Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Γεώργιος Κουγιουμτζόγλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Γεώργιος Κουγιουμτζόγλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Ιουνίου 29, 2014

Οἱ Ἀπόστολοι π. Γεώργιος Κουγιουμτζόγλου






Ἀπόστολοι ὀνομάζονται οἱ Δώδεκα μαθητές τοῦ Κυρίου ποὺ ἄφησαν τά πάντα καί ἀκολούθησαν τόν Κύριο σέ ὅλη τή δημόσια διακονία Του μέχρι τῆς Ἀναλήψεως. Στή συνέχεια μετά τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔγιναν κήρυκες καί μάρτυρες τῆς πίστεως στόν Χριστό πρός λύτρωση τῆς ἀνθρωπότητας ἀπό τήν ἁμαρτία καί συνέβαλαν στήν ἐξάπλωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στή γῆ.

Τό ἱερό καί τιμητικότατο αὐτό ὄνομα δόθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο στούς Μαθητές Του, ὅταν διανυκτέρευσε στό ὄρος προσευχόμενος· τότε, «προσεφώνησε τούς μαθητὰς αὐτοῦ, καί ἐκλεξάμενος ἀπ' αὐτῶν δώδεκα, οὕς καί Ἀποστόλους ὠνόμασεν...» (Λουκ. στ', 12-13).

Οἱ Εὐαγγελιστές Ματθαῖος, Μάρκος καί Ἰωάννης χρησιμοποιοῦν περισσότερο τό ὄνομα «οἱ Δώδεκα», ὁ δέ Λουκᾶς καί Παῦλος τό «Ἀπόστολοι». Ἀργότερα χρησιμοποιεῖται ἡ λέξη σέ εὐρύτερη ἔννοια καί ὀνομάζονται Ἀπόστολοι καί ἄλλοι πλήν τῶν Δώδεκα, (οἱ ἑβδομήκοντα), ἀλλά καί οἱ συνεργάτες αὐτῶν.

Κατάλογοι τῶν ὀνομάτων τῶν δώδεκα Ἀποστόλων ὑπάρχουν τέσσερις: Ματ. ι', 2' Μάρ. γ', 13' Λουκ. στ', 14 καί Πράξ. α', 13. Οἱ κατάλογοι αὐτοί συμφωνοῦν μόνο στόν πρῶτο, τόν Πέτρο καί τόν τελευταῖο τόν Ἰούδα τόν Ἰσκαριώτη. Ἡ διαφωνία - ἀσυμφωνία τους ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι συνήθιζαν νά ἔχουν δύο ὀνόματα καί ἄλλοι Εὐαγγελιστές ἀναφέρουν τό πρῶτο, ἐνῶ ἄλλοι προτιμοῦν τό δεύτερο.

Κατά τήν ἐκλογή τῶν Μαθητῶν Του, ὁ Κύριος ἐσταμάτησε στόν ἀριθμό δώδεκα, γιατί ὅπως οἱ δώδεκα υἱοί τοῦ Ἰακώβ, οἱ δώδεκα Πατριάρχες, θεωροῦνται οἱ ἀρχηγοί τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ, δηλαδή ὅλου τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, ἔτσι καί οἱ Δώδεκα αὐτοί πρῶτοι Μαθητές τοῦ Κυρίου, ἔγιναν οἱ πνευματικοί ἀρχηγοί τοῦ νέου Ἰσραήλ, δηλαδή τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἄλλα καί διότι τά δωδέκα κουδουνάκια στό κάτω μέρος τοῦ χιτώνα τοῦ Ἀρχιερέως Ἀαρὼν ποὺ κουδούνιζαν, ὅταν βημάτιζε στή Σκηνή, τούς δώδεκα Ἀποστόλους ἐδήλωναν, ποὺ ἤχησαν (κουδούνισαν) καί ἐκήρυξαν σέ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη τό Εὐαγγέλιο τῆς ἀπολυτρώσεως. Γι' αὐτό καί ὁ Ὠσηὲ προφήτευσε ὅτι δώδεκα δρύες θά ἀκολουθήσουν τόν Θεό ποὺ θά φανεῖ στή γῆ.

Ἐκτὸς ἀπό τούς Δώδεκα, ὁ Κύριος ἐξέλεξε καί τούς «Ἑβδομήκοντα», οἱ ὁποῖοι κατά διαλείμματα Τόν ἀκολουθοῦσαν. Αὐτούς ἀπέστειλε γιά νά προετοιμάσουν τό ἔδαφος ἀπ' ὅπου ἐπρόκειτο νά περάσει καί νά διδάξει (Λουκ. Γ, 1). Καί ὁ ἀριθμός αὐτός ἀνταποκρίνεται πρός τούς ἑβδομήκοντα ἐκείνους Πρεσβυτέρους τούς ὁποίους ὁ Μωυσῆς, κατ' ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἐξέλεξε ὡς βοηθούς του. Ἀποδεικνύεται ἔτσι ὅτι τά παραδείγματα τῆς Παλαιᾶς εἶναι σύμφωνα μέ τά τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Μεταξύ τῶν Δώδεκα ὁ Κύριος εἶχε τρεῖς, τόν Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦσαν τό στενότερο κύκλο Του καί παρευρίσκονταν μόνο αὐτοί σέ ἐξαιρετικές περιπτώσεις, (ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου, στή Μεταμόρφωση, στήν προσευχή τῆς Γεσθημανῆς). Τόν πρῶτο, γιατί ἀγάπησε τόν Χριστό «σφόδρα». Τόν τρίτο, γιατί ἀγαπήθηκε ἀπό τόν Χριστό «σφόδρα». Καί τόν δεύτερο, γιατί μποροῦσε νά πιεῖ τό ποτήρι τοῦ θανάτου τό ὁποῖο καί ὁ Κύριος ἤπιε.

Οἱ δώδεκα Ἀπόστολοι ποὺ ἐξέλεξε ὁ Κύριος γιά νά μυήσει στά μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά συνεχίσουν ἀργότερα τό ἔργον Του, οὔτε μόρφωση εἶχαν οὔτε ἀπό ἀνώτερη κοινωνική τάξη τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ προέρχονταν. Ὅλοι κατάγονταν ἀπό τήν πτωχή καί καθυστερημένη πολιτιστικά Γαλιλαία, ἐκτός ἀπό τόν Ἰούδα τόν Ἰσκαριώτη, πού προερχόταν ἀπό τήν Ἰουδαία. Ἦσαν ἄνθρωποι ἁπλοί, βιοπαλαιστές, ἁλιεῖς στό ἐπάγγελμα καί τελῶνες, ἀλλά μέ ἁγνά θρησκευτικά ἐνδιαφέροντα καί μέ πίστη στόν Θεό τοῦ Ἰσραήλ καί στίς Μεσσιανικές παραδόσεις. Οἱ υἱοί τοῦ Ζεβεδαίου ἦσαν σχετικά εὔποροι, γιατί καί πλοῖο ἰδιόκτητο εἶχαν καί γνωριμίες μέ τούς Ἀρχιερεῖς τῆς Ἱερουσαλήμ διατηροῦσαν. Ἡ ἐξωτερική τους ἐμφάνιση προξενοῦσε τήν ἐντύπωση ὅτι ἦσαν ἄνθρωποι «ἀγράμματοι καί ἰδιῶται» (Πράξ. δ', 13). Εἶχαν ὅμως τήν Ἀποστολικότητα: Ἦσαν αὐτόπτες καί ἀκόλουθοι τοῦ Κυρίου, (γεγονός ποὺ συνιστᾶ τήν ἐξωτερική μαρτυρία ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων) καί εἶχαν τήν ἄνωθεν κλήση καί ἀποστολή (ἐσωτερικό γνώρισμα τῆς ἀποστολικότητας). Τ' ἀνωτέρω σημαίνουν ὅτι ἡ αὐθεντία τῶν Ἀποστόλων, κατά τή δράση τους στήν Ἐκκλησία, στηριζόταν στόν ἴδιο τόν Θεό. Ἔτσι συνέχισαν τό ἔργο τοῦ Διδασκάλου τους κινούμενοι διαρκῶς ἀπό πόλη σέ πόλη καί χειροτονοὺντες κατάλληλους διαδόχους.

Αὐτούς τούς δώδεκα ἱερούς Ἀποστόλους ἔχουμε χρέος ὅλοι οἱ Χριστιανοί νά τιμοῦμε καί νά γεραίρουμε σάν φωστῆρες τοῦ κόσμου, κήρυκες τῆς εὐσέβειας καί καταλύτες τῆς πλάνης. Καί κάνω ἀπ' ὅλα νά τούς γνωρίζουμε.

Πρῶτος Ἀπόστολος εἶναι ὁ Πέτρος, ὁ κορυφαῖος τῶν Ἀποστόλων, ὁ ὁποῖος προηγουμένως ὀνομαζόταν Σίμων. Ἦταν ἔγγαμος ψαράς, ἀγράμματος, ἀδελφός τοῦ Ἀνδρέα τοῦ Πρωτοκλήτου, ἀπό τή Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαΐας, υἱός τοῦ Ἰωνᾶ.

Αὐτόν τόν Ἀπόστολο μακάρισε ὁ Κύριος καί τόν ὀνόμασε Πέτρο, ἐνῶ τήν πίστη του ἀπεκάλεσε πέτρα πάνω στήν ὁποία ἀπεφάσισε νά οἰκοδομήσει τήν Ἐκκλησία Του. «Μακάριος εἶ, Σΐμων Βαριωνὰ... σύ εἶ Πέτρος, καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾶ οἰκοδομήσω μου τήν ἐκκλησίαν, καί πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματ. ιστ', 17, 18).
Ἐκήρυξε τό Εὐαγγέλιο πρῶτα στήν Ἰουδαία καί Ἀντιόχεια ἀκολούθως στή Μικρά Ἀσία καί κατέληξε στή Ρώμη. Ἐπειδή ἐκεῖ ἐνίκησε μέ ὑπερφυσικό τρόπο τό μάγο Σίμωνα, σταυρώθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα Νέρωνα κατακέφαλα, (πάνω τά πόδια - κάτω τό κεφάλι), ὅπως ὁ ἴδιος τό ζήτησε καί ἔτσι ἔλαβε τό ἄφθαρτο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, μεταξύ τῶν ἐτῶν 66 καί 69, ἀφοῦ ἄφησε δύο καθολικές ἐπιστολές στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Δευτερος εἶναι ὁ Ἀνδρέας, ὁ Πρωτόκλητος, ὁ ἀδελφός τοῦ Πέτρου.
Ὑπῆρξε ἐνωρίτερα μαθητής τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ἀλλά τόν ἐγκατέλειψε γιά νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό. Προσέλκυσε καί τόν ἀδελφό του λέγοντας: «Εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν». Θεωρεῖται ἱδρυτής τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κων/πόλεως.

Ἐκήρυξε τό Εὐαγγέλιο σέ ὅλα τά παραθαλάσσια μέρη τῆς Μαύρης θάλασσας, Βιθυνίας καί Βυζαντίου. Ἀργότερα μέσω Θράκης καί Μακεδονίας κατῆλθε μέχρι τήν Ἀχαΐα. Στήν Πάτρα ἐνήργησε πολλά θαύματα καί ἐπειδή πολλοί ἐπίστευαν στόν Χριστό ὁ Ἀνθύπατος τῆς πόλεως Αἰγεάτης ἐκάρφωσε τόν Ἀπόστολο τοῦ Χρίστου σέ ἕνα Σταυρό ἀνάποδα κι' ἐκεῖ παρέδωσε τό πνεῦμα του. Τό λείψανό του μετά ἀπό πολλά χρόνια μεταφέρθηκε στό Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Κωνσταντινουπόλεως.

Τρίτος Ἀπόστολος εἶναι ὁ Ἰάκωβος, ὁ τοῦ Ζεβεδαίου, ἀδελφός τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καί Εὐαγγελιστοῦ. Εἶναι ὁ τρίτος τῆς τριάδος Ἀπόστολος, τόν ὁποῖον ὁ Κύριος ἐλάμβανε μαζί μέ τόν Πέτρο καί Ἰωάννη ἰδιαιτέρως στίς προσευχές, ἀλλά καί στή Μεταμόρφωσή Του.

Ἐκήρυξε τό Εὐαγγέλιο σ' ὁλόκληρη τήν Ἰουδαία. Ὁ Ἡρώδης ὅμως ὁ Ἄγρίππας γιά τήν πολλή παρρησία ποὺ εἶχε, τόν ἐθανάτωσε μέ μαχαίρι τό 44 μ.Χ. καί ἔτσι ἔγινε ὁ δεύτερος μάρτυρας τῆς πίστεώς μας μετά τόν Πρωτομάρτυρα Στέφανο ( 43 μ.Χ.).

Τέταρτος εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής καί Θεολόγος, ἀδελφός τοῦ Ἰακώβου. Εἶναι ὁ Ἀπόστολος ποὺ ἀγαπήθηκε ἀπό τόν Χριστό «σφόδρα» καί ὁ ἐπιπεσὼν ἐπί τό στῆθος Αὐτοῦ. Ὁ Ἰωάννης ἔχει λάβει τά περισσότερα ἐπίθετα: Ἀπόστολος, Εὐαγγελιστής, Θεολόγος, Μαθητής τῆς ἀγάπης, Ἠγαπημένος μαθητής, Ἐπιστήθιος, Παρθένος, Βοανεργές - υἱός τῆς Βροντῆς.

Ἐκήρυξε τό Εὐαγγέλιο στή Μικρά Ἀσία. Ἐξορίστηκε στήν Πάτμο, ὅπου πλήθη ἀπίστων προσῆλθαν στό Χριστιανισμό. Ὅταν ἐπέστρεψε στήν Ἐφεσο ἀναπαύθηκε ἐν εἰρήνῃ (περίπου 95 χρονῶν). Ἐνωρίτερα μᾶς ἄφησε τό Εὐαγγέλιό του, τρεῖς Καθολικές ἐπιστολές καί τήν Ἀποκάλυψη.

Πέμπτος Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Φίλιππος ὁ ἀπό Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, συμπατριώτης τοῦ Ἀνδρέου καί Πέτρου.
Εἶναι αὐτός ποὺ εἶπε στό Ναθαναήλ «ὅν ἔγραψε Μωσῆς καί Προφῆται εὑρήκαμεν,Ἰησοῦν τόν υἱόν τοῦ Ἰωσήφ τόν ἀπό Ναζαρέτ» (Ἰω. α', 46).

Ἐκήρυξε τό Εὐαγγέλιο στή Μικρά Ἀσία (Λυδία καί Μυσία) καί στήν Ἱεράπολη μαζί μέ τόν Βαρθολομαῖο (Ναθαναήλ) καί τήν ἀδελφή του Μαριάμνη. Μαρτύρησε τρυπημένος στούς ἀστραγάλους καί καρφωμένος σ' ἕνα ξύλο στήν Ἱεράπολη. Λόγω σεισμοῦ ποὺ ἀκολούθησε οἱ συνοδοί του ἀφέθησαν ἐλεύθεροι.

Ἕκτος εἶναι ὁ Βαρθολομαῖος ἤ Ναθαναήλ. Ὅταν ὁ φίλος του Φίλιππος τοῦ εἶπε γιά τόν Χριστό τ' ἀνωτέρω καί πλησίασε, ὁ Χριστός τόν προϋπάντησε λέγοντας: «Ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι» (Ἰω. α', 48).

Ἐκήρυξε τό Εὐαγγέλιο στούς Ἰνδούς, οἱ ὁποῖοι ὀνομάζονταν Εὐδαίμονες καί τούς παρέδωσε τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον. Ἀπό τούς ἀπίστους ὅμως σταυρώθηκε στήν Οὐρβανούπολη. Ἐκεῖ παρέδωσε τό πνεῦμα του καί ἔλαβε τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Ἕβδομος Ἀπόστολος εἶναι ὁ Θωμᾶς ποὺ λεγόταν καί Δίδυμος.
Εἶναι ὁ Μαθητής ποὺ γιά τήν ἀπιστία του εἶπε ὁ Κύριος: «Μή γίνου ἄπιστος, ἀλλά πιστός» (Ἰω. κ', 27) καί αὐτός ψηλαφώντας Τον εἶπε: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου» (κ', 28).

Ἐκήρυξε τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στούς Παρθους, Μήδους, Πέρσες καί Ἰνδούς. Ὁ Βασιλεύς τῶν τελευταίων, ἐπειδή ὁ Θωμᾶς ἐβάπτισε καί τόν υἱό του, τόν φυλάκισε καί τελικά τόν καταδίκασε σέ θάνατο: Οἱ στρατιῶτες τόν κατατρύπησαν μέ τίς λόγχες τους.


Ὄγδοος εἶναι ὁ Ματθαῖος, ὁ Τελώνης, ἀδελφός τοῦ Ἰακώβου τοῦ Ἀλφαίου. Εἶναι αὐτός πού ἀκολούθησε τόν Χριστό ἀφοῦ ἐγκατέλειψε «τήν ὑπηρεσίαν του». Μετά τό μεγάλο δεῖπνο ποὺ προσέφερε στόν Χριστό ἔγινε Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής. Τό Εὐαγγέλιό του τό ἔγραψε στήν Ἀραμαική γλώσσα ὀκτώ χρόνια μετά τήν Πεντηκοστή, ἀργότερα ὅμως μεταφράστηκε στά Ἑλληνικά.

Ἐκήρυξε τό Εὐαγγέλιο στούς Παρθους καί Μήδους στούς ὁποίους ἵδρυσε Ἐκκλησία, μετά ἀπό πολλά θαύματα ποὺ ἔκανε σ' αὐτούς. Τελικά θανατώθηκε ἀπό τούς ἀπίστους διά πυρᾶς.

Ἔνατος εἶναι ὁ Ἰάκωβος ὁ υἱός τοῦ Ἀλφαίου, ἀδελφός τοῦ Λευί δηλ. τοῦ Ματθαίου. Λέγεται καί Ἰάκωβος ὁ μικρός, πρός διάκριση ἀπό τόν Ἰάκωβο τό μεγάλο, τόν ἀδελφό τοῦ Ἰωάννου, ἀλλά καί πρός διάκριση ἀπό τόν Ἰάκωβο τόν Ἀδελφόθεο.

Ὁ τόπος στόν ὁποῖο ἐκήρυξε ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος δέν εἶναι ἐξακριβωμένος. Ἀναγράφεται ὅτι ἐκήρυξε στά ἔθνη καί ὀνομάστηκε σπέρμα θεῖο. Κηρύττοντας καί ἐλέγχοντας τούς ἀπαίδευτους λαούς κρεμάστηκε σέ σταυρό καί ἔτσι παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Θεό.

Δέκατος Ἀπόστολος εἶναι ὁ Σίμων ὁ Κανανίτης δηλ. ὁ Ζηλωτής, ἀπό τήν Κανά τῆς Γαλιλαίας. Ὁ Σίμων ἀνῆκε στό κόμμα τῶν Ζηλωτῶν (ποὺ στά Ἀραμαικά ὁ ζηλωτής λέγεται Κanana καί μέ Ἑλληνική κατάληξη Κανανίτης = Ζηλωτής) καί διατήρησε τήν ὀνομασία του αὐτή καί ὡς Ἀπόστολος, (ὅπως καί ὁ Ματθαῖος ὁ Τελώνης).

Ἐκήρυξε τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στή Μαυριτανία καί γενικά στήν Ἀφρική. Τελικά μαρτύρησε μέ σταυρικό θάνατο.

Ἑνδέκατος εἶναι ὁ Ἰούδας Ἰακώβου, τόν ὁποῖο ὁ Ματθαῖος ὀνομάζει Λεββαῖο ἤ Θαδδαῖο. Ὁ Ἰούδας, δηλαδή αὐτός διακρινόμενος ἀπό τόν Ἰούδα τόν Ἰσκαριώτη, τόν προδότη, εἶναι ἀδελφός τοῦ Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου καί ἑπομένως υἱός τοῦ Ἰωσήφ τοῦ μνήστορος. Ἄρα εἶναι «ἀδελφός» τοῦ Κυρίου. Λεββαῖος σημαίνει θαρραλέος καί Θαδδαῖος (στά Ἀραμαϊκά) σημαίνει μεγάθυμος, μεγαλόψυχος. Εἶναι συγγραφεύς τῆς Καθολικῆς ἐπιστολῆς Ἰούδα.

Ἐκήρυξε τό Εὐαγγέλιο στή Μεσοποταμία καί ἐφώτισε τά εὑρισκόμενα στή χώρα αὐτή ἔθνη. Πῆγε καί στήν Ἐδεσσα, ὅπου ἐθεράπευσε τόν Τοπάρχη. Τελικά τόν κρεμάσανε καί τόν θανάτωσαν μέ ἐκτοξευόμενα βέλη.

Δωδέκατος Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Ματθίας, στή θέση τοῦ προδότη Ἰούδα. Μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, οἱ Ἀπόστολοι, ἀφοῦ ἐπιλέξανε δύο, τούς καταλληλότερους ἀπό τούς ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους, ἔβαλαν κλῆρο «καί προσευξάμενοι... ἔπεσεν ὁ κλῆρος ἐπί Ματθίαν καί συγκατεψηφίσθη μετά τῶν ἕνδεκα Ἀποστόλων» (Πράξ. α', 24.26).

Ἐκήρυξε τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στήν Αἰθιοπία καί ἀφοῦ ὑπέμεινε πολλά βασανιστήρια ἀπό τούς ἀπίστους παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ.

Οἵ ἀνωτέρω πανεύφημοι Ἀπόστολοι, οἱ δώδεκα καί οἱ ἀνήκοντες στόν εὐρύτερο κύκλο τῶν ἑβδομήκοντα, μαζί μέ τίς σεπτές Μυροφόρες καί πιστές ἀκόλουθες τοῦ Κυρίου, αὐτοί ὅλοι, ποὺ ἦσαν ἑκατόν εἴκοσι (120) στόν ἀριθμό (Πραξ. α', 15), πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι δέν ἐβαπτίστηκαν μέ τό βάπτισμα δι' ὕδατος, ἀλλά βαπτίστηκαν τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ».

Πρῶτον γιατί ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης λέγει φανερά ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν ἔβαπτιζε «...ὁ Ἰησοῦς οὐκ ἔβαπτιζε, ἀλλ' οἱ Μαθηταί αὐτοῦ» (Ἰω. δ', 2) καί δεύτερον γιατί ὁ μέν Πρόδρομος ἐκήρυξε λέγοντας γιά τόν Κύριο: «Ἐγώ μέν βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι, αὐτός δέ βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καί πυρί» (Λουκ. γ', 16), ὁ δέ Χριστός τό ἐβεβαίωσε λέγοντας: «Ἰωάννης μέν ἔβαπτισε ὕδατι, ὑμεῖς δέ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ οὐ μετά πολλας ταύτας ἡμέρας» (Πράξ. α', 5). Ἡ ὑπόσχεση αὐτή τοῦ Κυρίου πραγματοποιήθηκε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς: «Καί ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας... καί ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεί πυρός, ἐκάθισε τε ἐφ' ἕνα ἕκαστον αὐτῶν καί ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου» (Πράξ. β', 2-4). Γι' αὐτό δέν χρειάστηκαν ἄλλο βάπτισμα. Τό ἴδιο πιστοποιεῖ καί ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγοντας ὅτι τό ὑπερῶον στό ὁποῖο κατῆλθε τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἔγινε κολυμβήθρα στήν ὁποία βαπτίστηκαν ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ λοιποί ἐκεῖ εὐρισκόμενοι. Ἀλλὰ καί ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος, στήν ἑρμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου, ἀναφέρει ὅτι οἱ Ἀπόστολοι βαπτίστηκαν ἀπό τό βάπτισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.



1. Ὅ Ἅγιος Νικόδημος, δεύτερο Ἀπόστολο, ἀναφέρει, τόν Παῦλο, τό σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ὑπερνίκησε ὅλους τοὺς Ἀποστόλους στό ζῆλο τῆς πίστεως καί στούς κόπους. Αὐτός ἐκήρυξε τόν Χριστό ἀπό Ἱεροσολύμων μέχρι τοῦ Ἰλλυρικοῦ, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει καί ἔφθασε στή Ρώμη ἀποκεφαλίστηκε.

Κυριακή, Απριλίου 13, 2014

Πρεσβ. Γεώργιος Κουγιουμτζόγλου, Μεγάλη Εβδομάδα

Μεγάλη Εβδομάδα
του π. Γεωργίου Κουγιουμτζόγλου
από το βιβλίο του «Λατρευτικό Εγχειρίδιο»Ονομάζεται Μεγάλη, όχι διότι έχει περισσότερες ήμερες ή ώρες, αλλά διότι μεγάλα είναι τα γεγονότα πού εορτάζουμε και διότι απερίγραπτες υπήρξαν οι ωφέλειες τις οποίες λάβαμε αυτή την εβδομάδα: σταμάτησε ο πόλεμος του ανθρώπου προς τον Θεό, καταργήθηκε ο θάνατος και η εξουσία του Διαβόλου, εξαφανίστηκε η κατάρα και έγινε η συμφιλίωση του Θεού με τους ανθρώπους...
Οι ακολουθίες της Μεγ. Εβδομάδας είναι πρωινές, δηλ. είναι ο Όρθρος κάθε ημέρας.

Για να μπορεί όμως ο λαός να τις παρακολουθήσει, «κατ' οικονομίαν» ψάλλονται το απόγευμα της προηγουμένης. Δηλ. το απόγευμα της Κυριακής των Βαΐων ψάλλεται ο Όρθρος της Μ. Δευτέρας, το απόγευμα της Μ. Δευτέρας, ψάλλεται ο Όρθρος της Μ. Τρίτης κ.ο.κ. (το πρωί ψάλλονται οι Ώρες και ο Εσπερινός της επομένης).

Κυριακή των Βαΐων
Μετά την ανάσταση του Λαζάρου, ο Χριστός απομακρύνθηκε πάλι στον Ιορδάνη ποταμό, για να μην τον συλλάβουν οι Αρχιερείς πού σχεδίαζαν το θάνατο του.
Έξι ημέρες πριν από το Εβραϊκό Πάσχα, επέστρεψε στη Βηθανία, οπού στο γεύμα πού προσέφερε η οικογένεια του Λαζάρου, η αδελφή του Μαρία άλειψε τα πόδια του Ιησού με μύρο και την επομένη (Κυριακή των Βαΐων) εισήλθε στα Ιεροσόλυμα καθήμενος «επί πώλου όνου».
Τότε ο λαός έστρωνε στη γη βάϊα (όπως κάνουν στους θριαμβευτές), επειδή Τον θεωρούσαν επίγειο βασιλέα (πού θα τους ελευθέρωνε από το Ρωμαϊκό ζυγό) και Τον υποδέχθηκαν με την κραυγή: «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο Βασιλεύς του Ισραήλ». Από την υποδοχή αυτή σείστηκε και χάρηκε η Σιών, ενώ σήμερα χαίρεται και εορτάζει η νέα Σιών, ο νέος Ισραήλ δηλαδή όλοι εμείς, γιατί έρχεται ο Κύριος νικητής του θανάτου προδηλώνοντας τη δική Του και τη δική μας ανάσταση.
Στους Ί. Ναούς μοιράζονται στο λαό βάϊα, δάφνες ή κλαδιά ελαίων.
Τα βάϊα, δηλ. τα απαλά κλαδιά των φοινίκων, εσήμαιναν τη νίκη του Χριστού κατά του διαβόλου και του θανάτου. Το «Ωσαννά» ερμηνεύεται «σώσε με, παρακαλώ» και το πουλάρι της όνου, ζώο αδάμαστο και ακάθαρτο, κατά το Μωσαϊκό Νόμο, με το κάθισμα του Χριστού σ' αυτό, σήμαινε την πρώην ακαθαρσία και αγριότητα των εθνών και την υποταγή τους μετά από αυτά στον Ευαγγελικό Νόμο.
ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ
(Κυριακή Βαΐων Εσπέρα)
Την ήμερα αυτή επιτελούμε ανάμνηση δύο γεγονότων. Πρώτον, του ενάρετου Ιωσήφ (υιού του Ιακώβ και δισέγγονου του Αβραάμ), ο όποιος είναι τύπος του Χριστού. Και οι δύο φθονήθηκαν, πωλήθηκαν, καταβιβάστηκαν σε λάκκο - τάφο, βασανίστηκαν, δοξάσθηκαν (ως πρωθυπουργός του Φαραώ - ως Αναστάς Κύριος) και έθρεψαν το λαό (με το φυλαγμένο σιτάρι - με τον Άρτο της ζωής, το Πανάγιο Σώμα Του).
Δεύτερον, της άκαρπου συκής, την οποία καταράστηκε ο Κύριος, για να δείξει το τέλος της άκαρπης εβραϊκής Συναγωγής, αλλά και τη μοίρα όλων αυτών πού δεν παρουσιάζουν πνευματικούς καρπούς.
Η υμνολογία της ημέρας μας προτρέπει σε αγώνες για απόκτηση αρετών.
Επειδή το πρώτο τροπάριο πού ψάλλεται την ήμερα αυτή και επαναλαμβάνεται τις δυο επόμενες ήμερες είναι το κατανυκτικότατο: «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός...», εμπνευσμένο από την παραβολή των δέκα Παρθένων, γι' αυτό οι Ακολουθίες της Μεγ. Δευτέρας, Τρίτης και Τετάρτης λέγονται «Ακολουθίες του Νυμφίου».
Όλα αυτά, αναγνώσματα, ψαλμωδίες και λοιπά τελούμενα, δεν αποτελούν μία ανάμνηση ή ένα θέατρο. Όχι. Είναι κάτι πολύ περισσότερο: Είναι μία πραγματική παρουσία όλων αυτών των γεγονότων, μία μεταφορά του παρελθόντος στο παρόν και αντιστρόφως, του παρόντος στο παρελθόν. Είναι ένα Μυστήριο αναβιώνει τα γεγονότα για τον καθένα μας, ώστε να τα ζήσουμε προσωπικά...
Οι Ιερείς σήμερα δε λειτουργούν τη Θυσία, τη Θεία Λειτουργία, διότι έχει τελεστεί από τον Μέγα Αρχιερέα επάνω στο Σταυρό με τη Σταύρωσή Του. Και η Εκκλησία αναβιώνει τη θυσία του Κυρίου και είναι σαν να ζει όλη την ήμερα της Μεγ. Παρασκευής τη Λειτουργία αυτή.
ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ
(Μεγάλη Δευτέρα Εσπέρας)
Τη Μεγ. Τρίτη επιτελούμε ανάμνηση: Πρώτον, της παραβολής των δέκα Παρθένων, καλούμενοι και εμείς να υποδεχθούμε τον Χριστό με λαμπάδες αρετών (ιδιαιτέρως της ελεημοσύνης) και δεύτερον, της παραβολής των Ταλάντων καλούμενοι και εμείς ν' αυξήσουμε τα χαρίσματα μας.
Τ' ανωτέρω μας τα θυμίζει η Εκκλησία μας με τους ύμνους της ημέρας, διότι ο Χριστός θα έλθει αιφνίδια είτε, ειδικά, τη στιγμή του θανάτου μας, είτε, γενικά, στη Δευτέρα Παρουσία Του. Και θα μας ζητήσει να Του παρουσιάσουμε την πρόοδο μας, έστω και μικρή, (στην παραβολή των Ταλάντων καταδίκασε τον τρίτο δούλο, διότι δεν παρουσίασε αύξηση του ενός ταλάντου του - παρ' ότι, σύμφωνα με τους Πατέρες, αυτός κατά τα άλλα ήταν τηρητής του Νόμου).
Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε τις πέντε μωρές παρθένες, οι όποιες έχασαν τον Παράδεισο παρά τη «θρησκευτικότητα» τους... Αυτό σημαίνει ότι η απλή εκτέλεση των καθηκόντων μας χωρίς βαθύτερη βίωση της πίστεως μας ή η «ενεργοποίηση» της θρησκευτικότητας μας ορισμένες μόνο ώρες του 24ώρου, ενδεχομένως να μην θεωρηθούν αρκετά, για να προσελκύουν το έλεος του Κυρίου και τη χάρη Του.
ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
(Μεγάλη Τρίτη Εσπέρας)
Την ήμερα αυτή επιτελούμε ανάμνηση τριών γεγονότων:
α. Της αλείψεως του Κυρίου από γυναίκα πόρνη με μύρο τριακοσίων δηναρίων (τότε το μεροκάματο ήταν ένα δηνάριο).
β. Της συγκλήσεως του Συνεδρίου των Ιουδαίων για καταδίκη του Χριστού και
γ. Της αναχωρήσεως του Ιούδα προς τους Αρχιερείς με τους οποίους συμφώνησε την προδοσία, (γι' αυτήν καθιερώθηκε από τους Αποστολικούς χρόνους ή νηστεία της Τετάρτης).
Στο τέλος της ακολουθίας ψάλλεται και το περίφημο «Τροπάριο της Κασσιανής», της ευσεβούς και λογίας αυτής υμνογράφου του Βυζαντίου, την οποία οι ευφάνταστοι μυθιστοριογράφοι παρουσίασαν ως πόρνη.
Πόρνη δεν ήταν η Κασσιανή, η ποιήτρια, αλλά η ηρωίδα του ποιήματος της, η γυναίκα δηλ. πού άλειψε με μύρα τον Κύριο.
Το απόγευμα της Μεγ. Τετάρτης (πριν από την ακολουθία του Νυμφίου) τελείται στους Ί. Ναούς και το Ιερό Ευχέλαιο.
ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ
(Μεγ. Τετάρτη Εσπέρας)
Τη Μεγ. Πέμπτη επιτελούμε ανάμνηση:
α. Της νίψεως των ποδών των Αποστόλων από τον Κύριο.
β. Του Μυστικού Δείπνου.
γ. Της θαυμαστής προσευχής του Κυρίου προς τον Πατέρα Του, και
δ. Της προδοσίας του Κυρίου από το μαθητή Του Ιούδα.
Το βράδυ αυτό τελείται ο Μυστικός Δείπνος, από τον όποιο φεύγει ο Ιούδας για την προδοσία, και ο Χριστός νίπτει τα πόδια των Μαθητών Του. Ακολούθως μεταβαίνουν στην κοιλάδα των Κέδρων, οπού, μετά την Αρχιερατική Προσευχή, καταφθάνει ο Ιούδας με τη συνοδεία του και με φίλημα Τον προδίδει. Κατόπιν ο Ιησούς φέρεται στους Αρχιερείς Άννα και Καϊάφα, οι Μαθητές σκορπίζονται, πλην του Ιωάννου και Πέτρου, ο όποιος όμως Τον αρνείται τρίς. Στο Συνέδριο καταδικάζεται επειδή ομολογεί ότι είναι ο Χριστός και στη συνέχεια εμπαίζεται ποικιλοτρόπως.
Τη Μεγ. Πέμπτη τελείται ή Θεία Λειτουργία σ' ανάμνηση της πρώτης Λειτουργίας, η οποία παραδόθηκε το εσπέρας της ημέρας αυτής από τον Κύριο στο Υπερώο της Ιερουσαλήμ. Τελείται λοιπόν η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, διότι αυτή συνάπτεται σε Εσπερινό και γίνεται το πρωί της Μ. Πέμπτης αντί το εσπέρας, επειδή το απόγευμα θα γίνει ο Όρθρος της Μ. Παρασκευής.
ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ(Μεγάλη Πέμπτη Εσπέρας)
Την ήμερα αυτή επιτελούμε ανάμνηση των Παθών του Κυρίου, δηλ. των εμπτυσμών, των ραπισμάτων, των ύβρεων κ.λπ. και κυρίως της σταυρώσεως και του φρικτού θανάτου Του. Επίσης την ομολογία του Ληστή πού έκανε στο σταυρό, ότι ο Κύριος είναι Βασιλεύς ουράνιος και την παράκληση του να τον θυμηθεί στη Βασιλεία Του.
Είναι η ήμερα της άκρας ταπεινώσεως και της υπέρτατης θυσίας, διότι δέσμιος ο Χριστός ανακρίνεται ως κακούργος όλη τη νύκτα μεταξύ Πέμπτης και Παρασκευής, καταδικάζεται ο Αθώος και κατά την έκτη ώρα (δηλ. κατά τη 12η μεσημβρινή), ανάμεσα σε δύο ληστές σταυρώνεται. Την ενάτη ώρα (3 το μεσημέρι), αφού εφώναξε το «Τετέλεσται», εκπνέει «ο Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Ακολουθεί η αποκαθήλωση και η ταφή πριν τη δύση του ηλίου «εν καινώ μνημείω».
Σήμερα διαβάζονται οι δώδεκα σχετικές με το Πάθος του Κυρίου περικοπές, από τις περιγραφές των τεσσάρων Ευαγγελιστών (τα λεγόμενα δώδεκα Ευαγγέλια). Μεταξύ πέμπτου και έκτου Ευαγγελίου, λιτανεύεται εντός του Ναού ο Εσταυρωμένος και τοποθετείται στο μέσο για προσκύνηση.
Το πρωί της Παρασκευής διαβάζονται οι «Μεγάλες Ώρες», Α', Γ', ΣΤ' και Θ' (λέγονται μεγάλες λόγω διαρκείας και διότι αναφέρονται σε μεγάλα γεγονότα). Αμέσως μετά τις Ώρες ακολουθεί ο Μεγάλος Εσπερινός στον όποιο διαβάζεται Ευαγγέλιο, κατά τη διάρκεια του οποίου γίνεται η Αποκαθήλωση του Εσταυρωμένου. Μετά από λίγο τοποθετείται επάνω στο ιερό Κουβούκλιο, (αυτό πού μοιάζει με κενοτάφιο), ένα ύφασμα, πάνω στο όποιο είναι ζωγραφισμένος η κεντημένος ο Κύριος ως νεκρός, αυτό το ύφασμα λέγεται «Επιτάφιος».
Όλα αυτά, αναγνώσματα, ψαλμωδίες και λοιπά τελούμενα, δεν αποτελούν μία ανάμνηση ή ένα θέατρο. Όχι. Είναι κάτι πολύ περισσότερο: Είναι μία πραγματική παρουσία όλων αυτών των γεγονότων, μία μεταφορά του παρελθόντος στο παρόν και αντιστρόφως, του παρόντος στο παρελθόν. Είναι ένα Μυστήριο αναβιώνει τα γεγονότα για τον καθένα μας, ώστε να τα ζήσουμε προσωπικά...
Οι Ιερείς σήμερα δε λειτουργούν τη Θυσία, τη Θεία Λειτουργία, διότι έχει τελεστεί από τον Μέγα Αρχιερέα επάνω στο Σταυρό με τη Σταύρωσή Του. Και η Εκκλησία αναβιώνει τη θυσία του Κυρίου και είναι σαν να ζει όλη την ήμερα της Μεγ. Παρασκευής τη Λειτουργία αυτή.
ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ(Μεγάλη Παρασκευή Εσπέρας)
Το Μ. Σάββατο επιτελούμε ανάμνηση της ταφής του Σώματος του Χριστού, από το όποιο δε χωρίστηκε η Θεότητα Του και της καθόδου της Ψυχής Του στον Άδη, ενωμένη και αυτή με την παντοδύναμη Θεότητα Του. Εκεί ενίκησε τον Άδη και ελευθέρωσε τις κρατημένες σ' αυτόν ψυχές (όσες, φυσικά, επίστευσαν).
Σήμερα, Σάββατο, ο Κύριος αναπαύεται, όπως ο Θεός αναπαύθηκε μετά τη Δημιουργία των έξι ήμερων, «τη ημέρα τη εβδόμη». Το Σάββατο αυτό του Νόμου και της Δημιουργίας προετύπωνε το Σάββατο του Κυρίου: Την ανάπαυση Του στον τάφο. «Υπνοί η Ζωή», (γι' αυτό κάθε Σάββατο θυμούμεθα τους κεκοιμημένους και τελούμε Μνημόσυνα).
Την τρίτη ήμερα ενώθηκε πάλι η Ψυχή με το Σώμα και ανέστη ο Κύριος εκ νεκρών(Η τριήμερη ταφή του Κυρίου εξηγείται ως εξής: Πρώτη ήμερα, η Παρασκευή από 3 μ.μ. μέχρι τη δύση του ήλιου. Δεύτερη ήμερα, το Σάββατο, ολόκληρο 24ωρο. Τρίτη ήμερα, από τη δύση του ηλίου του Σαββάτου μέχρι περίπου τα μεσάνυκτα της Κυριακής).
Κατ' αυτό τον τρόπο, η Ψυχή του Κυρίου ενίκησε τον Άδη και το Σώμα ενίκησε το θάνατο, επειδή ήταν ενωμένα με τη Θεότητα Του.
Στην Ακολουθία της βραδιάς ψάλλονται σε τρεις στάσεις και τα λεγόμενα «Εγκώμια» - μικρά και πολύ αγαπητά τροπάρια αγνώστου ποιητή. Πιθανόν να είναι συνθέσεις, του ιε' αιώνα. Μετά τη Δοξολογία γίνεται έξοδος και περιφορά του «Επιταφίου» με το ιερό Κουβούκλιο.
Το Μ. Σάββατο πρωί γίνεται ο Εσπερινός του απογεύματος, δηλ. του Πάσχα, μαζί με τη Θ. Λειτουργία του Μ. Βασιλείου. Έχει αναστάσιμο χαρακτήρα και ο λαός την ονομάζει «πρώτη Ανάσταση». Είναι πάρα πολύ ωραία ακολουθία, λόγω της κοσμοσωτηρίου εορτής του ΠΑΣΧΑ...

Σάββατο, Ιουνίου 29, 2013

Οἱ Ἀπόστολοι π. Γεώργιος Κουγιουμτζόγλου



Ἀπόστολοι ὀνομάζονται οἱ Δώδεκα μαθητές τοῦ Κυρίου ποὺ ἄφησαν τά πάντα καί ἀκολούθησαν τόν Κύριο σέ ὅλη τή δημόσια διακονία Του μέχρι τῆς Ἀναλήψεως. Στή συνέχεια μετά τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔγιναν κήρυκες καί μάρτυρες τῆς πίστεως στόν Χριστό πρός λύτρωση τῆς ἀνθρωπότητας ἀπό τήν ἁμαρτία καί συνέβαλαν στήν ἐξάπλωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στή γῆ.

Τό ἱερό καί τιμητικότατο αὐτό ὄνομα δόθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο στούς Μαθητές Του, ὅταν διανυκτέρευσε στό ὄρος προσευχόμενος· τότε, «προσεφώνησε τούς μαθητὰς αὐτοῦ, καί ἐκλεξάμενος ἀπ' αὐτῶν δώδεκα, οὕς καί Ἀποστόλους ὠνόμασεν...» (Λουκ. στ', 12-13).

Οἱ Εὐαγγελιστές Ματθαῖος, Μάρκος καί Ἰωάννης χρησιμοποιοῦν περισσότερο τό ὄνομα «οἱ Δώδεκα», ὁ δέ Λουκᾶς καί Παῦλος τό «Ἀπόστολοι». Ἀργότερα χρησιμοποιεῖται ἡ λέξη σέ εὐρύτερη ἔννοια καί ὀνομάζονται Ἀπόστολοι καί ἄλλοι πλήν τῶν Δώδεκα, (οἱ ἑβδομήκοντα), ἀλλά καί οἱ συνεργάτες αὐτῶν.

Κατάλογοι τῶν ὀνομάτων τῶν δώδεκα Ἀποστόλων ὑπάρχουν τέσσερις: Ματ. ι', 2' Μάρ. γ', 13' Λουκ. στ', 14 καί Πράξ. α', 13. Οἱ κατάλογοι αὐτοί συμφωνοῦν μόνο στόν πρῶτο, τόν Πέτρο καί τόν τελευταῖο τόν Ἰούδα τόν Ἰσκαριώτη. Ἡ διαφωνία - ἀσυμφωνία τους ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι συνήθιζαν νά ἔχουν δύο ὀνόματα καί ἄλλοι Εὐαγγελιστές ἀναφέρουν τό πρῶτο, ἐνῶ ἄλλοι προτιμοῦν τό δεύτερο.

Κατά τήν ἐκλογή τῶν Μαθητῶν Του, ὁ Κύριος ἐσταμάτησε στόν ἀριθμό δώδεκα, γιατί ὅπως οἱ δώδεκα υἱοί τοῦ Ἰακώβ, οἱ δώδεκα Πατριάρχες, θεωροῦνται οἱ ἀρχηγοί τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ, δηλαδή ὅλου τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, ἔτσι καί οἱ Δώδεκα αὐτοί πρῶτοι Μαθητές τοῦ Κυρίου, ἔγιναν οἱ πνευματικοί ἀρχηγοί τοῦ νέου Ἰσραήλ, δηλαδή τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἄλλα καί διότι τά δωδέκα κουδουνάκια στό κάτω μέρος τοῦ χιτώνα τοῦ Ἀρχιερέως Ἀαρὼν ποὺ κουδούνιζαν, ὅταν βημάτιζε στή Σκηνή, τούς δώδεκα Ἀποστόλους ἐδήλωναν, ποὺ ἤχησαν (κουδούνισαν) καί ἐκήρυξαν σέ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη τό Εὐαγγέλιο τῆς ἀπολυτρώσεως. Γι' αὐτό καί ὁ Ὠσηὲ προφήτευσε ὅτι δώδεκα δρύες θά ἀκολουθήσουν τόν Θεό ποὺ θά φανεῖ στή γῆ.

Ἐκτὸς ἀπό τούς Δώδεκα, ὁ Κύριος ἐξέλεξε καί τούς «Ἑβδομήκοντα», οἱ ὁποῖοι κατά διαλείμματα Τόν ἀκολουθοῦσαν. Αὐτούς ἀπέστειλε γιά νά προετοιμάσουν τό ἔδαφος ἀπ' ὅπου ἐπρόκειτο νά περάσει καί νά διδάξει (Λουκ. Γ, 1). Καί ὁ ἀριθμός αὐτός ἀνταποκρίνεται πρός τούς ἑβδομήκοντα ἐκείνους Πρεσβυτέρους τούς ὁποίους ὁ Μωυσῆς, κατ' ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἐξέλεξε ὡς βοηθούς του. Ἀποδεικνύεται ἔτσι ὅτι τά παραδείγματα τῆς Παλαιᾶς εἶναι σύμφωνα μέ τά τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Μεταξύ τῶν Δώδεκα ὁ Κύριος εἶχε τρεῖς, τόν Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦσαν τό στενότερο κύκλο Του καί παρευρίσκονταν μόνο αὐτοί σέ ἐξαιρετικές περιπτώσεις, (ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου, στή Μεταμόρφωση, στήν προσευχή τῆς Γεσθημανῆς). Τόν πρῶτο, γιατί ἀγάπησε τόν Χριστό «σφόδρα». Τόν τρίτο, γιατί ἀγαπήθηκε ἀπό τόν Χριστό «σφόδρα». Καί τόν δεύτερο, γιατί μποροῦσε νά πιεῖ τό ποτήρι τοῦ θανάτου τό ὁποῖο καί ὁ Κύριος ἤπιε.

Οἱ δώδεκα Ἀπόστολοι ποὺ ἐξέλεξε ὁ Κύριος γιά νά μυήσει στά μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά συνεχίσουν ἀργότερα τό ἔργον Του, οὔτε μόρφωση εἶχαν οὔτε ἀπό ἀνώτερη κοινωνική τάξη τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ προέρχονταν. Ὅλοι κατάγονταν ἀπό τήν πτωχή καί καθυστερημένη πολιτιστικά Γαλιλαία, ἐκτός ἀπό τόν Ἰούδα τόν Ἰσκαριώτη, πού προερχόταν ἀπό τήν Ἰουδαία. Ἦσαν ἄνθρωποι ἁπλοί, βιοπαλαιστές, ἁλιεῖς στό ἐπάγγελμα καί τελῶνες, ἀλλά μέ ἁγνά θρησκευτικά ἐνδιαφέροντα καί μέ πίστη στόν Θεό τοῦ Ἰσραήλ καί στίς Μεσσιανικές παραδόσεις. Οἱ υἱοί τοῦ Ζεβεδαίου ἦσαν σχετικά εὔποροι, γιατί καί πλοῖο ἰδιόκτητο εἶχαν καί γνωριμίες μέ τούς Ἀρχιερεῖς τῆς Ἱερουσαλήμ διατηροῦσαν. Ἡ ἐξωτερική τους ἐμφάνιση προξενοῦσε τήν ἐντύπωση ὅτι ἦσαν ἄνθρωποι «ἀγράμματοι καί ἰδιῶται» (Πράξ. δ', 13). Εἶχαν ὅμως τήν Ἀποστολικότητα: Ἦσαν αὐτόπτες καί ἀκόλουθοι τοῦ Κυρίου, (γεγονός ποὺ συνιστᾶ τήν ἐξωτερική μαρτυρία ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων) καί εἶχαν τήν ἄνωθεν κλήση καί ἀποστολή (ἐσωτερικό γνώρισμα τῆς ἀποστολικότητας). Τ' ἀνωτέρω σημαίνουν ὅτι ἡ αὐθεντία τῶν Ἀποστόλων, κατά τή δράση τους στήν Ἐκκλησία, στηριζόταν στόν ἴδιο τόν Θεό. Ἔτσι συνέχισαν τό ἔργο τοῦ Διδασκάλου τους κινούμενοι διαρκῶς ἀπό πόλη σέ πόλη καί χειροτονοὺντες κατάλληλους διαδόχους.

Αὐτούς τούς δώδεκα ἱερούς Ἀποστόλους ἔχουμε χρέος ὅλοι οἱ Χριστιανοί νά τιμοῦμε καί νά γεραίρουμε σάν φωστῆρες τοῦ κόσμου, κήρυκες τῆς εὐσέβειας καί καταλύτες τῆς πλάνης. Καί κάνω ἀπ' ὅλα νά τούς γνωρίζουμε.

Πρῶτος Ἀπόστολος εἶναι ὁ Πέτρος, ὁ κορυφαῖος τῶν Ἀποστόλων, ὁ ὁποῖος προηγουμένως ὀνομαζόταν Σίμων. Ἦταν ἔγγαμος ψαράς, ἀγράμματος, ἀδελφός τοῦ Ἀνδρέα τοῦ Πρωτοκλήτου, ἀπό τή Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαΐας, υἱός τοῦ Ἰωνᾶ.

Αὐτόν τόν Ἀπόστολο μακάρισε ὁ Κύριος καί τόν ὀνόμασε Πέτρο, ἐνῶ τήν πίστη του ἀπεκάλεσε πέτρα πάνω στήν ὁποία ἀπεφάσισε νά οἰκοδομήσει τήν Ἐκκλησία Του. «Μακάριος εἶ, Σΐμων Βαριωνὰ... σύ εἶ Πέτρος, καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾶ οἰκοδομήσω μου τήν ἐκκλησίαν, καί πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματ. ιστ', 17, 18).
Ἐκήρυξε τό Εὐαγγέλιο πρῶτα στήν Ἰουδαία καί Ἀντιόχεια ἀκολούθως στή Μικρά Ἀσία καί κατέληξε στή Ρώμη. Ἐπειδή ἐκεῖ ἐνίκησε μέ ὑπερφυσικό τρόπο τό μάγο Σίμωνα, σταυρώθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα Νέρωνα κατακέφαλα, (πάνω τά πόδια - κάτω τό κεφάλι), ὅπως ὁ ἴδιος τό ζήτησε καί ἔτσι ἔλαβε τό ἄφθαρτο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, μεταξύ τῶν ἐτῶν 66 καί 69, ἀφοῦ ἄφησε δύο καθολικές ἐπιστολές στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Δευτερος εἶναι ὁ Ἀνδρέας, ὁ Πρωτόκλητος, ὁ ἀδελφός τοῦ Πέτρου.
Ὑπῆρξε ἐνωρίτερα μαθητής τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ἀλλά τόν ἐγκατέλειψε γιά νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό. Προσέλκυσε καί τόν ἀδελφό του λέγοντας: «Εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν». Θεωρεῖται ἱδρυτής τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κων/πόλεως.

Ἐκήρυξε τό Εὐαγγέλιο σέ ὅλα τά παραθαλάσσια μέρη τῆς Μαύρης θάλασσας, Βιθυνίας καί Βυζαντίου. Ἀργότερα μέσω Θράκης καί Μακεδονίας κατῆλθε μέχρι τήν Ἀχαΐα. Στήν Πάτρα ἐνήργησε πολλά θαύματα καί ἐπειδή πολλοί ἐπίστευαν στόν Χριστό ὁ Ἀνθύπατος τῆς πόλεως Αἰγεάτης ἐκάρφωσε τόν Ἀπόστολο τοῦ Χρίστου σέ ἕνα Σταυρό ἀνάποδα κι' ἐκεῖ παρέδωσε τό πνεῦμα του. Τό λείψανό του μετά ἀπό πολλά χρόνια μεταφέρθηκε στό Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Κωνσταντινουπόλεως.

Τρίτος Ἀπόστολος εἶναι ὁ Ἰάκωβος, ὁ τοῦ Ζεβεδαίου, ἀδελφός τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καί Εὐαγγελιστοῦ. Εἶναι ὁ τρίτος τῆς τριάδος Ἀπόστολος, τόν ὁποῖον ὁ Κύριος ἐλάμβανε μαζί μέ τόν Πέτρο καί Ἰωάννη ἰδιαιτέρως στίς προσευχές, ἀλλά καί στή Μεταμόρφωσή Του.

Ἐκήρυξε τό Εὐαγγέλιο σ' ὁλόκληρη τήν Ἰουδαία. Ὁ Ἡρώδης ὅμως ὁ Ἄγρίππας γιά τήν πολλή παρρησία ποὺ εἶχε, τόν ἐθανάτωσε μέ μαχαίρι τό 44 μ.Χ. καί ἔτσι ἔγινε ὁ δεύτερος μάρτυρας τῆς πίστεώς μας μετά τόν Πρωτομάρτυρα Στέφανο ( 43 μ.Χ.).

Τέταρτος εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής καί Θεολόγος, ἀδελφός τοῦ Ἰακώβου. Εἶναι ὁ Ἀπόστολος ποὺ ἀγαπήθηκε ἀπό τόν Χριστό «σφόδρα» καί ὁ ἐπιπεσὼν ἐπί τό στῆθος Αὐτοῦ. Ὁ Ἰωάννης ἔχει λάβει τά περισσότερα ἐπίθετα: Ἀπόστολος, Εὐαγγελιστής, Θεολόγος, Μαθητής τῆς ἀγάπης, Ἠγαπημένος μαθητής, Ἐπιστήθιος, Παρθένος, Βοανεργές - υἱός τῆς Βροντῆς.

Ἐκήρυξε τό Εὐαγγέλιο στή Μικρά Ἀσία. Ἐξορίστηκε στήν Πάτμο, ὅπου πλήθη ἀπίστων προσῆλθαν στό Χριστιανισμό. Ὅταν ἐπέστρεψε στήν Ἐφεσο ἀναπαύθηκε ἐν εἰρήνῃ (περίπου 95 χρονῶν). Ἐνωρίτερα μᾶς ἄφησε τό Εὐαγγέλιό του, τρεῖς Καθολικές ἐπιστολές καί τήν Ἀποκάλυψη.

Πέμπτος Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Φίλιππος ὁ ἀπό Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, συμπατριώτης τοῦ Ἀνδρέου καί Πέτρου.
Εἶναι αὐτός ποὺ εἶπε στό Ναθαναήλ «ὅν ἔγραψε Μωσῆς καί Προφῆται εὑρήκαμεν,Ἰησοῦν τόν υἱόν τοῦ Ἰωσήφ τόν ἀπό Ναζαρέτ» (Ἰω. α', 46).

Ἐκήρυξε τό Εὐαγγέλιο στή Μικρά Ἀσία (Λυδία καί Μυσία) καί στήν Ἱεράπολη μαζί μέ τόν Βαρθολομαῖο (Ναθαναήλ) καί τήν ἀδελφή του Μαριάμνη. Μαρτύρησε τρυπημένος στούς ἀστραγάλους καί καρφωμένος σ' ἕνα ξύλο στήν Ἱεράπολη. Λόγω σεισμοῦ ποὺ ἀκολούθησε οἱ συνοδοί του ἀφέθησαν ἐλεύθεροι.

Ἕκτος εἶναι ὁ Βαρθολομαῖος ἤ Ναθαναήλ. Ὅταν ὁ φίλος του Φίλιππος τοῦ εἶπε γιά τόν Χριστό τ' ἀνωτέρω καί πλησίασε, ὁ Χριστός τόν προϋπάντησε λέγοντας: «Ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι» (Ἰω. α', 48).

Ἐκήρυξε τό Εὐαγγέλιο στούς Ἰνδούς, οἱ ὁποῖοι ὀνομάζονταν Εὐδαίμονες καί τούς παρέδωσε τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον. Ἀπό τούς ἀπίστους ὅμως σταυρώθηκε στήν Οὐρβανούπολη. Ἐκεῖ παρέδωσε τό πνεῦμα του καί ἔλαβε τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Ἕβδομος Ἀπόστολος εἶναι ὁ Θωμᾶς ποὺ λεγόταν καί Δίδυμος.
Εἶναι ὁ Μαθητής ποὺ γιά τήν ἀπιστία του εἶπε ὁ Κύριος: «Μή γίνου ἄπιστος, ἀλλά πιστός» (Ἰω. κ', 27) καί αὐτός ψηλαφώντας Τον εἶπε: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου» (κ', 28).

Ἐκήρυξε τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στούς Παρθους, Μήδους, Πέρσες καί Ἰνδούς. Ὁ Βασιλεύς τῶν τελευταίων, ἐπειδή ὁ Θωμᾶς ἐβάπτισε καί τόν υἱό του, τόν φυλάκισε καί τελικά τόν καταδίκασε σέ θάνατο: Οἱ στρατιῶτες τόν κατατρύπησαν μέ τίς λόγχες τους.


Ὄγδοος εἶναι ὁ Ματθαῖος, ὁ Τελώνης, ἀδελφός τοῦ Ἰακώβου τοῦ Ἀλφαίου. Εἶναι αὐτός πού ἀκολούθησε τόν Χριστό ἀφοῦ ἐγκατέλειψε «τήν ὑπηρεσίαν του». Μετά τό μεγάλο δεῖπνο ποὺ προσέφερε στόν Χριστό ἔγινε Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής. Τό Εὐαγγέλιό του τό ἔγραψε στήν Ἀραμαική γλώσσα ὀκτώ χρόνια μετά τήν Πεντηκοστή, ἀργότερα ὅμως μεταφράστηκε στά Ἑλληνικά.

Ἐκήρυξε τό Εὐαγγέλιο στούς Παρθους καί Μήδους στούς ὁποίους ἵδρυσε Ἐκκλησία, μετά ἀπό πολλά θαύματα ποὺ ἔκανε σ' αὐτούς. Τελικά θανατώθηκε ἀπό τούς ἀπίστους διά πυρᾶς.

Ἔνατος εἶναι ὁ Ἰάκωβος ὁ υἱός τοῦ Ἀλφαίου, ἀδελφός τοῦ Λευί δηλ. τοῦ Ματθαίου. Λέγεται καί Ἰάκωβος ὁ μικρός, πρός διάκριση ἀπό τόν Ἰάκωβο τό μεγάλο, τόν ἀδελφό τοῦ Ἰωάννου, ἀλλά καί πρός διάκριση ἀπό τόν Ἰάκωβο τόν Ἀδελφόθεο.

Ὁ τόπος στόν ὁποῖο ἐκήρυξε ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος δέν εἶναι ἐξακριβωμένος. Ἀναγράφεται ὅτι ἐκήρυξε στά ἔθνη καί ὀνομάστηκε σπέρμα θεῖο. Κηρύττοντας καί ἐλέγχοντας τούς ἀπαίδευτους λαούς κρεμάστηκε σέ σταυρό καί ἔτσι παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Θεό.

Δέκατος Ἀπόστολος εἶναι ὁ Σίμων ὁ Κανανίτης δηλ. ὁ Ζηλωτής, ἀπό τήν Κανά τῆς Γαλιλαίας. Ὁ Σίμων ἀνῆκε στό κόμμα τῶν Ζηλωτῶν (ποὺ στά Ἀραμαικά ὁ ζηλωτής λέγεται Κanana καί μέ Ἑλληνική κατάληξη Κανανίτης = Ζηλωτής) καί διατήρησε τήν ὀνομασία του αὐτή καί ὡς Ἀπόστολος, (ὅπως καί ὁ Ματθαῖος ὁ Τελώνης).

Ἐκήρυξε τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στή Μαυριτανία καί γενικά στήν Ἀφρική. Τελικά μαρτύρησε μέ σταυρικό θάνατο.

Ἑνδέκατος εἶναι ὁ Ἰούδας Ἰακώβου, τόν ὁποῖο ὁ Ματθαῖος ὀνομάζει Λεββαῖο ἤ Θαδδαῖο. Ὁ Ἰούδας, δηλαδή αὐτός διακρινόμενος ἀπό τόν Ἰούδα τόν Ἰσκαριώτη, τόν προδότη, εἶναι ἀδελφός τοῦ Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου καί ἑπομένως υἱός τοῦ Ἰωσήφ τοῦ μνήστορος. Ἄρα εἶναι «ἀδελφός» τοῦ Κυρίου. Λεββαῖος σημαίνει θαρραλέος καί Θαδδαῖος (στά Ἀραμαϊκά) σημαίνει μεγάθυμος, μεγαλόψυχος. Εἶναι συγγραφεύς τῆς Καθολικῆς ἐπιστολῆς Ἰούδα.

Ἐκήρυξε τό Εὐαγγέλιο στή Μεσοποταμία καί ἐφώτισε τά εὑρισκόμενα στή χώρα αὐτή ἔθνη. Πῆγε καί στήν Ἐδεσσα, ὅπου ἐθεράπευσε τόν Τοπάρχη. Τελικά τόν κρεμάσανε καί τόν θανάτωσαν μέ ἐκτοξευόμενα βέλη.

Δωδέκατος Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Ματθίας, στή θέση τοῦ προδότη Ἰούδα. Μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, οἱ Ἀπόστολοι, ἀφοῦ ἐπιλέξανε δύο, τούς καταλληλότερους ἀπό τούς ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους, ἔβαλαν κλῆρο «καί προσευξάμενοι... ἔπεσεν ὁ κλῆρος ἐπί Ματθίαν καί συγκατεψηφίσθη μετά τῶν ἕνδεκα Ἀποστόλων» (Πράξ. α', 24.26).

Ἐκήρυξε τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στήν Αἰθιοπία καί ἀφοῦ ὑπέμεινε πολλά βασανιστήρια ἀπό τούς ἀπίστους παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ.

Οἵ ἀνωτέρω πανεύφημοι Ἀπόστολοι, οἱ δώδεκα καί οἱ ἀνήκοντες στόν εὐρύτερο κύκλο τῶν ἑβδομήκοντα, μαζί μέ τίς σεπτές Μυροφόρες καί πιστές ἀκόλουθες τοῦ Κυρίου, αὐτοί ὅλοι, ποὺ ἦσαν ἑκατόν εἴκοσι (120) στόν ἀριθμό (Πραξ. α', 15), πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι δέν ἐβαπτίστηκαν μέ τό βάπτισμα δι' ὕδατος, ἀλλά βαπτίστηκαν τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ».

Πρῶτον γιατί ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης λέγει φανερά ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν ἔβαπτιζε «...ὁ Ἰησοῦς οὐκ ἔβαπτιζε, ἀλλ' οἱ Μαθηταί αὐτοῦ» (Ἰω. δ', 2) καί δεύτερον γιατί ὁ μέν Πρόδρομος ἐκήρυξε λέγοντας γιά τόν Κύριο: «Ἐγώ μέν βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι, αὐτός δέ βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καί πυρί» (Λουκ. γ', 16), ὁ δέ Χριστός τό ἐβεβαίωσε λέγοντας: «Ἰωάννης μέν ἔβαπτισε ὕδατι, ὑμεῖς δέ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ οὐ μετά πολλας ταύτας ἡμέρας» (Πράξ. α', 5). Ἡ ὑπόσχεση αὐτή τοῦ Κυρίου πραγματοποιήθηκε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς: «Καί ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας... καί ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεί πυρός, ἐκάθισε τε ἐφ' ἕνα ἕκαστον αὐτῶν καί ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου» (Πράξ. β', 2-4). Γι' αὐτό δέν χρειάστηκαν ἄλλο βάπτισμα. Τό ἴδιο πιστοποιεῖ καί ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγοντας ὅτι τό ὑπερῶον στό ὁποῖο κατῆλθε τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἔγινε κολυμβήθρα στήν ὁποία βαπτίστηκαν ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ λοιποί ἐκεῖ εὐρισκόμενοι. Ἀλλὰ καί ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος, στήν ἑρμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου, ἀναφέρει ὅτι οἱ Ἀπόστολοι βαπτίστηκαν ἀπό τό βάπτισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.



1. Ὅ Ἅγιος Νικόδημος, δεύτερο Ἀπόστολο, ἀναφέρει, τόν Παῦλο, τό σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ὑπερνίκησε ὅλους τοὺς Ἀποστόλους στό ζῆλο τῆς πίστεως καί στούς κόπους. Αὐτός ἐκήρυξε τόν Χριστό ἀπό Ἱεροσολύμων μέχρι τοῦ Ἰλλυρικοῦ, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει καί ἔφθασε στή Ρώμη ἀποκεφαλίστηκε.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...