Συμεών του Μεταφραστού, Η άθληση και το μαρτύριο των αγίων Αγάθης -Βαρβάρας-Ευφημίας-Θέκλας- Ιουλιανής – Σοφίας και των θυγατέρων της,
εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2002
Α’. O ανόσιος αυτοκράτορας των Ρωμαίων Μαξιμιανός (2), έδειχνε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για την πλάνη των ειδώλων. Έτσι, από τη μια μεριά επιμελούνταν πάρα πολύ και θεωρούσε άξιο αδιάλειπτης φροντίδας το έξης έργο: να λατρεύει τους δαίμονες και να ενισχύει την ειδωλολατρία με όλη του τη δύναμη· από την άλλη μεριά ζητούσε από τους σεβόμενους το θείο όνομα του Χριστού, τους χριστιανούς, να απαρνηθούν την ευσεβή τους πίστη. Στην περίπτωση που οι χριστιανοί έμεναν σταθεροί και ακλόνητοι στην πίστη τους, όπως κατά κανόνα γίνονταν οι εξαιρέσεις ήταν σπάνιες, τους παρέδιδε σε ποικίλα βασανιστήρια και τελικά στον θάνατο, δημεύοντας παράλληλα και τις περιουσίες τους.
Κατά την εποχή του Μαξιμιανού στην Ηλιούπολη (3) ήταν τοπάρχης ένας ειδωλολάτρης, πολύ πλούσιος και με κοσμική λάμψη και δύναμη. Ο άνθρωπος αυτός ονομαζόταν Διόσκορος και είχε μια μοναχοκόρη, ονόματι Βαρβάρα, την οποία υπεραγαπούσε, επειδή και μόνο σ’ αυτήν στήριζε τις ελπίδες του.
Η Βαρβάρα ήταν πάρα πολύ ευπαρουσίαστη και εξαιρετικού κάλλους, ο δε πατέρας της ήθελε να την διατηρήσει αγνή και άφθορη. Για τούτο θεώρησε σκόπιμο να μην είναι η Βαρβάρα εκτεθειμένη στα βλέμματα των ανθρώπων. Έτσι λοιπόν έχτισε έναν πύργο, μέσα στον όποιο φιλοτέχνησε μια μικρή πολυτελή οικία. Στην οικία αυτή εγκατέστησε τη Βαρβάρα, για να κατοικεί, χωρίς να εξέρχεται από αυτήν και, έτσι, να είναι αθώρητη από τα μάτια όλων των ανδρών. Τούτο όμως ήταν έργο της θείας πρόνοιας, η όποια άνωθεν επισκοπούσε το μέλλον της Βαρβάρας. Πράγματι, ενώ η Βαρβάρα κατοικούσε κλεισμένη στην οικία που ήταν φιλοτεχνημένη μέσα στον πύργο, η χάρη του Παρακλήτου της άγγιξε αφανώς τους αφανείς οφθαλμούς της καρδιάς της και τη φώτισε με το φως της αληθινής θεογνωσίας, καθιστώντας υπερφυώς γνώριμο σ’ αυτήν τον αληθινό Θεό. Είχε λοιπόν ο πύργος στην παρθένο οικοδομημένη πλέον πάνω στο θεμέλιο της πίστεως και συντηρούμενη στο να γίνει αφορμή σωτηρίας σε πολλούς.
Ο πόθος της αγνείας
Β’. Όταν η Βαρβάρα έφτασε σε ηλικία γάμου, ο πατέρας της μεριμνούσε πολύ και σκεπτόταν για το πρόσωπο που θα ήταν κατάλληλο να την πάρει ως σύζυγο. Και βέβαια προσήλθαν σ’ αυτόν πολλοί, που διακρίνονταν για την ευγένεια της καταγωγής τους και για τον πλούτο τους, και του τη ζήτησαν σε γάμο. Και τούτο, διότι το κάλλος της Βαρβάρας, αν και δεν ήταν θεατό, αφού ήταν κλεισμένη στον πύργο, ήταν όμως ακουστό· και, επομένως, αυτή ήταν περιζήτητη για γάμο. Πλην όμως στον πατέρα φαινόταν άκομψο και προφανώς ανελεύθερο το να μην περιέλθει σε γνώση της κόρης του η μεριμνά του για να την παντρέψει και το να μην έχει και τη συγκατάθεση της ίδιας για τον σκοπό αυτό. Έτσι λοιπόν πήγε σ’ αυτήν, της μίλησε περί γάμου και της ανάγγειλε ότι σχεδίαζε να την παντρέψει. Η Βαρβάρα όμως, μη θέλοντας ούτε καν να ακούσει τέτοιο πράγμα και ούτε το παραμικρό να πέσει στην καρδιά της, το απέρριψε ως ανάρμοστο και άτοπο· απώθησε δε με αγανάκτηση τον πατέρα της, λέγοντας του: «Για το θέμα αυτό να μη μου κάμεις λόγο δεύτερη φορά, διότι, εν εναντία περιπτώσει, και εσύ του λοιπού δεν θα ονομάζεσαι πατέρας και εμένα θα με κάμεις να θέσω τέρμα η ίδια στη ζωή μου». Μετά την απάντηση της αυτή, ο πατέρας της, κρίνοντας ότι ευγενικό μάλλον είναι η πειθώ και όχι η πίεση, σχημάτισε την εντύπωση ότι η άρνηση της κόρης του για γάμο δεν οφειλότα ν σε δυστροπία ούτε σε απείθεια, αλλά σε ισχυρό πόθο αγνείας. Έτσι λοιπόν, παρέχοντας της άλλωστε και χρόνο να σκεφτεί μήπως αλλάξει γνώμη και υπακούσει σ’ αυτόν, δεν της είπε τίποτε επιπλέον και κατήλθε αμέσως από τον πύργο. Ο Διόσκορος, μόλις κατέβηκε από τον πύργο, πήγε στο λουτρό, που έτυχε τελευταία να κατασκευάζει, και απασχολούνταν αποκλειστικά με αυτό, διότι βιαζόταν να το τελειώσει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Έτσι, έβαλε πολλούς τεχνίτες και τους πρόσταξε να αποπερατώσουν την οικοδομή. Τους έδωσε μάλιστα και όλη την αμοιβή από πριν και αναχώρησε για κάποια χώρα μακρινή.
Ο τύπος του τιμίου Σταυρού
Γ. Επειδή ο Διόσκορος χρονοτριβούσε στην αποδημία, η δούλη του Θεού Βαρβάρα, η κόρη του, κατήλθε από τον πύργο, για να δει το λουτρό. Μόλις έφτασε εκεί και είδε το προς νότον μέρος του να φωτίζεται από δύο παράθυρα, κατηγόρησε τους τεχνίτες, λέγοντας τους: «Για ποιο λόγο στα δύο παράθυρα δεν προσθέσατε και τρίτο, ώστε και πιο ευπρεπές να ήταν και περισσότερο άπλετος ο φωτισμός του λουτρού;». Εκείνοι της είπαν: «Έτσι πρόσταξε ο πατέρας σου». Μετά την απάντηση αυτή των τεχνιτών, η Βαρβάρα πρόβαλε αντίρρηση και τους παρακάλεσε να προσθέσουν και τρίτο παράθυρο. Εκείνοι όμως δίσταζαν να κάμουν την προσθήκη, προβάλλοντας ως εύλογη δικαιολογία τον φόβο του πατέρα της. Τότε η μακάρια Βαρβάρα, δείχνοντας ταυτόχρονα τα τρία από τα δάχτυλα του ενός χεριού της είπε: «Να κατασκευάσετε τρία, τρία σας λέγω, παράθυρα. Και αν γι’ αυτό δυσανασχετήσει ο πατέρας μου, θα λογοδοτήσω εγώ».Ύστερα από τη διαβεβαίωση αυτή της Βαρβάρας, οι τεχνίτες υποχώρησαν και κατασκεύασαν και τρίτο παράθυρο.
Όταν ολοκληρώθηκε η όλη διακόσμηση του λουτρού, η Αγία προσερχόταν συχνότερα προς αυτό το θέαμα, επειδή και η καρδιά της πλημμύρισε με τη χάρη του θείου Πνεύματος και δια της πίστεως η ψυχή της οπλίστηκε με μεγάλη παρρησία προς το Χριστό. Έτσι λοιπόν στάθηκε κοντά στη δεξαμενή και, αφού έστρεψε το βλέμμα της προς ανατολάς, χάραξε με το δάχτυλο της στα μάρμαρα του λουτρού τον τύπο του τιμίου Σταυρού. Και, ω του θαύματος!, για να γίνεται γνωστό και στους μετέπειτα το γεγονός αυτό και να κηρύττεται η δύναμη του Χρίστου, ο τύπος του Σταυρού που σημείωσε η Αγία με το δάχτυλο της στο μάρμαρο, ωσάν να χαράχτηκε με σιδερένιο όργανο, φαίνεται μέχρι σήμερα (4) σημειωμένος στο μάρμαρο, όχι μόνο για να καταφαίνεται το θαύμα, αλλά και για να επαυξάνει την πίστη εκείνων που τον βλέπουν. Αλλά βέβαια και το ίδιο το λουτρό διασώζεται μέχρι και σήμερα (5) και θεραπεύει κάθε πάθηση των φιλοχρίστων που προσέρχονται σ’ αυτό. Και αν κάποιος θα ήθελε να παραβάλει το λουτρό αυτό με τα ρείθρα του Ιορδάνη (6), ή με την πληγή του Σιλωάμ (7), ή και με την Προβατική κολυμβήθρα (8) , δεν θα έκανε καθόλου λάθος. Δηλαδή και δια του λουτρού εκείνου η δύναμη του Χριστού διενεργεί ομοίως πολλά και παράδοξα θαύματα.
Κάποια ημέρα, περνώντας η Μάρτυς από το λουτρό, έριξε το βλέμμα της στα είδωλα που λάτρευε ο πατέρας της, τα οποία κακώς θεωρούνταν θεοί. Μόλις τα είδε, της προκάλεσαν αηδία και βαριαναστέναξε για την αναίσθητη ψυχή εκείνου που τα λάτρευε. Έπειτα η Αγία έφτυσε στα πρόσωπα των ειδώλων εκείνων, λέγοντας: «Να γίνουν όμοιοί σας εκείνοι
που σας προσκυνούν και όλοι όσοι σας καλούν σε βοήθεια». Αυτά είπε η Βαρβάρα· και αφού ανήλθε και πάλι στον πύργο, καταγινόταν με τις προσευχές και τις νηστείες, εξαρτώντας ολόκληρο τον εαυτό της από τα ουράνια αγαθά πού περίμενε.
Το νόημα των τριών παραθύρων. Η αντίδραση του Διόσκορου
Δ’. Εν τω μεταξύ δεν πέρασε πολύς καιρός, και ο πατέρας της αγίας Βαρβάρας επανήλθε από τη χώρα στην οποία είχε μεταβεί. Αμέσως δε μετά την επάνοδο του έριξε ολόγυρα ένα προσεκτικό βλέμμα και κοίταζε όλα τα της οικίας του. Μόλις έστρεψε το βλέμμα του και στο λουτρό, είδε ότι στα δύο παράθυρα είχε προστεθεί και τρίτο. Το γεγονός αυτό του προκάλεσε απορία και ρώτησε τους τεχνίτες γιατί έκαμαν ένα τέτοιο πράγμα παραβιάζοντας την εντολή του. Εκείνοι του απάντησαν ότι την ευθύνη για την καινοτομία τη φέρει η κόρη του. Τότε ο Διόσκορος έστειλε και κάλεσε τη Βαρβάρα και της ζητούσε εξηγήσεις. Η Βαρβάρα όχι μόνο δεν αρνήθηκε την ευθύνη τας, αλλά και διατεινόταν ότι έτσι έπρεπε να γίνει και καλώς έγινε. Εκείνος εξοργίστηκε πολύ από την απάντηση της κόρης του και της είπε: «Πες μου με ποιόν τρόπο και κατά τι είναι καλύτερο έτσι το πράγμα;». Εκείνη του απάντησε ότι τα τρία παράθυρα διαφέρουν πολύ από τα δύο. Διότι τα τρία παράθυρα, είπε, φωτίζουν κάθε άνθρωπο ερχόμενο στον κόσμο. Και τούτο βέβαια το είπε, υποδηλώνοντας τη μεγαλειότητα της Αγίας Τριάδος. Ο Διόσκορος συνταράχτηκε από το παράξενο και ασυνήθιστο του λόγου της κόρης του Βαρβάρας. Έτσι λοιπόν την παρέλαβε κατ’ ιδίαν, πήγε στη δεξαμενή του λουτρού και τη ράπησε : «Πως το φως των τριών παραθύρων φωτίζει κάθε άνθρωπο;». Η Αγία του απάντησε: «Πρόσεξε, πατέρα μου, και θα καταλάβεις αυτό που σου είπα». Και αφού του είπε αυτά, έκαμε το σημείο του Σταυρού εν συνεχεία, δείχνοντάς του τα τρία δάχτυλα της, του είπε: «Κοίτα, Πατήρ, Υιός και ’γιο Πνεύμα από το φως αυτό όλη η κτίση φωτίζεται νοερώς και λάμπει».
Όμως η φαύλη εκείνη ακοή και ασκημένη στο ψεύδος της ειδωλολατρίας δεν ήταν δυνατόν να ανεχθεί τον λόγο της αλήθειας και κατελήφθη από μεγάλο θυμό και οργή. Και ο πατέρας ξεχνώντας το ότι ήταν πατέρας, έσπευδε να γίνει τύραννος και φονιάς. Έτσι λοιπόν έσυρε το ξίφος του, που κρεμόταν από τους ώμους του, και όρμησε να θανατώσει με τα ίδια του τα χέρια την κόρη του Βαρβάρα. Εκείνη δε, υψώνοντας ταυτόχρονα τα χέρια της, τα μάτια της, και τη διάνοια της προς τον ουρανό, καλούσε σε βοήθεια Εκείνον που είχε τη δύναμη να τη σώσει. Και Αυτός δεν άργησε να πράξει αυτά πού συνήθιζε. Τοιουτοτρόπως, όπως διέσωσε την πρωτομάρτυρα Θέκλα (9) από εκείνους που την καταδίωκαν, προστάζοντας την πέτρα που βρέθηκε μπροστά στην Πρωτομάρτυρα να ανοίξει και να την κλείσει μέσα της έτσι και την αοίδιμη Βαρβάρα: και αυτήν τη διέσωσε ο παντοδύναμος Θεός με όμοιο και ίσο θαύμα. Πράγματι, όταν εκείνος ο δήμιος δηλαδή είναι ανόσιος, ένας τέτοιος αιμοχαρής να ονομάζεται πατέρας έσυρε το ξίφος του και έτρεχε εναντίον της κόρης του, μια πέτρα, η οποία άνοιξε στα δύο με την επέμβαση της θείας και παντουργού θελήσεως του Θεού, δέχτηκε μέσα της την Αγία και τη διέσωσε ασύλληπτη από τα αιμοδιψή χέρια του πατέρα της, δίδοντας της τη δυνατότητα να ανέλθει σε ορεινότερους τόπους. Αλλά, και που εξαφανίστηκε η κόρη του από τα μάτια του, ο απαθέστερος και αναισθητότερος και από αυτούς τους λίθους αιμοχαρής εκείνος πατέρας δεν είχε τη δύναμη να λογικευθεί. Το αντίθετο: ενέτεινε ακόμη περισσότερο την ορμή του και ποθούσε να συλλάβει την κόρη του όχι ως πατέρας της, αλλά ως υιός μάλλον του εξαρχής ανθρωποκτόνου, του διαβόλου, όπως λέγει η θεία Γραφή (10). Προσπαθούσε δηλαδή να βρει και να συλλάβει την κόρη του, για να τη θανατώσει και να την εξαφανίσει.
Η σύλληψη της Αγίας και η παράδοση της στον ηγεμόνα Μαρκιανό
Ε’. Συνεχίζοντας λοιπόν ακάθεκτος ο Διόσκορος τις προσπάθειες του να βρει και να συλλάβει την κόρη του Βαρβάρα, συνάντησε δύο βοσκούς και τους ρώτησε αν ξέρουν κάτι γι’ αυτήν. Ο ένας, όντας φιλεύσπλαχνος και φιλάνθρωπος, δεν έκρινε πρέπον να προδώσει την καταδιωκώμενη. Έτσι, αρνήθηκ ε πάραυτα και υποκρίθηκε ότι δεν ήξερε τίποτε, προτιμώντας, θα έλεγε κάποιος, το σωτήριο ψεύδος αντί για την αλήθεια που θα έβλαπτε. Και ας γίνει εδώ μια παρέκβαση: να ντρέπεται ο Ηρώδης, που όλως ασυνέτως τήρησε τον όρκο του για την ηδονή και την πονηρή κρίση (και αποκεφάλισε τον Ιωάννη τον Πρόδρομο) (11). Ο άλλος βοσκός όμως, όντας κακοηθέστατος, δεν μίλησε μεν, για να μην τον ακούσουν και εκτεθεί· με το δάχτυλο του όμως έδειξε στον Διόσκορο τον δρόμο που οδηγούσε εκεί που βρισκόταν η Αγία. Την πράξη του όμως αυτή δεν την ανέχτηκε η θεία δικαιοσύνη, και για το κακούργημα του επέφερε κατ’ αυτού βαριά τιμωρία: τα πρόβατα του, μετά από κατάρα της Αγίας, δεν ήταν πλέον πρόβατα· μεταβλήθηκαν σε κανθάρους, οι οποίοι, προς συνεχή κατηγορία του κακουργήματος εκείνου, πετούν συνεχώς πάνω και γύρω από τον τάφο της Αγίας.
Λοιπόν, ο μανιώδης Διόσκορος, ακολουθώντας τις υποδείξεις εκείνου του κακοηθέστατου βοσκού, βρήκε την Αγία στο όρος και την συνέλαβε. Και πρώτα, έτσι όπως ήταν εξοργισμένος, τη μαστίγωσε ανηλεώς και της καταπλήγωσε ολόκληρο το σώμα. Ακολούθως την άρπαξε από τα μαλλιά και, τραβώντας την με βία, την έκλεισε σε έναν οικίσκο. Έξω από τον οικίσκο εγκατέστησε φρουρούς, αφού προηγουμένως ασφάλισε και τη θύρα με ειδικές σφραγίδες. Μετά ταύτα και όσο μπορούσε πιο γρήγορα πήγε στον ηγεμόνα Μαρκιανό, ο οποίος τον καιρό εκείνο είχε την εξουσία στην περιοχή, και του εξέθεσε με κάθε λεπτομέρεια τα σχετικά με την κόρη του Βαρβάρα. Δηλαδή, περιληπτικά, του είπε ότι η κόρη του αρνήθηκε τους πάτριους θεούς και επέλεξε παρ ‘ ελπίδα να τιμάει και να πρεσβεύει τα των χριστιανών.
Αυτά είπε ο Διόσκορος στον Μαρκιανό. Εν συνεχεία πήγε και έφερε την κόρη του από τον οικίσκο και την παρέδωσε στα χέρια του, εξορκίζοντας τον στους θεούς τους να μη φεισθεί της κόρης του σε τίποτε (πατέρας που να σου πετύχει!), αλλά να μετέλθει τη σκληρότερη βία εναντίον της και να της επιβάλει τα πιο φριχτά βασανιστήρια.
Ακλόνητη η πίστη της Βαρβάρας. Μαστίγωση
ΣΤ. Λοιπόν, ο Μαρκιανός κάθισε στην έδρα του δικαστηρίου και πρόσταξε να οδηγήσουν την Αγία ενώπιον του. Μόλις η Αγία εμφανίστηκε ενώπιον του στο δικαστήριο, εκείνος, βλέποντας την κοσμιότητα του ήθους της και ταυτόχρονα το ανυπέρβλητο κάλλος της μορφής της, λησμόνησε τους όρκους του πατέρα της και ήταν έτοιμος να εκφράσει τον θαυμασμό του προς αυτήν, παρά να την τιμωρήσει. Έτσι λοιπόν και με λόγια πιο φιλάνθρωπα της έλεγε: «Λυπήσου τον εαυτό σου, Βαρβάρα, και πρόσφερε μαζί μας θυσία στους θεούς. Διότι εγώ φρόντιζω για το καλό σου και διστάζω να υποβάλω σε βασανιστήρια ένα τόσο εξαίσιο κάλλος. Αν όμως δεν θελήσεις να πεισθείς, θα με εξαναγκάσεις να πράξω εφεξής εναντίον σου έτσι που καταβάθος δεν θέλω». Η Αγία δε, απαντώντας στην πρόταση του Μαρκιανού να προσφέρει θυσία στους θεούς, είπε: «Εγώ προσφέρω θυσία αινέσεως στον Θεό μου, ο Οποίος δημιούργησε τον ουρανό και τη γη και όλα όσα είναι σ’ αυτά. Περί των ψεύτικων δε και ανύπαρκτων θεών σου έχει λεχθεί από τον Δαβίδ, ύστερα από φωτισμό που έλαβε από το ’γιο Πνεύμα, ότι τα είδωλα που λατρεύουν οι εθνικοί είναι από αργυρό (ασήμι) και χρυσάφι, και κατασκευασμένα από χέρια ανθρώπων” (12) και ότι όλοι οι θεοί των ειδωλολατρικών λαών είναι δαιμόνια, ανύπαρκτοι, πλάσματα της φαντασίας και επινοήματα του διαβόλου” (13). Συμφωνώ δε και εγώ με την άποψη και ομολογώ ρητά και κατηγορηματικά ότι η ελπίδα η στηριζόμενη στους ψεύτικους και ανύπαρκτους αυτούς θεούς είναι κενή και μάταιη».
Τα λόγια αυτά της αγίας Βαρβάρας εξόργισαν τον δικαστή. Έτσι λοιπόν αυτός πρόσταξε να τη δέσουν και να της καταπληγιάσουν το σώμα χτυπώντας την ανηλεώς με σκληρά βούνευρα. Έπειτα, θέλοντας να την κάμει να αισθάνεται δριμύτερους τους πόνους, πρόσταξε να τρίβουν με τρίχινα υφάσματα τις πληγές της. Έτσι λοιπόν απάνθρωπα κακοποιούμενη η Μάρτυς, ανοίγονταν στο σώμα της χαλεπές και ασταμάτητες πηγές αιμάτων, ώστε από το αίμα που ανέβλυζε από αυτές κατακοκκίνησε όλο το έδαφος κάτω και γύρω από το σώμα της.
Μετά την ανελέητη μαστίγωση της αγίας Μάρτυρος, ο ηγεμόνας ήθελε να σκεφτεί σε τι είδους τιμωρία εν συνεχεία θα την παρέδιδε. Για τον λόγο αυτό πρόσταξε και την έκλεισαν προσωρινά στη φυλακή.
Ο Χριστός ενθαρρύνει την Αγία. Η Ιουλιανή
Ζ. Κατά τα μεσάνυχτα όμως ένα ολόλαμπρο ουράνιο φως περιέλαμψε την Αγία και εμφανίστηκε σ’ αυτήν ο Χριστός, ο Οποίος της έδωσε πολύ θάρρος και την προέτρεψε να μη φοβάται καθόλου τα κακά που προέρχονται από ανθρώπους. «Εγώ είμαι μαζί σου», της είπε, «και θα είσαι ασφαλισμένη κάτω από τη σκιά των πτερύγων μου». Δεν είχαν δε ακόμη τελειώσει οι λόγοι του Χρίστου προς την Μάρτυρα, και βρήκε την εκπλήρωσή του σ’ αυτήν εκείνο που έχει ειπωθεί από τον προφήτη Ησαΐα (14) 14, αφού γρήγορα ανέτειλε η ίασή της και οι πληγές της, ωσάν να μην υπήρχαν εξαρχής, εξαφανίστηκαν από το σώμα της και δεν φαινόταν ούτε ίχνος. Διακατείχε δε την Αγία χαρά και αγαλλίαση, και ευφροσύνη αιώνιος στεφάνωνε τρόπον τινά την κεφαλήν της, για να λεχθεί πάλι το του Ησαΐα (15). Τότε μία γυναίκα θεοσεβής και φοβούμενη τον Θεό, ονόματι Ιουλιανή (16), η οποία συναναστρεφόταν τότε με τη Μάρτυρα, μόλις είδε τα θαυμαστά και παράδοξα που συνέβησαν σ’ αυτήν και με ποιόν τρόπο εξαφανίστηκαν τάχιστα οι πληγές της, δοξολόγησε τον Θεό και, συμφωνώντας πέρα ως πέρα με όλα εκείνα που πίστευε και η αγία Βαρβάρα, προετοίμαζε και εκείνη τον εαυτό της προς πληγές και μαστιγώσεις.
Έτσι είχαν τα πράγματα, και ο ηγεμόνας, αφού κάθισε για δεύτερη φορά στην έδρα του δικαστηρίου, πρόσταξε να του φέρουν και πάλι ενώπιον του την άγια Βαρβάρα. Μόλις η Αγία εμφανίστηκε ενώπιον του ηγεμόνα, όλοι όσοι την είδαν εξεπλάγησαν και τους έπιασε δέος, διότι στο σώμα της δεν διακρινόταν ούτε η παραμικρή αμυχή, ούτε ο ελάχιστος μώλωπας. Ο δικαστής όμως, αλίμονο!, ολοφάνερα τυφλός μπροστά στην αλήθεια, ενώ έπρεπε να αποδώσει το γεγονός της θεραπείας της Μάρτυρος στη μεγάλη δύναμη του Θεού και να αρνηθεί την απάτη της ειδωλολατρίας, εκείνος αναισχυντούσε ακόμη περισσότερο και απέδιδε την ίαση στους δικούς του θεούς. Συγκεκριμένα, με έλλειψη κάθε ντροπής και λογικής, είπε στην αγία Μάρτυρα: «Βλέπεις, Βαρβάρα, με ποιόν τρόπο σε προσέχουν οι θεοί και σε φρόντισαν θεραπεύοντας τις πληγές σου;». Απαντώντας δε η Μάρτυς του Θεού, τού είπε: «Οι θεοί σου, που είναι τυφλοί όπως εσύ και έχουν ανάγκη από ανθρώπινα χέρια για την κατασκευή τους, πως θα μπορούσαν να πράξουν κάτι τέτοιο; Αλλά αν θέλεις να μάθεις ποιος με θεράπευσε, σου λέγω ότι αυτός είναι ο Χριστός, ο Υιός του ζώντος Θεού (17), τον Οποίο εσύ δεν μπορείς να δεις, γιατί τα μάτια της ψυχής σου είναι τυφλωμένα από το βαθύ σκοτάδι της ασεβείας».
Αποτρόπαια βασανιστήρια
Η’. Ο ηγεμόνας εξοργίστηκε παράφορα από τα λόγια αυτά της αγίας Βαρβάρας και δεν μπορούσε πλέον να συγκρατήσει τον εαυτό του. Έτσι λοιπόν πρόσταξε τους παρόντες να ξεσκίσουν με σιδερένια νύχια τις πλευρές τής Μάρτυρος επιπλέον, να της κατακαίνε με λαμπάδες πυρός τα ήδη ξεσκισμένα από τα σιδερένια νύχια μέλη της και να της χτυπάνε με σφυρί την τίμια κεφαλή της. Και βέβαια οι παρόντες δήμιοι έσπευσαν αμέσως και έπρατταν εκείνα που τους πρόσταξε ο ηγεμόνας Μαρκιανός. Βλέποντας δε η θεοσεβής Ιουλιανή τα μαρτύρια που υφίστατο η αγία Βαρβάρα, ένιωθε μεγάλο πόνο στην ψυχή της και επειδή δεν μπορούσε να τη βοηθήσει, έπραττε αυτό που της ήταν δυνατόν: έδειχνε σ’ αυτήν την αγάπη της, χωρίς να στρέφεται εναντίον των βασανιστών και του άρχοντα, αλλά χύνοντας από τα μάτια της ποτάμι τα δάκρυα. Κάποια στιγμή όμως ο Μαρκιανός έστρεψε το βλέμμα του στην Ιουλιανή και ζήτησε να μάθει ποια ήταν. Και μόλις άκουσε ότι και αυτή ήταν χριστιανή και ότι υπέφερε και πονούσε η ψυχή της από συμπάθεια προς τη Βαρβάρα, πρόσταξε να συλληφθεί και αυτή, να κρεμαστεί σε ξύλο και να καταξεσκιστούν οι πλευρές της με σιδερένιους ξυστήρες, παραπλήσια προς την αγία Μάρτυρα, τη Βαρβάρα. Οι δήμιοι έσπευσαν αμέσως και εκτέλεσαν την προσταγή.
Τότε λοιπόν η πολύαθλη Βαρβάρα ύψωσε το βλέμμα της προς τον ουρανό και είπε: «Εσύ, καρδιογνώστη Θεέ μου, γνωρίζεις ότι εγώ, ποθώντας Εσένα και αγαπώντας τους νόμους Σου, Σου προσέφερα ολόκληρο τον εαυτό μου και τον εξάρτησα από τη δεξιά Σου, Εσύ λοιπόν, Δέσποτα, μη μας εγκαταλείπεις, αλλά βοήθησε μας κατά το ελεός Σου και ενίσχυσε μας να φέρουμε εις πέρας και οι δυό μας τον παρόντα δρόμο». Μετά λόγια αυτά η Μάρτυς του Χριστού ικέτευε τον Κύριο, για τον Οποίο υπέμεινε τα βασανιστήρια αυτά, και ζητούσε τη βοήθεια Του, για να ξεπεραστεί η ασθένεια της ανθρώπινης φύσης. Γνώριζε δηλαδή η Αγία ποιος αψευδώς είπε: «Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής» (18).
Θ’. Ο τύραννος όμως, αντιτάσσοντας τον εαυτό του ωσάν αντίπαλο σε όλα, για να εξουδετερώσει την ανδρεία της ψυχής της Βαρβάρας και της Ιουλιανής με περίσσεια βασανιστηρίων, στράφηκε και προς αλλού είδους τιμωρία: πρόσταξε να κόψουν με σμίλη τους μαστούς τους. Γνωρίζω (19) ότι και μόνο με την ακοή του βασανιστηρίου αυτού σας έπιασε ίλιγγος. Τι λοιπόν έμελλε αυτό το βασανιστήριο να κατορθώσει, και μάλιστα σε γυναίκες, αν η ακαταμάχητη αγάπη και η πίστη προς τον Χριστό δεν ενεύρωνε τις ψυχές τους; Αλλά βέβαια στη δούλη του Θεού Βαρβάρα δεν διέφυγε καθόλου από το νου της και ποιο ήταν γι’ αυτές το φάρμακο προς αντιμετώπιση μιας τόσο φρικτής οδύνης. Για τούτο καλούσε και πάλι την εξ ύψους βοήθεια, λέγοντας: «Μην αποστρέψεις από εμάς, Χριστέ μου, το πρόσωπο Σου και μη μας αφαιρέσεις το Πνεύμα Σου το ’γιο. Δώσε μας, Κύριε, τη μεγάλη χαρά της σωτηρίας που προέρχεται από Εσένα. Και στήριξε μας με ισχυρή θέληση, ώστε η πίστη μας και ευλάβεια μας προς Εσένα να μείνει ακλόνητη» (20).
Επειδή λοιπόν και προς αυτό το αποτρόπαιο βασανιστήριο υπήρχε και στις δύο μία και η αυτή βούληση και καρτερία, ο ηγεμόνας επινόησε κάτι σοφότερο, ή μάλλον κακουργότερο : διαχώρισε τη μία από την άλλη και πρόσταξε τη μεν Ιουλιανή να την κλείσουν στη φυλακή, τη δε Βαρβάρα να τη γυμνώσουν και να τη διαπομπεύσουν, περιφέροντας την σε όλη την πόλη· και επιπλέον να της μαστιγώσουν το σώμα. Η Μάρτυς όμως, γελοιοποιούμενη με την εξευτελιστική αυτή περιφορά, έπραττε πάλι εκείνα που συνήθιζε, δηλαδή έστρεψε το βλέμμα της προς τον ουρανό και είπε: «Βασιλεύ παντοδύναμε, που περιβάλλεις με τα νέφη τον ουρανό και σπαργανώνεις με την ομίχλη τη γη, Εσύ σκέπασε και τη δική μου γύμνωση και κάμε τα μέλη μου να γίνουν αθέατα στα μάτια των ασεβών, ώστε εγώ η δούλη Σου, Χριστέ μου, να μη γίνω μυκτηρισμός και χλευασμός από της που στέκονται γύρω της». Και από το Ναό τον άγιο Του ο ταχύς της βοήθεια Κύριος άκουσε την προσευχή της αγίας Μάρτυρος και, αφού εμφανίστηκε πάραυτα σ’ αυτήν, πλημμύρισε την καρδιά της από χαρά και αγαλλίαση αφενός και αφετέρου την περιέβαλε με μια αόρατη στολή· και αφού η Αγία έτσι πέρασε τη διαπόμπευση, περέστη και πάλι στον μιαρό Μαρκιανό.
Η τελική απόφαση του ηγεμόνα
Ι΄. Ύστερα από όλα αυτά, ο Μαρκιανός κατάλαβε πλέον ότι δεν μπορούσε ούτε με υποσχέσεις αγαθών ούτε με επινοήσεις βασανιστηρίων να πείσει, ούτε κατ’ ελάχιστο, την αγία Βαρβάρα και την ομόφρονά της και πανέμορφη Ιουλιανή. Για τούτο λοιπόν, προκειμένου αυτός να μην εξευτελιστεί περισσότερο επιχειρώντας τα αδύνατα και εκτρεπόμενος σε φανερή ανοησία, αποφάσισε την καταδίκη και των δύο σε θάνατο και πρόσταξε να τους κόψουν με ξίφος τα κεφάλια.
Παρών και θεατής σε όλα τα βασανιστήρια, που υπέστη η αγία Βαρβάρα, ήταν και ο κακούργος και παιδοκτόνος πατέρας της ο Διόσκορος. Αυτός δεν αισθάνθηκε χαρά μόνο για τα πραττόμενα κατά της κόρης του, ούτε αρκέστηκε με το μέγεθος της συμφοράς, το να δει δηλαδή με τα πατρικά του(!) μάτια την κόρη του, και κόρη τόσο ωραία, να θανατώνεται από τα χέρια των δημίων αλλά θεωρούσε ότι θα αποτελούσε καταισχύνη για τον ίδιο, ανανδρία και μαλθακότητα ψυχής, στην περίπτωση που δεν θα τη φόνευε ο ίδιος με τα ίδια του τα χέρια! Έτσι λοιπόν, για τον λόγο αυτό, μόλις εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση, παρέλαβε την κόρη του, για να την αποκεφαλίσει με τα ίδια του τα χέρια.
Οδηγούμενη λοιπόν η Βαρβάρα στο όρος για τον αποκεφαλισμό της, ενώ συνακολουθούσε και η Ιουλιανή, προς αποκεφαλισμό και εκείνη, όντας πλέον (η Βαρβάρα) κοντά στο τέλος της ζωής της, φρόντισε για την προσφιλή προσευχή της. Έτσι, έκλινε τα γόνατα και είπε: «’ναρχε Θεέ, Εσύ που εξέτεινες τον ουρανό ωσάν θολωτή στέγη και θεμελίωσες τη γη πάνω στα ύδατα, Εσύ που προστάζει τις νεφέλες να βρέχουν και έστησες τον ήλιο να φωτίζει τα πάντα· και τις κοινές αυτές απολαύσεις τις χορηγείς σε δικαίους και αδίκους, σε αγαθούς και σε πονηρούς (21). Εσύ και τώρα, Βασιλεύ, εισάκουσε την προσευχή μου, και όποιον στον οίκο του μνημονεύει το Όνομά Σου και τα μαρτύρια μου για τη δόξα του Ονόματός Σου, αυτόν και τα άλλα μέλη της οικογένειας του αξίωσε τους να μην τους αγγίξει καμιά λοιμώδης νόσος ούτε κάτι άλλο από εκείνα που μπορούν να φέρουν στα σώματα βλάβη και πόνο. Διότι, Κύριε, ξέρεις ότι εμείς είμαστε σάρκες και αίμα, έργο των αχράντων χεριών Σου και τιμημένοι με τη δική Σου εικόνα και τη δυνατότητα να ομοιωθούμε με Εσένα».
Αυτά είπε στην προσευχή της η αγία μάρτυς Βαρβάρα· και μια παράδοξη φωνή ακούστηκε εξ ουρανού, η οποία καλούσε προς τον ουρανό και αυτήν, τη Βαρβάρα, και τη σύναθλό της Ιουλιανή, και υποσχόταν συνάμα την εκπλήρωση των αιτημάτων της. Ακούοντας δε η Αγία αυτήν τη γλυκιά φωνή, πήρε περισσότερο θάρρος και περπατούσε με βιασύνη στον δρόμο, ώστε να φτάσει το γρηγορότερο στον τόπο της τελειώσεως.
Η τελείωση
ΙΑ’. Μόλις η αγία μάρτυς Βαρβάρα έφτασε στον καθορισμένο τόπο, έσκυψε το κεφάλι της και δέχτηκε την τελείωση από τα πατερικά χέρια δια του πατρικού ξίφους και παραδόξω ς αναφάνηκε καρπός καλός από δέντρο φαύλο. Επίσης τελειώθηκ ε μαζί της δια ξίφους και η Ιουλιανή από κάποιον εκ των στρατιωτών πού ήταν εκεί. Όμως, μετά από τους άδικους αυτούς αποκεφαλισμούς, η θεία δίκη δεν περίμενε ούτε τον παραμικρό χρόνο, αλλά αμέσως τιμώρησε τον ασεβή και παιδοκτόνο εκείνον πατέρα, και για το αποτρόπαιο έγκλημα του και προς παραδειγματισμό. Συγκεκριμένα: ενώ αυτός, ο άθλιος όντως, κατέβαινε από το όρος, χτυπήθηκε από κεραυνό και εκβλήθηκε παντελώς από τη ζωή· όχι μόνο από την πρόσκαιρη και ρευστή, αλλά και από την αιώνια, όντας ανάξιος και στην παρούσα ζωή να ζει και τη μέλλουσα να απολαύσει. Αλλά η λάμψη και ο κρότος του θεήλατου εκείνου πυρός, του κεραυνού, έφτασε και μέχρι τον ηγεμόνα Μαρκιανό, ως προοίμιο οπωσδήποτε και αψευδές σύμβολο του άυλου και άσβεστου εκείνου πυρός, από το οποίο αυτός έμελλε να κολάζεται αιωνίως.
Τα ιερά σώματα των αγίων μαρτύρων Βαρβάρας και Ιουλιανής τα πήρε με ευλάβεια ένας ευσεβής και φιλόθεος άνδρας, ονόματι Ουαλεντίνος, και αφού τα τίμησε πρεπόντως με ιερά άσματα, τα ενταφίασε σεμνοπρεπώς και θεοφιλώς σε έναν τόπο που ονομάζεται Γελασσός και απέχει δώδεκα μίλια από τα Ευχάιτα (22). Και τα ενταφιασμένα εκεί ιερά αυτά σώματα αποτελούν νόσων ίαμα, ψυχών αγαλλίαμα, ανδρών φιλόθεων πολυέραστο εντρύφημα, προς δόξα του Χριστού, του αληθινού Θεού μας, στον Οποίο πρέπει τιμή, κράτος, μεγαλοσύνη και μεγαλοπρέπεια τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΧΟΛΙΑ – ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
(1). Η μεγαλομάρτυς Βαρβάρα τιμάται στις 4 Δεκεμβρίου και από την Ορθόδοξη και από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Σχετικά με τον χρόνο και τον τόπο που άθλησε η αγία Βαρβάρα δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ των ερευνητών. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι στις διάφορες πηγές ( ’κτα και Συναξάρια), ενώ τα μαρτύρια της Αγίας περιγράφονται σχεδόν ομοιόμορφα, τα περί του τόπου και του χρόνου διαφέρουν. Συγκεκριμένα, ως προς τον τόπο: άλλα κείμενα λένε ότι η αγία Βαρβάρα μαρτύρησε στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας· άλλα, τα λατινικά, λένε όχι μαρτύρησε στην Τοσκάνη της Ιταλίας· και άλλα, τα περισσότερα, λένε όχι μαρτύρησε στην Ηλιούπολη της Φοινίκης. Ας σημειωθεί ότι ο Συμεών ο Μεταφραστής και ο Λατίνος Mombritius, ως τόπο μαρτυρίου της Αγίας, δέχονται την Ηλιούπολη. Και αυτό κατά πάσα πιθανότητα είναι το σωστό. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι Ηλιουπολίτες θεωρούν την Αγία δική τους. Κοντά δε στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας υπήρχε αρχαία Μονή επ’ ονόματι της αγίας Βαρβάρας. Ως προς τον χρόνο: άλλα κείμενα λένε ότι η Αγία μαρτύρησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Μαξιμίνου του Θρακός (235-238), και συγκεκριμένα περί το 237 μ.Χ., και άλλα λένε ότι μαρτύρησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Μαξιμιανού (286-305). Το πιο πιθανό είναι ότι η Αγία μαρτύρησε περί το 306 μ.Χ.
Το ιερό λείψανο της μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας μετακομίστηκε αργότερα από την Ηλιούπολη στην Κωνσταντινούπολη και αποθησαυρίστηκε στον ιερό Ναό, τον όποιο έχτισε ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ ο Σοφός (886-912) εντός των ανακτόρων επ’ ονόματι της Αγίας. Κατά το έτος 991 μ.Χ. τμήματα του ιερού λειψάνου μεταφέρθηκαν στη Βενετία. Είναι γνωστό επίσης ότι η κόρη του αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ του Κομνηνού (1081-118), ονόματι Βαρβάρα, σύζυγος του Ρώσου μεγάλου Δούκα του Κιέβου Σβιατοπόλκ – Μιχαήλ, μετέφερε στο Κίεβο τμήμα του ιερού λειψάνου της αγίας Βαρβάρας, το οποίο και εναπέθεσε στον ιερό Ναό Μονής του Κιέβου, τον οποίο ανήγειρε ο Σβιατοπόλκ 1108 μ.Χ.
Η μεγαλομάρτυς Βαρβάρα είναι από τις δημοφιλέστερες Αγίες της Εκκλησίας μας και κατέχει ιδιαίτερη θέση στη συνείδηση του ελληνικού λαού. Κατάσπαρτη είναι η χώρα μας από περικαλλείς ναούς και εξωκκλήσια επ’ ονόματι της. Την αγία μεγαλομάρτυρα Βαρβάρα έχει ως προστάτιδά του το ελληνικό Πυροβολικό, το οποίο και πανηγυρίζει με κάθε λαμπρότητα κατά την ημέρα της μνήμης της, δηλαδή στις 4 Δεκεμβρίου.
Αλλά και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία τιμάει ξεχωριστά την αγία Βαρβάρα. Η Αγία στη Δύση θεωρείται προστάτιδα των εργατών ορυχείων, των πύργων, των φυλακισμένων, των αρχιτεκτόνων, των κωδωνοποιών, των οχυρώσεων, των πυριτιδοποιών, των χαλκουργών, των μαγείρων κ.ά.
Στην Τέχνη της Ορθόδοξης Εκκλησίας η μεγαλομάρτυς Βαρβάρα εξεικονίζεται ως κόρη εξοχής ωραιότητας, κρατώντας σταυρό με το δεξιό της χέρι και έχοντας την παλάμη του αριστερού χεριού ανεστραμμένη, σύμβολο της καρτερίας της στο μαρτύριο. Η Αγία εξεικονίζεται και σε «υποθέσεις» (= συνθέσεις) του μαρτυρίου της. Σε μια «υπόθεση» λ.χ. ζωγραφίζεται ως καταδιωκόμενη από τον πατέρα της, ο οποίος κρατεί στο χέρι του ξίφος, ενώ στο βάθος διακρίνεται ό πύργος, στον όποιο κατά την παράδοση ήταν κλεισμένη.
Στην Τέχνη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας η Μεγαλομάρτυς εξεικονίζεται επίσης ως κόρη πάγκαλη, κρατώντας με το δεξιό της χέρι το ποτήριο του μαρτυρίου ή κλάδο φοίνικα, σύμβολο της νίκης στο μαρτύριο, ενώ πίσω της διακρίνεται ευκρινώς ο πύργος. Συχνά η Αγία ζωγραφίζεται και μαζί με άλλες παρθενομάρτυρες και ιδιαίτερα μαζί με την αγία Αικατερίνη.
Ας σημειωθεί και το έξης: η αγία Βαρβάρα κατέχει ξεχωριστή θέση στην Ελληνική Λαογραφία και είναι συνδεδεμένη με πολλά έθιμα και παραδόσεις του λαού μας (βλ. Ν. Πολίτου, Λαογραφικά σύμμεικτα Γ (1931), σσ. 69,90, 135, καί Γ. Μέγα, Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας (1943), σσ. 29-31).
(2). Ο Μαξιμιανός διατέλεσε συναυτοκράτορας του Διοκλητιανού και είχε την ευθύνη της διοικήσεως του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στο σύστημα της Τετραρχίας. Βασίλευσε από το 286 μέχρι το 305 μ.Χ. Υπήρξε άγριος και απηνής διώκτης του Χριστιανισμού.
(3). Η Ηλιούπολη, περί της οποίας γίνεται εδώ λόγος, είναι αρχαία πόλη της Κοίλης Συρίας (Φοινίκης), χτισμένη στους ανατολικούς πρόποδες του Αντιλιβάνου. Υπήρξε μία από τις σπουδαιότερες πόλεις της Συρίας. Διαδοχικά, μετά από τους Έλληνες, περιήλθε στους Ρωμαίους, στους Βυζαντινούς, στους ’ραβες (635 μ.Χ.) και αργότερα στους Οθωμανούς (1517 μ.Χ.). Από το έτος 1924 μ.Χ. περιελήφθη στο κράτος του Λιβάνου και από τους ντόπιους ονομάζεται Μπαλμπέκ (πόλη του Βάαλ, δηλαδή του Ήλιου).
Ας σημειωθεί εδώ ότι υπήρχε και άλλη Ηλιούπολη, η της Αιγύπτου· δεν έχει όμως σχέση με την αγία Βαρβάρα.
(4). Εννοείται κατά τους χρόνους της συγγραφής του Συναξαρίου από τον άγιο Συμεών τον Μεταφραστή (10ος αι. μ.Χ.).
(5). Βλ. σημ. 4.
(6). Τα ρείθρα του Ιορδάνη απέκτησαν ιδιαίτερη σημασία, διότι σ’ αυτά βαπτίστηκε ο Κύριος από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο.
(7). Βλ.Ιωάν.θ ‘ 1-7.
(8). Βλ.Ιωάν.ε ‘ 1-16.
(9) Περί της αγίας Θέκλας ιδέ στις σχετικές σελίδες του παρόντος βιβλίου.
(10). Βλ Ιωάν. η’ 44.
(11). Βλ. Ματθ. ιδ’ 1-12 και Μαρκ. οτ ‘ 14-29.
(12). Βλ.Ψαλμ.ριγ ‘(113)5.
(13). Βλ.ΨαλμΛε ‘(90)5.
(14). Βλ.Ησ.λε’4.
(15). Βλ. Ησ. λε’ 10.
(16). Η Ιουλιανή συνεμαρτύρησε με την αγία Βαρβάρα και η μνήμη και αυτής εορτάζεται στις 4 Δεκεμβρίου.
(17). Βλ.Ματθ.ιστ’16.
(18). Βλ. Ματθ. κστ’ 41 και Μαρκ. ιδ’ 38.
(19) Εννοείται ο συγγραφέας του Συναξαρίου.
(20). Παράβαλε Ψαλμ. ν’ (50) 13-14.
(21). Παράβαλε Ματθ. ε’ 45.
(22). Εσφαλμένως αναφέρονται τα Ευχάιτα με το όνομα αυτό είναι γνωστές δύο αρχαίες μικρασιατικές πόλεις, αντί του ορθού Ηλιούπολη, πλησίον της οποίας και βρίσκεται η τοποθεσία Γελασσός.