Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Απριλίου 10, 2012

Ἡ Κασσιανή


Παλαμᾶς Κωστῆς



                                     Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις.......



Κύριε, γυναίκα ἁμαρτωλή, πολλά,

πολλά, θολά, βαριὰ τὰ κρίματά μου.

Μά, ὦ Κύριε, πῶς ἡ θεότη Σου μιλᾶ

μέσ᾿ στὴν καρδιά μου!


Κύριε, προτοῦ Σὲ κρύψ᾿ ἡ ἐντάφια γῆ

ἀπὸ τὴ δροσαυγὴ λουλούδια πῆρα

κι ἀπ᾿ τῆς λατρείας τὴν τρίσβαθη πηγὴ

Σοῦ φέρνω μύρα.


Οἶστρος μὲ σέρνει ἀκολασίας... Νυχτιά,

σκοτάδι ἀφέγγαρο, ἄναστρο μὲ ζώνει,

τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας φωτιὰ

μὲ καίει, μὲ λιώνει.


Ἐσὺ ποὺ ἀπὸ τὰ πέλαα τὰ νερὰ

τὰ ὑψώνεις νέφη, πάρε τα, Ἔρωτά μου,

κυλᾶνε, εἶναι ποτάμια φλογερὰ

τὰ δάκρυά μου.


Γύρε σ᾿ ἐμέ. Ἡ ψυχὴ πῶς πονεῖ!

Δέξου με Ἐσὺ ποὺ δέχτηκες καὶ γείραν

ἄφραστα ὡς ἐδῶ κάτου οἱ οὐρανοί.

καὶ σάρκα ἐπῆραν.


Στ᾿ ἄχραντά Σου τὰ πόδια, βασιλιᾶ

μου Ἐσὺ θὰ πέσω καὶ θὰ στὰ φιλήσω,

καὶ μὲ τῆς κεφαλῆς μου τὰ μαλλιὰ

θὰ στὰ σφουγγίσω.


Τ᾿ ἄκουσεν ἡ Εὔα μέσ᾿ στὸ ἀποσπερνὸ

τῆς παράδεισος φῶς ν᾿ ἀντιχτυπᾶνε,

κι ἀλαφιασμένη κρύφτηκε... Πονῶ,

σῶσε, ἔλεος κάνε.


Ψυχοσῶστ᾿, οἱ ἁμαρτίες μου λαός,

Τὰ ἀξεδιάλυτα ποιὸς θὰ ξεδιαλύσῃ;

Ἀμέτρητό Σου τὸ ἔλεος, ὁ Θεός!

Ἄβυσσο ἡ κρίση.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 13, 2011

Οὐκ ἔγνως
Καβάφης Κωνσταντῖνος



Γιὰ τὲς θρησκευτικὲς μας δοξασίες -

ὁ κοῦφος Ἰουλιανὸς εἶπεν «Ἀνέγνων, ἔγνων,

κατέγνων». Τάχατες μᾶς ἐκμηδένισε

μὲ τὸ «κατέγνων» του, ὁ γελοιωδέστατος.


Τέτοιες ξυπνάδες ὅμως πέρασι δὲν ἔχουνε σ᾿ ἐμᾶς

τοὺς Χριστιανούς. «Ἀνέγνως, ἀλλ᾿ οὐκ ἔγνως· εἰ γὰρ ἔγνως,

οὐκ ἂν κατέγνως» ἀπαντήσαμεν ἀμέσως.

Πέμπτη, Αυγούστου 11, 2011

Μικρά Παράκλησις....


(Εράνισμα εκ των Ψαλμών)

Προς Σε τας χείράς μου, προς Σε τους οφθαλμούς μου αίρω,
τα φλέγοντά μου δάκρυα θυσίαν σοι προσφέρω•
ετάκη η καρδία μου, ωσεί κηρός, εντός μου•
ελέησόν με, ο Θεός, σπλαγχνίσου, ο Θεός μου.
Είναι πολύ το πέλαγος, πολύ, των οικτιρμών σου•
η προσευχή μου εις ναόν φοιτά τον άγιόν σου•
εις κρίσιν με τον δούλόν σου μη θέλης να εισέλθης,
πριν η με τα ελέη σου επί της γης κατέλθης.
Η δόξα σου ως ουρανός ατέρμονος απλούται•
ενώπιόν σου, ο Θεός, θνητός δεν δικαιούται•
το όνομά σου άπειρον πληροί την οικουμένην•
συ την ψυχήν μου οίκτειρον την καταβεβλημένην.
Η ύπαρξίς μου εις φθοράν και σκοτασμόν κατέβη•
κατέστην των μισούντων με και των εχθρών μου χλεύη•
οι συγγενείς μου μ’ ύβριζον, μ’ ενέπαιζον οι φίλοι,
τας κεφαλάς των σείοντες, λαλούντες με τα χείλη.
Και πάντες οι θεώμενοι σκληρώς με κατηρώντο,
και τόσα βέλη κατ’ εμού και ξίφη ημιλλώντο•
ω, πότε, πότε, Κύριε, θα παύσης την οργήν σου;
πάσαν αυγήν το στόμα μου λαλεί την αίνεσίν σου.
Ανωφελής ο βίος μου ενώπιόν σου ρέει•
πάσα πνοή και ύπαρξις το πρόσκαιρόν της κλαίει•
είς λίθος εις οικοδομήν ας ήμην του ναού σου
και ας ήμην καίουσα λαμπάς προ του σεπτού βωμού σου.
Οι ουρανοί την δόξαν σου σιγώντες διηγούνται•
προς αίνόν σου τα χείλη μου τα τρέμοντα κινούνται•
πώς ραγισμένη βάρβιτος θα βάλη αρμονίαν;
και πώς ψυχή βαρυαλγής θα είπη μελωδίαν;
Το πνεύμά μου ιλιγγιά, ω Κτίστα των αιώνων,
δεν έχω αλλ’ η δάκρυα να σοι προσφέρω μόνον•
ως του ηλίου η ακτίς την δρόσον καταπίνει,
το έλεός σου εκπεμφθέν τα δάκρυά μου σβήνει.
Προς Σε τον Πλάστην έκραξα εν συνοχή καρδίας,
σκώληξ της γης οικτρός εγώ και τέκνον ασθενείας•
μη αποβάλης προσευχήν εκ βάθους πεμπομένην
και μη απώση, ο Θεός, ψυχήν συντετριμμένην.
Ω, Κύριε, τίς εν Θεοίς υπάρχει όμοιός σοι;
και τίς το πλάσμα δύναται των σων χειρών να σώση;
αν παρά σοι ευπρόσδεκτος δεν είν’ η προσευχή μου,
ας αναλύση εις πηγάς δακρύων η ψυχή μου.
Προς Σε τας χείράς μου, προς Σε τους οφθαλμούς μου αίρω,
τα φλέγοντά μου δάκρυα θυσίαν Σοι προσφέρω•
ετάκη η καρδία μου, ωσεί κηρός, εντός μου•
ελέησόν με, ο Θεός, σπλαγχνίσου, ο Θεός μου.
(ΑΘΗΝΑΙ: 1881)
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟυ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ, ΑΠΑΝΤΑ: ΤΟΜΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ, Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1988. Α. ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Δευτέρα, Αυγούστου 08, 2011

Ὁ Βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης


Σεφέρης Γιῶργος


Ἀσίνην τε...
ΙΛΙΑΔΑ

Κοιτάξαμε ὅλο τὸ πρωὶ γύρω-γύρω τὸ κάστρο

ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἴσκιου ἐκεῖ ποὺ ἡ θάλασσα

πράσινη καὶ χωρὶς ἀναλαμπή, τὸ στῆθος σκοτωμένου παγονιοῦ

Μᾶς δέχτηκε ὅπως ὁ καιρὸς χωρὶς κανένα χάσμα.

Οἱ φλέβες τοῦ βράχου κατέβαιναν ἀπὸ ψηλὰ

στριμμένα κλήματα γυμνὰ πολύκλωνα ζωντανεύοντας

στ’ ἄγγιγμα τοῦ νεροῦ, καθὼς τὸ μάτι ἀκολουθώντας τις

πάλευε νὰ ξεφύγει τὸ κουραστικὸ λίκνισμα

χάνοντας δύναμη ὁλοένα.



Ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἥλιου ἕνας μακρὺς γιαλὸς ὁλάνοιχτος

καὶ τὸ φῶς τρίβοντας διαμαντικὰ στὰ μεγάλα τείχη.

Κανένα πλάσμα ζωντανὸ τ᾿ ἀγριοπερίστερα φευγάτα

κι ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης ποὺ τὸν γυρεύουμε δυὸ χρόνια τώρα

ἄγνωστος λησμονημένος ἀπ᾿ ὅλους κι ἀπὸ τὸν Ὅμηρο

μόνο μιὰ λέξη στὴν Ἰλιάδα κι ἐκείνη ἀβέβαιη

ριγμένη ἐδῶ σὰν τὴν ἐντάφια χρυσὴ προσωπίδα.

Τὴν ἄγγιξες, θυμᾶσαι τὸν ἦχο της; κούφιο μέσα στὸ φῶς

σὰν τὸ στεγνὸ πιθάρι στὸ σκαμμένο χώμα·

κι ὁ ἴδιος ἦχος μὲς στὴ θάλασσα μὲ τὰ κουπιά μας.

Ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης ἕνα κενὸ κάτω ἀπ᾿ τὴν προσωπίδα

παντοῦ μαζί μας παντοῦ μαζί μας, κάτω ἀπὸ ἕνα ὄνομα:

«Ἀσίνην τε... Ἀσίνην τε...»

καὶ τὰ παιδιά του ἀγάλματα

κι οἱ πόθοι του φτερουγίσματα πουλιῶν κι ὁ ἀγέρας

στὰ διαστήματα τῶν στοχασμῶν του καὶ τὰ καράβια του

ἀραγμένα σ᾿ ἄφαντο λιμάνι·

κάτω ἀπ᾿ τὴν προσωπίδα ἕνα κενό.



Πίσω ἀπὸ τὰ μεγάλα μάτια τὰ καμπύλα χείλια τοὺς βοστρύχους

ἀνάγλυφα στὸ μαλαματένιο σκέπασμα τῆς ὕπαρξής μας

ἕνα σημεῖο σκοτεινὸ ποὺ ταξιδεύει σὰν τὸ ψάρι

μέσα στὴν αὐγινὴ γαλήνη τοῦ πελάγου καὶ τὸ βλέπεις:

ἕνα κενὸ παντοῦ μαζί μας.

Καὶ τὸ πουλὶ ποὺ πέταξε τὸν ἄλλο χειμώνα

μὲ σπασμένη φτερούγα

σκήνωμα ζωῆς,

κι ἡ νέα γυναίκα ποὺ ἔφυγε νὰ παίξει

μὲ τὰ σκυλόδοντα τοῦ καλοκαιριοῦ

κι ἡ ψυχὴ ποὺ γύρεψε τσιρίζοντας τὸν κάτω κόσμο

κι ὁ τόπος σὰν τὸ μεγάλο πλατανόφυλλο ποὺ παρασέρνει ὁ χείμαρρος τοῦ ἥλιου

μὲ τ᾿ ἀρχαῖα μνημεῖα καὶ τὴ σύγχρονη θλίψη.



Κι ὁ ποιητὴς ἀργοπορεῖ κοιτάζοντας τὶς πέτρες κι ἀναρωτιέται

ὑπάρχουν ἄραγε

ἀνάμεσα στὶς χαλασμένες τοῦτες γραμμὲς τὶς ἀκμὲς τὶς αἰχμὲς τὰ κοῖλα καὶ τὶς καμπύλες

ὑπάρχουν ἄραγε

ἐδῶ ποὺ συναντιέται τὸ πέρασμα τῆς βροχῆς τοῦ ἀγέρα καὶ τῆς φθορᾶς

ὑπάρχουν, ἡ κίνηση τοῦ προσώπου τὸ σχῆμα τῆς στοργῆς

ἐκείνων ποὺ λιγόστεψαν τόσο παράξενα μὲς στὴ ζωή μας

αὐτῶν ποὺ ἀπόμειναν σκιὲς κυμάτων καὶ στοχασμοὶ μὲ τὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ πελάγου

ἢ μήπως ὄχι δὲν ἀπομένει τίποτε παρὰ μόνο τὸ βάρος

ἡ νοσταλγία τοῦ βάρους μιᾶς ὕπαρξης ζωντανῆς

ἐκεῖ ποὺ μένουμε τώρα ἀνυπόστατοι λυγίζοντας

σὰν τὰ κλωνάρια τῆς φριχτῆς ἰτιᾶς σωριασμένα μέσα στὴ διάρκεια τῆς ἀπελπισίας

ἐνῶ τὸ ρέμα κίτρινο κατεβάζει ἀργὰ βοῦρλα ξεριζωμένα μὲς στὸ βοῦρκο

εἰκόνα μορφῆς ποὺ μαρμάρωσε μὲ τὴν ἀπόφαση μιᾶς πίκρας παντοτινῆς.

Ὁ ποιητὴς ἕνα κενό.



Ἀσπιδοφόρος ὁ ἥλιος ἀνέβαινε πολεμώντας

κι ἀπὸ τὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς μιὰ νυχτερίδα τρομαγμένη

χτύπησε πάνω στὸ φῶς σὰν τὴ σαΐτα πάνω στὸ σκουτάρι:

«Ἀσίνην τε Ἀσίνην τε...». Νὰ ’ταν αὐτὴ ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης

ποὺ τὸν γυρεύουμε τόσο προσεχτικὰ σὲ τούτη τὴν ἀκρόπολη

γγίζοντας κάποτε μὲ τὰ δάχτυλά μας τὴν ἁφή του πάνω στὶς πέτρες.


                                        Ἀσίνη, καλοκαίρι ’38 - Ἀθήνα, Γεν. ’40

Τρίτη, Αυγούστου 02, 2011

Ύμνος στην Θεοτόκο(Ποίημα του Νίκου Καζαντζάκη)

Παρατίθεται από την τραγωδία Χριστός του Νίκου Καζαντζάκη ένα συναρπαστικό ποίημα για την Παναγία, το καλύτερο που υπάρχει από σύγχρονο συγγραφέα (Ν. Ματσούκας, καθηγητής Θεολογικής ΑΠΘ):
“- Παρθένα Μάνα, που σαν πνέμα επιάστη ο σπόρος
στο αφίλητο κορμί, κι’ ο Λόγος εσαρκώθη
το αμόλευτο τρυγώντας σπλάχνο σου σα βρέφος!
Ω Δέσποινά μου Υποταγή, τον πόνο δέξου τον
και συ, σαν το σταυρό, και γείρε το κεφάλι
με υπομονή, κατά γης χαμογελώντας -
να μην πνιγεί, Κυρά, στα κλάματά σου ο κόσμος!
Εσύ ’σαι η κιβωτός, που σαν αυγό στην άβυσσο
λάμπεις και στου Θεού τη σκοτεινιά αρμενίζεις,
βαθιά τα σπέρματα όλα μέσα σου φρουρώντας,
Το πράσινο δρεπανωτό πατάς φεγγάρι,
κι όλες στα χέρια σου κρατώντας τις ελπίδες μας
στον άγριον ουρανό κατάφορτη ανεβαίνεις.
κι αχνογελώντας στέκεσαι δεξά στο γιό σου,
Εσύ ’σαι το ανθισμένο κλαρί στην άβυσσο
της δύναμής του. εσύ ’σαι ο στοχασμός ο πράος
μες στο φλεγόμενο καμίνι της οργής του.
Αναμεσός στης Ζωής το δέντρο και της γνώσης,
στον κήπο του Θεού συ φύτεψες, Κυρά μου,
το αφράτο, της Καλοσύνης δέντρο.
κι ως πότιζές το με το κλάμα, επήρε μπόι,
πετάει κλαριά, σκεπάζει τ’ άλλα δέντρα, ανθίζει
ρίχνει καρπό, σαν την καλή ελιά, και φέγγει-
Κι ο Παντοδύναμος στον ίσκιο του αναπαύεται.
Κι η Δεύτερη φριχτή σαν έρθει Παρουσία
κι οι αρχάγγελοι άσπλαχνα τα ερίφια θα χωρίζουν
απ’ τ’ αρνιά, θα σκύψεις τότε εσύ στο γιό σου,
παρακλητικά, να μεσιτέψεις, Ελεούσα!
Τ’ αδάμαστα μεμιάς θα του μερώσουν φρένα
Κι οι τάξες θα χαλάσουν οι διπλές, και δίκαιοι
θ’ αγκαλιαστούν με αμαρτωλούς, κι αγνές παρθένες
με τις γυναίκες που πολύ στη γη αγάπησαν.
Νικάς τη Δικαιοσύνη Εσύ με την αγάπη.
κι όλοι μαζί θα σύρουμε χορό, και θα’ σαι
στον κάβο του χορού, Κυρά, και θα χορεύεις
στον αβασίλευτο ήλιο του Θεού χαρούμενη
και ταπεινή πολύ, σαν την καρδιά του ανθρώπου!

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...