Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρίστος Βασιλειάδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρίστος Βασιλειάδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Ιανουαρίου 06, 2017

Ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, Το Ιωάννειο και το Χριστιανικό Βάπτισμα

Ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, Το Ιωάννειο και το Χριστιανικό Βάπτισμα
Ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής
Το Ιωάννειο και το Χριστιανικό Βάπτισμα
Χρίστος Βασιλειάδης
Θεολόγος-Φιλόλογος
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί αδελφοί

Ευθύς εξ αρχής θα πρέπει να παραδεχθώ και να σας ομολο­γήσω, ότι αυτή τη φορά έκανα μίαν παρασπονδίαν, την εξής: Ενώ, δηλαδή, το θέμα της σημερινής ομι­λίας μου είχεν ορισθεί να είναι: Ο άγιος Ιωάννης ως Βαπτιστής, Προ­φήτης και Πρόδρομος και θα περιμέ­νατε, δηλαδή, να ακούσετε να αναλύω και να αναπτύσσω, να ξεδιπλώνω ολόκληρο αυτό το τρίπτυχο, δηλαδή: και το Βαπτιστής , και το Πρόδρομος και το Προφήτης, όμως αναγκάστηκα από τα ίδια τα πράγματα να περιορι­σθώ στο πρώτο μόνο σημείον, δηλαδή στο Βαπτιστής. Κι' αυτό, διότι, όταν καταπιάστηκα με το θέμα του αγίου Ιωάννου, βρέθηκα μπροστά σε μιαν απέραντη ύλη, την οποία μου ήταν αδύνατο να δαμάσω και να σας την παρουσιάσω σε μία μόνο ομιλία τριών περίπου τετάρτων της ώρας. Αυτή, λοιπόν, ήταν η παρασπονδία μου, για την οποίαν και ζητώ συγγνώμην, αλλά και την κατανόησή σας. Αν δε ο Θεός επιτρέψει και με τις ευχές πάντα του Σεβασμιωτάτου, θα σας παρουσιάσω τον επόμενον χρόνον τις άλλες δύο πτυχές αυτού του τριπτύχου του αγίου Ιωάννου. Έτσι, περιορισμένο, λοιπόν, το σημερινό θέμα μας, θα είναι: Ο άγιος Ιωάννης ως Βαπτι­στής. Αλλ' επειδή και έτσι περιορι­σμένο, θα είναι, όπως θα διαπιστώσε­τε, τεράστιο, θα περιορισθώ σε μερικές μόνον επισημάνσεις, χωρίς να είναι δυνατόν ούτε αυτό να το εξαντλήσω, όπως βέβαια θα επιθυμούσα. Και ήδη επείγομαι να μπω στο θέμα μου:

Πρώτη επισήμανση: Το παρωνύμιον «Βαπτιστής»: Από τους τέσσαρες Ευαγγελιστές, ο μεν τέταρτος, ο και θεολόγος όταν μιλάει στο ευαγγέ­λιο του για τον Πρόδρομον, τον ονομάζει απλά και μόνο με το όνομα Ιωάννης, χωρίς ποτέ να το συνοδεύει και με το παρωνύμιον Βαπτιστής . Οι υπόλοιποι, όμως, τρεις ευαγγελιστές, οι λεγόμενοι συνοπτικοί, αναφέρουν μεν το όνομα Ιωάννης, αλλά το συνο­δεύουν και με το παρωνύμιον Βαπτι­στής. Ειδικότερα δε, ο ευαγγελιστής Μάρκος, εκτός του Βαπτιστής, χρησι­μοποιεί τρεις φορές και την μετοχήν ο Βαπτίζων. Εξ άλλου, από τις εξω-καινοδιαθηκικές Ιστορικές πηγές, ο ιουδαίος Ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος είναι που εις το έργον του Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, αφιερώνοντας ορισμέ­νες γραμμές στο πρόσωπον και στο θρησκευτικό κίνημα, που προκάλεσεν ο άγιος Ιωάννης, του αποδίδει κι' αυτός το παρωνύμιον Βαπτιστής.

Και το μεν γεγονός καθ' αυτό, ότι αυτός ο Ιωάννης όντως είχεν αυτήν την πλατειά μαρτυρούμενην βαπτισματικήν δραστηριότητα, ουδείς ποτέ το αμφισβήτησεν. Πρό­κειται, δηλαδή, για κατοχυρωμένο Ιστορικό γεγονός, που το βεβαιώνουν, πλην του ιουδαίου ιστορικού Φλαβίου Ιώσηπου, και οι τέσσερες ευαγγελι­στές, αλλά και ο συγγραφέας του βιβλίου των Πράξεων Αποστόλων.

Παρατηρούμεν μάλιστα ότι αυτή η Ιωάννεια βαπτισματική τελε­τουργία καταλάμβανε τόσον σπουδαία και κεντρική θέση μέσα στο όλο δημόσιο έργο του Προδρόμου, δηλαδή μέσα στην διακονία του, ώστε ο ευαγγελιστής Μάρκος, μάλλον επειδή τη θεωρεί σπουδαιότερη, να την αναφέρει ακόμη και προ αυτού του Ιωάννειου κηρύγματος, δηλαδή, να την προτάσσει του κηρύγματος του Ιωάννου, όταν λέγει ο ευαγγελιστής αυτός: «εγένετο Ιωάννης βαπτίζων εν τη ερήμω και κηρύσσων» (Μάρκ. α', 4). Να γιατί λέμε, ότι η Καινή Δια­θήκη αποδίδοντας του το παρωνύμιον Βαπτιστής, θέλει να τον χαρακτηρίσει με αυτήν την πιο εντυπωσιακήν, την πιο χαρακτηριστικήν, αλλά και την πιο σημαντικήν του δραστηριότητα και, άρα, ιδιότητα.

Δεύτερη επισήμανση: Η χρονική περίοδος της βαπτισματικής δράσης του Ιωάννου: Αφετηρία, διάρκεια, λήξη της: Μας είναι, άραγε δυνατόν να προσδιορίσουμε τις αρχές αυτής της δραστηριότητας, δηλαδή, πότε ακριβώς άρχισεν ο Ιωάννης να βα­πτίζει; Αυτό το πράγματι βασανιστικόν ερώτημα απασχόλησεν τους ιστο­ρικούς της Ιστορίας της εποχής του Χριστού. Βέβαια, εκ πρώτης όψεως, το πράγμα φαίνεται εύκολον. Κι αυτό, διότι ο ευαγγελιστής και πρώτος ιστορικός της Εκκλησίας, ο και ιατρός Λουκάς, ακριβώς την είσοδον του Βαπτιστή στην σκηνή της δημόσιας δράσης του για την προετοι­μασία του δρόμου του Μεσσία, την τοποθετεί σ' ένα τέτοιο ιστορικό πλαί­σιο, όπου μάλιστα και εμφανίζονται να παρελαύνουν αρκετά πρόσωπα γνωστά και άλλοθεν, αλλά και από την κοσμικήν Ιστορίαν. Λέγει, λοι­πόν, ο ευαγγελιστής Λουκάς, τον οποίον παραθέτω εν παραφράσει: «Κατά δε το δέκατον πέμπτον έτος της αυτοκρατορίας του Τιβερίου Καίσαρος, όταν ήταν ηγεμών εις την Ιουδαίαν ο Πόντιος Πιλάτος, και τετράρχης εις την Γαλιλαίαν ο Ηρώδης αντίπας, ο δε Φίλιππος ο αδελφός του ήτο τετράρχης της Ιτουραίας και της Τραχωνίτιδος χώρας, και ο Λυσανίας ήτο τετράρχης της Αβιλινής, επί των αρχιερέων Άννα και Καϊάφα, ήλθε διαταγή του Θεού προς τον Ιωάννην τον υιόν του Ζαχαρίου, εις την έρημον, όπου αυτός έμενεν.» (Λουκ. γ', 12)

Θάλεγε κανείς ότι με τόσους χρονολογικούς προσδιορι­σμούς, δηλαδή, δια της αναφο­ράς και μνημονεύσεως τόσων προσώ­πων εκ της Ιστορίας, θα ήταν εύκολος και ο ακριβής προσδιορισμός της έναρξης του βαπτισματικού έργου του Ιωάννου. Όμως, εάν οι προσδιορι­σμοί αυτοί ήσαν αρκετοί και ικανοποι­ητικοί για τις Ιστορικές ανάγκες και απαιτήσεις της εποχής του Λουκά, δεν είναι πάντως πια για μας σήμερα. Εξ άλλου, τα χρονολογικά αυτά δεδομέ­να δεν είναι ούτε συγκεκριμένα, αλλ' ούτε και ακριβή, παρά μόνο φαινομε­νικώς. Το πρώτον μάλιστα απ’ αυτά, το μόνο που θάλεγε κανείς ότι θα μπορούσε να μας χρησιμεύσει και σαν βάση για ένα τέτοιο χρονολογικό υπολογισμό, που ζητάμε, δεν αποτε­λεί σίγουρο δεδομένο και στοιχείο και σημείον χρονολογικής εκτίμησης και αφετηρίας. Αλλά και οι ικανότεροι και διασημότεροι Ιστορικοί γενικότε­ρον και κατά κανόνα, παραιτούνται από την προσπάθεια να ανιχνεύσουν από πότε ακριβώς άρχιζαν και πως υπολογίζονταν τα έτη διακυβέρνησης των ρωμαίων αυτοκρατόρων. Να γιατί στο ερώτημα πότε ακριβώς αρχίζει και η βαπτισματική δραστη­ριότητα του Ιωάννου, οι γνώμες των ιστορικών διχάζονται, ή, μάλλον ποικίλλουν και κινούνται σε μια μεγάλη χρονολογική κλίμακα, σε μια γκάμμα εννέα ετών, δηλαδή από το έτος 26 μ.Χ. μέχρι και το έτος 34 μ.Χ.

Αλλ' εάν δεν μας είναι δυνατόν να προσδιορίσουμε μίαν από­λυτα ακριβή στη λεπτομέρεια της χρονολογίαν έναρξης της βαπτι-σματικής δράσης του Ιωάννου, όμως, μας είναι δυνατόν, περιοριζόμενοι σε μιαν σχετικήν τοιαύτην να ικανοποιή­σουμε μόνον εν μέρει αυτήν την ιστορικήν περιέργειά μας. Η σχετική δε αυτή χρονολόγηση βασίζεται στα εξής δεδομένα, που μας παρέχουν πάλιν τα ευαγγέλια:

Όταν, δηλαδή, ο Ιησούς πήγε στον Ιορδάνη ποταμό για να βαπτι­σθεί ο ίδιος, υπήρχεν ήδη μεγάλη συρροή πλήθους ανθρώπων, στις όχθες του ποταμού (Λουκ. γ', 7). Αυτό είναι το ένα στοιχείον.

Εξ άλλου, ο Βαπτιστής ήταν τότε ήδη γνωστός σ' όλο το λαό, που έτρεχε σ' αυτόν με ενθουσιασμό (Λουκ. γ', 21). Κι' αυτό είναι το δεύτερον. Πιο συγκεκριμένα δε, επίσης, η φήμη του Βαπτιστή είχεν ήδη μεγαλώσει και διαδοθεί τόσον στην Ιερουσαλήμ, όσον και σε όλην την Ιουδαία. (Ματ. γ', 5, Μάρκ. α', 5), τρίτον δεδομένον.

Επομένως, και βάσει αυτών των τριών στοιχείων, θα πρέπει να υποθέσουμεν ότι ο Ιωάννης θα πρέπει να είχεν αρχίσει ήδη να βαπτίζει, τουλάχιστον μερι­κούς μήνες πριν να εκδηλωθεί το κυρίως μεσσιανικόν κίνημα, αυτό, δηλαδή, του Ιησού. Αυτά τα λίγα μόνον, για τη χρονολογία γύρω από το Ιωάννειο Βάπτισμα.

Τρίτη επισήμανση: Και αφού μι­λήσαμε για το χρόνο, περνάμε τώρα στο ερώτημα για τον τόπο: Πού, σε ποιες περιοχές εβάπτιζεν ο Ιωάννης;

Ο Λουκάς σημειώνει τα εξής για τον Ιωάννη και τη σχέ­ση, που είχε από παιδί με την έρημον: «Το δε παιδίον ηύξανε και εκραταιούτο πνεύματι, και ην εν ταις ερήμοις, έως ημέρας αναδείξεως αυτού προς τον Ισραήλ» (Λουκ. α', 80). Ακριβώς δε, βγαίνοντας ο Ιωάν­νης απ’ αυτές τις ανώνυμες ερήμους, που αναφέρει ο Λουκάς, άρχισεν την αποστολή του, της οποίας το πρώτον πεδίον δράσης, ήταν επίσης μία έρημος, που αυτή όμως μας είναι γνωστή, η έρημος της Ιουδαίας (Ματθ.γ', 1).

Παλαιότεροι και νεώτεροι ερευνητές συμφωνούν τοποθετώντας αυτήν την έρημο στα πέριξ της Ιεριχούς, κοντά όμως στον Ιορδάνη. Σημειωτέον δε ότι το ποτά­μι αυτό το αναφέρουν ονομαστικά και οι τέσσαρες Ευαγγελιστές. Πρέπει, όμως, να ξέρουμε ότι ο Βαπτιστής δεν έμενε σταθερά και συνέχεια στο ίδιο σημείο. Και ο μεν Ματθαίος με τον Μάρκο μας παρουσιάζουν τα πράγ­ματα ωσάν μία ολόκληρη μερίδα ανθρώπων της Παλαιστίνης, να κα­τευθύνονταν προς τον Βαπτιστή, ενώ ο Λουκάς μας εμφανίζει τον Ιωάννην να κινείται αυτός ο ίδιος πλέον, και να κυκλοφορεί προσωπικώς καθ' όλην την έκταση της κοιλάδας του ποταμού (Λουκ. γ', 3), σαν να, δηλαδή, μετεκινείτο προς συνάντηση των νεωστί βαπτισθέντων υπ’ αυτού και των νεοφύτων του.

Είναι, λοιπόν, πιθα­νόν, ότι ακόμη και στην αρχή της δρά­σης του ασκούσε την διακονίαν του σύμφωνα με τις καθημερινές ανάγκες, που παρουσιάζονταν και κατά τις απαιτήσεις της στιγμής, άλλοτε στην αριστερή όχθη του ποταμού κι' άλλοτε στη δεξιάν. Οι ερμηνευτές της Καινής Διαθήκης θεωρούν ακόμη δυνατόν, μετά τη βάπτιση του Ιησού, ο Ιωάννης, σαν για να αφήσει στον Μεσσία ελεύθερο το πεδίο δράσεως, να προτίμησε την παραμονήν του στην Υπεριορδανία. Μια τέτοια υπόθεση των καινοδιαθηκολόγων, θα μπο­ρούσε πλην των άλλων, να εξηγήσει θαυμάσια και μίαν πληροφορία του τέταρτου ευαγγελιστή, που, αλλιώς, αυτή θα εφαίνετο όλως διόλου αντιφατική. Διότι ο τελευταίος αυτός, σημειώνει: «Ταύτα εν Βηθανία εγένετο πέραν του Ιορδανού, όπου ην Ιωάννης βαπτίζων» (Ιω. α', 28) . Αυτή δε ακριβώς η Βηθανία, χωριό ή απλό πέρασμα του ποταμού, φαίνε­ται, λοιπόν, ότι εκείτο εις τον κάτω ρουν του ποταμού Ιορδάνη. Κι' αυτό είναι όλο κι' όλο, ό,τι ξέρομεν για την τοποθεσία αυτής της Βηθανίας. Αργότερα, ο Ιωάννης πέρασε και πάλιν στη δεξιά όχθη του ποταμού, αλλά, τη φορά αυτή, πολύ πιο βόρεια και έφθασε συγκεκριμένα εις την πηγήν Αίνων, πλησίον της πόλεως Σαλείμ, όπου, κατά την μαρτυρίαν του τέταρτου ευαγγελιστή, υπήρχαν πολλά νερά, και όπου, κατά την ίδιαν μαρτυρίαν, και γι' αυτό ακριβώς, εγκαταστάθηκεν εκεί ο Βαπτιστής: «ότι ύδατα πολλά ην εκεί, και παρεγένοντο και εβαπτίζοντο.» (Ιω. γ', 23).

Στο μέρος δε ακριβώς αυτό ήταν όπου ήλθαν, λοιπόν, και βρήκαν τον Βαπτιστή οι δικοί του μα­θητές και του είπαν αγανακτισμένοι και εμφανώς εξοργισμένοι: Στην Ιου­δαία κάποιοι τελούν ένα άλλο Βάπτι­σμα, διαφορετικό από το δικό σου, εννοώντας το Βάπτισμα, που γινόταν εκεί κατ' εντολήν του Μεσσία Ιησού υπό των μαθητών του τελευταίου.

Αλλ' αυτό ακριβώς το περιστα­τικό με τους μαθητές του Ιωάννου, παρέσχεν την αφορμή στον ίδιο να δώσει, για μια ακόμη φορά, την δικήν του μαρτυρίαν υπέρ του Ιησού, σαν του μέχρι τότε αναμενόμενου και νυν ελθόντος Μεσσία.

Τέταρτη επισήμανση: Και ποιους, άραγε, εβάπτιζεν ο Ιωάννης;

Οι ακροατές του Βαπτιστή, άνδρες και γυναίκες (λέγω και γυναίκες, γιατί δεν υπήρχεν κανένας σοβαρός λόγος για να απο­κλείονταν και να εξαιρούνταν αυτές από το Βάπτισμα του Ιωάννου), προέρχονταν κυρίως απ’ την ίδια την Ιερουσαλήμ, αλλά και γενικότερα, από την νότια Παλαιστίνη, δηλαδή, από την Ιουδαία. (Ματθ. γ', 5, Μαρκ. α, 5) .

Αλλ' επειδή ο Ιωάννης μετεκινείτο προς την αντίθετον φοράν και κατεύθυνση του ρεύματος του Ιορδανού, δηλαδή, προς τον Βορρά, μπορούμε να δεχθούμε ότι ακριβώς αυτές οι βόρειες επαρχίες δεν έμειναν ανέπαφες και ασυγκίνητες από τη γοητεία, που ασκούσεν το κήρυγμά του. Κι' όταν, όπως είπαμε, κάπως αργότερα, δηλαδή, στη δεύτερη φάση της διακονίας του, μετακινήθηκεν ο Ιωάννης και ήλθεν εις την πηγήν Αίνων, οι Γαλι­λαίοι, αυτοί δηλαδή οι Παλαιστίνοι του βορρά, μπορούσαν πια ευκολότε­ρα και ανετότερα να επωφεληθούν και απολαύσουν το κήρυγμά του, αλλά και να δεχθούν το Βάπτισμά του.

Κάποιοι, μάλιστα, απ’ αυτούς τους Γαλιλαίους δεν περίμεναν να έλθει ο Βαπτιστής μέχρις εκεί για να γίνουν και μαθητές του. Τον είχαν κι' όλας πλησιάσει και μαθήτευαν κοντά του. Τέτοιοι π.χ. ήσαν ο Σίμων­α Πέτρος, ο Φίλιππος και ο Ναθαναήλ, που ήσαν ήδη μαθητές του Ιωάννου πολύ πριν μεταπηδήσουν και γίνουν, αργότερα, μαθητές του ίδιου του Μεσσία, δηλαδή του Ιησού (Ιω. α' , 35) .

Πάντως, όπως μαθαίνομεν απ’ τις πληροφορίες των ευαγγελι­στών, ανάμεσα στα πλήθη, που έσπευδαν προς τον Ιωάννην και συνέρρεαν στις όχθες του πόταμου, μπορούσε να διακρίνει κανείς τα πιο ετερόκλιτα και διαφορετικά στοιχεία: Έτσι, π.χ., μπορούσες να δεις, ακόμα και κάποιους Φαρισαίους, αλλά και Σαδδουκαίους (Ματθ. γ', 7), εκεί. Επομένως, θα πρέπει, πάντως να δεχθούμεν ότι η φήμη του Βαπτιστή ήταν ήδη στο απόγειόν της, για να φθάσει, δηλαδή, στο σημείον να προσελκύσει ταυτόχρονα και τις δύο αυτές αντίπαλες μεταξύ τους θρησκευ­τικές παρατάξεις, των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων, οι οποίες ακριβώς συνα­γωνίζονταν η μια την άλλην, ποια απ’ τις δυο θα ασκήσει πάνω στον εβραϊκό λαό τη μεγαλύτερη επίδραση και επιρροήν. Πάντως, είναι, επίσης, γεγο­νός, ότι όλα αυτά τα πρόσωπα, όσα, δηλαδή, αναφέραμε ότι επισκέπτονταν την όχθην, όπου εβάπτιζεν ο Ιωάννης, δεν σημαίνει και ότι ήσαν αδιακρίτως και οπωσδήποτε σίγουροι και εξασφα­λισμένοι υποψήφιοι για το Βάπτισμα.

Ένας αριθμός επισκεπτών π.χ. έρχονταν από περιέργειαν. Άλλοι, πάλιν, εντυπωσια­σμένοι από τους βίαιους και καυστι­κούς λόγους του Προδρόμου (Ματθ. γ', 7), και νιώθοντας μάλιστα ότι όσους μύδρους εξαπέλυεν ο προφήτης αυτός είναι γι' αυτούς, ότι γι' αυτούς προορίζονταν, ότι σ' αυτούς απευθύ­νονταν, ότι αυτούς εστόχευαν, όλοι αυτοί, λοιπόν, απέφευγαν επιμελώς και συστηματικά να ζητήσουν τον συμβολικόν καθαρμόν, όλοι αυτοί, των οποίων την υποκρισίαν καυτηρίαζεν αυτός ο αναμφισβήτητα, για τον λαόν, άνθρωπος του Θεού. Τέτοια π.χ. ήταν η περίπτωση των Φαρισαί­ων. Ο Λουκάς, συγκεκριμένα, μας πληροφορεί σχετικώς, ότι «οι δε Φαρισαίοι και οι νομικοί την βουλήν του Θεού ηθέτησαν εις εαυτούς, μη βαπτισθέντες υπ’ αυτού» (Λουκ. ζ', 30), δηλαδή, υπό του Ιωάννου. Ευτυχώς, όμως, το μεγαλύτερον μέρος των ακροατών του Ιωάννου, το κύριον σώμα των, ήσαν απλοί άνθρω­ποι του λαού και μάλιστα ανάμεσά τους ήσαν και κάποιοι τελώνες, που, ως γνωστόν, εθεωρούντο ιδιαίτερα αμαρτωλοί, καθώς και αρκετοί στρα­τιώτες, που όλοι αυτοί δεν ζητούσαν τίποτε άλλο, δεν περίμεναν τίποτε άλλο, παρά μόνον ένα νεύμα του Ιωάννου, για να εκτελέσουν πιστά οποίαν εντολήν θα τους έδιδεν αυτός (Λουκ. γ', 10). Αυτούς τους απλούς ανθρώπους ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός τους επαίνεσεν και τους εγκωμίασεν μπροστά στους δικούς του μαθητές, όταν είπεν στους τελευταίους αυτούς: και πας ο λαός ακούσας, «και οι τελώναι, εδικαίωσαν τον Θεόν βαπτισθέντες το βάπτισμα Ιωάννου.» (Λουκ. ζ', 29)

Μέχρι του σημείου αυτού, αγα­πητοί μου, η ομιλία ήταν κυ­ρίως περιγραφική κάποιων λίγο-πολύ, γνωστών, ή, και ευκόλως κατανοητών πραγμάτων. Και δεν ξέρω, μάλιστα, εάν και κατά πόσον παρουσίασεν ενδιαφέρον και τράβηξε την προσοχήν σας. Μπορώ όμως να σας διαβεβαιώσω ότι το υπόλοιπον μέρος της, θα είναι πολύ ενδιαφέρον, εάν συνεχίσετε αλλά και εντείνετε την προσοχήν σας.

Όσα σημεία θα θίξωμεν από τώρα και μέχρι τέλους, είναι  στοιχεία που συνθέτουν τη γενικότερη εικόνα ενός σπουδαιότα­του θέματος, που δυστυχώς σπανίως μεν το διαπραγματεύονται και ακόμη σπανιότερον το αναλύουν ορθά: Πρό­κειται για το μεγάλο θέμα της κατα­γωγής και προέλευσης του Χριστιανι­σμού μέσα στην Ιστορίαν. Και για μας μεν που πιστεύομεν στην θεότητα του Χριστού και στην εν Χριστώ αποκάλυψη, η απορία γι' αυτό το ζή­τημα λύνεται αυτόματα, ή, μάλλον, δεν υπάρχει καν πρόβλημα.

Κάποιοι άλλοι όμως άπιστοι ή και αιρετικοί, και πιο συγκεκρι­μένα οι συλλήβδην λεγόμενοι Προτεστάντες (Ευαγγελικοί, Πεντηκοστιανοί, Βαπτιστές, Αντβεντιστές και λοιποί), και μεγάλοι κατά κόσμον σοφοί καθηγητές τους, οι οποίοι βέβαια «εμωράνθησαν εν τη σοφία αυτών», όπως λέγει η Αγία Γραφή, όλοι αυτοί για το ζήτημα της προέ­λευσης του Χριστιανισμού, προσπα­θούν να τα εξηγήσουν όλα εξελικτικά και δια της αλληλεπίδρασης ιδεών και θεσμών.

Έτσι, και για το θέμα μας ισχυρίζονται ότι το μεσσιανικό κίνημα του Ιησού και η μορφή του κινήμα­τος, σαν Εκκλησίας, προήλθεν από το θρησκευτικο-κοινωνικόν κίνημα του Ιωάννου του Βαπτιστή. Ο Χριστός δηλαδή, λένε, δεν πρωτοτύπησεν στα περισσότερα στοιχεία, που δίδαξεν και θεσμοθέτησεν, αλλά, δήθεν, προσέλαβεν, αφομοίωσεν, συνέχισεν και το πολύ-πολύ εβελτίωσεν ή και τελειοποίησεν στοιχεία, που πήρε απ’ το πρόσφατον παρελθόν του ή από την ίδιαν την εποχήν του. Και ψάχνουν οι μωρανθέντες αυτοί σοφοί να βρουν: από ποια θρησκευτικά περιβάλλοντα και θρησκευτικο-κοινωνικο-πολιτικά κινήματα πήρε και δανείστηκεν ο Χριστός στοιχεία, από ποιους δηλαδή επηρεάστηκε για να φτιάξει το δικό του κίνημα. Έτσι βρίσκουν, οι κύριοι αυτοί την καταγωγήν του Χριστιανισμού: Οι Εσσαίοι εγέννησαν Ιωάννην τον Βαπτιστήν. Ιωάννης δε ο Βα­πτιστής εγέννησεν τον Ιησούν Χρι­στόν. Έτσι, περνούν «γενεές δεκατέσσαρες» τον Χριστιανισμόν, που δίδα­ξεν ο Χριστός.

Φθάνομεν, λοιπόν, και στο σημερινό μας θέμα: Λένε αυτοί: Συγκεκριμένα, το Βάπτισμα που καθιέρωσεν ο Ιησούς δεν ήταν άλλο από το Βάπτισμα του Ιωάννη. Ο Ιωάννης εβάπτιζε στο νερό. Ο Ιησούς πήρε, αφομοίωσε, βελτίωσεν και συνέχισεν το Βάπτισμα του Ιωάννου. Δεν είναι άλλου είδους το Βάπτισμα, που καθιέρωσεν ο Ιησούς. Επομέ­νως, ούτε και υπάρχει πρωτογενώς και πρωτοτύπως ειδικό χριστιανικό Βάπτισμα στο νερό. Ο Χριστός υιοθέτησεν το Ιωάννειο Βάπτισμα εν ύδατι, και έδωσεν εντολήν να το συνεχίσουν οι μαθητές του και η Εκκλησία μέχρι σήμερον, αυτό το υδάτινο Βάπτισμα του Ιωάννου. Είναι Βάπτισμα σε σκέτο νερό και σε τίποτε άλλο που το πολύ-πολύ συμβολίζει κάτι. Γι' αυτό και ένα τέτοιο Βάπτισμα, δεν μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες, να τις σβύνει. Το μόνο που μπορεί είναι να καθαρί­ζει τις βρωμιές του σώματος. Να για­τί όλοι αυτοί οι αιρετικοί Προτεστάν­τες δεν δέχονται ότι το Βάπτισμα, που κάνει η Εκκλησία εν ύδατι, συγχωρεί αμαρτίες. Διότι, λένε, δεν διαφέρει, απ’ το Ιωάννειον.

Σιωπούν για τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, που με τις ευχές του ιερέως κατεβαίνει από τον ουρανόν και αγιάζει το νερόν του Βαπτίσματος. Το νερό, λοιπόν, του Βαπτίσματος καθ' ημάς δεν είναι σκέτο νερό, αλλ' αγιασμένο απ’ τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, γι' αυτό και είναι αμαρτημάτων λυτήριον. Οι ίδιοι αυτοί αιρετικοί, όμως, επιφυλάσ­σουν για τους οπαδούς τους ένα άλλο Βάπτισμα, ένα δεύτερο Βάπτισμα, όχι υποχρεωτικά στο νερό, αλλά που τε­λείται κυρίως με το ακούμπημα του χεριού του τελετουργού πάνω στο κεφάλι του οπαδού του, για να του μεταδώσει -λένε- το άγιον Πνεύμα, ανεξάρτητα όμως από το νερό του Βαπτίσματος. Μιλάνε, δηλαδή, αυτοί για δύο διαφορετικά Βαπτίσματα: Το Βάπτισμα εν ύδατι και το Βάπτισμα εν Πνεύματι. Ενώ ο απόστολος Παύλος μιλώντας για το χριστιανικό Βάπτισμα μιλάει όχι για δύο, αλλά για ένα Βάπτισμα, όταν λέγει: Εις Κύριος, μία πίστις, εν Βάπτισμα. (Εφεσ. δ', 5). Αυτό το ένα Βάπτισμα διατηρεί και τελεί η Εκκλησία, που είναι Βάπτισμα ύδατος και ταυτό­χρονα Πνεύματος.

Έχουν όμως δίκαιον όλοι αυτοί οι πλανεμένοι, όταν ισχυρίζονται ότι το εν ύδατι Βάπτισμα, που καθιέρωσεν ο Ιησούς και τηρεί μέχρι σήμερα πιστά η Εκκλη­σία, είναι η συνέχεια του ίδιου εκείνου υδάτινου Βαπτίσματος, που έκανε ο Ιωάννης και που δήθεν υιοθέτησεν ο Ιησούς, βάπτισμα βέβαια, που δεν συγχωρούσεν αμαρτίες;

Ταυτίζεται, λοιπόν, το Βάπτισμα του Ιωάννου με το Βάπτισμα του Χριστού; Ποιάν σχέση έχουν αυτά τα δύο; Ας δούμε αυτήν τη σχέση και ας συγκρίνομε τα δύο, συνεχίζoντας την ανάλυσή μας στο Ιωάννειο Βάπτισμα, μετά την ενημερωτικήν παρέκβαση, που ήταν απαραίτητη να κάνουμε.

Έτσι μπαίνομε στην πέμπτη επισήμανση: Αυτή αφορά στην ίδια τη βαπτισματική πράξη του Ιωάννου: Πώς, δηλαδή, με ποιόν τρόπον εβάπτιζεν αυτός;

Το Ιωάννειο Βάπτισμα γινόταν με βύθιση του βαπτιζομένου στο νερό. Όμως, η ολοκληρωτική και πλήρης βύθιση στο νερό πρέπει να ήταν εύκολη μεν στα νερά του Ιορδά­νη, αλλά πολύ λιγότερο εύκολη στα νερά της πηγής Αίνων, όπου, όπως είπαμε, και εκεί εβάπτιζεν ο Ιωάν­νης. Βέβαια, τίποτε δεν θα εμπόδιζε τον Βαπτιστή να παίρνει με τα χέρια του νερό και να βρέχει απ' το κεφάλι και κάτω του βαπτιζομένου το μέρος του σώματος του, που ήταν έξω από το νερό.

Άλλωστε, μας είναι γνωστόν, ότι πολλοί Βαπτισμοί, τους οποίους εντέλλεται και περιγράφει ο ίδιος ο μωσαϊκός Νόμος, γίνονταν συχνά κατ' αυτόν τον τρόπο και υπ’ αυτές τις συνθήκες.

Αλλά, εκτός απ’ αυτήν την υπόθεση, που είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε, κάτι άλλο έχει μεγαλύτερη σημασία και σπου­δαιότητα. Άραγε, ποιος ακριβώς ήταν ο ρόλος του ίδιου του Ιωάννου του Βαπτιστή κατ' αυτήν την βαπτι­σματική πράξη; Και μήπως ο Ιωάν­νης χρησιμοποιούσε κατά την βάπτιση κάποιαν στερεότυπη εκφώνηση λό­γων, κάποιον χαρακτηριστικόν βα-πτισματικόν τύπον, κάποια βαπτι­σματική φόρμουλαν σ' αυτήν την βα­πτισματική τελετή;

Οι ειδικοί που ασχολήθηκαν μ' αυτό το θέμα δίνουν αρνητικήν απάντηση σ' ένα τέτοιο ερώτημα. Ο δε λόγος του Αποστόλου Παύλου (Πρ. ιθ',4), που αναφέρουν οι Πράξεις Αποστόλων δηλώνει περισσότερον τον σκοπόν του Βαπτίσμα­τος του Προδρόμου, παρά τον τύπον βαπτισματικής εκφώνησης του Ιωάν­νου. Ως προς δε τον πιθανόν ιερατικόν ρόλον του Ιωάννου κατά το Βάπτι­σμα, ό,τι μπορούμε να ανιχνεύσουμε στα κείμενα των Ευαγγελίων, είναι ότι: οπωσδήποτε ο ρόλος του Βαπτι­στή Ιωάννου κατά το Βάπτισμα δεν ήταν απλά ο παθητικός ρόλος ενός απλού μάρτυρα, που μόνον παρίστατο και παρατηρούσε τη βύθιση των νεοφύτων στα ύδατα.

Ο Ιωάννης, επί πλέον, είχε ρόλον ενεργητικόν μεν, αλλά του οποίου τον αληθινό χαρακτήρα δεν προσδιορίζουν οι ιστορικές μας πηγές. Κι' αυτό διότι, όπως μαρτυρούν αυτές, ο Ιωάννης ήταν προσωπικά δεμένος με το Βάπτισμα, έτσι ώστε κανένας από τους μαθητές του δεν μπορούσε να υποκαταστήσει τον Πρόδρομον σ' αυτό του το λειτούργη­μα. Μαρτυρείται, ότι όλοι όσοι έρχονταν να βαπτισθούν, επιθυμούσαν να λάβουν το Βάπτισμα απ’ τα δικά του χέρια και μόνον (Μάρκ. α', 5, Ματθ. γ', 6). Κάτι, δηλαδή, που δεν συνέβαι­νε με το Βάπτισμα, που καθιέρωσεν ο Χριστός. Κι' αυτή η διαπίστωση είναι μία απ’ τις πολλές διαφορές, που σημειώνομεν ότι υπήρχαν ανάμεσα στο Ιωάννειο και στο χριστιανικό Βάπτισμα.

Και αφού θίξαμε κι' αυτό το σημείον, μπορούμε να μπούμε στην έκτη επισήμανσηΆραγε, το Βάπτισμα του Ιωάννου επέζησεν και συνεχίστηκε μετά τον αποκεφαλισμό του ίδιου; Και πιο συγκεκριμένα. Ήταν νόμιμον, θεμιτόν, επιτρεπτόν να συνεχισθεί και να επιβιώσει του Ιωάννου, ένα τέτοιο Βάπτισμα; Τι λέγει η ίδια η Καινή Διαθήκη; Τι μαρτυρεί η Ιστορία;

Ο μεν τέταρτος ευαγγελιστής, για το θέμα αυτό, φαίνεται να υπονοεί, ότι αμέσως μόλις συνελήφθη και φυλακίστηκεν ο Ιωάν­νης, το Ιωάννειο Βάπτισμα έληξεν εσταμάτησεν. Λέγει, δηλαδή, ο ευαγγελιστής αυτός: Ήρχοντο εκεί, δηλαδή εις την πηγήν Αίνων και εβαπτίζοντο εκεί, διότι ο Ιωάννης δεν είχεν ακόμη φυλακισθεί (Ιω. γ', 23-24). Αυτή η διατύπωση του Ευαγγελίου σημαίνει βέβαια, ότι με τη φυλάκιση του Ιωάννου, σταμάτησε το Βάπτισμά του.

Και κάτι ακόμη: Οι Πράξεις Αποστόλων αναφέρουν ότι εί­κοσι περίπου έτη μετά τη φυλά­κιση και τον αποκεφαλισμόν του Ιωάννου, κάποιος Ιουδαίος ονόματι Απολλώς προερχόμενος από την Αλεξάνδρεια, δεν εγνώριζε άλλο Βά­πτισμα, παρά μόνον το Βάπτισμα του Ιωάννου. Το ερώτημα όμως για μας είναι: Πολύ ωραία, ο Απολλώς εγνώριζεν σαν μόνο και αποκλειστικό Βάπτισμα εκείνο του Ιωάννου. Όμως, θα ήταν δυνατόν να το είχε μεν λάβει ο ίδιος είκοσι χρόνια πριν, απ’ τα χέ­ρια του ίδιου του Ιωάννου. Το ερώτη­μά μας όμως είναι άλλο: Εάν, δηλα­δή, εν τω μεταξύ, το Βάπτισμα του Ιωάννου έπαψε να τελείται, εάν διε­κόπη οριστικά με τον θάνατο του Βα­πτιστή. Ή εάν, έστω και αυτοί που είχαν βαπτισθεί απ’ τον ίδιον, όντως συνέχιζαν να βαπτίζουν περαιτέρω και άλλους, αλλά και εάν, κάνοντας τυχόν κάτι τέτοιο, ενεργούσαν νόμι­μα, τουτέστιν σύμφωνα με την επιθυμίαν ή σχετικήν εντολήν του ίδιου του Ιωάννου, που τυχόν την είχε δώσει τουλάχιστον στους μαθητές του, πριν αποκεφαλιστεί. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν προκύπτει από πουθενά. Στην δε περίπτωση συγκεκριμένα του Απολλώ, που, όπως αναφέραμε, λέγεται ότι έλαβε το Βάπτισμα Ιωάννου, αλλά δεν λέγεται τίποτε σχετικά με το αν αυτός ο Απολλώς, που είχε δεχθεί αυτό το Βάπτισμα, το συνέχιζεν τυχόν, με το να βαπτίζει ενδεχο­μένως άλλους. Κάτι τέτοιο, λοιπόν, δεν μαρτυρείται.

Ωστόσον, οι Πράξεις Αποστόλων (Πρ. ιθ', 1-7) αναφέρουν πάλιν μια δεύτερη περίπτωση: Συγκεκριμένα ο Απόστολος Παύλος συναντά στην Έφεσο κάποι­ους, οι οποίοι είχαν ήδη λάβει το Ιωάννειο Βάπτισμα. Διερωτώμεθα λοιπόν: Άραγε το έλαβαν απ’ τα χέρια του ίδιου του Ιωάννου; Τίποτα δεν το αποκλείει. Αυτοί οι κάτοικοι της Εφέσου θα μπορούσαν να ήσαν Ιουδαίοι, που πριν είκοσι χρόνια να ευρίσκονταν στα Ιεροσόλυμα, όταν, δηλαδή, ζούσεν ακόμη και εβάπτιζεν ο Ιωάννης και να είχαν βαπτισθεί απ’ τον ίδιο τον Βαπτιστή. Μάλιστα, τα λόγια που τους απευθύνει ο Παύλος, δείχνουν, ότι ο ίδιος ο Παύλος έτσι κατάλαβε το πράγμα και ότι αυτά τα λόγια του αποτελούν τρόπον τινά απάντηση σε μιαν προηγούμενη δή­λωσή τους, ότι ακριβώς οι ίδιοι βαπτί­σθηκαν απ’ τον ίδιο τον Βαπτιστή. Διότι ο Παύλος τους λέγει:

Ο Ιωάννης  μεν  εβάπτισεν βάπτισμα μετανοίας. Αυτά δηλαδή τα λόγια του Παύλου δείχνουν ακριβώς ότι δεν μεσολάβησε μεταξύ Ιωάννου Βαπτιστή και των εν λόγω Εφεσίων άλλος ενδεχομένως τελετουργός του Ιωάννειου αυτού Βα­πτίσματος, είτε μαθητής του Ιωάν­νου, είτε οπαδός του, αλλ' ούτε και κάποιος απλά βαπτισμένος, που εις την συνέχειαν τυχόν εβάπτιζε άλλους, προκειμένου να συνεχίσει και διαιωνί­σει το Βάπτισμα του Ιωάννου.

Θα πρέπει, άρα, να συμπεράνουμε ότι στα ιερά κείμενα της Καινής Διαθήκης δεν σώθηκε κανένα ίχνος για τυχόν επιβίωση του Ιωάννειου βαπτί­σματος μετά το θάνατο του Βαπτιστή.

Μήπως, όμως, στα μετακαινο-διαθηκικά κείμενα και στην Ιστορία μπορούμε να εντοπί­σουμε τέτοιαν ενδεχομένην επιβίωση; Μήπως, δηλαδή, κάποιες αιρέσεις, νόμιμα ή όχι, αξίωσαν, όμως, ότι αυτές είναι οι νόμιμοι συνεχιστές μέσα στην Ιστορίαν, του Ιωάννειου Βαπτί­σματος;

Ωστόσον, σώζεται και υπάρχει ένα μετακαινοδιαθηκικόν κείμενο, που είναι γνωστό με τον τίτλο: «Αναγνωρίσεις Κλήμεντος», που αναφέρει τα εξής: ότι οι μαθητές του Ιωάννου ή Ιωαννίτες είχαν θέσει σαν σκοπό τους να εμποδίσουν γενικό­τερα μεν τη διάδοση του Ευαγγελίου και ειδικότερα του χριστιανικού Βαπτίσματος. Πώς όμως; Με το να αποδοκιμάζουν το χριστιανικό Βάπτι­σμα και με το να προβάλλουν την αξίωση ότι οι ίδιοι προσέφεραν το περίφημο Βάπτισμα του Ιωάννου.

Όμως, το ζήτημα είναι όχι αυτά που λέγουν οι Αναγνωρίσεις Κλήμε­ντος, αλλ' ακριβώς ποιάν ιστορικήν αξία μπορούν να έχουν αυτές οι πλη­ροφορίες ενός τέτοιου κειμένου, το οποίον θεωρείται από τους ειδικούς άνευ ιστορικής αξίας, διότι κινείται μέσα στο χώρο της φαντασίας και της προκατάληψης.

Οπωσδήποτε, όμως, ιστορικά σίγουρον είναι ότι κι αν πράγματι υπήρξε κάποτε μια τέ­τοια οργανωμένη αίρεση, που να ασκού­σε το Βάπτισμα του Ιωάννου, όμως θα πρέπει να είχεν γρήγορα σβύσει και εξαφανισθεί, διότι απλούστατα τέτοια αίρεση ήταν άγνωστη στους τότε εκ­κλησιαστικούς συγγραφείς, που ασχο­λούνται με τις αιρέσεις της εποχής εκείνης, και μας δίνουν καταλόγους με τα ονόματα των τότε αιρέσεων.

Η μόνη φαινομενική εξαίρεση στο συμπέρασμά μας για την μη επιβίωση του Ιωάννειου Βαπτίσματος είναι αυτή που μαρτυρείται και μνημονεύεται από ένα μεγάλον αιρεσιολόγον της Εκκλη­σίας του δ' αιώνος, τον άγιον Επιφάνιον επίσκοπον Κύπρου, ο οποίος μιλώντας για δεκάδες αιρέσεων, κάνει λόγο και για τους λεγόμενους «Ημεροβαπτιστές». Λέγει, όμως, ο άγιος Επιφάνιος ότι αυτοί είχαν προ πολλών ετών εξαφανισθεί. Εξ άλλου, και αυτοί οι Ημεροβαπτιστές και στην εποχήν, που υπήρχαν ακόμη, δεν φαίνεται να ισχυρίζονταν ή να αξίω­ναν πως συνεχίζουν το Ιωάννειο Βά­πτισμα. Το Βάπτισμά τους ήταν δια­φορετικό από του Ιωάννου και δεν του έμοιαζεν. Κατά τις πληροφορίες του αγίου Επιφανίου, αυτοί οι Ημεροβαπτιστές επεδίδοντο σε καθημερι­νούς βαπτισμούς, εξ ου και η ονομασία Ημεροβαπτιστές. Δεν επρόκειτο, δηλαδή, για Βάπτισμα που γίνονταν άπαξ, μια μόνο φορά, όπως του Ιωάν­νου, αλλά για καθημερινούς τελετουρ­γικούς καθαρμούς, που θυμίζουν όχι, πάντως, το Βάπτισμα του Ιωάννου, αλλά μάλλον αυτούς των Ιουδαίων, ή, μάλλον, ειδικότερα, τους ατέλειω­τους καθαρμούς των Φαρισαίων.

Υπάρχουν, έπειτα, και κάποιοι άλλοι, οι λεγόμενοι Μανδαίοι ή Μανδαΐτες, που μερικές χιλιάδες απ’ αυτούς σώζονται μέχρι σήμερα στη Μεσοποταμία. Είναι μεν γεγονός ότι αυτοί διατηρούν προφα­νώς ένα ιδιαίτερο σεβασμό για τον άγιο Ιωάννη το Βαπτιστή. Ισχυρίζο­νται, μάλιστα, ότι τηρούν και διαφυ­λάσσουν μίαν άλλην θρησκεία, που δήθεν την κήρυξε και την δίδαξε ο ίδιος ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, εξ ου και η ονομασία τους : «Χριστιανοί του αγίου Ιωάννου».

Όμως, ερευνώντας τον χαρακτήρα του Βαπτίσματος, που εφαρμόζουν αυτοί, διαπιστώνομεν ακριβώς ότι δεν πρόκειται για μίαν βαπτισματικήν τελετήν, που, όπως οι ίδιοι ισχυρίζονται, ανάγεται δήθεν παραδοσιακώς στον ίδιον τον Ιωάννην. Πρόκειται μάλλον για Βάπτισμα, που ενσωματώνει κάποιον στην Κοινότητά τους, πράγμα, δηλα­δή, που δεν συνέβαινεν στην περίπτω­ση του Ιωάννου του Βαπτιστή. Επί­σης, οι συχνοί τους, βαπτισμοί, ιδίως κατά τις πέντε ημέρες που διαρκεί η λεγόμενη «Μεγάλη εορτή του Βαπτί­σματος», δεν έχει άλλον σκοπόν και χαρακτήρα, παρά το να τηρήσουν κά­ποιες απαιτήσεις μιας άλλης γνωστής αίρεσης της αρχαιότητας του περίφη­μου Γνωστικισμού, που είχεν τότε κυριολεκτικά συνταράξει την Εκκλησίαν.

Και με την έβδομη επισήμανση, μπαίνουμε στο πιο κρίσιμον όσον και ενδιαφέρον σημείον: Ποια, δηλαδή, η σχέση του Ιωάννειου Βαπτίσματος με το χριστιανικό;

Πρώτον: Το Βάπτισμα του Ιωάν­νου είναι διαφορετικό, άλλο από το χριστιανικό και κατώτερό του.

Διαπιστώνομεν από τα αρχαία κείμενα του χριστιανισμού, ότι ακόμη και κατά την περίοδο που τα δύο αυτά είδη Βαπτίσματος, δηλαδή, το Ιωάννειο και το χριστιανικόν, ετελούντο παράλληλα, όμως διακρίνονταν σαφώς μεταξύ τους και το καθένα απ’ αυτά είχε τα δικά του χαρακτηριστικά, που θα αναφέρουμε. Άρα, δεν ταυτίζονταν.

Τους πρώτους χριστιανικούς αιώ­νες, μόνον κάποιοι μεμονωμένοι αιρετικοί συνέχεαν τα δύο αυτά Βαπτίσματα, το Ιωάννειον και το χρι­στιανικόν. Τέτοιοι αιρετικοί ήσαν οι Λουσιφεριανοί και οι Δονατιστές, που εναντίον τους και προς αντιμετώπισή τους κινήθηκαν ενεργητικά και ο άγιος Ιερώνυμος και ο άγιος Αυγου­στίνος.

Εξ άλλου, τη διαφορά ανάμεσα στα δύο αυτά Βαπτίσματα δηλώνει και η γλώσσα, που χρησιμοποιεί η Καινή Διαθήκη , όταν κάνει λόγο για καθένα απ’ αυτά χωριστά, ή, όταν μιλάει για την σχέση αυτών των δύο και τα συγκρίνει.

Η Καινή Διαθήκη ονομάζει το πρώτο και το χαρακτηρίζει με την σύντομη έκφραση: «Το Βάπτισμα του Ιωάννου». Αντίθετα, οι πρώτοι χρι­στιανοί εκφράζονται ως εξής: λένε ότι έχουν βαπτισθεί στο όνομα του Ιησού, ή, στο όνομα του Κυρίου. Και μόνη αυτή διαφορά στην ονομασία τους δείχνει, ότι οι πρώτες, οι αρχέ­γονες χριστιανικές Κοινότητες δεν εταύτιζαν τα δύο αυτά Βαπτίσματα.

Η Ιωάννεια βαπτισματική τελετή, αν και θεωρούμενη θεϊκής προέλευσης, δεν ήταν παρά πλύση σωματική, που έφερε το όνομα αυτού που την τελούσεν και συμβόλιζε την προδιάθεση και προετοιμασία για τον Μεσσία και τη βασιλεία του. Ο δε απόστολος Παύλος μιλώντας για το χριστιανικό Βάπτισμα, επιμένει στο σημείον αυτό: «όλοι βαπτισθήκαμε στο όνομα του Ιησού Χριστού» (Ρωμ. στ', 3, Γαλ. γ', 27), για να δώσει ακριβώς την ταυτότητα αυτού του χριστιανικού Βαπτίσματος σε σχέση με οποιοδήποτε τυχόν άλλο Βάπτι­σμα, πραγματικό ή υποθετικό. Γιατί, λοιπόν, αυτή η διαφορά ονομασίας ανάμεσα στα δύο αυτά Βαπτίσματα;

Πρώτον: διότι ακριβώς το χρι­στιανικό Βάπτισμα δεν παίρνει το όνομά του από τον τελετουργόν του, ο οποίος φυσικά δεν είναι και ο πρώτος αίτιος που προκαλεί το κύριον αποτέλεσμα του Βαπτίσματος, που είναι η εσωτερική, ψυχική κάθαρ­ση. Παίρνει, λοιπόν, αυτό το Βάπτι­σμα το όνομα του όχι από τον τελετουργόν του, αλλ' από τον ίδιον τον ιδρυτήν του, τον Χριστόν. Είναι το Βάπτισμα εις Χριστόν.

Δεύτερον: Το Ιωάννειο Βάπτισμα αποτελεί προετοιμασίαν για την υποδοχήν και αποδοχήν του Μεσσία, που έρχεται. Αυτόν τον χαρακτήρα του Ιωάννειου Βαπτίσμα­τος δείχνουν οι διαμαρτυρίες, που με άκραν ταπείνωση κάνει ο Ιωάννης. Θεωρεί τον εαυτό του, απλά, πρόδρο­μο του Μεσσία και κατώτερον του Μεσσία, τόσον όσον ο δούλος σε σχέση με το αφεντικό, με τον Κύριόν του, με τον Δεσπότη του. Ο ίδιος είναι επιφο­ρτισμένος μόνον με το έργον της προε­τοιμασίας του δρόμου του Μεσσία. (Ιω.α',23).

Ο Ιωάννης προηγήθηκεν ως προς τη γέννησή του από τη γέννηση του Ιησού Χριστού. Το δε κήρυγμα του επίσης άρχισεν πριν από εκείνο του Ιησού. Έπρεπε, φαίνεται, και το Βάπτισμα του Ιωάν­νου να προηγηθεί του Βαπτίσματος, που θα έδινεν ο Χριστός. Επομένως, το Βάπτισμα αυτό του Ιωάννου θεσμοθετήθηκεν με ένα ιδιαίτερο σκοπόν. Ο τέταρτος Ευαγγελιστής βάζει στο στόμα του Ιωάννου τα εξής λό­για: αλλά για να φανερωθεί εις το Ισραήλ, δια τούτο ήλθον εγώ εν τω ύδατι βαπτίζων (Ιω. α', 31) .

Ο Βαπτιστής ασταμάτητα εκήρυσσε τον Μεσσία στα πλήθη, που συνέρρεαν στις όχθες του Ιορδάνη. Αλλά και ο Απόστολος Παύλος λέει κάτι το πολύ χαρακτηριστικόν, ότι ο Ιωάννης εβάπτιζε τους νεόφυτούς του «εις τον μετ' αυτόν ερχόμενον, για να πιστεύσουν σ' Αυτόν, δηλαδή, στον Ιησούν» (Πρ. ιθ'. 4) .

Όλα αυτά τα είπαμε, για να αποδειχθεί ότι δεν είναι επιστημονικά ορθόν αυτό, που κάποιοι υποστήριξαν, για δήθεν επι­βιώσεις του Ιωάννειου Βαπτίσματος μέσα στην Ιστορία. Μένει τώρα να δούμε το σπουδαιότερον: άραγε επιβίωσεν το Ιωάννειο Βάπτισμα μέσα στον ίδιο τον Χριστιανισμόν σαν δήθεν καθαρά χριστιανικό Βάπτισμα, όπως υποστηρίζουν οι Προτεστάντες μέχρι σήμερα; Αυτό θα το δούμε κατωτέρω.

Προηγείται όμως, η έβδομη επι­σήμανσή μας: Ποιος, λοιπόν, ήταν ο αληθινός χαρακτήρας και η ίδια η φύ­ση του Ιωάννειου Βαπτίσματος;

Πρώτα-πρώτα θα πρέπει να δεχθούμε και να ομολογήσουμε  ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες της Καινής Διαθήκης, το Βάπτισμα του Ιωάννου ήταν βέβαια θεϊκής έμπνευσης, και προέλευσης. Εάν ο Ιωάννης είχε την αξίωση να επιβάλει στους Ιουδαίους ένα Βάπτισμα δικής του επινόησης, δικής του αυθεντίας, και όχι θεϊκής, οι Ιουδαίοι δεν θα το απεδέχοντο, δεν θα το ελάμβαναν, δεν θα υπετάσσοντο σ' αυτό. Διότι οι Ιου­δαίοι είχαν την πεποίθηση ότι πράγ­ματι κάθε τέτοιου είδους βαπτιστής έπρεπε να έχει λάβει από το Θεό την εντολή να βαπτίζει. Είχαν πει στον ίδιο τον Ιωάννη: Γιατί, λοιπόν, βα­πτίζεις, αφού λες ότι δεν είσαι εσύ ο Χριστός, ούτε ο «προφήτης» (Ηλίας);) (Ιω. α', 25). Ο Ιωάννης όμως υπήκουε και ακολουθούσε και εφήρμοζεν τον λόγον του Θεού (Λουκ. γ', 2) και για να διαλύσει κάθε αμφιβολίαν τους, διακήρυσσε με δυνατή φωνή την δικήν του αποστολήν, που του ανέθεσεν δι' αποκαλύψεως ο ίδιος ο Θεός. «Αυτός που με έστειλεν να βαπτίζω στο νερό, ο ίδιος μου είπε· αυτός που πάνω του θα δεις να κατεβαίνει το Πνεύμα....» Μόνον ο Θεός θα μπορούσε να του έχει αποκαλύψει ότι θα δει να κατεβαίνει το άγιον Πνεύμα πάνω στον Μεσσία. Επομένως ο Θεός είναι και Αυτός που του ανέθεσεν εμπιστευτικά την αποστολήν και το έργο να βαπτίζει.

Ακριβώς δε το γεγονός αυτό είχε τόσην επισημότητα και είχε τόσο ριζώσει στις ψυχές του λαού, ώστε και οι ίδιοι οι θρησκευτι­κοί αρχηγοί δεν μπορούσαν και δεν τολμούσαν να το θέσουν υπό αμφισβή­τηση. Απόδειξη τούτου είναι το ακό­λουθο ερώτημα, που έκανε μια μέρα ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός στους θρη­σκευτικούς ηγέτες του Ισραήλ. Τους είπεν: Το Βάπτισμα του Ιωάννου ποιάν προέλευση είχεν; Προερχόταν απ’ τον ουρανό, απ’ τον ίδιο το Θεόν; Ή, μήπως, είχεν ανθρώπινη προέ­λευση και καταγωγή; Δηλαδή, μή­πως αυτό ήταν άπλα επινόηση του ίδιου του Ιωάννου, που ήταν ένας άνθρωπος; (Ματθ. κα', 25). Η πρό­θεση του Ιησού ήταν ολοφάνερη: Γνωρίζει ότι οι θρησκευτικοί αρχηγοί των Ιουδαίων ούτε που θα τολμούσαν να αρνηθούν τον χαρακτήρα θεϊκής προέλευσης, ουράνιας καταγωγής του Ιωάννειου Βαπτίσματος. Αλλά και κάτι άλλο, επίσης: Επειδή και ο Βα­πτιστής έδωσε τη δική του μαρτυρία για τον Ιησούν σαν τον Μεσσία, μ' αυτό ακριβώς που έκανε ο Ιωάννης και χωρίς να το θέλει έδινε μαρτυρίαν και για τον ίδιο τον εαυτόν του, για τον θεϊκό χαρακτήρα δηλαδή της ίδιας της δικής του αποστολής. Αυτό φάνηκε καθαρά στα μάτια των εντυ­πωσιασμένων ακροατών του. Το αν­τιλήφθηκαν όλοι, το έζησαν, το εβίωσαν.

Και όταν παρά τις αντιρρήσεις του ο Ιωάννης υποχρεώθηκε να ρίξει το συμβολικόν ύδωρ στην κεφαλήν του Ιησού, του οποίου την έλευση ο ίδιος ήδη εκήρυσσεν, άρπαξε τη μοναδική αυτή ευκαιρία για να πλέξει στον Ιησού ένα εντυπωσιακόν εγκώμιο, που είχε μεγάλο αντίκτυπο στους γύρω ακροατές του (Ιω. α', 29, 34, 36).

Ο Βαπτιστής κράτησε πάντα την ίδια στάση απέναντι στον Ιησού και έδινε στους μαθητές του να καταλάβουν ότι η δική του αποστολή ήταν εφήμερη και προσωρι­νή. Απ’ την αρχήν κι' όλας της διακο­νίας του ο Ιωάννης υπαινίσσετο συνεχώς, ότι η δική του αποστολή θα έληγεν, όταν θα άρχιζεν εκείνη του Ιησού: «Εγώ σας βαπτίζω στο νερό, αλλ' Αυτός θα σας βαπτίσει στο Άγιον Πνεύμα» (Μάρκ. α', 8). Αργότερα, θα πει και ότι ο ίδιος πρέ­πει να σβύσει, να εξαλειφθεί μπροστά στο Χριστό. Ακόμη, ότι ο ίδιος είναι ο παράνυμφος, που παραστέκεται στο γαμπρό, χαίρεται ν' ακούει τη χαρού­μενη φωνή του Νυμφίου: «Εγώ πρέ­πει να ελαττώνομαι και Εκείνος να αυξάνει» (Ιω. γ, 29-30). Με την τέ­λεση του γάμου του Νυμφίου, ο ρόλος του Ιωάννη ετελείωσεν. Όλων τα βλέμματα τώρα πια ας στρέφωνται στο κύριο πρόσωπο της γαμήλιας εορτής, δηλαδή, στον γαμπρόν, ενώ ο ίδιος ο παράνυμφος θα πρέπει διακρι­τικά να αποσυρθεί. Πράγμα που όν­τως και έπραξεν ο Ιωάννης. Ο Ιω­άννης δεν είχεν σαν έσχατη επιδίωξή του να βαπτίσει το Χριστό, αλλά ακριβώς να οδηγήσει τους ακροατές του στο Βάπτισμα, που θα έδιδεν πλέ­ον ο Χριστός, και που το συνιστούσεν ο Ιωάννης.

Ακολούθησε, βέβαια, μία σύντομη περίοδος, κατά την οποίαν ετελούντο παράλληλα και τα δύο αυτά Βαπτίσματα. Ξέρουμε από την Καινή Διαθήκη (Ιω. δ',1), ότι ο Ιησούς ανέπτυξε μίαν βαπτισματική δραστηριότητα μέσω των δικών Του μαθητών, πολύ μεγαλύτερη και πιο εκτεταμένη από εκείνην του Ιωάννου. Ευρισκόμενος δε πια ο Ιωάννης στη φυλακήν και, επομένως, έχοντας σταματήσει το Βάπτισμα, επληροφορείτο για τον αληθινό θρίαμ­βο εκ της διαδόσεως του Βαπτίσμα­τος, που έκανεν ο Ιησούς δια των δικών Του μαθητών.

ΤρίτονΤο Βάπτισμα του Ιωάν­νου είναι βάπτισμα μετανοίας εν όψει μιας επικείμενης άφεσης αμαρτιών. Αυτό, δηλαδή, προκα­λούσε καλές διαθέσεις για δικαιοσύνην και ευσέβειαν και δι' αυτών οδη­γούσε σε μίαν μέλλουσαν άφεση αμαρτιών.

Εξ άλλου, ο ίδιος ο Ιωάννης ευθύς εξ αρχής τοποθετήθηκεν κάνοντας μιαν σαφή διάκριση ανάμεσα στο δικό του Βάπτισμα και σ' εκείνο του ισχυ­ρότερου του: «Εγώ σας βάπτισα στο νερό, Εκείνος θα σας βαπτίσει με άγιον Πνεύμα» (Μάρκ. α', 8), λέγει ο Μάρκος, «με άγιον Πνεύμα και με φωτιάν», λέγουν ο Ματθαίος και ο Λουκάς (Ματθ.γ', 11, Λουκ.γ', 16).

Κάθε ένα από τα δύο είδη Βαπτί­σματος εν ύδατι και εν Πνεύματι αγίω αντιστοιχεί στο χαρα­κτήρα αυτού που το τελεί: ο μεν Ιωάννης, που είναι μόνον άνθρωπος, βαπτίζει στο νερό μόνον. Ο Ιησούς, που είναι Θεάνθρωπος, θα βαπτίζει και στο άγιον Πνεύμα, επί πλέον.

Ο Ιωάννης δεν έχει άλλο μέσο στη διάθεση του, παρά το υλικόν ύδωρ, του οποίου η δραστικότητα δεν είναι μεγάλη, εν προκειμένω: Το νερό το σκέτο βρέχει, μουσκεύει το σώμα, το πλένει, βγάζει τις εξωτερικές βρώμες. Δεν μπορούμε να απαιτούμε απ’ αυτό να διεισδύει και στο εσωτερικόν της ψυχής και να την καθαρίζει.

Εξ εαυτού του και μόνον, χωρίς, δηλαδή, κάθοδον της θείας Χάριτος που να το αγιάζει, εί­ναι ανίκανο, βέβαια, το σκέτο νερό να καθαρίσει και την ψυχήν. Το Ιωάννειο Βάπτισμα, που γινόταν μόνο στο νερό, δεν είχε τη δύναμη του αγίου Πνεύματος. Αλλ' ούτε και θα πρέπει να νομίζουμε ότι ανάμεσα στα δύο αυτά Βαπτίσματα, στο Ιωάννειο και στο χριστιανικό, η διαφορά έγκειται στην αποτελεσματικότητά τους και μόνο, η οποία στο ένα είναι απλώς ανώτερη και στο άλλο κατώτερη. Η διαφορά μεταξύ τους είναι αβυσσαλέα. Είναι, όπως λέμε στη Λογικήν, δια­φορά είδους: Άλλου είδους το ένα, άλλου, διαφορετικού είδους, το άλλο.

Και όταν, λίγο μετά, γεννιέται και εμφανίζεται επίσημα η Εκκλησία την ημέραν της Πεν­τηκοστής, το Βάπτισμα του Ιωάννου θεωρείται πια απ’ τους απόστολους, οπωσδήποτε, ανύπαρκτο. Πώς απο­δεικνύεται αυτό;

Μα, ένας μεγάλος αριθμός εκ των πρώτων χριστιανών προηγουμένως, πριν δηλαδή γίνουν χριστιανοί και ενόσω ζούσεν ακόμη ο Ιωάννης, εί­χαν ήδη βαπτισθεί απ’ αυτόν, τότε που όλη η χώρα της Ιουδαίας και των Ιεροσολύμων συνέρρεεν προς αυτόν.

Όμως, κατόπιν, όταν έγινε η Πεντηκοστή, ο ίδιος ο απόστολος Πέτρος δεν διστάζει να πει σ' όλους αυτούς, που είχαν ήδη βαπτισθεί από τον Ιωάννην: «Πρέπει ο καθένας από σας να βαπτισθεί στο όνομα του Ιησού Χριστού, για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες σας και για να λάβετε το άγιον Πνεύμα» (Πρ. β ', 38) .

Αλλά και λίγες μέρες πριν την Πεντηκοστήν, ο ίδιος ο αναστημένος Ιησούς, την ημέραν της Ανάληψής Του, δίδει στους μα­θητές Του μίαν εντολήν γενικής ισχύ­ος, που περιελάμβανε, δηλαδή, όλους τους ανθρώπους, ακόμη και εκείνους που είχαν ήδη βαπτισθεί από τον Ιωάννην. Και αυτοί έπρεπε τώρα να βα­πτισθούν με το χριστιανικό Βάπτισμα στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, τώρα πια.

Λίγο αργότερα, εξ άλλου, ο ίδιος ο Παύλος στην Έφεσο βάπτισεν στο όνομα του Ιησού, δηλαδή με το χριστιανικό Βάπτισμα, κάποι­ους που παλιά είχαν βαπτισθεί από τον Ιωάννην, δηλώνοντας, έτσι, ο Παύλος ότι το Βάπτισμα του Ιωάν­νου ήταν Βάπτισμα ελπίδας και προσ­μονής για τη Χάρη του αγίου Πνεύ­ματος, ενώ το Βάπτισμα του Ιησού Χριστού ήταν ακριβώς αυτή αύτη η πραγματοποίηση και πραγματικότη­τα, η ίδια η έλευση αυτής της Χάρι­τος, που είχε , δηλαδή, έλθει: «η χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο» (Ιω.α',17).

Συμπερασματικώς σημειώνομεν, ότι, επομένως, το Βάπτισμα του Ιωάννου δεν ήταν ένα από τα Μυστήρια της Καινής Διαθήκης. Μόνον συγχέοντάς το με το χριστια­νικό Βάπτισμα, θα έφθανε κανείς στο σημείο να το θεωρήσει Μυστήριον. Όπως όμως είδαμεν, το Ιωάννειο Βάπτισμα διαφέρει απ’ το χριστιανι­κό, πρώτον: ως προς την προέλευσή του: έχει μεν θεϊκήν προέλευση, αλλά δεν θεσμοθετήθηκε απ’ τον ίδιον τον Ιησού Χριστό, ο οποίος και είναι ο ιδρυτής όλων των Μυστηρίων της Εκκλησίας και ήταν, εξ άλλου, πρόσκαιρον και εφήμερον. Διαφέρει, δεύτερον, το Ιωάννειο από το χριστια­νικό ως προς την εξωτερικήν πράξη της τελέσεώς του. Τελείται με τη χρήση ενός υλικού στοιχείου, του νερού, χωρίς όμως να συνοδεύεται από βαπτισματικόν τύπον, σε αντίθεση με το χριστιανικόν που τελείται πάντα στο όνομα του Τριαδικού Θεού.

Διαφέρει, τρίτον, το Ιωάννειο από το χριστιανικό Βάπτισμα, ως προς την σημασίαν του: συμβο­λίζει όχι την παρούσαν και ελθούσαν θείαν Χάρη του Αγίου Πνεύματος, αλλά την μέλλουσαν, την ελευσόμενη Χάρη, αφού μόνον δια του Ιησού Χριστού η χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο (Ιω., α', 17).

Τέταρτον, διαφέρει από την απο­τελεσματικότητά του: το μεν χριστια­νικό Μυστήριο του Βαπτίσματος ενεργεί, όπως λέμε στη Θεολογία: ex opere operato ( = εξ έργου ειργασμένου), ενώ το Βάπτισμα του Ιωάννου ενεργούσε: ex opere operantis ( = εξ έργου του ενεργούντος).

Που θα πουν αυτά τα δυο, ότι: το μεν χριστιανικό Βάπτισμα αντικειμε­νικά αναγεννά τον βαπτιζόμενο. Εν­τυπώνει στην ψυχήν του ένα ανεξάλειπτο χαρακτήρα, τον ενσωματώνει στην Κοινότητα, δηλαδή, στην Εκ­κλησία του Χριστού κάνοντάς τον μέ­λος της, τον κάνει ικανόν και δεκτικόν των υπολοίπων Μυστηρίων της Εκ­κλησίας. Ενώ το Βάπτισμα του Ιωάννου ήταν ανίκανο να επιφέρει τέτοια αποτελέσματα.

Το Ιωάννειο Βάπτισμα, εμφανισθέν πριν απ’ την ίδρυση της Εκκλησίας, δεν ήταν δυνατόν να συγκαταλέγεται μεταξύ των αγιαστικών μέσων, που διαθέτει η χριστιανική Κοινότητα, και, όταν άρχισεν η διάδοση του Ευαγγελίου, το Βάπτισμα του Ιωάννου είχεν ήδη σβύσει και εξαφανισθεί.

Το Βάπτισμα του Ιωάννου προετοίμαζεν για την μελλοντικήν και επικείμενην είσοδον στη βασιλεία των ουρανών, όσους μετα­νοούσαν για τα αμαρτήματά τους και έδειχναν πίστη στην επικείμενη έλευση του Μεσσία. Όμως, επειδή αυτό το ίδιο το Βάπτισμα δεν προξενούσε αφ' εαυτού του ούτε την εσωτερικήν-ψυχικήν καθαρότητα, αλλ' ούτε και την νομικήν τοιαύτην, δηλαδή την κα­θαρότητα που υπεδείκνυεν και απαιτούσεν ο μωσαϊκός Νόμος, και γι' αυτούς τους δύο λόγους, δεν μπορεί κυριολεκτικά να ονομαστεί Μυστήριον.

Πρόκειται για τελετή με εξωτε­ρικό χαρακτήρα, κάτι σαν πρελούδιο, εισαγωγή, προοίμιον στο χριστιανικό Βάπτισμα. Ο βαπτιζόμενος στα νερά του Ιορδάνη ομολογούσε δημόσια την αμαρτωλότητά του, μόνον, ζητούσε μέσω της συγγνώμης των αμαρτημάτων του την μέλλουσα εισδοχήν του στη Βασι­λεία των Ουρανών, της οποίας τις πύλες άνοιξεν ο Μεσσίας Ιησούς και της οποίας η επί γης επέκτασή της είναι ο χώρος της Εκκλησίας.

* Πρόκειται για ομιλία, που θα εγίνετο επί τη εορτή του άγιου Ιωάννου του Βαπτιστή το 2005 εις την αίθουσα διαλέξεων της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας και Φιλαδέλφειας.

Τετάρτη, Απριλίου 03, 2013

Η ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΥ – Χρίστος Βασιλειάδης


Η ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ
ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΥ
Χρίστος Βασιλειάδης
Θεολόγος-Φιλόλογος

«Ο αντίχριστος αυτός Προτεσταντισμός έχει πρωτότοκον υιόν του τον επίσης ανηλεή καπιταλισμόν, είναι που ανοίγει διάπλατες τις πύλες της κόλασης για να ξεράση φωτιά, λιωμένον σίδηρον και καυτό θειάφι πάνω στις σύγχρονες κοινωνίες μας. Κι αυτό βέβαια το κάνει έξυπνα δηλαδή πονηρά όχι μόνον όταν ως πλανητάρχης ή ως πλανηταρχών βομβαρ­δίζει και καίει χώρες και φονεύει και εξαφανίζει από προσώπου γης ολόκλη­ρους πληθυσμούς και λαούς, αλλά και όταν προπαντός προσπαθή να δελεάση τον ανυποψίαστον, εύπιστον, ανενημέρωτον νουν πολλών τόσο με τις αντιχριστιανικές διδασκαλίες του, όσον με την σχιζοφρενική νοοτροπίαν του, όσον και με τον εξωφρενικόν τρόπον ζωής του, αλλά και με τις αλλοπρόσαλλες πεποιθήσεις του.»
ΟΙησούς Χριστός ευδόκησε φεύγο­ντας απ' αυτήν την ζωή να ιδρύση την Εκκλησίαν Του για να συνεχισθή το έργον Του και για να βρίσκουν, όσοι το θέλουν την σωτηρίαν τους μέχρι συντελείας των αιώνων. Η Εκκλησία, λοιπόν, που άφησεν πίσω Του ο Χριστός είναι κατ’ ανάγκη μία και ενιαία, ένας οικουμενικός οργανισμός με σκοπό να γίνη και πανανθρώπινος. Έτσι ιδρύθηκεν, έτσι οργανώθηκεν, έτσι αναπτύχθηκεν, έτσι συνέχισεν την ζωήν της μέχρι σήμερα. Θα συνεχίζη δε να υπάρχη, όπως είπαμεν, η αυτή μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία δηλαδή με μια λέξη η Ορθόδοξη Εκκλησία τουλάχιστο μέχρι συντελείας των αιώνων. Απ' την αρχήν της, όμως, μέχρι σήμερα κατά καιρούς και τόπους εμφανίστηκαν και εμφανίζονται άτομα ή ομάδες, που συνήθως προβάλλο­ντας ωρισμένες πλανεμένες διδασκαλίες τους σαν αληθινές βρίσκουν αυτό και σαν αφορμή για να αποχωρισθούν, να αποκοπούν, να αποσχισθούν από το σώμα, τον κορμόν αυτής της μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας και να αποτελέσουν δικές τους παρασυναγωγές που τις ονομάζουν Εκκλησίες, χωρίς βέβαια και να είναι, γιατί η Εκκλησία είναι ανά τους αιώνας μία, αυτή που θέλη­σε να ιδρύση ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Δεν αποκόπτονται δε αυτοί πάντα μόνοι τους, αλλά και η Εκκλησία τους αποκόπτει. Με την ίδρυση αυτών, των παρασυναγωγών οι σχισματικοί αυτοί ή και οι αιρετικοί θέλουν να ισχυρισθούν ότι τάχα μόνον οι ίδιοι αποτελούν την Εκκλησίαν του Χριστού και ότι δήθεν η γνωστή ιστορική Εκκλησία μας βρίσκε­ται σε πλάνη, ότι δεν έχει την ικανότητα να παρέχη την αγιαστικήν και σωτήρια Χάρη του αγίου Πνεύματος, ότι έχει λοξο­δρομήσει από τον αρχικό Χριστιανισμόν που κήρυξεν ο Χριστός και πως τάχα αυτοί μόνο συνεχίζουν την Αγνήν και γνήσιαν και αυθεντική ζωήν και διδα­σκαλίαν της αρχέγονης Εκκλησίας. Αυτά τα ισχυρίστηκαν όλων των ειδών οι αιρετικοί, όλων των αιώνων.
Αλλά πρέπει να ξέρουμε ότι η Εκκλη­σία που ίδρυσε ο Χριστός, επειδή είναι προορισμένη να υπάρχη και να δρα όσον υπάρχει η ανθρωπότητα, είναι εφωδιασμένη και με την ικανότητα να είναι αλά­θητη, έτσι ώστε οι οπαδοί της να έχουν τη σιγουριά ότι σε ζητήματα θρησκείας και ηθικής δεν μπορεί να πλανηθή αυτή και ότι γι' αυτό μπορούν και πρέπει να την ακολουθούν πιστά. Γι' αυτήν την σιγου­ριάν δηλαδή των πιστών είναι, λοιπόν, απαραίτητον το απλανές και αλάθητον της Εκκλησίας, απαραίτητον δε να της το έχη εξασφαλίσει ο ιδρυτής της. Αλλ' ενώ η Εκκλησία του Χριστού δεν είναι δυνατό να πλανηθή, όμως άτομα ή ομάδες και μπορούν και πλανήθηκαν και αποκόπηκαν από την Εκκλησίαν. Πολλοί εξέπεσαν της Εκκλησίας, πολλοί πλανήθηκαν. Η Εκκλησία όμως σαν ίδρυμα θεοθέλητο και θεοσύστατο ούτε είναι δυνατόν εξ ορι­σμού να εκπέση, ούτε να πλανηθή.
Άτομα, επομένως ή ομάδες  και πλα­νήθηκαν και πλανώνται, η Εκκλησία όμως παραμένει απλανής δι’ ους λόγους προεσημειώσαμεν. Μέσα δε στην ιστορία υπήρξαν χιλιάδες τέτοιες περιπτώσεις.
Πάντως στο διάβα των αιώνων η με­γαλύτερη απόσχιση της Εκκλησίας έγινεν τον ια' αιώνα από τον πάπα. Τότε όλη σχεδόν η Δύση απεκόπη από τον κύριον κορμόν της Εκκλησίας γεγονός που μέχρι σήμερα προκαλεί βαθύτατη θλίψη και οδύνη.
Όμως, πέντε αιώνες μετά, δηλαδή τον ιστ' αιώνα σ' αυτήν την αποκομμένη ρωμαιοκαθολικήν, όπως ονομάζεται, "Εκκλησίαν", ή παπικήν, έγινε μία νέα θρησκευτική επανάσταση, ως γνωστόν, από το Μαρτίνο Λούθηρον.
Αυτός, λοιπόν, ξεσήκωσεν πληθυσμούς στη Δύση μαζί με άλλους συνεργάτες του κατά της παπικής Εκκλησίας, εξ αφορμής της διαφθοράς που παρετήρησεν ότι βασί- λευεν σ' αυτήν. Ο Λούθηρος θέλησεν, είπε, να καθαρίση την κόπρον του Αυγείου από την παπικήν "Εκκλησίαν", επειδή, όπως έλεγεν, αυτή διεφθάρη, απεμακρύνθη από τον αρχικό Χριστιανισμόν και εξέπεσεν της αληθείας. Σύνθημα του επαναστατι­κού κινήματος του Λουθήρου και των συνεργατών του ήταν: ολοταχώς πίσω, προς τον αρχικό Χριστιανισμόν, πίσω προς την αρχικήν Εκκλησίαν, που ίδρυσε ο ίδιος ο Χριστός. Πρέπει να την ανακαλύψωμεν ξανά.
Σύνθημα ωραίο μεν, άλλ' όχι αληθινό. Ωραίο, διότι αυτό πολλές ψυχές, μπορού­σε να συγκινήση. Όχι αληθινό, διότι εάν είχεν και δόση αληθείας, θα επέστρεφεν ο Λούθηρος και οι οπαδοί του τον ιστ' αιώνα στο σώμα, στον κορμόν της μίας Εκκλησίας που ίδρυσεν ο Χριστός, από τον οποίον είχεν αποκοπή κατά τον ια' αιώνα και η παπική Εκκλησία: στον κορμόν δηλαδή της Ορθόδοξης Εκκλη­σίας, η οποία μόνη εξακολουθεί να αποτελή τη μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν, που ίδρυσεν ο Χριστός, καθ' ομολογίαν των σπουδαιοτέρων θεολόγων και του Προτεσταντισμού.
Όμως, αντί να επιστρέψη ο Λούθηρος στην Ορθόδοξην Εκκλησίαν κατά τους αγώνες του εναντίον της παπικής Εκκλη­σίας, δεν έπαυσε μεν να εκωμιάζη την Ορθοδοξίαν σαν αυτήν που διασώζει τον αρχαίον Χριστιανισμόν, αλλά στις διδα­σκαλίες που διετύπωσεν απομακρυνόταν άπ' αυτήν όλον και περισσότερον κι' άπ' ό,τι είχεν απομακρυνθή η παπική ή λατι­νική από την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, αλλά και πιο πολύ άπ' ό,τι απομακρυνόταν ο ίδιος από την παπικήν Εκκλησίαν. Τα τελευταία αυτά δυο σημεία συχνά τα αποσιωπούν πολλοί ή δεν τα τονίζουν όσον πρέπει.
Και έτσι φθάσαμεν στο σημείον σήμε­ρα να έχη γεμίσει η Αθήνα στην οποία μετέδωσεν τον Χριστιανισμόν στα πρώτα κι' όλας βήματά του, ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος αλλά και οι επαρχίες της ορθόδο­ξης πατρίδας μας από παρασυναγωγές των οπαδών του Λουθήρου και των συνεργατών του, και διαδόχων τους, των Προτεσταντών δηλαδή, ή Διαμαρτυρομένων, όπως ονομάζονται αυτοί με τη βασικήν τους ονομασία, γιατί βέβαια έχουν και χίλια δυο άλλα ονόματα για να θολώνουν τα νερά, όπως οι απατεώνες και κακοποι­οί που είναι πολυώνυμοι (Ευαγγελικοί Λουθηρανοί, Αντβεντιστές, Πεντηκοστιανοί, Μάρτυρες του Ιεχωβά ... και δεν συμμαζεύονται). Επειδή δε, όταν ξεκίνη­σαν, εμφανίστηκαν σαν κίνημα διαμαρτυ­ρίας κατά της παπικής Εκκλησίας γι' αυτό και ονομάστηκαν Διαμαρτυρόμενοι (Protestantes στα λατινικά και στις νεολατινικές ευρωπαϊκές γλώσσες). Και επειδή στην αρχήν ήθελαν απλώς να τροποποιή­σουν μερικά κακώς κείμενα στη λατινικήν ή παπικήν Εκκλησίαν, δηλαδή να τη μεταρρυθμίσουν γιατί αυτό τότε ήταν το αίτημα της εποχής, το κίνημά τους ονομά­στηκε Μεταρρύθμιση και οι ίδιοι επίσης μεταρρυθμιστές.
Αλλά, μη νομίσης, αναγνώστα μου, ότι όσα εσημειώσαμεν καθώς και όσα θα ακολουθήσουν είναι θέματα των εκκλη­σιαστικών αποκλειστικά και των θεολό­γων ή και θέματα παρωχημένων χρόνων. Κάθε άλλο: Είναι όχι απλά και μόνον επίκαιρα, αλλά αποτελούν και το κλειδί της νεώτερης ιστορίας και τον μίτον που μέσω της συγκεχυμένης και ακατανόητης σύγχρονης διεθνούς πραγματικότητας θα σε οδηγήση στην κατανόηση και συνειδητοποίηση και λύση του προβλήματος: π.χ. πως οι σύγχρονοι πλανητάρχες δολοφο­νούν εν ψυχρώ για υλικά συμφέροντα χιλιάδες αθώα γυναικόπαιδα χωρίς κανέ­να ενδοιασμόν, και πως τους ανέχονται και τους ψηφίζουν οι ασφαλώς συνένοχοι και συνδιεφθαρμένοι λαοί τους. Με ποιες διδασκαλίες ανατράφηκαν και γαλουχήθηκαν αυτοί για να αναγάγουν τη δολο­φονίαν σε σπόρ, σε αρετήν, και σε ιδανικόν; Από μικροί διδάχθηκαν τον Προτε­σταντισμόν, ο οποίος, όπως θα δουμεν κατωτέρω, δια στόματος του ιδίου του ιδρυτού του, του Λουθήρου, προτρέπει άτομα και λαούς, ρητώς, κυνικώτατα ανερυθριάστως να δολοφονούν όσους μπορούν περισσότερους κάθε μέρα, για να γίνουν ευάρεστοι και ευπρόσδεκτοι στο Θεόν.
Έτσι γαλουχήθηκαν οι Προτεσταντικοί λαοί και προ παντός οι ηγέτες τους, οι πλανητάρχες.Κι' αυτό το λένε Χριστιανι­σμόν, και μάλιστα πολιτεύονται σαν εκπρόσωποι του χριστιανισμού, του χριστιανικού πολιτισμού.
Λέγει δε ακριβώς γι' αυτό ο Κύριος "δι' υμάς βλασφημείται το όνομά μου εν τοίς έθνεσιν". Θα έχης,  αναγνώστα μου παρακάτω τη λύση του μυστηρίου. Θα κατανόησης που οφείλεται αυτή η μη χριστιανική, φιλοτομαρική διεθνής πολι­τική κατάσταση. Και τότε θα πης: πράγ­ματι δεν πρόκειται για στενώς και αποκλειστικώς θεολογικά ζητήματα, αλλά γιαυτήν την σύγχρονη και επίκαιρην καυτήν πραγματικότητα.
Πάντως, μόνον αν προχωρήσουμε στην εξέταση του Προτεσταντισμού με μιαν αυστηρώς ακριβή έκθεση της διδασκαλίας του και μόνον εάν ακολουθήσωμε με απόλυτον προσοχήν το φιλοσοφικό νήμα που τη διαπερνά θα μπορέσουμε να δείξουμε στις πιο απίστευτες "εξάρσεις" τους το Λούθηρον και τους λοιπούς αιρεσιάρχες του Προτεσταντισμού μέχρι σήμε­ρον, καθώς και ποια αδήριτη λογική τους σπρώχνει μέχρι τα έγκατα της ανελέητης αβύσσου. Θα δούμεν πράγματα ανήκουστα και απίστευτα στο λεγόμενο: ευαγγελικό σύστημα: πως η μία πρωτά­κουστη πλάνη οδηγεί σε άλλην πρωτόγνωρην, πως η μία τρέλλα οδηγεί σε μίαν άλλην παράκρουση και σχιζοφρένειαν. Κιαυτό με τη βοήθεια του Κυρίου θα το πετύχουμε φέροντας εις το φως της δημο­σιότητας την εσωτερικήν επεξεργασίαν που υπέστησαν οι προτεσταντικές διδα­σκαλίες από τους εγκεφάλους της Μεταρ­ρύθμισης. Ας ακολουθήσουμε λοιπόν το νήμα του λαβυρίνθου τους.
Πρώτον: Κατά τους Προτεστάντες, ο Δημιουργός Θεός επροίκισεν Αυτός μεν τον πρώτον άνθρωπο με θρησκευτικές και ηθικές ικανότητες επειδή ακριβώς ήθελε να του αποδίδη ο Αδάμ λατρείαν και τιμές. Όμως ο Θεός δεν τον επροίκισεν και με ελευθερία βουλήσεως, επειδή ο Θεός τα πάντα τα κυβερνά και τα ρυθμί­ζει αποκλειστικά με τις αμετάκλητες αποφάσεις της Πρόνοιάς Του, στην οποίαν δεν υπάρχει χώρος και για ελευθερίαν βουλήσεως του ανθρώπου. Ο γενάρ­χης, λοιπόν, του ανθρωπίνου γένους, ανέπτυξεν από μόνος του, χωρίς άνωθεν βοήθειαν, τη νόηση και τη θέλησή του·έτσι, επί πλέον και πάντα με μόνες τις δικές του δυνάμεις, γέννησε μέσα στην ψυχήν του και ανέπτυξεν την ζώσαν πίστην, την ακλόνητη και σταθεράν ελπίδα, τη φλέγουσαν αγάπην, την τρυφερήν ευσέβειαν, όλα δηλαδή τα συναισθήματα-αρετές που του εξασφαλίζουν επάξια την φιλίαν του με τον ουρανόν. Έτσι, υψωθείς από τελειότητα σε τελει­ότητα ο Αδάμ, δια των θείων αρετών που ο ίδιος από μόνος του απέκτησεν, έφθασε μέχρι τον ίδιον το Δημιουργόν του. Δη­λαδή παρήγαγεν την καλήν αρχέγονον κατάστασή του από μόνος του, με μόνες τις φυσικές του δυνάμεις και όχι από την συνεργασίαν του με τη θεία χάρη.
Μολονότι δέχονται οι Μεταρρυθμιστές ότι ο πρώτος άνθρωπος πλουσιοπάροχα επροικίσθη από το χέρι του Δημιουργού, εν τούτοις ο Αδάμ δεν είχεν ουδόλως ελευθερίαν ηθικήν, ελευθερία βουλήσεως. Ήταν αλυσοδεμένος με τις αιώνιες θεϊκές αποφάσεις, ήταν καθαρά σαν ένα απλό εργαλείον στα χέρια του Θεού. Υπογραμ- μίζομεν και το ότι για τους Προτεστάντες τα δώρα του Θεού στον πρώτον άνθρωπον ήσαν μόνο φυσικά, εντός του χώρου της δημιουργημένης φύσης του χωρίς τίποτε το υπερφυσικό, χωρίς υπερφυσική προέ­λευση, αφού δεν προέρχονταν από συνερ­γίαν Αδάμ και θείας Χάριτος, η οποία σημειωτέον κατ’ αυτούς δεν είχεν καμία θέση εν τω παραδείσω· τονίζομεν το ότι, κατ' αυτούς πάντα, δεν υπήρχεν ελευθερία βουλήσεως του Αδάμ, και στην αρχέγονη την προπτωτικήν κατάστασή του. Στο σημείον αυτό εγείρονται διάφορα ερωτή­ματα: Πως το δημιούργημα μπόρεσε ποτέ να εξυψωθή και να φθάση το Δημιουργόν του και δη αποκλειστικά δια των δικών του φυσικών δυνάμεων; Άραγε είναι από μόνος του ο άνθρωπος ικανός υπερφυ­σικών προσπαθειών και επιτευγμάτων; Είναι από μόνη της η φύση του ικανή για αρετές υπερφυσικές;
Αλλά και ο Θεός όφειλε να δεχθή σαν εύοσμην και ευπρόσδεκτη θυσίαν τα συναισθήματα του Αδάμ, που όμως κάθε άλλο παρά από την καρδίαν του προέρχο­νταν, να κάνη αποδεκτές τιμές που απ' τη φύση τους ήσαν αναγκαστικές, μια λατρείαν αναγκαστικήν, αφού και εάν απουσίαζεν η ελευθερία της βουλήσεως; Και αυτή η βασιλεύουσα ανελευθερία, δηλαδή το βασίλειον της αναγκαιότητος δεν αντιστρατεύεται, δεν καταστρέφει και δεν απάδει στην έννοια του δίκαιου ή άδικου, του καλού ή κακού, της αξίας ή απαξίας; Είναι δυνατόν να υπάρχουν ή να νοούνται όλα αυτά χωρίς ελευθερίαν;
Εξ άλλου και όταν ο άνθρωπος νοιώ­θει και πιστεύει αλυσοδεμένος δηλαδή καταναγκασμένος απ' τα δεσμά και τους αδήριτους νόμους του πεπρωμένου του, όπως τον δέχονται οι διαμαρτυρόμενοι, δεν πρέπει να αφίνεται χωρίς ενδοιασμούς και να παραδίνεται χωρίς τύψεις σ' όλα τα κακά του πάθη; Αλλά ποιές πλην των θρησκευτικών και οι πολιτικές, κοινωνι­κές, οικονομικές, με μια λέξη οι πολιτι­σμικές συνέπειες από μιαν τέτοια διδα­σκαλίαν ;
Η μοιρολατρία αυτή δεν ήταν που αφού ξεσήκωσε με την πνοήν και τον άνεμο του φανατισμού την Ανατολήν σαν μανιασμένη θάλασσαν, την άφησε να ξαναπέση στο τέλμα του πάθους και να παραδοθή επί μάκρους αιώνες στην αγκαλιάν και στους κόλπους της πιο βαθιάς βαρβαρότητας και να υποταγή στο ζυγόν του πιο εξουθενωτικού και πιο εξευτελιστικού δεσποτισμού;
Η μακαρία, λοιπόν, "ευαγγελική" Με­ταρρύθμιση έχει επιγεγραμμένον επί της μετόπης της, σαν πρώτον άρθρον του συμ­βόλου της πίστης της, το βασικόν, θεμε­λιώδες και πρωταρχικόν δόγμα της θρη­σκείας των Τούρκων, τη μοιρολατρίαν!
Δεύτερον: Άλλ' εάν ο πρώτος άνθρω­πος εστερείτο ελευθερίας, αν ο Θεός κυ­βερνά τα πάντα ανεξαιρέτως κατ' αναγκαιότητα, τότε ποιος είναι ο αίτιος του οπωσδήποτε υπάρχοντος κακού; -Ο ίδιος ο Θεός, όχι ο άνθρωπος. Να, τι απαντούν οι Προτεστάντες! Έτσι, οι όψιμοι αυτοί διδάσκαλοι του ιστ' αιώνα ισχυρίζο­νται -το μεταφράζομεν κατά λέξη εκ του λατινικού τους συγγράμματος- ότι:«ο ύψιστος Ρυθμιστής <δηλαδή ο Θεός> ενεργεί ή πράττει το κακόν όπως το καλόν, όχι μόνο με το να επιτρέπη να γίνε­ται (το κακόν από άλλους) έτσι ώστε τόσον η μοιχεία του Δαβίδ όσον και η προδοσία του Ιούδα, δεν είναι σε μικρό­τερο βαθμό δικόν του έργον, όσον είναι και η μεταστροφή του άγιου Παύλου»(στο Χριστιανισμόν), (Mart. Chemnitz, Loc. Theol., έκδ. Leyser. 1615, Ρ.Ι.,σελ. 173).
Επομένως,ο ίδιος ο Θεός, κατά τους Προτεστάντες, είναι ο αυτουργός και δράστης όλων των αισχροτήτων, από τις οποίες, στην συνέχειαν, οπλίστηκεν ο βραχίων Του εναντίον των ανθρώπων.
Αυτός είναι ο εκτελεστής όλων των ειδεχθών πράξεων, που εξαιτίας τους ο ίδιος κατέστρεψεν τη γην! Αυτός διέπραξεν όλα εκείνα τα αποτρόπαια εγκλήματα που έκαναν τους αιώνες να πλημμυρίσουν από αίμα και δάκρυα της ανθρωπότητας!
Αλλά αποδίδοντας τέτοια φρικτά εγκλήματα στον ίδιον το Θεόν αυτοί οι απόστολοι και άγιοι του Προτεσταντι­σμού, δεν εκπίπτουν στον απαισιότερον αθεϊσμόν και δεν εμφανίζουν το Θεόν σαν τον σιχαμερότερο κακοποιόν και μοχθηρό δαίμονα; Συνεχίζομεν.
Τρίτον: Κατόπιν, όταν συντελέσθηκεν το προπατορικόν αμάρτημα, αυτό προκάλεσεν σαν απάντηση εκ μέρους του Θεού το κεραυνοβόλο χτύπημα της θείας εκδί­κησης, και κατέστρεψεν ολοτελώς τις πνευματικές ικανότητες του Αδάμ και προ παντός δημιούργησε μίαν όλως διόλου νέαν, αλλά κακήν ουσίαν εις το βάθος της ψυχής του. Απογυμνωμένος δηλαδή, από κάθε δυνατότητα αγαθού, διεφθαρμένος απόλυτα και ολοσχερώς στη φύση του μέχρι μυελού των οστών, ο πεπτωκώς άνθρωπος είναι κατ’ ανάγκην κατ’ ουσίαν κακός, αυτή αύτη η ενσάρ­κωση του κακού σε απόλυτο βαθμόν, ολωσδιόλου και καθ' ολοκληρίαν αμαρτωλός χωρίς την ελαχίστην δυνατότητα διεκφυγής, έστω και της ελαχίστης από αυτήν την κατάσταση. Εφόσον δε οι Μεταρ­ρυθμιστές αρνούνται στην αρχέγονη προπτωτικήν κατάσταση του Αδάμ την συμβολήν του υπερφυσικού στοιχείου (θεία Χάρη) και τον μερικώς, ως προς την προέλευση, υπερφυσικό χαρακτήρα των δώρων με τα οποία τον επροίκισεν ως ένα βαθμόν ο Θεός, ήσαν πράγματι λογικώς υποχρεωμένοι, - εκτός εάν δεν δεχθούν ότι μετά την πτώση η κατάσταση του Αδάμ εχειροτέρευσε - , να δεχθούν, όπως και αναγκαστικά δέχονται, ότι οι εκ του αμαρτήματος του πρωτοπλάστου κεραυ­νοί επέπεσαν πάνω στις φυσικές ικανότητές του (διότι τίποτε το υπερφυσικό δεν είχεν αυτός). Μόλις όμως οι Μεταρρυθμι­στές θεώρησαν καταστραμμένες τις φυσικές ικανότητες και ιδιότητες του Αδάμ μετά την πτώση του, ήσαν υποχρεωμένοι εκτός εάν τον θεωρούσαν εκμηδενισμένο και ανύπαρκτον πια τον Αδάμ, να του αποδώσουν μία νέαν ουσίαν. Και το έκαναν οι Προτεστάντες με λογικήν δηλαδή συνέπειαν: Έτσι αντικατέστησαν μέσα στον Αδάμ την εικόνα του Θεού, που τη δέχονταν σαν την προπτωτικήν ουσίαν του, με την εικόνα του Σατανά, μετά την πτώση. Ο Αδάμ μετά την πτώση, λέγουν δεν ήταν μόνον αμαρτωλός, απλά κακός, άλλ’ ήταν ο ίδιος ο Σατανάς αυτοπροσώπως, ενσαρκωθείς μέσα του. Όπως βλέπομεν η διδασκαλία τους είναι συνεπής με τον εαυτό της, έχει δηλαδή λογικήν ακο­λουθίαν, αλλά δεν παύει γι' αυτό να είναι λιγότερον παράλογη, απαράδεκτη και τερατώδης. Κι αυτό γιατί αν στην στάχτην, στη χόβολην της ψυχής του πεπτωκότος ανθρώπου δεν υπήρχαν ούτε σαν σπίθες οι θρησκευτικές και ηθικές του ιδιότητες, αν είχεν παντελώς χάσει το πνευματικόν του "Είναι", δεν θα είχεν αλλάξει η φύση του και, επομένως, δεν θα μεταβαλόταν σε ζώον χωρίς λογικόν;
Αλλά και η ψυχή του δεν θα γινόταν πολλαπλή ως προς τα μέρη της, σύνθετη από τα επί μέρους της και επομένως υποκείμενη στη διάλυση, στο θάνατο, εάν δηλαδή μία νέα οντότητα, ξένη ερχόταν άπ' έξω για να ενωθή με την ουσίαν της όπως υποστηρίζουν οι Προτεστάντες; Εξ άλλου προ ολίγου ακόμη μας είπαν οι ίδιοι ότι ο Αδάμ δεν διέθετεν καθόλου ελευθερίαν και ότι αμαρτάνοντας αυτός δεν έκανεν τίποτε άλλον παρά ό,τι ήταν αναγκασμένος να πράξη καθώς και ότι το προπατορικόν αμάρτημα εντάσσεται στα αναγκαστικά σχέδια της θείας Πρόνοιας που αδήριτα επιβάλλονταν στον Αδάμ και ο οποίος δεν ήταν δυνα­τό να μη τα εφαρμόση. Πως λοιπόν μια τέτοια πράξη του Αδάμ ακούσια, αναγκαία, διαταγμένη μάλιστα απ' τον ίδιον το Θεό, θα μπορούσε να έχη τόσον τρομερά αποτελέσματα; Πως μια τέτοια παράβαση του πρωτόπλαστου θα μπορούσε να επισύρη κατ' αυτού όλους τους κεραυνούς της ουράνιας οργής;
Τέταρτον: Ο πεπτωκώς Αδάμ απογυμνωμένος από πνευματικές ικανότητες και ιδιότητες ένεκα του προπατορικού αμαρτήματος και τεθείς από το Δημιουρ­γόν του υπό τον ζυγόν της αναγκαιότητας, δεν μπορεί να συνεργήση με καμιάν έν­νοια, με κανένα τρόπο, σε κανένα βαθμόν, στην αποκατάστασή του. Εις μάτην και ο Θεός ακόμη θα προσπαθούσε να τον αποσπάση από τον ύπνον του θανάτου, εις τον οποίον είχεν περιπέσει: ο λόγος του Θεού εύρισκεν στην υποβαθμισμένην ψυχήν του την ίδιαν ανταπόκριση όπως σ΄ ένα άλογον κτήνος, η παντοδυ­ναμία του Θεού δεν θα μπορούσε να επαναδώση την ζωήν σ' αυτό το παγωμένον πτώμα: "στήλη άλατος, σαν ξύλο και σαν πέτρα (άψυχος και αναίσθητος) για τα θεϊκά πράγματα, (ο Αδάμ) είναι ανίκανος για κάθε θρησκευτικήν ιδέαν και για κάθε ηθικόν συναίσθημα" (Solid. Declar., II- de lib. Arb., § 21.)· οι σκέψεις του πεπτωκότος Αδάμ, οι επιθυμίες του, τα λόγια του, οι πράξεις του δεν αποτελούν παρά πλάνην και μόνον, σχέτον ψεύδος, απύθμενην αδικίαν και απέχθειαν και αποστροφήν του Θεού.
Αρκετές φορές ελέχθη ότι ο Λούθηρος αφού έθραυσεν τον ζυγόν της πνευματικής αυθεντίας απηλευθέρωσεν την σκέψη και αποκατέστησεν τη λογικήν στο χώρο της δικαιοδοσίας της· είπαν και ότι άναψε τον πυρσόν της επιστήμης, ότι δόξασεν τα γράμματα, ότι έσωσεν τον πολιτισμόν από επικείμενην καταστροφήν και ερείπωση: Ε, λοιπόν! Αυτό που πέτυχεν ο Λούθη­ρος ήταν να αλυσοδέση το νου, να καταστρέψη τη διανόηση και να κατεβάση τον άνθρωπον στο επίπεδον του κτήνους, τουλάχιστον όσον αφορά στα θρησκευ­τικά ζητήματα· ο Λούθηρος είναι γνωστόν πια ότι κατεδίκασεν tic πανεπιστημιακές σχολές σαν επικίνδυνες, τις επιστήμες σαν αντιχριστιανικές, αλλά και τη φιλοσοφίαν σαν διαβολικήν. Στα επόμενα φυλλάδια θα παραθέσουμε τους αναθεματισμούς του μεταρρυθμιστή αυτού. Προς το παρόν περιοριζόμαστε στα λόγια του Εράσμου, γι' αυτόν: "Μήπως ο Λούθηρος δεν έγραψεν ότι κάθε μάθηση τόσον η πρακτική, όσον και η θεωρητική είναι καταδικαστέα; Ότι όλες οι θεωρητικές επιστήμες είναι αμαρτήματα και πλάνες; Μήπως (και ο συνεργάτης του) ο Μελάγχθων δεν κατεδίκασεν κάποτε τις δημόσιες σχολές (Erasm. Epist. 59’ I, 31).
Πρόκειται, λοιπόν, για αδιαφιλονίκητα γεγονότα και μόνον η παχυλή άγνοια μπορεί να ισχυρισθή το αντίθετον.
Πέμπτον: Άλλ' εάν ο άνθρωπος άπ' τη μια δεν μπορεί έπ' ουδενί και με καμίαν έννοια να συνεργήση στην αναγέννησή του, ούτε ενεργητικά με το να συνεργασθή και να δώση την συναίνεσή του στη θεία χάρη, ούτε παθητικά με το να της αντισταθή τουλάχιστον όπως θα λέγαμεν εμείς οι Ορθόδοξοι, ούτε απ' την άλλη μπορεί να εμποδίση τη θεία χάρη λένε οι Προτεστά­ντες. Γιατί η θεία χάρη δρα και ενεργεί αναγκαστικά, ακατάσχετα, χωρίς να υπάρχη δυνατότητα αντίστασης, αφού αυτή σπάει και θρυμματίζει βιαίως και αναγκαστικά κάθε αντίσταση της θέλησης.
Άλλ' ερωτώμεν τους Προτεστάντες:
Αν είναι όντως έτσι τα πράγματα, γιατί όλοι οι άνθρωποι δεν πετυχαίνουν τη δικαίωσή τους; Οι Προτεστάντες απαντούν: "Όχι επειδή οι μη δικαιούμενοι αντιστέκονται και δεν συνεργάζονται με τη θεία χάρη, αλλά απλούστατα γιατί ο ίδιος ο Θεός δεν στέλνει τη θεία χάρη του σε όλους. Και γιατί παρακαλώ κ. Προτε­στάντες, δεν στέλνει ο Θεός τη χάρη του σε όλους; -Όχι διότι θα την απέρριπταν εάν τους την έστελνε όπως θα υπέθετε ένας Ορθόδοξος, αφού τέτοια δυνατότη­τα αντίστασης στη θεία χάρη δεν έχει κανείς. Αλλά για άλλο λόγον: διότι ο Θεός πριν δημιουργήση οποιονδήποτε, τον προώρισεν. Έτσι, άλλους μεν από πριν και όλως αυθαίρετα τους προώρισε για την ουράνια μακαριότητα και ευτυχίαν και άλλους για τα βασανιστήρια του άδη. Να, λοιπόν, ότι οαπόλυτος προορι­σμόςείναι αναγκαία λογική συνέπεια του κάθε είδους Προτεσταντισμού και βρίσκεται στο βάθος της ουσίας του Προτεσταντισμού, κι ας λένε μερικοί Προτεστάντες ότι δεν τον δέχονται. Είναι αναγκαία λογική συνέπεια του συστήματός τους. Προτεστάντης που δεν δέχεται τον απόλυτον προορισμόν, έχει μεν δίκαιον και είναι όρθόν το ότι δεν τον δέχεται, όμως είναι ο ίδιος ανακόλουθος και λογικώς ασυνεπής προς τις αρχές του Προτεσταντικού συστήματος. Ο δε συνά­δελφος του Λουθήρου, ο Καλβίνος σαφώς κηρύττει αυτόν τον απόλυτον προορισμόν και λέγει ρητώς το εξής φοβερόν: ότι ο Θεός δημιούργησεν τους περισσότερους ανθρώπους μόνον και μόνο, για να τους καταδικάση στην κόλαση κατά το εξής καταχθόνιο θεϊκόν σχέδιον. Πρώτα ο ύψιστος Θεός ο και απόλυτος ρυθμιστής του σύμπαντος διαπράττει ο ίδιος την κλοπήν, τη δολοφονίαν, την πατροκτονίαν και όλα τα αμαρτήματα!
Κατόπιν φέρνει άπ' την ανυπαρξίαν εις την ύπαρξη και στην ζωήν ένα ορισμένον αριθμόν ανθρώπων μόνον και μόνο για να τους επιβαρύνη με τις ποινές των δικών του εγκλημάτων. Στην συνέχειαν βασανίζει εις αιώνας αιώνων αυτούς τους δυστυχείς, εν μέσω φλογών που καταβρο­χθίζουν το θύμα τους, τους βασανίζει με όλην του την άπειρην παντοδυναμίαν!
Ερωτώμεν: τέτοια διδασκαλίαν ποιος άλλος θα μπορούσε να την επινοήση παρά μόνον ο ίδιος ο άδης;
Έκτον: Το πρώτον αποτέλεσμα που η δικαιούσα χάρη παράγει μέσα στον άνθρωπον, είναι να δημιουργήση εκ νέου και εκ του μηδενός τη νόηση και τη θέλη­ση για τα ουράνια πράγματα. Εφόσον δηλαδή οι αυτοονομαζόμενοι μεταρρυθμι­στές έχουν εκμηδενίσει τις πνευματικές ικανότητες του Αδάμ, ώφειλαν να τις ανακαλέσουν εκ του μηδενός εις το είναι, εκ της ανυπαρξίας εις την ύπαρξη, με μία δημιουργικήν ενέργειαν της παντοδυνα­μίας του Θεού. Έφ' όσον εδώ νοείται κυριολεκτικώς και κατά γράμμα μια νέα δημιουργία, όπως η πρώτη, αν ο άνθρω­πος υφίστατο μία δεύτερη δημιουργία μέσα στην ουσίαν του είναι του, εάν εδέχετο μία νέαν πνευματικήν ψυχήν, άλλην άπ' την πρώτην, τη δικήν του, θα ήταν ποτέ δυνατό να αναγνωρίση εαυτόν σαν το ίδιον άτομον, το αυτόν πρόσωπον; Δεν θα είχεν καταστραφή μέσα του η ταυτότητα του εγώ του προσώπου του;
Όμως οι όψιμοι αυτοί απόστολοι του ιστ' αιώνα, αν και κάθε άλλο παρά αντιπαθούσαν την προσωπικήν θεοπνευστίαν και μάλιστα πίστευαν ότι την είχαν, όμως δεν είχαν ιδέαν από φιλοσοφίαν.
Έβδομον: Όταν ο άνθρωπος ξαναπόκτησεν την ανωτέρα νόησή του, συνειδη­τοποιεί ότι ακριβώς τα αμαρτήματά του είναι που τον υποβάλλουν στις αιώνιες αυστηρότατες τιμωρίες της θείας δικαιοσύνη και η ψυχή του καταξεσχίζεται από όλες τις αγωνίες του φόβου, από όλα τα βασανιστήρια της απελπισίας και της απόγνωσης. Αλλά μετ' ολίγον τούρχεται στο μυαλό η θύμηση πως ο Σωτήρας Χριστός πλήρωσε για τις αδικίες του κόσμου. Τότε συλλαμβάνει μέσα του την εμπιστοσύνην στο Χριστό, δηλαδή την πίστη. (Έργα του Λουθήρου, έκδ. Wit- temb., I μέρος, σελ. 47, β.) (ως γνωστόν οι μεταρρυθμιστές εκλαμβάνουν τη λέξη πίστη (fides) με την έννοιαν της εμπιστοσύνης (fiducia).) Απ' τη στιγμή κι' όλας εκείνη, που ο αμαρτωλός εμπιστεύεται το Χριστό, εισέρχεται σε κατάσταση χάριτος με τον ανώτατον Κριτήν. Σύμφωνα, λοι­πόν, με τα μέχρις εδώ εκτεθέντα, τι είναι εκείνο που πετυχαίνει να κερδίση τη φιλίαν του Θεού; Τι είναι δηλαδή αυτό που δικαιώνει;
Αυτό είναι δε η πίστη, μόνη η πίστη χωρίς απολύτως τίποτε άλλον, η απλή εμπιστοσύνη στον Σωτήρα, είναι αυτό το συναίσθημα για το άπειρον έλεος και την άπειρην ευσπλαχνία του Θεού και η ελπίδα και ταυτόχρονα βεβαιότητα αυτουνού του πιστού για την σίγουρην άφεση των αμαρτιών του εκ μέρους του Θεού.
Δηλαδή ακόμη και εκείνος, που έκανε να πλημμυρίση η χώρα του από αίμα ανθρώπων, να γεμίση από ερείπια, μπορεί λοιπόν, και χωρίς να αφήση το στιλέττο άπ' το χέρι του ή το φυτίλι του εμπρησμού, μπορεί να πετύχη την συγχώρηση των εγκλημάτων του. Όσο δε για τη βαθειά θλίψη μετανοίας για τα εγκλήματά του, όσο για τις άγιες αποφάσεις που λέμε εμείς ότι πρέπει να πάρη για να αλλάξη την ζωήν του, όσον και για τις καλές πράξεις που επίσης λέμε ότι πρέπει να συνοδεύουν τη νέαν του ζωή μετανοί­ας, αυτούς τους πόνους και τους καρπούς της μετανοίας, όλ' αυτά αποτελούν για τους Προτεστάντες δεισιδαιμονίες που επινόησαν και εφεύραν οι καλόγεροι στα μοναστήρια.
Κατά τους Προτεστάντες ο Θεός δέχε­ται σαν φίλον του μόνον τον εγκληματίαν ακριβώς επειδή αυτός είναι τέτοιος, και καθαίρει ο Θεός την συνείδηση μόνον εάν και εφόσον αυτή κυλιέται στο βούρκον και στο βόρβορον και ανταμείβει όσες ψυχές κυριολεκτικά και εκ ψυχής τον μισούν και τον καταριώνται και τις ανταμείβει μόνο και μόνο γι' αυτό ακριβώς που κάνουν βλασφημώντας τον.
Ο Λούθηρος, δηλαδή, για να αποκτήση οπαδούς και διόρθωσεν άπ' την ανάποδην και άλλαξεν το ίδιον το Ευαγγέλιον έτσι ώστε όλα να είναι εύκολα σαν παιγνίδι για τους εγκληματίες και αυτή ακόμη η σωτηρία τους, κι' ας μη μετανοήσουν αυτοί ποτέ όσο ζουν. Και το πέτυχεν σ’ ένα μέτρον, αν ρίξουμεν ένα βλέμμα στις λεγόμενες Προτεσταντικές κοινωνίες και χώρες (Αμερική κ.λπ.), οι οποίες δυ­στυχώς άρχισαν να επηρεάζουν και τις άλλες χώρες και να γίνωνται πρότυπον νοοτροπίας και τρόπου ζωής και πεποιθή­σεων, τόσο για τους αετονύχηδες μεγά­λους αλλά, άκρως λυπηρόν, και για την άπειρην και ανυποψίαστη νεολαία μας.
Όγδοον: Κατά το Λούθηρον πάντα, εφόσον η δικαίωση του αμαρτωλού δεν επιτυγχάνεται παρά μόνον και μόνο δια της πίστεως (αυτή δηλαδή είναι το μόνο ληπτικόν όργανον, το μόνο μέσον, ο μόνος τρόπος δικαιώσεως), ή ακριβέστερα δια της εμπιστοσύνης , είναι φανερόν ότι αυτή η επιτευχθείσα από τον αμαρτωλό δικαί­ωση δεν αναγεννά όλες τις πνευματικές ικανότητες· και κατανοούμε μεν το ότι αυτή δεν καθαίρει τις ψυχές από τους ρύπους, έφ' όσον το κληρονομικόν κακόν αποτελεί αυτήν ταύτην την ουσίαν του πεπτωκότος ανθρώπου κατ' αυτούς. Εν τοιαύτη περιπτώσει όμως τι επιτυγχάνει, λοιπόν, η δικαίωση, ποια είναι η αποτελεσματικότητά της; Η δικαίωση, λένε οι διαμαρτυρόμενοι, κατορθώνει να λογισθή και να μεταφερθή στον αμαρτωλόν, η δικαιοσύνη του Ιησού Χριστού, αλλά κα­τά ένα τρόπον όλως διόλου εξωτερικόν, άρα και μηχανικόν αλλά και μαγικόν. Έ δικαίωση δηλαδή γλυτώνει τον αμαρτωλόν, από τη θείαν εκδίκηση και τιμωρίαν, αλλά τον αφίνει κάτω από το βάρος του κακού.
Απαλλάσσει δε από τις ποινές τις εκ του αμαρτήματος άλλ όχι από το ίδιον το αμάρτημα.
Η δικαίωση απλά και μόνο ρίχνει ένα πέπλον πάνω στο έγκλημα για να το καλύψη ώστε να το κρύψη άπ' τα μάτια του ύψιστου Κριτή, κι' αυτό είναι όλον κι' όλον. Έτσι ο Θεός αντικρύζει σαν δήθεν καθαρήν και αγίαν τη βαθύτατα διεφθαρμένην ψυχήν και στην συνέχειαν ο ίδιος ο Θεός αναγνωρίζει και ανακηρύσσει σαν ταπεινόν, ανιδιοτελή, αγαθοεργόν, αγνόν, ενάρετον ένα άνθρωπον που όμως εξακο­λουθεί να αποπνέη εγωισμόν, υπερηφάνειαν, αρπακτικότητα, απληστίαν, ακολασίαν και ασέλγειαν, όλα δηλαδή τα βδελυκτά πάθη. Με μια λέξη, ο Θεός διαψεύδει την παγγνωσίαν του, διαψεύδει τις λατρευτές τελειότητές του, διαψεύδει τον εαυτόν του, μόνον και μόνον προκειμένου να το­ποθέτηση στο χώρον των δικαίων τον ανοσιουργόν, τον γεμάτον από εγκλήματα.
Έννατον: Ο πιστός, λοιπόν, στο Χριστόν που δικαιώθηκεν, όπως είπαμε, με ένα τρόπον όλως διόλου εξωτερικό, μηχα­νικό, μαγικό, λέγουν οι Προτεστάντες ότι μάταια θα προσπαθούσε να εκτελή το αγαθόν, να εφαρμόζη την αρετή, να τηρή το νόμον της αγίας Γραφής, να βαδίζη ανεπίληπτος ενώπιον του Κυρίου: όλα τα θεωρούμενα αγαθά έργα του, δηλαδή όλες οι ενέργειες και πράξεις του, όλες οι σκέψεις και τα συναισθήματά του, όλες εν γένει οι κινήσεις του σώματος και της ψυχής του αποτελούν αντιστοίχως θανά­σιμα αμαρτήματα (Luther, Assert, omn. Artie. Opp., tom. II, fol. 325 β.)
Όσον για τη θεία Χάρη και για το ρόλον και το έργον της πάνω σ' αυτόν τον πιστόν, αυτή ούτε του καθάρισεν την ψυχήν ούτε του ανόρθωσεν τη βούληση ενισχύοντάς την, γιατί το προπατορικόν αμάρτημα, δηλαδή η κατά τους Προτε­στάντες ουσία του ανθρώπου, συνεχίζει να υφίσταται ακέραιον και ανενόχλητο μέσα στην ψυχήν του και να μη παράγη παρά αποκλειστικά καρπούς θανάτου.
Επομένως και ο Θεός από μέρους του δεν απαιτεί την τήρηση του αγίου νόμου του (Luther. Ausleg. Des Brief, an die Galat.) Και ναι μεν ο Θεός δίνει εντολές, αλλά δεν τις δίνει, ισχυρίζονται οι Προτε­στάντες, για να υπακούμε και να τις εφαρμόζουμε· δίνει απαγορεύσεις, άλλ' όμως ταυτόχρονα δίνει και την άδειαν και επιτρέπει να τις παραβιάζουμεν ο Θεός άκουσον, άκουσον δεν επιθυμεί την εκτέλεση και εκπλήρωσή του θελήματός του!
Αλλά και στην περίπτωση που εκτελούμεν το καλόν, λένε οι ίδιοι, αφαιρούμε άπ' το Θεόν τη δυνατότητα και τον τρόπο να ασκήση ο ίδιος την ευσπλαχνία του και να μας ελεήση συγχωρώντας μας αλλά και να εφαρμόση πάνω μας όλα τα αγαθά εκ της θυσίας του Σωτήρα μας.
Ενώ, όταν διαπράττουμεν το κακόν, νοιώθομεν αναγκασμένοι να καταφύγουμεν στην εμπιστοσύνην προς το Χριστό, δηλαδή να ασκήσουμεν πίστη, η οποία πίστη δίνει, εξασφαλίζει και αυξάνει τη δικαιοσύνη. Και μάλιστα τόσον περισσό­τερο δίκαιοι γινόμαστε όσον περισσότε­ρον αμαρτάνομεν!
Άκουσε δε και το εξής φοβερόν και ανήκουστον που το διατύπωσεν ο ιδρυτής του Προτεσταντισμού, ο πολύς Λούθηρος, προκειμένου να δώση απάντηση στην ερώτηση: Και τι, λοιπόν, πρέπει να κάνουμε για να σωθούμε;
Τότε ο Λούθηρος κυνικότατα απήντησεν: "Πρέπει να προφυλαχθούμε από τα καλά έργα (και μάλιστα) με περισσότερη επιμέλειαν απ' ό,τι από την αμαρτίαν... Οι ευσεβείς ψυχές που εκτελούν το αγαθό για να κερδίσουν τη βασιλείαν των ουρανών, όχι μόνο δεν θα κατορθώσουν ποτέ να την αποκτήσουν, αλλά (επί πλέον) πρέπει να τις κατατάξουμεν στην τάξη των ασεβών” (Ορρ. Tom. VI, fol. 160). Και συμπληρώνει την σκέψη και διδασκαλίαν του ο ίδιος Λούθηρος με την εξής εμετική θέση του. "Όσον ευρισκόμεθα εδώ κάτω, οφείλομε να αμαρτάνομεν, διότι αυτή η γη δεν αποτελεί την κατοι­κίαν της δικαιοσύνης. Να αμαρτάνης, λοιπόν, και μάλιστα ολοκληρωτικά, σφαι­ρικά, γιατί ο Θεός δεν σώζει τους μισο-αμαρτωλούς... Αμάρτανε, αλλά δυνατά... Αν σου είναι δυνατό, διάπραττε χίλιους φόνους την ημέραν και εκατό χιλιάδες μοιχείες καθημερινά" (Luther. Epist. Ad Joh. Aurifabr. coll.,Jena 1556. tom. Ι,σελ. 345 β). Αλλά και αν αυτή η ηθική δεν ενυπήρχεν αυτολεξεί και κατά γράμμα εις τα συγγράμματα του Λουθήρου, ή, κι' αν ακόμη αυτή η ηθική δεν αποτελούσεν τη φανερήν και αναγκαίαν συνέπειαν των αρχών της διδασκαλίας του, όμως και τότε θα αρκούσεν το να διατρέξης μια προτεσταντική χώρα για να τη διαπιστώσης ή να τη μαντεύσης αυτήν την ηθικήν.
Ιδού, αγαπητέ αναγνώστα, η περίφημη ηθική της Μεταρρύθμισης και της "χριστιανικότατης" φίλης Αμερικής, εκπροσώπου του "χριστιανικού" κόσμου, η περιβόητη και πολύκροτη "χριστιανική" της ηθική σ' όλον το μεγαλείον της, θέλω να πω: η ηθική των κατέργων και του άδη. Διότι μόνον ένας δήμιος θα αποτολμούσε να της πλέξη το εγκώμιον ή να της κάνη ανταξίαν του επιπέδου της απολογίαν και ποτέ βέβαια ο ίδιος ή γνήσιος και ακραιφνής χριστιανι­σμός. Είχαμε, λοιπόν, άδικον που επιγρά- ψαμεν το παρόν άρθρον: Η μάστιγα του αντιχριστιανικού Προτεσταντισμού;
Ομολογουμένως όμως και έτσι αδικήσαμεν ήδη τον Προτεσταντισμό, διότι ακριβώς δεν κατορθώσαμεν τελικά να αποδώσουμε, όπως θα του έπρεπεν, όπως θα του άξιζεν τη διδασκαλίαν του, η οποία, όπως διαπιστώσαμε δεν μπορεί παρά οπωσδήποτε να βγαίνη κατ' ευθείαν απ' τα σπλάχνα της ίδιας της κόλασης. Όμως οι φλόγες της, που παρακολουθών­τας τα διδάγματα του Λουθήρου τις νοιώ­σαμε να μας τσουρουφλίζουν το πρόσω­πο, δεν φωτίζουν. Μόνον καίνε, βασανί­ζουν και καταστρέφουν αλύπητα, ανελέη­τα, ανοικτιρμόνως και την ίδιαν μας την εποχήν. Άλλωστε, όλοι μας λίγον πολύ έχομεν πείραν του πράγματος κι' ας αγνοούμε μερικές συγκεκριμένες λεπτομέρει­ες, όμως ανησυχούμεν και προβληματιζόμεθα από τα διεθνώς τεκταινόμενα αλλά και τα διαδραματιζόμενα επί της παγκο­σμίου σκηνής.
Το μόνον όπλον που μας μένει είναι η γραφίδα και η κραυγή: Ορθόδοξοι, φυλαχθήτε, λοιπόν, και όχι μόνον, πριν να είναι πολύ αργά! Ούτε και μπορείτε να παίζετε με τέτοιαν παγκοσμίων διαστά­σεων πυρκαϊάν και μάλιστα "εν ου παικτοίς" ζητήμασιν.Ο αντίχριστος αυτός Προτεσταντισμός έχει πρωτότοκον υιόν του τον επίσης ανηλεή καπιταλισμόν, είναι που ανοίγει διάπλατες τις πύλες της κόλασης για να ξεράση φωτιά, λιωμένον σίδηρον και καυτό θειάφι πάνω στις σύγχρονες κοινωνίες μας. Κι αυτό βέβαια το κάνει έξυπνα δηλαδή πονηρά όχι μόνον όταν ως πλανητάρχης ή ως πλανηταρχών βομβαρ­δίζει και καίει χώρες και φονεύει και εξαφανίζει από προσώπου γης ολόκλη­ρους πληθυσμούς και λαούς, αλλά και όταν προπαντός προσπαθή να δελεάση τον ανυποψίαστον, εύπιστον, ανενημέρωτον νουν πολλών τόσο με τις αντιχριστιανικές διδασκαλίες του, όσον με την σχιζοφρενική νοοτροπίαν του, όσον και με τον εξωφρενικόν τρόπον ζωής του, αλλά και με τις αλλοπρόσαλλες πεποιθήσεις του.
Έλληνες φυλαχτήτε! Όχι μόνο παθη­τικά, αλλά και ενεργά. Τρομοκρατήστε τουλάχιστον με την όλην στάση, με τα λόγια σας, με τις θρησκευτικές ακλόνητες πεποιθήσεις σας και με την ομολογίαν της πίστης σας τους μόνους πραγματικούς τρομοκράτες! Και βέβαια μπορείτε! Θα λουφάξουν οι τρομοκράτες της υφηλίου. Θα βάλουν στα σκέλη εκείνην τη διαβολικήν δρακόντειάν τους ουράν, η οποία κατά την Αποκάλυψη του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, αφινόμενη ελεύθερη κινείται και συμπαρασύρει άτομα, έθνη και λαούς εις την απώλειαν. Θαρσείτε λέγει ο Κύριος, εγώ νενίκηκα τον κόσμον!

πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...