Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Μαΐου 23, 2015

«“ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ”. Κάποτε θὰ ἔλθει καὶ τὸ αἰώνιο βράδυ». (Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας)

Γρηγορεῖτε! (Πράξ. κ´ 31)

«Γρηγορεῖτε», εἶναι τὸ σύνθημα τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς ζωῆς μας. Ἀγρυπνεῖτε καὶ ἐργάζεσθε τὰ ἔργα τοῦ φωτός, μᾶς προτρέπουν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, ὁ Ματθαῖος (Κεφ. κϛ´ 21), ὁ Λουκᾶς (Πραξ. κ´ 31) καὶ ὁ Παῦλος (Α´ Κορ. ιϛ´ 13). Ἡ ζωή μας στὴ γῆ αὐτὴ εἶναι πολὺ σύντομη καὶ δὲν δικαιολογεῖται χάσιμο χρόνου. Ὁ πονηρὸς ἐργάζεται ἀσταμάτητα, γιὰ νὰ μᾶς παρασύρει, γιὰ νὰ παρασύρει κάθε πιστὸ στὴν ἀπώλεια. Δὲν κουράζεται ποτέ. Αὐτὴ εἶναι ἡ δουλειά του. Γιὰ τὸ Χριστιανό, ὅμως, ἡ μὴ ἐγρήγορση, ἡ ραθυμία, εἶναι θανατηφόρα, γιατὶ μᾶς ρίχνει χωρὶς ἀντίσταση στὰ δίχτυα τοῦ παμβεβήλου, στὰ δίχτυα τοῦ σκότους τῆς ἀπωλείας.
.             Ὁ οἰκονόμος τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς, ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Δομβοΐτης, ποὺ πρόσεχε τὸ χρόνο του ὅσο τίποτα ἄλλο καὶ ἔλεγε ὅτι ὁ Κύριος θὰ μᾶς κρίνει γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ἀφοῦ ὡς ἄνθρωποι εἴμαστε ἐπιρρεπεῖς στὴν ἁμαρτία, πολὺ ὅμως περισσότερο θὰ μᾶς κρίνει γιὰ τὸ ὅτι δὲν ἀξιοποιήσαμε σωστὰ τὸ χρόνο τῆς ζωῆς μας. Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ποιήματά του ὁ μεγάλος αὐτὸς σύγχρονος ἀσκητὴς μᾶς προτρέπει λέγοντας:

Ὅσο εἶν’ μέρα κι’ εἶναι φῶς μὴ κάθεσαι, ἐργάζου,μὲ προσευχὲς κι’ ἔργα καλὰ πρὸς ἔξοδο ἑτοιμάζου.Στοῦ βίου πιὰ περπάτησες πολὺ τὸ μονοπάτικαὶ δὲν σ’ ἀπόμεινε ἀπ’ αὐτὸ παρὰ μικρὸ κομμάτι.

Σὲ λίγο νύχτα σκοτεινὴ τὰ μάτια θὰ σφαλίσῃκαὶ τάφος κρύος μεσ’ στὴ γῆ τὸ σῶμα σου θὰ κλείσῃ.Μὴ ραθυμῇς, μὴ στέκεσαι, μὴ χάνῃς τὸν καιρόν σου«ἕως ἡμέρα ἔτι ἐστίν» ἐργάζου σ’ τὸν ἀγρό σου.Καὶ θἄρθῃ κι’ ἡ συγκομιδὴ καὶ ἡ καρποφορίαποτὲ δὲν μένει ἄκαρπος ἡ θεία ἐργασία.

   .             Κάθε ἡμέρα τῆς ζωῆς τελειώνει σύντομα καὶ τὸ βράδυ ἔρχεται φυσιολογικάΚάποτε θὰ ἔλθει καὶ τὸ αἰώνιο βράδυ. Θὰ εἶναι τὸ βράδυ ποὺ θὰ μᾶς καλέσει κοντά Του ὁ Νυμφίος μας καὶ ἀλλοίμονο ἐὰν τὸ λυχνάρι τῆς ψυχῆς μας βρεθεῖ ἐκείνη τὴ στιγμὴ χωρὶς λάδι! Γι’ αὐτὸ ἂς γρηγοροῦμε καὶ ἂς ἱκετεύουμε τὸν Κύριο μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Ἰωάννη:

Μόνον δός μου Σύ, Χριστέ μου, σἄν ἐρθῆ κεῖνον τὸ βράδυἡ ψυχή μου νὰ μὴ νοιώσῃ ἴχνος ἄϋλο σκοτάδι.Κι’ ὅλη φῶς, χαρὰ κι’ ἀγάπη ἀπ’ τοῦ βίου τὴν ἑσπέρατὴν αἰώνια ν’ ἀντικρύσῃ καὶ ἀνέσπερη ἡμέρα.

.             Σ’ αὐτὴ τὴν ἐγρήγορση, τὴ σωστική, μᾶς προστρέπει καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος λέγοντας: «Γρηγορεῖτε, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν, ἐν ᾗ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται» (Ματθ. κε´ 13). Καὶ τί σημαίνει ἐγρήγορση; Σημαίνει ἀδιάλειπτη προσευχή, ψαλμωδία, δάκρυα, μελέτη θείων Γραφῶν, ἀνάταση τοῦ νοῦ στὸν οὐρανὸ καὶ τὸ βλέμμα κατεβασμένο στὴ γῆ, ἐλεημοσύνες καὶ ἐμμονὴ στὴν Ὀρθόδοξη παράδοσή μας. Ἐγρήγορση σημαίνει, ἐπίσης, τάξη στὴ ζωή μας καὶ ἀκρίβεια καὶ αὐστηρότητα στὸ ὡρολόγιο πρόγραμμα τῆς διαθέσεως τοῦ ἡμερήσιου χρόνου μας. Σημαίνει ἀπαγόρευση κρίσεως προσώπων, μεταφορᾶς νέων εἰδήσεων καὶ πληροφοριῶν πάσης φύσεως καθὼς καὶ διηγήσεων χρονοβόρων. Ἐγρήγορση σημαίνει κατανάλωση ὅλου τοῦ χρόνου τῆς ἐπικοινωνίας μας μὲ τοὺς ἄλλους σὲ καθαρὰ πνευματικῆς καὶ ἐπικοιδομητικῆς φύσεως θέματα καθὼς καὶ στὴν κοινὴ ἀνάγνωση ἱερῶν κειμένων. Ἐγρήγοσρη σημαίνει καὶ προσευχητικὴ διάθεση. Ἡ προσευχὴ μᾶς εἶναι πάντοτε ἀπαραίτητη καὶ μᾶς χρειάζεται, ὄντας ὠφέλιμη. Καὶ τοῦτο γιατί αὐτὴ μᾶς κρατεῖ σὲ κοινωνία μὲ τὸ Θεὸ καὶ μᾶς συντηρεῖ κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη Του. Ἡ προσευχὴ μᾶς φυλάει ἀπὸ τὴ φιλαυτία καὶ τὴν ἐγωϊστικὴ αὐτοπεποίθηση καθὼς καὶ ἀπὸ τὸ παραστράτημα τῆς ματαιοδοξίας καὶ τῆς ὑπερηφάνειας. Σὲ περίοδο θλίψεως καὶ κινδύνων, ὁρατῶν καὶ ἀοράτων, ἡ προσευχὴ μᾶς εἶναι ἀκόμη πιὸ ἀπαραίτητη. Γιατὶ εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς δικῆς μας ταπεινώσεως καὶ τῆς ἐλπίδας μας στὸ Θεό. Γιατὶ μᾶς φέρνει κοντὰ στὴ θεία βοήθεια, στὸ θεῖο ἔλεος. Ἔτσι δὲν αὐτονομούμαστε καὶ ὁ παντοδύναμος Θεὸς ἔρχεται συνεργός μας καὶ μᾶς βγάζει ἀπὸ τὶς δυσκολίες.
.             Ἐγρήγορση σημαίνει καὶ διαρκῆ προετοιμασία γιὰ πόλεμο. Σημαίνει ἑτοιμότητα στὴν ἀντιμετώπιση τοῦ ἐχθροῦ ποὺ παραμένει ἀνύστακτος. Αὐτὸς μὲ διαφορετικὲς μορφὲς κάθε φορὰ μᾶς ἐπιτίθεται, ὅπως ἐπιτίθεται καὶ στὴν Ἐκκλησία μας, «ὡς λέων ὠρυόμενος ζητῶν τίνα καταπίει» (Πετρ. ε´ 8). Δὲν γνωρίζει, ὅμως, ὁ ταλαίπωρος ὅτι πάντοτε ὁ Χριστὸς νικᾶ, ὁ Χριστὸς θριαμβεύει, ἀφοῦ εἶναι ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου, εἶναι «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ. ε´ 14), εἶναι «ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάστασις» (Ἰωάν. ια´ 25), εἶναι «ἡ ὁδός», καὶ ἡ μόνη «ἀλήθεια» (Ἰωάν. ιδ´ 6).
.             Σήμερα ὁ μισόκαλος μᾶς πολεμᾶ τόσο προσωπικὰ ὅσο καὶ σὰν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὶς αἱρέσεις, μὲ τὴν ἐκκοσμίκευση, τὸν ἀναζήτηση τοῦ χρήματος, τὴν ἀπόκτηση περιουσιακῶν στοιχείων, τὴν ἀκριβὴ διασκέδαση, τὸν ἀνέμελο τουρισμό, ποὺ προβάλλει περισσότερο ἀπὸ τὰ ἀξιοθέατα, τὶς τρυφηλὲς ἀπολαύσεις, τὴν πολυφαγία, τὴν ἄκρατη οἰνοποσία καὶ ποτοποσία, τὶς κάθε εἴδους σωματικὲς ἠδονές, ποὺ ἔχουν ἔμβλημά τους τὴν ἀποστροφὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴ ρήση: «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν» (Α´ Κορ. ιε´ 32). Μᾶς πολεμᾶ μὲ τὴν προβολὴ τῆς χλιδάτης ζωῆς, τοῦ εὔκολου πλουτισμοῦ, τῶν ἀνέσεων, τοῦ διαφημισμένου ἀνθρωπισμοῦ καὶ τοῦ ἐνδιαφέροντος γιὰ μακρινοὺς λαούς, ἐνῶ μᾶς κάνει νὰ παραβλέπουμε τοὺς πλησίον μας, τοὺς ὁποίους ἀφήνουμε νὰ ὑποφέρουν καὶ παραμένουμε ἀδρανεῖς στὶς ἐκκλήσεις τους, ποὺ μᾶς κοιτάζουν καὶ μᾶς φωνάζουν μαζὶ μὲ τὸν παράλυτο τῆς Βηθεσδὰ «Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω» (Ἰωάν. ε´ 7). Μᾶς πολεμᾶ μὲ τὸν ξενόφερτο τρόπο ζωῆς μὲ τὰ ἐκκοφανικὰ ἀκούσματα, μὲ τὰ ναρκωτικά, μὲ τὸ Internet, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἀχίλλειο πτέρνα τοῦ πολιτισμοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία εἰσάγεται στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὁ θάνατος, στὰ μέλη της ποὺ λησμόνησαν τὴν ἐντολὴ τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν «Στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις» (Β´ Θεσ. β´ 15). Μᾶς πολεμᾶ μὲ τὸ δούρειο ἵππο, μὲ τὸν ἐχθρὸ ποὺ ἐλλοχεύει μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἐχθρὸ ποὺ ὕπουλα προσπαθεῖ νὰ ἀφανίσει τὴν Ὀρθοδοξία μας, μὲ τὸν οἰκουμενισμό, αὐτὸν ποὺ ἐπινοεῖται διαφόρους τρόπους γιὰ νὰ μᾶς ρίξει στὴ δηλητηριώδη ἀγκάλη τῶν ἀζυμιτῶν. Αὐτοὶ προβάλλουν τὸ πρωτεῖο καὶ τὸ ἀλάθητο τοῦ Πάπα καὶ μὲ τὴν οὐνία καὶ τὴν οἰκονομικὴ ἰσχὺ ποὺ αὐτὸς διαθέτει σὰν ὁδοστρωτήρας ἀφανίζουν ὅσους βρίσκονται στὸ δρόμο τους.
.             Γρηγορεῖτε, λοιπόν, μὴν καθεύδετε ἄλλο! Στερεωθεῖτε! Μὴν σᾶς ἐμπαίζουν τὰ κύματα τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς διαφθορᾶς. «Ἀνδρίζεσθε καὶ κραταιοῦσθε» (Α´ Κορ. ιστ´ 13) καὶ ἀντισταθεῖτε! Τὸ κακὸ ποὺ προβάλλεται σὰν καλὸ εἶναι θρασύδειλο. Γίνετε ρωμαλέοι καὶ στιβαροί! Μὴν σᾶς παγιδεύει ἡ λύπη ἀποτυχιῶν καὶ ἡ ἀπογοήτευση. Μὴν σᾶς θαμπώνει ἡ λάμψη τῆς τεχνοκρατίας καὶ τῶν ἐπιστημονικῶν ἐπιτευγμάτων. Μὴν σᾶς δελεάζουν τὰ θέλγητρα τῦς ὑπερκαταναλωτικῆς κοινωνίας μας. Μὴν σᾶς ἀποκαρδιώνει ὁ κατακλυσμός τῶν κατασκευασμένων εἰδήσεων τῶν μέσων μαζικῆς ἐπικοινωνίας, ποὺ προέρχεται ἀπὸ κέντρα διαβολικά. Μὴν σᾶς καταπτοοῦν τὰ φόβητρα τοῦ κόσμου. Ἔχουμε Σωτῆρα δίπλα μας, ἔχουμε τὸν ἀναστημένο μας Ἰησοῦ καὶ σὲ Αὐτὸν θαρροῦμε βέβαιοι ὄντες ὅτι στὸ τέλος μαζί Του βὰ βγοῦμε νικητές. Ἀλλὰ μόνο μαζί Του, γιατί, δυστυχῶς, μόνοι μας θελήσαμε νὰ σώσουμε τὴ γῆ καὶ τὴν καταστρέψαμε. Ζητήσαμε νὰ ἐκμηδενίσουμε μὲ τὴν τεχνολογία τὶς ἀποστάσεις καὶ ἀπομείναμε μόνοι, ἀνάδελφοι καὶ ἄφιλοι. Χτίσαμε τὸ νέο σχολεῖο χωρὶς τοίχους ἠθικῆς καὶ πίστεως καὶ ἡ παιδεία μας ἀπαξιώθηκε ἐντελῶς. Διαδηλώσαμε μὲ πάθος γιὰ δικαιοσύνη καὶ ἀνθρώπινα δικαιώματα καὶ ἄθελά μας στηρίξαμε ἄδικες κοινωνικὲς δομές. Ἀνησυχήσαμε καὶ ἀνησυχοῦμε γιὰ τὰ ἐθνικά μας δίκαια καὶ συνεχίζουμε νὰ κοιμόμαστε περιμένοντας μόνος του νὰ περάσει ὁ ἐφιάλτης. Καταδικάσαμε τὶς ἠθικὲς ἀναστολὲς καὶ δημιουργήσαμε ἕνα τεράστιο ἐσωτερικὸ κενό. Μόνο σὲ περίοδο πτωχείας καὶ κρίσεως, ὅταν οἱ τσέπες μας δὲν ἔχουν χρήματα, πέφτουμε σὲ περισυλλογὴ καὶ προβληματισμό. Ἀλλὰ καὶ τότε, ὅπως τώρα, συνεχίζουμε νὰ καθεύδουμε! Ἂς ξυπνήσουμε ἀπὸ τὸ λήθαργο ποὺ βρισκόμαστε καὶ ἂς διατηρηθοῦμε σὲ ἐγρήγορση λυγίζοντας τὰ γόνατα τῶν καρδιῶν μας στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἐπίγνωση τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας μας. Τότε μόνο θὰ κερδίσουμε τὴ μάχη.

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
Το είδαμε εδώ

Σάββατο, Μαΐου 16, 2015

«ΕΝΑΣ ΑΓΓΕΛΟΣ ΦΤΕΡΟΥΓΙΣΕ ἀπὸ τὴν Σκήτη τῶν Ἁγίων Πατέρων» [Παραμυθητικὴ Ἐπιστολὴ] (Χαρ. Μπούσιας)


Παραμυθητικὴ Ἐπιστολὴπρὸς τοὺς Πατέρας τῆς Σκήτεως τῶν Ἁγίων Πατέρων,
πρὸς τὴν Γερόντισσαν τοῦ Ἱεροῦ Παρθενῶνος
τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου Χίουκαὶ τὴν ἐν Χριστῷ συνοδείαν αὐτῆς,

πρὸς τὴν Γερόντισσαν τῆς Μονῆς Ταξιαρχῶν Νενήτωνκαὶ τὴν ἐν Χριστῷ συνοδείαν αὐτῆς,

πρὸς τὴν Γερόντισσαν τῆς Μονῆς Ἁγίας Ματρώνης Χαλάνδρωνδιὰ τὴν κοίμησιν τοῦ πνευματικοῦ αὐτῶν πατρός,Γέροντος Ἀμβροσίου, τοῦ Ἁγιοπατερίτου

.         Ὁ πεφιλημένος μας Γέροντας Ἀμβρόσιος, ὁ πνευματοκίνητος καὶ χριστοφίλητος, ὁ ὁμόζηλος τῆς ἀσκητικῆς βιοτῆς τοῦ κτίτορος τῆς Ἱερᾶς Σκήτεως τοῦ Προβατείου ὄρους καὶ τοῦ Παρθενῶνος τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, τοῦ Ὁσίου Παχωμίου τοῦ Χίου, καὶ πνευματικός σας καθηγητητὴς καὶ πατέρας, βρίσκεται ἤδη εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος. Ἐξεμέτρησε τὸ ζῆν καὶ ἡρπάγη «ἵνα μὴ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ» (Σοφ. Σολομ. 4, 11) καὶ ὡς Ἄγγελος συναυλίζεται μὲ Ἀγγέλους στὰ σκηνώματα τῆς Ἄνω Πόλεως.
.         Ἕνας Ἄγγελος φτερούγησε ἀπὸ τὴν Σκήτη τῶν Ἁγίων Πατέρων, τῆς μυροβόλου μας Χίου, μέσα στὴν ἄνοιξη, ἕνα Χειρουβεὶμ πέταξε ἀπὸ τὰ ψηλώματα τοῦ Προβατείου ὄρους, γιὰ νὰ φθάσει στὴν τελικὴ δόξα, τὴν ἄρρητη καὶ ἀτελεύτητη, νὰ σταθεῖ δίπλα στὴν Παναγιά μας, στὸν Ταξιάρχη Μιχαήλ, στὸν Ὅσιο Παχώμιο, στὸν Ἅγιο Κωνσταντῖνο, στὴν Ἁγία Ματρώνα, καὶ νὰ προσκυνήσει τὴν Τριαδική μας Θεότητα, ποὺ τὸν κάλεσε κοντά της, γιὰ νὰ τὸν ἀναπαύσει ἀπὸ τοὺς κόπους του καὶ νὰ τοῦ χαρίσει τὴν ἀτελεύτητη μακαριότητα.
.         Ἕνας Ἄγγελος μὲ πρόσωπο ὁλόφωτο καὶ καρδιὰ πάναγνη, ὁ Γέροντας Ἀμβρόσιος, ἄφησε τὴν σκοτεινιὰ τοῦ μάταιου τούτου κόσμου γιὰ νὰ ἀπολαύσει τὴν ὑπὲρ νοῦν φωτεινότητα τῆς οὐράνιας Βασιλείας, τῆς πολιτείας τῶν Ἀγγέλων. Ἕνας Ἄγγελος συνεπέστατος στὰ λειτουργικά του καθήκοντα, ἕνας Ἄγγελος ἀκάματος στὸ πνευματικὸ ἔργο, ἕνας Ἄγγελος προσφορᾶς καὶ ἀγάπης, ἕνας Ἄγγελος συμπαραστάσεως στοὺς ἐμπεριστάτους, ποὺ ἐφάρμοζε τὴ ρήση, «μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» (Ματθ. ϛ´ 3). Ἕνας Ἄγγελος ποὺ ἀγρυπνοῦσε στὴ θεϊκὴ δοξολογία καὶ θὰ μποροῦσε νὰ ὁμολογεῖ ὅτι «ὁ ζῆλος ´τοῦ οἴκου Σου κατέφαγέ με, Κύριε» (Ψαλμ. 68, 10).
         Τὸ πέρασμα τοῦ Γέροντος Ἀμβροσίου ἀπὸ τὴν Σκήτη τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τὸν Παρθενῶνα τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν Ταξιάρχη τῶν Νενήτων καὶ τὴν Ἁγία Ματρώνα ἦταν μιὰ αὔρα παρακλητική. Κατεύθυνε ψυχές, ἀνακαίνιζε ἐρειπωμένες ἀπὸ τὸν πανδαμάτορα χρόνο πτέρυγες, ἔκτιζε νέες οἰκοδομές, ὁραματιζόταν ἔργα ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ μοναδικῆς ὡραιότητος, σκορποῦσε χαρὰ σὲ ὅλους. Τὸ χαμόγελό του, ἡ πνευματική του πατρότητα, οἱ συμβουλές του, ἡ ἐμμονή του στὴν Ὀρθόδοξη παράδοσή μας, ἡ τήρηση μέχρι κεραίας τῶν πατρικῶν παραδόσεων, ἡ φιλοξενία του, ἀκόμη καὶ οἱ αὐστηρὲς μερικὲς φορὲς ὑποδείξεις του εἶχαν μιὰ ἰδιαίτερη χάρη. Τὸν καμαρώναμε βλέποντάς τον νὰ προκόπτει στὴν ἡλικία καὶ στὶς γνώσεις καὶ νὰ μεταλαμπαδεύει τὴ φλόγα τῆς καρδιᾶς του σὲ ὅλους μας, ποὺ τὸ πνευματικό μας λάδι στὸ λύχνο τῆς πίστεως ἦταν ὑπὸ ἐξάντληση. Ὅλοι μαθαίναμε ἀπὸ αὐτόν, ποὺ τὸν θεωρούσαμε πνευματικὸ καθοδηγητὴ καὶ διδάσκαλό μας σοφώτατο. Σκύβαμε καὶ ἀφουγκραζόμαστε τοὺς κτύπους τὴς καρδιᾶς του, ποὺ ἦταν χτύποι ἀγάπης ἀφειδόλευτης, χτύποι ζωῆς εὐθείας καὶ ὑποδειγματικῆς, γιατὶ δὲν γνώριζε τὴ δολιότητα, τὴν ὑποκρισία καὶ τὴν κακία τοῦ κόσμου. Ἤταν τὸ καμάρι μας ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ. Καμάρι τῆς Χίου, καμάρι τῆς γειτονιᾶς σου, στὸ Βροντάδο, καμάρι τῶν οἰκογενῶν του, καμάρι τῆς πνευματικῆς κυψέλης τῆς Ἁγίας Ματρώνας, καμάρι τοῦ Προβατείου, καμάρι τοῦ Παρθενῶνος τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, ἀφοῦ βάδιζε στὰ ἴχνη τοῦ κτίτορος του, τοῦ Ὁσίου μας Παχωμίου, τὸν ὁποῖο ἀνέδειξε καὶ ὁ ὁποῖος, εἴμαστε πεπεισμένοι, ὅτι τὸν ἔχει ἤδη ὑποδεχθεῖ στὴν οὐράνια Ἱερουσαλήμ. Ὁ Γέροντας Ἀμβροσιος πέτυχε τοῦ σκοποῦ του στὸ πέρασμά του ἀπὸ τὴν γῆ τούτη. Πέτυχε τοῦ σκοποῦ του νὰ ἀγωνισθεῖ τὸν «ἀγῶνα τὸν καλὸν τῆς πίστεως» (Α´ Τιμ. στ´ 12) ὡς ἀθλητὴς νόμιμος καὶ νὰ στεφανωθεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο μὲ ἀμαράντινο στεφάνι. Πέτυχε τοῦ σκοποῦ του, ποὺ εἶναι καὶ σκοπὸς κάθε χριστιανοῦ νὰ λάβει «τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως» (Φιλιπ. γ´ 12).
.         Καὶ τώρα ποὺ ὁ Γέροντας ἀνέβηκε στὰ γήπεδα τοῦ οὐρανοῦ τὸν βλέπουμε μὲ δέος νὰ συναυλίζεται ἀμέριμνος μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων. Γίνηκε πρόδρομός μας στὸ αἰώνιο ταξίδι. Μᾶς ἄνοιξε τὸν δρόμο ποὺ τοῦ ἔλαχε πρῶτος νὰ προπορευθεῖ. Τὸν τίμησε ὁ Θεὸς μὲ τὴν οὐράνια δόξα, γιατὶ ἦταν ἕτοιμος γιὰ αὐτήν. Χρυσάφι ἡ καρδιά του, γλυκασμὸ ἔσταζαν τὰ χείλη του, ἀνοιξιάτικη αὔρα ἡ ἀνάσσα του, χαρὰ καὶ παρηγοριὰ τὸ διαπεραστικὸ βλέμμα του.
.         Γνώριζε καλὰ ὁ Γέροντας Ἀμβρόσιος τὸ ἀναπότρεπτο τοῦ θανάτου, τὸν ὁποῖον κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀποφύγει. Δὲν τὸν ἀπέφυγαν οἱ πρόγονοί μας, οὔτε θὰ τὸν ἀποφύγουν καὶ οἱ ἀπόγονοί μας. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι γεννιόμαστε ἀπὸ θνητοὺς γονεῖς καὶ γεννοῦμε θνητὰ παιδιὰ στὴ συνέχεια. Ὑπάρχει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ θεϊκὴ νομοθεσία, ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ μέχρι τῶν ἠμερῶν μας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὅσοι ἔρχονται στὴ ζωὴ θὰ ἀπέλθουν στὸν κατάλληλο χρόνο. Ἔτσι, ἔχουν διαταχθεῖ τὰ ἀνθρώπινα, καὶ δὲν χρειάζεται νὰ ἀγανακτοῦμε γιὰ κάτι ποὺ εἶναι κοινὸς νόμος τῆς φύσεως. Δὲν ἤλθαμε σὲ αὐτὴ τὴ ζωὴ γιὰ νὰ καζαντήσουμε, ἀλλὰ γιὰ φύγουμε, θὰ μᾶς πεῖ ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος, τῆς Βίτσας τοῦ Ζαγορίου. Καὶ ὁ Γέροντας Γαβριὴλ τῆς Κύπρου σημειώνει: «Γεννώμεθα διὰ νὰ ἀποθάνωμεν. Κοινὸς ὁ κλῆρος τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς. Ἐπὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ γῆν πᾶς τις δύνων ἀναλύσει τοῦ λαβεῖν βασάνους ἢ γέρα τῶν πεπραγμένων ὡς λέγει ὁ ψαλμῳδός. Παρακαλοῦμεν νὰ τύχωμεν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στὸν χορὸν τῶν ἐκλεκτῶν Του, ἐκεῖ ὅπου εὑρίσκονται οἱ Μάρτυρες, οἱ Ἀσκηταί, οἱ κατατήξαντες τὴν σάρκα σὲ ἐθελούσιον ὀδύνην καὶ πόνους ἀσκήσεως, διὰ τὰ αἰώνια, τὰ ὄντως ἀγαθά».
.              Ὅσοι προήλθαμε ἀπὸ τὴ γῆ, ἐπιστρέφουμε πάλι στὴ γῆ, καὶ κανεὶς δὲν εἶναι τόσο μεγάλος, ὥστε νὰ ἀποφύγει τὴ διάλυση τοῦ θανάτου. Στὴ σύζυγο κάποιου Νεκταρίου ποὺ κοιμήθηκε ὁ γιός της ἔγραφε ὁ μέγας Βασίλειος ὅτι, ὅταν γεννήθηκε τὸ παιδί της καὶ εὐχαρίστησε γι’ αὐτὸ τὸ Θεό, γνώριζε ὅτι ἀφοῦ ἦταν θνητὴ θνητὸν ἐγέννησε. «Τί οὖν παράδοξον, εἰ ἀπέθανεν ὁ θνη­τός;». Τῆς συνιστᾶ ὁ Μεγάλος Πατέρας καὶ Ἱεράρχης τῆς Καισαρείας, νὰ στρέψει παντοῦ τὰ μάτια της, γιὰ νὰ διαπιστώσει ὅτι ὅλα στὸν κόσμο εἶναι θνητὰ καὶ ὅλα ὑπόκεινται στὴ φθορά, ὁ ἥλιος, τὰ ἄστρα, τὰ ζῶα, τὰ φυτά. Ὅλα ὁδηγοῦνται στὸ θάνατο, τίποτε δὲν θὰ μείνει αἰώνιο. Αὐτὸ εἶναι ἱκανὸ νὰ παραμυθήσει, γιατὶ δὲν πρέπει νὰ βλέπουμε καὶ νὰ μετροῦμε μόνο αὐτὸ ποὺ συμβαίνει σὲ ἐμᾶς, ἀλλὰ νὰ τὸ συγκρίνουμε μὲ αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. «Μὴ καθ’ ἑαυτὸ μέτρει τὸ πάθος· ἀφόρητον γὰρ οὕτω φανεῖταί σοι· ἀλλὰ τοῖς ἀνθρωπίνοις πᾶσι συγκρίνουσα, ἐντεῦθεν εὑρήσεις αὐτοῦ τὴν παραμυθίαν».
.         Ἡ συνείδηση βέβαια τῆς κοινῆς αὐτῆς μοίρας, τῆς κοινῆς πορείας πρὸς τὸ θάνατο, δὲν καταλήγει στὸ Χριστιανισμὸ σὲ μιὰ μοιρολατρικὴ ἀποδοχὴ τοῦ πεπρωμένου, τῆς εἱμαρμένης, οὔτε στὴν ἀποδοχὴ τῆς διαρχίας, τῆς ὑπάρξεως ἴσης πρὸς τὸ Θεὸ δυνάμεως ἑνὸς κακοῦ Θεοῦ, ὅπως συμβαίνει σὲ πολλὲς θρησκεῖες καὶ φιλοσοφίες. Δὲν κυριαρχεῖ στὸν κόσμο ἡ τυφλὴ τύχη οὔτε δρᾶ ἀνεξέλεγκτα τὸ κακό. Τὸ βλέπουμε στὸν Ἰώβ, ὅπου ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει στὸν πειρασμό, νὰ πειράξει μέχρις ἑνὸς ὁρισμένου σημείου τὸ δοῦλο Του. Δὲν εἶναι ἀπρονόητα τὰ ἀνθρώπινα πράγματα. Τὸ Εὐαγγέλιο διδάσκει, ὅτι ἀκόμη καὶ ἕνα στρουθίο, ἕνα σπουργίτι, δὲν πέφτει χωρὶς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ μία τρίχα τῆς κεφαλῆς μας δὲν πέφτει χωρὶς τὴ συγκατάθεσή του. «Καὶ θρὶξ ἐκ τῆς κεφαλῆς ὑμῶν οὐ μὴ ἀπόληται» (Λουκ. κα´ 18). Ὅ,τι συμβαίνει, συμβαίνει γιατὶ εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐντάσσεται στὰ πλαίσια τῆς σοφίας καὶ τῆς δικαιοσύνης Του. Δὲν γνωρίζουμε ἐμεῖς τὶς βουλὲς τοῦ Θεοῦ, εἴμαστε ἀμαθεῖς καὶ πολὺ μικροί, γιὰ νὰ ἐξιχνιάσουμε τὰ ἄρρητα σχέδιά Του. Γι’ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ γογγύζουμε καὶ νὰ δυσανασχετοῦμε, ἀλλὰ νὰ ἀποδεχόμαστε μέ ἐγκαρτέρηση τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου ποὺ ἐντάσσεται καὶ αὐτὸ μέσα στὴν πρόνοια καὶ στὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον του. Ὑπάρχουν γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο συγκεκριμένα ὅρια ζωής, ποὺ τὰ ἔθεσε ὁ Θεός. Αὐτὸς μᾶς φέρνει στὴ ζωή, Αὐτὸς ὁρίζει καὶ τὸ τέλος μας· «Θεός, ὁ τὰ ἡμέτερα οἰκονομῶν, ὁ τὰς τῶν χρόνων ὁροθεσίας ἑκάστῳ νομοθετῶν, ὁ ἀγαγὼν εἰς τὴν ζωὴν ταύτην, Αὐτὸς καὶ μετέστησεν».
.         Ὁ θάνατος, λοιπόν, σὲ ὁποιαδήποτε ἡλικία καὶ ἂν ἔλθει, ἀποτελεῖ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἀποδέχεται ὄχι μόνο χωρὶς γογγυσμό, ἀλλὰ καὶ μὲ εὐγνώμονα διάθεση καὶ μὲ εὐχαριστίες πρὸς τὸ Θεό, διότι εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον καὶ ἐκεί­νου ποὺ φεύγει ἀπὸ τὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ ἐκείνων ποὺ μένουν.
.         Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Φιλιππησίους Ἐπιστολή του γράφει: «Ἐμοὶ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος» (Φιλιπ. α´ 21). Ἡ ζωή μας, πρέπει νὰ εἶναι δοσμένη στὸ Χριστὸ καὶ κάθε ἐνέργειά μας νὰ εἶναι σύμφωνη μὲ τὸ θέλημά Του. Τότε μόνο ὁ θάνατος δὲν λογίζεται φθορά, ἀλλὰ κέρδος, ἀφοῦ ἑνώνει τὸν ἄνθρωπο μὲ Αὐτὸν, τὸν οὐράνιο Πατέρα μας, τὸν λατρεμένο μας Ἰησοῦ. Ἔτσι ἡ θλίψη τοῦ θανάτου δὲν ἁρμόζει στὸν ἐνσυνείδητο Χριστιανό, ἀφοῦ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ συνεπάγεται καὶ τὴ δική μας ἀνάσταση, εἶναι λαμπρὴ καὶ πανηγυρικὴ γιορτή, εἶναι ἡ ἡμέρα θριάμβου τοῦ Μεσσία, γι’ αὐτὸ «ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ» (Ψαλμ. 117, 24) μᾶς προτρέπει ὁ ἱερὸς Ψαλμωδός. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ συμβολίζει τὴ συμφιλίωση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο, ἀφοῦ μὲ αὐτὴ τερματίσθηκε ἡ μακροχρόνια πτώση καὶ ἐξορία του, ἡ γῆ ἔγινε ξανὰ οὐρανὸς καὶ οἱ ἀνάξιοι τῆς γῆς ἄνθρωποι φάνηκαν ἄξιοι τῆς ἐπουράνιας βασιλείας· ἡ ἀπαρχὴ τῆς φύσεώς μας, ὁ Χριστός, ἀνέβηκε ψηλότερα ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ἄνοιξε ὁ παράδεισος.
.         Ὁ θάνατος γιὰ τὸν Χριστιανὸ εἶναι ἀρχὴ πανηγυριοῦ, ἀρχὴ χαρᾶς. Καὶ ὅταν αὐτὸς ὁ Χριστιανὸς ταυτίζεται μὲ τὸν εὐλογημένο Γέροντα Ἀμβρόσιο, εἴμεθα πολὺ περισσότερο βέβαιοι ὅτι ἡ μετάβασή του πρὸς τὰ σκηνώματα τοῦ οὐρανοῦ εἶναι πανέορτη. Δὲν ἦταν τυχαῖος Χριστιανός, τυχαῖος ἱερομόναχος, τυχαῖος Γέροντας καὶ πνευματικὸς καθοδηγητὴς δηλαδὴ Χριστιανὸς τοῦ τύπου, ὁ Γέροντας. Ἦταν Χριστιανὸς τῆς οὐσίας, ποὺ καθημερινὰ ἐπανελάμβανε μὲ στόμφο: «Προσδοκῶ ἀνάσταση νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Ἦταν ἄνθρωπος ἀρετῆς, ἄνθρωπος τῆς ἐνεργοῦ ἀγάπης, ἄνθρωπος ἐλεημοσύνης, ἄνθρωπος προσευχῆς, ἄνθρωπος προσφορᾶς. «Ἔδωκεν, ἐσκόρπισεν ἡ δικαιοσύνη αὐτῆς μένει εἰς τὸν αἰῶνα» κατὰ τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (Β´ Κορινθ. θ´ 9). Ἀφιέρωσε τὴν ζωή του στὸ Θεὸ καὶ πῆρε πλούσια τὰ ἀγαθά Του, τοῦ πλουσίου «ἐν ἐλέει καὶ οἰκτιρμοῖς» (Ψαλμ. 102, 4). Ἔτσι τώρα τὰ καλά του ἔργα τὸν συνοδεύουν καὶ ὁ Χριστός μας τὸν ὑποδέχθηκε μὲ χαρὰ καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ τὸν τιμήσει γιὰ τὸν ἐνάρετο βίο του. Τὸν περιμένει «ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος» (Β´ Τιμ. δ´ 8). Ἄλλωστε ὁ δίκαιος «ἐκ πίστεως ζήσεται» (Γαλάτ. γ´ 11) καὶ μᾶς ἐνθαρύνει ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, ὄτι «Κατακαυχᾶται τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ τῆς κρίσεως» (Ἰάκ. β´ 13), δηλαδὴ πάντοτε ἡ εὐσπλαχνία του ὑπερνικᾶ τὴν δίκαιη κρίση Του, γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας.
.         Ἐμεῖς τώρα, πολυσέβαστοί μου πενθηφόροι πατέρες καὶ μητέρες, εἴμαστε γεμάτοι ἀπὸ χαρμολύπη. Λύπη γιὰ τὴν πρόσκαιρη ἀπουσία τοῦ Γέροντος Ἀμβροσίου, χαρὰ ὅμως γιατὶ εἴμαστε βέβαιοι γιὰ τὴν ἀνάπαυσή του στὴν Ἄνω Ἱερουσαλήμ. Εἴμαστε βέβαιοι ὅτι θὰ τὸν συναντήσουμε στὴν ἀτελεύτητη μακαριότητα ἂν καὶ ἐμᾶς μᾶς ἀξιώσει αὐτῆς τῆς τιμῆς ὁ Κύριος. Καὶ τοῦτο, γιατὶ ὁ θάνατος δὲν εἶναι ἡ ἀρχὴ μιᾶς ἀξημέρωτης νύχτας, ὅπως λέγει ὁ ποιητὴς Γ. Δροσίνης, ἀλλὰ μιᾶς ἀβράδιαστης ἡμέρας. Ὁ Γέροντας Ἀμβρόσιος μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Παχώμιο καὶ τὸ μαθητή του, τὸ θαυματουργὸ Ἅγιο Νεκτάριο, καὶ ὅλα τὰ ἀγαπημένα μας πρόσωπα θὰ μᾶς ὑποδεχθεῖ στὸν οὐρανό, στὴν Ἄνω Ἱερουσαλήμ, καὶ πρέπει νὰ θεωροῦμε μακάριους τοὺς ἑαυτούς μας, σύμφωνα μὲ τὸν Προφήτη Ἠσαΐα, ποὺ λέγει «Μακάριος ὃς ἔχει σπέρμα ἐν Σιὼν καὶ οἰκείους ἐν Ἰερουσαλήμ» (Ἠσ. λα´ 9). Ἡ εὐχή του ἂς μᾶς συνοδεύει πάντοτε, ὅπως ὅταν ζοῦσε στὴ Χίο μας, ἔτσι καὶ μετὰ τὴν πρὸς οὐρανοὺς μεταδημότευσή του καὶ ἡ ἐξ ὕψους παρηγορία ἂς πραΰνει τὶς πενθηφόρες καρδιές σας.

Ἐλάχιστος
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
το  είδαμε εδώ

Τετάρτη, Απριλίου 01, 2015

Ἀνακαίνιση, κατεδάφιση



10834Ὅ,τι ὑλικὸ δημιουργοῦμε σὲ αὐτὴ τὴ ζωὴ εἶναι φθαρτό, εἶναι πρόσκαιρο. Ὅ,τι ἀπολαμβάνουμε σήμερα ἀπὸ τὸν ὑλικό μας κόσμο κτισμένο καὶ στολισμένο μὲ τὶς προσωπικές μας εὐαισθησίες, θὰ εἶναι ὑπὸ ἀνακαίνιση ἢ καὶ ὑπὸ κατεδάφιση μετὰ ἀπὸ μερικὰ χρόνια. Καὶ θὰ εἶναι σύντομα, γιατὶ ἡ ζωή μας κυλάει ὅπως τὸ νερὸ στὸ ρυάκι. Κυλάει δημιουργώντας γύρω μας, σὲ μικρὲς ἀποστάσεις, θόρυβο ἀπὸ τὸ κελάρυσμά του, γιὰ νὰ καταλήξει, ὅμως, στὸ ἄγνωστο καὶ ἀχόρταγο μεγάλο ποτάμι ἢ στὴν ἀπέραντη θάλασσα. Γιατί, λοιπόν, νὰ θέλουμε νὰ δημιουργοῦμε θόρυβο γύρω ἀπὸ τὸ ὄνομά μας, θόρυβο ποὺ κρύβει ἐγωϊσμό, ἀφοῦ εἶναι σίγουρο ὅτι αὐτὸς θὰ παύσει νὰ ἀκούγεται μέσα στὴ δίνη, μέσα στὸν ἀνεμοστρόβιλο τοῦ πανδαμάτορος χρόνου;
Ὁραματιζόμαστε, σχεδιάζουμε, κοπιάζουμε, ξοδεύουμε, τρῶμε πολύτιμο χρόνο, δαπανοῦμε κάθε μας ἰκμάδα στὴν κατασκευὴ σπιτιῶν, στὴν ἐπίπλωσή τους μέχρι λεπτομερείας, στὴ διακόσμησή τους, στὸν ἐμπλουτισμό τους μὲ τὰ καλύτερα ὑλικὰ τῆς ἀγορᾶς, οἱ μὲν ἄγαμοι μόνο γιὰ προσωπική τους ἀγαλλίαση, πολύ προσωρινὴ ὁμολογῶ, οἱ δὲ ἔγγαμοι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προσωπική τους καὶ προσωρινὴ καὶ αὐτῶν τέρψη καὶ μὲ τὴν πρόφαση λέγοντας, ὅτι παιδιὰ μεγαλώνουμε, νὰ βροῦν κάτι ἀπὸ ἐμᾶς. Ὅλοι μας λησμονοῦμε, ὅτι «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς» (Ψαλμ. κγ΄ 1).
Κανείς μας δὲν φιλοσοφεῖ τὴ ζωὴ καὶ δὲν παραδειγματίζεται ἀπὸ αὐτήν. Δὲν ἔχουμε μνήμη θανάτου, δὲν σκεφτόμαστε ὅτι σήμερα εἴμαστε ζωντανοί, αὔριο πεθαίνουμε, καὶ δὲν ἀκοῦμε στὰ αὐτιά μας τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας «ἃ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (Λουκ. ιβ΄ 20). Δὲν ἠχοῦν στὰ αὐτιά μας οἱ ὕμνοι τῆς ἐξοδίου ἀκολουθίας «πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον». Καὶ τοῦτο γιατὶ τὸ μυαλό μας εἶναι σκουριασμένο ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τῆς διαπροσωπικῆς ἐπικοινωνίας μας μὲ τὸ Θεό μας, τὰ αὐτιὰ μας εἶναι βουλωμένα ἀπὸ τὸ κερὶ τῆς ἐφάμαρτης καθημερινότητος καὶ τὰ μάτια μας τσιμπλιασμενα ἀπὸ τὸ ρύπο τοῦ μάταιου ἀνταγωνισμοῦ ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ ἔλλειψη ἀξιῶν καὶ ἐπιδίωξη ἀξιωμάτων, ὥστε νὰ καταλήγει στὴ βασιλεία τῆς ἀπαξίας.
Ἤμουν μικρὸ παιδὶ μὲ κοντὰ παντελόνια, ὅταν στὴ γειτονιά μας, στοῦ Γκύζη, πέθανε ἕνας μεγάλος μουσικός. Θυμᾶμαι στὴ κηδεία του ἡ ὁδὸς Μομφεράτου εἶχε γεμίσει ἀπὸ πλῆθος κόσμου καὶ οἱ τοῖχοι τοῦ σπιτιοῦ μας ἀπὸ στεφάνια στὴν «αἰώνια μνήμη του». Εἶχα ἐντυπωσιασθεῖ ἀπὸ τὴν ἀπόδοση τιμῶν στὸ πρόσωπο αὐτοῦ τοῦ καλοῦ γείτονα, ποὺ σὰν παιδὶ δὲν γνώριζα νὰ ξεχωρίζω ἀξίες. Μετά, ὅμως, ἀπὸ μία ἑβδομάδα εἶδα ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του στὸ δρόμο. Τὰ μουσικά του βιβλία, οἱ σημειώσεις του καὶ ὅλα τὰ προσωπικά του ἀντικείμενα σχημάτιζαν μιὰ πυραμίδα στὴν ἄκρη τοῦ πεζοδρομίου προσφορὰ σὲ κάθε περαστικό, σὲ κάθε ρακοσυλλέκτη, σὲ κάθε ἄσχετο τῆς ἀξίας τῶν ἀντικειμένων καὶ τῶν γραπτῶν στοιχείων τοῦ μακαρίτη. Τὸ σπίτι εἶχε ἀδειάσει. Οἱ ἰδιοκτῆτες του ἤθελαν νὰ τὸ ἀνακαινίσουν καὶ νὰ τὸ ξανανοικιάσουν. Καὶ οἱ συγγενεῖς του δὲν εἶχαν χῶρο νὰ φιλοξενήσουν τὰ κινητά του ἀντικείμενα, τὰ ὁποῖα τοὺς ἦταν ἄχρηστα. Ποὺ γνώριζαν ἐκεῖνοι ἀπὸ μουσική ἢ μουσικὲς ἀνησυχίες; Ὁ κόπος ὅλος μιᾶς ζωῆς ἑνὸς ἀγωνιστῆ ἦταν βάρος γιὰ ὅλους τοὺς ἐπιγενομένους του.
Στὰ χρόνια τῶν σπουδῶν μου στὴ γηραιὰ Ἀλβιώνα ἔβλεπα ὁλόκληρες περιοχές, νὰ τὶς ἔχει δεσμεύσει τὸ κράτος μὲ ταμπέλα «Ὑπὸ κατεδάφιση» καὶ ὁ κόπος καὶ ὁ ἱδρώτας ὅλων τῶν ἐνοίκων τῶν σπιτιῶν τῆς περιοχῆς αὐτῆς νὰ πηγαίνει χαμένος. Ἡ μετοικεσία τους γιὰ ἄλλη γειτονιὰ θὰ σήμαινε βέβαια καὶ καλύτερα σπίτια μὲ σύγχρονες τῆς τεχνολογίας ἀνέσεις, καθὼς τοὺς εἶχαν ὑποσχεθεῖ. Μήπως αὐτὸ δὲν συνέβη καὶ στὴν πατρίδα μας, ὅπου τὰ παραδοσιακά μας σπίτια μὲ τοὺς κήπους, τὶς αὐλὲς καὶ τὴν ἄμεση γειτνίαση καὶ κοινωνικὴ ἐπαφὴ τὰ ἀνταλλάξαμε μὲ διαμερίσματα γιὰ ἀπολαβὴ ἀνέσεων καὶ ἀγαθῶν, ὅπως κεντρικῆς θερμάνσεως, τὰ ὁποῖα δὲν εἴχαμε ἂν καὶ ζούσαμε στὶς μονοκατοικίες μας πιὸ φυσιολογικά, πιὸ ἁπλᾶ, πιὸ κοινωνικά;
Ὤριμος στὴν ἡλικία ἐκτιμοῦσα πολὺ ἕνα λόγιο ἐπιστήμονα, δυστυχῶς ἐργένη, εὐλαβέστατο καὶ φιλάγιο. Ὅλη του τὴν περιουσία εἶχε δαπανήσει στὴν ἀγορὰ βιβλίων καὶ ὅλο του τὸ χρόνο στὸ διάβασμά τους. Ἦταν μελετητὴς καὶ εἶχε φόβο Θεοῦ. Καὶ γι’ αὐτόν, ὅμως, ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου. Ὁ «καιρὸς ἐγγύς» (Ἀποκ. α΄ 3), γιὰ τὸν καθένα μας. Ὅταν ἀποδήμησε πρὸς Κύριον οἱ συγγενεῖς του δὲν εἶχαν κανένα ἐνδιαφέρον γιὰ βιβλία καὶ μάλιστα τοῦ ἐνδιαφέροντος τοῦ ἐκλιπόντος. Ἔτσι τὰ πολύτιμα βιβλία κατέληξαν νὰ πωληθοῦν μὲ τὸ κιλὸ καὶ νὰ ἐκτεθοῦν πρὸς πώληση στὰ παλαιοβιβλιοπωλεῖα τοῦ Μοναστηρακίου ἔναντι ἐξευτελιστικῆς τιμῆς. Ἦθελαν, βλέπετε, οἱ κληρονόμοι νὰ ἀνακαινίσουν καὶ νὰ ἐκμεταλλευθοῦν τὸ σπίτι!
Μήπως, ὅμως, καὶ ὅλοι μας τὰ πεπαλαιωμένα σπίτια μας δὲν τὰ ἀνακαινίζουμε, γιὰ νὰ τὰ καταστήσουμε πιὸ εὔχρηστα, πιὸ λειτουργικά, πιὸ ἄνετα; Καὶ ὅταν παίρνουν πρωτοβουλίες τὰ παιδιά μας, δὲν τὰ ἀνακαινίζουν ἐκεῖνα σύμφωνα μὲ τὰ δικά τους γοῦστα παραβλέποντας τὰ δικά μας σὰν ξεπερασμένα; Τέλος ὅταν βλέπουμε ὅτι τὰ οἰκονομικά μας τὸ ἐπιτρέπουν δὲν παραδίνουμε τὰ σπίτια μας γιὰ κατεδάφιση μὲ στόχο νὰ δημιουργήσουμε κάτι καλύτερο, κατὶ ποὺ νὰ ἀντέχει περισσότερο στὸ χρόνο, ἀλλὰ καὶ νὰ καμαρώνουμε ὅτι εἴμαστε ἄξιοι δημιουργίας κομπάζοντες ἀπέναντι στοὺς ἄλλους ποὺ στεροῦνται αὐτῆς τῆς δυνατότητος; Γιὰ ποιὰ ἀντοχή, ὅμως, χρόνου δὲν τὸ σκεφτόμαστε ὡς ἄφρονες νομίζοντας ὅτι τὸ μέλλον εἶναι στὸ διηνεκὲς δικό μας.
Ποτὲ δὲν σκεφτόμαστε ἢ πολὺ σπάνια σκεφτόμαστε ὅτι εἴμαστε φθαρτοί, ὅτι εἴμαστε «γῆ καὶ σποδός» (Σοφ. Σειρ. ι΄ 9) καὶ δὲν ἤλθαμε σὲ αὐτὴ τὴ ζωὴ γιὰ νὰ τὴν κατακτήσουμε καὶ νὰ μείνουμε αἰώνια ἐδῶ. Ἤλθαμε γιὰ νὰ φύγουμε. Καὶ μὲ αὐτὴ τὴ σκέψη καὶ ἡ ἀνακαίνιση καὶ ἡ κατεδάφιση μᾶς εἶναι ἀπαραίτητες. Ὄχι ὅμως οἱ ὑλικὲς ἀνακαινίσεις καὶ κατεδαφίσεις, ἀλλὰ οἱ πνευματικές, πού, δυστυχῶς, δὲν μᾶς πολυαπασχολοῦν, γιατὶ βρισκόμαστε κάτω ἀπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ πονηροῦ, αὐτοῦ ποὺ θέλει νὰ μᾶς ρίξει στὶς παγίδες του αὐξάνοντάς μας τὸ ὑλιστικὸ φρόνημα.
Χρειάζεται νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὴν ἀνακαίνιση τῶν ψυχῶν μας, μὲ τὸ στολισμό τους μὲ ἀρετές, ὅπως, διάκριση, ταπείνωση, ἁπλότητα, εὐγένεια, συμπάθεια, ἐλεημοσύνη. Ἡ ἀνακαίνιση αὐτὴ εἶναι ἀπαραίτητη, γιὰ τὸ στολισμό μας μὲ ἔνδυμα ἀφθαρσίας, μὲ ἔνδυμα γάμου, γιὰ νὰ εἰσέλθουμε στὸν οὐράνιο νυμφώνα. Ἀνακαίνιση πνευματικὴ σημαίνει φρεσκάρισμα, καὶ αὐτὸ προϋποθέτει μεταμέλεια, ἀλλαγὴ πορείας ζωῆς, μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση. Ἡ ἀνακαίνιση αὐτὴ γίνεται μὲ τὴ θεία συνέργεια, μὲ τὴ βοήθεια Ἐκείνου ποὺ ἦρθε λέγοντάς μας «ἰδοὺ ἐγὼ καινὰ ποιῶ πάντα» (Ἀποκ. κα΄ 5), Ἐκείνου, δηλαδή, ποὺ ἦρθε, γιὰ νὰ ἀνακαινίσει τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα. Νὰ μᾶς ἀνακαινίσει ὡς ἄτομα καὶ ὡς κοινωνία μὲ τὸ λόγο Του, μὲ τὴ διδασκαλία Του, μὲ τὴ χάρη τῶν μυστηρίων Του, ἀλλὰ πάντοτε μὲ τὴν ἐλεύθερη βούλησή μας ποὺ προϋποθέτει ὠδίνες καὶ κόπους. Ὠδίνες ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν ἀμετανοησία, τὴ σκληροκαρδία, τοὺς πειρασμούς, ἀλλὰ καὶ τὴν ἄγνοια τοῦ τί εἶναι «τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ ἀγαθόν, τὸ εὐάρεστον, τὸ τέλειον» (Ῥωμ. ιβ΄ 2)
Στὴν ἀνακαίνιση τῶν ψυχῶν καίριο ρόλο παίζει ἡ κατεδάφιση τοῦ παλαιοῦ μας ἀνθρώπου, τῶν ἐπιθυμιῶν μας, τῶν παθῶν μας, τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας, τῶν συνηθειῶν μας, τῶν ἐλλατωμάτων μας, ὅλων αὐτῶν ποὺ μᾶς κρατοῦν σὲ πνευματικὴ παλαίωση, σὲ ἐξαθλίωση, σὲ σήψη ποὺ σίγουρα θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν κρήμνησή μας στὸ ἔρεβος τῆς πνευματικῆς ἀπωλείας. Καὶ στὴν κατεδάφιση αὐτὴ ἂς γνωρίζουμε ὅτι ὅσο «ὁ ἔξω ἄνθρωπος διαφθείρεται» τόσο «ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ καὶ ἡμέρᾳ» (Β´ Κορ. δ´ 16).
Ἡ ἀκτησία ποὺ μᾶς διδάσκουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες εἶναι κορυφαία ἀρετὴ καὶ μᾶς προστατεύει ἀπὸ ὑλικὲς ἀνακαινίσεις καὶ κατεδαφίσεις ὁδηγώντας μας στὴ διαρκῆ ἐκζήτηση τῆς πνευματικῆς ἀνακαινίσεως μέσα ἀπὸ τὴν κατεδάφιση τῶν μεριμνῶν καὶ τῶν παθῶν μας. Ἂν τὴν εἴχαμε ἀγαπήσει στὴ ζωή μας θὰ εἴχαμε ἀποφύγει τὶς οἰκονομικὲς κρίσεις, τὶς ἔριδες μεταξὺ τῶν παιδιῶν μας γιὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα, τὴν ἀγανάκτησή μας γιὰ τὰ χαράτσια τοῦ κράτους καὶ τὰ τεράστια ἔξοδα γιὰ τὴ συντήρηση τῶν ὑλικῶν μας ἀγαθῶν, ἀφοῦ κατὰ τὸν Α΄ Ὀλυνθιακὸ λόγο τοῦ Δημοσθένη «τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι». Ἂν βιώναμε τὴν ἀκτησία θὰ ζούσαμε σίγουρα ἀπὸ ἐδῶ τὸν Παράδεισο καὶ θὰ ὁμολογούσαμε ὅτι «ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστι» (Λουκ. ιζ΄ 21). Ἂς τὴν ἀπολαύσουμε μετὰ ἀπὸ πνευματικὴ ἀνακαίνιση καὶ ἀπὸ κατεδάφιση τῶν ἁμαρτωλῶν ἐπιθυμιῶν μας!
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
Ἄρθρο 14-3-15

Τρίτη, Ιανουαρίου 14, 2014

Μνημονεύετε των ηγουμένων υμών


geron.gavriilΤου Δρ Χαραλάμπη Μ. Μπούσια
«Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν» (Ἑβρ. ιγ΄ 7).
Ἡ παραγγελία τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου Παύλου ἀφορᾶ ὅλους τοὺς πιστοὺς κάθε ἐποχῆς.
Στὸν καθένα μας ἀπευθύνεται καὶ μᾶς τονίζει τὴν ἀνάγκη νὰ θυμώμαστε τοὺς πνευματικούς μας πατέρες καὶ διδασκάλους καὶ νὰ τοὺς τιμᾶμε, μιμούμενοι τὴ φλογερὴ πίστη καὶ κενωτική τους ἀγάπη.
Ἡ μνημόνευση αὐτὴ ὅμως, μᾶς προτείνει ὁ θεῖος Ἀπόστολος, νὰ συνοδεύεται καὶ ἀπὸ μίμηση τῆς καθαρῆς καὶ ἁγίας ζωῆς τους καὶ ἀπὸ παράβλεψη κάθε πνευματικῆς μας ἀδυναμίας, ἀφοῦ ἐμεῖς συχνὰ ζοῦμε μεταξὺ ἀμφιβολίας καὶ ὀλιγοπιστίας.
Ἔτσι, μόλις συναντήσουμε μία μικρὴ δυσκολία, ἕνα ἐμπόδιο, μία θλίψη, μία δοκιμασία, λυγίζουμε καὶ τὰ χάνουμε, ἰδιαίτερα σήμερα, ποὺ φουσκώνει τὸ κύμα τῆς ἀπιστίας, σήμερα ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀμφιβάλλει γιὰ κάθε τί τὸ ὑπερφυσικό, σήμερα ποὺ ἐμεῖς οἱ πιστοί, μὲ τὰ συνθήματα τῆς ἀπιστίας ποὺ ἀκοῦμε γύρω μας, ταραζόμαστε.
Συμπληρώνονται σήμερα 40 ἡμέρες ἀπὸ τὴν πρὸς Κύριον ἐκδημία τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Γαβριήλ, τοῦ χαριτωμένου Γέροντος τῆς ἀγάπης,
*τοῦ πνευματικοῦ τῆς Λευκωσίας, 
*τοῦ χειραγωγοῦ πλήθους πιστῶν πρὸς σωτηρία, Μητροπολιτῶν, Ἱερομονάχων, Μοναχῶν Μοναζουσῶν, Ὑπουργῶν, Ἠθοποιῶν, Ἰατρῶν, Πανεπιστημιακῶν Λειτουργῶν καὶ πολλῶν ἄλλων καταξιωμένων πιστῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, 
*τοῦ ἀγωνιστῆ καὶ μαρτυρικοῦ Ἡγουμένου τῆς κατεχόμενης Μονῆς τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα,
*τοῦ Γέροντα τοῦ Γυναικείου Ἡσυχαστηρίου τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, αὐτοῦ ποὺ πρόθυμα τοῦ παραχωρήθηκε ἀπὸ τὸν εὐσυμπάθητο Καθηγούμενο τοῦ Κύκκου, τὸ Μητροπολίτη μὲ τὴ μεγάλη καρδιά, πανιερώτατο Γέροντα Νικηφόρο, γιὰ νὰ στεγάσει τὴ γυναικεία του ἀδελφότητα, 
*τοῦ γνήσιου τηρητῆ τῶν πατρικῶν μας παραδόσεων,
*τοῦ φιλάνθρωπου καὶ ἱεραπόστολου μύστη τῆς Θείας Χάριτος.
Ὁ Γέροντας Γαβριὴλ ἐκπλήρωσε τὸ κοινὸ τοῦ βίου χρέος πρὶν ἀπὸ 40 ἀκριβῶς ἡμέρες.
Μὲ Ὀρθόδοξη χαρολύπη σήμερα προσευχόμασε στὸν Κύριο γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς του καὶ ἐκδεχόμεθα τὶς θεοπειθεῖς πρεσβεῖες του πιστεύοντας ὅτι θὰ ἔχει βρεῖ παρρησία στὸν Κύριό μας ὡς γνήσιος δοῦλος Του.
Τὸ ἐπίσημο μνημόσυνό του τελέσθηκε τὴν Κυριακὴ στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Κύκκου ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Κύκκου κ.κ. Νικηφόρο, τὸ Μητροπολίτη Ταμασοῦ κ.κ. Ἠσαΐα καὶ τὸ Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε κ.κ. Σεραφείμ, παρουσία τῶν πενθοφορούντων πνευματικῶν του παιδιῶν.
Μάλιστα τὴν ἴδια ἡμέρα ἐψάλη καὶ εἰδικὴ δέηση στὴν Κυκκώτισσα Ἐλεοῦσα, γιὰ τὴν κατάπαυση τῆς ἀνομβρίας ποὺ μαστίζει τὴ πολύπαθη Μεγαλόνησό μας καὶ κατὰ θαυμαστὸ τρόπο μὲ τὴ λήξη τῆς παρακλήσεως οἱ οὐρανοὶ ἄνοιξαν τοὺς κρουνούς τους καὶ πότισαν τὴν ξερὴ καὶ ἄνικμη καὶ διψῶσα κυπριακὴ γῆ.
Σὲ ὅλους τοὺς πιστοὺς ποὺ ἀνέβηκαν στὸ παναγιοσκέπαστο Μοναστήρι τοῦ Κύκκου μοιράσθηκε καλαίσθητο ἔντυπο μὲ φωτογραφίες τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Γαβριὴλ καὶ τὸ κείμενο ποὺ φέρει τὴν ἀκροστιχίδα «Γαβριὴλ» μαζὶ μὲ τὸ ἑπόμενο ποίημα ποὺ ἐξέφραζε ὅλο τὸ πλῆθος τῶν πνευματικῶν τοῦ Γέροντος παιδιῶν.
Γέροντας Γαβριήλ, ὁ Κεχαριτωμένος,
ὁ Γέροντας τῆς ἀγάπης
Βιογραφικὴ Ἀκροστιχίς: ΓΑΒΡΙΗΛ
Γαβριήλ, ὁ χαριτωμένος Γέροντας τῆς ἀγάπης, ὁ ἄνθρωπος τῆς κενωτικῆς προσφορᾶς σὲ ὅλους τοὺς γύρω του, ὁ ὁσιώτατος Καθηγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα καὶ ὁ σταθερὸς πνευματικὸς καθοδηγητὴς χιλιάδων ψυχῶν, γεννήθηκε στὴν ἡρωοτόκο κώμη τῆς Λύσης καὶ κοιμήθηκε «ἐν ἐξορίᾳ», λόγῳ τῆς εἰσβολῆς τῶν τουρκικῶν ὀρδῶν τὸ 1974, στὸ ἁγιοτρόφο καὶ φιλόξενο Μοναστήρι τῆς Ἐλεούσας τοῦ Κύκκου. 
νοιχτὴ καὶ πλατιὰ ἀγκαλιὰ ὁ Γέροντας, ὄχι μόνο γιὰ ὅλα τὰ πνευματικά του παιδιά, ἀλλὰ καὶ γιὰ κάθε ἕναν ποὺ τὸν πλησίαζε, ἀνέπαυε ὅλους καὶ στὴν ὀρθάνοιχτη ἀπὸ ἀγάπη καρδιά του χωροῦσε τοὺς πόνους καὶ τὰ προβλήματά τους. Ἔτσι δικαιολογεῖται τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ πόρτα τοῦ κελλιοῦ του ἦταν μόνιμα ἀνοιχτή, γιὰ νὰ δέχεται τὸν κάθε κατατρεγμένο, τὸν κάθε ἀναξιοπαθοῦντα καὶ τὸν κάθε ἀναγκεμένο, καὶ βοηθοῦσε ὅλους μας στὸ ἄνοιγμα τῆς πύλης τῆς μετανοίας καὶ ταυτόχρονα στὸ ἄνοιγμα τοῦ στόματός μας πρὸς πλήρωσή του ἀπὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ δοξολογικοὺς ὕμνους πρὸς τὸν εὔσπλαχνο Ἰησοῦ μας. 
Βοηθὸς τῶν πτωχῶν καὶ τῶν ἱεραποστόλων ὁ Γέροντας, δὲν ἔδινε «ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τοῖς βλεφάροις νυσταγμὸν καὶ ἀνάπαυσιν τοῖς κροτάφοις» (Ψαλμ. 131, 4), ἀλλὰ κάθε του ἰκμάδα τὴν ἀνάλωνε στὴν ὑπηρεσία τους. Ζοῦσε καὶ ἀνέπνεε γιὰ τὴν ἀνακούφιση τοῦ πλησίον καὶ τὸ φωτισμὸ τῶν ἐσκοτισμένων, ἀρκούμενος ὁ ἴδιος στὰ ὀλίγα ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ χορταίνοντας μὲ τὴ χαρὰ τῶν ἄλλων καὶ τὴν πλούσια ἀγάπη τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν. Σκόρπιζε σὲ ὅλους τὸν πλοῦτο τῆς καρδιᾶς του, μοίραζε τὰ ἀγαθὰ τῆς ἀγάπης του στοὺς πτωχούς, «ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα» (Β΄ Κορ. θ΄ 9). 
Ρύπου τῆς ματαιότητος καὶ τῶν φθαρτῶν ὁ Γέροντας ὡς ὑπερόπτης εἶχε μόνιμα στραμμένη τὴν πυξίδα τῆς καρδιᾶς του στὸν οὐρανό, στὰ ἄφθαρτα καὶ τὰ διαμένοντα στοὺς αἰῶνες. Ἔβλεπε τὸν ἀγρὸ τοῦ Κυρίου νὰ εἶναι γεμάτος ἀπὸ στάχυα καὶ τοὺς ἐργάτες γιὰ τὸν θερισμό τους νὰ εἶναι λίγοι, καθὼς τοὺς ἔβλεπε καὶ ὁ Κύριός μας, ποὺ ἔλεγε στοὺς Μαθητές Του: «Θεάσασθε ὅτι αἱ χῶραι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη» (Ἰωάν. δ΄ 35) καὶ «ὁ θερισμὸς πολὺς καὶ οἱ ἐργάται ὀλίγοι» (Λουκ. ι΄ 2). Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ Γέροντας δὲν ἄφηνε ἀπὸ τὸ χέρι του τὸ δρεπάνι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ ὁποῖο πολὺ καρπὸ συνέλεξε καὶ ἀποθήκευσε στὶς ἀποθῆκες τοῦ οὐρανοῦ. Εἶχε μνήμη καθημερινὴ θανάτου καὶ μᾶς ἔλεγε ὅτι «ὡς θνητοὶ ἀπερχόμεθα τῆς ματαίας ζωῆς ἕκαστος εἰς τὸν τόπον ποὺ τοῦ ἡτοιμάσθη παρὰ τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι «μακάριοι οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνήσκοντες» (Ἀποκ. ιδ΄ 13) καὶ τὴν ζωὴν ἀναλίσκοντες ἐν ἔργοις ἀγαθοῖς καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου δοξάζοντες διὰ τοῦ βίου καὶ τῆς διδασκαλίας των». Εὐχαριστοῦσε τὸ Θεὸ γιὰ κάθε ἡμέρα ποὺ ξημέρωνε καὶ τὸν ἀξίωνε ἀπὸ τὸ «μικρὸ θάνατο», ὅπως ὀνόμαζε τὸν ὕπνο, νὰ ἀναστηθεῖ, γιὰ νὰ ζήσει καὶ νὰ Τὸν δοξάσει μὲ λόγια καὶ ἔργα. 
κανώτατος πνευματικὸς καθοδηγητὴς ὁ Γέροντας, πατέρας ποὺ εὕρισκε «τὴν πρᾶξιν εἰς θεωρίας ἐπίβασιν», διδάσκαλος πρακτικώτατος, ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς, τῆς πραότητος, τῆς ταπεινώσεως, τῆς ἀγάπης τῆς πτωχείας τοῦ Ἰησοῦ, τῆς φιλεργατικότητος, στὸ θυρεὸ τῆς καρδιᾶς του εἶχε γραμμένη τὴ ρήση ποὺ τὸν χαρακτήριζε: «Ἡ ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν κόπον». Ὅπως τὸ ἐλάφι τρέχει στὶς πηγὲς τῶν ὑδάτων, ἔτσι ὁ Γέροντας ἔτρεχε στὶς χαρὲς καὶ στὶς λύπες ὅλων μας. Ἔχαιρε μετὰ χαιρόντων καὶ ἔκλαιε μετὰ κλαιόντων, μιμούμενος τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, (Ῥωμ. ιβ΄ 15) καὶ ἔχυνε βάλσαμο παρηγοριᾶς στὶς ψυχὲς ὅλων, ποὺ ἀλγοῦσαν ἀπὸ τὶς βιοτικὲς θλίψεις. Σίγουρα καμάρωνε κατὰ Χριστὸν γιὰ τὸ πλῆθος τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν, τὰ ὁποῖα Τοῦ παρουσίαζε λέγοντας: «Ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδία, ἅ μοι ἔδωκας, Κύριε» (Ἑβρ. β΄ 13). Ἔτσι, στὸ τέλος τῆς ἡμέρας, εἴμαστε βέβαιοι, ἀφοῦ ἡ κενωτική του καρδιὰ ἀνέπαυε ὅλους, ὅτι θὰ εἶπε: «Κύριε, οὓς δέδωκάς μοι, οὐκ ἀπώλεσα ἐξ αὐτῶν οὐδένα» (Ἰωάν. ιη΄ 9). 
λιόφωτος ἱερομόναχος, ἀγγελόμορφος κατηχητής, πνευματοκίνητος καθοδηγητής, θαυματόβρυτος Ἡγούμενος καὶ ἁπλοῦς πιστὸς τοῦ ἁπλουστάτου Ναζωραίου ὁ Γέροντας, εἶχε πάντοτε Ἁγίους Ἀγγέλους συλλειτουργοὺς καὶ βοηθοὺς στὴν καθημερινή του ζωή. Τὸν Ἀρχάγγελο Γαβριὴλ τὸν ἔνιωθε πολὺ οἰκεῖο καὶ δὲν ὑπῆρχε περίπτωση νὰ μὴν πραγματοποιηθεῖ κάποια ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ Γέροντος, ἀφοῦ οἱ Ἅγιοι Ἀρχάγγελοι ἔσπευδαν στὴν ἱκανοποίηση τῶν αἰτημάτων του, ποὺ στόχευαν στὴν πνευματικὴ στήριξη καὶ ἀνακαίνιση τοῦ ἴδιου, ἀλλὰ καὶ ὅλων μας. Δὲν σπαταλοῦσε ὁ Γέροντας ἄσκοπα τὸ χρόνο τῆς ζωῆς του «ἐξαγοραζόμενος τὸν καιρόν» (Ἐφεσ. ε΄ 16), ἀλλὰ ἀποφεύγοντας συζητήσεις ψυχοβλαβεῖς προέτρεπε καὶ ἐμᾶς νὰ ἀποφεύγουμε «μωρὰς ζητήσεις καὶ γενεαλογίας καὶ ἔρεις καὶ μάχας νομικάς» (Τίτ. γ΄ 9). Δίδασκε σὲ κάθε βῆμα τῆς ζωῆς του, ἀκόμη καὶ μὲ τὴν ὑπομονή του, μὲ τὸ χαμόγελό του «εὐκαίρως ἀκαίρως» (Β΄ Τιμ. δ΄ 2), μὲ τὸ ἄκτιστο φῶς ποὺ τὸν περιέλουζε καὶ μὲ τὴ χάρη τῶν θαυμασίων ποὺ ἐπιτελοῦσε, συνεργοῦντος τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου μας Βαρνάβα, «τοῦ μεγάλου κλέους τῆς Κύπρου μας». 
Λαμπάδα ἀναμμένη ὁ Γέροντας, καιγόταν ὁλόκληρος μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μας, τῆς Παναγίας μας τῆς Κυκκώτισσας καὶ τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, ποὺ τὸν δόξασε μὲ τὰ ἔργα του, γι’ αὐτὸ καὶ ἀξιώθηκε ἀπὸ αὐτὸν δόξης ἐπιγείου καὶ ἐπουρανίου. Καιγόταν ἀπὸ ἀγάπη καὶ φώτιζε, χωρὶς νὰ μειώνεται τὸ φῶς της, ὅλους μας ποὺ βρισκόμασταν στὰ σκοτάδια τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀγνωσίας, τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν, τῆς ραστώνης καὶ τῆς ἀκηδίας. Παρέμενε ἀναμμένη καὶ φωτιστική, γιὰ νὰ μεταλαμπαδεύσει τὴ φλόγα της καὶ νὰ ἀνάψει πάλι μὲ τὸ ἐλεύθερο φῶς της τὰ καντήλια τοῦ σκλαβωμένου Μοναστηριοῦ του. Ὁ Κύριος ὅμως τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου πῆρε τὸ φῶς της γιὰ τὰ οὐράνια σκηνώματα, στὶς πέντε Δεκεμβρίου τοῦ 2013, ἀπ’ ὅπου μὲ τὸ ἄδυτο φῶς τῆς Χάριτός Του, αὐτὸ ποὺ περιέβαλε τὸ Γέροντα κατὰ τὶς Λειτουργίες του στὸν τάφο τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, θὰ φωτίσει σύντομα τὸ Μοναστήρι τοῦ «Υἱοῦ τῆς Παρακλήσεως» καὶ τὶς καρδιὲς ὅλων μας πρὸς αἴνεση καὶ δοξολογία Του. Αὐτός, ἄλλωστε, εἶναι ὁ Φωτοδότης μας, τὸ Φῶς, ἡ Ζωὴ καὶ ἡ Ἀνάστασή μας, ἡ μεγάλη ἀγκαλιά, τοῦ οὐρανοῦ ἰσοστάσια, ἡ Αὐταγάπη, ποὺ βαστάζει μέσα Της καὶ τὸ Γέροντα Γαβριήλ, τὸ Γέροντα τῆς ἀγάπης. 
Στὸν οὐρανοπολίτη Γέροντα Γαβριήλ, 
τὸν Κεχαριτωμένο
Γέροντά μου,
ἤσουν ὁ θησαυρός μου, 
ὁ πολύτιμος μαργαρίτης τῆς ζωῆς μου,
ἡ καταφυγή μου στὶς καθημερινὲς περιπέτειες,
ἡ βακτηρία μου στὶς ἀνηφορικὲς πορεῖες,
τὸ ἀστέρι ποὺ φώτιζε τὴ σκοτεινιά μου,
ἡ αὔρα στὶς ὧρες τοῦ καύσωνος,
τὸ χαμόγελο στὴν κατήφειά μου,
τὸ γαλήνιο λιμάνι στὶς βιοτικὲς τρικυμίες,
ὁ χειραγωγός μου στὸ δρόμο γιὰ τὸν οὐρανό,
ἡ πλήρωση τῆς κενότητας τῆς καρδιᾶς μου,
ἡ δύναμη στὶς ἀδύνατες στιγμές μου. 
Γέροντά μου,
μοῦ λείπεις.
Μοῦ λείπει ὁ χαροποιός σου λόγος,
τὸ ἀθῶο σου χαμόγελο,
ἡ καθαρότητα τῆς σκέψεως καὶ τῶν λογισμῶν σου,
ἡ σωστὴ καθοδήγησή σου,
ἡ εὐαγγελικὴ διδαχή σου,
οἱ ψυχοσωτήριες συμβουλές σου,
οἱ οὐρανόπεμπτες προσευχές σου,
ἡ σταθερὴ στήριξή σου,
ἡ ὁλόθυμη εὐλογία σου.
Γέροντά μου,
σὲ βλέπω, ὅμως, κοντά μου μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου καὶ ἀναπαύομαι.
Σὲ βλέπω νὰ διώχνεις τὰ ἐμπόδια 
ἀπὸ τὴν ἀτραπὸ τῆς πνευματικῆς μου προόδου,
νὰ μοῦ δείχνεις τὸ δρόμο ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθῶ γιὰ νὰ εἰρηνεύω,
νὰ εὐχαριστῶ τοὺς γύρω μου,
νὰ εὐαρεστῶ τὸ Θεό μας,
νὰ διακρίνω τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό,
νὰ διώχνω τοὺς πειρασμούς,
νὰ ἐργάζομαι σὰν νὰ μὴν πρόκειται νὰ πεθάνω ποτὲ
καὶ νὰ ἑτοιμάζομαι σὰν νὰ πρόκειται νὰ πεθάνω τὴν ἑπόμενη στιγμή,
νὰ ἀκολουθῶ πιστὰ ὅσα μὲ δίδαξες,
νὰ μὴν ὑπολογίζω κόπους γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν ἄλλων,
καὶ θερμὰ παρακαλῶ σε, νὰ δέεσαι,
νὰ μὲ ἀξιώσει ὁ φιλάνθρωπος Ἰησοῦς μας
νὰ ἔρθω κοντά σου, ὅταν Ἐκεῖνος μὲ καλέσει,
γιὰ νὰ χαίρομαι μαζί σου τὴν ἀτελεύτητη χαρὰ
τῆς Οὐράνιας Βασιλείας.

Δευτέρα, Ιουλίου 16, 2012

Επτωχεύσαμεν σφόδρα ως λαός...


 Επτωχεύσαμεν αφ’ ότου στερηθήκαμε τον ποθεινότατο Παράδεισο

Γράφει ο Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας, Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
Τροπάριον. Ήχος πλ. α . Τον συνάναρχον Λόγον.
 
 
Επτωχεύσαμεν σφόδρα, ημίν βοήθησον,
Λόγε Θεού του Υψίστου,
τοις, οίμοι, αμαρτωλοίς
και πτωχοίς εν θεαρέστοις παραδείγμασι
προς επιγόνους τους ημών,
Ιησού, εν οικτιρμοίς
ο πλούσιος και ελέει,
Σης αγαθότητος πλούτου
οι καθ’ εκάστην απολαύοντες.
Επτωχεύσαμεν σφόδρα (Ψαλμ. 78, 8), όχι σήμερον, όπως πολλοί ομολογούν, αλλά από χρόνια πολλά. Επτωχεύσαμεν αφ’ ότου στερηθήκαμε τον ποθεινότατο Παράδεισο. Και η πτώχευση οφείλεται αποκλειστικά σε εμάς. Στην αυτονόμησή μας, στην παρακοή, στην πτώση. Έκτοτε ο πτωχός άνθρωπος προσδοκά το πλούσιον έλεος του Θεού, για να σωθεί, για να αποκτήσει πλούσια αγαθά, για να συνεχίσει τον ανηφορικό του Γολγοθά μέσα στην ιστορία, της οποίας αρχή και τέρμα είναι ο ίδιος ο εύσπλαγχνος Κύριος.   
   Επτωχεύσαμεν σφόδρα όταν με θράσος ζητήσαμε από τον πατέρα μας «το επιβάλλον μέρος της ουσίας» (Λουκ. ιε 12 ), για να το κατασπαταλήσουμε ζώντες «ασώτως» (Λουκ. ιε 13). Δεν γνωρίζαμε η θέλαμε να μη γνωρίζουμε τα λόγια του σοφού Παροιμιαστού: «Πας μέθυσος και πορνοκόπος πτωχεύσει» (Παρ. κγ 21). Όποιος δεν συγκρατεί τα πάθη του, τις ορέξεις του, τα σκιρτήματα της καρδιάς του, όποιος δεν τιθασσεύει τις επιθυμίες του, γίνεται σαν το αχαλίνωτο άλογο, που παροργίζει τον αφέντη του με τη συμπεριφορά του και τελικά οδηγείται στον γκρεμό, οδηγείται στην καταστροφή.
   Επτωχεύσαμεν σφόδρα όταν νομίσαμε ότι μπορούμε να καταφέρουμε τα πάντα σ’ αυτή τη ζωή και αρνηθήκαμε τη θεϊκή προστασία και αντίληψη παραβλέποντες τη ρήση Του: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιωάν. ιε 15).
    Επτωχεύσαμεν σφόδρα όταν αποφασίσαμε να βαδίσουμε άφοβα το δρόμο της αμαρτίας κρυβόμενοι από το πρόσωπο του Θεού, όταν γίναμε ανθρωποφοβούμενοι και πάψαμε να είμαστε θεοφοβούμενοι. Όταν πάψαμε να ψελλίζουμε το του Δαβίδ: «Που πορευθώ από του Πνεύματός Σου και από του προσώπου Σου που φύγω;» (Ψαλμ. 138, 7).
   Επτωχεύσαμεν σφόδρα όταν ακολουθήσαμε τα βήματα του άφρονος πλουσίου, του πλεονέκτου που ζητά να αυξάνει τα αγαθά του, ενώ οι γύρω του στερούνται, και δεν μεριμνήσαμε για τις ανάγκες του πλησίον, όταν έπαψαν να μας συγκινούν τα λόγια του Αποστόλου Παύλου: «Τη φιλαδελφία εις αλλήλους φιλόστοργοι» (Ρωμ. ιβ 10).
   Γιατί λοιπόν ξαφνιασθήκαμε που γίναμε φτωχοί; Μήπως η φτώχεια δεν είναι αποτέλεσμα της σπάταλης σε ηδονές και πλεονεξία ζωής μας; Τώρα αισθανθήκαμε ότι επτωχεύσαμε! Και νοιώσαμε την φτώχεια μας όταν μας έλλειψαν η όταν πλησιάζουν να μας λείψουν τα υλικά μας αγαθά. Λησμονήσαμε ότι, «Κύριος πτωχίζει και πλουτίζει» (Α Βασ. 2, 7). Ότι ο Λόγος του Θεού του Υψίστου ο φιλάνθρωπος Κύριος «δι’ημάς επτώχευσε πλούσιος ων» (Β Κορ. η 9). Επτωχεύσαμε και πέσαμε σε κατάθλιψη. Μας κυρίευσε απογοήτευση για το κατάντημά μας. Η απογοήτευση όμως προέρχεται από τον πονηρό. Ο πιστός Χριστιανός ποτέ δεν απογοητεύεται, έστω και αν καθημερινά πέφτει στην αμαρτία. Ατενίζει τον Εσταυρωμένο Λυτρωτή και παίρνει δύναμη να σηκωθεί, να τιναχθεί από τις σκόνες της πτώσεως και να συνεχίσει το ανηφορικό του μονοπάτι γνωρίζοντας ότι Κυρηναίος του είναι ο ίδιος ο Εσταυρωμένος. Αδελφέ μου, κουράγιο, όπως μας λένε σήμερα οι Ευρωπαίοι εταίροι μας. «Μη φοβού, ότι επτωχεύσαμεν· υπάρχει σοι πολλά, εάν φοβηθής τον Θεόν και αποστής από πάσης αμαρτίας και ποιήσης το αρεστόν ενώπιον Αυτού» (Τωβ. δ 21). Ο φόβος του Θεού, η άρνηση της αμαρτίας και η αύξηση της επιθυμίας μας, για έργα θεάρεστα θα μας βγάλουν από το περιθώριο της φτώχειας και θα μας οδηγήσουν στην αυτάρκεια. Δεν θα λησμονούμε όμως ποτέ ότι:
* Τίποτα δεν είναι δικό μας. Τα πάντα είναι του Θεού, ο οποίος μας καθιστά διαχειριστές του πλούτου του.
* Η ιδιοτέλεια μας κάνει πρόσκαιρα πλούσιους, όμως σε βάθος χρόνου φτωχούς, αφού δεν μπορούμε να ζούμε με κραιπάλη σε ένα κόσμο που στερείται των αναγκαίων και που κάποτε θα επαναστατήσει εναντίον μας, γιατί η ιδιοτέλεια αποτελεί αδικία σε βάρος των συνανθρώπων μας. 
* Όσο περισσότερα δίνουμε στους συνανθρώπους μας τόσο περισσότερο πλουτίζουμε, γιατί μας επισκιάζει η χάρη του πλούσιου σε ελέη και οικτιρμούς Κυρίου μας Ιησού.
* Όσο περιορίζουμε τις ανάγκες και απαιτήσεις μας τόσο πιο αυτάρκεις και πλούσιοι αισθανόμαστε.
* Όσο περισσότερο προσβλέπουμε στον Κύριό μας, τόσο Εκείνος επιβλέπει επί την ταπείνωσή μας και μας γεμίζει με επίγεια και ουράνια αγαθά. Μία λέξη μας, ένα «Πάτερ, ήμαρτον» (Λουκ. ιε 18) μας κάνει κληρονόμους των αγαθών του Κυρίου μας, που λησμονεί τις ασωτίες μας και περιμένει με ανοιχτές αγκαλιές να μας υποδεχθεί και τη φτώχεια μας να μεταποιήσει σε πλούτο.  
 Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε, αδελφοί μου, ότι έχουμε πτωχεύσει σε υλικά αγαθά, και αυτό μας καίει. Έχουμε όμως πτωχεύσει και πνευματικά και ηθικά, αλλά αυτό δεν μας πειράζει. Δεν αντιλαμβανόμαστε ότι η ηθική και πνευματική φτώχεια μας οδήγησε και στην υλική; Και κάτι ακόμη. Έχουμε πτωχεύσει και παραδειγματικά. Δεν δίνουμε το καλό παράδειγμα στους νεωτέρους μας, στους γύρω μας! Οφείλουμε εμείς πρώτα να βιώνουμε ηθικά και έπειτα να ζητούμε από τους άλλους να εφαρμόσουν τις αρχές της ηθικής, που δεν είναι άλλες από τις αρχές του Ευαγγελίου, που μας λέει ότι εάν έχουμε δύο χιτώνες πρέπει να δίνουμε τον ένα στους άλλους, «ο έχων δύο χιτώνας μεταδότω τω μη έχοντι» (Λουκ. γ 11).    
Ο Χριστός μας επτώχευσε, για να μας διδάξει την αγάπη προς την φτώχεια, που είναι μέτρο αρετής των ανθρώπων. Επτώχευσε για να μας κάνει πλούσιους, όταν πιστεύσουμε σε Εκείνον. Ετίμησε και συνεχίζει μέχρι τη συντέλεια του κόσμου να τιμά ο Θεός τους φτωχούς, αυτούς που τον αγαπούν και για τους οποίους ερωτά ο Αδελφόθεος Ιάκωβος τους συγχρόνους του που και αυτοί τότε τιμούσαν τους πλούσιους, αυτούς που καταπίεζαν, όπως και στις ημέρες μας τους φτωχούς λαούς: «Ουχ ο Θεός εξελέξατο τους πτωχούς του κόσμου πλουσίους εν πίστει και κληρονόμους της Βασιλείας, ης επηγγείλατο τοις αγαπώσιν Αυτόν;» (Ιακ. β 5)
   Θέλουμε, αγαπητοί μου, να απαλλαγούμε από την πτώχευση; Έχουμε τη συνταγή στην Αγία Γραφή. Ας την εφαρμόσουμε και με χαρά θα δούμε τα ταμεία μας, τόσο τα υλικά, όσο και τα πνευματικά να γεμίζουν. Ας δοκιμάσουμε!

Συντάκτης: Χ. Μπούσιας
Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΜΑΪΟΣ 2011

Τα περιττά και τα απαραίτητα -Ο φτωχός δεν λαχταράει τόσο τα αναγκαία, όσο ο πλούσιος τα περιττά.




Ο φτωχός δεν έχει τόση ικανότητα στην τίμια δουλειά, όση ο πλούσιος στην απάτη και το παράνομο κέρδος, που τον καθιστά αχόρταγο.
 
Γράφει ο Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας
 
Είναι η ζωή μας μια όμορφη βιτρίνα που παρουσιάζει όλα τα αγαθά του Θεού στην πολυτελέστερη μορφή τους και όλες τις τεχνολογικές εξελίξεις στην πληρέστερη μορφή τους; Είναι μια όμορφη βιτρίνα που τη δημιούργησε ο σύγχρονος πολιτισμός και έκλεισε σε αυτό ό,τι πιο γοητευτικό και όμορφο μπορούσε να φανταστεί ο άνθρωπος; Αν η απάντηση είναι ναι, τότε η ανθρωπότητα έχασε την ανθρωπιά της, για να κερδίσει με τη γοητεία και το άρωμά της η ασυδοσία και ο πλούτος. Το τελικό ακριβοπληρωμένο τίμημα της ποθεινής αυτής βιτρίνας είναι η θυσία της ψυχικής ισορροπίας και ειρήνης του ανθρώπου στο βωμό των υποσχομένων ανέσεων, που ξεπερνούν τις απαραίτητες για μια όμορφη χριστιανική ζωή με την επιθυμία των πολλών, αλλά περιττών.
   Ο Θεός μας δίνει όλα τα αγαθά Του, ο Θεός και μας τα παίρνει. Εκείνος είναι ο παροχέας και εμείς οι διαχειριστές των αγαθών Του. Μας καθιστά διαχειριστές του πλούτου, της οικογένειας, της γνώσεως, της πατρίδος μας! Μας καθιστά διαχειριστές, αλλά όχι ανεξέλεγκτους. Διαχειριστές με νόμους που οφείλουμε να τηρούμε, με πρώτιστο το νόμο της αγάπης. Αν δεν διαχειριστούμε αυτά που μας δίνει ο Θεός πλουσιοπάροχα με σωστό τρόπο, τότε όχι μόνο δεν θα μπορέσουμε να αυξήσουμε τα αγαθά μας, αλλά θα χάσουμε και όσα με κόπο μέχρι σήμερα αποκτήσαμε. "Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού" (Ψαλμ. 33,11).
   Η υπεραφθονία, η εκζήτηση των περιττών, προβάλλοντάς τα μάλιστα στους εαυτούς μας σαν αναγκαία, δείχνει έλλειψη αγάπης προς τους άλλους, δείχνει υπέρμετρο εγωϊσμό, δείχνει     ηθική κατάπτωση με συνέπεια αμαρτία, ασυδοσία, πορνεία, σκληροκαρδία, αλαζονεία και κοσμικό φρόνημα, δηλαδή πτώσεις που επιτρέπει ο Θεός σε εμάς τους αχάριστους και αγνώμονες των ευεργεσιών Του και των αγαθών που πλουσιόδωρα μας έχει χαρίσει.
 Τι, όμως, είναι περιττό και τι αναγκαίο στη ζωή μας; Ο ορισμός του απολύτως απαραίτητου είναι σχετικός και καθαρά υποκειμενικός. Άλλος ταξιδεύει με μια μικρή βαλίτσα, και άλλος με μεγάλη έχοντας ο κάθε ένας διαφορετική θεώρηση των απαραίτητων και αναγκαίων για το ταξίδι. Αυτά σχετίζονται επίσης με τη σύγχρονη μανία του καταναλωτισμού, όπου ποθούμε και αγοράζουμε πάμπολλα περιττά, τα οποία τις περισσότερες φορές οδηγούνται απ' αυθείας στα σκουπίδια, ενώ στη διπλανή μας πόρτα υπάρχουν συνάνθρωποί μας, που στερούνται των απολύτως αναγκαίων για την επιβίωσή τους, δηλαδή αυτών που χρειάζεται ο οργανισμός για να ζήσει και όχι να γίνει δούλος στις ακόρεστες επιθυμίες του. Σχετίζονται επίσης με την επιδειξιομανία, με την προβολή του πλούτου, με τον εγωϊσμό και την επιθυμία να φαινόμαστε ανώτεροι των πλησίον μας.
   Ο Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός γράφει ότι κάθε τι που υπερβαίνει τις ανάγκες μας γίνεται εμπόδιο σωτηρίας μας. Το φαγητό είναι απαραίτητο στον άνθρωπο. Η μεγάλη ποικιλία, όμως, αυτών και η ροπή προς ακόρεστη τέρψη οδηγούν στη γαστριμαργία που είναι αμαρτία. Απαραίτητο μεν το φαγητό, περιττή, όμως, η ροπή στη γαστριμαργία. Τα χρήματα εξ άλλου δεν είναι κακά, όταν τα χρησιμοποιούμε σαν μέσο συναλλαγής. Η προσκόλληση σε αυτά και η επίμονη εκζήτητή τους συνιστά αμαρτία. Ούτε τα ενδύματα, όσα χρειαζόμαστε για να σκεπαστούμε και να αποφύγουμε το κρύο και τη ζέστη είναι κακά, αλλά τα περιττά και τα πολυτελή, τα οποία πέραν των άλλων είναι και προκλητικά και δείχνουν ανθρώπους κενούς πνευματικού περιεχομένου. Ούτε τα σπίτια είναι κακά, για να αποφεύγουμε με αυτά το κρύο και τις κακές καιρικές συνθήκες, τους εχθρούς, τα θηρία και τους ληστές, Κακά είναι τα μεγαθήρια και τα πολυδάπανα μέγαρα, που θυμίζουν τον πλούσιο της παραβολής που δεν έδινε σημασία στον κοντινό του πάμφτωχο Λάζαρο. Ούτε το να έχει κανείς κάτι αποταμιεύσει η φυλάξει στο σπίτι του είναι κακό, αλλά το να μην το έχει για αναγκαία και μόνο χρήση και όχι για επίδειξη και κομπασμό.
   Σήμερα, σε εποχή οικονομικής κρίσεως, ακούμε μερικούς να λένε ότι ψωνίζουν τα απολύτως απαραίτητα, που σημαίνει ότι μέχρι σήμερα αγόραζαν ο,τι εύρισκαν μπροστά τους ανεξέλεγκτα και φυσικά περιττά. Το χειρότερο κακό ήταν ότι αγοράζαμε όχι με τα χρήματα που είχαμε στην τσέπη μας, χρήματα μόχθου και ιδρώτα, αλλά με εορτοδάνεια και με πιστωτικές κάρτες νομίζοντας ότι θα πληρωθούν θαυματουργικά από κάποιον άλλο.
   Μερικοί λέγουν ότι το περιττό είναι αυτό που ομορφαίνει τη ζωή. Δηλαδή ένας πίνακας ζωγραφικής δεν είναι απαραίτητος στην επιβιώσή μας, ομορφαίνει όμως το σπίτι μας. Εξαρτάται όμως τι θέλουμε να ομορφαίνει τη ζωή μας. Ας δεχθούμε ότι ένας πίνακας, ένα βάζο με λουλούδια μας ομορφαίνει. Δεν ομορφαίνει όμως, ούτε είναι απαραίτητο το γλέντι με το σπάσιμο των πιάτων και τη σπατάλη χρημάτων στα λουλούδια και στα όργανα, που δείχνει ξιπασιά και επίδειξη πλούτου και όχι σύνεση και αρχοντιά. Το χειρότερο απ' όλα βέβαια είναι να ξοδεύουμε σε περιττά πράγματα, να ικανοποιούμε τις κατώτερες αισθήσεις μας και μάλιστα με χρήματα που δεν μας ανήκουν, με δανεικά. 
   Μέτρο του απαραίτητου και του περιττού μας δίνει ζωντανά η Εκκλησία μας, το Ευαγγέλιο της αγάπης. Μια φάτνη μόνο χρειάζεται η ψυχή του ανθρώπου, για να βρει την απαραίτητη ζεστασιά. Ένα κατάλυμμα χρειάζεται το χοϊκό μας σαρκίο. Ένα χιτώνα χρειαζόμασε. Ο δεύτερος είναι περιττός και καλό θα είναι να δοθεί σε κάποιον που τον έχει ανάγκη. Όσο και αν έχουν στριμώξει τα πράγματα, πάντοτε μπορεί να υπάρξει χώρος για λίγη αγάπη, λίγη ζεστασιά, λίγη αλληλεγγύη στους συνανθρώπους μας. Ο Χριστός μας δίδασκει την εκούσια πενία, τη φτώχεια. Το κυνήγι του πλούτου μοιάζει με τον ανικανοποίητο έρωτα. Όσο τον κυνηγάμε τόσο βασανιζόμαστε. Ηδονή και ευχαρίστηση και ηρεμία αισθανόμαστε μόνο στην αποφυγή του πλουτισμού. Και μην λησμονούμε ότι ο φτωχός δεν λαχταράει τόσο τα αναγκαία, όσο ο πλούσιος τα περιττά. Ο φτωχός δεν έχει τόση ικανότητα στην τίμια δουλειά, όση ο πλούσιος στην απάτη και το παράνομο κέρδος, που τον καθιστά αχόρταγο. Υπάρχουν χιλιάδες γύρω μας που βρίσκονται σε πολύ χειρότερη θέση από εμάς. Τα περιττά τα δικά μας ίσως είναι απαραίτητα σε εκείνους. Μπορεί να τους γεμίσουν με χαμόγελο καθώς και τις δικές μας καρδιές με τη χαρά της προσφοράς και της αγάπης.
    Μη λησμονούμε ότι αγαπημένο σπίτι είναι εκείνο που δεν έχει περιττά πράγματα και ότι σε εκείνον που αγοράζει περιττά θα επιτρέψει ο Θεός να στερηθεί και τα απολύτως αναγκαία. Άριστη οικογένεια, έλεγε ο σοφός Πιττακός, ο Μυτιληναίος, είναι εκείνη που δεν έχει περιττά πράγματα και δεν της λείπει τίποτα από τα αναγκαία. Είναι ελεύθερος ο άνθρωπος να δαπανά τα χρήματα του όπως εκείνος νομίζει διαμορφώνοντας την προσωπικότητά του. Η ελευθερία του, όμως, δεν είναι απεριόριστη, γιατί τότε τον οδηγεί στην ασυδοσία και τον κάνει αιχμάλωτο των επιθυμιών του, δούλο των παθών του και τελικά καταπατητή της εντολής της αγάπης.   
   Καιρός είναι να αδειάζουμε αυτά που μας περισσεύουν στις κοιλιές των φτωχών και να σπείρουμε σπόρο αγάπης, όσο ακόμη είναι καιρός, για να θερίσουμε στον κατάλληλο καιρό και να μην μετανοήσουμε αργότερα ανώφελα, αφού θα έχουμε χάσει την ευκαιρία. Το περίσσευμα των αγαθών μας να συμπληρώνει το υστέρημα των συνανθρώπων μας σύμφωνα με την προτροπή του Αποστόλου των εθνών "το υμών περίσσευμα εις το εκείνων υστέρημα, ίνα και το εκείνων περίσσευμα γένηται εις το υμών υστέρημα, όπως γένηται ισότης", να δίνουμε από το περίσσευμά μας, για να συμπληρώνουμε το υστέρημα των άλλων και έτσι να υπάρχει ισότητα.(Β Κορ. 8,13).
 

Συντάκτης: Μπούσιας Χαράλαμπος, Μέγας Υμνογράφος
Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΙΟΥΝΙΟΣ 2012

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...