(Ἐξεφωνήθη ἀντίπερα τοῦ Πόρου τὴν 24 Ἀπριλίου 1827)
«Ὄρη τὰ ἐν Γελβουὲ μὴ καταβάτω δρόσος καὶ μὴ ὑετὸς ἐφ’ ὑμᾶς καὶ ἀγροὶ ἀπαρχῶν» (Βασ. Δευτ. Κέφ. Α').
ΑΥΤΑ ὀδυρόμενος ἔλεγεν ὁ Δαυΐδ, ὅταν ἦλθεν εἰς αὐτόν, καθήμενον εἰς Σικελάγ, μετὰ τὴν φθορὰν τῶν Ἀμαληκιτῶν, ἄνθρωπος Ἀμαληκίτης ἀπὸ τὸ στρατόπεδον τοῦ Σαούλ, ὅλος καταξεσχισμένος καὶ χῶμα ἔχων εἰς τὴν κεφαλήν του, καὶ ἀνάγγειλε τὸν θάνατον τοῦ Σαοὺλ καὶ τοῦ Ἰωνάθαν.
Δροσιά, λέγω καὶ ἐγώ, δροσιὰ καὶ βροχὴ νὰ μὴ πέσουν πλέον παρὰ τὸ Φάληρον, καὶ ἀπαρχὰς νὰ μὴ δώση ἡ γῆ ἐκείνη. Εἰς τὴν γῆν ἐκείνην ἔπεσεν ὁ δυνατός, ὁ κοῦφος ὑπὲρ ἀετοὺς καὶ ὑπερ λέοντας κραταιός, ὁ δυνατός, τοῦ ὁποίου ἡ ρομφαία δὲν ἐστρέφετο εἰς τὴν θήκην της πρὶν βαφῆ μὲ τὸ αἶμα τῶν πληγωμένων, ἢ πρὶν ἀλειφθῆ μὲ τῶν δυνατῶν τὰ παχέα σπλάγχνα.
Κλαύσατε, θυγατέρες τῆς Ρούμελης, τὸν θάνατον τοῦ Καραϊσκάκη• κλαύσατε, θυγατέρες τῆς Ρούμελης, τὸν θάνατον ἐκείνου, ὁ ὁποῖος καταταχθεὶς ἐπὶ κεφαλῆς τῶν ἀδελφῶν σας, ἐλάμπρυνε τὸ αὐχμηρὸν πρόσωπόν σας, σᾶς ἔβγαλε τὰ πένθιμα φορέματα, σᾶς ἔνδυσε λαμπρὰ καὶ ἔτρεχεν ἀκάματος τὴν τωρινὴν ἄνοιξιν εἰς τὰς κορυφὰς τοῦ Ὑμηττοῦ διὰ νὰ κόψῃ εὔοσμα ἄνθη καὶ νὰ στεφανώσῃ τὰς παρθενικὰς κεφαλάς σας. Ἀλλὰ τί προσκαλῶ μόνον τὰς θυγατέρας τῆς Ρούμελης εἰς κλαθμούς; πῶς νὰ μὴ κλαύσωμεν ὅλοι; πῶς νὰ παρηγορηθῶμεν διὰ τὸν θάνατον τοιούτου ἀνδρὸς;
Μεταφέρω τὸν νοῦν μου εἰς τὴν πρὸ ἑνὸς χρόνου ἀξιοθρήνητον καὶ τρομερὰν τῆς πατρίδος κατάστασιν τὸ νέφος βλέπω τοῦ δουλικοῦ σκότους ξαπλωμένον ἀπὸ τὰς ἄλλοτε λαμπρὰς καὶ τότε ζοφωμένας κορυφὰς τοῦ Μακρυνόρους, καὶ ἀπὸ τὰ παράλια τῆς Ἀκαρνανίας ἕως τὰ πέριξ τῆς Ἀττικῆς. Τὸ νέφος τοῦτο ἐσκέπαζεν ὡς μαῦρος μανδύας τὸ νεκρικὸν κρεββάτι τῆς Ρούμελης• μακρὺ καὶ βαθὺ σκότος ἐσύρετο κατόπι τοῦ νεκρικοῦ αὐτοῦ μανδύου καταπυκνωμένον, καὶ ἐφοβέριζε νὰ πέσῃ ὅλον καὶ εἰς τὸ πρόσωπον τῆς Πελοποννήσου, τὴν ὁποίαν καὶ αὐτὴν εἶχεν ἀποσβολωμένην ἡ Αἰγυπτιακὴ ὁμίχλη.
Πάντη ἐναντίαν τῆς νεκρικῆς ἐκείνης σκηνῆς ἔχω σκηνὴν σήμερον πρὸ ὀφθαλμῶν μου. Φῶς ἐλευθερίας, φῶς δόξης βλέπω σήμερον χυμένον ἀπὸ τὰς κορυφὰς τοῦ Μακρυνόρους καὶ τὰ παράλια τῆς Ἀκαρνανίας ἕως τὰ πέριξ τῆς Ἀττικῆς. Τὸ φῶς τοῦτο τῆς ἐλευθερίας καὶ δόξης ἐνυπῆρχεν εἰς τὰς ψυχὰς τῶν Ρουμελιωτῶν, ἀλλὰ δὲν ἐχύθη εἰς τὴν σκοτισμένην ἐκείνην γῆν παρὰ διὰ τῆς ἰσχυρᾶς δεξιᾶς τοῦ Καραϊσκάκη. Αὐτός, διασκορπισμένα τὰ παλληκάρια τῆς Ρούμελης τῇδε κακεῖσε, ἐκδίκησιν πνέοντα καὶ αἷμα ἐχθρικὸν διψῶντα, διότι μολυσμὸς δουλείας δὲν ἐξαλείφεται παρὰ μὲ αἷμα, τὰ ἐσύναξε καὶ τὰ ὡδήγησε πάλιν εἰς τὸ στάδιον τῆς πολεμικῆς καρτερίας γινόμενος ὁ ἴδιος αὐτὸς τὸ παράδειγμα εἰς δεκάμηνον διάστημα τῆς πολεμικῆς αὐτῆς καρτερίας. Παντοδαπὰς ἐλλείψεις ἔπασχε τὸ ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν του στρατόπεδον τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ ποτὲ εἰς διάλυσίν του δὲν τὰς ἐπρότεινε, ποτὲ δὲν ἐγόγγυσε διὰ τὰς πολυειδεῖς του κακουχίας καὶ ταλαιπωρίας, ποτὲ δὲν ἐνέδοσεν εἰς ὅσους πειρασμοὺς διὰ τὴν θέσιν εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκετο ὑπέπεσε• σεμνυνόμενος δικαίως εἰς τὸ ὑψηλὸν ἀξίωμα τῆς ἀρχηγίας, μὲ τὸ ὁποῖον ἡ Κυβέρνησίς του τὸν ἐτίμησε, ποτὲ δὲν ἐνόμισεν ὅτι αὐτὸ μόνον ἠμποροῦσε νὰ τὸν λαμπρύνη• ἤξευρεν ὅτι τὰ ἔργα μόνα εἶναι ἡ λαμπρότης• ὅθεν ἄξιος τοῦ ὑψηλοῦ αὐτοῦ ἀξιώματος ἐφαίνετο διὰ τῶν ἔργων του• ἄτρομος πάντοτε εἰς τοὺς πολέμους ἀτρομώτερος πολὺ ἐφάνη καθ' ὅ διάστημα ἦτον ἀρχηγὸς τῶν κατὰ τὴν στερεὰν Ἑλλάδα στρατευμάτων• τότε εἶχε ψωμὶ καὶ αὐτὸς ὅταν εἶχον καὶ οἱ ἀγαπητοί του Ἕλληνες• ἡ κλίνη του ἦτον κλίνη ἁπλοῦ στρατιώτου• πρωταγωνιστὴς ἐπαρουσιάζετο, καὶ τὴν τιμὴν τοῦ ἀγῶνος ὅλην τὴν ἀπέδιδεν εἰς ἄλλους, ἐνθουσιασμένος διὰ τὴν παλληκαριὰν ὡς παλληκάρι καὶ ὁ ἴδιος, τὴν ἐτιμοῦσεν ὅπου τὴν ἔβλεπεν καὶ τὴν ἀντάμειβε πλουσιοπάροχα• τοὺς γνωστοὺς διὰ τὴν ἀνδρείαν τους ἔκραζε κατ' ὄνομα ὅταν ἐξεσπάθωνεν ἐν καιρῷ μάχης διὰ νὰ τὸν ἀκολουθήσουν ἔβγανε τὰ πιστόλια του ἀπὸ τὴν μέσην του καὶ μὲ αὐτὰ εἰς ἀνταμοιβὴν παλληκαριᾶς ἐστόλιζε τοῦ παλληκαριοῦ τὴν μέσην ἔλυε τὴν ζώνην του καὶ ἔδιδεν εἰς τὰς ἀνάγκας του πολέμου καὶ τὸ ὕστερον νόμισμά του. Ἰδού, Ἕλληνες, ὅσα χαρακτηρίζουν τὸν ἄξιον ὁδηγὸν στρατευμάτων, ἰδοὺ ὅσα λαμπρύνουν τὸ ὑψηλὸν ἀξίωμα τῆς ἀρχηγίας, ἰδοὺ ὅσα ἀπαθανατίζουν τὸν πολεμικὸν καὶ ἀποκατασταίνουν τὸν στρατηγὸν ποθητὸν εἰς τὸν στρατιώτην, σεβαστὸν εἰς ὅλον τὸ ἔθνος του, καὶ φημισμένον εἰς ὅλα τὰ ἔθνη καὶ εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνας. Πῶς λοιπὸν ὅλοι νὰ μὴ κλαύσωμεν; πῶς νὰ παρηγορηθῶμεν διὰ τὸν θάνατον τοιούτου ἀνδρὸς;
Τοιαύτη ἐστάθη ἡ διαγωγὴ τοῦ πατριώτου Καραϊσκάκη εἰς τὸ διάστημα τῆς δεκαμήνου ἀρχηγίας του• ἀλλ' ἡ τελευταία ὥρα τῆς ζωῆς του, ἡ ὥρα, ἡ ὁποία ἀνακαλύπτει ὅλον τὸν ἄνθρωπον κρυπτόμενον πολλάκις ἐν ὅσῷ ζῇ, τοῦ ἐπισφραγίζει τὴν ἀληθινὴν δόξαν καὶ τοῦ στένει τρόπαιον ἀκόμη μονιμώτερον ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἡ ἀξιότης του ἔστησεν εἰς Ἀράχωβαν. Ἀκούσατε, στρατιωτικοί, ἀκούσατε πολῖται τῆς Ἑλλάδος, ἀκούσατε φιλέλληνες καὶ φιλάρετοι Εὐρωπαῖοι τὰ τῆς τελευταίας ὥρας του.
Θανατηφόρα πληγωμένος ἐφέρθη εἰς τὸ πλοῖον (τοιαῦται εἰδήσεις ἦσαν καθ’ ἥν ὥραν ἐξεφωνήθη ὁ λόγος) τοῦ μεγάλου στολάρχου τῆς Ἑλλάδος διὰ νὰ λάβῃ τὴν δυνατὴν ἰατρικὴν περιποίησιν• γυμνασμένος ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων εἰς τὸ σπάθι καὶ εἰς τὸ τουφέκι, εἰδήμων τῆς φύσεως τῶν πληγῶν ἐγνώρισε μόνος του ὅτι ἡ βοήθεια τῆς ἰατρικῆς δὲν θὰ ἴσχυεν, ὅτι ἡ μεγάλη περιποίησις τοῦ στολάρχου δὲν θὰ ἐχρησίμευεν, καὶ ὅτι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἦτον ἐγγύς. Μὲ πνεῦμα τότε ἀτάραχον, μὲ πρόσωπον γαληνὸν καὶ μὲ φωνὴν κατανυκτικὴν ὡμίλησε πρὸς τοὺς περιεστῶτας ὁπλαρχηγούς, παρόντων καὶ τοῦ μεγάλου στολάρχου καὶ τοῦ ἀρχιστρατήγου τῆς Ἑλλάδος, κατὰ τὸν ἕξης τρόπον•
«Μέγα βάρος μὲ ἐπεφόρτισεν ἡ πατρὶς μου• μὲ δέκα μηνῶν δεινοὺς ἀγῶνας ἐπλήρωσα τὸ χρέος μου• δὲν μὲ ἔμενε παρὰ ἡ ζωὴ• ἰδοὺ θυσία τῆς πατρίδος καὶ ἡ ζωὴ μου• εἰς τὴν πατρίδα μου τὴν ἐχρεωστοῦσα, εἰς τὴν πατρίδα μου τὴν ἀποδίδω• ἀποθνήσκω• οἱ στρατιῶται μου ἂς τελειώσουν τὸ ἔργον μου, ἄς μοῦ ἐλευθερώσουν τὰς Ἀθήνας»•
Αὐτὰ εἶπε καὶ παρέδωκε τὸ πνεῦμα εἰς χεῖρας τοῦ πλαστοῦ του. Τίνος καρδιὰ δὲν κατανύγεται εἰς τοιοῦτον ἄκουσμα; πῶς νὰ μὴ κλαύσωμεν ὅλοι; πῶς νὰ παρηγορηθῶμεν διὰ τὸν θάνατον ἀνδρός, ὁ ὁποῖος ἀποθνήσκει, καὶ τὸ ὄνομα τῆς γλυκυτάτης πατρίδος ἀκόμη τὸ τραυλίζουν τὰ νεκρωμένα χείλη του;
Ἀλλὰ εἰς ἄνδρας ἀποθνήσκοντας διὰ τὴν πατρίδα εἶναι πολὺ δεκτότεραι ἀπὸ τοὺς κλαυθμοὺς αἱ πράξεις ὑπὲρ πατρίδος διὰ τὴν ὁποίαν καὶ ἐθυσιάσθησαν, καὶ τῆς ὁποίας καὶ ξεψυχοῦντες εἶχαν εἰς τὸ στόμα τὸ ἅγιον ὄνομα. Ναί• αἱ πράξεις, αἱ ὁποῖαι τοὺς ἐδόξασαν ζῶντας, αὐταὶ καὶ μετὰ θάνατον τοὺς εὐχαριστοῦν πραττόμεναι κατὰ μίμησίν των• αὐταὶ ἀναβαίνουν ὡς θυμίαμα εἰς τὰ ὕψη τῶν οὐρανῶν, ὅπου, φοροῦντες οἱ ἀοίδιμοι αὐτοὶ ἄνδρες τῆς ἀρετῆς τοὺς στεφάνους, κάθονται ἀκτινοβολοῦντες πλησίον τοῦ θρόνου τῆς θείας μεγαλειότητος.
Στρατιῶται τῆς πατρίδος οἱ κατὰ τὸ στρατόπεδον τῆς Ἀττικῆς εὑρισκόμενοι! στρατιῶται, τοὺς ὁποίους ὁ Καραϊσκάκης ὡδήγησε τόσες καὶ τόσες φορὲς εἰς τὴν δόξαν ἐνθυμηθῆτε ὅτι δὲν ἐτρέχατε δι' ἄλλο μαζί του τόσον ἄφοβοι εἰς τοὺς κινδύνους, δὲν ἐχορτάσατε τὰ σπαθιά σας μὲ τὰς σάρκας τῶν ἐχθρῶν εἰς Ἀράχωβαν καὶ εἰς Βελίτζαν, δὲν τοὺς ἀποδιώξατε αἰσχρῶς ἀπὸ Δίστομον καὶ Σάλωνα, παρὰ διὰ νὰ ἐλευθερώσετε τὴν ὑποδουλωμένην γῆν σας ἀπὸ τοὺς τυράννους σας. Κάθε κίνημά σας εἰς ἐλευθέρωσιν τῆς Ρούμελης, ἐλέγετε μόνοι σας, εἶναι ὀλισθηρόν, κάθε νίκη ἀκαρποφόρητος, ἂν δὲν ἁρπάσετε ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἀπίστων τὴν ἱερὰν τῶν Ἀθηνῶν πόλιν. Αὐτὸ φωνάζοντες οἱ ἴδιοι ἐπαρουσιάσατε τὰ στήθη σας ἔμπροσθεν αὐτῆς τῆς πόλεως, προωρισμένης ἴσως ἀπὸ τὴν θείαν Πρόνοιαν διὰ νὰ γενῇ ἡ πρωτεύουσα τῆς ἀναγεννωμένης Ἑλλάδος. Εἰς πολλὰς καὶ δεινὰς περιπλοκὰς μὲ τοὺς αὐτοὺς ἐχθροὺς ἐμπλέχθητε• πεῖναν, γύμνωσιν, παγετοὺς ἐκαταφρονήσατε• πληγὴ ἀπὸ τὴν κακοπάθειαν ἔγινε τὸ σῶμα σας, μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ στεφανώσετε τὰ ὑπέρλαμπρα ἔργα σας μὲ τῶν Ἀθηνῶν τὴν διάσωσιν• ὁ ἀτρόμητος ἀρχηγός σας ὑπὲρ αὐτῆς τῆς πόλεως μαχόμενος ἀπέθανε, καὶ εἰς τὰ χώματα τῆς ἰδίας αὐτῆς πόλεως ἔχυσε τὸ αἷμά του. Στρατιῶται παρόντες καὶ ἀπόντες! ἀκόμη τὸ αἷμα του ἀχνίζει. Χθὲς ἡ γῆ ἐπαράλαβε τὸ σῶμα του, σήμερον περιμένει ἀπὸ σᾶς τὰς ἐπιταφίους τιμάς του• ἀπὸ σᾶς τὰς περιμένει, πλὴν τὰς περιμένει ὡς στρατιώτης ἀπὸ στρατιώτας, ὡς ἀποθανὼν ὑπὲρ τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν ἀπὸ μαχομένους ἀποφασιστικῶς ὑπὲρ Ἀθηνῶν. Στρατιῶται! ἡ ἠχὼ τῶν ὑστερινῶν λόγων τοῦ ἀρχηγοῦ Καραϊσκάκη περιφέρεται ἀκόμη εἰς τὰς ἀκοάς μας. Τελειώσατε, Συστρατιῶται, λέγει ὁ ἀρχηγός σας, τὸ ἔργον μου, ἐλευθερώσατέ μου τὰς Ἀθήνας, τὰς Ἀθήνας ἐλευθερώσατέ μου». Στρατιῶται! αὐτὴ εἶναι ἡ διαθήκη του• σεῖς εἶσθε οἱ ἐκτελεσταὶ τῆς διαθήκης του• αὐτὴ εἶναι γραμμένη μὲ τὸ χυθὲν ὑπὲρ πατρίδος αἷμα του, καὶ τὸ αἷμα του ἀκόμη ἀχνίζει, καὶ τὸ σῶμα του χθὲς ὁ τάφος τὸ ἐπαράλαβε. Στρατιῶται ! Τιμήσατε καθ' ὅν τρόπον ὁ ἴδιος σᾶς ἐπαράγγειλε τὴν μνήμην του• αὐτὸς ἀπέθανεν, ἀλλὰ τὸ παράδειγμά του ζῇ• ἀλλὰ τί λέγω τὸ παράδειγμά τοῦ ζῇ; Αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι ἀοράτως μαζὶ σας, ἀλλὰ ὄχι πλέον πενιχρά, καταξεσχυσμένα καὶ δυσώδη ἐνδεδυμένος, ὄχι πλέον αὐχμηρὸς ὡς ἐζοῦσε μαζί σας• αὐτός σᾶς παρουσιάζεται ἐνδυμένος τὸ χρυσοΰφαντον φόρεμα τῆς δόξης, τὸ φόρεμα τὸ ὁποῖον ἐνδύει τὸν στρατιώτην εἰς τὸ στάδιον τῆς μάχης ὁ ὑπὲρ πατρίδος θάνατος• αὐτός, Στρατιῶται! αὐτός, καθ' ἥν στιγμὴν ξεσπαθωμένοι κτυπήσετε τὰ τείχη τῶν Ἀθηνῶν,θὰ σᾶς παρουσιασθῆ ὡς ὁ ἰσχυρὸς ἄγγελος τῆς Ἀποκαλύψεως, καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, περιβεβλημένος νεφέλην, καὶ ἶρις ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ὡς στῦλοι πυρός. Ναί• τοιοῦτος θὰ σᾶς παρουσιασθῇ, διότι τόση λαμπρότης περιχύνεται μετὰ θάνατον εἰς ὅποιον ἀποθάνει ὑπὲρ πατρίδος• αὐτὸν θ' ἀκούσετε ἐκείνην τὴν ὥραν ἐπαναλαμβάνοντα μεγάλῃ φωνῇ, ὅ,τι, καὶ ἐν ὧ ἀνέβαινεν εἰς τοὺς οὐρανοὺς ἔλεγε• Συστρατιῶται! τελειώσατε τὸ ἔργον μου, ἐλευθερώσατέ μου τὰς Ἀθήνας, τὰς Ἀθήνας ἐλευθερώσατέ μου... Σπυρίδων Τρικούπης
Λόγος ἐπικήδειος εἰς τὸν Καραϊσκάκην
(Ἐξεφωνήθη ἀντίπερα τοῦ Πόρου τὴν 24 Ἀπριλίου 1827)Ἀπό: Νεοελληνικὴ Ρητορεία, Κωνστ. Τσάτσου (ἐπιμ.), Ἐκδόσεις Δαίδαλος, Ἀθήνα 1999.
ΑΥΤΑ ὀδυρόμενος ἔλεγεν ὁ Δαυΐδ, ὅταν ἦλθεν εἰς αὐτόν, καθήμενον εἰς Σικελάγ, μετὰ τὴν φθορὰν τῶν Ἀμαληκιτῶν, ἄνθρωπος Ἀμαληκίτης ἀπὸ τὸ στρατόπεδον τοῦ Σαούλ, ὅλος καταξεσχισμένος καὶ χῶμα ἔχων εἰς τὴν κεφαλήν του, καὶ ἀνάγγειλε τὸν θάνατον τοῦ Σαοὺλ καὶ τοῦ Ἰωνάθαν.
Δροσιά, λέγω καὶ ἐγώ, δροσιὰ καὶ βροχὴ νὰ μὴ πέσουν πλέον παρὰ τὸ Φάληρον, καὶ ἀπαρχὰς νὰ μὴ δώση ἡ γῆ ἐκείνη. Εἰς τὴν γῆν ἐκείνην ἔπεσεν ὁ δυνατός, ὁ κοῦφος ὑπὲρ ἀετοὺς καὶ ὑπερ λέοντας κραταιός, ὁ δυνατός, τοῦ ὁποίου ἡ ρομφαία δὲν ἐστρέφετο εἰς τὴν θήκην της πρὶν βαφῆ μὲ τὸ αἶμα τῶν πληγωμένων, ἢ πρὶν ἀλειφθῆ μὲ τῶν δυνατῶν τὰ παχέα σπλάγχνα.
Κλαύσατε, θυγατέρες τῆς Ρούμελης, τὸν θάνατον τοῦ Καραϊσκάκη• κλαύσατε, θυγατέρες τῆς Ρούμελης, τὸν θάνατον ἐκείνου, ὁ ὁποῖος καταταχθεὶς ἐπὶ κεφαλῆς τῶν ἀδελφῶν σας, ἐλάμπρυνε τὸ αὐχμηρὸν πρόσωπόν σας, σᾶς ἔβγαλε τὰ πένθιμα φορέματα, σᾶς ἔνδυσε λαμπρὰ καὶ ἔτρεχεν ἀκάματος τὴν τωρινὴν ἄνοιξιν εἰς τὰς κορυφὰς τοῦ Ὑμηττοῦ διὰ νὰ κόψῃ εὔοσμα ἄνθη καὶ νὰ στεφανώσῃ τὰς παρθενικὰς κεφαλάς σας. Ἀλλὰ τί προσκαλῶ μόνον τὰς θυγατέρας τῆς Ρούμελης εἰς κλαθμούς; πῶς νὰ μὴ κλαύσωμεν ὅλοι; πῶς νὰ παρηγορηθῶμεν διὰ τὸν θάνατον τοιούτου ἀνδρὸς;
Μεταφέρω τὸν νοῦν μου εἰς τὴν πρὸ ἑνὸς χρόνου ἀξιοθρήνητον καὶ τρομερὰν τῆς πατρίδος κατάστασιν τὸ νέφος βλέπω τοῦ δουλικοῦ σκότους ξαπλωμένον ἀπὸ τὰς ἄλλοτε λαμπρὰς καὶ τότε ζοφωμένας κορυφὰς τοῦ Μακρυνόρους, καὶ ἀπὸ τὰ παράλια τῆς Ἀκαρνανίας ἕως τὰ πέριξ τῆς Ἀττικῆς. Τὸ νέφος τοῦτο ἐσκέπαζεν ὡς μαῦρος μανδύας τὸ νεκρικὸν κρεββάτι τῆς Ρούμελης• μακρὺ καὶ βαθὺ σκότος ἐσύρετο κατόπι τοῦ νεκρικοῦ αὐτοῦ μανδύου καταπυκνωμένον, καὶ ἐφοβέριζε νὰ πέσῃ ὅλον καὶ εἰς τὸ πρόσωπον τῆς Πελοποννήσου, τὴν ὁποίαν καὶ αὐτὴν εἶχεν ἀποσβολωμένην ἡ Αἰγυπτιακὴ ὁμίχλη.
Πάντη ἐναντίαν τῆς νεκρικῆς ἐκείνης σκηνῆς ἔχω σκηνὴν σήμερον πρὸ ὀφθαλμῶν μου. Φῶς ἐλευθερίας, φῶς δόξης βλέπω σήμερον χυμένον ἀπὸ τὰς κορυφὰς τοῦ Μακρυνόρους καὶ τὰ παράλια τῆς Ἀκαρνανίας ἕως τὰ πέριξ τῆς Ἀττικῆς. Τὸ φῶς τοῦτο τῆς ἐλευθερίας καὶ δόξης ἐνυπῆρχεν εἰς τὰς ψυχὰς τῶν Ρουμελιωτῶν, ἀλλὰ δὲν ἐχύθη εἰς τὴν σκοτισμένην ἐκείνην γῆν παρὰ διὰ τῆς ἰσχυρᾶς δεξιᾶς τοῦ Καραϊσκάκη. Αὐτός, διασκορπισμένα τὰ παλληκάρια τῆς Ρούμελης τῇδε κακεῖσε, ἐκδίκησιν πνέοντα καὶ αἷμα ἐχθρικὸν διψῶντα, διότι μολυσμὸς δουλείας δὲν ἐξαλείφεται παρὰ μὲ αἷμα, τὰ ἐσύναξε καὶ τὰ ὡδήγησε πάλιν εἰς τὸ στάδιον τῆς πολεμικῆς καρτερίας γινόμενος ὁ ἴδιος αὐτὸς τὸ παράδειγμα εἰς δεκάμηνον διάστημα τῆς πολεμικῆς αὐτῆς καρτερίας. Παντοδαπὰς ἐλλείψεις ἔπασχε τὸ ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν του στρατόπεδον τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ ποτὲ εἰς διάλυσίν του δὲν τὰς ἐπρότεινε, ποτὲ δὲν ἐγόγγυσε διὰ τὰς πολυειδεῖς του κακουχίας καὶ ταλαιπωρίας, ποτὲ δὲν ἐνέδοσεν εἰς ὅσους πειρασμοὺς διὰ τὴν θέσιν εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκετο ὑπέπεσε• σεμνυνόμενος δικαίως εἰς τὸ ὑψηλὸν ἀξίωμα τῆς ἀρχηγίας, μὲ τὸ ὁποῖον ἡ Κυβέρνησίς του τὸν ἐτίμησε, ποτὲ δὲν ἐνόμισεν ὅτι αὐτὸ μόνον ἠμποροῦσε νὰ τὸν λαμπρύνη• ἤξευρεν ὅτι τὰ ἔργα μόνα εἶναι ἡ λαμπρότης• ὅθεν ἄξιος τοῦ ὑψηλοῦ αὐτοῦ ἀξιώματος ἐφαίνετο διὰ τῶν ἔργων του• ἄτρομος πάντοτε εἰς τοὺς πολέμους ἀτρομώτερος πολὺ ἐφάνη καθ' ὅ διάστημα ἦτον ἀρχηγὸς τῶν κατὰ τὴν στερεὰν Ἑλλάδα στρατευμάτων• τότε εἶχε ψωμὶ καὶ αὐτὸς ὅταν εἶχον καὶ οἱ ἀγαπητοί του Ἕλληνες• ἡ κλίνη του ἦτον κλίνη ἁπλοῦ στρατιώτου• πρωταγωνιστὴς ἐπαρουσιάζετο, καὶ τὴν τιμὴν τοῦ ἀγῶνος ὅλην τὴν ἀπέδιδεν εἰς ἄλλους, ἐνθουσιασμένος διὰ τὴν παλληκαριὰν ὡς παλληκάρι καὶ ὁ ἴδιος, τὴν ἐτιμοῦσεν ὅπου τὴν ἔβλεπεν καὶ τὴν ἀντάμειβε πλουσιοπάροχα• τοὺς γνωστοὺς διὰ τὴν ἀνδρείαν τους ἔκραζε κατ' ὄνομα ὅταν ἐξεσπάθωνεν ἐν καιρῷ μάχης διὰ νὰ τὸν ἀκολουθήσουν ἔβγανε τὰ πιστόλια του ἀπὸ τὴν μέσην του καὶ μὲ αὐτὰ εἰς ἀνταμοιβὴν παλληκαριᾶς ἐστόλιζε τοῦ παλληκαριοῦ τὴν μέσην ἔλυε τὴν ζώνην του καὶ ἔδιδεν εἰς τὰς ἀνάγκας του πολέμου καὶ τὸ ὕστερον νόμισμά του. Ἰδού, Ἕλληνες, ὅσα χαρακτηρίζουν τὸν ἄξιον ὁδηγὸν στρατευμάτων, ἰδοὺ ὅσα λαμπρύνουν τὸ ὑψηλὸν ἀξίωμα τῆς ἀρχηγίας, ἰδοὺ ὅσα ἀπαθανατίζουν τὸν πολεμικὸν καὶ ἀποκατασταίνουν τὸν στρατηγὸν ποθητὸν εἰς τὸν στρατιώτην, σεβαστὸν εἰς ὅλον τὸ ἔθνος του, καὶ φημισμένον εἰς ὅλα τὰ ἔθνη καὶ εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνας. Πῶς λοιπὸν ὅλοι νὰ μὴ κλαύσωμεν; πῶς νὰ παρηγορηθῶμεν διὰ τὸν θάνατον τοιούτου ἀνδρὸς;
Τοιαύτη ἐστάθη ἡ διαγωγὴ τοῦ πατριώτου Καραϊσκάκη εἰς τὸ διάστημα τῆς δεκαμήνου ἀρχηγίας του• ἀλλ' ἡ τελευταία ὥρα τῆς ζωῆς του, ἡ ὥρα, ἡ ὁποία ἀνακαλύπτει ὅλον τὸν ἄνθρωπον κρυπτόμενον πολλάκις ἐν ὅσῷ ζῇ, τοῦ ἐπισφραγίζει τὴν ἀληθινὴν δόξαν καὶ τοῦ στένει τρόπαιον ἀκόμη μονιμώτερον ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἡ ἀξιότης του ἔστησεν εἰς Ἀράχωβαν. Ἀκούσατε, στρατιωτικοί, ἀκούσατε πολῖται τῆς Ἑλλάδος, ἀκούσατε φιλέλληνες καὶ φιλάρετοι Εὐρωπαῖοι τὰ τῆς τελευταίας ὥρας του.
Θανατηφόρα πληγωμένος ἐφέρθη εἰς τὸ πλοῖον (τοιαῦται εἰδήσεις ἦσαν καθ’ ἥν ὥραν ἐξεφωνήθη ὁ λόγος) τοῦ μεγάλου στολάρχου τῆς Ἑλλάδος διὰ νὰ λάβῃ τὴν δυνατὴν ἰατρικὴν περιποίησιν• γυμνασμένος ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων εἰς τὸ σπάθι καὶ εἰς τὸ τουφέκι, εἰδήμων τῆς φύσεως τῶν πληγῶν ἐγνώρισε μόνος του ὅτι ἡ βοήθεια τῆς ἰατρικῆς δὲν θὰ ἴσχυεν, ὅτι ἡ μεγάλη περιποίησις τοῦ στολάρχου δὲν θὰ ἐχρησίμευεν, καὶ ὅτι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἦτον ἐγγύς. Μὲ πνεῦμα τότε ἀτάραχον, μὲ πρόσωπον γαληνὸν καὶ μὲ φωνὴν κατανυκτικὴν ὡμίλησε πρὸς τοὺς περιεστῶτας ὁπλαρχηγούς, παρόντων καὶ τοῦ μεγάλου στολάρχου καὶ τοῦ ἀρχιστρατήγου τῆς Ἑλλάδος, κατὰ τὸν ἕξης τρόπον•
«Μέγα βάρος μὲ ἐπεφόρτισεν ἡ πατρὶς μου• μὲ δέκα μηνῶν δεινοὺς ἀγῶνας ἐπλήρωσα τὸ χρέος μου• δὲν μὲ ἔμενε παρὰ ἡ ζωὴ• ἰδοὺ θυσία τῆς πατρίδος καὶ ἡ ζωὴ μου• εἰς τὴν πατρίδα μου τὴν ἐχρεωστοῦσα, εἰς τὴν πατρίδα μου τὴν ἀποδίδω• ἀποθνήσκω• οἱ στρατιῶται μου ἂς τελειώσουν τὸ ἔργον μου, ἄς μοῦ ἐλευθερώσουν τὰς Ἀθήνας»•
Αὐτὰ εἶπε καὶ παρέδωκε τὸ πνεῦμα εἰς χεῖρας τοῦ πλαστοῦ του. Τίνος καρδιὰ δὲν κατανύγεται εἰς τοιοῦτον ἄκουσμα; πῶς νὰ μὴ κλαύσωμεν ὅλοι; πῶς νὰ παρηγορηθῶμεν διὰ τὸν θάνατον ἀνδρός, ὁ ὁποῖος ἀποθνήσκει, καὶ τὸ ὄνομα τῆς γλυκυτάτης πατρίδος ἀκόμη τὸ τραυλίζουν τὰ νεκρωμένα χείλη του;
Ἀλλὰ εἰς ἄνδρας ἀποθνήσκοντας διὰ τὴν πατρίδα εἶναι πολὺ δεκτότεραι ἀπὸ τοὺς κλαυθμοὺς αἱ πράξεις ὑπὲρ πατρίδος διὰ τὴν ὁποίαν καὶ ἐθυσιάσθησαν, καὶ τῆς ὁποίας καὶ ξεψυχοῦντες εἶχαν εἰς τὸ στόμα τὸ ἅγιον ὄνομα. Ναί• αἱ πράξεις, αἱ ὁποῖαι τοὺς ἐδόξασαν ζῶντας, αὐταὶ καὶ μετὰ θάνατον τοὺς εὐχαριστοῦν πραττόμεναι κατὰ μίμησίν των• αὐταὶ ἀναβαίνουν ὡς θυμίαμα εἰς τὰ ὕψη τῶν οὐρανῶν, ὅπου, φοροῦντες οἱ ἀοίδιμοι αὐτοὶ ἄνδρες τῆς ἀρετῆς τοὺς στεφάνους, κάθονται ἀκτινοβολοῦντες πλησίον τοῦ θρόνου τῆς θείας μεγαλειότητος.
Στρατιῶται τῆς πατρίδος οἱ κατὰ τὸ στρατόπεδον τῆς Ἀττικῆς εὑρισκόμενοι! στρατιῶται, τοὺς ὁποίους ὁ Καραϊσκάκης ὡδήγησε τόσες καὶ τόσες φορὲς εἰς τὴν δόξαν ἐνθυμηθῆτε ὅτι δὲν ἐτρέχατε δι' ἄλλο μαζί του τόσον ἄφοβοι εἰς τοὺς κινδύνους, δὲν ἐχορτάσατε τὰ σπαθιά σας μὲ τὰς σάρκας τῶν ἐχθρῶν εἰς Ἀράχωβαν καὶ εἰς Βελίτζαν, δὲν τοὺς ἀποδιώξατε αἰσχρῶς ἀπὸ Δίστομον καὶ Σάλωνα, παρὰ διὰ νὰ ἐλευθερώσετε τὴν ὑποδουλωμένην γῆν σας ἀπὸ τοὺς τυράννους σας. Κάθε κίνημά σας εἰς ἐλευθέρωσιν τῆς Ρούμελης, ἐλέγετε μόνοι σας, εἶναι ὀλισθηρόν, κάθε νίκη ἀκαρποφόρητος, ἂν δὲν ἁρπάσετε ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἀπίστων τὴν ἱερὰν τῶν Ἀθηνῶν πόλιν. Αὐτὸ φωνάζοντες οἱ ἴδιοι ἐπαρουσιάσατε τὰ στήθη σας ἔμπροσθεν αὐτῆς τῆς πόλεως, προωρισμένης ἴσως ἀπὸ τὴν θείαν Πρόνοιαν διὰ νὰ γενῇ ἡ πρωτεύουσα τῆς ἀναγεννωμένης Ἑλλάδος. Εἰς πολλὰς καὶ δεινὰς περιπλοκὰς μὲ τοὺς αὐτοὺς ἐχθροὺς ἐμπλέχθητε• πεῖναν, γύμνωσιν, παγετοὺς ἐκαταφρονήσατε• πληγὴ ἀπὸ τὴν κακοπάθειαν ἔγινε τὸ σῶμα σας, μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ στεφανώσετε τὰ ὑπέρλαμπρα ἔργα σας μὲ τῶν Ἀθηνῶν τὴν διάσωσιν• ὁ ἀτρόμητος ἀρχηγός σας ὑπὲρ αὐτῆς τῆς πόλεως μαχόμενος ἀπέθανε, καὶ εἰς τὰ χώματα τῆς ἰδίας αὐτῆς πόλεως ἔχυσε τὸ αἷμά του. Στρατιῶται παρόντες καὶ ἀπόντες! ἀκόμη τὸ αἷμα του ἀχνίζει. Χθὲς ἡ γῆ ἐπαράλαβε τὸ σῶμα του, σήμερον περιμένει ἀπὸ σᾶς τὰς ἐπιταφίους τιμάς του• ἀπὸ σᾶς τὰς περιμένει, πλὴν τὰς περιμένει ὡς στρατιώτης ἀπὸ στρατιώτας, ὡς ἀποθανὼν ὑπὲρ τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν ἀπὸ μαχομένους ἀποφασιστικῶς ὑπὲρ Ἀθηνῶν. Στρατιῶται! ἡ ἠχὼ τῶν ὑστερινῶν λόγων τοῦ ἀρχηγοῦ Καραϊσκάκη περιφέρεται ἀκόμη εἰς τὰς ἀκοάς μας. Τελειώσατε, Συστρατιῶται, λέγει ὁ ἀρχηγός σας, τὸ ἔργον μου, ἐλευθερώσατέ μου τὰς Ἀθήνας, τὰς Ἀθήνας ἐλευθερώσατέ μου». Στρατιῶται! αὐτὴ εἶναι ἡ διαθήκη του• σεῖς εἶσθε οἱ ἐκτελεσταὶ τῆς διαθήκης του• αὐτὴ εἶναι γραμμένη μὲ τὸ χυθὲν ὑπὲρ πατρίδος αἷμα του, καὶ τὸ αἷμα του ἀκόμη ἀχνίζει, καὶ τὸ σῶμα του χθὲς ὁ τάφος τὸ ἐπαράλαβε. Στρατιῶται ! Τιμήσατε καθ' ὅν τρόπον ὁ ἴδιος σᾶς ἐπαράγγειλε τὴν μνήμην του• αὐτὸς ἀπέθανεν, ἀλλὰ τὸ παράδειγμά του ζῇ• ἀλλὰ τί λέγω τὸ παράδειγμά τοῦ ζῇ; Αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι ἀοράτως μαζὶ σας, ἀλλὰ ὄχι πλέον πενιχρά, καταξεσχυσμένα καὶ δυσώδη ἐνδεδυμένος, ὄχι πλέον αὐχμηρὸς ὡς ἐζοῦσε μαζί σας• αὐτός σᾶς παρουσιάζεται ἐνδυμένος τὸ χρυσοΰφαντον φόρεμα τῆς δόξης, τὸ φόρεμα τὸ ὁποῖον ἐνδύει τὸν στρατιώτην εἰς τὸ στάδιον τῆς μάχης ὁ ὑπὲρ πατρίδος θάνατος• αὐτός, Στρατιῶται! αὐτός, καθ' ἥν στιγμὴν ξεσπαθωμένοι κτυπήσετε τὰ τείχη τῶν Ἀθηνῶν,θὰ σᾶς παρουσιασθῆ ὡς ὁ ἰσχυρὸς ἄγγελος τῆς Ἀποκαλύψεως, καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, περιβεβλημένος νεφέλην, καὶ ἶρις ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ὡς στῦλοι πυρός. Ναί• τοιοῦτος θὰ σᾶς παρουσιασθῇ, διότι τόση λαμπρότης περιχύνεται μετὰ θάνατον εἰς ὅποιον ἀποθάνει ὑπὲρ πατρίδος• αὐτὸν θ' ἀκούσετε ἐκείνην τὴν ὥραν ἐπαναλαμβάνοντα μεγάλῃ φωνῇ, ὅ,τι, καὶ ἐν ὧ ἀνέβαινεν εἰς τοὺς οὐρανοὺς ἔλεγε• Συστρατιῶται! τελειώσατε τὸ ἔργον μου, ἐλευθερώσατέ μου τὰς Ἀθήνας, τὰς Ἀθήνας ἐλευθερώσατέ μου... Σπυρίδων Τρικούπης
Λόγος ἐπικήδειος εἰς τὸν Καραϊσκάκην
(Ἐξεφωνήθη ἀντίπερα τοῦ Πόρου τὴν 24 Ἀπριλίου 1827)Ἀπό: Νεοελληνικὴ Ρητορεία, Κωνστ. Τσάτσου (ἐπιμ.), Ἐκδόσεις Δαίδαλος, Ἀθήνα 1999.