Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Περί Θανάτου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Περί Θανάτου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Ιουνίου 12, 2014

Η υπέρβαση του θανάτου στη μοναχική ζωή (Μέρος 2ο)

Το α΄ Μέρος εδώ

Ο Σταυροαναστάσιμος αυτός χαρακτήρας της ζωής είναι απλωμένος παντού.
Κάθε μια παρηγοριά και χάρη δίδεται στην ‘Ορθοδοξία και το μοναχισμό της διά του θανάτου.
Παρηγοριά είναι το ξεπέρασμα του θανάτου, σε κάθε μορφή ζωής.
Αυτό μπορούμε να το δούμε και στις μεγάλες μοναχικές ακολουθίες, στις νηστείες, στην όλη τακτική της ασκητικής. Είναι σκληρά τα ‘Ορθόδοξα; Είναι αυστηρά; Ξεπερνούν την αντοχή του ανθρώπου; Έτσι φαίνονται απ’ έξω. Έτσι είναι εν μέρει και στην ουσία τους. («Μοναχός εστί βία φύσεως» λέει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος). Μόνο που δεν είναι ποτέ ανέλπιδα, όσο σκληρά και αν  φαίνονται. Δενείναι ποτέ πνιγηρά και αφύσικα, όσο σκοτεινά και αν παρουσιάζωνται.
Πηγή: http://i-n-ag-nektariou-patron.blogspot.gr/
Πηγή: http://i-n-ag-nektariou-patron.blogspot.gr/
Γιατί στο τέλος μέσα από τον πολύ κόπο, την άσκηση, την αγρυπνία, που ξεπερνά, συχνά, την ανθρώπινη αντοχή, πετάγεται ένα βλαστάρι, καινούργιο, άφθαρτο, αμάραντο, που δίνει καρπό εκατονταπλασίονα. Και τότε μακαρίζεις τους κόπους και τους πόνους. Τα θυσιάζεις όλα. Γιατί τούτη η χαρά που ανέτειλε, είναι φως του μέλλοντος αιώνος, που φωτίζει χαρούμενα και ζωοποιεί τα παρόντα και τα μέλλοντα. Έτσι αυθόρμητα ζητάς στη συνέπεια τα πιο σκληρά, τα πιο σκοτεινά, τα πιο μόνα για να προχωρής στα ακαται-σχύντως παρήγορα,αδύτως φωτεινά, και συμφιλιούντα τον άνθρωπο με όλους και με  όλα.
Φτάνουν στο τέλος οι αληθινοί μοναχοί να δέχωνται ευγνώμονα και ευχάριστα τη θλίψη και τον πόνο, η την περιφρόνηση και τον εξευτελισμό των ανθρώπων, γιατί έτσι ελευθερώνονται, από τις απατηλές παρηγοριές τούτου του κόσμου, και γίνονται κοινωνοί της αιωνίουδόξης του Κυρίου από σήμερα.
Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος μας λέει: «Ελογάριαζα για το ουδέν τους πειρασμούς και τας θλίψεις όπου μου ήρχοντο αποβλέποντας όχι εις την μέλλουσαν άλλα εις την παρούσαν δόξαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού».
Είναι χαρακτηριστικό το εξής γεγονός: Στο μοναστήρι μας έρχεται κάθε τόσο ένας γέρος ασκητής και ζητά λίγη βοήθεια. Μ’ αυτά που παίρνει τρέφεται εκείνος και βοηθεί και άλλους πιο γέρους απ’ αυτόν.
Μια μέρα. που ήλθε για την συνηθισμένη του επίσκεψη, είπε σε κάποιο αδελφό του Μοναστηρίου: «Δεν πιστεύω να στενοχωριέστε που έρχομαι και ζητώ βοήθεια. Αν κάτι τέτοιο συμβαίνη, δεν πειράζει, μπορώ να μην έλθω άλλη φορά. Μη στενοχωριέστε, γιατί ο μοναχός είναι σαν ένας σκύλος. Αν του δώσης μια κλωτσιά, καλό του κάνεις, αν δεν του δώσης κλωτσιά αλλά του δώσης ένα κομμάτι ψωμί, κι’ αυτό καλό είναι».
Ο Γέροντας αυτός παρ’ όλον ότι έχει περάσει τα 75 του χρόνια, δεν έχει απαίτηση να τον σέβεται κανείς. O ίδιος θεωρεί τον εαυτό του σαν ένα σκύλο. Βάζει μετάνοια και ζητά ευλογία από όλους μοναχούς, δοκίμους και προσκυνητές.
‘Έχει όμως ντυθή με μια τέτοια ανέκφραστη χάρη, που γίνεται πανηγύρι χαράς κάθε φορά που θα έλθη στο Μοναστήρι. ‘Όλοι, μοναχοί και προσκυνητές συγκεντρωνόμαστε γύρω του για να ακούσωμε τους λόγους της χάριτος που βγαίνουν από το στόμα του, για να φωτισθούμε από τη χαρά που εκπέμπει το πρόσωπο του, χωρίς εκείνος να το υποψιάζεται. Μοιάζει με τον Αββά που, ζήταγε από το Θεό. να μην τον δοξάση επί της γης, και τόσο πολύ έλαμψε το πρόσωπό του, που δεν μπορούσε κανείς να το ατενίση κατάματα.
Σ’ αυτούς τους ταπεινούς που λάμπουν από τη χάρη, νοιώθεις να ιερουργούνται ακατάπαυστα μέσα τους δυο αρετές: Το μυστήριο της μετανοίας και της αγάπης.
Δεν είναι οι μετανοήσαντες αλλά οι μετανοούντες.
Το «μετανοείτε» του Κυρίου δεν νοείται ως «μετανοήσατε» μια φορά, ούτε σημαίνει το να μετανοή κανείς κάθε τόσο (ίσως απ’ εκεί θα αρχίση), αλλά το να γίνη η ζωή του μια μετάνοια. Να υπάρχη μια παντοτεινή στάση μετανοίας και συντριβής μέσα του. Να μη μιλά κανείς, να μη σκέπτεται, να μη κάνη τίποτε έξω από το κλίμα και το ήθος της συντριβής. Αυτή να διαποτίζη την ύπαρξή του.
Κάθε στιγμή να λειτουργή το μυστήριο της μετανοίας, της συντριβής, και ανορθώσεως από την άλλη Δύναμη. Κάθε στιγμή όντας πεσμένος να νοιώθης ότι σηκώνεσαι από Αυτόν, νοιώθης ότι είσαι πτώση και Αυτός είναι Ανάσταση. Είσαι μη ων και Αυτός είναι ο Ων. Και από το άμετρο Του έλεος σε έφερε στο είναι, παραπεσόντα σε ανέστησε και σε ανιστά ακατάπαυστα.
‘Έτσι με το να ωριμάση το πνεύμα της μετανοίας μέσα μας, οδηγούμαστε στο «Πάντοτε την νέκρωσιν του Κυρίου Ιησού εν τω σώματι περιφέροντες, ίνα και η ζωή του ‘Ιησού εν τω σώματι, ημών φανερωθή» (Β’ Κοριν. 4, 10).
Βρίσκονται στη Μεγάλη Παρασκευή και στην Κυριακή του Πάσχα συγχρόνως. Ζουν τη «ζωηφόρο νέκρωση», το «χαροποιόν πένθος» ακατάπαυστα.
Το ίδιο -όπως στη μετάνοια- είναι ευαίσθητοι στο μυστήριο της αγάπης. Βλέπουν και εδώ πάλι το δρόμο της θυσίας, που οδηγεί αμέσως και σίγουρα στην αιώνια ζωή. Κανείς κόπος που προσφέρεται από αγάπη στο Θεό δεν πάει χαμένος. Και ο, τι προσφέρεται, χάνεται, δοσμένο από αγάπη στον αδελφό, αυτό σώζεται, ευρίσκεται ανέπαφο και αυξημένο εις ζωήν αιώνιον.
Ο άλλος δεν είναι απλώς απαραίτητος σύντροφος της ζωής μας, μα αναπόσπαστο στοιχείο της πνευματικής μας αυτοσυνειδησίας. Μόνο χαμένος για το Θεό και τον άλλο (τον αδελφό) ο άνθρωπος μπορεί να βρη τον εαυτό του στις αληθινές του διαστάσεις. «Ος αν απολέση, ούτος ευρήσει». Μόνον έτσι ανορθώνεται μέσα του το θεανθρώπινο και απεριόριστο μεγαλείο του ανθρώπου. Μόνο τότε νοιώθει κανείς πως οι βάσεις που στηρίζεται ο άνθρωπος δεν σαλεύουν ποτέ. Οι βάσεις είναι ο θάνατος, ο αφανισμός. Η δε ανθρωπολογική πραγματικότητα, μέσα στην οποία ζη στη συνέχεια ο καινός άνθρωπος, είναι η χάρη που αγκαλιάζει τα πάντα.
Ο μισθός, που δεν θα χαθή για το ποτήρι νερού που προσφέρεται στον αδελφό, είναι η νέα Τριαδική συνείδηση του ανθρώπου» που ανατέλλει μέσα του: O άλλος δεν είναι το σύνορο που ορίζει τον ατομικό εαυτό μας, που κλείνει το χώρο μας η απλώς κολακεύει την αυταρέσκειά μας. Δεν είναι το σάβανο που τυλίγει τη νεκρωμένη μόνωσή μας. Δεν «είναι η κόλαση». Ο άλλος είναι οικεία χώρα ζωής, ο πιο ακριβός και αμετάθετος εαυτός μας, που μας χαρίζει -δια της προσφοράς μας σ’ αυτόν- την έννοια και την πραγματικότητα της αιώνιας ζωής, που ήδη άρχισε: «Ημείς οίδαμεν ότι μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν, ότι αγαπώμεν τους αδελφούς» (Ιωάν. α’ 3, 14).
Πλησιάζοντας ένα ώριμο μοναχό δεν βρίσκεις κάτι το υπεράνθρωπο, που παραξενεύει και δημιουργεί ίλιγγο, αλλά κάτι το βαθειά ανθρώπινο, ταπεινό, που φέρνει γαλήνη και παρηγοριά. Μ’ όλη τους την άσκηση και αναχώρηση δεν απομακρύνθηκαν από τον άνθρωπο, επέστρεψαν σ’ αυτόν. Αγκάλιασαν όλους τους ανθρώπους και τους πόνους τους. ‘Έγιναν αληθινοί άνθρωποι.
Και η πρόοδος η μοναχική δεν εξαρτάται από το πόσο νήστεψε ή κακουχήθηκε ο μοναχός, αλλά από το πόσο, με όλη την άσκησή του, έγινε κοινωνός της  χάριτος του Παρακλήτου, αναπαύθηκε ο ίδιος και είναι ανάπαυση και για τον αδελφό  του τον άνθρωπο.
Στους μοναχούς μιας συνοδείας μπήκε ο λογισμός ότι ξεπερνούν στην αρετή τους άλλους μοναχούς, επειδή κάνανε πιο πολλές νηστείεςκαι μακρές ακολουθίες.
Γι’ αυτό το θέμα ένας παληός Γέροντας είπε:
«Μη μου λέτε πόσο νηστεύουν ή πόσες ώρες κρατά η ακολουθία τους. Άλλο πράγμα μ’ ενδιαφέρει. Μπορεί ένας απ’ αυτούς και ο πιο προχωρημένος να καταλάβη το σημερινό κουρασμένο άνθρωπο, να παρηγορήση τον πονεμένο; Μπορεί να ελευθερώση το μπλεγμένο στις μεθοδείες του διαβόλου; Αν αυτό κάμη, αν μπορέση και ανάπαυση τον αδελφό του και τον κάμη να αγαπήση τη ζωή, να χαρή και να ευγνωμονήση το Θεό, αυτό θα δείξη ότι ο μοναχός αυτός προχώρησε πνευματικά»).
Αυτή η θέση του Αγιορείτη Γέροντα είναι χαρακτηριστική. Δείχνει πόσο ο μοναχισμός είναι φιλάνθρωπος. Μετρά τα πάντα με το μέτρο της αγάπης, της καθολικής σωτηρίας των πάντων, όχι της φανταστικής τακτοποιήσεως του καθενός χωριστά.
[Συνεχίζεται]

Τετάρτη, Ιουνίου 11, 2014

Η υπέρβαση του θανάτου στη μοναχική ζωή (Μέρος 1ο)

Ένας Αββάς του Γεροντικού έλεγε: «Δεν είμαι μοναχός, αλλά είδα αληθινούς μοναχούς». Αύτη η φράση με βοηθεί και δικαιολογεί την παρουσία μου απόψε μεταξύ σας. Και από αυτά που είδα, θα προσπαθήσουμε να πούμε μερικές λέξεις για το τι είναι ένας ορθόδοξος μοναχός, και το τι βαθειά σχέση έχουμε όλοι με τη λειτουργική ζωή των μοναστηριών και τις προσωπικές εμπειρίες των άγιων ασκητών.
Ο Κύριος δεν ήλθε στον κόσμο για να καλυτερεύση απλώς τις συνθήκες της παρούσης ζωής, δεν ήλθε για να προτείνη κανένα οικονομικό η πολιτικό σύστημα, ούτε για να μας διδάξη καμιά μέθοδο ψυχοσωματικής ισορροπίας.
Ήλθε για να νικήση το θάνατο και να φέρη την αιώνια ζωή. «Ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. 3, Ί6) Και αυτή η αιώνιος ζωή δεν είναι υπόσχεση για μεταϊστορική ευτυχία, δεν είναι μία απλή μεταθανάτια επιβίωση, ούτε μία παράταση ατέρμονη της παρούσης ζωής. Αιώνιος ζωή είναι η Χάρη που φωτίζει και νοηματίζει από σήμερα τα παρόντα και τα μέλλοντα, την ψυχή και το σώμα του ανθρώπου.
Οι εμφανίσεις του αναστημένου Χριστού στους μαθητές Του έχουν σαν σκοπό να τους δώσουν αυτή τη βεβαιότητα, ότι νικήθηκε ο θάνατος.
Ο Κύριος αναστήθηκε. «Θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει». Είναι τέλειος Θεός, και εισέρχεται και εξέρχεται κεκλεισμένων των θυρών. Είναι τέλειος άνθρωπος, που ψηλαφάται, εσθίει και πίνει όπως καθένας από τους μαθητές Του.
Αυτό που έχει ο άνθρωπος και αξίζει, δεν είναι τόσο οι σωματικές και διανοητικές του ικανότητες, αλλά ότι μπορεί να γίνη κοινωνός της Αναστάσεως του Χριστού, ότι μπορεί να πεθάνη και να ζήση από σήμερα την αιώνια ζωή: «Ο φιλών την ψυχήν αυτού απολέσει αυτήν και ο μισών την ψυχήν αυτού εν τω κόσμω τούτω, εις ζωήν αιώνιον φυλάξει αυτήν» (Ιωάν. 12.25).
Ο μοναχός με το να δώση ολοκληρωτικά τον εαυτό του στο Θεό σώζει τη μιαν αλήθεια. Ζη και φανερώνει τη μια χαρά: «Ος αν απολέση, ούτος σώσει…».
Η ζωή του μοναχού είναι μια απώλεια και μια εύρεση.
‘Ορθόδοξος μοναχός δεν είναι απλώς ο «μυστικός». Δεν είναι αυτός που με μια ωρισμένη δίαιτα η τεχνική έφτασε σε υψηλό βαθμό αυτοκυριαρχίας και σε ασκητικά κατορθώματα. Αυτά μόνα τους είναι επιτεύγματα του παρόντος αιώνος, ασήμαντα και ανίκανα να νικήσουν το θάνατο για το μοναχό και τους αδελφούς του.,
Αληθινός Ορθόδοξος μοναχός είναι ο αναστημένος.
Δεν έχει σαν αποστολή να κάμη κάτι με τις σκέψεις του ή να διοργανώση κάτι με τις ικανότητές του, αλλά να δώση με τη ζωή του τη μαρτυρία ότι ο θάνατος νικήθηκε. Και αυτό γίνεται με το να θάπτεται ο ίδιος σαν το σπόρο μέσα στη γη.
Γι’ αυτό, όπως αναφέρεται στο Γεροντικό, όταν κάποτε ένας νέος μοναχός ανέφερε στο Γέροντα: Βλέπω ότι ο νους μου διαρκώς βρίσκεται στο Θεό, εκείνος του λέει: Δεν είναι μεγάλο πράγμα το να βρίσκεται ο νους σου στο Θεό, αυτό που έχει σημασία είναι το να θεωρής εαυτόν υπό κάτω πάσης της κτίσεως.
‘Έτσι τον μεταφέρει σ’ ένα άλλο χώρο. Από τη μερική απασχόληση, που μπορεί να είναι οι σκέψεις μας για το Θεό, τον καλεί στην ολοκληρωτική προσφορά, στην ταπείνωση, που είναι ένας αληθινός θάνατος και ταυτόχρονα η ανάσταση σε μια νέα ζωή, σεμνή και παντοδύναμη.
Στο πανεπιστήμιο της Ερήμου -όπως ονομάσθηκε ο μοναχισμός από τους Πατέρες- οι ασκητές δεν «μανθάνουν», άλλα πάσχουν τα θεία. Δεν κουράζουν το νου τους ή το σώμα τους, αλλά θυσιάζουν τον εαυτό τους ολόκληρο. «Ει μη το όλον κατέστρεψα, ουκ αν ηδυνήθην εμαυτόν οικοδομήσαι».
Αληθινός μοναχός είναι ο εκ νεκρών αναστάς, μια εικόνα του αναστημένου Χριστού. Και φανερώνει ότι πνευματικό, δεν είναι το μη υλικό, ούτε σαρκικό είναι το σωματικό. Πνευματικό είναι κάθε τι (υλικό και άυλο) που έχει καθαγιαστή από το μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως, κάθε τι το μεταμορφωμένο από την άκτιστη Θεία ενέργεια.
Έτσι αποκαλύπτει την πνευματική αποστολή του κτιστού και σωματικού. Και ταυτόχρονα φανερώνει την απτή ύπαρξη του άυλου και ακτίστου.
Μοναχός είναι ο παντρεμένος με το μυστήριο της ιερουργίας της σωτηρίας των πάντων μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Μ’ ένα ιδιαίτερο τρόπο ασχολείται με όλα και με τίποτα. Είναι «ο πάντων χωρισθείς και πάσι συνηρμοσμένος». Η έννοια της ειδικεύσεως του είναι ξένη εκ φύσεως. Δεν είναι ειδικευμένος με κάτι, ούτε τον αφήνει αδιάφορο ένα άλλο. Όλα τον ενδιαφέρουν.
Αυτό που έχει σημασία και τον φωτίζει -του αποκαλύπτει αυτό που τον ενδιαφέρει- είναι το πως τοποθετείται, ενσωματώνεται, διακοσμείται (το τι θέση παίρνει) το κάθε τι μέσα στο μεταμορφωμένο σύμπαν, μέσα στη Θεία Λειτουργία της σωτηρίας των πάντων.
Η αποκάλυψη και η γνώση αυτή της συνεκτικής των όλων αρχής τον ενδιαφέρει. Αυτή ενδιαφέρει το κάθε τι. Γι’ αυτό κάθε τι το μεταμορφωμένο -το μετέχον καθολικά στη Θεία ενέργεια που σώζει το παν- τον ενδιαφέρει εξ ίσου. Τον βοηθεί για να γνωρίση τον εαυτό του και οποιοδήποτε θέμα του παρουσιαστεί.
Ένας μοναχός έγραφε:
«Δεν είναι η δουλειά μου να χτίζω σπίτια και να ασπρίζω.
Ούτε ακόμη είναι να διαβάζω και να γράφω.
Ποια είναι η αποστολή μου;
Είναι -αν είναι δυνατόν- να πεθάνω εν τω Θεώ. Τότε ζω και κινούμαι από άλλη Δύναμη.
‘Έτσι ελεύθερα μπορώ να τα κάνω όλα (και να σκάβω και να διοργανώνω και να διαβάζω και να γράφω), χωρίς να δένωμαι με τίποτα. Άπ5 όλα μπορώ να περάσω, οφείλω να περάσω κυνηγώντας. πάντα ήρεμα το ένα και μοναδικό. ‘Όλα, όλους τους «μετεωρισμούς» να άφήσω ελεύθερα δι’ εμού να διέλθουν περιμένοντας το ένα που καταξιώνει τα πάντα.
Όταν χτίζης για να χτίζης, φτιάχνεις τον τάφο σου.
Όταν γράφης για να γράφης, πλέκεις τα σάβανά σου.
Όταν ζης, αναπνέεις ζητώντας το έλεος του Θεού, τότε γύρω σου υφαίνεται καταστολή αφθαρσίας και μέσα σου αναδεύεται γλυκασμός ουράνιας παρακλήσεως. Το αν χτίζης η αν γράφης, είναι πολύ δευτερεύον».
Ο μοναχός δεν έχει σαν σκοπό της ζωής του να πετύχη μια ατομική αυτοσυγκέντρωση η πρόοδο, αλλά να διακονήση στο μυστήριο της σωτηρίας με το να μη ζη για τον εαυτό του αλλά για τον υπέρ ημών αποθανόντα και Ανασπώντα. Και για όλους τους αδελφούς του.
Αυτό επιτυγχάνεται, γιατί ο μοναχός ζη όχι όπως αυτός θέλει αλλά όπως η ‘Εκκλησία υπαγορεύει.
Η μοναχική κουρά, η είσοδος στη μοναχική ζωή, γίνεται μέσα στη Θεία Λειτουργία.
Ο υποψήφιος μοναχός εγκαταλείπει τον εαυτό του μπροστά στο Άγιο Θυσιαστήριο. Και γίνεται δεκτός από μια άγια Συνοδεία, που είναι άγια γιατί έχει εναποθέσει στο άγιο τούτο Θυσιαστήριο όλη της τη ζωή, τα σχέδια και την ελπίδα.
To Tiganosximo Skeuostamo2
Όπως δεν είναι η αρετή του ιερέως που μεταβάλλει τον άρτο και τον οίνο σε Σώμα και Αίμα Χριστού, αλλά η χάρη της ιεροσύνης που είναι ενδεδυμένος, έτσι και μέσα στη μοναχική ζωή και αγωγή δεν είναι η ικανότητα η ο χαρακτήρας του ηγουμένου η των αδελφών που βασικά ενεργεί, αλλά το Πνεύμα της Παραδόσεως που κατευθύνει.
Μέσα απ’ όλους τους Πατέρες υπάρχει μια γραμμή. Όλοι οδηγούν στον ίδιο χώρο της ελευθερίας του Πνεύματος. Καθένας μιλά με τον τρόπο του. ‘Εκφράζει την εμπειρία του. Τονίζει αυτό που ένοιωσε. Και από όλο αυτό το πνευματοκίνητο πλήθος, που σε άλλους τόπους και άλλους αιώνες έζησε, συναπαρτίζεται μία παναρμόνια φωνή απλότητος, που ψάλλει τον ένα ύμνο γύρω από το θρόνο του Αρνίου. Που τον ψάλλει τώρα και πάντα. ‘Εδώ και παντού. Που τον ψάλλει μέσα στο λειτουργικά χώρο της ζωής, τον ελεύθερο από τα φράγματα των μικρών επιδιώξεων και συμβατικοτήτων.
‘Έτσι η ίδια υπέρχρονη και πανάγαθη δύναμη που εκ του μη όντος συνέστησε τα πάντα, αυτή καθαγιάζει τα τίμια δώρα επί της Αγίας Τραπέζης, συγκροτεί των αγίων Πατέρων το χορό, καθαγιάζει τον προσφερόμενο μοναχό, παίρνει στα χέρια της και αναλαμβάνει την όλη συγκρότηση και ζωή της κάθε μοναχικής κοινότητος.
Η ζωή μας ολόκληρη γυρίζει γύρω από το Θεό. Ο χρόνος μας, η απασχόληση μας είναι αυτός. Η σωματική μας αντοχή και η πρωτόνοια προσφέρεται σ’ αυτόν. Η ακολουθία, η μελέτη, η προσευχή, αποτελεί το νόημα του αγώνα και τον πόλο γύρω από τον οποίο γυρίζομε. Η Θεία Λειτουργία αποτελεί την καρδιά του οργανισμού μας και συνθέτει την προσωπική μας ζωή και την αδελφική μας κοινότητα.
Αρχιτεκτονικά το μοναστήρι είναι πλασμένο να εξυπηρετή τη Θεία Λειτουργία: Είναι μια αρχιτεκτονικά ψαλλόμενη, θα μπορούσαμε να πούμε, Θεία Λειτουργία.
Γύρω από την εκκλησία σαν Χερουβίμ και Σεραφείμ απλώνονται καμάρες, κελλιά, τράπεζα, βιβλιοθήκη: ο χώρος που ιερουργείται η Θεία Λειτουργία του εικοσιτετραώρου.
Κάθε πράγμα είναι στη θέση του λειτουργικά ιεραρχημένο. Γι’ αυτό ζώντας μέσα στο πρόγραμμα της Μονής, βαδίζοντας στουςδιαδρόμους της, νοιώθεις πως γυρίζεις συνέχεια γύρω από το ((εν, ούτινος έστι χρεία». Γυρίζεις με τις σκέψεις, με τον κόπο, τον πόνο, τη χαρά, με το σώμα και την ψυχή σου, μέσα στη Θεία Λειτουργία της ζωής του Μοναστηρίου, που προσφέρεται υπέρ της οικουμένης.
Τούτη η ζωή και το οικοδόμημα θαρρείς και είναι μια ζωντανή εικόνα της Αναστάσεώς του Χριστού. Όπως στην Ανάσταση ο Χριστός συνέθλασε τις πύλες του θανάτου και τράβηξε γαλήνια και σωτήρια προς το φως τους πρωτοπλάστους, και όλες τις σειρές των πεπεδημένων. Παρόμοια τραβά η Θεία Λειτουργία όλη μας τη ζωή προς την άνω βασιλεία, και ο ναός σχηματικά όλη τη Μονή στο φως, στη γαλήνη του αγιασμού.
[Συνεχίζεται]

Δευτέρα, Μαΐου 26, 2014

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ + Μακ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Χριστοδούλου

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
 
Μακ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Χριστοδούλου

Ο θάνατος το τίμημα της αμαρτίας
    Ο θάνατος είναι καρπός της αμαρτίας. Εχθρόν τού ανθρώπου τον αποκαλεί ο Απ. Παύλος. Δεν τον έκαμε ο Θεός, ο οποίος έπλασε τον άνθρωπο αθάνατο. Με ψυχή αθάνατη και με σώμα αθάνατο. Ο θάνατος «εισήλθεν εις τον κόσμον» με πρωτοβουλία τού διαβόλου, εξ αιτίας τού φθόνου του για τον άνθρωπο και ήλθε μετά την πρώτη αμαρτία, την «πτώσιν» ως τίμημα της, ως τιμωρία. Ως τιμωρία ο θάνατος πλήττει μόνο το σώμα, που έκτοτε έγινε φθαρτό και θνητό. Πεθαίνει, λέμε ο άνθρωπος, και εννοούμε ότι παύει να ζει, να κινήται, να ομιλεί, να δρα. Το σώμα του το τοποθετούμε μέσα στη γη, το παραδίδουμε στη φθορά. Ύστερα από λίγα χρόνια, τις σάρκες του τις έχουν φάγει τα σκουλήκια, τίποτε δεν μένει, μόνο τα κόκκαλα. Μπροστά στο φρικτό αυτό θέαμα σταματά ο νους τού ανθρώπου. Δεν θέλει να πεθάνει κανείς μας.
Όσο κι αν ο θάνατος είναι το πιο βέβαιο γεγονός, όσο κι αν παραδεχόμαστε ότι κάποτε θα πεθάνουμε, όπως πέθαναν όλοι όσοι έζησαν σ αυτό τον κόσμο, εν τούτοις δεν μπορούμε να συμβιβαστούμε και να συμφιλιωθούμε με το γεγονός αυτό. Και είναι και τούτο μια ακόμη απόδειξη τού ότι είμαστε πλασμένοι γιά την αιωνιότητα και την αφθαρσία. Μπορεί η αμαρτία να μας έφερε το θάνατο, άλλα τον έφερε σαν ανεπιθύμητο Επισκέπτη, από τον οποίο ζητούμε να απαλλαγούμε το συντομότερο. Δεν τον ανεχόμαστε και δεν τον Επιθυμούμε. Όνειρο τού ανθρώπου είναι να κατανικήσει το θάνατο, να παρατείνει τη ζωή του στη γη. Γι' αυτό και ο Απ. Παύλος θριαμβευτικά τονίζει πως θα έλθει στιγμή που ο κάθε πιστός άνθρωπος θα ανακράξει: «Που σου θάνατε το κέντρον, που σου Αδη το νίκος;». Πότε θα γίνει αυτό; Όταν πιστέψουμε ότι ο Χριστός ανέστη. Γιατί η Ανάσταση τού Χριστού είναι αναίρεση τού θανάτου, είναι εξαγορά της αμαρτίας. Ο Χριστός ενίκησε το θάνατο με τον δικό του θάνατο. «Θανάτω θάνατον πατήσας». Έκτοτε πια ο θάνατος είναι πρόσκαιρος για μας. Δεν μας κρατάει αιώνια στην ψυχρή του αγκαλιά. Προς στιγμήν μας Επισκέπτεται, αλλά τελικά δεν κυριαρχεί επάνω μας. Όμορφα αποδίδει την αλήθεια αυτή ο ψαλμωδός τού Μ. Σαββάτου; «Βασιλεύει αλλ' ουκ αιωνίζεί άδης τού γένους των βροτών. Σύ γαρ τεθείς εν τάφω Κραταιέ ζωαρχική παλάμη τα τού θανάτου κλείθρα δυεσπάραξας και εκήρυξας τοις απ' αιώνων καθεύδουσι λυτρωσιν αψευδή ΣώτεΡ γέγονας νεκρών πρωτότοκος».

Τι θα συμβεί μετά το θάνατο μας
     Στη ζωή, λοιπόν, αυτή είμαστε προσωρινοί και μέλλουμε να αποδημήσουμε σαν τα πουλιά που έρχονται κάπου γιά να φύγουν στην εποχή τους. Κανείς δεν έμεινε επί της γης αθάνατος. Όσοι γεννηθήκαμε, θα πεθάνουμε κάποτε. Και αξίζει να μάθουμε τι περί θανάτου και περί των μετά θάνατον διδάσκει η Εκκλησία μας, Γιατί μόνο αυτή η διδασκαλία μπορεί να ρίψει κάποιο φως και να φωτίσει κάπως το «φοβερώτερον τού θανάτου μυστήριον». Ας ακούσουμε τον ιερόΧρυσόστομοσε μια χαρακτηριστική του ομιλία να ομιλεί για τη ματαιότητα της ζωής αυτής και γιά τον θάνατο που σαν καθολικό φαινόμενο την χαρακτηρίζει;
«Δεν γνωρίζεις ότι η ζωή αυτή είναι αποδημία; Νομίζεις ότι είσαι μόνιμος κάτοικος μιας πόλεως. Είσαι ταξιδιώτης. Δεν είσαι μόνιμος κάτοικος, άλλα οδοιπόρος. Μη μου πεις ότι ανήκω εις αυτήν ή εκείνην την πόλη. Κανείς δεν έχει εδώ πόλη. Η πόλη είναι άνω. Η παροϋσα ζωή είναι πορεία. Η ζωή αυτή είναι ξενοδοχείον. Όταν εισέλθεις εις ξενοδοχείον τι λέγεις εις τον υπηρέτην; Πρόσεξε που θα τοποθετήσεις τις αποσκευές μου. Μην αφήνεις τίποτε εδώ δια να μη χαθεί. Όλα να μεταφερθούν εις το σπίτι μου. Αυτό πρέπει να κάμομε και εμείς εις την ζωήν αυτήν. Ας την βλέπομεν ως ξενοδοχείον και ας μη αφήσομεν να μείνει τίποτε εις το ξενοδοχείον. Όλα ας τα μεταφέρομεν εις την μόνιμον πατρίδα μας.
Είσαι οδοιπόρος και ταξιδιώτης και μάλιστα κάτι ολιγότερον από ταξιδιώτης. Πως; Να σου είπω; Ο οδοιπόρος χωρίζει πότε έρχεται και πότε φεύγει από το ξενοδοχείο, επειδή αυτός ορίζει τον χρόνον που θα εισέλθει και θα εξέλθει. Εμείς όμως εισερχόμεθα εις το ξενοδοχείο της ζωής χωρίς να γνωρίζομεν πότε θα εξέλθομεν. Μερικές μάλιστα φορές παρασκευάζομεν τροφάς δια πολύν χρόνον, ακόμη και την στιγμήν που μας καλεί ο Δεσπότης πλησίον Του».

Ο θάνατος, λοιπόν, είναι μία κλήση τού Θεού. Μάς καλεί ο Θεός να μεταβούμε κάπου άλλου. Που; Καμμιά φιλοσοφία και κανένας ανθρώπινος στοχασμός δεν μπόρεσε ούτε μπορεί να απαντήσει αυθεντικά στο κρίσιμο αυτό ερώτημα. Ο άνθρωπος μπορεί να περιγράψει το θάνατο, όχι να τον ερμηνεύσει. Δεν γνωρίζει τι τον ακολουθεί, που πηγαίνει ο άνθρωπος, τι κάνει εκεί. Όλα αυτά καμμιά Επιστήμη, καμμιά σκέψη ανθρώπου δεν μπορεί να τα εξιχνιάσει. Γιατί άπλοϋστατα δεν υπόπίπτουν στις ανθρώπινες δυνατότητες, δεν επιδέχονται παρατήρηση, πείραμα, λογισμό. Είναι της πίστεως θέματα. Μόνο με την πίστη και με την αποκάλυψη της αλήθειας από τον ίδιο τον Θεό μπορούμε κάτι να μάθουμε για τα έσχατά μας. Επομένως όχι η περιγραφή, αλλά η εξήγηση τού φαινομένου τού θανάτου τού ανθρώπου μας ενδιαφέρει και αυτό είναι το πιο σπουδαίο.
Βέβαια ακόμη και στην περιγραφή τού θανάτου ο άνθρωπος υστερεί. Ακόμη συζητούν οι ιατροί για το τι είναι θάνατος και κυρίως για το πότε επέρχεται. Και δεν συμφωνούν στα σημεία αυτά, γατί νεώτερες έρευνες πείθουν ότι ο άνθρωπος δεν πεθαίνει «όταν βγει η ψυχή του» όπως λέμε, ούτε όταν κλείσει τα μάτια του, ούτε ακόμη όταν ο εγκεφαλογράφος παρουσιάζει ευθεία τη γραμμή τού εγκεφαλογραφήματος. Το ζήτημα τού πότε επέρχεται ακριβώς ο θάνατος στασιάζεται σήμερα. Και ασφαλώς κάπου θα καταλήξουν οι αρμόδιοι, όμως από αυτό αντιλαμβανόμεθα πόσο δύσκολο είναι να μας πη η Επιστήμη τι συμβαίνει ύστερα από το θάνατο, όταν τον ίδιο το θάνατο που βλέπει και ψηλαφά δυσκολεύεται να προσδιορίσει με ακρίβεια.

     Η ώρα τού θανάτου
    Η Εκκλησία αποκαλεί τον θάνατον «φοβερότατον μυστήριον». Και πράγματι είναι. Μιλάει ακόμη για «αγώνα της ψυχής» που χωρίζεται από το σώμα. Τα πατερικά βιβλία είναι γεμάτα από ιστορίες που έχουν σχέση με τις τελευταίες στιγμές τού ανθρώπου. Σταχυολογώντας τις πληροφορίες από αυτά μπορούμε ως εξής να περιγράψουμε αυτές τις στιγμές:
Φαίνεται ότι ο άνθρωπος κατά την ώρα τού θανάτου του βλέπει διάφορα οράματα. Ο άγιος Σισώης όταν απέθνησκε συνομιλούσε με αγγέλους. Ο άγιος Αντώνιος είδε την ψυχή τού αββά Αμμούν να την παίρνουν άγγελοι.Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος μιλώντας για τις τελευταίες στιγμές τού μονάχου Στεφάνου, μας πληροφορεί ότι εκείνος αποκρινόταν: «ναι ή όχι δεν το έκαμα».Όλα αυτά και άλλα πολλά πείθουν ότι κατά τη φρικτή αυτή ώρα γίνεται κάποια υπενθύμιση των αμαρτιών που διέπραξε στη γη ο αποθνήσκων άνθρωπος. Η ψυχή δηλαδή κυκλώνεται από άθλους και από δαίμονες. Ο ιερός Χρυσόστομος ομιλεί γι' αυτούς και τους αποκαλεί «άθλους απειληφόρους και δυνάμεις απότομους». Τα ίδια πατερικά βιβλία αποκαλούν τους δαίμονες «τελώνια». Η λέξη προδίδει την ύπαρξη εμποδίων ή έλεγχου για τη μετάβαση της ψυχής στον ουρανό. Και πράγματι γίνεται πόλεμος εκείνη την ώρα για την κατοχή μιας ψυχής. Περί τωντελωνίωνομιλεί ο αρχαίος εκκλησιαστικός συγγραφεύς Ωριγένης, και επιμένει στη διαδικασία που γίνεται αυτή την ώρα για την τύχη της ψυχής. «Ταρτάριοι άρχοντες και σκοτειναί παρατάξεις» κατά τον άγιο Διάδοχο Φωτικής κυκλώνουν το νεκρικό κρεβάτι. Ο Δε Κύριλλος Αλεξανδρείας συμπληρώνει: «Η ψυχή χωριζόμενη βλέπει τους φοβερούς και αγρίους και απηνείς και ανηλεείς και εχθίστους δαίμονας ως Αιθίοπας ζοφώδεις περιιπταμένους». Τα τελώνια αυτά είναι, κατά τα πατερικά βιβλία, πέντε: ήτοι της καταλαλιάς, της οράσεως, της ακοής, της οσφρήσεως και της αφής, όσες δηλαδή και οι αισθήσεις μας. Οι αγαθοί άγγελοι που παρίστανται δεν εγκαταλείπουν στην τύχη της την ψυχή. Αγωνίζονται να την κερδίσουν για τον ουρανόν.
    Η ώρα τού θανάτου είναι η πιο φρικτή. Όλα αυτά συμβαίνουν αυτήν την ώρα και εμείς δεν παίρνουμε είδηση. Η Εκκλησία μας, όμως, που διδάσκει αυτά μας προτρέπει να ευχόμαστε για την ώρα τού θανάτου μας. Και πρώτα απ' όλα έχει ειδικές ευχές εις Ψυχορραγούντα. Ο ιερεύς δηλ. προσέρχεται παρά την κλίνην τού αποθνήσκοντος και δέεται να διευκολύνει ο Θεός την έξοδο της ψυχής του και να την πάρει μαζί του. Οι ευχές αυτές είναι χαρακτηριστικές και αποδίδουν όλη την ιερή παράδοση γι' αυτή τη δύσκολη ώρα. Παράλληλα, πως είπαμε, η Εκκλησία μας μας διδάσκει να προσευχόμαστε για την ώρα τού θανάτου μας να μην είναι αιφνίδια και να μη περιέλθουμε στην κυριαρχία των τελωνίων, των δαιμόνων: «Και εν τω καιρώ της εξόδου μου, την αθλίαν μου ψυχήν περιέπουσα και τας σκοτεινάς όψεις των πονηρών δαιμόνων πόρρω αυτής απελαύνουσα» λέμε προς την Παναγίαν μας.
     Περί της υπάρξεως των τελωνίων ομιλεί και ο ιερός Χρυσόστομος, όταν αναφέρεται στο θάνατο αθώων νηπίων, τα οποία λέγουν διηγούμενα:«Ημείς επεράσαμε από τους πονηρούς δαίμονας χωρίς να πάθομε τίποτε. Διότι τα σκοτεινά τελώνια είδον το σώμα μας άσπιλον και ησχύνθησαν. Είδον την ψυχή μας άκακον και καθαράν και ενετράπησαν. Είδον την γλώσσαν άσπιλον και άμωμον και εφιμώθησαν. Παρήλθομεν και ηυτελίσαμεν αυτούς. Δια τούτο οι άγιοι τού Θεού άγγελοι έχαιρον, οι δίκαιοι μας ησπάζοντο, οι όσιοι ετέρποντο λέγοντες καλώς ήλθον τα αρνία τού Χριστού».

πηγή

Κυριακή, Μαΐου 25, 2014

π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ Θανάτω θάνατον πατήσας

π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ
Από το βιβλίο Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΑΣ
Θανάτω θάνατον πατήσας

   Αφού ο άνθρωπος σώζεται με το γεγονός της εναν­θρώπησης του Λόγου, γιατί ο Χριστός έπρεπε να παρα­δώσει το σώμα Του στο θάνατο;
Το σώμα του Χριστούήταν κτιστό και επομένως θνη­τόμπορούσε να αποθάνει. Όμως επειδή ήταν ενωμένο με τον ίδιο τον Λόγο του Θεού, που ήταν η ζωή(Ιω. α' 4, ιδ' 6, Α' Ιω. ε' 11), δεν ήταν δυνατόν να παραμείνει νε­κρό. Δια τούτο απέθανε μεν ως θνητόν, ανέζησεν όμως λόγω της ζωής που είχε μέσα του(Μ. Αθαν. Πρβλ. Β' Κορ. ιγ'4. Ψαλμ.ξζ'2,ζ'7-9).
Έτσι ο Λόγος του Θεού ενανθρώπησε(Ιω. α' 14),έ­λαβε δηλαδή σώμα θνητό, για να μπορέσει και να αποθάνει, αλλά και να εξαφανίσει το θάνατο, μια και ο θάνατος δεν μπορούσε να κρατήσει τον αρχηγό της ζωής(Πράξ. θ'24.γ' 15).
Με το θάνατό Του ο Χριστός προσέφερε το σώμα Του για χάρη όλων των ανθρώπων. Έπαθε υπέρ πάντων και με το πάθος Τουκατάργησε το θάνατο, αφού ο θάνατος δεν μπόρεσε να Τον νικήσει. Ταυτόχροναόμως κατάργη­σε και εκείνον που εξουσίαζε το καθεστώς του θανάτου, δηλαδή τον ίδιο το διάβολο, και απάλλαξε τους ανθρώ­πους από τη σκληρή δουλεία της αμαρτίας(Εβρ. β 14-15).
Ο απόστολος Παύλος υπογραμμίζει πως κατά τη δευ­τέρα παρουσία του Χριστού θα πραγματοποιηθεί ο λόγος:Που η νίκη σου, θάνατε; που το κέντρο σου. άδη;(Ως. ιγ' 14). Με τη δική μας ανάσταση θα ολοκληρωθεί η νίκη κατά του θανάτου Και όταν αυτό το οποίο είναι φθαρτό θα ενδυθεί την αφθαρσία, τότε θα εκπληρωθεί ο λόγος που είναι γραμμένος·
Κατεβροχθίσθη ο θάνατος και ενικήθη. Που είναι, θάνατε, το κεντρί σου; που είναι, άδη, η νίκη σου;...Ας ευχαριστήσωμε τον Θεόν, που μας δίδει την νίκη δια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού(Α' Κορ. ιε' 54-57).
Που σου, θάνατε, το κέντρον; που σου, άδη το νίκος; Ανέστη Χριστός και συ καταβέθλησαι!,επαναλαμβά­νει η Εκκλησία μας τη νύχτα του Πάσχα.
Εάν ένας αληθινός βασιλεύς κατανικήσει ένα τύραννον και του δέσει τα χέρια και τα πόδια, όλοι πλέον οι περαστικοί τον περιπαίζουν και τον κτυπούν και τον δια­σύρουν, διότι δεν φοβούνται τη μανία του και την αγριό­τητά του, χάρις εις τον νικητή βασιλέα. Έτσι,αφού ο Σωτήρ ενίκησε και εδειγμάτισε τον θάνατον εις τον σταυ­ρόν και έδεσε τα χέρια του και τα πόδια του, όλοι όσοι ζουν χριστιανικώς τον καταπατούν και όσοι ομολογούν τον Χριστόν τον χλευάζουν και τον περιπαίζουν λέγοντες αυτά που εξ αρχής έχουν γραφεί εναντίον του:
- Πουσου, θάνατε, το νίκος; Που σου, άδη, το κέντρον;(Μ. Αθανάσιος).
Ο θάνατος καταβροχθίσθηκε από τη νίκη που συντε­λέσθηκε στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Χριστός μετέσχε των αυτών, έγινε δηλαδή μέτοχος των ιδίων πραγ­μάτων, όπως και ο άνθρωπος, κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος, για να καταργήσει δια του θανάτου τον διάβολονκαι να ελευθερώσει εκείνους οι οποίοι από τον φόβο του θανάτου ήταν υποδουλωμένοι καθ' όλη την διάρκεια της ζωής των(Εβρ. β' 14-15)· η νίκη συντελέσθηκε εν τη σαρκί του Χριστού(Εφεσ. θ' 15).
Η νίκη αυτή δεν περιορίσθηκε στους ζώντες πάνω στη γη. Με τη θριαμβευτική κάθοδο του Χριστου στον άδη συμπεριέλαβε και τους κεκοιμημένους αδελφούς μας(Α' Πέτρ. γ' 19). Γι' αυτό αναφέρει ο ύμνος της Εκκλη­σίας μας:
Βασιλεύει, άλλ' ουκ αιωνίζει άδης του γένους των βροτών Συ γαρτεθείς εν τάφω, Κραταιέ, ζωαρχχική παλάμη,τα του θανάτου κλείθρα διεσπάραξας και εκήρυξαςτοις άπ' αιώνος εκεί καθεύδουσι λύτρωσιν αψευδή, Σώτερ, γεγονώς νεκρών πρωτότοκος.
Δεν μπορούσε άραγε ο θάνατος να νικηθεί με άλλο τρόπο, έξω από το σώμα του Χριστού;Ο θάνατος δεν ή­ταν έξω από το σώμα· είχε συμπλεχτεί με το σώμα. Ήταν λοιπόν ανάγκη και η ζωή να συμπλεχτεί με το σώμα, ώ­στε το σώμα να αποβάλει τη φθορά και αντί γι' αυτήν να ενδυθεί τη ζωή. Αφού το σώμα ενδύθηκε τη φθορά, δεν θα μπορούσε να αναστηθεί, εάν δεν ενδυόταν τη ζωή.Έπρεπε ο εχθρός να αντιμετωπισθεί στο σώμα.Γι' αυτό ο Χριστός ενδύθηκε σώμα, για να συναντήσει με το σώμα το θάνατο και να τον εξαλείψει. Πλησιάζει λοιπόν ο θάνατος και αφού κατέπιε το δόλωμα του σώματος, σου­βλίζεται με το αγκίστρι της Θεότητος και αφού εγεύθη από το αναμάρτητο και ζωοποιό σώμα, εξοντώνεται και ξερνά όλους όσους κατέπιεν από την αρχήν (Ιω. Δαμασκ.).
ΟΜ. Βασίλειοςσυνοψίζει το μυστήριο της σωτη­ρίας του ανθρώπου: Ο Υιός και Λόγος του Θεού σαρκώνεται, γεννάται εν ομοιώματι σαρκός αμαρτίας(Ρωμ. η' 3). Λαμβάνει δηλαδή το αμαρτωλό σώμα μας, χωρίς όμως να διαπράξει αμαρτία(Ης. νγ' 9. Λουκ. κγ' 41. Ιω. η' 46. Β' Κορ. ε' 21. Εβρ. δ' 15. Α' Πέτρ. θ' 22).Μ' αυτό τον τρόπο ο θάνατος, που κληρονομήθηκε με την κατα­γωγή μας από τον Αδάμ, κατεπόθη από την Θεότητα και η αμαρτία εξηφανίσθη υπό της εν Χριστώ Ιησού δι­καιοσύνης, ώστε κατά την ανάστασιν να απολαύωμε την σάρκα, που δεν είναι ούτε υπόδικος εις τον θάνατον, ούτε υπεύθυνος εις την αμαρτίαν(πρβλ. Ρωμ. ε' 12, 17).
Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι το ότι ο Χριστός παρέδω­σε το σώμα Του στο θάνατο, αλλά το ότι ο θάνατος δεν μπόρεσε να κρατήσει κάτω από την εξουσία του τον αρ­χηγό της ζωής(Πράξ. β' 24, γ' 15).
Ο θάνατος υπερίσχυσε και κατέπιε πολλούς,
αλλά πάλιν αφήρεσε Κύριος ο Θεός
παν δάκρυον από παντός προσώπου·
αφήρεσε το όνειδος του λαού από πάσης της γης
(Ης. κε'8).
Έτσι με το θάνατό Του ο Χριστός κατάργησε εκείνον που είχε το κράτος του θανάτου και εχάρισε την ελευθε­ρία στους ανθρώπους(Πρβλ. Α' Κορ., ιε' 20-23, 54, Εβρ. 6' 14-15, Αποκ. κ' 14).Γι' αυτό και η Εκκλησία μας ψάλλει:Θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασιν ζωήν χαρισάμενος.
Αλλά ο θάνατος μένει για τη διάνοια του πιστού φο­βερό και απροσπέλαστο μυστήριο. Αυτό εκφράζουν με ανεπανάληπτο τρόπο τα ιερά κείμενα από την ακολουθία της κηδείας.
Θρηνώ και οδύρομαι
όταν αναλογισθώ τον θάνατο,
και ίδω στους τάφους κειμένη
την ωραιότητα μας την κατ' εικόνα Θεού,
άμορφη, άδοξη, χωρίς σχήμα.
Ω θαύμα!
Τι μυστήριο συνέβη σε μας... Όντως φοβερώτατο το του θανάτου μυστήριο πως η ψυχή από την αρμονία με το σώμα χωρίζεται βίαια, και πως αποκόπτεται της συμφυΐας ο φυσικότατος δεσμός με θεία βούληση...
Όμως για τον πιστό δεν υπάρχει εδώ αδιέξοδο· δεν ο­δηγείται σε απόγνωση, αλλά στην ελπίδα: Αδελφοί, δεν θέλουμε να αγνοείτε ό,τι αφορά τους κεκοιμημένους, δια να μη λυπείσθε όπως και οι λοιποί, που δεν έχουν ελ­πίδα. Γιατί αν πιστεύουμε πως ο Ιησούς απέθανε και α­ναστήθηκε, έτσι και ο Θεός δια του Ιησού θα φέρει μαζί του και τους κοιμηθέντας... ώστε παρηγορείτε ο ένας τον άλλον με τα λόγια αυτά(Α' Θεσ. δ' 13-18).



πηγή

Κυριακή, Δεκεμβρίου 29, 2013

Δούλος του φόβου, δούλος του θανάτου



Θάνατος.

Μπροστά στον θάνατο οι άνθρωποι είναι αδύναμοι σαν τα κουνούπια, σαν τα πετραδάκια.

Για ποιό πράγμα καυχάσθε ω άνθρωποι;

Για τον πλούτο, την επιστήμη, την φιλοσοφία και την κουλτούρα;

Όλα αυτά είναι σκύβαλα – συ και εγώ δούλοι του θανάτου! Κάθε άνθρωπος είναι δούλος του φόβου, δούλος του θανάτου.

Μπορεί να γίνει άνθρωπος σε αυτό τον κόσμο με χαρά;

Όχι δεν μπορεί.

Ο άνθρωπος που θα αντικρίσει σοβαρά τον εαυτό του και με σοβαρότητα θα κοιτάξει τον θάνατο σαν τον έσχατο σταθμό αυτής της ζωής, αυτός ο άνθρωπος δεν έχει χαρά σε αυτό τον κόσμο, δεν υπάρχει γι’ αυτόν καμιά απόλαυση εδώ. Όλες οι απολαύσεις είναι ένα ψέμα, εάν ο θάνατος αποτελεί για μένα και για σένα τον τελευταίο σταθμό αυτού του κόσμου.

Ποιός εισήγαγε τον θάνατο σε αυτό τον κόσμο;

Ποιός άλλος από την αμαρτία;

Στον άνθρωπο ανήκει δυστυχώς, αυτός ο γεμάτος ντροπή ρόλος αυτής της ζωής, της εισαγωγής δηλ. της αμαρτίας και του θανάτου και του διαβόλου σε αυτό τον κόσμο.

Δεν το έπραξαν αυτό μήτε οι τίγρεις μήτε οι αλεπούδες, το έπραξε ο άνθρωπος.

Γι’ αυτό και ο άνθρωπος είναι πλάσμα ντροπιασμένο μπροστά σε όλα τα ζώα και όλα τα φυτά και όλα τα πετούμενα.

Πρέπει να ντρέπεται ο άνθρωπος και να εκλιπαρεί για συγνώμη από το κάθε πουλί για το ότι αυτός είναι που έφερε τον θάνατο στον κόσμο αυτό, έφερε τον θάνατο και στα πουλιά και στα ζώα και στα φυτά.

Τα πάντα φθείρονται και αποθνήσκουν.

Μέχρι πότε όμως;

Μέχρι την ανάσταση των νεκρών, όταν ο Κύριος θα κρίνει τον κόσμο και, στη θέση της παλαιάς γης, θα δώση καινή γη, όταν όλα θα γίνουν αθάνατα επάνω της.

Αυτό είναι κάτι που εμείς δεν μπορούμε μα ούτε και ξέρουμε να το συλλάβουμε, αλλά αυτό είναι η καλή είδηση του Κυρίου και Χριστού μας.


του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς 

πηγή 

Τετάρτη, Αυγούστου 07, 2013

ΟΛΟΙ ΘΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜ Ε


   Όλοι μια μέρα θα πεθάνουμε. Αυτό είναι μια τρανή αλήθεια χίλιες φορές επιβεβαιωμένη. Πολλές φορές εμείς οι ίδιοι γίναμε μάρτυρες του θανάτου ιδικών μας αν­θρώπων, κι' άλλες τόσες τους συνοδεύσαμε στήν τελευ­ταία τους κατοικία. Κανείς δεν μπορεί νά αρνηθεί την αλήθεια τούτη . Ναι, θα πεθάνουμε και θα φύγουμε απ’ τον κόσμο αυτόν , όπου για λίγο μένουμε. Ήλθαμε εδώ κάτω κάποτε , ζήσαμε μερικά χρόνια , και πρέπει νά φύγουμε . Δεν είναι εδώ ο μόνιμος τόπος της διαμονής μας . Είμαστε ξένοι και πάροικοι « έν γή αλλότρια » . Περαστικοί διαβάτες άπ' το πανδοχείο τής παρούσης ζωής , διανυκτερεύουμε και ξεκουραζόμαστε, προκειμένου νά πάρουμε πάλι τον δρόμων για τον τόπο του προορισμού μας που είναι ή αιωνία και πραγματική μας πατρίδα , ο ουρανός . 'Εκεί μας περιμένει ή αληθινή χαρά . Εκεί « ουκ εστι πόνος , ού λύπη, ού στεναγμός , άλλα ζωή ατελεύτητος ». Έτσι ο θάνατος γίνεται το προοίμιο τής χαράς μας , παρά το γεγονός πώς αποτελεί το τίμημα τής αμαρτίας μας . Γι' αυτό , και οι πατέρες τής Εκκλησίας μας φθάνουν στο σημείο , μαζί με τον 'Αγιο Απόστολο Παύλο , νά επιθυμήσουν τον θάνατο , τον όποιον βέβαια « ό Θεός ουκ έποίησε » (Σοφ. Σολ. 1 , 13), γιατί έτσι μπορούν νά περάσουν στήν άλλη ζωή , που κρύβει για τους ευσεβείς ανείπωτες και πρωτόγνωρες χαρές .
 Τ Ε Ι Χ Ο Σ   ΥΨΗΛΟ   ΚΑΙ   ΑΔΙΑΠΕΡΑΣΤΟ
   Άλλ' ενώ ο θάνατος είναι τόσο γνωστός και βέβαιος , τά μετά τον θάνατο καλύπτονται με ένα πέπλο μυστη­ρίου. Ό άνθρωπος πάντοτε θέλησε νά εξιχνίαση αυτό το μυστήριο και νά φωτίσει κάπως τον χώρο όπου ζουν oi ψυχές . Και ή περιέργεια του αυτή τόσο περισσότερο μεγάλωνε , όσο πιο πυκνό σκοτάδι έκρυβε άπό τά μάτια του την μεταθανάτιο πραγματικότητα .Ένα υψηλό και απροσπέλαστο τείχος κρύβει την άλλη ζωή από τα μάτια μας , έτσι πού κάθε προσπάθεια μας να εισχωρήσουμε στον χώρο αυτό να είναι καταδικασμένη . Ό ίδιος ο Κύριος πολύ λίγα πράγματα άφησε νά μάθουμε γύρω από το θέμα αυτό , πού , όμως είπαμε , απασχολεί πολύ έντονα όλους σχεδόν τους ανθρώπους . Ό Θεός θέλησε νά μη αποκάλυψη λεπτομέρειες , παρά μόνο ό,τι θα ήταν χρήσιμο στον άνθρωπο και ωφέλιμο για την επίγειο ζωή του . Δηλ. γνωρίζοντας μας μερικές πτυχές της άλλης ζωής ο Θεός , δεν ηθέλησε νά ικανοποίηση την περιέργεια μας , αλλά επεδίωξε νά μας διδάξει , προκειμένου ανάλογα νά προσδιορίσουμε τηνδιαγωγή μας στον κόσμο  αυτόν και νά ζούμε με την νοσταλγία του άλλου . Ωστόσο και αυτά πού ξέρουμε γιατην μετά τον θάνατο ζωή , παρά την ατελή τους μορφή  φωτίζουν κάπως τον ορίζοντα και αφήνουν νά διάφανη , έστω με φειδώ , κάποια πτυχή από την άπειρη αιωνιότητα . Πρέπει δε νά είμαστε βέβαιοι πώς ξέρουμε ό,τι μας χρειάζεται νά γνωρίζουμε. Τα περισσότερα ίσως νά μας ήσαν άχρηστα ή επιβλαβή .
 Η ΩΡΑ    ΤΟΥ   ΘΑΝΑΤΟΥ
   Αύτη είναι ή φοβερότερη ώρα τής ζωής μας . Είναι η στιγμή του χωρισμού τής ψυχής από το σώμα . Και ναι μεν μεταβαίνουμε « δια του θανάτου εις την ζωήν » , όμως δεν παύει ο θάνατος να είναι πικρός , νά διατηρεί την γεύση τής τιμωρίας του Θεού στον άνθρωπο . Γι ' αυτό και ή Εκκλησία μας μιλάει για τον « αγώνα » πού έχει « ή ψυχή χωριζόμενη έκ τού σώματος » . Για ένα α­γώνα αληθινό , μιά και ο θάνατος είναι ο εχθρός τού άνθρωπου. (Α' Κόρ. 15,26). Διάβολος και θάνατος είναι δυο πολέμιοι τού ανθρώπου. Και θα νικηθούν βέβαια και oi δύο , καθώς οι προφήται στην Παλ. Διαθήκη προεφήτευσαν , και καθώς ο Απ . Παύλος διδάσκει. «Όταν γαρ το φθαρτόν τούτο ένδύσηται άφθαρσίαν καί τό θνητόν τούτο ένδύσηται άθανασίαν , τότε γενήσεται ό λόγος ό γεγραμμένος , κατεπόθη (έξηφανίσθη) ό θάνατος εις νίκος » (Α' Κορ. 15,54). Ό Κύριος μας « κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος , ίνα διά τού θανάτου κατάργηση τον τό κράτος έχοντα τού θανάτου, τουτέστι τον διάβολον, καί άπαλλάξη τούτους , όσοι φόβω θανάτου διά παντός τού ζην ένοχοι ήσαν δουλείας » Έτσι με τον θάνατον τού Κυρίου κατηργήθη το κράτος τού θανάτου και ο κυρίαρχος αυτού διάβολος . Επομένως ο θάνατος δεν είναι πια στα χέρια τού διαβόλου όπλο φοβερό . Είναι στα χέρια τού Θεού , υπηρέτης τής δικής μας σωτηρίας . Αφού δι' αυτού βάζουμε τέρμα σε όλα τά δεινά τής παρούσης ζωής και ανοίγει ή δίοδος για την μακαριότητα τής μελλούσης . Ωστόσο εξακολουθεί νά είναι « φοβερώτατον τό τού θανάτου μυστήριον » πού διασπά βίαια την αρμονία σώματος και ψυχής και ση­κώνει την αυλαία πού αποκαλύπτει στα έκπληκτα μά­τια μας πράγματα άγνωστα , ακατανόητα εν πολλοίς , και ανείπωτα .
Κατά την ώρα αύτη τού θανάτου ο άνθρωπος στέ­κεται άφωνος . Βλέπει ό,τι μπορεί νά δει . Ακούει ό,τι μπορεί νά ακούσει. Είναι διαφορετικός ο θάνατος αυτού πού πιστεύει , άπο τον θάνατο τού απίστου και ασεβούς. Όσοι παρευρέθησαν σε θάνατο ευσεβών ανθρώπων μαρτυρούν για την γαλήνη , την ειρήνη και την γλυκύτητα πού τούς σκέπαζε καθώς παρέδιδαν την ψυχή τους στον άγγελο . Τούς άκουσαν νά μιλούν για χώρες όμορφες , για λιτανείες Αγίων , τούς είδαν νά σηκώνουν τά χέρια για νά υποδεχθούν με χαρά κάποιον πού έφθανε , νά δείχνουν με αγαλλίαση κάποιον πού ήλθε . Ή γαλήνη τού πνεύματος των αποτυπώθηκε έπειτα και στήν μορφή των . Καθώς το άψυχο πια σαρκίο των έμενε στη γη , έμοιαζε νά κηρύττει σε όλους αύτη την αλήθεια . Και αντιθέτως όσοιπαρευρέθησαν στις τελευταίες στιγμές ανθρώπων ασεβών και απίστων , τους είδαν νά υποφέρουν , νά τυραννιόνται, , νά σφαδάζουν , νά μορφάζουν πάνω στο κρεβάτι , νά δείχνουν ένα παράξενο φόβο για κάτι πού εκείνοι έβλεπαν νά πλησιάζει και πάσχιζαν νά το αποφύγουν . Ή νοσοκόμα πού βρέθηκε στις τελευταίες στιγμές του Βολταίρου , γνωστού απίστου , είπε πώς θα ευχόταν κανείς άλλος άνθρωπος νά μη πέραση τις τραγικές στιγμές πού πέρασε εκείνος καθώς παρέδιδε την ψυχή του .
 Ο  ΡΟΛΟΣ  ΤΩΝ  ΑΓΓΕΛΩΝ
 Μόλις ο άνθρωπος πεθάνει , την ίδια ώρα ή ψυχή του μεταφέρεται άπό τους   αγγέλους στο χώρο τής αιωνιότητας , στήν αληθινή της πατρίδα . Ό άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας πληροφορεί πώς « του σώματος αι ψυχαι έξελθούσαι, ουκ ενταύθα διατρίβουσιν, άλλ' ευ­θέως απάγονται. Ούχ αι τών δικαίων δέ μόνον, άλλά και τών εν πονηρία ζώντων απάγονται εκεί αί ψυχαί» . Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει ο ιερός πατήρ έχων υπ' όψιν του δυο σχετικές παραβολές τού Κυρίου . Ή μία είναι ή τού πλουσίου και τού Λαζάρου , όπου μας παρέχεται ή πληροφορία ότι « έγένετο άποθανείν τον πτωχόν και άπενεχθήναι αυτόν ύπό τών αγγέλων εις τον κόλπον Αβραάμ» (Λουκά 16, 22). Ή δεύτερη είναι τού άφρονος πλουσίου , όπου και εκεί ακούεται ή φωνή πού λέγει : « 'Άφρον , ταύτη τή νυκτί τήν ψυχήν σου άπαιτούσιν άπό σού . . .» . Και στις δυο περιπτώσεις άγγελοι επήραν τις ψυχές, με την διαφορά όμως ότι, όπως πάλι λέγει ο Χρυσόστομος , « τον μέν ( δήλ . τον άφρονα πλούσιον ) ώς δεσμώτη έξηγον , τον δε ( τον πτωχόν Λάζαρον ) ώς στεφανίτην έδορυφόρουν » . Οι άγγελοι, λοιπόν , είναι επιφορτι­σμένοι με την μεταφορά των ψυχών στον ουρανό . Γι' αυτό άλλωστε λέγονται και « λειτουργικά πνεύματα» διότι μεριμνούν δια τους « μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν » όχι μόνον εν τή ζωή , άλλά και μετά θάνατον . Άπό όσα είπαμε πάρα πάνω δεν αποκλείεται ή παρουσία κατά την ώρα τού θανάτου και των δαιμό­νων , δεδομένου ότι ο ίδιος ο ιερός Χρυσόστομος κάνει λόγο για « φοβέρας τινάς δυνάμεις » πού και αυτές , όπως οι άγγελοι , ζητούν νά πάρουν την ψυχή . Τούτο βεβαιώνει και ή παράδοσις τής Εκκλησίας μας , καθώς διασώζει σχετικές διηγήσεις , πού τις βρίσκουμε στα συναξάρια και στους βίους των αγίων , στα Γεροντικά και στα έργα των πατέρων . Άπό όλα αυτά τά στοιχεία συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι Άγιοι άγγελοι οδηγούν τις ψυχές στήν άλλη ζωή , ενώ οι δαίμονες διεκδικούν νά πάρουν όσες ψυχές νομίζουν πώς τούς ανήκουν.
 Η  ΜΕΣΗ  ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ
 Όπως είπαμε , οι άγγελοι συνοδεύουν την ψυχή στο ουράνιο ταξίδι της , πού έχει τέρμα ένα χώρο όπου γί­νεται μία προσωρινή κρίση της , ανάλογα με τη διαγωγή τού άνθρωπου στη γη . Στη Σοφία Σειράχ διαβάζουμε πώς είναι « κούφον (εύκολο) έναντι Κυρίου έν ήμερα τελευτής άποδούναι άνθρώπω κατά τάς οδούς αυτού » (Σόφ. Σειράχ 11, 26) . Σύμφωνα με όσα εξ άλλου γράφει ο Απόστολος Παύλος στήν προς Εβραίους επιστολή του συνάγεται πώς κατά την προσωρινή αύτη κρίση , πού ακολουθεί αμέσως τον θάνατο , γνωρίζεται στήν ψυχή , ποία θα είναι ή τύχη πού την αναμένει. Ή δια­δικασία αυτή , όπως λέει ο καθηγητής Π . Τρεμπέλας, « δεν θα είναι δημοσία , άλλα μόνον τοιαύτη , ώστε νά καταδειχθεί εις ένα έκαστο , τι πρόκειται νά αντιμετωπίσει κατά την ήμερα τής Δευτέρας Παρουσίας . Ή επίσημος και δημοσία Κρίση θα λάβει χώρα, όταν ολόκληρος ο κόσμος συναχθεί εις το βήμα του Χρίστου , δια νά αποδοθεί εις έκαστον κατά τά έργα αυτού. . .» (Π. Τρέμπέλα : Υπόμνημα εις τάς έπιστολάς τής Κ. Διαθήκης τομ. 3 σ. 134 ) . Έτσι μετά την προσωρινή αυτή κρίση oi ψυχές προγεύονται είτε τής ευφροσύνης τοϋ Παραδείσου , είτε τής δυστυχίας τής κολάσεως . Βρίσκονται δηλ. σε μία μέση κατάσταση όπου μόνο σχετική μακαριότητα και σχετική κακοδαιμονία αισθάνονται . Την πληρότητα αυτών θα λάβουν κατά την γενική και οριστική κρίση που θα γίνει στήν Δευτέρα Παρουσία . Ό Άγιος Γρηγόριος ο Νάζια νζηνός βεβαιώνει πώς αυτά ισχύουν και για τούς δικαίους , οι όποιοι μόνον « τήν φαντασία καρπούνται τήν άποκειμένην μακαριότητα » (Ρ. Ο. 35, 781). Ή πλήρης απόλαυση θα γίνει όταν ή ψυχή θα λαβή εκ νέου το σαρκίο της.
   Ή κρίση αυτή, όπως είπαμε , είναι προσωρινή . Ή οριστική έρχεται βραδύτερα . « Ή προσωρινότης τής πρώτης κρίσεως μας δίδει το δικαίωμα νά προσευχώμεθα για τις ψυχές των προσφιλών μας . Σκοπός μας είναι νά παρακαλέσομε τον Θεό νά κρίνει με επιείκεια τις αμαρτίες εκείνων , πού ήσαν πιστοί σ ' αυτόν , κι' έφυγαν με ελαττώματα άπό τον κόσμο . Βέβαια μόνον ο παρόν βίος είναι για μετάνοια . Ή άλλη , ζωή είναι ζωή κρίσεως . Κατά δε τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό στη ζωή εκείνη « ούκετι τροπή , ούκετι μετάνοια » (Ρ. Ο. 94, 177). Όμως ή στενή σχέσις πού υπάρχει ανάμεσα στήν στρατευόμενη και στήν θριαμβεύουσα Εκκλησία δικαιολογεί τις λειτουργίες , τις δεήσεις , τις ελεημοσύνες , και προ πάντων τά μνημόσυνα πού κάνουμε υπέρ των ψυχών των κεκοιμημένων αδελφών μας πού απέθαναν εν ευσέβεια και « έπ ' έλπίδι ζωής αιωνίου » . Με τις προσευχές μας αυτές προσφέρεται μία ωφέλεια στις ψυχές των ευσεβών . Και όπως λέγει ο ιερός Χρυσόστομος τά μνημόσυνα « πολύ το κέρδος προσπορίζονται τοίς μεταστάσι » (τ. 62, 203) . Είναι ευνόητο πώς για εκείνους πού έφυγαν άπό τον κόσμο αυτόν αμετανόητοι και μακράν τού Χριστού και τής Εκκλησίας , καμμίαν ωφελεία δεν μπορούν νά προσφέρουν τά μνημόσυνα και οι λειτουργίες . Επειδή όμως εμείς , σαν άνθρωποι πού είμαστε , δεν μπορούμε νά ξέρουμε με βεβαιότητα την καρδιά τοϋ κάθε άνθρωπου , ώστε νά αποφασίζουμε εμείς για την μετά θάνατο τύχη του , είναι άδικο και επικίνδυνο μαζί νά μη προσευχώμεθα για κάποιον πού τον νομίζουμε αμαρτωλό , ενώ εκείνος είναι δυνατό στις τελευταίες του στιγμές νά ζήτησε τού Θεού το έλεος . Και αν λάβουμε υπ ' όψιν ότι ο Θεός « πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις έπίγνωσιν αληθείας έλθείν » και γι ' αυτό μετέρχεται κάθε μέσον για νά οδηγήσει στήν σωτηρία έστω και μία ψυχή , κρίνει δε με μέτρα διαφο­ρετικά άπό τά δικά μας , τότε θα κατανοήσουμε πώς εμείς πρέπει νά προσευχώμεθα για τούς κεκοιμημένους, έστω κι' αν αυτοί, στα μάτια τά δικά μας, φαίνονται πώς έφυγαν άπό την ζωή αυτήν απροετοίμαστοι και αμετανόητοι.
 ΠΟΙΑ   Η   Φ Υ Σ I Σ   ΤΩΝ   ΑΜΟΙΒΩΝ  ΚΑΙ  ΤΩΝ  ΤΙΜΩΡΙΩΝ
 Ένα ζήτημα πού απασχολεί πολύν κόσμο είναι και το τι είδος τιμωρίας θα είναι ή κόλαση , ως και το τι είδος αμοιβής θα είναι ο Παράδεισος . Πάνω στο θέμα αυτό μερικές άνθρωποπαθείς εκφράσεις πού χρησιμοποιεί ή Γραφή έδωσαν την εντύπωση πώς θα πρόκειται για υλικές απόλαυες ή τιμωρίες . Έτσι γεννήθηκε στο μυαλό μας ή εικόνα τού Παραδείσου με τά δένδρα και τά γάργαρα νερά , καθώς και εικόνα της κολάσεως με τά τηγάνια , τις πίσσες και τά καζάνια.
Ή σωστή άποψη είναι ότι και οι τιμωρίες και οι αμοιβές θα είναι υπεραισθητές και πνευματικές , όπως είναι και οι ψυχές .
Για νά το καταλάβουμε αυτό καλύτερα πρέπει νά γνωρίσουμε μερικές ακόμη λεπτομέρειες . Και πρώτα απ ' όλα πρέπει νά μάθουμε πώς οι ψυχές διατηρούν την αυτοσυνειδησία τους . Δηλ. ξέρουν ποιες είναι , αναγνωρίζουν πρόσωπα και θυμούνται τούς γνωστούς των στη γη καθώς και τις πράξεις των . Αυτό το βλέπουμε καθαρά στήν παραβολή τού πλουσίου και τού Λαζάρου, όπου στήν άλλη ζωή ο πλούσιος ανεγνώρισε τον Λάζαρο πού τον ήξερε άπό τη γη , θυμήθηκε πώς είχε πέντε αδέλφια κάτω στον κόσμο , και γενικά έδειξε πώς καταλάβαινε τη δύσκολη θέση του. Αυτό σημαίνει πώς και οι ψυχές των πεθαμένων όχι μόνον ζουν , άλλά και θυμούνται και γνωρίζουν . Άλλ' αυτή ακριβώς ή μνήμη θα είναι αφορμή χαράς για τούς δικαίους και θλίψεως για τούς αμαρτωλούς . Θα σκέπτονται δηλ . οι ασεβείς τι έχασαν με την ζωή τής αμαρτίας . Θα ζητούν νά επανέλθουν στον κόσμο έστω για ένα λεπτό προκειμένου νά προλάβουν νά μετανοήσουν , και δεν θα το κατορθώνουν . Και αυτό θα είναι ένα συνεχές μαρτύριο . Μαζί δε μ ' αυτό θα είναι και το μαρτύριο τής συνειδήσεως τους , πού θα τούς ελέγχει συνεχώς με τύψεις για την άστατη διαγωγή τους . Έπισημαίνων το σημείο αυτό ο καθηγητής Π . Τρεμπέλας σημειώνει: « Ή μνήμη εις τον άλλον κόσμο είναι απαραίτητος δια την χαρά των δικαίων και θα συντελεί σοβαρώς εις την θλίψιν των απολωλότων . Ή μνήμη μας εκεί θα ενισχυθεί τόσο , ώστε νά ενθυμούμεθα τον όλον επί γης βίο μας . Πιθανότατα δε θα κινείται τόσον άστραπιαίως , ώστε αυτοστιγμεί νά περιλαμβάνει δι ' ενός βλέμματος ολόκληρη την παρελθούσα ζωή . Άπό τού υψηλού όρους τής αιωνιότητας θα βλέπουμε προς τά κάτω και θα διά-κρίνουμε ολόκληρη την πεδιάδα τής εν τη γη ζωής μας, η οποία θα εκτείνεται προ ημών . Και θα συνοδεύεται ή ανάμνηση τού παρελθόντος μετά τελείας και ακριβούς γνώσεως των συνεπειών και πλήρους αισθήσεως τής συνειδήσεως ως προς το ένοχο και τις βαρείες ευθύνες τού παρελθόντος » ( Π. Τρεμπέλα : Υπόμνημα εις το κατά Λουκαν σ . 484 - 485 ).
   Ή ψυχή έπλάσθη , όπως είναι γνωστόν , για νά ανα­παύεται κοντά στο Θεό . Μόνο εκεί βρίσκεται το φυσικό της περιβάλλον . Μακράν τού Θεού ή ψυχή υποφέρει , όπως το ψάρι έξω άπό το νερό και ο πνεύμονας έξω άπό την ατμόσφαιρα . Τώρα καταλαβαίνουμε τι μεγάλη τιμωρία θα είναι για την ψυχή τού αμαρτωλού νά είναι καταδικασμένη σε αιώνιο χωρισμό άπό τον Θεό , και τι μεγάλη χαρά και αγαλλίαση θα είναι για την ψυχή του δικαίου νά βλέπει τον Θεό και νά συναναστρέφεται μαζί του αιώνια 
Ο Ι    Ψ Υ Χ Ε Σ    Ζ Ο Υ Ν    Π Ρ Ο Σ Ω Π  Ι  Κ Η    Ζ Ω Η
   Άπό όσα είπαμε μέχρι τώρα γίνεται αντιληπτό πώς ο θάνατος δεν εξαφανίζει τον άνθρωπο μαζί με την ψυχή του , αλλ ' ότι το μεν σώμα φθείρεται , ή δε ψυχή ζή « τω Θεώ » (Δ' Μάρκ. 7, 19) . Ή αλήθεια αυτή διδά­σκεται σε πολλά σημεία τής Γραφής . Ό Εκκλησιαστής λ . χ . διδάσκει πώς « έπιστρέψη ό χους έπι τήν γήν ώς ην , και τό πνεύμα έπιστρέψη προς τον Θεόν , ός έδωκεν αυτό » (Έκκλ. , 12, 7). Ή εμφάνιση εξ άλλου κατά την Μεταμόρφωση του Κυρίου του Μωϋσέως και του Ηλία , πού είχαν πεθάνει πριν άπό πολλά χρόνια επιβεβαιώνει την αλήθεια για την αθανασία των ψυχών. Και ο Κύριος μας είπε ότι εκείνος πού  πιστεύει σ ' αυτόν δεν θα αποθάνει εις τον αιώνα (Ίωάν. ΙΓ, 26) . Και οι ψυχές όχι μόνο δεν πεθαίνουν , άλλα ζουν ως υπάρξεις προσωπικές ένεκα της αυτοσυνειδησίας τους. Οι νεκροί μας ζουν στην κατάσταση των πνευμάτων χωρίς νά διακόψουν την σχέση τους με μας , γιατί όλοι, κι' εμείς και αυτοί , είμαστε μέλη τού σώματος του Χρίστου , πού είναι ή Εκκλησία . Μέσα, λοιπόν, στήν Εκκλησία μπορούμε νά ζήσουμε αυτόν τον δεσμό , ποτέ δε έξω άπο την Εκκλησία . Γι' αυτό κάνουν μεγάλο λάθος εκείνοι πού θέλοντας νά επικοινωνήσουν με τούς νεκρούς τους , καταφεύγουν σε μάγια ή μέντιουμ ή άλλες πνευματιστικές μεθόδους , πού δεν έχουν την έγκριση τής Εκκλησίας και τής θρησκείας. Ή Εκκλησία σαν ενιαίο και αδιαίρετο σώμα μπορεί νά μας εξασφάλιση την σχέση με τούς νεκρούς αδελφούς μας. Υπάρχουν τηλέφωνα με εσωτερικές γραμμές πού συνδέουν την στρατευόμενη με την θριαμβεύουσα Εκκλησία . Είναι oι προσευχές πού μας δίδουν την ευχέρεια νά απευθυνθούμε στους νεκρούς μας.
 Η ΤΥΧΗ     ΤΩΝ    ΣΩΜΑΤΩΝ
   Τά σώματα μας με τον θάνατον παραδίδονται στήν φθορά . Διαλύονται εις τά εξ ων συνετέθησαν . Άλλ' ή φθορά αύτη θα οδηγήσει στήν αφθαρσία . Γιατί το σώμα « σπείρεται έν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία , σπείρεται έν ατιμία , εγείρεται έν δόξη , σπείρεται έν άσθενεία , εγείρεται έν δυνάμει » (Α' Κόρ. 15, 43). Το σώμα μας θα αναστηθεί κάποτε πού εμείς δεν γνωρίζουμε . Γιατί εμείς « καθώς έφορέσαμεν τήν εικόνα τού χοϊκού , φορέσομεν και τήν εικόνα τού επουρανίου » (Α' Κορ. 15, 49) . Ή πρόσληψη αυτής τής εικόνας θα γίνει κατά την γενική ανάσταση των νεκρών . Τότε ένας άγγελος « σαλπίσει και οι νεκροί έγερθήσονται άφθαρτοι και ημείς άλλαγησόμεθα » (Α' Κορ. 15, 52) . Και τότε αντί τής φθαρτότητας θα είναι ή αφθαρσία και αντί τής θνητότητας ή αθανασία .Ρίπτεται μέσα στον τάφο το σώμα μας και είναι απαίσιο και αποκρουστικό στήν θέα . Μυρίζει άσχημα και ο κόσμος το αποφεύγει . Αλλά όταν θα αναστηθεί θα γίνει ένδοξο , όπως το σώμα τού άναστάντος Χριστού , εφ ' όσον θα ανήκει εις ευσεβή . Θα καθαρισθεί από κάθε γήινη υποστάθμη και θα λάμπει εξαίσιο. Θα απόλαυση δε μαζί με την ψυχή την μακαριό­τητα τού παραδείσου , και θα τιμωρηθεί πάλι μαζί με την ψυχή εις την δυστυχία τής κολάσεως . Έτσι όρισε τά πράγματα ή Θεία Πρόνοια . Έπρεπε νά λάβομε πρώτα τά ασθενή και εύθραυστα σώματα πριν αποκτήσομε τά πνευματικά και άφθαρτα ένεκα τής δυνάμεως τού Χριστού . Έπρεπε νά πεθάνουμε πριν ζήσουμε ελεύ­θεροι ως προς τον θάνατο και την φθορά . Άλλωστε « σαρξ και αίμα Βασιλείαν Θεού κληρονόμησαι ου δύ­νανται» (Α' Κόρ.   15,  50).
Ή άνάστασις των νεκρών θα είναι γενική δι' όλους , δικαίους και άδικους . Το κάθε σώμα θα ενωθεί τότε με την ψυχή του , πού θα ευρίσκεται στήν μέση κατάσταση. Ή παράδοση τής Εκκλησίας μας δέχεται ότι τά νέα αυτά σώματα θα έχουν άναμόρφωσιν, άπάθειαν , άτρεψίαν , άφθαρσίαν , θα είναι άπηλλαγμένα φθοράς . Με τέτοια σώματα θα εμφανισθούμε ενώπιον τού Κριτού και θα κριθούμε πλέον τότε οριστικά και αμετάκλητα . Είναι ευνόητο ότι τά σώματα αυτά δεν θα έχουν τις ιδιότητες των σωμάτων πού έχουμε τώρα . Δεν θα είναι σαρξ και αίμα . Δεν θα έχουν ανάγκην τροφής , νερού κλπ. θα είναι σώματα πνευματικά . Έτσι μπορούμε πληρέστερα τώρα νά καταλάβουμε πώς και οι αμοιβές και οι τιμωρίες θα είναι και αυτές πνευματικές . Τά σώματα πάντως εκείνα θα διατηρούν τά εξωτερικά των γνωρίσματα . Θα παύσουν όμως να είναι ασθενικά .  Θα είναι τέλεια , ένδοξα .
  ΦΥΛΑΚΕΣ     ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ
   Όλα όσα είπαμε δεν έχουν σκοπό νά ικανοποιήσουν μία περιέργεια μας , άλλά νά μας τονίσουν την αναγκαιότητα τής προετοιμασίας μας για το αιώνιο ταξίδι μας . Βασική αλήθεια είναι πώς πρέπει νά εκμεταλλευθούμε για το συμφέρον μας τον καιρό τής επιγείου μας ζωής . Τώρα μπορούμε νά μετανοήσουμε και νά γίνουμε άνθρωποι του Θεού . Στον άλλο κόσμο θα κριθούμε κατά τά έργα μας . Ή διαγωγή μας εδώ κάτω προσδιορίζει και τη θέση πού θα λάβουμε στον ουρανό . Μη βαυκαλιζώμεθα με ματαιότητες . Ή ψυχή μας έχει ανάγκη χειραγωγήσεως , πνευματικής τροφοδοσίας και προσοχής . Το τέλος εγγίζει και τότε « μέλλει θορυβείσθε » αν δεν ευρεθεί έτοιμος . Θα είναι κρίμα τά ολίγα χρόνια αυτής εδώ τής ζωής νά μας στερήσουν την ευτυχία του ουρανού . Ή μετά θάνατον πραγματικότητα βοά και κράζει και μας καλεί εις εγρήγορση και επιφυλακή . Είναι εύκολο νά παραδοθούμε στις ηδονές τοΰ κόσμου και νά γίνουμε εχθροί του Θεού . Άλλ ' αυτό θα σημάνει την καταστροφή μας . Προτιμότερο είναι νά ρυθμίσουμε έτσι τη ζωή μας , ώστε κατά την ώρα του θανάτου μας νά νοιώθουμε ευτυχείς , καθώς άγγελοι θα παραλαμβάνουν την ψυχή μας για νά οδηγήσουν αυτήν στον θρόνο του Κυρίου της.
Κάποιος πνευματικός έδινε την έξης συμβουλή στα παιδιά του : Παιδί μου , όταν γεννιόσουν όλοι γελούσαν και μόνο συ έκλαιγες . Φρόντισε όταν πεθάνεις , όλοι νά κλαίνε και μόνο συ νά γελάς.
   Αγαπητέ μου αναγνώστη , μακάρι όλοι μας νά γελάμε καθώς θα φεύγουμε άπό τον κόσμο αυτόν . Τούτο θα είναι ή καλύτερη απόδειξη για τη θέση που ετοιμάσαμε στήν άλλη ζωή για τον εαυτό μας .(ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ +2008)
ΖΩΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ
  Ένα γεγονός της ζωής μας, βέβαιο οπωσδήποτε και θλιβερό, είναι ό θάνατος. Όλοι μας ασφαλώς έχουμε συνοδεύσει στην τελευταία τους κατοικία φίλους, γνω­στούς, συγγενείς.
Κανείς δεν μένει απαθής εμπρός στον θάνατο. Ή Εκκλησία στους επικήδειους ύμνους της τονίζει ότι είναι «όντως φοβερώτατον τό του θανάτου μυστήριον...» «Πώς παρεδόθημεν τη φθορά...»!
Κάποιος σοφός έλεγε ότι εμπρός στον θάνατο φαίνεται και το μεγαλείο, ή υπερ­οχή του άνθρωπου απέναντι στα ζώα. Κανένα ζώο δεν σκέπτεται το φέρετρο του ή το τί θα γίνουν τα λείψανα του.
Όλοι οι άνθρωποι έχουν φιλοσοφήσει και έχουν σκεφθεί ως προς τον θάνατο και ως προς το τί γίνεται μετά θάνατον. Είναι θέμα πού μας απασχολεί όλους.
Και είναι χαρακτηριστικό ότι οι αρχαί­οι πρόγονοι μας, ενώ ακόμη δεν είχαν φωτισθεί με το φώς του Ευαγγελίου, πί­στευαν ότι δεν χανόμαστε με τον θάνατο μας. Δεν χάνεται, δεν πεθαίνει μαζί με το σώμα μας και ή ψυχή μας. Αναφέρουμε ως παράδειγμα αυτό πού λέγει ό Σωκρά­της στον διάλογο περί αθανασίας στο έρ­γο του Πλάτωνος «Φαίδων». «Έπιόντος θανάτου έπί τον άνθρωπον το μέν θνητόν, ως έοικεν αύτώ, αποθνήσκει, το δ' άθάνατον και άδιάφθορον οϊχεται άπιόν». Όταν έρχεται δηλαδή ό θάνατος στον άνθρωπο, το μέν θνητό συστατικό του, δηλαδή το σώμα του, όπως του αρμόζει, πεθαίνει, το αθάνατο όμως συστατικό του, δηλαδή ή ψυχή του, αποχωρίζεται και φεύγει. Πάλι ό Σωκράτης σε άλλο έργο του Πλάτωνος («Φαιδρός») έλεγε «ψυχή πάσα αθάνατος». Ή ψυχή είναι αθάνατη, δεν πεθαίνει.
Τα λουλούδια πού προσκομίζουμε στους τάφους των συγγενών μας με καρ­διά πονεμένη αλλά και φορτωμένη με αναμνήσεις δεν τα προσφέρουμε στο ψυ­χρό μάρμαρο αλλά στην ψυχή του αγα­πημένου μας νεκρού. Αν είχαμε τη βεβαι­ότητα ότι ό άνθρωπος μας δεν υπάρχει πλέον, ποιό νόημα θα είχε το προσκύνη­μα μας στο μνήμα του, ή φροντίδα μας για τον τάφο του, και γιατί θέλουμε να δεί­ξουμε ότι δεν τον λησμονούμε, αλλά τον αγαπάμε ακόμη;
Πέρα όμως από αυτά, τα κάπως ψυχο­λογικά και πανανθρώπινα, αφού και οι προ Χριστού άνθρωποι τα ένιωθαν, εμείς οι Χριστιανοί έχουμε το φώς της αληθείας του Ευαγγελίου, πού μας διαφωτίζει, ώσ­τε να γνωρίζουμε τί ακριβώς συμβαίνει μετά θάνατον. Και το Ευαγγέλιο μας λέγει ότι δεν τελειώνουν όλα στον τάφο.
Το ακούμε την ώρα της Νεκρώσιμου Ακολουθίας, αλλά συγκινημένοι και γε­μάτοι ίσως με διάφορες σκέψεις δεν το προσέχουμε όσο πρέπει. Και ή περικοπή του «Αποστόλου» και ή περικοπή του «Ευαγγελίου» πού άναγινώσκονται στην Κηδεία μάς διαφωτίζουν σημαντικά.
Ό άγιος απόστολος Παύλος μάς διαφω­τίζει: Δεν θέλουμε, αδελφοί, να αγνοείτε τί θα συμβεί με τούς κεκοιμημένους, για να μη λυπάσθε και απελπίζεσθε, όπως οι άπιστοι. Δεν γράφει «νεκρούς», αλλά «κεκοιμημένους». Κοιμούνται τώρα τον ύπνο του θανάτου· θα έλθει όμως ή ώρα πού με πρόσταγμα Κυρίου, με αρχαγγελική φωνή θα ξυπνήσουν, θα αναστηθούν για να συναντήσουμε όλοι στον αέρα τον Κύ­ριο (Α' Θεσ. δ' 13-18).
Και στο Ευαγγέλιο ό ίδιος ό Ιησούς Χριστός μας βεβαιώνει ότι θα έλθει ή ώρα κατά την οποία «πάντες οι έν τοΐς μνημείοις (=όλοι οι πεθαμένοι) άκούσονται της φωνής αυτού (=θά ακούσουν τη φωνή του Υιού του Θεού πού θα τούς διατά­ξει να αναστηθούν), και έκπορεύσονται (=και θα βγουν από τα μνήματα) οι τα αγαθά ποιήσαντες (=όσοι έζησαν θεάρεστα στή ζωή τους, κάνοντας έργα αγαθά) εις άνάστασιν ζωής, οι δέ τα φαύλα πράξαντες (=ενώ όσοι έζησαν αμαρτωλά θα αναστηθούν) εις άνάστασιν κρίσεως» (Ιω. ε' 28-29).
Και μόνο αυτά τα λόγια της Άγιας Γρα­φής, πού είναι ή Πηγή της αληθείας, είναι αρκετά για να γνωρίζουμε ότι δεν τελειώνουν όλα στον τάφο. Το διακηρύσ­σουμε άλλωστε και εμείς κάθε φορά πού απαγγέλλουμε το Σύμβολο της Πίστεως μας λέγοντας: «Προσδοκώ άνάστασιν νεκρών και ζωή ν του μέλλοντος αιώνος». Περιμένω χωρίς αμφιβολία - αυτό σημαί­νει ή λέξη «προσδοκώ» - την ανάσταση των νεκρών και τη μέλλουσα ζωή.
Πόσες φορές, αλήθεια, το έχουμε πει αυτό και ίσως δεν συναισθανόμαστε τί ακριβώς λέμε με τα χείλη μας! Είναι ένα από τα σπουδαιότερα δόγματα της Πί­στεως μας, το όποιο έχει αδιάψευστη εγγύηση την Ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χρίστου.
Όταν λέμε ανάσταση νεκρών, γράφει ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός, εννοούμε «την άνάστασιν των σωμάτων». «Διότι ή ψυχή είναι αθάνατη, δεν έχει πεθάνει (το πίστευαν, είπαμε, και οι αρχαίοι) και δεν γίνεται λόγος για ανάσταση ψυχής, αφού δεν είχε νεκρωθεί. Και αφού ό θά­νατος, συνεχίζει ό Άγιος, είναι χωρισμός της ψυχής από το σώμα, ανάσταση είναι ή ένωση και πάλι της ψυχής με το σώμα. Το ίδιο το σώμα πού διελύθη στον τάφο θα αναστηθεί άφθαρτο και θα ενωθεί με την ψυχή του σε νέα ζωή» (ΕΠΕ 1, 558-560).
Βέβαια αυτό μας φαίνεται κάπως αδύ­νατο. Δεν το χωρεί το φτωχό μυαλό μας, πώς το σώμα μας, πού έγινε χώμα, θα αναστηθεί και πάλι. ΓΓ αυτό ό άγιος Ιω­άννης ό Χρυσόστομος μάς βοηθεί να ξεπεράσουμε τη δυσκολία της απορίας μας λέγοντας: «Σκέψου, άνθρωπε, πώς σε έπλασε εξ αρχής ό Θεός και μην αμ­φιβάλλεις πλέον για την ανάσταση. Χώ­μα από τη γη δεν πήρε και σε έπλασε; Και είναι δύσκολο λοιπόν σ' Εκείνον πάλι από το χώμα να σε αναπλάσει και να σε κάμει άφθαρτον;» (ΕΠΕ 36, 130-132).
Εφόσον πιστεύουμε σε Θεό Παντοκρά­τορα, πού τα πάντα δύναται, δεν δικαι­ολογείται καμιά αμφιβολία ως προς τη γενική ανάσταση των αποθανόντων. Ε­φόσον άνεστήθη ό Χριστός και κατεπάτησε τον θάνατο, δεν είναι πλέον ό θάνατος το τέρμα της ζωής μας. Τώρα ό θάνατος έγινε και είναι ένας σταθμός και ένα πέ­ρασμα από τα φθαρτά στα άφθαρτα, από τα πρόσκαιρα στα αιώνια.
Πολύ ωραία εκφράζει αυτή την αλήθεια και ό πιστός Νεοέλληνας ποιητής Γ. Δρο­σίνης γράφοντας: «Τί λοιπόν; Της ζωής μας το σύνορο θα το δείχνει ένα ορθό κυπαρίσσι; /κι απ' ό,τι είδαμε, ακούσαμε, αγγίξαμε, τάφου γη θα μάς έχει χωρί­σει;.../ Μήπως ό,τι θαρρούμε βασίλεμα, γλυκοχάραγμα αυγής είναι πέρα; /Κι αντί νάρθει μια νύχτα αξημέρωτη ξημερώνει μια αβράδιαστη μέρα;
Ναι, είναι ή «άνέσπερος ήμερα της Βα­σιλείας του Θεού».
(Από τον «ΣΩΤΗΡΑ»)

Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

  Και μόνον όταν ακούμε νά γίνεται λόγος περί θανάτου, αίσθανόμαστε οι άνθρωποι άποτροπιασμό. Δεν θέλουμε ούτε την λέξη να αναφέρουμε. Ό καθένας τον α­πεύχεται γιά τον εαυτόν του και γιά τα προσφιλή του πρόσωπα. «Μακριά από μας», είναι ή συνήθης έκφραση. Όλοι αγαπούμε τη ζωή.
Όμως ό θάνατος είναι το πλέον βέβαι­ο γεγονός, το όποιο αργά ή γρήγο­ρα θα αντιμετωπίσουμε χωρίς καμμία έξαίρεση. Είναι ό τελευταίος σταθμός της ζωής μας, από τον όποιον ό καθένας μας θα περάση οπωσδήποτε. Από την στιγμή πού είσερχόμεθα σ' αυτόν τον κόσμο, γνωρίζουμε ότι κάποια στιγμή θα έλθη και ή ώρα της εξόδου μας από αυτόν. Το να τον άπευχώμεθα βεβαίως και να δυσφορούμε στη σκέψι του, είναι κάτι το φυσικό. «Ή δειλία του θανάτου είναι φυσικό ιδίωμα τού άνθρωπου, το όποιον οφείλεται εις την παρακοή τού Αδάμ» (άγιος Ιωάννης της Κλίμακος). Έπλάσθημεν από τον άγιον Θεόν γιά την ζωή και όχι διά τον θάνατον.
    Ό απόστολος Παύλος μας βοηθεί στο να συμφιλιωθούμε με αυτή την οδυνη­ρή πραγματικότητα της ζωής μας. Μας λέγει ότι κανείς από ημάς πού πιστεύ­ουμε εις τον μοναδικό και άληθινό Σωτήρα μας, τον Κύριο Ίησού Χριστό, δεν ζη γιά τον εαυτόν του και κανείς δεν πεθαίνει γιά τον εαυτόν του. Έάν ζούμε, ζούμε γιά να δουλεύουμε εις τον Κύριον. Εάν πεθαίνουμε, πεθαίνου­με με ύποταγή εις το θέλημα του και είμεθα εις την έξουσία του Κυρίου. Εάν λοιπόν ζούμε και εάν πεθαίνουμε, είμεθα κτήμα του Κυρίου (Ρωμ. ιδ' 7-8). Με αυτές τις αλήθειες διαποτισμένος ό Χριστιανός προσπαθεί να συνδιαλλαγή με το μεγάλο και ανεπιθύμητο αυτό γε­γονός της ζωής του. Αγω­νίζεται καθημερινά να εύαρεστή εις τον Θεόν. Επιμελείται τού καταρτισμού και τού αγιασμού της ψυχής του. Αγωνίζεται να έναρμονίζη τις πράξεις του, τούς λόγους του, τις σκέψεις του με το θέλημα του αγίου Θεού. Εύχεται ή ευλογημένη εκείνη ώρα της εξόδου του να είναι όπως την θέλει ό Θεός. Εις την θεία Λειτουργία πα­ρακαλεί τον Κύριον να είναι «χριστιανά τα τέλη της ζωής» του, άπηλλαγμένα από πόνους και από έργα πού φέρνουν έντροπή, γεμάτα είρήνη. Να έχη καλή άπολογία έπί τού φοβερού δικαστικού θρόνου τού δικαιοκρίτου Κυρίου κατά την μέλλουσα Κρίση της Δευτέρας Πα­ρουσίας του.
Μαζί με όλα αυτά ζητεί και επιδιώκει να τον βρή το τέλος της ζωής του Χριστιανόν Όρθόδοξον.
Είναι ιδιαιτέρα ευλογία του άγιου Θε­ού να μείνη κανείς Χριστιανός Ορθό­δοξος μέχρι τέλους της ζωής του, με πίστη γνησία, καθαρή και άνόθευτη. Πίστη, όπως μας την έδίδαξαν οι άγιοι Απόστολοι τού Χριστού, όπως ή Εκ­κλησία την παρέλαβε, όπωςοι άγιοι Πα­τέρες και θείοι Διδάσκαλοι έδογμάτισαν, χωρίς προσθαφαιρέσεις. Όπως οι άγι­οι Μάρτυρες την υπέγραψαν και την έσφράγισαν με το ιερόν αίμα τους. Να είναι ό καθένας μας ζωντανό και υγιές μέλος της «Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας». Μέχρι τέλους να αγιάζεται διά των αγίων Μυστηρί­ων και να φύγη από αυτόν τον κόσμο έχοντας κοινωνήσει τα Άχραντα Μυ­στήρια, μετανοημένος και με καθαρή συνείδησι. «Τότε θα τον συνοδεύουν οι Άγγελοι και θα τον μεταφέρουν από την γή εις τον ουρανό, χάρις εις την θεία Κοινωνία» (Ιωάννης Χρυσόστομος).
Να το επιθυμούμε λοιπόν και να επιδι­ώκουμε ή τελευτή μας «γενέσθαι έν πίστει όρθοδόξω». Να μας κατευοδώσουν μέσα από την όρθόδοξον Έκκλησίαν στήν τελευταία μας κατοικία με τις προσευχές και τούς ύμνους πού ψάλλονται σ' αυτές τις περιστάσεις.
Ακόμη, ή ώρα εκείνη της εξόδου μας να προσευχώμεθα να μας βρη μετανο­ημένους. «Γενέσθαι έν μετάνοια άληθεί και συνειδότι άκαταγνώστω».
Έχουμε όλοι μας απόλυτον ανάγκη του καθαρισμού από την άμαρτία, την οποίαν φέρουμε μέσα μας. Εάν ειπού­με ότι δεν έχουμε άμαρτία, πλανώμεν τούς εαυτούς μας και ή αλήθεια δεν υπάρχει μέσα μας. Εάν όμως με βαθειά μετάνοια και όχι επιφανειακή και ρηχή και με έργα άξια της μετανοίας προσπί­πτουμε εις τον φιλάνθρωπο θρόνο της θείας Χάριτος, εις το Μυστήριο της Μετανοίας, ό Κύριος θα μας καθαρίση από αυτές. Έχουμε μεσίτη και συνήγορο πλησίον τού ουρανίου Πατρός τον Κύριον Ίησούν Χριστόν, τον δίκαιον και απολύτως άναμάρτητον, ό Όποιος διά την άναμαρτησίαν και αγιότητα του έχει παρρησίαν πρός τον Θεόν (βλ. Α' Ίω. α' 8-10 και β' 1). Ό τρόμος του θανάτου, σημειώνει ό άγιος Ιωάννης της Κλίμα­κος, αποδεικνύει ότι υπάρχουν αμαρτίες διά τις όποίες ό Χριστιανός δεν έχει με­τανοήσει.
Ό απόστολος Παύλος επεδίωκε με συνεχή και σταθερή προσπάθεια να άπέχη από κάθε τι πού άπεδοκίμαζε ή φωτισμένη αγιασμένη συνείδησίς του. Ειργάζετο καθημερινά με αδιάκοπο α­γώνα να έχη πάντοτε συνείδηση έλευθέρα από κάθε μομφή και τύψη εν­ώπιον τού Θεού και ενώπιον τών αν­θρώπων. «Άσκώ άπρόσκοπον συνεί­δησιν έχειν πρός τον Θεόν και τούςαν­θρώπους διά παντός» (Πράξ. κδ' 16). Ευλογία και χάρις τού Θεου να έχουμε ήρεμη και ειρηνική συνείδηση μέχρι τέλους της ζωής μας.
Αδελφέ μου, άς ενθυμούμεθα πάντο­τε την ώραν της εξόδου μας από την πρόσκαιρη αυτή ζωή «τού παρόντος αιώνος τού άπατεώνος». «Προσδοκά καθ' έκάστην την έξοδόν σου», μας συμ­βουλεύει το Πνεύμα τού Θεού. 'Άς συμ­φιλιωθούμε χωρίς μελαγχολία με την ώρα τού θανάτου μας.
Μόνον θερμή παράκλησις και ικεσία να αναπέμπεται από τον καθένα μας πρός τον φιλάνθρωπον Κύριόν μας Ίη­σούν Χριστόν: «Εύδόκησον, Κύριε, γε­νέσθαι την έμήν τελευτήν έν μετάνοια ά­ληθεί και πίστει όρθοδόξω και συνειδό­τι άκαταγνώστω», πρεσβείαις της Παν­άχραντου σου Μητρός και πάντων τών αγίων τών άπ' αιώνος Σοι εύαρεοτησάντων. Αμήν. ■(Από τον «ΣΩΤΗΡΑ»)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...