Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Νεκτάριος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Νεκτάριος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Δεκεμβρίου 01, 2020

Η φτώχεια του αγίου Νεκταρίου - Χριστιανοί & φτώχεια

 Ο άγιος Νεκτάριος και η κατά Χριστόν πενία



 Τι & πώς (απόσπασμα εισήγησης σε συνέδριο για τον Άγιο)

" ....Ο άγιος Νεκτάριος, δεν έγραψε ποτέ κάτι πάνω στο θέμα της «κατά Χριστόν πενίας», καίτοι πολυγραφότατος κατά τα άλλα. Εν τούτοις ήτανε ο ίδιος η προσωποποίηση της χριστιανικής πτωχείας. Υλοποίησε και εκδήλωσε σ' όλη του τη ζωή την μεγάλη αυτή αρετή, της κατά Χριστόν πενίας και ακτημοσύνης. Και βέβαια είναι αυτό η καλύτερη και αυθεντικότερη πραγματεία και επιστολή που άφησε στην εκκλησία μας.
«Νεκτάριος και χρήματα είναι δύο πράγματα ασυμβίβαστα». Αυτό κυκλοφορούσε και μάλιστα διαχρονικά ανάμεσα στους χριστιανούς όχι μόνο της Αιγύπτου όπου έδρασε στα καλύτερα χρόνια της ζωής του, αλλά και σε όλα τα μέρη της Ελλάδος όπου βρέθηκε.



Είχε κάνει ζωηρότατη εντύπωση η αφιλοχρηματία του και η έντιμη πενία με την οποία έζησε και μέσα στην οποία, άφησε την τελευταία του πνοή.
Γεννήθηκε φτωχός, έζησε φτωχός και απέθανε φτωχός. Υπήρξε ο άνθρωπος όχι του «έχειν» αλλά του «είναι». Πλήρως ανεξάρτητος από την ύλη.
Εκείνο που επιγραμματικά γράφει ο Μέγας Βασίλειος «ου το πένεσθαι επονείδιστον, αλλά το μη φέρειν ευγνωμόνως την πενίαν» όχι απλώς το ζούσε, αλλά και το αγαπούσε και το επεδίωκε επιμελώς και αδιαλείπτως.
Ζυμωμένος με την αρετή αυτή όχι μονάχα αγαπούσε την κατά Χριστόν πενία, όχι μόνο μοίραζε ό,τι είχε αλλά ήτανε πρόθυμος και τον ίδιο τον εαυτό του να μοιράζει στους συνανθρώπους του.
Μέσα του κυριαρχούσε το «συνυπάρχειν» και όχι απλώς το «συνέχειν»· η εσωτερική εκείνη συνοχή της υπάρξεως, η κοινωνία όχι ως ενότητα διαμερισμού των πραγμάτων, αλλά μερισμού του εαυτού του. Άλλο είναι το να κοινωνώ μοιράζοντας και άλλο το κοινωνείν μοιραζόμενος...
Στην πρώτη περίπτωση όλα περιορίζονται στην πράξη και στην πρόθεση της πράξεως. Στην δεύτερη, η σημασία της πράξεως υπερβαίνει τις προθέσεις, οπότε παίρνω επάνω μου και ό,τι δεν επεδίωξα· παραιτούμενος από ύψιστα δικαιώματα του ΕΓΩ. Αυτό θα πεί ακτημοσύνη γνήσια. Να βαστάζεις τα βάρη των άλλων, αναλαμβάνοντας πέραν των αποφάσεων σου και τις άδηλες προεκτάσεις των. Κι' αυτός ήτανε ο όσιος ο εν αγίοις πατήρ ημών Νεκτάριος ο Πενταπόλεως. Όχι ο κατά περίπτωσιν ακτήμων, αλλά ο αείποτε «πτωχός και πένης».
Και αυτό «φόβησε» τους πατριαρχικούς της Αλεξανδρείας. «Φόβισε» σχήμα λόγου. Απλώς χρησιμοποίησαν σαν επιχείρημα στη συκοφαντική σύσκεψη που γύρω στα 1890,χάλκεψαν-μαζί με άλλα συκοφαντικά και έωλα, οι φθονεροί και αδίστακτοι συκοφάντες του, της Αλεξανδρινής πατριαρχικής αυλής.
«Ο Νεκτάριος, είπε ένας απ' αυτούς τότε, φέρει παρωπίδες· δεν βλέπει τίποτα παραπέρα από τον ασκητικό βίο. Δεν αντιλαμβάνεται τον αγώνα που διεξάγει η πατρίδα μας· τη μέθοδο της διπλωματίας μας. Νομίζει ότι ζει στην εποχή των Πατέρων... Καταλαβαίνετε λοιπόν, τι θα πεί να γίνει Πατριάρχης... το παν θα εξανεμισθεί· θα μοιραστεί σε ξυπόλυτους και φελάχους και τα ταμεία θα βρεθούν άδεια. Αλλοίμονο στο ελληνικό στοιχείο... αλλοίμονό μας».
-Αναφέρω αυτό το περιστατικό όχι μόνο γιατί αποκαλύπτει τον ακτήμονα άγιο, αλλά σαν μια μαρτυρία ανθρώπων της εποχής του, που τον γνώρισαν. Κι' είναι αυτό που βάρυνε μέσα στη συνείδησή του εκκλησιαστικού πληρώματος, και που μαζί με τα άλλα χαρίσματά του, τις θαυματουργίες του κυρίως και τις άλλες αρετές του για να αναγνωριστεί άγιος και να επισημοποιηθεί η αγιότητά του μέσα σε 30 περίπου χρόνια από το θάνατό του απ' το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Δηλαδή κατάπ ολύ νωρίτερα απ' ότι ορίζει η παράδοση και οι κανόνες...
Θ' αναφερθώ σε δύο περιστατικά:
Το ένα συνέβη στην αυγή της ηλικίας του όταν ήτανε ακόμη αγόρι 13-14 χρόνων και το άλλο στο τέλος της ηλικίας του όταν συμπλήρωνε 74 χρόνια ζωής πάνω στη γη.
Βρισκόμαστε γύρω στα 1860. Θάταν τότε -γράφουν οι βιογράφοι του- 13 χρόνων με ντρίλινα ρούχα και πλεχτό σκούφο. Αδέκαρος, πάμπτωχος, κρατώντας όλο του το βιός, ένα μπογαλάκι· κι' έφτασε στο λιμάνι κοντά στη Σηλυβρία, την πατρίδα του. Δε βαστούσε ούτε το ναύλο για να μπεί στο σκάφος, κι' ο καπετάνιος το έβλεπε από τη γέφυρα κι' έκανε κέφι, χαμογελώντας. «Για που τόβαλες λεβεντονιέ μου;» - Για την Πόλη είπε ο μικρός· αλλά είμαι φτωχός· δεν έχω λεφτά. «Στην Πόλη δεν πάνε οι τζαμπατζήδες» του απαντάει εκείνος. Κι' ο μικρός Αναστάσης, αυτό ήτανε το βαφτιστικό του όνομα, δεν είπε λέξη. Έστεκε συμμαζεμένος σε μια γωνιά του μουράγιου, περίλυπος, με βουρκωμένα μάτια, καταγεμάτος ικεσία, ενώ οι επιβάτες είχανε πια μπεί στο κατάστρωμα...Το πλοίο έβαλε μπρός αλλά έμενε ακίνητο. Ο καπετάνιος δεν μπορούσε να εξηγήσει τι συνέβη... Σε μια στιγμή ανταμώθηκαν οι ματιές τους. «Πάρε με, πάρε με κι' εμένα», ψιθύρισε ο μικρός Αναστάσης. Και τότε, ω τότε του έγνεψε να μπαρκάρει. Και το αγόρι μ' ένα πήδημα βρέθηκε ψηλά στο κατάστρωμα...Το πλοίο σαλπάρισε, κι' όταν έπλεε ανοιχτά στη θάλασσα ήρθανε οι ελεγκτές για να τσεκάρουν τα εισιτήρια...Αλλά ο καπετάνιος αφού τέλειωσε τη βάρδια του, αποσύρθηκε ν' αναπαυθεί. Νέα εμπλοκή για τον Αναστάση. Τι θα κάμει τώρα; Τι θα πεί πάλι; Θα τον πιστέψουν πως δεν έχει χρήματα;....
Οι ναυτικοί του μιλάνε -εισητήριο μικρέ!-Είμαι φτωχός, λέει. Δεν έχω καθόλου χρήματα. Ο καπετάνιος... αυτός μου επέτρεψε να ταξιδέψω. Πηγαίνω να μάθω γράμματα· να δουλέψω· να ζήσω και να βοηθήσω τους γονείς μου, γιατί είμαστε πάμπτωχοι...Σάς παρακαλώ...Τον συνεπήραν λυγμοί, δεν μπόρεσε να συνεχίσει...
Μέχρις εδώ περιγράφει το επεισόδιο ο Χονδρόπουλος... «Αλλά τα λόγια του παιδιού ήτανε τόσο πειστικά, συνεχίζει άλλος βιογράφος του (ο Δ. Παναγόπουλος), η έκφραση του προσώπου τόσο χαρακτηριστική και τα εκφραστικά αθώα του μάτια έδωσαν την απάντηση και έγινε αδιαμαρτύρητα πιστευτός. Κάποιος βρέθηκε τη στιγμή εκείνη ενδιαφερόμενος που άκουσε την ιστορία του, σίγουρα πλήρωσε το ναύλο, κι' αργότερα αυτός έγινε αιτία να σπουδάσει, να ταξιδέψει, να προχωρήσει. Ήτανε ανηψιός του μεγάλου Ιω. Χωρέμη, του άρχοντα της Χίου που τόσο τον ευεργέτησε αργότερα».
Το συγκινητικότατο περιστατικό που συνέβη στο πρώτο ξεκίνημα του αγίου, φανερώνει, εκτός των άλλων, πως και πόσο η ψυχή του ήτανε βαφτισμένη μέσα στην άγια Πενία, τη χριστιανική αυτή αρετή, που τον συνόδευσε σ' όλη την κατοπινή ζωή του, μέχρι τη στιγμή που παντελώς άπορος μεταφέρθηκε στο Αρεταίειο Νοσοκομείο Αθηνών σφαδάζοντας από δυνατούς πόνους, λόγω της αρρώστειας του προστάτη.
-Καλόγερος είναι; ρωτάει ο υπάλληλος τη μοναχή, που τον συνόδευε.
-Όχι, του απαντά εκείνη, Δεσπότης.
Κι ο υπάλληλος, χαμογελώντας ειρωνικά
-Αφήστε τ' αστεία γερόντισσα· πέστε μου το όνομά του να συμπληρώσω το δελτίο εισαγωγής του.
-Δεσπότης είναι, παιδί μου, του απαντά πάλι εκείνη. Είναι ο σεβασμιότατος Μητροπολίτης Πενταπόλεως.
-Πρώτη φορά βλέπω Δεσπότη (μονολόγησε ο υπάλληλος) χωρίς εγκόλπιο, χωρίς σταυρό, και το σπουδαιότερο, χωρίς χρήματα.
Και ο υπάλληλος κατάπληκτος, απ' όσα του εξιστόρησε με λίγα λόγια η μοναχή, έδωσε εντολή να τοποθετήσουν τον άρρωστο σ' έναν θάλαμο3ης θέσεως προορισμένο αποκλειστικά για εντελώς άπορους, όπου υπήρχαν μερικά κρεββάτια .
Νοσηλεύθηκε 2 σχεδόν μήνες για ν' αφήσει την τελευταία του αναπνοή το βράδυ 10.30' της 8ηςΝοεμβρίου του 1920.
Τα δύο αυτά περιστατικά, σημάδεψαν τον κύκλο της επίγειας ζωής του αγίου Νεκταρίου για να φανούν τα χαρακτηριστικά ενός κατά Χριστόν φτωχού και να παραδειγματιζόμαστε όλοι οι ορθόδοξοι πιστοί. Ζώσα και βοώσα πραγματικότης της κατά Χριστόν πενίας, που δεν είναι πολυτέλεια αρετής για μερικούς μόνο, πιστούς και αγίους, αλλά υποχρέωση για όλους τους χριστιανούς.
Η χριστιανική πενία είναι κάτι το ευρύτερο και το περιεκτικότερο από την απλή υλική, οικονομική πτωχεία. Είναι η κένωση με την βιβλική έννοια του όρου· η απαραίτητη αυτή προϋπόθεση δια την πλήρωση του ανθρώπου από τον Θεό.
Πολλοί άνθρωποι γεννηθήκανε, ζήσανε και πεθάνανε πτωχοί. Αλλά η πνευματική τους στάση ήτανε ριζικά αντίθετη προς τη φτώχεια τους. Ήτανε φτωχοί, αλλά ζήσανε και πεθάνανε με τον καημό και τη λαχτάρα του πλούτου, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων.
Ο άνθρωπος που ζει με τον καημό του πλούτου δεν διαφέρει σε τίποτε από τον πλούσιο. Ο πλούτος είναι το ιδανικό του. Για το χρυσό χτυπά η καρδιά του. Το όνειρό του είναι η πληθώρα των υλικών αγαθών και η αδυναμία του να τα φτάσει είναι το αίτιο της δυστυχίας του. Όλα όμως αυτά τα επιμέρους αγαθά, τα χρήματα (με την αρχαία ερμηνεία της λέξεως) είναι πεπερασμένα. Γι' αυτό και δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τη δίψα του ανθρώπου για το Απόλυτο.
Έτσι ο άνθρωπος όταν είναι «χρημάτων εραστής», αγωνίζεται να συγκεντρώσει, να απορροφήσει, να αναλώσει και καταναλώσει όσο το δυνατό περισσότερα επί μέρους αγαθά (υλικά, οικονομικά η άλλα) με την ελπίδα ότι έτσι θα θεραπεύσει την ένδειά του, θα γεμίσει το κενό του. Αλλά εις μάτην. Το κενόν όχι μόνο δεν γεμίζει, αλλά ευρύνεται όλο και παραπέρα. Ο «xρημάτων εραστής» όχι μόνο δεν «πλουταίνει», αλλά διαρκώς περισσότερο «φτωχαίνει», και μάλιστα σκορπίζει την πτωχεία και γύρω του.
Βέβαια η «xριστιανική πενία» δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι μέσον. Ο άνθρωπος δεν επλάσθη δια την πτωχείαν και την ένδεια, αλλά δια την πληρότητα και τον πλούτον. Η τραγωδία είναι ότι ο άνθρωπος, παρασυρόμενος από τον πατέρα του ψεύδους, προσπαθεί να φθάσει εις τον προορισμόν αυτόν, να γίνει δηλ. πλούσιος, αντλώντας όχι από τον Θησαυρόν των πραγματικών αγαθών, το Θεό, αλλ' από φρέατα συντετριμμένα. Γι' αυτό και η Εκκλησία σαν μέσο λυτρώσεως του ανθρώπου απ' αυτή την τραγωδία προτείνει την απόσπαση, την απεξάρτηση και απογύμνωση του ανθρώπου από τα φαινομενικά αγαθά, την «κένωση» όπως είπα και πρωτύτερα, η οποία θα επιτρέψει την «πλήρωση» του ανθρώπου από το εν αγαθόν ούτινος αληθώς εστι χρεία, το Θεό.
Αυτό το πέτυχε ο άγιος Νεκτάριος και όλοι οι άγιοι με πρωτοπόρους τους αναχωρητές. Ευχαριστούσε το Θεό για όσα του είχε χαρίσει. Τον ευχαριστούσε που τον αξίωσε να γεννηθεί πτωχός, να ζήσει πτωχός και να πεθάνει άπορος. Αγαπούσε την πενία, όχι από συνήθεια, η κάνοντας φιλοτιμία την ανάγκη, αλλά επειδή πίστευε πως το αντίθετο της πενίας, ο πλούτος, είναι αμαρτία. Άλλωστε και όταν έγινε η κουρά του σε μοναχό, στη Ν. Μονή της Χίου, εδήλωσεν επίσημα, πως μαζί με τις δύο άλλες αρετές του μοναχού, υπακοήν και παρθενία, θα τηρήσει δια βίου και την κατά Χριστόν πτωχείαν. Κι από τότε μπαίνει στην άσκηση αυτής της πενίας κατά την πιο οντολογική σημασία του όρου.
Ήξερε πολύ καλά το υπέροχο εκείνο απόφθεγμα του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος στο λόγο του «περί ακτημοσύνης» (§ ιε') και το βίωσε σ' όλη του την πληρότητα: «ο γευσάμενος των άνω ευχερώς των κάτω καταφρονεί. ο δε εκείνων άγευστος επί κτήμασιν αγάλλεται».
Μέσα σ' αυτό το κλίμα, κλίμα ακτημοσύνης, έζησε ο άγιος Νεκτάριος από την παιδική του κιόλας ηλικία. Είχε σαφή και βαθειά εμπειρία «των άνω» γι' αυτό και του ήτανε εύκολη η υπέρβαση «των κάτω». Έζησε στιγμές που δεν είχε ούτε τις λίγες δεκάρες για να αγοράσει ψωμί.
Σ' ένα γράμμα του που έγραψε στον πατριάρχη Σωφρόνιο στις 11 Μαρτίου 1895 διαβάζουμε:«... τοσούτον, Παναγιώτατε, εγενόμην εγώ κακός προς Υμάς, ώστε μετά τέσσερα έτη από της αδικωτάτης από Αιγύπτου αναχωρήσεώς μου καθ' α εζήτουν (φυτοζωών) τον επιούσιον άρτον, όπως μερίζομαι αυτόν τοις φτωχοίς... κ.λ.π.)».
Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού πούχε νοικιάσει στον άγιο μας πληροφορεί ότι αρκετές ημέρες έμενε εντελώς νηστικός, όταν ήρθε στην Αθήνα από την Αίγυπτο: «Ένας κοτζάμ δεσπότης να μην έχη μια δυο δεκάρες να γευτεί ψωμοτύρι;» «Στερούμαι και αυτού του επιουσίου» είπε στον Μελά εξ Αιγύπτου, πολιτευτή και παράγοντα της τότε Κυβέρνησης.
Πάμπολλες τέτοιες ομολογίες του ιδίου αλλά και των ανθρώπων που κινούνταν γύρω του, θα μπορούσε κανείς ν' αναφέρει, για να καταδειχθεί το βασικό γνώρισμα του αγίου: Λογάριαζε τη φτώχεια σαν ευλογία του Θεού. Χαιρότανε τη φτώχεια και ποτέ του δεν λαχτάρισε τον πλούτο, ούτε πεθύμησε τ' αγαθό του πλησίον. Ο άγιος Νεκτάριος είχε βαθιά συνείδηση της συζυγίας Χριστού και πενίας. Και γνωρίζοντας αυτή την ταύτιση, Χριστού και πενίας, είδε ολοκάθαρα σ' αυτή το βάθρο που πάνω σ' αυτό έστησεν ο Χριστός τον πένητα και τον ανέδειξε σε σφαίρες πανύψηλες. Έγινε ο ίδιος ο Χριστός, ο μεγάλος, ο ασύγκριτος πρόγονος του φτωχού.
Βέβαια είναι πολύ δύσκολο να τα καταλάβουν οι πλούσιοι κι όλοι οι άλλοι, που κι αν δεν είναι πλούσιοι, ζούνε με τη λαχτάρα του πλούτου κι έχουνε τον πλούτο για ιδανικό τους. Οι τέτοιας λογής πλούσιοι κι οι τέτοιας λογής φτωχοί είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος της πλουτολατρείας.
Όταν ο Κύριος απευθύνεται στους φτωχούς, την πενία ευαγγελίζεται. Κι όταν ο πλούσιος νεανίσκος, που είχε τηρήσει όλον τον Νόμον, ρωτάει τον Ιησού τι άλλο να κάνει για να εξασφαλίσει την Ουράνια Βασιλεία, ο Χριστός του λέει να μοιράσει τ' αγαθά του στους φτωχούς και να τον ακολουθήσει.
Έχει μεγάλη βαρύτητα, ξέρετε, ο λόγος αυτός του Κυρίου. Δεν είπε στον πλούσιο να δώσει τ' αγαθά του σ' ένα φτωχό, αλλά να τα μοιράσει στους φτωχούς. Σκοπός του Χριστού δεν ήταν να κάμει έναν πλούσιο φτωχό, δημιουργώντας ταυτοχρόνως έναν καινούργιο πλούσιο, αλλά να μεταλλάξει ένα πλούσιο σε φτωχό, χωρίς να μετακινήσει απ' την καθαγιασμένη περιοχή της πενίας κανένα φτωχό, κάνοντάς τον ανεπάντεχα πλούσιο.
Θυμηθείτε τι είπε στον Ιούδα ο Κύριος εξ αφορμής του μύρου που κόστισε 300 δηνάρια: «Tούς φτωχούς έχετε πάντοτε μεθ' εαυτών». Τι σημαίνει αυτό, παρά το ότι η πενία δεν είναι η καταραμένη εκείνη περιοχή που πρέπει να λείψει, αλλά περιοχή καθαγιασμένη που έχει πρόγονό της, πρόδρομο και παράδειγμα φωτεινό τον Ίδιο το Χριστό; Και ο λόγος αυτός δεν είναι καθόλου δικαίωση του πλούτου, όπως μπορεί να τον υποστηρίξουν οι δεξιοτέχνες της αρπαγής, αλλά υπογραμμισμός της ιερότητος της πενίας. Η Εκκλησία θα λέει πάντοτε πως ο πτωχός είναι η εικόνα και η ομοίωσις του Χριστού και κείνος που λατρεύει τον πλούτο είναι η εικό­να και η ομοίωση του Εωσφόρου. Και είναι θλιβερό ότι ο φτωχός, σήμε­ρα στον αιώνα της πλουτολατρείας, έχασε τη συνείδηση της ιερότητάς του.
Οι φτωχοί του Θεού δεν είναι οι οικονομικά εξαθλιωμένοι που επαναστατούν, αλλά οι εν τω ολίγω αναπαυόμενοι. Και πλούσιος δεν είναι εκείνος που έχει πολλά χρήματα, αλλά εκείνος που έχει απίθανα ελάχιστες ανάγκες. Πενία είναι η περιοχή που αρέσει στο Θεό και που ο Θεός ευλογεί και βοηθάει.
Το ιδανικό της δεν περιορίζεται μόνο στον υλικό τομέα. Υπάρχουν λογής λογής πλουτολατρείες. Άλλοι θησαυρίζουνε χρυσό και ασήμι, άλλοι συσσωρεύουνε άκαρπη μάθηση και παριστάνουν τους σοφούς, άλλοι εισπράττουνε τιμές και δόξες και διακρίσεις κι άλλοι έχουν την υστερία της εξουσίας.
Προς όλα αυτά ο κατά Χριστόν πένης Νεκτάριος ο Πενταπόλεως αντιδικούσε επίμονα και σταθερά. Και μη μου ειπείτε ότι παρ' όλα ταύτα διεκδικούσε επίμονα τους μισθούς 16 μηνών που του στέρησαν οι πατριαρχικοί της Αλεξανδρείας, η ότι κατεδέχετο να παίρνει από τα λεγόμενα «τυχερά» όταν ιεροπραττούσε, γιατί υπάρχει απάντηση από τον Ίδιο τον Κύριο, όστις «διέταξε τοις το Ευαγγέλιο καταγγέλουσι εκ του Ευαγγελίου ζήν».
Τέτοιου είδους προσφορά ελεημοσύνης, την θεωρούσε καρπό χριστιανικής αγάπης και την δεχότανε χωρίς να νοιώθει βαθύτερα ντροπιασμένος. Φτάνει να είναι οι προσφέροντες δότες ιλαροί. Κι αν ακόμη δεν ήτανε, ο κατά Χριστόν πένης άγιος Νεκτάριος, δεχότανε την πάσαν ελεημοσύνην με ταπείνωση, δίχως ν' αφήνει τον εγωισμό του να τον αποτραβά απ' την περιοχή της ταπεινής ζωής.
Το ίδιο έκανε και για τις προσφορές, τα χρηματικά βοηθήματα που του δίνανε οι χριστιανοί και οι φιλάνθρωποι. Τα μοίραζε όλα. Δεν κρατούσε τίποτα για τον εαυτό του. Ποτέ δεν ήξερε αν έχει κάτι στην τσέπη του και τι έχει. Αξιομνημόνευτο είναι και κείνο -ένα από τα πολλά- που έγινε όταν κάποιος ταλαίπωρος φτωχός βιοπαλαιστής και πολύτεκνος, που δεν είχε να εξοφλήσει το γραμμάτιο-χρέος των εικοσιπέντε δρχ. και την άλλη μέρα θα τον έκλειναν στη φυλακή. Πήγε στο Νεκτάριο και κείνος αφού πείσθηκε για την ειλικρίνεια του κατατρεγμένου φτωχού-αδελφού, φώναξε το βοηθό του Σακκόπουλο δίνοντας εντολή να ελεήσει τον άνθρωπο. Ξαναγυρίζει ο Σακκόπουλος -Μά... Σεβασμιώτατε, όλα κι όλα που έχουμε στο ταμείο είναι 25 δραχμές! -Δος' τα Κωστή, του λέει ο Δεσπότης, έχει ο Θεός. Θα μας τα δώσει 5πλάσια! Κι εκείνος έκανε υπακοή και τα έδωσε.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, πήρε είδηση απ' την Αρχιεπισκοπή να πάει με 4-5 Ριζαρείτες να τελέσει στη Μητρόπολη Αθηνών γάμο κάποιου άρχοντα, γιατί αδυνατούσε να παραστεί ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος. Και το αποτέλεσμα ήτανε να προσφέρουν στο Νεκτάριο 100 δρχ. και στους Ριζαρείτες 20, που μπήκανε στο Ταμείο των 25 δραχμών!
Άλλοτε γύρισε στη Ριζάρειο απ' το ναό της Χρυσοσπηλαιώτισ­σας, φορώντας ένα πεπαλαιωμένο ράσο, γιατί το δικό του το πρόσφερε σε κάποιο επαρχιώτη φτωχό ιερέα. Ενώ κάποτε πήγε στη συνεδρία της Σχολής με τις προσωπικές του παντόφλες, γιατί τα παπούτσια του τα πρόσφερε σε κάποιον που δεν εύρισκε το νούμερό του.
Με τέτοια ελευθερία και απλότητα εκινείτο ο άγιος Νεκτάριος. Ήτανε πνευματικά ελεύθερος. Ο εσωτερικά ελεύθερος κινούμενος άνετα κι ανεξάρτητα από κοινωνικό η άλλο «ταμπού». Γιατί ήτανε ο λυτρωμένος από τον ίδιο τον εαυτό του.
Όταν ο Μελέτιος Μεταξάκης, αρχιεπίσκοπος τότε Αθηνών, πήγε αιφνιδιαστικά στην Αίγινα με άσχημες μάλιστα προθέσεις και τον βρήκε ρακένδυτο με τον κασμά στα χέρια, τού κανε δριμύτατη παρατήρηση για την περιβολή του και την πράξη του, να σκάβει δηλ. στον κήπο της Μονής, γιατί τάχα, κατεβάζει πολύ χαμηλά το αξίωμα του αρχιερέα, τότε ο Νεκτάριος, με άνεση πήγε να τον υποδεχθεί χωρίς καθόλου να πεί λέξη, χαρούμενος μάλιστα για την παρατήρηση-επίθεση του Αρχιεπισκόπου.
Ο άγιος Νεκτάριος είχε για πρότυπο και οδηγό το Χριστό, τη ζωή του από τη Ναζαρέτ μαραγκού που κατέβαζε τη θεότητα τόσο χαμηλά κι έδινε το «κακό» παράδειγμα. Στα ίχνη Εκείνου επορεύετο ο Νεκτάριος. Γιατί ήτανε ο εθελοντής πτωχός, ο ιδανικός πτωχός, ο συνεχιστής του Πρώτου Πτωχού, του Κυρίου Του. Θα μπορούσε να ζει άνετα, να κάνει μικρή αποταμίευση για τα γεράματά του, και να μοιράζει κι ελεημοσύνες. Δεν τόκανε όμως. Τα μοίραζε όλα. Δεν νοιαζότανε για την αύριο. Και πέθανε φτωχός, φτωχότατος, στο θάλαμο ενός νοσοκομείου που ήτανε μόνο για άπορους. Και ζωντάνεψε στην εποχή μας κατά τρόπο θαυμαστό την αρετή της «κατά Χριστόν πενίας».
Και ύστερα πως να μη μοσχοβολάει μύρο ουράνιο η μάλλινη φανέλα του την ώρα που τον έντυναν με τα σάβανα της κηδείας του και την απόθεσαν κατά λάθος στο διπλανό κρεβάτι ενός από χρόνια κατάκοιτου παραλύτου, που θεραπεύτηκε και αμέσως σηκώθηκε μόνος του για το σπίτι του. Και για να θυμηθούμε το φτωχό άγιο του Παπαδιαμάντη στο ομώνυμο διήγημά του, «πως να μη μοσχοβολά το χώμα που το έλουσε με το αίμα του ο πτωχός αιπόλος;».
Έστι και άλλα πολλά α εποίησεν δια της δυνάμεως του Θεού ο μεγάλος αυτός θαυματουργός ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ, τα οποία θα φανούν και θα τα ιδούμε την ημέρα εκείνη. Δικαιότατα ο λαός και ιδιαίτερα ο κοσμάκης της Αίγινας και του Πειραιά του απένειμε τον τίτλο: «Νεκτάριος, ο Δεσπότης της φτωχολογιάς».

http://www.egolpion.com/
Το μεταφέρουμε από εδώ

Πέμπτη, Ιουνίου 30, 2016

Ὦ Θεία Ἀγάπη - Ἅγιος Νεκτάριος



Ὦ Θεία Ἀγάπη, ἐλθέ, ἱκετεύω,

ἐξ ὅλης ψυχῆς μου καὶ μέσης καρδίας,

καὶ σκήνωμα θεῖον, Χριστέ, ποίησόν με

καὶ πάσης κηλῖδος, ὤ καθάρισόν με.



Ὦ Θεία Ἀγάπη, ἀγάπης ἐνθέου

τὴν Σὲ ἐκζητοῦσαν ψυχὴν ἔμπλησόν μου

καὶ ἔρωτα θεῖον, Ὦ Θεία Ἀγάπη,

θερμῶς ἱκετεύω, τῷ δούλῳ Σου δός μοι.



Ὦ Θεία Ἀγάπη, τὴν Σὴν ἱκετεύω,

ἀγάπην παράσχου τοῖς Σὲ ἐκζητοῦσι·

Ἡ γὰρ Σὴ ἀγάπη τὸ πλήρωμά ἐστι

τοῦ Θείου Σου Νόμου, Ἀγάπη γλυκεῖα.



Ὦ Θεία Ἀγάπη, ἡ μόνη πληροῦσα

τὸν σύμπαντα κόσμον καὶ ἡ συντηροῦσα,

Σὺ πέλεις ὁ νόμος τῶν ἐπουρανίων,

Σὺ πέλεις ὁ νόμος καὶ τῶν ἐπιγείων.



Ἡ Σὴ Βασιλεία ἐστὶν ἡ ἀγάπη,

ἐν ᾗ βασιλεύει χαρὰ καὶ εἰρήνη,

ἐν ᾗ βασιλεύει ἡ μακαριότης,

ὁ ἔρως τοῦ Θείου καὶ ἡ εὐφροσύνη.

Τρίτη, Ιουνίου 28, 2016

ΑΓ. ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ: ΠΩΣ Ο ΠΑΠΑΣ ΕΞΕΘΕΜΕΛΙΩΣΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ



ΑΓ. ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ: ΠΩΣ Ο ΠΑΠΑΣ ΕΞΕΘΕΜΕΛΙΩΣΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ

.          «Θεμέλιον ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστι Ἰησοῦς Χριστὸς» (Α΄ Κορ. γ΄11). «ἐποικοδομηθέντες τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν». «Τῷ θεμελίῳ», λέγει, “τῶν Ἀποστόλων” καὶ οὐχὶ τοῦ Πέτρου, καθὼς παραφρονεῖ ἡ Παπικὴ Ἐκκλησία.Ἐὰν ὁ Κλήμης Ρώμης εἶναι διάδοχος τοῦ Πέτρου, διότι ἐχειροτονήθη ἀπὸ τὸν Πέτρο, τότε ὅσοι ἐπίσκοποι χειροτονήθησαν ἀπὸ τὸν Πέτρο εἶναι διάδοχοί του, καὶ ὄχι μόνο ὁ Κλήμης.Ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἐχειροτόνησε τὸν Πάπα Κλήμεντα ἐπίσκοπο Ρώμης μόνο, καὶ ὄχι τῆς οἰκουμένης ὅλης. Ἐὰν ὁ θάνατος τοῦ Πέτρου ἔδωσε τέτοιο προνόμιο στὸν Πάπα νὰ εἶναι κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μονάρχης ἐπάνω σὲ ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ εἰς τὰς Συνόδους, πολὺ περισσότερον πρέπει νὰ ἔχει αὐτὰ τὰ προνόμια ὁ Ἱεροσολύμων διὰ τὸν θάνατον τοῦ Χριστοῦ.Λέγοντας ὁ Πάπας πὼς εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἐξώρισε ἀπὸ τὴν δυτικὴ Ἐκκλησία τὸν Δεσπότη πάντων Χριστόν, καὶ ἔτσι ἔμεινε ἡ δυτικὴ Ἐκκλησία χήρα ἀπὸ τὸν Χριστό.Ὅταν οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου ζήτησαν ἀπὸ τὸν Χριστὸ πρωτοκαθεδρία, νὰ καθήσουν ὁ ἕνας δεξιά του καὶ ὁ ἄλλος ἀριστερά του (Μάρκ.ι´35-38), ὁ Κύριος δὲν τοὺς εἶπε ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον, διότι τὴν πρωτοκαθεδρία τὴν ἔχω δώσει στὸν Πέτρο, ἀλλά, ὅτι «ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται διάκονος ὑμῶν, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι πρῶτος, ἔστω πάντων δοῦλος».Ὅταν οἱ ἀπόστολοι κατὰ τὸν μυστικὸν Δεῖπνον ἔπεσαν σὲ φιλονικία, διὰ τὰ πρωτεῖα, ὁ Κύριος δὲν τοὺς εἶπε πὼς ὁ Πέτρος εἶναι ὁ μεγαλύτερος, ἐπειδὴ αὐτὸν ἀφήνω ἐπίτροπον εἰς τὸ ποίμνιον, αὐτὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ ὅλων σας. (Λουκ. κβ’ 24-26). Ἀλλὰ τοὺς εἶπε ὅτι “οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν κυριεύουσιν αὐτῶν, καὶ οἱ ἐξουσιάζοντες αὐτῶν εὐεργέται καλοῦνται, ὑμεῖς δὲ οὐχ οὕτως, ἀλλ᾽ ὁ μείζων ἐν ὑμῖν γενέσθω ὡς ὁ νεώτερος καὶ ὁ ἀνακείμενος ὡς ὁ διακονῶν”. Ἔφερε καὶ παράδειγμα ὁ Κύριος τοὺς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους νὰ λέγονται Ραββί, ὅμως ἐσεῖς, οἱ δικοί μου μαθηταὶ μὴν πέσετε στὸ πάθος αὐτό, μὴ ζητεῖτε τὸ πρωτεῖον αὐτό, ὑμεῖς μὴ κληθῆτε καθηγηταί, «εἷς γάρ ἐστιν ὁ καθηγητὴς Χριστός, καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ἐπὶ τῆς γῆς. Εἷς ἐστιν ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ὑμεῖς δὲ πάντες ἀδελφοὶ ἐστέ».Οἱ  Ἀπόστολοι ἔπεμψαν τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰωάννην στὴν Σαμάρεια, ὅταν ἄκουσαν πὼς ἐδέχθη τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἐὰν ὁ Πέτρος ἦταν κεφαλὴ καὶ ἄρχων πάντων, πῶς πέμπεται ἀπὸ τοὺς ἄλλους; πράγμα ποὺ δὲν τὸ δέχεται οὔτε ἡ συνήθεια οὔτε τὸ δίκαιον; Εἶναι λοιπὸν φανερὸ ὅτι τοῦτοι οἱ καπνοὶ τῆς φιλοδοξίας, καὶ πρωτοκαθεδρίας δὲν ἐχώρησαν μέσα εἰς τὰς θεοφόρους κεφαλὰς τῶν Ἀποστόλων, ἀλλ᾽ ὅλοι ἦταν ὁμοταγεῖς, ἀδελφοὶ κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίοu, ἐπίσης διδάσκαλοι πάσης τῆς οἰκουμένης. Ὄχι διῃρημένως ὁ ἕνας στὴ Ρώμη, ὁ ἄλλος ἀλλαχοῦ, ἀλλὰ πανταχοῦ καθ᾽ ἕνας τὴν αὐτὴ ἐξουσία εἶχε καὶ τὸ αὐτὸ Ἀποστολικὸ προνόμιο.Ἔτσι ὁ Πάπας διὰ νὰ στήση τὴν κεφαλήν του, ὄχι μόνον συκοφαντεῖ τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ καταφρονεῖ καὶ τὸν μακάριο Πέτρο σμικρύνοντάς του τὸ Ἀποστολικόν του προνόμιο, ἐπειδὴ ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἦταν χειροτονημένος διδάσκαλος πάσης της οἰκουμένης καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ Ἀπόστολοι, αὐτὸς τὸν περικλείει εἰς τὴν Ρώμην. Ἐὰν ὁ Πέτρος ἦταν κεφαλὴ καὶ ἀρχή, πῶς ὁ Παῦλος ὁ ὁποῖος δὲν ἦταν ἀπὸ τοὺς δώδεκα ἀντεστάθη κατὰ πρόσωπον εἰς τὸν Πέτρον; Πῶς τὸν ἐλέγχει καθὼς ὁ ἴδιος γράφει στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολήν του; «ὅτε ἦλθε Πέτρος εἰς Ἀντιόχειαν κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ ἀντέστην» (Γαλατ. β΄11).Ἐὰν ὁ Πέτρος ἦταν πρῶτος πῶς εἰς τὴν Ἀποστολικὴν Σύνοδον δὲν ἀποφασίζει ὁ Πέτρος ὡς κεφαλὴ πάντων, ἀλλὰ ὁ Ἰάκωβος; (Πράξ. ιε΄10-28). Οἱ Ἀπόστολοι ἦσαν οἰκουμενικοὶ διδάσκαλοι, καὶ ἰσότιμοι πάντες, καὶ οὐδένας εἶχε διωρισμένον θρόνον. Οἱ Ἀπόστολοι χειροτονοῦσαν παντοῦ Ἀρχιερεῖς, καὶ ἔδιδαν εἰς αὐτοὺς τέσσαρα χαρίσματα: πρῶτον τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, δεύτερον τὴν Ἱερωσύνην, τρίτον τὴν χειροτονίαν, τέταρτον τὴν ἐξουσίαν τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν. Καὶ αὐτὰ μερικῶς, καὶ ὄχι οἰκουμενικῶς, ἀλλὰ καθένας εἰς τὴν ἐπαρχίαν του ἐκήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο, ἐνεργοῦσε τὰ τῆς Ἱερωσύνης, ἔπραττε τὰ τῆς χειροτονίας, ἐτέλει τὰ τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν. Ἔξω ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν του οὐδείς. Ἐπειδὴ αὐτὸ ἦταν ἀποστολικὸ χάρισμα. Οἱ Ἀπόστολοι Ἀρχιερεῖς χειροτονοῦσαν, καὶ ὄχι Ἀποστόλους. Οὐδεὶς τῶν χειροτονηθέντων ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ἔγινε διάδοχος καὶ τοῦ ἀποστολικοῦ ἀξιώματος. Δόγμα τῶν Παπικῶν εἶναι «τὸ μὴ πιστεύειν εἰς τὸν Πάπαν, ταυτὸν ἐστὶ τὸ μὴ πιστεύειν εἰς τὸν Χριστόν», ὡσὰν νὰ ἦταν ὁ Πάπας καὶ ὁ Χριστὸς ἓν κατὰ τὴν οὐσίαν, δηλαδὴ θεοποιεῖ τὸν ἑαυτόν του. Ὁ Πάπας εἶναι κτίσμα, καὶ ἐπειδὴ ζητεῖ προνόμιον ὁπού τὸ ἔχει μόνος ὁ Θεός, τὸ νὰ πιστεύουν εἰς αὐτὸν τὰ κτίσματα, εἶναι ἱερόσυλος, καὶ παντάπασι τυφλός, ὅταν θέλει νὰ εἶναι ἀνώτερος τῶν Συνόδων; ὅταν φαντάζεται πὼς εἶναι ἀναμάρτητος; τί ἄλλο ὅταν διδάσκει πὼς εἶναι μονάρχης τῶν Ἐκκλησιῶν; παρὰ τὸ ὅτι εἶναι Θεός; καὶ διὰ τοῦτο μὲ ἀναίσχυντον καὶ ἄθεον ἀπόφασιν θέλει νὰ προσκυνῆται καὶ νὰ πιστεύεται ὡς Θεός; Τοῦτο τί ἄλλο εἶναι παρὰ φαντασία ἀθεΐας, τύφλωσις νοὸς εἰδωλολάτρου;Ὁ 35ος Ἀποστολικὸς κανὼν βοᾶ : «Εἴ τις Ἐπίσκοπος τολμήσειε χειροτονίαν ποιῆσαι ἐν ταῖς μὴ ὑποκειμέναις αὐτῷ χώραις καὶ πόλεσι, παρὰ γνώμην τῶν κατεχόντων αὐτάς, καθαιρείσθω, ὅ τε χειροτονήσας καὶ χειροτονηθείς».
.       Ἐὰν ἦταν ὁ Ρώμης πρῶτος, πὼς αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Κλήμης ἔγραφε τὸν Ἀποστολικὸ κανόνα ποὺ λέει:«Τοὺς Ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους, εἰδέναι χρὴ τὸν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καὶ ἡγεῖσθαι αὐτὸν ὡς κεφαλήν, καὶ μηδέν τι πράττειν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης. Ἐκεῖνα δὲ πράττειν ἕκαστον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ ἐπιβάλλει καὶ ταῖς ὑπ᾽ αὐτὴν χώραις. Ἀλλὰ μηδὲ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποείτω τι. Οὕτω γὰρ ὁμόνοια ἔσται, καὶ δοξασθήσεται ὁ Θεός». Ἀλλ᾽ ἡ φιλαρχία τοῦ Πάπα καὶ τοῦτον τὸν κανόνα καθὼς καὶ ἄλλους πολλοὺς καταπάτησε (9ον τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου). Ὁ Πάπας ἀπὸ κενὴ φιλοδοξία, διὰ νὰ στήσῃ τὴν μοναρχικὴ ἐξουσία, ἰδιοποιῆται τὰ Ἀποστολικὰ χαρίσματα. Ἡ φιλοδοξία τοῦ Πάπα τὸν ἔφερε σὲ τέτοιο σημεῖο νὰ λέῃ ὅτι «τὸ μὴ πιστεύειν εἰς τὸν Πάπα, ταυτὸν ἔστι τὸ μὴ πιστεύειν εἰς τὸν Χριστόν, ὡσὰν νὰ ἦταν ὁ Πάπας καὶ ὁ Χριστὸς ἓν κατὰ τὴν οὐσίαν”. Θεοποιεῖ τὸν ἑαυτό του. Αὐτὸς ὁ ὑπερβολικὸς τύφος τοῦ Πάπα, αὐτὴ ἡ μοναρχομανία του ἐγέννησε τόσας αἱρέσεις. Ποῦ ἡ χρυσὴ παραγγελία ποὺ μᾶς ἄφησε ὁ Κύριος, «μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν»; Ποῦ ὁ μακαρισμὸς «μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι», δηλαδὴ οἱ ταπεινοὶ ; Ποῦ τόσα καὶ τόσα παραδείγματα χρυσὰ καὶ λαμπρά τῆς ταπεινοφροσύνης ;
 .          Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἄρνησις τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, μίμησις τοῦ διαβόλου, διότι οἱ ἀποστατικὲς δυνάμεις, καθὼς ἔλεγε ἡ μακαρία Συγκλητική, τὶς ἄλλες ἀρετὲς δύνανται κατά τινα τρόπον, νὰ μιμηθοῦν, τὴν δὲ ταπεινοφροσύνη οὐδέποτε. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι γεννήτρια τροφὸς πασῶν των ἀρετῶν, μίμησις τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ παπικὴ ἐκκλησία εἶναι νόθος ὀργανισμός. Σὲ ἕναν θνητὸν καὶ ἁμαρτωλὸν ἄνθρωπον συγκεντρώθηκε ἡ ἀπόλυτη ἐξουσία καὶ τὸ ἀλάθητο. Ἡ παπικὴ ἐκκλησία δὲν εἶναι Χριστοκεντρικὴ ἀλλὰ Παποκεντρική.Ὁ Πάπας ὑπέκυψε στὸν τρίτο καὶ τελευταῖο πειρασμὸ τοῦ Κυρίου στὴν ἔρημο.

Ἁγ. Νεκταρίου: «Μελέτη ἱστορικὴ περὶ τῶν αἰτιῶν τοῦ σχίσματος», ἐκδ. Ν. Παναγοπούλου, τόμ. Α’., Ἀθῆναι

πηγή
το είδαμε εδώ

Τρίτη, Μαΐου 10, 2016

Ποιὰ ἡ εἰκόνα αὐτοῦ ποὺ πιστεύει στὸν Χριστὸ; Ἅγιος Νεκτάριος (Ἐπίσκοπος Πενταπόλεως)







Πόσο ὡραία εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ πιστοῦ! Πόσο θαυμαστὴ ἡ χάρη της! Τὸ κάλλος της σὲ γοητεύει, τὸ δὲ ὕφος της ἐκφράζει τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ πιστοῦ πρὸς τὸν Θεό. Ἡ γαλήνη ποὺ εἶναι ἁπλωμένη στὴ μορφὴ της ἐκφράζει τὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς, ἡ δὲ ἠρεμία της τὴν ἀταραξία τῆς καρδιᾶς.

Ἡ χαραγμένη στὸ πρόσωπο τοῦ πιστοῦ καλοσύνη, μαρτυρᾶ τὴν ἥσυχη συνείδησή του. Ὁ πιστὸς εἰκονίζεται σὰν ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν ἀσταμάτητων μεριμνῶν τῆς ζωῆς, οἱ ὁποῖες καταπονοῦν συνεχῶς τὸ πνεῦμα καί, ἐπίσης, σὰν ἄνθρωπος τοῦ ὀποίου ἡ πεποίθησή του πρὸς τὸν Θεὸ ζωγραφίζεται μὲ ζωηρὰ χρώματα πάνω στὰ χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του.

Ἀληθινά, ὁ πιστὸς εἰκονίζεται σὰν ἄνθρωπος μακάριος καὶ εἶναι μακάριος διότι κατέχει ἤδη τὴν πληροφορία γιὰ τὴ θεϊκὴ προέλευση τῆς πίστης του καὶ ἔχει πεισθεῖ γιὰ τὴν ἀλήθειά της. Ὁ Θεὸς μίλησε μυστικὰ στὴν καρδιά του. Ἡ θεία φωνὴ γέμισε τὴν καρδιά του καὶ ἡ θεία εὐφροσύνη τὴν πλημμύρισε. Ἡ καρδιά του καὶ ἡ διάνοιά του εἶναι ἀφοσιωμένες στὸν Θεό.

Ἡ καρδιὰ του καίγεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ πνεῦμα του βιάζεται νὰ ἀνυψωθεῖ πρὸς τὸν Θεό.

Ὁ πιστός, ἔχοντας καταλύσει τὰ δεσμὰ τοῦ ἐγωισμοῦ, τὰ ὁποῖα περιορίζουν ἀσφυκτικὰ τὴν ἀγάπη του καὶ δὲν τοῦ ἐπιτρέπουν νὰ ἐνεργεῖ καὶ νὰ βλέπει πέρα ἀπὸ ἕναν μικρὸ ὁρίζοντα γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, τινάχτηκε μακριὰ καὶ λευτερώθηκε ἀπὸ τὸν τυραννικὸ ζυγὸ τῆς δουλείας καὶ τοῦ ἐγωισμοῦ, καταργώντας τὴν ἄθλια λατρεία τοῦ ἑαυτοῦ του.

Ἔτσι, ἐλεύθερος ἀπὸ τὰ δεσμά του, τρέχει παντοῦ στὴ γῆ σὲ ὅλα τὰ σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα, καὶ σπεύδει ὅπου τὸν καλεῖ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Κανεὶς πλέον δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ τὸν ἐμποδίζει, κανεὶς ποὺ νὰ τὸν ἐπηρεάζει. Οἱ ἡδονὲς τοῦ κόσμου –ποὺ σὰν ποτάμια κυλοῦν πάντοτε- καὶ οἱ ἀπολαύσεις τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν, δὲν τὸν δελεάζουν πιά.

Τὸ εἴδωλο τοῦ ἐγωισμοῦ του κατέπεσε καὶ συντρίφτηκε καὶ ὅσες θυσίες, προσφορὲς καὶ θυμίαμα πρόσφερε μέχρι τώρα σ' αὐτόν, στὸ ἑξῆς τὰ προσφέρει μόνο στὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης, ποὺ πλέον ἀγαπᾶ καὶ λατρεύει μὲ ὅλη του τὴν ψυχή.

Εἶναι ἀφοσιωμένος ἐξολοκλήρου, μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιά, στὸν ἀληθινὸ καὶ ζῶντα Θεὸ· ἔτσι λησμονεῖ τὸν κόσμο καὶ ἀμελεῖ μάλιστα συχνὰ καὶ τὴ φροντίδα τοῦ ἴδιου τοῦ σώματός του.

Τὸ βλέμμα του ἀτενίζει πρὸς τὸν Θεό, ἡ δὲ καρδιά του Τὸν ἀναζητᾶ ἀσταμάτητα. Τὸ πνεῦμα του καταγίνεται μὲ τὴ μελέτη τῶν ἔργων Του, ἡ δὲ ψυχή του ἐπαναπαύεται στὴ θεία πρόνοια τοῦ Δημιουργοῦ.

Τὰ πάντα διεγείρουν στὴν καρδιὰ τοῦ πιστοῦ καινούργια συναισθήματα. Ὁλόκληρη ἡ δημιουργία μιλᾶ μὲ μυστικὴ γλώσσα στὴν ψυχή του γιὰ τὴ σοφία καὶ τὴν ἀγαθότητα τοῦ θείου Δημιουργοῦ της. Ἐντρύφημά του εἶναι ἠ μελέτη τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ· καὶ χαρὰ του αὐτὴ ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὴν ἐνατένιση τοῦ κάλλους τῆς δημιουργίας. Μελέτημα τῆς καρδιᾶς του εἶναι ὅσα φανερώνουν τὶς θεῖες εἰκόνες τοῦ ἀγαθοῦ πάνω στὴ γῆ, δηλαδὴ τὸ ἀγαθό, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ δικαιοσύνη.

Εὐτυχία του, ἀληθινὴ καὶ σίγουρη, εἶναι ἡ παντοτινὴ καὶ ἀδιάκοπη ἐπικοινωνία μὲ τὸν θεῖο Δημιουργό. Τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ εἶναι σὰν μέλι γλυκὸ στὸ στόμα του. Αὐτὰ μελετάει μέρα καὶ νύχτα. Ἡ καρδιά του καίγεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεό. Τρέχει πρὸς Αὐτὸν καὶ Αὐτὸν ἀναζητᾶ μελετώντας τὰ δημιουργήματα. Ἀσταμάτητο ἔργο του ἡ κατὰ τὸ δυνατὸν τελειοποίησή του καὶ διακαὴς ἐπιθυμία του ἡ ὁμοίωσή του μὲ τὸν Θεό. Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ πλημμυρίζουν τὴν πληγωμένη ἀπὸ τὸν θεῖο πόθο καρδιά του.

Ὁ δὲ ὕμνος καὶ ἡ δοξολογία, ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ εὐλογία ἀπευθύνονται μὲ θέρμη καὶ ἀκατάπαυστα ἀπὸ τὸ στόμα του πρὸς τὸν Θεό. Ἀπὸ τὰ χείλη του ἐξέρχεται σοφία, ἡ δὲ καρδιά του εἶναι γεμάτη σύνεση καὶ γνώση. Ἡ ζωὴ του εἶναι δημιουργικὴ καὶ γεμάτη ἁρμονία. Ζεῖ σπεύδοντας, μὲ σκοπὸ καὶ περίσκεψη, πρὸς τὴν τελείωση γιὰ τὴν ὁποία καὶ ἔχει πλασθεῖ, καὶ ἀπολαμβάνει ἄφθονη τὴν εὐδαιμονία ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ.

Ζεῖ στὴ γῆ, ἀλλὰ ἡ πολιτεία του εἶναι οὐράνια. Δίχως νὰ ἐξαντλεῖται στὰ προβλήματα τῆς ζωῆς, ἕνα μέλημα ἔχει, μία μέριμνα: τὸ νὰ μὴν ἀσχολεῖται μὲ τὰ πολλά, ἀλλὰ γιὰ τὸ ἕνα καὶ μόνο ποὺ ἔχει πραγματικὰ ἀνάγκη. Ὅλη του ἡ φροντίδα στρέφεται στὸ πῶς νὰ ἐκπληρώσει τὸν θεῖο νόμο καὶ γιὰ τὸ πῶς θὰ πράττει τὸ ἀγαθό. Ἡ κοινωνία τῶν ἀνθρώπων, κάθε φυλῆς καὶ ἔθνους, εἶναι κοινωνία ἀδελφῶν ἐξ αἵματος καί, γι' αὐτό, ἐπιθυμεῖ σφοδρὰ νὰ ἐπεκτείνει τὶς εὐεργεσίες του πρὸς ὅλους.

Χαίρεται μὲ τὶς εὐτυχίες τους καὶ λυπᾶται γιὰ τὶς δυστυχίες τους. Ὅλη τὴν ἡμέρα ἐλεεῖ καὶ δανείζει, ἡ δὲ δικαιοσύνη του μένει αἰώνια. Ἡ καρδιά του ἐλπίζει πάντα στὸν Κύριο, ἡ δὲ ψυχὴ του εἶναι ἤδη ἕτοιμη νὰ παρουσιαστεῖ μπροστὰ στὸν Πλάστη της. Γεμάτος ἐλπίδα καὶ θάρρος ἀναφωνεῖ μαζὶ μὲ τὸν ψαλμωδό: «Κύριος ἐμοι βοηθὸς καὶ οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος».
πηγή

Πέμπτη, Απριλίου 14, 2016

Τι έλεγε ο Άγιος Νεκτάριος για τον «πάπα»;

Ο Άγιος Νεκτάριος, όπως λέει και ο απόστολος Παύλος, ήταν ο ηγούμενος ημών που ορθοτόμησε και κήρυξε τον λόγον της αληθείας.Έχουμε λοιπόν κάθε λόγο να αναθεωρούμε την τελευτή του βίου του και να μιμούμεθα την ορθόδοξο πίστη του, διότι μόνο έτσι θα ορθοτομούμε και εμείς τον λόγον της θεολογίας και θα βαδίζουμε μαζί του και μαζί με όλους τους άλλους αγίους. […]

Ο άγιος Νεκτάριος είχε ήδη αρχίσει να γράφει το έργο Μελέτη ιστορική περί των αιτίων του Σχίσματος από το 1895 όταν ο πάπας Πίος ο Θ΄ – και αργότερα ο Λέων ο ΙΓ΄ – θέλοντας να συγκαλέσει την πρώτη Βατικάνεια Σύνοδο απηύθυνε μήνυμα στους ανατολικούς πατριάρχες, προκειμένου να προσέλθουν στην ουνία και ενωθούν με την παπική Εκκλησία, που σημαίνει βασικά να υποταγούν σ’ αυτόν, τον πάπαν Ρώμης. Οι Πατριάρχες της Ανατολής απήντησαν με τη γνωστή Επιστολή που θα ‘πρεπε και σήμερα να διαβάζεται. Ο άγιός μας, λοιπόν, άρχισε να δημοσιεύει τη μελέτη του στον Ιερό Σύνδεσμο, που μόλις το 1912 βγήκε ο πρώτος τόμος και αργότερα ο δεύτερος. Δύο χρόνια πριν είχε αλληλογραφήσει με τον ηγούμενο της Ιεράς Μονής Κρυπτοφέρρη, Μελέτιο Zesonis, που, νομίζω, πρέπει να ήταν ένας Έλληνας Ουνίτης που ήθελε να εκδώσει ένα περιοδικό το Roma e l’ Oriente, το οποίο αποσκοπούσε στη «θεάρεστον ένωσιν της Ανατολικής Ελληνικής Εκκλησίας μετά της Δυτικής Ρωμαϊκής», όπως λέει ο άγιος στο γράμμα του. […]

Στο γράμμα του όμως ο άγιος Νεκτάριος λέει και τα εξής: «…επέστη ο καιρός της συνδιαλλαγής και της ενώσεως και της από κοινού ενεργείας κατά των παντοίων πολεμίων της Μιας, Αγίας, Καθολικής Αποστολικής Εκκλησίας. Αλλά φρονώ, ότι προς επίτευξιν του επιζητούμενου σκοπού πρέπει πρωτίστως να γίνωσι συνεννοήσεις ουχί δι’ επιστολών, αλλά δια λόγου προφορικού», δηλαδή διαλόγου και παραπέμπει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο θα διατυπώσει τις αρχές για να διεξαχθεί η παραπέρα συζήτηση.

Σπουδαία είναι η παρατήρηση στο τέλος του γράμματος. Την αντιγράφω: «…μάλιστα πολλοί δυνατοί μεν εισι λέγειν και γράφειν, αλλ’ ου δια τούτο αρμόδιοι […] Φρονώ, ότι περί του ζητήματος τούτου δύνανται να γράφωσι μόνον οι μελετήσαντες αυτό ιστορικώς, κριτικώς και μετά πόθου και ειλικρινείας εργασθέντες εις την ανεύρεσιν των αληθών αιτίων του Σχίσματος».

Μέσα από το βιβλίο του, την ιστορική μελέτη του, φαίνεται ότι ο άγιος διαθέτει αυτά τα προσόντα. Μου κάνει εντύπωση πως μελέτησε τόσες πηγές και έφτασε σε συμπεράσματα που μόλις στην εποχή μας αρχίζουν να διατυπώνουν μεγάλοι ιστορικοί της Εκκλησίας σε σχέση με την εξέλιξη του Σχίσματος. Ο άγιος ξεκινά από την αρχή, από την εποχή των Αποστόλων και λέει ότι εκεί υπάρχουν οι πρώτες καταβολές της αληθινής οργανώσεως της Εκκλησίας. 

Εδώ μπορεί κανείς να ‘πεί ότι και στους πρώτους αιώνες της Εκκλησίας μάλλον έπαιξαν τον ρόλο τους οι προσωπικές διεκδικήσεις, οι φιλοδοξίες και οι φιλαρχίες ορισμένων επισκόπων της Ρώμης. Παράδειγμα η περίπτωση του πάπα Βίκτωρος της Ρώμης (τέλος β’ αιώνος), ο οποίος αντέδρασε στην διαίρεση της δικής του επισκοπής, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Βλάσιος Φειδάς, επειδή ήρθαν πολλοί χριστιανοί από την Ανατολή με έθιμα της ασιατικής Εκκλησίας να εορτάζουν το Σταυροαναστάσιμο Πάσχα και όχι το αναστάσιμο όπως οι περισσότερες Εκκλησίες και η Ρώμη. 

Και στη συνέχεια, λέγει ο άγιός μας, υπήρξαν διεκδικήσεις και φιλοδοξίες για το πρωτείο, όπως του πάπα αγίου Λέοντος την εποχή της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου. Σημειώνει ο άγιος γι’ αυτόν στο βιβλίο του: «Αν ένας άγιος φανερώνει φιλοδοξίες για πρωτεία, τι θα κάνουν οι άλλοι;». […] 

Ο άγιος επικαλείται την εκκλησιαστική συνείδηση της πρώτης Εκκλησίας, όπου ο απόστολος Πέτρος δεν είχε πρωτείο ούτε ήταν ιδρυτής της Εκκλησίας της Ρώμης, διότι οι απόστολοι δεν ήσαν επίσκοποι μιας ορισμένης πόλεως – λέει ο άγιος – και επομένως δεν μπορεί η φιλοδοξία των παπών, «η ηγεμονία και μονοκρατορία», όπως την ονομάζει, να στηριχθεί στον Πέτρο.

«Εάν τα προσόντα του Πέτρου», το πρωτείο της εξουσίας, η αξία δηλαδή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, λέγει ο άγιός μας, «ήσαν αληθή, το πνεύμα του Ευαγγελίου θα καθίστατο λίαν προβληματικόν και αδιανόητον, διότι θα παρουσίαζε σύγχυσιν εννοιών και σύγκρουσιν αρχών⋅ θα ήτο ακατανόητος η αρχή της ισότητος, και ισότητος μέχρι ταπεινώσεως και η αρχή της ανισότητος, μέχρι ηγεμονίας και υπεροψίας».

Παραπέμπει δε περαιτέρω ο άγιος στα βιβλία της Κ.Δ. και στον Παύλο και γίνεται αρκετός λόγος για θέματα ενότητας της Εκκλησίας, για κεφαλή, για θεμέλιο της εκκλησίας. «Η ενότης της Εκκλησίας, λέγει ο άγιος, ουχί εν τω ενιαίω προσώπω ενός των αποστόλων θεμελιούται και εδράζεται, αλλ’ εν τω προσώπω του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ος εστιν η κεφαλή της Εκκλησίας, εν ενί πνεύματι, εν τη μια πίστει, ελπίδι, αγάπη και λατρεία».

Και πολλά άλλα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, θα αρκεσθούμε, όμως, στο εξής χωρίον από το Ιερατικόν Εγκόλπιον του αγίου Νεκταρίου: «Περί της εξουσίας και δυνάμεως όλων των Αποστόλων συνάγομεν ότι πάντες οι Απόστολοι είχαν την δύναμιν να συγκροτώσι και εγείρωσιν Εκκλησίας, τελείως κατηρτισμένας, ανεξαρτήτους και αυτοκεφάλους [με την έννοια πλήρως καθολικάς], διο και αι αξιώσεις ας εγείρει η Δυτική Εκκλησία δια το είναι τον επίσκοπον Ρώμης διάδοχον του κορυφαίου των Αποστόλων Πέτρου είναι ανυπόσταται ως αρνούμεναι τοις λοιποίς Αποστόλοις, το τε Αποστολικόν αξίωμα, την δύναμιν και την χάριν του Αγίου Πνεύματος, την χειροτονίαν αυτών ως Αρχιερείς και λειτουργούς των θείων Μυστηρίων της Εκκλησίας […] πάντες οι επίσκοποί εισιν ισότιμοι προς αλλήλους, ως ίσοι και ως διάδοχοι του ενός Αποστολικού αξιώματος».

Μεταβαίνει μετά στο θεσμό των Συνόδων ως έκφραση ενότητας της Εκκλησίας και των Εκκλησιών που είναι πολύ σημαντικό. Διατυπώνει ο άγιος αυτό που βλέπουμε στη νεώτερη ορθόδοξη θεολογία και εκκλησιολογία. Οι Εκκλησίες που ήσαν όλες πλήρεις και καθολικές, δέχθηκαν από εκούσια αγάπη να υποταγούν στο θεσμό των Συνόδων. Εξυμνεί πολύ τις Συνόδους και παραπέμπει σε κείμενα σαν του Πολυκράτους Εφέσου και την Επιστολή της Συνόδου της Καρθαγένης, το 418, προς τον Κελεστίνο Ρώμης, όπου τονίζεται ότι «ο Θεός δεν έδωσε μόνο σε μια παροικία [= Εκκλησία] και σε ένα άνθρωπο την Χάρη η το Άγιο Πνεύμα, αλλά σε όλους όσοι πιστεύουν και είναι ενωμένοι στο όνομα του Χριστού και είναι συγκεντρωμένοι εις Σύνοδον».

Στο έργον του⋅ Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι της του Χριστού Εκκλησίας, ο άγιός μας διαπραγματεύεται διεξοδικώς περί των θεοσυλλέκτων Συνόδων της Εκκλησίας, απ’ όπου αναφέρουμε μόνον τα εξής· οι Οικουμενικές Σύνοδοι είχαν ως κριτήριο όχι ένα ποντίφηκα, αλλά το Άγιον Πνεύμα και την αλήθεια. […] Στη συνέχεια μεταβαίνει ο άγιός μας στην περίοδο του αγίου Φωτίου. Για τον άγιο Φώτιο ο άγιος έχει γράψει πολλά. Υπήρχε και κάποια παραπλάνηση των ιστορικών ότι και δεύτερο Σχίσμα επήλθε επί Φωτίου και τελικά δεν αποκαταστάθηκε, ενώ ο άγιος βρίσκει ντοκουμέντα και τα δημοσιεύει πολύ πριν από τον France Ovornik ότι ο Φώτιος αποκατέστησε την ενότητα της Εκκλησίας, η οποία και συνεχίστηκε μέχρι και την εποχή των Σταυροφόρων. […]

Τη μεγάλη εξέλιξη του παπισμού βλέπει στη Δύση ο άγιος Νεκτάριος μέσα από τα Ψευδοδεκριτάλια, στη Donatio Konstantini, στα Ψευδοϊσιδώρεια Δεκριτάλια και στο «de cretum Gratiaui», τον ια’ αιώνα, τα οποία υπερέβησαν κάθε όριο εξελίξεως, διότι ήρθαν να κατοχυρώσουν το ήδη υπέρ-καινοτομηθέν παπικό πρωτείο και τον θεσμό του παπισμού, που είχε μπεί στη συνείδηση της Δύσεως, ενώ στην Ανατολή δεν είχαν δώσει τόση σημασία πως αυτό εκαλλιεργείτο.

Στη συνέχεια ο άγιος Νεκτάριος μιλάει για το παπικό αλάθητο. Αποδεικνύει ότι ο πάπας κάθε άλλο παρά αλάθητος είναι όπως π.χ. ο επίσκοπος Ρώμης Κάλλιστος τον γ’ αιώνα που ήταν Σαβελιανός και υπονομεύει ο κίνδυνος του Σαβελιανισμού και μέχρι σήμερα στο θέμα του Filioque, υπονομεύει ένας «ημισαβελιανισμός», όπως θα ‘πεί ο άγιος Φώτιος στην Μυσταγωγία περί του Αγίου Πνεύματος. Δηλαδή ένας υπερτονισμός της μιας του Θεού ουσίας σε βάρος των τριών Προσώπων και της Μοναρχίας του Πατρός.

Τον δ’ αιώνα έχουμε την περίπτωση του μη αλαθήτου του πάπα Λιβερίου, που υπέγραψε αρειανικό […] Επίσης και την περίπτωση του πάπα Ονωρίου στον ζ’ αιώνα, που καταδικάστηκε από την ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδο ως αιρετικός μονοθελητής και το παραδέχθηκε και ο διάδοχός του πάπας Λέων ο Β’ το 682-683. Επομένως δεν υπάρχουν ούτε θεολογικά ούτε ιστορικά ερείσματα ότι ο πάπας είναι αλάθητος.

Η Σύνοδος του Βατικανού (1870) ετόνισε πολύ το αλάθητο του πάπα σε σημείο να ‘πεί ότι ο πάπας και «χωρίς την εκκλησία», «χωρίς τη συμφωνία της», είναι αλάθητος (ex sese, et non ex consensus Ecclesiae). Αν και ο άγιος Νεκτάριος δεν αναφέρει ότι ο πάπας καταργεί την Εκκλησία με τη Σύνοδο του Βατικανού, γράφει ωραιότατα σχόλια στο έργο του Περί Οικουμενικών Συνόδων. Είναι χαρακτηριστικό πως στον άγιό μας δεν κυριαρχεί ούτε ζήλος ούτε αδιαφορία. Και στην εποχή μας, σήμερα, πρέπει να προσέξουμε πολύ στο σημείο αυτό να μη καλλιεργείται μία άποψη: ότι μόνον οι ζηλωτές είναι κακοί και δεν έχουν αγάπη. Διότι και οι άλλοι, οι λεγόμενοι Οικουμενιστές, δεν έχουν αληθινή αγάπη με το να μιλάνε για αγάπη χωρίς την αγάπη της αληθείας. Η πόλωση αυτή δεν είναι καλή.

Ο άγιος Νεκτάριος τονίζει ότι η αγάπη είναι το παν. Δεν φταίνε τα δόγματα. Εάν ένας μισεί τον αιρετικό, φταίει περισσότερο το πνεύμα του, η τοποθέτησή του. Ο άγιος, χωρίς να καταργεί την αγάπη, θεωρεί την παπική εκκλησιολογία σαν ένα είδος φιλοσοφικού θεσμού, μια φιλοσοφική θεωρία που παραδέχεται τον Θεόν ως Δημιουργό του κόσμου, αλλά όχι και σαν Προνοητή αυτού. Η παπική Εκκλησία θέτει σε δεύτερη μοίρα τον ίδιο τον Χριστόν. Αυτό το έχει τονίσει και ολόκληρη η Ορθόδοξη Εκκλησία μέσα από τις επιστολές των Πατριαρχών της Ανατολής, αλλά έχει τονιστεί και στη Σερβική Θεολογία, στον π. Ιουστίνο Πόποβιτς. Ο πάπας εκτοπίζει την Εκκλησία ως Σώμα Χριστού και Κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, και έρχεται αυτός να κυριαρχήσει, ενώ ο Χριστός βρίσκεται κάπου πίσω και το Άγιον Πνεύμα δεν έχει την κεντρική θεοπρεπή θέση Του. Ο Φλωρόφσκυ έλεγε ότι πράγματι χωλαίνει η εκκλησιολογία της Ρώμης, μα περισσότερο η Χριστολογία τους. Το ‘χει γράψει και η μηδαμινότητά μου ότι δεν έχει Χριστοκεντρισμό η ρωμαϊκή θεολογία, έχει περισσότερο Χριστομονισμό, χωλαίνει στη Χριστολογία. Και ο άγιος Νεκτάριος, χωρίς να το λέει επί λέξει, το εννοεί⋅ πως το να απωθείται ο Χριστός και να γίνεται ο πάπας αντικαταστάτης του είναι άρνηση του Χριστού ως Απαρχής και Κεφαλής και Ακρογωνιαίου Λίθου της Εκκλησίας, ως Πρωτοτόκου εν πολλοίς αδελφοίς. […]

Η συντέλεση του Σχίσματος έγινε τελικά με την επιβολή των Σταυροφόρων και κυρίως της Δ’ Σταυροφορίας, όταν πια με την βία εκτοπίζεται η Ορθόδοξος Ιεραρχία. Γι’ αυτό και ο Πέτρος Αντιοχείας τον ια’ αιώνα, του οποίου το πνεύμα επαινεί ο άγιος Νεκτάριος, πήγε να ειρηνεύσει τον Κηρουλάριο αναφερόμενος μόνον στο πρόβλημα του Filioque και το πρωτείο· και ενώ η Δύση συνέχιζε τη συνοδική παράδοση στην Πίζα, Κωνστάντια και Βασιλεία, η Φλωρεντία έφερε τέρμα σ’ αυτά, διότι κατήργησε τη συνοδικότητα και επέβαλε την παπική νοοτροπία. Δεν επικράτησε στη Δύση η συνοδική παράδοση, διότι χαρακτηριστικό των αληθινών Συνόδων είναι όχι μόνον ότι είναι πιστές στις προηγούμενες αλλά και ότι γίνονται δεκτές από την Εκκλησία, από το ζωντανό σώμα του λαού του Θεού. Γράφει ο άγιος Νεκτάριος: «Το ζήτημα του πρωτείου του πάπα είναι κυρίως ειπείν το ζήτημα του Σχίσματος […] Εγένετο το σχίσμα ένεκα της απαιτήσεως των παπών της υποταγής της Οικουμενικής Εκκλησίας, της μιας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, τη επισκοπή της Ρώμης. Εν τούτω δε κείται ο λόγος του Σχίσματος, όστις αληθώς είναι μέγιστος, διότι ανατρέπει το πνεύμα του Ευαγγελίου, και ο σπουδαιότερος δογματικός λόγος, διότι είναι άρνησις των αρχών του Ευαγγελίου».

Αποτελεί άρνηση των αρχών του Ευαγγελίου και άρνηση της συνοδικότητας της Εκκλησίας. Ο Χριστός οργάνωσε την Εκκλησία Του και ο πάπας την ανέτρεφε, την έκανε να είναι φτωχή και μονομερής, να είναι μονοκρατορία του. Αποτελεί άρνηση του ιδίου Σώματος της Εκκλησίας, της πνευματοκινήτου πραγματικότητάς της και του Χριστού ως Κέντρου και Κεφαλής της.

Τα κείμενα του αγίου είναι λίαν σημαντικά. Δεν είναι γραμμένα με μίσος, αλλά αποτελούν έκφραση της ίδιας αγάπης και μέριμνας του αγίου Νεκταρίου και προήλθαν από μια σπουδαία μελέτη, από ένα άνθρωπο που ήθελε πραγματικά το διάλογο: «Δια του δόγματος του αλαθήτου η Δυτική Εκκλησία απώλεσε την πνευματική της ελευθερία, τον στολισμόν της, εκλονίσθη εκ βάθρων, εστερήθη του πλούτου της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, της παρουσίας του Χριστού. Και από πνεύματος και ψυχής κατέστη άναυδον σώμα […] Από καρδίας θλιβόμεθα για την γενομένην αδικίαν τη Εκκλησία και εκ των μυχίων […] ευχόμεθα να φωτίση το νουν και την καρδίαν του Μακαριωτάτου Ποντίφηκος το Άγιον Πνεύμα, όπως αποδόση τιμή τη Αγία Καθολική Εκκλησία, ό,τι παρ’ αυτής αφήρεσεν ως μη ώφειλεν».

Είναι μεγάλος ο πόνος του αγίου μας για την πτώση και μη μετάνοια της Ρώμης. Λέει στο βιβλίο του: «…όπως έχουν στην πρώτη σειρά το πρωτείο, την εξουσία του Πέτρου, μακάρι να είχαν και στην πρώτη σειρά τη μετάνοια του Πέτρου για να είναι ολόκληρο το Ευαγγέλιο, να είναι πράγματι ευαγγελική η Εκκλησία».

Ο άγιος Νεκτάριος δεσπόζει σαν παράδειγμα σοβαρού μελετητού, ανθρώπου που δεν έχει μίσος, έχει διάκριση, που πονάει για την απώλεια της Ρώμης, που ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς παρομοιάζει με πτώση ελέφαντα, ο οποίος όταν πέσει δεν μπορεί να σηκωθεί μόνος του. Ρητώς αναφέρει πως πρέπει η εμείς να θυσιάσουμε αυτά που έχουμε από τον Χριστό και τους αγίους αποστόλους, η ο πάπας να θυσιάσει αυτό που είναι, τις καινοτομίες στην πίστη που είναι το πρωτείο, το αλάθητο. Ο πάπας – λέει ο άγιος – μας κάνει χάρη, μας προτείνει να μείνουμε με τα δόγματά μας, με τα έθιμά μας με το vitus Bizantium. Με την σκέψη όμως αυτή μας χαρίζει κάτι που δεν έχουμε ανάγκη να μας χαρίσει, ενώ πρέπει να χάσει η Εκκλησία μας, η Αποστολική Εκκλησία του Θεού, την ελευθερίαν της.

Ο άγιος όμως πονάει, διότι δεν μπορεί η Ορθόδοξη Εκκλησία να φύγει από τη βάση της, από τον καθοδηγητή της αληθείας και Παράκλητο της Εκκλησίας, το Πανάγιον Πνεύμα. Κοντά στον άγιο αισθάνεται κανείς σιγουριά. Διότι αυτός βιώνει την αλήθεια της Ορθοδοξίας, γι’ αυτό και μπορεί να κάνει το ανάλογο βήμα προς τη Δύση. Αν ήταν στην εποχή μας ο άγιος Νεκτάριος θα μετείχε στους διαλόγους και μάλιστα ενεργά αν και ως ιεράρχης είχε απωθηθεί, και μάλιστα χωρίς να υπάρξει μετάνοια από την πλευρά των διωκτών του.

Φαίνεται η μεγαλοψυχία του αγίου Νεκταρίου έναντι της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, αλλά φτάνει μέχρι του σημείου εκείνου που δεν προδίδει εκείνα που δεν είναι δικά του, γιατί δεν έχει δικαίωμα να τα προδώσει διότι είναι του Χριστού. Αν το κάνει είναι σαν να προδίδει την ίδια την ελπίδα, τη σωτηρία του κόσμου, που είναι η Αλήθεια του Θεού, η Εκκλησία του Χριστού, η χάρις και αιωνία ζωή του Αγίου Πνεύματος. Με τον παπισμόν, γράφει ο άγιος, «η Εκκλησία διατρέχει κίνδυνον να αποβή εκ Μιας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, Εκκλησία Ρωμαϊκή η μάλλον παπική, κηρύττουσα ουχί πλέον τα των Αγίων Αποστόλων, αλλά τα των παπών δόγματα». Και προσθέτει στο τέλος:

«Γένοιτο ο Θεός κριτής μεταξύ ημών και αυτών».

Μητροπολίτου πρώην Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης κ. Αθανασίου Γιέβτιτς

Από το βιβλίο «Άγιος Νεκτάριος ο Πνευματικός, ο Μοναστικός, ο Εκκλησιαστικός Ηγέτης», Πρακτικά Διορθοδόξου Θεολογικού Επιστημονικού Συνεδρίου επί τη εκατοπεντηκοετηρίδι (1846-1996) από της γεννήσεως του Αγίου Νεκταρίου, Αίγινα 21-23 Οκτωβρίου 1996. – ΠΕΙΡΑΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2009
 

Το είδαμε: hεδώ

Πέμπτη, Απριλίου 07, 2016

Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως :Ο χαρακτήρας του μη κατ' επίγνωσιν ζηλωτού

Ο χαρακτήρας του μη κατ' επίγνωσιν ζηλωτού   Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως


Ο μη κατ' επίγνωσιν ζηλωτής κέκτηται μεν ζήλον αλλ' ου κατ' επίγνωσιν, πλανάται εν ταις σκέψεσι και ενεργείας αυτού και εργαζόμενος δήθεν υπέρ της δόξης του Θεού παραβαίνει τον νόμον της προς τον πλησίον αγάπης.
Ο μη κατ' επίγνωσιν ζηλωτής εν τη ζέσει του ζήλου αυτού πράττει τα ενάντια, προς τάς διατάξεις του Θειου νόμου και προς το Θείον θέλημα.
Ο μη κατ' επίγνωσιν ζηλωτής διαπράττει το κακόν, όπως επέλθη το υπ' αυτού νοούμενον αγαθόν.
Ο ζήλος του μη κατ' επίγνωσιν ζηλωτού είναι πυρ διαφθείρον, πυρ καταναλίσκον· η καταστροφή προπορεύεται αυτού και η ερήμωσις έπεται αυτώ.
Ο μη κατ' επίγνωσιν ζηλωτής εύχεται τω Θεώ να ρίψη πυρ εξ ουρανού και να κατακαύση πάντας τους μη δεχόμενους τας αρχάς και πεποιθήσεις αυτού. 
Τον μη κατ' επίγνωσιν ζηλωτήν χαρακτηρίζει μίσος προς τους ετεροθρήσκους ή ετεροδόξους, ο φθόνος και ο επίμονος θυμός, η εμπαθής αντίσταση προς το αληθές πνεύμα του Θείου νόμου, η παράλογος επιμονή εν τη υπερασπίσει των ιδίων φρονημάτων, ο παράφορος ζήλος προς κατίσχυσιν εν πάσιν, η φιλοδοξία, η φιλονικία, η έρις, και το φιλοτάραχον.
Ο μη κατ' επίγνωσιν ζηλωτής είναι, άνθρωπος ολέθριος.

Νεκταρίου Μητροπολίτου Πενταπόλεως ,
Το Γνώθι σ αυτόν, σ. 179
Πηγή

Τρίτη, Μαρτίου 08, 2016

Ο ρόλος των Ελλήνων κυρίως σε σχέση με το Ευαγγέλιο



Κείμενο τού αγίου Νεκταρίου επισκόπου Πενταπόλεως, όπου επισημαίνεται ο κοσμοϊστορικός ρόλος τών Ελλήνων, κυρίως σε σχέση με το Ευαγγέλιο.
Είναι ένα κείμενο, που παραμένει επίκαιρο περισσότερο από έναν αιώνα μετά τη συγγραφή του.
Αξιότιμοι Κύριοι,
Το θέμα ταύτης της μελέτης μου προήλθεν εκ των μελετών, εις ας από τινών ετών ασχολούμαι. Οι Έλληνες συγγραφείς υπήρξαν το υποκείμενον των μελετών μου· ωρμήθην διά φλέγοντος πόθου, όπως αθροίσω παν ό,τι περί Θεού, περί ψυχής, και περί αρετής υγιές ειρήκασι, και θησαυρίσω τας σοφάς των σοφών Ελλήνων γνώμας εν ενί τεύχει προς διδασκαλίαν των περί τας μελέτας ασχολουμένων. Εκ της μελέτης ταύτης και της διευθετήσεως της ύλης επείσθην, ότι οι Έλληνες σοφοί εν όλω και εν μέρει υπήρξαν διδάσκαλοι της αληθείας, ότι ταύτης εγένοντο ερασταί και ταύτην επεζήτησαν, και ότι ο έρως της γνώσεως της αληθείας ην ο προς την αληθή φιλοσοφίαν αυτούς άγων· ούτος ήγαγε κατά μικρόν το Ελληνικόν έθνος προς την ευκρινεστέραν γνώσιν της αληθείας και τελευταίον προς την αποκαλυφθείσαν αλήθειαν.

Η Ελληνική φιλοσοφία εγένετο τη Ελληνική φυλή παιδαγωγός προς κατανόησιν της αποκαλυφθείσης αληθείας. Ο έρως προς την φιλοσοφίαν εγένετο έρως προς τον χριστιανισμόν, και η φιλοσοφία απέβη πίστις εις Χριστόν. Ο έρως άρα προς την αλήθειαν υπήρξεν ο λόγος, δι' ον η Ελληνική φυλή άμα τη εμφανίσει της αποκαλυφθείσης αληθείας εγένετο ταύτης εραστής και οπαδός και ενεστερνίσθη και ενεκολπώθη αυτήν και το αίμα αυτής αφειδώς υπέρ αυτής εξέχεεν. Επειδή λοιπόν τοιαύτη η Ελληνική φιλοσοφία και ούτος ο λόγος, δι' ον η Ελληνική φυλή πρώτη ησπάσθη τον χριστιανισμόν, διά τούτο έλαβον ως θέμα μελέτης την Ελληνικήν φιλοσοφίαν ως προπαιδείαν εις τον χριστιανισμόν, ως θέμα πολλής σπουδαιότητος διά τους Έλληνας.
ΙΙΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΩΣ ΙΙΑΙΔΑΓΩΓΟΥ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΙΡΟΣ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΝ
Ελληνική φιλοσοφία. Δύο λέξεις· αλλά λέξεις μεσταί μεγάλων και υψηλών εννοιών· εν αυταίς εγκολπούται η τελεία περί ανθρώπου έννοια· εν αυταίς συνάπτονται τα πέρατα της φιλοσοφικής ενεργείας· εν αυταίς περιλαμβάνεται το σύνολον των επιστημονικών αρχών· εν αυταίς εκφράζεται το πνεύμα της αναπτυχθείσης ανθρωπότητος· εν αυταίς χαρακτηρίζεται η τελεία του ανθρώπου εικών· εν αυταίς ομολογείται το μέγεθος του ανθρωπίνου νου· το ύψoς της ανθρωπίνης διανοίας, το βάθος των εννοιών, η ισχύς και το κάλλος του λόγου, η λεπτότης των διανοημάτων, η ευκρίνεια και η σαφήνεια αυτών, η δύναμις, η χάρις αυτών, και τέλος η θειότης του ανθρώπου. Η ελληνική φιλοσοφία είναι η θεμελιώδης αρχή της αληθούς αναπτύξεως και μορφώσεως, είναι ο παιδαγωγός του ανθρώπου, ο ποδηγέτης προς την ευσέβειαν. Αύτη εγένετο διδάσκαλος της αληθείας, διδάσκουσα τον άνθρωπον τις εστί, τις η εν τω κόσμω αποστολή αυτού, και τι δέον εργάζεσθαι, διδάσκουσα αυτόν την ύπαρξιν του Θεού, την σχέσιν αυτού προς το θείον, και την σχέσιν του Θεού προς τον άνθρωπον· διδάσκουσα τα θεία ιδιώματα και την συγγένειαν του ανθρώπου προς το θείον. Η Ελληνική φιλοσοφία εδίδαξεν την πρόνοιαν του Θεού προς την ανθρωπότητα και εγένετο διά των υγιών αυτής θεωριών παιδαγωγός της ανθρωπότητος εις Χριστόν.
Η φιλοσοφία είναι αληθώς αναφαίρετον κτήμα του Έλληνος· διαδιδομένη ανά τα έθνη προσηλυτίζει αυτά και καθιστά αυτά ελληνικά, ουδέποτε δε παύεται ούσα Ελληνική· οι οπαδοί αυτής, οι ομιληταί αυτής αποβάλοντες το ξένον και βάρβαρον περιβάλλονται το ελληνικόν και την ευγένειαν· η Ελληνική φιλοσοφία προώρισται ίνα καταστήση τους πάντας Έλληνας· εγεννήθη υπέρ του χριστιανισμού και συνεταυτίσθη μετ' αυτού, όπως εργασθή προς σωτηρίαν της ανθρωπότητος. Έλλην και φιλοσοφία εισί δύο τινά αναπόσπαστα· μαρτυρεί δε και ο Απόστολος των εθνών Παύλος λέγων: Έλληνες σοφίαν ζητούσιν. Ο Έλλην αληθώς εγεννήθη, ίνα φιλοσοφή· διότι εγεννήθη διδάσκαλος της ανθρωπότητος. Αλλ' εάν η φιλοσοφία εγένετο παιδαγωγός εις Χριστόν έπεται ότι ο Έλλην πλασθείς φιλόσοφος επλάσθη χριστιανός, επλάσθη ίνα γνωρίση την αλήθειαν καί διαδώ αυτήν τοις έθνεσιν.
Ναι ο Έλλην εγεννήθη κατά θείαν πρόνοιαν διδάσκαλος της ανθρωπότητος· τούτο το έργον εκληρώθη αυτώ· αύτη ην η αποστολή αυτού· αύτη η κλήσις αυτού εν τοις έθνεσιν· μαρτύριον η εθνική αυτού ιστορία· μαρτύριον η φιλοσοφία αυτού· μαρτύριον η κλίσις αυτού· μαρτύριον αι ευγενείς αυτού διαθέσεις· μαρτύριον η παγκόσμιος ιστορία· μαρτύριον η μακροβιότης αυτού, εξ ης
δυνάμεθα αδιστάκτως να συμπεράνωμεν και την αιωνιότητα αυτού, διά το αιώνιον έργον του Χριστιανισμού μεθ' ου συνεδέθη ο Ελληνισμός· διότι ενώ όλα τα έθνη τα εμφανισθέντα επί της παγκοσμίου σκηνής ήλθον και παρήλθον, μόνον το Ελληνικόν έμεινε ως πρόσωπον δρων επί της παγκοσμίου σκηνής καθ' όλους τους αιώνας· και τούτο, διότι η ανθρωπότης δείται αιωνίων διδασκάλων· μαρτύριον τέλος η εκλογή αυτού μεταξύ των εθνών υπό της θείας προνοίας, όπως εμπιστευθή αυτώ, την ιεράν παρακαταθήκην την αγίαν πίστιν, την θρησκείαν της αποκαλύψεως και το θείον έργον της αποστολής αυτής, το αιώνιον έργον της σωτηρίας διά της διαπλάσεως απάσης της ανθρωπότητος κατά τας αρχάς της αποκαλυφθείσης θρησκείας.
Το έργον τούτο αληθώς ανετέθη τη Ελληνική φυλή· τούτο μαρτυρείται υπό της ιστορίας· εν μόνον βλέμμα ριπτόμενον εις την ιστορίαν του χριστιανισμού επαρκεί όπως πιστώση την αλήθειαν ταύτην. Εν τη ιστορία του χριστιανισμού από της πρώτης σελίδος αυτής αναφαίνεται η της Ελληνικής φυλής εν τω χριστιανισμώ δράσις, και η κλήσις αυτής, ίνα αναλάβη το μέγα της αποστολής του χριστιανισμού έργον. Οι θείοι του Σωτήρος λόγοι "νυν εδοξάσθη ο υιός του ανθρώπου", ότε ανηγγέλθη αυτώ, ότι Έλληνες ήθελον ιδείν αυτόν, ενείχον βαθείαν έννοιαν· η ρήσις ην προφητεία, πρόρρησις των μελλόντων· οι εκεί εμφανισθέντες Έλληνες ήσαν οι αντιπρόσωποι όλου του Ελληνικού έθνους· εν τη παρουσία αυτών διείδεν ο θεάνθρωπος Ιησούς το έθνος εκείνο, εις ο έμελλε να παραδώση την ιεράν παρακαταθήκην, ίνα διαφυλαχθή τη ανθρωπότητι. Εν τη επιζητήσει αυτών διέγνω την προθυμίαν της αποδοχής της εαυτού διδασκαλίας, διείδε την εαυτού δόξαν, την εκ της πίστεως των εθνών, και ανεγνώρισε το έθνος, όπερ προς τον σκοπόν τούτον προώριστο από καταβολής κόσμου.
Το Ελληνικόν έθνος αληθώς προς τον σκοπόν τούτον εκλήθη από καταβολής κόσμου και προς τούτον μαρτυρείται διαπεπλασμένον· ο Θεός εν τη θεία αυτού προνοία διέπλασεν αυτό οφθαλμόν του σώματος του συγκροτουμένου υφ' απάσης της ανθρωπότητος· ως όργανον τοιούτον εν τω σώματι της ανθρωπότητος ο Έλλην εκλήθη ίνα εργασθή και εν τω έργω της αναγεννήσεως.
Tο Ελληνικόν έθνος ένεκα της φυσικής αυτού ταύτης ιδιότητος απέβη αληθώς οφθαλμός ετάζων τα τε εμφανή και τα κεκαλυμμένα υπό του πέπλου του μυστηρίου· ητένισεν έκθαμβον προς το έκπαγλον κάλλος του κόσμου της δημιουργίας, και ανεζήτησε τον θείον αυτής δημιουργόν· αφοσιώθη εις την προσφιλή αυτώ έρευναν και ανεύρε τον θείον δημιουργόν εν τοις δημιουργήμασιν αυτού· η εικών του θείου καλλιτέχνου δημιουργού θείω δακτύλω εγγεγραμμένη εν τοις δημιουργήμασιν αυτού προσείλκυσεν αυτόν και αφήρπασεν.
Η εικών του Θεού κατενοήθη εν μικρογραφία εν τη καλλιτεχνική κατασκευή των όντων, τοσούτω εν τη θαυμασία κατασκευή του μικρού θαλερού του ωραιοτάτου και τερψιθύμου ανθυλλίου, όσω και εν τη κατασκευή των μεγίστων δημιουργημάτων· η αναρίθμητος ποικιλία η από των ελαχίστων δι' απείρου σοφίας εκτυλισσομένη και προς τα μέγιστα καταλήγουσα, αποβαίνει τω φιλοσόφω απειροβάθμιος κλίμαξ, ης η κορυφή εν τω Ουρανώ, ην θαρραλέω βήματι αναβαίνων ανέρχεται αυτήν αδιαλείπτως τας βαθμίδας αμείβων, και μόνον προς ουρανόν ατενίζων αίρεται ολονέν από της γης, αποδυόμενος τον περιττόν γήινον φόρτον, και ζητεί να αποβή πνεύμα, όπως προσεγγίση τω θείω πνεύματι, ούτινος τον θρόνον τίθησιν εν Ουρανώ· εννοεί ότι μία αρχή, μία δύναμις, μία άπειρος σοφία, εν ον θείον αγαθόν εγένετο ο δημιουργός της θαυμαστής ταύτης δημιουργίας.
Η κατανόησις του θείου εκ των θείων αυτού ιδιοτήτων γεννά εν αυτώ το συναίσθημα της αγάπης και της λατρείας· η καρδία αυτού πληρούται θείου τινός έρωτος και θερμαίνεται υπό θείου πυρός· αισθάνεται, ότι εν αυτώ, κατοικεί μυστική τις δύναμις, έλκουσα αυτόν προς το θείον· η ισχύς αυτής είναι ακατάληπτος αλλ' ισχυρά ως δύναμις θεία· κυριεύει αυτού και διευθύνει τας τε πνευματικάς αυτού και σωματικάς δυνάμεις κατά την ιδίαν βούλησιν· έχει βούλησιν ετέραν παρά την θέλησιν του αισθητικού ανθρώπου· αύτη εν αυτώ κρατεί και ευθύνει τα πάντα· περίεργον το φαινόμενον· τι τούτο, ερωτά, το γεννηθέν εν εμοί; τις η σχέσις εμού προς το θείον, προς ο η εν εμοί αύτη δύναμις σπεύδει ακατάσχετος, προς ο ζητεί να προσπελάση, προς ο τείνει να αφομοιωθή;
Πώς η φύσις η εν εμοί υπετάγη τη υπερφυσική ταύτη δυνάμει; πώς δε εγώ ο φυσικός άνθρωπος εκουσίως υποτάσσομαι τη υπερφυσικότητι; χαίρω δε επί τη τοιαύτη υποταγή μάλλον ή επί τη φυσική των ορμών ελευθερία; τις λοιπόν ειμί εγώ ο εκ της γης προελθών και τον ουρανόν επιζητών; τις η σχέσις της γης προς τον Ουρανόν; των αισθητών προς τα υπέρ αίσθησιν; τις η σχέσις η εμή προς το θείον; διατί αγαπώ αυτό; διατί επιποθώ αυτό; διατί επιθυμώ να εξομοιωθώ προς αυτό; ειμί λοιπόν πνεύμα; ειμί λοιπόν ον τι υπερφυσικόν; αλλ' ιδού αποθνήσκω και ο τάφος καλύπτει το άπνουν και νεκρόν μου σώμα· πώς όμως o θάνατος αδυνατεί να με πείση ότι αποθνήσκω εις το παντελές; πώς έτι ελπίζω ότι ζωή αιώνιος μοι επιφυλάσσεται; πόθεν η πληροφορία αύτη περί αιωνίου ζωής; βλέπω ότι αποθνήσκω, και όμως πέποιθα ότι ζήσομαι εις αιώνα· ο βίος μου άπας τούτο μαρτυρεί· o βίος των ανθρώπων απάντων τούτο μαρτυρεί· οι άνθρωποι ζώσι διά την αιωνιότητα· ο άνθρωπος άρα έχει κοινήν την πληροφορίαν περί της αιωνιότητός του· η εν αυτώ οικούσα θεία εκείνη δύναμις η έλκουσα προς το θείον αύτη περί της αθανασίας και αιωνιότητός του εδίδαξεν αυτόν· αύτη μυστικώς επληροφόρησεν αυτόν, το δε κύρος του λόγου αυτής έπεισεν αυτόν. Ιδού ο λόγος της πίστεως αυτού προς την αθανασίαν. Είναι λοιπόν ο άνθρωπος ον αθάνατον, διότι νοεί το θείον, διότι έλκεται προς το θείον, διότι αγαπά το θείον, διότι λατρεύει το θείον, διότι πληροφορείται διά της εν αυτώ μυστηριώδους δυνάμεως υπ' αυτού του θείου.
Ο Έλλην λοιπόν διά της φιλοσοφίας εγνώρισε πρώτον την ύπαρξιν του θείου και είτα εαυτόν, οίος αληθώς εστί· διά της γνώσεως του Θεού έσχε τελείαν εαυτού γνώσιν· γνωρίσας δε εαυτόν έγνω την σχέσιν αυτού προς το θείον, την ευγένειαν αυτού, και έγνω ότι η προς το θείον αφομοίωσις είναι το πρώτιστον των καθηκόντων. Έγνω δ' ότι η εν τω κόσμω αποστολή του είναι η τελείωσις, η ανύψωσις αυτού από του υλικού κόσμου προς τον πνευματικόν· ότι ο πνευματικός κόσμος δέον εστί να ζωογονή τον υλικόν κόσμον, ότι το πνεύμα ανάγκη να επικρατήση της ύλης, ότι οι πνευματικοί νόμοι δέον εστί να ώσιν ισχυρότεροι των εν αυτώ φυσικών νόμων· ότι πρέπον εστίν εν αυτώ να επικρατώσιν ούτοι ως λογικοί· ότι ο άνθρωπος γίνεται τέλειος αφομοιούμενος τω Θεώ, και ότι αφομοιούται προς το θείον όταν κοσμήται υπό της ευσεβείας, της δικαιοσύνης, της αληθείας και της επιστήμης· διότι αληθώς αι αρεταί αύται κέκτηνται τελειωτικήν εν αυταίς δύναμιν· διότι η μεν ευσέβεια γίνεται προσπέλασις προς το θείον, η δε δικαιοσύνη, η αλήθεια, και η επιστήμη, γίνονται αυτώ εις εικόνα και ομοίωμα θείον.
Ο Έλλην γνωρίσας τις είναι και τις οφείλει να αποβή, σκοπόν έθετο την εαυτού τελείωσιν· εγένετο εραστής του πνεύματος και εδημιούργησε κόσμον πνευματικόν, εν ω ήθελε να ζη· η γνώσις του καλού, του αγαθού, του αληθούς και η έμφυτος προς τον πλησίον αγάπη ανέπτυξεν εν τη καρδία του Έλληνος τον πόθον της αυτομεταδόσεως, και ο Έλλην απέβη διδάσκαλος της ανθρωπότητος· ο Έλλην εζήτησε να αφομοιώση τους πάντας προς εαυτόν· ο Έλλην δεν εγεννήθη κατακτητής του σώματος, αλλά του πνεύματος, δεν εζήτησε δούλους αλλ' ελευθέρους. Τούτο ηγάπησε και η θεία αύτη αγάπη εγένετο το ελατήριον όλων των ορμών του· αύτη εμόρφωσε και τον εθνικόν αυτού χαρακτήρα, όστις διέμεινεν αναλλοίωτος.
Τοιούτος επλάσθη ο Έλλην και τοιούτος διαμορφώθη ο ηθικός αυτού χαρακτήρ. Ο τοιούτος χαρακτήρ δεν ηδύνατο ή να ενθουσιασθή εκ των αρχών του χριστιανισμού. Ο χριστιανισμός ην αγάπη επηγγέλλετο δε να διδάξη τους ανθρώπους την αλήθειαν υπό την τελείαν και πλήρη αυτής μορφήν, ενισχύση και ανυψώση την φιλοσοφίαν εις την υψίστην αυτής περιωπήν, αποκαλύψη αυτή τα μυστήρια τα κεκαλυμμένα μείναντα τη φιλοσοφία, παράσχη την λύσιν των αιωνίων προβλημάτων, άρη την αχλύν την περιβάλλουσαν τους οφθαλμούς της διανοίας των ανθρώπων, εγείρη αυτόν καθεύδοντα, απαλλάξη της δεισιδαιμονίας, συνδέση την ανθρωπότητα διά του δεσμού της αδελφικής αγάπης, αγάγη προς τον Θεόν, και σώση αυτόν της καταδυναστείας του αντιπάλου, χαριζόμενος εν μεν τω παρόντι βίω την αληθή ευδαιμονίαν, εν δε τω μέλλοντι την αιωνίαν μακαριότητα.
Ο Έλλην ανευρών εν τω χριστιανισμώ τας αυτάς αρχάς και την εικόνα του τελείου, του ιδανικού αυτού, και τον μόνον διδάσκαλον τον δυνάμενον να διδάξη αυτόν παν ό,τι επεθύμει να γνωρίση, να μάθη, και ό,τι αυτός επόθει και επεζήτει, και ευρών αυτόν ερμηνευτήν των αισθημάτων αυτού, ενεκολπώθη αυτόν και περιέθαλψεν. Ο χριστιανισμός ως πρώτον δώρον αυτού εδωρήσατο αυτώ νέαν ζωήν· ο δε Έλλην υπεστήριξεν αυτόν διά των αγώνων και των αιμάτων του.
Η Ελληνική φιλοσοφία εποδηγέτει το Ελληνικόν έθνος εις τον χριστιανισμόν· ότι δε η Ελληνική φιλοσοφία τοιούτος υπήρξε ποδηγέτης μαρτυρεί και o ιερός πατήρ Κλήμης ο Αλεξανδρεύς λέγων: "ην μεν ουν προ της του Κυρίου παρουσίας εις δικαιοσύνην Έλλησιν αναγκαία· νυνί δε χρησίμη προς θεοσέβειαν γίνεται, προπαιδεία τις ούσα τοις την πίστιν δι' αποδείξεως καρπουμένοις· ότι ο πους σου φησίν (Παροιμ.) ου μη προσκόψη, επί την πρόνοιαν τα καλά αναφέροντος εάν τε ελληνικά η, εάν τε ημέτερα· πάντων γαρ αίτιος των καλών ο Θεός, αλλά των μεν κατά προηγούμενον, ως της τε διαθήκης της Παλαιάς και της Νέας· τοις δε κατ' επακολούθημα, ως της φιλοσοφίας· τάχα δε και προηγουμένως τοις Έλλησιν εδόθη τότε πριν ή τον Κύριον καλέσαι και τους Έλληνας· επαιδαγώγει γαρ και αυτό το Ελληνικόν, ως ο νόμος τους Εβραίους εις Χριστόν.
Προπαρασκευάζει τοίνυν η φιλοσοφία προοδοποιούσα τον υπό Χριστού τελειούμενον... μία γαρ η της αληθείας οδός αλλ' εις αυτήν καθάπερ εις αέναον ποταμόν εκρέουσι τα ρείθρα άλλα άλλοθεν".
Και αύθις ο ιερός πατήρ λέγει περί της Ελληνικής φιλοσοφίας· "αλλ' ει μεν μη καταλαμβάνει η Ελληνική φιλοσοφία το μέγεθος της αληθείας, έτι δε εξασθενεί πράττειν τας κυριακάς εντολάς, αλλ' ουν γε προκατασκευάζει την οδόν τη βασιλικωτάτη διδασκαλία, αμηγέπη σωφρονίζουσα, και το ήθος προτυπούσα και προστύφουσα εις παραδοχήν της αληθείας".
Ο Κλήμης δέχεται ότι παν ό,τι είπον υγιές οι φιλοσοφήσαντες, τούτο θείας οικονομίας ήτο έργον. Ιδού τι λέγει· "Ειτ' ουν κατά περίπτωσιν φασίν αποφθέγξασθαι τινά της αληθούς φιλοσοφίας τους Έλληνας, θείας οικονομίας η περίπτωσις· ου γαρ ταυτόματον εκθειάσει τις διά την προς ημάς φιλοτιμίαν, είτε κατά συντυχίαν, ουκ απρονόητος η συντυχία· ειτ' αυ φυσικήν έννοιαν εσχηκέναι τους Έλληνας λέγοι, τον της φύσεως δημιουργόν ένα γινώσκομεν, καθό και την δικαιοσύνην φυσικήν ειρήκαμεν κτλ.".
Ο Κλήμης ομιλών περί του έργου της Ελληνικής φιλοσοφίας δεικνύει τίνι τρόπω αύτη εποδηγέτει προς την αλήθειαν και ότι έργον αυτής και ο κατά του ψεύδους πόλεμος· "προσιούσα δε η φιλοσοφία η Ελληνική, ου δυνατωτέραν ποιεί την αλήθειαν, αλλ' αδύνατον παρέχουσα την κατ' αυτής σοφιστικήν επίχειρησιν, και διακρουομένη τας δολεράς κατά της αληθείας επιβουλάς, φραγμός οικείως είρηται και θριγκός είναι του αμπελώνος".
Ότι πάσα σοφία και δη και η Ελληνική φιλοσοφία από Θεού, μαρτυρεί και η Γραφή λέγουσα· "Απέστειλεν η σοφία τους εαυτής δούλους συγκαλούσα μετά υψηλού κηρύγματος επί κρατήρα οίνου λέγουσα· ος εστίν άφρων εκκλινάτω προς με…".
Ότι η Ελληνική φιλοσοφία είναι δώρο Θεού και ότι πάσα σοφία από Θεού εστίν, τούτο και εν Παροιμίαις λέγεται και εν τω Εκκλησιαστή και εν τω σοφώ Σειράχ. Εν Παροιμίαις κεφ. β' 3-10 φέρονται τα εξής· "εάν γαρ την σοφίαν επικαλέση και τη συνέσει δως φωνήν σου, την δε αίσθησιν ζητήσης μεγάλη τη φωνή, και αν ζητήσης αυτήν ως αργύριον, και ως θησαυρούς εξερευνήσης αυτήν, τότε συνήσεις φόβον Κυρίου και επίγνωσιν Θεού ευρήσεις· ότι Κύριος δίδωσιν σοφίαν, και από προσώπου αυτού γνώσις και σύνεσις· και θησαυρίζει τοις κατορθούσι σωτηρίαν, υπερασπιεί την πορείαν αυτών του φυλάξαι οδούς δικαιωμάτων, και οδούς ευλαβουμένων αυτόν διαφυλάξει".
Ο Κλήμης παραβάλλει την σοφίαν προς τον υετόν, τους δε φιλοσοφούντας προς τας ποικίλας βοτάνας της γης, αίτινες καίτοι υπό των αυτών ποτίζονται ναμάτων, εκάστη όμως προς την ιδίαν φύσιν τον χυμόν μεταβάλλει. Ιδού οι λόγοι αυτού: "Καταφαίνεται τοίνυν προπαιδεία η Ελληνική, συν και αυτή φιλοσοφία θεόθεν ήκειν εις ανθρώπους, ου κατά προηγούμενον, αλλ' ον τρόπον οι υετοί καταρρήγνυνται εις την γην την αγαθήν, και εις την κοπρίαν, και επί τα δωμάτια, βλαστάνει δ' ομοίως και πόα, και πυρός, φύεταί τε και επί των μνημάτων συκή, και ει τι των αναιδεστέρων δένδρων· και τα φυόμενα εν τύπω προκύπτει των αληθών".
Εντεύθεν δήλον ότι ο Κλήμης δεν παραδέχεται φιλοσοφίαν ειμή την υγιαίνουσαν. Τούτο δηλούται και εκ των εφεξής. "Ου μην απλώς πάσαν φιλοσοφίαν αποδεχόμεθα, λέγει" αλλ' εκείνην περί ης και ο παρά Πλάτωνι λέγει Σωκράτης. Εισί γαρ δη, ως φασί, περί τας τελετάς, ναρθηκοφόροι μεν πολλοί Βάκχοι δε παύροι· πολλούς μεν τους κλητούς, ολίγους δε τους εκλεκτούς αινιττόμενος· επιφέρει γουν σαφώς. Ούτοι δε εισί κατά την εμήν δόξαν, ουκ άλλοι ή οι πεφιλοσοφηκότες ορθώς· ων δη καγώ, κατά γε το δυνατόν, ουδέν απέλιπον εν τω βίω, αλλά παντί τρόπω προυθυμήθην καί τι ηνύσαμεν εκείσε ελθόντες, το σαφές εισόμεθα, εάν ο Θεός θέλη, ολίγον ύστερον.
Ο Κλήμης διακρίνει την αληθή φιλοσοφίαν της σοφιστείας και τα καλώς παρ' αυτής ειρημένα των μη καλώς ειρημένων· τούτο δείκνυται και εκ των εξής. "Φιλοσοφίαν ου την Στωικήν λέγω, ουδέ την Πλατωνικήν, ή την Επικούρειον τε και Αριστοτελικήν· αλλ' όσα είρηται παρ' εκάστη των αιρέσεων τούτων καλώς, δικαιοσύνην μετ' ευσεβούς επιστήμης εκδιδάσκοντα, τούτο σύμπαν το εκλεκτικόν φιλοσοφίαν φημί· όσα δε ανθρωπίνων λογισμών αποτεμόμενοι παρεχάραξαν, ταύτα ουκ αν ποτέ θεία είποιμ' αν".
Ο Ιερός Κλήμης την φιλοσοφίαν ταύτην ως υγιή θεωρεί ανωτέραν παντός ψόγου· διό ίνα προλάβη πάντα κατ' αυτής ψόγον εκ της παρερμηνείας χωρίων τινών της Ιεράς Γραφής ερμηνεύει ταύτα και λέγει. "Όταν η Γραφή λέγη περί των Ελλήνων σοφών φίλαυτοι και αλαζόνες", σοφούς λέγουσα η Γραφή, ου τους όντως σοφούς διαβάλλει, αλλά τους δοκήσει σοφούς. Κατά τούτων φησίν, απολώ την σοφίαν των σοφών και την σύνεσιν των συνετών αθετήσω".
Ο Κλήμης επί τοσούτον προβαίνει εν τη θεωρία αυτού ότι εκ του Θεού πάσα σοφία και ότι η θεία σοφία εφώτιζε και εποδηγέτει το ελληνικόν έθνος, ώστε φρονεί, ότι τα ιερά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης μετεφράσθησαν κατά θείαν πρόνοιαν Ελληνιστί, και τα της Καινής Διαθήκης εγράφησαν Ελληνιστί, όπως το Ελληνικόν έθνος το διά της φυσικής θεογνωσίας εις την εύρεσιν της αληθείας προδηγετηθέν, γνωρίση και την δι' αποκαλύψεως γνωσθείσαν τοις ανθρώποις αλήθειαν και δι' αμφοτέρων οδηγηθή προς την υψίστην αλήθειαν.
Ιδού ο Κλήμης τι λέγει περί της ερμηνείας των Ιερών Γραφών εν τη Ελληνική φωνή:
"Διά τούτο γαρ Ελλήνων φωνή ερμηνεύθησαν αι Γραφαί ως μη πρόφασιν αγνοίας προβάλλεσθαι δυνηθήναι ποτέ αυτούς, οίους τε όντας επακούσαι και των παρ' ημίν, ην μόνον εθελήσωσιν".
Εκ τούτων δηλούται ότι ο Κλήμης δέχεται θείαν πρόνοιαν προνοούσαν υπέρ των Ελλήνων όπως γνωρίσωσι την αλήθειαν και μη δι' άγνοιαν της Εβραϊκής γλώσσης αγνοήσωσι την αποκαλυφθείσαν αλήθειαν και πλανηθώσι της ευθείας της αγούσης εις την εαυτών αποστολήν. Προς την γνώμην ταύτην και ημείς συντασσόμεθα· και αληθώς, δύναταί τις να ερωτήση· διατί Ελληνιστί να γραφώσιν αι Γραφαί και ουχί Ρωμαϊστί; ή εν άλλη τινί γλώσση; Η θεία πρόνοια υπέρ αυτού πάντως έσχε λόγον την εκλογήν του Ελλην. έθνους από της εμφανίσεώς του διά τον χριστιανισμόν. Πάντως το Ελλην. έθνος είχε κληθή ίνα εργασθή υπέρ του χριστιανισμού και διά τούτο η υπέρ αυτού πρόνοια προς γνώσιν της αποκαλυφθείσης αληθείας διά τε της φιλοσοφίας και της Αποκαλύψεως· ήδη δυνάμεθα να είπωμεν ότι η φιλοσοφία εποδηγέτει το Ελληνικόν εις Χριστόν όπως αναδείξη αυτό κατάλληλον όργανον προς διάδοσιν των θείων αυτού αρχών.
Και τοιαύτη η εμή πεποίθησις. Επειδή όμως ενδεχόμενον να υπάρχωσι τινές φρονούντες ότι η Ελληνική φιλοσοφία είναι η έκφρασις της ισχύος της ανθρωπίνης διανοίας και το τέλος και ο σκοπός των ενεργειών του πνευματικού βίου του ανθρώπου εν ω η πλήρωσις των πνευματικών αναγκών του ανθρώπου και το πλήρωμα των εγκαρδίων αυτού πόθων, το φέρον την ευδαιμονίαν και την μακαριότητα, επιχειρούμεν διά βραχέων να υποδείξωμεν τους λόγους δι' ους η Ελληνική φιλοσοφία δεν ηδύνατο να η σκοπός, αλλά συναίτιον αίτιον και ποδηγέτης προς τον σκοπόν.
Περί του ζητήματος τούτου ο Ιερός Κλήμης ιδού τι λέγει:
"Η φιλοσοφία ζήτησις ούσα της αληθείας προς κατάληψιν της αληθείας, συλλαμβάνεται ουκ αιτία ούσα καταλήψεως, αλλά συν τοις άλλοις (αιτίοις) αιτία και συνεργός, τάχα δε και συναίτιον αίτιον· ως δε ενός όντος του ευδαιμονείν αιτίαι τυγχάνουσιν αι αρεταί, πλείονες υπάρχουσαι... ούτω μιάς ούσης της αληθείας πολλά τα συλλαμβανόμενα προς ζήτησιν αυτής".
Αληθώς η Ελληνική φιλοσοφία ήτο συναίτιον αίτιον και συνεργός και αιτία καταλήξεως της αληθείας, ουχί δε αυτή η αλήθεια, ήτις
ηδύνατο να θεωρηθή το τέρμα των ενεργειών της ανθρωπότητος και το τέλος και ο σκοπός της δράσεως αυτής. Εν τη καρδία του ανθρώπου εναπελείπετο πάντοτε τι κενόν, όπερ η φιλοσοφία ηδυνάτει να πληρώση· η φιλοσοφία ου μόνον δεν εγίνετο πληρωτική του κενού της καρδίας, αλλά μάλλον εμεγέθυνε αυτό ανευρίσκουσα μεν τον Θεόν εν τοις δημιουργήμασι και αναπτύσσουσα εν τη καρδία τον προς αυτόν έρωτα, αδυνατούσα όμως να προσπελάση αυτώ και εγκολπωθή αυτόν· η φιλοσοφία, λέγει ο Κλήμης, έβλεπε την εικόνα της αληθείας ως εν εσόπτρω ως φαντασία καθοράται εν τοις ύδασιν, και διά διαφανών και διαυγών σωμάτων· η ανθρωπότης όμως ήθελε να ίδη καθαρώς, επεζήτει την μετά του θείου ένωσιν· η δε φιλοσοφία ηννόει μεν τον Θεόν εκ των θείων αυτού ιδιοτήτων, συνησθάνετο το άπειρον αυτού μεγαλείον, αλλ' έβλεπεν αυτόν ως εν εικόνι, ηδυνάτει δε να ενώση τον άνθρωπον μετά του θείου. Η διά της φιλοσοφίας νόησις των θείων ιδιοτήτων εδίδαξεν τον άνθρωπον τας ηθικάς αρετάς όπως δι' αυτών αφομοιωθή προς το θείον· αλλ' η διδασκαλία μόνη ηδυνάτει να ανυψώση τον άνθρωπον μέχρι τού θρόνου του Θεού προς ον επεθύμει να φθάση ίνα ίδη αυτόν πρόσωπον προς πρόσωπον· ηδυνάτει, διότι ηδυνάτει να άρη το μεσότειχον το ανεγερθέν υπό της αμαρτίας μεταξύ Θεού και ανθρώπων· ηδυνάτει, διότι ηδυνάτει να διαπλάση τον υπό της αμαρτίας διαφθαρέντα άνθρωπον στερουμένη θείας διαπλαστικής δυνάμεως· ηδυνάτει, διότι εστερείτο θείου κύρους· ηδυνάτει, διότι εστερείτο πίστεως πληροφορούσης μυστικώς την καρδίαν προς αποδοχήν της διδασκαλίας άνευ επιφυλάξεως· ηδυνάτει, διότι εστερείτο ελπίδος αϊδίου, αμειώτου, καθαράς παντός φόβου, πάσης μεταμελείας, ελπίδος εχούσης εν εαυτή το πλήρωμα της ευδαιμονίας· ηδυνάτει, διότι εστερείτο δυνάμεως προς ανακούφισιν των καρδιών της πασχούσης ανθρωπότητος· ηδυνάτει, διότι εστερείτο της ισχύος της Χριστιανικής αγάπης της αμειβομένης υπό της θείας αγάπης της δαψιλευούσης την ευδαιμονίαν και μακαριότητα· ηδυνάτει, διότι εστερείτο πίστεως πληροφορούσης την καρδίαν των οπαδών αυτής περί της απολύτου αληθείας των εαυτής αρχών· ηδυνάτει, διότι εστερείτο θείας δυνάμεως ελκούσης την ανθρωπότητα εις εαυτήν· ηδυνάτει, διότι εστερείτο δυνάμεως πειθούσης εν τε τοις λόγοις και τοις έργοις· ηδυνάτει, διότι εστερείτο της μεγαλουργού δυνάμεως της εκθαμβούσης και καταπληττούσης· ηδυνάτει, διότι εστερείτο των εκ των άνωθεν μαρτυρίων προς πίστωσιν της αληθείας των εαυτής λόγων· ηδυνάτει, διότι εστερείτο θείων χαρισμάτων δαψιλευομένων τοις οπαδοίς υπό του ουρανού· ηδυνάτει, διότι εστερείτο των καρπών της χάριτος του αγίου Πνεύματος· ηδυνάτει, διότι εστερείτο αγιασμού και της μεταδοτικής τούτου δυνάμεως· ηδυνάτει τέλος, διότι εστερείτο θείας αποκαλύψεως και θρησκευτικού κύρους επαναπαύοντος τας καρδίας των οπαδών αυτής.
Τούτων δε απάντων εδέετο η ανθρωπότης όπως πεισθή, όπως βαδίση την ευθείαν οδόν, αποστή της πλάνης, αναπλασθή, και τύχη της μακαριότητος· η ένδεια αύτη της φιλοσοφίας καθίστα αυτήν ανίσχυρον ίνα αποβή ο σκοπός και το τέλος του πνευματικού του ανθρώπου βίου· εντεύθεν η πεποίθησις ημών ότι η φιλοσοφία εγένετο παιδαγωγός εις τον Χριστιανισμόν εν ω ευρίσκετο το πλήρωμα των ελλείψεων της φιλοσοφίας, και η τελεία ικανοποίησις των πόθων της καρδίας του ανθρώπου και ουχί σκοπός και τελικόν όριον.
Ότι η Ελληνική φιλοσοφία δεν ηδύνατο να είναι ο σκοπός και τελικόν όριον του πνευματικού βίου του ανθρώπου και το πλήρωμα των πόθων της καρδίας αυτού δείκνυται και εκ της αδυναμίας όπως λύση και τα εξής τρία σπουδαιότατα ζητήματα τα απασχολήσαντα απ' αιώνων το πνεύμα της ανθρωπότητος, και πείση αυτήν αδιστάκτως περί της αληθείας των εαυτής λόγων. Η ανθρωπότης επεθύμει να γνωρίση και πιστεύση τον αληθή Θεόν, διότι ησθάνετο την ανάγκην να προσπελάση αυτώ· επεθύμει να γνωρίση και πεισθή περί της αξίας εαυτού και της σχέσεως αυτού προς το θείον· και τρίτον επεθύμει να γνωρίση τα περί της αιωνιότητός του. Η φιλοσοφία ηδύνατο να αγάγη τους φιλοσοφούντας προς την αλήθειαν ως και να φανερώση αυτοίς την εικόνα της αληθείας ως εν εσόπτρω και διά σωμάτων διαυγών και διαφανών, αλλ' ηδυνάτει διδάσκουσα περί αυτών να πείση, και άρη το βάρος το επιβαρύνον τας καρδίας των ανθρώπων· προς τα ζητήματα ταύτα συνεδέετο άπας ο ηθικός και πνευματικός βίος του ανθρώπου, πάσα η εν τω βίω αυτού δράσις.
Ο άνθρωπος επεθύμει να πληροφορηθή και βεβαιωθή όπως κανονίση τον ηθικόν αυτού βίον· διότι ουδείς επί αβεβαίων και σαλευομένων αρχών, αρχών μάλιστα στερουμένων θείου κύρους οικοδομεί στερρώς τον εαυτού ηθικόν βίον· η φιλοσοφία εδίδαξεν υγιείς θεωρίας, αλλ' ουδείς επείσθη να κανονίση τον εαυτού βίον προς τας καλάς θεωρίας διά την έλλειψιν θείου κύρους και ενδομύχου πληροφορίας· o άνθρωπος επεζήτει πληροφορίας εζήτει την απόδειξιν της αληθείας της διδασκαλίας της φιλοσοφίας· η δε απόδειξις έλειπεν. Η απαίτησις αύτη, απαίτησις του πνεύματος και της καρδίας του ανθρώπου, ούσα το προοίμιον της συγκαταθέσεως της καρδίας και του νου προς άσκησιν ηθικού βίου, ουχί δε και το μέσον προς κατόρθωσιν, διότι απητούντο πάντα, όσα ανωτέρω εδείξαμεν, υπήρξεν ο σκόπελος προς ον ευθύς εξ αρχής άμα αναγομένη πλησίστιος και εναυάγει προσαράσσουσα η φιλοσοφία. Η υπό της ιστορίας μαρτυρουμένη αδυναμία και ανικανότης προς ηθικοποίησιν της ανθρωπότητος και προς
ικανοποίησιν των ακορέστων πόθων της καρδίας και των απαιτήσεων του νου, δεικνύει το ανεπαρκές της φιλοσοφίας προς το μέγα έργον του φωτισμού και της διαπλάσεως της ανθρωπότητος. Η ανθρωπότης εζήτει θείαν αποκάλυψιν όπως μάθη την αλήθειαν και βεβαιωθή και πεισθή· η ανθρωπότης εδείτο θείου διαπλάστου· η δε φιλοσοφία εστερείτο τούτων. Η ανθρωπότης εύρεν ταύτα εν τω χριστιανισμώ προς ον εποδηγέτει η Ελληνική φιλοσοφία· αύτη η εμή περί του ζητήματος τούτου ταπεινή γνώμη.
Εν Αθήναις τη 17 Ιουνίου 1896.
Ο Πενταπόλεως ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...