Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Το Ευαγγέλιο της Εορτής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Το Ευαγγέλιο της Εορτής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Ιανουαρίου 07, 2019

Το Ευαγγέλιο της Δευτέρας 7 Ιανουαρίου 2019. Τιμίου Προδρόμου.


Αποτέλεσμα εικόνας για αγιοσ ιωαννησ προδρομοσ  ΚΉΡΥΓΜΑ


Τῇ ἐπαύριον βλέπει ὁ ᾿Ιωάννης τὸν ᾿Ιησοῦν ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει· ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου.
οὗτός ἐστι περὶ οὗ ἐγὼ εἶπον· ὀπίσω μου ἔρχεται ἀνὴρ ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν.
κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τῷ ᾿Ισραήλ, διὰ τοῦτο ἦλθον ἐγὼ ἐν τῷ ὕδατι βαπτίζων.
καὶ ἐμαρτύρησεν ᾿Ιωάννης λέγων ὅτι τεθέαμαι τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον ὡς περιστερὰν ἐξ οὐρανοῦ, καὶ ἔμεινεν ἐπ’ αὐτόν.
κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ’ ὁ πέμψας με βαπτίζειν ἐν ὕδατι, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἐφ’ ὃν ἂν ἴδῃς τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον καὶ μένον ἐπ’ αὐτόν, οὗτός ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ.
κἀγὼ ἑώρακα καὶ μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ.

Κατά Ιωάννη Άγιο Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο Α'(1) 29-34


Παρασκευή, Ιανουαρίου 06, 2017

Το Ευαγγέλιο της Εορτής Των Αγίων Θεοφανείων

Αποτέλεσμα εικόνας για θεοφανεια


Ματθ. 3,13Τότε παραγίνεται ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐπὶ τὸν Ἰορδάνην πρὸς τὸν Ἰωάννην τοῦ βαπτισθῆναι ὑπ᾿ αὐτοῦ.
Ματθ. 3,13Τοτε έρχεται ο Ιησούς από την Γαλιλαίαν (όπου έμενε και ησχολείτο με την ξυλουργικήν τέχνην) στον Ιορδάνην προς τον Ιωάννην, δια να βαπτισθή από αυτόν.
 
Ματθ. 3,14ὁ δὲ Ἰωάννης διεκώλυεν αὐτὸν λέγων· ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με;
Ματθ. 3,14Ο Ιωάννης όμως τον εμπόδιζε με επιμονήν και έλεγε· “εγώ, ο ατελής και αδύνατος άνθρωπος, έχω ανάγκην να βαπτισθώ από σε, και συ, ο αναμάρτητος και τέλειος, έρχεσαι να βαπτισθής από εμέ;”
 
Ματθ. 3,15ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν· ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην· τότε ἀφίησιν αὐτόν·
Ματθ. 3,15Απεκρίθη δε ο Ιησούς και είπε προς αυτόν· “έτσι είναι, αλλά άφησε τώρα τας αντιρρήσεις και μη φέρνεις δυσκολίες στο βάπτισμά μου, διότι έτσι πρέπει, και για μένα και για σένα, να εκπληρώσω κάθε εντολήν του Θεού· μία από τας εντολάς είναι και αυτή”. Τοτε ο Ιωάννης τον αφήκε να βαπτισθή.
 
Ματθ. 3,16καὶ βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος· καὶ ἰδοὺ ἀνεώχθησαν αὐτῷ οἱ οὐρανοί, καὶ εἶδε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καταβαῖνον ὡσεὶ περιστερὰν καὶ ἐρχόμενον ἐπ᾿ αὐτόν·
Ματθ. 3,16Και ο Ιησούς, όταν εβαπτίσθη, εβγήκε αμέσως από το νερό (διότι δεν είχε καμμίαν αμαρτίαν να εξομολογηθή, ενώ οι άλλοι έμεναν εις αυτό, όσον χρόνον διαρκούσε η εξομολόγησίς των). Και ιδού ηνοίχθησαν χάριν αυτού οι ουρανοί και είδε το Πνεύμα του Θεού να κατεβαίνη υπό την μορφήν της περιστεράς και να έρχεται επάνω εις αυτόν.
 
Ματθ. 3,17καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῶν οὐρανῶν λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα.
Ματθ. 3,17Και ιδού ηκούσθη από τους ουρανούς η φωνή του Θεού και Πατρός, ο οποίος έλεγεν· “Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπημένος (ο μονογενής ως Θεός υιός μου, και ο απολύτως αναμάρτητος ως άνθρωπος) στον οποίον αναπαύομαι πάντοτε πλήρως, διότι πράττει το αρεστόν εις εμέ”.
 

Πέμπτη, Αυγούστου 06, 2015

Το Ευαγγέλιο της Εορτής της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος




Ματθ. 17,1Καὶ μεθ᾿ ἡμέρας ἓξ παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἀναφέρει αὐτοὺς εἰς ὄρος ὑψηλὸν κατ᾿ ἰδίαν·
Ματθ. 17,1Επειτα δε από εξ ημέρας επήρε μαζή του ο Ιησούς τον Πετρον και τον Ιάκωβον και τον αδελφόν αυτού Ιωάννην και ανέβηκε με αυτούς μόνον εις υψηλόν όρος.
 
Ματθ. 17,2καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς.
Ματθ. 17,2Και μετεμορφώθη εμπρός εις αυτούς, και έλαμψε το πρόσωπον αυτού όπως ο ήλιος, τα δε ενδύματά του έγιναν λευκά όπως το φως.
 
Ματθ. 17,3καὶ ἰδοὺ ὤφθησαν αὐτοῖς Μωσῆς καὶ Ἠλίας μετ᾿ αὐτοῦ συλλαλοῦντες.
Ματθ. 17,3Και ιδού, εφάνησαν εις αυτούς ο Μωϋσής και ο Ηλίας, οι οποίοι συνωμιλούσαν μαζή του.
 
Ματθ. 17,4ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπε τῷ Ἰησοῦ· Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι· εἰ θέλεις, ποιήσωμεν ὧδε τρεῖς σκηνάς, σοὶ μίαν καὶ Μωσεῖ μίαν καὶ μίαν Ἠλίᾳ.
Ματθ. 17,4(Συνεπαρμένος ο Πετρος από το μεγαλειώδες εκείνο θέαμα έλαβε τον λόγον και είπεν στον Ιησούν)· “Κυριε καλά είναι να μείνωμεν ημείς εδώ· εάν θέλης, ας κάμωμεν εδώ τρεις σκηνάς, μίαν για σένα, μίαν για τον Μωϋσέα και μίαν για τον Ηλίαν”.
 
Ματθ. 17,5ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἰδοὺ νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς, καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε·
Ματθ. 17,5Ενώ δε ακόμη αυτός ωμιλούσε, ιδού ολόφωτος νεφέλη εσκίασεν αυτούς και ιδού ακούσθηκε φωνή από την νεφέλη, η οποία έλεγεν· “αυτός είναι ο μονογενής υιός μου ο αγαπητός, στον οποίον δια την απόλυτον αυτού αναμαρτησίαν και αγιότητα έχω ευαρεστηθή. Εις αυτόν να υπακούετε”.
 
Ματθ. 17,6καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα.
Ματθ. 17,6Οταν οι μαθηταί ήκουσαν αυτήν την φωνήν έπεσαν στο χώμα πρηνείς και εφοβήθησαν πάρα πολύ.
 
Ματθ. 17,7καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἥψατο αὐτῶν καὶ εἶπεν· ἐγέρθητε καὶ μὴ φοβεῖσθε.
Ματθ. 17,7Προσήλθεν όμως ο Ιησούς, τους ήγγισε και είπε· “σηκωθήτε, μη φοβείσθε”.
 
Ματθ. 17,8ἐπάραντες δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν οὐδένα εἶδον εἰ μὴ τὸν Ἰησοῦν μόνον.
Ματθ. 17,8Υψωσαν εκείνοι τα μάτια των και δε είδαν κανένα παρά μόνον τον Ιησούν. (Και τότε ενόησαν καλύτερα ότι περί αυτού έγινε η φωνή εκείνη του Θεού από την νεφέλην).
 
Ματθ. 17,9καὶ καταβαινόντων αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους ἐνετείλατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· μηδενὶ εἴπητε τὸ ὅραμα ἕως οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ.
Ματθ. 17,9Και όταν κατέβαιναν από το όρος, έδωσεν εις αυτούς εντολήν ο Ιησούς και τους είπε· “να μη πήτε εις κανένα αυτό το όραμα, έως ότου ο υιός του ανθρώπου αναστηθή εκ νεκρών”

Δευτέρα, Ιουνίου 29, 2015

Το Ευαγγέλιο της Ημέρας 29-06-2015



Ματθ. 6,13καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Ματθ. 6,13Και μη επιτρέψεις να περιπέσωμεν εις πειρασμόν, αλλά γλύτωσέ μας από τον πονηρόν. Ζητούμεν δε αυτά από Σε, διότι ιδική σου είναι η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα στους ατελείωτους αιώνας. Αμήν.
Ματθ. 6,14Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος·
Ματθ. 6,14Πρέπει δε να έχετε υπ' όψιν σας ότι, αν και σεις συγχωρήτε με όλην σας την καρδιά τα αμαρτήματα που έκαμαν εις σας οι άλλοι, και ο Πατήρ σας ο ουράνιος θα συγχωρήση τα ιδικά σας αμαρτήματα.
Ματθ. 6,15ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν.
Ματθ. 6,15Εάν όμως δεν δώσετε συγχώρησιν στους ανθρώπους δια τα αμαρτήματά των, τότε ούτε ο Πατήρ σας θα συγχωρήση τας ιδικά σας αμαρτίας.
Ματθ. 6,16Ὅταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν.
Ματθ. 6,16Οταν δε νηστεύητε, μη γίνεσθε όπως οι υποκριταί, σκυθρωποί και κατηφείς, διότι αυτοί αλλοιώνουν και μαραίνουν το πρόσωπόν των, παίρνουν την εμφάνισιν αδυνατισμένου ανθρώπου, δια να φανούν στους άλλους ότι νηστεύουν· αληθινά σας λέγω ότι απολαμβάνουν ολόκληρον τον μισθόν των,δηλαδή τους επαίνους των ανθρώπων.
Ματθ. 6,17σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι,
Ματθ. 6,17Συ όμως, όταν νηστεύης, περιποιήσου την κόμην σου και νίψε το πρόσωπόν σου, όπως συνηθίζεις.
Ματθ. 6,18ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ.
Ματθ. 6,18Δια να μη φανής στους ανθρώπους ότι νηστεύεις, αλλά στον Πατέρα σου τον επουράνιον, ο οποίος ευρίσκεται αόρατος παντού και εις τα πλέον απόκρυφα μέρη. Και ο Πατήρ σου, που βλέπει και τα κρυπτά, θα σου αποδώση εις τα φανερά την αμοιβήν σου.
Ματθ. 6,19Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διαρύσσουσι καὶ κλέπτουσι·
Ματθ. 6,19Μη συσσωρεύετε δια τον εαυτόν σας θησαυρούς έδω εις την γην, όπου ο σκόρος και η αποσύνθεσις καταστρέφουν και αφανίζουν, και όπου οι κλέπται διατρυπούν τοίχους και χρηματοκιβώτια και κλέπτουν.

Τετάρτη, Ιουνίου 24, 2015

Το Ευαγγέλλιον της Εορτής της Γεννήσεως του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου

Εορτή της Γεννήσεως του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου

Λουκ. 1,1Ἐπειδήπερ πολλοὶ ἐπεχείρησαν ἀνατάξασθαι διήγησιν περὶ τῶν πεπληροφορημένων ἐν ἡμῖν πραγμάτων,
Λουκ. 1,1Επειδή πολλοί επεχείρησαν να συντάξουν διήγησιν περί των διδασκαλιών και των γεγονότων, τα οποία εις ημάς τους πιστούς είναι γνωστά με ακρίβειαν και βεβαιότητα,
Λουκ. 1,2καθὼς παρέδοσαν ἡμῖν οἱ ἀπ᾿ ἀρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου,
Λουκ. 1,2όπως μας τα παρέδωσαν προφορικώς εκείνοι, οι οποίοι υπήρξαν από την αρχήν του μεσσιανικού έργου του Σωτήρος αυτόπται μάρτυρες αυτού και υπηρέται του κηρύγματός του,
Λουκ. 1,3ἔδοξε κἀμοί, παρηκολουθηκότι ἄνωθεν πᾶσιν ἀκριβῶς, καθεξῆς σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε,
Λουκ. 1,3εφάνηκε καλόν και εις εμέ, ο οποίος έχω παρακολουθήσει από την αρχήν, με προσοχήν και ακρίβειαν, όσα αναφέρονται εις την ζωήν και το έργον του Σωτήρος, να σου τα γράψω με την σειράν των, ευγενέστατε Θεόφιλε.
Λουκ. 1,4ἵνα ἐπιγνῷς περὶ ὧν κατηχήθης λόγων τὴν ἀσφάλειαν.
Λουκ. 1,4Και τούτο, δια να γνωρίσης με σαφήνειαν και ακρίβειαν την ασφαλή και βεβαίαν αλήθειαν της διδασκαλίας, την οποίαν προφορικώς έχεις διδαχθή.
Λουκ. 1,5Ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Ἡρῴδου τοῦ βασιλέως τῆς Ἰουδαίας ἱερεύς τις ὀνόματι Ζαχαρίας ἐξ ἐφημερίας Ἀβιά, καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἐκ τῶν θυγατέρων Ἀαρών, καὶ τὸ ὄνομα αὐτῆς Ἐλισάβετ.
Λουκ. 1,5Εζούσε κατάς ημέρας του Ηρώδου, του βασιλέως της Ιουδαίας, ένας ιερεύς, ονόματι Ζαχαρίας, ο οποίος ανήκε εις την ιερατικήν τάξιν, που είχε το όνομα του ιερέως Αβιά και η γυναίκα του, η οποία ελέγετο Ελισάβετ, κατήγετο από τους απογόνους του Ααρών, δηλαδή από ιερατικήν τάξιν.
Λουκ. 1,6ἦσαν δὲ δίκαιοι ἀμφότεροι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πορευόμενοι ἐν πάσαις ταῖς ἐντολαῖς καὶ δικαιώμασι τοῦ Κυρίου ἄμεμπτοι.
Λουκ. 1,6Ησαν δε και οι δύο ενάρετοι ενώπιον του Θεού και εζούσαν σύμφωνα με όλας τας εντολάς και τα παραγγέλματα του Κυρίου, άμεμπτοι εις όλα και ανεπίληπτοι.
Λουκ. 1,7καὶ οὐκ ἦν αὐτοῖς τέκνον, καθότι ἡ Ἐλισάβετ ἦν στεῖρα, καὶ ἀμφότεροι προβεβηκότες ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν ἦσαν.
Λουκ. 1,7Δεν υπήρχε όμως εις αυτούς τέκνον, διότι η Ελισάβετ ήτο στείρα και οι δύο ήσαν αρκετά προχωρημένοι εις τας ημέρας της ζωής των.
Λουκ. 1,8Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ ἱερατεύειν αὐτὸν ἐν τῇ τάξει τῆς ἐφημερίας αὐτοῦ ἔναντι τοῦ Θεοῦ,
Λουκ. 1,8Καθώς δε ο Ζαχαρίας υπηρετούσε ως ιερεύς ενώπιον του Θεού στον ναόν, όταν είχε έλθει η σειρά της ιερατικής τάξεως εις την οποίαν ανήκε,
Λουκ. 1,9κατὰ τὸ ἔθος τῆς ἱερατείας ἔλαχε τοῦ θυμιᾶσαι εἰσελθὼν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου·
Λουκ. 1,9του έλαχε με κλήρον, σύμφωνα με την κρατούσα συνήθειαν μεταξύ των ιερέων, να εισέλθη στον ναόν, δηλαδή εις τα άγια και να προσφέρη την θυσίαν του θυμιάματος.
Λουκ. 1,10καὶ πᾶν τὸ πλῆθος ἦν τοῦ λαοῦ προσευχόμενον ἔξω τῇ ὥρᾳ τοῦ θυμιάματος.
Λουκ. 1,10Και όλον το πλήθος του λαού ήτο κατά την ώραν της προσφοράς του θυμιάματος έξω εις την αυλήν του ναού και προσηύχετο.
Λουκ. 1,11ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος Κυρίου ἑστὼς ἐκ δεξιῶν τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ θυμιάματος.
Λουκ. 1,11Παρουσιάσθη δε εις αυτόν άγγελος Κυρίου, όρθιος εις τα δεξιά του θυσιαστηρίου, επάνω στο οποίον έκαιε το θυμίαμα.
Λουκ. 1,12καὶ ἐταράχθη Ζαχαρίας ἰδών, καὶ φόβος ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτόν.
Λουκ. 1,12Και εταράχθη ο Ζαχαρίας όταν τον είδε και φόβος έπεσε επάνω του.
Λουκ. 1,13εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ἄγγελος· μὴ φοβοῦ, Ζαχαρία· διότι εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου, καὶ ἡ γυνή σου Ἐλισάβετ γεννήσει υἱόν σοι, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰωάννην·
Λουκ. 1,13Είπε δε προς αυτόν ο άγγελος· “μη φοβήσαι, Ζαχαρία· διότι η δέησίς σου έγινε ακουστή από τον Θεόν και η γυναίκα σου Ελισάβετ θα σου γεννήση παιδί και θα καλέσης το όνομά του Ιωάννην.
Λουκ. 1,14καὶ ἔσται χαρά σοι καὶ ἀγαλλίασις, καὶ πολλοὶ ἐπὶ τῇ γεννήσει αὐτοῦ χαρήσονται.
Λουκ. 1,14Και θα είναι αυτό το γεγονός χαρά και αγαλλίασις δια σε, και πολλοί, όταν αργότερα ακούσουν το κήρυγμα του, θα χαρούν δια την γέννησίν του.
Λουκ. 1,15ἔσται γὰρ μέγας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ οἶνον καὶ σίκερα οὐ μὴ πίῃ καὶ Πνεύματος Ἁγίου πλησθήσεται ἔτι ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ,
Λουκ. 1,15Διότι αυτός θα αναδειχθή μέγας ενώπιον του Κυρίου και δεν θα πιή ποτέ οίνον η άλλο οινοπνευματώδες ποτόν. Και από τον καιρόν ακόμη, που θα ευρίσκεται εις την κοιλίαν της μητρός του, θα λάβη πλούσια τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.
Λουκ. 1,16καὶ πολλοὺς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐπιστρέψει ἐπὶ Κύριον τὸν Θεὸν αὐτῶν·
Λουκ. 1,16Και πολλούς από τους απογόνους του Ισραήλ θα επαναφέρη μετανοημένους στον Κυριον και Θεόν των.
Λουκ. 1,17καὶ αὐτὸς προελεύσεται ἐνώπιον αὐτοῦ ἐν πνεύματι καὶ δυνάμει Ἠλιού, ἐπιστρέψαι καρδίας πατέρων ἐπὶ τέκνα καὶ ἀπειθεῖς ἐν φρονήσει δικαίων, ἑτοιμάσαι Κυρίῳ λαὸν κατεσκευασμένον.
Λουκ. 1,17Και αυτός θα προηγηθή ολίγον χρόνον ενωρίτερον εμπρός από τον Μεσσίαν, με το προφητικόν πνεύμα και την δύναμιν του Ηλιού. Δια να ξαναγυρίση τις σκληρυμμένες καρδιές των πατέρων, γεμάτες τώρα στοργήν, προς τα τέκνα των, και τους απειθείς να τους επαναφέρη εις την σύνεσιν και τα φρονήματα των δικαίων και να ετοιμάση έτσι στον Κυριον λαόν προπαρασκευασμένον δια να υποδεχθή τον Σωτήρα.
Λουκ. 1,18καὶ εἶπε Ζαχαρίας πρὸς τὸν ἄγγελον· κατὰ τί γνώσομαι τοῦτο; ἐγὼ γάρ εἰμι πρεσβύτης καὶ ἡ γυνή μου προβεβηκυῖα ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῆς.
Λουκ. 1,18Και είπεν ο Ζαχαρίας προς τον άγγελον· “κατά ποίον τρόπον θα γνωρίσω με βεβαιότητα αυτό, που μου λέγεις; Διότι εγώ είμαι γέρων και η γυναίκα μου έχει προχωρήσει πλέον εις την ηλικίαν της”.
Λουκ. 1,19καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῷ· ἐγώ εἰμι Γαβριὴλ ὁ παρεστηκὼς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπεστάλην λαλῆσαι πρός σε καὶ εὐαγγελίσασθαί σοι ταῦτα.
Λουκ. 1,19Και αποκριθείς ο άγγελος του είπεν· “εγώ είμαι ο Γαβριήλ που παρίσταμαι ενώπιον του Θεού και απεστάλην από αυτόν να σου ομιλήσω και να σου αναγγείλω τας χαρμοσύνους ταύτας ειδήσεις.
Λουκ. 1,20καὶ ἰδοὺ ἔσῃ σιωπῶν καὶ μὴ δυνάμενος λαλῆσαι ἄχρι ἧς ἡμέρας γένηται ταῦτα, ἀνθ᾿ ὧν οὐκ ἐπίστευσας τοῖς λόγοις μου, οἵτινες πληρωθήσονται εἰς τὸν καιρὸν αὐτῶν.
Λουκ. 1,20Και εφ' όσον ζητείς σημείον, δια να πιστεύσης, ιδού θα είσαι βωβός και δεν θα ημπορής να ομιλήσης μέχρι την ημέραν, που θα πραγματοποιηθούν αυτά. Και τούτο, διότι δεν επίστευσες στους λόγους μου, οι οποίοι οπωσδήποτε θα πραγματοποιηθούν στον καιρόν των”.
Λουκ. 1,21καὶ ἦν ὁ λαὸς προσδοκῶν τὸν Ζαχαρίαν, καὶ ἐθαύμαζον ἐν τῷ χρονίζειν αὐτὸν ἐν τῷ ναῷ.
Λουκ. 1,21Ο δε λαός εξακολουθούσε να περιμένη τον Ζαχαρίαν και απορούσαν όλοι δια την αργοπορίαν μέσα στον ναόν.
Λουκ. 1,22ἐξελθὼν δὲ οὐκ ἠδύνατο λαλῆσαι αὐτοῖς, καὶ ἐπέγνωσαν ὅτι ὀπτασίαν ἑώρακεν ἐν τῷ ναῷ· καὶ αὐτὸς ἦν διανεύων αὐτοῖς, καὶ διέμενε κωφός.
Λουκ. 1,22Οταν δε αυτός εβγήκε, δεν ημπορούσε να ομιλήση προς αυτούς και εκατάλαβαν ότι είχεν ιδεί κάποιαν οπτασίαν μέσα στον ναόν. Και αυτός έκανε συνεχώς νοήματα προς αυτούς και έμενε κωφός και άλαλος.
Λουκ. 1,23καὶ ἐγένετο ὡς ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τῆς λειτουργίας αὐτοῦ, ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.
Λουκ. 1,23Και όταν ετελείωσαν αι ημέραι της υπηρεσίας του στον ναόν ανεχώρησε και ήλθεν στο σπίτι του.
Λουκ. 1,24Μετὰ δὲ ταύτας τὰς ἡμέρας συνέλαβεν Ἐλισάβετ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ περιέκρυβεν ἑαυτὴν μῆνας πέντε,
Λουκ. 1,24Επειτα δε από τας ημέρας αυτάς έμεινεν έγκυος η γυναίκα του η Ελισάβετ και έκρυπτε επιμελώς τον εαυτόν της επί πέντε μήνας.
Λουκ. 1,25λέγουσα ὅτι οὕτω μοι πεποίηκεν ὁ Κύριος ἐν ἡμέραις αἷς ἐπεῖδεν ἀφελεῖν τὸ ὄνειδός μου ἐν ἀνθρώποις.
Λουκ. 1,25Και όταν το γεγονός έγινε πλέον φανερόν, έλεγεν η Ελισάβετ ότι “έτσι μου έχει κάμει το καλό αυτό ο Κυριος εις τας ημέρας της γεροντικής μου ηλικίας, κατά τας οποίας επέβλεψε με καλωσύνην και ευδόκησε να μου αφαιρέση την εντροπήν της ατεκνίας μου μεταξύ των ανθρώπων”.
Λουκ. 1,57Τῇ δὲ Ἐλισάβετ ἐπλήσθη ὁ χρόνος τοῦ τεκεῖν αὐτήν, καὶ ἐγέννησεν υἱόν.
Λουκ. 1,57Εις δε την Ελισάβετ συνεπληρώθη ο χρόνος να γεννήση και εγέννησε υιόν.
Λουκ. 1,58καὶ ἤκουσαν οἱ περίοικοι καὶ οἱ συγγενεῖς αὐτῆς ὅτι ἐμεγάλυνε Κύριος τὸ ἔλεος αὐτοῦ μετ᾿ αὐτῆς, καὶ συνέχαιρον αὐτῇ.
Λουκ. 1,58Και ήκουσαν οι γείτονες και οι συγγενείς της ότι έδειξε μέγα και θαυμαστόν το έλεός του ο Κυριος εις αυτήν, με το να της χαρίση εις τέτοιαν ηλικίαν υιόν, και όλοι έχαιρον μαζή της.
Λουκ. 1,59Καὶ ἐγένετο ἐν τῇ ὀγδόῃ ἡμέρᾳ ἦλθον περιτεμεῖν τὸ παιδίον, καὶ ἐκάλουν αὐτὸ ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ζαχαρίαν.
Λουκ. 1,59Και κατά την ογδόην ημέραν ήλθαν πάλιν οι συγγενείς και οι γείτονες, δια να κάμουν περιτομήν στο παιδίον. Και ωνόμαζαν αυτό Ζαχαρίαν, με το όνομα του πατρός του.
Λουκ. 1,60καὶ ἀποκριθεῖσα ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἶπεν· οὐχί, ἀλλὰ κληθήσεται Ἰωάννης.
Λουκ. 1,60Η μητέρα όμως του παιδιού, φωτισμένη από το Πνεύμα του Θεού, είπεν· “όχι Ζαχαρίας, αλλά Ιωάννης θα ωνομασθή”.
Λουκ. 1,61καὶ εἶπον πρὸς αὐτὴν ὅτι οὐδείς ἐστιν ἐν τῇ συγγενείᾳ σου ὃς καλεῖται τῷ ὀνόματι τούτῳ·
Λουκ. 1,61Και είπαν εκείνοι εις αυτήν ότι κανείς μεταξύ των συγγενών σου δεν ονομάζεται με το όνομα αυτό.
Λουκ. 1,62ἐνένευον δὲ τῷ πατρὶ αὐτοῦ τὸ τί ἂν θέλοι καλεῖσθαι αὐτόν.
Λουκ. 1,62Ερωτούσαν δε με νεύματα τον πατέρα του, τι όνομα θέλει να δώσουν εις αυτό.
Λουκ. 1,63καὶ αἰτήσας πινακίδιον ἔγραψε λέγων· Ἰωάννης ἐστὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ· καὶ ἐθαύμασαν πάντες.
Λουκ. 1,63Και Εκείνος, αφού εζήτησε μίαν μικράν πλάκαν, έγραψε τας λέξεις· “Ιωάννης είναι το όνομά του”. Και όλοι εθαύμασαν.
Λουκ. 1,64ἀνεῴχθη δὲ τὸ στόμα αὐτοῦ παραχρῆμα καὶ ἡ γλῶσσα αὐτοῦ, καὶ ἐλάλει εὐλογῶν τὸν Θεόν.
Λουκ. 1,64Αμέσως δε ήνοιξε το στόμα του Ζαχαρίου και ελύθη η γλώσσα του και ωμιλούσε ελεύθερα, δοξολογών τον Θεόν.
Λουκ. 1,65καὶ ἐγένετο ἐπὶ πάντας φόβος τοὺς περιοικοῦντας αὐτούς, καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ὀρεινῇ τῆς Ἰουδαίας διελαλεῖτο πάντα τὰ ῥήματα ταῦτα,
Λουκ. 1,65Και έπεσεν φόβος εις όλους αυτούς, που κατοικούσαν γύρω και διεδόθησαν όλα αυτά τα θαυμαστά γεγονότα εις όλην την ορεινήν εκείνην περιοχήν της Ιουδαίας.
Λουκ. 1,66καὶ ἔθεντο πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν λέγοντες· τί ἄρα τὸ παιδίον τοῦτο ἔσται; καὶ χεὶρ Κυρίου ἦν μετ᾿ αὐτοῦ.
Λουκ. 1,66Και όσοι τα ήκουσαν, τα έβαλαν μέσα εις την καρδιά των και έλεγαν· “τι άραγε θα γίνη το παιδί αυτό;” Η δε προστατευτική και παντοδύναμον χειρ του Κυρίου ήτο μαζή του.
Λουκ. 1,67Καὶ Ζαχαρίας ὁ πατὴρ αὐτοῦ ἐπλήσθη Πνεύματος Ἁγίου καὶ προεφήτευσε λέγων·
Λουκ. 1,67Και ο Ζαχαρίας, ο πατέρας αυτού, εγέμισε με Πνεύμα Αγιον και επροφήτευσε, λέγων·
Λουκ. 1,68Εὐλογητὸς Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι ἐπεσκέψατο καὶ ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ,
Λουκ. 1,68“Ας είναι ευλογημένος και δοξασμένος ο αληθινός Θεός και προστάτης του Ισραήλ, διότι επεσκέφθη τον λαόν του και επραγματοποίησε την απελευθέρωσιν αυτού από τους διαφόρους εχθρούς του.
Λουκ. 1,76Καὶ σύ, παιδίον, προφήτης ὑψίστου κληθήσῃ· προπορεύσῃ γὰρ πρὸ προσώπου Κυρίου ἑτοιμάσαι ὁδοὺς αὐτοῦ,
Λουκ. 1,76Και συ, παιδίον, θα αναδειχθής και θα ονομασθής προφήτης του Υψίστου. Διότι θα προηγηθής από τον Θεάνθρωπον Λυτρωτήν, δια να προετοιμάσης τους δρόμους του έργου του, δηλαδή να προπαρασκευάσης τας καρδίας των ανθρώπων δια την υποδοχήν του,
Λουκ. 1,80Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι, καὶ ἦν ἐν ταῖς ἐρήμοις ἕως ἡμέρας ἀναδείξεως αὐτοῦ πρὸς τὸν Ἰσραήλ.
Λουκ. 1,80Το δε παιδίον εμεγάλωνε σωματικώς και εδυνάμωνε ηθικώς και διανοητικώς με τον φωτισμόν και την ενίσχυσιν του Αγίου Πνεύματος. Και έμενεν εις τας ερήμους μέχρι της ημέρας που, σύμφωνα με το θείον σχέδιον, θα ανεδεικνύετο προφήτης και απεσταλμένος του Θεού στον Ισραηλιτικόν λαόν.

Κυριακή, Απριλίου 05, 2015

† Κυριακή 5 Απριλίου 2015 (τῶν Βαΐων)


Ευαγγελική Περικοπή,

Ἐκ τοῦ κατά Ἰωάννην
Κεφ. ιβ΄: 1-18

Π
ρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. Ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν ἐκ τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ. Ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου. Λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν Μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι· Διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων, καὶ ἐδόθη πτωχοῖς; Εἶπε δὲ τοῦτο, οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ' ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε, καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν. Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς· Ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό. Τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ' ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. Ἔγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ' ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. Ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ Ἀρχιερεῖς, ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοὶ δι' αὐτὸν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν. Τῇ ἐπαύριον ὁ ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα, ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἐκραύγαζον· Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. Εὑρὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ' αὐτό, καθώς ἐστι γεγραμμένον· Μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδοὺ ὁ Βασιλεύς σου ἔρχεται, καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου. Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ Μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ' ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ' αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ. Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ' αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν· διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον.


Απόστολος,

Πρὸς Φιλιππησίους Ἐπιστολῆς Παύλου
Κεφ. δ΄: 4-9

δελφοί, χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε. Τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις. Ὁ Κύριος ἐγγύς. Μηδὲν μεριμνᾶτε, ἀλλ' ἐν παντὶ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει μετὰ εὐχαριστίας τὰ αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέσθω πρὸς τὸν Θεόν. Καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα λογίζεσθε· ἃ καὶ ἐμάθετε καὶ παρελάβετε καὶ ἠκούσατε καὶ εἴδετε ἐν ἐμοί, ταῦτα πράσσετε· καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ' ὑμῶν.



Εἰς τόν Ὄρθρον

Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
Κεφ. κα΄: 1-11, 15-17

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὅτε ἤγγισαν ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ἦλθον εἰς Βηθσφαγῆ, εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, τότε ὁ Ἰησοῦς ἀπέστειλε δύο Μαθητὰς, λέγων αὐτοῖς· Πορεύεθητε εἰς τὴν κώμην τὴν ἀπέναντι ὑμῶν, καὶ εὐθέως εὑρήσετε ὄνον δεδεμένην, καὶ πῶλον μετ' αὐτῆς· λύσαντες ἀγάγετέ μοι. Καὶ ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ τι, ἐρεῖτε ὅτι ὁ Κύριος αὐτῶν χρείαν ἔχει· εὐθέως δὲ ἀποστελεῖ αὐτούς. Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τοῦ Προφήτου, λέγοντος· Εἴπατε τῇ θυγατρὶ Σιών· Ἰδοὺ ὁ Βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι, πραῢς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὄνον καὶ πῶλον υἱὸν ὑποζυγίου. Πορευθέντες δὲ οἱ Μαθηταὶ, καὶ ποιήσαντες καθὼς προσέταξεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, ἤγαγον τὴν ὄνον καὶ τὸν πῶλον, καὶ ἐπέθηκαν ἐπάνω αὐτῶν τὰ ἱμάτια αὐτῶν, καὶ ἐπεκάθισεν ἐπάνω αὐτῶν. Ὁ δὲ πλεῖστος ὄχλος ἔστρωσαν ἑαυτῶν τὰ ἱμάτια ἐν τῇ ὁδῷ, ἄλλοι δὲ ἔκοπτον κλάδους ἀπὸ τῶν δένδρων, καὶ ἐστρώννυον ἐν τῇ ὁδῷ. Οἱ δὲ ὄχλοι, οἱ προάγοντες καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες ἔκραζον λέγοντες· Ὡσαννὰ τῷ Υἱῷ Δαυῒδ· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου· Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις. Καὶ εἰσελθόντος αὐτοῦ εἰς Ἱεροσόλυμα, ἐσείσθη πᾶσα ἡ πόλις λέγουσα· Τίς ἐστιν οὗτος; Οἱ δὲ ὄχλοι ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ προφήτης ὁ ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας. Ἰδόντες δὲ οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Γραμματεῖς τὰ θαυμάσια ἃ ἐποίησε καὶ τοὺς παῖδας κράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ καὶ λέγοντας, Ὡσαννὰ τῷ Υἱῷ Δαυῒδ, ἠγανάκτησαν, καὶ εἶπον αὐτῷ· Ἀκούεις τί οὗτοι λέγουσιν; Ὁ δὲ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς· Ναί· οὐδέποτε ἀνέγνωτε ὅτι ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον; Καὶ καταλιπὼν αὐτοὺς ἐξῆλθεν ἔξω τῆς πόλεως εἰς Βηθανίαν καὶ ηὐλίσθη ἐκεῖ.

Σάββατο, Απριλίου 04, 2015

Το Ευαγγέλιο της Αναστάσεως του Λαζάρου




Ιω. 11,1Ἦν δέ τις ἀσθενῶν Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας, ἐκ τῆς κώμης Μαρίας καὶ Μάρθας τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς.
Ιω. 11,1Ητο δε κάποιος ασθενής, ονόματι Λαζαρος, από την Βηθανίαν, από το χωρίον της Μαρίας και Μαρθας της αδελφής της.
 
Ιω. 11,2ἦν δὲ Μαρία ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον μύρῳ καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἠσθένει.
Ιω. 11,2Η δε Μαρία ήτο εκείνη, που άλειψε τον Κυριον, ολίγας ημέρας προ της σταυρώσεως, με μύρον και εσπόγγισε τα πόδια του με τα μαλλιά της. Αυτής λοιπόν ο αδελφός Λαζαρος ήτο ασθενής.
 
Ιω. 11,3ἀπέστειλαν οὖν αἱ ἀδελφαὶ πρὸς αὐτὸν λέγουσαι· Κύριε, ἴδε ὃν φιλεῖς ἀσθενεῖ.
Ιω. 11,3Εστειλαν τότε αι δύο αδελφαί προς τον Ιησούν ανθρώπους να τον ειδοποιήσουν, οι οποίοι του είπαν εκ μέρους των· “Κυριε, ιδού αυτός, τον οποίον τόσον πολύ αγαπάς, είναι ασθενής”.
 
Ιω. 11,4ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον, ἀλλ᾿ ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι᾿ αὐτῆς.
Ιω. 11,4Οταν όμως ήκουσεν ο Ιησούς τούτο, είπεν· “αυτή η ασθένεια δεν είναι για θάνατο, αλλά δια να φανή η δόξα του Θεού και να δοξασθή ο Υιός του Θεού με την ασθένειαν αυτήν, διότι θα δοθή ευκαιρία άλλο μεγάλο θαύμα να πραγματοποιηθή”.
 
Ιω. 11,5ἠγάπα δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν Μάρθαν καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ τὸν Λάζαρον.
Ιω. 11,5Ο δε Ιησούς αγαπούσε πολύ ολόκληρον αυτήν την οικογένειαν, δηλαδή την Μαρθαν και την αδελφήν της και τον Λαζαρον.
 
Ιω. 11,6ὡς οὖν ἤκουσεν ὅτι ἀσθενεῖ, τότε μὲν ἔμεινεν ἐν ᾧ ἦν τόπῳ δύο ἡμέρας·
Ιω. 11,6Οταν, λοιπόν, ήκουσεν ότι ο Λαζαρος ασθενεί, τότε μεν έμεινεν στον τόπον, όπου ευρίσκετο, δύο ακόμη ημέρας.
 
Ιω. 11,7ἔπειτα μετὰ τοῦτο λέγει τοῖς μαθηταῖς· ἄγωμεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν πάλιν.
Ιω. 11,7Επειτα, αφού επέρασε και αυτό το χρονικόν διάστημα, λέγει στους μαθητάς του· “ας πάμε πάλιν εις την Ιουδαίαν”.
 
Ιω. 11,8λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταί· ῥαββί, νῦν ἐζήτουν σε λιθάσαι οἱ Ἰουδαῖοι, καὶ πάλιν ὑπάγεις ἐκεῖ;
Ιω. 11,8Οι μαθηταί όμως του είπαν· “Διδάσκαλε, τώρα προ ολίγου εζητούσαν οι Ιουδαίοι να σε λιθοβολήσουν και συ πηγαίνεις πάλιν εκεί;”
 
Ιω. 11,9ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; ἐάν τις περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου βλέπει·
Ιω. 11,9Απήντησεν ο Ιησούς· “δώδεκα δεν είναι αι ώραι της ημέρας; Οποιος περιπατεί κατά το διάστημα της ημέρας, δεν σκοντάπτει, διότι βλέπει με το φως του κόσμου τούτου. (Η ημέρα της ζωής μου εξακολουθεί ακόμη και εγώ προχωρώ στο έργον μου με βεβαιότητα και ασφάλειαν).
 
Ιω. 11,10ἐὰν δέ τις περιπατῇ ἐν τῇ νυκτί, προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ.
Ιω. 11,10Εάν όμως κανείς περιπατή κατά την νύκτα, σκοντάπτει, διότι δεν υπάρχει εις αυτόν φως να τον φωτίζη. (Εις το σκοτάδι της αγνοίας και της πλάνης βαδίζουν όλοι όσοι επιμένουν εις την απιστίαν των και δεν θέλουν να δεχθούν το φως, που εγώ τους προσφέρω)”.
 
Ιω. 11,11ταῦτα εἶπε, καὶ μετὰ τοῦτο λέγει αὐτοῖς· Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνήσω αὐτόν.
Ιω. 11,11Αυτά είπε και έπειτα τους λέγει· “ο Λαζαρος, ο φίλος μας, έχει κοιμηθή· αλλά εγώ πηγαίνω να τον εξυπνήσω”.
 
Ιω. 11,12εἶπον οὖν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· Κύριε, εἰ κεκοίμηται, σωθήσεται.
Ιω. 11,12Οι μαθηταί, επειδή ενόμισαν ότι πρόκειται περί φυσικού ύπνου, του είπαν· “Κυριε, εάν έχη κοιμηθή, αυτό είναι δείγμα ότι πηγαίνει καλύτερα και θα σωθή από την ασθένειάν του”.
 
Ιω. 11,13εἰρήκει δὲ ὁ Ἰησοῦς περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ἐκεῖνοι δὲ ἔδοξαν ὅτι περὶ τῆς κοιμήσεως τοῦ ὕπνου λέγει.
Ιω. 11,13Ο Ιησούς όμως ωμιλούσε δια τον θάνατον του Λαζάρου. Αλλ' έκείνοι ενόμισαν ότι ομιλεί περί του φυσικού ύπνου.
 
Ιω. 11,14τότε οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς παῤῥησίᾳ· Λάζαρος ἀπέθανε,
Ιω. 11,14Τοτε, λοιπόν, τους είπε ο Ιησούς καθαρά· “ο Λαζαρος απέθανε.
 
Ιω. 11,15καὶ χαίρω δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα πιστεύσητε, ὅτι οὐκ ἤμην ἐκεῖ· ἀλλ᾿ ἄγωμεν πρὸς αὐτόν.
Ιω. 11,15Και χαίρω για σας, διότι αυτό το γεγονός θα σας κάμη να πιστεύσετε περισσότερον. Χαίρω διότι δεν ήμουν εκεί κατά την διάρκειαν της ασθενείας του, δια να του δώσω την υγείαν, αλλά πηγαίνω τώρα που είναι νεκρός, δια να τον αναστήσω και να ίδετε έτσι και σεις ένα άλλο μεγάλο θαύμα. Αλλά ας πάμε προς αυτόν”.
 
Ιω. 11,16εἶπεν οὖν Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος τοῖς συμμαθηταῖς· ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ᾿ αὐτοῦ.
Ιω. 11,16Τοτε, λοιπόν, ο Θωμάς-ο οποίος εις την ελληνικήν λέγεται Διδυμος-είπεν στους συμμαθητάς του· “ας πάμε και ημείς εκεί όπου περιμένουν οι εχθροί του να τον φονεύσουν, δια να πεθάνωμε μαζή του”.
 
Ιω. 11,17Ἐλθὼν οὖν ὁ Ἰησοῦς εὗρεν αὐτὸν τέσσαρας ἡμέρας ἤδη ἔχοντα ἐν τῷ μνημείῳ.
Ιω. 11,17Οταν, λοιπόν, ήλθεν ο Ιησούς, ευρήκε τον Λαζαρον να έχη τέσσαρας πλέον ημέρας μέσα στον τάφον.
 
Ιω. 11,18ἦν δὲ ἡ Βηθανία ἐγγὺς τῶν Ἱεροσολύμων ὡς ἀπὸ σταδίων δεκαπέντε,
Ιω. 11,18Η δε Βηθανία ευρίσκετο κοντά εις τα Ιεροσόλυμα, τρία περίπου χιλιόμετρα.
 
Ιω. 11,19καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐληλύθεισαν πρὸς τὰς περὶ Μάρθαν καὶ Μαρίαν ἵνα παραμυθήσωνται αὐτὰς περὶ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν.
Ιω. 11,19Και πολλοί από τους Ιουδαίους είχαν έλθει προς τας αδελφάς, Μαρθαν και Μαρίαν, που τας εσυντρόφευαν κατά τας ημέρας εκείνας και άλλοι, δια να τας παρηγορήσουν δια τον θάνατον του αδελφού των.
 
Ιω. 11,20ἡ οὖν Μάρθα ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται, ὑπήντησεν αὐτῷ· Μαρία δὲ ἐν τῷ οἴκῳ ἐκαθέζετο.
Ιω. 11,20Η Μαρθα λοιπόν μόλις άκουσε, ότι έρχεται ο Ιησούς, έτρεξε αμέσως να τον συναντήση. Η δε Μαρία έμενεν στο σπίτι.
 
Ιω. 11,21εἶπεν οὖν ἡ Μάρθα πρὸς τὸν Ἰησοῦν· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει.
Ιω. 11,21Είπε, λοιπόν, η Μαρθα προς τον Ιησούν· “Κυριε, εάν ήσουνα εδώ, δεν θα επέθαινεν ο αδελφός μου.
 
Ιω. 11,22ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός.
Ιω. 11,22Αλλά και τώρα, ξέρω ότι όσα και αν ζητήσης από τον Θεόν, θα σου τα δώση ο Θεός”.
 
Ιω. 11,23λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου.
Ιω. 11,23Λεγει εις αυτήν ο Ιησούς· “θα αναστηθή ο αδελφός σου”.
 
Ιω. 11,24λέγει αὐτῷ Μάρθα· οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.
Ιω. 11,24Είπε τότε εις αυτόν η Μαρθα· “ξέρω ότι θα αναστηθή κατά την γενικήν ανάστασιν, κατά την μεγάλην εκείνην και επίσημον ημέραν”.
 
Ιω. 11,25εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή.
Ιω. 11,25Της είπεν ο Ιησούς· “εγώ είμαι η ανάστασις και η ζωη.
 
Ιω. 11,26ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. πιστεύεις τοῦτο;
Ιω. 11,26Εκείνος που πιστεύει εις εμέ, και αν πεθάνη σωματικώς, θα ζήση πνευματικώς εις την μακαρίαν ζωήν, θα λάβη δε αναστημένον, άφθαρτον και αιώνιον το σώμα του. Και καθένας που ζη εις την παρούσαν ζωήν και πιστεύει εις εμέ, δεν θα πεθάνη ποτέ, αλλά θα ζη πνευματικώς στον αιώνα, ο δε σωματικός του θάνατος θα είναι η γέφυρα, που θα τον μεταφέρη εις την αιωνιότητα. Πιστεύς τούτο;”
 
Ιω. 11,27λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος.
Ιω. 11,27Είπε εις αυτόν η Μαρθα· “ναι, Κυριε, εγώ έχω πιστεύσει ότι συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, ο οποίος σύμφωνα με τας προφητείας θα ήρχετο στον κόσμον, δια να σώση τον κόσμον. Δι' αυτό και πιστεύω όλα όσα λέγεις”.
 
Ιω. 11,28καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἀπῆλθε καὶ ἐφώνησε Μαρίαν τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς λάθρᾳ εἰποῦσα· ὁ διδάσκαλος πάρεστι καὶ φωνεῖ σε.
Ιω. 11,28Και αφού είπεν αυτά έφυγε, εκάλεσε την αδελφήν της και της είπε κρυφά· “ο Διδάσκαλος είναι εδώ και σε φωνάζει”.
 
Ιω. 11,29ἐκείνη ὡς ἤκουσεν, ἐγείρεται ταχὺ καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτόν.
Ιω. 11,29Εκείνη μόλις ήκουσε, αμέσως σηκώνεται και έρχεται εις συνάντησίν του.
 
Ιω. 11,30οὔπω δὲ ἐληλύθει ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν κώμην, ἀλλ᾿ ἦν ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ὑπήντησεν αὐτῷ ἡ Μάρθα.
Ιω. 11,30Ο δε Ιησούς δεν είχεν εισέλθει άκομα στο χωρίον, αλλά έμεινε στον τόπον, όπου τον είχε προϋπαντήσει η Μαρθα.
 
Ιω. 11,31οἱ οὖν Ἰουδαῖοι οἱ ὄντες μετ᾿ αὐτῆς ἐν τῇ οἰκίᾳ καὶ παραμυθούμενοι αὐτήν, ἰδόντες τὴν Μαρίαν ὅτι ταχέως ἀνέστη καὶ ἐξῆλθεν, ἠκολούθησαν αὐτῇ, λέγοντες ὅτι ὑπάγει εἰς τὸ μνημεῖον ἵνα κλαύσῃ ἐκεῖ.
Ιω. 11,31Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, που ήσαν μαζή της στο σπίτι και την παρηγορούσαν, όταν είδαν την Μαρίαν ότι εσηκώθη γρήγορα και εβγήκε έξω, την ηκολούθησαν λέγοντες ότι πηγαίνει στο μνημείον, δια να κλάψη εκεί τον αδελφόν της.
 
Ιω. 11,32ἡ οὖν Μαρία ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν ὁ Ἰησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν ἔπεσε αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας λέγουσα αὐτῷ· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός.
Ιω. 11,32Η Μαρία όμως αμέσως μόλις ήρθε στον τόπον, όπου ευρίσκετο ο Ιησούς, όταν τον είδε, έπεσεν εις τα πόδια του και του έλεγε “Κυριε, εάν ήσουνα εδώ, δεν θα μου επέθαινε ο αδελφός”.
 
Ιω. 11,33Ἰησοῦς οὖν ὡς εἶδεν αὐτὴν κλαίουσαν καὶ τοὺς συνελθόντας αὐτῇ Ἰουδαίους κλαίοντας, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν,
Ιω. 11,33Ο Ιησούς όταν είδε αυτήν να κλαίη και τους Ιουδαίους, που είχαν έλθει μαζή της, να κλαίουν επίσης, επεβλήθη με μεγάλην δύναμιν επί του εσωτερικού του, δια να κρατήση την συγκίνησιν, η οποία τον επλημμύριζε
 
Ιω. 11,34καὶ εἶπε· ποῦ τεθείκατε αὐτόν;
Ιω. 11,34και είπε με φωνήν ήρεμον· “που τον έχετε βάλει;”
 
Ιω. 11,35λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς.
Ιω. 11,35Και εκείνοι του λέγουν· “Κυριε, έλα να ιδής”. Και καθώς επήγαιναν, εδάκρυσεν ο Ιησούς από συμπάθειαν δια τον βαθύν πόνον των δύο αδελφών.
 
Ιω. 11,36ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι· ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν·
Ιω. 11,36Οι Ιουδαίοι, όταν είδαν τα δάκρυα αυτά έλεγαν· “για κύτταξε, πόσον πολύ τον αγαπούσε!”
 
Ιω. 11,37τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ;
Ιω. 11,37Μερικοί δε από αυτούς είπαν· “αυτός που ήνοιξε τα μάτια του εκ γενετής τυφλού, δεν ημπορούσε να κάμη κάτι ενωρίτερα, δια να μη αποθάνη και αυτός; Διατί και εδώ δεν έκανε θαύμα, θεραπεύων την ασθένειαν του φίλου του; Εξαντλήθηκε η δύναμίς του;”
 
Ιω. 11,38Ἰησοῦς οὖν, πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ, ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ᾿ αὐτῷ.
Ιω. 11,38Ο Ιησούς, λοιπόν, επιβαλλόμενος συνεχώς επί του εαυτού του, δια να μη εκδηλωθή η συγκίνησίς του, έρχεται στο μνημείον. Αυτό δε ήτο ένα σπήλαιον και εις την είσοδόν του είχε τοποθετηθή ένας βαρύς λίθος.
 
Ιω. 11,39λέγει ὁ Ἰησοῦς· ἄρατε τὸν λίθον. λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ τεθνηκότος Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι.
Ιω. 11,39Λεγει ο Ιησούς· “σηκώστε τον λίθον αυτόν”. Του λέγει η αδελφή του νεκρού, η Μαρθα· “Κυριε, μυρίζει πλέον, διότι είναι τέσσαρες ημέρες αποθαμένος”.
 
Ιω. 11,40λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· οὐκ εἶπόν σοι ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ;
Ιω. 11,40Της λέγει ο Ιησούς· “δεν σου είπα ότι εάν πιστεύσης, θα ίδης την δόξαν και το μεγαλείον του Θεού, όπως αυτά φαίνονται εις τα μεγάλα θαύματα που κάνω;”
 
Ιω. 11,41ἦραν οὖν τὸν λίθον οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς κείμενος. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω καὶ εἶπε· πάτερ, εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἤκουσάς μου.
Ιω. 11,41Επήραν, λοιπόν, τον λίθον από την είσοδον του σπηλαίου, όπου είχε τεθή ο πεθαμένος. Ο δε Ιησούς εσήκωσε τα μάτια του επάνω και είπε· “Πατερ μου, σ' ευχαριστώ, διότι με ήκουσες και θα γίνη και τούτο το θαύμα.
 
Ιω. 11,42ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας.
Ιω. 11,42Εγώ εγνώριζα πολύ καλά ότι πάντοτε με ακούεις, αλλά είπα αυτό, δια να ακούση ο λαός που στέκεται εδώ γύρω και να πιστέψουν ότι συ με έχεις στείλει”.
 
Ιω. 11,43καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω.
Ιω. 11,43Και αφού είπεν αυτά εφώναξε με μεγάλην φωνήν· “Λαζαρε έβγα έξω”.
 
Ιω. 11,44καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν.
Ιω. 11,44Και αμέσως εβγήκεν ο πεθαμένος. Είχε δε τα πόδια και τα χέρια τυλιγμένα με λωρίδες από σεντόνι και το πρόσωπον τυλιγμένο με ένα ειδός πετσέτας, όπως εσυνήθιζαν να σαβανώνουν τότε οι Εβραίοι τους νεκρούς των. Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “λύστε τον και αφήστε τον μόνον, χωρίς κανείς να τον βοηθήση, δια να υπάγη στο σπίτι”.
 
Ιω. 11,45Πολλοὶ οὖν ἐκ τῶν Ἰουδαίων, οἱ ἐλθόντες πρὸς τὴν Μαρίαν καὶ θεασάμενοι ἃ ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν.
Ιω. 11,45Πολλοί τότε από τους Ιουδαίους, που είχαν έλθει να επισκεφθούν και παρηγορήσουν την Μαρίαν, όταν είδαν τα μεγάλα εκείνα θαύματα, που έκαμεν ο Ιησούς, επίστευσαν εις αυτόν.
 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...