Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Δεκεμβρίου 16, 2017

«ΚΥΡΙΕ, ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ ΣΟΥ»

Κύριε, φέρε τὴν εἰρήνη στὸν κόσμο!


ὁ Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

.           Κύριε, ὅταν ἦλθε τὸ πλήρωμα τῶν αἰώνων καὶ βρέθηκε τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς Σου, ἡ ἀειπάρθενος κόρη, ἡ Παναγία μας, σαρκώθηκες καὶ ἔγινες, ὁ τέλειος Θεός, τέλειος ἄνθρωπος. Ἦλθες στὴ γῆ, γιὰ νὰ μᾶς ἀνυψώσεις ὅλους στὸν οὐρανό. Ἔγινες ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς κάνεις θεούς. Τί μεγάλη τιμὴ γιὰ ὅλους μας, γιὰ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος, αὐτὸ ποὺ ἐξέπεσε ἀπὸ τὸν Παράδεισο γιὰ τὴν ἐφήμερη ἁμαρτία!

.          Κύριε, τὸν ἐρχομό Σου στὴ γῆ Ἄγγελοι συνόδευσαν δοξολογοῦντες καὶ ψάλλοντες: «Καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη». Στὸν ταραγμένο κόσμο ἦλθες Ἐσύ, Κύριε, ὁ εἰρήναρχος Θεός, γιὰ νὰ μᾶς φέρεις τὴν εἰρήνη. Ἦλθες γιὰ νὰ μᾶς σταματήσεις τοὺς πολέμους καὶ νὰ ἐξαπλώσεις τὴν εἰρήνη σὲ ὅλη τὴ γῆ. Ἦλθες γιὰ νὰ γαληνέψεις τὶς ἀγριεμένες ψυχές μας, νὰ τὶς μαλακώσεις, νὰ εἰρηνεύσεις τὶς οἰκογένειες μας, τὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες μας. Σκοπὸς καὶ πόθος Σου ἦταν καὶ εἶναι μέσα στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων ἡ ἐξάπλωση τῆς εἰρήνης Σου παντοῦ, ἀφοῦ, δυστυχῶς, ἡ γῆ μας μαστίζεται, τὸ γνωρίζεις καλὰ καὶ κλαῖς, ἀπὸ πολέμους, ἀτέλειωτες συρράξεις μὲ ἑκατόμβες νεκρῶν καὶ πολὺ περισσότερους περίλυπους συγγενεῖς, ἀδελφούς, φίλους, ὀρφανὰ καὶ χῆρες.

.              Κύριε, ἡ εἰρήνη ἀποτελεῖ τὸ κύριο γνώρισμα τῆς θεότητός Σου, γι’ αὐτὸ καὶ Σὲ ὀνομάζουμε «Θεόν τῆς εἰρήνης» (Β´ Κορ. ιγ´ 11). Σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεώς Σου ἦταν νὰ ἐπιφέρεις τὴν εἰρήνη μεταξὺ τοῦ Θεοῦ Πατρός Σου καὶ ὅλων μας, ὅλων τῶν ἀνθρώπων, εἰρήνη ἡ ὁποία εἶχε διαταραχθεῖ ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἀμάρτημα καὶ ἀπὸ τὶς μετέπειτα ἁμαρτίες μας. Ἤθελες νὰ σταματήσουν οἱ πόλεμοι καὶ νὰ ἐπικρατήσει εἰρήνη ἐδῶ στὸν κόσμο, γι’ αὐτὸ καὶ μόλις ἐμφανίσθηκες ἀναστημένος στοὺς μαθητές Σου, ὁ πρῶτος λόγος Σου ἦταν· «Εἰρήνη ὑμῖν» (Ἰωάν. κ΄19).

.               Κύριε, ἡ εἰρήνη Σου, ἡ «πάντα νοῦν ὑπερέχουσα» χαρακτηρίζεται καὶ εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος: «Ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματος ἐστὶν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη..» (Γαλ. ε´ 22). Ἔτσι, αὐτοὶ ποὺ δὲν γαληνεύουν τὶς ψυχὲς καὶ προκαλοῦν σχίσματα καὶ προστριβὲς δὲν εἶναι εἰρηνοποιοί, δὲν εἶναι δικά Σου παιδιά. Σὲ αὐτῶν τὶς καρδιὲς δὲν ἔχεις γεννηθεῖ, ἔτσι, αὐτοὶ εἶναι ζηλόφθονοι, ἐριστικοί, ἀκατάστατοι καὶ ἂς νομίζουν ὅτι εἶναι γραμματιζούμενοι καὶ μεγάλοι, ἀφοῦ ἀρέσκονται ὄχι στὴν ὡραιότητα τῆς συμπεριφορᾶς, ἀλλὰ στὴ φαυλότητα, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸν Ἅγιο Ἰακωβο τὸν Ἀδελφόθεο ποὺ λέει: «Ὅπου ζῆλος καὶ ἐριθεία, ἐκεῖ ἀκαταστασία καὶ πᾶν φαῦλον πρᾶγμα. Ἡ δὲ ἄνωθεν σοφία πρῶτον μὲν ἀγνή ἐστιν, ἔπειτα δὲ εἰρηνική…» (Ἰακ. γ´ 16).

.           Κύριε, ἐὰν μετρηθοῦμε ὅλοι μας μὲ τὸ μέτρο τοῦ Εὐαγγελίου Σου, ἐλάχιστοι θὰ βρεθοῦμε νὰ Σὲ ἀγαποῦμε πραγματικά. Δυστυχῶς τηροῦμε τοὺς τύπους, πολλὲς φορὲς ἀσυνείδητα, μὲ ἐκκλησιασμὸ καὶ μὲ ἐλεημοσύνες ἀπὸ τὸ περίσσευμά μας, ἀλλὰ ἡ διαίρεση, τὸ σχίσμα, ἡ φατρία ὀργιάζει στὴν καθημερινότητά μας. Ἡ εἰρήνη Σου δὲν μᾶς ἀγγίζει.

.              Κύριεοἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι κατὰ τὴ γέννησή Σου πρῶτα τόνισαν τὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ Πατρός Σου καὶ ὕστερα τὴν εἰρήνη στὸν κόσμο. «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. β´ 14). Ἐκεῖνοι πού δέν Σὲ δοξάζουν μὲ πίστη καὶ προσευχή, ἔχουν διαρκεῖς πτώσεις στὴ ζωή τους καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν εἰρήνη στὴν ψυχή. Ταραγμένη ψυχὴ πῶς μπορεῖ νὰ ἔχει χαρὰ καὶ νὰ προάγει τὴν εἰρήνη στὸν κόσμο; Ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Σου Παύλου «Αὐτός γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν» (Ἐφ. β´ 14) μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο Σου στὴν οὐσία εἶναι ἡ μόνη στὸν κόσμο ὑπάρχουσα Ἐπιστήμη περὶ τῆς Εἰρήνης καὶ ἡ ἀπόλυτη ἐφαρμογή του εἶναι ἡ ἀπόλυτη εἰρήνη.

.             Κύριε, τὰ ἀνδρόγυνα εἰρηνεύουν, ὅταν ἐφαρμόζουν τὸ νόμο τοῦ Εὐαγγελίου Σου, τοῦ Εὐαγγελίου τῆς ἀγάπης. Στὴν οἰκογένεια ὅπου δοξάζεται τὸ ὄνομά Σου κυριαρχεῖ ἡ τιμιότητα καὶ ἡ εἰρήνη εἶναι διάχυτη παντοῦ. Ὅπως ἡ ζέστη εἶναι συνέπεια τῆς φωτιᾶς, ἔτσι, καὶ ἡ εἰρήνη εἶναι συνέπεια τῆς ἐνθρονίσεώς Σου στὶς καρδιές μας, Σοῦ τοῦ Εἰρηνάρχου Θεοῦ μας, τῆς προτυπώσεως τῆς ἀρετῆς. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὶς κοινωνίες τῶν προσώπων. Ὅπου καλλιεργεῖται ἡ ἀρετή, ἐκεῖ οἱ λαοὶ εἰρηνεύουν. Ὅπου αὐτὴ ταλαντεύεται ἡ εἰρήνη ἀπομακρύνεται καὶ οἱ ἔριδες καὶ οἱ συγκρούσεις καὶ οἱ πόλεμοι δίνουν τὸ καταστροφικό τους παρόν.

.          Κύριε, προσωπικὰ δὲν εἰρηνεύουμε, δὲν ἀφήνουμε τόπο στὴν καρδιά μας γιὰ Ἐσένα, οὔτε σὲ μιὰν ἄκρη, οὔτε σὲ μιὰ σπηλιά. Ἔτσι, καὶ αὐτὰ τὰ Χριστούγεννα, τὸ βλέπεις, Κύριε, ὅτι κλαίοντας Σοῦ τὸ λέω, εἶναι Χριστούγεννα τοῦ τρόμου καί τοῦ φόβου γιὰ πολλοὺς ἀνθρώπους καὶ γιὰ πολλοὺς λαούς.

.            Γιατί, ὅμως; Γιατί ἐμεῖς, Κύριε, θελήσαμε νὰ δημιουργήσουμε ἕνα κόσμο χωρὶς Ἐσένα, χωρὶς τὴν εἰρήνη Σου, αὐτὴ πού Ἐσὺ μᾶς χαρίζεις, εἰρήνη στὶς ψυχές μας, εἰρήνη μεταξύ τῶν λαῶν, εἰρήνη στίς ἀνθρώπινες κοινωνίες. Ἑπιθυμία τόσο μεγάλη, ἀλλὰ καὶ τόσο ἀνικανοποίητη.

.            Σήμερα, Κύριε, μόνο εἰρήνη δὲν θὰ βρεῖς στὴ γῆ μας. Οἱ σειρῆνες τοῦ πολέμου ἠχοῦν ἐφιαλτικὰ γύρω μας. Μαίνονται ἐμφύλιοι πόλεμοι καὶ πόλεμοι μεταξὺ ἐθνῶν μὲ ἑκατοντάδες χιλιάδες ἀνθρώπους νὰ παίρνουν τόν πικρὸ δρόμο τῆς προσφυγιᾶς, χωρὶς νὰ γνωρίζουν τί θὰ τοὺς τύχει στὸ δρόμο ἢ ποῦ τελικὰ θὰ καταλήξουν; Θρηνοῦμε γιὰ τὰ θύματα, τοὺς πρόσφυγες τοὺς ἄστεγους, τοὺ λησμονημένους. Κλίνουμε, ὅμως, τὰ γόνατα καὶ Σὲ παρακαλοῦμε μὲ δάκρυα, Εἰρήναρχε Κύριε: Ἀφόπλισε τὶς καρδιές μας ἀπὸ τὴν κακία, γιατὶ μὲ αὐτὴ δὲν ἐπιτυγχάνεται εἰρήνη, ὅσο καὶ ἂν ἀφοπλιστοῦν ὅλα τὰ ἔθνη. Ἐὰν ἀγάπη δὲν ἔχουμε στὶς καρδιές μας καὶ χωρὶς ὅπλα θὰ ἐπιτεθοῦμε στοὺς γύρω μας, μὲ νύχια καὶ μὲ δόντια. Ἔλα, Κύριε, νὰ μᾶς εἰρηνεύσεις, φέρε τὴν εἰρήνη Σου στὴ γῆ μας μὲ τὴ γέννησή Σου! Ἄλλαξε τὸν τρόπο ζωῆς μας. Ἀξίωσέ μας νὰ Σὲ δεχθοῦμε, νὰ Σοῦ προσφέρουμε κατάλυμμα στὴν καρδιά μας, γιὰ νὰ μένεις μόνιμα, νὰ μᾶς εἰρηνεύεις καὶ νὰ φαινόμαστε στοὺς ἄλλους πραγματικὰ δικοί Σου, εἰρηνοποιοὶ καὶ φιλάρετοι.

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

Τετάρτη, Ιανουαρίου 04, 2017

Εἴμαστε Ὀρθόδοξοι;





Ἡ Ὀρθοδοξία μας εἶναι ἡ μόνη ἀλήθεια. Δὲν εἶναι ἰδέα, δὲν εἶναι θεωρία, δὲν εἶναι σύστημα. Εἶναι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς, ποὺ ὁ ἴδιος μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι εἶναι ἡ ἀλήθεια λέγοντας «Ἐγὼ εἰμι ἡ ἀλήθεια» (Ἰωάν. ιδ΄ 6). Αὐτὸς ὁ Θεάνθρωπος εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία μας!

Ἡ Ὀρθόδοξη πίστη μας δὲν εἶναι ὑπόθεση γνώσεως. Κυρίως εἶναι ὀρθὸς τρόπος ζωῆς. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ταυτόσημη μὲ τὴν ὀρθοπραξία.

*Εἶναι ἡ ἀκριβὴς τήρηση τῆς παραδόσεως.

*Εἶναι ἡ προετοιμασία μας γιὰ ὁμολογία πίστεως καὶ μαρτύριο.

*Εἶναι τὸ ἀσκητικὸ φρόνημα ποὺ πρέπει νὰ μᾶς διέπει.

*Εἶναι ἡ ἀγάπη τῆς πτωχείας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἡ ἀποφυγὴ τοῦ ὑπερκαταναλωτισμοῦ.

*Εἶναι τὰ χρηστά μας ἤθη καὶ ὁ ἔλεγχος τῶν παρεκτρεπομένων ἀπὸ αὐτά.

*Εἶναι ὁ πόθος γιὰ ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν, κατὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Κυρίου «ἵνα ὦμεν ἕν» (Ἰωάν. ιζ. 11) μὲ βάση, ὅμως, τὴν μόνη ἀλήθεια, καὶ ὄχι τὴν οἰκονομία τῆς ἀγάπης, ποὺ προβάλλουν πολλοὶ σὲ βάρος τῆς ἀληθείας.

Ὁ Χριστὸς μᾶς καλεῖ ὅλους μέσα στοὺς αἰῶνες ὄχι μόνο νὰ Τὸν γνωρίσουμε, ἀλλὰ νὰ ζήσουμε τὴ δική Του ζωὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία ποὺ ὁ ἴδιος ἵδρυσε. Ἡ συνέπεια λόγων καὶ πράξεών μας εἶναι ἡ πιὸ πειστικὴ ἀπόδειξη ὅτι ἡ πίστη μας εἶναι ἡ μόνη ὀρθή. Ὁ Χριστιανὸς ποὺ ζεῖ ἑνωμένος μὲ τὸν Χριστὸ μέσα ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ συμμετέχει στὰ μυστήρια καὶ τὴν κοινὴ λατρεία ὀρθοδοξεῖ καὶ βρίσκεται σὲ πλήρη ἀσφάλεια. Ἔχει γνώση σωτηρίας καὶ ἀνήκοντας στὴ λογικὴ ἀγέλη τοῦ Κυρίου δὲν κινδυνεύει ἀπὸ τοὺς προβατόσχημους λύκους, τοὺς διάφορους αἱρετικοὺς ( Ἰωάν. ι΄ 1-16).

Μόνο ἡ Ὀρθοδοξία σώζει τὸν ἄνθρωπο, ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια. Εἶναι ὁ Χριστός μας, ὁ ὁποῖος ἦλθε στὸν κόσμο, γιὰ νὰ «κηρύξει τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ» (Μάρκ. α΄ 14), νὰ διδάξει καὶ νὰ «μαρτυρήσει τὴν ἀλήθεια» (Ἰωάν. ιη΄ 37). Γνωρίζοντας, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀλήθεια, καὶ βιώνοντάς την ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία (Ἰωάν. η΄ 32) καὶ μετέχει στὴν ἀληθινὴ ζωὴ (Ἰωάν. ιδ΄ 6). Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια, εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, καὶ ἀπέναντί της βρίσκεται ἡ πλάνη καὶ ἡ αἵρεση. Ἡ πλάνη ἀρνεῖται τὴν ἀλήθεια καὶ ἡ αἵρεση τὴ νοθεύει. Ἔτσι μακρυὰ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔπεσε σὲ πλάνη ἤ παρασύρθηκε ἀπὸ τὶς αἱρέσεις καὶ ὡς ἐκ τούτου χάνει τὴ δυνατότητα σωτηρίας. Αὐτὸ τόνιζε ἐμφατικὰ καὶ ὁ θεοσοφὸς Γέροντας Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος λέγοντας ὅτι «μόνο μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχει σωτηρία».

Ἡ Ἐκκλησία μας ποὺ εἶναι «ὁ στύλος καὶ τὸ στήριγμα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. γ΄ 15), ἀπὸ τὰ πρωτοχριστιανικὰ χρόνια, ἀγωνίσθηκε σκληρά, νὰ κρατήσει ἀκέραιη καὶ ἀνόθευτη τὴν ἀλήθεια καθὼς καὶ οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ διάδοχοί τους γιὰ νὰ προφυλάξουν τοὺς Χριστιανοὺς ἀπὸ τὶς πλανεμένες διδασκαλίες τῶν «ψευδοδιδασκάλων» καὶ τῶν «ψευδοπροφητῶν (Ματθ. ζ΄ 15, Β΄ Πετρ. β΄ 1, Α΄ Ἰωάν. δ΄ 1).

Ἀληθινὸς Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς εἶναι αὐτὸς πού:

* Πιστεύει στὴν Ἁγία Τριάδα. Στὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

*Ἔχει ἀποδεχθεῖ καὶ ἔχει ὁμολογήσει, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς, ὁ Ἐμμανουήλ, καὶ ὅτι εἶναι ὁ Σωτήρας καὶ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου.

*Εἶναι βαπτισμένος στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ εἶναι χρισμένος μὲ Ἅγιο Μύρο, ποὺ συμβολίζει τὶς δωρεὲς καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

*Μὲ τὴ ζωή του καὶ τὶς πράξεις του προσπαθεῖ καθημερινὰ νὰ προκόπτει πνευματικὰ καὶ νὰ παραμένει ζωντανὸ κύτταρο τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας.

*Τιμάει τὴν Παναγία καὶ τοὺς Ἁγίους μας καὶ προσκυνάει τὶς σεπτὲς εἰκόνες τους μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι ἡ προσκύνηση μεταβαίνει στὸ πρωτότυπο. Ἔτσι, κάθε Ὀρθόδοξο Χριστιανικὸ σπίτι ἔχει τὶς εἰκόνες του καὶ μὲ εὐλάβεια ἐμεῖς οἱ ἔνοικοί του, ἀνάπτουμε τὸ καντήλι μὲ τὸ ἱλαρὸ φῶς τοῦ ἐνώπιόν τους.

Ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ εἴμαστε ἀδέλφια καὶ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τὴν ὁποία ἵδρυσε ὁ Χριστὸς πάνω στὸ Σταυρὸ χύνοντας τὸ πανάγιο Αἷμά Του.

Σήμερα ποὺ ὅλοι διακηρύττουν τὶς πεποιθήσεις τους, γιατί νὰ ἀρνούμαστε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ τὴν δική μας; Ἡ πίστη δὲν μένει κρυφή, δημοσιοποιεῖται, καὶ δὲν εἶναι συναίσθημα, ἀλλὰ γνώση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι προσωπικὴ ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ γιὰ σωτηρία. Καὶ οἱ δαίμονες πιστεύουν, ἀλλὰ δὲν τηροῦν τὴν πίστη στὴ ζωή τους.

Ἡ Ἐκκλησία πολεμουμένη νικάει καὶ ἡ Ὀρθοδοξία πολεμουμένη θριαμβεύει καὶ καταδεικνύει ὅτι εἶναι ὀργανισμὸς θεοΐδρυτος, τοῦ ὁποίου κεφαλὴ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς, ποὺ παραμένει ὁ ἴδιος «χθὲς καὶ σήμερον καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. ιγ΄ 8). Ὁ θρίαμβος καὶ ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἀνέκαθεν ὑπῆρξαν οἱ διωγμοὶ καὶ τὰ μαρτύρια. Στὶς κατακόμβες ἡ Ἐκκλησία ἔστησε τρόπαιο νίκης, ἔκτισε τοὺς ἱεροὺς βωμοὺς πάνω στοὺς ὁποίους ἀνὰ τοὺς αἰῶνες μελίζεται καὶ δὲν διαιρεῖται, ἐσθίεται καὶ δὲν δαπανᾶται ὁ Ἄμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Τοὺς πολέμους καὶ τὶς διώξεις ποὺ ὑπέστη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ Ὀρθοδοξία ὥς τὶς ἡμέρες μας κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὶς ἀπαριθμήσει, γιατί αὐτὴ ὡς θεοΐδρυτος ὀργανισμὸς ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της μέχρι σήμερα δέχεται τὰ βέλη τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν, ποὺ ζητοῦν νὰ τὴν κατασπαράξουν.

Μὲ διαφορετικὲς μορφὲς κάθε φορὰ ὁ μισόκαλος ἐπιτίθεται, «ὡς λέων ὠρυόμενος ζητῶν τίνα καταπίει» (Α΄ Πέτρ. ε΄ 8), ἀλλὰ δὲν γνωρίζει ὁ ταλαίπωρος ὅτι πάντοτε ὁ Χριστὸς νικάει, ὁ Χριστὸς θριαμβεύει, ἀφοῦ εἶναι ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου, «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ. ε΄ 14), «ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάστασις» (Ἰωάν. ια΄ 25), «ἡ ὁδός», καὶ ἡ μόνη «ἀλήθεια» (Ἰωάν. ιδ΄ 6). Σήμερα ὁ μισόκαλος πολεμάει τὴν Ὀρθοδοξία μὲ τὶς αἱρέσεις, μὲ τὴν ἐκκοσμίκευση, τὴν ἀναζήτηση τοῦ χρήματος, τὴν ἀπόκτηση περιουσιακῶν στοιχείων, τὴν ἀκριβῆ διασκέδαση, τὸν ἀνέμελο τουρισμό, ποὺ προβάλλει περισσότερο ἀπὸ τὰ ἀξιοθέατα, τὶς τρυφηλὲς ἀπολαύσεις, τὴν πολυφαγία, τὴν ἄκρατη οἰνοποσία καὶ ποτοποσία, τὶς κάθε εἴδους σωματικὲς ἡδονές, ποὺ ἔχουν ἔμβλημά τους τὴν ἀποστροφὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴ ρήση: «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν» (Α΄ Κορ. ιε΄ 32).

Πολεμᾶται ἡ Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὴν προβολὴ τῆς χλιδάτης ζωῆς, τοῦ εὔκολου πλουτισμοῦ, τῶν ἀνέσεων, τοῦ διαφημισμένου ἀνθρωπισμοῦ καὶ τοῦ ἐνδιαφέροντος γιὰ μακρινοὺς λαούς, ἐνῶ παραβλέπεται ὁ πλησίον μας, τὸν ὁποῖον ἀφήνουμε νὰ ὑποφέρει καὶ παραμένουμε ἀδρανεῖς στὶς ἐκκλήσεις του, ποὺ μᾶς κοιτάζει καὶ μᾶς φωνάζει μαζὶ μὲ τὸν παράλυτο τῆς Βηθεσδᾶ «Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω» (Ἰωάν. ε΄ 7). Πολεμᾶται ἀπὸ τὸν ξενόφερτο τρόπο ζωῆς μὲ τὰ ἐκκοφαντικὰ ἀκούσματα, μὲ τὰ ναρκωτικά, μὲ τὸ διαδίκτυο, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἀχίλλειο πτέρνα τοῦ πολιτισμοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία εἰσάγεται στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὁ θάνατος, στὰ μέλη της ποὺ λησμόνησαν τὴν ἐντολὴ τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν «Στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις» (Β΄ Θεσ. β΄ 15). Δούρειος, ὅμως, ἵππος, ἐχθρὸς ποὺ ἐλλοχεύει μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἐχθρὸς ποὺ ὕπουλα προσπαθεῖ νὰ ἀφανίσει τὴν Ὀρθοδοξία εἶναι καὶ ὁ οἰκουμενισμός, ποὺ ἐπινοεῖται διαφόρους τρόπους γιὰ νὰ μᾶς ρίξει στὴ δηλητηριώδη ἀγκάλη τῶν ἀζυμιτῶν, ποὺ προβάλλοντας τὸ πρωτεῖο καὶ τὸ ἀλάθητο τοῦ Πάπα καὶ μὲ τὴν οὐνία καὶ τὴν οἰκονομικὴ ἰσχὺ ποὺ αὐτὸς διαθέτει σὰν ὁδοστρωτήρας ἀφανίζει ὅσους βρίσκονται στὸ δρόμο του. Εὐλογημένη Ὀρθοδοξία στάσου, «Ἕως θανάτου ἀγώνισαι περὶ τῆς ἀληθείας καὶ Κύριος ὁ Θεὸς πολεμήσει ὑπέρ Σοῦ» (Σοφ. Σειρ. δ΄ 28).

Προσοχή, ὅμως, ὅταν ἰσχυριζόμαστε ὅτι εἴμαστε Ὀρθόδοξοι, γιατί αὐτὸ βεβαιώνουν καὶ ἄνθρωποι ποὺ δροῦν ἀνορθόδοξα καὶ ἐξασκοῦν ἐπαγγέλματα ἐντελῶς ἀντίθετα μὲ τὴν πίστη καὶ τὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδοξίας μας, ὅπως ἀστρολόγοι, μέντιουμ, μάγοι, μάντισσες, καφετζοῦδες, χαρτορίχτρες.

Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι ἕνα διακοσμητικὸ στοιχεῖο τῆς ζωῆς μας, ἕνα κοστούμι ποὺ τὸ ράβουμε στὰ μέτρα μας. Εἶναι ἀκριβὴς κανόνας πίστεως καὶ ἀκριβὴς τρόπος ζωῆς. Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς ὀφείλει νὰ ἔχει ὀρθόδοξο βίωμα, Ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς. Πολλοὶ κατ’ ὄνομα Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ζοῦν τελείως μακριὰ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἡ ἄρνηση τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς Ὀρθοδοξίας μας μᾶς ἀφαιρεῖ τὴν ἰδιότητα τοῦ Ὀρθοδόξου, ὅπως ἐπίσης καὶ ὁ ἐνσυνείδητος ἀνορθόδοξος τρόπος ζωῆς. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀγρυπνεῖ καὶ βλέποντας τὶς παγίδες ποὺ στήνει ὁ πονηρὸς σὲ πολλοὺς ἀπὸ ἐμᾶς ἀπορρίπτει τελείως ὅλες τὶς ἐνέργεις, τὰ τεχνάσματα καὶ τὰ ἐπαγγέλματα ποὺ βυθίζουν τὶς ψυχὲς στὸ χάος, ἀφοῦ ἀντιστρατεύονται τὴν Θεία Πρόνοια καὶ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ μας, τῆς πηγῆς τῆς ἀληθείας. Τὸ μέλλον τοῦ ἀνθρώπου ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Μόνον Ἐκεῖνος τὸ γνωρίζει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἐξιχνιάσουν οἱ μάντισσες, οἱ ἀστρολόγοι καὶ οἱ χαρτορίχτρες. Οὔτε τὰ ζώδια μποροῦν νὰ ἑρμηνεύσουν τὸ μέλλον μας. Μιὰ πίστη σὲ αὐτὰ καὶ σὲ ὅλους τοὺς μελλοντολόγους καταρρίπτει τὴν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας τῆς βουλήσεως καὶ ὡς ἐκ τούτου καὶ τὴν εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν τρόπο ποὺ διαχειρίζεται τὴ ζωή του.

Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος εἶναι, τὸ τονίζουμε, μόνον ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει ὀρθόδοξα καὶ ἀγωνίζεται νὰ ζεῖ ὀρθόδοξα. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ἀναμαρτησία, δηλαδὴ ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι εἴμαστε ἀναμάρτητοι. Ἡ ἁμαρτία εἶναι μέσα στὴ φύση τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου, εἶναι καθολικὸ φαινόμενο τῆς ζωῆς. Γι’ αὐτήν, ὅμως, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἔχει τὸ λουτρὸ τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἐξομολογήσεως. Αὐτὸς ποὺ βιώνει ὀρθόδοξα τὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ ἔχει ὀρθόδοξη πορεία ζωῆς ξέρει νὰ μετανοεῖ γιὰ τὰ σφάλματά του, νὰ ζητάει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι ὁ Θεὸς τὸν συγχωρεῖ νὰ προχωράει σταθερὰ στὸ δύσβατο καὶ τραχὺ μονοπάτι τῆς ζωῆς.
Μπούσιας Χαράλαμπος (Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας)

Κυριακή, Ιανουαρίου 01, 2017

HΜΕΡΕΣ AΠΟΣΤΑΣΙΑΣ, ΧΡΟΝΟΣ AΠΩΛΕΙΑΣ (Χαρ. Μπούσιας)

ΚΑΛΗ ΚΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ 
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΑΝΤΟΣ ΛΟΓΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ 
Η ΝΕΑ ΧΡΟΝΙΑ 2017


Ἡμέρες ἀποστασίας, χρόνος ἀπωλείας


ὁ Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

.           Εὑρισκόμενοι στὸ τέλος καὶ αὐτοῦ τοῦ χρόνου καὶ τὴν ἀρχὴ τοῦ νέου βλέποντας τὴν ἀποστασία νὰ βασιλεύει γύρω μας τολμοῦμε νὰ ἀναρωτηθοῦμε, ἂν ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας εἶναι χρόνος σωτηρίας ἢ χρόνος ἀπωλείας!
.           Ἀπὸ χρόνια ἀπομακρυνόμαστε διαρκῶς ἀπὸ τὸ θέλημα καὶ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ πράττοντες τὸ δικό μας θέλημα καὶ ἡ ἀποστασία μας βαθαίνει ὅσο πέρναει ὁ καιρός, ἀφοῦ ὁ δρόμος ποὺ ἔχουμε πάρει εἶναι κατηφορικός, εἶναι ὁ εὔκολος δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια. Ἡ ἀποστασία μας ἀπὸ τὸν Θεὸ   προχωρεῖ πρὸς τὸ ἀποκορύφωμά της καὶ δὲν στηρίζεται μόνο στὴ θεωρητική, ἀλλὰ καὶ στὴν πρακτικὴ ἄρνηση τῆς ὑπάρξεως τῆς ψυχῆς, τοῦ πνευματικοῦ κόσμου καὶ τῆς αἰωνιότητος. Ἡ ἀγάπη πάγωσε στὶς καρδιές μας. Δὲν βλέπουμε τὸ διπλανό μας μὲ συμπόνοια, μὲ σπλαχνικὸ μάτι. Τὸ μόνο ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ δική μας καλοζωΐα, τὰ δικά μας συμφέροντα. Γιὰ ἐμᾶς γράφηκε τὸ παλιὸ τραγούδι ποὺ λέει «Ὅποιος τρώει καὶ πίνει καὶ καλοπερνᾶ, δὲν τὸν νοιάζει, μάνα μου, ὁ ἄλλος ἂν πεινᾶ». Χωρὶς ἀγάπη καὶ χωρὶς μεταθανάτιες ἀνησυχίες ἡ ζωή μας δὲν διαφέρει σὲ τίποτα ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν ζώων, αὐτῶν ποὺ ζοῦν γιὰ νὰ τρῶνε, ἐνῶ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, καὶ μάλιστα οἱ πιστοὶ στὸν Χριστό μας, πρέπει νὰ τρῶμε μόνο γιὰ νὰ ζοῦμε. Ἔχουμε ἀποστατήσει, δυστυχῶς, καί, ἔτσι, μὲ μεγάλη ἄνεση προχωροῦμε στὴν ἀσέβεια καὶ στὴ διαφθορά, στὴν ἀρχαιοελληνικὴ ρήση «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀπονθήσκομεν».
.         Τὸ κακὸ στὶς ἡμέρες μας πλήθυνε καὶ διαπράττεται εὐκολότερα καὶ ἀνετώτερα μὲ τὴν ἐπιστημονικὴ ἐξέλιξη. Ζοῦμε σὲ ἐποχή, σὰν αὐτὴ ποὺ ὁμολογεῖ πρῶτα ὁ Ψαλμωδὸς Δαβὶδ (Ψαλμ. ΝΒ´ 4) καὶ ἔπειτα ἐπαναλαμβάνει ὁ θεῖος Παῦλος: “Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν· οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός» (Ῥωμ. γ΄ 12). Ὅλοι γύρω μας παρεκτράπησαν ἀπὸ τὸ σωστὸ δρόμο, τὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς καὶ ἐξαχρειώθηκαν. Δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ ἐνεργεῖ τὸ ἀγαθό, νὰ ἐνεργεῖ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μας, σύμφωνα μὲ τὶς ἀρχὲς τοῦ Εὐαγγελίου Του. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας καί, ἀλλοίμονο, ὅταν θὰ ξεχειλίσει τὸ ποτήρι τῆς ὑπομονῆς τοῦ Θεοῦ!

.               Δὲν ἔφθασε, ὅμως, στὶς ἡμέρες μας μόνο ἡ ἀποστασία μας. Εἶναι καὶ ἡ διαστροφή! Τὸ ἄσπρο τὸ λέμε μαῦρο, τὸ κακὸ καλό, τὸ ἄσχημο ὄμορφο. Ἡ κακία προβάλλεται ὡς ἀρετὴ καὶ ἡ ἀρετὴ ὡς ἁμαρτία. Καὶ ὅταν ἀμνηστεύουμε τὴν ἁμαρτία δὲν ὁδηγούμαστε σὲ μετάνοια καὶ φυσικὰ σὲ ἐξομολόγηση, σὲ συντριβὴ καρδιᾶς. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐσχάτη πλάνη, ἡ χειρότερη ἁμαρτία, ἡ ἀμετανοησία καὶ ἡ ἀμνήστευση τῶν θανασίμων ἁμαρτιῶν μας. Βλασφημοῦμε δηλαδὴ μὲ τὴ ζωή μας τὸ Πανάγιο Πνεῦμα καὶ ἀρνούμαστε κάθε θεϊκὴ βοήθεια αὐτονομούμενοι καὶ νομίζοντας ὅτι ἐξουσιάζουμε τὰ πάντα καὶ ἰδίως τὸν ἑαυτό μας. Ὁ Θεὸς μᾶς εἶναι περιττός. Καὶ χωρὶς Αὐτὸν φθάσαμε σὲ ἰσοπέδωση θρησκειῶν, φυλῶν, κρατῶν, γλωσσῶν, ἐθίμων καὶ παραδόσεων. Φθάσαμε στὴν παγκοσμιοποίηση καὶ ἀπολαμβάνουμε τοὺς καρπούς της, τὴν κρίση, τὸ ἔγκλημα, τὴν ἀνεργία, τὴ φτώχεια. Τὸ χειρότερο, ὅμως, εἶναι ὅτι βαδίζουμε ὅλοι σὰν ὑπνωτισμένοι καὶ ἐνῶ γνωρίζαμε τὸ στραβὸ δρόμο ποὺ πήραμε δὲν ἀντιδρούσαμε, ὅπως καὶ ἀκόμη καὶ τώρα δὲν ἀντιδροῦμε καθόλου ἢ ἀντιδροῦμε ἐλάχιστα. Νομίζουμε πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς ὅτι ζοῦμε χριστιανικὴ ζωή, ἀλλὰ γελιόμαστε καὶ κοροϊδεύουμε καὶ τὸν Θεό μας. Πηγαίνουμε στὴν Ἐκκλησία, συνήθως πρὸς τὸ τέλος τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, ὄχι γιὰ νὰ δοξάσουμε τὸν Θεό μας, γιὰ τὶς εὐεργεσίες Του πρὸς ἐμᾶς καὶ νὰ προσευχηθοῦμε θερμὰ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, ἀλλὰ γιὰ νὰ φανοῦμε στὰ μάτια τῶν συνανθρώπων μας ὅτι θρησκεύουμε, ὅτι εἴμαστε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Πόσο ἐπιφανειακοὶ ἄνθρωποι εἴμαστε! Ὁ Θεός μας, ὅμως, ὁ ὁποῖος «οὐ μυκτηρίζεται» (Γαλ. ϛ´ 7), μᾶς λέει μὲ τὸ στόμα τοῦ Προφήτη Ἡσαΐα «ὁ λαός μου ταῖς χείλεσι μὲ τιμᾷ· ἡ καρδία αὐτοῦ πόῤῥῳ ἀπέχει ἀπ’ ἐμοῦ» (Ἡσ. κθ´ 13).
.              Ὅλοι μας μας, ἐκτὸς ἀπὸ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, κυλιόμαστε καθημερινὰ στὸ βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἐπειδὴ ἡ ἁμαρτία μᾶς ἔχει γίνει συνήθεια, δὲν νοιώθουμε ὅτι κάνουμε κάτι κακό, ἀλλὰ τὴν ἀπολαμβάνουμε σὰν κάτι τὸ φυσιολογικό. Αὐτὸ εἶναι τὸ χειρότερο, ἀφοῦ φθάνουμε στὴ διαστροφή. Ζοῦμε σὲ μιὰ κοσμογονικὴ ἐποχή, ὅπου κυριαρχεῖ τὸ παγκόσμιο πνεῦμα τῆς ἀποστασίας, τοῦ πλεονασμοῦ τῆς ἁμαρτίας, τοῦ ψεύδους, τῆς καταπτώσεως τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν, τῆς τροφοδοσίας μας μὲ τὰ ξυλοκέρατα ποὺ μᾶς προσφέρουν γιὰ φαγητὸ τὰ μέσα ἐνημερώσεως, οἱ τηλεοράσεις, τὰ περιοδικά, τὸ διαδίκτυο. Ζοῦμε τὴν ἀποχαλίνωση τῶν πάντων στὴν ἐποχὴ τῆς «πληθύνσεως τῆς γνώσεως» (Δαν. ιβ´ 1,2,4).
.            Ἡ γνώση τῶν ἀνθρώπων αὐξάνεται συνεχῶς, ἡ ἐπιστήμη προοδεύει. Ἀλλὰ τί μὲ αὐτό; Ἔγραφε κάποιες δεκαετίες πρίν ποὺ ἡ ἀποστασία δὲν εἶχε ὁλοκληρωθεῖ, ὅπως σήμερα, ὁ ἀγωνιστὴς Μητροπολίτης Φλωρίνης, π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης, ὅτι «ὁ κόσμος σήμερα καυχᾶται γιὰ τὰ ἐπιτεύγματά του. Ἐπληθύνθη ἡ γνῶσις καὶ ἡ ἐπιστήμη. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι ζοῦμε στὶς πιὸ εὐτυχεῖς ἡμέρες. Καὶ ὅμως ὁ κόσμος σήμερα εἶναι δυστυχέστερος. Γιατί; Ἔχει τηλέφωνα, ἀεροπλάνα, πυραύλους, τὰ πάντα· τί τοῦ λείπει; Δὲν ὑπάρχει ἀγάπη. Ἔλειψε ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θυσιάζεται γιὰ τὸν ἄλλο. Μέσα στὶς καρδιὲς ὁ διάβολος ἔχυσε τὸ φαρμάκι του. Φαρμάκωσε φτωχούς, πλουσίους, ἄντρες, γυναῖκες, παιδιά, κλῆρο, λαό· φαρμάκωσε τὰ ἔθνη, φαρμάκωσε τὰ πάντα. Πικρὸ φαρμάκι πίνει ὁ κόσμος. Τί νὰ τὰ κάνῃς τὰ ἄλλα; Πάνω ἀπ᾿ τὰ κεφάλια, ἀπὸ μιὰ τρίχα ἀλόγου, ὁ διάβολος κρέμασε τώρα τὸ σπαθί του. Ἔπεσε; Ἀλλοίμονο. Αὐτὸ συμβαίνει σήμερα. Κι ὅπως τὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἔβαλε τὸν Κάϊν νὰ μισήσῃ καὶ νὰ σκοτώσῃ τὸν ἀδερφό του, ἔτσι καὶ τώρα ἔρριξε τὸ φαρμάκι του καὶ ὁ κόσμος μισεῖται θανασίμως. Ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα, ὢ συμφορά! Μιὰ προφητεία λέει, ὅτι θ᾿ ἀραιώσῃ ὁ κόσμος τόσο, ποὺ θὰ περπατᾷς 100 χιλιόμετρα καὶ ἄνθρωπο δὲν θὰ βλέπῃς».
.            Ἡ ἀποστασία μας σήμερα βρίσκεται στὸ ἀποκορύφωμά της. Μαζὶ μὲ αὐτὴν βλέπουμε καὶ σημεῖα στὸν οὐρανό. Σημεῖα ἐσχατολογικά, ἀκαταστασίες, σεισμούς, πολέμους, καταστροφές, ἐγκλήματα, ποὺ δείχνουν ὅτι «ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας» (Κολ. γ´ 6). Τὰ βλέπουμε, ὅμως, καὶ μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας ἢ τὰ παραβλέπουμε; Συνειδητοποιοῦμε τοὺς τρόπους καταργήσεως τῆς θρησκείας μας μὲ τὰ μέτρα ἀποχριστιανοποιήσεως, ἀπαρθοδοξοποιήσεως, ἀφελληνισμοῦ; Βλέπουμε τὸν πολιτικὸ γάμο, τὴν πολιτικὴ κηδεία, τὰ ἀβάπτιστα παιδιὰ μὲ ὀνοματοδοσία στὰ ληξιαρχεῖα, τὴν καύση τῶν νεκρῶν μας; Βλέπουμε τὴν κατάργηση τοῦ Σταυροῦ ἀπὸ τὴ σημαία μας, τὴν ἀποκαθήλωση τῶν εἰκόνων μας ἀπὸ τὰ σχολεῖα καὶ τὰ δημόσια καταστήματα; Βλέπουμε τὴ μεώση τῶν γεννήσεων, τὴν αὔξηση τῶν διαζυγίων, τὴν ἐλευθερία στὶς ἐκτρώσεις, τὸν κιναιδισμὸ ποὺ ὀνομάζουν «προσωπικὴ ἰδιαιτερότητα» καί, ἀλλοίμονο, ἂν τολμήσει κάποιος νὰ θίξει τοὺς δυστυχεῖς αὐτοὺς διαστροφεῖς; Βλέπουν τὴ λατρεία τοῦ διαβόλου ἢ τὴν προβολὴ τῆς πανθρησκείας καὶ τῆς οἰκουμενικότητος;
.          Ἀδελφοί μου, πολὺ θλίβομαι ποὺ ἐλάχιστοι ἀσχολοῦνται μὲ τὴν τρομακτικὴ αὐτὴ ἀποστασία καὶ τὸν παγκόσμιο κατήφορο τῆς ἀνθρωπότητος ποὺ ὁδηγεῖ στὸ χάος. Οἱ ἡμέρες μας μοιάζουν μὲ τὶς ἡμέρες τοῦ Νῶε, γιὰ τὶς ὁποῖες ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε τὸν κατακλυσμὸ τῆ γῆς. Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ὅλοι ἀδιαφοροῦσαν γιὰ ὅτι γινόταν γύρω τους. Μήπως καὶ σήμερα δὲν ἀδιαφοροῦμε; Ἀσχολούμαστε μόνο μὲ τὰ ὑλικὰ πράγματα καὶ τὰ γλέντια καὶ ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας εἶναι χρόνος ἀπωλείας. Στὸ βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας, ὅπου βυθιζόμαστε, δὲν μποροῦσε νὰ κινήσουμε τὰ χέρια μας, γιὰ νὰ κολυμβήσουμε καὶ νὰ βγοῦμε ἀπὸ αὐτόν. Ἔχουμε κολλήσει. Βλέπουμε, ὅμως, ἕνα Χέρι ἀπὸ ψηλὰ νὰ θέλει νὰ μᾶς τραβήξει. Μᾶς τὸ τείνει, ἀλλὰ δὲν τὸ παίρνουμε. Προτιμοῦμε νὰ πνιγοῦμε. Εἶναι τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ τῆς σωτηρίας μας, Αὐτοῦ ποὺ θελει νὰ μᾶς σώσει, ἂν καὶ ἐμεῖς τὸ θελήσουμε καὶ τοῦ δώσουμε τὸ βρωμερὸ χέρι μας, ποὺ δὲν τὸ σιχαίνεται. Ὁ χρόνος κυλάει. Ἄλλος ἕνας χρόνος τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας τελειώνει. Ἂν τώρα δὲν τείνουμε τὸ χέρι μας στὸ χέρι τοῦ Θεοῦ μας, γιὰ νὰ μᾶς σώσει, θὰ βυθισθοῦμε μέσα στὸ τέλμα καὶ θὰ πγιγοῦμε σίγουρα στὰ βρώμικα νερὰ τῆς αἰώνιας ἀπωλείας. Παρακαλῶ, μὴν ἀρνηθοῦμε νὰ δώσουμε τὸ χέρι μας στὸν Χριστό μας, τὸν Σωτήρα μας. «Ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Ῥωμ. ιγ´ 12).       
       


Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

Κυριακή, Απριλίου 03, 2016

Ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ

Ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ


Ὁ Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

Εικόνα για το αποτέλεσμα ειδήσεων.           Στὸ δωδέκατο ἀντίφωνο τῆς Μεγάλης Πέμπτης βλέπουμε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας ἀποτυπωμένο τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ μας. «Λαός μου, τί ἐποίησά σοι, καὶ τί μοι ἀνταπέδωκας; Ἀντὶ τοῦ μάννα χολήν∙ ἀντὶ τοῦ ὕδατος ὄξος· ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με σταυρῷ με προσηλώσατε». Λαέ μου, τί κακὸ σοῦ ἔκανα, ὥστε νὰ δικαιολογεῖται ἡ ἀχάριστη συμπεριφορά σου; Ὅταν ἤσουν στὴν ἔρημο περιπλανώμενος, ἐγὼ σὲ χόρτασα μὲ τὸ μάννα, καὶ ὅταν διψοῦσες, ἐγὼ σὲ πότισα μὲ δροσερὸ νερὸ ἀπὸ τὴ σκληρὴ πέτρα. Καὶ ἐσὺ τί ἔκανες γιὰ Ἐμένα; Μοῦ ἔδωσες χολὴ καὶ ξύδι. Καὶ ἀντὶ νὰ μοῦ δείξεις εὐγνωμοσύνη καὶ ἀγάπη, μὲ σταύρωσες. Τὸ ἀντιμίσθιο τοῦ λαοῦ πρὸς τὸν εὐεργετη του ἦταν ὁ σταυρός. Τὸ ξύλο τῆς ἀτιμίας ποὺ ἔγινε ξύλο τιμῆς καὶ σωτηρίας. 
.           Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ συμπατριῶτες τοῦ ἐνσαρκωμένου Λόγου τοῦ Θεοῦ, οἱ Ἑβραῖοι δὲν μπόρεσαν νὰ Τὸν ἀποδεχθοῦν ὡς Μεσσία, γιατὶ δὲν νοοῦσαν Θεὸ θανατούμενο πάνω στὸ ἀτιμωτικὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ. Δὲν μποροῦσαν νὰ κατανοήσουν τὴ δόξα τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴν αἴγλη τοῦ ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ. Σὲ αὐτὸ τοὺς μοιάζουμε καὶ πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς χριστιανούς, ποὺ σήμερα ζητοῦμε μιὰ ζωὴ ἀσταύρωτη, ζητοῦμε νὰ κατακτήσουμε τὸν παράδεισο χωρὶς νὰ σηκώσουμε σταυρὸ στὴ ζωή μας. Θέλουμε δόξα χωρὶς σταυρό. Ἔτσι, γινόμαστε καὶ ἐμεῖς ἄπιστοι. Ἀρνούμενοι τὸ σταυρό μας, τὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη, τὴν ταπείνωση, τὴν ὑπομονή, τὴν ἄσκηση ἀρνούμαστε τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ μας, ἀρνούμαστε τὸν ἴδιο τὸν Ἐσταυρωμένο μας Ἰησοῦ. Καὶ ἀρνούμενοι τὸ Χριστό μας αὐτονομούμαστε καὶ ἐγωϊστικὰ φερόμενοι πέφτουμε στὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ.
.           Γιὰ τοὺς πιστοὺς καὶ ἐνσυνείδητους Χριστιανοὺς ὁ σταυρὸς καὶ ὁ λόγος τοῦ Ἐσταυρωμένου εἶναι ἡ δύναμή μας, εἶναι τὸ σθένος μας, εἶναι ἡ ἰσχύς μας σὲ ἀντιθέση ποὺ τοὺς ἀπίστους, ποὺ γιὰ αὐτοὺς ὁ σταυρὸς εἶναι μωρία καὶ αἰσχύνη. «Ὁ λόγος ὁ τοῦ Σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δὲ σωζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι» μᾶς λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Α´ Κορινθ. α´ 18).
.           Γιὰ ἐμᾶς τοὺς ὀρθοφρονοῦντες Χριστιανοὺς τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ εἶναι τὸ σημεῖο τῆς νίκης, τὸ σημεῖο τῆς ἐπιτυχημένης πορείας στὸ δρόμο τῆς ἐπίγειας διαδρομῆς μας. Γι’ αὐτὸ καὶ στὶς δυσκολίες μας, αὐτὲς στὶς ὁποῖες ὑποβαλλόμαστε ἀπὸ τὸ μισόκαλο δαίμονα, φωνάζουμε μὲ παρρησία: «Συντριβήτωσαν ὑπὸ τὴν σημείωσιν τοῦ τύπου τοῦ τιμίου σταυροῦ σου πᾶσαι αἱ ἐναντίαι δυνάμεις». Καὶ μὲ τὴ δύναμη τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ σταυροῦ κατορθώνουμε καὶ ἀπωθοῦμε μακριὰ τὴ δύναμη τοῦ πονηροῦ.
.           Μιὰν ἡμέρα ὁ Γέροντας Δωρόθεος, ὁ Θηβαῖος, ἔστειλε τὸν ὑποτακτικό του στὸ πηγάδι νὰ φέρει νερό. Ἐκεῖνος μόλις ἔσκυψε καὶ ἦταν ἕτοιμος νὰ ρίψει στὸ νερὸ τὸν κουβὰ εἶδε μιὰ ἀσπίδα, ἕνα δηλητηριῶδες φίδι, νὰ βρίσκεται μέσα σὲ αὐτό. Ἐγκατέλειψε τότε τὸν κουβᾶ καὶ ἔτρεξε στὸ Γέροντα φωνάζοντας:
-Ἀββᾶ χαθήκαμε, τό πηγάδι δηλητηριάστηκε ἀπὸ μιὰ ἀσπίδα.
-Κι ἂν ο διάβολος ἀποφασίσει νὰ ρίψει ἀσπίδες σὲ ὅλα τὰ πηγάδια, ἐσὺ θὰ πεθάνεις ἀπὸ τὴ δίψα;
.           Ἔτσι τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας κουνώντας τὸ κεφάλι, γιὰ τὴ δειλία τοῦ ὑποτακτικοῦ του. Μετὰ πῆγε ὁ ἴδιος στὸ πηγάδι πῆρε τὸν κουβᾶ καὶ ἔβγαλε μόνος του νερό. Τὸ σταύρωσε, ἤπιε ὁ ἴδιος καὶ ἔδωσε καὶ στὸν ὑποτακτικό του λέγοντας: Ὅπου ὑπάρχει σταυρὸς δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ ἡ κακία τοῦ ἐχθροῦ.
.           Ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ εἶναι δύναμη σωτηριώδης, δύναμη εὐεργετική, δύναμη θεϊκῆς δωρεᾶς πρὸς τὸν ἀνίσχυρο ἄνθρωπο. Καὶ ἡ δύναμη αὐτὴ ἀγκαλιάζει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὅλους αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν στὸν Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ, σὲ ἀνατολὴ καὶ δύση σὲ βορρὰ καὶ νότο, ἀφοῦ κατὰ τὸ τροπάριο τῶν αἴνων τῆς ἑορτῆς του «εὗρος καὶ μῆκος Σταυροῦ, οὐρανοῦ ἰσοστάσιον». Δηλαδὴ τὸ μῆκος καὶ τὸ πλάτος τῶν ἀκτίνων τοῦ Σταυροῦ ἐπεκτεινόμενα καλύπτουν ὅλη τὴ γῆ καὶ φθάνουν μέχρι τὰ πέρατα τοῦ οὐρανοῦ δεικνύοντα ταυτόχρονα καὶ τὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη τοῦ Ἐσταυρωμένου ποὺ εἶναι ἀπεριόριστη, εἶναι ἡ ἀγάπη χωρὶς σύνορα, ἡ ὁποία ἀγκαλιάζει ὅλους μας καὶ μᾶς ἀνεβάζει στὸν ὁλόφωτο οὐρανό.
.           Ἀναφέρεται ὅτι κάποιος νέος παραστράτησε, μὰ τόσο μετανόησε, ὅταν ἡ Θεία Χάρη τὸν ἐπισκέφτηκε ἀπὸ ἕνα κήρυγμα ποὺ ἄκουσε, ὥστε ἄφησε τὸν κόσμο κι ἔγινε καλόγερος. Ἔφτιαξε μιὰ καλύβα στὴν ἔρημο κι ἔκλαιγε κάθε μέρα μὲ πολὺ πόνο τὶς ἁμαρτίες του. Μὲ τίποτα, ὅμως, δὲν μποροῦσε νὰ παρηγορηθεῖ.
.           Μιὰ νύχτα παρουσιάστηκε στὸν ὕπνο του ὁ Ἰησοῦς, περιτριγυρισμένος ἀπὸ φῶς οὐράνιο. Πῆγε κοντά του μὲ καλωσύνη καὶ τοῦ εἶπε μὲ τὴ γλυκιὰ φωνή Του:
– Τί ἔχεις, ἄνθρωπε καὶ κλαῖς, μὲ τόσο πόνο;
– Κλαίω, Κύριε, ἀπάντησε ἐκεῖνος, γιατὶ ἔπεσα σὲ ἁμαρτία, εἶπε μὲ ἀπελπισία ὁ ἁμαρτωλός.
– Ὤ, τότε σήκω, τοῦ εἶπε παρήγορα ὁ Χριστός μας!
– Δὲν μπορῶ μόνος, Κύριε, ἀπάντησε ὁ μοναχὸς τρέμοντας.
.           Ἅπλωσε τότε τὸ Θεϊκό Του χέρι ὁ Κύριος τῆς ἀγάπης καὶ τὸν βοήθησε νὰ σηκωθεῖ. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν σταμάτησε νὰ κλαίει.
– Τώρα γιατί κλαῖς; Τοῦ εἶπε!
– Πονῶ, Χριστέ μου, γιατὶ σὲ λύπησα. Ξόδεψα τὸν πλοῦτο τῶν χαρισμάτων Σου σὲ ἀσωτίες, συνέχισε ὁ μοναχός.
.           Ἔβαλε τότε μὲ στοργὴ τὸ χέρι Του ὁ Φιλάνθρωπος Δεσπότης στὸ κεφάλι τοῦ πονεμένου ἁμαρτωλοῦ καὶ τοῦ εἶπε μὲ ἱλαρότητα:
– Ἀφοῦ γιὰ μένα πονᾶς τόσο πολύ, ἐγὼ ἔπαυσα πιὰ νὰ λυπᾶμαι γιὰ τὰ περασμένα, γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου.
.           Ὁ νέος σήκωσε τὸ βλέμμα του, γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸ Σωτήρα του, μὰ Ἐκεῖνος δὲν βρισκόταν πιὰ ἐκεῖ. Στὴ θέση ποὺ πατοῦσε εἶχε σχηματισθεῖ ἕνας πελώριος ὁλόφωτος σταυρός. Λυτρωμένος πιὰ ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας, ἔπεσε ὁ μοναχὸς καὶ τὸν προσκύνησε. Μὲ εὐγνωμοσύνη στὴν ψυχή, ὕστερα ἀπὸ τὸ ὅραμα ἐκεῖνο, κατέβηκε πάλι στὴν πολιτεία ὁ νέος μοναχός, γιὰ νὰ γίνει πιὰ θερμὸς κήρυκας τῆς μετανοίας καὶ νὰ ὁδηγήσει στὸν Ἐσταυρωμένο Χριστὸ πολλοὺς ἄλλους παραστρατημένους.
.           Ἐμεῖς, οἱ σταυροφόροι χριστιανοὶ ποὺ βιώνουμε τὴ μετάνοια εἰλικρινά, ὀφείλουμε νὰ ἀποτελοῦμε τὸ ἀνάχωμα τῆς ἠθικῆς καὶ τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως τῆς κοινωνίας μας μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ μας. Ἡ ἠθικὴ κατάπτωση τῶν γύρω μας, αὐτῶν ποὺ δὲν σηκώνουν τὸν σταυρό τους μὲ προθυμία καὶ ὑπομονὴ ἔφερε τὴ σημερινὴ οἰκονομικὴ κρίση, ποὺ δὲν παύει, ὅμως, νὰ εἶναι «παδαγωγὸς εἰς Χριστόν» (Γαλ. γ´ 24), γιατὶ μᾶς φέρνει κοντά Του, γιατὶ μᾶς ἐξαναγκάζει νὰ ἐλαττώνουμε τὶς ὑπέρμετρες ἐπιθυμίες μας καὶ νὰ αὐξάνουμε τὴν ἐμπιστοσύνη μας σ’ Αὐτόν. Ἡ οἰκονομικὴ κρίση μᾶς ἐξαναγκάζει νὰ δοῦμε τὴ ζωὴ στὶς πραγματικές της διαστάσεις, καὶ ἐπιστρέφοντας στὶς ἠθικὲς ρίζες μας νὰ τὴν ἀναδιοργανώσουμε στὸ πρότυπο τοῦ Εὐαγγελίου τῆς ἀγάπης καὶ νὰ ἐπιτύχουμε τοῦ ἐλέους τοῦ πολυεύσπλαγχνου Θεοῦ μας, ποὺ ζητᾶ νὰ βρεῖ εὐκαιρία, γιὰ νὰ μᾶς σώσει. Οἱ σταυροφόροι Χριστιανοὶ ὀφείλουμε νὰ ἀποτελοῦμε τὸ καύχημα τῆς κοινωνίας καὶ νὰ δείχνουμε τὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀλλάζει τὸ πρόσωπό της μὲ συμπάθεια, ἀφοῦ στηρίζεται στὴν ἐνεργὴ ἀγάπη, αὐτὴ ἀπὸ τὴν ὁποία ἐμφορεῖτο καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἐσταυρωμένος Ἰησοῦς. Ἔτσι οἱ σταυροφόροι Χριστιανοὶ γινόμαστε «εὐχάριστοι τοῖς πᾶσι» (Κολασ. γ´ 15), εἴμαστε φιλόθεοι καὶ φιλάνθρωποι, ἐμπνέουμε τοὺς γύρω μας μὲ τὸ σταυροαναστάσιμο ἦθος μας, δημιουργοῦμε ἕναν ἐπίγειο παράδεισο στὸ περιβάλλον μας μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ παράδειγμά μας, προβάλλουμε τὸ Ὀρθόδοξο φρόνημά μας μὲ παρρησία καὶ ἀγωνιζόμαστε «κόντρα στὸ ρεῦμα» κατὰ τῆς ἐνορχηστρωμένης πολεμικῆς τῆς ἀποδομήσεως τῶν Ἑλληνορθοδόξων θεμελίων τοῦ ἔθνους μας.
.           Ἐπειδὴ κανείς, ἀδελφοί μου, δὲν μπῆκε στὸν Παράδεισο χωρὶς ἀγόγγυστα νὰ σηκώσει τὸν προσωπικό του σταυρό, ἂς μὴν δυνανασχετοῦμε γιὰ τὸ σταυρό μας, γιὰ τὸν ὁποιονδήποτε σταυρό μας. Νὰ εἴμαστε καὶ νὰ παραμείνουμε σταυροφόροι μέχρι τέλους, γνωρίζοντας ὅτι ἔχουμε εὐσυμπάθητο Κυρηναῖο, τὸν ἴδιο τὸν Κύριο μας, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔδωσε τὸ σταυρὸ λέγοντας μας«Ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν» Ματθ. ια´ 30) καὶ μᾶς βοηθᾶ νὰ τὸν σηκώσουμε λέγοντάς μας “Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν” (Ἰωάν. ιε´ 5). Ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ εἶναι ἀνυπέρβλητη, εἶναι ἡ δύναμη τοῦ ἐσταυρωμένου, ἡ δύναμη τῆς ἐπιτυχίας, ἡ δύναμη καὶ τὸ σύμβολο τῆς νίκης μας ἐναντίον τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους, αὐτῶν ποὺ καὶ ὡς πρόσωπα καὶ ὡς κοινωνία καὶ ὡς ἔθνος θέλουν νὰ μᾶς ρίψουν στὸ χάος τῆς καταστροφῆς μέσα ἀπὸ τὴν ἀναζήτηση τῆς ἀσταύρωτης ζωῆς.


Τετάρτη, Μαρτίου 02, 2016

Ταπείνωση καὶ παγίδες τοῦ διαβόλου



Ἡ ταπείνωση μοιάζει μὲ τὸν ἀνελκυστήρα ποὺ ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ πατέρες τὴν ὀνομάζουν «ὑψοποιό». Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ταπεινὸ φρόνημα εἶναι ἀγαπητὸς στὸν Θεὸ, ποὺ τὸν θέτει πάντοτε ὑπὸ τὴν προστασία Του. Μᾶς τὸ ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος διὰ τοῦ στόματος τοῦ Προφήτη Ἡσαΐα: «Ἐπί τινα ἐπιβλέψω, ἀλλ’ εἰ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους μου» (Ἡσ. ξστ΄ 2). Καὶ τοῦτο γιατὶ ὡς ἀρετὴ ἡ ταπείνωση ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιο ὅλων τῶν ἄλλων. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς παροτρύνει νὰ ἐνδυθοῦμε «σπλάγχνα οἰκτιρμῶν, χρηστότητα, ταπεινοφροσύνην, πραότητα, μακροθυμίαν» (Κολασ. γ΄ 12). 

Ἡ ταπεινοφροσύνη πηγάζει ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους μας καὶ διαφέρει ἀπὸ τὴν ταπεινολογία ἢ τὴν ταπεινοσχημία ποὺ ὄχι μόνο δὲν χαριτώνει τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν κάνει μισητὸ στὸν Θεό μας, ὁ ὁποῖος «ταπεινοῖς δίδωσι χάριν» (Α΄ Πέτρ. ε΄ 5). Ὁ Γέροντάς μας Γαβριήλ, ἀπὸ τὴν Κύπρο, μᾶς νουθετοῦσε λέγοντας: «Ὀφείλουμε μὲ ταπείνωση νὰ διερχόμεθα τὶς ἡμέρες μας καὶ ὅλη μας τὴ ζωὴ μὲ ἀγάπη πρὸς πάντας ποιοῦντες τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου». Καὶ αὐτὴ ἡ ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν μας προϋποθέτει ταπείνωση. Ἡ ὁμολογία ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ αὐτὸ τὸ σκοπὸ ἔχει· καὶ ἄν παραλείψουμε κάτι ὁ πνευματικὸς δὲν ἔχει εὐθύνη· ὁ Θεὸς τὰ ξέρει ὅλα καὶ ὁ ἐξομολογούμενος ταπεινώνεται καὶ μισθὸ παίρνει γιὰ τὰ χάρισμα τῆς ταπεινοφροσύνης.

Ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος δὲν κρύβει μέσα του καθαρότητα, ἀλλὰ βόρβορο ἀνομιῶν, πλεονεξίας, φθόνου, μίσους, μισαλλοδοξίας, κακίας, ἐμπαθείας καὶ γίνεται κατοικητήριο ἀκαθάρτων πνευμάτων. Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἔρχεται μόνο στοὺς ταπεινοὺς ἀνθρώπους, αὐτοὺς ποὺ διαπνέονται ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ θυσιαστικὸ φρόνημα. Ὅταν ἱκανοποιοῦμε τὸ δικό μας θέλημα ἔχουμε ἐγωϊσμὸ καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἀγαποῦμε. Ὁ Θεὸς θέλει ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ νὰ ἔχουμε ταπείνωση, γιὰ νὰ ἀναπληρώσουμε τὸ «ἐκπεσὸν τάγμα» τοῦ ἑωσφόρου. Αὐτὸ τὸ ξέρει καὶ ὁ διάβολος, γι᾽ αὐτὸ ἀπὸ μικρὰ ἀκόμη παιδιὰ μᾶς πειράζει καὶ βάζει μέσα μας τὸ δηλητήριο τῆς ὑπερηφανείας, γιὰ νὰ μὴν μποροῦμε νὰ προχωροῦμε στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας. 

Ὁ ταπεινὸς ἅγιος Γέροντας Διονύσιος, ὁ Κολιτσιώτης, τόνιζε ἰδιαίτερα, ὅτι πρέπει νὰ πολεμοῦμε τὸν ἐγωϊσμὸ καὶ νὰ ἀγαποῦμε τὴν ταπείνωση ποὺ φέρνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μέσα μας. Συνήθιζε νὰ λέει ὅτι, «ἂν ἔχεις ταπείνωση, ἔχεις ὅλες τὶς ἀρετὲς μέσα σου. Ὁ Σατανᾶς μᾶς πολεμάει νύχτα καὶ ἡμέρα μὲ τὸν ἐγωϊσμὸ καὶ τὴν ὑπερηφάνεια. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἐγωϊσμὸ δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ καὶ μένει πάντα μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο. Τὸ ταπεινὸ φρόνημα φέρνει τὸ θεῖο φωτισμὸ καὶ τὴν διάκριση».

Ὁ Γέροντας Διονύσιος ἦταν κάτοχος τῆς μεγαλύτερης ἀρετῆς ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὴν ταπείνωση, τῆς ἀρετῆς τοῦ «δοῦλος Θεοῦ εἰμι». Λέγεται ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἀπὸ τὸ Ἔσσεξ σὲ μιὰ σύναξη ρώτησε ποιὰ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀρετή. Ὁ ἕνας εἶπε ἡ ταπείνωση. Ὄχι τοῦ ἀπάντησε. Ἄλλος εἶπε ἡ ἀγάπη. Ὄχι πάλιν εἶπε. Ἄλλος ἀνέφερε τὴν ὑπακοή. Οὔτε αὐτὴ ξαναεῖπε. Ἐ, τότε ποιὰ εἶναι, τοῦ εἶπαν. Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ ἀπάντησε, εἶναι ἐκείνη τὴν ὁποία ὁ Κύριος, μᾶς δίδαξε λέγοντας ὅτι «ὅταν ποιήσητε πάντα τα διαταχθέντα ὑμῖν, δηλαδὴ ἀγάπη καὶ ταπείνωση καὶ ὑπακοή, νὰ λέτε ὅτι, «δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν, ὅ,τι ὀφείλωμεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. ιζ΄ 10). Κάποτε ρωτήθηκε ὁ Γέροντας Διονύσιος: «Γέροντα ποιὸς εἶναι ὁ βασικός σας ἀγώνας σὰν ἀσκητής; Οἱ ἀγρυπνίες, οἱ μετάνοιες, ἡ εὐχή, ἡ διακονία»; 

Καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε. «Προσπαθῶ νὰ μὴν κατακρίνω κανένα, νὰ μέμφομαι τὸν ἑαυτό μου ὅτι εἶμαι ὁ πιὸ ἁμαρτωλὸς καὶ νὰ κάνω αὐτὸ ποὺ ἔχω χρέος νὰ κάνω σὰν δοῦλος Χριστοῦ. Ἔτσι καὶ ἐσεῖς νὰ αὐτομέμφεστε, ὅτι εἶστε οἱ πιὸ ἁμαρτωλοί, ἔστω κι ἂν κάνετε ὅλες τὶς ἀρετές, ἔστω κι ἂν τηρεῖτε ὅλες τὶς ἐντολές. Νὰ σκέφτεστε ὅτι εἴσαστε δοῦλοι Χριστοῦ καὶ κάνετε αὐτὸ ποὺ ἔχετε χρέος νὰ κάνετε».

Οἱ ἄνθρωποι, ἔλεγε ὁ Γέροντας, «καλὸ εἶναι νὰ ἀποκτοῦν ὡς θεμέλιο τὴν ταπεινοφροσύνη! Δυστυχῶς, οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας στεροῦνται ταπεινοῦ φρονήματος καὶ ἀνατρέφουν τὰ παιδιά τους, ἀκόμη ἀπὸ τὴ βρεφική τους ἡλικία, μὲ ἀλαζονεία. Τοὺς καυχησιολογοῦν καὶ τοὺς ἀποτυπώνουν στὴν ψυχή τους τὴν ἀντίληψη ὅτι εἶναι “ξεχωριστὰ παιδιά”, εἶναι μοναδικὰ παιδιά, εἶναι πριγκηπόπουλα, καὶ ἔτσι σακατεύουν τὴν εὐαίσθητη ψυχή τους. Βάζουν μέσα τους τὴ σφραγίδα τῆς ἀλαζονείας, ἀπὸ τὴν ὁποία μὲ πολὺ μεγάλη δυσκολία καὶ κόπο ἀπαλλάσσονται. 

Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας, πίστευε ὅτι μόνη της ἡ ταπείνωση ἔχει τὴ δύναμη νὰ νικήσει τοὺς δελεασμοὺς τοῦ πονηροῦ, ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀνοιχτὴ πύλη τῆς ἀγάπης. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη διέκρινε καὶ τὸν Γέροντα Διονύσιο τῆς Κολιτσοῦς, ὁ ὁποῖος ὅταν ἐπιτιμοῦσε κάποιον ἀδελφό, πράγμα ποὺ τὸ ἔκανε πολὺ σπάνια, δὲν ἔλεγε ὅπως ἐμεῖς, ἀνόητε, βλάκα, χαζέ, ἀναίσθητε, καὶ ἄλλα παρόμοια, ἀλλὰ ἔλεγε τὴν ἑξῆς φράση ποὺ δὲν ἔθιγε: «Βρέ, μὴ θεοποιημένε μὲ τὸ μυαλό!». Αὐτὸς ὁ τρόπος ἐπιτιμήσεως ἐξέφραζε τὴν μὲ ταπείνωση ἀγάπη καὶ διάκριση τοῦ Γέροντος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐντελῶς τὸ νοῦ του στὸ Θεὸ καὶ ἡ ἀγάπη του τοῦ ἀπαγόρευε νὰ κρίνει τὸν ἀδελφό του. 

Ἡ ταπείνωση ἔχει μεγάλη δύναμη καὶ διαλύει τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου. Εἶναι τὸ πιὸ δυνατὸ σὸκ γιὰ τὸν διάβολο. Ὅπου ὑπάρχει ταπείνωση, δὲν ἔχει θέση ὁ διάβολος. Καὶ ὅπου δὲν ὑπάρχει διάβολος δὲν ὑπάρχουν πειρασμοί. Μιὰ φορὰ ἕνας ἀσκητὴς ζόρισε ἕνα ταγκαλάκι νὰ πεῖ τὸ «Ἅγιος ὁ Θεός…» Εἶπε τὸ ταγκαλάκι «Ἅγιος ὁ Θεός, ἅγιος ἰσχυρός, ἅγιος ἀθάνατος» καὶ σταμάτησε ἐκεῖ. Τὸ «ἐλέησον ῆμᾶς» δὲν τὸ ἔλεγε. Πές: «ἐλέησον ἡμᾶς», ἐπέμενε ὁ ἀσκητής. Ἐκεῖνο τίποτα! Ἂν τὸ ἔλεγε, θὰ γινόταν Ἄγγελος. Ὅλα τὰ λέει τὸ ταγκαλάκι, τὸ «ἐλέησον ἡμᾶς» δὲν τὸ λέει, γιατὶ χρειάζεται ταπείνωση. Τὸ «ἐλέησόν με» κρύβει ταπείνωση καὶ μὲ αὐτὴ δέχεται ἡ ψυχὴ τὸ μέγα ἔλεος τοῦ Θεοῦ ποὺ ζητάει.

Ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε, ταπείνωση, ἀγάπη καὶ ἀρχοντιὰ χρειάζονται. Τὰ πράγματα εἶναι ἁπλᾶ. Ἐμεῖς τὰ κάνουμε δύσκολα. Ὅσο μποροῦμε στὴ ζωή μας νὰ κάνουμε ὅ,τι εἶναι δύσκολο στὸ διάβολο καὶ εὔκολο στὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ταπείνωση δυσκολεύουν τὸν διάβολο καὶ εὐκολύνουν τὸν ἄνθρωπο. Ἕνας φιλάσθενος ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει ἄσκηση, μπορεῖ νὰ νικήσει τὸν διάβολο μὲ τὴν ταπείνωση. Σὲ κλάσμα τοῦ δευτερολέπτου μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ γίνει Ἄγγελος ἢ ταγκαλάκι. Πῶς; Μὲ τὴν ταπείνωση ἢ τὴν ὑπερηφάνεια. Μήπως χρειάσθηκαν ὦρες γιὰ νὰ γίνει ὁ Ἑωσφόρος ἀπὸ Ἄγγελος διάβολος; Μέσα σὲ δευτερόλεπτα ἔγινε ἡ κάκιστη ἀλλοίωση καὶ ἡ πτώση. Ὁ εὐκολότερος τρόπος γιὰ νὰ σωθοῦμε εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ταπείνωση. Γι’ αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ταπείνωση νὰ ἀρχίσουμε τὸν ἀνηφορικὸ τῆς ἀρετῆς Γολγοθᾶ καὶ νὰ εἴμαστε σίγουροι ὅτι Κυρηναῖο μας θὰ ἔχουμε πάντοτε τὸν ἴδιο τὸν Κύριό μας. 

Ὅταν μᾶς ταπεινώνουν οἱ ἄλλοι καὶ τὸ δεχόμαστε, τότε ἔχουμε πραγματικὴ ταπείνωση ποὺ δὲν μένει στὰ λόγια, ἀλλὰ γίνεται πράξη. Μιὰ φορὰ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς, ὁ Αἰτωλός, ρώτησε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεἶ γύρω του: «Ποιός ἀπὸ ἐσᾶς δὲν ἔχει ὑπερηφάνεια;». «Ἐγώ», εἶπε κάποιος. «Ἔλα ἐδῶ ἐσὺ ποὺ δὲν ἔχεις ὑπερηφάνεια, τοῦ λέει. Κόψε τὸ μισὸ μουστάκι καὶ πήγαινε στὴν πλατεία». «Ἀ, αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ τὸ κάνω», τοῦ ἀπαντᾶ. «Ἐ, τότε δὲν ἔχεις ταπείνωση», τοῦ λέει. Ἤθελε μὲ αὐτὸ ὁ Ἅγιος νὰ πεῖ, ὅτι χρειάζεται ἔμπρακτη ταπείνωση.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βλέπει τὸν ἑαυτό του πιὸ κατώτερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους τότε βγαίνει ἐπάνω στὸν Οὐρανό. Ἐμεῖς, δυστυχῶς, συγκρίνουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ τοὺς ἄλλους καὶ βγάζουμε συμπεράσματα ὅτι εἴμαστε ἀνώτεροι ἀπὸ ἐκείνους. Ὅταν ποῦμε «Δὲν εἶμαι σὰν κι αὐτόν», μοιάζουμε μὲ τὸ Φαρισαῖο ποὺ ἔλεγε στὸ Θεό: «Δὲν εἶμαι σὰν κι’ αὐτὸν τὸν Τελώνην». Ἀπὸ τὴ στιγμή, ὅμως, ποὺ ἔχουμε τὸ λογισμό, ὅτι ὁ ἄλλος εἶναι κατώτερος ἀπὸ ἐμᾶς, δὲν μποροῦμε νὰ βοηθηθοῦμε στὴν ἄνοδο τῆς κλίμακος τῆς ἀρετῆς. Παραμένουμε στὰ πρῶτα σκαλοπάτια, ἂν δὲν παρασυρόμαστε καὶ πιὸ κάτω, μὲ πτώση ἑωσφορική.

Ὅποιος ἀγωνίζεται γιὰ τὴν πρόοδο τὴν πνευματική, δὲν βλέπει τὴν πρόοδό του, ἀλλὰ μόνο τὶς πτώσεις του. Οἱ ταπεινοὶ καὶ ἀφανεῖς ἀγωνιστὲς εἶναι αὐτοὶ ποὺ φυλάσσουν τὸν πνευματικό τους θησαυρό στὸ θησαυροφυλάκιο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ μεγάλη χαρὰ νὰ νιώθουμε ὅταν ζοῦμε στὴν ἀφάνεια, γιατὶ τότε θὰ δοῦμε πρόσωπο Θεοῦ στὴν ἄλλη ζωὴ καὶ θὰ νιώθουμε καὶ ἀπ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ τὴν παρουσία Του δίπλα μας.

Ὅταν ὑπάρχει ταπείνωση ὁ διάβολος δὲν μπορεῖ νὰ ρίξει τὴν ψυχή. Ὁ ταπεινὸς δὲν πέφτει, γιατὶ πετάει χαμηλὰ καὶ ἂν πέσει θὰ πέσει στὰ μαλακά. Ἀντίθετα ὁ ὑπιπέτης, ὁ ἐγωϊστὴς ποὺ πετάει στὰ ὑψηλά, ὅταν πέσει ἡ πτώση του θὰ εἶναι θανατηφόρα. Ὁ Γερο- Ἀββακοὺμ ὁ Λαυρεώτης, ὅταν ἀσκήτευε στὴν ἔρημο τῆς Βίγλας, τί εἶχε πάθει! Μιὰ ἡμέρα ποὺ ἔκανε προσευχὴ μὲ τὸ κομβοσχοίνι ἐπάνω σὲ ἕνα βράχο τοῦ παρουσιάζεται ξαφνικὰ ὁ διάβολος ὡς «ἄγγελος φωτός». «Ἀββακούμ, τοῦ λέει, μὲ ἔστειλε ὁ Θεὸς νὰ σὲ πάρω στὸν Παράδεισο, γιατὶ ἔγινες πιὰ ἄγγελος. Ἔλα νὰ πετάξουμε». «Μά, ἐσὺ ἔχεις φτερά, τοῦ λέει ὁ Γέροντας, ἐγὼ πῶς θὰ πετάξω;». Καὶ ὁ δῆθεν ἄγγελος τοῦ λέει: «Καὶ ἐσὺ ἔχεις φτερά, ἀλλὰ δὲν τὰ βλέπεις». Τότε ὁ Γερο-Ἀββακοὺμ ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ εἶπε μὲ ταπεινὸ φρόνημα: «Παναγιά μου, τί εἶμαι ἐγώ, γιὰ νὰ πετάξω;». Ἀμέσως ὁ δῆθεν ἄγγελος ἔγινε ἕνα μαῦρο παράξενο κατσίκι μὲ φτερὰ σὰν τῆς νυχτερίδας καὶ ἐξαφανίσθηκε.

Βλέπετε πῶς μὲ τὴν ταπείνωση μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου;

Δρ Χαραλαμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

Παρασκευή, Ιουλίου 10, 2015

Εὐχὴ εἰς τὸν λυτῆρα τῆς Ἑλληνικῆς οἰκονομικῆς ἡμῶν κρίσεως, Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, διὰ πρεσβειῶν τῆς Παναγίας Αὐτοῦ Μητρὸς

Πανάγαθε Κύριε, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων, ὁ ἀεὶ καὶ διὰ παντὸς κηδόμενος τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων καὶ πρὸς τὸ συμφέρον πάντα λυσιτελῶς οἰκονομῶν καὶ προνοούμενος καὶ αὐτὸ πᾶσιν ἀπονέμων κατὰ τὸ μέγα καὶ πλούσιόν Σου ἔλεος, ὁ ἐπιτρέψας καὶ τὴν παροῦσαν οἰκονομικὴν κρίσιν καὶ δοκιμασίαν, ἐν ᾗ ἡ εὐλογημένη πατρὶς τῶν Ἑλλήνων κακῶς ὀδυνᾶται, ὁ ἐπιδημήσας ἐν χρόνῳ πρὸς ἡμᾶς, τοὺς ἀποδήμους τῆς χάριτός Σου, καὶ τῇ ἀφάτῳ Σου ἀγαθότητι σχίσας τὸ χειρόγραφον τῶν ἡμῶν ἁμαρτιῶν διὰ τοῦ ὑπερτίμου Σου αἵματος, ὁ μυστικῶς διακυβερνῶν τὰ σύμπαντα καὶ διὰ τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως καὶ πτωχεύσεως παιδαγωγῶν ἡμᾶς, ὁ ἐν τῷ λαῷ Σου ἐναλλάσσων περιόδους παχειῶν καὶ ἰσχνῶν ἀγελάδων, διδάσκων αὐτῷ τὴν οἰκονομίαν τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, τὴν ἐπιθυμίαν κτήσεως τῶν ἐν οὐρανοῖς μόνον, ἐν οἷς τὸ πολίτευμα ἡμῶν ὑπάρχει, τὴν ἀλληλεγγύην πρὸς τοὺς ἐμπεριστάτους καὶ πάσχοντας, ὁ βρέχων ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους καὶ τὴν Σὴν δεικνύμενος πρὸς πάντας ἀνύστακτον μέριμναν καὶ φροντίδα, ὁ ἐκ τοῦ φλέγοντος πυρὸς τῶν δοκιμασιῶν καὶ περιστάσεων ὁδηγῶν ἡμᾶς εἰς δροσισμὸν καὶ ἀναψυχήν, ὁ ἐκ τοῦ ἀφεγγοῦς σκότους τῆς ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ καὶ ἀπληστίᾳ δουλώσεως ἰθύνων τοὺς οἰκέτας Σου πρὸς ἦμαρ εὐφρόσυνον ἐπιγνώσεως, μετανοίας καὶ ἀναζητήσεως τῶν ἐν τῇ ζωῇ ἀπαραιτήτων καὶ ἀναγκαίων, Αὐτός, Πανάγαθε Βασιλεῦ, ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ἀνάδειξον ἐν τῷ ἔθνει τῶν Ἑλλήνων ἄνδρας θαυμαστούς, εὐλαβεῖς, μεστοὺς θείου ζήλου καὶ σοφίας πρὸς φωτισμὸν ἡμῶν, τοῦ λαοῦ Σου, πρὸς ἀπόκρουσιν τῶν προσβολῶν τῶν ἐναντίων, καὶ δὸς ἡμῖν κυβερνήτας ἀντιῤῥόπους καὶ φύλακας ἀγρύπνους ἀντιτάσσειν τῇ σφοδρότητι τῶν οἰκονομικῶν στρατηγιῶν τὴν ἀρετὴν καὶ προσφορὰν ἐν τῇ τοῦ καιροῦ δυσκολίᾳ. Ναί, Κύριε, ὁ Θεός, δὸς ἡμῖν, τῷ Χριστωνύμῳ τῆς Ἑλλάδος λαῷ, τὴν ἀπαλλαγὴν ἐκ τῶν ἐπιβούλων ἡμῶν, τὴν σωτηρίαν καὶ τὴν λύτρωσιν, καὶ ἐκ τῶν ἀδιεξόδων καὶ τοῦ σκότους, ἴθυνον ἡμᾶς πρὸς διεξόδους ἐπιλύσεως προβλημάτων καὶ πρὸς ὁλοφώτους ἀτραποὺς τῆς Σοὶ εὐαρέστου μόνον εὐμαρείας. Ταπείνωσον ἐν τῇ ἰσχύϊ Σου τοὺς δυνάστας ἡμῶν, ὁ εἰπὼν «μή καυχάσθω ὁ δυνατὸς ἐν τῇ δυνάμει αὐτοῦ καὶ μὴ καυχάσθω ὁ πλούσιος ἐν τῷ πλούτῳ αὐτοῦ» (Α´ Βασιλ. β΄,9), καθ’ ὅτι «Κύριος θανατοῖ καὶ ζωογονεῖ, κατάγει εἰς ᾍδου καὶ ἀνάγει· Κύριος πτωχίζει καί πλουτίζει, ταπεινοῖ καὶ ἀνυψοῖ» (Α´ Βασιλ. β΄,6-7). Ἴδε τὴν προαίρεσιν καὶ τὴν καθαρότητα τοῦ νοὸς ἡμῶν δεομένων Σου καὶ σχῖσον τὸ χειρόγραφον τοῦ χρέους ἡμῶν τῇ μαχαίρᾳ τῆς πανσθενοῦς φιλανθρώπου Σου Χάριτος. Πράϋνον τὰς θλιβερὰς συνεπείας τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως καὶ ἐξουδενώσεως τοῦ δοξάζοντός Σε πληρώματος. Ἀνάστησον τὸ πεπτωκὸς φρόνημα τῶν ἐντίμως ἐν Ἑλλάδι βιούντων. Ἐνίσχυσον πάντας τοὺς ἐν τῇ πατρίδι ἡμῶν ἀξιοπρεπῶς καὶ φιλοπόνως οἰκοῦντας πρὸς ὑπομονὴν καὶ ἄρσιν τοῦ σταυροῦ τῶν λυπηρῶν, τῆς ἐνδείας, πτωχεύσεως, ἐξουδενώσεως καὶ στερήσεως τῶν ἀγαθῶν Σου, ἐν ἀνεξικακίᾳ, ἐν συγχωρήσει ἀλλήλων καὶ ἐν προηγήσει κενωτικῆς ἀγάπης. Δίδαξον ἡμᾶς ἐξαγοράζειν τὸν καιρόν, λογιζομένους αὐτὸν ὡς «παίγνιον ἐπὶ τῆς γῆς» ὡς «φύσημα μὴ κρατούμενον», «ὡς «πτῆσιν ὀρνέου παρερχομένου» καὶ ὡς «ναῦν ἐπὶ θαλάσσης ἴχνος οὐκ ἔχουσαν». Βοήθει ἡμῖν γενέσθαι ὁ βίος ἡμῶν ἐπὶ τῆς γῆς γέφυρα μετάγουσα οὐχὶ εἰς τὴν δῆθεν ἐπιτυχίαν καὶ ἐπίπλαστον δόξαν, ἣν ματαίως, οἴμοι, ἐπιδιώκομεν, ἀλλά, ἡδομένοις καὶ ἐνασχολουμένοις ἐν τοῖς θείοις νοήμασιν, εἰς τὴν οὐράνιον δόξαν καὶ τὴν ἄληκτον μακαριότητα. 

Βοήθει αὖθις ἡμῖν τοῖς δοξάζουσί Σε, εὔσπλαγχνε χρεωλῦτα, ἀποτινάξαι τὸν ζυγὸν τῶν ἡμῶν δανειστῶν καὶ τυράννων, τῶν θιγόντων τὴν ἡμῶν ἐλευθερίαν, πωλούντων τὴν ἡμῶν ἀξιοπρέπειαν, ἐπηρεαζόντων τὴν ἔκβασιν τῶν δικῶν ἐν τοῖς δικαστηρίοις, ὑποτιμώντων τὴν ἀξίαν τῶν περιουσιακῶν ἡμῶν στοιχείων τῇ δυνάμει τῆς αὐτῶν οἰκονομικῆς ἀνέσεως. Πρόσθες αὐτοῖς κακά, Κύριε, τοῖς ἐνδόξοις τῆς γῆς, καὶ ἡμῶν δυνάσταις. Διάνοιξον, ὅμως, ἐν ταὐτῷ καὶ ἡμῶν, τοῦ εὐλογημένου λαοῦ Σου, τὰ ὄμματα βλέπειν τὰ διαμένοντα συμφέροντα καὶ μὴ ἀφρόνως πολιτεύεσθαι, φεῦ, δανειζομένων οὐχὶ πρὸς ἐξασφάλισιν τοῦ ἐπιουσίου ἡμῶν ἄρτου, ἀλλὰ πρὸς ἀγορὰν πολυτελῶν καταλυμάτων καὶ κινητῆς περιουσίας ὑψίστης πολυτελείας, ὡς καὶ πρὸς διασκορπισμὸν ἐν ἀνωφελέσι ταξιδίοις, ἀσωτίαις καὶ τρυφηλότητι βίου. 

Γιγνώσκομεν, Κύριε, ὅτι παρωργίσαμεν τὴν Σὴν ἀγαθότητα ταῖς παραλόγοις ἡμῶν ἀπαιτήσεσι καὶ ἐπιθυμίαις, ἀφ’ ὧν ἀποστρέφεις τὸ πρόσωπόν Σου, καὶ ἡμᾶς, τοὺς νῦν ὡς Νινευΐτας ἐν μετανοίᾳ ἐκζητοῦντας τὸν θεῖόν Σου ἔλεος, διαβεβαιεῖς, ὅτι οὐ λαμβάνομεν ἐν τοῖς αἰτήμασιν ἡμῶν, διότι κακῶς αἰτούμεθα, ἵνα ἐν ταῖς ἡδοναῖς δαπανήσωμεν. Γνωρίζομεν ὡσαύτως, εὐΐλατε Κύριε, ὅτι παραθεωροῦντες τὴν ἑκουσίαν πτωχείαν, ἀκτησίαν καὶ κοινοκτημοσύνην, ἀποστερούμεθα τῆς ἐλευθερίας ἡμῶν καὶ αὖθις ζυγῷ δουλείας ἐνεχόμεθα διὰ τῆς συνάψεως δανείων, διὰ κολακείας ἀνθρώπων διὰ πληρωμῆς βαρυτάτων φόρων καὶ παραμένομεν ἐσαεὶ χρεῶσται τῶν τοκογλύφων ἐπιβούλων ἡμῶν συρόμενοι ὡς ἄλογα ἐκ τοῦ χαλινοῦ.

Ἔτι γνωρίζομεν, Κύριε, ὅτι Σὺ εἶ «ὁ ἐγείρων ἀπὸ γῆς πτωχὸν καὶ ἀπὸ κοπρίας ἀνυψῶν πένητα» (Ψαλμ. 112, 7). Σὺ εἶ ὁ ἀνυψῶν πτωχὸν ἐκ σκυβάλων καὶ ἐξ ἀθλιότητος κοινωνικῆς καὶ καταφρονήσεως εἰς περιόπτους θέσεις τοὺς οἰκέτας Σου λέγων φωνῇ στεντορείᾳ, ὅτι ὁ ἐλεῶν πτωχὸν Σοὶ δανείζει, καὶ ὅτι «πλουσιώτατός ἐστιν ὁ ἐλαχίστοις ἀρκούμενος». 

Ἐπάκουσον οὖν, φιλάνθρωπε Κύριε, ἡμῶν δεομένων Σου καὶ παῦσον τὰς περὶ δανεισμοῦ ἡμῶν ἀφρόνους ἐπιθυμίας χάριν ἐπιγείων ἀνέσεων· ῥῦσαι ἡμᾶς πάσης ἐπιβουλῆς ἀλλοτρίων, πτωχεύσεως καὶ ἐξαθλιώσεως, ὁδηγούσης εἰς στέρησιν προσωπικῆς καὶ ἐθνικῆς ἡμῶν ἐλευθερίας· δὸς ἐργασίαν τῇ νεολαίᾳ Σου, ἵνα μὴ ἐκ τῆς ἀργίας ἐμπέσῃ αὕτη εἰς βόθυνον πάσης κακίας, καὶ γενοῦ ἀρωγὸς πάντων τῶν ἀνέργων, ἀστέγων, ἐμπεριστάτων, ἐνδεῶν καὶ πενήτων· κολόβωσον τὸν χρόνον τῆς κρίσεως καὶ ταχὺ ἀνάτειλον τῇ προσφευγούσῃ Σοι πατρίδι ἡμῶν ἦμαρ ἡσυχίας, προόδου καὶ πνευματικῆς ἀγαλλιάσεως, καίτοι ἐκ τῆς ἠθικῆς σήψεως ἤχθημεν εἰς τὴν οἰκονομικὴν τῆς σήμερον κρίσιν, πρεσβείαις τῆς ὑπεραγίας Σου Μητρός, τῆς Ἐλεούσης Θεοτόκου, τῆς παραμυθίας τῶν ἐν θλίψεσι, τῆς ἐπισκέψεως καὶ ἰάσεως τῶν ἀσθενούντων, τῆς ἀντιλήψεως τῶν καμνόντων, τῆς τῶν χηρῶν καὶ ὀρφανῶν προστάτιδος, τῆς ῥώσεως τῶν ἀδυνάτων καὶ τοῦ πλουτισμοῦ τῶν πενήτων, τῆς ἑτοίμης τῶν ἐμπεριστάτων ἀντιλήψεως ἐν πάσῃ περιστάσει, ὅτι Σοὶ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις σὺν τῷ ἀνάρχῳ Σου Πατρὶ καὶ τῷ Παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ Σου Πνεύματι νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. 

Ἐκτενὴς Δέησις.

πὲρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν ἡμῶν τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Τρισσεῦον Κύριε Ἐλέησον Λιτῆς Ἁγίου Ὄρους.
Κύριε, ἐλέησον,* Κύριε, ἐλέησον,* Κύριε, ἐλέησον.

πὲρ εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου, εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν καὶ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Τρισσεῦον Κύριε Ἐλέησον Λιτῆς Ἁγίου Ὄρους.
Κύριε, ἐλέησον,* Κύριε, ἐλέησον,* Κύριε, ἐλέησον.

πὲρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν Ἱερωνύμου, τοῦ τιμίου πρεσβυτερίου, τῆς ἐν Χριστῷ διακονίας καὶ τῆς σωτηρίας αὐτῶν τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν. 

Τρισσεῦον Κύριε Ἐλέησον Λιτῆς Ἁγίου Ὄρους.
Κύριε, ἐλέησον,* Κύριε, ἐλέησον,* Κύριε, ἐλέησον.

Τρισσεῦον Κύριε Ἐλέησον Λιτῆς Ἁγίου Ὄρους.
Κύριε, ἐλέησον,* Κύριε, ἐλέησον,* Κύριε, ἐλέησον.

πὲρ λυτρώσεως τοῦ ἐν Ἑλλάδι φιλοχρίστου λαοῦ ἀπὸ τῶν δυσμενῶν συνθηκῶν ἐκ τῆς προσφάτου οἰκονομικῆς κρίσεως τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Τρισσεῦον Κύριε Ἐλέησον Λιτῆς Ἁγίου Ὄρους.
Κρίσεως ἐξάρπασον,* Ἕλληνας ὑμνοῦντάς Σε,* Κύριε φιλάνθρωπε.

πὲρ ἀπομακρύνσεως τῶν ἐπιβούλων τῆς ἡμῶν ἐλευθερίας καὶ ἀνέσεως τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Τρισσεῦον Κύριε Ἐλέησον Λιτῆς Ἁγίου Ὄρους.
Ἐπιβούλους δίωξον,* τῆς Ἑλλάδος σθένει Σου,* Σῶτερ, δοξαζούσης Σε. 

πὲρ ἐδαφίσεως τῆς ἐπηρμένης ὀφρύος τῶν τοὺς λαοὺς καταδυναστευόντων τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Τρισσεῦον Κύριε Ἐλέησον Λιτῆς Ἁγίου Ὄρους.
Τοὺς δυνάστας πτώχιζε* τῆς Ἑλλάδος, Κύριε, * ὁ πλουτίζων δούλους Σου.

πὲρ τῆς τηρήσεως ἡμῶν ἐν ἑνότητι καὶ ὁμονοίᾳ καὶ ἀμοιβαίᾳ ἀγάπη τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Τρισσεῦον Κύριε Ἐλέησον Λιτῆς Ἁγίου Ὄρους.
Ἐν ἑνώσει τήρησον* τὸν λαόν Σου, Κύριε,* Σοὶ πιστῶς προσφεύγοντα. 

πὲρ καταπέμψεως τῶν ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν συμφερόντων τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Τρισσεῦον Κύριε Ἐλέησον Λιτῆς Ἁγίου Ὄρους.
Οἰκονόμει, Κύριε,* εὐσεβέσιν Ἕλλησι* ταῖς ψυχαῖς συμφέροντα.

πὲρ καταισχύνης τῶν ἡμᾶς ὁδηγούντων εἰς οἰκονομικὴν ἐξαθλίωσιν χάριν ἰδίων συμφερόντων τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν. 

Τρισσεῦον Κύριε Ἐλέησον Λιτῆς Ἁγίου Ὄρους.
Ἐπηρμένον σύντριψον* δυναστῶν, Θεάνθρωπε,* τῶν Ἑλλήνων φρύαγμα. 

πὲρ ὑπομονῆς τοῦ στένοντος λαοῦ τῶν Ἑλλήνων ἐν ταῖς θλίψεσι καὶ ταῖς παρούσαις ἀνάγκαις τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Τρισσεῦον Κύριε Ἐλέησον Λιτῆς Ἁγίου Ὄρους.
Ὑπομένειν, Κύριε,* Ἕλληνας ἀξίωσον,* Σῶτερ, ἐξαθλίωσιν.

πὲρ ἀποτινάξεως τοῦ ζυγοῦ τῶν ἡμῶν δυναστῶν καὶ ἐπιβούλων τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν. 

Τρισσεῦον Κύριε Ἐλέησον Λιτῆς Ἁγίου Ὄρους.
Ἔγειρον ἐκ κρίσεως* τῆς προσκαίρου, Κύριε,* Ἕλληνας αἶνοῦντάς Σε.

Ὑπὲρ βοηθείας καὶ ἀντιλήψεως τῶν καμνόντων καὶ ἐμπεριστάτων Ἑλλήνων ἀδελφῶν ἡμῶν τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Τρισσεῦον Κύριε Ἐλέησον Λιτῆς Ἁγίου Ὄρους.
Ἕλλησι τοῖς στένουσιν* ἐξ ὀδύνης κρίσεως,* Ἰησοῦ, βοήθησον.

πὲρ ἐξευρέσεως ἐργασίας τοῖς ἀνέργοις ἀδελφοῖς ἡμῶν καὶ δὴ τῇ ἐμπεριστάτῳ νεότητι τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Τρισσεῦον Κύριε Ἐλέησον Λιτῆς Ἁγίου Ὄρους.
Ἐργασίας βάλσαμον* τῇ ἀνέργῳ δώρησαι* νεολαίᾳ, Κύριε.

ντιλαβοῦ, σῶσον, ἐλέησον καὶ διαφύλαξον ἡμᾶς, ὁ Θεός, τῇ σῇ χάριτι.

Τῆς Παναγίας, ἀχράντου, ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, μετὰ πάντων τῶν Ἁγίων μνημονεύσαντες, ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα.

τι πρέπει Σοι πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Εἶτα ψάλλομεν τὰ ἑξῆς Προσόμοια· 
Ἦχος πλ. β΄. Ὅλην ἀποθέμενοι.

Σῶτερ εὐσυμπάθητε,
Λόγε Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου,
χρεωλῦτα Κύριε
εὐσεβῶν συστήματος ,
ῥῦσαι θλίψεων,
ἄχθους, πτωχεύσεως,
κρίσεως Σοὺς δούλους
οἰκονομικῆς, φιλάνθρωπε,
καὶ τῆς κακότητος
ἐπιβούλων χθόνα ἀρδεύοντας
νῦν ἀειῤῥύτοις δάκρυσι
καὶ ἱδρῶσιν, εὔσπλαγχνε Κύριε,
εὐλαβοῦς Ἑλλάδος,
καὶ ὥσπερ Νινευῗται ἀληθῶς
ἐν μετανοίᾳ Σὴν πάνσεπτον
κλῆσιν μεγαλύνοντας.

Κύριε, ταπείνωσον
τῶν δανειστῶν ἐπηρμένον
φρύαγμα τῶν δούλων Σου
καὶ αὐτῶν τὴν μήνιδα 
καταπράϋνον
καθ’ ἡμῶν, εὔσπλαγχνε
Σῶτερ, δοξαζόντων
ὀρθοδόξως Σε, φιλάνθρωπε,
καὶ προστρεχόντων Σοι
ἐν παναλγειναῖς περιστάσεσι
καὶ λύπαις καὶ στενώσεσιν
Ἕλληνας, Θεοῦ Λόγε Κτίσαντος,
τῆς οἰκονομίας
νῦν κρίσιν ὑπομένοντας καλῶς,
τὴν ζοφερὰν ἐξαθλίωσιν,
Δέσποτα, καὶ πτώχευσιν.

Σῶτερ, τὴν νεότητα
ἐξ ἀνεργίας τυφῶνος
πρὸς τὴν Σοὶ εὐάρεστον
ἐργασίαν ἴθυνον
καὶ ὁδήγησον
πάντας αἰνοῦντάς Σε
ἀξιοπρεπείας
πρὸς ἐπάλξεις, πολυέλεε,
Σῶτερ καὶ Κύριε,
τῶν ἡμῶν πταισμάτων χειρόγραφον 
ὁ σχίσας συμπαθείᾳ Σου
καὶ πολλῇ, Χριστέ, ἀγαθότητι,
Σὲ παρακαλοῦμεν,
λιταῖς τῆς παναχράντου Σου μητρὸς
καὶ Παϊσίου, ἀσκήσαντος
ἄρτι ἐν τῷ Ἄθωνι.

Ἀπολυτίκια.
Ἦχος πλ. α΄Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Εὐσυμπάθητε Σῶτερ, ὁ τὸ χρεόγραφον
σχίσας φθορᾶς καὶ θανάτου
τοῦ γένους τῶν χοϊκῶν,
ῥῦσαι Ἕλληνας πιστῶς δοξολογοῦντάς Σε
ἄρχειν δοκούντων τῶν λαῶν
χαλεπῆς ἐπιβουλῆς,
πτωχεύσεως, ἀνεργίας
καὶ δυναστῶν τυραννίδος,
φιλανθρωπότατε Θεάνθρωπε.

Θεοτοκίον.

λεοῦσα Παρθένε, ἐξαθλιώσεως
Ἑλλήνων ῥῦσαι τοὺς δήμους,
σὲ ἀνυμνοῦντας πιστῶς,
τοὺς προσφεύγοντας ἑτοίμῃ ἀντιλήψει σου,
κρίσεως οἰκονομικῆς,
ἀνεργίας ζοφερᾶς,
πτωχεύσεως καὶ δουλείας
τοῖς δανεισταῖς, τοκογλύφοις
καὶ ἐπιβούλοις πᾶσι, Δέσποινα. 

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,

Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

το είδαμε εδώ

Τετάρτη, Ιουλίου 01, 2015

Το παράπονο και η οργή των Ελλήνων

Δρ. Χαράλαμπος Μπούσιας, Υμνογράφος
Ευρώπη, τι εποίησά σοι, και τι μοι ανταπέδωκας; Αυτό το παράπονο κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες στα χείλη των Ελλήνων. Τι σού έκανα, φίλη και συνεταίρε μου Ευρώπη, και μου συμπεριφέρεσαι με αυτό τον αναίσχυντο τρόπο; Τι κακό σού έκανα και κατά τι σε στεναχώρησα; Δεν σού έδωσα τον πολιτισμό, αυτόν για τον οποίο σήμερα καυχάσαι; Δεν σε έμαθα στην ευγενή άμιλλα και σού χάρισα τους Ολυμπιακούς αγώνες; Δεν σού έδειξα τον τρόπο πολιτισμού και δεν σού παρουσίασα μνημεία, όπως Παρθενώνες και Άγιες-Σοφιές, μπροστά στα οποία υποκλίνονται όλοι οι λαοί της γης; Δεν σού έδωσα τη γλώσσα της επιστήμης και της ιατρικής την οποία χρησιμοποιείς και ας μη είσαι βαθύς γνώστης της προελεύσεώς της; Δεν σού έδωσα παραδείγματα ανδρείας με το Λεωνίδα, με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, με το Ζάλογγο, με το Μεσολόγγι; Δεν σού δίδαξα τη δημοκρατία, την οποία, δυστυχώς, μόνο επιδερμικά και επιλεκτικά εφαρμόζεις; Καί το κυριώτερο, δεν σού έδωσα τη γλώσσα του Ευαγγελίου της αγάπης και της ειρήνης, τη γλώσσα τη σωτηρίας σου; Ακόμη και το όνομα που έχεις, το όνομα «Ευρώπη» δικό μου είναι και στο χάρισα για να με θυμάσαι και όχι να το καπηλεύεσαι και να φέρεσαι με αγνωμοσύνη απέναντί μου.
ellaeur1
Ο,τι καλύτερο είχα, σού το έδωσα και συ τι μου ανταπέδωσες; «Άντί του μάνα χολήν, αντί του ύδατος όξος», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το Αντίφωνο της Μεγάλης Πέμπτης, όπου ο Χριστός μας συνδιαλεγόμενος με τους Εβραίους εκφράζει το παράπονό Του, εκφράζει το μεγάλο Του πόνο ψυχής για τη σκληροκαρδία και την αχαριστία τους. Καί εσύ, Ευρώπη, τι μου ανταπέδωσες; Με τιμώρησες με μνημόνια ανυπόφορα, με ανεργία των νέων μου, με καταδυνάστευση καμουφλαρισμένη, με πόνους και θλίψεις, με πτώχευση!
Να γνωρίζεις, όμως, Ευρώπη μου, ότι δεν πτοούμαι. Κάνω υπομονή, γιατί έτσι έχω μάθει να ζω. Μακροθυμώ. Μην παίζεις, όμως, με την ανοχή και τη μακροθυμία μου. Σ᾽ όλα τα πράγματα υπάρχουν όρια, όπως και στη δική μου αντοχή και ανοχή. Μπορεί να έχεις οικομική άνεση. Μπορεί να έχεις άρματα και ίππους χρημάτων. Εγώ, όμως, αγαπώ το Χριστό μου και γνωρίζω καλά, ότι «τοις αγαπώσι τον Χριστόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν». Καί παίρνω θάρρος από το λόγια του Ψαλμωδού: «Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις, εμείς δε εν ονόματι Θεού μεγαλυνθησώμεθα» (Ψαλμ. 19,8)».
Έτσι έχω τη δύναμη να φωνάζω με παρρησία σε κάθε μου επίβουλο: «Γνώτε έθνη και ηττάσθε, ότι μεθ’ ημών ο Θεός» (Ησ. 8,9). Ο φλογερός μου Ιεράρχης Φλωρίνης, ο πατήρ Αυγουστίνος Καντιώτης βροντοφώναζε: «Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, να έχουμε σύμμαχό μας το Χριστό! Ας έρθουν να μας πολεμήσουν. Θα αγωνισθούμε, όπως οι πρόγονοί μας και θα νικήσουμε, δοξάζοντες Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα». Ναί, θα νικήσουμε, όταν δοξολογούμε την Αγία μας Τριάδα όχι όμως μόνο με λόγια, αλλά έμπρακτα, με την ίδια τη ζωή μας.
Εκτός, όμως, από το παράπονό μου, Ευρώπη μου, θέλω να εκφράσω και την οργή μου, για την ανάδελφη συμπεριφορά σου μιμούμενος τον Τίμιο Πρόδρομο του Χριστού μας, που κτυπώντας το χέρι στο πνευματικό τραπέζι του είπε: «Ουκ έξεστί σοι» (Μαρκ. στ΄ 18). Δεν σού επιτρέπεται να συμπεριφέρεσαι με τέτοιο ανίερο τρόπο. Δεν σού επιτρέπεται, Ευρώπη μου, να ταπεινώνεις έναν ολόκληρο λαό, για την ικανοποίηση των δικών σου ταπεινών ορέξεων. Δεν σού επιτρέπεται να οδηγείς στον αφανισμό ένα λαό, στον οποίο είσαι άμεσα υποχρεωμένη. Αν σε πειράζει η Ορθοδοξία του προσπάθησε να την προσεγγίσεις και όχι να γίνεσαι νέος Νέρωνας και διώκτης των ορθών παραδόσεων. Μη λησμονείς ότι «έρχεται η οργή του Θεού επί τους υιούς της απειθείας» (Κολσ. γ΄ στ). Δεν φοβάσαι τους ανθρώπους, γιατί έχεις οικονομική υπεροχή και με αυτή καθηλώνεις τους πάντες. Δεν φοβάσαι, όμως, το Θεό; Σύνελθε και άλλαξε πορεία πλεύσεως, αναγνωρίζοντας την αδικία σου, την αγνωμοσύνη σου και την αχαριστία σου προς τους Έλληνες.

 πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...