Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποιμαντική Ψυχολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποιμαντική Ψυχολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Ιουνίου 18, 2014

Ένας μπαμπάς μετατρέπει τον αυτιστικό του γιο σε υπερήρωα


Ο Eddie ήταν μόλις λίγων μηνών, όταν ο Matt και η σύζυγος του Marge παρατήρησαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τον πρωτόκοκο γιο τους. Ο Eddie δεν έπινε το μητρικό γάλα και είχε πεπτικά προβλήματα. Έχανε ακόμα και τα απλά αναπτυξιακά ορόσημα της ηλικίας του. Μετά από σχετική έρευνα που έκαναν στο διαδίκτυο αποφάσισαν να εκφράσουν τις ανησυχίες τους στον παιδίατρο τους, ο οποίος όμως του είπε να μην ανησυχούν και ότι είναι φυσιολογικό το κάθε παιδί να μεγαλώνει και να αναπτύσσεται με το δικό του ρυθμό και ότι κάποια στιγμή ο γιος τους θα κάλυπτε τη διαφορά. Ο Eddie όμως συνέχισε να χάνει και άλλα ορόσημα ανάπτυξης και δεν ανέπτυξε την ομιλία καθόλου.
Φωτογραφίες © Matt Perko
Φωτογραφίες © Matt Perko
Φαινόταν σαν να κλεινόταν ολοένα και περισσότερο σε ένα δικό του κόσμο. Τότε οι γονείς του θεώρησαν ότι ίσως έφταιγε το γεγονός ότι είχε προβλήματα ακοής και αποφάσισαν να επισκεφθούν έναν ωτορινολαρυγγολόγο. Ο συγκεκριμένος ιατρός παρατήρησε και αυτός ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τον Eddie, αλλά τους παρέπεμψε σε αξιόλογηση από αναπτυξιακό παιδίατρο. Oι φόβοι τους, δυστυχώς, επιβεβαιώθηκαν. Aυτισμός. Εκτός όμως από τον αυτισμό, ο Eddie διαγνώστηκε και με λεκτική απραξία, μια διαταραχή του νευρικού συστήματος όπου κανείς δεν μπορεί να μιλήσει ακόμη και αν καταλαβαίνει τι του λένε ή έχει την επιθυμία να επικοινωνήσει.
«Ο Eddie είχε πρόβλημα στο να φέρει στο στόμα του τις λέξεις που είναι μέσα στο μυαλό του. Όταν μιλούσε, έβγαζε μόνο ήχους φωνηέντων» δηλώνει ο πατέρας Matt. Ανέπτυξε όμως ένα είδος δικής του γλώσσας, την οποία δεν την καταλάβαινε κανείς εκτός από τους γονείς του. Ο Matt ήξερε κατά βάθος ότι ο γιος του όπως όλα τα παιδιά είχε ιδέες στο κεφάλι του αλλά του έλειπε η ικανότητα να τις εκφράσει. Άρχισε λοιπόν να αναρωτιέται: «Μήπως στο μυαλό του έπαιζε με δεινόσαυρους;»
mattperkodinosaur
Τον Οκτώβριο του 2011, ο Matt άρχισε να χρησιμοποιεί τις δεξιότητες του γύρω από τη φωτογραφία και τη ψηφιακή επεξεργασία για να δημιουργήσει μια σειρά από φωτογραφίες του Eddie σε υποθετικές/φανταστικές καταστάσεις με όνομα «Φαντασία» που θέτουν το ερώτημα «τι θα συνέβαινε αν». Σε κάθε φωτογραφία ο Eddie φοράει τις πυτζάμες του, γιατί ο πατέρας του ήθελε να μεταφέρει μέσα από αυτές την ονειρική δραστηριότητα κατά την κατάσταση του ύπνου.
Τι θα συνέβαινε αν ο Eddie πάλευε με ένα δράκο;
mattperkodragon
Τι θα συνέβαινε αν ο Eddie ήταν ένας μικρός Ιντιάνα Τζόουνς;
mattperkoindianajones
«Αυτό το πρότζεκτ βασίστηκε στο συναίσθημα και την έμπνευση. Για μένα λειτούργησε ως κάθαρση». Μου επέτρεψε να συμβιβαστώ με τη διάγνωση του και μου έδωσε χρόνο να σκεφτώ και να το χονέψω. Μετά την ολοκλήρωση του πρότζεκτ, μπορούσα πλέον να συνδεθώ περισσότερο με τον Eddie. Ήξερα ότι θα ήταν εντάξει. Συχνά προσπαθούμε να κάνουμε τα παιδιά μας να ταιριάξουν στον κόσμο μας. Ένιωσα ότι αυτό το πρότζεκτ μου επέτρεψε να κάνω ένα βήμα πιο κοντά στο δικό του.
mattperkosuperboy
Έχω την αίσθηση ότι στη φωτογραφία όπου ο Eddie αποκαλύπτει με το βγάλσιμο της πιτζάμας του τη στολή του υπερήρωα το νόημα είναι άκρως συμβολικό. Ίσως ο Eddie να βρίσκεται σε αυτόν τον κόσμο για να σώσει εμένα». Στις 24 Δεκεμβρίου του 2012, ο Matt και η σύζυγος του Marge έλαβαν ένα υπέροχο χριστουγεννιάτικο δώρο. Οι πρώτες ξεκάθαρες λέξεις βγήκαν από το στόμα του Eddie..

Κυριακή, Μαρτίου 23, 2014

Ποιμένας, πένθος και παιδιά ,Ο ρόλος του ποιμένα και η διαχείριση του πένθους στα παιδιά



Ο ρόλος του ποιμένα και η διαχείριση του πένθους στα παιδιά

Όλοι οι άνθρωποι άλλος περισσότερο άλλος λιγότερο έχουμε βρεθεί αντιμέτωποι με την ιδέα του θανάτου ή ακόμα χειρότερα με την πραγματικότητα ενός θανάτου.  Συνήθως, «ο άνθρωπος απωθεί την ιδέα αυτή γιατί θέλει να προστατεύσει τις εγκόσμιες αξίες, τις οποίες δεν έχει το θάρρος να εγκαταλείψει, μολονότι η ιδέα του θανάτου έχει ήδη αποκαλύψει τη μηδαμινότητά του»[1]. Η ψυχολογική ανησυχία του ανθρώπου είναι πολύ μεγάλη, όταν βλέπει κάποιο δικό του να χάνεται και συχνά να σβήνει μέσα σε αγωνία και πόνους. Ο θάνατος και κατ’ επέκτασιν ο φόβος του θανάτου εισήλθε στην ζωή μας κατά παραχώρησιν Θεού από την πτώση και μετά. 

Στη σημερινή εποχή όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναζητούν τη βοήθεια των ποιμένων, στα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν, και ζητούν από την Εκκλησία να σκύψει επάνω στις ανάγκες τους. Ο σύγχρονος άνθρωπος καταβάλλει προσπάθεια  να αποφύγει επιμελώς κάθε σκέψη ή συζήτηση σχετική με το θάνατο και καλλιεργεί την αντίληψη για αποσιώπηση και όχι για μνήμη του θανάτου. Γι’ αυτό και ο ρόλος που καλείται να διαδραματίσει η Εκκλησία είναι ζωτικής σημασίας. Η κατανόηση της θλίψης, η συμπαράσταση και η παρηγοριά των θλιμμένων ήταν πάντοτε μια από τις κύριες επιδιώξεις των πραγματικών ποιμένων[2]. Επομένως, κρίνεται αναγκαία η ποιμαντική προετοιμασία και υποστήριξη τόσο για τον ίδιο τον άνθρωπο που οδεύει προς το θάνατο όσο  και για τους οικείους του και κυρίως για  τα παιδιά της οικογένειας. Γι’ αυτό ο ποιμένας καλό είναι να είναι ενημερωμένος και να πληροί κάποιες προϋποθέσεις[3]. Πάνω από ικανότητες και επιστημονικές γνώσεις χρειάζεται η αγάπη και η πίστη, που πρέπει να δείξει, για να προσεγγίσει την ψυχή των ανθρώπων και ιδιαίτερα των παιδιών.


Ιδιαίτερα ο χειρισμός των ανθρώπων που πενθούν χρειάζεται μια ξεχωριστή αντιμετώπιση. Ένα πλήθος παραγόντων, όπως η ηλικία του ατόμου, ο ρόλος του, η βιαιότητα του θανάτου, η άδικη πλευρά του χαμού του, καθιστούν τη διεργασία του πένθους λιγότερο ή περισσότερο δύσκολη. Ο κάθε άνθρωπος το βιώνει με διαφορετικό τρόπο και με διαφορετικό τρόπο εκφράζει τον πόνο του[4]. Πολλοί αντιμετωπίζουν το γεγονός του θανάτου με έντονη άρνηση, στη συνέχεια με κλάμα και λυγμούς. Υπάρχουν, βέβαια, οι περιπτώσεις ατόμων που δείχνουν μια στωικότητα και ψυχραιμία στο πένθος, αλλά επειδή η συμπεριφορά τους δεν έχει τα εμφανή στοιχεία δακρύων και λυγμών, δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως περιπτώσεις ψυχρής αδιαφορίας[5].  Ιδιαίτερα οι περισσότεροι γονείς, αν χάσουν το παιδί τους, στο πρώτο στάδιο του πένθους, δεν μπορούν να δεχτούν το γεγονός ότι το παιδί τους πέθανε (άρνηση). Ελπίζουν ότι θα συμβεί κάτι μαγικό, θέλουν απελπισμένα να πιστέψουν ότι όλα είναι μόνο ένας εφιάλτης[6]. Μερικοί άνθρωποι, για παράδειγμα, έχουν ανάγκη να κάνουν μόνοι τους μακρινούς περιπάτους. Το συναίσθημα της μοναξιάς, έρχεται στα συγγενικά πρόσωπα λίγες μέρες ή λίγες εβδομάδες μετά τον θάνατο και ακολουθείται από έντονα συναισθήματα εγκατάλειψης, άγχους, απόρριψης και συχνά απόγνωσης[7].  Άλλοι πάλι θέλουν να έχουν γύρω τους πολύ κόσμο. Ο ρόλος του ποιμένα στη θεραπεία της θλίψης εξαρτάται πάρα πολύ από τη σχέση που είχε με το θλιμμένο πριν από το θάνατο[8].        

Όπως αντιλαμβανόμαστε η παρουσία της Εκκλησίας και ιδιαίτερα του ποιμένα είναι καθοριστική για την ανακούφιση των ταραγμένων ψυχών. Ιδιαίτερα ο κόσμος επιβάλλεται να κατανοήσει πόσο μεγάλη βοήθεια μπορεί να έχει από την επαφή του με τον κατεξοχήν «θεραπευτή των ψυχών και των σωμάτων» τον Ιησού Χριστό, μέσω των ποιμένων. Με την παρουσία του μπορεί να συμβολίζει τη βαθιά ελπίδα που δεν εκφράζεται πάντοτε με λόγια, ότι ο Θεός δεν εγκαταλείπει τα παιδιά του στις κρίσιμες στιγμές της ζωής τους.

Γι’ αυτό ο ποιμένας επιβάλλεται να είναι προετοιμασμένος και να μην καταλαμβάνεται από φόβο καθώς η ζωή του είναι ένας διαρκής αγώνας για τη νίκη κατά του θανάτου. Από τη στιγμή που ο ίδιος ο Κύριος νίκησε το θάνατο με την ανάστασή του οφείλει να περιφρονεί το θάνατο και να τον διακρίνει μια αισιοδοξία[9]. Τούτο αποδεικνύεται και στον Κατηχητικό Λόγο στην αναστάσιμη ακολουθία «που σου, θάνατε, το κέντρον; Που σου, Άδη το νίκος. Ανέστη Χριστός και σύ καταβέβλησαι»[10]. Ο Χριστός αναστάς «συνανέστησε τον Αδάμ παγγενεί»[11] και «ωδοποίησε την ανάστασιν πάση σαρκί»[12]∙ «ώσπερ γάρ εν τω Αδάμ πάντες αποθνήσκουσιν, ούτω και εν τω Χριστώ πάντες ζωοποιηθήσονται»[13]. Ο θάνατος επομένως, δεν συνιστά το τέλος του ανθρώπου, αφού υπάρχει η προοπτική της αιωνιότητας ως δώρο του Θεού[14].

Για τον ποιμένα οι άγιοι της Εκκλησίας μας θα πρέπει να αποτελούν πρότυπα στον επίγειο βίο τους που τους προσφέρουν παραμυθία και ανακουφίζοντάς τους γιατί είναι εκείνοι που «έφτασαν με θάρρος και χαρά στη στιγμή του θανάτου τους. Οι βίοι τους μάς διδάσκουν ότι με τον αγώνα για κάθαρση από τα πάθη και ομοίωση με τον Θεό μπορεί κανείς να περιφρονήσει τον θάνατο και ενωμένος με τον Κύριο της ζωής και του θανάτου να οδεύσει προς την αιωνιότητα, θεωρώντας το τέλος της βιολογικής του ζωής, ως την απαρχή μιας καινούριας, της αιωνίας»[15]. Μέσα στην κοινωνία της αγάπης της εκκλησίας ο λόγος του ποιμένα λειτουργεί θεραπευτικά και ο θάνατος δεν προκαλεί ανησυχία και ταραχή, γιατί η δύναμη και η χαρά της σωτηρίας με την Ανάσταση είναι καταλυτικά. Επομένως η παρουσία του στους πενθούντες είναι καθοριστική για την παραμυθία και την παρηγοριά. Οι πρώτες στιγμές βέβαια δεν είναι κατάλληλες για διδασκαλία.

Συνήθως τα παιδιά αντιδρούν διαφορετικά, ανάλογα με την ηλικία τους, την ψυχοσυναισθηματική τους ωριμότητα, τη σχέση που διατηρούσαν με το άτομο που πέθανε, αλλά και τους χειρισμούς των γονιών τους. Έτσι, άλλα παιδιά απομονώνονται, έχουν κακή διάθεση ή παρουσιάζουν ανορεξία, εφιάλτες, ενούρηση, επιθετικότητα, πόνους στην κοιλιά, κεφαλαλγίες κ.λ.π.[16] Στην ηλικία των 3 έως 5 ετών η έννοια του θανάτου δεν έχει ακόμα αφομοιωθεί από τα παιδιά. Τα παιδιά αυτής της ηλικίας έχουν την αίσθηση ότι ο νεκρός κοιμάται συνέχεια και συχνά ρωτούν αν τρώει ή πονάει. Μπορούν να εκφράσουν τη λύπη τους, αν οι μεγάλοι τους το επιτρέψουν. Αν, δηλαδή, κάνουν το παιδί να νιώσει ότι η λύπη του είναι φυσιολογική και ότι τα συναισθήματα υπάρχουν για να τα εκφράζουμε.  Η λύπη των παιδιών δεν καταργεί το γέλιο και το παιχνίδι τους. Είναι πολύ συχνό μετά από το θάνατο του αγαπημένου τους προσώπου να παίζουν παιχνίδια όπου παριστάνουν τους πεθαμένους. Μπορεί να έχουν περιόδους υπερκινητικότητας ή κατάπτωσης[17].


Ενώ παλαιότερα οι άνθρωποι είχαν εμπειρίες θανάτου βλέποντας συγγενικά πρόσωπα, στην εποχή μας η κοινωνική ζωή οργανώνεται  κατά τέτοιο τρόπο που αποκρύβει το θάνατο. Σήμερα πολλοί ενήλικες θέλουν να προστατεύσουν τα παιδιά τους από  το κεφάλαιο «Λύπη» στη ζωή τους φτάνοντας στο σημείο να μην τα επιτρέπουν να παραστούν  στην κηδεία του παππού ή της γιαγιάς. Με αποτέλεσμα να μην έχουν εμπειρία θανάτου, που ευνοεί την εμπειρία και τη μνήμη του[18].  Αυτή η τακτική όμως είναι λανθασμένη  γιατί  ο θάνατος γίνεται γι’ αυτά ένα θέμα ταμπού[19]. Παραθεωρείται  τελείως η ανάγκη διαπαιδαγώγησης για το θάνατο. Το φαινόμενο αυτό τροφοδοτεί αρρωστημένες καταστάσεις και έχει  ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις δημιουργώντας σοβαρότατα ψυχικά τραύματα στα παιδιά, όταν αποκλείονται από την κηδεία και τη διαδικασία θανάτου προσφιλών τους προσώπων. Η μνήμη θανάτου δεν θα πρέπει να βιώνεται ως «πεισιθάνατη μάθηση θανάτου, αλλά ως πέρασμα σε μία άλλη ζωή»[20]. Γι’ αυτό χρειάζεται σοβαρή προετοιμασία και διαπαιδαγώγηση.

Ο πιστός με την εσωτερική όραση προχωρεί από τα βλεπόμενα στα μη βλεπόμενα. Βλέπει το νεκρό, αλλά βλέπει και την αφθαρσία και την αθανασία που θα ντυθεί το φθαρτό. Πίσω από το θάνατο οραματίζεται την ανάσταση. Ο πόνος και τα δάκρυα είναι ήρεμα γιατί αναμιγνύονται με την ελπίδα[21]. Εξάλλου ο απόστολος Παύλος συμβουλεύει: «Ου θέλομεν υμάς αγνοείν, αδελφοί, περί των κεκοιμημένων, ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα»[22]. Λυπήσου, μας λέει, όχι όμως σαν ειδωλολάτρης, που δεν πιστεύει στην Ανάσταση και δεν ελπίζει στη μέλλουσα ζωή.

Το παιδί για να αφομοιώσει την έννοια του θανάτου πρέπει να φτάσει στην ηλικία των εφτά - οχτώ ετών, όταν δηλαδή θα έχει συνειδητοποιήσει δύο απαραίτητες έννοιες: της ολότητας και της μη αναστρεψιμότητας. Αυτό όμως δε σημαίνει πως μέχρι την ηλικία αυτή το παιδί δεν αντιλαμβάνεται την απουσία οικείων προσώπων ή δεν πρέπει να γνωρίζει τι συμβαίνει, καθώς μέρα με τη μέρα πληθαίνουν τα αναπάντητα ερωτήματα: «Πού είναι;» «Γιατί λείπει;» «Γιατί δε μου τηλεφωνεί;» «Πότε θα γυρίσει;»[23]. Τα παιδιά ηλικίας 7 έως 9 ετών νιώθουν έντονο άγχος. Φοβούνται μήπως πεθάνουν τα ίδια ή άλλα κοντινά τους πρόσωπα.

Για τα παιδιά προσχολικής ηλικίας μέχρι και την ηλικία των 11-12 χρόνων ο θρήνος είναι μικρής διάρκειας, επειδή η αντοχή τους στον ψυχικό πόνο είναι μικρότερη[24]. Έρευνες όμως έχουν δείξει ότι παιδιά ηλικίας 5 έως 12 ετών, που έχουν χάσει έναν από τους γονείς τους, το 40% εμφανίζει κατάθλιψη βαριάς μορφής. Τα αγόρια στην εφηβική ηλικία εκδηλώνουν μια αντικοινωνική συμπεριφορά, που κάποιες φορές συνοδεύεται από επιθετικότητα προς τον ίδιο τους τον εαυτό ή τους άλλους. Μπορεί δηλαδή να αρχίσουν τα ναρκωτικά, να έχουν τάσεις αυτοκτονίας ή απομόνωσης. Πολλές φορές, στην ηλικία των 12 με 13 ετών, το παιδί μπορεί να προσκολληθεί στο γονέα που απέμεινε, από φόβο μη χάσει κι αυτόν[25]. Πολλοί γονείς φτάνουν στο σημείο να μην ανακοινώνουν στο παιδί το θάνατο αγαπημένων του προσώπων.  Έτσι όμως, όχι μόνο δεν προστατεύουμε το παιδί, αλλά το εκθέτουμε στον κίνδυνο της αποκάλυψης από τρίτους, χωρίς καμία προετοιμασία, και εκτός αυτού κλονίζεται η μεταξύ μας εμπιστοσύνη και η ασφάλεια του παιδιού. Τα παιδιά υποφέρουν σε μεγάλο βαθμό όταν αντιλαμβάνονται πως κάτι συμβαίνει και μένουν απέξω. Ούτως ή άλλως δεν μπορούμε να κρυφτούμε από το θάνατο. Είναι ένα μέρος της ζωής[26].

            Το να συμμετέχει το παιδί στο τελετουργικό του πένθους δε βλάπτει, αφού πρώτα εκτιμήσουμε τη σχέση του παιδιού με το άτομο που πέθανε, την ευαισθησία και την ηλικία του. Η συμμετοχή του θα του επιτρέψει να αναπαραστήσει το θάνατο μέσα στη δική του πραγματικότητα, χωρίς να τον φαντάζεται σαν κάτι τρομερό[27]. Σε κάθε περίπτωση, τα παιδιά χρειάζονται τη δυνατότητα να εξοικειωθούν με τα συναισθήματα λύπης και θυμού, να θέσουν ερωτήσεις και να αποκτήσουν τις δικές τους εμπειρίες. Και οι πλέον κατάλληλοι γι’ αυτό το ρόλο είναι τόσο οι γονείς όσο και ο ποιμένας της ενορίας τους[28]. Επειδή οι γονείς δεν έχουν έτοιμες απαντήσεις για πολλά θέματα μια συζήτηση με τον ιερέα είναι μια «θαυμάσια ευκαιρία για μια κοινή αναζήτηση του Σκοπού, του Γιατί και του Πώς του θανάτου, και για την απόκτηση εκατέρωθεν πληροφοριών[29]. Εάν θέλει να βοηθήσει πραγματικά θα πρέπει να δώσει τη δυνατότητα στα παιδιά να πουν την ιστορία τους με δικό τους τρόπο και με τις δικές τους λέξεις, γιατί έτσι θα μπορέσουν να εκφράσουν τα συναισθήματα που τα βαραίνουν και να ξαλαφρώσουν. Δεν υπάρχει λόγος να υποκρίνεται κανείς ότι δεν πονάει ή ότι η απώλεια δεν είναι και τόσο μεγάλη όσο πραγματικά είναι[30]. Κατά τον παπά Φιλόθεο Φάρο πραγματικά ορφανό δεν είναι το παιδί που ο γονιός έχει πεθάνει, αλλά το παιδί που ο γονιός του έχει ολοκληρωτικά εξαφανιστεί και δεν ζει μέσα στις καρδιές των υπόλοιπων μελών της οικογένειας[31].

            Ένα σημείο που δεν μπορούν να κατανοήσουν τα παιδιά είναι η αντίφαση που δημιουργείται ανάμεσα στην τελετουργία της ταφής και στην πίστη για τη μεταθανάτια ζωή. Ο ποιμένας θα εξηγήσει στο παιδί ότι το σώμα μπαίνει μέσα στη γη, επιστρέφει σ’ αυτήν και αποσυντίθεται, η ψυχή όμως πάει στον ουρανό, κοντά στον καλό Θεούλη. Επίσης, επιβάλλεται να πείσει τους ενήλικες να εκφράζουν τα συναισθήματά τους διότι η απόκρυψη ή η υπεκφυγή απλά επιτείνει τη σύγχυσή τους[32]. Αυτό που καταδικάζεται και που το καταδικάζει αυστηρότατα και ο θείος Χρυσόστομος είναι το πένθος το οποίο υπερβαίνει το μέτρο, και μάλιστα τους κοπετούς και τα μοιρολόγια. Τα χαρακτηρίζει «ασχημοσύνην», «επίδειξιν», «κενοδοξία». Ο πιστός καλείται να πενθεί «κατά ψυχήν ηρέμα» στο σπίτι του. Η κόσμια και συγκρατημένη αυτή στάση είναι απόδειξη αληθινής «συμπαθείας» προς τον απερχόμενο∙ ωφελεί δε και αυτόν που πενθεί[33]. Εξάλλου ο θνήσκων μετέβη στην άλλη ζωή, όπου δεν υπάρχει κανείς κόπος. Εκεί «απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός». Εκεί υπάρχει «ευφροσύνη αιώνιος»[34].

            Ο ποιμένας, επιβάλλεται να δείξει ότι συμπάσχει μαζί τους «σαν ένα δείγμα συμμετοχής και ενδιαφέροντος που πηγάζει από την αγάπη του. Είναι εύλογος και ο πόνος και η θλίψη και τα δάκρυα. Χρειάζεται κατανόηση και παραδοχή ότι ο πόνος είναι φυσικός και μάλιστα θα πρέπει να φαίνεται ότι αγγίζει και τον ίδιο» [35] . Επιβάλλεται να διδάξει στους ενήλικες ότι το νεκροταφείο δεν είναι ένας τόπος στον οποίο ανατριχιάζει κανείς και επιβάλλεται μόνο να ψιθυρίζει και να περνά με προσοχή. Γι’ αυτό καλό είναι να πηγαίνουν κατά διαστήματα στο νεκροταφείο σε μέρες που δεν έχει πολύ κόσμο και να δίνουν στα παιδιά την ευκαιρία να κινηθούν στο χώρο και να αναπτύξουν το δικό τους τρόπο αντιμετώπισης του νεκροταφείου. Σ’ αυτές τις επισκέψεις ο ιερέας μπορεί πρόθυμα να εξηγήσει στα παιδιά τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η ταφή των νεκρών, καθώς και γενικότερα πράγματα για την κουλτούρα του θανάτου[36]. Καλό είναι όταν τα παιδιά επισκέπτονται έναν τάφο, να αφήσουν κάτι πάνω στον τάφο (όπως για παράδειγμα λουλούδια) και να ενθαρρυνθούν  να μιλήσουν με το νεκρό, ώστε να έχουν την ευκαιρία να εκφράσουν τα συναισθήματά τους και να κάνουν ερωτήσεις[37].


            Η ανακούφιση και ο τερματισμός του πένθους έρχονται αργά ή γρήγορα σε συνάρτηση με τις δομές της προσωπικότητας των συγγενών που επιβιώνουν. Κάθε κοινωνία ορίζει συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα για το πένθος. Εάν οι συγγενείς διακόψουν το πένθος πολύ πιο νωρίς από τα προβλεπόμενα, η συμπεριφορά τους θα χαρακτηρισθεί ασεβής, απρεπής και προσβλητική για τη μνήμη του εκλιπόντος. Εάν, πάλι, η περίοδος πένθους επιμηκυνθεί πολύ πιο πέρα από τα προβλεπόμενα, τότε το άτομο που πενθεί με αυτόν τον τρόπο, θα θεωρηθεί ανώριμο, συναισθηματικά ασταθές και ίσως να έχει ανάγκη κάποια έστω βραχύχρονης ψυχοθεραπευτικής παρέμβασης[38].

            Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι οι ποιμένες επιβάλλεται να προετοιμάζουν και να διδάσκουν το μυστήριο του θανάτου στους ανθρώπους και ιδιαίτερα τους νέους σε ανύποπτο χρόνο δίνοντας τους τη δυνατότητα να βιώσουν το γεγονός του θανάτου όχι «ώσπερ οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα». «Η  μνήμη θανάτου δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προετοιμασία για την όσο το δυνατό ανώδυνη και εύκολη συνάντηση με το σημείο της μεταβάσεώς μας από αυτή στην άλλη ζωή»[39]. Αυτό που έχει σημασία είναι ο ιερέας να περπατήσει μαζί με αυτόν που υποφέρει και να τον βοηθήσει στη διαδικασία διαχείρισης της θλίψης και του πένθους με όποιο τρόπο δύναται.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ασκητή Θ., & Συνεργάτες, Ας μιλήσουμε για τις σχέσεις μας… Εικόνες της ζωής μας, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2007.
Βάντσου Χρ., Θέματα Ποιμαντικής Ψυχολογίας, Θεσσαλονίκη 1990.
Γκίκα, Α., πρωτ. Το μυστήριο του θανάτου. Ποιμαντική προσέγγιση, Θεσσαλονίκη 2001.
Καππάτου, Α., Γνωρίστε το παιδί σας, εκδ. Μοντέρνοι Καιροί, Αθήνα 1999.
 Κεσελόπουλου, Α. Γ.,  Εκ του θανάτου εις την ζωήν, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003.
Κουτσοσταμάτη, Σ., Ανάλυσέ το μόνος σου, έκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2008.
Μαντζαρίδη, Γ. Ι., Χριστιανική Ηθική ΙΙ, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 643, 644.
Μελέτη, Γ.Β., Τί γίνεται μετά το θάνατο;, εκδ. Ζωής, Αθήναι 1991.
Παππά, Β., Οι Βίοι Αγίων και οι εικονιζόμενες μορφές τους ως πρότυπα πνευματικής ζωής, Θεσσαλονίκη 2009.
Παππά, Β., «Οι εικόνες των Αγίων ως αρχέτυπα ορθοδόξου φρονήματος και πνευματικής ζωής», στο περ. Γρηγόριος Παλαμάς τεύχ. 820  (2008) 103-120.
Πιπερόπουλου, Γ., Καληνύχτα Ελλάδα, έκδ. Δομή, Αθήνα 2008.
π. Φάρου, Φ., Το πένθος. Ορθόδοξη, Λαογραφική και Ψυχολογική Θεώρηση, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1993.
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
BaumH., Η Γ ιαγιά πήγε στον ουρανό;, εκδ. ΘυμάριΑθήνα 2003.
Olson R., An introduction to existentialism, N. York 1962.

Βασιλική Β. Παππά
Msc, MA Θεολόγου-Δημοσιογράφου
Θεσσαλονίκη 2014



[1]               Βλ. Olson RobertAn introduction to existentialism, N. York 1962,  p. 196.
[2]               Βλ. π. Φιλόθεου Φάρου, Το πένθος. Ορθόδοξη, Λαογραφική και Ψυχολογική Θεώρηση, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1993, σ. 91.
[3]               Ο ποιμένας επιβάλλεται να έχει ικανότητα λόγου, να είναι κοινωνικός, να μην έχει αισθήματα ανωτερότητας ή κατωτερότητας, να έχει αυτοέλεγχο. Βλ. Βάντσου Χρήστου, Θέματα Ποιμαντικής Ψυχολογίας, Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 47-55.
[4]               Bλ. Θ. Ασκητή & Συνεργάτες, Ας μιλήσουμε για τις σχέσεις μας… Εικόνες της ζωής μας, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2007, σ. 119.
[5]               Βλ. Γ. Πιπερόπουλου, Καληνύχτα Ελλάδα, έκδ. Δομή, Αθήνα 2008, σ. 71.
[6]               Βλ. Θ. Ασκητή & Συνεργάτες, ό.π. σ. 120.
[7]               Βλ. Γ. Πιπερόπουλου, ό.π. σσ. 71-72.
[8]               Βλ. π. Φιλόθεου Φάρου, ό.π., σ. 281.
[9]               Βλ. Πρωτ. Α. Γκίκα, Το μυστήριο του θανάτου. Ποιμαντική προσέγγιση, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 6, 9.
[10]             Ιωάννου Χρυσοστόμου, Κατηχητικός Λόγος, PG 59, 724.
[11]             Παρακλητική, Ήχος Α΄, Σαββάτω εσπέρας, απόστιχα.
[12]             Μ. Βασιλείου, Θεία Λειτουργία, ευχή αναφοράς.
[13]             Α΄ Κορ. 15, 22.
[14]             Βλ. Α. Γ. Κεσελόπουλου, Εκ του θανάτου εις την ζωήν, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 120.
[15]             Βλ. Πρωτ. Α. Γκίκα, ό.π. σ. 10. Επίσης βλ. Β. Παππά, Οι Βίοι Αγίων και οι εικονιζόμενες μορφές τους ως πρότυπα πνευματικής ζωής, Θεσσαλονίκη 2009, σ.σ. 23, 28. Β. Παππά, «Οι εικόνες των Αγίων ως αρχέτυπα ορθοδόξου φρονήματος και πνευματικής ζωής», περ. Γρηγόριος Παλαμάς (2008), τεύχ. 820.
[16]               Α. Καππάτου, Γνωρίστε το παιδί σας, εκδ. Μοντέρνοι Καιροί, Αθήνα 1999, σ. 324.
[17]             Σ. Κουτσοσταμάτη, Ανάλυσέ το μόνος σου, έκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2008, σ. 341-342.
[18]             Βλ. Γ. Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 643, 644.
[19]             Heike BaumΗ Γ ιαγιά πήγε στον ουρανό;, εκδ. Θυμάρι, Αθήνα 2003, σ. 11.
[20]             Βλ. Α. Γ. Κεσελόπουλου, ό.π., σ. 138, 139-140.
[21]             Βλ. Γ.Β. Μελέτη, Τί γίνεται μετά το θάνατο;, εκδ. Ζωής, Αθήναι 1991, σ. 91.
[22]             Α΄ Θεσ. δ΄ 13.
[23]             Θ. Ασκητή & Συνεργάτες, ό.π. σ. 122. 
[24]             Α. Καππάτου, ό.π. σ. 324.
[25]             Σ. Κουτσοσταμάτη, ό.π. σ. 342.
[26]             Θ. Ασκητή & Συνεργάτες, ό.π. σ. 122.
[27]             Α. Καππάτου, ό.π. σ. 325.
[28]             Heike BaumΗ Γ ιαγιά πήγε στον ουρανό;, εκδ. Θυμάρι, Αθήνα 2003, σ. 11.
[29]             Heike Baum, ό.πσ. 11.
[30]             Βλ.  π. Φιλόθεου Φάρου, ό.π., σ. 289.
[31]             Βλ.  π. Φιλόθεου Φάρου, ό.π., σ. 369.
[32]             Heike Baum, ό.πσ. 18.
[33]             Ι. Χρυσοστόμου, Εις τον πλούσιον και τον Λάζαρον Ομ. 5, 2 PG 48, 1019∙ Του Ιδίου, Εις Φιλιπ. Ομ. 3, 4 PG 62, 203.
[34]             Ησ. λε΄ 10.
[35]             Βλ. Πρωτ. Α. Γκίκα, ό.π. σ. 17.
[36]             Heike Baum, ό.π. σ. 38.
[37]             Heike Baum, ό.π. σ. 39.
[38]             Γ. Πιπερόπουλου, ό.π. σ. 72.
[39]             Πρωτ. Α. Γκίκα, ό.π. σ. 45.
πηγή

Δευτέρα, Νοεμβρίου 11, 2013

Νήψη & Ποιμαντική Ψυχολογία: Οι αρχές της χριστιανικής ανθρωπολογίας

Ληστής - ο πρώτος εν τω παραδείσω
Όμως σε αυτή τη νέα φάση που διανύει η ανθρωπότητα ο προγνώστης Θεός δεν εγκατέλειψε το δημιούργημά του στο έλεος της επίγειας ζωής του, αλλά έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο της θείας οικονομίας ώστε να λυτρωθεί και να σωθεί ο κόσμος. Η παρουσία του Θεού στον κόσμο διατρέχει όλες τις φάσεις της ανθρώπινης ιστορίας και αποβλέπει στη θεραπεία της τραυματισμένης σχέσης και την επαναφορά της στην πρότερη κατάσταση. Στο πρόσωπο των εκλεκτών δούλων του προφητών και δικαίων (αυτών που με τη ζωή τους δόξασαν το όνομά του και απέκτησαν απαράμιλλη παρρησία, αφού έδειξαν υπακοή και πίστη στο Θεό) αποκαλύπτεται το σχέδιο της θείας οικονομίας, ενισχύεται η ελπίδα της λύτρωσης και αναγγέλλεται η σωτηρία του ανθρώπου, που καλείται να μετέχει αυτοπροαίρετα σε αυτό το έργο.
Στη νέα αυτή πορεία ο δημιουργός προσφέρει ως εφόδιο αρχικά τον παλαιό νόμο και όταν φθάνει το πλήρωμα του χρόνου που ο ίδιος έχει ορίσει, προσλαμβάνει ολόκληρη την ανθρώπινη φύση στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού (ταυτόχρονα παραμένει τέλειος Θεός) για να την ανακαινίσει και μαζί της να ανακαινιστεί όλη η κτίση. Με την ενανθρώπισή του δίνει το νέο νόμο και με τη σταυρική του θυσία που είναι η κορύφωση της κενωτικής του αγάπης, δείχνει το πρότυπο του βίου που προσελκύει τη θεία Χάρη. Με την ανάστασή του εξαγορεύει το θάνατο και με την ανάληψή του προσάγει την ανθρώπινη φύση «εκ δεξιών του Πατρός»[17] στον ιερό της τόπο. Έτσι ο άνθρωπος μαθαίνει ότι έχει μέλλον έξω από τα όρια αυτής της ζωής και ότι δια μέσω του Χριστού διέρχεται όλα τα νοητά και αισθητά για να φθάσει σε κοινωνία με το Θεό.
Η επίγνωση του ανθρώπου ότι «έχει το είναι δεδανεισμένον»[18] δηλαδή ότι η αιτία της υπάρξεώς του βρίσκεται στο Θεό και η προσδοκία της μετοχής στη βασιλεία του Θεού που φανερώθηκε με την παρουσία του Χριστού μέσα στον κόσμο, είναι οι βασικές αρχές που ορίζουν το σκοπό, νοηματοδοτούν τον πνευματικό αγώνα, και ουσιώνουν την εσχατολογική προοπτική της επίγειας ζωής του. Τα παραπάνω συνιστούν πνευματική αυτοάμυνα στις μεταβολές και ανατροπές της ζωής, όποια και αν είναι η όψη τους, με την έννοια ότι ο χριστιανός δε ζει μόνο στο παρόν, αλλά αντλεί τη δύναμή του με τη σκέψη στραμμένη στο μέλλον αλλά και στο παρελθόν.
Ποια είναι όμως η ταυτότητα της ουσίας του ανθρώπου δηλαδή του είναι του; Ο άνθρωπος είναι δημιουργημένη φύση φέρουσα πνοή Θεού[19] και συνιστά ενυπόστατη ψυχοσωματική ενότητα. Για την αξία της ψυχής μας μιλάει ο ίδιος ο Χριστός «Τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδίση τον κόσμον όλον, και ζημιωθή την ψυχήν αυτού;»[20] και την αξία του σώματος μας την αποκαλύπτει ο απ. Παύλος «ή ούκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματος εστίν, ού έχετε από Θεού, και ούκ εστέ εαυτών;»[21]. Ψυχή και σώμα είναι τα θεμελιώδη δοσμένα συστατικά της ζωής του ανθρώπινου φορέα τους στον οποίο ανήκουν και υπάρχουν.
Ποια είναι όμως η λειτουργική τους σχέση; Στην πατερική διδασκαλία δεν συναντούμε κάποιο πρόταγμα της ψυχής έναντι του σώματος αλλά τονίζεται κατηγορηματικά η άρρηκτη σύνδεση και συνάφειά τους· είναι τα δομικά στοιχεία που δίνουν(τόσο η ψυχή όσο και το σώμα) οντότητα στο ανθρώπινο είναι[22]. Τη θέση αυτή διατυπώνει εναργώς ο Γρηγόριος Παλαμάς με τον ακόλουθο ορισμό «μη αν ψυχήν μόνην, μήτε σώμα μόνον λέγεσθαι άνθρωπον, αλλά το συναμφότερον»[23]. Τότε μόνο υπάρχει άνθρωπος όταν υπάρχουν και τα δύο. Οι πατέρες σε ότι αφορά τις δυνάμεις της ψυχής χρησιμοποιούν την τριμερή διαίρεσή της κατά το πλατωνικό σχήμα, χωρίς όμως να κινούνται αυστηρά μέσα στο πλαίσιο της πλατωνικής ορολογίας και σκέψης.
Έτσι μπορεί να έχουμε αντίστοιχα ψυχή λογική, ψυχή άλογη, ψυχή επιθυμητική και σώμα, ή τον προσδιορισμό ότι η ψυχή έχει πολλά μέλη «Ώσπερ τα μέλη του σώματος πολλά όντα εις άνθρωπος λέγεται, ούτως και μέλη της ψυχής εισί πολλά, νους, συνείδησις, θέλημα,….»[24]. Για τους πατέρες η ψυχή δε νοείται απλά ως ενέργεια·[25] είναι λεπτοφυής ύλη (γι’ αυτό αόρατη και αφανής) και κυρίως ουσία, είναι το θεοειδές συστατικό που μας δίνει τη δυνατότητα να κινηθούμε εκούσια και να φθάσουμε κατά Χάρη στην αθανασία και ομοίωση με το Θεό. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι η ορθόδοξη διδασκαλία καταδικάζει τις δοξασίες που μιλούν για προΰπαρξη της ψυχής όπως και τα δόγματα περί μετενσάρκωσης, δέχεται όμως την συνέχεια της ύπαρξής της μετά τον αποχωρισμό της από το σώμα στο γεγονός του θανάτου.
Η ύπαρξη του ανθρώπου και η ζωή της ψυχής αρχίζει από άκρας συλλήψεως του εμβρύου. «Από την πρώτη δηλαδή στιγμή το έμβρυο έχει ζωή και είναι άνθρωπος, διότι λαμβάνει το εμφύσημα του Αγίου Πνεύματος»[26]. Κάθε άνθρωπος είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο πρόσωπο και έρχεται στον παρόντα κόσμο για μία και μοναδική φορά. Οποιοσδήποτε υπαινιγμός για μεταβίωση ή για μια συνεχώς επαναλαμβανόμενη εναλλαγή γεννήσεων και θανάτων απορρίπτεται κατηγορηματικά. Ο άνθρωπος όπως και ο κόσμος κινείται σε γραμμική τροχιά και όχι σε κυκλική πορεία.
Επιπροσθέτως, σε αντίθεση με τις ανατολικές δοξασίες που προσβλέπουν σε απορρόφηση ή σβήσιμο του εαυτού από μία υπερπροσωπική και αφηρημένη ουσία, όπου στο διάβα αυτής της πορείας «θεωρούν τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπου και Θεού μάλλον ως επίπεδο της υπάρξεως»[27], στη χριστιανική προσέγγιση ο Θεός είναι πρόσωπο και η σχέση μας μαζί του «είναι συνάντηση προσώπων, μοναδικών, πάντοτε ανεπανάληπτων, που παραμένουν αιώνια»[28]. Η πίστη αυτή απορρέει από την αποκάλυψη του Σαρκωθέντος Θεού Λόγου. Να προσθέσουμε ότι η συνάντηση με τις δοξασίες της ανατολής αν μπορεί να εννοηθεί έτσι, συμβαίνει στην αντίληψη περί αιωνιότητας του ανθρώπου.
Για να επιστρέψουμε στην εξέταση της χριστιανικής ανθρωπολογίας, ιδιαίτερη ανθρωπολογική θέση εκφράζει η διάκριση μεταξύ σώματος και σάρκας. Ο δεύτερος όρος προσλαμβάνει αρνητικό περιεχόμενο όταν αναφέρεται στις αισθητηριακές λειτουργίες της ανθρώπινης ύπαρξης και γίνεται συνώνυμος του κακού και της αμαρτίας αποδιδόμενος με τη φράση σαρκικό φρόνημα.
Υποκινεί και ενισχύει τα πάθη, χρεώνεται τις παρά φύσιν εκδηλώσεις της σωματικής και ψυχοπνευματικής ζωής διότι δεν περιορίζεται στο σώμα αλλά επεκτείνεται στη συνολική ύπαρξη του ανθρώπου. Το σώμα δεν έχει ευθύνη στο κακό αλλά η «σάρξ», ένα είδος κατώτερης στόφας που κυοφορεί το σαρκικό φρόνημα με όλη την αρνητική φόρτιση που το συνοδεύει. Ωστόσο η αλήθεια του ανθρώπου δεν τελειώνει στην ψυχή και το σώμα του αλλά είναι κάτι που την υπερβαίνει.
Ίσως η πιο καίρια συνεισφορά της χριστιανικής ανθρωπολογίας που ξεπερνά τις καθιερωμένες αντιλήψεις να απαντάται στη διατύπωση ότι ο άνθρωπος είναι το «όλον αυτού» του Μάξιμου του Ομολογητή, θέση η οποία όπως είδαμε παραπάνω, εκφράστηκε κατά τις ησυχαστικές έριδες εφτά περίπου αιώνες αργότερα από τον Γρηγόριο Παλαμά με τον όρο συναμφότερον. Με τη φράση αυτή ο Μάξιμος εισάγει στην ανθρωπογνωσία την καθόλου αυτονόητη εκδοχή ενός μη στατικού, δυναμικού στοιχείου, διόλου μετρήσιμου, που βρίσκεται στα διόλου ανιχνεύσιμα έγκατα της ύπαρξης, δηλαδή στη σφαίρα του ανείπωτου.
Αυτό το ακαθόριστο στοιχείο είναι κάτι που ξεφεύγει από κάθε γνωστική ικανότητα που έχουμε για να σχηματίσουμε μια στερεωμένη αντίληψη, ώστε να αποτυπωθεί τι είναι τελικά ο άνθρωπος. Το όλον θα λέγαμε ότι αποτελεί τη σκοτεινή ύλη της ανθρώπινης ύπαρξης, με άλλα λόγια το ακατάληπτο του ανθρώπου για τον ίδιο τον άνθρωπο, μέσα στο οποίο εντοπίζεται ενεργείται και παραμένει η αδιαμφισβήτητη σχέση, αλλά και απόσταση μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Το όλον κινεί τον άνθρωπο στην εσχατολογική προοπτική που σημαίνεται μέσα στη διαδικασία επικοινωνίας των όντων στο πλαίσιο ενός διαλογικού γίγνεσθαι μεταξύ Θεού και ανθρώπου[29].

[17] Βλ. Σύμβολο της πίστεως
[18] Μαξίμου Ομολογητού, Ερμηνεία εις το Πάτερ ημών, PG 90,893C. Αυτήν την έκφραση του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητή στη νεότερη θεολογική και ανθρωπολογική σκέψη ενέταξε και προέβαλε ο καθ. Γ. Μαντζαρίδης. Βλ. ενδεικτικάΧριστιανική Ηθική ΙΙ σ.13
[19] Βλ. Γεν. 2,17
[20] Βλ. Μάρκ. 8,36
[21] Βλ. Προς Κορινθίους Α΄6,19
[22]Πρβλ. Μάριου Π. Μπέγζου, Ψυχολογία και Θρησκεία, εκδ. Γρηγόρη Αθήνα 2011 σ.61
[23] Γρηγόριος Παλαμάς, PG 150, 1361 c
[24] ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΑΙΓΥΠΤΙΟΥ, Ομιλία Ζ΄, PG 34, 528Β
[25] Δηλαδή ως το σύνολο των ψυχικών φαινομένων σε σχέση μη συνάφειας με την ουσία της ψυχής.
[26] Αρχ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου, Λόγος Περί Νήψεως Ερμηνεία στον Άγιο Ησύχιο, εκδ. Ίνδικτος Αθήνα 2007 σ. 5
[27] Αρχ. Σωφρονίου(Σαχάρωφ), Το Μυστήριο της Χριστιανικής Ζωής, εκδ. Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2010 σ. 142-143
[28] Αρχ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ) ό.π., σ. 143.
[29] Για περισσότερα βλ. π. Νικόλαου Λουδοβίκου ο.π., σσ. 46-48

Στοιχεία Ποιμαντικής Ψυχολογίας στη Νηπτική Παράδοση της Εκκλησίας

nikos

Εισαγωγή

Το θέμα που πρόκειται να αναπτύξουμε, μας προσφέρει την ευκαιρία να προχωρήσουμε σε μια αδρομερή εννοιολογική αναφορά των κεντρικών όρων της πραγμάτευσης στο εισαγωγικό σημείωμα, καθώς αυτό θα συμβάλλει στην πληρέστερη κατανόηση της διασταύρωσης, αλλά και της σχέσης μεταξύ της ποιμαντικής ψυχολογίας και νηπτικής παράδοσης στο πεδίο της ανθρωπολογίας. Η ψυχολογία έρχεται ως αφορμή για να επαληθεύσει τη δεύτερη ως πηγή νοήματος και αλήθειας της πρώτης.
Ο όρος ψυχολογία προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων ψυχή και λόγος και νοείται ως η επιστήμη που μελετά τη συμπεριφορά, τη σκέψη, και τη συναισθηματική κατάσταση του ανθρώπινου όντος. Διεισδύει στην εσωτερική δομή του ανθρώπου, μελετά τις διαδικασίες λειτουργίας του ψυχισμού του και καταγράφει τον τρόπο της εξωτερικής του εκδήλωσης.[1] Το προεπιστημονικό της στάδιο ανάγεται στα βάθη της μυθικής παράδοσης, (όπου συναντάμε τις πρώτες προϊστορικές δοξασίες και αντιλήψεις για την ψυχή που απαντούν σε μία μεταφυσική ψυχολογία· πρόκειται για μια ψυχή άυλη που ενυπάρχει σε ένα υλικό σώμα όχι μόνο βιολογικό, αλλά και σε κάθε φυσικό στοιχείο και αντικείμενο) διατρέχοντας μια μακρά περίοδο που διαπερνά την αρχαιότητα και το μεσαίωνα.
Λόγος για την ψυχή (που αφορά όμως αποκλειστικά τoν άνθρωπο) γίνεται και στη Βίβλο με αφετηρία το βιβλίο της Γενέσεως,[2] και στη συνέχεια στους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης. Αξίζει να σημειωθεί πως κατά τη περίοδο της κλασσικής αρχαιότητας παρότι η κοσμολογία και η οντολογία του Πλάτωνα αναπτύσσεται μέσα σε ένα μυθολογικό πλαίσιο, η αναφορά του στις εκδηλώσεις της ψυχής και ο τριμερής διαχωρισμός των δυνάμεών της, (λογιστικό, θυμοειδές, επιθυμητικό,) μπορεί να εκληφθεί ως ένα βήμα εξόδου από τη μεταφυσική υποταγή στο θέμα της ψυχής. Αυτό μας επιτρέπει να κάνουμε λόγο για επιστημονική όψη στις ψυχολογικές του παρατηρήσεις.
Σύμφωνα με την πλατωνική κοσμοαντίληψη και οντολογική θεώρηση όπως αυτή εκτυλίσσεται στους πλατωνικούς διαλόγους, βλ. Τίμαιο, Φαίδωνα, ο κόσμος (αισθητός και υπεραισθητός) είναι δημιούργημα Θεού όχι εκ του μηδενός. Η ουσία του κάθε πράγματος προηγείται της ύπαρξης και υπάρχει έξω από το Θεό που αναλαμβάνει να μορφοποιήσει και να βάλει σε τάξη τα προϋπάρχοντα στοιχεία. Τα οντολογικά αρχέτυπα, η αιτία, και συνακόλουθα η αλήθεια των πραγμάτων βρίσκεται στον υπεραισθητό κόσμο, τον κόσμο των ιδεών. Αυτός ο κόσμος είναι πνευματικός, άυλος, άφθαρτος και αθάνατος στον οποίο συναντά της καταβολές της και η ψυχή.
Αντιθέτως το υλικό, φθαρτό και θνητό σώμα που αποτελεί εκφυλισμένο όργανό της ψυχής ανήκει στον αισθητό κόσμο ο οποίος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία φαινομενική πραγματικότητα. Η γνωστική δυνατότητα του ανθρώπου διευθετείται μόνο μέσω της νόησης που επιτρέπει την ενατένιση του αληθινού κόσμου των ιδεών. Η νόηση και οι αισθήσεις είναι αντιπαρατιθέμενες δυνάμεις, ο δε σωματικός άνθρωπος αποτελεί υποβάθμιση της ύπαρξης. Έτσι λοιπόν θα μπορούσαμε να διακινδυνεύσουμε το συμπέρασμα ότι ο δυϊσμός της πλατωνικής σκέψης είναι αυτός που διασφαλίζει την ταυτότητα της πλατωνικής ψυχής και την ερμηνεύει με βάση τη θεία καταγωγής της.
Η καθιέρωση μιας πρώτης συστηματικής ψυχολογίας απαντά στα τρία περί ψυχής βιβλία του Αριστοτέλη στα οποία μιλάει για ιδιότητες και ενέργειες της ψυχής όλων των ζωντανών οργανισμών. Ο φιλόσοφος καταλήγει στη σκέψη ότι, ο άνθρωπος έχει ψυχή άυλη(πλην όμως θνητή) και σώμα υλικό, με την πρώτη να αποτελεί εντελέχεια του σώματος, πράγμα το οποίο μας επιτρέπει να  διακρίνουμε το χαρακτηριστικό, που προσδιορίζει και τη σχέση της φυσικής αυτής ενώσεως. Όπως στον Πλάτωνα έτσι και στην αριστοτελική σκέψη αντικρίζουμε την ύπαρξη ενός αισθητού και ενός υπεραισθητού κόσμου. Η γνώση όμως για τον δεύτερο επιτυγχάνεται μέσα στην εμπειρία του πρώτου μέσω της νόησης και των αισθήσεων· εκεί είναι που βρίσκει την αφετηρία της η μεταφυσική του.
Ψυχή και σώμα συνιστούν άρρηκτη ενότητα και σε αντίθεση με τον Πλάτωνα χωρίς σώμα δε μπορεί να υπάρξει ψυχή. Θάνατος του σώματος σημαίνει θάνατο και της ψυχής. Στην υπαρξιακή δομή του Αριστοτέλη ύψιστος τόπος του ανθρώπινου όντος είναι ο νους. Μετά τον αφανισμό ψυχής και σώματος μόνο ο ποιητικός νους, το λειτουργικό δηλαδή κέντρο της ψυχής που δεσπόζει έναντι των άλλων δύο μερών, καταφέρνει να δρασκελήσει τα όρια του φυσικού κόσμου περνώντας στη σφαίρα της αθανασίας. Ο Αριστοτέλης έθεσε τις βάσεις για τη συγκρότηση της επιστήμης της ψυχολογίας, και στη μετά από αυτόν εποχή κάθε περίοδος έχει να αναδείξει τους δικούς της εκπροσώπους με τις «ανανεώσεις» που ο καθένας προσκομίζει.
Η σύσταση όμως μιας εμπειρικής ψυχολογίας θα πραγματοποιηθεί αιώνες αργότερα. «Ο όρος ‘ψυχολογία’ εμφανίζεται λίγο πριν το 1524 πιθανώς από τον Κροάτη Μάρκο Μάρουλιτς…».[3] Η ψυχολογία επί σειρά αιώνων βρισκόταν υπό την εποπτεία του φιλοσοφικού στοχασμού και μόλις στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα αξιοποιώντας τα εφόδια που πρόσφερε ο διαφωτισμός και η μετέπειτα επιστημονική πρόοδος αποδεσμεύεται από το σώμα της φιλοσοφίας, αποκτά την επιστημονική της αυτοτέλεια και αυτονομείται. Από τότε και μέχρι τις μέρες μας αναπτύχθηκαν διαφορετικά ρεύματα και σχολές σκέψης στον τομέα της ψυχολογίας, (πειραματική ψυχολογία, συμπεριφερολογία, ανθρωπιστική ψυχολογία, ψυχανάλυση, συμβουλευτική…)[4] που είχαν σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση ψυχολογικών απόψεων εκ των οποίων καμία δεν έχει εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις ενός αναγνωρισμένου συστήματος, ώστε να κατοχυρώσει τους όρους μιας επικρατούσας ψυχολογίας.
Επίσης πολλοί συναφείς ψυχολογικοί όροι αποδίδονται με διαφορετική σημασία από τις εκάστοτε ψυχολογικές θεωρίες. Έτσι σήμερα υπάρχει ένα ευρύ φάσμα επί μέρους κλάδων της ψυχολογίας χωρίς όμως να κατορθώνεται μια ψυχολογική θεωρία κοινά αποδεκτή. Οι διακρίσεις όμως αυτές δεν είναι απαγορευτικές για την επίτευξη μιας συνθετικής θεώρησης του ψυχικού φαινομένου ώστε η συνεισφορά της ψυχολογίας στην αναζήτηση των παραγόντων που επηρεάζουν τον ψυχικό βίο, αλλά και των νόμων που διέπουν τον ανθρώπινο ψυχισμό, να αναγνωρίζεται ως ενδεδειγμένη και αποδεκτή μέθοδος για την απόπειρα κατανόησης του ψυχολογικού στοιχείου.
Η ψυχολογία λοιπόν συνιστά εφαρμοσμένη ανθρωπολογία τον κοινό δηλαδή παρανομαστή που τη συνδέει με ένα κλάδο της ποιμαντικής, την ποιμαντική ψυχολογία. Πρόκειται για την επιστημονική διαποίμανση που αξιοποιεί την ψυχολογία για την βελτίωση του εκκλησιαστικού έργου και την αποτελεσματικότερη προσέγγιση των υπαρξιακών ζητημάτων. Η ποιμαντική ψυχολογία ως μία από τις κατευθύνσεις της ποιμαντικής αποτελεί ένα σχετικά νεότευκτο κλάδο της πρακτικής θεολογίας που προήλθε μέσα από τους κόλπους του προτεσταντισμού.[5]
Η υιοθέτησή της από την ορθοδοξία καίτοι διέθετε το μυστήριο της εξομολόγησης, έγινε με σκοπό να αξιοποιηθούν οι πληροφορίες που παρέχει ώστε να «βοηθήσουν τον ποιμένα να χειραγωγήσει το ποίμνιό του στην εμπέδωση του Ευαγγελικού ήθους, με σημεία αναφοράς το πρόσωπο και τη ζωή του Χριστού και το παράδειγμα και τη διδασκαλία των θεοφόρων Πατέρων… Στην προσπάθειά της να βοηθήσει τον ποιμένα στο περίπλοκο έργο της πνευματικής καθοδήγησης των πιστών, αλλά και στη βοηθητική του παρέμβαση στα βιοτικά τους προβλήματα, έχει το δικαίωμα να αξιοποιήσει κάθε προσφερόμενο μέσο και δυνατότητα. Η επιστημονική ψυχολογία αποτελεί ένα από αυτά τα μέσα…».[6]
Συνεπώς προσαρμόζεται στις βασικές συντεταγμένες του ποιμαντικού έργου, οι οποίες ενσωματώνουν τη σοφία αιώνων της βιβλικοπατερικής παράδοσης.«Η ορθόδοξη “συμβουλευτική ποιμαντική” που εφαρμόζεται τόσο στα πλαίσια της εξομολογητικής από τον πνευματικό πατέρα όσο και στα πλαίσια της γενικότερης πνευματικής καθοδήγησης από κάποιο ”γέροντα”, μπορεί να αφορά όχι μόνο σε θέματα άμεσα πνευματικής φύσεως, αλλά και σε προβλήματα του καθημερινού βίου.»[7]

[1] Πρβλ. π. Βασιλείου Θερμού, Άνθρωπος στον ορίζοντα! Προσεγγίζοντας τη συνάντηση Ορθόδοξης Θεολογίας και επιστημών του ψυχισμού. εκδ. Γρηγόρη Αθήνα 2006, σ. 34
[2] Βλ. «Και έπλασεν ο θεός τον άνθρωπον, χουν από της γης, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπο αυτου πνοήν ζωης, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζωσαν» (Γεν. 2,7)βλ. Σταύρου Ε. Καλαντζάκη, Εν αρχή εποίησεν ο Θεός…, εκδ. Παν. Σ. Πουρναρά Θεσσαλονίκη 2001, σ.327
[3] π. Βασιλείου Θερμού, ο.π.,σ. 33
[4]Πρβλ. π. Βασιλείου Θερμού ο.π. σ. 37
[5] Βλ. «Η Ποιμαντική Ψυχολογία μια καινούρια μορφή επιστημονικής ποιμαντικής κατεύθυνσης, η οποία γεννήθηκε μέσα στο χώρο του Προτεσταντικού Χριστιανισμού. Αναπόσπαστο τμήμα της θεωρείται σήμερα η λεγόμενη Συμβουλευτική Ποιμαντική(Pastoral Counseling). … Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι αυτή η προσέγγιση της Συμβουλευτικής Ποιμαντικής αφορά κυρίως τον προτεσταντικό χώρο, ως συγκεκριμένη μορφή διαποιμάνσεως, παρουσιάζεται μετά το 1925. Στο χώρο της Ορθόδοξης Παράδοσης λειτουργούσε πάντοτε μια μορφή Συμβουλευτικής Ποιμαντικής, που δεν στηριζόταν σε κάποια τεχνική αλλά στην αξιοποίηση των δεδομένων της μακραίωνος εκκλησιαστικής παράδοσης και των δωρεών της Χάρης του Αγίου Πνεύματος.» Π. Αδαμάντιος Γ. Αυγουστίδης Ποιμένας και θεραπευτής: Ζητήματα ποιμαντικής ψυχολογίας και ποιμαντικής πρακτικής εκδ. Ακρίτας 1999 σελ. 82
[6] Π. Αδαμάντιου Γ. Αυγουστίδη, ο.π., σ. 96
[7] π. Αδαμάντιου Γ. Αυγουστίδη, ο.π., σ. 82

Πέμπτη, Αυγούστου 15, 2013

Πως θεραπεύεται η ψυχή

Η υγεία της ψυχής είναι η απάθεια και η γνώση[58]. Ψυχή τελεία είναι «η ταις αρεταίς ανακραθείσα»[59]. Ψυχή τελεία είναι εκείνη της οποίας «η παθητική δύναμις νένευκεν ολοτελώς προς τον Θεόν»[60]. Ψυχή καθαρά είναι «η αγαπώσα τον Θεόν»[61]. Ψυχή καθαρά είναι «η παθών ελευθερωθείσα και υπό της θείας αγάπης αδιαλείπτως ευφραινομένη»[62].
Οι άγιοι Πατέρες περιγράφουν και μερικούς τρόπους δια των οποίων ανασταίνεται, ζωοποιείται και θεραπεύεται η ψυχή. Η λύπη κατά Θεόν, δηλαδή η μετάνοια, αναιρεί την ηδονή∙ «ηδονής δε αναίρεσις, ανάστασις υπάρχει ψυχής»[63]. Ο Μέγας του Θεού θεράπων Αντώνιος έλεγε ότι πρέπει να καθαρεύσωμεν την διάνοιαν. «Εγώ γαρ πιστεύω, ότι καθαρεύσασα πανταχόθεν και κατά φύσιν εστώσα δύναται διορατική γινομένη, πλείον και μακρότερον βλέπειν των δαιμόνων, έχουσα τον αποκαλύπτοντα Κύριον αυτή»[64]. Δηλαδή μας συνιστά, ο άγιος θεράπων της ψυχής, να καθαρίζουμε την διάνοια. Είναι παρατηρημένο ότι, όταν κρατά κανείς τον νου του καθαρό από λογισμούς και διάφορες εικόνες, τότε μπορεί να διατηρεί καθαρά την ψυχή του.
Ο Θεόληπτος Μητροπολίτης Φιλαδελφείας διδάσκει: «όταν τους έξω περισπασμούς καταργήσης και τους έσω λογισμούς καταλείψης, εγείρεται τότε ο νους εν τοις έργοις και τοις λόγοις του πνεύματος». Η προσπάθεια να κρατήσει κανείς τον νου του καθαρό και η προσπάθεια να ελευθερωθεί από τους πολλούς περισπασμούς έχει σαν αποτέλεσμα να φανεί μέσα μας ο νους, ο οποίος μέχρι πρότινος ήταν νεκρός και άρα αφανής. Γι’ αυτό πάλι ο Θεόληπτος παραγγέλλει: «στήσον τοιγαρούν τας ομιλίας των έξω και πύκτευσον προς τους έσω λογισμούς, μέχρις αν εύρης τον τόπον της καθαράς προσευχής και τον οίκον, εν ω Χριστός κατοικεί»[65]. Η καρδιά, όπως θα παρατηρηθεί σε άλλο σημείο, είναι ο οίκος όπου κατοικεί ο Θεός. Θα τον ανακαλύψουμε μόνον όταν αγωνισθούμε για να ζήσουμε ησυχαστικά και όταν αγωνισθούμε εναντίον των λογισμών που κυριαρχούν μέσα μας. Έχει μεγάλη σημασία η καθαρότης του νου. Η μέθοδος αυτή είναι απλή, αλλά περιεκτική και προξενεί μεγάλη ωφέλεια στην ψυχή του ανθρώπου, αφού την καθιστά ναό του Παναγίου Πνεύματος.
Η ψυχή θεραπεύεται όταν αποστέργη την προς τα χείρω σχέση και προσκολλάται δια της αγάπης τω κρείττονι[66].
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ερμηνεύοντας όλη την Παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, λέγει ότι με την παράβαση και την αμαρτία χάσαμε μεν το καθ’ ομοίωσιν, αλλά «το κατ’ εικόνα ουκ απωλέσαμεν». Ακριβώς επειδή δεν χάσαμε το κατ’ εικόνα, γι’ αυτό μπορούμε να αναστήσουμε την ψυχή. Απαλασσομένη η ψυχή από την σχέση προς τα χειρότερα και προσκολλωμένη δια της αγάπης προς το αγαθότερο και υποτασσομένη σ’ αυτό, δια των έργων και των τρόπων της αρετής, «φωτίζεται παρ’ αυτού και καλλύνεται βελτιουμένη και πειθομένη ταις εκείνου βουλαίς και παραινέσεσι, παρ’ ων και την όντως ζωήν την αιώνιον απολαμβάνει»[67]. Η ψυχή όταν υπακούει στον νόμο του Θεού υγιαίνει ολίγον κατ’ ολίγον, φωτίζεται και απολαμβάνει της αιωνίου ζωής.
Ο Νικήτας Στηθάτος, εκτός από την πρακτική μέθοδο για να θεραπευθεί η ψυχή, προτείνει και άλλη μέθοδο, την θεωρητική. Εκεί που υπάρχει έρως Θεού, εργασία των νοητών πραγμάτων και μετουσία του απροσίτου φωτός, «εκεί των δυνάμεων της ψυχής ειρήνη και νοός κάθαρσις και η ενοίκησις της Αγίας Τριάδος»[68]. Γι’ αυτό, εκτός από την προσπάθεια να τηρήσουμε τον νου μας καθαρό, χρειάζεται να τον συνηθίζουμε στην νοερά εργασία και την νοερά προσευχή∙ να αποκτήσει αγάπη και έρωτα προς τον Θεό, γιατί όπου ενοικεί αυτός ο έρως εκεί επιτυγχάνεται η ειρήνη των δυνάμεων της ψυχής και η καθαρότης του νοός.
Σε άλλο κεφάλαιο αυτής της μελέτης περιγράφουμε αναλυτικότερα ότι η ψυχή θεραπεύεται όταν κινείται κατά φύσιν και παρουσιάζουμε εκεί ποια είναι η κατά φύσιν κίνηση κάθε μέρους της ψυχής. Εδώ, επειδή γίνεται λόγος για την θεραπεία της ψυχής, επιγραμματικά τονίζουμε μερικές πραγματικότητες.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γράφει ότι αγωνιζόμαστε να εξοικίσουμε από το σώμα τον νόμο της αμαρτίας και να ενοικίσουμε μέσα στο σώμα την επισκοπή του νου και έπειτα νομοθετούμε σε κάθε δύναμη της ψυχής και στα μέλη του σώματος τα προσήκοντα. Στις αισθήσεις νομοθετούμε εγκράτεια. Στο παθητικό μέρος της ψυχής την αγάπη. Το λογιστικό βελτιώνουμε αποβάλλοντες κάθε τι που εμποδίζει την διάνοια στην ανάβαση προς τον Θεό, και αυτό καλούμε νήψη. Όταν κανείς καθαρίσει το σώμα με την εγκράτεια, τον θυμό και την επιθυμία «δι’ αγάπης θείας ποιησάμενος» και παρουσιάσει στον Θεό τον νου του εξαγνισμένο δια της προσευχής, τότε «κτάται και ορά εν εαυτώ την επηγγελμένην χάριν τοις κεκαθαρμένοις την καρδίαν»[69].
Ο άγιος Μάξιμος, ευρισκόμενος μέσα στην Ορθόδοξη Παράδοση, προτρέπει: «Το θυμικόν της ψυχής, αγάπη χαλίνωσον∙ και το επιθυμητικόν αυτής, εγκρατεία καταμάρανον∙ και το λογιστικόν αυτής, προσευχή πτέρωσον και το φως του νου ουκ αμαυρούται ποτέ»[70].
Η θεραπεία της ασθενούς ψυχής, η ζωοποίηση του νεκρού νοός, η καθαρότης της ακαθάρτου καρδίας, δεν επιτυγχάνονται με συμβουλές, ούτε με φάρμακα, αλλά με την ασκητική μέθοδο της Εκκλησίας, με την εγκράτεια, την αγάπη, την προσευχή και την διαφύλαξη του νου από τις προσβολές του σατανά δια των λογισμών. Γι’ αυτό πιστεύουμε ότι η Ορθόδοξη Παράδοση έχει μεγάλη σημασία για την εποχή μας, γιατί είναι η μόνη που μπορεί να ελευθερώσει τον άνθρωπο και να τον θεραπεύσει από το άγχος και την ανασφάλεια που προέρχονται από τον θάνατο της ψυχής.


[58] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’ σελ. 211, β’
[59] ένθ. ανωτ. σελ. 214, νδ’
[60] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 40, κζ’
[61] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 125, οθ’
[62] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’ σελ. 6, λδ’
[63] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 207, λθ’
[64] Ησυχίου Πρεσβυτέρου, Φιλοκαλία Α’, σελ. 169, ροθ’
[65] Φιλοκαλία Δ’, σελ. 6
[66] αγ. Γρηγορίου Παλαμά, Φιλοκαλία Δ’, σελ. 147, λθ’
[67] Φιλοκαλία Δ’, σελ. 147, λθ’
[68] ένθ. ανωτ. Γ’, σελ. 298, β’
[69] Γρηγορίου Παλαμά έργα, Ε.Π.Ε τόμος 2ος, σελ. 122
[70] Φιλοκαλία Β’, σελ. 49, π’
Μεταγραφή: Θωμάς Δρίτσας

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...