Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πεζογραφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πεζογραφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 27, 2012

Ἡ προσευχή τοῦ ταπεινοῦ Παπαντωνίου Ζαχαρίας


πηγή




Κύριε, σάν ἦρθεν ἡ βραδιά, σοῦ λέω τήν προσευχή μου.

Ἄλλη ψυχή δέν ἔβλαψα στόν κόσμο ἀπ’ τή δική μου.

Ἐκεῖνοι πού μέ πλήγωσαν ἦταν ἀγαπημένοι.

Τήν πίκρα μου τή βάσταξα. Μοῦ δίνεις καί τήν ξένη.

Μ’ ἀπαρνήθηκαν οἱ χαρές. Δέν τίς γυρεύω πίσω.

Προσμένω τά χειρότερα. Εἶν’ ἁμαρτία νά ἐλπίσω.

Σάν εὐτυχία τήν ἀγαπῶ τῆς νύχτας τή φοβέρα.

Στήν πόρτα μου ἄλλος δέν χτυπᾶ κανείς ἀπ’ τόν ἀγέρα.

Δέν ἔχω δόξα. Εἶν’ ἥσυχα τά ἔργα πού ἔχω πράξει.

Ἄκουσα τή γλυκιά βροχή. Τή δύση ἔχω κοιτάξει.

Ἔδωκα στά παιδιά χαρές, σέ σκύλους λίγο χάδι.

Ζευγάδες καλησπέρισα πού γύριζαν τό βράδυ.

Τώρα δέν ἔχω τίποτα νά διώξω ἤ νά κρατήσω.

Δέν περιμένω ἀνταμοιβή. Πολύ 'ναι τέτοια ἐλπίδα.

Εὐδόκησε ν’ ἀφανιστῶ χωρίς νά ξαναζήσω...

Σ’ εὐχαριστῶ γιά τά βουνά καί γιά τούς κάμπους πού εἶδα

Παρασκευή, Ιανουαρίου 06, 2012

Φώτης Κόντογλου, Τα Φώτα στ’ Αϊβαλί



 
Στά θαλασσινά τα μέρη ρίχνουνε τον Σταυρό, ύστερ’ από τη Λειτουργία των Θεοφανίων. Έτσι τον ρίχνανε καί στην πατρίδα μου, κ’ ήτανε ένα θέαμα έμορφο και παράξενο.
Ξεκινούσε η συνοδεία από τη μητρόπολη. Μπροστά πηγαίνανε τα ξαφτέρουγα και τα μπαϊράκια, κ’ ύστερα πηγαίνανε οι παπάδες με τον δεσπότη, ντυμένοι με τα χρυσά τα άμφια, παπάδες πολλοί κι αρχιμαντρίτες, γιατί η πολιτεία είχε δώδεκα εκκλησίες, και κατά τις επίσημες μέρες στις μικρές ενορίες τελειώνανε γλήγορα τη Λειτουρ­γία και πηγαίνανε οι παπάδες στη μητρόπολη, για να γίνεται η γιορ­τή πιο επίσημη. Οι ψαλτάδες ήτανε και κείνοι κάμποσοι κ’ οι πιο καλλίφωνοι, και ψέλνανε με μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδή ελ­ληνικά, κι όχι σαν σήμερα πού τρελλαθήκαμε και κάναμε την ψαλ­μωδία μας σαν ανάλατα και ξενικά θεατρικά τραγούδια. Από πίσω ακολουθούσε λαός πολύς…
 
Σαν φτάνανε στ’ Αγγελή τον Γιαλό, όπως λέγανε κείνη την ακρογιαλιά, ο δεσπότης με τους παπάδες ανεβαίνανε σε μια μεγάλη σανιδωτή σάγια εμορφοσκαρωμένη, για να κάνουνε τον Αγιασμό. Ο κόσμος έπιανε την ακρογιαλιά κι ανέβαινε ο καθένας όπου εύρισκε, για να μπορεί να βλέπει. Τα σπίτια πού ήτανε ένα γύρο γεμίζανε κόσμο. Οι γυναίκες θυμιάζανε από τα παραθύρια. Από το μέρος της θάλασσας ήτανε μαζεμένα ίσαμε εκατό καΐκια και βάρκες αμέτρητες, με τις πλώρες γυρισμένες κατά το μέρος που στεκότανε ο δεσπότης. Έτσι που ήτανε παραταγμένα τα καΐ­κια, μοιάζανε σαν αρμάδα που θα κάνει πόλεμο. Πιο ανοιχτά, κατά το πέλαγο, έβλεπες φουνταρισμένα τα μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο και κείνα. Αλλα πάλι είχανε περιζωσμένες τις βάρκες που βρισκόντανε γιαλό, κ’ ήτανε κι αυτά γεμάτα κόσμο, προ πάντων θαλασσινοί και παιδομάνι.
 
Σ’ αυτά τα μέρη κάνει πολύ κρύο, και τις πιο πολλές φορές οι αντένες των καραβιών ήτανε χιονισμένες, ένα θέαμα πολύ έμορφο. Απάνου στα ξάρτια και στις σκαλιέρες, στις γάμπιες και στα μπαστούνια των καραβιών ήτανε σκαλωμένοι πλήθος θαλασσινοί, μεγάλοι και μικροί. Η θάλασσα ήτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα. Κρούσταλλα κρεμόντανε από τα ξάρτια σε πολλά καΐκια. Κρύο τάρταρος. Στην κάθε βάρκα από κείνες που είχανε κοντοζυγώσει στη στε­ριά και περιμένανε να πέσει ο Σταυρός στη θάλασσα, στεκόντανε από ένα – δυο νοματέοι απάνω στην πλώρη, ενώ άλλοι δυο ήτανε στα κουπιά. Αυτοί που στεκόντανε ορθοί στην πλώρη, ήτανε ολόγυμνοι, εξόν ένα άσπρο βρακί που φορούσανε σαν πεστιμάλι. Οι πιο πολλοί ήτανε σαν θεριά, χεροδύναμοι, πλαταράδες, χοντρολαίμηδες, μαλλιαρόστηθοι, τα κορμιά τους ήτανε κόκκινα από το κρύο. Τα ποδάρια τους ήτανε γερά και φουσκωμένα σαν αδράχτια, θαλασσάνθρωποι, γεμιτζήδες, κοντραμπατζήδες, ψημένοι με τ’ αλάτι. Οι πιο πολλοί είχανε ριχμένες στις πλάτες τις γούνες τους, για να μην παγώσουνε. Ένα – δυο όμως στεκόντανε γυμνοί και κάνανε κάπου – κάπου τον σταυρό τους. Μα το μάτι τους ήτανε καρφωμένο στο μέρος που θα ‘ριχνε τον Σταυρό ο δεσπότης.
 
Ανάμεσα στους γυμνούς ήτανε ο Κωστής ο Γιωργάρας, ο Στρατης ο Μπεκός, ο Γιωργής ο Σόνιος, ο Δημητρός ο Μπούμπας, Πέτρος ο Κλόκας, ο Βασίλης ο Αρναούτης, ο παλαβό – Παρασκευάς κι άλλοι. Σαν να τους βλέπω μπροστά μου. Ο Γιωργάρας ήτανε μιαν ανθρωπάρα θηρίο, σαν Κουταλιανός, με μουστάκια μαύρα, μ’ έναν λαιμό σαν βαρέλι. Είχε δεμένο στο κεφάλι του ένα μαντίλι κ’ ήτα­νε ίδιος κουρσάρος. Ακουμπούσε απάνω σ’ ένα κοντάρι, λες κ’ ήτανε ο Ποσειδώνας ζωντανός. Ο Δημητρός ο Μπούμπας ήτανε ένα άλλο θεριόψαρο, χοντρός και κοντόφαρδος, μαυριδερός σαν Σαρακηνός, και καθότανε ανεκούρκουδος, σκεπασμένος με τη γούνα του, με το μάτι του καρφωμένο στον δεσπότη. Ο Πατσός ο Αράπης, ο λεγόμενος παλαβό – Παρασκευάς, είχε γένεια κατσαρά και κόκκινα και το πετσί του ήτανε από φυσικό του κόκκινο. Στο κορμί ήτανε αντρειωμένος και σβέλτος σαν τζαμπάζης και δεν χαμπάριζε ολότελα από κρύο. Στο σουλούπι ήτανε ίδιος Ρούσος. Αυτός ήτανε ανεβασμένος απάνω στα ξάρτια σε μια μπρατσέρα φουνταρισμένη, και στεκότανε δίχως να σαλέψει, σαν τ’ άγαλμα. Μυστήριο πως δεν πάγωνε! O Πέτρος ο Κλόκας ήτανε ο μονάχος που δε φορούσε βρακιά. Αυτός ήτανε ευρωπαϊσμένος, φορούσε στενό πανταλόνι και ναυτικό σκουφί. Στο κορμί ήτανε λιγνός και μάγκας στο σχέδιο. Τα χέρια του τα ‘χε μπλεγμένα μπροστά στο στήθος του και σουλατσάριζε απάνω στη βάρκα, ολοένα μιλούσε κ’ έκανε και κάμποσα θεατρικά.
 
Σαν σίμωνε λοιπόν η συνοδεία στη θάλασσα, κι ακουγότανε από μακριά η ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος αλαλαγμός απάνω στις βάρκες. Οι βουτηχτάδες πετούσανε τις γούνες τους κ’ οι άλλοι τραβούσανε τα κουπιά, για να ‘ναι οι βάρκες τους κοντά στο μέρος πού θα ‘πεφτε ο Σταυρός. Άλλοι φωνάζανε από τα ξάρτια, άλλοι μαλώνανε, άλλοι ανεβαίνανε στις κουπαστές για να δούνε. Τέλος φτάνανε οι στρατιώτες και ταχτοποιούσανε τον κόσμο. Μπροστά πήγαινε ο αξιωματικός ο Τούρκος κι άνοιγε τον δρόμο να περάσει ο δεσπότης, κ’ έλεγε: «Γιόλ βέριν εφεντιά!» – δηλαδή: «Κάνετε δρόμο στον αφέντη!» Ο στρατός αραδιαζότανε σε παράταξη κ’ οι ψαλτάδες ψέλνανε πολλές φορές «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε». Στο τέλος το ‘ψελνε κι ο δεσπότης κ’ έριχνε τον Σταυρό στη θάλασσα. Αλαλαγμός σηκωνότανε μέσα στη θάλασσα. Οι βάρκες και τα καΐκια καργάρανε τα κουπιά και τρακάρανε το ‘να τ’ άλλο. Οι πλώ­ρες χτυπούσαμε η μια την άλλη. Κουπιά, κοντάρια, καμάκια, απόχες μπερδευόντανε μεταξύ τους. Οι βουτηχτάδες πέφτανε στο νερό κ’ η θάλασσα άφριζε σαν να παλεύανε σκυλόψαρα. Πολλοί απ’ αυτούς κάνανε ώρα πολλή ν’ ανεβούνε απάνω, παίρνανε μακροβούτι και ψάχνανε στον πάτο να βρούνε τον Σταυρό. Για μια στιγμή φανερωνότανε κανένα κεφάλι και βούλιαζε γλήγορα πριν να το δεις.
 
Αξαφνα βγήκε ένα κεφάλι με κόκκινα γένεια κ’ ένα χέρι ξενέρισε και βαστούσε τον Σταυρό. Ήτανε ο παλαβό – Παρασκευάς. Με δυο – τρεις χεροβολιές κολύμπησε κατά το μέρος του δεσπότη και σκάλωσε στην αραξιά. Έκανε μετάνοια και φίλησε το χέρι του κ’ έδωσε τον Σταυρό. Ο δεσπότης τον πήρε, τον ασπάστηκε και τον έβαλε στον ασημένιο δίσκο κ’ υστέρα έδωσε τον δίσκο στον Παρασκευά. Οι ψαλτάδες πιάσανε πάλι και ψέλνανε κι ο κόσμος αλάλαζε. Ύστερα η συνοδεία τράβηξε πάλι για την εκκλησιά. Ο Παρασκευάς θεόγυμνος, με τον δίσκο στα χέρια, γύριζε στους μεγάλους καφενέδες και στις ταβέρνες κ’ έρριχνε ο κάθε ένας ό,τι ρεγάλο ήθελε. Τόσες ώρες ολόγυμνος και βρεμένος, με παγωμένο βρακί, μήτε κρύωνε, μήτε κάνε τους ώμους του δεν ανεσήκωνε. Όπως ήτανε κοκκινογένης αστακόχρωμος, έλεγε κανένας πως ήτανε ο Σκύθης Ανάχαρσις, που γύριζε τον χειμώνα γυμνός μέσα στην Αθήνα τα παλιά τα χρόνια, κ’ οι Αθηναίοι τον ρωτούσανε γιατί δεν κρυώνει, κι αυτός αποκρινότανε πως όλο το κορμί του είναι σαν το κούτελο, που δεν κρυώνει ποτές.
 
Την ώρα που έπεφτε ο Σταυρός στη θάλασσα, όλα τα καΐκια και τα καράβια, που ήτανε φουνταρισμένα ανοιχτά στο πέλαγο, γυρίζανε την πλώρη τους κατά την Ανατολή, από κει που ήρθε ο Χριστός στον κόσμο.
(από το βιβλίο «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου») -
πηγή: Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ

Τρίτη, Δεκεμβρίου 27, 2011

Τὸ δρᾶμα τοῦ θεοῦ (Χριστουγεννιάτικη ἱστορία)

Μπόκος Δημήτριος (Πρεσβύτερος)



Τὸ χιόνι στοιβαζόταν πυκνὸ ὅλο τὸ ἀπόγευμα ντύνοντας τὴν ὀρεινὴ πολίχνη, ποὺ εἶχε κουρνιάσει στὴν ἀπάνεμη πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ, στὰ λευκά. Μὰ ὡστόσο ὁ παγωμένος ἀέρας σήμερα, παραμονὴ Χριστούγεννα, δὲν τῆς χαριζόταν καθόλου. Σάρωνε τὶς πλαγιές, στριμωχνόταν βουίζοντας στὰ σοκάκια, ξεχυνόταν γοργὰ στὴν ἁπλωμένη κοιλάδα, πιστὸς στὸ ραντεβού του μὲ τὶς ἄπειρες λευκὲς νυφοῦλες πού, παιχνιδιάρες, ἄπιστες, ψυχρές, στριφογύριζαν ἀδιάκοπα, λοξοδρομώντας ἀπρόβλεπτα σὲ κάθε του ἐρωτικὸ ἄγγιγμα.

Τὰ Χριστούγεννα ἔρχονταν τυλιγμένα στὴν ὀμορφιά.

Κοντοστάθηκε μπρὸς στὴν κλειστὴ πόρτα. Τίναξε τὸ χιόνι ἀπὸ πάνω του, ξερόβηξε καὶ μπῆκε. Μὲ τὸ ἄνοιγμα τῆς πόρτας τὸ χιόνι, σπρωγμένο ἀπ' τὸν ἄνεμο, χύθηκε μέσα κι ἀνακάτεψε τὴν πνιγηρὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ καπηλειοῦ κάνοντας ὅλους νὰ γυρίσουν τὰ κεφάλια τους. Μὰ αὐτός, χωρὶς νὰ καλησπερίσει, χωρὶς νὰ κοιτάξει κανένα, προχώρησε στὴ γωνιά του καὶ σωριάστηκε βαρὺς στὴν ἄδεια καρέκλα, γυρνώντας σχεδὸν τὴν πλάτη του σὲ ὅλους. Ὅμως δὲν φάνηκε νὰ πειράχτηκε ἢ νὰ παραξενεύτηκε κανένας. Τὸ γκαρσόνι μάλιστα, μὲ τὸ ποὺ τὸν εἶδε, ἔτρεξε ἀμέσως μὲ τὸ καραφάκι καὶ τὸ ποτήρι στὸ χέρι στὸ τραπέζι του.

Ὅλοι τὸν ἤξεραν στὴ μικρή τους πόλη.

Τὸ πικρό του δρᾶμα τὸ μοιράζονταν ὅλοι σιωπηλά. Ἡ θλιβερὴ ζωὴ τοῦ μπάρμπα - Κοσμᾶ ἦταν μέρος τῆς καθημερινῆς τους ἔγνοιας. Ἤξεραν ὅλοι τὸ μοναχικὸ γεράκο ποὺ τὸν ἐγκατέλειψε ὁ γιός του. Τὸν ἤξεραν καὶ τὸν συμπαθοῦσαν.

Ὁ προκομμένος του ἦταν φευγάτος ἀπὸ χρόνια. Εἶχε δηλώσει ὅτι δὲν θέλει καμμιὰ ἐπικοινωνία. Ἤθελε νὰ 'ναι ἐλεύθερος. Χωρὶς δεσμεύσεις. Ὁ γέρος πικράθηκε βαθιά. Τοῦ μήνυσε πὼς τὸ σπίτι του θὰ 'ταν πάντα ἀνοιχτό. Νὰ τὸν περιμένει. Κι ἀπὸ τότε ἡ ζωὴ του ἔγινε ὅλη ἕνα δάκρυ, ποὺ ἀπ' τὰ μάτια του ἔσταζε ἀδιάκοπα στὴν καρδιά.

Δὲν ἔλεγε σὲ κανέναν τὸν πόνο του. Μὰ ὅλοι τὸν γνώριζαν. Κάθε μέρα κατέβαινε στὸ σταθμό. Τὴν ὥρα τῆς ἄφιξης αὐτὸς ἦταν πάντα ἐκεῖ. Τὸ σφύριγμα τοῦ τραίνου ἀνατάραζε μέσα του τρελλὰ τὴν ἐλπίδα. Κάθε μέρα τὰ τραῖνα ἔρχονταν καὶ ἔφευγαν σφυρίζοντας δυνατὰ στὸν ἀέρα. Κι αὐτὸς περίμενε ...;, περίμενε ...;

Καὶ πιὸ πολὺ τὶς μέρες τὶς καλὲς ποὺ ὅλοι χαίρονται, σὰν σήμερα. Τότε δυνάμωνε ἡ ἀπαντοχή του, δυνάμωνε ἡ ἐλπίδα του, δυνάμωνε ὁ πόνος. Κι ἀπόψε ὅλοι ἤξεραν πὼς ἀπὸ 'κεῖ ἐρχόταν πάλι. Διπλὰ πικραμένος, διπλὰ ἀπελπισμένος. Γιὰ μιὰ φορὰ ἀκόμα θὰ κάμει μόνος του Χριστούγεννα.

Βυθισμένος στὶς μαῦρες του ἀναμνήσεις ἄδειαζε σταγόνα - σταγόνα τὸ ποτήρι του, πασχίζοντας μάταια νὰ ρίξει φάρμακο στὸ φαρμάκι τῆς καρδιᾶς του.

Ἡ νύχτα προχώρησε. Τὸ καπηλειὸ ἄδειαζε, μιὰ καὶ ὅλοι βιαζόντουσαν νὰ γυρίσουν στὰ σπίτια τους γιὰ τὴ μεγάλη γιορτή. Ἔφυγε τελευταῖος. Μὰ ἀντὶ νὰ ἀνηφορίσει γιὰ τὸ σπίτι του, τὰ βήματά του κατηφόρισαν ἀνεξήγητα ὥς τὸ σταθμό. Γιατί πήγαινε ἐκεῖ; Οὔτε ποὺ καταλάβαινε.

Οἱ ἀποβάθρες ἔρημες. Κανένα ζωντανὸ πλάσμα δὲν κουνιόταν ἐδῶ. Τὸ τελευταῖο τραῖνο εἶχε σφυρίξει ἐδῶ καὶ ὧρες. Κάθισε σ' ἕνα παγκάκι. Τὸ ὑπόστεγο τὸν προστάτευε ἀπ' τὸ χιόνι, μὰ ὄχι κι ἀπ' τὸν ἄνεμο καὶ τὸ κρύο. Τυλίχτηκε στὸ χοντρό του παλτό. Ὁ βαθὺς πόνος τοῦ ἔσχιζε τὴν καρδιά. Τὸ μυαλὸ του θόλωνε. Δὲ νοιαζόταν πιὰ γιὰ τίποτε. Ἡ ὥρα περνοῦσε, μὰ ὁ χρόνος ἔπαψε νὰ ὑπάρχει γι’ αὐτόν. Ὥσπου ἀκούστηκαν κάποια βήματα δίπλα του. Ὁ παπὰς κατέβαινε γιὰ τὴ νυχτερινὴ γιορτινὴ Λειτουργία. Τὸν εἶδε καὶ ἀπορημένος πλησίασε.

- Μπάρμπα - Κοσμᾶ, τέτοια ὥρα τί κάνεις ἐδῶ;

Δὲν ἀποκρίθηκε. Δὲν εἶχε ὄρεξη γιὰ κουβέντες. Ἡ μορφὴ του σκοτεινίαζε ἀπ' τὴ μελαγχολία.

- Ἔλα στὴ Λειτουργία ἀπόψε, συνέχισε ὁ παπάς. Ἔτσι, νὰ γλυκαθεῖ λιγάκι ἡ ψυχή σου, μέρα ποὺ εἶναι.

- Τράβα τὸ δρόμο σου, παπά. Ἄσε με στὸ χάλι μου, εἶπε ἀνόρεχτα.

Ὁ παπὰς ἐπέμεινε. Μὰ ὁ γέρος ἔχασε τὴν ὑπομονή του.

- Φύγε, παπά. Τὰ 'παμε καὶ τὰ ξανάπαμε αὐτά. Ὁ Θεός σου δὲν ὑπάρχει γιὰ μένα. Μὴ μὲ κεντρίζεις περισσότερο, μέρα ποὺ εἶναι. Τράβα στὴ δουλειά σου, τὸ καλὸ πού σου θέλω.

- Καλὰ λοιπόν, φεύγω. Μὰ ἡ πόρτα θὰ 'ναι ἀνοιχτή, ὅποτε κι ἂν θελήσεις.

Ὁ παπὰς ἔφυγε καὶ ὁ γέρος ἔγειρε ἀποκαμωμένος στὸ παγκάκι. Ἔκλεισε τὰ μάτια του, μὰ ποῦ ὕπνος μ' αὐτὴ τὴν παγωνιὰ ποὺ ἔφτανε ὡς τὰ κόκκαλα. Ὁ ἀβάσταχτος πόνος διαπερνοῦσε τὰ σώψυχά του σωρεύοντας κρυάδα στὴν καρδιά του.

Ὁλόμαυρη ἡ παγωμένη νύχτα γύρω του. Θανατερὸ τὸ κρύο σκοτάδι μέσα του. Ὁ κόσμος ὅλος, ἔξω καὶ μέσα του, ἕνας τάφος. Ἔρημος, κρύος, σκοτεινός.

Ἔνοιωσε τὴν ἀπόλυτη μοναξιά. Βίωσε τὴν πλέρια δυστυχία. Βούλιαξε στὴν ἔσχατη ἀπόγνωση. Τί περισσότερο θὰ μποροῦσε νὰ ’ναι ἡ κόλαση;

- Γιέ μου! βόγκηξε δυνατὰ καὶ σωριάστηκε σὰν τὸ κουβάρι.

Ὁ ἄνεμος μούγκρισε δυνατὰ καὶ ξανάφερε στ' αὐτιὰ του ὁλόιδια τὴ φωνή του.

- Γιέ μου!

Τὴν πῆγε μακριὰ καὶ τὴν ξανάφερε. Καὶ βάλθηκε νὰ κάνει τὸ ἴδιο ξανὰ καὶ ξανά, λὲς καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε νὰ μαστιγώνει ἀλύπητα τ' αὐτιὰ καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ γέρου.

Μὰ ὄχι! Κάποιος φαίνεται νὰ τοῦ μιλάει πραγματικά. Ἀκούει ξεκάθαρα μέσ' τοῦ ἀνέμου τὴ βοὴ ὄχι τὴ δική του, μὰ κάποια ἄλλη, παράξενη φωνή.

- Γιέ μου!

- Ποιὸς εἶναι; ἀναρωτήθηκε. Μήπως ὀνειρευόταν;

Ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ τὸν φωνάζει γιό του; Ἔστρεψε τὰ κουρασμένα του βλέφαρα δῶθε – κεῖθε. Μεσ' στὴ θολούρα τοῦ μυαλοῦ του καὶ τῆς νύχτας ἀγνάντεψε μιὰ ἀνάερη μορφή, ποὺ ἔσβηνε καὶ φαινόταν σὰν τὶς νιφάδες τοῦ χιονιοῦ, ποὺ χόρευαν στὸν ἀέρα. Ἡ ἀπόκοσμη φωνὴ δὲν ἔπαυε νὰ ἀντηχεῖ σὰν χάδι ἁπαλὸ στ' αὐτιά του. Μὰ τὰ θαμπά του μάτια δὲν μποροῦσαν ν' ἀντικρύσουν καθαρὰ τὴ μορφὴ ποὺ ὅλο ἐρχόταν κι ἔφευγε ἀπὸ μπροστά του.

Τοῦ φάνηκε ἀρχικὰ σὰ νὰ ’ταν τὸ πρόσωπο τοῦ συχωρεμένου τοῦ πατέρα. Μετὰ τοῦ φάνταζε σὰν τὴ μορφὴ τοῦ παπᾶ ποὺ τοῦ μίλησε νωρίτερα. Μὰ τέλος ὅλα ξεκαθάρισαν. Μπροστά του ἔλαμψε ὁλοκάθαρα τοῦ ἴδιου του Χριστοῦ τὸ πρόσωπο, γλυκύτατο καὶ ὁλοφώτεινο.

- Πέθανα φαίνεται, σκέφτηκε. Βρίσκομαι σ' ἄλλο κόσμο πιά!

- Ὁλόκληρη ζωὴ σὲ περιμένω, γιέ μου. Γιατί δὲν ἔρχεσαι κοντά μου; ἀκούστηκε ζεστὴ ἡ θεϊκὴ φωνή.

Ὁ γέρος τὰ χρειάστηκε.

- Κοντά σου ἐγώ; Μὰ πῶς νὰ' ρθῶ; Διάλεξα τὴν ἐλευθερία μου ἀπὸ σένα. Πῶς νὰ ξαναγυρίσω τώρα; Καὶ πῶς μαζί σου νὰ λογαριαστῶ;

- Ἐσὺ γι' αὐτὸ ποθεῖς νὰ 'ρθει κοντά σου τὸ παιδί σου; Γιὰ νὰ σοῦ δώσει λογαριασμό;

- Καὶ βέβαια ὄχι! Ἂς ἤτανε μονάχα νὰ γυρίσει.

- Αὐτὸ συμβαίνει καὶ σὲ μένα. Μπορεῖς νὰ μὲ περιφρονεῖς, νὰ μ' ἀγνοήσεις. Μὰ τὸ δικαίωμα νὰ σ' ἀγαπῶ μπορεῖς νὰ μοῦ τὸ πάρεις; Σὲ καρτερῶ, θαρρεῖς, γιὰ νὰ βγάλω τὸ ἄχτι μου; Κοντά μου σὲ καλῶ, γιατί σὲ λαχταράω, γιέ μου. Μόνο γι’ αὐτό. Ὁ πόνος μου εἶναι βαθύς, ὅσο σὲ ξένα, μακρινὰ ἀπὸ μένα, μονοπάτια περπατᾶς. Πικρὸ τὸ δάκρυ μου πίσω ἀπ' τὸ κάθε βῆμα σου σταλάζει. Ὁλόκληρη ζωὴ κλαίω γιὰ σένα. Ἐσὺ τουλάχιστον μπορεῖς νὰ καταλάβεις τί σημαίνει αὐτό. Ὅ,τι περνᾶς ἐσὺ ἀπὸ τὸ γιό σου, περνῶ ἀπὸ σένα καὶ ἐγώ. Καὶ σκέψου ἀκόμα, πὼς ἐσὺ πονᾶς γιὰ ἕνα σου παιδὶ μονάχα, μὰ ἐγὼ γιὰ ἀναρίθμητα.

Σὰ νὰ 'πεσαν λέπια ἀπὸ τὰ μάτια του, σὰ νὰ σκορπίστηκε ὁμίχλη ἀπ' τὸ μυαλό του, ξαφνικὰ κατάλαβε. Συνειδητοποίησε τὸ δράμα τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἀσίγαστο πόνο Του γιὰ τὰ παιδιά Του. Τὴν ἀπροσμέτρητη λαχτάρα Του νὰ τὰ μαζέψει ὅλα γύρω Του, στὸ πατρικό τους σπίτι. Γιὰ πρώτη φορὰ ἔνοιωσε πατέρα του Αὐτόν, ποὺ ὥς τότε ἔβλεπε σὰν ἀνελέητο ἀφεντικό. Ἡ ἐμπειρία τὸν συντάραξε.

- Σὲ νοιώθω, Θέ μου, πράγματι, μουρμούρισε. Πατέρας εἶμαι κι ἐγώ, φαντάζομαι τὸν πόνο σου. Μὰ δὲν σὲ γνώριζα πρίν. Πρώτη φορὰ σὲ ἀνταμώνω καὶ μένω ἐκστατικός.

Ἡ θεϊκὴ μορφὴ ἀχτινοβολοῦσε κύματα ζεστασιᾶς κι ἀγάπης ποὺ τύλιγαν τὸ γέρικο κορμὶ σὲ μία ὁλόθερμη ἀγκαλιά. Ἡ καρδιὰ του ζεστάθηκε. Δὲν ἔνοιωθε καθόλου παγωνιά.

- Ἔλα στὸ σπίτι μου καὶ ἐκεῖ δὲν θὰ σοῦ λείψει τίποτα, εἶπε κι ἄρχισε ἡ θεϊκὴ μορφὴ νὰ χάνεται.

Μὰ σύγκαιρα ὁ ἀέρας γέμισε ἀπὸ τὸ γλυκὸ ἦχο τῆς καμπάνας ποὺ σήμαινε Χριστούγεννα. Ὁ γέρος ἀνασάλεψε ξυπνώντας ἀπ' τὸ μαγευτικό του ὄνειρο. Μὰ ἦταν ἀλήθεια ὄνειρο; Κι ὅμως δὲν ἔνοιωθε τὸ κρύο πιά. Καὶ ἡ καρδιὰ του πέταγε σὰν τοῦ μικροῦ παιδιοῦ.

Σηκώθηκε γρήγορα. Τὰ πόδια του ἀνάλαφρα τὸν ἔφεραν στὴν ἐκκλησιά. Ἦταν μισογεμάτη κιόλας. Χρόνια εἶχε νὰ δρασκελίσει τὸ κατώφλι της. Ἔπιασε μία γωνιά. Τὸ βλέμμα του πλανήθηκε ἕνα γύρο. Στάθηκε στὶς μεγάλες εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας στὸ τέμπλο. Τοὺς ἔνοιωσε δικούς του. Ἡ καρδιὰ του ἀναγάλλιασε. Σὰν τότε ποὺ ἔτρεχε παιδὶ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας, τοῦ πατέρα του. Στὴ ζεστασιὰ τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ του.

Μὰ ἐκεῖ στὸ πλάι του, παραμπροστά, στὴ δεξιὰ κολόνα ἀκουμπισμένος, ἕνας γεροδεμένος ἄντρας, ὥρα τώρα, τὸν παρατηροῦσε ἐπίμονα. Κάποια στιγμὴ ἦρθε καὶ στάθηκε κοντά του. Τὸν ἄγγιξε ἁπαλά. Ὁ μπάρμπα - Κοσμᾶς γύρισε παραξενεμένος. Κοιτάχτηκαν λίγες στιγμὲς ἀκίνητοι. Καὶ ξαφνικὰ ...;

- Πατέρα!

- Γιέ μου!

Ἀγκαλιάστηκαν σφιχτά. Σηκώθηκε σούσουρο τριγύρω, ὁ παπὰς πρόβαλε ἀπορημένος τὸ κεφάλι ἀπ' τὴν Ὡραία Πύλη, ἡ ψαλμωδία σχεδὸν σταμάτησε.

- Σ' ἔψαχνα, πατέρα, στὸ σπίτι. Ποῦ ἤσουνα; ρωτοῦσε χαμηλόφωνα ὁ γιός.

Μὰ ἡ φωνὴ τοῦ εὐτυχισμένου γεράκου εἶχε πνιγεῖ μεσ' στοὺς λυγμούς του. Τὰ μάτια του, θολὰ ἀπ' τὰ δάκρυα, ἀναζήτησαν τὴ θεϊκὴ μορφὴ στὴν εἰκόνα τοῦ τέμπλου.

- Θέ μου, δὲν πρόλαβα νὰ 'ρθῶ στὸ σπίτι σου, κι ὅλα τὰ βρῆκα.

Τί ὄμορφα ἐκεῖνα τὰ Χριστούγεννα!

Πέμπτη, Αυγούστου 11, 2011

Ὁ Πανταρώτας

Παπαδιαμάντης Ἀλέξανδρος


Ναυτικὸν διήγημα



Ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ὁ Καλοσκαιρὴς δὲν εἶχεν ἀνάγκην τοῦ πορθμείου τοῦ Χάρωνος διὰ νὰ πηδήσῃ εἰς τὸν ἄλλον κόσμον· εἶχε τὸ ἰδικόν του.

Καλὰ ποὺ εὑρέθη κι αὐτὸ τὸ ὑπόσαθρον πλοιάριον, αὐτόχρημα σκυλοπνίχτης, φελούκα παμπάλαιος, διὰ νὰ θαλασσοπνίγεται καὶ πορίζηται τὰ πρὸς τὸ ζῆν ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης. Ἦτο πτωχός, πάμπτωχος. Τόσα χρόνια ποὺ ἐγύριζε στὴν ξενιτειὰ κ’ ἐταξίδευε μὲ ξένα καράβια, κατάλαβες, καμμίαν προκοπὴν δὲν εἶχεν ἰδεῖ. Παραπάνω ἀπὸ λοστρόμος, δὲν κατώρθωσε νὰ φθάσῃ. Ἄλλοι σύντροφοί του, κατάλαβες, ἀπέκτησαν σκοῦνες καὶ βρίκια, καὶ δύο-τρεῖς μάλιστα εὑρίσκοντο, τὸ-σήμερο, μὲ μπάρκα. Κι αὐτὸς δὲν εἶχε τὸ-σήμερο, οὐδ’ ἕνα κότερο, μόνον ἦτον ἠναγκασμένος μ’ αὐτὴν τὴν παλιόβαρκα ν’ ἀγωνίζεται νὰ πορισθῇ τὸν ἄρτον τῆς οἰκογενείας του. Καὶ εἶχεν οἴκοι δύο «ἀδύνατα μέρη», ἐν ὥρᾳ γάμου, καὶ οἱ γαμβροί, κατάλαβες, τὸ-σήμερο, γυρεύουν πολλά. Σπίτι, ἀμπέλι, ἐλαιῶνα, παλιοχώραφα, τὰ χρειαζούμενα τοῦ σπιτιοῦ ὅλα, καὶ τὸ μέτρημα χωριστά.

Μήπως εἶχε, τοὐλάχιστον, βοήθειαν ἀπὸ κανένα; Ἐκ τῶν δύο υἱῶν του ὁ νεώτερος ὁ Δημήτρης, καλή του ὥρα, ὑπηρετοῦσε, ἂς εἶχε ζωή, εἰς τὸ Βασιλικὸν Ναυτικόν. Καλὰ ναυτικὰ ἤθελε μάθει! Ὁ ἄλλος, ὁ Ἀποστόλης ὁ μεγαλύτερος, ἔλειπε χρόνια εἰς τοὺς ὠκεανούς. «Οὔτε γράμμα οὔτε ἀπηλογιά». Πρὸ τριῶν ἐτῶν εἶχε μάθει ὅτι ἦτο μὲ ἓν ἀγγλικὸν ἀτμόπλοιον ναύτης, καὶ ὅτι περνοῦσε γιὰ Ἰταλός. Ἂς πᾷ-νὰ περνοῦσε καὶ γιὰ Σκλαβοῦνος! Αὐτὸς διάφορο δὲν εἶχε.

Ὡς ὁ κατάδικος εἰς τὸ ἰκρίωμά του, ὡς ὁ κοχλίας εἰς τὸ κέλυφός του, ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ἦτο προσηλωμένος εἰς τὴν λέμβον του. Ἐταξίδευε μεταξὺ Μιτζέλας, Στυλίδος, Λιχάδος, Ὠρεῶν καὶ Αἰδηψοῦ. Διεπόρθμευε κάτι μικρὰ ἐμπορεύματα, σπανίως ἐπιβάτας. Ἅπαξ τοῦ μηνὸς κατέπλεεν εἰς τὴν χθαμαλὴν εὐλίμενον νῆσόν του, διὰ νὰ φέρῃ ἐξοικονόμησιν εἰς τὴν γριὰ καὶ εἰς τὰς δύο κόρας του.

Τὸ πάλαι εἶχε σύντροφον εἰς τὴν λέμβον τὸν γερο-Σαλαμάστρα (καλὰ ποὺ ηὗρε συμπλωτῆρα ἀρκετὰ ριψοκίνδυνον)· ἀλλ’ ὁ γερο-Σαλαμάστρας δὲν ἦτο εὐχαριστημένος ἀπὸ τὸ μερδικό, ἐγόγγυζεν ἀπαύστως καὶ μίαν πρωίαν τοῦ ἔφυγε καὶ τὸν ἄφησε «μὲς στὴ μέση». Ὕστερον, «ἀπὸ φεγγάρι σὲ φεγγάρι» εἶχεν ἐνίοτε τὸν μπαρμπα-γιάννην τὸν Λαλούμενον. Ἀλλ’ ὁ μπαρμπα-Γιάννης ὁ Λαλούμενος συνήθειαν εἶχε, τὴν ἡμέραν τοῦ ἀπόπλου, νὰ συμπίνῃ μὲ τοὺς φίλους, καὶ οὐχὶ σπανίως τὸ ταξίδι ἀνεβάλλετο ἐξ αἰτίας του, ἢ ὁ ναῦλος ἐναυάγει ἐξ ὁλοκλήρου. Ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ἠναγκάσθη νὰ τὸν ἀποπέμψῃ.

Τελευταῖον καὶ μόνιμον σύντροφον προσέλαβε τὸν Γιάννην τὸν Πανταρώτα.


***


Τί περίφημος ἄνθρωπος αὐτὸς ὁ Γιάννης ὁ Πανταρώτας! Ἠδύνατό τις νὰ τὸν ὀνομάσῃ καὶ γιάννην Ἄπιαστον. Ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης μάλιστα τὸν ἐναυτολόγει ὑπὸ τὸ ὄνομα «Ἰωαννίδης». Ὑπελόγιζεν ὅτι, ἂν ὑπάρχουσιν ἀνὰ τὸν ἑλληνικὸν κόσμον ἑκατὸν χιλιάδες ἔγγαμοι γιάννηδες καὶ γιάνναιναι χῆραι, θὰ εἶναι, κατὰ μέσον ὅρον, διακόσιαι πενῆντα ἢ τριακόσιαι χιλιάδες Ἰωαννίδαι. Καὶ μετὰ τρεῖς γενεάς, ὅτε (ἂν περισωθῇ τὸ ἑλληνικὸν γένος) τὰ εἰς ιδης καὶ αδης θ’ ἀπαντῶνται μόνον εἰς τὰ ἡρωικο- κωμικὰ ἐπύλλια, τίς θὰ εὑρεθῇ ν ̓ ἀνησυχήσῃ ἂν οἱ ζήσαντες Ἰωαννίδαι ἦσαν σωστοὶ τριακόσιαι χιλιάδες ἢ τριακόσιαι χιλιάδες καὶ εἷς;

Τὸ ἀληθὲς εἶναι, ὅτι ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ὁ Καλοσκαιρὴς ἔτρεφε μεγάλην στοργὴν πρὸς τὸν συμπλωτῆρά του, τὸν Πανταρώταν. Δὲν ἐμερίμνα τόσον περὶ τοῦ ἑαυτοῦ του, ἂν θ’ ἀξιωθῇ νὰ λάβῃ σύνταξιν ἀπὸ τὸ Ναυτικὸν Ἀπομαχικὸν Ταμεῖον, ὅσον περὶ τοῦ συντρόφου του. Ἐκεῖ ποὺ ἔπλεεν ἀπὸ κάβον εἰς κάβον, ἀπὸ αἰγιαλὸν εἰς αἰγιαλόν, ἵστατο μίαν στιγμήν, ἄφηνε τὴν κώπην, ἔφερε τὴν χεῖρα εἰς τὸ μέτωπον, κ’ ἔλεγε:

― Τὸ ἐλάχιστο, αὐτὸς ὁ Ἰωαννίδης δὲ θὰ πάρῃ τίποτε σύνταξη; Τὸν ναυτολογῶ ταχτικά! Τίποτε δὲν τοῦ λείπει. Τὰ χαρτιά του εἶναι σωστά. Ἐγώ, ἂς κουρεύωμαι!

Καὶ στρεφόμενος πρὸς μεσημβρίαν ἔκαμνε λίαν ἐκφραστικὴν χειρονομίαν, μὲ τὸν ἀντίχειρα καὶ μὲ τὸν δείκτην λέγων:

―Ὅρσε, κουβέρνο!


***


Καὶ οὐχ ἧττον ὑπέφερε πολλὰ διὰ νὰ «τὸν περάσῃ στὰ χαρτιὰ» αὐτὸν τὸν γιάννη τὸν Πανταρώτα. Οἱ λιμενικοὶ ὑπάλληλοι μάλιστα «τοῦ ἔψηναν τὸ ψάρι στὰ χείλη». Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ὁ ἐξακουσμένος σύντροφός του ἦτο ἐν διηνεκεῖ ἀπουσίᾳ. Οἱ ἁλιεῖς, οἱ συναντῶντες τὸν μπάρμπ’ Ἀλέξην παραπλέοντα τὰς ἀκτάς, ἐνίοτε καὶ οἱ αἰπόλοι, οἱ ὁδηγοῦντες τὰς αἶγάς των εἰς τὸν αἰγιαλόν, «διὰ ν’ ἁρμυρίσουν», τὸν ἠρώτων:

― Ποῦ εἶν’ ὁ σύντροφός σου; Μοναχός σου ἀρμενίζεις;

― Πάει ν’ ἀγοράσῃ ψωμιά, ἀπήντα ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης. Τώρα τὸν περιμένω νὰ γυρίσῃ.

Κ’ ἐνῷ ἔλεγεν ὅτι τὸν περιμένει, ἐξηκολούθει οὐδὲν ἧττον νὰ πλέῃ.

Οἱ ἐπιστάται τῶν λιμένων, οἱ ὑγειονομικοὶ φύλακες καὶ οἱ τελωνοσταθμάρχαι ἦσαν τὰ φόβητρα τοῦ μπάρμπ’ Ἀλέξη.

Ἐπαρουσιάζετο πάντοτε μόνος του, εἰς τὸν ὑγειονομικὸν ἢ λιμενικὸν σταθμόν, διὰ «νὰ βγάλῃ τὰ χαρτιά».

― Ποιὸς εἶν’ ὁ σύντροφός σου;

―Ὁ Γιάννης ὁ Πανταρώτας. (Ἀλλαχοῦ ἔλεγεν ὁ Ἰωαννίδης.)

― Καὶ ποῦ εἶν’ αὐτὸς ὁ γιάννης ὁ Πανταρώτας; ― Μὲ καρτερεῖ στὴ βάρκα. ― Πῶς δὲν τὸν παρουσιάζεις ποτέ; ―Ὁλημέρα στὴν πιάτσα βρίσκεται. Ἀδειάζει ἀπ’ τὸ μεθύσι; ― Κ’ ἐμπιστεύεσαι σὺ νὰ ταξιδεύῃς μὲ μέθυσον. ― Τὸν ἔχω διὰ τὸν τύπο, ἐπειδὴ ἔτσι τὸ θέλει ὁ νόμος.

Ἐγὼ ἀξίζω γιὰ δυό.

Καὶ ὁ λιμενικὸς ὑπάλληλος ἐφόρει τὰ γυαλιά του καὶ τοῦ ἔδιδε «τὰ χαρτιά».

Εἷς ὅμως ὑπάλληλος ἦτον πολὺ πονηρός, καὶ τὸν εἶχε καταλάβει.

Φαίνεται νὰ ἦτον «Μωραΐτης». Ἀλλ’ ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ταχέως τὸν ἀφώπλισε. Ὑπὸ τὴν πρῷραν τῆς βάρκας ἔκρυπτε πάντοτε μίαν τσότραν γεμάτην, ἢ καὶ δαμεζάναν ὁλόκληρον, τοῦ εὑρίσκοντο δὲ καὶ κάτι ὀρεκτικὰ ἐδέσματα τῆς πατρίδος του. Μὲ μισὴ ἀστακοουρά, μὲ κανὲν καπνιστὸ κεφαλόπουλο τῆς λίμνης, μὲ ὀλίγον αὐγοτάραχον, μ’ ἕνα ἔγχελυν ἁλατισμένον, ὅλα προϊόντα τῆς μικρᾶς ὡραίας νήσου, ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ἔκαμνε τὴ δουλειά του.

Εἷς ἄλλος ὅμως ἦτο σκληρός. Ἦτο ὀλιγώτερον τρεπτὸς ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους θεούς, καὶ ἂς τοὺς εἶχε σχεδὸν πατριώτας. Ἦτο «Αὐστριακός, χειρότερος ἀπὸ Τοῦρκον», κ’ ἔτυχε νὰ γίνῃ ὑπάλληλος εἰς τὴν ἐλευθέραν Ἑλλάδα. Ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης δὲν ἠμπόρεσε νὰ τὸν καταφέρῃ. Ἠναγκάσθη νὰ παύσῃ νὰ πλησιάζῃ εἰς τὸν σταθμὸν ἐκεῖνον τῆς Στερεᾶς.


***


Μίαν φορὰν ὅμως «τὰ ἔφερε σκοῦρα». Εὑρέθη εἰς τὸ πέλαγος, ἐν τῷ μέσῳ τοῦ Εὐβοϊκοῦ στενοῦ, εἰς ἴσην ἀπὸ τῆς ἠπείρου καὶ ἀπὸ τῆς νήσου ἀπόστασιν. Ἤρχετο ἀπὸ τοὺς Ὠρεοὺς κ’ ἔπλεε διὰ τὸ Θρόνιον. Εἶχε μικρὸν φορτίον ἀπὸ στάμνες καὶ κανάτια, καὶ ἡμίσειαν δωδεκάδα βαρέλια ἐντοπίων μικρῶν ἀφύων. Ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ἦτο ἀμέριμνος ὡς πάντοτε, κ’ ἐκάθητο εἰς τὴν πρύμνην κυβερνῶν τὸ σκάφος καὶ ἰθύνων τὸ ἱστίον.

Δὲν ἦτο ἀνάγκη τώρα νὰ κάμῃ τὴν τέχνην τὴν ὁποίαν ἐσυνήθιζεν ἄλλοτε. Νὰ καθίσῃ δηλαδὴ εἰς τὸ κύτος τῆς λέμβου, παρὰ τὸν ἱστόν, νὰ προσδέσῃ τὴν σκότα καὶ τὸν οἴακα διὰ διπλῶν σχοινίων, καὶ νὰ χειρίζηται ἀόρατος, ἀπὸ τοῦ κύτους, φλόκον, ἱστίον καὶ πηδάλιον, μὲ μία χεριά.

Ἐνίοτε μάλιστα ἐνησμενίζετο νὰ τὸ κάμνῃ ὁσάκις εἶχεν, ὅπερ σπάνιον, κανένα χερσαῖον ἐπιβάτην, τὸν ὁποῖον ὑπεχρέου νὰ καθίσῃ παρὰ τὸ πηδάλιον, ὅταν διήρχοντο πλησίον παραθαλασσίου χωρίου. Καὶ ἀπὸ τῆς ξηρᾶς ἔβλεπον τότε πρᾶγμα ἀπίστευτον, φουστανελὰν κυβερνῶντα τὴν λέμβον.

Τὴν φορὰν ὅμως ταύτην δὲν εἶχεν ἐπιβάτην κανένα χερσαῖον.

Αἴφνης βλέπει βασιλικὸν πλοῖον ἐρχόμενον ἀντίπρῳρα αὐτοῦ.

Ἦτο ἡ «Σαλαμινία» πιθανῶς. Ἴσως νὰ ἦτο καὶ ἡ «Πληξαύρα» ἢ ἡ «Ἀφρόεσσα».

Ἂν εἶχε κανένα ἐπιβάτην, ἂς ἦτο καὶ φουστανελάς, θὰ τὸν ὑπεχρέου νὰ μεταμφιεσθῇ εἰς ναύτην, νὰ φορέσῃ τὰ παλιὰ ἀμπαδίτικα τοῦ μπάρμπ’ Ἀλέξη, τὰ ὁποῖα εὑρίσκοντο ὑπὸ τὴν πρῷραν διὰ πᾶν ἐνδεχόμενον.

Ἀλλ’ ἐπιβάτην, εἴπομεν, δὲν εἶχε. Τί νὰ κάμῃ; Σηκώνεται, λαμβάνει τὸ ἓν τῶν ζυγῶν, ἐφ’ ὧν καθέζονται οἱ ἐρέται, τὸ ἀνορθοῖ, ἐβγάζει ἕνα σκαλμόν, τὸν προσδένει διὰ τοῦ τροπωτῆρος σταυροειδῶς ἐπὶ τοῦ ζυγοῦ.

Κύπτει ὑπὸ τὴν πρῷραν, ἀναζητεῖ τὰ παλαιὰ ράκη του, ἐνδύει τὸ διπλοῦν ξύλον μὲ μίαν κάπαν, τῆς ὁποίας τὰ μανίκια ἐκρέμαντο σπαρακτικῶς περὶ τὰς δύο ἄκρας τοῦ σκαλμοῦ.

Ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ ὀρθοῦ ξύλου θέτει ἕνα ναυτικὸν κοῦκον, τὸν ὁποῖον εἶχεν, ἀφ’ οὗ χρόνου ἐταξίδευε μὲ τὰ ξένα πλοῖα εἰς Ἰταλίαν καὶ εἰς τὸν Ἀδρίαν.

Διὰ νὰ σταθῇ ὁπωσοῦν ὁ κοῦκος, τὸν περιδένει ὁλόγυρα μὲ τὸ κίτρινον ζωνάρι του, ὡς σαρίκι.

― Εἶναι σωστὸ σκιάζουρο, ἐψιθύρισεν ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης.

Καὶ ἔστησε τὸ αὐτοσχέδιον τοῦτο ἀνδρείκελον ἐπὶ τοῦ θριγκοῦ τῆς πρῴρας, μὲ τὴν βάσιν κάτω εἰς τὸ κύτος, ἐκεῖθεν τοῦ κολπουμένου ἱστίου.

Ἔβαλε καὶ τὴν μίαν κώπην ἐγκάρσιον, οἱονεὶ εἰς ἀνάπαυσιν ἐπὶ τῶν γονάτων τοῦ ἀνδρεικέλου, μὲ τὸ πτερύγιον ἄνω πρὸς τὸν οὐρανόν!

Ὀλίγα λεπτὰ ἀκόμη, καὶ τὰ δύο ἀντίπρῳρα πλοῖα συνηντήθησαν.

Ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ὕψωσε τὴν σημαίαν, ἐμετρίασε τὸν δρόμον, καὶ ἀπέδωκε τὰς τιμάς.

Ὁ κελευστὴς τῆς βασιλικῆς ἡμιολίας, ὅστις ἐγνώριζε τὸν μπάρμπ’ Ἀλέξην ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν δὲν ἠδυνήθη νὰ μὴ θαυμάσῃ τὴν εὐχειρίαν καὶ τὴν ρᾳστώνην μεθ’ ἧς ἔπλεε.

― Μπράβο καπετὰν Ἀλέξη, τῷ ἔκραξεν, εἶσαι πολὺ σβέλτος.

― Ἀλήθεια, ἀπήντησεν ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης... καὶ μάλιστα ὁ σύντροφός μου.


***


Τούτων ἕνεκα, μεγάλης χαρᾶς ἦτο ἀφορμὴ διὰ τὸν μπάρμπ’ Ἀλέξην, ὅταν κατώρθωνε «στὴ χάση καὶ στὴ φέξη» νὰ ἔχῃ κανένα ἐπιβάτην, τὸν ὁποῖον, ἐν ἀνάγκῃ, νὰ περάσῃ ὡς τὸν περίφημον γιάννη τὸν Πανταρώτα. Ἀλλὰ ποῦ ἐπιβάτης; Ποῖος ἐτόλμα νὰ πατήσῃ τὸν πόδα εἰς τὴν παλιόβαρκα;

Μίαν φορὰν εὐτύχησε νὰ ἐπιβιβάσῃ ἀπὸ μίαν ἀκρογιαλιὰν τῆς Λοκρίδος ἕνα κάποιον ὀρεινόν, ὅστις ἤθελε νὰ περάσῃ ἀντικρύ, εἰς τὴν Εὔβοιαν.

Ἀλλ’ ἴσως ἦτο ἡ πρώτη φορά, καθ’ ἣν οὗτος ἐπάτησε τὸν πόδα εἰς πλοῖον ἐν γένει. Μόλις ἐκάθισε παρὰ τὴν πρύμνην, μὲ τὴν σκούφιαν του ἴσα μὲ τὸ αὐτί, μὲ τὸν στριμμένον μύστακά του, μὲ τὰ τουζλούκια του, εἰς μέρος, ὅπου ἐδιαναστοῦσεν ἡ βάρκα, καὶ ὅπου ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης εἶχε διπλαρώσει τὴν βάρκα ἐπίτηδες, διὰ νὰ τὸν παραλάβῃ, καὶ ἀμέσως, πρὶν λύσῃ ὁ ναύτης τὰ ἀπόγεια, πρὶν ἡ λέμβος σαλεύσῃ ἀκόμη, διότι ἦτο γαλήνη, ὁ ἐπιβάτης ἤρχισε νὰ πιάνεται ἀπὸ τὸν σκαλμόν, ἀπὸ τὴν κωπαστήν, ἀπὸ τὸν ὦμον τοῦ μπάρμπ’ Ἀλέξη, ἀπὸ ὅ,τι εὕρισκε.

― Τί ἔχεις; εἶπεν ὁ κυβερνήτης· κάμε ἥσυχα, μὴ φοβᾶσαι.

Καὶ ἤρχισε ν’ ἀνασπᾷ τὴν ἄγκυραν. Ἀλλ’ ὁ ἐπιβάτης δὲν ἦτο καλά! Εἶχε κύψει εἰς τὸ κύτος, κ’ ἐζήτει νὰ κρατηθῇ ἀπὸ τὰς ἐξοχὰς τῶν στραβοξύλων, ἀπὸ τὰ ἐσωτερικὰ φατνώματα.

Ἡ λέμβος ἐκινήθη.

―Ἔχε ἔννοια, εἶπεν ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης, τώρα θὰ λύσω τὸ πανί.

Ὁ ἐπιβάτης ἐκυρτώθη, ἔγινε κουβάρι. Ἐκρατεῖτο σπασμωδικῶς ἀπὸ τὸ πρυμναῖον ζυγόν, ἀπὸ τὸν θριγκὸν τῆς πρύμνης.

― Βγάλε με! Βγάλε με! ἐκραύγασε. ― Τί ἔπαθες, βρὲ ἄνθρωπε, σὲ καλό σου! ― Βγάλε με ὄξου, δὲν μποροῦ. Δὲν μποροῦ τὴν φευ γάλα τς βάρκας. Τὸ σκάφος ἐσάλευσεν ὀλίγον τι.

― Μὴ φοβᾶσαι, δὲν εἶναι φουρτούνα. Μπονάτσα κάλμα. ― Βγάλε με ὄξου, σ’ λένε. Τί μ’ κρένεις αὐτοῦ; ― Τώρα λιγάκι κ’ ἐφθάσαμε. Κάμε τὸ σταυρό σου.

Τράβα μιὰ ρακιά. ― Χοντρὲς καληῶρις μ’ κρένεις, βλέπου; Καὶ μὲ τὸν ἕνα γρόνθον ἐφοβέριζε τὸν μπάρμπ’ Ἀλέξην, ἐνῷ μὲ τὸν ἄλλον ἐκρατεῖτο σπασμωδικῶς ἀπὸ τὴν κωπαστήν.

Ὁ γηραιὸς ναυτικὸς ἔδωκε τόπον τῇ ὀργῇ. Ἠναγκάσθη νὰ προσεγγίσῃ ὀπίσω εἰς τὴν ξηρὰν καὶ νὰ τὸν ἀποβιβάσῃ.

Μόλις ἐπάτησεν εἰς τὰ ἅγια χώματα, ὁ ὀρεινός, ἀπεμακρύνθη ὀλίγα βήματα, καὶ στραφεὶς κατὰ τὸν αἰγιαλόν, ἐστάθη μεταξὺ ἑνὸς βράχου κ’ ἑνὸς θάμνου, καὶ προσβλέψας βλοσυρῶς πρὸς τὸν μπάρμπ’ Ἀλέξην, ὅστις ἀπεμακρύνετο σιωπηλὸς ἀπὸ τῆς ἀκτῆς, ἐπρότεινε καὶ τοὺς δύο γρόνθους τὴν φορὰν ταύτην, σείων ἀπειλη- τικῶς τὴν κεφαλὴν καὶ κράζων:

― Ἄχ! καραβά. Ἄχ! βρὲ καραβά. Ἄχ! μωρὲ καραβά!


***


Ἂν καὶ συνήθως ἐθήρευε τοὺς ἐπιβάτας, ὅπου τοὺς εὕρισκεν, ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ἅπαξ εὑρέθη εἰς τὴν ἀνάγκην ν’ ἀποποιηθῇ νὰ παραλάβῃ ἐπιβάτην εἰς τὴν μικρὰν ὑπόσαθρον σκάφην του. Ἰδοὺ πῶς:

Ἦτο κατὰ τὰς τελευταίας ἡμέρας τοῦ ἔτους 1870. Ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ἡτοιμάζετο ν’ ἀποπλεύσῃ ἔκ τινος ἐρήμου ἀκτῆς τῆς Φωκίδος, μελετῶν, ἂν δὲν εὕρῃ ἐν τῷ μεταξὺ κανένα ναῦλον, ν’ ἀπέλθῃ εἰς τὴν μικρὰν νῆσόν του.

― Χειμῶνα, καλοκαίρι, ὣς τόσο, δὲ θὰ ξαποστάσω μιὰ φορὰ κ’ ἐγώ! Καλότυχοι εἶναι ὁ Καπετὰν Φραγκούλης, ὁ γιαλόξυλος, ὁ καπετὰν Θανασός, ὁ Ζευγαρωμένος, ὁ καπετὰν γιαννάκος, ὁ Ἔρωτας! Ἅμα μεσάσῃ ὁ Τρυγητὴς ὁ μήνας, ἔρχονται καὶ δένουν τὰ καραβάκια τους ἀπὸ τὴν Κολώνα τῆς πιάτσας, καὶ τραβοῦν φαῒ καὶ ὕπνο ποὺ πάει ἀντάρα καὶ καπνός!

Ἦτο περὶ τὴν ἑσπερινὴν ἀμφιλύκην, εἶχεν ἀρχίσει νὰ νυχτώνῃ.

Δὲν ἐφοβεῖτο νὰ πλέῃ καὶ διὰ νυκτὸς εἰς τόσον γνωστὰ πελάγη. Ἐκαυχᾶτο ὅτι «κ’ οἱ ξέρες καὶ τὰ γκρίφια τὸν ἐγνώριζαν».

Ἡτοιμάζετο ν’ ἀνασπάσῃ τὴν ἄγκυραν.

Τὰ νερὰ εἰς τὸν ὅρμον ἐκεῖνον ἦσαν ρηχά, «δὲν ἐδιαναστοῦσεν ἡ βάρκα».

Ἦτο ἀραγμένος μέχρι βολῆς τουφεκίου ἀπὸ τῆς ξηρᾶς.

Ἐκεῖ βλέπει κάτι τι κ’ ἔλαμψεν ἔξω ἐπί τινος βράχου τῆς παραλίας. Αὐτὸ δὲ τὸ λάμψαν ἔλαμψεν ἐπί τινος λίαν ἀμαυροῦ, λίαν θαμβοῦ.

Μὲ ὅλον τὸ ἐπικρεμάμενον ἤδη σκότος, ἡ ἀμαυρότης ἐφαίνετο δεσπόζουσα τοῦ σκότους.

Ἀκούει μίαν φωνήν, φωνὴν λίαν ἐπιτακτικὴν καὶ τραχεῖαν.

― Βρέ, καραβά!

Προσηλοῖ τὰ ὄμματα, διαστέλλων ὑπερβολικῶς αὐτά, ὅπως διακρίνῃ ἐν μέσῳ τοῦ λυκόφωτος.

Μεταξὺ δύο βράχων, εἰς μέρος, ὅπου ἤρχιζεν ἕνα μονοπάτι, γνωστὸν αὐτῷ, δι’ οὗ ἀνερριχᾶτό τις εἰς τὴν γυμνὴν καὶ ἀπόκρημνον ἀκτήν, βλέπει δύο ἄνδρας ἱσταμένους. Ἦσαν ἔνοπλοι, καὶ τὰ τουφέκια καὶ τὰ πιστόλιά των ἔστιλβον ἐπὶ τῆς λερῆς περιβολῆς των.

Ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ἐφοβήθη μέγαν φόβον. Οὐδ’ ἐπὶ στιγμὴν ἀμφέβαλεν ὅτι ἦσαν λῃσταί.

Ἀκούει δευτέραν φωνήν: ―Ἔ! καραβά! ἔλα γλήγορα νὰ μᾶς πάρῃς. ― Τώρα, τώρα! ἀπήντησε μηχανικῶς ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης. Καὶ ἀφοῦ ἀνέσυρε τὴν ἄγκυραν, ἔλαβε τὰς κώπας.

Ἀλλ’ ἀντὶ νὰ ἐλαύνῃ πρὸς τὴν ξηράν, ἐχαμήλωσεν τὴν ράχιν του, ἔκρυψε τὴν κεφαλήν του ἐντὸς τοῦ κύτους, γενόμενος ἀόρατος ἀπὸ τῆς ἀκτῆς, καὶ μὲ τὰς χεῖρας ἢ μὲ τοὺς πόδας ὅπως ἠδύνατο, ἤρχισε νὰ ἐλαύνῃ πρὸς τὸ πέλαγος.

Οἱ δύο ἀπὸ τῆς ξηρᾶς ἰδόντες τὸν δόλον, ἤρχισαν νὰ τὸν καταρῶνται καὶ νὰ τὸν ὑβρίζωσι μὲ τὰ φαυλότατα τῶν ἐπιθέτων.

Ἀλλ’ ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ἠδιαφόρει. Ἐφοβεῖτο νὰ ἔλθῃ εἰς ἐπαφὴν μὲ τοιούτους φοβεροὺς τὴν ὄψιν ἀνθρώπους. Καὶ πλουσίαν ἀμοιβὴν ἂν τοῦ ἔταζον, δὲν θὰ τοὺς ἐδέχετο ποτὲ εἰς τὴν λέμβον.

Ἠκούσθη μία τουφεκιά.

Ἡ βολὴ συρίξασα ἐκτύπησεν εἰς τὸ πηδάλιον τῆς λέμβου.

Δευτέρα τουφεκιὰ βροντώδης ἀντήχησεν.

Τὸ βόλι ηὐλάκωσε τὸ κῦμα, καὶ βυθισθὲν ἐχάθη εἰς τὸν μέλανα πόντον.

Ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης, ἐξακολουθῶν νὰ ἐλαύνῃ, ἦτο ἐκτὸς βολῆς ἤδη.

Ὅταν ἀπεμακρύνθη ἀρκετὰ ἀπὸ τῆς ξηρᾶς, ἀνωρθώθη περίτρομος ἀκόμη, καὶ ἤρχισε νὰ ψηλαφᾷ τὰ μέλη του.

―Ὤ! διάβολε! ἄλτρος κάβος κονταρέμους. Καὶ προσέθηκεν: ―Ὣς τόσο, καλὰ ποὺ τὴν ἐγλύτωσα. Πῶς θὰ χαρῇ ἡ καημένη ἡ γριά!


***


Εἴτε φαντασιώδης ἦτο ὁ κίνδυνος εἴτε πραγματικός, τοῦ μπάρμπ’ Ἀλέξη τοῦ ἐφάνη ὅτι «ἐξαναγεννήθη». Ἐν τούτοις δὲν ἦτο ἀπίθανον νὰ ἦσαν καὶ λῃσταὶ οἱ δύο ἐκεῖνοι ἄνθρωποι. Κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην, εἶχε γίνει ἐν Ἑλλάδι σπουδαία καὶ ἀποτελεσματικὴ ἐργασία πρὸς ἐξάλειψιν τῆς λῃστείας, ὅθεν οἱ τρεῖς ἢ τέσσαρες ἀρχηγοὶ τῶν τότε ἰσαρίθμων κομμάτων, συνασπισθέντες, ὡς νὰ ἦσαν ἐκδικηταὶ τῶν προγεγραμμένων, ἐκρήμνισαν παταγωδῶς ἀπὸ τῆς ἀρχῆς τὸ ἔκφυλον ὑπουργεῖον.

Ἴσως οἱ δύο οὗτοι φυγάδες, ἂν ἦσαν πράγματι λῃσταί, νὰ ἦσαν τὰ τελευταῖα λείψανα καταστραφείσης τινὸς συμμορίας.


***


Καὶ ὅμως ὁ γηραιὸς ναύτης, ἂν ἐσώθη ἀπὸ ἀληθεῖς λῃστάς, δὲν ἐφυλάχθη ὅμως καὶ ἀπὸ κοινοὺς κλέπτας. Εἰς μίαν ἄλλην ἀκρογιαλιὰν εἶχε προσορμισθῆ μίαν ἡμέραν. Ὁ σταθμὸς ὁ λιμενικός, ὅπου ὤφειλε «ν’ ἀλλάξῃ τὰ χαρτιά του», ἀπεῖχεν ἐκεῖθεν ἡμισείας ὥρας ὁδόν. Τώρα, ἐὰν εἶχε σύντροφον ἄλλον τινὰ παρὰ τὸν Πανταρώταν, ὅστις διετέλει ἐν διηνεκεῖ ἀπουσίᾳ, θὰ τὸν ἄφηνε νὰ φυλάγῃ τὴν βάρκα, καὶ δὲν θὰ τὴν ἄφηνεν ἔρημην καὶ ὀρφανήν. Καὶ ἂν δὲν τὴν ἄφηνεν ἔρημην καὶ ὀρφανήν, δὲν θὰ
ἤρχοντο ἐν τῇ ἀπουσίᾳ του κλέπται, νὰ τοῦ πάρουν ὅ,τι εἶχε καὶ ὅ,τι δὲν εἶχε.

Τοῦτο δὲ ἀκριβῶς συνέβη.

Οἱ κλέπται ἐμβῆκαν μέσα ὡς καλοὶ οἰκοκυραῖοι. Τοῦ ἀφῄρεσαν τὰ πάντα, ἐνδύματα, τρόφιμα, κοντάρια, ἱστία, ὡς καὶ τὰς κώπας.

Τοῦ ἄφησαν μόνον τοὺς τροπωτῆρας καὶ τοὺς σκαλμούς.

Καὶ τοὺς μὲν σκαλμοὺς ἴσως δὲν ἠδυνήθησαν νὰ τοὺς ἐβγάλουν ἀπὸ τὲς σκαλμότρυπες· οἱ δὲ τροπωτῆρες θὰ τοὺς ἔπεσαν, δι’ ἀδεξιότητα, ἀπὸ τὰς κώπας.
Τί νὰ τοὺς κάμῃ τοὺς τροπωτῆρας καὶ τοὺς σκαλμούς! Πῶς νὰ ταξιδεύσῃ χωρὶς κώπας, χωρὶς ἱστία;

.........................................

Καὶ ἔκτοτε ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ὁ Καλοσκαιρὴς ὡρκίσθη νὰ μὴ παραβῇ ἐπὶ ζωῆς του τοὺς περὶ ναυτιλίας νόμους, καὶ νὰ μὴ συνταξιδεύσῃ πλέον μὲ τὸν Γιάννη τὸν Πανταρώτα.


(1891)

Δευτέρα, Αυγούστου 01, 2011

Καλοκαίρι στὸ Ὅρος


το Φώτη Κόντογλου
Στ’ γιον ρος πγα πολλς φορές. Τν πρώτη φορ κάθησα παραπάνω π δύο μνες κ’ κανα γνωριμία μ πολλος πατέρες κα λαϊκούς, γιατί πάρχουνε κε πέρα κα γωγιάτες ρβανίτες, παραγυιο κα γεμιτζδες πο φορτώνουνε κερεστ1 στ καράβια. Στ Δάφνη, πο εναι σκάλα πο πιάνουνε τ βαπόρια, βρισκόντανε κα κάτι ψαράδες κοσμικοί, κ’ κε γνωρίσθηκα μ τρες ϊβαλιτες κα περάσαμε πολ μορφα. π κε πγα στς Καρυές, μ δν κάθησα πολύ, γιατί γύρευα θάλασσα. Πγα στ μοναστήρι τν βήρων μαζ μ να γέροντα πο πουλοσε βιβλία στς Καρυς κα πο τν λέγανε βέρκιον Κομβολογν. Σ’ ατ τ μοναστήρι κάθησα κάμποσο. Πι πολ μ τραβοσε ρσανάς, δηλαδ τ μέρος πο βάζουνε τς βάρκες κα τ σύνεργα τς ψαρικς.
φησα τ γένειά μου, τ ξέχασα λα κα γίνηκα ψαράς. τρωγα, πινα, δούλευα, κοιμώμουνα μαζ μ τος ψαράδες πο τανε λο καλόγεροι, ο πι πολλο Μπουγαζιανοί, δηλαδ π τ μπουγάζια τς Πόλης. Τί ξέγνοιαστη ζω πο πέρασα! διαίτερη...
φιλία δεσα μ τρες. νας τανε ς εκοσιπέντε χρον, καλ ψυχή, φιλότιμος, στοχαστικός, πρόθυμος στ κάθε τί κ’ εχε καλογερέψει π μικρός: τν λέγανε Βαρθολομαο. λλος τανε ς σαράντα χρονν, ψαρς π τ χωριό του, κοντόφαρδος, πλός, συχος, λιγομίλητος, κακος, «πτωχς τ πνεύματι», ταπεινς κα τν λέγανε Βασίλειο. λλος τανε γέρος σν τν γιο Πέτρο, γελαζούμενος, χωρατατζς κα τν λέγανεΝικάνορα.
Βαρθολομαος διάβαζε κα βιβλία μ ταξίδια θαλασσινά. νάμεσα σ λλα εχε στ κελλί του κα δύο τρία βιβλία το ουλίου Βέρν. Μ’ ατν ψαρεύαμε στακούς. βγαζε κα κοράλλια κα μο δειχνε πς ν τ ψαρεύω. ρσανς τανε να σπίτι μακρύ, χτισμένο πάνω στ θάλασσα μέσα σ’ ναν κόρφο πο τν ποσκέπαζε νας κάβος κα γι κεραμίδια εχε μαρες πλάκες. Μπροστ εχε κάτι ξέρες πο σκάζανε ο θάλασσες ποτε περνε βοριάς, κι π πάνω κατεβαίνανε τ βράχια φυτρωμένα μ μυρσίνες, μ πουρνάρια κα κάθε γριο χαμόδεντρο. ρσανς εχε πεντέξι κάβιες2 ραδιασμένες κα μπροστ εχε να χαγιάτι πο κουμποσε σ κάτι δοκάρια π γριόξυλα. κε μέσα κοιμόμαστε. π κάτω εχε κάτι χαμηλς καμάρες κα μέσα στς καμάρες τραβούσανε τς βάρκες. Τ δίχτυα τ πλώνανε πάνω στ μπαρμάκια3 το χαγιατιο. κε πο κοιμόμαστε κούγαμε π κάτω μας τ θάλασσα πο μπαινε μέσα στς καμάρες κα κυλοσε τ χαλίκια κα μς νανούριζε. Παλι εκονίσματα τανε κρεμασμένα μέσα στν ρσαν κ’ καιγε κοίμητο καντήλι.
undefined 
 « … » Εχε ρθει μία μέρα στ Καψοκαλύβια νας καλόγερος π κάποιο ψαραδόσπιτο πο ταν νάμεσα στν κάβο Σμέρνα κα στ Καψοκαλύβια, κα τν φιλοξένησε πάτερ σίδωρος κα γνωρισθήκαμε. Τν λέγανε Νελο, κ΄ τανε Μυτιληνιός. Φεύγοντας μ προσκάλεσε ν πάγω στ κελί του. Σ δύο τρες μέρες, πγα. Στ ρος βλέπει κανες πολλ συνήθιστα πράγματα κα χτίρια, πλν τ κελ το πάτερ Νείλου τανε π τ πι παράξενα. Σ ατ τ μέρος κατεβαίνανε δύο ραχοκοκαλις π βράχια κα κάνανε δύο κάβους πο τραβούσανε βαθι στν θάλασσα, νας πολ κοντ στν λλον, τόσο, πο λεγες πς τ νερ πο βρισκότανε νάμεσά τους τανε ποτάμι κι χι θάλασσα. κε πο σμιγε νας κάβος μ τν λλον, σηκωνόντανε δυ ράχες π βράχια κι τανε τόσο κοντά, πο σκοτεινίαζε κενο τ μέρος, ς λαμπε λιος τ καλοκαίρι. Σ΄ ατ τ μέρος, μέσα σ΄ ατ τν τρύπα, τανε χτισμένος ρσανς το πάτερ Νείλου. Τ νερ τανε πατα κα σκοτειν μέσα σ κενο τ κανάλι. Τ σπίτι τ χάνε χτισμένο λίγο παραπάνω π τν θάλασσα, θεμελιωμένο στ βράχο, μ χαγιάτια κα μ καμάρες, πως συνηθίζεται στ ρος π τ παλι χρόνια, μ μαρες πλάκες ντ γι κεραμίδια. Λίγο παραπάνω τανε χτισμένη κκλησιά, μικρή, μ σκαλιστ τέμπλο κα μ λα τ καθέκαστα. π πάνω κρεμότανε να βουν δασωμένο κα στν κορφ εχε να βράχο πότομο, μ΄ να σπήλαιο. Σ΄ ατ τ σπήλαιο σκήτευε πρ λίγα χρόνια νας γέροντας πο στάθηκε στ νιάτα το πλαρχηγς στν Μακεδονία. Τώρα εχανε φωλιάσει ρνια μέσα στν σπηλι κα τ βλεπα πο πέρνανε βόλτες γύρω στ ράχη.
Νελος κα συνοδεία το εχανε δυ τράτες κα δυ βάρκες. τανε φτχτ νοματέοι, πέντε μεγάλοι κα δυ τρία καλογέρια. λοι τους τανε λιοκαμένοι, μαροι σν ραπάδες. πάτερ Νελος εχε πάνω του μία συχία κα μίαν πλότητα πο σ κανε ν τν γαπήσεις κα ν τν σεβαστες. Λιγόλογος, μ λοένα τανε χαμογελαστ τ πρόσωπό του, μ κάτι χείλια χοντρ σν το ράπη, μ μαρα κα πυκν γένεια, πο φυτρώνανε κάτω π τ μάτια του κα σκεπάζανε τ μάγουλά του. Μ τ σκούφια πο φοροσε τανε διος βαβυλώνιος. Ξυπόλητος, πως δ τανε λοι τους, φοροσε πάνω να σκορο πουκάμισο κα κάτω να βρακ νατολίτικο σαμε τ γόνατα. Τς μέρες πο κάθησα κε πέρα, Νελος κ΄ νας δόκιμος δν πηγαίνανε μ τν τράτα γι ν μο κρατήσουνε συντροφιά. τανε κ΄ νας γέρος, πάτερ θανάσιος, πο φύλαγε πάντα τ σπίτι. Σν γυρίζανε π τ ψάρεμα βγάζανε τ ψάρια ξω κα φο διαλέγανε λίγα χοντρ γι ν φμε, κι λλα γι πάστωμα, τ ψιλ τ κάνανε να σωρ κα τ φήνανε ν σιτέψουνε γι ν τ λατίσουνε. π τ χοντρ παστώνανε πολλος ροφούς, ν χουνε τ χειμώνα. Ψιλά, μαρίδα κα σαρδέλα, παστώνανε πολλ βαρέλια κα τ στέλνανε στ Σαλονίκη. Καθόντανε σταυροπόδι γύρω στ σωρ κα παστώνανε. λο τ σπίτι μύριζε μία τέτοια ψαρίλα, πο στν ρχ γυρίζανε νω κάτω τ στομάχια μου. Μ σιγ σιγ συνήθισα κα δν καταλάβαινα τν ψαρίλα σχεδν λότελα. Συλλογιζόμουνα κιόλας πς τσι θ μυρίζανε κι Χριστς κ΄ ο πόστολοι. Ο νθρωποι κ΄ τι πίανες, λα μυρίζανε ψαρίλα. κόμα κα μέσα στν κκλησι νοίωθες ατ τ μυρουδιά.

Τς ρες πο λείπανε ο λλοι στ ψάρεμα, κουβεντιάζαμε μ τν πάτερ Νελο γι θρησκευτικ κα γι τ στορικά του σπιτιο του, τί φουρτονες περάσανε, τί θεριόψαρα συναντήσανε, τί καΐκια βουλιάξανε π τότες πο κάθησε σ΄ ατ τ μέρος κι λλα λογι λογιν. λλη φορ πάλι, κε πο καλαφάτιζε μία βάρκα τραβηγμένη ξω, ψελνε μ τ γλυκει φωνή του, κ΄ κανε τν δεξι ψάλτη κι γ τν ριστερόν. Λέγαμε τς Καταβασίες τς Μεταμορφώσεως (γιατί τανε κενες ο μέρες το Αγούστου) «Χορο σραλ ήκμοις ποσί, πόντον ρυθρν κα γρν βυθν διελάσαντες», τ Πασαπνοάρια μ τ δοξαστικ «Παρέλαβεν Χριστς τν Πέτρον κα άκωβον κα ωάννην», κι στερα λέγαμε ργς κα μετ μέλους τ Κοινωνικ «ν τ φωτ τς δόξης το προσώπου σου, Κύριε, πορευόμεθα ες τν αώνα». Στ τέλος μως ψέλναμε πάντα τ «Ελογητς ε Χριστ Θες μν, πανσόφους τους λιες ναδείξας, καταπέμψας ατος τ πνεμα τ γιον, κα δ΄ ατν τν οκουμένην σαγηνεύσας, φιλάνθρωπε, δόξα σοί». Δν μπορ ν παραστήσω τ πόσο συγκινημένη τανε καρδιά μου σν κουγα ν ψέλνει ψαρς πάτερ Νελος, ξυπόλητος, μ τ κατραμωμένο βρακί, μ τ φύκια κολλημένα πάνω στ γυμν ποδάρια του, ν ψέλνει μ κείνη τν ρχαία μελωδία κα ν λέγει στίχους αμβικούς, κα παραπέρα ν΄ φρίζουνε τ παμπάλαια λληνικ κύματα κι γέρας ν βουΐζει πανηγυρικ πάνω στ θεοχτιστ βράχια κα στ δέντρα! Μ πι βαθει κι πι παράξενη συγκίνηση μ΄ πίανε τν Κυριακ κα τς λλες γιορτινς μέρες πο λειτουργοσε πάτερ Νελος ψαρς κα γινότανε ερέας το ψίστου, ατς πο τν βλεπα τς λλες μέρες ν΄ λατίζει ψάρια, ν καλαφατίζει βάρκες, ν ματίζει σκοινιά, ν γραντολογ καραβόπανα, ν βολεύει γκουρες, ν μπαλώνει δίχτυα, μαζ μ τ συνοδεία του!
Κα στ λειτουργία γινότανε σν πατριάρχης, μ τ πανωκαλύμμαυχο, μ τ χρυσ φελόνι, μ τ πιμάνικα, μ τ πιγονάτιο, κα δεότανε μυστικς μπροστ στν γία Τράπεζα «πρ τν το λαο γνοημάτων», «ς νδυόμενος τν τς ερατείας χάριν». ! Τί ξαίσια κα φρικτ μυστήρια χει ταπειν ρθοδοξία μας! Μ καρδιά μου δάκρυζε ληθιν π για χαρ κι π κατάνυξη, σν στρώνανε γι ν φμε κα ελογοσε τν τράπεζα πάτερ Νελος μ τ θαλασσοψημένα δάχτυλά του, ν γύρω στεκότανε μ σταυρωμένα χέρια κενοι ο πλο ψαράδες, κουρασμένοι, θαλασσοδαρμένοι, ξεχασμένοι π τν κόσμο μέσα σ κείνη τν καταβόθρα. Κι λεγε μ τν ταπειν φων το πάτερ Νελος «Χριστ Θεός, ελόγησον τν βρσιν κα τν πόσιν τν δούλων σου, τι γιος ε πάντοτε νν κα ε κα ες τος αώνας τν αώνων», ν μς ποσκίαζε   πλώρη το τρεχαντηριο κ΄ ρμύρα ρχότανε π τ βουερ τ πέλαγο ΄΄.
Περιοδικ «Νέα στία», τεχος 875, 1963



  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...