει την αδυναμία όλων μας. Ας το ομολογήσουμε. Όσο πιο άπειρος και νέος είναι ο ιατρός, τόσο πιο ηττημένος αισθάνεται. Αν ο ίδιος πανικοβάλλεται από τον θάνατο, είναι ανεπαρκής να συνδράμει και το ταραγμένο πενθηφόρο περιβάλλον, έστω λέγοντας ότι ο ασθενής αναπαύθηκε και δεν θα ταλαιπωρείται άλλο, προσφέροντας μια μικρή συναισθηματική υποστήριξη και συμπάθεια. Τα αυτά περίπου ισχύουν και για το νοσηλευτικό προσωπικό, την κοινωνική λειτουργό και ιδιαίτερα τον ιερέα του νοσοκομείου.
Παρενθετικά θα ήθελα ν’ αναφέρω ένα γεγονός. Ένας συνάδελφός σας στο εξωτερικό κατηγορήθηκε από άλλο συνάδελφό σας, σε μία τηλεοπτική εκπομπή, που την παρακολουθούσαν εκατομμύρια θεατές, ότι σπαταλά τα μοσχεύματα, δίνοντας τρίτο συκώτι σ’ ένα παιδί που τ’ απέρριπτε ο οργανισμός του. Ο εγκαλούμενος δήλωσε: «Ορκιζόμενος ως ιατρός ορκίσθηκα να σώσω τον άνθρωπο και όχι την ανθρωπότητα! Ασφαλώς υπάρχουν και άλλοι αναγκεμένοι ασθενείς, αλλά εγώ καλούμαι να συνδράμω τον συγκεκριμένο που έχω μπροστά μου»[8]. Δεν μπορούμε να μιλάμε γενικόλογα και αόριστα. Ο κάθε ασθενής είναι μια άλλη περίπτωση και προσωπικότητα. Καλούμεθα να σεβασθούμε τη μοναδικότητα και ιερότητα του ανθρωπίνου προσώπου. Με όλες τις γνώσεις μας, με όλη τη δύναμή μας, την υπομονή μας, την ταπείνωση και την αγάπη μας. Ας μην προσπερνάμε το κρεβάτι του καρκινοπαθούς ως ενός άμεσου μελλοθανάτου. Ας εξαντλήσουμε τα περιθώρια της αντοχής μας, αφού δεν μπορούμε να προσφέρουμε τίποτε περισσότερο με τη χημειοθεραπεία, την ακτινοβολία, την εγχείρηση, τα αναλγητικά.
[Συνεχίζεται]
  1. Οπ.π., σ. 57.
  2. Μωυσέως Αγιορείτου μονάχου, Επιστροφή από την Αμερική, Αθήνα 1999, σ. 91.
  3. πηγή

Ο καρκίνος και το χαροποιόν πένθος της μνήμης θανάτου

«Ο χριστιανισμός είναι ο μόνος που μπορεί και πρέπει να ανταποκριθεί στην επιτακτική ανάγκη κάποιας αντιμετωπίσεως του θανάτου και του πένθους που ο σύγχρονος πολιτισμός έχει καλύψει με μια διακριτική σιωπή»[6]. Να μιλάς για τον θάνατο σημαίνει να διερωτάσαι για τον δικό σου θάνατο. Η ενασχόληση με τον θάνατο μπορεί να παροξύνει προσωπικές φοβίες. Θεωρείται συνήθως μακάβριο θέμα και δεν πιστεύεται ότι υπάρχει σοβαρός λόγος ν’ ασχολούμεθα με αυτό. Γι’ αυτό συγχαίρω εγκάρδια την Οργανωτική Επιτροπή του παρόντος συνεδρίου για την έμπνευση να συμπεριλάβει στη θεματολογία του και την αποψινή ομιλία. Ο ομιλών, ως μοναχός Αγιορείτης, θέλει να βιώνει το χαροποιόν πένθος της μνήμης του θανάτου. Το στασίδι του στο ναό, το κλινάρι του στο κελλί του, το σώμα του το ίδιο, σημαίνουν τον τάφο του και το ράσο του το επιτάφιο ένδυμα. Όχι μόνο όμως έτσι, συμβολικά και ιδεατά, αλλά και ως μακροχρόνια κι επίπονα ασθενής, προ τετραετίας περίπου υποβληθείς σε μεταμόσχευση ήπατος, βίωσε το άλγος, οσμίσθηκε θάνατο, έτσι δεν σας ομιλεί φιλολογικά, αλλά με δάκρυα, ιδρώτες και άλγη, για τα οποία ευχαριστεί τον Θεό, αφού εκεί τον ανακάλυψε καλύτερα. Δεν στάθηκε μοιρολατρικά, παθητικά στο πρόβλημά του, φοβήθηκε, λύγισε, αλλά δεν απόκαμε. Συγχωρέστε μου αυτή την εξομολόγηση, νομίζω όμως ότι από αγάπη μπορούμε μερικές φορές και να εκτιθέμεθα.
Πηγή: orthodoxanswers.gr
Πηγή: orthodoxanswers.gr
Θα προσπαθήσω να γίνω λίγο πιο αναλυτικός, γιατί ο ασθενής και συγκεκριμένα ο καρκινοπαθής φοβάται τόσο τον θάνατο. Κατ’ αρχάς δεν είναι αφύσικος και ανόητος αυτός ο φόβος. Δικαιολογείται και καλούμεθα να τον αντιμετωπίσουμε και απαλύνουμε. Η ασθένεια συνηθέστατα φέρνει αυτές τις σκέψεις. Ούτε να τρομάζουμε εμείς που τις έχουμε, ούτε να τρομάζουμε αυτούς που τις έχουν, ούτε να προσπαθούμε να παρηγορήσουμε με ψέματα, με μετάθεση, με αναβολή, με προχειρότητα κι επιπολαιότητα. Επαναλαμβάνουμε, γιατί θεωρούμε πως είναι σημαντικό πως, όσο πιο πνευματικά νεκρός είναι ένας ασθενής, τόσο πιο πολύ φοβάται τον θάνατο. Ελέγχεται από τη ζωή του κι έχει ενοχές κι αισθάνεται ότι τα χάνει όλα, αφού είναι τρομερά δεμένος με τα υλικά αγαθά. Η παρούσα φάση, αν τον οδηγήσει στη μετάνοια, είναι ένα κέρδος και η κατάσταση αντιμετωπίζεται καλύτερα με την εγρήγορση, την προσευχή, τη συντριβή και την κατανόηση.
Δεν μπορούμε να πούμε με κανένα τρόπο ότι ο θάνατος είναι κάτι το καλό και μας απαλλάσσει και μας αναπαύει. Ο θάνατος είναι μυστήριο, είναι φρικτός και φοβερός. Αν κάποτε μιλάμε με ωραιοποιημένες εκφράσεις γι’ αυτόν είναι για καθαρά ποιμαντικούς λόγους και προς παρηγορία των πενθούντων. Οι απλοί και ταπεινοί άνθρωποι, κυρίως της μή τουριστικοποιημένης υπαίθρου, δίχως να μιλούν με μεγάλα και παχειά λόγια, αποδέχονται με θλίψη βέβαια, αλλά όχι με τρόμο το τέλος της ζωής, κι ετοιμάζονται σαν για μεγάλο ταξίδι, εξομολογούνται, κοινωνούν, αποχαιρετούν. Οι αστοί, οι κάπως πιο μορφωμένοι, οι έχοντες κάποιο όνομα και αξίωμα, αντιμετωπίζουν τον θάνατο φιλοσοφικά, σαν ένα φυσικό τέλος της ζωής, δεν το πολυσυζητούν όμως, ανησυχούν, θα είχαν, λέγουν, κι άλλα πράγματα να κάνουν, θα ήθελαν και θα μπορούσαν άλλο λίγο να ζήσουν.
Οι άνθρωποι αυτής της κατηγορίας, αν βρεθούν απέναντι σ’ ένα συγγενή τους, που βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση, έχουν ένα συνωμοτικό ύφος, είναι εκνευρισμένοι, ενοχλούν ιδιαίτερα τους ιατρούς και το προσωπικό, ως να είναι εκείνοι οι υπεύθυνοι, συνεννοούνται με νεύματα, με ψιθύρους στους διαδρόμους, θεωρώντας ότι η αλήθεια, αν ειπωθεί, είναι επικίνδυνη και θα επιταχύνει το πρόβλημα. Ο ασθενής όμως μέσα στη θλίψη του πόνου του αισθάνεται, κατανοεί, αντιλαμβάνεται τη θεατρική πράξη που παίζεται και αφήνεται πιο μόνος στις πράγματι δύσκολες αυτές ώρες. Συχνά προσκαλείται και παρακαλείται να λάβει μέρος και ο ιατρός στην επιλεγμένη από τους συγγενείς παράσταση. Υπάρχει και μια άλλη κατηγορία ανθρώπων, θα την έλεγα των μασκοφόρων χριστιανών, που και την ύστατη αυτή ώρα αγωνίζονται να προσποιούνται τους απαθείς, με χαμόγελα και υποκριτικές ευχές, για να μή χαλάσουν ένα προφίλ που από ετών παρουσίαζαν τεχνηέντως. Είναι λυπηρό ο άνθρωπος να μή θέλει να παραδεχθεί τη γύμνια του ούτε τότε. Οι άνθρωποι αυτοί, ασθενείς ή συγγενείς, έχουν μια μαγική αντίληψη περί της Εκκλησίας και των θείων μυστηρίων της, μερικές φορές μάλιστα απαιτούν το θαύμα και δεν υπακούουν και στις ιατρικές εντολές. Πρόκειται για δύσκολες περιπτώσεις ψυχικά ασθενών.
[Συνεχίζεται]
  1. Φάρου Φιλοθέου αρχιμ.., Το πένθος, Αθήνα 1981, σ. 16.
  2. πηγή

Παρασκευή, Ιουνίου 05, 2015

Η στάση απέναντι στους καρκινοπαθείς: λάθη και ενθαρρύνσεις

Ερχόμεθα τώρα στο θέμα μας το πικρό και δύσκολο. Ένας καρκινοπαθής σήμερα δυστυχώς από πολλούς θεωρείται όπως κάποτε ένας λεπρός. Δεν είναι φυσιολογική η ματιά μας απέναντι του. Έχει ένα πολύ λαθεμένο στοιχείο οίκτου, που ο ασθενής εύκολα το αντιλαμβάνεται, για να μην πώ ότι έχει και μία κρυφή οίηση περί της ασφαλούς ιδικής μας υγείας, της ανωτερότητάς μας, της ισχύος και του κύρους μας, που είναι άγνωστο αν το έχουμε και, αν το έχουμε, μέχρι πότε θα το έχουμε. Ένας καρκινοπαθής συχνά έχει σοβαρές ψυχολογικές επιπλοκές, που επηρεάζουν ασφαλώς και την πορεία της σωματικής του ασθένειας, ιδιαίτερα στο τελικό στάδιο και στην ιδέα της αντιμετωπίσεως του θανάτου. Σχεδόν όλοι όσοι πληροφορούνται ότι πάσχουν από καρκίνο, κατά τις στατιστικές ειδικών[4], αντιδρούν με ανησυχία και φόβο.
Kind nurse laughing with elderly patient in wheelchair.
Kind nurse laughing with elderly patient in wheelchair.
Όταν η νόσος χρονίζει, αναπτύσσονται σε ορισμένους αμυντικοί μηχανισμοί και οι ασθενείς κατά κάποιο τρόπο προσαρμόζονται στη νέα κατάσταση. Είναι όμως συχνό το φαινόμενο παρουσίας σοβαρών ψυχικών διαταραχών, που οδηγούν σε κατάθλιψη, άγχος, ενοχές, αϋπνίες, φοβίες, φαντασίες και ορισμένες φορές σε αμνησία, παράνοια, επίκληση του θανάτου. Στις δύσκολες αυτές καταστάσεις του τελικού σταδίου μπορεί ακόμη να έχουμε εχθρικότητα προς το περιβάλλον, μελαγχολία, καχυποψία, απομόνωση και τάσεις αυτοκτονίας. Είναι, νομίζουμε, μεγάλο το λάθος και για τον ασθενή και για τον ιατρό η λέξη καρκίνος να ταυτίζεται πάντα με τον θάνατο. Καλούνται όλοι να επανεξετάσουν και να επανατοποθετήσουν τη στάση τους ανταποκρινόμενοι στις βαθύτατες πνευματικές, ακόμη και συναισθηματικές ανάγκες των ασθενών. Μήν εξαντλούμε το ενδιαφέρον μας μόνο στην καλύτερη δοσολογία φαρμάκων. Αξίζει να συνεργασθούμε με τον ψυχίατρο, τον ψυχολόγο, τον κοινωνικό λειτουργό, τον καλό νοσοκόμο, τον υπομονετικό συγγενή, τον πνευματικό ιερέα, κυρίως τον ίδιο τον ασθενή. Η κατανόηση του περιβάλλοντος και η καλή συνδρομή τον ανακουφίζει αρκετά στην αντιμετώπιση του πόνου και στην άρση του σταυρού, του φόβου του θανάτου.
Το πέπλο του θανάτου απλώνεται παντού. Θάνατος φυσικός και αφύσικος πλημμυρίζει τις καθημερινές ειδήσεις· από πολέμους, τροχαία δυστυχήματα, μόλυνση του περιβάλλοντος, βιασμούς, ληστείες, εγκλήματα, επιδημίες και ανίατες ασθένειες. Η κάθε ημέρα μας πλησιάζει στον θάνατο. Είναι το μόνο σίγουρο, που όμως δεν το σκεφτόμαστε όσο πρέπει και όπως πρέπει. Όλοι φωνάζουμε: Μή μιλάτε για θάνατο! Ο σύγχρονος άνθρωπος, από τον φόβο του μην πεθάνει, πεθαίνει πριν πεθάνει. Ομολογώ πως μόνο μία θερμή πίστη μπορεί να μετριάσει αυτόν τον φοβερό φόβο του θανάτου, που μαστίζει τον άνθρωπο. Ο σωματικός θάνατος συντελείται με την αναχώρηση της ψυχής από το σώμα. Αν αυτού του βιαίου θανάτου προηγηθεί ο πνευματικός θάνατος, διά της καταφάσεως της αμαρτίας, τότε και ο σωματικός θάνατος γίνεται τραγικότερος, αδιέξοδος καί ανέλπιδος.
Αν ο άνθρωπος δεν πιστεύει στη μεταθανάτια ζωή, είναι δύσκολο να τον παρηγορήσεις. Μια ζωή ασυναίσθητη, αναξιοπρεπής και ασυνείδητη επιδεινώνει τον φόβο του θανάτου. Για τον μοναχό η μνήμη του θανάτου είναι ψυχωφελής. Κάθε πρωί ξυπνά σαν να είναι η πρώτη ημέρα της ζωής του και κάθε βράδυ πλαγιάζει σαν να είναι το τελευταίο της ζωής του. Έτσι, δεν κουράζεται από τη στέρεα επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα και δεν ζεί με συνεχή όνειρα και βαρειά προγράμματα ως επιγείως αθάνατος. Στο Άγιον Όρος λέγουν αν δεν πεθάνεις πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις όταν πεθάνεις, εννοώντας τη νέκρωση των παθών προ του τάφου. «Ο Χριστός πέθανε πραγματικά, αλλά πέθανε για να συναντήσει τον άνθρωπο εκεί που βρίσκεται, μέσα στη φθορά και το θάνατο, μέσα στην οδύνη και την απογοήτευση, μέσα στο ανόητο και το παράλογο, και να τον αναστήσει»[5]. Με τον θάνατό του νίκησε τον θάνατο· «θανάτω θάνατον πατήσας και τοίς εν τοίς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».
[Συνεχίζεται]
  1. Βακαλίκου Ι., «Ασθενείς τελικού σταδίου», Πρακτικά 6ου Πανελληνίου Συνεδρίου ’Ογκολογίας, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 55- 58.
  2. Κουνάβη Π. Γ., Ο Πόνος, Αθήνα 1994, σ. 128.
  3. πηγή

Πέμπτη, Ιουνίου 04, 2015

Ο καρκίνος και ο φόβος του θανάτου


Διάγουμε σήμερα την ετήσια επέτειο της κοίμησης του μακαριστού γέρ. Μωυσέως του Αγιορείτου, ο οποίος ταλαιπωρήθηκε επί δεκαετίες από σοβαρές ασθένειες. Τις δοκιμασίες αυτές όμως τις μετουσίωσε σε μια πολύτιμη πνευματική εμπειρία, την οποία προσέφερε στους συνανθρώπους του μέσα από τα έργα του. Τιμώντας την οσία μνήμη του, δημοσιεύουμε σήμερα το πρώτο μέρος μιας σπουδαίας ομιλίας του, που αναφέρεται ακριβώς στο ζήτημα της εν Κυρίω αντιμετώπισης της ασθένειας.
antca2
Ο καρκίνος και ο φόβος του θανάτου[*]
Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά και ειλικρινά την Οργανωτική Επιτροπή του παρόντος σημαντικού επιστημονικού Συνεδρίου για την τιμητική πρόσκληση να είμαι ο κύριος ομιλητής στην αποψινή εναρκτήρια τελετή.
Η κάθε ασθένεια και ιδιαίτερα μία χρόνια, που απειλεί τη ζωή, είναι συχνά ακατανόητη και ανεπιθύμητη, προσφέρει αναστάτωση, ταραχή, αγωνία, άγχος, φόβο, οδύνη. Ιδιαίτερα σήμερα, στη σύγχρονη εποχή, σε μία υπερκαταναλωτική κοινωνία, ένα κόσμο πολλών ανέσεων, ασίγαστων απολαύσεων, κορεσμού των υλικών αγαθών κι εύκολων λύσεων με διάφορα «παυσίπονα», το βαθύ μυστήριο του πόνου παραμένει ατυχία, δυστυχία, τιμωρία, κατάρα και αντιμετωπίζεται συνήθως με δέος και τρόμο. Άλλοτε πάλι με μεγάλη αμηχανία, πολλά ερωτηματικά και δύσκολες απορίες. Ακόμη και ο φιλόσοφος νους ταλαιπωρείται από λογισμούς και σκέψεις και αυξάνεται αντί να μειώνεται ο πόνος του, κατά το «ο προστιθείς γνώσιν, προσθήσει άλγημα»[1].
Μία διέξοδο δίνει η θρησκευτική οδός, η χριστιανική πίστη, η ορθόδοξη παράδοση. Φωτίζει το πανανθρώπινο δράμα το ευαγγέλιο και δεν αφήνει τον άνθρωπο στη μοναξιά, την απομόνωση και την απόγνωση. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τονίζει και λέγει χαρακτηριστικά: «Ου γάρ έστιν άνθρωπον όντα, και επίκηρον ζώντα τον βίον τούτον, και λύπης είναι χωρίς· άλλ’ αν μή σήμερον, αύριον αν μή αύριον, μετά ταύτα συμβαίνει το λυπηρόν. Ώσπερ γάρ ούκ έστιν τινά είναι αθάνατον, άνθρωπον όντα, ούτως ουδέ λύπης χωρίς. Και όλως ούκ έστιν ευρείν τινα άνευ λύπης και αθυμίας· άλλ’ ο μέν μικρά, ο δε μείζονα έχει τα λυπούντα»[2].
Δυσκολοερμήνευτο για τους πολλούς αν ο πόνος ο ίδιος είναι ένα κακό ή είναι συνέπεια του κακού και ποιά η μεταξύ τους σχέση. Κατά την ορθόδοξη θεολογία, το κακό, η φθορά και ο θάνατος εισήλθαν στη ζωή μετά την πτώση των πρωτοπλάστων[3]. Του κακού, του πόνου, της αμαρτίας, της φθοράς και του θανάτου δεν είναι εφευρέτης και δημιουργός ο Θεός, ο Πανάγαθος, ο Πολυεύσπλαγχνος, η αυτοαγαθότητα, αλλά ο δαίμονας. Ο άνθρωπος βέβαια δεν είναι τέλεια ανεύθυνος και ανένοχος, αφού κατά την ελεύθερη βούλησή του παρακούσε τη θεία εντολή, μείωσε την αγάπη του στον Θεό με την παρακοή του και αμάρτησε.
Η ασθένεια, όπως ορισμένοι θεωρούν, δεν είναι αποτέλεσμα ενός οργισμένου, ενοχλημένου, τιμωρού κι εκδικητού Θεού προς τον αμαρτήσαντα, αφού έχουμε και άγιους ασθενείς. Υπάρχει μία λαθεμένη αντίληψη περί Θεού. Ότι ο Θεός προσφέρει μόνο δώρα, πλούτη, υγεία, μακροζωία και αδιατάρακτη ευτυχία. Ακόμη και για τους χριστιανούς αποτελεί σκάνδαλο η περιπέτεια, η δοκιμασία, ο πειρασμός, η ασθένεια, ο πόνος. Υπάρχει και μία κακή αγωγή που παραδίδεται και αναφέρει ότι στη ζωή θα είμεθα πάντα πρώτοι, ποτέ δεν θα ενοχληθούμε, δεν θα δυσκολευθούμε, δεν θα πονέσουμε, δεν θα δυστυχήσουμε και δεν θ’ ασθενήσουμε και ακόμη, κατά κάποιο τρόπο, το λέμε χαμηλόφωνα και αυτό, εμείς δεν θα πεθάνουμε. Προσγειωμένοι, αντικειμενικοί και ρεαλιστές πρέπει να πούμε πως οι αποτυχίες είναι πιο πολλές στη ζωή μας. Εντούτοις δεν είμαστε διόλου προετοιμασμένοι γι’ αυτές τις παιδαγωγικές ευκαιρίες, που αν τις εκμεταλλευτούμε μπορούν να δώσουν πνευματική ωρίμανση και ψυχική καλλιέργεια.
Η τόσο τεχνολογικά ανεπτυγμένη εποχή μας μαζί με τις ανέσεις κι εξυπηρετήσεις προσφέρει δυστυχώς στον άνθρωπο πολλές ψυχικές και σωματικές παθήσεις. Ο εικοστός αιώνας χαρακτηρίσθηκε ως ο αιώνας των ψυχιάτρων, λόγω της αυξήσεως των ψυχικών νοσημάτων. Αλλά και οι σωματικές ασθένειες δεν αφήνουν κενές τις κλίνες των νοσοκομείων και των οικιών. Ο πόνος δεν αφήνει θύρα σφαλισμένη. Η πλεονεξία και η ασέβεια του ανθρώπου μόλυνε τη φύση, το περιβάλλον, που τώρα σκληρά τον εκδικείται και μολύνεται ο μολύνας, άλλα και όχι μόνο αυτός. Η ιατρική επιστήμη, παρά τις πολλές και μεγάλες προόδους της και τα καταπληκτικά επιτεύγματα, δεν μπόρεσε να διώξει όλο τον πόνο από τη ζωή των ανθρώπων και να εμποδίσει τον πρόωρο θάνατο τόσων συνανθρώπων μας, ακόμη και παιδιών.
[Συνεχίζεται]
* Εισήγηση που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα του ξενοδοχείου «Μακεδονία» Θεσσαλονίκης στα πλαίσια του 5ου Επιστημονικού Συνεδρίου με γενικό θέμα: «Πρόληψη και έγκαιρη διάγνωση του γυναικολογικού καρκίνου» στις 25.5.2001. Μέρος της εισηγήσεως δημοσιεύθηκε στο βιβλίο “Ο άγιος πόνος”, Αθήνα 2005, σσ. 94-104.
  1. Έκκλ. 1,18.
  2. PG 62, στ. 604.
  3. Γεν. 3,5-7.
  4. πηγή

Κυριακή, Μαρτίου 08, 2015

Νύχτα. Οι αγαπητές ώρες του Θεού και των αγίων

Η αγρυπνία είναι σχάρα που ψηνόμαστε για να καθαριστούμε, να φωτισθούμε, ν΄αγιασθούμε.
Νύχτα. Οι αγαπητές ώρες του Θεού και των αγίων, των φίλων μας, που μαθαίνουμε τα κουμπιά τους, για να τους καλοπιάνουμε. μόνο να' μαστε τίμιοι μαζί τους.
Γιατί εύκολα τους λησμονάμε, αθετούμε τις υποσχέσεις μας και τις αφήνουμε εκτεθειμένους στον Θεό. Να δεθούμε με τους αγίους. Είναι η καλύτερη συντροφιά στη μοναξιά. Διώχνουν την παγωνιά. Έρχονται αμέσως. Ακούν αμέσως.
Ο Άγιος Νικόλαος είναι για τους αμαρτωλούς. Ο Πρόδρομος τόσο εύκολος, η Παναγία τόσο καταδεκτική, αλήθεια…


το είδαμε εδώ

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 11, 2015

Ἀθεΐα καί ἀθεΐα



Περιττό νά τονίσουμε ὅτι ἡ ἄρνηση τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ εἶναι δικαίωμα τοῦ καθενός. Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε ἀπεριόριστη ἐλευθερία, ὥστε ἄν θέλουμε καί νά τόν ἀρνηθοῦμε.

Δέν θά ἐπιχειρήσω διόλου νά ἀποδείξω τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Πιστεύω ὅτι δέν ἀποδεικνύεται λογικά ἡ ὕπαρξή του, ἀλλά μόνο βιώνεται στά βάθη τῆς καρδιᾶς. Εἶναι ἐλεύθερος λοιπόν κάποιος νά πρεσβεύει ὅ,τι θέλει. Δέν χρειάζεται ὅμως καθόλου ἕνας ἄθεος νά εἰρωνεύεται ἕναν πιστό καί φυσικά τό ἀντίθετο.

Ἐπιτρέψτε νά πῶ πώς ὁ ἄθεος προσπαθεῖ ἐναγώνια νά πείσει τόν ἑαυτό του ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός, δέν ἀφήνει γι’ αὐτόν χῶρο στήν καρδιά του καί ζεῖ στήν ἀπόλαυση τῆς ὕλης. Ποὺ ἀδυνατεῖ νά χαροποιήσει τό πνεῦμα. Ὁ Νίτσε φτάνει εὔστοχα νά πεῖ: «Ἀπαίσιε ἄνθρωπε, δέν ἀνέχεσαι ἐκεῖνον πού εἶδε τά βάθη σου καί γι’ αὐτό τόν ἐκδικεῖσαι». Ἡ πολλή λογική ὁδηγεῖ στήν ἀθεΐα, ὄχι ὅτι ἡ πίστη εἶναι παράλογη, ἀλλά ὁ ψυχρός ὀρθολογισμός κοιτᾶ μόνο στή γῆ. Ὁ ὑλισμός ἐπίσης δέν ἀφήνει χῶρο γιά τό Θεό. Ὁ φυσιοκρατικός πανθεϊσμός, κατά τόν Σοπενχάουερ, ὁδηγεῖ σέ μιὰ εὐγενῆ ἀθεΐα.



Διάφορες νεότερες φιλοσοφικές θεωρίες ἔχουν ἀρκετά ἀθεϊστικά στοιχεῖα, ὅπως ὁ θετικισμός, ὁ διαλεκτικός ἤ ἱστορικός ὑλισμός, ὁ πανσεξουαλισμός, κάποιες ἀποχρώσεις καί αὐτοῦ τοῦ ὑπαρξισμοῦ καί ἀρκετές ἄλλες. Ἡ θρησκευτικότητα θεωρεῖται ἀποκύημα τῆς φαντασίας. Ὁ Νίτσε στόν “Ὑπεράνθρωπό” του διακηρύσσει ὅτι κανείς ἄλλος Θεός δέν ὑπάρχει πλήν τοῦ ἑαυτοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί στόν “Ζαρατούστρα” λέει ὅτι ὁ Θεός πέθανε. Κατά τόν Μάρξ ὁ Θεός δέν εἶναι μιὰ ὀντολογική πραγματικότητα ἀλλά ἡ ἀντικειμενικά προβαλλόμενη φύση. Ὁ Σάρτρ καί ὁ Καμὺ τελικά θεοποιοῦν τόν ἄνθρωπο.

Εἶναι νομίζουμε ἀρκετά ἐνδιαφέρουσα ἡ γνώμη τοῦ K. Joel. “Δεν ὑπῆρξαν γνήσιοι φιλόσοφοι τῆς ἀθεΐας, ὅπως δέν ὑπῆρξαν γνήσιοι ὑλιστές καί ἀρνητές τῆς ψυχῆς. Ὅσοι κατά καιρούς θεωρήθηκαν ὡς ἄθεοι δέν ὑπῆρξαν στήν πραγματικότητα τέτοιοι. Αὐτοί δέν ὑπῆρξαν ἀρνητές τοῦ θείου, ἀλλά ἀρνητές ἑνός ἰσχύοντος Θεοῦ ἤ ἑνός ὁρισμένου τρόπου γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Οἱ λίγοι ὅμως φιλόσοφοι, οἱ ὁποῖοι πράγματι κατά τούς νεότερους χρόνους, χαρακτηρίστηκαν ὡς ἄθεοι, ὑπῆρξαν οὐσιαστικά ἀντιθεϊστές”. Ὁ Γιάσπερς, πού μελέτησε καλά τόν Νίτσε, λέει πώς ὁ ἀντιθεϊσμός του περιέχει θρησκευτική νοσταλγία Ὁ ἀντιθεϊσμός καί ὁ ὑλισμός φέρνουν τό μηδενισμό, πού δέν χαρίζει γαλήνη στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, μά μελαγχολία καί μοναξιά.

Στή Γραφή, ἡ ἀθεΐα χαρακτηρίζεται ἀφροσύνη. Ἡ θρησκευτική ὁρμή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τόσο πλούσια καί μεγάλη, ὥστε καί οἱ ἄθεοι δημιουργοῦν θρησκευτικά ὑποκατάστατα, ἀνεβάζοντας στόν ἄδειο θρόνο τοῦ Θεοῦ, κατά τόν καθηγητή Νικόλαο Λούβαρι, διάφορα εἴδωλα: Τό χρυσό μοσχάρι, τή φύση, τή μαγεία, τό κράτος, τήν ἐπιστήμη, τήν τεχνική, τή μοίρα, τόν ἐλεύθερο ἔρωτα. Σύγχρονοι νεοέλληνες καθηγητές, διανοούμενοι, δημοσιογράφοι προσκυνοῦν τήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καί διακωμωδοῦν ὅσους προσκυνοῦν τόν ἀληθινό Θεό. Ὑπάρχει μιὰ ψυχολογική ἑρμηνεία στό γεγονός. Προσποιούμενοι κάποιοι τούς ἄθεους θέλουν νά δικαιολογήσουν τήν ἀδιάφανη διαγωγή τους καί τήν ἄτακτη ζωή τους. Ἔτσι τούς ἱκανοποιοῦν καί εὐχαριστοῦν καί διάφορα πραγματικά ἤ μή ἐκκλησιαστικά σκάνδαλα.

Ἡ ἀθεΐα ἔχει σχέση καί μέ τήν ἡμιμάθεια, τήν ὑπερηφάνεια καί τήν ὅπως εἴπαμε ἄστατη ζωή. Ἔτσι μποροῦμε ἄνετα νά ποῦμε πώς ἡ ἀθεΐα δέν ὀφείλεται σέ ἀντικειμενικά ἀλλά σέ ὑποκειμενικά αἴτια. Ἀπό καιρό ὁ προοδευτισμός ἔχει ταυτιστεῖ μέ ἕνα σφοδρό ἀντιθεϊσμό, ἀντιεκκλησιασμό, ἀντιμοναχισμό καί ἀντιχριστιανισμό. Ἐπικρατοῦν ἔτσι οἱ ψυχίατροι, οἱ ψυχολόγοι, οἱ ψυχαναλυτές, ἀκόμη καί οἱ μάγοι, οἱ μάντεις, οἱ πνευματιστές, οἱ ὡροσκόποι καί μελλοντολόγοι…

Θά κλείσω μέ τούς λόγους τοῦ ἔξοχου Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη: «Ἄγγλος ἤ Γερμανός ἤ Γάλλος δύναται νά εἶναι κοσμοπολίτης ἤ ἀναρχικός ἤ ἄθεος ἤ ὁτιδήποτε. Ἔκαμε τό πατριωτικόν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νά ἐπαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας, τήν ἀπιστίαν καί τήν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλά Γραικύλος τῆς σήμερον ὅστις θέλει νά κάμει δημοσίᾳ τόν ἄθεον ἤ τόν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μέ νάνον ἀνορθούμενον ἐπ’ ἄκρων ὀνύχων καί τανυόμενον νά φθάσει εἰς ὕψος καί φανεῖ καί αὐτός γίγας. Τό ἑλληνικόν ἔθνος, τό δοῦλον, ἀλλ’ οὐδέν ἧττον καί τό ἐλεύθερον, ἔχει καί θά ἔχει διά παντός ἀνάγκην τῆς θρησκείας του».

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 09, 2015

Θα προσεύχομαι, αλλά για να προσεύχομαι θέλω και λεφτά ...


Έναν τέτοιο γέροντα αμέριμνο, απλό, ταπεινό, με μεγάλη εμπιστοσύνη στον Χριστό και την Παναγία, γνωρίσαμε.
Ήταν από το Ριζοκάρπασο της σήμερα τουρκοκρατούμενης Κύπρου κι ήλθε στο Άγιον “Ορος όταν κι αυτό ήταν Τουρκοκρατούμενο. Εκοιμήθη πριν δώδεκα έτη σε ηλικία εκατόν έξι ετών. Είχε στο Άγιον “Ορος ογδόντα έξι έτη.
Εξήλθε αυτού μία δύο φορές, για να πάει προσκυνητής στα Ιεροσόλυμα. Ογδόντα έξι έτη είχε να φάει κρέας. Ογδότα έξι έτη είχε να δει γυναίκα. Είκοσι πέντε έτη είχε να πλύνει το πιάτο του. Υγιέσταστος, εγκρατέστατος, εξυπνότατος, αγαθότατος. Εκατόν τριών ετών ανέβηκε στη σκέπη του κελλιού του να διορθώσει τα κεραμίδια.
«’Οτι ζητάω από την Παναγία μου το στέλνει» έλεγε. «Έχω την εικόνα της, της Οικονόμισσας, και με οικονομεί η Υπερευλογημένη… Να, τώρα ήθελα νερό και ήλθες να μου φέρεις».
Μια φορά ήλθαν δύο φίλοι από την Αθήνα, νεαροί οικογενειάρχες, και με ρωτούσαν αν υπάρχουν γέροντες του Γεροντικού και της Φιλοκαλίας. Υπάρχουν τους είπα και τους πήγα στον γέροντα αυτόν, τον μοναχό Ιωσήφ τον Κύπριο. Ήταν τότε εκατόν πέντε ετών. Ήταν ξαπλωμένος κι έκανε κομποσχοίνι. «Οι κύριοι» του λέγω, «είναι από την Αθήνα και ήθελαν να πάρουν την ευχή σου». Τον είδαν πως δεν είχε όρεξη για κουβέντα. Αφού είπαν δύο-τρία λόγια, τους έκαμε νόημα να φύγουμε.
Φεύγοντας λένε στον γέροντα: «Γέροντα, είμαστε με πολλά προβλήματα, σας παρακαλούμε να προσεύχεσθε».
«Θα προσεύχομαι» τους απαντά, «αλλά για να προσεύχομαι θέλω και λεφτά»! Ντράπηκα πολύ, τα έχασα, δεν ήξερα τι να πω. Προσπαθούσα να δικαιολογήσω την κατάσταση. Απορούσα γιατί να το κάνει αυτό. Τους πήγα σ” έναν άγιο άνθρωπο κι αυτός να ζητάει χρήματα για να προσευχηθεί; Αυτός που δεν γνώριζε καλά-καλά την αξία των χρημάτων και δεν τους έδινε μεγάλη σημασία. Οι άνθρωποι έφυγαν και λυπήθηκα.
Την άλλη ημέρα που πήγα να τον δω, μου λέει: «Πάτερ Μωυσή την αρετή δεν τη μαζέψαμε μαζί. Μην μου φέρνεις κόσμο να με τιμάνε. Ζήτησα από τον Θεό να με τιμήσει στην άλλη ζωή, όχι σ΄αυτή την ψεύτικη».
Εξεπλάγην. Ντροπιάσθηκε στους ξένους ζητώντας χρήματα, που ποτέ δεν είχε και ποτέ δεν τ” αγάπησε, με ντρόπιασε κι εμένα. Πού να τολμήσω να ξαναπάω κόσμο. Χάλασε την εικόνα του, ως σπουδαίου ασκητού. Κατέστρεψε την πρόσοψη του. Ποιος από μας το κάνει αυτό; Ήταν ταπεινός. Υπεράνω και του σκανδαλισμού. Τον ένοιαζε τι θα πει γι αυτόν ο Θεός κι όχι οι άνθρωποι. “Οταν το είπα στους φίλους έμειναν άφωνοι…
πηγή
Το είδαμε : εδώ

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 05, 2015

Ἡ κοινωνία τῆς ἐρήμου καί ἡ ἐρημία τῶν πόλεων



μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου
Βρισκόμαστε, ἀγαπητοί μου, στήν ἐποχή πού προφήτευσε ὁ ἅγιος, πώς ὁ ἄνθρωπος θά κάνει ἡμέρες δρόμο γιά νά βρεῖ ἕναν ἄνθρωπο καί σάν τόν συναντήσει θά τόν ἀσπάζεται ὡς ἀδελφό του. Τοῦτο παράδοξα συμβαίνει προτοῦ πραγματοποιηθεῖ ἀκριβῶς, ὅπως τό λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὕστερα ἀπό ἕναν, ἄς ποῦμε, ἐπερχόμενο τρίτο παγκόσμιο πόλεμο.
Μόνος ὁ σημερινός ἄνθρωπος ἄγχεται, ἀγωνιᾶ, πάσχει, ταλαιπωρεῖται καί ταλαιπωρεῖ. Γιατί; Μιά κάποια ἀπάντηση θά προσπαθήσει νά δώσει ἡ παροῦσα ὁμιλία μεταφέροντας τό ἄρωμα τῆς κοινωνίας τῆς ἐρήμου στήν ἐρημία τῶν συγχρόνων μεγαλουπόλεων.
 Μοναξιά εἶναι ἡ ἀδυναμία ἐπαφῆς καί ἐπικοινωνίας. Ἡ ἀνικανότητα νά δημιουργηθεῖ καί νά ὑπάρξει δεσμός, σχέση μέ τούς ἄλλους. Ὁ σύγχρονος πολιτισμός καί οἱ δομές τῆς σημερινῆς κοινωνίας, τά τηλεκατευθυνόμενα ἀπό τήν προπαγάνδα μέσα ἐπικοινωνίας, ἀκόμη καί τά παιχνίδια τῶν παιδιῶν, ὁδηγοῦν στήν κοινωνική ἀλλοτρίωση στήν πολιτική ἀποξένωση στήν ἀτομική ἀπομόνωση, καθώς ἀναφέρει σύγχρονος μελετητής (Δασκαλάκης Γ.Δ.). Ὁ ἄνθρωπος ἔτσι, ἀπό νωρίς ἀρχίζει νά διακατέχεται ἀπό αἴσθημα βαρειᾶς ἀδυναμίας καί ὀκνηρίας, νά χάνει τό νόημα τῆς ζωῆς καί τόν σκοπό της, νά ζεῖ δίχως ἰδανικά καί κανόνες, συνεχῶς νά ὑποπτεύεται καί ν’ ἀμφιβάλλει.
Μόνος καί ἀνασφαλής, ἀνήσυχος καί ἀκατάστατος, ἰδιαίτερα ὁ σημερινός νέος, προσπαθεῖ ν’ ἁπλώσει γέφυρες, νά ὑψώσει σημεῖα, νά φωνάξει. Δίχως ὁδηγό ἤ μέ κακούς ὁδηγούς ἀπογοητεύεται σύντομα καί γίνεται σκληρός κι ἐπιθετικός, πιόνι ἐκμεταλλευτῶν πολιτικῶν ἤ ἀρχομανῶν ἀναρχικῶν. Κι ὁ πόθος γιά ἐλευθερία γίνεται ὁ πικρός θάνατος τῆς ἐλευθερίας του. Συμβιβαζόμενοι οἱ νέοι, αὐτοί πού ἔλεγαν πώς ποτέ καί μέ κανένα δέν θά συμβιβαστοῦν, καταφεύγουν σ’ ἐξεγέρσεις καί καταλήψεις, γίνονται ἐπαναστάτες στήν προσπάθειά τους ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπό τό βάρος τῆς μοναξιᾶς τους, δίχως νά ἐννοοῦν πώς ὑποδουλώνονται τώρα βαρύτερα. Δυστυχῶς ὅλα τοῦτα συμβαίνουν κι ἐκεῖ πού ποτέ δέν θά τό περίμενες σέ νέους μέ καλή μόρφωση, σπάνια εὐφυΐα, δύναμη καί ταλέντο. Ἀνικανοποίητος ὁ νέος αὐτός ἀπό τήν ὑλική εὐδαιμονία καί τή συχνή ὑποκρισία τῶν μεγαλυτέρων του, ἀγωνίζεται γιά μιά ἁπλότητα στή ζωή, γιά μιά ποιότητα γιά ἕνα ἀνώτερο ὕφος, μά δέν βάζει τό νερό στό αὐλάκι πού πρέπει.
Ἡ τέχνη συνήθως κάνει τήν ἐμφάνισή της μ’ ἔνδυμα λίαν ἀπομονωτικό κι ἀντί νά φωτίζει καί ν’ ἀνοίγει παράθυρα πρός τούς ἄλλους καί τόν οὐρανό σέ κλείνει καί σέ σκοτίζει περισσότερο. Ὁ ἀπομονωμένος ἄνθρωπος δέν θ’ ἀργήσει νά παραμιλᾶ, νά μιλᾶ μέ τ’ ἄλογα ζῶα, τίς σκιές, τούς νεκρούς. Εἶναι πιά βαρειά κι ἀνίατα ἀσθενής. Ἡ μελαγχολία, ἡ κοσμοφοβία, ἡ καχυποψία ἔφεραν τήν ψυχοπάθεια. Ἕνας ἀπό τούς ἐπιτυχέστερους χαρακτηρισμούς τοῦ αἰώνα μας εἶναι, ὡς ὁ αἰώνας τῶν ψυχιάτρων. Σύμφωνα μέ περσινή στατιστική τοῦ Παγκοσμίου Ὀργανισμοῦ Ὑγείας περισσότερα ἀπό 400 ἑκατομμύρια ἄτομα στόν κόσμο πάσχουν ἀπό κατάθλιψη. Ἀπό αὐτά περίπου 400.000 κάθε χρόνο αὐτοκτονοῦν. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι ἡ στατιστική ἀφορᾶ τίς λεγόμενες προηγμένες χῶρες! Ὁ ἄνθρωπος μόνος κι ἔρημος μαστίζεται ἀδυσώπητα ἀπό τόν ἐγωϊσμό καί τήν ὑπερηφάνεια, πού εἶναι οἱ φυσικοί γονεῖς τῆς μοναξιᾶς του.
Ἄν αὐτοί εἶναι οἱ γονεῖς τῆς μοναξιᾶς τότε ἡ ἀληθινή ταπείνωση, παρά τήν ὅποια κακομεταχείριση καί φθορά τῆς λέξεως ἀπό τούς ταπεινόλογους, εἶναι τό κλίμα πού δέν τήν ἀφήνει νά εὐδοκιμήσει. Ἰδού πώς λαλεῖ ἡ καλή μητέρα, ἡ ἄριστη φιλόσοφος καί θεολόγος ἔρημος περί τῆς φονεύτριας τῆς μοναξιᾶς, τῆς ἁγίας ταπεινώσεως καί τῶν κεκοσμημένων γνησίων τέκνων της.
Ὁ ταπεινός ἄνθρωπος, κατά τόν ἀββᾶ Ποιμένα, εἶναι ἀναπαυμένος σ’ ὅποιον τόπο κι ἄν καθίσει. Αὐτός πού μικραίνει τόν ἑαυτό του σέ ὅλα, θά ὑψωθεῖ πάνω ἀπ’ ὅλους, λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ. Καί συνεχίζει ἡ γλυκεία καί διακριτική γλώσσα του. Μίσησε τήν τιμή, γιά νά τιμηθεῖς. Ἐκεῖνος πού τρέχει πίσω ἀπό τήν τιμή, φεύγει ἡ τιμή ἀπό μπροστά του. Ἄν καταφρονεῖς ὑποκριτικά τόν ἑαυτό σου γιά νά ταπεινωθεῖς, θά σέ φανερώσει ὁ Θεός.
Στό Γεροντικό ἀναφέρεται πώς ταπεινόφρων δέν εἶναι αὐτός πού αὐτοεξευτελίζεται καί ταπεινολογεῖ, ἀλλά ἐκεῖνος πού ὑπομένει μέ χαρά τίς ἀτιμίες πού προέρχονται ἀπό τόν πλησίον. Καί σέ ἄλλο σημεῖο ἀναφέρεται πώς ἐκεῖνον πού τιμοῦν οἱ ἄνθρωποι περισσότερο ἀπ’ ὅσο ἀξίζει ζημιώνεται, ἐκεῖνος ὅμως, πού δέν τόν τιμοῦν καθόλου οἱ ἄνθρωποι, θά δοξαστεῖ στούς οὐρανούς ἀπό τόν Θεό. Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν συμβουλεύει: Ἡ ὁποιαδήποτε στενοχώρια, πού θά σοῦ συμβεῖ, θά νικηθεῖ μέ τή σιωπή. Μαζί του συμφωνεῖ κι ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας. Μέχρις ὅτου ἠρεμήσει ἡ καρδιά σου μέ τήν προσευχή, μήν κάνεις καμιά ἐξήγηση μέ τόν ἀδελφό σου. Μελετώντας τίς γραφές τῶν ἁγίων πατέρων τῆς ἐρήμου παρατηρεῖ εὔκολα κανείς μιά σύμπνοια, μιά εὐγένεια, μιά ἀνθρωπιά, μιά κατανόηση, μιά σοφία. Στάλες ἁγιοπνευματικές ὅπου ἄνθισαν στήν ἀπρόσιτη ἄνυδρη ἔρημο, ὕστερα ἀπό ἀγῶνες μακρούς κι ἔδωσαν ἄνθη πού εὐωδίασαν κοινωνίες ἀνθρώπων ἀπόλυτα δοσμένων στόν Θεό κι εὐωδιάζουν ἀκόμη τίς ψυχές πού πράγματι διψοῦν.
Ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας, ὁ μέγας νοῦς, σημειώνει μέ ἰδιαίτερη χάρη καί λεπτότητα: Αὐτός πού ταπεινώνεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καθίσταται ἱκανός νά ὑπομένει κάθε προσβολή. Ὁ ταπεινός δέν ἐνδιαφέρεται τί λένε οἱ ἄλλοι γι’ αὐτόν. Ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά ὑποφέρει γιά τόν Θεό, αὐτός εἶναι ἄξιος ν’ ἀποκτήσει τήν εἰρήνη.
Ὁ ἀββᾶς Μᾶρκος, στό μεγάλο κι ἐνδιαφέρον αὐτό κεφάλαιο τῶν σχέσεών μας μέ τόν ἑαυτό μας καί μέ τούς ἄλλους, πού καθημερινῶς σκουντουφλᾶμε, προχωρεῖ καί σημειώνει χαρακτηριστικά: Ὅταν ἀντιληφθεῖς μέσα σου τή σκέψη νά σοῦ ὑπαγορεύει ἀνθρώπινη δόξα, νά γνωρίζεις καλά πώς ἡ σκέψη αὐτή σοῦ ἑτοιμάζει ντροπή. Κι ἄν δεῖς κάποιον νά σ’ ἐπαινεῖ ὑποκριτικά, νά περιμένεις τήν ἴδια στιγμή καί τήν κατηγορία ἀπό μέρους του. Καί συνεχίζει μέ τόλμη χειρούργου ὁ ψυχοανατόμος ἀββᾶς: Ὅταν δεῖς κάποιον νά κλαίει γιά τίς πολλές προσβολές πού τοῦ ἔγιναν, νά γνωρίζεις πώς ἐπειδή κυριεύθηκε ἀπό λογισμό κενοδοξίας, θερίζει χωρίς νά τό αἰσθάνεται τούς καρπούς τῶν κακῶν τῆς καρδιᾶς του. Ὅποιος ἀγαπᾶ τήν ἡδονή, λυπᾶται γιά τίς κατηγορίες καί τήν κακομεταχείριση, ἀντίθετα ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν Θεό λυπᾶται γιά τούς ἐπαίνους καί τίς λοιπές πλεονεξίες. Ἡ ταπείνωσή μας κρίνεται ἀπό τή συκοφαντία. Μή νομίσεις πώς ἔχεις ταπείνωση, τονίζει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, ὅταν δέν ἀνέχεσαι τήν παραμικρή κατηγορία. Ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς προχωρεῖ πιό ψηλά: Αὐτόν πού σ’ ἐνέπαιξε ἤ σέ στενοχώρησε ἤ σέ ζημίωσε ἤ ὁτιδήποτε κακό σοῦ ἔκανε, νά τόν θυμηθεῖς ὡς ἰατρό σου. Ὁ Χριστός τόν ἔστειλε γιά νά σέ θεραπεύσει, μή λοιπόν τόν θυμᾶσαι μέ θυμό. Κι ὁ Εὐάγριος εὐεργέτες του θεωροῦσε τούς κακολόγους του.
Ἔχουν μεγάλη σημασία τά παραπάνω ἀναφερόμενα ἀπό τούς θεόσοφους αὐτούς ἰατρούς τῆς ἐρήμου στό θέμα πού μᾶς ἀπασχολεῖ. Τό νά πεῖ κανείς πώς αὐτά ἀναφέρονται ἀπό μοναχούς καί μόνο γιά μοναχούς, τό λιγότερο εἶναι ἀρκετά ἐπιπόλαιος. Γιατί, ὅπως πολύ καλά ἀντιλαμβάνεσθε καί παρατηρεῖτε, ἀποτέλεσμα ἀταπείνωτου φρονήματος, ἀποτυχημένων ἤ λαθεμένων διαπροσωπικῶν σχέσεων, ἀνικανοποίητων ἐγωϊσμῶν, ἀνενέργητων φιλοδοξιῶν, κενοδοξίας, καυχησιολογίας, ἐπαινοθηρίας, φιλαυτίας κι ἐπιθυμίας δικαιώσεως καί διαφημίσεως εἶναι ἡ ἐπιδημία τῆς μοναξιᾶς.
Βεβαίως ὑπάρχει καί ἡ ἄλλη μοναξιά. Μά αὐτή δέν εἶναι καθόλου ἀρρωστημένη. Εἶναι ὁ φυσικός χωρισμός τῶν μοναχῶν ἀπό τόν κόσμο. Δίχως νά ἔχουν διόλου μίσος γιά τούς ἀνθρώπους, νά ἔχουν ἀπαιτήσεις ἀπό τούς ἄλλους. Ἡ μοναξιά τους εἶναι δημιουργική. Ὄχι πώς δέν τούς ἐνδιαφέρουν οἱ ἄλλοι πώς εἶναι ἀνώτεροί τους αὐτοί, δέν ἔχουν κανένα κοινό σημεῖο. Μά θά ἐπανέλθουμε στό σημεῖο αὐτό.
Εἶναι δυνατή ἡ μοναξιά ν’ ἀρρωστήσει καί νά ἐξουθενώσει τόν ἄνθρωπο. Μά ἡ ἀγάπη εἶναι πιό κραταιή, νά γιάνει καί ν’ ἀναστήσει τόν κόσμο ὅλο. Ἡ ἀκατανίκητη ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου γιά ἐπικοινωνία πρέπει νά διοχετευθεῖ σωστά. Πρῶτα-πρῶτα πρέπει νά πιάσουμε κάποτε κουβέντα μέ αὐτόν τόν ἄγνωστο ἑαυτό μας. Κουβέντα εἰλικρινῆ, τίμια, θαρρετή. Νά βροῦμε στά βάθη μας τήν κριμένη ἀθωότητα τῶν παιδικῶν μας χρόνων. Κουβέντα πρόσωπο πρός πρόσωπο, δίχως προσωπεῖο, μέ τόν ἕνα, μόνο, ἀληθινό, ζωντανό φίλο, Πατέρα Θεό. Κουβέντα μέ τούς ἄλλους, τούς ὅποιους, τούς χειρότερους, τούς καλύτερους, τούς πλησίον, τούς μακράν, τούς ἀδελφούς μας ἐν Κυρίῳ. Ἔτσι διαλύονται οἱ ἱστοί τῆς μοναξιᾶς, φωτίζονται τ’ ἄδυτα κι ἀνήλια ὑπόγεια τῶν καρδιῶν, σπάει τό καβούκι τοῦ ἐγώ, χαίρεται ὁ ἄνθρωπος, ἐλευθερώνεται, ζωογονεῖται, ἀναπνέει, ζεῖ, ἀρνεῖται τή μοναξιά τοῦ ἄθλιου ἐγωϊσμοῦ. Ἀλήθεια μέ πόσα λίγα κι ἁπλά μέσα μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ζεσταθεῖ, νά ξαναενωθεῖ μέ ὅλο τόν κόσμο. Δέν χρειάζεται νά ψάξει κανείς πολύ γιά νά ξαναβρεῖ τήν ἐλπίδα, τήν ἀνάταση, τ’ ἀνείπωτα πανηγύρια τῆς καρδιᾶς, τίς ἑορτές τῶν ἑορτῶν καί τίς πανηγύρεις τῶν πανηγύρεων.
Ὑπάρχει καί μιά ἄλλη μοναξιά, ζωηφόρα καί χαριτόδοτη. Μιά μοναξιά πού ἀξίζει πολύ νά τῆς ἀφιερώσει κανείς ἀρκετό χρόνο. Ἕνα ἀποσυρμό ἀπό τή βουή τοῦ πλήθους μέ τήν τόση διάχυση, περίσπαση κι ἐξωστρέφεια ἀνωφελῆ. Μιά μοναξιά ὑγιῆ, ὡραία, καλή. Μακριά ἀπό τή μορφή ἐπικοινωνίας ἐκείνη τή συνεχῆ μέ τούς πολλούς, γιά νά μή μείνουμε ποτέ μέ τόν ἕνα, τόν ἑαυτό μας, καί νά μήν ἀναχθοῦμε, ἀπό φόβο, δειλία ἤ ἀγνωσία, στόν Ἄλλο, τόν πάντα Ἀναμένοντα, τόν Ἕνα, τόν Ἐνανθρωπήσαντα Θεό Λόγο. Νά βροῦμε τόν τρόπο, τόν τόπο, τήν ὥρα, τόν χρόνο γι’ αὐτή τήν ἱερή στιγμή, γι’ αὐτή τήν ἄλλη ἐπικοινωνία. Μέ γνώση, μέ τάξη, μέ πρόγραμμα. Δέν μιλᾶμε γιά μιά διαφυγή μερικῶν, ἀρκετῶν, ἀπό τίς πολλές τους ἀσχολίες γι’ ἀνάπαυλα, θέα τοῦ ἡλιοβασιλέματος καί τοῦ ἔναστρου οὐρανοῦ. Τούς ρομαντικούς αὐτούς βιαστικά τούς ἀντιπαρερχόμαστε. Τούς χαιρετοῦμε ὡς κουρασμένους πού ξεκουράζονται ἀλλ’ ὄχι ὡς πνευματικούς ἀνθρώπους, ὅπως ἴσως θέλουν νά ὀνομάζονται. Δέν μιλᾶμε γι’ αὐτούς πού καμώνονται πώς αὐτοσυγκεντρώνονται μέ τεχνικές ἀμφίβολης προελεύσεως καί ἀποτελεσματικότητος ἤ ἄλλους πού ἀφιερώνουν λίγο χρόνο σέ φευγαλέες κι ἐπιπόλαιες ὀνειροπολήσεις καί νομίζουν πώς μετανοοῦν, γιά κάποια συντριβή πού εἶχαν, ἐνθυμούμενοι τ’ ἀτοπήματά τους στό ταξίδι πού εἶχαν στό παρελθόν τους. Πρόκειται μᾶλλον γιά ψεῦτες φυγάδες τῆς ζωῆς, ὀνειροπαρμένους καί φαντασιόπληκτους. Οὔτε, ἐπιτρέψτε μας νά ποῦμε, ἀναφερόμαστε στούς ἀγαθούς, ὅσο τολμηρά ἀφελεῖς ἐκείνους πού νομίζουν πώς ζοῦν τήν πνευματική ζωή καί τήν ἱερά ἡσυχία, σεργιανίζοντας μ’ ἕνα κομποσχοίνι στό χέρι, σέ ἀκρογιαλιές καί πλαγιές ὡραίων βουνῶν, ἀκούοντας καλή μουσική ἔχοντας τά νέα βιβλία, τή γαστέρα πεπληρωμένη καί συντροφιά τούς φίλους πού δέν φέρνουν ἀντιρρήσεις. Κι ἀκόμη αὐτούς πού κάνουν πνευματικό τουρισμό ἐπισκεπτόμενοι καί ἱερούς τόπους καί συνομιλώντας μέ παρρησία μέ ἁγίους ἀνθρώπους, μά πού δέν βγαίνουν διόλου ποτέ ἀπό τό θέλημά τους. Συγχωρέστε μας παρακαλοῦμε, μά φοβόμαστε πώς δέν εἴμαστε καθόλου ὑπερβολικοί.
Ἀναφερόμαστε, ἀγαπητοί μου, στήν ἁγία ἐκείνη ἡσυχία, πού ἀξίζει κάθε κόπος καί μέριμνα γιά νά δώσουμε τή σημαντική αὐτή εὐκαιρία στόν ἑαυτό μας καί μέσα στή θορυβώδη αὐτή πολιτεία καί μέσα στό ἄστατο σπιτικό μας καί μέ αὐτά τά χάλια τῆς ζωῆς μας καί τοῦ χαρακτήρα μας. Ἀνάγκη πᾶσα νά ἐλευθερωθοῦμε στήν ἁγία αὐτή μοναξιά. Χρειάζεται ἄσκηση, ὑπομονή, μόχθος, μέχρι νά σβήσουν τά σκοτάδια πού μᾶς κουράζουν στήν ἐργασία αὐτή. Νά βροῦμε τίς ρίζες καί τά ὅρια τῆς ὑπάρξεώς μας. Νά μάθουμε νά προσευχόμαστε. Νά γίνει ἡ σιωπή, πηγή, βροντή, σιντριβάνι, φῶς, καθώς λέει ὁ γλυκύτατος ποιητής ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος.
Χρειάζεται ἀγρύπνια, ἐγρήγορση συνεχής, ἀκινησία, γαλήνη. Ὁ Θεός εἶναι πλάι μας. Αὐτός μέ ὁδηγεῖ. Σ’ αὐτόν ὁδηγοῦμαι. Τί ἔχω νά φοβηθῶ; Ἀπελπισμένος ἀπό τίς φιλίες, τίς γνωριμίες, τίς τέχνες, τίς τεχνικές, τίς ἰδεολογίες, τίς φλυαρίες, τίς κοινοτυπίες, φθάνω στήν προνομιοῦχο ἐσχάτη ἀπελπισία, καί καθώς εἶμαι ἔτσι γυμνός, ὁ ἴδιος ὁ Θεός μέ ντύνει τήν πιό γνήσια ἐλπίδα. Μέ στηρίζουν σέ αὐτό τό θαῦμα ἡ Παναγία καί ὅλοι οἱ ἅγιοι.
Ἐντός αὐτῆς τῆς θείας μοναξιᾶς, ἀπαλλάσσομαι ἀπό τό προσωπεῖο πού ἀναγκάσθηκα νά φορέσω ἤ μοῦ φόρεσαν. Ἤμουν τρομοκρατημένος καί κάθε βράδυ πήγαινα καί σέ ἄλλη συγκέντρωση, ἄλλη ὁμάδα, γιατί, ἔπρεπε κάπου νά ἐνταχθῶ, ἀλλάσσοντας συνεχῶς προσωπεῖο. Ἐνδοσκαφώντας βιώνω, συνειδητοποιῶ, αἰσθάνομαι παιδί τοῦ Θεοῦ, βρίσκω, ἀποκαλύπτω τήν ταυτότητά μου, τό πρόσωπό μου, τό μοναδικό κι ἀνεπανάληπτο. Παρατηρῶ τίς κινήσεις τῶν παθῶν. Βλέπω καί βρίσκω τά ὅριά μου, τά τάλαντά μου, τίς δυνατότητές μου, λυτρώνομαι ἀπό τίς πλάνες, τούς φανατισμούς, τό ὑπέρμετρο, τό ὑποτονικό.
Θέλει δυνατή βούληση ὁ ἄνθρωπος γιά νά ὁδηγήσει τά βήματά του σέ τακτά διαστήματα στό ἅγιο αὐτό βῆμα τῆς αὐτογνωσίας καί θεογνωσίας. Γιατί ἡ μοναξιά αὐτή εἶναι ἐντρύφηση γιά τούς δυνατούς καί φόβος γιά τούς ἀδύναμους. Τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ βήματος ἐξέρχεται κανείς μέ λιγότερη ἀτομικότητα, μέ περισσότερη ἀγάπη γιά τούς ἄλλους, μέ δύναμη γιά μεγαλύτερους ἀγῶνες, μέ νωπά τά δάκρυα γιά τόν πόνο τῶν ἀδελφῶν του. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ ποτέ νά εἶναι μόνος, δέν μπορεῖ ποτέ νά πάσχει ἀπό μοναξιά. Ἔχει διάλογο μέ τόν ἑαυτό του, ὅταν εἶναι μόνος καί μέ τόν Θεό του. Μέσα ἀπό τήν σπαρακτική μοναξιά τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τά τσαλαπατήματα πού τοῦ ἔκαναν ἀπρόσεκτοι στό δρόμο, στό λεωφορεῖο, στήν ἐργασία, στό σχολεῖο, πατήματα πού πέρασαν στήν ψυχή του, ὑψώνεται ἀπό τά βάθη φωνή πού σχίζει νέφη κι ἔρχεται στόν Τριαδικό Θεό, πού πάντα ἀκούει καί πάντα ἀπαντάει.
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ μόνο νά θερμαίνει τή φωνή του γνωρίζει, νά χαίρεται πού στέκεται δεύτερος, νά εἶναι φίλος καί μέ τόν ξένο, ν’ ἀρκεῖται στό ὀλίγο, νά κουράζεται στό πολύ, νά πλένει μέ δάκρυα τούς ἄπληστους, τούς ἄσωτους, δίχως κανένα παράπονο, καμιά δυσαρέσκεια, ἀκόμη κι ὅταν τόν ἐγκαταλείπουν αὐτοί πού ποτέ δέν θά τό περίμενες: συγγενεῖς, φίλοι, ὁμοϊδεάτες.
Μακριά ἀπό τήν τύρβη, τήν ἀγορά καί τή σύγχυση, στό ταμεῖο σου, πού τό διάλεξες ἀβίαστα κι ἐλεύθερα, φαίνεται νά μή προσφέρεις τίποτε στούς ἄλλους, νά εἶναι μιά πράξη ἐγωϊστική, μόνο γιά τόν ἑαυτό σου, τή στιγμή μάλιστα πού οἱ ἄλλοι λένε σ’ ἔχουν ἀνάγκη καί πάσχουν ἀπό τήν ὀδυνηρή μοναξιά. Αὐτά, ὅπως θά ἔχετε ἀκούσει, προσάπτουν καί στούς μοναχούς. Ἡ πρώτη αὐτή ἐντύπωση δέν εἶναι ἀκριβής. Ἡ μοναξιά αὐτή εἶναι ἔργο ἐπίπονο, θέλει δύναμη, ἡρωϊσμό, ἐπιμονή. Εἶναι ἐργασία μακρά κι ἀτελείωτη, πού κάποτε μπορεῖ νά εἶναι καί προεργασία γιά μιά ἐπιστροφή σέ αὐτούς πού ἀφήσαμε ἔξω ἀπό τό κελλί μας, δίχως αὐτό βεβαίως νά εἶναι ὁ σκοπός τοῦ μονασμοῦ μας.
Ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀκόμη καί οἱ πιό φλογεροί ἱεραπόστολοι, κι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στήν ἐπίγεια ζωή του ἔζησαν τό μυστήριο τῆς θείας αὐτῆς μοναξιᾶς. Ἤ οἱ μεγάλες ἐκεῖνες μορφές τῶν Προφητῶν τῆς Π. Διαθήκης Μωυσῆς, Ἠλίας, Ἠσαΐας καί Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος.
Ἐπανερχόμενοι στόν κόσμο τοῦ αἰώνα μας τόν βρίσκουμε τραγικά μόνο, ἀπελπισμένο, ἀπαισιόδοξο, νά τά ἔχει συγκρούσει, παρ’ ὅλες τίς προσπάθειές του γιά κάτι ἄλλο, μέ ὅλους καί ὅλα, συναδέλφους, γονεῖς, φίλους, παιδιά, βιβλία, μαθήματα, ἐργασίες καί προπαντός μέ τόν ἑαυτό του καί τόν Θεό, πού αὐτοῦ ποτέ δέν τοῦ μίλησε, δέν τοῦ εἶπε τίποτε. Ἡ πιό σκληρή μοναξιά εἶναι νά εἶσαι πλάι στή σύζυγό σου καί νά μή μπορεῖς νά τῆς μεταδώσεις τά αἰσθήματά σου, τήν ἴδια στιγμή πού ἕνα μήνυμα μεταδίδεται ἀπό τή μιά ἤπειρο στήν ἄλλη, νά ὑπάρχουν πολυετῆ μυστικά μεταξύ τῶν συζύγων, νά εἶναι ἄγνωστος κι ἀνύπαρκτος ὁ διάλογος τῶν παιδιῶν μέ τούς γονεῖς, τούς δασκάλους, τούς κληρικούς. Δέν ὑπάρχει πιό ἄγρια μοναξιά ἀπό μιά οἰκογένεια νά κάθεται ὧρες ἀμίλητη μπροστά στήν τηλεόραση. Βρισκόμαστε σέ δύσκολα ἔτη. Ἡ μοναξιά σέ ἔξαρση. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει χαθεῖ. Ὁ Θεός δέν μιλᾶ.
Μέσα σέ αὐτή τήν ἐρημία τῶν πόλεων, τή φαινομενική σιωπή καί ἀπουσία τοῦ Θεοῦ καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά συνάξει τούς λογισμούς του, νἄλθει στά συγκαλά του, ὅπως λέει ὁ λαός, ν’ ἀφήσει τήν τόση κοσμική δραστηριότητα καί ν’ ἀπέλθει στό προσκυνητάρι του ἄλαλος, γυμνός, νήπιο, γιά νά μπορέσει ὁ Θεός νά τοῦ μιλήσει, νά τόν ντύσει, νά τόν ἀνδρώσει. Ἡ μοναξιά του τότε θά γίνει ἀπελευθερωτική καί θά αἰσθάνεται πλήρης. Μόνο μιά τέτοια ριζική μοναξιά ὁδηγεῖ σέ μιά ριζική σύλληψη τοῦ Θεοῦ, πού καταργεῖ κάθε δισταγμό, ἀμφιβολία καί ταλαιπωρία.
Μέσα στήν ἱερή μοναξιά βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος ν’ ἀντικρίζει τήν ὑπαρξιακή του πενία καί τόν φόβο τοῦ θανάτου, πού αὐτή προκαλεῖ. Ἔτσι θέτει ὡς λύση τή φυγή, τήν ἀναβολή, ἠσυχάζοντας ἔτσι τόν πανικόβλητο ἑαυτό του μπροστά στό μέγα κενό πού συναντᾶ ἐντός του. Ἀρχίζει τότε ἕνα τρεχαλητό ἀσταμάτητο, πού ἐξαντλεῖται σέ συνεχεῖς κοινωνικές ὑποχρεώσεις, διασκεδάσεις ποικίλες καί προγράμματα ὑπεραπασχολήσεων, ὥστε οἱ ἄλλοι καί τά πράγματα, οἱ ἐργασίες καί οἱ ὑπερωριακές ἀπασχολήσεις, νά γίνονται κάλυμμα τῆς μεγάλης ἐνδείας του. Καί αὐτό πού εἴμαστε ἐμεῖς εἶναι ὅλος ὁ κόσμος· περιφέρεται, στροβιλίζεται, καταταλαιπωρεῖται, ἐρωτοτροπεῖ μέ τό ἄσπρο καί τό μαῦρο, μάχεται σπαράσσεται, ἐξοντώνεται.
Ἡ δουλειά γίνεται δουλεία, ἡ ἀγωνία τοῦ εὔκολου καί πολλοῦ κέρδους νόσος ἀνίατη καί βασανιστική. Ὁ φόβος γιά τό μέλλον αἰτία πλεονεξίας, φιλαργυρίας, θησαυρισμοῦ, ἐξόδου ἀπό τό μέτρο, λησμονιά τοῦ Θεοῦ. Ἰδού πώς ὁ ἀββᾶς Μάρκος ὁμιλεῖ περί τοῦ πῶς ὁ ἄνθρωπος δέν θά γίνει δοῦλος τῆς δουλειᾶς, ἀλλά ἐλεύθερος δοῦλος τοῦ Θεοῦ: Ὅποιος ἀποβάλλει τήν ἀνήσυχη μέριμνα γιά τά πρόσκαιρα κι ἐλευθερωθεῖ ἀπό κάθε ἀνάγκη θά δώσει ὅλη τήν πίστη του στόν Θεό καί τά αἰώνια ἀγαθά. Ὁ Κύριος δέν ἀπαγόρευσε τήν ἀπαραίτητη καθημερινή φροντίδα γιά τή σάρκα μόνο μᾶς ὑπέδειξε ν’ ἀσχολούμεθα μόνο μέ τή σημερινή ἡμέρα. Τό νά περιορίσουμε τά πολλά στά ἀπολύτως ἀναγκαῖα μέ προσευχή κι ἐγκράτεια εἶναι δυνατόν, μά νά τά παραβλέψουμε εἶναι ἀδύνατον. Συνοψίζοντας τά τοῦ διακριτικοῦ καλάμου τοῦ ἀββᾶ Μάρκου, θά παρακαλούσαμε νά εἴχαμε τήν προσοχή σας πιό τεταμένη σ’ ἕνα λεπτό σημεῖο πού ἀπασχολεῖ πολλούς πιστούς. Τίς ἀπαραίτητες ὑπηρεσίες, πού μᾶς ἐπιβάλλονται, πρέπει ὁπωσδήποτε νά τίς δεχόμαστε, ν’ ἀφήνουμε ὅμως τίς ἄσκοπες ἀπασχολήσεις, γιά νά προτιμᾶμε τήν προσευχή, ὅταν μάλιστα αὐτές μᾶς παρασύρουν στήν πολυτέλεια καί τήν πλεονεξία τῶν χρημάτων. Γιατί ὅσο μπορέσει κανείς νά περιορίσει, μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ αὐτές τίς ἀπασχολήσεις καί περικόψει τό ὑλικό πού τίς τροφοδοτεῖ, τόσο καί περισσότερο συμμαζεύει τό νοῦ του ἀπό ἀνήσυχες περιπλανήσεις. Ἄν πάλι κανείς ἀπό ὀλιγοπιστία ἤ ἀπό κάποια ἀσθένεια δέν μπορεῖ νά τό κάνει αὐτό, τουλάχιστον ἄς γνωρίσει καλά τήν ἀλήθεια κι ἄς προσπαθεῖ, ὅσο μπορεῖ, νά μέμφεται τόν ἑαυτό του γιά τήν ἀδυναμία αὐτή καί τή νηπιακή κατάσταση στήν ὁποία ἀκόμη βρίσκεται. Γιατί εἶναι πολύ προτιμότερο νά δώσουμε λόγο στόν Θεό γιά παραλείψεις, παρά γιά πλάνη καί ὑπερηφάνεια. Τό ἐπαναλαμβάνουμε. Γιατί εἶναι πολύ προτιμότερο νά δώσουμε λόγο στόν Θεό γιά παραλείψεις, παρά γιά πλάνη καί ὑπερηφάνεια.
Παίζεται ἕνα δράμα στόν ἄνθρωπο πού μέ ἔνταση συνεχῶς ἐξέρχεται τοῦ ἑαυτοῦ του γιά νά βρεῖ τήν ἀνάπαυση καί τήν πληροφορία πού ἐντός του θά βρεῖ. Εἶναι ἀλήθεια πώς ἐπιστρέφοντας στόν ἑαυτό του πρέπει νά εἶναι ἕτοιμος νά φιλοξενηθεῖ κατ’ ἀρχάς σ’ ἕναν τόπο ξένο ὅπου ὅμως ἐκεῖ θά βρεῖ τήν ἰδιαιτερότητα τοῦ προσώπου του καί θά τή ζήσει. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ ἀληθινή ἀνθρώπινη μοναξιά, πού πηγή της ἔχει τή γνώση τῆς ἰδιαιτερότητός μας. Ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀποφασίζει, μετρᾶ, ἀναλαμβάνει τίς εὐθύνες του. Ἡ μυστική αὐτή ἐμπειρία τοῦ τί εἴμαστε, τί μποροῦμε νά κάνουμε, τί θέλουμε καί τί ζητᾶμε, εἶναι μιά συνταρακτική καί καίρια στιγμή τῆς ζωῆς μας. Ἐντός αὐτῆς τῆς ἡσυχίας σωζόμαστε, σώζουμε τό πρόσωπό μας, σώζουμε τήν ἀγάπη ἀπό τόν παρασυρμό καί τόν διασυρμό μιᾶς ἄθεης, ἀπρόσωπης, προσωρινῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη, ὅπως εἴπαμε, νικᾶ τή μοναξιά τοῦ ἐγώ καί φέρνει τό φῶς τοῦ ἐμεῖς.
Κουρασμένοι ἀπό τίς ματαιότητες, τίς πικρότητες, τό πηγαινέλα, τίς ἄχαρες χαρές πού γέμισε ἡ ζωή μας ἄς ἔλθουμε στήν πηγή τήν εὐλογημένη αὐτῆς τῆς μοναξιᾶς γιά νά ξεδιψάσουμε ὅσο θέλουμε. Ἄν δέ μείνουμε ἑκούσια καί ὑπεύθυνα μόνοι, θά γνωρίσουμε τά πάντα καί θ’ ἀγνοοῦμε τόν ἑαυτό μας. Σ’ ἕνα κόσμο σάν τόν κόσμο μας, πού κυβερνοῦν οἱ σοφιστές, οἱ σοφοί ἐξορίστηκαν, ἡ αἰδώς ἀπωλέσθη πού κυβερνιέται ἀπό τό ψεῦδος καί τήν ἀπάτη, μέ ἀποτέλεσμα ἡ ἱστορία μας νά παραχαράσσεται, τό Εὐαγγέλιο νά παρερμηνεύεται, τά σχολικά ἐγχειρίδια νά διαπλάθουν μαριονέτες τῶν ἰδεῶν τῶν ἑκάστοτε κρατούντων, ἡ γλῶσσα νά κατακρεουργεῖται κι ὁ σεβασμός τῆς παραδόσεως, τοῦ ἤθους καί τῆς ὀρθοστασίας ν’ ἀναζητοῦνται ματαίως μετά τοῦ ἀπολεσθέντος κάλλους τοῦ ὕφους τῶν Ἑλλήνων, πού θέλουν ἐλευθερία δίχως ἀρετή καί τόλμη. Μόνη τελικῶς καταφυγή στῶν καιρῶν μας τόν πιθηκισμό καί τή δυτικοπληξία, τόν εὐσεβισμό καί τόν ἀνώδυνο κοινωνικό νεοχριστιανισμό, στήν ἄγνοια τῆς ζωηφόρου ἱερῆς Παραδόσεως τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἔθνους τό στήσιμο τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ καθενός ὅπου μπορεῖ. Αὐτή εἶναι ἡ καλύτερη μορφή ἀντιστάσεως στήν κατρακύλα καί τόν ἀποχρωματισμό. Τό νά μένει κανείς θεληματικά μόνος σέ μιά κοινωνία πού τόν θέλει νά τή χειροκροτεῖ καί νά τόν συγχωνεύει εἶναι πράξη ἡρωϊκή. Λέγετε ἀδελφοί μου, «μή μου ἅπτου», στόν κόσμο πού τήν ἀπάτη θεωρεῖ εὐφυΐα καί τήν τιμιότητα ὀλιγόνοια.
Εἶναι πολλοί κρυμμένοι πού σᾶς ἀκολουθοῦν καί σᾶς ἐνισχύουν μέ τίς δικές τους προσευχές. Μοναχοί τῶν ὀρέων, δοσμένοι ὅλοι στόν Θεό, πού ἀγρυπνοῦν γιά σᾶς, πού σκέπτονται καί σᾶς πολύ καί σᾶς μελετοῦν καί μνημονεύουν κι ἄς μή σᾶς μιλοῦν κι ἄς μή τούς εἴδατε, σιωπηλοί καί ἔγκλειστοι, ζῶντες καί κεκοιμημένοι, μέ ὑψωμένα τά χέρια, μέ γόνατα καί δάχτυλα πού ἔβγαλαν κάλους ἀπό τίς μετάνοιες, πού τήν ὀσφύ τους ἔχουν πάντα κυρτωμένη στόν Θεό τοῦ Ἐλέους, τῆς Ἀγάπης καί τῆς Συγγνώμης.
Φτιάχνοντας ὁ ἄνθρωπος τόν ἐσωτερικό του κόσμο γίνεται ἀπρόσβλητος στίς ὀργανωμένες ἐπιθέσεις τοῦ κακοῦ, ἄφοβος σέ ὅποια φοβέρα, προσβολή καί ὕβρη κι ἄν ἀκούσει. Ἐναποθέτοντας κανείς πᾶσα τή ζωή του στά πόδια τοῦ Θεοῦ, παρακαλώντας τον γι’ αὐτή τήν ὑπεύθυνη καί σωστή ζωή πού θέλει νά ζήσει, θά φωλιάσει ἡ ζεστασιά τῆς βεβαιότητας μιᾶς γλυκύτατης παραμυθίας, ἡ καρδιά θ’ ἀποκτήσει ἀφάνταστο εὖρος, ὁ ἄνθρωπος τότε προγεύεται τήν ἀθανασία, δέν εἶναι πιά ποτέ μόνος, μά παρέα μέ τόν Χριστό καί τούς φίλους του, τούς ἁγίους. Ἡ ἐσωτερική τότε αὐτάρκεια τοῦ ἀνθρώπου φυγαδεύει ἀμέσως καί βίαια τή μοναξιά. Ὁ ἄνθρωπος ὁ πιστός δέν συνθλίβεται ἀπό ἕνα ἀπρόσωπο, ἄκοσμο κόσμο, τή βουή τῶν μηχανῶν, τό φραγγέλιο τῶν νόμων, τήν παντοδυναμία τῆς τεχνικῆς, τῶν διαστημικῶν κατακτήσεων, τῶν ἠλεκτρονικῶν ἐγκεφάλων, τῶν ἐχθρικῶν καί ἀνάπηρων κοινωνιῶν, τῶν βάρβαρων καί μαζοποιημένων πολιτειῶν. Τό χνῶτο τοῦ Θεοῦ πού ἄγγιξε τόν πιστό στίς ὧρες τίς σιγῆς του θά τόν κάνει δυνατό ν’ ἀνταπεξέρχεται τή μηδενισμένη ζωή, τήν ἀνεξάντλητη μοναξιά τοῦ κόσμου μέ τό θρυμματισμένο πρόσωπο. Ἡ ἐπιτυχία τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχει ὕστερα ἀπό μιά προσωπική σχέση τῆς ὑπάρξεώς του μέ τόν Θεό. Οἱ δυσκολίες τῆς ζωῆς καί τά ρήγματά της ξεπερνιοῦνται τώρα εὔκολα. Τό κενό ἐξαφανίζεται καί ἡ μοναξιά δύει. Στίς θωπεῖες τῆς ἀγκάλης τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί τίς ἐπιπλήξεις, ὁ ἄνθρωπος ἰσορροπεῖ καί ἡ ἀγωνία τῆς ὑπάρξεως παύει.
Εἶπαν πώς ὁ κάθε ἄνθρωπος κουβαλᾶ τή μοναξιά του. Ὁ σαλός ἔχει μιά ἐπικίνδυνη μοναξιά. Ὁ ἀσθενής μιά ἐναγώνια μοναξιά. Ὁ ἄδικος πλούσιος μιά πικρή ὅσο ἄσχημη μοναξιά. Μά ὁ πιστός ἔχει μιά μόνιμη, ἀγιάτρευτη καί κορυφαία μοναξιά: πῶς θά σωθεῖ. Συνηθίζουμε νά λέμε ἡ μοναξιά τοῦ ἀπόβραδου, τοῦ πένθους, τῆς ξενιτειᾶς. Κι ὁ καθένας τήν κάθε μιά περίπτωση τήν ἀντιμετωπίζει κατά πῶς δύναται. Μά ἐμεῖς, μπροστά στό αἰώνιο αἴνιγμα τῆς ὑπάρξεως, οἱ υἱοί τοῦ Θεοῦ, κατά χάριν καί κατά μέθεξιν, οἱ κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν, τά φωτόμορφα τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, πότε θά τολμήσουμε νά ριψοκινδυνεύσουμε ἕνα ἀποτίναγμα τῶν ἰδεῶν καί τῶν πολλῶν συζητήσεων καί νά σταθοῦμε ἐνώπιοι ἐνωπίῳ μέ μιά ἀπόφαση γιά μιά ριζική τῆς ζωῆς μας ἀλλαγή; Μέχρι πότε θά περιστρεφώμεθα, θά περιτριγυρίζουμε περί τό θέμα καί ποτέ δέν θά εἰσερχόμεθα ἐντός; Δέν ἔχουμε δυστυχῶς πολλά περιθώρια. Οἱ κινήσεις μας εἶναι συνεχῶς παλινδρομικές κι ἀμφιταλαντευόμενες. Μιλᾶμε περί Θεοῦ καί τόν Θεό δέν τόν γνωρίζουμε. Τόν ἐπιθυμοῦμε καί δέν τόν ἔχουμε. Προχωρᾶμε πρός αὐτόν καί τήν τελευταία στιγμή βρίσκουμε ἕνα παραπόρτι κι ὁλοταχῶς τοῦ ξεφεύγουμε. Ἀγαπᾶμε κακῶς, ὑπέρ τοῦ δέοντος τόν ἑαυτό μας. Εἴμαστε ἀξιοδάκρυτοι, ἀδικαιολόγητοι, νωχελεῖς. Δέν τόν ἀντέχουμε τόν Θεό. Τόν φοβόμαστε, τόν κοροϊδεύουμε, δηλαδή κοροϊδευόμαστε, κι εἴμαστε πλήρεις ὡραίων καί πειστικῶν προφάσεων. Φθάνουμε νά ἀγαποῦμε τό ψέμα μας, νά μή ντρεπόμαστε, οὔτε κἄν νά μή τό δικαιολογοῦμε. Ὅμως κι ὁ Θεός δέν κουράζεται διακριτικά νά μᾶς κυνηγᾶ καί νά μᾶς θυμίζει τήν παρουσία του, στούς πόνους καί τίς χαρές μας, στά λάθη καί τίς νίκες μας.
Εἶναι ἀναγκαῖο ὁ πιστός νά ξαναρχίσει τήν ὁδό τοῦ Κυρίου. Ἄς ἀφήσει τά πλήθη ν’ ἀλαλάζουν, μή τόν κανακεύουν κι ἐπηρεάζουν οἱ λόγοι τους. Ἡ ὁδός του εἶναι στενή, ἀνηφορική, μαρτυρική καί μοναχική μά σωτήρια, ὅπως σαφῶς τό δήλωσε. Πρέπει ἐπιτέλους κάποτε ὁ πιστός νά προσκολληθεῖ μέ ἀγάπη στά ἀπαραίτητα καί οὐσιαστικά γιά τήν προσωπική του ὕπαρξη, λησμονώντας ἀποφασιστικά κι ἀμετάκλητα τά δευτερεύοντα καί περιττά. Ὁ λόγος τῆς Ἀποκαλύψεως εἶναι φοβερός. Τούς χλιαρούς θά τούς ἐμέσω, λέει ὁ Θεός. Τό ρῆμα πού χρησιμοποιεῖ εἶναι λίαν δηλωτικό τῆς ἀπέχθειάς του πρός τούς δίψυχους. Ἡ συντροφιά τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό εἶναι χαρά γιά τόν πρῶτο καί ἡ μεγαλύτερη ἐλευθεροποιός μακαριότητα γιά τόν δεύτερο. Ἡ γνωριμία καί συμφιλίωσή μας μέ τόν Θεό δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀποκομμένη ἀπό αὐτή τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τῶν ἀδελφῶν μας. Αὐτά πᾶνε πάντα ἀντάμα. Ὁ φίλος τοῦ Θεοῦ εἶναι φίλος καλός τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῶν ἄλλων, δίχως σέ αὐτές τίς σχέσεις νά ὑπάρχει ἔπαρση, ἀπομονωτισμός, ἡ ἡδονή τῆς αὐτολατρείας, ἡ φιλοθεΐα νά γίνει φαρισαϊκή καί ἡ φιλανθρωπία καθηκοντολογία. Τό ἄνοιγμα αὐτό πρός τίς τρεῖς πλευρές γίνεται σύμμετρα, ἰσορροπημένα, μέ γνώση, ἐλευθερία κι ἀγάπη. Ἡ παθολογική ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό μας καί τούς ἄλλους εἶναι ἐμπόδιο τῶν σχέσεών μας μέ τόν Θεό, λέγει ὁ μεγαλόπνοος ἀββᾶς Ἠσαΐας, διδάσκαλος τῆς ἐρήμου τοῦ 4ου αἰώνα.
Ὁ Κικέρων ἔλεγε: Μεγάλη πολιτεία, μεγάλη μοναξιά! Τή ρήση του ἐπαναλαμβάνουν ἀγωνιωδῶς μυριάδες στόματα σήμερα. Αὐτή ἡ μοναξιά, ἡ βαριεστιμάρα, ἡ χαλαρότητα, ἡ χλιαρότητα, ἡ ὑποτονικότητα, ἡ βραδύτητα, ἡ συνεχής μελλοντολογία, δίχως νά κάνεις σήμερα τίποτε, ἡ ἀνικανοποίηση, ὁ κορεσμός, τό αἴσθημα φυγῆς, ὁ ἀντιηρωϊσμός, στήν ἀσκητική γραμματεία ὀνομάζονται ἀκηδία καί μαστίζει ἀλύπητα καί συχνά καί κάθε ἀπρόσεκτο μοναχό. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ μέγας αὐτός Βυζαντινός Θεολόγος, νά πῶς μιλᾶ γι’ αὐτή: Ὅλες τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς τίς σκλαβώνει καί μαζί κι ἀμέσως φουντώνει ὅλα σχεδόν τά πάθη, γιατί ἀπ’ ὅλα τα πάθη εἶναι τό πιό βαρύ. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὁ βαθύς αὐτός γνώστης καί τῶν λεπτότερων κινήσεων τῆς ψυχῆς, σέ μοναχούς πού τοῦ ζήτησαν πληροφορίες, τή χαρακτηρίζει μέ βαρειά λόγια: Εἶναι χαλάρωση τῆς ψυχῆς, ξεστράτισμα τοῦ νοῦ, ἀμέλεια τῆς ἀσκήσεως, μίσος τοῦ μονασμοῦ, κοσμικῶν μακαρίστρια, ἀσέβεια τοῦ Θεοῦ, λησμονιά τῆς προσευχῆς. Ὁ Εὐάγριος ἀναφέρει πώς ἡ ἀνυπόφορη αὐτή ψυχική κατάσταση κάνει τό θύμα της νά μή ξέρει τί νά κάνει, νά βλέπει νά μήν περνᾶ ἡ ὥρα, πότε θά ἔρθει ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ, πού ἀργεῖ. Ὁ Ἀντίοχος, πού ἔζησε τόν 7ο αἰώνα, γίνεται πιό παραστατικός καί ἀκριβής: Ἡ κατάσταση αὐτή σοῦ φέρνει ἀγωνία, ἀπέχθεια γιά τόν τόπο πού μένεις, ἀλλά καί πρός τούς ἀδελφούς σου καί γιά κάθε ἐργασία καί γι’ αὐτή τήν Ἁγία Γραφή ἀηδία καί συνεχῆ χασμουρητά. Ἀκόμη σέ κάνει νά πεινᾶς καί νά στριφογυρίζεις, πότε θά ’ρθει ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ. Καί ἀφοῦ ἀποφασίσεις νά πάρεις ἕνα βιβλίο, νά διαβάσεις λίγο, τό παρατᾶς, κι ἀρχίζεις νά ξύνεσαι καί νά κυττᾶς ἀπ’ τά παράθυρα καί πάλι λίγο διαβάζεις, μετά, μετρᾶς τίς σελίδες καί βλέπεις τούς τίτλους τῶν κεφαλαίων. Τέλος παρατᾶς τό βιβλίο καί κοιμᾶσαι, καί ἀφοῦ λίγο κοιμηθεῖς πάλι σηκώνεσαι. Κι αὐτά ὅλα τά κάνεις γιά νά περνᾶ ἡ ὥρα… Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀναφέρει πώς εἶναι πολύ βαρύς καί σκληρός αὐτός ὁ πόλεμος γιά τούς μοναχούς. Καί ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης λέει πώς τό πάθος αὐτό μπορεῖ νά σέ πάει στόν βυθό τοῦ ἅδη.
Ὁ πατερικός Ντοστογιέφσκυ δίδοντας μιά λύση βάζει στά χείλη τοῦ στάρετς Ζωσιμᾶ νά μᾶς πεῖ πώς πρέπει νά καταστήσουμε τούς ἑαυτούς μας ὑπεύθυνους γιά τίς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου. Ἡ αἴσθηση αὐτή γιά τή σωτηρία μας μέσῳ τῶν ἄλλων μᾶς δίνει νά καταλάβουμε πώς ἡ ἀγάπη δέν ἐξαντλεῖται μόνο νά δίνει τό καλό, ἀλλά νά κάνει δικές της τίς ἀγωνίες καί τούς πόνους τῶν ἄλλων. Οἱ μοναχοί καθημερινῶς προσεύχονται ὑπέρ τῆς σωτηρίας παντός τοῦ κόσμου. Πλασμένοι κατ’ εἰκόνα Θεοῦ εἴμαστε ὅλοι δικοί του, εἴμαστε ἀδέλφια, παιδιά του. Ἡ μοναξιά καταργεῖται ἐν Θεῷ. Εἴμαστε ὅλοι «ἀλλήλων μέλη» κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο. Ἔτσι οἱ ἁμαρτίες καί οἱ ἀρετές μας ἔχουν ἐπίδραση καί στούς ἄλλους, ἀφοῦ ὅπως εἴπαμε, εἴμαστε μέλη ἑνός σώματος. Ἡ ἀκηδία γίνεται ἀφορμή ἐντονώτερης προσευχῆς, οἱ δυσκολίες εὐκαιρία ὡριμάνσεως καί προόδου πνευματικῆς.
Μέ τήν ἐλπίδα πώς δέν γινόμαστε κουραστικοί θά ἐπαναλάβουμε πώς ἡ φυγή ἐκ τοῦ κόσμου, ἐντός ἤ ἐκτός αὐτοῦ πού τόσο ἔχει κατηγορηθεῖ ὡς λιποταξία, εἶναι πράξη γενναία καί ἀπαραίτητη, πράξη ἀντιστάσεως στόν ἰσοπεδωτισμό πού σαρώνει τά πάντα. Μέσα τήν ἁγία ἡσυχία βρίσκοντας ὁ ἄνθρωπος τήν αὐθεντικότητά του, τήν ὡραιότητα τῆς μοναδικότητας τοῦ προσώπου του ξεχωρίζει ἀπό τήν ἐκφυλισμένη μάζα. Κονταροχτυπημένος ἀπό τόν Θεό ἐπανέρχεται στά κοινά ζωηρότερος καί δυνατώτερος γιά δημιουργία καί ὁλοκάρδια προσφορά.
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἁλώνιος: Ἄν δέν πεῖ στήν καρδιά του ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἐγώ μόνος καί ὁ Θεός εἴμαστε σ’ αὐτόν τόν κόσμο, δέν θά βρεῖ ποτέ ἀνάπαυση. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει πώς ἡ ἡσυχία στή μοναξιά δέν εἶναι μικρή διδασκαλία ἀρετῆς. Καί ἀλλοῦ σημειώνει ὁ χρυσορρήμων ποταμός: Ὅπου κι ἄν εἶσαι, μπορεῖς νά στήσεις τόν βωμό σου. Μόνο καθαρή προαίρεση νά δείξεις καί οὔτε ὁ τόπος σ’ ἐμποδίζει, οὔτε ὁ καιρός καί χωρίς νά γονατίσεις καί χωρίς τό στῆθος σου νά κτυπήσεις καί τά χέρια σου στόν οὐρανό νά ὑψώσεις, τή διάνοιά σου μόνο νά ἔχεις θερμή καί τότε εἶσαι ὅλος ἀπηρτισμένος. Δέν ἐνοχλεῖται ἀπό τόν τόπο ὁ Θεός, ἕνα μόνο ζητᾶ διάνοια θερμή καί ψυχή πού ἐπιθυμεῖ τή σωφροσύνη. Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος στίς πνευματικές του ὁμιλίες γίνεται πιό στοργικός: Κι ἄν πτωχεύσεις ἀπό πνευματικά ἀγαθά, λύπη καί πόνο συνεχῆ νά ἔχεις, γιατί εἶσαι ἔξω ἀπό τή βασιλεία Του καί σάν τραυματισμένος φώναζε στόν Κύριο καί ζήτα Του γιά ν’ ἀξιωθεῖς καί σύ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. Παρακάτω σημειώνει: Κλαίει ὁ Θεός καί οἱ ἅγιοι ἄγγελοι τίς ψυχές πού δέν χορταίνουν μέ οὐράνια τροφή. Καί συνεχίζει μέ τ’ ἀξιοσημείωτα καί ἀξιομνημόνευτα: Ὅλα εἶναι πολύ εὔκολα σ’ αὐτούς πού θέλουν νά μεταμορφωθοῦν ψυχικά, μόνο ν’ ἀγωνίζεται κανείς νά γίνει φίλος καί εὐάρεστος στόν Θεό καί θά λάβει πεῖρα καί αἴσθηση τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν καί μακαριότητα ἀνέκφραστη καί ἀληθινά μεγάλο θεῖο πλοῦτο.
Ἄγευστος ὁ ὁμιλῶν τελείως τῶν πνευματικῶν αὐτῶν καταστάσεων θά ἔπρεπε μᾶλλον νά σιωπᾶ καί νά ἐργάζεται στή φίλη ἔρημο τό ξερίζωμα τῶν παθῶν. Ὁ ὁμιλητὴς ὅμως θέλει ν’ ἀναφέρεται σέ ἀνθρώπους πού εἶδε κι ἄκουσε, κατοίκους τῆς ἱερᾶς ἀθωνικῆς χερσονήσου, τῶν ἤρεμων πλαγιῶν τῶν πενιχρῶν καλυβῶν, τῶν ταπεινῶν κελλίων, ὅπου ζοῦν τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Μοναχοί χαρισματοῦχοι καί οὐρανότρωτοι, χριστοφόροι καί θεοφιλεῖς, λάτρεις τῆς ἡσυχίας, τῆς μονώσεως, ἐργάτες βροντεροί τῆς σιωπῆς, μόνοι μά δίχως μοναξιά, πού στή μοναξιά τους θυμοῦνται τίς μοναξιές ὅλου τοῦ κόσμου καί τίς ὧρες πού ἀκούσια ἄλλοι πάσχουν ἀπό ἀϋπνίες κι ἄλλοι ξαγρυπνοῦν ἀνούσια, ἀνέστιοι καί ἀνέραστοι, σέ τόπους ξένους, αὐτοί ἑκούσια ἀγρυπνοῦν προσευχόμενοι, ὑπέρ ὑγείας, σωτηρίας, ἐλέους καί θείας βοηθείας σύμπαντος τοῦ κόσμου.
Ὁ περιβόητος ἀσκητής τοῦ Ἄθω Χατζη-Γεωργης, στό θαυμάσιο βιβλίο ἑνός σύγχρονου ἐρημίτου, πού πρόσφατα κυκλοφόρησε, ἀναφέρεται ὡς πιστός φίλος τῆς ἡσυχίας τῶν σπηλαίων, τῆς ἐρήμου, φιλότιμος ἀγωνιστής, μεγάλος νηστευτής, ὅπου τήν ἀνάπαυση ἔβρισκε στήν ἀγρυπνία, τήν προσευχή καί τή μόνωση. Ἡ ἔρημος δέν τόν ἀγρίεψε μά τόν ὀμόρφυνε πιό πολύ. Γράφει ὁ σεβαστός βιογράφος του: Ὁ Χατζη-Γεωργης εἶχε πολλή ἀγάπη γιά ὅλους, ἄδολη. Ἦταν πάντοτε εἰρηνικός, ἀνεξίκακος καί συγχωροῦσε. Εἶχε μεγάλη καρδιά, γι’ αὐτό ὅλα καί ὅλους τούς χωροῦσε, ὅπως ἦταν. Εἶχε ἐξαϋλωθῆ κατά κάποιον τρόπο. Ζώντας τήν ἀγγελική ζωή, ἔγινε Ἄγγελος καί πέταξε στούς Οὐρανούς, διότι δέν κρατοῦσε τίποτε, οὔτε ψυχικά πάθη οὔτε ὑλικά πράγματα. Ὅλα τά πετοῦσε, γι’ αὐτό καί πέταξε ψηλά.
Ὁ Κατουνακιώτης ἡσυχαστής Γέροντας Γεράσιμος ἔκαμε 17 ἔτη –σημειώνει συνασκητής του– εἰς τήν κορυφή τοῦ Προφήτου Ἡλιοῦ παλεύων μέ δαίμονας καί κεραυνιζόμενος ἀπό τούς καιρούς, ἔμεινε ἄσειστος στύλος ὑπομονῆς. Εἶχε τά δάκρυα συνεχῆ. Γλυκαινόμενος μέ τή μελέτη τοῦ Ἰησοῦ ἐξετέλεσε τόν ἀμέριμνον καί ἡσύχιον βίον του.
Ὁ ἐπίσης Κατουνακιώτης ἡσυχαστής Καλλίνικος ἀγάπησε τόν πόνο, τόν κόπο καί τήν ἡσυχία ὑπέρμετρα. Νιβόταν μέ τόν ἱδρώτα καί τά δάκρυά του. Τά τελευταῖα 45 ἔτη τῆς ζωῆς τοῦ τά ἔζησε ἔγκλειστος προσευχόμενος ἀδιαλείπτως. Τό πρόσωπό του ἔφθανε νά λάμπει σάν τοῦ Μωυσῆ κατερχόμενου ἀπό τό Σινᾶ.
Καθώς ἐπίσης ὁ πνευματικός Ἰγνάτιος, ὅπου ἔκλεινε τά παντζούρια τοῦ κελλιοῦ του γιά νά μήν βλέπει τόν ἐρχομό τῆς ἡμέρας καί νά συνεχίζει τήν προσευχή του. Τόν κάθε ἐπισκέπτη του τόν παρακαλοῦσε λέγοντας: Ἀγάπησε τόν Θεό πού σέ ἀγάπησε. Λησμονοῦσε νά πλυθεῖ, νά χτενιστεῖ, νά φάει καί τό κομποσχοίνι δέν τό ἄφηνε. Σάν ἔχασε τό φῶς του ἔγινε πιό φωτεινός. Εὐωδίαζε ἐν ζωῇ, εὐωδίασε καί μετά τήν κοίμησή του. Ὁ ὀνομαστός Μικραγιαννανίτης παπα-Σάββας ὁ Πνευματικός τή δύναμή του ἀντλοῦσε ἀπό τίς καθημερινές ἔνδακρεις θεῖες λειτουργίες του, ὅπου μνημόνευε ἐπί τρεῖς ὧρες χιλιάδες ὀνόματα καί ἀπό τίς ὁλονύκτιες στάσεις του.
Αὐτή εἶναι ἡ κοινωνία τῆς ἐρήμου σιωπηλή, προσευχομένη, γαληνιῶσα, μακαρία. Δέν προσπαθήσαμε νά ὡραιοποιήσουμε ἰδανικές καταστάσεις ἐξαιρέσεων. Αὐτή εἶναι ἡ ζωή τῆς ἐρήμου. Βεβαίως ἐάν ἕνας μοναχός δέν ἔχει μιά ἔντονη πνευματική ζωή καί μιά συνεχῆ ἐγρήγορση θά περιπέσει σέ μύριους πειρασμούς, ἡ ἀκηδία θά τόν ὁδηγήσει στήν ἀπομόνωση καί τότε θά γίνει περίγελως ἀγγέλων καί δαιμόνων, κτηνώδης καί θηριώδης, χειρότερος τοῦ χειροτέρου κοσμικοῦ καί ἡ ἐρημία τῆς ἐρήμου ἀβάσταχτη.
Οἱ πόλεις γίνονται ὅλο καί πιό ἔρημες καί θά γίνονται κι οἱ ἔρημοι θά πολίζονται καί κανείς ἀμετανόητος δέν θά δύναται νά ἐμποδίζει τή μετάνοια τῶν θελόντων, τήν ἱκεσία τῶν πιστῶν, τή δέηση τῶν πενήτων. Οὐδείς δύναται νά ἐμποδίζει τόν κάθε ἐλεύθερο ν’ αὐτοφυλακίζεται, νά αὐτοεξορίζεται, νά ζεῖ τό μυστήριο τοῦ ζῶντος Θεοῦ, τό θαῦμα μέσα στό μαρτύριο καί τήν ταπείνωση, ἐκεῖ ὅπου πάντα ἀνθεῖ τό ὀρθόδοξο βίωμα. Ἐντός τῆς σιγῆς, τῆς σιωπῆς καί τῆς προσδοκίας, ζωντας τήν ὑπέρβαση τοῦ χριστιανισμοῦ, πού ἔγκειται, ὄχι στήν ἐξαφάνιση τοῦ κακοῦ, ἀλλά στήν τίμια παραδοχή τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τῶν ἄλλων, βιώνοντας τήν πενία τοῦ πλούτου, τόν πλοῦτο τῆς πενίας, τήν ὑγεία τῆς ἀσθένειας, τήν εὐλογία τῆς δοκιμασίας, τή δύναμη τῆς ἀδυναμίας, τή χαρά τῆς ὑπομονῆς, τή νίκη τῆς ἧττας, τήν τιμή τῆς ἀδοξίας, τήν ἐλευθερία τοῦ ἐγκλεισμοῦ, τή μεγαλειότητα τῆς σμίκρυνσης, τήν ἀντίσταση στόν θάνατο, τήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, τή θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Καί τοῦτα κανείς ἄς ἀναμένει ὄχι ἀπό τήν ἐξουσία τῶν ἀρχῶν τοῦ κόσμου, ἀλλά ἀπό τήν ἐξουσία ἐπί τοῦ ἑαυτοῦ μας, καί τή δημιουργία ὑγιῶν καί φωτεινῶν μικρῶν ἑστιῶν, πού ὀνομάζονται ἐκκλησία, κελλί, ἐργαστήρι, γραφεῖο, αἴθουσα, δωμάτιο. Ἔτσι ἡ ἐρημία τῶν πόλεων θά συνεχίζει νά ὑπάρχει, ἀλλά δέν θά περνᾶ στήν καρδιά. Ἔτσι ἀλλάζει ὁ κόσμος. Ἔσωθεν καί ὄχι ἔξωθεν καί ἄνωθεν. Μή θεωρεῖται μεγάλος ὁ ἱεραπόστολος τῆς Ἀφρικῆς καί ὁ κάθε ἐφευρέτης. Μέγας εἶναι ὁ μικρός πού ὑπομένει τήν παραφροσύνη, τήν ἀδικία, τόν κατατρεγμό, τόν πόνο τοῦ πλησίον καί τόν δικό του. Μεγαλύτερος εἶναι, κατά τόν ἀββᾶ Ἰσαάκ, αὐτός πού γνώρισε καί νίκησε τά πάθη του ἀπό αὐτόν πού ἀνασταίνει νεκρούς.
Ὅλοι ὅσοι ἀναζητοῦν τή λύτρωση ἀπό τό ἄγχος, τή θλίψη, τό κενό καί τή μοναξιά καλοῦνται ἀπροφάσιστα νά κλείσουν μιά συνάντηση, ἕνα ραντεβοῦ, ἄν θέλετε, ἐπιτέλους, μέ τόν ἑαυτό τους, ἕνα ραντεβοῦ ὁπωσδήποτε μέ τόν Θεό καί τότε ἄς θυμηθοῦν καί τήν ἐλαχιστότητά μας, πού προσπάθησε νά μή σᾶς κουράσει μά νά πού δυστυχῶς, φαίνεται, δέν τά κατάφερε. Ἀδαής πολύ ὑπάρχων μετέβαλε ὁ ὁμιλητής τό βῆμα σέ ἄμβωνα καί μάλιστα ἐνώπιον φωτισμένων καί διακεκριμένων προσώπων
(«Ἡ κοινωνία τῆς ἐρήμου καί ἡ ἐρημία τῶν πόλεων» Τὸ πρῶτο κεφάλαιο ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο ΠΡΩΤΟ βιβλίο, τοῦ μακαριστοῦ μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου, Ἐκδόσεις «Τῆνος», Ἀθῆναι 1987)

Κυριακή, Δεκεμβρίου 28, 2014

Επίσκεψη ειρήνης σε έναν κόσμο ταραγμένο




Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης
Ο φετινός εορτασμός των Χριστουγέννων μάς βρίσκει όλους σε ένα προβληματισμό και σε μια περίσκεψη. Θα καταθέσω τους λογισμούς μου δίχως προλόγους. Η Αθήνα ακόμη μυρίζει φωτιά. Ο κόσμος σε μια απορία, παραζάλη, ταλαιπωρία και ανησυχία. Ποιος κέρδισε από αυτή τη μάχη των δρόμων, με τις τόσες καταστροφές και το χυμένο αίμα ενός αθώου παιδιού; Μπορεί κανείς να απαντήσει;
Παραμονές ενός άλλου παιδιού που ήλθε πριν από 2.000 χρόνια για να φέρει ειρήνη και να μιλήσει για αγάπη και των εχθρών. Ερχεται ξανά ο Χριστός σε μια εκκοσμικευμένη κοινωνία, με οικονομική κρίση, με δώρα, κίνηση και θόρυβο.

Για τις ανάγκες μας
Παρουσιάζεται και ένας Χριστούλης, καημενούλης, φτωχούλης, σε μια σπηλιά με ζώα, λίγο στρουμπουλός και χαμογελαστός, όπως τον θέλει η Δύση. Είναι για τις ανάγκες μας. Για να περνάμε καλά και να μας τα φέρνει καλά, που είμαστε τόσο πολύ καλοί. Αυτή είναι η θρησκειοποίηση και της Ορθοδοξίας.
Ο Χριστός της Βηθλεέμ δεν είναι για λύπηση ή για εκμετάλλευση. Δεν είναι της φαντασίας και του γλυκερού συναισθήματος, αλλά της αποκαλύψεως του Ευαγγελίου και του γνήσιου βιώματος. Δεν είναι του παραμυθιού, του εύκολου κηρύγματος και του φολκλορισμού. Η γέννηση του Χριστού είναι θεία επίσκεψη ειρήνης σε ένα ταραγμένο κόσμο, που τη συνειδητοποιούν οι γνήσια ταπεινοί, αγρυπνούντες, απλοί ποιμένες και οι αληθινά σοφοί μάγοι της Ανατολής ως προσκυνητές.
Ο Χριστός αποτελεί άθλημα υπαρξιακής αναζήτησης και καλής αγωνίας. Δεν είναι μύθος, θρύλος, ετοιμοπαράδοτη βεβαιότητα, πρόχειρη λύση, επιπόλαιη άρνηση. Θέλει γερά πνευματικά κότσια η παραμονή στα πόδια του. Ο Χριστός προσπερνάται σήμερα. Δεν τον αντέχουν οι πολλοί πολύ. Δεν τον θέλουν αρκετά στα πόδια τους. Τον θέλουν στην άκρη, μόνο για ώρα ανάγκης. Μερικοί Του λέγουν και τι να τους πει. Τα είπε ωραία ο σπουδαίος Ντοστογιέφσκι στον περίφημο ιεροεξεταστή του. Θα τον ξανασταύρωνε το «ιερατείο», αν ξαναρχόταν και δεν έκανε ό,τι του έλεγε επακριβώς... Γυμνός ο Χριστός στη Βηθλεέμ, τον Γολγοθά και την Ανάσταση. Πρόσληψη δηλαδή από τους χριστιανούς της απλότητος, της λιτότητος και της πενίας. Ο απροστάτευτος Χριστός της Βηθλεέμ και ο νικημένος του Γολγοθά αποτελεί ακόμη σκάνδαλο και μωρία και για τους χριστιανούς. Είναι ακατανόητος ένας τέτοιος Χριστός, όπως είναι στην πραγματικότητα, και παρουσιάζουμε έναν παραποιημένο, στα μέτρα μας, όπως μας ταιριάζει, για να διευκολύνει την όποια ζωή μας.
Αυστηρή αυτοκριτική
Ο Χριστός δεν ήλθε στον κόσμο για να μας κάνει χαζοχαρούμενους. Ηλθε να μας πει γιατί ζούμε και υπάρχουμε και να μας λυτρώσει από τον φόβο του θανάτου. Είναι καιρός να περάσουμε από τη συνεχή κριτική στην αυστηρή αυτοκριτική. Δίχως να θέλουμε βίαια να πείσουμε, πρέπει να πούμε με αγάπη όλη την αλήθεια. Δεν χρειάζονται ορολογίες, ωραιολογίες, καθαρεύουσες και πειστήρια. Οι γιαγιάδες καλά κάνουν που πιστεύουν δίχως αμφιβολίες. Οι αμφιβολίες των νέων μην μας φοβίζουν. Εχουν κάποιες δικαιολογίες να μην μας ακούνε. Αξίζει να παρουσιάσουμε έναν γυμνό Χριστό, ανεκμετάλλευτο από τις προσωπικές μας προτιμήσεις και εκτιμήσεις.
Ο ιερός Αθωνας ονομάστηκε Νέα Βηθλεέμ. Ορισμένοι θεωρούν ότι έσπασαν και αυτού τη βιτρίνα. Είμεθα και εμείς εκτεθειμένοι. Θαυμάστε τη γύμνια μας. Είναι ο τόπος πάντως των αγίων και των μετανοούντων. Η ιστορία του μιλάει για πολλές μεταμορφώσεις και αναγεννήσεις. Η Ελλάδα έχει τον Παρθενώνα και το Αγιον Ορος. Μην τα σπάμε και τα καίμε όλα αστόχαστα. Δεν θα βρεθεί γι' αυτά καμιά αποζημίωση. Ας αφήσουμε, ως σοφοί μάγοι, αντί για δώρα στη φάτνη του γυμνού Χριστού τα περίτεχνα προσωπεία για να νιώσουμε αληθινά Χριστούγεννα και να έχουμε μια καλύτερη χρονιά.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 1-1-2009

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...