Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δεσποτικές Εορτές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δεσποτικές Εορτές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 01, 2018

Ἡ Ὑπαπαντὴ - Περιγραφή τῆς εἰκόνας



Παλαιὸς Μητροπολιτικὸς Ναὸς Ἁγίου Μηνᾶ.
Ἡ Ὑπαπαντὴ (Ἐργο Γεωργίου Καστροφυλάκου 1746) 

Ὁ ἁγιογράφος τῆς εἰκόνας τῆς Ὑπαπαντῆς τοποθετεῖ τή σκηνή στό ναό, μπροστά στό Ἅγιο Βῆμα χριστιανικῆς ἐκκλησίας. Διακρίνονται τό βημόθυρο, ἡ Ἁγία Τράπεζα, τό θολωτό κιβώριο, ποῦ τό στηρίζουν τέσσερις κολόνες. Ὅπως παρατηρήθηκε, «οἱ κολόνες φαίνονται ἐπάνω ἀπό τούς φωτοστεφάνους μέ τρόπον ὥστε νά ἐπισημαίνονται οἱ μορφές καί σύγχρονα νά συνεχίζονται οἱ ὄρθιες τάσεις στή σύνθεση». Ἡ Θεοτόκος «λυγερόσωμος ὡς νεαρά κυπάρισσος» ἁπλώνει τά χέρια της γιά νά παραλάβει τό Βρέφος ἀπό τό Συμεών. Ἐκεῖνος μέ τά δύο του χέρια σκεπασμένα κρατεῖ τό Βρέφος ποῦ μέ ἁπλωμένο τό δεξί του χέρι καί κοιτάζοντας τήν Παναγία λαχταράει νά πέσει στήν ἀγκαλιά της. Ἡ σεβάσμια καί ἅγια μορφή τοῦ Συμεών ἐντυπωσιάζει. «Ἡ κεφαλή του εἶναι μακρόμαλλη καί ἀναμαλλιασμένη, μέ τούς πλοκάμους συνεστραμμένους ὡς ὀφίδια, τό γένειόν του ἀναταραγμένον, τό πρόσωπόν του σεβάσμιον κατά πολλά καί πατριαρχικόν, οἱ πόδες του λυγισμένοι, πατοῦν ἐπάνω εἰς τό ὑποπόδιον κλονιζόμενοι. Τά ὄμματα του εἶναι ὡσάν δακρυσμένα, καί φαίνεται ὡς νά λέγη' «Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου, Δέσποτα» (Φ. Κόντογλου).

Ἀξίζει νά παρατηρηθεῖ πώς ἐνῶ ἡ εἰκόνα παρουσιάζει τή σκηνή σαράντα μέρες μετά τή Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ, τό νήπιο δέν παρουσιάζεται σπαργανωμένο. Ἔχει φωτοστέφανο, κρατάει στό χέρι εἰλητό, ἔχει βασιλική καί θεϊκή ἐμφάνιση. Αὐτό δέ γίνεται χωρίς λόγο. Τό Παιδί εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ, «μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός», ὁ Θεάνθρωπος. Εἶναι «ὁ ἄναρχος Λόγος τοῦ Πατρός, ἀρχήν λαβών χρονικήν, μή ἐκστάς τῆς αὐτοῦ Θεότητος», «ὁ ὀχούμενος ἐν ἅρμασι Χερουβίμ καί ὑμνούμενος ἐν ᾄσμασι Σεραφίμ», ὅπως λένε τά τροπάρια τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς.


Πίσω ἀπό τή Θεοτόκο στέκει ἡ προφῆτις Ἄννα. Ἡ στάση της προδίδει τό προφητικό της χάρισμα. Τό ἕνα της χέρι εἶναι ὑψωμένο σέ σχῆμα ὁμιλίας καί τό ἄλλο, τό ἀριστερό, κρατάει ἀνοιχτό εἰλητάριο πού γράφει σέ μικρά μαῦρα κεφαλαῖα' «Τοῦτο τό Βρέφος οὐρανόν καί γῆν ἐστερέωσεν». Τό κεφάλι της μέ μελετημένη κλίση εἶναι γυρισμένο πρός τόν Ἰωσήφ «πού ἔρχεται πίσω της, σάν ν’ ἀπευθύνει σ’ αὐτόν τόν προφητικό λόγο, ἐνῶ κοιτάζει τό θεατή».

Ὑπαπαντὴ (1700-1750), Ἁγιογράφος Ἰωάννης

Στήν ἄκρη ἀριστερά ὁ Ἰωσήφ προχωρεῖ κρατώντας πάνω στήν πτυχή τοῦ ἐνδύματός του (σ’ ἄλλες εἰκόνες μέσα σέ κλουβί) τά δύο τρυγόνια ἤ τά δύο περιστεράκια. Τά πουλιά αὐτά, ὅπως λέει τό παρακάτω ἀπόσπασμα ἀπό ὕμνο τοῦ ἑσπερινοῦ της ἑορτῆς, συμβόλιζαν τούς ἀπό τούς Ἰουδαίους καί ἐθνικούς χριστιανούς, καθώς καί τίς δύο διαθῆκες, τήν Παλαιά καί τήν Καινή, τῶν ὁποίων ἀρχηγός εἶναι ὁ Χριστός. «Ὁ τοῖς Χερουβίμ ἐποχούμενος καί ὑμνούμενος ὑπό τῶν Σεραφίμ, σήμερον τῷ θείῳ ἱερῷ κατά νόμον προσφερόμενος, πρεσβυτικαῖς ἐνθρονίζεται ἀγκάλαις' καί ὑπό Ἰωσήφ εἰσδέχεται δῶρα θεοπρεπῶς, ὡς ζεῦγος τρυγόνων τήν ἀμίαντον Ἐκκλησίαν καί τῶν ἐθνῶν τόν νεόλεκτον (= νεοσύλεκτο) λαόν' περιστερῶν δέ δύο νεοσσούς, ὡς ἀρχηγός Παλαιᾶς τέ καί Καινῆς...» (Δοξαστικό στιχηρῶν). Παρόμοια λένε καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας γιά τό συμβολισμό τῶν πουλιῶν αὐτῶν.

Γιορτὴ Ὑπαπαντῆς, Ἡ ὑποδοχὴ τοῦ Κυρίου






Ἀγαπητοὶ Ἐνορίτες.

Δεύτερος πλέον μήνας τῆς καινούργιας χρονιᾶς! Καὶ ξεκίνησε μὲ τὴν Γιορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Χριστοῦ στὶς 2 Φεβρουαρίου. Εἶναι πολὺ μεγάλη Γιορτή. Ὑποδέχεται τὸν Χριστὸ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ σ' ὅλο του τὸν βίο ἔχει αὐτὴν τὴν προσδοκία περιεχόμενο ζωῆς. Ἐκεῖνος Τὸν περίμενε καὶ Τὸν δέχτηκε. Ἄραγε ἐμεῖς Τὸν περιμένουμε; Εἶναι ἡ ζωὴ μας ἀναμονὴ τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Χριστοῦ; Ὁ Συμεὼν περίμενε τὸν Χριστὸ περιεχόμενο καὶ ὀμορφιὰ τῆς ζωῆς του. Ἐμεῖς ἀτυχῶς ἀλλοῦ ἑστιάζομε τὸ περιεχόμενο τῆς ζωῆς μας. Ἄλλα ἀποτελοῦν τὶς προτεραιότητές μας.

Πῶς ὑποδέχεται, "ὑπαντᾶ" ἄραγε κάποιος τὸν Χριστό; Τί προϋποθέσεις χρειάζονται γιὰ νὰ Τὸν συναντήσει; Τί περιμένει ἀπ' Αὐτόν;

Πρῶτα ἀπ' ὅλα ἡ ζωή μας σήμερα μπερδεύτηκε καὶ δὲν περιμένει τὸν Χριστό. Ἄλλα πράγματα περιμένει. Σύγχυσις κυριαρχεῖ στὰ κριτήριά μας. Στὶς ἐπιδιώξεις μας. Στὶς ἐπιθυμίες μας. Ὁ Χριστὸς ἔγινε ὑπόθεση εἰδικοῦ ἐνδιαφέροντος γιὰ ἡλικιωμένους καὶ ἀφελεῖς.

Ἐμεῖς ξύπνιοι καὶ προσγειωμένοι, ὅπως θέλουμε νὰ πιστεύουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, δὲν ἔχουμε διαθέσιμο χρόνο γιὰ τέτοιες ἀσχολίες. Ἂν δὲν κυνηγᾶμε χρηματικὲς ἐπεκτάσεις, ψάχνουμε ἀπολαύσεις πάσης φύσεως. Ἂν δὲν τρέχουμε στὸν ξέφρενο ρυθμό μας, ἐπιδιώκουμε διακοπές. Ἂν δὲν εἴμαστε ἀπασχολημένοι μὲ τὰ τόσα ποὺ τριβελίζουν τὸ κεφάλι μας, διαβάζουμε τὶς "πάνσοφες" ἐφημερίδες μας ποὺ ἀπαντοῦν σ' ὅλα τὰ θέματα. Σπουδαῖα καὶ ἀστεῖα. Σοβαρὰ καὶ γελοῖα. Ἐνδιαφέροντα καὶ ἀδιάφορα. Καὶ οἱ ὁποῖες, τὸ σπουδαιότερο, μᾶς διαφωτίζουν καὶ γιὰ τὶς "ἔρευνες" ποὺ ἔχουν γίνει καὶ "ἀπέδειξαν" τὴν ἀνυπαρξία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἔτσι καὶ μεῖς πληροφορημένοι "ἔγκυρα" γινόμαστε ἐνημερωμένοι, καὶ "γνωρίζοντες". Πλέον τί σχέση νὰ ἐπιδιώξουμε; Πῶς νὰ γιορτάσουμε; Τὸ σπουδαιότερο, ποιὸν νὰ γιορτάσουμε;

Ἀδελφοί μου, ἂς μείνουμε λιγάκι μόνοι μὲ τὸν ἑαυτό μας. Ἂς ἀφουγκραστοῦμε τὴν συνείδηση καὶ τὴν καρδιά μας. Ἂς σκεφτοῦμε: Ἄραγε μὲ μία τέτοια πορεία ἔγινε ἡ ζωή μου καλύτερη; Ἀπόκτησε περιεχόμενο; Χαρά, γαλήνη, ἠρεμία; Ἔδιωξα τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ζωή μου καὶ λοιπὸν ὀμόρφηνε ἡ ζωή μου; Μήπως ἐρήμωσε; Μήπως γέμισε κακίες; Μήπως οἱ σχέσεις μου γίναν προβληματικές; Μήπως ἡ ψυχή μου εἶναι ἀνάστατη;

Ἡ Γιορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς φέρνει στὴν ἐπιφάνεια ὅλα αὐτὰ τὰ ἐρωτηματικά. Χρειάζονται ἀπάντηση! Μὲ εἰλικρίνεια. Καὶ μὲ δυναμισμό. Οἱ διαπιστώσεις μποροῦν νὰ εἶναι διάγνωση ἀλλὰ δὲν εἶναι θεραπεία. Ἡ θεραπεία θέλει ἀπόφαση καὶ κόπο.

Ἔστω καὶ ἂν μᾶς εἶναι ξένη ἡ Γιορτή, ἂς τὴν πάρουμε ἀφορμὴ νὰ μὴν συνεχίσει νὰ μᾶς εἶναι ξένος ὁ Χριστός.

Ὑποδοχὴ τοῦ Χριστοῦ σημαίνει: Εἰλικρίνεια ἀναζήτησης. Μεθοδικὴ ἀναζήτηση. (Δὲν πάει κανεὶς στὸ βουνὸ γιὰ ... ψάρια!) Ὕπαρξη βοηθοῦ σ' αὐτὴν τὴν πορεία. (Πνευματικός). Συνέπεια στὴν "θεραπευτικὴ ἀγωγὴ" ποὺ θὰ μᾶς δώσει.

Ὅταν αὐτὰ γίνουν, τότε ἡ καρδιά μας θὰ ἀρχίσει νὰ φωτίζεται ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Τότε ὅλα θὰ γίνουν Φῶς Χριστοῦ. Τότε ἡ προσδοκία τῆς Ὑπαπαντῆς Του θὰ γίνη χαρὰ τῆς ζωῆς μας. Τότε τὸ πρόσωπό Του θὰ γίνη τὸ πιὸ ἀγαπημένο μας πρόσωπο. Τότε κάθε θυσία γιὰ Αὐτὸν ποὺ ἀγαπᾶμε δὲν θὰ εἶναι κόπος ἀλλὰ χαρά. Τότε ἡ Εὐχαριστία τῆς Κυριακῆς δὲν θὰ εἶναι καθῆκον ἀλλὰ αὐτονόητη ἐκδήλωση ζωῆς.

Ἂς σκύψουμε πάνω σὲ ὅλα αὐτά. Ἀφορμὲς εἶναι γιὰ προβληματισμό. Ἂς τὰ ἐπεκτείνουμε καὶ σὲ περισσότερο βάθος καὶ ἔκταση.

Ὁ Χριστός, ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος εἶναι τὰ μόνα θέματα ποὺ χρειάζονται ἀπάντηση, ἔλεγε ἕνας ὄντως σοφὸς ἄνθρωπος τοῦ περασμένου (...εἰκοστοῦ ) αἰώνα.

Μὲ εὐχὲς γιὰ "ὑπάντηση" τοῦ Χριστοῦ ἀπ' ὅλους μας
 
Ὁ Ἐφημέριος π. Θεοδόσιος

Ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου (Λουκ. β΄, 22-38)


 

Ἡ Θεοτόκος μετὰ τὴν γέννησιν τοῦ Χριστοῦ ὡς Ἑβραία ἔπρεπε διὰ δύο λόγους νὰ μεταβῇ εἰς τὸν ναόν: Πρῶτον διὰ τὸν ἑαυτόν της καὶ δεύτερον διὰ τὸν πρωτότοκον υἱόν της.

Ὑποχρέωσις πρὸς τὸν ἑαυτόν της ἦτο ὁ νομικὸς καθαρισμός της, ὁ σαραντισμός της, ὅπως θὰ ἐλέγομεν σήμερον. Κατὰ τὸν νόμον δηλαδὴ (1) πᾶσα Ἑβραία λεχὼ τὴν τεσσαρακοστὴν ἡμέραν ἀπὸ τῆς γεννήσεως τοῦ ἄρρενος τέκνου της ἔπρεπε νὰ ἐμφανισθῇ εἰς τὸν ναόν, ἵνα καθαρισθῇ. Κατὰ τὸν καθαρισμὸν τοῦτον ἦτο ὑποχρεωμένη αὐτὴ, ἐὰν ἦτο πτωχὴ «τοῦ δοῦναι θυσίαν κατὰ τὸ εἰρημένον (2) ζεῦγος τρυγόνων ἢ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν». Ὁ καθαρισμὸς οὗτος δὲν ἦτο σωματικός τις καθαρισμὸς διὰ λόγους ὑγιεινούς, ἀλλὰ νομικός. Διὰ τούτου δηλαδὴ ὑπεμιμνήσκετο γενικῶς μὲν ἡ ἁμαρτωλότης τοῦ ἀνθρώπου, εἰδικῶς δὲ ἡ διὰ τῆς γεννήσεως μετάδοσις τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Τοῦτο φαίνεται ἐκ τοῦ ὅτι, εἰς περίπτωσιν καθ’ ἣν ἡ Ἑβραία λεχὼ ἐγέννα κόρην, ἦτο ἀκάθαρτη οὐχὶ ἐπὶ τεσσαράκοντα ἡμέρας ἀλλὰ ἐπὶ ὀγδοήκοντα εἰς ἀνάμνησιν, ὅτι ἡ Εὒα ἦτο πρωτουργὸς τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων. Ἡ θυσία τῶν προσφερομένων τρυγόνων καὶ περιστερῶν, τὰ ὁποῖα δὲν ἐκαθάριζον ἀλλὰ ὑπενθυμίζον μόνον τὴν ἀκαθαρσίαν, ὑπεδήλωνον τὴν ἀνάγκην τῆς ἐλεύσεως λυτρωτοῦ, τοῦ Χριστοῦ.

Ὑποχρέωσις πρὸς τὸν πρωτότοκον υἱόν της ἦτο ἡ ἑξῆς. Κατὰ τὸν Ἑβραϊκὸν νόμον τὰ πρωτότοκα τῶν Ἰσραηλιτῶν εἶχον διαφύγει τὴν δεκάτην πληγὴν τοῦ Θεοῦ κατὰ τοῦ Φαραὼ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ διὰ τοῦτο εἶχε διατάξει ὁ Θεός, ὅπως ταῦτα ἀφιερώνονται εἰς τὸν ναὸν πρὸς ὑπηρεσίαν του (1). Κατόπιν ὅμως ἀντικατεστάθησαν ταῦτα ὑπὸ τῆς φυλῆς τοῦ Λευΐ. Ἦσαν ὅμως ὑποχρεωμένοι οἱ γονεῖς τῶν πρωτοτόκων νὰ φέρωσι ταῦτα εἰς τὸν ναὸν «παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ» νὰ τοποθετῶσι δηλαδὴ αὐτὰ πλησίον τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ Κυρίου. Τοῦτο ἀναφέρεται ρητῶς «ἐν νόμῳ Κυρίου πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν» πᾶν ἀρσενικὸν δηλαδὴ πρωτότοκον «κληθήσεται» θὰ θεωρῆται «ἅγιον τῷ Κυρίῳ» ἀφιερωμένον δηλαδὴ εἰς τὸν Κύριον. Κατόπιν ἐξηγοράζετο τὸ πρωτότοκον τοῦτο ἀντὶ πέντε σίκλων (14,25 γαλλικῶν φράγκων) καὶ ἐλαμβάνετο πάλιν ὑπὸ τῶν γονέων του.

Ἀμφοτέρας τὰς ὑποχρεώσεις ταύτας ἐξετέλεσεν ἡ Θεοτόκος ὡς Ἑβραία κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴν Λουκᾶν ὅτε ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ καθαρισμοῦ αὐτῶν κατὰ τὸν νόμον Μωυσέως» κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴν δηλαδὴ ἡμέραν ἀπὸ τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὡς εἶναι εὐνόητον ταῦτα ἔγιναν ὄχι διότι ἡ γέννησις τοῦ Χριστοῦ ἦτο μέτοχος τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἀλλὰ διότι ὁ Χριστὸς ἐγένετο ὑπὸ νόμον, ὡς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (2).

Ἐν Ἱερουσαλὴμ ὅμως ἦτο ἄνθρωπος «ᾧ ὄνομα Συμεὼν» ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο Συμεὼν. Ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἦτο «δίκαιος» ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων καὶ «εὐλαβὴς» ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Οὗτος διὰ τῆς μελέτης τῶν Γραφῶν «ἦν προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ Ἰσραὴλ» ἀνέμενε δηλαδὴ τὸν Χριστόν, ὁ ὁποῖος ἦτο ἡ παρηγοριὰ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. «Ἐπ’ αὐτὸν» τὸν Συμεῶνα «ἦν Πνεῦμα Ἅγιον». Οὗτος ἦτο προφήτης. «Ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον» εἶχεν οὗτος λάβει τὴν ἀποκάλυψιν ἐκ τοῦ Θεοῦ «μὴ ἰδεῖν θάνατον πρὶν ἢ ἂν ἴδῃ τὸν Χριστὸν Κυρίου» δὲν θὰ ἀποθάνῃ δηλαδὴ ἂν προηγουμένως δὲν ἴδῃ τὸν Χριστόν. Ὁ εὐλαβὴς λοιπὸν οὗτος γέρων ὀλίγας ὥρας πρὸ τῆς ἀφίξεως τῆς Ἁγίας οἰκογενείας κινούμενος «ἐν τῷ Πνεύματι» ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἦλθεν «εἰς τὸ ἱερὸν» ἦλθεν δηλαδὴ εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ, ὅπου ἐπετρέπετο νὰ εἰσέλθωσιν αἱ γυναῖκες καὶ περιέμενε.

Μετ’ ὀλίγον χρονικὸν διάστημα ἡ ἁγία οἰκογένεια ἔρχεται.
«Ἐν τῷ εἰσαγαγεῖν τοὺς γονεῖς τὸ παιδίον Ἰησοῦν τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς κατὰ τὸ εἰθισμένον τοῦ νόμου περὶ αὐτοῦ» ὅταν δηλαδὴ εἰσήγαγον οἱ γονεῖς τὸν Χριστὸν καὶ ἐπρόκειτο νὰ ἐφαρμόσωσι τὸν νόμον τῶν πρωτοτόκων, ὅπως εἴπομεν ἀνωτέρω, ὁ Συμεὼν «ἐδέξατο αὐτὸ εἰς τὰς ἀγκάλας» ἔλαβεν αὐτὸ εἰς τὴν ἀγκάλην του καὶ «εὐλόγησε τὸν Θεὸν» ἐδόξασε τὸν Θεὸν καὶ εἶπε˙ «νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου Δέσποτα κατὰ τὸ ρῆμα σου ἐν εἰρήνῃ» Τώρα ζητῶ νὰ ἀπολυθῶ τῆς παρούσης ζωῆς, λέγει ὁ γέρων Συμεών, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχε δεθῇ μὲ τὴν ὑπόσχεσιν, ὅτι δὲν θὰ ἀποθάνῃ, ἂν δὲν ἴδῃ τὸν Χριστόν. Θὰ ἀπολυθῶ, θὰ ἀποθάνω προσθέτει χαρακτηριστικῶς ὁ γέρων Συμεὼν ἐν «εἰρήνῃ» ἤτοι εὐχαρίστως, διότι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸν Χριστόν, ὁ ὁποῖος εἶναι τὸ «σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν» ἡ σωτηρία δηλαδὴ ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου Ἐθνικοῦ καὶ Ἰουδαϊκοῦ. Καὶ συγκεκριμένως τὸ σωτήριόν σου τοῦτο εἶναι «φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν» ἤτοι φῶς πρὸς φωτισμὸν τῶν εἰδωλολατρικῶν λαῶν, τῶν ἀπίστων καὶ «δόξαν λαοῦ σου Ἰσραὴλ» πρὸς δόξαν δηλαδὴ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, διότι ἐξ αὐτοῦ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἐγεννήθη τὸ σωτήριόν σου τοῦτο, ὁ Χριστός. «Καὶ ἦν ὁ πατὴρ καὶ ἡ μήτηρ θαυμάζοντες ἐπὶ τοῖς λαλουμένοις περὶ αὐτοῦ». Ὁ θαυμασμὸς οὗτος τῆς ἁγίας οἰκογενείας δὲν ἦτο κυρίως ἐκ τῶν λεγομένων ὑπὸ τοῦ Συμεῶνος — τοιαῦτα θαυμαστὰ εἶχον ἀκούσει καὶ ὑπὸ τῶν ποιμένων — ἀλλὰ διότι ταῦτα ἐλέγοντο ὑπὸ ἀγνώστου εἰς αὐτοὺς ἀνθρώπου, τοῦ γέροντος Συμεῶνος.

Ὁ Συμεὼν στρέφεται κατόπιν πρὸς τοὺς γονεῖς τοῦ παιδίου τοὺς ὁποίους «εὐλόγησεν» ἐμακάρισεν. Κατόπιν ὁ αὐτὸς εὐλαβὴς γέρων στρέφεται εἰδικῶς «πρὸς Μαριὰμ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ εἶπε» περὶ τοῦ παιδίου. «Ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ» ἤτοι οὗτος προώρισται νὰ γίνῃ εἰς ἄλλους μὲν ἀφορμὴ πτώσεως εἰς ἄλλους δὲ αἰτία «ἀναστάσεως» σωτηρίας κατ’ ἀρχὰς ἐν τῷ Ἰσραηλιτικῷ λαῷ καὶ κατόπιν εἰς ὁλόκληρον τὸν κόσμον. Ὁ γέρων Συμεὼν συνεχίζει. Οὗτος θὰ εἶναι «εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» θαυμαστὸν δηλαδὴ φαινόμενον ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος θὰ ἔχῃ φανατικοὺς ὀπαδοὺς καὶ ἀρνητάς. Μετὰ ταῦτα προφητεύεται ὑπὸ τοῦ αὐτοῦ γέροντος ὁ μεγάλος πόνος, τὸν ὁποῖον θὰ αἰσθανθῇ ἡ Μαριὰμ ἐξ αὐτοῦ ὡς ἑξῆς: «Καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία». Ἡ ρομφαία εἶναι ὁ σταυρικὸς θάνατος τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ λυπήσῃ κατάκαρδα τὴν Θεοτόκον. Ἀποτέλεσμα δὲ τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι, «ὅπως ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί», θὰ φανερωθῶσι δηλαδὴ αἱ διαφορετικαὶ πεποιθήσεις τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς προσωπικότητος τοῦ Χριστοῦ.

Ἐν Ἱερουσαλὴμ εὑρίσκετο γυνή τις ὀνομαζομένη Ἄννα, ἡ ὁποία ἦτο «προφῆτις θυγάτηρ Φανουὴλ ἐκ φυλῆς Ἀσήρ. Αὕτη προβεβηκυῖα ἐν ἡμέραις πολλαῖς» ἦτο προχωρημένη δηλαδὴ πολὺ εἰς τὴν ἡλικίαν. Ἡ γυνὴ αὕτη «ζήσασα μετ’ ἀνδρὸς ἔτη 7 ἀπὸ τῆς παρθενίας αὐτῆς» ἤτοι ζήσασα μετὰ τοῦ ἀνδρός της ἀπὸ τὸν γάμον της ἑπτὰ ἔτη, περέμεινεν κατόπιν «χήρα ἕως ἐτῶν ὀγδοήκοντα τεσσάρων». Ἡ ἐν λόγῳ αὕτη γυνὴ ἦτο τόσον εὐλαβής, ὥστε «οὐκ ἀφίστατο τοῦ ἱεροῦ νηστείαις καὶ δεήσεσι λατρεύουσα νύκτα καὶ ἡμέραν». Συχνάκις δηλαδὴ διημέρευε καὶ διενυκτέρευεν εἰς τὸν ἱερὸν χῶρον τοῦ ναοῦ νηστεύουσα καὶ προσευχομένη. Αὕτη λοιπὸν «αὐτῇ τῇ ὥρᾳ» κατ’ αὐτὴν δηλαδὴ τὴν ὥραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἦλθεν ἡ ἁγία οἰκογένεια εἰς τὸν ναόν, «ἐπιστᾶσα» ἐλθοῦσα καὶ ἰδοῦσα τὸν Ἰησοῦν, «ἀνθωμολογεῖτο τῷ Θεῷ» ηὐχαρίστει τὸν Θεόν. Μετὰ δὲ τὸ πέρας τῶν θυσιῶν τῆς Ἁγίας οἰκογενείας εἰς τὸν ναὸν ἡ Ἄννα «ἐλάλει περὶ αὐτοῦ πᾶσι τοῖς προσδεχομένοις λύτρωσιν Ἱερουσαλὴμ» ὡμίλει δηλαδὴ ἡ Ἄννα πρὸς πάντας ἐκείνους τοὺς Ἰσραηλίτας ἐν Ἱερουσαλήμ, οἱ ὁποῖοι ἀνέμεναν τὸν Μεσσίαν ὡς Λυτρωτήν, ὅτι οὗτος ἦλθε καὶ εἶναι ὁ Χριστός.
«Καὶ ὡς ἐτέλεσαν πάντα τὰ κατὰ τὸν νόμον Κυρίου, ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, εἰς τὴν πόλιν ἑαυτῶν Ναζαρέτ».

Ἡ Ἁγία δηλαδὴ οἰκογένεια μετὰ τὸν σαραντισμὸν ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πατρίδα των τὴν Ναζαρέτ. Ἡ ἐπιστροφὴ αὕτη εἰς τὴν Ναζαρὲτ δὲν εἶχεν σκοπόν, ἵνα ἡ Ἁγία οἰκογένεια κατοικήσῃ ἐκεῖ. Τοῦτο, ἡ μόνιμος δηλαδὴ κατοίκησις εἰς Ναζαρὲτ ἔγινε βραδύτερον, ὅτε ἐπέστρεψαν ἐκ τῆς Αἰγύπτου, ὅπως ἀναφέρει ρητῶς ὁ Ματθαῖος. Τώρα ἐπιστρέφουν εἰς Ναζαρέτ, ἵνα πιθανὸν κανονίσωσιν οἰκογενειακάς των τινὰς ὑποθέσεις καὶ κατόπιν μεταβῶσιν εἰς Βηθλεέμ, ὅπου ἐσκόπευον, ὡς θὰ φανῇ κατωτέρω, νὰ ἐγκατασταθῶσι μονίμως, ἐπειδὴ ἐκεῖ ἐγεννήθη ὁ Χριστός. Διέρχονται λοιπὸν ἐκ Ναζαρὲτ καὶ μεταβαίνουσι καὶ πάλιν εἰς Βηθλεέμ, ὅπου ἔγινεν ἡ προσκύνησις τῶν Μάγων, φυγὴ εἰς Αἴγυπτον καὶ ἐπάνοδος εἰς Ναζαρέτ.

Ἐκ τῆς ὅλης διηγήσεως τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου διὰ τρία πρόσωπα γίνεται περισσότερος λόγος καὶ τὰ ὁποῖα ἠσθάνθησαν περισσότερον τὴν ἑορτὴν ταύτην: Ἡ Θεοτόκος, ὁ Συμεὼν καὶ ἡ Ἄννα. Τὰ πρόσωπα ταῦτα ἔδειξαν τὴν μεγαλυτέραν αὐταπάρνηση ἕκαστον κατὰ ἰδιαίτερον τρόπον. Ἂς ἴδωμεν τὸν ἰδιαίτερον τρόπον τῆς αὐταπαρνήσεως ἑνὸς ἑκάστου προσώπου καὶ τὴν ὠφέλειάν μας ἐκ τῆς αὐταπαρνήσεως ταύτης.
 

Θέμα: α) Ἡ Θεοτόκος : Ἐπιφάνεια — Βάθος
Αον. Ἡ Θεοτόκος. Γνωρίζομεν, ὅτι εἰς πᾶσαν γυναικείαν ψυχὴν δύο πράγματα εἶναι ριζωμένα βαθύτατα: Ἡ ἐντροπὴ καὶ ὁ πόνος. Ἡ ἐντροπή, τὴν ὁποίαν αἰσθάνεται ὡς γυνή, ὡς κόρη καὶ ὁ πόνος, τὸν ὁποῖον αἰσθάνεται ὡς μητέρα. Ἡ Θεοτόκος εἶναι κόρη καὶ μητέρα. Αἰσθάνεται βαθύτατα καὶ τοὺς δύο πόνους. Καὶ ἰδοὺ πῶς. Αὕτη ἦτο παρθένος, ὁ δὲ Χριστὸς ὁ υἱός της, ἦτο ξένος τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Παρ’ ὅλην ὅμως τὴν ἰδικήν της καθαρότητα καὶ τοῦ υἱοῦ της τὴν Θεότητα μεταβαίνει εἰς τὸν ναὸν πρὸς καθαρισμὸν καὶ ἐμφανίζεται ὡς συνήθης γυνή, ὡς λεχώ. Ἔχει βάθος ἅγιον. Ἐπιφάνειαν ὅμως ἔχει γυναικὸς μολυσμένης. Διὰ μίαν γυναῖκα εἶναι μεγάλος πειρασμὸς ὁ πειρασμὸς τῆς ἐντροπῆς, ὥστε ἐνῶ εἶναι ἁγία νὰ φαίνεται μολυσμένη. Ἰδοὺ ὁ πειρασμὸς τῆς ἐντροπῆς τῆς Θεοτόκου ὡς κόρης. Βάθος ἅγιον, ἐπιφάνεια μολυσμένη.

Ἡ Θεοτόκος αἰσθάνεται καὶ τὸν δεύτερον πειρασμὸν ὡς μητέρα. Καὶ ἰδοὺ πῶς. Ὁ Συμεὼν προλέγων τὸ πάθος τοῦ υἱοῦ της παριστᾷ αὐτὸ μὲ ρομφαίαν, ἡ ὁποία θὰ διέλθῃ τὴν ψυχήν της. Ὁ πόνος τῆς Θεοτόκου ὡς μητρὸς εἶναι μεγάλος διὰ τοὺς ἑξῆς λόγους. Ὁ Συμεὼν δὲν λέγει εἰς τὴν Θεοτόκον ποῖον θὰ εἶναι τὸ εἶδος τῆς μαχαίρας ἐκ τῶν παθημάτων τοῦ υἱοῦ της, ἡ ὁποία μάχαιρα θὰ περάσῃ τὴν καρδίαν της. Ἑπομένως ὁ νοῦς τῆς Θεοτόκου ἠδύνατο νὰ ὑποπτεύεται πλεῖστα εἴδη βασάνων. Ὑπέφερε μὲ τὴν ἐνθύμησιν αὐτῶν ὡς μητέρα. Ἡ ἐνθύμησις τῶν βασάνων αὐτῶν ἤρχισεν ἀπὸ τῆς ἡλικίας τῶν 40 ἡμερῶν τοῦ υἱοῦ της μέχρι τῆς ἡμέρας τῆς σταυρώσεώς του. Τὸ ἀκαθόριστον τοῦ εἴδους τῶν βασάνων καὶ ἡ ἐπὶ 30 ἔτη ἐνθύμησις τῶν βασάνων τούτων ἦτο μεγάλος πειρασμὸς διὰ τὴν Θεοτόκον ὡς μητέρα. Πλὴν αὐτοῦ ἡ Θεοτόκος πρώτην φορὰν ἀκούει ἀπὸ τὸν Συμεῶνα τὴν μάχαιραν τῆς καρδίας της ἐκ τῶν βασάνων τοῦ υἱοῦ της. Μέχρι τώρα ἤκουεν ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελον Γαβριὴλ ἀπὸ ποιμένας εὐχαρίστους ἀγγελίας διὰ τὸν υἱόν της. Ἠδύνατο λοιπὸν νὰ ὑποπέσῃ εἰς τὸν πειρασμὸν τοῦ μὴ συνδυασμοῦ τῶν εὐχαρίστων ἀγγελιῶν πρὸς τὴν δυσάρεστον ἀγγελίαν τοῦ Συμεῶνος καὶ νὰ εἴπῃ τοῦτο: Πῶς ὁ τόσον σπουδαῖος υἱός μου πρόκειται νὰ στενοχωρηθῇ καὶ νὰ μὲ στενοχωρήσῃ τόσον πολύ; Ὡς ἀδύνατος δὲ γυνὴ καὶ ἀκόμη ὡς μητέρα ἦτο εὔκολον νὰ γίνῃ θῦμα τοῦ πειρασμοῦ τῶν σκέψεων αὐτῶν. Καὶ ὅμως! Ὡς μητέρα ὑπέμεινε μὲ σιωπὴν τὴν δυσάρεστον ταύτην ἀγγελίαν ἔχουσα εἰς τὸ βάθος της πόνον καὶ εἰς τὴν ὄψιν της ἡρεμίαν. Ἔναντι τῶν λογισμῶν τούτων εἶχεν ἐσωτερικῶς μὲν σκέψιν, «συνετήρει πάντα τὰ ρήματα ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς», ὡς λέγει ρητῶς ὁ Λουκᾶς, ἐξωτερικῶς δὲ εἶχε σιωπήν.

Ἑπομένως ἡ αὐταπάρνησις τῆς Θεοτόκου εἶχε τὰς τρεῖς αὐτὰς μορφάς: 1) Ὡς κόρη εἶχε βάθος ἅγιον καὶ ἐπιφάνειαν μολυσμένην. 2) Ὡς μητέρα εἶχεν εἰς τὸ βάθος της πόνον, ἐπιφάνειαν ὅμως ἤρεμον. Καὶ 3) Ὡς γυναῖκα καὶ μητέρα εἶχεν ἐσωτερικῶς μὲν ἀντιθέτους πληροφορίας περὶ τοῦ υἱοῦ της, εὐχαρίστους δηλαδὴ καὶ δυσαρέστους, ἐξωτερικῶς ὅμως σιωπήν. Ἡ διαγωγὴ αὕτη τῆς Θεοτόκου εἶναι δεῖγμα μεγάλης αὐταπαρνήσεώς της!

Βον.  Ἡ μ ε ῖ ς  ὅμως; Ἡ Θεοτόκος ἦτο ἁγία καὶ ἐφαίνετο μολυσμένη. Ἡμεῖς ὅμως ἐνῶ εἴμεθα βρωμεροί, θέλομεν νὰ φαινώμεθα ἅγιοι. Ἐνῶ εἴμεθα ἄσημοι, θέλομεν νὰ φαινώμεθα σπουδαῖοι. Ἡ Θεοτόκος μεταβαίνει εἰς ναόν, ἵνα ἐκκλησιασθῇ, ἂν καὶ ἡ ἴδια ἦτο ναὸς ἔμψυχος, διότι ἔφερεν εἰς τὰ σπλάγχνα της τὸν ἴδιον τὸν Θεόν. Ἡμεῖς ἀμελοῦμεν τὸν ἐκκλησιασμὸν θεωροῦντες αὐτὸν περιττόν. Ἡ Θεοτόκος ἔχει τόσην αὐταπάρνησιν, ὥστε ἂν καὶ φέρῃ μέσα της τὴν οὐσίαν τοῦ ναοῦ, τὸν Θεόν, ὑποτάσσεται εἰς τὸν πρόσκαιρον τύπον τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, τὸν τυπικὸν καθαρισμόν. Ἡμεῖς ἐντρεπόμεθα νὰ ὑποταχθῶμεν εἰς τὸν αἰώνιον εὐαγγελικὸν νόμον. Ἐκείνη εἶχε τὴν αὐταπάρνησιν νὰ βαδίσῃ ἀπὸ τὴν Βηθλεὲμ μέχρι τῆς Ἱερουσαλὴμ μίαν περίπου ἡμέραν, ἵνα ἐκκλησιασθῇ τυπικῶς. Ἡμεῖς ὅμως εἴμεθα τόσον ἀμελεῖς, ὥστε ἀμελοῦμεν τὸν ἐκκλησιασμόν μας, ἂν καὶ ἡ ἐκκλησία εὑρίσκεται πλησίον μας.

Ἡ Θεοτόκος εἶχεν εἰς τὸ βάθος της πόνον καὶ εἰς τὴν ὄψιν της ἠρεμίαν. Τοῦτο, φαίνεται καθαρά, ὅταν εἶδε τὴν μάχαιραν τῆς καρδίας της, τὸν υἱόν της ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Κατὰ τὴν τραγικὴν ἐκείνην στιγμὴν ἡ Θεοτόκος ἦτο ὄρθια ἐνώπιον τοῦ σταυροῦ. Αὐτὸ μᾶς τὸ λέγει ρητῶς ὁ εὐαγγελιστὴς σημειώνων διὰ τὴν Θεοτόκον, ὅτι «εἱστήκει παρὰ τῷ σταυρῷ». Ἔχεις καὶ σὺ τὸν πόνον εἰς τὸ βάθος σου καὶ τὴν ἠρεμίαν εἰς τὴν ὄψιν σου; Καὶ συγκεκριμένως. Ἴσως νὰ ἴδῃς τὸν υἱόν σου ὡς μητέρα ἐξηπλωμένον νεκρὸν ἐπὶ τοῦ φερέτρου ἢ κρεμάμενον ὑπὸ τῶν ἀντιχρίστων ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Δὲν λέγω, ὅτι πρέπει νὰ μείνῃς ἀναίσθητος εἰς τὸν πόνον, ἀλλὰ ἔχεις τὴν δύναμιν τῆς ὑπομονῆς; Ἡ Θεοτόκος βλέπει τὸν υἱόν της ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καὶ δὲν λιποθυμεῖ, ὥστε νὰ πέσῃ κατὰ γῆς. Ὁ υἱός της εἶναι μονογενὴς καὶ ἀναμάρτητος. Κρέμαται ὅμως ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Καὶ σὺ μητέρα, ἡ ὁποία ἔχεις καὶ ἄλλα παιδιά, ὅταν ἴδῃς ἕνα ἀπὸ αὐτὰ κρεμασμένον ἢ νεκρὸν εἰς τὸ φέρετρον, θυμήσου τὴν Θεοτόκον, ἡ ὁποία ἦτο ὄρθια, ἤρεμος καὶ μὴ ἀρχίζῃς τὰ ξεφωνητά, λιποθυμίας, ξεμαλλιάσματα καὶ λοιπὰς ἀνοήτους ἐκδηλώσεις. Ὁ πόνος σου μεγαλώνει, διότι τὸ νεκρὸν ἢ κρεμασμένον παιδί σου ἦτο πολὺ καλόν. Ἡ καλωσύνη του τώρα πού εἶναι εἰς τὸ φέρετρον ἢ εἰς τὸν σταυρόν, σὲ κάνει νὰ πονῇς. Ὁσονδήποτε ὅμως καλὸ καὶ ἂν ἦτο τὸ παιδί σου, ποτὲ δὲν φθάνει τὴν καλωσύνην τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Θεοτόκος ἂν καὶ εἶχε τόσον καλὸ παιδὶ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, ὑπέμεινεν.

Ὁ πόνος σου διὰ τὸ κρεμασμένο ἢ νεκρὸ παιδί σου εἶναι ἀκόμη μεγάλος, ὅταν τὸ καλό σου αὐτὸ παιδὶ εἶναι καὶ ἀγόρι. Καὶ ὁ Χριστὸς ἦτο ὄχι μόνον ἁγιώτατος ἀλλὰ καὶ ἀγόρι διὰ τὴν Θεοτόκον. Ὁ Χριστὸς ἦτο ἁγιώτατος καὶ ἀγόρι καὶ μονάκριβος διὰ τὴν Θεοτόκον. Ἡ Θεοτόκος ὑπέμεινεν, ἂν καὶ ἔβλεπεν ἐνώπιόν της ἐσταυρωμένον τὸν μονάκριβον υἱόν της, τὸν ἀναμάρτητον. Δὲν ὑπάρχει θέαμα συγκινητικώτερον ἀπὸ τὸ θέαμα, ὁποὺ συνδυάζονται τρία πράγματα. Πόνος, ἀρετὴ καὶ ὑπομονή! Ἂν πονῇ τις καὶ ὑποφέρῃ, διότι εἶναι ἄξιος τῶν παθημάτων του, δὲν ἔχει ἀξίαν μεγάλην ἡ ὑπομονή του. Ὅταν εἶναι ἐνάρετος καὶ ὑφίσταται δοκιμασίας, ἀλλὰ δὲν ὑπομένει αὐτάς, δὲν ἔχει ἀξίαν ἡ ἀρετή του. Ὅταν ἐπίσης ἔχῃ ἀρετὴν χωρὶς ὅμως πόνον καὶ ὑπομονήν, ἡ ἀρετή του οὐδεμίαν ἀξίαν ἔχει. Ἑπομένως συγκινητικὸν εἶναι ὁ συνδυασμὸς πόνου, ἀρετῆς καὶ ὑπομονῆς, νὰ εἴμεθα δηλαδὴ ἐν δικαίῳ, νὰ ἀδικούμεθα καὶ νὰ ὑπομένωμεν. Ἡ Θεοτόκος ὑπέμεινεν ὅλους τοὺς πειρασμοὺς τῶν λογισμῶν ἐκ τῶν ἀντιθέτων πληροφοριῶν καὶ σὺ πρέπει νὰ σιωπᾷς καὶ νὰ ἀφίνῃς εἰς τὸν Θεὸν τὰς ἀντιξοότητας τῆς ζωῆς σου, τὰς ὁποίας δὲν δύνασαι νὰ ἐξηγήσῃς.

Σὲ κάποιο θέατρον ἕνας ἠθοποιός, ἐνῶ ἔπαιζε τὸν ρόλον του εἰς κάποιο δρᾶμα, ἔκαμεν αἱμόπτυσιν. Ἔξυπνος προσεπάθησε καὶ ἐνέταξε τὴν αἱμόπτυσιν εἰς τὸ δρᾶμα. Ἔκαμε καὶ δευτέραν αἱμόπτυσιν, τὴν ὁποίαν καὶ πάλιν λίαν εὐφυῶς ἐνέταξε εἰς τὸ ἔργον του. Σὲ λίγον ὅμως κάμνει ἐμετὸν αἵματος. Τώρα ἀδυνατεῖ νὰ ἐντάξῃ αὐτὴν εἰς τὸ ἔργον του καὶ γενόμενος ἀντιληπτὸς ἀποσύρεται τῆς σκηνῆς. Ὁσονδήποτε λοιπὸν καὶ ἂν προσπαθήσωμεν καὶ ἡμεῖς νὰ ἀποκρύψωμεν τὸ βουρκωμένον βάθος μας, ἐκεῖνο θὰ φανῇ. Ἂς φροντίσωμεν νὰ διορθώσωμεν ὄχι τὴν ἐπιφάνειαν ἀλλὰ τὸ βάθος, ὥστε ὄχι νὰ φαινώμεθα, ἀλλὰ νὰ εἴμεθα καλοί.

Ἰδοὺ ἡ τριπλῆ μορφὴ τῆς αὐταπαρνήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ τῆς ἰδικῆς μας τοιαύτης. Πόνος, ἀρετή, ὑπομονή!


Θέμα: β) Ὁ Συμεών. Ὁ Χριστὸς ἰατρὸς ζωῆς καὶ θανάτου

Αον.  Ὁ πρεσβύτης Συμεών. Ὁ Συμεών, ὅταν εἶδε τὸν Χριστὸν καὶ προεφήτευσε τὸν σταυρικόν του θάνατον, ἐξεδήλωσε τὴν ἐπιθυμίαν νὰ ἀποθάνῃ, διότι οὔτε ἡ ζωὴ τὸν ἐγοήτευε πλέον, οὔτε ὁ θάνατος τὸν ἐτρόμαζε. Πῶς συνέβη αὐτό; Ἂς ἴδωμεν τὸ μυστικὸν τοῦ πράγματος τούτου.

Δύο πράγματα εἶναι τρομερά: Ἡ ἁμαρτία ὅταν ζῶμεν καὶ ὁ θάνατος, ὅταν ἀποθνήσκωμεν. Ἡ ἁμαρτία εἶναι θάνατος, χώρισμα δηλαδὴ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ δὲ θάνατος ὁ σωματικὸς εἶναι χώρισμα ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος. Ἡ ἁμαρτία εἶναι χειροτέρα τοῦ θανάτου, διότι αὐτὴ ἔφερε τὸν θάνατον καὶ αὐτὴ χωρίζει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐνῶ ἡ ἁμαρτία εἶναι χειροτέρα τοῦ θανάτου, εἶναι εὔκολος νὰ ἀποφευχθῇ. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι τόσον κακός, ὅσον εἶναι ἡ ἁμαρτία, διότι οὗτος χωρίζει τὴν ψυχὴν ἀπὸ τὸ σῶμα μόνον. Πλὴν αὐτοῦ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀναπόφευκτος, θὰ ἔπρεπε λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ φροντίζῃ νὰ ἀποφεύγῃ περισσότερον τὴν ἁμαρτίαν, διότι αὐτὴ εἶναι τὸ χειρότερον κακὸν ἀφ’ ἑνὸς ἀλλὰ καὶ ἀφ’ ἑτέρου δυνάμεθα νὰ τὴν ἀποφύγωμεν. Νὰ φοβώμεθα δὲ ὀλιγώτερον τὸν θάνατον, διότι οὗτος εἶναι μικρότερον κακὸν ἔναντι τῆς ἁμαρτίας ἀφ’ ἑνὸς καὶ εἶναι ἀναπόφευκτος ἀφ’ ἑτέρου. Καὶ ὅμως!

Φρίκη μᾶς καταλαμβάνει ἐνώπιον τοῦ θανάτου καὶ ἀδιαφορία ἐνώπιον τῆς ἁμαρτίας. Καὶ καλλίτερον ἀκόμη: Ἀγκαλιάζομεν τὴν ἁμαρτίαν ἐν τῇ ζωῇ καὶ ἀποφεύγομεν μετὰ φρίκης καὶ τὴν μνήμην ἀκόμη τοῦ θανάτου. Πόση μεγάλη εἶναι ἡ νόσος αὐτή! Ἀλλὰ ἦλθε καὶ ἡ ἀνάλογος ποινή. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀγαπητὴ εἰς ἡμᾶς, διότι τὴν θέλομεν. Ὁ θάνατος εἶναι τρομερός, διότι ἦλθε παρὰ τὴν θέλησίν μας. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐξελέξαμεν μὲ τὴν θέλησίν μας τὴν ἁμαρτίαν ὡς βασίλισσαν, ἦλθε παρὰ τὴν θέλησίν μας ὁ θάνατος, ὡς τύραννος. Τρομερὰ εἶναι ἡ τιμωρία αὕτη ἀλλὰ δικαία. Ἰδοὺ ἡ νόσος μας καὶ ἡ ποινή.

Ὁ Χριστὸς ἦλθεν ὡς ἰατρὸς τῆς νόσου ταύτης διὰ τοῦ σταυρικοῦ του θανάτου. Πῶς; Ἰδού. Ὁ Χριστὸς ἀγκαλιάζει τὸν θάνατον καὶ μισεῖ τὴν ἁμαρτίαν. Ὅσην λατρείαν ἔχομεν ἡμεῖς διὰ τὴν ἁμαρτίαν, τόσην φρίκην ἠσθάνθη ὁ Χριστὸς δι’ αὐτήν. Ὅσην φρίκην ἔχομεν ἡμεῖς πρὸς τὸν θάνατον, τόσην λαχτάραν εἶχεν Ἐκεῖνος νὰ ἀποθάνῃ χάριν ἡμῶν. Ἡ λαχτάρα διὰ τὸν θάνατον φαίνεται ἐκ τῆς ἠρεμίας, μετὰ τῆς ὁποίας ἀποθνήσκει καὶ ἐκ τῆς ἐπιπλήξεως, τὴν ὁποίαν ἀπηύθυνε πρὸς τὸν ἀπόστολον Πέτρον ὀνομάσας αὐτὸν Σατανᾶν, διότι ὁ ἀπόστολος Πέτρος συνέστησε εἰς Αὐτὸν νὰ μὴ σταυρωθῇ. Ὁ μεγάλος πόθος τοῦ Κυρίου νὰ ἀποθάνῃ φαίνεται ἀκόμη ἐκ τοῦ ὅτι ὀνομάζει τὸν σταυρικόν του θάνατον δόξαν του. Πόσον δὲ μῖσος εἶχε πρὸς τὴν ἁμαρτίαν, φαίνεται ἐκ τοῦ ὅτι ἦτο ἀναμάρτητος.

Διὰ τοῦ τρόπου λοιπὸν τούτου, τοῦ μίσους δηλαδὴ τοῦ Κυρίου πρὸς τὴν ἁμαρτίαν, ἀφῃρέθη ἡ γλυκύτης τῆς ἁμαρτίας. Διὰ δὲ τῆς λαχτάρας του πρὸς τὸν θάνατον ἀφῃρέθη ἐκ τοῦ θανάτου ὁ τρόμος καὶ ἡ φρίκη αὐτοῦ. Μὲ δύο λόγια ὁ Χριστὸς διὰ τοῦ θανάτου του ἀφαιρεῖ τὴν ἁμαρτωλὸν γλυκύτητα τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἀπαισίαν μορφὴν τοῦ θανάτου. Πλὴν αὐτοῦ ὁ Χριστὸς διὰ τοῦ θανάτου του μετέβη εἰς τὴν ἄλλην ζωὴν καὶ εὑρίσκεται εἰς ἐκείνην ἀναμένων ἡμᾶς. Ὁ Συμεὼν ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποθάνῃ ἀφοῦ εἶδε τὸν Χριστόν, διότι δὲν τὸν γοητεύει ἡ γλυκύτης τῆς ζωῆς οὐδὲ τὸν τρομάζει ἡ φρίκη τοῦ θανάτου ἀλλὰ τὸν ἑλκύει ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος διὰ τοῦ σταυρικοῦ του θανάτου εὑρίσκεται εἰς τὴν πέραν τοῦ τάφου ζωήν. Ἰδοὺ τὸ μυστικὸν τῆς νόσου καὶ τῆς θεραπείας ταύτης.


Boν.  Ἡ μ ε ῖ ς;  Πρέπει καὶ δι’ ἡμᾶς τὸ ἴδιον νὰ συμβαίνῃ. Ὅταν γνωρίσωμεν τὸν Χριστόν, δὲν πρέπει νὰ μᾶς γοητεύῃ ἡ ἁμαρτία τῆς παρούσης ζωῆς οὐδὲ ὁ θάνατος νὰ μᾶς τρομάζῃ. Δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἑλκύῃ ἡ ἁμαρτία, διότι τὴν ἐμίσησεν ὁ ἀρχηγός μας καὶ μᾶς χωρίζει ἀπὸ Αὐτόν. Δὲν πρέπει νὰ ἀδιαφορῶμεν διὰ τὴν ἁμαρτίαν, διότι εἶναι τὸ χειρότερον κακὸν ἀλλὰ καὶ δυνάμεθα νὰ τὴν ἀποφεύγωμεν. Πόσον ὑπεύθυνοι εἴμεθα ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, διότι ἀδιαφορῶμεν πρὸς ἕνα τόσον μεγάλον κακὸν τὴν ἁμαρτίαν, τὸ ὁποῖον δυνάμεθα νὰ ἀποφύγωμεν! Δὲν πρέπει νὰ τρομάζωμεν τὸν θάνατον, διότι δὲν εἶναι τόσον μεγάλον κακόν, ὅσον εἶναι ἡ ἁμαρτία. Πλὴν αὐτοῦ ὁ θάνατος εἶναι καὶ ἀναπόφευκτος. Τρίτος δὲ λόγος σπουδαιότατος, ὁ ὁποῖος μᾶς λέγει, ὅτι δὲν πρέπει νὰ τρομάζωμεν τὸν θάνατον, εἶναι, ὅτι τὸν θάνατον ἀγκάλιασεν ὁ Χριστός. Ἑπομένως τὸ ἀναπόφευκτον τοῦ θανάτου τὸ ἀγκάλιασμά του ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ μικρότης τοῦ κακοῦ του ἔναντι τῆς ἁμαρτίας πρέπει νὰ μᾶς κάνῃ νὰ βλέπωμεν αὐτὸν μετὰ ἠρεμίας. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι πλέον δι’ ἡμᾶς τοὺς πιστούς, ἀφ’ ὅτου τὸν ἀγκάλιασεν ὁ Χριστός, τέλος ἀλλὰ ἀρχὴ νέας ζωῆς. Εἶναι γέφυρα, ἡ ὁποία μᾶς μεταφέρει ἐκ τῶν προσκαίρων εἰς τὰ αἰώνια. Εἶναι τὸ σταυροδρόμι παρούσης ζωῆς καὶ μελλούσης αἰωνιότητος. Ὁ θάνατος εἶναι κορυφὴ ἑνὸς βουνοῦ, ἀπὸ ὅπου βλέπομεν τὸ τέλος τῆς παρούσης ζωῆς καὶ τὴν ἀρχὴν τῆς αἰωνιότητος.

Δὲν πρέπει νὰ μᾶς γοητεύῃ ὄχι μόνον ἡ ἁμαρτία τῆς παρούσης ζωῆς, διότι ἐμίσησε τὴν ἁμαρτίαν ταύτην ὁ Χριστός μας, ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ μᾶς γοητεύῃ καὶ αὐτὴ ἡ παροῦσα ζωή, διότι ὅσον ὡραία καὶ ἂν εἶναι, εἶναι ὅμως πρόσκαιρος. Δὲν εἶναι καθόλου λογικὸν νὰ γοητεύεται καὶ νὰ προσκολλᾶται ὁ ἄνθρωπος εἰς κάτι τὸ πρόσκαιρον, εἰς κάτι τὸ ὁποῖον φεύγει ἀπὸ τὰ χέρια του, νὰ πατᾷ σὲ σάπια σανίδα.

Ποῖος λοιπὸν τώρα γνωρίζων τὸν Χριστὸν δὲν θὰ θελήσῃ νὰ μισήσῃ τὴν ἁμαρτίαν; Ποῖος γνωρίζων τὸν Χριστὸν θὰ τρομάζῃ καὶ θὰ φρικιᾷ πρὸ τοῦ θανάτου; Ποῖος γνωρίζων τὸν Χριστὸν δὲν θὰ θελήσῃ νὰ πετάξῃ ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα εἰς τὰ αἰώνια, ἵνα μεταβῇ πλησίον τοῦ Χριστοῦ; Ἀφοῦ ὁ Συμεὼν ἄφινε τὸν Χριστὸν ἐδῶ εἰς τὴν γῆν καὶ ἤθελε νὰ μεταβῇ εἰς τὸν οὐρανόν, ὅπου θὰ μετέβαινεν ἀργότερα ὁ Χριστός, πολὺ περισσότερον πρέπει ἡμεῖς σήμερον νὰ ποθῶμεν νὰ μεταβῶμεν εἰς τὸν Χριστόν, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται εἰς τὸν οὐρανόν. Ποῖος θὰ θελήσῃ νὰ σύρεται ἐδῶ εἰς τὰ πρόσκαιρα καὶ δὲν θὰ ἐπιθυμήσῃ νὰ πετάξῃ ἐκεῖ εἰς τὰ αἰώνια;

Ἴσως εἴπῃ τις. Καὶ ὁ κόσμος οὗτος εἶναι ἔργον τοῦ Θεοῦ, εἶναι οἶκος τοῦ Θεοῦ. Οὐδεμία ἀντίρρησις. Ἀλλ’ ἐρωτῶ: Ποῖος θὰ ἤθελε νὰ βλέπῃ τὸ ἀνάκτορον ἑνὸς βασιλέως, νὰ μένῃ εἰς αὐτὸ ἀλλὰ νὰ μὴ βλέπῃ προσωπικῶς τὸν βασιλέα; Ὁ κόσμος εἶναι ἀνάκτορον τοῦ Θεοῦ. Ὁ οὐρανὸς εἶναι τὸ μέρος, ὅπου μένει ὁ Θεός, ὁ βασιλεύς. Ἑπόμενον εἶναι νὰ ποθῶμεν νὰ μεταβῶμεν ἐκεῖ, ὅπου εὑρίσκεται ὁ βασιλεύς.
Ἰδοὺ ὁ Συμεὼν καὶ ἡμεῖς. Ἰδοὺ ἡ φρίκη, τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ ἔχωμεν διὰ τὴν ἁμαρτίαν καὶ ἡ ἀδιαφορία διὰ τὸν θάνατον. Ἕνας εὐσεβὴς ὁ Ἰγνάτιος Λαϊόλα εἶχε μάθει, ὅτι ἕνας ἁμαρτωλὸς σύχναζεν εἰς ἕνα ἁμαρτωλὸν μέρος. Ἀπεφάσισε νὰ τὸν σώσῃ. Πῆγε στὸ δρόμο ἀπ’ ὅπου ἐπρόκειτο νὰ περάσῃ ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ στὸν ὁποῖον ἦτο ἕνα ποτάμι. Ἔβγαλεν ἐκεῖ τὰ ροῦχα του ὁ Ἰγνάτιος καὶ ὅταν εἶδε νὰ περνᾷ ὁ ἁμαρτωλός, ρίχτηκε στὸ ποτάμι ἕως τὸ λαιμό. Ἦτο χειμών. Ὁ ἁμαρτωλός, ὅταν τὸν εἶδε, φώναξε. Τί κάνεις; Θὰ παγώσῃς. Ὁ Ἰγνάτιος ἀπαντᾷ. Δὲν βγαίνω, ἂν δὲν μετανοήσῃς. Ὁ ἁμαρτωλὸς λυπήθηκε τὸν εὐσεβῆ αὐτὸν ἱερέα καὶ συναισθανθεὶς τὴν βαρύτητα τῆς ἁμαρτίας του μετενόησε. Τὸ παράδειγμα αὐτὸ συνδυάζει τὴν φρίκην τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν ἀδιαφορίαν πρὸς τὸν θάνατον. Τοιοῦτοι ἦσαν ὅλοι οἱ ἅγιοι. Ἂς φροντίσωμεν μαζὶ μὲ τὸν Συμεῶνα νὰ μισήσωμεν τὴν ἁμαρτίαν ἐν τῇ ζωῇ, νὰ μὴ μᾶς τρομάζῃ ὁ θάνατος. Ἂς ποθήσωμεν δὲ νὰ πετάξωμεν ἐκ τῆς ἁμαρτωλοῦ καὶ προσκαίρου ζωῆς μέσῳ τοῦ θανάτου εἰς τὴν αἰωνιότητα, ὅπου εὑρίσκεται ὁ Χριστός, ὁ Συμεών, ἡ Θεοτόκος, ἡ Ἄννα καὶ τόσοι ἄλλοι. Ἀμήν.


Θέμα: γ) Ἡ Ἄννα. Ἑκούσιοι περιορισμοὶ

Ἡ Θεοτόκος ἔδειξε τὴν αὐταπάρνησίν της, διότι, ὡς εἴδομεν, ὑπετάχθη εἰς τὸν νόμον τοῦ καθαρισμοῦ καὶ εἰς τὴν ἀνάγκην τῆς ρομφαίας, τοῦ σταυρικοῦ δηλαδὴ θανάτου τοῦ υἱοῦ της. Ὁ Συμεὼν ἔδειξε τὴν αὐταπάρνησίν του, διότι ἰδὼν τὸν Χριστὸν δὲν γοητεύεται πλέον ὑπὸ τῆς ζωῆς, δὲν τρομοκρατεῖται ἐκ τοῦ θανάτου. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἄννα ἠξιώθη νὰ ἴδῃ τὸν Χριστόν, ὅτε ὑπεβάλλετο εἰς ἄλλο εἶδος αὐταπαρνήσεως, νηστείας δηλ. καὶ προσευχάς, ὅπως λέγει ρητῶς ὁ Λουκᾶς «οὐκ ἀφίστατο τοῦ Ἱεροῦ νηστείαις καὶ δεήσεσι λατρεύουσα νύκτα καὶ ἡμέραν». Εἶχε δηλ. τοὺς ἑκουσίους περιορισμούς. Ἰδοὺ τὸ τρίτον εἶδος τῆς αὐταπαρνήσεως.

Αον Οἱ ἑκούσιοι περιορισμοί. Ὁ ἄνθρωπος ὁμοιάζει πρὸς ποταμόν. Ὁ ποταμός, τὸ πολυτιμότερον τὸ ὁποῖον ἔχει εἶναι τὸ ὕδωρ του. Καὶ ὁ ἄνθρωπος τὸ πολυτιμότερον τὸ ὁποῖον ἔχει, εἶναι ἡ ἐλευθερία του. Ὅπως ὁ ποταμὸς ἔχει τὸ ρεῦμά τοῦ ὕδατός του, οὕτω καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν ὁρμήν, τὴν ἐλευθερίαν του. Ὁ ποταμὸς ἔχει τὰς ὄχθας του, αἱ ὁποῖαι συγκρατοῦν τὴν ὁρμὴν τοῦ ρεύματος. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει τοὺς νομικοὺς ἀκουσίους καὶ προσωπικοὺς ἑκουσίους περιορισμούς του, οἱ ὁποῖοι συγκρατοῦν τὴν ὁρμὴν τῆς θελήσεώς του. Ἐκτὸς τῶν ποταμῶν ὑπάρχουσι χωράφια, τὰ ὁποῖα καταστρέφονται μὲ τὴν πλημμύραν τοῦ ποταμοῦ, ἐὰν δὲν ὑπάρχωσι ὄχθαι πρὸς συγκράτησιν. Ποτίζονται ὅμως ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ, ὅταν τὸ ὕδωρ τοῦ ποταμοῦ συγκρατῆται ὑπὸ τῶν ὀχθῶν καὶ καταλλήλως διοχετεύεται δι’ ἀρδευτικῶν μέσων. Κατὰ παρόμοιον τρόπον καὶ ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν μὲν δὲν συγκρατῆται ὑπὸ περιορισμῶν νομικῶν καὶ προσωπικῶν καταστρέφει μὲ τὴν πλημμύραν της τὸ περιβάλλον, εἰς τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται καὶ τὸ ὁποῖον περιβάλλον δὲν εἶναι δένδρα καὶ φυτὰ ὅπως εἰς τὴν πλημμύραν τοῦ ποταμοῦ, ἀλλὰ ἄνθρωποι. Ὅταν τοὐναντίον ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ἄλλο ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ, συγκρατῆται ὑπό τινων περιορισμῶν καὶ διοχετεύεται ἐκεῖ ποὺ πρέπει, ἡ καρποφορία εἶναι μεγαλυτέρα τῆς καρποφορίας τῶν χωραφιῶν, τὰ ὁποῖα ποτίζονται διὰ τοῦ ὕδατος τοῦ ποταμοῦ, διότι τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου τότε εἶναι πρὸς ὠφέλειαν ὄχι μόνον δένδρων καὶ φυτῶν ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπων. Ὁ ἄνθρωπος ἄνευ περιορισμῶν εἶναι θηρίον, ἡ δὲ χώρα εἰς τὴν ὁποίαν μένει γίνεται ζούγκλα.
Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μόνον μέλος μίας κοινωνίας, ὥστε νὰ ὑποβάλλεται εἰς περιορισμοὺς κοινωνικοὺς καὶ νομικούς. Εἶναι ἰδιαιτέρα προσωπικότης. Ἔχει ἑπομένως ἀνάγκην καὶ ἰδιαιτέρων προσωπικῶν περιορισμῶν, τοὺς ὁποίους πρέπει νὰ ἐπιβάλλῃ ὁ ἴδιος πρὸς τὸν ἑαυτόν του, διότι οἱ νόμοι καὶ οἱ λοιποὶ κοινωνικοὶ περιορισμοὶ εἶναι πολλάκις ἐπιφανειακοὶ καὶ δὲν ἐγγίζουν τὸ βάθος τῆς προσωπικότητάς μας. Διὰ τοῦτο οἱ μεγάλοι ἄνθρωποι δὲν ἠρκοῦντο νὰ εἶναι μόνον κοινωνικοὶ καὶ νομοταγεῖς, ἀλλὰ πρὸς περισσότερον καταρτισμόν των ἐπέβαλλον εἰς τὸν ἑαυτόν τους καὶ ἰδιαιτέρους προσωπικοὺς περιορισμούς. Παραδείγματα ἔχομεν τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν προφήτιδα Ἄνναν. Πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ ἔχωμεν τοὺς προσωπικούς μας περιορισμούς.
Βον Οἱ προσωπικοί μας περιορισμοί. Εἷς ἕκαστος ἐξ ἡμῶν ἔχει ἰδιαιτέρους περιορισμούς, τοὺς ὁποίους ἐπιβάλλει εἰς τὸν ἑαυτόν του ἀναλόγως τῶν προσωπικῶν του ἀναγκῶν. Ὑπάρχουσιν ὅμως καὶ ἀσκήσεις τινές, αἱ ὁποῖαι ἔχουσι γενικὸν μὲν χαρακτῆρα καὶ χωρὶς νὰ εἶναι νομικοὶ ἢ κοινωνικοὶ περιορισμοί, ἔχουσι προσωπικήν τινα ἀξίαν. Ἂς εἴπωμεν μερικοὺς ἀπ’ αὐτούς. Ἐπιστρέφεις ἀπὸ μίαν ἐκδρομὴν εἰς τὸ σπίτι σου διψασμένος. Δύνασαι νὰ πίῃς ὕδωρ μετὰ ἓν τέταρτον; Ὅταν τὸ φαγητὸν εἶναι ὀλίγον καμένον δύνασαι ἔστω καὶ μίαν φορὰν νὰ τὸ φάγῃς χωρὶς νὰ προφέρῃς λέξιν; Διέρχεσαι ἔμπροσθεν μίας προθήκης ἑνὸς Ζαχαροπλαστείου μὲ χρήματα ἀρκετὰ εἰς τὸ πορτοφόλιόν σου. Δύνασαι μερικὲς φορὲς νὰ εἴπῃς τὸ ὄχι; Δένεις τὰ ὑποδήματά σου καὶ κόπτεται τὸ γορδόνιον τῶν ὑποδημάτων σου. Δύνασαι νὰ μὴ θυμώσῃς; Εἰς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι σὲ ἐλύπησαν, δύνασαι νὰ εἶσαι ἀνοικτόκαρδος, μειλίχιος ἢ τουλάχιστον μεγαλόκαρδος; Δύνασαι τὸ πρωί, ὅταν εἶναι πλέον καιρὸς νὰ σηκωθῇς, νὰ πεταχθῇς ἀμέσως ἀπὸ τὸ κρεββάτι σου καὶ νὰ μὴ στρέφεσαι εἰς αὐτὸ ἀγκομαχῶν, ὅπως ἀγκομαχεῖ ἡ στρεφομένη πόρτα εἰς τοὺς σκουριασμένους στροφάλους της; Ψάχνεις νὰ εὕρῃς πρᾶγμα τι, τὸ ὁποῖον ἔχασες. Ἐὰν δὲν τὸ εὕρῃς, δύνασαι νὰ μὴ ἐκνευρισθῇς; Ὅταν σὲ ἐμπαίζουν, δύνασαι νὰ μὴ ἀπάντησῃς δι’ ἐμπαιγμῶν; Ὅταν ἀνοίξῃ ἡ πόρτα, δύνασαι νὰ πολεμήσῃς τὴν περιέργειάν σου, νὰ μὴ κοιτάξῃς εἰς τὸ ξένο σπίτι; Ὅταν φέρῃ ὁ πατήρ σου διπλωμένον δέμα, δύνασαι νὰ πολεμήσῃς καὶ ἐκεῖ τὴν περιέργειάν σου; κ.λπ. Οἱ περιορισμοὶ οὗτοι δὲν ὑπάγονται εἰς οὐδένα περιορισμὸν κοινωνικὸν ἢ νομικόν. Εἶναι ἀσκήσεις προσωπικαὶ ἑνὸς ἑκάστου ἐξ ἡμῶν.

Μαντεύω ἀπορίαν τινά. Θὰ εἴπῃ τις αὐταὶ εἶναι λεπτομέρειαι ἀφορῶσαι πράγματα μικρᾶς βαρύτητος κακοῦ, εἶναι πράγματα ἐπιτρεπόμενα καὶ ἑπομένως δὲν ὑπάρχει λόγος περιορισμῶν εἰς αὐτὰ ἐκ μέρους μας. Ἀπαντῶ: Οἱ περιορισμοὶ τῆς θελήσεώς μας εἰς ἁμαρτήματα μικρᾶς βαρύτητος ἢ καὶ ἐπιτρεπόμενα, κατὰ περίεργον τρόπον ἐνισχύουν τὴν θέλησίν μας. Οἱ περιορισμοὶ οὗτοι εἶναι γυμναστικὴ τῆς θελήσεώς μας. Οἱ συμβιβασμοὶ τοὐναντίον μὲ τὸν ἑαυτόν μας χαλαρώνουν πολὺ τὴν θέλησίν μας. Πλὴν αὐτοῦ αἱ λεπτομέρειαι εἶναι ἐκεῖναι, αἱ ὁποῖαι συνιστοῦν τὰ μεγαλεῖα. Λ. χ. Ποῖοι εἶναι μεγάλοι καλλιτέχναι μουσικοί; Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι προσέχουν εἰς τὰς ἐλαχίστας παραφωνίας. Ποῖοι εἶναι λεπτοὶ εἰς τοὺς τρόπους; Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι προσέχουν εἰς τὰς λεπτομερείας τῆς ζωῆς των. Ποῖοι εἶναι ἠθικαὶ προσωπικότητες; Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ὑποβάλλονται εἰς θυσίας, τὰ ὁποίας οὐδεὶς νόμος διατάσσει. Τὰ μικρὰ ἄνθη τοῦ Ἀπριλίου ἀπαρτίζουν τὸν ὡραῖον τάπητα τῆς γῆς. Οἱ οὐρανοξύσται τῆς Ἀμερικῆς ἀπαρτίζονται ἀπὸ μικρὰ τοῦβλα.

Ἕνας βασιλεὺς διὰ νὰ ἐκδικηθῇ κάποιον ἀντίπαλόν του διατάσσει νὰ κλεισθῇ ὁ ἐχθρός του οὗτος εἰς ἕναν ὑψηλὸν πύργον. Ἡ φυγή του ἀπὸ ἐκεῖ ἦτο ἀδύνατος. Οἱ φίλοι του ἤρχοντο ἀλλὰ ἀπήρχοντο ἀπηλπισμένοι. Ἐπέρασαν χρόνια. Τὰ μαλλιά του ἐμεγάλωσαν. Τότε ἐσκέφθηκε καὶ ἔκαμε τὸ ἑξῆς. Βγάζει μερικὰ μαλλιά του. Δένει μία τρίχα μὲ τὴν ἄλλην καὶ κάμνει ἕνα λεπτότατο σχοινί. Τὸ κρεμᾷ ἀπὸ τὴν κορυφὴν τοῦ πύργου πρὸς τὰ κάτω. Ἕνας ἔξυπνος φίλος του δένει μία μεταξωτὴ κλωστή, τὴν ὁποίαν σύρει πρὸς τὰ ἄνω ὁ κατάδικος. Κατόπιν ρίπτει ταύτην πρὸς τὰ κάτω καὶ ὁ φίλος του δένει χονδρὸν σπάγγον καὶ τὴν τρίτην φορὰν ἕνα χονδρὸ σχοινί. Μὲ αὐτὸ κατεβαίνει, ἀφοῦ ἐστερέωσε τὴν μίαν ἄκρη του εἰς τὸν Πύργον. Ἔτσι καὶ ἡμεῖς πρέπει νὰ διορθώνωμεν τὸν χαρακτῆρα μας ἀρχόμενοι ἀπὸ τῶν ἐλαχίστων. Αἱ λεπτομέρειαι λοιπὸν καὶ οἱ προσωπικοὶ περιορισμοὶ ἀπαρτίζουν τὸ μεγαλεῖον τοῦ ἀνθρώπου.
Ἰδοὺ τὸ τρίτον εἶδος αὐταπαρνήσεως τῆς προφήτιδος Ἄννης καὶ ἡμῶν οἱ προσωπικοὶ περιορισμοί.

(1) Ἔξοδ. 13, 2.
(2) Γαλάτ. 4, 5.

Ἡ ζωή ὡς προσμονή



Μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο συνεχοῦς ἀπώλειας δυνάμεων, μὲ σειρὲς χημειοθεραπειῶν ποὺ τοῦ προκαλοῦσαν ναυτία καὶ τὸν ἐξασθένιζαν ὅλο καὶ περισσότερο, ὁ π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν ἔγραψε ἕνα κείμενο γιὰ τὸ ραδιόφωνο στὰ μέσα Νοεμβρίου 1983 γιὰ νὰ μεταδοθεῖ τὴν ἡμέρα τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου, στὶς 2 Φεβρουαρίου. Κοιμήθηκε εἰρηνικὰ στὶς 13 Δεκεμβρίου 1983.

«Τί ἐντυπωσιακὴ καὶ ὄμορφη εἰκόνα, ὁ ἡλικιωμένος ἄντρας νὰ κρατᾶ στὰ χέρια του τὸ παιδί, καὶ πόσο παράξενα εἶναι τὰ λόγια του: «ὅτι εἶδον ὁ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν Σου…» Ἀναλογιζόμενοι αὐτὰ τὰ λόγια ἀρχίζουμε νὰ ἐκτιμοῦμε τὸ βάθος αὐτοῦ τοῦ περιστατικοῦ καὶ τὴ σχέση του μέ μᾶς, μὲ μένα, μὲ τὴν πίστη μας.

Ὑπάρχει τίποτα πιὸ χαρμόσυνο ἀπὸ ἕνα ἀντάμωμα, μία «ὑπαπαντὴ» μὲ κάποιον ποὺ ἀγαπᾶς; Εἰλικρινὰ τὸ νὰ ζεῖς σημαίνει νὰ προσμένεις, νὰ προσβλέπεις στὴ συνάντηση. Ἡ ὑπερβατικὴ καὶ ὄμορφη προσμονὴ τοῦ Συμεὼν αὐτὸ δὲ συμβολίζει; Ἄραγε δὲ συμβολίζει τὴν προσδοκία ἡ μακρόχρονη ζωή του, αὐτὸς ὁ προβεβηκὼς σὲ ἡλικία ἄντρας, ὁ ὁποῖος περνᾶ ὅλη του τὴ ζωὴ περιμένοντας τὸ φῶς ποὺ φωτίζει ὅλους καὶ τὴ χαρὰ ποὺ τὰ πάντα πληροῖ; Καὶ πόσο ἀπρόσμενα, πόσο ὑπερβολικὰ καλὰ ἔρχονται τὸ ἀπὸ καιρὸ ἀναμενόμενο φῶς καὶ ἡ χαρὰ στὸν ὑπέργηρο Συμεὼν μέσω ἑνὸς παιδιοῦ!

Φανταστεῖτε τὸν γέροντα τὴν ὥρα ποὺ μὲ τρεμάμενα χέρια παίρνει τρυφερὰ καὶ προσεχτικὰ στὴν ἀγκαλιὰ του τὸ σαράντα ἡμερῶν βρέφος καὶ μὲ τὸ βλέμμα του προσηλωμένο στὴ μικρὴ ὕπαρξη ἀναφωνεῖ: «Τώρα μπορεῖς νὰ μὲ ἀπολύσεις ἐν εἰρήνῃ, γιατί εἶδα, κράτησα στὰ χέρια μου, ἀγκάλιασα αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ νόημα τῆς ζωῆς». Ὁ Συμεὼν περίμενε. Περίμενε σὲ ὅλη του τὴ ζωή, καὶ σίγουρα αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀναλογιζόταν, προσευχόταν, ἐμβάθυνε ὅσο περίμενε, ἔτσι ὥστε ὅλη του ἡ ζωὴ νὰ εἶναι μία διαρκῆς «παραμονή», ἡ προηγούμενη ἑνὸς χαρμόσυνου συναπαντήματος.

Δὲν εἶναι καιρὸς νὰ ἀναρωτηθεῖ ὁ καθένας μας, ἐγὼ τί περιμένω; Τί μοῦ ὑπενθυμίζει ὅλο καὶ πιὸ ἐπίμονα ἡ καρδιά μου; Μεταμορφώνεται βαθμιαία σὲ προσμονὴ ἡ δική μου ζωή, καθὼς προσβλέπω στὴ συνάντηση μὲ τὸ οὐσιῶδες; Αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα θέτει ἡ Ὑπαπαντή. Ἐδῶ, σ’ αὐτὴ τὴ γιορτή, ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ φανερώνεται ὡς ἡ ἀσύγκριτη ὀμορφιὰ μιᾶς ψυχῆς ποὺ ὡριμάζει, ποὺ ἀπελευθερώνεται ὅλο καὶ περισσότερο, ποὺ βαθαίνει καὶ καθαρίζεται ἀπ’ ὅ,τι εἶναι δευτερεῦον, ἀνούσιο καὶ τυχαῖο.

Ἀκόμη καὶ τὰ γεράματα καὶ ὁ θάνατος, ὁ ἐπίγειος προορισμὸς στὸν ὁποῖο ἔχουμε ὅλοι μερίδιο, τόσο ἁπλὰ καὶ πειστικὰ φανερώνονται ἐδῶ ὡς πλησίασμα ἐκείνης τῆς μίας στιγμῆς, κατὰ τὴν ὁποία μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά, γεμάτος ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, λέω: «ἐπίτρεψέ μου τώρα νὰ ἀποχωρήσω». Ἔχω δεῖ τὸ φῶς ποὺ διαπερνᾶ τὸν κόσμο. Ἔχω δεῖ τὸ παιδίον, ποὺ δίνει στὸν κόσμο τόση θεία ἀγάπη καὶ πού μοῦ προσφέρει τὸν ἑαυτό του. Δὲν ὑπάρχει τίποτα ποὺ νὰ φοβίζει, τίποτα ἄγνωστο, τὰ πάντα τώρα εἶναι εἰρήνη, εὐχαριστία καὶ ἀγάπη. Αὐτὸ εἶναι ποὺ φέρνει ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου. Γιορτάζει τὴ συνάντηση τῆς ψυχῆς μὲ τὴν Ἀγάπη, τὴ συνάντηση μὲ τὸν Ἕναν πού μοῦ ἔδωσε τὴ ζωὴ καὶ μοῦ ἔδωσε τὴ δύναμη νὰ τὴ μεταμορφώσω σὲ προσμονή». 

Ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου





Σήμερα, 2 τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου, ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τότε ποὺ τὸν δέχθηκε στὶς ἀγκάλες του ὁ δίκαιος Συμεών. Ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς εἶναι Δεσποτικὴ ἑορτή, ἑορτὴ δηλαδὴ ἀφιερωμένη στὸ Δεσπότη Χριστό. Ὅταν πέρασαν σαράντα ἡμέρες ἀπὸ τὴν γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ παναγία Μητέρα του καὶ ὁ δίκαιος Ἰωσήφ, σύμφωνα μὲ τὴ διάταξη τοῦ παλαιοῦ νόμου, τὸν πρόσφεραν στὸ ναό. Ὁ νόμος ὥριζε γιὰ τὴ μητέρα ὅτι σαράντα ἡμέρες μετὰ τὴ γέννηση ἔπρεπε νὰ παρουσιαστῆ στὸ ναὸ γιὰ νὰ καθαριστῆ, καὶ γιὰ τὸ πρωτότοκο ἀρσενικὸ παιδὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀφιερωθῆ στὸ Θεό.

Τὸ Συναξάριο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς εἶν’ εὐαγγελικὸ· ὅ,τι δηλαδὴ ξέρομε καὶ μποροῦμε νὰ ποῦμε γιὰ τὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου μας τὸ διηγεῖται τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Στὸ δεύτερο κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου του, μὲ πληροφορίες, ποὺ θὰ πρέπει νὰ εἶχε ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς διηγεῖται καὶ μᾶς περιγράφει ὅ,τι συνέβη στὸ ναὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Γι’ αὐτὸ τὸ καλύτερο ποὺ ἔχομε τώρα εἶναι νὰ ἐπαναλάβωμε τὸ εὐαγγελικὸ κείμενο σὲ ἀπόδοση στὴ δική μας γλώσσα. Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ποὺ ἡ παράδοση τὸν θέλει νὰ ἦταν ζωγράφος, εἶναι πραγματικὰ ζωγράφος στὴ διήγηση καὶ περιγραφὴ τῶν γεγονότων τῆς ἱερῆς ἱστορίας.

Ὅταν συπληρώθηκαν οἱ ἡμέρες τοῦ καθαρισμοῦ, λέγει τὸ εὐαγγέλιο, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τοῦ Μωϋσῆ, ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ Μαρία ἔφεραν τὸν Ἰησοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ τὸν παρασουσιάσουν στὸν Κύριο, καθὼς εἶναι γραμμένο στὸ νόμο, ὅτι κάθε ἀρσενικὸ ποὺ ἀνοίγει μήτρα θὰ ἀφιερωθῆ στὸν Κύριο· καὶ γιὰ νὰ προσφέρουν θυσία, σύμφωνα πάλι μὲ τὸ νόμο Κυρίου, ἕνα ζευγάρι τρυγόνια ἤ δυὸ μικρὰ περιστέρια. Οἱ ἠμέρες τοῦ καθαρισμοῦ, γιὰ τὶς ὁποῖες λέγει ἐδῶ τὸ ἱερὸ κείμενο τοῦ Εὐαγγελίου, εἶναι σαράντα ἡμέρες μετὰ τὴ γέννηση τοῦ παιδιοῦ. Ὁ σκοπὸς τῆς παρουσίασης στὸ ναὸ ἦταν διπλός· ὁ καθαρισμὸς τῆς μητέρας καὶ ἡ ἀφιέρωση τοῦ παιδιοῦ.

Ἦταν τότε στὰ Ἱεροσόλυμα ἕνας ἄνθρωπος ποὺ λεγότανε Συμεών, κι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν δίκαιος καὶ εὐλαβὴς καὶ περίμενε τὴν ἐκπλήρωση τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν Ἰσραήλ. Ἦταν ἐπάνω του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τοῦ εἶχε προφητευτῆ πὼς δὲν θὰ πεθάνη πρὶν δῆ τὸ Χριστό, καὶ μὲ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἦλθε στὸ ναό. Ὅταν οἱ γονεῖς ἔφεραν τὸ παιδὶ Ἰησοῦ, γιὰ νὰ ἐκτελέσουν γι’ αὐτὸν τὰ ἔθιμα τοῦ νόμου, τότε ὁ Συμεὼν τὸν πῆρε στὴν ἀγκαλιά του, εὐλόγησε τὸ Θεὸ καὶ εἶπε· «Τώρα, Δέσποτα, πάρε μὲ εἰρήνη τὸ δοῦλο σου, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο σόν, γιατί εἶδα μὲ τὰ μάτια μου τὴ σωτηρία σου, ποὺ ἑτοίμασες γιὰ ὅλους τοὺς λαούς, τὸ φῶς ποὺ θὰ φωτίση τὰ ἔθνη καὶ θὰ δοξάση τὸ λαό σου τὸν Ἰσραήλ».





Κι ἐνῶ ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ Μαρία θαύμαζαν γιὰ ὅσα λέγονταν γιὰ τὸν Ἰησοῦ, ὁ Συμεὼν τοὺς εὐλόγησε καὶ εἶπε στὴ Μαριάμ· «Αὐτὸς εἶναι προωρισμένος γιὰ νὰ πέσουν καὶ γιὰ νὰ ἀνυψωθοῦν πολλοὶ ἀνάμεσα στὸν Ἰσραήλ, κι αὐτὸς θὰ εἶναι πρόσωπο ἀντιλογίας, γιὰ νὰ φανερωθῆ τί σκέφτονται πολλοὶ μέσα τους, ἀλλὰ καὶ τὴ δική σου ψυχὴ θὰ περάση μαχαίρι». Ἦταν ἐκεῖ καὶ κάποια προφήτισσα Ἄννα, θυγατέρα τοῦ Φανουὴλ ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἀσήρ. Αὐτὴ ἦταν σὲ πολὺ προχωρημένη ἡλικία. Εἶχε ζήσει μὲ τὸν ἄνδρα της ἑπτὰ χρόνια κι ὀγδοντατέσσερα χρόνια ὕστερα, ὡς χήρα, δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὸ ναό, ἀλλὰ σὲ προσευχὲς καὶ νηστεῖες λάτρευε μέρα-νύχτα τὸ Θεό. Παρουσιάστηκε λοιπὸν ἐκείνη τὴν ὥρα, δοξολογοῦσε τὸ Θεὸ καὶ μιλοῦσε γιὰ τὸ παιδὶ σ’ ὅλους ποὺ περίμεναν λύτρωση τῆς Ἱερουσαλήμ.

Δὲν μποροῦμε νὰ προσθέσουμε τίποτε στὴ διήγηση τοῦ Εὐαγγελιστῆ καὶ δὲν θέλομε νὰ σχολιάσουμε οὔτε τὴν προσευχὴ οὔτε τὰ προφητικὰ λόγια τοῦ πρεσβύτη Συμεὼν γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Θὰ ἐπαναλάβωμε μόνο τὰ λόγια της Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν ὕμνο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς· «Ὁ παλαιὸς ἡμερῶν, νηπιάσας σαρκί, ὑπὸ Μητρὸς παρθένου τῷ Θεῷ προσάγεται, τοῦ οἰκείου νόμου πληρῶν τὸ ἐπάγγελμα». Συμμορφώθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πρὸς τὸ νόμο καὶ ὑποβλήθηκε ἡ Παναγία στὶς διατάξεις τοῦ καθαρισμοῦ, γιὰ νὰ φανῆ πὼς ὅλοι χωρὶς ἐξαίρεση ὀφείλομε νὰ ἐκτελοῦμε μὲ ταπεινὸ φρόνημα ὅ,τι ἐντέλλεται ὁ Θεὸς καὶ ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία. Ἀμήν.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 03, 2018

«Φωτισμός, Βάπτισμα και ποικιλία των χαρισμάτων»


του π. Βασιλείου Ι. Καλλιακμάνη
 
Τα Θεοφάνεια μαρτυρείται ως η αρχαιότερη χριστιανική εορτή μετά το Πάσχα. Κατά την εορτή αυτή αποκαλύπτεται το φως της τρισηλίου θεότητος και γίνεται της «Τριάδος η φανέρωσις».

Φωτίζεται το γένος των ανθρώπων, αγιάζονται τα ύδατα και η ολόκληρη η κτίση. Ο Δαμασκηνός Στουδίτης σε ένα Λόγο στα Άγια Θεοφάνεια γράφει τα εξής: «Και Φως ονομάζεται ο Πατήρ, ο Υιός, και το Άγιον Πνεύμα… Φως ονομάζεται και εκείνο που έδιωξε το πρωτόγονον σκότος· Φως ονο­μά­ζεται και η ε­ντολή, πού έδωκεν ο Θεός εις τον Αδάμ, καθώς το λέγει και ο Προφήτης Δαβίδ· «Λύχ­νος τοις ποσί μου ο νόμος σου, και Φως ταις τρίβοις μου»… Φως ονομάζεται και εκείνο που εφάνη εις τους ποιμένας, όταν εγεννήθη ο Χριστός εις το σπήλαιον· Φως ονομάζεται και του αστέρος η λάμψις, που ωδήγει τους Μάγους από την Ανατολήν έως την Βηθλεέμ· Φως ονομάζεται και εκείνο που έδειξεν ο Χριστός εις το Θα­βώ­ριον όρος, και έλαμψεν εμπρός εις τους Μαθητάς· … Φως ονομάζεται και εκείνο, που μέλλουν να λάμψουν οι δίκαιοι εις την δευτέραν Παρουσίαν· Φως ονομάζεται κα­θαρώς και καθολικά το Άγιον Βάπτισμα… Βάπτισμα από νερόν, και από Άγιον Πνεύμα.. ο άνθρωπος είναι διπλούς, από κορμί και από ψυχήν·… Το σώμα καθαρίζεται με το νερό, την δε ψυχή το Άγιον Πνεύμα την καθαρίζει και την λαμπρύνει».

Στο μεθέορτο αποστολικό ανάγνωσμα (Εφεσ. 4, 7-13) που έχει επιλεγεί για την Κυριακή μετά τα Φώτα εστιάζεται το ενδια­φέ­ρον στη χάρη που απορρέει από το πρόσωπο του Χρι­στού, στην ποικιλία των χαρισμάτων και την πνευματική ωρίμανση των χριστια­νών. Γράφει ο Απόστολος: Ἑνὶ δὲ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ… καὶ αὐτὸς ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους, πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ».

Λί­γο πιο πάνω, στην αρχή του κεφαλαίου ο Απόστολος Παύλος αναφέρεται στην ενότητα της Εκκλησίας, η οποία αποτελεί «εν σώμα» που ζωογονείται και τροφοδοτεί­ται από «εν Πνεύμα». Τα μέλη του σώματος αυτού συνδέει «μία πίστη», «ένα βάπτισμα» και η κοινή αναφορά στον «ένα Κύριο».

Αφού το εν λόγω αποστολικό ανάγνωσμα σφραγίζει το τέλος του αγίου δωδεκα­ημέρου να σημειωθεί ότι, κατά την εορτή των Χριστουγέννων ο Χριστός αποκαλύπτεται ως «βρέφος σπαργανούμενον». Στα Θεοφάνεια όμως, φανερώνεται ως τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, ως «Υιός του Θεού ο αγαπητός», ως το φως του κόσμου που χορηγεί πλουσιοπάροχα το φωτισμό σε κάθε άνθρωπο που έρχεται στη ζωή. Και στον κα­θένα δίδεται χάρισμα πνευματικό σύμφωνα με το μέτρο που μοιράζει ο Χριστός τη δωρεά του. Αυ­τός έδωσε άλλοι να είναι απόστολοι, άλλοι προφήτες, άλλοι ευαγγελιστές, άλ­λοι ποιμένες και διδάσκαλοι.

΄Ετσι η Εκ­κλη­σία που έχει κεφαλή τον Χριστό δεν υπάρχει για τον εαυτό της, αλλά για να παρέχει χάρη και αγιασμό στα μέλη της, να ζωογονεί και να ανα­δει­κνύει τα ιδιαίτερα χαρίσματά τους. Οπότε, με την ενότητα της πίστεως και την κοι­νω­νία του Αγίου Πνεύματος ζωογονούνται όλα τα χαρίσματα του εκκλησια­στι­κού σώματος και συγκροτείται θεία αρμονία. Το πρώτο δώρο που παρέχει η Εκκλησία στον κα­θένα είναι το βάπτισμα. Με το βάπτισμα αλλοιώνεται οντολογικά ο άνθρωπος. Μπολιάζεται με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, τα οποία στη βιβλική παράδοση πα­ρουσιάζονται κυρίως ως σοφία και σύνεση, γνώση και ευσέβεια, φόβος Θεού και χαρά, ειρήνη και δικαιοσύνη, χρηστότητα και αγαθοσύνη, πίστη, ελπίδα και αγάπη. Με την ελεύθερη βούληση καλείται ο χριστιανός να αναδείξει τα χαρίσματα αυτά στη ζωή του, συνεργώντας στο έργο της χάριτος.


Στις μέρες μας επικρατεί ο νηπιοβαπτισμός κι όλα τα παραπάνω γίνονται δυσδιάκριτα. Το βάπτισμα συχνά μετατρέπεται σε κοσμικό γεγονός, που χάνει την ιερότητά του και το βαθύ εκκλησιολογικό του περιεχόμενο. Θεωρείται ως μια καλή συνήθεια και πολιτιστικό αυτονόητο. Ετσι, όταν δεν υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον εκ μέ­ρους των γονέων, των ανα­δόχων, αλλά και των κληρικών για ουσιαστική πνευματική καρποφορία των παιδιών που σταδιακά ενηλικιώνονται, το βάπτισμα και οι ευεργετικές του συνέπειες λησμονούνται.

Κι ενώ η χριστιανική ζωή παραπέμπει στη ζωή του φωτός, τη ζωή της πραγμα­τικής ελευθερίας και της χάριτος, οι άνθρωποι αγαπούν μάλλον το σκοτάδι παρά το φως. Γι’ αυτό τα Θεοφάνεια, που θυμίζουν στους χριστιανούς τα αγια­σμέ­να ύδατα της κολυμβήθρας του βαπτί­σματος, αποτελούν αφορμή για ανα­νέωση της σχέσης με τον Χρ­στό και την Εκκλησία. Πάντως δεν είναι τυχαίο ότι στη λαϊκή παράδοση και στο συλλογικό υποσυνείδητο του ελληνικού λαού το χριστιανικό βάπτισμα δεν λησμο­νεί­ται εντελώς.

Είναι χαρα­κτηριστικό, ότι κατά την εορτή των Θεοφανείων πλήθη λαού προσέρχονται στους ιερούς ναούς, για να αγιασθούν και να μεταλάβουν του μεγάλου αγια­σμού. Τα Θεοφάνεια, που λέγονται και Φώτα, θυμίζουν στον καθένα την ημέρα του θείου φωτισμού και της εισόδου του στην Εκκλησία. Δεν αρκεί όμως η εθιμική υπενθύμιση του βαπτίσματος, χρειάζεται και υπαρξιακή μετοχή στη ζωή του φωτός. Όταν οι κληρικοί καταρτίζουν πνευματικά και μυσταγωγούν τους πιστούς στην εν Χριστώ ζωή, οικοδομεί­ται το σώμα του Χριστού, η Εκκλησία. Απώτερος στόχος η κατά Χριστόν τελείωση και η πνευμα­τική ωρίμανση, ώστε να φθάσουμε στην τελειότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός.

Ο Ιανουάριος είναι γεμάτος από μνήμες αγίων, που αποτελούν πραγματικά φώτα στο σύγχρονο κόσμο. Το πώς βέβαια έχουν ανατραπεί τα πράγματα, και η Εκκλησία από κατεξοχήν χώρος της χάριτος και του φωτός παρουσιάζεται συχνά ως φορέας σκοταδιστικών αντιλήψεων είναι μεγάλο θέμα, που δεν μπορεί να αναλυθεί στην παρούσα συνάφεια. Υπάρχουν ιστορικές ευθύνες κυρίως της δυτικής χριστιανοσύνης γι’ αυτό. Όμως, σε κάθε περίπτωση όποιος θέλει προσωπικά να μεταλάβει του θείου φωτισμού, μπορεί να καλλιεργήσει τη χάρη που έλαβε στο Βάπτισμα και να γίνει φωτοφόρος. Κανείς δεν μπορεί να τον εμποδίσει!

Κυριακή, Δεκεμβρίου 24, 2017

Ποια είναι η «επί γης ειρήνη» του Αγγελικού ύμνου της Βηθλεέμ;

 του Αρχ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου


 Ελάχιστα χωρία της Αγίας Γραφής έχουσι τόσον οικτρώς παρερμηνευθεί όσον το χωρίον Λουκ. β΄ 14. Πρόκειται περί του Ύμνου όστις εψάλλετο υπό των Αγγέλων κατά την θεσπεσίαν εκείνην νύκτα της κατά σάρκα γεννήσεως του Ανάρχου Θεού Λόγου, του Κυρίου Ιησού. Η παρερμηνεία αυτή υπό πολλών ορθοδόξων δεν είναι βεβαίως ηθελημένη και σκόπιμος (μόνον οι αιρετικοί παρερμηνεύουσιν ηθελημένως), αλλ’ οφείλεται εις άγνοιαν του καθόλου νοήματος της Αγίας Γραφής. Ένεκεν αυτής της αγνοίας καθ’ έκαστον έτος εν τη ημέρα των Χριστουγέννων ακούομεν κηρύγματα ή αναγιγνώσκομεν δημοσιεύματα πολλών διδασκάλων του Ευαγγελίου της ημετέρας Εκκλησίας, κληρικών και λαϊκών, αποδυρόμενα διότι οι πόλεμοι δεν έλαβαν ακόμη τέλος και τα όπλα δεν κατηργήθησαν και η ειρήνη του Αγγελικού Ύμνου δεν επεκράτησεν εισέτι επί της γής. Ακόμη και εις επισήμους Εκκλησιαστικάς Εγκυκλίους βλέπομεν διατυπουμένας τοιαύτας θέσεις, ως και παρακλήσεις προς τον Θεόν όπως επί τέλους επιτρέψει την επικράτησιν επί της γής της ειρήνης αυτής «ήτις επί δύο σχεδόν χιλιάδας ετών εξακολουθεί να παραμένει μακράν της πραγματικότητος, απλή ελπίς, απλούν όνειρον, απλή και εναγώνιος προσδοκία». Αγνοούσιν οι ευλογημένοι ότι η ειρήνη του Αγγελικού Ύμνου είναι ήδη πραγματικότης και έχει επικρατήσει επί της γής απ’ αυτής της σαρκώσεως του Κυρίου. Κακώς και εκ παρεξηγήσεως εκλαμβάνομεν την ειρήνην αυτήν ως εξωτερικήν, ως κατάστασιν φιλίας μεταξύ των ανθρώπων, ατόμων προς άτομα και λαών προς λαούς, ως κατάπαυσιν των πολέμων και των μαχών. Τοιαύτην ειρήνην ουδέποτε επηγγείλατο το Ευαγγέλιον.
Η ειρήνη του Ευαγγελίου είναι εσωτερική, είναι η κατάστασις γαλήνης, ήτις βασιλεύει εν τη ψυχή του πιστού ανθρώπου, του ανθρώπου όστις έχει φιλίαν και κοινωνίαν προς τον Θεόν. Είναι ειρήνη μεταξύ ανθρώπου και Θεού και ουχί ανθρώπων προς ανθρώπους. Είναι η κατάλυσις του«μεσοτοίχου του φραγμού», όπερ εχώριζε γην και Ουρανόν, άνθρωπον και Θεόν· είναι η λήξις της ανταρσίας, το τέλος της επαναστάσεως του πλάσματος προς τον Πλάστην. Αυτήν την ειρήνην ήλθε κομίζων εις τον κόσμον ο Υιός του Θεού. Και έκτοτε πας ο πιστεύων εις Ιησούν Χριστόν Σαρκωθέντα, Σταυρωθέντα, και Αναστάντα, έχει πλέον φίλον τον Θεόν, ευρίσκεται εις κοινωνίαν υιικήν προς Αυτόν. Δεν είναι πλέον αντάρτης, δεν είναι αποστάτης, δεν είναι εχθρός του Θεού. Συνεφιλιώθη και «αποκατηλλάγη» προς Αυτόν δια του Αιωνίου Μεσίτου Κυρίου Ιησού Χριστού. Η διά της παραβάσεως του Αδάμ κατάστασις ανταρσίας και εχθρότητος προς τον Θεόν ανήκει πλέον εις το παρελθόν και αποτελεί, διά τον πιστόν άνθρωπον, απλήν πικράν ανάμνησιν. Από της εποχής του Κυρίου και δυνάμει της Σταυρικής Αυτού Θυσίας, εισήλθεν ο άνθρωπος εις νέαν περίοδον, εις νέαν κατάστασιν· εις κατάστασιν Χάριτος, Φιλίας, Υιοθεσίας. Αι περί ειρήνης υποσχέσεις του Ευαγγελίου εις αυτήν την ειρήνην αναφέρονται και ουχί εις την εξωτερικήν ειρήνην. «Ειρήνην αφίημι υμίν», έλεγεν ο Κύριος προς τους Αποστόλους, «ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν». Και ίνα τονίσει ότι η ειρήνη αυτή είναι άλλου είδους ειρήνη, συμπληροί: «Ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν» (Ιωάν. ιδ’ 27). Και αλλαχού ομιλών περί της εξωτερικής ειρήνης, λέγει ότι δεν κομίζει τοιαύτην ειρήνην. Απεναντίας προβλέπει ότι η εις Αυτόν πίστις θα αποβεί αιτία διαστάσεων και πολέμων μεταξύ των ανθρώπων. Οι άπιστοι θα διώκωσι τους πιστούς του Ιησού και ούτως οι πόλεμοι όχι μόνον δεν θα ελαττωθώσιν, αλλά θα αυξηθώσιν, εφόσον εις τους υπάρχοντας θα προστεθεί και ο κατά της νέας πίστεως. «Μη νομίσητε», λέγει, «ότι ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν. Ήλθον γαρ διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής» (Ματθ. ι’ 34-35). Πριν δε οδηγηθεί εκουσίως εις τον Γολγοθάν, ίνα πιεί φρικτού θανάτου ποτήριον, παρείχεν εις τους Αποστόλους την εσωτερικήν ειρήνην, ήτις δεν θα επηρεάζετο υπό των μυρίων εξωτερικών θλίψεων και διωγμών. Παρά πάντα ταύτα θα υπήρχεν, ακριβώς διότι ήτο εσωτερική: «Ταύτα λελάληκα υμίν ίνα εν εμοί ειρήνην έχητε. Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε· αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωαν. ιστ’ 33). Εχαρίζετο εις τους Αποστόλους ειρήνην, καίτοι εγνώριζεν ότι επώδυνοι θάνατοι ανέμενον αυτούς, καίτοι ρητώς έλεγεν ότι απέστειλεν αυτούς ως «πρόβατα εν μέσω λύκων» (Ματθ. ι’ 16). Ήτο δυνατόν λοιπόν να παρέχει εξωτερικήν ειρήνην; Αναμφιβόλως όχι!
Και ο θείος Παύλος αυτής της εσωτερικής, της προς τον Θεόν ειρήνης είναι κήρυξ και απόστολος. «Δικαιωθέντες ούν εκ πίστεως, ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» γράφει προς Ρωμαίους (ε’ 1). Γράφων δε προς Εφεσίους, λέγει ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι «η ειρήνη ημών», είναι ο τους ανθρώπους «αποκαταλλάξας τω Θεώ» διά του σταυρού, ός έλθών, «ευηγγελίσατο ειρήνην…, ότι δι’ αυτού έχομεν την προσαγωγήν… προς τον πατέρα» (Εφεσ. β’ 14-18).
Συμπέρασμα: Η ειρήνη του Αγγελικού Ύμνου είναι ειρήνη του ανθρώπου προς τον Θεόν και ουχί εξωτερική. Η ειρήνη αυτή επεκράτησεν όντως «επί γης», εφόσον πλέον αυτή συνεφιλιώθη προς τον ουρανόν δια της μέχρι Σταυρού ταπεινώσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Περιττόν βεβαίως να λεχθεί ότι ο έχω «ειρήνην προς τον Θεόν» άνθρωπος, είναι ειρηνικός και προς τους έξω. Πάντας αγαπά, ουδένα μισεί. Μόνος αυτός δύναται να λέγει το «και μετά των μισούντων την ειρήνην ήμην ειρηνικός» (Ψαλμ. 119,6). Αγαπά και ευεργετεί και αυτούς ακόμα τους εχθρούς του. Η εσωτερική ειρήνη είναι προϋπόθεσις της εξωτερικής. Και η εξωτερική είναι όχι απλώς ανεπίτευκτος, αλλά αδιανόητος άνευ της εσωτερικής. Η δε τραγωδία της συγχρόνου εποχής εις τούτο ακριβώς έγκειται: Ενώ εκήρυξε τον πόλεμον κατά του Θεού, επιζητεί εναγωνίως την ειρήνην μεταξύ των ανθρώπων. Ενώ αδιαφορεί παντελώς δια την εσωτερικήν ειρήνην, επιδιώκει κραυγαλέως την εξωτερικήν. Εκριζοί το δένδρον και αναμένει καρπούς, κρημνίζει την οικίαν και αναζητεί θαλπωρήν, απομακρύνεται εκ του ηλίου και θέλει φώς!...
Ανέκαθεν η ειρήνη, «το γλυκύ πράγμα και όνομα», ήτο «ποθούμενη τοις πάσιν ανθρώποις» (Εσθ. γ΄, 12α). Ουδεμία όμως εποχή είχε τόσον πόθον, τόσην δίψαν ειρήνης, όσον και όσην η εποχή μας. Θα επιτύχει λοιπόν αυτή όπου όλαι οι άλλαι εποχαί απέτυχαν οικτρώς; Θα κατορθώσει δηλαδή να οικοδομήσει την ειρήνην άνευ Θεού; Θα καταργήσει τους φρικαλέους σημερινούς εξοπλισμούς; Θα καταστήσει τους πολέμους μακρινήν ιστορικήν ανάμνησιν; Με βοηθόν ποίον; Την Επιστήμην; Την Τεχνολογίαν; Τον Ανθρωπισμόν; Τη Φιλοσοφίαν; Τα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά συστήματα; Αλλά εκ του βάθους των αιώνων ακούεται σαφής και κατηγορηματική η συγκλονιστική προειδοποίησις, ης την αξίαν και την αλήθειαν επιβεβαιοί φευ! η πικρότατη πείρα των διαρρευσασών έκτοτε τριών σχεδόν χιλιετιών «εάν θέλητε και εισηκούσητέ μου, τα αγαθά της γης φάγεσθαι· εάν δε μη θέλητε, μηδέ εισακούσητέ μου, μάχαιραν υμάς κατέδεται· το γαρ στόμα Κυρίου ελάλησε ταύτα» (Ησ. α΄19-20). Εάν η «μάχαιρα» θα είναι η γνωστή και συνήθης ή άλλη τις, νέας κατασκευής, προϊόν εργοστασίων πυρηνικής ενέργειας, τούτο μικράν σημασίαν έχει….
«Κύριε ο Θεός ημών, ειρήνην δος ημίν, πάντα γαρ απέδωκας ημίν, Κύριε ο Θεός ημών, κτήσαι ημάς...» (Ησ. κστ’ 12-13).

«ΚΟΙΝΩΝΙΑ» φύλλον Οκτωβρίου - Δεκεμβρίου 1984

αντιγραφή απο : εδώ

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 02, 2017

Ἡ ζωή ὡς προσμονή


Μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο συνεχοῦς ἀπώλειας δυνάμεων, μὲ σειρὲς χημειοθεραπειῶν ποὺ τοῦ προκαλοῦσαν ναυτία καὶ τὸν ἐξασθένιζαν ὅλο καὶ περισσότερο, ὁ π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν ἔγραψε ἕνα κείμενο γιὰ τὸ ραδιόφωνο στὰ μέσα Νοεμβρίου 1983 γιὰ νὰ μεταδοθεῖ τὴν ἡμέρα τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου, στὶς 2 Φεβρουαρίου. Κοιμήθηκε εἰρηνικὰ στὶς 13 Δεκεμβρίου 1983.

«Τί ἐντυπωσιακὴ καὶ ὄμορφη εἰκόνα, ὁ ἡλικιωμένος ἄντρας νὰ κρατᾶ στὰ χέρια του τὸ παιδί, καὶ πόσο παράξενα εἶναι τὰ λόγια του: «ὅτι εἶδον ὁ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν Σου…» Ἀναλογιζόμενοι αὐτὰ τὰ λόγια ἀρχίζουμε νὰ ἐκτιμοῦμε τὸ βάθος αὐτοῦ τοῦ περιστατικοῦ καὶ τὴ σχέση του μέ μᾶς, μὲ μένα, μὲ τὴν πίστη μας. 

Ὑπάρχει τίποτα πιὸ χαρμόσυνο ἀπὸ ἕνα ἀντάμωμα, μία «ὑπαπαντὴ» μὲ κάποιον ποὺ ἀγαπᾶς; Εἰλικρινὰ τὸ νὰ ζεῖς σημαίνει νὰ προσμένεις, νὰ προσβλέπεις στὴ συνάντηση. Ἡ ὑπερβατικὴ καὶ ὄμορφη προσμονὴ τοῦ Συμεὼν αὐτὸ δὲ συμβολίζει; Ἄραγε δὲ συμβολίζει τὴν προσδοκία ἡ μακρόχρονη ζωή του, αὐτὸς ὁ προβεβηκὼς σὲ ἡλικία ἄντρας, ὁ ὁποῖος περνᾶ ὅλη του τὴ ζωὴ περιμένοντας τὸ φῶς ποὺ φωτίζει ὅλους καὶ τὴ χαρὰ ποὺ τὰ πάντα πληροῖ; Καὶ πόσο ἀπρόσμενα, πόσο ὑπερβολικὰ καλὰ ἔρχονται τὸ ἀπὸ καιρὸ ἀναμενόμενο φῶς καὶ ἡ χαρὰ στὸν ὑπέργηρο Συμεὼν μέσω ἑνὸς παιδιοῦ! 

Φανταστεῖτε τὸν γέροντα τὴν ὥρα ποὺ μὲ τρεμάμενα χέρια παίρνει τρυφερὰ καὶ προσεχτικὰ στὴν ἀγκαλιὰ του τὸ σαράντα ἡμερῶν βρέφος καὶ μὲ τὸ βλέμμα του προσηλωμένο στὴ μικρὴ ὕπαρξη ἀναφωνεῖ: «Τώρα μπορεῖς νὰ μὲ ἀπολύσεις ἐν εἰρήνῃ, γιατί εἶδα, κράτησα στὰ χέρια μου, ἀγκάλιασα αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ νόημα τῆς ζωῆς». Ὁ Συμεὼν περίμενε. Περίμενε σὲ ὅλη του τὴ ζωή, καὶ σίγουρα αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀναλογιζόταν, προσευχόταν, ἐμβάθυνε ὅσο περίμενε, ἔτσι ὥστε ὅλη του ἡ ζωὴ νὰ εἶναι μία διαρκῆς «παραμονή», ἡ προηγούμενη ἑνὸς χαρμόσυνου συναπαντήματος.

Δὲν εἶναι καιρὸς νὰ ἀναρωτηθεῖ ὁ καθένας μας, ἐγὼ τί περιμένω; Τί μοῦ ὑπενθυμίζει ὅλο καὶ πιὸ ἐπίμονα ἡ καρδιά μου; Μεταμορφώνεται βαθμιαία σὲ προσμονὴ ἡ δική μου ζωή, καθὼς προσβλέπω στὴ συνάντηση μὲ τὸ οὐσιῶδες; Αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα θέτει ἡ Ὑπαπαντή. Ἐδῶ, σ’ αὐτὴ τὴ γιορτή, ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ φανερώνεται ὡς ἡ ἀσύγκριτη ὀμορφιὰ μιᾶς ψυχῆς ποὺ ὡριμάζει, ποὺ ἀπελευθερώνεται ὅλο καὶ περισσότερο, ποὺ βαθαίνει καὶ καθαρίζεται ἀπ’ ὅ,τι εἶναι δευτερεῦον, ἀνούσιο καὶ τυχαῖο. 

Ἀκόμη καὶ τὰ γεράματα καὶ ὁ θάνατος, ὁ ἐπίγειος προορισμὸς στὸν ὁποῖο ἔχουμε ὅλοι μερίδιο, τόσο ἁπλὰ καὶ πειστικὰ φανερώνονται ἐδῶ ὡς πλησίασμα ἐκείνης τῆς μίας στιγμῆς, κατὰ τὴν ὁποία μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά, γεμάτος ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, λέω: «ἐπίτρεψέ μου τώρα νὰ ἀποχωρήσω». Ἔχω δεῖ τὸ φῶς ποὺ διαπερνᾶ τὸν κόσμο. Ἔχω δεῖ τὸ παιδίον, ποὺ δίνει στὸν κόσμο τόση θεία ἀγάπη καὶ πού μοῦ προσφέρει τὸν ἑαυτό του. Δὲν ὑπάρχει τίποτα ποὺ νὰ φοβίζει, τίποτα ἄγνωστο, τὰ πάντα τώρα εἶναι εἰρήνη, εὐχαριστία καὶ ἀγάπη. Αὐτὸ εἶναι ποὺ φέρνει ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου. Γιορτάζει τὴ συνάντηση τῆς ψυχῆς μὲ τὴν Ἀγάπη, τὴ συνάντηση μὲ τὸν Ἕναν πού μοῦ ἔδωσε τὴ ζωὴ καὶ μοῦ ἔδωσε τὴ δύναμη νὰ τὴ μεταμορφώσω σὲ προ

Ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου (Λουκ. β΄, 22-38)


 

Ἡ Θεοτόκος μετὰ τὴν γέννησιν τοῦ Χριστοῦ ὡς Ἑβραία ἔπρεπε διὰ δύο λόγους νὰ μεταβῇ εἰς τὸν ναόν: Πρῶτον διὰ τὸν ἑαυτόν της καὶ δεύτερον διὰ τὸν πρωτότοκον υἱόν της.

Ὑποχρέωσις πρὸς τὸν ἑαυτόν της ἦτο ὁ νομικὸς καθαρισμός της, ὁ σαραντισμός της, ὅπως θὰ ἐλέγομεν σήμερον. Κατὰ τὸν νόμον δηλαδὴ (1) πᾶσα Ἑβραία λεχὼ τὴν τεσσαρακοστὴν ἡμέραν ἀπὸ τῆς γεννήσεως τοῦ ἄρρενος τέκνου της ἔπρεπε νὰ ἐμφανισθῇ εἰς τὸν ναόν, ἵνα καθαρισθῇ. Κατὰ τὸν καθαρισμὸν τοῦτον ἦτο ὑποχρεωμένη αὐτὴ, ἐὰν ἦτο πτωχὴ «τοῦ δοῦναι θυσίαν κατὰ τὸ εἰρημένον (2) ζεῦγος τρυγόνων ἢ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν». Ὁ καθαρισμὸς οὗτος δὲν ἦτο σωματικός τις καθαρισμὸς διὰ λόγους ὑγιεινούς, ἀλλὰ νομικός. Διὰ τούτου δηλαδὴ ὑπεμιμνήσκετο γενικῶς μὲν ἡ ἁμαρτωλότης τοῦ ἀνθρώπου, εἰδικῶς δὲ ἡ διὰ τῆς γεννήσεως μετάδοσις τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Τοῦτο φαίνεται ἐκ τοῦ ὅτι, εἰς περίπτωσιν καθ’ ἣν ἡ Ἑβραία λεχὼ ἐγέννα κόρην, ἦτο ἀκάθαρτη οὐχὶ ἐπὶ τεσσαράκοντα ἡμέρας ἀλλὰ ἐπὶ ὀγδοήκοντα εἰς ἀνάμνησιν, ὅτι ἡ Εὒα ἦτο πρωτουργὸς τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων. Ἡ θυσία τῶν προσφερομένων τρυγόνων καὶ περιστερῶν, τὰ ὁποῖα δὲν ἐκαθάριζον ἀλλὰ ὑπενθυμίζον μόνον τὴν ἀκαθαρσίαν, ὑπεδήλωνον τὴν ἀνάγκην τῆς ἐλεύσεως λυτρωτοῦ, τοῦ Χριστοῦ.

Ὑποχρέωσις πρὸς τὸν πρωτότοκον υἱόν της ἦτο ἡ ἑξῆς. Κατὰ τὸν Ἑβραϊκὸν νόμον τὰ πρωτότοκα τῶν Ἰσραηλιτῶν εἶχον διαφύγει τὴν δεκάτην πληγὴν τοῦ Θεοῦ κατὰ τοῦ Φαραὼ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ διὰ τοῦτο εἶχε διατάξει ὁ Θεός, ὅπως ταῦτα ἀφιερώνονται εἰς τὸν ναὸν πρὸς ὑπηρεσίαν του (1). Κατόπιν ὅμως ἀντικατεστάθησαν ταῦτα ὑπὸ τῆς φυλῆς τοῦ Λευΐ. Ἦσαν ὅμως ὑποχρεωμένοι οἱ γονεῖς τῶν πρωτοτόκων νὰ φέρωσι ταῦτα εἰς τὸν ναὸν «παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ» νὰ τοποθετῶσι δηλαδὴ αὐτὰ πλησίον τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ Κυρίου. Τοῦτο ἀναφέρεται ρητῶς «ἐν νόμῳ Κυρίου πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν» πᾶν ἀρσενικὸν δηλαδὴ πρωτότοκον «κληθήσεται» θὰ θεωρῆται «ἅγιον τῷ Κυρίῳ» ἀφιερωμένον δηλαδὴ εἰς τὸν Κύριον. Κατόπιν ἐξηγοράζετο τὸ πρωτότοκον τοῦτο ἀντὶ πέντε σίκλων (14,25 γαλλικῶν φράγκων) καὶ ἐλαμβάνετο πάλιν ὑπὸ τῶν γονέων του.

Ἀμφοτέρας τὰς ὑποχρεώσεις ταύτας ἐξετέλεσεν ἡ Θεοτόκος ὡς Ἑβραία κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴν Λουκᾶν ὅτε ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ καθαρισμοῦ αὐτῶν κατὰ τὸν νόμον Μωυσέως» κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴν δηλαδὴ ἡμέραν ἀπὸ τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὡς εἶναι εὐνόητον ταῦτα ἔγιναν ὄχι διότι ἡ γέννησις τοῦ Χριστοῦ ἦτο μέτοχος τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἀλλὰ διότι ὁ Χριστὸς ἐγένετο ὑπὸ νόμον, ὡς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (2).

Ἐν Ἱερουσαλὴμ ὅμως ἦτο ἄνθρωπος «ᾧ ὄνομα Συμεὼν» ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο Συμεὼν. Ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἦτο «δίκαιος» ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων καὶ «εὐλαβὴς» ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Οὗτος διὰ τῆς μελέτης τῶν Γραφῶν «ἦν προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ Ἰσραὴλ» ἀνέμενε δηλαδὴ τὸν Χριστόν, ὁ ὁποῖος ἦτο ἡ παρηγοριὰ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. «Ἐπ’ αὐτὸν» τὸν Συμεῶνα «ἦν Πνεῦμα Ἅγιον». Οὗτος ἦτο προφήτης. «Ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον» εἶχεν οὗτος λάβει τὴν ἀποκάλυψιν ἐκ τοῦ Θεοῦ «μὴ ἰδεῖν θάνατον πρὶν ἢ ἂν ἴδῃ τὸν Χριστὸν Κυρίου» δὲν θὰ ἀποθάνῃ δηλαδὴ ἂν προηγουμένως δὲν ἴδῃ τὸν Χριστόν. Ὁ εὐλαβὴς λοιπὸν οὗτος γέρων ὀλίγας ὥρας πρὸ τῆς ἀφίξεως τῆς Ἁγίας οἰκογενείας κινούμενος «ἐν τῷ Πνεύματι» ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἦλθεν «εἰς τὸ ἱερὸν» ἦλθεν δηλαδὴ εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ, ὅπου ἐπετρέπετο νὰ εἰσέλθωσιν αἱ γυναῖκες καὶ περιέμενε.

Μετ’ ὀλίγον χρονικὸν διάστημα ἡ ἁγία οἰκογένεια ἔρχεται.
«Ἐν τῷ εἰσαγαγεῖν τοὺς γονεῖς τὸ παιδίον Ἰησοῦν τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς κατὰ τὸ εἰθισμένον τοῦ νόμου περὶ αὐτοῦ» ὅταν δηλαδὴ εἰσήγαγον οἱ γονεῖς τὸν Χριστὸν καὶ ἐπρόκειτο νὰ ἐφαρμόσωσι τὸν νόμον τῶν πρωτοτόκων, ὅπως εἴπομεν ἀνωτέρω, ὁ Συμεὼν «ἐδέξατο αὐτὸ εἰς τὰς ἀγκάλας» ἔλαβεν αὐτὸ εἰς τὴν ἀγκάλην του καὶ «εὐλόγησε τὸν Θεὸν» ἐδόξασε τὸν Θεὸν καὶ εἶπε˙ «νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου Δέσποτα κατὰ τὸ ρῆμα σου ἐν εἰρήνῃ» Τώρα ζητῶ νὰ ἀπολυθῶ τῆς παρούσης ζωῆς, λέγει ὁ γέρων Συμεών, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχε δεθῇ μὲ τὴν ὑπόσχεσιν, ὅτι δὲν θὰ ἀποθάνῃ, ἂν δὲν ἴδῃ τὸν Χριστόν. Θὰ ἀπολυθῶ, θὰ ἀποθάνω προσθέτει χαρακτηριστικῶς ὁ γέρων Συμεὼν ἐν «εἰρήνῃ» ἤτοι εὐχαρίστως, διότι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸν Χριστόν, ὁ ὁποῖος εἶναι τὸ «σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν» ἡ σωτηρία δηλαδὴ ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου Ἐθνικοῦ καὶ Ἰουδαϊκοῦ. Καὶ συγκεκριμένως τὸ σωτήριόν σου τοῦτο εἶναι «φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν» ἤτοι φῶς πρὸς φωτισμὸν τῶν εἰδωλολατρικῶν λαῶν, τῶν ἀπίστων καὶ «δόξαν λαοῦ σου Ἰσραὴλ» πρὸς δόξαν δηλαδὴ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, διότι ἐξ αὐτοῦ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἐγεννήθη τὸ σωτήριόν σου τοῦτο, ὁ Χριστός. «Καὶ ἦν ὁ πατὴρ καὶ ἡ μήτηρ θαυμάζοντες ἐπὶ τοῖς λαλουμένοις περὶ αὐτοῦ». Ὁ θαυμασμὸς οὗτος τῆς ἁγίας οἰκογενείας δὲν ἦτο κυρίως ἐκ τῶν λεγομένων ὑπὸ τοῦ Συμεῶνος — τοιαῦτα θαυμαστὰ εἶχον ἀκούσει καὶ ὑπὸ τῶν ποιμένων — ἀλλὰ διότι ταῦτα ἐλέγοντο ὑπὸ ἀγνώστου εἰς αὐτοὺς ἀνθρώπου, τοῦ γέροντος Συμεῶνος.

Ὁ Συμεὼν στρέφεται κατόπιν πρὸς τοὺς γονεῖς τοῦ παιδίου τοὺς ὁποίους «εὐλόγησεν» ἐμακάρισεν. Κατόπιν ὁ αὐτὸς εὐλαβὴς γέρων στρέφεται εἰδικῶς «πρὸς Μαριὰμ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ εἶπε» περὶ τοῦ παιδίου. «Ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ» ἤτοι οὗτος προώρισται νὰ γίνῃ εἰς ἄλλους μὲν ἀφορμὴ πτώσεως εἰς ἄλλους δὲ αἰτία «ἀναστάσεως» σωτηρίας κατ’ ἀρχὰς ἐν τῷ Ἰσραηλιτικῷ λαῷ καὶ κατόπιν εἰς ὁλόκληρον τὸν κόσμον. Ὁ γέρων Συμεὼν συνεχίζει. Οὗτος θὰ εἶναι «εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» θαυμαστὸν δηλαδὴ φαινόμενον ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος θὰ ἔχῃ φανατικοὺς ὀπαδοὺς καὶ ἀρνητάς. Μετὰ ταῦτα προφητεύεται ὑπὸ τοῦ αὐτοῦ γέροντος ὁ μεγάλος πόνος, τὸν ὁποῖον θὰ αἰσθανθῇ ἡ Μαριὰμ ἐξ αὐτοῦ ὡς ἑξῆς: «Καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία». Ἡ ρομφαία εἶναι ὁ σταυρικὸς θάνατος τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ λυπήσῃ κατάκαρδα τὴν Θεοτόκον. Ἀποτέλεσμα δὲ τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι, «ὅπως ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί», θὰ φανερωθῶσι δηλαδὴ αἱ διαφορετικαὶ πεποιθήσεις τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς προσωπικότητος τοῦ Χριστοῦ.

Ἐν Ἱερουσαλὴμ εὑρίσκετο γυνή τις ὀνομαζομένη Ἄννα, ἡ ὁποία ἦτο «προφῆτις θυγάτηρ Φανουὴλ ἐκ φυλῆς Ἀσήρ. Αὕτη προβεβηκυῖα ἐν ἡμέραις πολλαῖς» ἦτο προχωρημένη δηλαδὴ πολὺ εἰς τὴν ἡλικίαν. Ἡ γυνὴ αὕτη «ζήσασα μετ’ ἀνδρὸς ἔτη 7 ἀπὸ τῆς παρθενίας αὐτῆς» ἤτοι ζήσασα μετὰ τοῦ ἀνδρός της ἀπὸ τὸν γάμον της ἑπτὰ ἔτη, περέμεινεν κατόπιν «χήρα ἕως ἐτῶν ὀγδοήκοντα τεσσάρων». Ἡ ἐν λόγῳ αὕτη γυνὴ ἦτο τόσον εὐλαβής, ὥστε «οὐκ ἀφίστατο τοῦ ἱεροῦ νηστείαις καὶ δεήσεσι λατρεύουσα νύκτα καὶ ἡμέραν». Συχνάκις δηλαδὴ διημέρευε καὶ διενυκτέρευεν εἰς τὸν ἱερὸν χῶρον τοῦ ναοῦ νηστεύουσα καὶ προσευχομένη. Αὕτη λοιπὸν «αὐτῇ τῇ ὥρᾳ» κατ’ αὐτὴν δηλαδὴ τὴν ὥραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἦλθεν ἡ ἁγία οἰκογένεια εἰς τὸν ναόν, «ἐπιστᾶσα» ἐλθοῦσα καὶ ἰδοῦσα τὸν Ἰησοῦν, «ἀνθωμολογεῖτο τῷ Θεῷ» ηὐχαρίστει τὸν Θεόν. Μετὰ δὲ τὸ πέρας τῶν θυσιῶν τῆς Ἁγίας οἰκογενείας εἰς τὸν ναὸν ἡ Ἄννα «ἐλάλει περὶ αὐτοῦ πᾶσι τοῖς προσδεχομένοις λύτρωσιν Ἱερουσαλὴμ» ὡμίλει δηλαδὴ ἡ Ἄννα πρὸς πάντας ἐκείνους τοὺς Ἰσραηλίτας ἐν Ἱερουσαλήμ, οἱ ὁποῖοι ἀνέμεναν τὸν Μεσσίαν ὡς Λυτρωτήν, ὅτι οὗτος ἦλθε καὶ εἶναι ὁ Χριστός.
«Καὶ ὡς ἐτέλεσαν πάντα τὰ κατὰ τὸν νόμον Κυρίου, ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, εἰς τὴν πόλιν ἑαυτῶν Ναζαρέτ».

Ἡ Ἁγία δηλαδὴ οἰκογένεια μετὰ τὸν σαραντισμὸν ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πατρίδα των τὴν Ναζαρέτ. Ἡ ἐπιστροφὴ αὕτη εἰς τὴν Ναζαρὲτ δὲν εἶχεν σκοπόν, ἵνα ἡ Ἁγία οἰκογένεια κατοικήσῃ ἐκεῖ. Τοῦτο, ἡ μόνιμος δηλαδὴ κατοίκησις εἰς Ναζαρὲτ ἔγινε βραδύτερον, ὅτε ἐπέστρεψαν ἐκ τῆς Αἰγύπτου, ὅπως ἀναφέρει ρητῶς ὁ Ματθαῖος. Τώρα ἐπιστρέφουν εἰς Ναζαρέτ, ἵνα πιθανὸν κανονίσωσιν οἰκογενειακάς των τινὰς ὑποθέσεις καὶ κατόπιν μεταβῶσιν εἰς Βηθλεέμ, ὅπου ἐσκόπευον, ὡς θὰ φανῇ κατωτέρω, νὰ ἐγκατασταθῶσι μονίμως, ἐπειδὴ ἐκεῖ ἐγεννήθη ὁ Χριστός. Διέρχονται λοιπὸν ἐκ Ναζαρὲτ καὶ μεταβαίνουσι καὶ πάλιν εἰς Βηθλεέμ, ὅπου ἔγινεν ἡ προσκύνησις τῶν Μάγων, φυγὴ εἰς Αἴγυπτον καὶ ἐπάνοδος εἰς Ναζαρέτ.

Ἐκ τῆς ὅλης διηγήσεως τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου διὰ τρία πρόσωπα γίνεται περισσότερος λόγος καὶ τὰ ὁποῖα ἠσθάνθησαν περισσότερον τὴν ἑορτὴν ταύτην: Ἡ Θεοτόκος, ὁ Συμεὼν καὶ ἡ Ἄννα. Τὰ πρόσωπα ταῦτα ἔδειξαν τὴν μεγαλυτέραν αὐταπάρνηση ἕκαστον κατὰ ἰδιαίτερον τρόπον. Ἂς ἴδωμεν τὸν ἰδιαίτερον τρόπον τῆς αὐταπαρνήσεως ἑνὸς ἑκάστου προσώπου καὶ τὴν ὠφέλειάν μας ἐκ τῆς αὐταπαρνήσεως ταύτης.
 

Θέμα: α) Ἡ Θεοτόκος : Ἐπιφάνεια — Βάθος
Αον. Ἡ Θεοτόκος. Γνωρίζομεν, ὅτι εἰς πᾶσαν γυναικείαν ψυχὴν δύο πράγματα εἶναι ριζωμένα βαθύτατα: Ἡ ἐντροπὴ καὶ ὁ πόνος. Ἡ ἐντροπή, τὴν ὁποίαν αἰσθάνεται ὡς γυνή, ὡς κόρη καὶ ὁ πόνος, τὸν ὁποῖον αἰσθάνεται ὡς μητέρα. Ἡ Θεοτόκος εἶναι κόρη καὶ μητέρα. Αἰσθάνεται βαθύτατα καὶ τοὺς δύο πόνους. Καὶ ἰδοὺ πῶς. Αὕτη ἦτο παρθένος, ὁ δὲ Χριστὸς ὁ υἱός της, ἦτο ξένος τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Παρ’ ὅλην ὅμως τὴν ἰδικήν της καθαρότητα καὶ τοῦ υἱοῦ της τὴν Θεότητα μεταβαίνει εἰς τὸν ναὸν πρὸς καθαρισμὸν καὶ ἐμφανίζεται ὡς συνήθης γυνή, ὡς λεχώ. Ἔχει βάθος ἅγιον. Ἐπιφάνειαν ὅμως ἔχει γυναικὸς μολυσμένης. Διὰ μίαν γυναῖκα εἶναι μεγάλος πειρασμὸς ὁ πειρασμὸς τῆς ἐντροπῆς, ὥστε ἐνῶ εἶναι ἁγία νὰ φαίνεται μολυσμένη. Ἰδοὺ ὁ πειρασμὸς τῆς ἐντροπῆς τῆς Θεοτόκου ὡς κόρης. Βάθος ἅγιον, ἐπιφάνεια μολυσμένη.

Ἡ Θεοτόκος αἰσθάνεται καὶ τὸν δεύτερον πειρασμὸν ὡς μητέρα. Καὶ ἰδοὺ πῶς. Ὁ Συμεὼν προλέγων τὸ πάθος τοῦ υἱοῦ της παριστᾷ αὐτὸ μὲ ρομφαίαν, ἡ ὁποία θὰ διέλθῃ τὴν ψυχήν της. Ὁ πόνος τῆς Θεοτόκου ὡς μητρὸς εἶναι μεγάλος διὰ τοὺς ἑξῆς λόγους. Ὁ Συμεὼν δὲν λέγει εἰς τὴν Θεοτόκον ποῖον θὰ εἶναι τὸ εἶδος τῆς μαχαίρας ἐκ τῶν παθημάτων τοῦ υἱοῦ της, ἡ ὁποία μάχαιρα θὰ περάσῃ τὴν καρδίαν της. Ἑπομένως ὁ νοῦς τῆς Θεοτόκου ἠδύνατο νὰ ὑποπτεύεται πλεῖστα εἴδη βασάνων. Ὑπέφερε μὲ τὴν ἐνθύμησιν αὐτῶν ὡς μητέρα. Ἡ ἐνθύμησις τῶν βασάνων αὐτῶν ἤρχισεν ἀπὸ τῆς ἡλικίας τῶν 40 ἡμερῶν τοῦ υἱοῦ της μέχρι τῆς ἡμέρας τῆς σταυρώσεώς του. Τὸ ἀκαθόριστον τοῦ εἴδους τῶν βασάνων καὶ ἡ ἐπὶ 30 ἔτη ἐνθύμησις τῶν βασάνων τούτων ἦτο μεγάλος πειρασμὸς διὰ τὴν Θεοτόκον ὡς μητέρα. Πλὴν αὐτοῦ ἡ Θεοτόκος πρώτην φορὰν ἀκούει ἀπὸ τὸν Συμεῶνα τὴν μάχαιραν τῆς καρδίας της ἐκ τῶν βασάνων τοῦ υἱοῦ της. Μέχρι τώρα ἤκουεν ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελον Γαβριὴλ ἀπὸ ποιμένας εὐχαρίστους ἀγγελίας διὰ τὸν υἱόν της. Ἠδύνατο λοιπὸν νὰ ὑποπέσῃ εἰς τὸν πειρασμὸν τοῦ μὴ συνδυασμοῦ τῶν εὐχαρίστων ἀγγελιῶν πρὸς τὴν δυσάρεστον ἀγγελίαν τοῦ Συμεῶνος καὶ νὰ εἴπῃ τοῦτο: Πῶς ὁ τόσον σπουδαῖος υἱός μου πρόκειται νὰ στενοχωρηθῇ καὶ νὰ μὲ στενοχωρήσῃ τόσον πολύ; Ὡς ἀδύνατος δὲ γυνὴ καὶ ἀκόμη ὡς μητέρα ἦτο εὔκολον νὰ γίνῃ θῦμα τοῦ πειρασμοῦ τῶν σκέψεων αὐτῶν. Καὶ ὅμως! Ὡς μητέρα ὑπέμεινε μὲ σιωπὴν τὴν δυσάρεστον ταύτην ἀγγελίαν ἔχουσα εἰς τὸ βάθος της πόνον καὶ εἰς τὴν ὄψιν της ἡρεμίαν. Ἔναντι τῶν λογισμῶν τούτων εἶχεν ἐσωτερικῶς μὲν σκέψιν, «συνετήρει πάντα τὰ ρήματα ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς», ὡς λέγει ρητῶς ὁ Λουκᾶς, ἐξωτερικῶς δὲ εἶχε σιωπήν.

Ἑπομένως ἡ αὐταπάρνησις τῆς Θεοτόκου εἶχε τὰς τρεῖς αὐτὰς μορφάς: 1) Ὡς κόρη εἶχε βάθος ἅγιον καὶ ἐπιφάνειαν μολυσμένην. 2) Ὡς μητέρα εἶχεν εἰς τὸ βάθος της πόνον, ἐπιφάνειαν ὅμως ἤρεμον. Καὶ 3) Ὡς γυναῖκα καὶ μητέρα εἶχεν ἐσωτερικῶς μὲν ἀντιθέτους πληροφορίας περὶ τοῦ υἱοῦ της, εὐχαρίστους δηλαδὴ καὶ δυσαρέστους, ἐξωτερικῶς ὅμως σιωπήν. Ἡ διαγωγὴ αὕτη τῆς Θεοτόκου εἶναι δεῖγμα μεγάλης αὐταπαρνήσεώς της!

Βον.  Ἡ μ ε ῖ ς  ὅμως; Ἡ Θεοτόκος ἦτο ἁγία καὶ ἐφαίνετο μολυσμένη. Ἡμεῖς ὅμως ἐνῶ εἴμεθα βρωμεροί, θέλομεν νὰ φαινώμεθα ἅγιοι. Ἐνῶ εἴμεθα ἄσημοι, θέλομεν νὰ φαινώμεθα σπουδαῖοι. Ἡ Θεοτόκος μεταβαίνει εἰς ναόν, ἵνα ἐκκλησιασθῇ, ἂν καὶ ἡ ἴδια ἦτο ναὸς ἔμψυχος, διότι ἔφερεν εἰς τὰ σπλάγχνα της τὸν ἴδιον τὸν Θεόν. Ἡμεῖς ἀμελοῦμεν τὸν ἐκκλησιασμὸν θεωροῦντες αὐτὸν περιττόν. Ἡ Θεοτόκος ἔχει τόσην αὐταπάρνησιν, ὥστε ἂν καὶ φέρῃ μέσα της τὴν οὐσίαν τοῦ ναοῦ, τὸν Θεόν, ὑποτάσσεται εἰς τὸν πρόσκαιρον τύπον τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, τὸν τυπικὸν καθαρισμόν. Ἡμεῖς ἐντρεπόμεθα νὰ ὑποταχθῶμεν εἰς τὸν αἰώνιον εὐαγγελικὸν νόμον. Ἐκείνη εἶχε τὴν αὐταπάρνησιν νὰ βαδίσῃ ἀπὸ τὴν Βηθλεὲμ μέχρι τῆς Ἱερουσαλὴμ μίαν περίπου ἡμέραν, ἵνα ἐκκλησιασθῇ τυπικῶς. Ἡμεῖς ὅμως εἴμεθα τόσον ἀμελεῖς, ὥστε ἀμελοῦμεν τὸν ἐκκλησιασμόν μας, ἂν καὶ ἡ ἐκκλησία εὑρίσκεται πλησίον μας.

Ἡ Θεοτόκος εἶχεν εἰς τὸ βάθος της πόνον καὶ εἰς τὴν ὄψιν της ἠρεμίαν. Τοῦτο, φαίνεται καθαρά, ὅταν εἶδε τὴν μάχαιραν τῆς καρδίας της, τὸν υἱόν της ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Κατὰ τὴν τραγικὴν ἐκείνην στιγμὴν ἡ Θεοτόκος ἦτο ὄρθια ἐνώπιον τοῦ σταυροῦ. Αὐτὸ μᾶς τὸ λέγει ρητῶς ὁ εὐαγγελιστὴς σημειώνων διὰ τὴν Θεοτόκον, ὅτι «εἱστήκει παρὰ τῷ σταυρῷ». Ἔχεις καὶ σὺ τὸν πόνον εἰς τὸ βάθος σου καὶ τὴν ἠρεμίαν εἰς τὴν ὄψιν σου; Καὶ συγκεκριμένως. Ἴσως νὰ ἴδῃς τὸν υἱόν σου ὡς μητέρα ἐξηπλωμένον νεκρὸν ἐπὶ τοῦ φερέτρου ἢ κρεμάμενον ὑπὸ τῶν ἀντιχρίστων ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Δὲν λέγω, ὅτι πρέπει νὰ μείνῃς ἀναίσθητος εἰς τὸν πόνον, ἀλλὰ ἔχεις τὴν δύναμιν τῆς ὑπομονῆς; Ἡ Θεοτόκος βλέπει τὸν υἱόν της ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καὶ δὲν λιποθυμεῖ, ὥστε νὰ πέσῃ κατὰ γῆς. Ὁ υἱός της εἶναι μονογενὴς καὶ ἀναμάρτητος. Κρέμαται ὅμως ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Καὶ σὺ μητέρα, ἡ ὁποία ἔχεις καὶ ἄλλα παιδιά, ὅταν ἴδῃς ἕνα ἀπὸ αὐτὰ κρεμασμένον ἢ νεκρὸν εἰς τὸ φέρετρον, θυμήσου τὴν Θεοτόκον, ἡ ὁποία ἦτο ὄρθια, ἤρεμος καὶ μὴ ἀρχίζῃς τὰ ξεφωνητά, λιποθυμίας, ξεμαλλιάσματα καὶ λοιπὰς ἀνοήτους ἐκδηλώσεις. Ὁ πόνος σου μεγαλώνει, διότι τὸ νεκρὸν ἢ κρεμασμένον παιδί σου ἦτο πολὺ καλόν. Ἡ καλωσύνη του τώρα πού εἶναι εἰς τὸ φέρετρον ἢ εἰς τὸν σταυρόν, σὲ κάνει νὰ πονῇς. Ὁσονδήποτε ὅμως καλὸ καὶ ἂν ἦτο τὸ παιδί σου, ποτὲ δὲν φθάνει τὴν καλωσύνην τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Θεοτόκος ἂν καὶ εἶχε τόσον καλὸ παιδὶ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, ὑπέμεινεν.

Ὁ πόνος σου διὰ τὸ κρεμασμένο ἢ νεκρὸ παιδί σου εἶναι ἀκόμη μεγάλος, ὅταν τὸ καλό σου αὐτὸ παιδὶ εἶναι καὶ ἀγόρι. Καὶ ὁ Χριστὸς ἦτο ὄχι μόνον ἁγιώτατος ἀλλὰ καὶ ἀγόρι διὰ τὴν Θεοτόκον. Ὁ Χριστὸς ἦτο ἁγιώτατος καὶ ἀγόρι καὶ μονάκριβος διὰ τὴν Θεοτόκον. Ἡ Θεοτόκος ὑπέμεινεν, ἂν καὶ ἔβλεπεν ἐνώπιόν της ἐσταυρωμένον τὸν μονάκριβον υἱόν της, τὸν ἀναμάρτητον. Δὲν ὑπάρχει θέαμα συγκινητικώτερον ἀπὸ τὸ θέαμα, ὁποὺ συνδυάζονται τρία πράγματα. Πόνος, ἀρετὴ καὶ ὑπομονή! Ἂν πονῇ τις καὶ ὑποφέρῃ, διότι εἶναι ἄξιος τῶν παθημάτων του, δὲν ἔχει ἀξίαν μεγάλην ἡ ὑπομονή του. Ὅταν εἶναι ἐνάρετος καὶ ὑφίσταται δοκιμασίας, ἀλλὰ δὲν ὑπομένει αὐτάς, δὲν ἔχει ἀξίαν ἡ ἀρετή του. Ὅταν ἐπίσης ἔχῃ ἀρετὴν χωρὶς ὅμως πόνον καὶ ὑπομονήν, ἡ ἀρετή του οὐδεμίαν ἀξίαν ἔχει. Ἑπομένως συγκινητικὸν εἶναι ὁ συνδυασμὸς πόνου, ἀρετῆς καὶ ὑπομονῆς, νὰ εἴμεθα δηλαδὴ ἐν δικαίῳ, νὰ ἀδικούμεθα καὶ νὰ ὑπομένωμεν. Ἡ Θεοτόκος ὑπέμεινεν ὅλους τοὺς πειρασμοὺς τῶν λογισμῶν ἐκ τῶν ἀντιθέτων πληροφοριῶν καὶ σὺ πρέπει νὰ σιωπᾷς καὶ νὰ ἀφίνῃς εἰς τὸν Θεὸν τὰς ἀντιξοότητας τῆς ζωῆς σου, τὰς ὁποίας δὲν δύνασαι νὰ ἐξηγήσῃς.

Σὲ κάποιο θέατρον ἕνας ἠθοποιός, ἐνῶ ἔπαιζε τὸν ρόλον του εἰς κάποιο δρᾶμα, ἔκαμεν αἱμόπτυσιν. Ἔξυπνος προσεπάθησε καὶ ἐνέταξε τὴν αἱμόπτυσιν εἰς τὸ δρᾶμα. Ἔκαμε καὶ δευτέραν αἱμόπτυσιν, τὴν ὁποίαν καὶ πάλιν λίαν εὐφυῶς ἐνέταξε εἰς τὸ ἔργον του. Σὲ λίγον ὅμως κάμνει ἐμετὸν αἵματος. Τώρα ἀδυνατεῖ νὰ ἐντάξῃ αὐτὴν εἰς τὸ ἔργον του καὶ γενόμενος ἀντιληπτὸς ἀποσύρεται τῆς σκηνῆς. Ὁσονδήποτε λοιπὸν καὶ ἂν προσπαθήσωμεν καὶ ἡμεῖς νὰ ἀποκρύψωμεν τὸ βουρκωμένον βάθος μας, ἐκεῖνο θὰ φανῇ. Ἂς φροντίσωμεν νὰ διορθώσωμεν ὄχι τὴν ἐπιφάνειαν ἀλλὰ τὸ βάθος, ὥστε ὄχι νὰ φαινώμεθα, ἀλλὰ νὰ εἴμεθα καλοί.

Ἰδοὺ ἡ τριπλῆ μορφὴ τῆς αὐταπαρνήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ τῆς ἰδικῆς μας τοιαύτης. Πόνος, ἀρετή, ὑπομονή!


Θέμα: β) Ὁ Συμεών. Ὁ Χριστὸς ἰατρὸς ζωῆς καὶ θανάτου

Αον.  Ὁ πρεσβύτης Συμεών. Ὁ Συμεών, ὅταν εἶδε τὸν Χριστὸν καὶ προεφήτευσε τὸν σταυρικόν του θάνατον, ἐξεδήλωσε τὴν ἐπιθυμίαν νὰ ἀποθάνῃ, διότι οὔτε ἡ ζωὴ τὸν ἐγοήτευε πλέον, οὔτε ὁ θάνατος τὸν ἐτρόμαζε. Πῶς συνέβη αὐτό; Ἂς ἴδωμεν τὸ μυστικὸν τοῦ πράγματος τούτου.

Δύο πράγματα εἶναι τρομερά: Ἡ ἁμαρτία ὅταν ζῶμεν καὶ ὁ θάνατος, ὅταν ἀποθνήσκωμεν. Ἡ ἁμαρτία εἶναι θάνατος, χώρισμα δηλαδὴ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ δὲ θάνατος ὁ σωματικὸς εἶναι χώρισμα ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος. Ἡ ἁμαρτία εἶναι χειροτέρα τοῦ θανάτου, διότι αὐτὴ ἔφερε τὸν θάνατον καὶ αὐτὴ χωρίζει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐνῶ ἡ ἁμαρτία εἶναι χειροτέρα τοῦ θανάτου, εἶναι εὔκολος νὰ ἀποφευχθῇ. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι τόσον κακός, ὅσον εἶναι ἡ ἁμαρτία, διότι οὗτος χωρίζει τὴν ψυχὴν ἀπὸ τὸ σῶμα μόνον. Πλὴν αὐτοῦ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀναπόφευκτος, θὰ ἔπρεπε λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ φροντίζῃ νὰ ἀποφεύγῃ περισσότερον τὴν ἁμαρτίαν, διότι αὐτὴ εἶναι τὸ χειρότερον κακὸν ἀφ’ ἑνὸς ἀλλὰ καὶ ἀφ’ ἑτέρου δυνάμεθα νὰ τὴν ἀποφύγωμεν. Νὰ φοβώμεθα δὲ ὀλιγώτερον τὸν θάνατον, διότι οὗτος εἶναι μικρότερον κακὸν ἔναντι τῆς ἁμαρτίας ἀφ’ ἑνὸς καὶ εἶναι ἀναπόφευκτος ἀφ’ ἑτέρου. Καὶ ὅμως!

Φρίκη μᾶς καταλαμβάνει ἐνώπιον τοῦ θανάτου καὶ ἀδιαφορία ἐνώπιον τῆς ἁμαρτίας. Καὶ καλλίτερον ἀκόμη: Ἀγκαλιάζομεν τὴν ἁμαρτίαν ἐν τῇ ζωῇ καὶ ἀποφεύγομεν μετὰ φρίκης καὶ τὴν μνήμην ἀκόμη τοῦ θανάτου. Πόση μεγάλη εἶναι ἡ νόσος αὐτή! Ἀλλὰ ἦλθε καὶ ἡ ἀνάλογος ποινή. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀγαπητὴ εἰς ἡμᾶς, διότι τὴν θέλομεν. Ὁ θάνατος εἶναι τρομερός, διότι ἦλθε παρὰ τὴν θέλησίν μας. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐξελέξαμεν μὲ τὴν θέλησίν μας τὴν ἁμαρτίαν ὡς βασίλισσαν, ἦλθε παρὰ τὴν θέλησίν μας ὁ θάνατος, ὡς τύραννος. Τρομερὰ εἶναι ἡ τιμωρία αὕτη ἀλλὰ δικαία. Ἰδοὺ ἡ νόσος μας καὶ ἡ ποινή.

Ὁ Χριστὸς ἦλθεν ὡς ἰατρὸς τῆς νόσου ταύτης διὰ τοῦ σταυρικοῦ του θανάτου. Πῶς; Ἰδού. Ὁ Χριστὸς ἀγκαλιάζει τὸν θάνατον καὶ μισεῖ τὴν ἁμαρτίαν. Ὅσην λατρείαν ἔχομεν ἡμεῖς διὰ τὴν ἁμαρτίαν, τόσην φρίκην ἠσθάνθη ὁ Χριστὸς δι’ αὐτήν. Ὅσην φρίκην ἔχομεν ἡμεῖς πρὸς τὸν θάνατον, τόσην λαχτάραν εἶχεν Ἐκεῖνος νὰ ἀποθάνῃ χάριν ἡμῶν. Ἡ λαχτάρα διὰ τὸν θάνατον φαίνεται ἐκ τῆς ἠρεμίας, μετὰ τῆς ὁποίας ἀποθνήσκει καὶ ἐκ τῆς ἐπιπλήξεως, τὴν ὁποίαν ἀπηύθυνε πρὸς τὸν ἀπόστολον Πέτρον ὀνομάσας αὐτὸν Σατανᾶν, διότι ὁ ἀπόστολος Πέτρος συνέστησε εἰς Αὐτὸν νὰ μὴ σταυρωθῇ. Ὁ μεγάλος πόθος τοῦ Κυρίου νὰ ἀποθάνῃ φαίνεται ἀκόμη ἐκ τοῦ ὅτι ὀνομάζει τὸν σταυρικόν του θάνατον δόξαν του. Πόσον δὲ μῖσος εἶχε πρὸς τὴν ἁμαρτίαν, φαίνεται ἐκ τοῦ ὅτι ἦτο ἀναμάρτητος.

Διὰ τοῦ τρόπου λοιπὸν τούτου, τοῦ μίσους δηλαδὴ τοῦ Κυρίου πρὸς τὴν ἁμαρτίαν, ἀφῃρέθη ἡ γλυκύτης τῆς ἁμαρτίας. Διὰ δὲ τῆς λαχτάρας του πρὸς τὸν θάνατον ἀφῃρέθη ἐκ τοῦ θανάτου ὁ τρόμος καὶ ἡ φρίκη αὐτοῦ. Μὲ δύο λόγια ὁ Χριστὸς διὰ τοῦ θανάτου του ἀφαιρεῖ τὴν ἁμαρτωλὸν γλυκύτητα τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἀπαισίαν μορφὴν τοῦ θανάτου. Πλὴν αὐτοῦ ὁ Χριστὸς διὰ τοῦ θανάτου του μετέβη εἰς τὴν ἄλλην ζωὴν καὶ εὑρίσκεται εἰς ἐκείνην ἀναμένων ἡμᾶς. Ὁ Συμεὼν ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποθάνῃ ἀφοῦ εἶδε τὸν Χριστόν, διότι δὲν τὸν γοητεύει ἡ γλυκύτης τῆς ζωῆς οὐδὲ τὸν τρομάζει ἡ φρίκη τοῦ θανάτου ἀλλὰ τὸν ἑλκύει ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος διὰ τοῦ σταυρικοῦ του θανάτου εὑρίσκεται εἰς τὴν πέραν τοῦ τάφου ζωήν. Ἰδοὺ τὸ μυστικὸν τῆς νόσου καὶ τῆς θεραπείας ταύτης.


Boν.  Ἡ μ ε ῖ ς;  Πρέπει καὶ δι’ ἡμᾶς τὸ ἴδιον νὰ συμβαίνῃ. Ὅταν γνωρίσωμεν τὸν Χριστόν, δὲν πρέπει νὰ μᾶς γοητεύῃ ἡ ἁμαρτία τῆς παρούσης ζωῆς οὐδὲ ὁ θάνατος νὰ μᾶς τρομάζῃ. Δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἑλκύῃ ἡ ἁμαρτία, διότι τὴν ἐμίσησεν ὁ ἀρχηγός μας καὶ μᾶς χωρίζει ἀπὸ Αὐτόν. Δὲν πρέπει νὰ ἀδιαφορῶμεν διὰ τὴν ἁμαρτίαν, διότι εἶναι τὸ χειρότερον κακὸν ἀλλὰ καὶ δυνάμεθα νὰ τὴν ἀποφεύγωμεν. Πόσον ὑπεύθυνοι εἴμεθα ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, διότι ἀδιαφορῶμεν πρὸς ἕνα τόσον μεγάλον κακὸν τὴν ἁμαρτίαν, τὸ ὁποῖον δυνάμεθα νὰ ἀποφύγωμεν! Δὲν πρέπει νὰ τρομάζωμεν τὸν θάνατον, διότι δὲν εἶναι τόσον μεγάλον κακόν, ὅσον εἶναι ἡ ἁμαρτία. Πλὴν αὐτοῦ ὁ θάνατος εἶναι καὶ ἀναπόφευκτος. Τρίτος δὲ λόγος σπουδαιότατος, ὁ ὁποῖος μᾶς λέγει, ὅτι δὲν πρέπει νὰ τρομάζωμεν τὸν θάνατον, εἶναι, ὅτι τὸν θάνατον ἀγκάλιασεν ὁ Χριστός. Ἑπομένως τὸ ἀναπόφευκτον τοῦ θανάτου τὸ ἀγκάλιασμά του ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ μικρότης τοῦ κακοῦ του ἔναντι τῆς ἁμαρτίας πρέπει νὰ μᾶς κάνῃ νὰ βλέπωμεν αὐτὸν μετὰ ἠρεμίας. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι πλέον δι’ ἡμᾶς τοὺς πιστούς, ἀφ’ ὅτου τὸν ἀγκάλιασεν ὁ Χριστός, τέλος ἀλλὰ ἀρχὴ νέας ζωῆς. Εἶναι γέφυρα, ἡ ὁποία μᾶς μεταφέρει ἐκ τῶν προσκαίρων εἰς τὰ αἰώνια. Εἶναι τὸ σταυροδρόμι παρούσης ζωῆς καὶ μελλούσης αἰωνιότητος. Ὁ θάνατος εἶναι κορυφὴ ἑνὸς βουνοῦ, ἀπὸ ὅπου βλέπομεν τὸ τέλος τῆς παρούσης ζωῆς καὶ τὴν ἀρχὴν τῆς αἰωνιότητος.

Δὲν πρέπει νὰ μᾶς γοητεύῃ ὄχι μόνον ἡ ἁμαρτία τῆς παρούσης ζωῆς, διότι ἐμίσησε τὴν ἁμαρτίαν ταύτην ὁ Χριστός μας, ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ μᾶς γοητεύῃ καὶ αὐτὴ ἡ παροῦσα ζωή, διότι ὅσον ὡραία καὶ ἂν εἶναι, εἶναι ὅμως πρόσκαιρος. Δὲν εἶναι καθόλου λογικὸν νὰ γοητεύεται καὶ νὰ προσκολλᾶται ὁ ἄνθρωπος εἰς κάτι τὸ πρόσκαιρον, εἰς κάτι τὸ ὁποῖον φεύγει ἀπὸ τὰ χέρια του, νὰ πατᾷ σὲ σάπια σανίδα.

Ποῖος λοιπὸν τώρα γνωρίζων τὸν Χριστὸν δὲν θὰ θελήσῃ νὰ μισήσῃ τὴν ἁμαρτίαν; Ποῖος γνωρίζων τὸν Χριστὸν θὰ τρομάζῃ καὶ θὰ φρικιᾷ πρὸ τοῦ θανάτου; Ποῖος γνωρίζων τὸν Χριστὸν δὲν θὰ θελήσῃ νὰ πετάξῃ ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα εἰς τὰ αἰώνια, ἵνα μεταβῇ πλησίον τοῦ Χριστοῦ; Ἀφοῦ ὁ Συμεὼν ἄφινε τὸν Χριστὸν ἐδῶ εἰς τὴν γῆν καὶ ἤθελε νὰ μεταβῇ εἰς τὸν οὐρανόν, ὅπου θὰ μετέβαινεν ἀργότερα ὁ Χριστός, πολὺ περισσότερον πρέπει ἡμεῖς σήμερον νὰ ποθῶμεν νὰ μεταβῶμεν εἰς τὸν Χριστόν, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται εἰς τὸν οὐρανόν. Ποῖος θὰ θελήσῃ νὰ σύρεται ἐδῶ εἰς τὰ πρόσκαιρα καὶ δὲν θὰ ἐπιθυμήσῃ νὰ πετάξῃ ἐκεῖ εἰς τὰ αἰώνια;

Ἴσως εἴπῃ τις. Καὶ ὁ κόσμος οὗτος εἶναι ἔργον τοῦ Θεοῦ, εἶναι οἶκος τοῦ Θεοῦ. Οὐδεμία ἀντίρρησις. Ἀλλ’ ἐρωτῶ: Ποῖος θὰ ἤθελε νὰ βλέπῃ τὸ ἀνάκτορον ἑνὸς βασιλέως, νὰ μένῃ εἰς αὐτὸ ἀλλὰ νὰ μὴ βλέπῃ προσωπικῶς τὸν βασιλέα; Ὁ κόσμος εἶναι ἀνάκτορον τοῦ Θεοῦ. Ὁ οὐρανὸς εἶναι τὸ μέρος, ὅπου μένει ὁ Θεός, ὁ βασιλεύς. Ἑπόμενον εἶναι νὰ ποθῶμεν νὰ μεταβῶμεν ἐκεῖ, ὅπου εὑρίσκεται ὁ βασιλεύς.
Ἰδοὺ ὁ Συμεὼν καὶ ἡμεῖς. Ἰδοὺ ἡ φρίκη, τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ ἔχωμεν διὰ τὴν ἁμαρτίαν καὶ ἡ ἀδιαφορία διὰ τὸν θάνατον. Ἕνας εὐσεβὴς ὁ Ἰγνάτιος Λαϊόλα εἶχε μάθει, ὅτι ἕνας ἁμαρτωλὸς σύχναζεν εἰς ἕνα ἁμαρτωλὸν μέρος. Ἀπεφάσισε νὰ τὸν σώσῃ. Πῆγε στὸ δρόμο ἀπ’ ὅπου ἐπρόκειτο νὰ περάσῃ ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ στὸν ὁποῖον ἦτο ἕνα ποτάμι. Ἔβγαλεν ἐκεῖ τὰ ροῦχα του ὁ Ἰγνάτιος καὶ ὅταν εἶδε νὰ περνᾷ ὁ ἁμαρτωλός, ρίχτηκε στὸ ποτάμι ἕως τὸ λαιμό. Ἦτο χειμών. Ὁ ἁμαρτωλός, ὅταν τὸν εἶδε, φώναξε. Τί κάνεις; Θὰ παγώσῃς. Ὁ Ἰγνάτιος ἀπαντᾷ. Δὲν βγαίνω, ἂν δὲν μετανοήσῃς. Ὁ ἁμαρτωλὸς λυπήθηκε τὸν εὐσεβῆ αὐτὸν ἱερέα καὶ συναισθανθεὶς τὴν βαρύτητα τῆς ἁμαρτίας του μετενόησε. Τὸ παράδειγμα αὐτὸ συνδυάζει τὴν φρίκην τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν ἀδιαφορίαν πρὸς τὸν θάνατον. Τοιοῦτοι ἦσαν ὅλοι οἱ ἅγιοι. Ἂς φροντίσωμεν μαζὶ μὲ τὸν Συμεῶνα νὰ μισήσωμεν τὴν ἁμαρτίαν ἐν τῇ ζωῇ, νὰ μὴ μᾶς τρομάζῃ ὁ θάνατος. Ἂς ποθήσωμεν δὲ νὰ πετάξωμεν ἐκ τῆς ἁμαρτωλοῦ καὶ προσκαίρου ζωῆς μέσῳ τοῦ θανάτου εἰς τὴν αἰωνιότητα, ὅπου εὑρίσκεται ὁ Χριστός, ὁ Συμεών, ἡ Θεοτόκος, ἡ Ἄννα καὶ τόσοι ἄλλοι. Ἀμήν.


Θέμα: γ) Ἡ Ἄννα. Ἑκούσιοι περιορισμοὶ

Ἡ Θεοτόκος ἔδειξε τὴν αὐταπάρνησίν της, διότι, ὡς εἴδομεν, ὑπετάχθη εἰς τὸν νόμον τοῦ καθαρισμοῦ καὶ εἰς τὴν ἀνάγκην τῆς ρομφαίας, τοῦ σταυρικοῦ δηλαδὴ θανάτου τοῦ υἱοῦ της. Ὁ Συμεὼν ἔδειξε τὴν αὐταπάρνησίν του, διότι ἰδὼν τὸν Χριστὸν δὲν γοητεύεται πλέον ὑπὸ τῆς ζωῆς, δὲν τρομοκρατεῖται ἐκ τοῦ θανάτου. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἄννα ἠξιώθη νὰ ἴδῃ τὸν Χριστόν, ὅτε ὑπεβάλλετο εἰς ἄλλο εἶδος αὐταπαρνήσεως, νηστείας δηλ. καὶ προσευχάς, ὅπως λέγει ρητῶς ὁ Λουκᾶς «οὐκ ἀφίστατο τοῦ Ἱεροῦ νηστείαις καὶ δεήσεσι λατρεύουσα νύκτα καὶ ἡμέραν». Εἶχε δηλ. τοὺς ἑκουσίους περιορισμούς. Ἰδοὺ τὸ τρίτον εἶδος τῆς αὐταπαρνήσεως.

Αον Οἱ ἑκούσιοι περιορισμοί. Ὁ ἄνθρωπος ὁμοιάζει πρὸς ποταμόν. Ὁ ποταμός, τὸ πολυτιμότερον τὸ ὁποῖον ἔχει εἶναι τὸ ὕδωρ του. Καὶ ὁ ἄνθρωπος τὸ πολυτιμότερον τὸ ὁποῖον ἔχει, εἶναι ἡ ἐλευθερία του. Ὅπως ὁ ποταμὸς ἔχει τὸ ρεῦμά τοῦ ὕδατός του, οὕτω καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν ὁρμήν, τὴν ἐλευθερίαν του. Ὁ ποταμὸς ἔχει τὰς ὄχθας του, αἱ ὁποῖαι συγκρατοῦν τὴν ὁρμὴν τοῦ ρεύματος. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει τοὺς νομικοὺς ἀκουσίους καὶ προσωπικοὺς ἑκουσίους περιορισμούς του, οἱ ὁποῖοι συγκρατοῦν τὴν ὁρμὴν τῆς θελήσεώς του. Ἐκτὸς τῶν ποταμῶν ὑπάρχουσι χωράφια, τὰ ὁποῖα καταστρέφονται μὲ τὴν πλημμύραν τοῦ ποταμοῦ, ἐὰν δὲν ὑπάρχωσι ὄχθαι πρὸς συγκράτησιν. Ποτίζονται ὅμως ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ, ὅταν τὸ ὕδωρ τοῦ ποταμοῦ συγκρατῆται ὑπὸ τῶν ὀχθῶν καὶ καταλλήλως διοχετεύεται δι’ ἀρδευτικῶν μέσων. Κατὰ παρόμοιον τρόπον καὶ ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν μὲν δὲν συγκρατῆται ὑπὸ περιορισμῶν νομικῶν καὶ προσωπικῶν καταστρέφει μὲ τὴν πλημμύραν της τὸ περιβάλλον, εἰς τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται καὶ τὸ ὁποῖον περιβάλλον δὲν εἶναι δένδρα καὶ φυτὰ ὅπως εἰς τὴν πλημμύραν τοῦ ποταμοῦ, ἀλλὰ ἄνθρωποι. Ὅταν τοὐναντίον ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ἄλλο ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ, συγκρατῆται ὑπό τινων περιορισμῶν καὶ διοχετεύεται ἐκεῖ ποὺ πρέπει, ἡ καρποφορία εἶναι μεγαλυτέρα τῆς καρποφορίας τῶν χωραφιῶν, τὰ ὁποῖα ποτίζονται διὰ τοῦ ὕδατος τοῦ ποταμοῦ, διότι τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου τότε εἶναι πρὸς ὠφέλειαν ὄχι μόνον δένδρων καὶ φυτῶν ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπων. Ὁ ἄνθρωπος ἄνευ περιορισμῶν εἶναι θηρίον, ἡ δὲ χώρα εἰς τὴν ὁποίαν μένει γίνεται ζούγκλα.
Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μόνον μέλος μίας κοινωνίας, ὥστε νὰ ὑποβάλλεται εἰς περιορισμοὺς κοινωνικοὺς καὶ νομικούς. Εἶναι ἰδιαιτέρα προσωπικότης. Ἔχει ἑπομένως ἀνάγκην καὶ ἰδιαιτέρων προσωπικῶν περιορισμῶν, τοὺς ὁποίους πρέπει νὰ ἐπιβάλλῃ ὁ ἴδιος πρὸς τὸν ἑαυτόν του, διότι οἱ νόμοι καὶ οἱ λοιποὶ κοινωνικοὶ περιορισμοὶ εἶναι πολλάκις ἐπιφανειακοὶ καὶ δὲν ἐγγίζουν τὸ βάθος τῆς προσωπικότητάς μας. Διὰ τοῦτο οἱ μεγάλοι ἄνθρωποι δὲν ἠρκοῦντο νὰ εἶναι μόνον κοινωνικοὶ καὶ νομοταγεῖς, ἀλλὰ πρὸς περισσότερον καταρτισμόν των ἐπέβαλλον εἰς τὸν ἑαυτόν τους καὶ ἰδιαιτέρους προσωπικοὺς περιορισμούς. Παραδείγματα ἔχομεν τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν προφήτιδα Ἄνναν. Πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ ἔχωμεν τοὺς προσωπικούς μας περιορισμούς.
Βον Οἱ προσωπικοί μας περιορισμοί. Εἷς ἕκαστος ἐξ ἡμῶν ἔχει ἰδιαιτέρους περιορισμούς, τοὺς ὁποίους ἐπιβάλλει εἰς τὸν ἑαυτόν του ἀναλόγως τῶν προσωπικῶν του ἀναγκῶν. Ὑπάρχουσιν ὅμως καὶ ἀσκήσεις τινές, αἱ ὁποῖαι ἔχουσι γενικὸν μὲν χαρακτῆρα καὶ χωρὶς νὰ εἶναι νομικοὶ ἢ κοινωνικοὶ περιορισμοί, ἔχουσι προσωπικήν τινα ἀξίαν. Ἂς εἴπωμεν μερικοὺς ἀπ’ αὐτούς. Ἐπιστρέφεις ἀπὸ μίαν ἐκδρομὴν εἰς τὸ σπίτι σου διψασμένος. Δύνασαι νὰ πίῃς ὕδωρ μετὰ ἓν τέταρτον; Ὅταν τὸ φαγητὸν εἶναι ὀλίγον καμένον δύνασαι ἔστω καὶ μίαν φορὰν νὰ τὸ φάγῃς χωρὶς νὰ προφέρῃς λέξιν; Διέρχεσαι ἔμπροσθεν μίας προθήκης ἑνὸς Ζαχαροπλαστείου μὲ χρήματα ἀρκετὰ εἰς τὸ πορτοφόλιόν σου. Δύνασαι μερικὲς φορὲς νὰ εἴπῃς τὸ ὄχι; Δένεις τὰ ὑποδήματά σου καὶ κόπτεται τὸ γορδόνιον τῶν ὑποδημάτων σου. Δύνασαι νὰ μὴ θυμώσῃς; Εἰς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι σὲ ἐλύπησαν, δύνασαι νὰ εἶσαι ἀνοικτόκαρδος, μειλίχιος ἢ τουλάχιστον μεγαλόκαρδος; Δύνασαι τὸ πρωί, ὅταν εἶναι πλέον καιρὸς νὰ σηκωθῇς, νὰ πεταχθῇς ἀμέσως ἀπὸ τὸ κρεββάτι σου καὶ νὰ μὴ στρέφεσαι εἰς αὐτὸ ἀγκομαχῶν, ὅπως ἀγκομαχεῖ ἡ στρεφομένη πόρτα εἰς τοὺς σκουριασμένους στροφάλους της; Ψάχνεις νὰ εὕρῃς πρᾶγμα τι, τὸ ὁποῖον ἔχασες. Ἐὰν δὲν τὸ εὕρῃς, δύνασαι νὰ μὴ ἐκνευρισθῇς; Ὅταν σὲ ἐμπαίζουν, δύνασαι νὰ μὴ ἀπάντησῃς δι’ ἐμπαιγμῶν; Ὅταν ἀνοίξῃ ἡ πόρτα, δύνασαι νὰ πολεμήσῃς τὴν περιέργειάν σου, νὰ μὴ κοιτάξῃς εἰς τὸ ξένο σπίτι; Ὅταν φέρῃ ὁ πατήρ σου διπλωμένον δέμα, δύνασαι νὰ πολεμήσῃς καὶ ἐκεῖ τὴν περιέργειάν σου; κ.λπ. Οἱ περιορισμοὶ οὗτοι δὲν ὑπάγονται εἰς οὐδένα περιορισμὸν κοινωνικὸν ἢ νομικόν. Εἶναι ἀσκήσεις προσωπικαὶ ἑνὸς ἑκάστου ἐξ ἡμῶν.

Μαντεύω ἀπορίαν τινά. Θὰ εἴπῃ τις αὐταὶ εἶναι λεπτομέρειαι ἀφορῶσαι πράγματα μικρᾶς βαρύτητος κακοῦ, εἶναι πράγματα ἐπιτρεπόμενα καὶ ἑπομένως δὲν ὑπάρχει λόγος περιορισμῶν εἰς αὐτὰ ἐκ μέρους μας. Ἀπαντῶ: Οἱ περιορισμοὶ τῆς θελήσεώς μας εἰς ἁμαρτήματα μικρᾶς βαρύτητος ἢ καὶ ἐπιτρεπόμενα, κατὰ περίεργον τρόπον ἐνισχύουν τὴν θέλησίν μας. Οἱ περιορισμοὶ οὗτοι εἶναι γυμναστικὴ τῆς θελήσεώς μας. Οἱ συμβιβασμοὶ τοὐναντίον μὲ τὸν ἑαυτόν μας χαλαρώνουν πολὺ τὴν θέλησίν μας. Πλὴν αὐτοῦ αἱ λεπτομέρειαι εἶναι ἐκεῖναι, αἱ ὁποῖαι συνιστοῦν τὰ μεγαλεῖα. Λ. χ. Ποῖοι εἶναι μεγάλοι καλλιτέχναι μουσικοί; Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι προσέχουν εἰς τὰς ἐλαχίστας παραφωνίας. Ποῖοι εἶναι λεπτοὶ εἰς τοὺς τρόπους; Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι προσέχουν εἰς τὰς λεπτομερείας τῆς ζωῆς των. Ποῖοι εἶναι ἠθικαὶ προσωπικότητες; Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ὑποβάλλονται εἰς θυσίας, τὰ ὁποίας οὐδεὶς νόμος διατάσσει. Τὰ μικρὰ ἄνθη τοῦ Ἀπριλίου ἀπαρτίζουν τὸν ὡραῖον τάπητα τῆς γῆς. Οἱ οὐρανοξύσται τῆς Ἀμερικῆς ἀπαρτίζονται ἀπὸ μικρὰ τοῦβλα.

Ἕνας βασιλεὺς διὰ νὰ ἐκδικηθῇ κάποιον ἀντίπαλόν του διατάσσει νὰ κλεισθῇ ὁ ἐχθρός του οὗτος εἰς ἕναν ὑψηλὸν πύργον. Ἡ φυγή του ἀπὸ ἐκεῖ ἦτο ἀδύνατος. Οἱ φίλοι του ἤρχοντο ἀλλὰ ἀπήρχοντο ἀπηλπισμένοι. Ἐπέρασαν χρόνια. Τὰ μαλλιά του ἐμεγάλωσαν. Τότε ἐσκέφθηκε καὶ ἔκαμε τὸ ἑξῆς. Βγάζει μερικὰ μαλλιά του. Δένει μία τρίχα μὲ τὴν ἄλλην καὶ κάμνει ἕνα λεπτότατο σχοινί. Τὸ κρεμᾷ ἀπὸ τὴν κορυφὴν τοῦ πύργου πρὸς τὰ κάτω. Ἕνας ἔξυπνος φίλος του δένει μία μεταξωτὴ κλωστή, τὴν ὁποίαν σύρει πρὸς τὰ ἄνω ὁ κατάδικος. Κατόπιν ρίπτει ταύτην πρὸς τὰ κάτω καὶ ὁ φίλος του δένει χονδρὸν σπάγγον καὶ τὴν τρίτην φορὰν ἕνα χονδρὸ σχοινί. Μὲ αὐτὸ κατεβαίνει, ἀφοῦ ἐστερέωσε τὴν μίαν ἄκρη του εἰς τὸν Πύργον. Ἔτσι καὶ ἡμεῖς πρέπει νὰ διορθώνωμεν τὸν χαρακτῆρα μας ἀρχόμενοι ἀπὸ τῶν ἐλαχίστων. Αἱ λεπτομέρειαι λοιπὸν καὶ οἱ προσωπικοὶ περιορισμοὶ ἀπαρτίζουν τὸ μεγαλεῖον τοῦ ἀνθρώπου.
Ἰδοὺ τὸ τρίτον εἶδος αὐταπαρνήσεως τῆς προφήτιδος Ἄννης καὶ ἡμῶν οἱ προσωπικοὶ περιορισμοί.

(1) Ἔξοδ. 13, 2.
(2) Γαλάτ. 4, 5.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...