Ἐπιλογὲς ἀπὸ σχετικὸ δοκίμιο τοῦ π. Ἠλία Μαστρογιαννόπουλου σχετικὰ μὲ ποιὰ εἶναι ἢ ποιὰ πρέπει νὰ εἶναι τὰ γνωρίσματα τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ὥστε νὰ ὑπηρετεῖ τὴν Ἐκκλησία.
Σὲ ἕνα ἀφιέρωμα γιὰ τὴν παράδοση καὶ τὴν ἀνανέωση στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ λείψει ἡ ἀναφορὰ στὴ Θεολογία. Καὶ αὐτό, γιατί ἡ Θεολογία ἀποτελεῖ οὐσιαστικὸ συντελεστὴ ἀνανέωσης. Ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ σκέψη καὶ γραφὴ ἐπηρεάζει τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας δίνοντας κατευθύνσεις καὶ ἀποκαλύπτοντας τὴν ἀλήθεια.
Ποιὰ εἶναι ὅμως ἢ ποιὰ πρέπει νὰ εἶναι τὰ γνωρίσματα τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ὥστε νὰ ὑπηρετεῖ τὴν Ἐκκλησία;
Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἀπαντᾶ τὸ παρακάτω κείμενο τοῦ π. Ἠλία Μαστρογιαννόπουλου. O συγγραφέας, λόγιος θεολόγος, εἶναι ἀπὸ τὰ πρόσωπα ποὺ ἔχουν ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ θέμα «Παράδοση καὶ Ἀνανέωση» ὅσο λίγοι καὶ μάλιστα ἐδῶ καὶ δεκαετίες. Ἄλλωστε, τὸ κείμενο αὐτὸ ἔχει ἑτοιμαστεῖ τὸ 1962, στὰ πλαίσια τοῦ Θεολογικοῦ Συμποσίου ποὺ πραγματοποιήθηκε ἀπὸ τὴν Ἀδελφότητα Θεολόγων «Ἡ Ζωὴ» μὲ γενικὸ θέμα «Θεολογία, ἀλήθεια καὶ ζωή». Τὸ κείμενο, μὲ τὸ νὰ εἶναι «σύγχρονο», ἀποδεικνύει εὔγλωττα ὅτι ἡ ἀληθινὴ Θεολογία εἶναι πάντοτε ζωντανὴ καὶ ἐπίκαιρη. Τὸ παραθέτουμε σὲ διασκευή.
ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ
Μερικὰ γνωρίσματα τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας
OΡΘOΔOΞΗ:
Δὲν εἶναι ἀρκετὸ νὰ εἶναι ἡ θεολογία μας ὀρθόδοξη ὑπὸ ἔννοια ἀρνητική, δηλαδὴ νὰ μὴν περιπίπτει σὲ αἵρεση ἢ πλάνη. Πρωτίστως, πρέπει νὰ εἶναι ὀρθόδοξη ὑπὸ ἔννοια θετική. Δὲν ἀρκεῖ μόνον νὰ προσέχουμε νὰ μὴν ξεφύγουμε ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς ὀρθοδόξου γραμμῆς. Πρέπει ἡ πνοὴ καὶ ὁ παλμὸς τῆς θεολογίας νὰ εἶναι ὀρθόδοξοι, νὰ εἶναι ὅλη διαποτισμένη ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο πνεῦμα, νὰ ἀντλεῖ ἀπ’ τὸν ἀστείρευτο ποταμὸ τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως. Νὰ εἶναι βιβλικὴ καὶ πατερική, ὄχι τυπικῶς ἀλλ’ οὐσιαστικῶς. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ νὰ ἐνοικεῖ σ’ αὐτὴν πλουσίως καὶ οἱ θεοφόροι Πατέρες νὰ εἶναι οἱ ζωντανοὶ ὁδηγοί της.
ΖΩΝΤΑΝΗ:
Ἡ θεολογία μας πρέπει νὰ μὴν εἶναι ξηρά, νοησιαρχικὴ καὶ σχολαστική, ἀλλὰ ζωντανὴ καὶ οὐσιαστική, γραμμένη «ἐν πλαξὶ καρδίαις σαρκίναις» (Β΄ Κορ., γ΄ 3). Νὰ εἶναι ἀπαύγασμα ζωῆς, προϊόν τῆς ψυχῆς, ἔκφραση τοῦ πιστεύοντος ἀνθρώπου. Νὰ ἀκούει τὸν σύγχρονον ἄνθρωπο καὶ νὰ ἔχει κάτι νὰ τοῦ πεῖ. Νὰ τὸν κατανοεῖ καὶ νὰ τὸν βοηθεῖ.
Ἡ ἀληθὴς θεολογία εἶναι ἀνθρωπιστικὴ καὶ καθοδηγητική, εἶναι θεανθρωπολογία. Τὸ ὅτι εἶναι παραδοσιακὴ δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι στατικὴ καὶ ἐπαναληπτική. Ἡ πορεία της δὲν σταματᾶ. Ὁ λόγος της «οὐ δέδεται», διότι εἶναι ἔκφρασις τοῦ ζωοποιοῦ Πνεύματος.
ΧΡΙΣΤOΒΙΩΜΑΤΙΚΗ:
Ὁ πράγματι ὀρθόδοξος θεολόγος εἶναι καὶ «θεοφόρος». Σκοπὸς του εἶναι ὄχι νὰ γνωρίσει τὸν Θεόν, ἀλλὰ πρωτίστως νὰ «μορφωθῆ Χριστὸς ἐν αὐτῷ» (Γαλ. δ’ 19). Μόνον «οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ τὸν Θεὸν ὄψονται” (Ματθ ε΄,8). Ὅταν ἡ ψυχὴ καθαρθεῖ, τότε θὰ γίνει ὅλη ὀφθαλμός, κατὰ τὸν Ἅγ. Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο. Θεολόγος εἶναι ὁ ὁρῶν, ὁ βλέπων, ὅπως ἦταν ὁ προφήτης τῆς Π. Διαθήκης, ὁ «ἐπόπτης τῆς θείας μεγαλειότητος» (Β’ Πετρ., α΄ 16) ὁ «ψυχικὸς ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ» (Α’ Κορ. β’14).
Μόνον σὲ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος «ἀπεκδύεται τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον καὶ ἐνδύεται τὸ νέον» (Κολ. γ΄ 9-10) ἀποκαλύπτεται ὁ Ἀπερίγραπτος. Μόνο ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀποθνήσκει μετὰ τοῦ Χριστοῦ ὡς πρὸς τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας καὶ συσταυροῦται καὶ συνθάπτεται, αὐτὸς βλέπει τὸν ἀναστάντα. Μόνον ὅταν «κατοικήσῃ ὁ Χριστὸς ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν» διὰ τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀγάπης, εἶναι δυνατὸν «καταλαβέσθαι σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις τί τὸ πλάτος καὶ μῆκος καὶ βάθος καὶ ὕψος γνῶναί τε τὴν ὑπερβάλλουσαν τῆς γνώσεως ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ” (Ἐφεσ. γ΄ 17-19).
ΠΡOΣΕΥΧOΜΕΝΗ:
Μόνον μέσα στὴν θερμὴ ἀτμόσφαιρα τῆς προσευχῆς καὶ τῆς συνεχοῦς ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Θεὸν μπορεῖ νὰ καλλιεργηθεῖ μία ἀληθινή, ζωντανὴ καὶ ὀρθόδοξη θεολογία. Καὶ ὄχι μόνον ἡ ἀτομικὴ προσευχή, ἀλλὰ πρὸ πάντων ἡ ὁμαδικὴ λατρεία, ἡ συμμετοχὴ στὴν λειτουργικὴ προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία θὰ τροφοδοτήσει καὶ θὰ ἐμπνεύσει τὴν θεολογία μας. Ἡ ἕδρα πρέπει νὰ πλησιάζει τὸ θυσιαστήριον, τονίζει καὶ ὁ σοφὸς θεολόγος π. Γ. Φλωρόφσκυ.
ΑΓΙΑ:
Ἀλλ’ ἡ θεολογία πρέπει ἐπίσης νὰ εἶναι ἁγία. Ὅλοι οἱ μεγάλοι ὑπηρέτες της, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὑπῆρξαν ὅσιοι καὶ ἅγιοι. Διὰ τοῦτο ὑπῆρξαν οἱ κατεξοχὴν θεολόγοι. Κάθε πιστὸς εὕρισκε στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν μία διαυγῆ ἔκθεση τῆς διδασκαλίας τους, ἕνα ζωντανὸ θεολογικὸ ὑπόμνημα.
Καὶ σήμερα, πιὸ πολὺ ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐποχή, ἅγιοι πρέπει νὰ γίνουν οἱ θεολόγοι, ἐὰν θέλουν νὰ δώσουν στὴ θεολογία τὴν ἀρχαία της αἴγλη καὶ τὴ θαυματουργική της δύναμη. Καὶ ἅγιος δὲν σημαίνει ὁπωσδήποτε ἐκεῖνος ποὺ ἔχει φθάσει στὴν κορυφή, ἀλλὰ ὁ τείνων πρὸς τὴν ἁγιότητα, ὁ πράγματι ἀγωνιζόμενος, ὁ ἀσκητής. Χωρὶς αὐτὸν τὸν ἀπαραίτητον τόνον τῆς ἁγιότητας ἡ θεολογία εἶναι ἀναιμικὴ καὶ ἄψυχος, ἀδρανὴς καὶ ἀνενέργητος.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ:
Ἡ θεολογία ἡ ὀρθόδοξη, δὲν εἶναι αὐτόνομη ἢ ὑποκειμενική, ὅπως τὰ προτεσταντικὰ κατασκευάσματα, ἀλλὰ εἶναι στόμα καὶ ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας, λειτουργός τοῦ μυστικοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Διακονεῖ τὸν Θεὸν καὶ ὑπηρετεῖ τὸν ἄνθρωπο μέσα στὸ μυστικὸ «πανδοχεῖον». Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ νοηθεῖ ἔξω ἀπὸ τὸν ἁγιαστικὸ χῶρο καὶ ἀπὸ τὴν ζωογόνο ἀτμόσφαιρα τῆς μητρὸς Ἐκκλησίας. Μόνον «πεφυτευμένη ἐν τῷ Οἴκῳ Κυρίου» δύναται νὰ «φέρῃ καρπὸν πολὺν» (Ἰω, ιε’,5).
ΑΓΩΝΙΖOΜΕΝΗ:
Ἡ ἀληθινὴ θεολογία δὲν μένει κλεισμένη στὸ γραφεῖο της, δὲν εἶναι ἁπλῶς μία «θεολογία τῶν καθηγητῶν», ἀλλὰ κατέρχεται καὶ στὸν στίβο, μετέχει τοῦ ἡρωισμοῦ καὶ τοῦ μαρτυρίου, ὅταν χρειαστεῖ. Κατὰ ταῦτα, οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι πρέπει νὰ εἶναι ἀπόστολοι καὶ προφῆτες, ὁμολογητὲς καὶ μάρτυρες, «ἵνα μαρτυρῶσι τῇ ἀληθείᾳ» (Ἰω, ιη΄ 37).
ΠΝΕΥΜΑΤOΦOΡOΣ:
Εἶναι τρομερὸ ὅτι πολλοὶ θεολόγοι λησμονοῦν τὴ ρητὴ καὶ κατηγορηματικὴ διαβεβαίωση τοῦ ἀψευδοῦς Κυρίου: “ὁ Παράκλητος…, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω, ιστ΄, 13). Τὸ Πανάγιο Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο καταυγάζει τὸν νοῦν, πυρώνει τὴν καρδιά. Δὲν ἀρκεῖ ἡ ἁπλὴ ἰδεολογικὴ καὶ νοητικὴ ἀνάπτυξη. Αὐτὴ εἶναι ἀνεπαρκὴς καὶ συχνὰ ἐπικίνδυνη. Ἂν δὲν κατοικήσει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιές μας, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ θεολογήσουμε. Ὁ θεολόγος πρέπει νὰ εἶναι δοχεῖο τοῦ Πνεύματος καὶ πλῆκτρο τοῦ Πνεύματος, πνευματοφόρος καὶ πνευματοκίνητος, «πλήρης Πνεύματος Ἁγίου» (Πράξ. στ΄. 3).
Σύμφωνα μ’ αὐτά, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι ἡ ἀναζήτηση τῆς οὐσιαστικῆς ἀλήθειας, τῆς ΑΛΗΘΕΙΑΣ ἡ ὁποία εἶναι συγχρόνως ἡ OΔOΣ καὶ ἡ ΖΩΗ (Ἰω. ιδ΄, 6). Ἀναζήτηση ὄχι μόνον διὰ τῆς διανοίας, ἀλλὰ «ἐξ ὅλης καρδίας καὶ ψυχῆς». Ἀναζήτηση εὐλαβικὴ καὶ ἱκετευτική, ταπεινὴ καὶ σεμνή. Μετὰ φόβου Θεοῦ καὶ ζώσης πίστεως, μετ’ ἀγάπης καὶ πόθου, μετὰ ταπεινώσεως καὶ συντριβῆς καὶ κατανύξεως, μετὰ καθαρότητος ψυχῆς καὶ συνεχοῦς ἐξαγνισμοῦ, «κεκαθαρμέναις διανοίαις … καὶ ταῖς αἰσθήσεσι», μέσα σὲ ἀτμόσφαιρα λατρείας καὶ ἀσκήσεως, μέσα στὸ πῦρ τῆς Πεντηκοστῆς.
Μία τέτοια θεολογία εἶναι γονυκλισία πρὸ τοῦ θείου μυστηρίου, εἶναι γεύση Θεοῦ καὶ ψυχικὴ ἐμπειρία, εἶναι ἱερουργία τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Θεοῦ. (Ρώμ. ιε΄ 16) καὶ κατεξοχὴν λειτουργία, εἶναι οἰκείωση, βίωση καὶ κοινωνία Θεοῦ, συγχρόνως δὲ «καταγγελία τῶν θαυμασίων Αὐτοῦ».
Μόνον μία τέτοια ὄντως ὀρθόδοξη θεολογία δύναται νὰ μᾶς προφυλάξει ἀπὸ τὶς ὀλισθηρὲς ἀτραποὺς τῆς «ψευδωνύμου γνώσεως» (Α’ Τιμ. στ΄ 10)., ἡ ὁποία δὲν παύει νὰ ὑπάρχει ὡς μία μεγάλη ἀπειλὴ σὲ κάθε ἐποχή.
Τὴν καλλιέργεια μιᾶς τέτοιας Θεολογίας περιμένει ὁ αἰώνιος Θεός, ἀλλὰ καὶ ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τοὺς θεολόγους τῆς ἐποχῆς μας.